Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Ερ. Λογοτεχνία 

Restif De La Bretonne Nicolas: Αντί-Ζυστίν

                 Βιογραφικό
Ρεστίφ Ντε Λα Μπρετόν

    
Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος, "αντίπαλος" του Μαρκήσιου ντε Σαντ, πολύμορφος και πλούσιος, ζωγράφισε ένα ρεαλιστικό πίνακα ηθών του πεφωτισμένου αιώνα του. Εκτός από τις μνημειακές του συλλογές και τις παράξενες, ασυνήθιστες για την εποχή ιδέες, τις κοινωνικές θέσεις στο στυλ του Ρουσώ, προανείγγειλε κι αυτός τους Ουτοπιστές του επόμενου αιώνα. Περιέγραψε τις κοινωνικές προϋποθέσεις του απλού αγρότη, αλλά τη ζωή και τα ήθη του λαού του Παρισιού, -όπου αλλοτριώνεται ο αγρότης μες στους κινδύνους της μεγαλούπολης. Τέλος, ο Αλέξανδρος Δουμάς το 1854, έκανε θεατρικούς χαρακτήρες αυτόν και την οικογένειά του. Παράλληλα δε, έγραψε κι Ερωτική Λογοτεχνία.
     Το πραγματικό του όνομα ήταν
Nicolas Restif, που γεννήθηκε στο Sacy, της Λιόν, από οικογένεια ευπόρων αγροτών, στις 23 Οκτώβρη 1734, γιος του λοχαγού Edme Restif κι έζησε τη παιδική ηλικία ενός μικρού αγρότη, παράλληλα με τα μαθήματα του σχολείου. Ένας από τους ετεροθαλείς αδερφούς του, ιερέας, του 'μαθε λατινικά. Το 1742 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στη φάρμα του Μπρετόν. Στα 1751-5, μαθητεύει τυπογράφος, κοντά στον δάσκαλο Φουρνιέ, στην Οξέρ. Το 1760, παντρεύεται την Ανιές Λεμπεκέ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, ("Η Ενάρετη Οικογένεια", 1767) του απέφερε πολλά χρήματα κι έτσι αποφασίζει να ζήσει με τη πένα του. Εκτός όμως της προσωπικής τύχης, υπήρξε πολυγραφότατος και παραγωγικός.  Στα 1775, έπιασε δουλειά στο Βασιλικό Τυπογραφείο του Λούβρου.
     Η υγεία του κλονίζεται κι ο γάμος του επίσης (θα χωρίσει το 1794). Η κοντέσα
Fanny τονε προστάτευσε από τις ταραχές του 1787, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, κρατώντας τον σε μια προσεκτικά ουδέτερη θέση στα πολιτικά δρώμενα, αλλά χρεωκοπεί κι αρρωσταίνει. Εγκατάστησε το 1790, στο σπίτι του, μια μικρή τυπογραφική μηχανή κι εκεί τύπωνε τα κείμενά του. Το 1798, προσλήφθηκε στην Αστυνομία κι από κει απολύθηκε το 1802. Πέθανε μες στη φτώχει και στην ανέχεια, μη έχοντας πλέον τρόπο ή μέσο να τυπώνει τα γραπτά του, στις 3 Φλέβάρη 1806, σ' ηλικία 72 ετών.
___________________________________________________________

Πρόλογος

     Πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί κάποιος που τολμά να δημοσιεύσει ένα έργο σαν κι αυτό που πάτε να διαβάσετε; Εγώ έχω εκατό δικαιολογίες, όχι μια. Ένας συγγραφέας πρέπει να 'χει σκοπό του την ευτυχία των αναγνωστών του και δεν υπάρχει τίποτα που να φέρνει μεγαλύτερην ευτυχία από ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Ο Φοντενέλ έλεγε: "Δεν υπάρχει πόνος που να μπορεί να βαστάξει μιας ώρας ανάγνωση". Απ' όλα τ' αναγνώσματα, τα πιο ελκυστικά είναι βέβαια τα ερωτικά, κυρίως όταν συνοδεύονται από εύγλωττην εικονογράφηση. Την εποχή που ένας άντρας έχει μάθει καλά τις γυναίκες, έπεσε στα χέρια μου η "Ζυστίν" του Donatien Alphonse Francois, Μαρκήσιου De Sade. Ήτανε σα να μου 'βαλε φωτιά. Ήθελα να νιώσω αμέσως ευχαρίστηση και βάλθηκα να το κάνω μανιασμένα, δαγκώνοντας τα στήθια εκείνης που πηδούσα, γεμίζοντας σημάδια τα μαλακά της μπράτσα... Νιώθοντας ντροπή γι' αυτό μου το υπερβολικό φέρσιμο -απόρροια του διαβάσματος εκείνου του βιβλίου- κάθισα κι έγραψα για το κέφι μου ένα Ερωτικό, πικάντικο αλλά χωρίς ωμότητες, βιβλίο, που τόσο πολυ μ' ερέθισε, που πήγα και πήδηξα μια κούτσαβλη, με δυο σπιθαμές μπόι και με καμπούρα από πάνω.
     Νάτο λοιπόν, διαβάστε το και θα πάθετε τα ίδια.

Εισαγωγή

    
Κανείς δεν έχει αγανακτήσει περισσότερο από μένα, με τα πρόστυχα βιβλία του αχρείου Ντε Σαντ, δηλαδή τη "Ζυστίν", την "Αλίν", τη "Φιλοσοφία Του Μπουντουάρ", τη "Φιλοσοφία Της Ακολασίας", που διάβασα όσο ήμουνα στη φυλακή. Αυτός ο αχρείος παρουσιάζει πως η χαρά του έρωτα, για τους άντρες, πηγαίνει μαζί με τα βασανιστήρια ή ακόμα και την εξόντωση των γυναικών.
     Σκοπός μου είναι να προσφέρω ένα βιβλίο ακόμα πιο τολμηρό από τα δικά του, που οι γυναίκες θα μπορούν να το δίνουνε στους άντρες τους για να τους κάνουν να τις περιποιούνται καλύτερα. Ένα βιβλίο, στο οποίο οι αισθήσεις θα μιλάνε στη καρδιά, η ελευθεριότητα δε θα κρύβει βαναυσότητα απέναντι στο φύλο των Χαρίτων και που θα τους δίνει ζωή αντί να δικαιολογεί το σκότωμά τους. Ένα βιβλίο στο οποίο ο έρωτας ξαναβρίσκοντας την αρμονική του σχέση με τη φύση, ελεύθερος από ενοχές και προκαταλήψεις, δεν θα εμφανίζεται παρά χαμογελαστός και λάγνος.
    Διαβάζοντάς το, θα λατρέψουμε τις γυναίκες και γαμώντας τες θα 'μαστε πιο τρυφεροί. Όμως πάνω απ' όλα, θα νιώσουμε ακόμα μεγαλύτερη περιφρόνηση γι' αυτόν τον χασάπη, γι' αυτόν που τονε βγάλαν από τη Βαστίλη, με την άσπρη μακριά γενειάδα, στις 14 Ιουλίου 1789. Αχ και να μπορούσε τούτο το βιβλίο που τώρα δημοσιεύω, να ρίξει στη λήθη τα δικά του!
                   Ένα κακό βιβλίο γραμμένο με καλές προθέσεις.
                   Εγώ ο Ζαν-Πιερ Γλωσάρας προς το παρόν
                   κρατούμενος στη Κονσιερζερί, δηλώνω πως
                   αυτό το βιβλίο, παρ' όλη τη τολμηρότητά του,
                   το έγραψα έχοντας μόνο καλούς σκοπούς.
                   Η αιμομιξία, για παράδειγμα, εμφανίζεται
                   αποκλειστικά ως αντίβαρο, σύμφωνα με τα
                   διεστραμμένα γούστα των ακολάστων, στις
                   φρικτές βιαιότητες με τις οποίες τους ερεθίζει
                   ο Ντε Σαντ.
 
                                                  Φλοριάλ,  Έτος Δεύτερο

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

                   1    το παιδί με το φουριόζικο καυλί

     Γεννήθηκα σ' ένα χωριουδάκι κοντά στη Ρεν και τ' όνομά μου είναι Ερωτύλος. Από πιτσιρικάς, πάντα λιμπιζόμουνα τα ωραία κοριτσόπουλα. Είχα μάλιστα αδυναμία κυρίως στα ποδαράκια που φορούσανε χαριτωμένα παπούτσια, μοιάζοντας σ' αυτό με τον Μεγάλο Δελφίνο, γιο του Λουδοβίκου 14ου και με τον Τεβενάρ, ηθοποιό της Οπερά.
     Το πρώτο κορίτσι που μου τον έκανε να σηκωθεί, ήταν μια τσαχπίνα χωριατοπούλα, που πηγαίναμε μαζί στον εσπερινό κι εκείνη μου 'χωνε το χέρι της στα σκέλια, κάτω από τα ρούχα. Μου γαργαλούσε τ' αρχίδια και με το που καταλάβαινε πως μου 'χε σηκωθεί, μιας κι ήτανε θερμόαιμη κι ενάρετη, με φιλούσε στο στόμα με τον οίστρο της παρθένας.
     Η πρώτη που πασπάτεψα, σπρωγμένος από την αδυναμία μου για τα κομψά της παπούτσια, ήταν μια από τις μικρότερες αδελφές μου, η Τζοβενέτα. Είχα οχτώ αδελφές, τρεις μικρότερες από μένα και πέντε μεγαλύτερες, από προηγούμενο κρεβάτωμα. Απ' αυτές, η δεύτερη ήτανε πραγματικά μαγευτική: θα ξαναμιλήσω γι' αυτήν. Η τέταρτη στη σειρά, είχεν ένα τρίχωμα γύρω από το στολίδι της, που τ' άγγιγμά του και μόνο σ' έλιωνε. Οι άλλες ήταν ασχημες. Όσο για τις μικρότερες, ήτανε κι οι τρεις τους όλο νάζι.
     Η αγαπημένη της μητέρας μου ήταν η Τζοβενέτα, η πιο φιλήδονη και καλοβαλμένη και μια φορά, γυρίζοντας από το Παρίσι, της έφερε δώρο ένα καταπληκτικό ζευγάρι παπουτσάκια. Την είδα να τα δοκιμάζει και μου 'γινε αμέσως σκληρός σα σίδερο. Την επομένη, Κυριακή ήταν, η Τζοβενέτα φόρεσε ένα καινούργιο ζευγάρι βαμβακερές κάλτσες πολύ ψιλές κι ολόλευκες κι ένα κορσέ που της έσφιγγε τη μέση και παρ' όλο που ήτανε τόσο μικρή, τα παιγνιδιάρικα κωλοκουνήματά της τη σηκώναν ακόμα και του πατέρα μου, που μια φορά τον άκουσα να λέει στη μητέρα μου (ήμουνα κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι για να θαυμάζω καλύτερα τα παπούτσια και τους αστραγάλους της χαριτωμένης μου αδελφούλας) να τη βγάλει έξω από το δωμάτιο. Με το που βγήκε, έριξε τη μάνα μου στο κρεβάτι που κάτω του κρυβόμουνα και τη γάμησε λέγοντας:
 -"Τα μάτια σας τέσσερα στη μονάκριβη κορούλα σας! Θα βγάζει φλόγες σε λιγάκι, σας προειδοποιώ... Αλλά βρήκε άνθρωπο που ξέρει να τη φέρει βόλτα, γιατί εγώ γαμάω καλά! Να η απόδειξη, το μουνί σας μου χύνει κιόλας κάμποσο πριγκηπικό ζουμί..."
     Πήρα χαμπάρι πως η Τζοβενέτα άκουγε και κοίταζε... Ο πατέρας μου είχε τελικά δίκιο. Η χαριτωμένη μου αδελφούλα ξεπαρθενεύτηκε από τον εξομολογητή της και μετά κουτουπώθηκε από κόσμο και κοσμάκη. Όμως αυτό την έκανε απλά πιο σοφή.
     Το απόγευμα η Τζοβενέτα ήρθε και με βρήκε στην αυλή, που καθόμουνα μονάχος μου. Τη κοίταξα γεμάτος θαυμασμό και μου σηκώθηκε. 'Αρχισα να τη διπλαρώνω, την έπιασα από τη μέση χωρίς να πω λέξη, της άγγιξα το ποδαράκι, τα μπούτια, το άτριχο κι υπέροχο μουνάκι της που δεν είχε όμοιο! Εκείνη δεν έβγαλε άχνα. Τότε την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα, δηλαδή στις παλάμες και στα γόνατα και δεν έβλεπα την ώρα να τη ξεσκίσω έτσι όπως κάνουνε τα σκυλιά, βογγώντας και σπρώχνοντας μ' όλη μου τη δύναμη, αρπάζοντάς τη σφιχτά από τα πλευρά. Την έβαλα να σκύψει τόσο πολύ, ώστε να μου προσφέρει μουνάκι και κωλοτρυπίδα μαζί. Με τα πολλά, τα κατάφερα να της βάλω την άκρη, ανάμεσα στα χειλάκια της.
 -"Σήκωσε", της είπα, "σήκωσε τον κώλο σου να μπω!" Τι τα θέλετε, ένα τόσον άγουρο μουνάκι δε μπορούσε να υποδεχτεί μια ψωλή που ακόμα δε ξεσκουφωνόταν (μάλλον χρειαζόμουν ένα μουνί ξεπατωμένο, που άλλωστε δεν άργησα να το βρω). Το μόνο που κατάφερα ήταν να της χαράξω λιγάκι τα χείλη της σχισμής. Δεν έχυνα ακόμη: δεν ήμουν κατάλληλα εξοπλισμένος... Μη μπορώντας να της το χώσω, άρχισα να της το γλείφω, κάνοντας και σ' αυτή τη περίπτωση, όπως κάνουνε τα σκυλιά... Η Τζοβενέτα ένιωσε, δίχως καμιάν αμμφιβολία, μιαν ευχάριστη φαγούρα και δε πρέπει να βαρέθηκε καθόλου με το παιγνίδι μας, αφού όταν σηκωθήκαμε, με γέμισε φιλιά στο στόμα. Κάποιος τη φώναξε κι έφυγε τρέχοντας.
    Μην έχοντας ακόμα στήθος, την άλλη μέρα φόρεσε ένα ζευγάρι ψεύτικα βυζιά κι είμαι σίγουρος ότι το 'κανε γιατί είχε ακούσει πόσο παινευόντουσαν η μάνα κι οι αδελφές της για τα δικά τους. Το πήρα χαμπάρι: της είπα να φορέσει τα παπουτσάκια της κι αφού την έβαλα να ξαπλώσει αναπαυτικά στο κρεβάτι της, τη περιποιήθηκα για δυο σχεδόν ώρες. Για να λέμε την αλήθεια, έγινε μούσκεμα και χτυπιότανε σα τρελή όσο την έγλειφα στο μουνί... Δυο μέρες αργότερα, τη στείλανε μαθητευόμενη στο Παρίσι, όπου κι επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις του πατέρα μου.

                                  2 το μεταξότριχο μουνί

    
Από τις υπόλοιπες αδελφές μου, η πρώτη ήταν υπερβολικά σοβαρή: κατάφερνε πάντα να με κρατά σε κάποιαν απόσταση, αλλ' αργότερα, στο Παρίσι, της γάμησα και τις δυο της τις κόρες. Η τρίτη μου αδελφή ήταν ακόμα πάρα πολύ μικρή: στα δεκαοχτώ της έγινε μια υπέροχη κοπέλα! Σ' αυτή λοιπόν τη πιτσιρίκα, ρίχτηκα όταν κατάλαβα πως η Κάθως, δίδυμη με τη Τζοβενέτα, ήταν απλησίαστη. Έχοντας ήδη πασπατέψει ένα μουνί, μου χρειαζόταν επειγόντως ένα για να το αντικαταστήσω: άρχισα να περιποιούμαι τη Κλώσα. Μια Κυριακή, που η μητέρα μου την έπλυνε και της φόρεσε τα καλά της, κατάφερα επιτέλους να της το γλείψω.
     Η φλογερή Μαντλέν με το μεταξωτό μουνί μας έπιασε στα πράσα, ακριβώς την ώρα που παίζαμε το αθώο αυτό παιγνίδι. Μας παρακολούθησε για κάμποσην ώρα πριν επέμβει και, βλέποντας τη μικρή να το φχαριστιέται, ενέδωσε στον πειρασμό. Μας φώναξε. Εμείς προσπαθήσαμε να πάρουμε μια πιο φυσιολογική στάση. Ούτε που άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. Έδιωξε τη Κλώσα κι άρχισε να με στριφογυρίζει. Μ' έριξε πάνω στ' άχυρα της αποθήκης, όπου είχα παρασύρει τη Κλώσα και με το που βρέθηκα ξάπλα ήρθε από πάνω μου κι άρχισε να με γαργαλά παντού. Έχωσα κατά λάθος το χέρι κάτω από τη φούστα της και βρήκα το εξαίσιο μεταξένιο της μουνί.
     Αυτό το θεϊκό τρίχωμα την έκανε να γίνει η αγαπημένη μου. Ξετρελάθηκα με το μουνί της Μαντλέν Γλωσάρα και της ζήτησα να το φιλήσω.
 -"Κατεργαράκο", μου απάντησε, "περίμενε ένα λεπτό". Πήγε στο πηγάδι, τράβηξε ένα κουβά νερό κι έκατσε από πάνω του... Γύρισε κοντά μου και ξανάρχισε το τσιμπολόγημα. Φουντωμένος, εκτός εαυτού, μέσα στη παιδιάστικη ερωτική παραφορά μου, της είπα:
 -"Πρέπει να γλύψω αυτή την υπέροχη τρυπούλα". Ξάπλωσε ανάσκελα μ' ανοιχτά τα πόδια. Εγώ έγλυφα κι η ωραία Μαντλέν κουνούσε τον κώλο της:
 -"Σαΐτεψε τη γλώσσα σου μέσα μου καμάρι μου" έλεγε. Κι όσο εγώ σαΐτευα, τόσομ αυτή σήκωνε το λοφίσκο της!... Της έκανα αρχοντική περιποιήση!... Η πλημμύρα της ηδονής, την έκανε να ξεσπάσει σε κραυγές. Μου ήτανε μονίμως στητός και καμαρωτός κι όσο δεν έχυνα τόσο ψηνόμουνα από τον ίδιο πάντα πυρετό. Αυτό ακριβώς λάτρευε κι η Μαντλέν πάνω μου. Όταν πια έπρεπε να μ' αφήσει, με φίλεψε με μερικες λιχουδιές που τις έφαγα πιο μετά μαζί με τη Κλώσα.
     Ένα βράδι, η μεταξομούνα αδελφή μου, μου λέει:
 -"Ερωτύλο! Το γλυκό σου το καρφάκι στέκει πάντα καμαρωτό-καμαρωτό όταν με γλείφεις! Τι θα 'λεγες να τρυπώσουμε στο ίδιο κρεβάτι και να το βάλεις μες στο στόμα της ψιψίνας μου, που τόσο πολύ σ' αρέσει να τη πιπιλάς κι έχει τρίχωμα τόσο μαλακό... Εμένα είμαι σίγουρη ότι θα μ' άρεσε πολύ και κάτι μου λέει πως κι εσένα το ίδιο. Απόψε έλα να με βρεις".
     Όταν όλοι οι άλλοι είχανε βυθιστεί στην αγκαλιά του Μορφέα, τρύπωσα μες στο κρεβάτι της μεγαλύτερής μου αδελφής και την άκουσα να μου λέει:
 -"Μια μέρα είδα τον πατέρα μας να χαΐδεύει την αδελφή μου, την όμορφη Μαρία, που ετοιμαζόταν να φύγει για το Παρίσι κι ύστερα να πηδάει πάνω στη μάνα σου, με τη ραβδάρα του πανέτοιμη και να της ξεσκίζει τη ψιψίνα. Εγώ τώρα θα σου δείξω τι πρέπει να κάνεις για να του μοιάσεις".
 -"Τον έχω δει κι εγώ".
 -"Καλά! Καλά!"
     Πήρε θέση, μ' έβαλε να ξαπλώσω από πάνω της, μου 'πε να σπρώχνω κι ανταποκρίθηκε στα κουνήματά μου. Μόνο που ήτανε παρθένα κι όσο σκληρό κι αν τον είχα, δε κατάφερνα να της τονε χώσω: με πονούσε. Κι όμως η Μαντλέν Γλωσάρα, -δεν έχω καμιάν αμφιβολία- κατάφερε να χύσει, αφού της ήρθε λιγοθυμιά.
     Αχ, πόσο μου 'λειψεν αργότερα το απαλό μεταξένιο της μουνάκι που έγλειφα και βούρτσιζα για έξι ολάκερους μήνες! Ο πατέρας μου, ο Κλοντ Γλωσάρας δε μου 'μοιαζε καθόλου κι έδιωχνε από κοντά του τις κόρες που του τονε σηκώνανε. Λεγόταν πως η Μαντλέν είχε προσπαθήσει να πηδηχτεί μαζί του... Όπως και να 'χει το πράγμα, τρεις μέρες αργότερα έφυγε κι αυτή για τη πρωτεύουσα, όπου ο μεγαλύτερος αδελφός μας, ο κληρικός, της είχε βρει μια θέση οικονόμου στο σπίτι κάποιου εφημέριου του Σεντ Ονορέ. Ετούτος ο υποκριτής δεν άργησε και πολύ ν' ανακαλύψει τις χάρες της. Μια μυστική πόρτα, που μόνον αυτός ήξερε, οδηγούσε στα δωμάτια των οικονόμων και τη νύχτα πήγαινε και τις πασπάτευε. Όμως δε του 'χε τύχει ποτέ μουνί πιο γλυκό από το μεταξότριχο μουνί της μαντεμουαζέλ Γλωσάρα! Ήθελε να το δει καλά. Η ομορφιά του τονε μάγεψε και δεν έβρισκεν ησυχία αν δε το γαμούσε. Μια νύχτα που η αδελφή μου καμωνότανε τη κοιμισμένη, της το 'γλειψε κι αυτή έχυσε με το καντάρι. Τότε ο εφημέριος ήρθε από πάνω της και τηνε πήδηξε, ενώ κείνη τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και ταρακουνούσε τα κωλομέρια της.
 -"Αχ κούκλα μου", της είπε "τι ωραία που κουνιέσαι!... Μα δε σε πονάει; Μπας κι είσαι κομματάκι πουτάνα"; Η νυχτικιά και τα ματοβαμμένα σεντόνια του αποδείξανε πως ήτανε παρθένα. Και τη λάτρεψε. Η Μαντλέν συνέχισε να γαμιέται μ' αυτόν τον άγιο άνθρωπο για δυο χρόνια περίπου, μέχρι που τελικά τον έστειλε στον άλλο κόσμο. Αυτός πάντως τη προίκισε, πράγμα το οποίο της επέτρεψε να παντρευτεί τον γιο του πρώτου συζύγου της μητέρας μου.

                                η καβαλικεμένη μάνα

     Μετά τον γάμο της Μαντλέν και την επιστροφή της στη Ρεν, όντας πιο αναπτυγμένος τώρα, επιθυμούσα διακαώς να τη γαμήσω. Στα δυο χρόνια που 'χανε μεσολαβήσει είχα περιοριστεί στο πασπάτεμα και το γλείψιμο της αδελφής μου της Κλώσας και μερικών γερμανίδων εξαδέλφων μας. Όμως ο πούτσος μου είχε παραμεγαλώσει κι όλα τούτα τ'  άτριχα μουνάκια είχαν αρχίσει να ...στενεύουν... Έτσι ικέτεψα τη Μαντλέν, δηλαδή τη Μαντάμ Bourgelat, να μου παραχωρήσει ένα νυχτερινό ραντεβού. Το κανόνισε για το ίδιο εκείνο βράδι. Βρισκόμασταν στο αγρόκτημα μας κι ο σύζυγός της είχε μόλις φύγει για τη Ρεν, λόγω μιας σημαντικής υποχρέωσης. Εκείνο ακριβώς το βράδι, ο πατέρας μου αδιαθέτησε, δε ξέρω γιατί κι η μητέρα μου, αφού του πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες, σκέφτηκε να πάει να κοιμηθεί στο κρεβάτι της νύφης της, για να μη τον ενοχλεί. Η Μαντλέν, βλέποντας τη κοιμισμένη, σηκώθηκε σιγά-σιγά για να 'ρθει σε μένα, ενώ εγώ πήγαινα σ' αυτή. Δε συναντηθήκαμε, δυστυχώς!...
     Έτσι, ξάπλωσα δίπλα στη γυναίκα που βρήκα στο κρεβάτι. Ήτανε ξαπλωμένη ανάσκελα. Ανέβηκα από πάνω της ενώ κοιμότανε και της τον έχωσα. Έμεινα κατάπληκτος μπαίνοντας μέσα της από το πόσο φαρδιά ήτανε! Μ' έσφιξε στην αγκαλιά της, κούνησε τον κώλο της κι είπε μέσα στον ύπνο της:
 -"Ποτέ! Ποτέ δε μου 'χετε δώσει τόσην ευχαρίστηση!".
     Έχυσα κι εγώ, πέφτοντας φαρδύς-πλατύς πάνω στα βυζιά της, που 'ταν ακόμα στητά, αφού δεν είχε θηλάσει και κανείς δε της τα 'χε ποτέ στραπατσάρει. Η μαντάμ Μπουρζελά επέστρεψεν ακριβώς τη στιγμή που 'χανα τις αισθήσεις μου. Έμεινεν άναυδη, ακούγοντας τα λόγια αυτής της γυναίκας που 'τανε πεθερά της και συνάμα μητριά! Κατάλαβε πως την είχα γαμήσει και με μετέφερε στο κρεβάτι μου ενώ ήμουν ακόμα λιπόθυμος. Είχα λοιπόν εκτινάξει το πρώτο μου σπέρμα στο μητρικό μουνί!... Η μητέρα μου, εντελώς ξύπνια πλέον, ρώτησε τη Μαντλέν:
 -"Μα τι κάνετε κόρη μου"; Εγώ στο μεταξύ είχα συνέλθει. Η αδελφή μου επέστρεψε δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας μου, που της είπε χαμηλόφωνα: "Αγαπητή μου νύφη, συμπεριφέρεστε πραγματικά πολύ παράξενα!".
 -"Ο σύζυγός μου", απάντησε η μαντάμ Μπουρζελά, "με βάζει συχνά από πάνω. Αυτό έβλεπα στον ύπνο μου κι αυτό έκανα. Ξυπνώντας ξαφνικά, πήδηξα από το κρεβάτι". Η μητέρα μου τη πίστεψε.
     Εγώ πάντως είχα πετύχει διάνα: η μαντάμ Γλωσάρα, έμεινε έγκυος, γέννησε στα κρυφά ένα μωρό όμορφο σαν τον 'Αδωνι κι είχε τη πονηριά να το αντικαταστήσει μ' ενός γιού της, που πέθανε πάνω στη γέννα. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσω γι' αυτό το παιδί, τον ανιψιό μου τον επονομαζόμενο Ερωτύλο ή Κοκοράκι.
     Οχτώ μέρες μετά, έχοντας πλέον συνέλθει εντελώς, έκλεισα πάλι ένα ραντεβού. Η ατυχία μου όμως δε περιγράφεται! Μας είχε ακούσει μια βυζαρού, μια κοπέλα που δούλευε στα κτήματά μας θερίστρια και κοιμότανε στον αχυρώνα. Η μαντάμ Μπουρζελά θα 'ρχότανε στο κρεβάτι μου, αλλ' αυτή η Μπαλκονού, που με αγαπούσε κι αυνανιζότανε συχνά προς τιμή μου και που δεν ήταν εξάλλου κακό κορίτσι, έπεισε τον αδελφό μου να κλειδώσει τη πόρτα, τη νύχτα, του δωματίου της και να κρύψει το κλειδί για ευνόητους λόγους... Έτσι κι έγινε. Συλλογιστείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν, αντί για ένα μεταξένιο μουνί και δυο στρογγυλά και τρυφερά βυζάκια, βρέθηκα ν' απαυτώνω ένα παλιομούνι με χάιτη αλόγου και δυο μπαλόνια έτοιμα να σκάσουν. Έχωσε τον πούτσο μου μέσα της, έσπρωξα κι ένιωσα μιαν απέραντην απόλαυση. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσω.
     Κατάφερα επιτέλους να γαμήσω και τη Μαντλέν στον αχυρώνα. Φούσκωνα και ξεφούσκωνα σα κολασμένος γαμώντας τη. Στο τρίτο όμως κούνημα του πισινού της, λιποθύμησα...
...   ...   ...   
                                     τέλος αποσπάσματος...

 

___________________________________________________

Τίτλος πρωτοτύπου: "L' Anti-Justine"
Mετάφραση: 'Αννα Δούκουρη
Εκδόσεις: "Αφροδίτη"

 

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers