ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

Ðñüäñïìïò Èåüäùñïò: Ðôù÷ïðñüäñïìïò-Ðôù÷ïðñïäñïìéêÜ 1130-1200 ì.×.

                                 Πτωχοπρüδρομος & ΠτωχοπροδρομικÜ

      ΣυνδεδεμÝνος με μια παραγωγÞ στα πλαßσια του ποιητικοý κýκλου της ΕιρÞνης, ο Θεüδωρος Πρüδρομος, πÝραν της λüγιας παραγωγÞς του, εßχε και μßα δημþδη, σκωπτικÞ. Ο λüγος για τη συλλογÞ των 4 ποιημÜτων του με τßτλο ΠτωχοπροδρομικÜ.
     ΑρχικÜ, οι μελετητÝς απÝδωσαν τα ποιÞματα στο γνωστü λüγιο και πολυγραφüτατο συγγραφέα του πρþτου μισού του 12ου αιþνα Πρüδρομο, για τα περιστατικÜ της ζωÞς του οποßου γνωρßζουμε πολý λßγα. Το βÝβαιο εßναι üτι εßχεν επιδοθεß σε συστηματικÝς σπουδÝς κι εßχε αποκτÞσει σημαντικÞ για την εποχÞ του μüρφωση. Το λüγιο Ýργο του εßναι πληθωρικü και πολýμορφο· Ýγραψε μυθιστορÞματα, ποιÞματα, επιγρÜμματα, αστρολογικÝς, γραμματικÝς, φιλοσοφικÝς και θεολογικÝς μελÝτες, ρητορικÜ γυμνÜσματα, σÜτιρες κι επιστολÝς. Τα κεßμενα αυτÜ Þταν γραμμÝνα σε Ýνα επßπεδο ýφους κατÜλληλο για την αυτοκρατορικÞ αυλÞ των Κομνηνþν, üμως Ýχει αφÞσει κι Ýργα σε δημþδη γλþσσα.
     Για το πρüσωπο του βυζαντινοý ποιητÞ Πτωχοπρüδομου γνωρßζουμε αποκλειστικÜ απü το Ýργο του, που αποτελεß ιδιαßτερο φαινüμενο στη βυζαντινÞ λογοτεχνßα. Η λογοτεχνικÞ παρÜδοση των βυζαντινþν χρüνων μας Ýχει αφÞσει μερικÜ επαιτικÜ ποιÞματα, τÝσσερα τον αριθμü, που εμφανßζουν πολλÜ κοινÜ στοιχεßα και αποδßδονται στα χειρüγραφα σε κÜποιον ποιητÞ με τον προσωνυμßα «Πτωχοπρüδρομο». Πρüκειται για τα λεγüμενα πτωχοπροδρομικÜ· δεßγματα κοσμικÞς ποßησης του 12ου αι., γραμμÝνα στη δημþδη γλþσσα με σκοπü να κερδßσουν την εýνοια και τη γενναιοδωρßα επιφανþν προσþπων, αλλÜ με Ýνα εμφανÝς σκωπτικü, σατιρικü και ως Ýνα βαθμü αυτοσαρκαστικü ýφος. Στα 4 ποιÞματα σατιρßζονται ο Ýγγαμος βßος, η πενßα των ανθρþπων των γραμμÜτων κι η ζωÞ στα μοναστÞρια. Τüσο η ταýτιση του συγγραφÝα üσο και η ανÜλυση των ßδιων των ποιημÜτων στο πλαßσιο της εξÝτασης της βυζαντινÞς θýραθεν Þ κοσμικÞς ποßησης θÝτουν ερωτÞματα που δεν Ýχουν λÜβει ακüμα οριστικÞ απÜντηση.
     Απü νωρßς απασχüλησε τους μελετητÝς το πρüβλημα αν εßναι Ýνας ο ποιητÞς των, αν ο Πρüδρομος Ýγραψε μüνο μερικÜ και τα υπüλοιπα τοý αποδßδονται (καταχρηστικÜ) Þ αν τα ΠτωχοπροδρομικÜ δεν εßναι καθüλου δημιουργÞματα του βυζαντινοý λüγιου και λανθασμÝνα του αποδüθηκαν απü τη παρÜδοση. Ο Eideneier (1991, 93) υποστηρßζει πως Ýνα παρακλητικü Þ επαιτικü ποßημα, συνδεδεμÝνο με το üνομα του, φαßνεται πως απÝκτησε κÜποτε χαρακτÞρα προτýπου. Το αποτÝλεσμα Þταν κι Üλλοι συγγραφεßς, με παρüμοια αιτÞματα, ν' αρχßσουν να συνθÝτουν αντßστοιχα ποιÞματα και να τα κÜνουνε γνωστÜ ως τÝτοια.
     Γýρω απü το ζÞτημα της πατρüτητας των πτωχοπροδρομικþν Üνοιξε μßα συζÞτηση που δεν Ýχει ολοκληρωθεß ακüμα. ΑρχικÜ οι εκδüτες, λαμβÜνοντας υπüψη τον τßτλο του 1ου ποιÞματος και κÜποιες σποραδικÝς αναφορÝς στη χειρüγραφη παρÜδοση, συνÝδεσαν τη συγγραφÞ των ποιημÜτων με τον γνωστü λüγιο και πολυγραφüτατο συγγραφÝα του Α’ μισοý του 12ου αι. Θεüδωρο Πρüδρομο, που πÝρα απü πολλÜ δοκßμια κι Ýργα γραμμÝνα στη λüγια γλþσσα της ΑυλÞς των Κομνηνþν, Ýχει αφÞσει και δεßγματα Ýργων με δημþδη γραφÞ. Ωστüσο, απü τη στιγμÞ που ο Γ. ΧατζιδÜκις το 1892 διατýπωσε την Üποψη üτι πρüκειται για διαφορετικÜ πρüσωπα με το üνομα αυτü, Üρχισαν να εκφρÜζονται διÜφορες θεωρßες σχετικÜ με τα 4 ικετευτικÜ ποιÞματα.
     Η προσπÜθεια με τη μη απüδοση των Πτωχοπροδρομικþν στο Θεüδωρο Κýρου Προδρüμο βασßστηκε στην ανομοιογÝνεια των ποιημÜτων και προπαντüς σε γλωσσικÜ επιχειρÞματα. ¼μως αυτÜ θεωρÞθηκαν ανεπαρκÞ. Αντßθετα, προτÜθηκε η υπüθεση üτι θα μποροýσε να Ýχει γρÜψει κι αυτÜ, ακολουθþντας το ρεýμα της εποχÞς, που επικρατοýσε στην ΑυλÞ των Κομνηνþν. Τα χωρßα σε λüγια γλþσσα μες στα ποιÞματα ερμηνεýθηκαν ως στοιχεßο που συνηγορεß στην απüδοση των κειμÝνων αυτþν στον Πρüδρομο, παρüλο που δεν παρουσιÜζουνε τις ßδιες συγγραφικÝς δυνατüτητες. Εßχε εκφραστεß επßσης κι η Üποψη πως τα 4 ποιÞματα εßναι Ýργο μεταγενÝστερου ποιητÞ και μιμητÞ του.
    Τελευταßα στην Ýρευνα Ýχει ατονÞσει η συζÞτηση περß ταýτισης της πÝνας του Πτωχοπροδρüμου μ’ επþνυμο και συγκεκριμÝνο γνωστü συγγραφÝα. Η εξÝταση του ζητÞματος στρÝφεται προς τη δημþδη λογοτεχνßα και τη καθ’ αυτÞ παρÜδοση που καθιερþθηκε με σειρÜ ανþνυμων συλλογþν κι Ýργων üπως: Σπανüς, Πουλολüγος, ¢σμα του Αρμοýρη κλπ. Η προσÝγγιση αυτÞ υποστηρßχθηκε απü τον Eideneier, στο πλαßσιο Ýκδοσης, μελÝτης και σχολιασμοý των ποιημÜτων. Το δε ενδιαφÝρον της νεüτερης Ýρευνας εστιÜζεται στον αποδÝκτη του Ýργου και στο γεγονüς üτι η ποßηση αυτÞ προφανþς απευθυνüταν για τους ανθρþπους της ΑυλÞς, πιθανüν και για τον ßδιο τον αυτοκρÜτορα. ¸τσι τα ΠτωχοπροδρομικÜ εßναι ακüμα μια Ýνδειξη για τις τÜσεις της κοσμικÞς ποßησης κατÜ τους χρüνους των Κομνηνþν.
     ΣÞμερα η φιλολογικÞ επιστÞμη δÝχεται επικρατÝστερη τη θεωρßα üτι τα ποιÞματα αποτελοýν παρωδßες Þ ποιÞματα γραμμÝνα κατÜ το ýφος του, που Þτανε γνωστüς ως κατεξοχÞν αιτητικüς ποιητÞς, χωρßς üμως να συμφωνοýν üλοι οι μελετητÝς και χωρßς να 'χει λÞξει το φιλολογικü ζÞτημα γýρω απ' αυτüν (Χατζηφþτης 1980, 9-10). Εφüσον εßναι αποδεχτüς ο γενικÜ πλασματικüς χαρακτÞρας των ποιημÜτων, τüτε τα ιστορικÜ και γεωγραφικÜ στοιχεßα, τα τοπωνýμια και τα κýρια ονüματα, üπως επßσης κι ο τßτλος με τις αναφορÝς στο πρüσωπο του συγγραφÝα, δεν μποροýν να χρησιμοποιηθοýν πλÝον ως στοιχεßα της προσωπικüτητας και της βιογραφßας του (Eideneier 2012, 94).
     ¸χουνε τερÜστιο γλωσσολογικü ενδιαφÝρον, καθþς ο γλωσσικüς τους χαρακτÞρας εßναι μεικτüς: η λüγια γλþσσα χρησιμοποιεßται στο προοßμιο, στον επßλογο και στα ενδιÜμεσα τμÞματα, üπου ο ποιητÞς απευθýνεται σε υψηλÜ ιστÜμενα πρüσωπα κι υποβάλλει το αίτημα για ευεργεσία, ενþ η δημþδης γλþσσα, που δεν επηρεάζεται από συγκεκριμένη διάλεκτο, αλλά λειτουργεί ως κοινή λογοτεχνική γλώσσα, χρησιμοποιεßται στα ενδιÜμεσα περιγραφικÜ μÝρη που περιÝχουν τα κακοπαθÞματα του ποιητÞ κι αναφορÝς στην καθημερινÞ ζωÞ (ΛεντÜρη 2007, 1896). Τα ποιÞματα αυτÜ αποτελοýνε πολýτιμη μαρτυρßα του νÝου γλωσσικοý τýπου που αρχßζει να διαμορφþνεται στο 12ο αιþνα. Δε μποροýμε, βÝβαια, να διατυπþσουμε σαφÞ συμπερÜσματα για την αρχικÞ γλωσσικÞ μορφÞ των ποιημÜτων, καθþς η ρευστüτητα εßναι Ýνα απü τα χαρακτηριστικÜ τους. ¼σον αφορÜ στη μετρικÞ τους, εßναι γραμμÝνα στον λεγüμενο πολιτικü  στßχο.
     Οι μελετητÝς εντüπισαν στα ποιÞματα αρκετÜ ελαττþματα: μονοτονßα, μακρηγορßες, επιπολαιüτητες, Üμορφες εκφρÜσεις. ΥπÜρχει, βÝβαια, ζωηρüτητα, παραστατικüτητα και χÜρη στη διÞγηση, üμως η αξßα τους εßναι κυρßως λαογραφικÞ, γλωσσικÞ και φιλολογικÞ. ΠαρουσιÜζουν επßσης, μεγÜλο ενδιαφÝρον για τον κοινωνικü χαρακτÞρα τους κι αποτελοýν σημαντικü υλικü στην Ýρευνα του καθημερινοý βßου των Βυζαντινþν -διατροφÞ, συνÞθειες, ενδυμασßα κλπ. (Χατζηφþτης 1980, 21). Τα ΠτωχοπροδρομικÜ πÜντω; συγκαταλÝγονται ανÜμεσα στα πρωιμüτερα δεßγματα λογοτεχνßας σε δημþδη γλþσσα.
     Το γεγονüς üτι δεν υπÜρχει κÜποια βενετικÞ Ýκδοση του Πτωχοπρüδρομου μπορεß να οφεßλεται στα αυστηρÜ κριτÞρια των τυπογρÜφων-εκδοτþν κατÜ τους 1ους αιþνες της τυπογραφßας (15ος-16ος αι.) Þ απλþς στη τýχη (αν υποθÝσουμε πως το κεßμενο τυπþθηκε, αλλÜ δε σþζεται Þ λανθÜνει μÝχρι στιγμÞς κÜποια πρþιμη ÝκδοσÞ του). ¼πως και να εßναι, πληθþρα των κωδßκων που παραδßδουνε τα ΠτωχοπροδρομικÜ, καθþς κι οι ποικßλες μεταγενÝστερες παρεμβολÝς σε αυτÜ, αποτελοýν αδιÜψευστο μÜρτυρα της δημοφιλßας και της αδιÜλειπτης πρüσληψÞς τους απü τους αναγνþστες-ακροατÝς των τελευταßων βυζαντινþν και των 1ων μεταβυζαντινþν αιþνων.
     Το κεßμενο των ποιημÜτων Ýχει διασωθεß σε διαφορετικÞ σειρÜ κι ενßοτε με επεμβÜσεις, παραλλαγÝς και περικοπÝς σε 7 χειρüγραφα των βυζαντινþν χρüνων (14-15ος αι.) και σε 2 μεταγενÝστερα (τελ. 15ου και 16ου αι.). Τα πτωχοπροδρομικÜ μελετÞθηκαν κατÜ καιροýς απü πολλοýς ερευνητÝς. Απü τις διαφορετικÝς εκδοτικÝς προσεγγßσεις και μεταφρÜσεις -στα γαλλικÜ (Hesseling και Pernot, 1910), στα ιταλικÜ (Gazya, 1972), στα ισπανικÜ (Egea, 1984), μερικþς στα αγγλικÜ (Alexiou, 1986) και στα γερμανικÜ (Eideneier, 1991) -φαßνεται üτι τα ποιÞματα αυτÜ κÝρδισαν το ενδιαφÝρον των μελετητþν, που Üλλωστε Ýδειξαν ιδιαßτερη προτßμηση στα 2 ποιÞματα που διακωμωδοýν τη μοναστικÞ ζωÞ και το βßο ενüς του λογßου και ποιητÞ.



     Η 1η απüπειρα συνολικÞς παρουσßασης των Πτωχοπροδρομικþν πραγματοποιÞθηκε απü τους Miller & Legrand τo 1875, üπως υποδηλþνει κι ο τßτλος της (Trois Ρoëmes), η Ýκδοση αυτÞ Þταν ελλιπÞς, καθþς περιεßχε τα 3 απü τα 4 γνωστÜ σÞμερα ποιÞματα (συγκεκριμÝνα, τα ποιÞματα I, II, και IV της παρουσßασης και μÜλιστα με διαφορετικÞ σειρÜ). ¸τσι η 1η γενικÞ Ýκδοση εκπονÞθηκε απü τον Legrand λßγα χρüνια μετÜ (1880) και τη διαδÝχτηκε η πιο αξιüπιστη των Hesseling & Pernot τo 1910. Η Ýκδοση αυτÞ υπÜρχει εδþ αναφορικÜ με το κεßμενο των ποιημÜτων αλλÜ και τη σειρÜ τους, που διαφÝρει απü κεßνη της πληρÝστερης, γερμανικÞς, κριτικÞς Ýκδοσης του Eideneier (1991). Ο τελευταßος αντιστρÝφει, üπως ειπþθηκε πιο πÜνω, τη σειρÜ του 3ου και του 4ου ποιÞματος, κÜτι που διατηρεßται και στη πιο πρüσφατη, ελληνικÞ, περισσüτερο ενημερωμÝνη κι εν γÝνει εμπλουτισμÝνη (βιβλιογραφßα, εισαγωγÞ, γλωσσÜρι) Ýκδοση του γερμανοý μελετητÞ, που κοσμεßται, üπως κι η πριν με σχÝδια του ΑλÝκου Φασιανοý (Eideneier 2012).



     Η χρονολüγησÞ των Ýχει στηριχτεß στη πραγματολογικÞ εξÝταση διαφüρων στοιχεßων στο κεßμενο και τη φιλολογικÞ ανÜλυση της γλþσσας. Ως παραλÞπτης του 3ου & 4ου ποιÞματος αναφÝρεται ο ΜανουÞλ Α´ Κομνηνüς (1143-1180), απü την Üλλη γßνεται λüγος για νομßσματα κοινþς γνωστÜ ως μανοηλÜτα, στÜμενα, ταρτερÜ, που η νομισματικÞ Ýρευνα τοποθετεß στο διÜστημα 1163-1204. Συνεπþς η συγγραφÞ των ποιημÜτων χρονολογεßται στο Β’ μισü Þ τα τÝλη του 12ου αι., χρονολüγηση που δικαιολογεß και τη χρÞση καθημερινþν λÝξεων τουρκικÞς προÝλευσης, üπως τσαροýκια, δεδομÝνων των αυξημÝνων επαφþν κατÜ την εποχÞ αυτÞ μεταξý του τουρκικοý και του ελληνικοý στοιχεßο στο βυζαντινü χþρο κι ειδικüτερα στη Πüλη.



     Τα ΠτωχοπροδρομικÜ αποτελοýν τα πρþτα δεßγματα της βυζαντινÞς δημþδους σÜτιρας. Το λογοτεχνικü αυτü εßδος, üπως εýστοχα παρατηρεß ο Beck εßναι τυπικü προúüν της κοσμοπολßτικης κοινωνßας που αρχßζει να εκφρÜζει τον εαυτü της. Και επιπλÝον, να κρßνει και να επικρßνει. Πßσω απü τη διÜθεση να διακωμωδÞσει τα κακþς κεßμενα και να βελτιþσει τη βιοτικÞ του κατÜσταση ο ανþνυμος συγγραφÝας προβαßνει και σε κριτικÝς. Στον δε αποδÝκτη του απευθýνεται με εθιμοτυπικÞ επισημüτητα: «πρὸς τὸν εὐσεβÝστατον βασιλÝα κýριον Μανουὴλ ΠορφυρογÝννητον».
     Δεν μποροýμε να θεωρÞσουμε τυχαßο το γεγονüς üτι το 3ο κι ιδιαßτερα το 4ο ποßημα, üπου η σÜτιρα διατυπþνεται με καυστικüτερο τρüπο, Ýχουν διασωθεß σχεδüν σε üλα τα χειρüγραφα. Το τüλμημÜ του να καταγγεßλει τα σχετικÜ με τον κλÞρο παρατρÜγουδα απευθεßας στον αυτοκρÜτορα με Ýντεχνο, ποιητικü και θαρραλÝο τρüπο, δεν μας πεßθει üτι η πÝνα Þταν ενüς ταπεινοý καλογÝρου. Μπορεß ο συγγραφÝας πρÜγματι να μη Þταν «τῶν ἐνδüξων», αλλÜ φαßνεται üτι ανετρÜφη σε περιβÜλλον που του Ýδωσε τη δυνατüτητα σε καλÞ μüρφωση, ενþ διατÞρησε επαφÝς με τους λüγιους της Πüλης κι εßχε την Üνεση να ασκεß κριτικÞ στον κλÞρο.
     Τα ποιÞματα αυτÜ πρÝπει να αξιολογηθοýν επßσης και ως πολý σημαντικü υλικü στην Ýρευνα του καθημερινοý βßου των βυζαντινþν -διατροφÞ, συνÞθειες, ενδυμασßα κλπ. Αξιομνημüνευτη παραμÝνει η μελÝτη του Φ. ΚουκουλÝ για τον Μοναστικü Βßο (1955), üπου ο Πρüδρομος αποτελεß κýρια πηγÞ. Πρüσφατα, η Μ. Αλεξßου μελÝτησε τα στοιχεßα που αναφÝρονται στα παιχνßδια στα 3 πρþτα ποιÞματα.
     ΤÝλος,  πρÝπει να εξετÜζονται κι ως σταθμüς στην εξÝλιξης της κοσμικÞς λογοτεχνßας. Η μικρÞ αυτÞ ομÜδα παρουσιÜζει αφενüς μßα δημιουργικÞ αξιοποßηση της παρÜδοσης της σÜτιρας και του ρητορικοý εßδους της ηθοποιßας, αφετÝρου Ýδωσε βÜση στην ανÜπτυξη της αλληγορικÞς σÜτιρας κατÜ τον 13ο αι. κι αργüτερα, üπου με διηγÞσεις για ζþα επιχειρεßται κοινωνικÞ και πολιτικÞ σÜτιρα (ΔιÞγησις Παιδιüφραστος των Τετραπüδων Ζþων, ΣυναξÜριον του ΤιμημÝνου ΓαδÜρου κ.Ü.).
     ΔιαβÜζοντας τα ποιÞματα σχηματßζεται η εξÞς εικüνα για το βßο του ποιητÞ. ¹τανε κοινüς Üνθρωπος, που προερχüταν απü Üπορη οικογÝνεια, γεγονüς που στÜθηκε πολλÜκις εμπüδιο στη ζωÞ του. Δεν Ýμαθε κÜποια τÝχνη Þ επÜγγελμα, αλλÜ απü μικρÞ ηλικßα με παρüτρυνση του πατÝρα, σποýδασε, κÜτι που σε μεγαλýτερη ηλικßα μετÜνιωσε, καθþς δεν Þτανε σε θÝση στιχουργþντας με τη πÝνα του να εξασφαλßσει τα απαραßτητα προς το ζην. ¹τανε παντρεμÝνος με παιδιÜ κι εßχε προβλÞματα στην οικογÝνειÜ του λüγω της ταπεινÞς του καταγωγÞς, της γενικüτερης οικονομικÞς του κατÜστασης και του χαρακτÞρα της γυναßκας του. ¸ζησε στα μÝσα και το β’ μισü του 12ου αι. στην Κωνσταντινοýπολη κι εßχε δυνατüτητα και θÜρρος να απευθýνεται με τα ποιÞματα του κατευθεßαν προς τον αυτοκρÜτορα. Μαθαßνουμε επßσης üτι σε νεαρÞ ηλικßα υπÞρξε μοναχüς και λüγω της Üδικης συμπεριφορÜς των ηγουμÝνων προς το Üτομü του ζÞτησε τη βοÞθεια του ßδιου του αυτοκρÜτορα.
     ¼λα τα παραπÜνω στοιχεßα προκýπτουν αποσπασματικÜ στα 4 ποιÞματα, που δε θα μποροýσαν να εκληφθοýνε σα σßγουρα βιογραφικÜ. Παρüτι λοιπüν εßναι πολý πιθανüν üτι ο συγγραφÝας üντως απηχεß προσωπικÜ βιþματα στα ποιÞματα, εßναι μÜλλον πιθανüτερο ο Πτωχοπρüδρομος ν’ αποτελεß λογοτεχνικü προσωπεßο, παρÜ να πρüκειται για υπαρκτü πρüσωπο.
    ΜετÜ το θÜνατο της ματρüνας του το 1123 (κατÜ Üλλες πηγÝς το 1133) ο Πρüδρομος συνÝχισε να προσφÝρει υπηρεσßες στην αυλÞ του αυτοκρÜτορα ΙωÜννη Β’ Κομνηνοý, συνθÝτοντας τα επßσημα εγκþμια στις εκÜστοτε απαιτοýμενες περιστÜσεις. Γýρω στο β’ μισü του 12ου αιþνα, σταθμοý στα βυζαντινÜ γρÜμματα, στις απαρχÝς της δημþδους γραμματεßας, ο Πρüδρομος πραγματοποιεß Ýνα Üλμα και στρÝφεται στη δημþδη ποßηση και συγκεκριμÝνα στη μορφÞ της παρωδßας.
     Θα πρÝπει ωστüσο να αναφερθεß κι η συγγραφÞ απü μÝρους του ενüς μυθιστορÞματος, λογßου μεν, αλλÜ συνομιλüν με κεßνα της δημþδους παραγωγÞς, Τα κατÜ ΡοδÜνθην & ΔοσικλÝα, που λογικÜ επηρÝασε τη στροφÞ του αυτÞ. Το μυθιστüρημα αυτü εßναι γραμμÝνο στα πρüτυπα εκεßνων της Β’ ΣοφιστικÞς, με τα ονüματα των πρωταγωνιστþν να το τιτλοφοροýν.



     ΓραμμÝνο σε βυζαντινü 12σýλλαβο στßχο, με επιπλÝον προσθÞκη 6μÝτρων επÜνω στο παραδοσιακü αρχαιοπρεπÝς πρüτυπο, το κεßμενü του αρχικÜ παραγνωρßστηκε απü τη κριτικÞ. Δε συνÝβη üμως το ßδιο και με τα 4 ποιÞματÜ του που συγκροτοýν την ενüτητα των Πτωχοπροδρομικþν. Σ’ αυτÜ δßνεται η ευκαιρßα στον ποιητÞ να ενδυθεß 4 διαφορετικÜ προσωπεßα (βλ. παρακÜτω για τη διÜσταση προσþπου-προσωπεßου στο Δ’ ποßημα), να μιλÞσει για ζητÞματα φλÝγοντα, να εμπορευματοποιÞσει τη δικÞ του Ýνδεια. Με επιφýλαξη η προσωπικÞ του Ýνδεια, καθþς δεν Ýχει επιβεβαιωθεß αν κι ο ßδιος βρÝθηκε σε παρüμοια κατÜσταση. Η αυτÞ πληροφορßα προκýπτει απü το γεγονüς της κουρÜς του πριν απü το θÜνατü του και της τελευτÞς του σαν επαßτης μοναχüς.
     Η σχÝση του με τη παρωδßα μας εßναι ακüμη γνωστÞ απü τη Κατομυομαχßα που συνÝγραψε, διακωμωδþντας την αρχαßα δομÞ του δρÜματος. Αριθμεß μüλις 384 στßχους, οπüτε καθßσταται αδýνατη η αναπαρÜστασÞ της σε θÝατρο, πιο πιθανÞ φαßνεται η ανÜγνωσÞ της σε μειωμÝνου αριθμοý ακροατÞριο προς τÝρψιν αυτοý. ΑυτÞ η κüκκινη κλωστÞ της παρωδßας εßναι που συρρÜπτει το Ýργο αυτü με τα 4 ποιÞματα που θα εξεταστοýν.
     Μßα διÜκριση που πρÝπει να γßνει απü πριν: η Ýκδοση του Eideneier ακολουθεß τον Παρισινü κþδικα (στο εξÞς: Paris. 396), μüνο που το 3ο κατÜ σειρÜ ποßημα σε αυτüν το τοποθετεß τελευταßο. Πριν διερεýνηθεß η σÜτιρα κι ο αντικληρικαλισμüς στο 4ο ποßημα, θα προσεχθεß σýντομα η αφÞγηση των Üλλων 3, για να κατανοηθεß καλýτερα το συμφρασεολογικü τους condext. Στο πρþτο (Paris. 396), με την αρχÞ: «Του Προδρüμου κυροý Θεοδþρου προς τον βασιλÝα τον ΜαυροιωÜννην», παρακολουθοýμε τα πÜθη του αφηγητÞ απü την κακÞ γυναßκα του. Σε 274 ανομοιοκατÜληκτους 15σýλλαβους στßχους ο αφηγητÞς διεκτραγωδεß την οικιακÞ κατÜσταση:

   «ΚαθημερινÜ του υπερηφανεýεται για την υψηλÞ της καταγωγÞ και τον κατηγορεß για τη δικÞ του φτωχικÞ προÝλευση, λÝγοντÜς του πως δεν εßχε λεφτÜ üταν παντρεýτηκαν κι οýτε τþρα κερδßζει σπουδαßα πρÜγματα».

     Τα 4 ποιÞματα Ýχουνε σαφÞ κι αυστηρÞ δομÞ: προηγεßται πÜντα προοßμιο με τη προσφþνηση -επαινετικÞ και ταυτüχρονα επαιτικÞ- στον Üρχοντα, σε λüγια γλþσσα. Ακολουθεß το κυρßως μÝρος, üπου ο Þρωας αφηγεßται το δρÜμα του, εξηγεß δηλαδÞ γιατß βρßσκεται σε τüσο απελπιστικÞ θÝση. Το κυρßως μÝρος των ποιημÜτων ανÞκει, τüσο ως προς τους μονολüγους και τους διαλüγους üσο και ως προς το αφηγηματικü του ýφος, στο μεικτü, χαμηλü Þ κι ημιλüγιο επßπεδο της βυζαντινÞς γραπτÞς κοινÞς. Και τα 4 επαναλαμβÜνουν στο τÝλος γενικÞ παρÜκληση για βελτßωση της Üσχημης κατÜστασης που βρßσκεται ο Þρωας (Eideneier 1991, 12).
   Η μυθοπλαστικÞ ιδιαιτερüτητα του Προδρüμου αναδεικνýεται εξαιρετικÜ ευφÜνταστη. ΓκροτÝτσκες ιστορßες διανθßζουν το κεßμενο: Üλλοτε η γυναßκα του τον κλειδþνει απ’ Ýξω, Üλλοτε τον κυνηγÜ με Ýνα σκουπüξυλο, Üλλοτε που πεινÜει αναγκÜζεται παρενδυτικÜ να μπει σπßτι του κι üταν ανακαλýπτεται διþκεται πυξ-λαξ απü τις σκÜλες κ.Ü.



     ΑνÜλογη εßναι κι η διÜθεση στο 2ο ποßημα (Paris. 396), 117 στßχων, αφιερωμÝνο στο ΣεβαστοκρÜτορα. Σε 1η ανÜγνωση, ο αφηγητÞς παρωδεß τη τραγικÞ κατÜσταση του ßδιου και της οικογÝνειÜς του, ο πατρüνας του τον εγκατÝλειψε, οπüτε η ποßησÞ του δε μπορεß να του προσφÝρει τα απαραßτητα προς το ζην. Ακολουθεß αναλυτικÞ περιγραφÞ του νοικοκυριοý τους, με αναφορÜ σε üλα τα οικοκυρικÜ σκεýη, για να καταλÞξει στο ζητοýμενο της 2ης ανÜγνωσης. Αν ο ΣεβαστοκρÜτορας αποφασßσει να βοηθÞσει τον Πρüδρομο αυτüς θα πÜψει να ζει σα ζητιÜνος και στο εξÞς, οι στßχοι του θα υμνολογοýν τον Üνθρωπο που του χÜρισε πλοýσια τα αγαθÜ. Σε Ýνα σημεßο, που και θα συνδεθεß με το υπü εξÝταση ποßημα, ο ποιητÞς αναφÝρεται στην ασκητικÞ υποδειγματικÞ μορφÞ, αυτÞ του Αγßου ΙωÜννου του Προδρüμου. Ναι μεν, ο Üγιος μποροýσε να τρÝφεται με μÝλι κι ακρßδες στην Ýρημο, συντηρþντας νου και σþμα, αλλÜ ο αστüς-λογοτÝχνης αδυνατεß. Εδþ, υπεισÝρχεται το 1ο στοιχεßο σÜτιρας, που θα προεκταθεß στο επüμενο ποßημα του. Paris. 396 (το Δ’).
     Ο εκÜστοτε αστüς αδυνατεß να ακολουθÞσει την παλαιοδιαθηκικÞ νüρμα της εγκρÜτειας, της νηστεßας, εßτε αυτüς εßναι πολßτης, εßτε κληρικüς. Το 3ο κατÜ σειρÜ ποßημα, που κι Ýχει απασχολÞσει τη κριτικÞ πιüτερο, εßναι ßσως και το πιο ενδιαφÝρον κι ενδεικτικü για την κοινωνικÞ κατÜσταση του 12ου αιþνα στο ΒυζÜντιο. Εßναι εποχÞ τεχνοκρατικοý οργασμοý, η αριστοκρατßα του πνεýματος φθßνει κι η τÜξη των τεχνητþν, Ýνα πρþιμο προλεταριακü στρþμα με διεκδικÞσεις υψηλÝς, κÜνει την εμφÜνισÞ της. Εßναι λογικü, οι μορφωμÝνοι Üνθρωποι εκτüς της αυλÞς, που εßχαν αυξηθεß ραγδαßα σε διÜστημα 2 αιþνων με λßγες μεγÜλες συγκροýσεις (π.χ. ΜατζικÝρτ το 1071) και λßγες φυσικÝς καταστροφÝς. Θα μποροýσαμε να μιλÞσουμε για Ýνα πνευματικü κορεσμü που συνεπÜγεται η Üνοδος της πνευματικÞς καλλιÝργειας.



     Ο ποιητÞς, μορφωμÝνος üντας, παραπονεßται για τη κατÜσταση που Ýχει περιÝλθει. ¢λλοτε βÜδιζε επÜνω σε ημßονο και τþρα περπατÜ, ενþ ο γιος του οικοδüμου κÜνει το αντßθετο, γιοι εργατþν αρχßζουν να σπουδÜζουνε, φορÜνε ροýχα και παποýτσια τελευταßας παραγωγÞς, ενþ κεßνος αναγκÜζεται να μπαλþνει τα δικÜ του. Η αγανÜκτησÞ του φθÜνει σε σημεßο να φωνÜξει: «ΑνÜθεμαν τα γρÜμματα, ΧριστÝ, κι οποý τα θÝλει»  (στ. 85). Εßναι, τÝλος, το ποßημα που γνþρισε τη μεγαλýτερη αποδοχÞ, αλλÜ και τις περισσüτερες αντιγραφÝς, παραδιδüμενο σε 5 χειρüγραφα.
     Στο 4ο ποßημα, για να κλεßνει η εισαγωγικÞ ενüτητα της παρουσßασης. Ο αφηγητÞς, Ýνας νεαρüς μοναχüς με το üνομα Ιλαρßων Πτωχοπρüδρομος (¸τεροι στßχοι Ιλαρßωνος μοναχοý Πτωχοπροδρüμου προς τον ευσεβÝστατον βασιλÝα κýριον ΜανουÞλ ΠορφυρογÝννητον, τον Κομνηνüν, αρχÞ του) απευθýνεται στον αυτοκρÜτορα για να παραπονεθεß για τη κατÜσταση που επικρατεß στο μοναστÞρι που διαβιεß και να ζητÞσει τη μετακßνησÞ του σε κÜποιο πιο «παραδοσιακü». Αν ελεγθεß για αντικληρικαλιστικü μÝνος το ποßημα, πρÝπει να ληφθεß υπ’ üψη μια δευτεροαναγνωσιακÞ υπονüμευση του ßδιου του αφηγητÞ. 1ον, εßναι νεαρüς δüκιμος, οπüτε Üπειρος κι αμαθÞς, χωρßς να κατÜγεται απü κÜποια καλÞ οικογÝνεια της Κωνσταντινοýπολης, κÜτι που του υπενθυμßζεται διαρκþς, üταν αυτüς σφÜλλει, γινüμενος αποδÝκτης ýβρεων και κακÞς συμπεριφορÜς απü τους ανωτÝρους του, και 2ον, το παρÜπονü του δεν Ýγκειται στη τρυφηλÞ ζωÞ του ηγουμÝνου και των ηγουμενοσυμβοýλων, αλλÜ στη μη δικÞ του δυνατüτητα συμμετοχÞς.



     Εßναι, θα μποροýσαμε να ποýμε, μια σÜτιρα συγκεκαλυμμÝνη, υπονομευμÝνη απü το ßδιο της το κεßμενο. Λογικü, Üλλωστε, αν σκεφθεß κανεßς τη δýναμη της Εκκλησßας την ßδια εποχÞ. ¼λη η σÜτιρÜ του στρÝφεται κατÜ των ηγουμÝνων, υπονομεýοντας τη ρÞση του Χριστοý: «πεßθεσθε τοις ηγουμÝνοις υμþν». Οι ηγοýμενοι καταπατοýν κÜθε ιερü κανüνα, κυκλοφοροýν επÜνω σε Üλογα στη πüλη, αγορÜζουν γλυκÜ, συνομιλοýν με γυναßκες, τις αφÞνουν Ýγκυες, ενþ τα παιδιÜ τους γßνονται κι αυτÜ ηγοýμενοι. Ο ΑυτοκρÜτωρ πρÝπει να τον θυμηθεß και να δρÜσει προς συμμüρφωσÞ τους, συνομιλþντας με το λüγιο κεßμενο του Ευσταθßου: Αναγνþσεις και επαναγραφÝς.
     ΑρχικÜ, εßναι απαραßτητο να αιτιολογηθεß η επιλογÞ του παρüντος κειμÝνου στα πλαßσια της βυζαντινÞς επικÞς ποßησης, λüγιας και δημþδους. ¼ντως, σε πρþτη ανÜγνωση, το κεßμενο μοιÜζει να κινεßται σε χþρο εντελþς διαφορετικü με συνομÞλικÜ του Ýργα, üπως ο ΔιγενÞς Ακρßτης κι η σχÝση του με την ηρωικÞ ποßηση μοιÜζει Üτοπη. Οι σχÝσεις μεταξý της επικÞς ποßησης της δημþδους παραγωγÞς (ΔιγενÞς Ακρßτης) και των Πτωχοπροδρομικþν Ýχουν Þδη επισημανθεß απü τη διεθνÞ βιβλιογραφßα. ΕνδεικτικÜ, τα χωρßα των ποιημÜτων του Προδρüμου στα οποßα γßνεται λüγος για το ΔιγενÞ Ακρßτη εßναι:   Δ’ στ. 189:

Ω τις Ακρßτης Ýτερος εκεß να ευρÝθην τüτε
Και τα ποδÝας του να Ýμπηξεν, να επÞρεν το ραβδß του
Και μÝσα να εκατÜβηκεν ευθýς ως αγουρßτσης

Γ’ στ.
…να εμβþ εις την μÝσην ως θρασýς,
να δþσω και να επÜρω κ.Ü
.


      ΠαρÜλληλα, διÜφορες λÝξεις που χρησιμοποιοýνται στα ΠτωχοπροδρομικÜ Ýχουν Üμεση προÝλευση απü το κεßμενο του Ακρßτη. Η χρÞση τÝτοιων λÝξεων στον Πτωχοπρüδρομο προσδßδει στο Ýργο μια επιπλÝον ειρωνικÞ χροιÜ, καθþς η απüσταση μεταξý του «ιδιþτη Þρωα, του πτωχοý Προδρüμου» και του «βυζαντινοý Þρωα» Ακρßτη μοιÜζει χÜσμα αγεφýρωτο. Αν επιχειρηθεß, χρησιμοποιþντας παρüμοιες αναφορÝς, να εξαχθοýνε συμπερÜσματα για τη σχÝση εξÜρτησης του ενüς Ýργου απü το Üλλο, θα γßνουν πολλÝς εικασßες, ακριβþς επειδÞ η ýπαρξη ενüς πρωτογενοýς υλικοý ηρωικÞς ποßησης στο ΒυζÜντιο εßναι αναμφισβÞτητη. «Εßναι üμως αξιοπρüσεκτο το γεγονüς üτι ο Ακρßτης εßναι Ýνας λαúκüς Þρωας της (γραπτÞς) ποßησης που παßρνει θÝση και στην προφορικÞ παρÜδοση. Οι Þρωες της λüγιας ποßησης εßναι διαφορετικοß· στον λüγιο Θεüδωρο Πρüδρομο δεν συναντÜμε κανÝναν Ακρßτη».
     Οι τελευταßες εγγραφÝς σχετικÜ με τη ταυτüτητα των ποιημÜτων αυτþν, φÝρουνε διÜσταση απüψεων σχετικÜ, αρχικÜ, με τη ταυτüτητα του συγγραφÝα και τον τρüπο με τον οποßο αυτÞ σκηνοθετεßται στα ποιÞματα. Η αντßδραση στη 1η ÝκδοσÞ τους το 1880 στη Γαλλßα απü τους E. Miller και E. Legrand Þτανε πως τουλÜχιστον 2 εξ αυτþν Þταν αδýνατο να Ýχουν ως συγγραφÝα τους τον Πρüδρομο. Το 1ο, που απευθýνεται στον αυτοκρÜτορα ΜανουÞλ τον Α’, αμφισβητÞθηκε, καθþς ο Πρüδρομος τη περßοδο κεßνη Þταν μικρüς ηλικιακÜ και το 2ο, με χρονολογßα περßπου γýρω στα 1170, üταν ο ποιητÞς εßχε πεθÜνει. Τα επιχειρÞματα αυτÜ, εν μÝρει, κÜμφθηκαν αργüτερα με τις κριτικÝς εκδüσεις του Ýργου, üταν και προÝκυψαν Üλλα, κριτικÞς κι αφηγηματολογικÞς φýσεως. Για τα μεν 1α παραπομπÞ στο Kazhdan (2007), ενþ τα 2α θα παραλληλιστοýνε με βιογραφικÝς λεπτομÝρειες του Προδρüμου. Το 1ο ερþτημα που τÝθηκε απü τη κριτικÞ Þταν: ποιüς Þταν ο Üνθρωπος Πρüδρομος, ποιüς ο αφηγητÞς και ποια η μεταχειριζüμενη persona, κατÜ πüσο δηλαδÞ η ζωÞ του σχετßζεται με üσα γρÜφει.
     Η πλÝον κατατοπιστικÞ απÜντηση δüθηκε απü τη ΠολωνÞ φιλüλογο και μελετÞτριÜ του, H. Kapessowa. Τονε θεωρεß ξεριζωμÝνο λογοτÝχνη απü την αυλÞ του 12ου αιþνα που αναγκÜζεται να βιοποριστεß ερχüμενος σε σýγκρουση με τους ομüτακτοýς του, μη δυνÜμενος ν’ ακολουθÞσει τον εσφαλμÝνο τρüπο ζωÞς του. Τα ποιÞματÜ του επομÝνως εßναι κριτικÞ σÜτιρα ηθþν κι ανθρþπων του 12ου αιþνα κι ως τÝτοια πρÝπει να διαβÜζονται. Εßδαμε πως στα ΠτωχοπροδρομικÜ, παραπονιÝται για τη φτþχεια του, ικετεýει για αυτοκρατορικÜ δþρα. Ακüμη κι üταν υμνεß τις αυτοκρατορικÝς νßκες, καταφÝρνει να βρει μια γωνιÜ για τον εαυτü του, εßναι Ýνας εγωκεντρικüς ωφελιμιστÞς λογοτÝχνης.
     Πþς üμως τüτε λειτουργοýν αυτÝς του οι διαρκεßς εκκλÞσεις; ΜÜλλον, συμπεραßνεται οι διαρκεßς εκκλÞσεις για βοÞθεια, οι ακατÜπαυστες υπενθυμßσεις για τα δεινÜ του, εßναι φαινüμενα λογοτεχνικÞς κι üχι μüνο βιογραφικÞς σημασßας. Αντανακλοýν κι αναπτýσσουν μια απü τις πιο ενδιαφÝρουσες και σημαντικÝς αλλαγÝς που συνÝβησαν στη ΒυζαντινÞ λογοτεχνßα κατÜ τους 11ο και 12ο αι., την εισαγωγÞ, δηλαδÞ, της «προσωπικüτητας του συγγραφÝα» στο Ýργο του, την εισαγωγÞ των προσωπικþν του συναισθημÜτων. Κλεßνοντας με την ενüτητα της κριτικÞς τους πρüσληψης κι ως αρμü με την επüμενη ενüτητα για μια 2η ανÜγνωση των 4 ποιημÜτων, η Üποψη του R. Beaton (1996) για την επαναξιολüγηση του κειμÝνου:

   «Ο Πρüδρομος εßναι, πιθανüτατα, ο συγγραφÝας μιας σειρÜς διÜσπαρτων επαιτικþν ποιημÜτων που εßναι γνωστÜ κÜτω απü το συλλογικü τßτλο ΠτωχοπροδρομικÜ. […] Σε καθÝνα απü αυτÜ τα ποιÞματα η σκαμπρüζικη, μυθοπλαστικÞ διÞγηση, με Ýντονο σατιρικü χαρακτÞρα, πλαισιþνεται Þ υπογραμμßζεται απü επισημüτερες εκκλÞσεις στο μελλοντικü χορηγü σε μεικτÞ γλþσσα, στις οποßες υιοθετεßται το ρητορικü ýφος που βρßσκουμε συχνÜ στην ποßηση που γραφüταν στην αυλÞ των Κομνηνþν».

     ΒÝβαια, ιδιαßτερη μνεßα πρÝπει να γßνει και στον Πρüδρομο ως γλωσσικü κεφÜλαιο, καθþς απασχüλησε αυτÞ του η üψη τη σýγχρονη Ýρευνα. ΜÝχρι πρüτινος, οι μελετητÝς προσÝγγιζαν μüνο τη λüγια ÝκφρασÞ του, την αυστηρÜ προσκεßμενη στον αυλικü βερμπαλισμü της εποχÞς, παραλεßποντας απü τις μελÝτες του τη δημþδη γλþσσα, κυρßαρχη στα ΠτωχοπροδρομικÜ. Η κοινÞ, βÝβαια, πρÝπει  ν’ αναγνωσθεß ως τεχνικÞ γλþσσα, ποιητικÞ, με μüνο αυτοσκοπü τη καλλιÝργεια ενüς αισθητικοý αποτελÝσματος, εν ολßγοις, ο ρüλος που επιτελεß εßναι απλÜ αισθητικüς, χωρßς να ξεφεýγει απü μια δημþδη καλλιλογßα. ¸χουμε να κÜνουμε με Ýνα «ποιητÜρη», που γνωρßζει τον ορßζοντα προσδοκιþν του κοινοý του (γλωσσικü κι αισθητικü) κι ανταποκρßνεται αναλüγως σε γλþσσα που θα μποροýσε να χαρακτηριστεß πρþιμη κοινÞ των ποιητþν. 1ος ο Αλεξßου μßλησε για την ιδιαιτερüτητα της γλωσσικÞς φýσης του, εντÜσσοντÜς τη στη λüγια μεικτÞ γλþσσα. Ιδιαßτερη σημασßα Ýχει, ωστüσο, ο χαρακτηρισμüς του ως «ποιητÞ/αναγνþστη», αν πρωτοτυπεß, το κÜνει γιατß Ýχει αφομοιþσει παλαιüτερη λογοτεχνßα, αυτÞ των ασμÜτων του δρüμου, των λαúκüτερων συνθÝσεων της Πüλης. ΠÜνω σ’ αυτü χτßζει δικÞ του γλþσσα, στÞνει υβρßδιο λüγιας παλατινÞς και δημþδους γλþσσας, στην οποßα γρÜφει και τα ΠτωχοπροδρομικÜ.
     Παλαιüτερα του αποδοθÞκανε και κÜποια Üλλα μικρüτερα ποιÞματα. ΣυγκεκριμÝνα πρüκειται για 7 ποιÞματα ερωτικοý περιεχομÝνου απü Ýνα κþδικα του 14ου αι. που η μεταγενÝστερη Ýρευνα απÝδειξε üτι δεν Ýχουν σχÝση με αυτüν. ΠροσωρινÜ εßχανε συνδεθεß και 5 ποιÞματα σε κþδικα της ΜαρκιανÞς ΒιβλιοθÞκης της Βενετßας (αρ. ΧΙ 22), που ο ποιητÞς απευθýνεται στον ΜανουÞλ Α' Κομνηνü και του ζητÜ να φιλοξενηθεß στο «αδελφÜτο» της μονÞς του Aγßου Γεωργßου των ΜαγγÜνων στην Κωνσταντινοýπολη. Για τα τελευταßα αποδεßχθηκε αργüτερα üτι ανÞκουν σε μßα ποιητικÞ συλλογÞ με 12 ποιÞματα, η συγγραφÞ της οποßας χρονολογεßται επßσης στον 12ο αι. κι ο συγγραφÝας που επßσης κατονομÜζεται Πρüδρομος πÞρε τη συμβατικÞ προσωνυμßα ΜαγγÜνειος.
     Τα ποιÞματÜ του εßναι γραμμÝνα με το λεγüμενο πολιτικü στßχο, δηλ. σε μÝτρο ιαμβικü 15σýλλαβο, που στηρßζεται στο μετρικü τüνο. Απü το 12ο αι. με τον Πρüδρομο γενικεýεται η Ýκφραση της σατιρικÞς ποßησης σε ρυθμοτονικÜ μÝτρα (15σýλλαβο). Με πολιτικοýς στßχους γρÜφονται κι Üλλα επαιτικÜ Þ ικετευτικÜ ποιÞματα, που επþνυμοι κι ανþνυμοι ποιητÝς-ευχÝτες ζητοýνε χÜρες απü βασιλεßς Þ Üλλους ισχυροýς της εποχÞς (ΜιχαÞλ ΓλυκÜς, ΙωÜννης ΤζÝτζης).
     Τα ΠτωχοπροδρομικÜ Ýχουνε κι Ýνα Üλλο βασικü χαρακτηριστικü, το μεικτü τους γλωσσικü χαρακτÞρα. Η λüγια γλþσσα χρησιμοποιεßται στο προοßμιο, στον επßλογο και ενδιÜμεσα üπου υπÜρχει αποστροφÞ στον αποδÝκτη και υποβÜλλεται το αßτημα για ευεργεσßα. Η δημþδης γλþσσα, που δεν επηρεÜζεται απü συγκεκριμÝνη διÜλεκτο, αλλÜ λειτουργεß ως κοινÞ λογοτεχνικÞ γλþσσα, χρησιμοποιεßται στα σημεßα, üπου περιγρÜφονται τα κακοπαθÞματα του αφηγητÞ λüγω της πενßας του. ΣυνειδητÜ ο ποιητÞς συνδυÜζει και παραλληλßζει το θÝμα της υλικÞς πενßας με τη γλωσσικÞ απλüτητα της δημþδους γλþσσας. Απü την Üλλη το σατιρικü ýφος προβÜλλει πιο Ýντονα με τους μελανοýς τüνους και τις υπερβολÝς της περιγραφÞς, ενþ δε λεßπουνε και λυρικÜ στοιχεßα.

=============================

                                                     Τα ΠοιÞματα

Το 1ο ποßημα (ο φτωχüς σýζυγος): «…πρὸς τὸν βασιλÝα ΜαυροúωÜννην» (ΙωÜννης Β’)

                                                       Ποßημα 1ον


Περßληψη-Σχüλιο:

     Το 1ο ποßημα σþζεται μüνο σε 1 χειρüγραφο, που χρονολογεßται στο τÝλος του 13 Þ στις αρχÝς του 14ου αι. ΦÝρει τον τßτλο «Τοῦ Προδρüμου κυροῦ Θεοδþρου πρὸς τὸν βασιλÝα ΜαυροúωÜννην» (και σýμφωνα με τον Beck εßναι αφιερωμÝνο στον ΙωÜννη Β´ Κομνηνü (1118-43). Καθþς το 3ο και το 4ο ποßημα απευθýνονται στον αυτοκρÜτορα ΜανουÞλ Α´ τον Κομνηνü (1143-1180),  μπορεß να συνδεθεß ο «βασιλÝας ΜαυροúωÜννης» με τον πατÝρα του ΜανουÞλ, τον ΙωÜννη Κομνηνü (1118-1143) (Eideneier 1991, 2). Αποτελεßται απü 274 στßχους, «πολιτικοýς» κατÜ δÞλωση του ποιητÞ κι εξιστορεß με ιδιαßτερα γλαφυρü και διασκεδαστικü τρüπο τα δεινÜ που τραβÜει ο ßδιος απü τη μÜχιμο και τρισαλιτηρßα (παρὰ μαχßμου γυναικὸς καὶ τρισαληρßας) γυναßκα του λüγω της φτωχικÞς του κατÜστασης. Δηλþνει πüσο τη φοβÜται πλÝον με τα λüγια: «Φοβοῦμαι γὰρ τὸ στüμαν της, φοβοῦμαι τὴν ὀργÞν της,/ τὰς ἀπειλÜς της δÝδοικα καὶ τὴν ἀποστροφÞν της.» Σκοπüς του «κυροῦ Προδρüμου» εßναι να ευχαριστÞσει τον αυτοκρÜτορα για «τὰς …λαμπρὰς εὐεργεσßας» που Ýχει κÜνει προς το Üτομü του, και επιπλÝον να διηγηθεß την οδυνηρÞ κατÜσταση στην οποßα Ýχει περιπÝσει και να ζητÞσει οικονομικÞ ενßσχυση προκεßμενου να γλιτþσει απü τη γκρßνια της στρυφνÞς γυναßκας του και τους εξευτελισμοýς στους οποßους τον Ýχει υποβÜλει και να μη χαθεß πρüωρα ο «κÜλλιστος εὐχÝτης» (ΛεντÜρη 2007, 1896). Ειρωνεýεται τον εαυτü του με üλη την Üνεση και τη παιγνιþδη διÜθεση ενüς διανοοýμενου (Eideneier 1991, 3-4).

Τß σοὶ προσοßσω, δÝσποτα, δÝσποτα στεφηφüρε,
ἀνταμοιβὴν ὁποßανδε ἢ χÜριν προσενÝγκω
ἐξισωμÝνην πρὸς τὰς σὰς λαμπρὰς εὐεργεσßας,
τὰς γινομÝνας εἰς ἐμὲ τοῦ κρÜτους σου παντοßας;
Πρü τινος ἤδη πρὸ καιροῦ καὶ πρὸ βραχÝος χρüνου,
οὐκ εἶχον οὖν, ὁ δýστηνος, τὸ τß προσαγαγεῖν σοι
κατÜλληλον τῷ κρÜτει σου καὶ τῇ χρηστüτητß σου,
καὶ τῇ περιφανεßᾳ σου καὶ χαριτüτητß σου,
εἰ μὴ τινὰς πολιτικοὺς ἀμÝτρους πÜλιν στßχους,
συνεσταλμÝνους, παßζοντας, ἀλλ’ οὐκ ἀναισχυντῶντας,
παßζουσι γὰρ καὶ γÝροντες, ἀλλὰ σωφρονεστÝρως.
Μὴ οὖν ἀποχωρßσῃς τους, μηδ’ ἀποπÝμψῃς, μᾶλλον
ὡς κοδιμÝντα δÝξου τους ποσῶς ἂν οὐ μυρßζουν,
καὶ φιλευσπλÜγχνως ἄκουσον ἅπερ ὁ τÜλας γρÜφω.
Κἂν φαßνωμαι γÜρ, δÝσποτα, γελῶν ὁμοῦ καὶ παßζων,
ἀλλ’ ἔχω πüνον ἄπειρον καὶ θλßψιν βαρυτÜτην,
καὶ χαλεπὸν ἀρρþστημα, καὶ πÜθος, ἀλλὰ πÜθος!
ΠÜθος ἀκοýσας τοιγαροῦν μὴ κÞλην ὑπολÜβῃς,
μηδ’ ἄλλο τι χειρüτερον ἐκ τῶν μυστικωτÝρων*,
μὴ κερατᾶν τὸ φανερüν, μὴ ταντανοτραγÜτην,
μὴ νüσημα καρδιακüν, μὴ περιφλεγμονßαν,
μὴ σκορδαψüν, μηδ’ ὕδερον, μὴ παραπνευμονßαν,
ἀλλὰ μαχßμου γυναικὸς πολλὴν εὐτραπελßαν,
προβλÞματα προβÜλλουσα καὶ πιθανολογßας
καὶ τὸ δοκεῖν εὐλüγως μοι προφÝρεται πλουτÜρχως.
Καὶ θÝλω δεῖξαι προφανῶς τὴν ταýτης μοχθηρßαν,
ἀλλὰ φοβοῦμαι, δÝσποτα, τοὺς ἰταμωδεστÝρους,
μÞπως ἐμὲ ἀκοýσωσι, καὶ ὑπÜγουν εἰς τὸ ὁσπßτιν
καὶ νὰ μὲ πιττακþσωσιν** ἐκ τῶν ἀπροσδοκÞτων,
καὶ κρεῖσσον εἶχον, δÝσποτα, τὸ νὰ μὲ θÜψουν ζῶντα,
καὶ νὰ μὲ βÜλουν εἰς τὴν γῆν, καὶ νὰ μὲ περιχþσουν,
παρὰ νὰ μÜθῃ τßποτε τῶν ἄρτι γραφομÝνων.
Φοβοῦμαι γὰρ τὸ στüμαν της, φοβοῦμαι τὴν ὀργÞν της,
τὰς ἀπειλÜς της δÝδοικα καὶ τὴν ἀποστροφÞν της.
Ει δε πολλÜκις δüξει της και φθÜσει ο καρκατζÜς της,
κι ορßσει τα ψυχÜρια της και την πρωτοβαβÜν της,
και πιÜσουν καß ταυρßσουν με καß σýρουν με 'ςτÞν μÝσην
καß δþσουνε τα τρßκωλα καß τα χαρακτικÜ μου.
Τßς Ýλθοι κι εκδικÞση με κι εκβÜλη μ' απ' εκεßνης;
¼μως κÜν οýτως γÝνηται, κÜν οýτως καß αλλοßως,
καιρüς λοιπüν τÜ κατ' εμÝ πÜντα σοι σαφηνßσαι,
οý φÝρω γÜρ, þ δÝσποτα, τÞν ταýτης μοχθηρßαν,
τοýς καθ' ημÝραν χλευασμοýς καß τÜς ονειδισßας
«Τü, κýρι, οýκ Ýχεις προσοχÞν, τü, κýρι, πþς τü λÝγεις;
το κýρι, τι προσÝθηκας; Το, κýρι, τß επεκτÞσω;
ποßον ιμÜτιον μ’ Ýρραψας, ποιüν δüμιτον μ’ εποßκες;
και ποιüν γυρßν μ’ εφüρεσας; οýκ οßδα Πασχαλßαν,
Ýχεις με χρüνους δþδεκα ψυχροýς κι ασβολωμÝνους,
οýκ Ýβαλ’ απü κüπου σου ταττßκιν εßς ποδÜριν,
οýκ Ýβαλα ‘ς την ρÜχιν μου μεταξωτüν ιμÜτιν,
οýκ εßδα ‘ς το δακτýλιν μου κρικÝλιν δακτυλßδιν,
ουδÝ βραχιüλιν μ’ Ýφερες ποτÝ να το φορÝσω.
Οι ξÝνοι κατακüπτουσι τÜ γονικÜ μου ροýχα,
κι εγþ καθÝζομαι γυμνÞ και παραπονεμÝνη.
Ποτ’ οýκ ελοýθην εις λουτρüν να μη στραφþ θλιμμÝνη,
ημÝραν οýκ εχüρτασα, να μη πεινÜσω δýο,
στενÜζω πÜντοτε, θρηνþ καß κüπτομαι καß κλαßω.
Την θÜλασσαν τÞν μ’ Ýφερες, γνωρßζεις, ÝπαρÝ την,
το διβλαντÜριν, το κουτνßν και το ‘ψηλüν διβßκιν,
και το μεγαλογρÜμματον ιμÜτιν το κνικÜτον,
Þ χÜρισον, Þ πþλησον, Þ δüς οποý κελεýεις,
τα λουτρικÜ τÜ μ’ Ýποικες καß τü κραββατοστρþσιν
εßς κλÞρον να τα δÝξωνται οι παßδες σου πατρþον,
τα γονικÜ σου πρÜγματα και η οικοσκευÞ σου
αρκοýν τας θυγατÝρας σου τας εξωπροικισμÝνας,
και σý Þσαι σιγηρüς κι απομεριμνημÝνος.
Ἐπεντρανßζεις, ἄνθρωπε, κἂν ὅλως θεωρεῖς με;
ἐγὼ ἤμην ὑποληπτικὴ καὶ σὺ ἤσουν ματζουκᾶτος,
ἐγὼ ἤμην εὐγενικὴ καὶ σὺ πτωχὸς πολßτης,
σὺ εἶσαι Πτωχοπρüδρομος καὶ ἐγὼ ἤμην Ματζουκßνη,
σὺ ἐκοιμῶ εἰς τὸ ψιαθὶν καὶ ἐγὼ εἰς τὸ κλινÜριν,
ἐγὼ εἶχον προῖκα περισσÞν, καὶ σὺ εἶχες ποδο…..
ἐγὼ εἶχον ἀσημοχρýσαφον, καὶ σὺ εἶχες σκαφοδοýγας,
καὶ σκÜφην τοῦ ζυμþματος καὶ μÝγαν πυροστÜτην.
ΚαθÝζεσαι εἰς τὸ ὁσπßτιν μου, καὶ ἐνοßκιον οὐ φροντßζεις,
τὰ μÜρμαρα ἠφανßσθησαν, ὁ πÜτος συνεπτþθη,
τὰ κεραμßδια ἐλýθησαν, τὸ στÝγος ἐσαπρþθη,
οἱ τοῖχοι καταπßπτουσιν, ἐξεχερσþθη ὁ κῆπος,
κοσμÞτης οὐκ ἀπÝμεινεν, οὐ γýψος, οὐδὲ σπÝτλον,
οὐδὲ ῥηγλὶν μαρμÜρινον, οὐ συγκοπὴ μετρßα,
αἱ θýραι συνεστρÜφησαν ἐξ ὁλοκλÞρου πᾶσαι,
τὰ κÜγκελλα ἐξηλþθησαν ἀπ’ ἄκρας ἕως ἄκραν,
καὶ τὰ στηθαῖα ἔπεσον τὰ πρὸς τὸ περιβüλιν.
Θýραν οὐκ ἤλλαξÜς ποτε, σανßδιν οὐκ εὐψýχει,
ποτὲ οὐκ ἐξεκερÜμωσας, οὐδὲ ἀνερρÜψω τοῖχον,
οὐ τÝκτονα ἐκÜλεσας ἵνα τὸν περιρρÜψῃ,
οὔτε καρφὶν ἠγüρασας νὰ ἐμπÞξῃς εἰς σανßδιν.
ΒλÝπουν σε τὰ ψυχÜρια μου καὶ ἔχουν σε ὡς αὐθÝντην,
φοβοῦνται, παραστÞκονται, δουλεýουν καὶ τιμῶσιν.
Ἐγὼ κρατῶ τὸ ὁσπßτιν σου καὶ τὴν ὑποταγÞν σου,
δουλεýω τὰ παιδßα σου παρὰ βαβᾶν καλλßστην,
οἰκονομῶ τὰ κατὰ σÝ, τρÝχω, μοχθῶ, διþκω,
καὶ κÜμνω λινοβÜμβακον ἱμÜτιν καὶ φορῶ το,
ἔχεις με κουρατüρισσαν, ἔχεις με ἀναπλαρÝαν,
καὶ κÜμνω καὶ τὰ μαλλωτÜ, κÜμνω καὶ τὰ ναρθÞκια,
ἔχεις με ψιλονÞτριαν, καὶ κÜμνω τὸ λινÜριν,
κÜμνω ὑποκαμισüβρακα, στιβÜζω τὸ βαμβÜκιν,
ἔχεις με προσμονÜριον ὁμοῦ καὶ ἐκκλησιÜρχην,
καὶ κανονÜρχην σὺν αὐτοῖς, καὶ χωρικὸν νοτÜρην,
καὶ σὺ καθÝζεσαι ὡς πωλὶν χασμÝνον εἰς τὸ βρῶμα,
καὶ καθ’ ἡμÝραν προσδοκᾷς τß νὰ σὲ παραβÜλλω.
Τὸ τß σὲ θÝλω ἐξαπορῶ, τὸ τß σὲ χρῄζω οὐκ οἶδα,
ἂν οὐκ ἐθÜρρεις κολυμβᾶν, κολυμβητὴς μὴ ἐγÝνου,
ἀλλ’ ἂς ἐκÜθου σιγηρὸς καὶ ὰπομεριμνημÝνος,
καὶ ἂς ἔκνηθες τὴν λÝπραν σου, καὶ ἂς ἤφινες ἐμÝναν.
Εἰ δὲ κομπþσειν ἤθελες καὶ λÜβειν καὶ πλανÞσειν,
ἂς ἔλαβες ὁμοßαν σου, καπÞλου θυγατÝραν,
κουτσοπαρδÜλαν τßποτε γυμνÞν, ἠπορημÝνην,
ἢ χορταρßναν τρßφυλλον ἀπὸ τὰ μανινÝα.
Καὶ τß με παρωδÞγησας τὴν ἀπωρφανισμÝνην
μὲ τὰ συχνογυρßσματα καὶ μὲ τὰς κομπωσßας,
καὶ μὲ τοὺς ὀψικÜτορας καὶ τὸ πολὺν ὀψßκιν;“
Εν επιτüμω τοιγαροýν, δÝσποτα, δÝσποτÜ μου,
εκ των πολλþν ο δοýλος σου τινÜ παρεστησÜμην.
Ει γαρ ηθÝλησÜ ποτε τα πÜντα σοι συγγρÜψαι,
ηρþων αν κατÜλογον Üλλον συνεγραψÜμην,
αλλ’ Ýτι τα λεγüμενα αρκοýσι φιλαλÞθως
και πρüδηλα τυγχÜνουσι και πεφανερωμÝνα,
και κÜν αλÞθειαν Ýχωσι και πιθανολογßας,
ψευδÞ τα πÜντα, δÝσποτα, και λÞρον ονομÜζω,
και μýθον τα λεγüμενα καλþ και φληναφßας,
Ýχουσι γαρ τινÜ ρητÜ πικρßας πεπλησμÝνα.
Η δε τÜς αποκρßσεις μου μη καταδεχομÝνη,
στÞκει, τριχομαδßζεται, δÝρει τα μÜγουλÜ της,
συνÜγει τα παιδßα της, απαßρει και την ρüκαν,
εμβαßνει ‘ς το κουβοýκλιν της, κλεßει σφικτÞν την θýραν,
μουλλüνεται και κρýπτεται, εμÝ δ’ αφßνει Ýξω,
ως το εποßκεν προ πολλοý, δÝσποτα στεφηφüρε,
üταν εστρÜφην σÜβουρος απ’ þδε παρ’ ελπßδα,
ηνßκα γαρ εισÝβηκα την θýραν καβαλλÜρις,
ως εßδεν üτι επÝζευσα, κι ανÝβηκα κι εκÜτζα
δßχα θορýβου και βοÞς, χωρßς οχλαγωγßας,
μÞ τινας επαγüμενος, μαχßμους στρατιþτας,
μÞ προπομποýς, μηδ’ οπαδοýς ραβδοýχους, σκηπτροφüρους,
μÞ χρυσοφüρων οπλιτþν μαχßμων συνεργßαν,
μηδÝ πεζþν επιδρομÞν σφενδονητþν αγοýρων,
μικρολαλεßν απÞρξατο και συχνομουρμουρßζειν.
Εγþ δ’ ως Þμην νηστικüς απü το φιλοπüτιν,
μη κρýψω την αιτßαν μου κι Ýχω πολλÜκις κρßμα,
ωσÜν εμελαγχüλησα κι ηγριολÜλησÜ την,
και πÜλιν τα συνÞθη μοι συμφþνως επεφþνει:
«Το τι θαρρεßς; Το τις εισαι; Το βλÝπε τßνα δÝρεις,
ποßαν υβρßζεις πρüσεχε και ποßαν ατιμÜζεις.
Οýκ εßμαι σθλαβοποýλα σου, ουδÝ μισθÜρνισσÜ σου.
Πþς Þπλωσας επÜνω μου; Το πþς ουκ ενετρÜπης;
Τα βρþσιμα εκÞρωσας και τα ποτÜ ωσαýτως,
τα πÜντα εξεστρÜγγισας, και ÝποικÝς μ’ ερÞμην.
Αν ßδωσι τα μÜτια μου ποτÝ τους αδελφοýς μου,
κι ου πιÜσουν κι αψιδþσουν σε και δεßξουν και τελÝσουν,
και δÞσω σου ‘ς τον τρÜχηλον τα τÝσσαρα παιδßα,
και βÜλω ‘ς την καρδßαν μου τα γüνιμÜ μου κÝρδη,
κι εκβÜλω σ’ εκ το σπßτιν μου μετÜ πομπÞς μεγÜλης,
να ποßσω και το πρüσωπον και την υπüληψßν σου,
να ποßσω την κουροýπαν σου αυτÞν την μαδισμÝνην!»
Τοýτους τους λüγους τοιγαροýν ατßμως μοι λαλοýσα,
εßχον βουλÞν, ω δÝσποτα, να την περιρραπßσω,
πλην ουν σκοπÞσας εαυτüν, εßπον εις νουν τοιÜδε:
«Δια την ψυχÞν σου, Πρüδρομε, καθßζου σßγηρüς σου,
üσα καν λÝγει βÜσταζε και φÝρε τα γενναßως,
αν πλÞξης γρ και δþσης την πολλÜκις και πονÝση,
ως εßσαι γÝρων και κονδüς κι ως αν αδυνατßζεις,
ßσως ν´απλþση επÜνω σου και να σε σýρη εμπρüς της,
κι αν τýχη κι αποδεßρη σε να σε ξεσφονδυλßση.
ΠιÜσε ραβδßν, βÜλε φωνÞν, ρßψον το καμελαýχιν
‘πüλυσον πÝτραν κατ’ αυτÞς, πλην βλÝπε μη την δþσης,
και πüδησον, κατÜδραμε τÜχα να την κρατÞσης,
ως επιτρÝχεις, σκüνταψον, κατÜβα, δος αθρüως,
καταπεσþν ανÜστηθι, πÜλιν κατÜτρεχÝ την,
τους οφθαλμοýς αγρßωσον, δεßξον λοξüν το βλÝμμα,
το καμελαýχιν στρÜβωσον, βρýξον καθÜπερ λÝων».
Ως δ’ οýδÝ ρÜβδον εφευρεßν ο τÜλας ηδυνÞθην,
απαßρω το σκουπüρραβδον γοργüν απü την χρεßαν,
παρακαλþν, ευχüμενος και δυσωπþν και λÝγων:
«ΠανÜχραντÝ μου, κρÜτει την, εμπüδιζε, ΧριστÝ μου,
μη παßξει κοντογýρισμα και πÜρη το ραβδßν μου
και δþση και ποιÞση με στραβüν παρÜ διαβüλου».
Ως δη αυτÞ, θεüπεπτε, προ των λοιπþν απÜντων
και το ψωμßν εκλεßδωσε και το κρασßν εντÜμα,
φεýγει, λανθÜνει, κρýπτεται, και κλεßσασα την θýραν
εκÜθισεν αμÝριμνος κι εμÝ αφÞκεν Ýξω.
Κρατþν δε το σκουπüρραβδον την θýραν απηρξÜμην
ως ‘ξηγανÜκτησα λοιπüν κροýων σφοδρþς την θýραν,
ευρþν οπÞν εσÝβασα τ’ Üκρον του σκουπορρÜβδου,
εκεßνη δε πηδÞσασα και τοýτου δραξαμÝνη
εταýριζεν απÝσωθεν, εγþ δε πÜλιν Ýξω,
ως δ’ Ýγνω üτι δýναμαι και στερεÜ την σýρω,
χαυνßζει το σκουπüρραβδον, την θýραν παρανοßγει,
και παρ’ ελπßδα κατÜ γÞς καταπεσþν ηπλþθην.
Ως δ’ εßδεν üτι Ýπεσον, Þρξατο του γελÜν με,
εκβαßνει και σηκüνει με γοργüν απü του πÜτου,
και τÜχα κολακεýουσα τοιαýτα προσεφþνει:
«ΕντρÝπου, κýρι, να σωθÞς, εντρÝπου καν ολßγον,
ουκ εßσαι χωρικοýτζικον, ουδÝ μικρüν νινßτζιν;
ΚατÜλειψον την δýναμιν, την περισσÞν ανδρεßαν,
και φρüνει καλοκαßριν εν’, τßμα τους κρεßττονÜς σου,
και μη παλληκαρεýεσαι, μηδÝ λαζοφαρδεýης».
Εν επιτüμω τοιγαροýν ταýτα μοι προσειποýσα,
πÜλιν εισÞλθεν Ýνδοθεν, εκλεßδωσεν, εκÜτζεν.
Εγþ δ’ απÜρας παρευθýς τρÝχω προς το κουβοýκλιν
και πßπτω εις την κλßνην μου, το γεýμα περιμÝνων.
ΠαραπεινÜν αρξÜμενος ανÞλθον εκ της κλßνης,
και προς τα’ αρμÜριν επελθþν ευρßσκω κλειδωμÝνον.
Στραφεßς ουν πÜλιν Ýπεσον επÜνω επß την κλßνην,
συχνÜ περιστρεφüμενος και βλÝπων προς την θýραν.
του γοýν ηλßου προς δυσμÜς μÝλλοντος Þδη κλßναι,
βοÞ της Üφνω γßνεται και ταραχÞ μεγÜλη,
εν και γαρ εκ των παßδων μου Ýπεσεν εκ του ýψους,
και κροýσαν κÜτω Ýκειτο þσπερ νεκρüν, αυτßκα
συνÞχθησαν αι γεßτονες ως προς παρηγορßαν,
αι μανδραγοýραι μÜλιστα και πρωτοκουρκουσοýραι,
και τüτ’ ας εßδες θüρυβον και ταραχÞν μεγÜλην.
ΑσχολουμÝνων τοιγαροýν των γυναικþν και πÜντων
των συνελθüντων επ’ αυτü, ως φθÜσας εßπον Üνω,
του βρÝφους τω συμπτþματι και του παιδüς τω πÜθει,
κρυπτþς απÞρα το κλειδßν, κι Þνοιξα το αρμÜριν
φαγþν ευθýς καγþ θρηνþν συν τοις ετÝροις.
Του πÜθους καταπαýσαντος, του βρÝφους δ’ αναστÜντος,
απεχαιρÝτηθαν ευθýς οι συνδεδραμηκüτες,
παραλαβοýσα δ’ η γυνÞ τους ταýτης παßδας πÜντας,
εισÞλθεν Ýνδον συν αυτοßς και πÜλιν υπεκρýβη.
Εγþ δε μüνος κοιμηθεßς δßχα παραμυθßας,
χωρßς δεßπνου και σκοτεινÜ και παραπονεμÝνα,
ηγÝρθην ταχυνþτερον, Þλθον επß την κλßνην,
και δη πιÜσας τη χειρß την θýραν της εισüδου,
και τü, κυρÜ μου, προσειπþν, και τü, καλÞ σου ημÝρα
και τü, ψυχÞ, ουκ ανοßγεις μοι, καρδιÜ, ου θεωρεßς με,
και στεναγμüν απü ψυχÞς εκπÝμψας Üχρι τρßτου.
Οι παßδες εσυνÞχθησαν, εκÜθισαν να φÜγουν,
και το τραπÝζιν Ýστησαν με την εξüπλισßν του.
Ως δ’ εßδε ταýτ’ ο δοýλος σου, χαρÜς πολλÞς επλÞσθην,
ελπßζων να με κρÜξουσιν, να κÜτζωμεν, να φÜμεν.
Ως δε παρÝδραμε καιρüς και τßποτ’ ουκ εφÜνη,
ευθýς ανακαθÝζομαι μετÜ σπουδÞς μεγÜλης,
κι ευρßσκω το σκλαβþνικον και βÜλλω το επÜνω,
και της Τομπρßτζας το μανδßν, επÜνω τ’ ετυλßχθην
και βÜλλω και σκαρÜνικον επÜνω καμελαýχιν,
μακρýν καλÜμιν Þρπασα, κινþ προς το κουβοýκλιν,
και σφαλισμÝνον τ’ εýρηκα, κι απÝξωθεν ιστÜμην,
ηρξÜμην κρÜζειν συνεχþς τü «δÝμνε κυριδÜτον»
τü «σÜμνε», και τü «ντüμβρε», και τü «στειροπορτÝω»***.
Ἔδραμον οὖν οἱ παῖδες μου μηδὲν μεμαθηκüτες,
ἀπῆραν ξýλα παρευθὺς καὶ ῥÜβδους τε καὶ λßθους,
τὴν σκÜλαν μὲ ἐκατÝβασαν μετὰ πολλοῦ τοῦ τÜχους.
Ἡ μÜννα των γνωρßσασα ἐφþνησε τοὺς παῖδας:
«Ἀφῆτε τον, πτωχüς ἐνι, καρÜνος, πελεγρßνος.»
Καὶ ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ δοῦλος σου χαρᾶς πολλῆς ἐπλÞσθην,
ὅτι ἡ κοιλιÜ μου ηὐκαßρησεν ἀπὸ τὴν ἀφαγßαν.
ἩμερωθÝντων τοιγαροῦν τῶν παßδων παραυτßκα,
ἀνÝβηκα τὴν σκÜλαν μου τῇ τοýτων ὁδηγßᾳ
καὶ εὐθὺς πηδÞσας καὶ εἰσελθὼν καὶ προτραπεὶς εκÜτζα,
τὸ πüτε νὰ μὲ κρÜξωσι νὰ φÜγω προσεδüκουν,
καὶ μüλις εἶδον πßνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῖστον,
καὶ ὀλßγον ἀπὸ τὸ παστὸν καὶ θρýμματα μεγÜλα,
καὶ δρÜξας εἰς τὰς χεῖρας μου ηὔφρανε ἡ καρδιÜ μου,
ζωμὸν ἰδὼν τὸν περισσὸν καὶ τὰ χοντρὰ κομμÜτια.
Τοιαῦτα πÝπονθα δεινÜ, κρατÜρχα στεφηφüρε,
παρὰ μαχßμου γυναικὸς καὶ τρισαλιτηρßας,
ὡς εἶδε με κενþτατα ἐλθüντα πρὸς τὸν οἶκον.
Ἂν οὖν μὴ φθÜσῃ με τὸ σὸν φιλεýσπλαγχνον, αὐτÜναξ,
καὶ δþροις καὶ χαρßσμασι τὴν ἄπληστον ἐμπλÞσῃς,
τρÝμω, πτοοῦμαι, δÝδοικα μὴ φονευθῶ πρὸ ὥρας,
καὶ χÜσῃς σου τὸν Πρüδρομον, τὸν κÜλλιστον εὐχÝτην.

ΛÝξεις Üγνωστες κι Ýννοιες και φρÜσεις:

  * "μὴ κερατᾶν τὸ φανερüν, μὴ ταντανοτραγÜτην,
μὴ νüσημα καρδιακüν, μὴ περιφλεγμονßαν,
μὴ σκορδαψüν, μηδ’ ὕδερον, μὴ παραπνευμονßαν,"

üλο αυτü σημαßνει πως δεν μπορεßς να σκεφτεßς ÜρχοντÜ μου κÜτι χειρüτερο απü μα γυναßκα εριστικÞ κι επιδÝξια, και του παραθÝτει κατÜ σειρÜν τα δεινÜ:

"ΜÞτε να βγÜλεις κÝρατα, μÞτε να τουμπανιÜσεις
μÞτε να πÜθεις καρδιÜκü, μÞτε τη πνευμονßα
μÞτε καοýρα, διÜρροια, οýδ' περιπνευμονßα".

... απλÜ αρκεß να χεις τÝτοια γυναßκα σýντροφο! 

 ** πιττακþσωσιν = να με γρÜψουνε στα μαýρα κατÜστιχα και στα καλÜ καθοýμενα (üλη η φρÜση)
 πιττÜκια = οι λßστες, τα πινÜκια...

*** «Με το δÝμνε κυριδÜτον, με το σÜμνε, το ντüμβρε, το στειροπορτÝω» = εßναι εκφρÜσεις üπως εμεßς θα λÝγαμε «με τα χßλια παρακÜλια ζητιανεýω στο üνομα του θεοý κλπ» παρακÜλια επαιτþν συνÞθη "με το σας και με το σεις", "χßλια καλÜ νÜχετε" κλπ.

προσοßσω = προσφÝρω
προσενÝγκω = προσφÝρω
κοδιμÝντα = αρτýματα, μεζεδÜκια
τοιγαροýν = ως εκ τοýτου, λοιπüν, επομÝνως
ταντανοτραγÜτη = τουμπÜνιασμα,
σκορδαψüν = καÀλα, καοýρα
ýδερον = διÜρροια, ευκοßλια
μαχßμος = εριστικüς
ευτραπελßα = ευκινησßα, επιτηδειüτης
πελεγρßνος = πÜροικος, ξÝνος, παρßας, φτωχüς προσκυνητÞς, μτφ ζητιÜνος
σκλαβþνικον = ροýχο σχισμÝνο παλιü, ροýχο ζητιÜνου
καρÜνος = φτωχüς, ζητιÜνος (απü κει βγαßνει κι η καραντßνα)
σκαρÜνικον = κÜλυμμα κεφαλÞς, τυλιχτü σαν τουρμπÜνι, μπορεß και πολυτελÝς με λοφßο, σε παραφθορÜ το κρÜνος

                                                Ποßημα 2ον

                                     ΕισαγωγÞ-Σχüλιο-ΜελÝτη

      Το 2ο ποßημα (ο φτωχüς πατÝρας): «…εἰς τὸν ΣεβαστοκρÜτορα»

     Το 2ο ποßημα εßναι το συντομüτερο απü τα 4. Ακολουθεß στον ßδιο κþδικα μ’ Ýνδειξη «Τοῦ αὐτοῦ εἰς τὸν ΣεβαστοκρÜτορα». Σ’ Ýναν Üλλο κþδικα του 14ου αι., απü το πατριαρχεßο Ιεροσολýμων (Hieros. Sabait. 415), το ποßημα σþζεται με τßτλο «τοῦ αὐτοῦ ὅμοιοι» κι ακολουθεß μετÜ το 4ο ποßημα για τη μοναστικÞ ζωÞ που Ýχει τßτλο «Στßχοι τοῦ γραμματικοῦ κυροῦ Θεοδþρου τοῦ Πτωχοπροδρüμου». Σ’ αυτü «ὁ πÝνης, ὁ παντÜπορος, ὁ περιστατημÝνος» συγγραφÝας επιχειρεß μÝσα σε 117 στßχους να ευφρÜνει τον δεσπüτη του, τον σεβαστοκρÜτορα, με «πολιτικὰ μετριÜσματα καὶ πολιτογραφßας» αποβλÝπει στην ευεργεσßα του, για να σωθεß απü την Ýσχατη Ýνδεια στην οποßα Ýχει βρεθεß.

     Ο ποιητÞς σημειþνει χαρακτηριστικÜ üτι τ’ üνομÜ του, το «πτωχοπροδρομÜτο», δεν πρÝπει να πλανÜ τον δεσπüτη. Παρüτι λÝγεται Πρüδρομος δεν τρÝφεται με χüρτα κι ακρßδες, αλλÜ του αρÝσουν νüστιμα εδÝσματα, üπως «λιπαρὸν προβατικὸν ἀπὸ τὸ μεσονÝφριν». ΑλλÜ Ýχει να προσφÝρει στους οικεßους που λιμοκτονοýν μüνο τη φτþχεια τους, με αποτÝλεσμα κεßνοι τρþνε τα ροýχα τους και μετÜ βλÝπουν αστÝρια, πρασινüμορφους τροχοýς «καὶ ὁμοιÜζουν, τὸ χειρüτερον, ὅτι εἶναι μεθυσμÝνοι, καὶ μαγειωμÝνοι καὶ σαλοὶ καὶ παραβροντισμÝνοι».
     Το σýντομο αυτü ποßημα αποτελεßται απü 117 στßχους, σþζεται σε 2 χειρüγραφα του 14ου αιþνα (G και H) και προσφωνεß κÜποιον «ΣεβαστοκρÜτορα» (τßτλος για τους πιο στενοýς συγγενεßς του αυτοκρÜτορα επß της δυναστεßας των Κομνηνþν) εκ μÝρους «του αυτοý». Το χειρüγραφο H Ýχει, σε σýγκριση με το G, 70 στßχους παραπÜνω, ενþ του λεßπουν 16 στßχοι.
     ¼ταν, ωστüσο, οι 2 εκδοχÝς Ýχουν κοινοýς στßχους, το κεßμενο του G εßναι σαφþς καλýτερο απü εκεßνο του H. Η δομÞ του ποιÞματος ακολουθεß ακριβþς το πρüτυπο του πρþτου: ταπεινÞ προσφþνηση στον αυθÝντη, απαρßθμηση των αναγκþν του σπιτιοý και τελικÞ παρÜκληση για οικονομικÞ ενßσχυση, þστε να μη στερηθεß ο ΣεβαστοκρÜτωρ τους καθημερινοýς του επαßνους απü τον ποιητÞ. Το ýφος του ποιÞματος, üμως, εßναι πολý διαφορετικü απü του πρþτου. Εδþ Ýνας μßζερος παραπονιÜρης ζητÜ οικονομικÞ ενßσχυση, παρουσιÜζοντας τις καθημερινÝς ανÜγκες της πολυμελοýς οικογÝνειÜς του. Ο κατÜλογος των αντικειμÝνων ενüς βυζαντινοý νοικοκυριοý Ýχει προπαντüς γλωσσικü και πραγματολογικü ενδιαφÝρον, εντοýτοις ολüκληρο το ποßημα περιορßζεται στη συσσωρευτικÞ απαρßθμηση αυτþν των αναγκþν (Eideneier 1991, 6-7).

     Ο ταλαßπωρος ποιητÞς προσπαθεß με τα λüγια του να ευφρÜνει τον δεσπüτη του αποβλÝποντας στην ευεργεσßα του, για να σωθεß απü την Ýσχατη Ýνδεια στην οποßα Ýχει βρεθεß. ΞεκινÜ το ποßημα, παρουσιÜζοντας την πολυμελÞ οικογÝνειÜ του με τις καθημερινÝς της ανÜγκες και Ýγνοιες.

ΑυθÝντα μου πανσÝβαστε, δüξα και καýχημÜ μου,
ο πÝνης, ο παντÜπορος, ο περιστατημÝνος,
ο πÜντοθεν κυκλοýμενος μυρßαις δυστυχßαις,
και περιστατιζüμενος κακοßς αναριθμÞτοις,
θÝλω ειπεßν τα εμαυτοý προς τον εμüν δεσπüτην,
κι αν ‘νι αυθÝντης οßος συ κι ο λÝγων οßος Ýγþγε,
να κÜθηται, να ψηλαφÜ, να λÝγη και να γρÜφη
πολιτικÜ μετριÜσματα και πολιτογραφßας,
και λαρυγγßσματα πολλÜ και λÝξεις επικρüτους,
και να κατÜγη εαυτüν εις την πεζολεξßαν.
Εκεßνα γρÜφω και λαλþ üσα κινοýν προς οßκτον,
üσα κινοýν προς Ýλεον και προς φιλανθρωπßαν,
ο γρÜφων γαρ σπαταλικÜ και λÝγων σερφετßας,
φαßνετ’ üτι ‘νι απλüψυχος και ποιεß τ’ απü σπατÜλης.
Εγþ δεν υπεξÝκλινα μικρüν εκ της ευθεßας
αντ' οδυρμοý και κωχυτοý και θρÞνους και δακρýων,
ρÞματα γρÜφω χαρμονÞς, ρÞματα ευφροσýνης,
και οý ποιþ τ’ απü χαρÜς, οýδ’ εξ απλοψυχßας,
αλλÜ μα την ενοýσαν μοι πολλÞν στενοχωρßαν,
μα την εξανεπÞλπιστον πολλÞν πεζοπορßαν,
βαβαß την προς παλÜτιον μÝχρι της εκκλησßας,
ως Ýχει οýτως να το ‘πω, οýτως να το προσθÞσω,
üτι, μα την αγÜπη σου και μα την κεφαλÞ σου,
Ýχω ψυχÞν πολýπονον, πολýθλιβον καρδßαν,
ομμÜτια πολυστÝνακτα και σπλÜχνα φλογισμÝνα,
και γοýργουρον κατÜξηρον εκ την ξηροφαγßαν.
Τα καθ' ημþν λεγüμενα πÜντα επικουρÞσω.
Αν δÝ Üρξωμαι στομοκρατεßν και πÜλι λαρυγγßσειν,
ως λýρα λογισθÞσομαι και πλÞρης φληναφßας.
Πρüσεχε, μüνον πρüσεχε, πρüσεχε μη με θÜψης!
ΑλÞθεια δßδεις με πολλÜ, πλην αν τα συμψηφßσω,
τετρÜμηνον οý σþζουν με, ψυχοκρατοýν ουδüλως,
μεδßμνους σßτου δþδεκα ψυχροýς κι ασβολωμÝνους,
πÜντως αν το μυρßζωνται, μüλις να τους αρκÝση.
Χωρßς των δεδομÝνων μοι τοýτων των τυπωμÜτων
οὐ θÝλουν ξýλα καýσιμον, οὐ θÝλουν καρβουνßτσια,
οὐ θÝλομεν ὀσπριοýτσικον, οὐ θÝλομεν τυρßτσιν,
οὐ θÝλ’ ὀψþνιν περισσὸν ἅπαξ τὴν ἑβδομÜδα;
Οὐ θÝλω ἐγὼ ὑποδÞματα, οὐ θÝλω καὶ καλßκια,
οὐ θÝλω σφικτοσφßκτουρον, νὰ τὸ φορῶ εἰς τὴν ψῦξιν,
οὐ θÝλουν τὰ παιδßτσια μου χειμωνικὰς γουνßτσας,
οὐ θÝλει καὶ ἡ γυναῖκα μου μανδὶν τὴν Πασχαλßαν,
καὶ κοντοσφßκτουρον παχýν, τὴν νýκτα διὰ τὸ ξῦχος,
ῥαψßματα, ῥαψßματα, πετσþματα, πετσßα,
ἀλεστικÜ, φουρνιÜτικα, βαλανικÜ, σαποýνια,
τριψßδια γÜρ, πιπÝρια, κýμινον, καρναβÜδιν,
σελινοπρασορÝπανα καὶ ἀνηθοκουδιμÝντα,
σπανÜκιν, χρυσολÜχανον, γογγýλια, βαζιζÜνια,
τρυγοκρÜμβιν ἐκ τὸ γουλὶν καὶ ἀπὸ τὸ ξυλοκρÜμβιν,
μÝλιν, ὀξεßδιν, σýσγουδον, ἅλας, ἀμανιτÜριν,
ἀγιüθρουμβον εἰς τὰ παστÜ, βλησκοýνιν εἰς τὴν γροῦταν;
Οὐ χρῄζω γὰρ ὀψÜρωγας, οὐ θÝλω ἄλλην σÜχναν,
οὐ θÝλει καὶ ἡ ἐκκλησßα μου τὰ πρὸς φωταγωγßαν,
οὐ θÝλει ῥüγαν ὁ παπᾶς ὁ ψÜλλων εἰς τὸ ὁσπßτιν,
οὐ θÝλομεν ἀνδρüτουβον, οὐ θÝλομεν καντÞλαν,
οὐ θÝλει ἐλÜδιν καὶ κερßν, καὶ προσφορὰ καὶ νᾶμαν,
οὐ θÝλει καὶ καπνßσματα, μüσχους τε καὶ κοντßτους,
οὐ θÝλει γὰρ καὶ κüλλυβα τῶν προτελευτησÜντων,
ἀμýγδαλα, ῥοÀδια, πιστÜκια καὶ καρýδια,
καὶ καρναβÜδιν καὶ φλακὶν καὶ στραμαλοσταπßδια,
οὐ θÝλει καὶ ἄλλα πλεßονα τῶν ἀπαριθμημÝνων;
Καὶ ἂς ἀφῶ τὰ παχýτερα καὶ ἂς ἔλθω ἐπὶ τὴν λÝφτην,
εἰς τὰ τσουκαλολÜγηνα καὶ εἰς τὴν χουρδουβελßαν,
εἰς τὰ σκουτελοπßνακα, καὶ εἰς τὴν ὑπηρεσßαν ∙
τὸ δὸς ἐδῶ, τὸ δὸς ἐκεῖ, τὸ δὸς εἰς κουκουμÜριν,
τὸ δὸς τὴν περιχýτριαν, τὸ δὸς τὸν περεχýτην,
τὸ δὸς εἰς κüσκινον ψιλüν, τὸ δὸς εἰς τὸ γαρβÝλιν,
εἰς κουταλßστριαν καὶ εἰς βρουτσὶν καὶ εἰς λιπαρὸν ἐλÜδιν
τὸ λÜλησε τὸν σικυαστÞν, ἂς φθÜσῃ ὁ φλεβοτüμος,
ἐδῶ διαβαßνει ὁ μιλιαρᾶς καὶ καταπßασÝ τον,
ὁ γýψος πτþσεις ἀπολεῖ, κρÜξε τὸν γυψοπλÜστην,
αἱ θýραι ἀπεδÜρτησαν, ἂς ἔλθῃ ὁ ἀσκοθυριÜρης,
καὶ τὸ βικὶν ἐχÜσαμεν, ἐκλÜστη τὸ ποτÞριν˙
κýρι, τὸ πηγαδüσχοινον ἐκüπη καὶ ἂς τὸ ἀλλÜξουν,
νερὸν ὁ κÜδος οὐ κρατεῖ, δὸς νὰ ἀγορÜσουν ἄλλον,
καὶ τὸ σκαφßδιν ἔπεσε καὶ ἐγÝνετο εἰς δýο,
καὶ δὸς ἵνα τὸ δÞσουσι καὶ πÜλιν νὰ δουλεýῃ∙
ἐτραυματιÜσε τὸ παιδßν, γοργὸν ἂς ἀγορÜσουν
κηκßδιν, λυσσομÜμμουδον, ὄξος ἀγριοσταπßδας,
ἐλÜδιν, χαμαιμÝλαιον, τρÜκτον, κερὶν καὶ ἀσβÝστην,
καὶ ἂς ποιÞσουν τραυματÜλειμμα, πρὶν λυκοκαυκαλιÜση.
Ἤκουσας, πÜντως ἤκουσας τὴν ἔξοδον τὴν ἔχω∙
ἐδÜρε, μßξον ὁμαδὸν ἅπαντα τὰ λαμβÜνω,
τὴν ῥüγαν, τὸ μηναῖον μου καὶ τὰς φιλοτιμιÜς μου,
τὰ ἐσþτυπα, τὰ ἐξþτυπα, τὰ ἀπÝδω καὶ τὰ ἀπÝκει,
καὶ τüτε λογαριÜσε με καλῶς καὶ εἰς τὰ μὲ δßδεις,
καὶ ἂν μ’ εὕρῃς χρþμενον κακῶς εἰς ταῦτα τὰ μὲ δßδεις,
τüτε καὶ κατονεßδιζε, τüτε κατÜκρινüν μοι
ὥσπερ ἐλευθερüψυχον καὶ σπαταλοκρομμýδην.
Eι δ’ οýτως κατακρßνεις με δßχα τινüς αιτßας,
απü οχλÞσεως τινþν ανθρþπων χαιρεκÜκων,
Ýνι και κρßμα και κακüν, εικÜζω κι αμαρτÜνεις.
Ταýτα δε πÜντα χρÞζουσι κατ’ Ýτος εις το σπßτι
και πλοýσιοι και πÝνητες, και δοýλοι και δεσπüται,
και μοναχοß και κοσμικοß, και γÝροντες και νÝοι,
κατÜ το μÝτρον Ýκαστος και την ιδßαν τÝχνην.
Οι οýν λαβüντες εξ αρχÞς ως πατρικüν των κλÞρον
των πÜντων την ευπÜθειαν και την ευημερßαν,
Ýχουσι πüρους πÜντοθεν αφθüνως και πλουσßως
δωροφορεß και γαρ η γη, η θÜλασσα δε πλεßω
την αφθονßαν των καλþν και χορηγßαν πÜντων.
Οι κατ´εμÝ δε πÝνητες, οι λιμαγχονημÝνοι,
κλÞρον ως Üλλον πατρικüν Ýχοντες την πενßαν,
εξüδους Ýχοντες πολλÜς, εισüδους δε ολßγας,
üταν εξαπορÞσωσι και δþσουσι και λÜβουν,
στρÝφονται προς τα ροýχα τους, φεßσαι, ΧριστÝ μου τüτε!
και δßδουν τα και τρþγουν τα, ΧριστÝ της ανοχÞς σου!
κι αφüτου τα χωνεýουσιν, ως χρυσοχüοι τεχνßται,
και αμμοπλýνουν τα καλÜ, þσπερ οι αμμοπλýται,
αν περπατοýν, νυστÜζουσιν, αν κÜθηνται, κοιμþνται,
ιστÜμενοι σκελßζονται, τραλßζονται καθ’ þραν,
εκεß κι αστÝρας βλÝπουσι τροχοýς πρασινομüρφους,
κι ομοιÜζουν το χειρüτερον üτι εßναι μεθυσμÝνοι
και μαγειωμÝνοι και σαλοß και παραβροντισμÝνοι.
Τω πÜθει τοßνυν συσχεθεßς καγþ τω της ενδεßας,
Üπασαν την ουσßαν μου κατÝφαγον ο τÜλας,
κι αν τýχη ως υπαγαßνομεν, αν ου κρατÞση ευδßα,
αν ουκ ανοßξης θýραν μοι πüθεν της ευσπλαχνßας,
και γÝνομαιι ‘ξωχεßμαστος, φοβοýμαι μη παρÝμπω,
και φÜγω και τ’ ακßνητα, κι Ýδε θανÜτου χεßρον.
Μη σε πλανÜ, πανσÝβαστε, το ΠτωχοπροδρομÜτον,
και προσδοκÜς να τρÝφωμαι βοτÜνας ορειτρüφους,
ακρßδας ου σιτεýομαι, ουδ’ αγαπþ βοτÜνας,
αλλÜ μονüκυθρον παχýν και παστομαγειρßαν,
να Ýχη θρýμματα πολλÜ, να Þναι φουσκωμÝνα,
και λιπαρüν προβατικüν απü το μεσονÝφριν.
ΑνÞλικον μη με κρατÞς, μη προσδοκÜς δε πÜλιν
üτι αν με δþσης τßποτε να το κακοδικÞσω,
üμως εκ της εξüδου μου και συ να καταλÜβης
το πþς οικοκυρεýω μου την Üπασαν οικßαν.
Λοιπüν η σÞ προμÞθεια συντüμως μοι φθασÜτω,
πριν φÜγω και τ’ ακßνητα και πÝσω κι αποθÜνω,
και λÜβης και τα κρßματα και πλημμελÞματÜ μου,
και των επαßνων στερηθÞς þν εßχες καθ’ εκÜστην,
αλλ' ßλεþς σοι γÝνοιτο Χριστüς μοι, σεβαστÝ μου,
και δοßη σοι την αμοιβÞν των εις εμÝ χαρßτων
πλοýσιαν και αιþνιον, ως οßδεν, ως γινþσκει!

                                                Ποßημα 3ον

                                         Περßληψη-Σχüλιο-ΜελÝτη

   Το 3ο ποßημα (ο λüγιος): «…πρὸς τὸν βασιλÝα κὺρ Μανουὴλ τὸν Κομνηνüν» - η πενßα ενüς λογßου.

     Το ποßημα εßναι η περßφημη σÜτιρα της πενßας ενüς λογßου. ΠαρουσιÜζεται ως 3ο στη σειρÜ απü τον Eideneier (1991 και 2012). Το κεßμενο αποτελεßται απü 292 στßχους κι Ýχει διασωθεß σε 7 χειρüγραφα του 14ου αι. (Paris.gr. Suppl. 1034, Paris.gr. 396, Monac.gr. 525), του 15ου (Paris.Coislin 382, Paris.gr. 1310, Constantionop. Serail 35) και του 16ου αι (Adrianop.1237 = Athen. Museum Benaki 44) κι εßναι το πιο γνωστü και δημοφιλÝς απü τα ΠτωχοπροδρομικÜ. Στο πρωιμüτερο σωζüμενο κεßμενο, Paris.gr.Suppl.1034 του 1364, τιτλοφορεßται: «Στßχοι Θεοδþρου τοῦ Πτωχοπροδρüμου πρὸς τὸν βασιλÝα κὺρΜανουὴλ τὸν Κομνηνüν», (Of Ptochoprodromos to the emperor lord Manuel Komnenos, the Purple-born) δηλαδÞ πρüκειται για ποßημα αφιερωμÝνο στον ΜανουÞλ Α’ Κομνηνü (1143-1180).
     Ο ποιητÞς-αφηγητÞς εμφανßζεται σαν Ýνας φτωχüς λüγιος, που θυμÜται τα νιÜτα του, üταν ο πατÝρας του τον συμβοýλευε να σπουδÜσει για να προκüψει, «Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γÝρων ὁ πατÞρ μου,/ τÝκνον μου, μÜθε γρÜμματα, καὶ ὡσὰν ἐσÝναν ἔχει». ΠαραδÝχεται πως τα γρÜμματα δεν τον βοÞθησαν να πλουτßσει και τþρα που συγκρßνει τη φτþχεια και τη πεßνα του με τη χορτÜτη ζωÞ που κÜνουν οι γεßτονÝς του, οι χειρþνακτες τεχνßτες κι Üλλοι μεροκαματιÜρηδες, τα αναθεματßζει δηλþνοντας: «ὑβρßζω τὰ γραμματικÜ, λÝγω μετὰ δακρýων/ ἀνÜθεμαν τὰ γρÜμματα, ΧριστÝ, καὶ ὁποὺ τὰ θÝλει» (ΛεντÜρη 2007, 1896).
     Η κατÜσταση που περιγρÜφεται εßναι οδυνηρÞ, üπου και να ψÜξει ο ποιητÞς να βρει «ψωμὶν νὰ φÜγει», και στις τÝσσερις γωνßες του κελιοý του, βρßσκει παντοý «κεßμενα πολλὰ πολλὰ χαρτßα». ΑναρωτιÝται μÜλιστα σε καθημερινÞ γλþσσα πüσα ποßηματα πια πρÝπει να γρÜψει «πüσους νὰ πλÝξω στßχους,/ πüσα νὰ γρÜψω καὶ νὰ εἰπῶ, πüσα νὰ λαρυγγßσω» για να βρει θεραπεßα για τη πεßνα του (Χατζηφþτης 1980, 21).
      Προς το τÝλος συμπεραßνει üτι βρßσκεται Þδη στις τρεις κολÜσεις της ασιτßας του κρýου και του σκοταδιοý. Στις 18 στροφÝς τις τελευταßες, κλεßνοντας ο ποιητÞς, απευθýνεται στον αυτοκρÜτορα και ζητÜ την υλικÞ συνδρομÞ του, τον «κομνηνοβλÜστητον ἀπὸ πορφýρας ῥüδον» σε μßα λüγια αρχαÀζουσα γλþσσα.

Ἀπὸ μικρüθεν  μ’ ἔλεγεν ὁ γÝρων ὁ πατÞρ μου˙
"Παιδὶν μου, μÜθε γρÜμματα, καὶ ὡσὰν ἐσÝναν ἔχει.
ΒλÝπεις τὸν δεῖνα , τÝκνον μου, πεζὸς περιεπÜτει,
καὶ τþρα διπλοεντÝληνος καὶ παχυμουλαρᾶτος.
Αὐτüς, ὅταν ἐμÜνθανε, ὑπüδησιν οὐκ εἶχεν,
καὶ τþρα, βλÝπεις τον, φορεῖ τὰ μακρυμýτικÜ του.
Αὐτὸς, ὅταν ἐμÜνθανε, ποτÝ του οὐκ ἐκτενßσθη,
καὶ τþρα καλοκτÝνιστος καὶ καμαροτριχÜρης.
Αὐτüς, ὅταν ἐμÜνθανε, λουτρüθυραν οὐκ εἶδε,
καὶ τþρα λουτρακßζεται  τρßτον  τὴν ἑβδομÜδα.
Αὐτüς, ὁ κüλπος  του ἔγεμε  φθεῖρας  ἀμυγδαλÜτας
καὶ τþρα τὰ ὑπÝρπυρα γÝμει τὰ μανοηλᾶτα .
Καὶ πεßσθητι  γεροντικοῖς καὶ πατρικοῖς μου λüγοις,
καὶ μÜθε τὰ γραμματικÜ , καὶ ὡσὰν ἐσÝναν ἔχει".
Καὶ ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῦ τοῦ κüπου.
Ἀφ’ οὗ  δὲ τÜχα γÝγονα γραμματικὸς  τεχνßτης,
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τῆν μÜνναν ˙
ὑβρßζω τὰ γραμματικÜ, λÝγω μετὰ δακρýων˙
"ἈνÜθεμαν τὰ γρÜμματα, ΧριστÝ, καὶ ὁποῦ τὰ θÝλει!
ἀνÜθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκεßνην τὴν ἡμÝραν
καθ’ ἣν  μὲ παρεδþκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μÜθω γρÜμματα, τÜχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα!“
ἘδÜρε  τüτε ἂν μ’ ἔποικαν  τεχνßτην χρυσορρÜπτην ,
ἀπ’ αὐτοὺς ὁποῦ κÜμνουσι τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσι
καὶ ἔμαθα τÝχνην κλαπωτὴν τὴν περιφρονημÝνην,
οὐ μὴ ἤνοιγα  τὸ ἀρμÜριν  μου καὶ ηὕρισκα ὅτι γÝμει
ψωμßν, κρασὶν πληθυντικὸν  καὶ θυννομαγειρßαν
καὶ παλαμιδοκüμματα καὶ τσßρους καὶ σκουμπρßα˙
παρ’ οὗ  ὅτι τþρα ἀνοßγω το, βλÝπω τοὺς πÜτους ὅλους,
¹κουσας, πÜντως Þκουσας την Ýξοδον την Ýχω
εδÜρε, μßξον ομαδüν Üπαντα τÜ λαμβÜνω,
και βλÝπω χαρτοσÜκκουλα γεμÜτα τα χαρτßα.
Ανοßγω την αρκλßτζαν μου να ‘βρω ψωμßν κομμÜτιν
κι ευρßσκω χαρτοσÜκουλον Üλλον μικροτερßτζιν.
Ανοßγω το περσßκιν μου, γυρεýγω το πουγγßν μου,
δια στÜμενον το ψηλαφþ κι αυτü γÝμει χαρτßα.
Τὴν ῥüγαν, τὸ μηναῖον μου καὶ τὰς φιλοτιμιÜς μου,
τὰ ἐσþτυπα, τὰ ἐξþτυπα, τὰ ἀπÝδω καὶ τὰ ἀπÝκει,
καὶ τüτε λογαριÜσε με καλῶς καὶ εἰς τὰ μὲ δßδεις,
καὶ ἂν μ’ εὕρῃς χρþμενον κακῶς εἰς ταῦτα τὰ μὲ δßδεις,
τüτε καὶ κατονεßδιζε, τüτε κατÜκρινüν μοι
ὥσπερ ἐλευθερüψυχον καὶ σπαταλοκρομμýδην.
Αφοý δε τας γωνßας μου τας üλας ψηλαφÞσω,
ßσταμαι τüτε κατηφÞς κι απομεριμνημÝνος,
λειποθυμþ κι ολιγωρþ εκ της πολλÞς μου πεßνας
κι απü την πεßναν την πολλÞν και την στενοχωρßαν,
γραμμÜτων και γραμματικþν τα κλαπωτÜ προκρßνω.
Την κεφαλÞν σου, δÝσποτα, εις τοýτο τß με λÝγεις;
Αν Ýχω γεßτονα τινÜ κι Ýχη παιδßν αγþριν,
να τον ‘πþ üτι μÜθε το γραμματικÜ να ζÞση;
Αν οý τον εßπω μÜθε το τζαγγÜρην το παιδßν σου,
παρακρουνιαροκÝφαλον πÜντες να μ’ ονομÜσουν.
Και Üκουσον την βιωτÞν τζαγγÜρου και να μÜθης
την βρþσιν και ανÜπαυσιν την Ýχει καθ' εκÜστην.
Γεßτοναν Ýχω πετζωτÞν, ψευδοτζαγγÜριν τÜχα
πλην Ýνι καλοψωνιστÞς, Ýνι και χαροκüπος,
üταν γαρ ßδη την αυγÞν περιχαρασσομÝνην,
ευθýς: "Ας βρÜση το θερμüν", λÝγει προς το παιδßν του,
"και να, παιδßν μου, στÜμενον εις τα χορδοκοιλßτζα,
αγüρασε και βλÜχικον σταμεναρεÜν τυρßτζιν
και δος με να προγεýσωμαι και τüτε να πετζüνω".
Αφοý δε κλþσει το τυρßν και τα χορδοκοιλßτζα,
καν τÝσσαρα τον δßδωσι γεμÜτα 'ς το μουυχροýτιν
και πßνει τα και ρεýγεται. Κερνοýν τüν Üλλον Ýνα.
¼ταν δε πÜλιν, δÝσποτα, γεýματος þρα φθÜση,
ρßπτει το καλαπüδιν του, ρßπτει και το σανßδιν
και το σουγλßν και το σφετλßν και τα σφηκþματÜ του
και λÝγει την γυναßκαν του: "ΚυρÜ, καθÝς τραπÝζιν
και πρþτον μßσον τ' εκζεστüν, δεýτερον το κρασÜτον
και τρßτον το μονüκυθρον, πλην βλÝπε να μη βρÜζη!"
Aφοý δε παραθÝσουσι και νßψεται και κÜτζει,
ανÜθεμÜ με, βασιλεý, üταν στραφþ κι ιδþ τον
το πως ανακομβüνεται κατÜ της μαγειρßας,
αν ου κινοýν τα σÜλια μου και τρÝχουν ως ποτÜμιν,
αυτüς γαρ εμβουκκüνεται, κλþθει την μαγειρßαν
κι εγþ υπÜγω κι Ýρχομαι, πüδας μετρþν των στßχων.
Αυτüς χορταßνει το γλυκýν εις το τρανüν μουχροýτιν
κο εγþ ζητþ τον ßαμβον, γυρεýω τον σπονδεßον,
γυρεýω τον πυρρßχιον και τα λοιπÜ τα μÝτρα,
αλλÜ τα μÝτρα ποý οφελοýν το να με τÞκη η πεßνα;
¸δε τεχνßτης στιχιστÞς εκεßνος ο τζαγγÜρης!
Εßπε το "Κýρι' ευλüγησον" κι Þρξατο ρουκανßζειν.
Εγþ δε, φευ της συμφορÜς! πüσους να εßπω στßχους,
πüσους να γρÜψω κÜλλιστα, πüσους να λαρυγγßσω,
να τýχω μου του λÜρυγγος της Üκρας θεραπεßας;
¿ρμησα τÜχατε καγþ το να γενþ τζαγγÜρης,
μη να χορτÜσω το ψωμßν το λÝγουν αφρατßτζιν,
αλλÜ το μεσοκÜθαρον το λÝγουυσι της μÝσης,
τ' επιθυμοýν γραμματικοß και καλοστιχοπλüκοι.
Και τεþς γυρεýων ηýρηκα και τÜρτερον οκÜπου,
κι ÝδωκÜ το κι ηγüρασα σουγλßν απü τζαγγÜρην
κι þς Þσαν τα καλßγια μου πλÞρης εξεσχισμÝνα,
Ýπιασα τÜχατε μικρüν να τα περισουφρþσω
και κρουþ σουγλεÜν το χÝριν μου κι εδιÝβην απεκεßθε
κι ως πρßσμαν εκ του κροýσματος γÝγονε τη χειρß μου,
ολüκληρον εδιÜβασα μÞναν εις τον ξενþνα.
Απü πτωχειÜς μου πÜλιν δε, δÝσποτα στεφηφüρε,
Üκων ζηλεýω πÜντοτε τους χειροτεχναρßους.
Αν οßδα γουν της ραπτικÞς, δοκþ, την επιστÞμην,
μετÜ βελüνιν ταρτεροý και ρÜμματα σταμÝνου,
και ψαλιδüπουλον μικρüν, να 'μην οικοδεσπüτης,
αν γαρ ουκ εγυρßζετο ρÜψιμον εις τον κüσμον,
οκÜποιας τεþς γειτüνισσας ροýχον να 'παρελýθην,
και παρευθýς να μ' Ýκραξεν: "Δεýρο, τεχνßτα, δεýρο
να κÝντησον το ροýχον μου κι Ýπαρ' το ρÜψιμüν σου".
.....

Ἡμεῖς ψωμὶν οὐκ εἴχαμεν, καὶ τß ἄλλον γυρεýεις;
ὅπου γὰρ λεßπει τὸ ψωμὶν προσφὰν οὐκ ἐνθυμοῦνται
τοῦ προσφαγßου ἡ μÝριμνα κι ἡ λεῖψις τοῦ ψωμßου
τὰς ἐνθυμÞσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικüπτουν.
Πεῖνα μου, πÜλιν πεῖνα μου, καὶ δεýτερον σὲ γρÜφω,
καὶ τþρα μüνον ἄφες με, ὅτι ψωμὶν οὐκ ἔχω,
παῦ’ ὡς νὰ πÜρω δανεικüν˙ ποσῶς οὐκ ἡμερþθη.
Εἰ τις ἂν ἔχει σÞμερον ψωμὶν καὶ λοκοτßνιν,
ἐκεῖνος καὶ φιλüσοφος, ῥÞτωρ καὶ καλλιγρÜφος.
Τß δὲ λοιπüν, ἂν ἔμαθα τοῦ κüσμου τὰ βιβλßα,
καὶ τὸ ψωμὶν ἐπιθυμῶ, πüτε νὰ τὸ χορτÜσω.
Καλὸς ἔν’ ὁ ΛιβÜνιος, ἂν ἔχει καὶ χρυσÜφιν.
Τὸν Ὅμηρον μὲ δßδασιν καὶ ψüφουν ἐκ τὴν πεῖναν,
εἶπαν με˙ „μÜθε Ὀππιανüν, πεῖναν οὐδὲν φοβεῖσαι.“
Ὡς ἔμαθα τὸν Ὀππιανüν, τÜχα κι ἐγὼ καυχßσθην ˙
„φεῦγε, πτωχειὰ στοὺς χωρικοýς, ὕπαγε εἰς ἀσüφους ˙
ἐγὼ πλουσßαν ἔμαθα τὴν τÝχνην τῶν γραμμÜτων,
Ὀππιανὸν ἐκτÞθησα, πεῖναν οὐδὲν φοβοῦμαι.“
Καὶ ἐκεßνη ὑπομουγκρßζουσα μικρὸν μὲ ἐπεστρÜφην.
Ὡς ἐκατÝστησεν λοιπὸν τὸ μÜγουλüν μου ἡ πεῖνα,
οὐδὲ λαπÜραν ὥμοιαζεν τὴν καταζαρωμÝνην.
Ἂν μ’ ἔλειπεν Ὀππιανὸς κι ἔπιανα φουρνητÜρης,
πολὺν καλὸν μ’ ἐξÝβαινεν καὶ διαφορωτερßτσιν.
Ἂν ἤμουν παραζυμωτὴς ἢ ζυμωτὴς μαγκßπου,
προφοýρνια νὰ χüρταινα, νἆχα καλὴν ἡμÝραν.
ΚÜππα μου, πÜλιν κÜππα μου, παλαιοχαρβαλωμÝνη,
κÜππα μου, ὅνταν σ’ ἔθεκεν ἡ ΒλÜχα νὰ σὲ φÜνῃ,
πολλὰ δÜκρυα σὲ γÝμισεν καὶ στεναγμοὺς μεγÜλους.
ἘσÝν’ ἔχω καὶ πÜπλωμαν, κÜππα, καὶ ἀπανωφüριν,
ἐσÝναν καὶ ποκÜμισον, ἐσÝν καὶ ἐπιβαλτÜριν.
Καὶ τὴν λαμπρὴν τὴν κυριακὴν στὴν ἐκκλησιὰν ἂν πÜγω,
ὅλους χωρεῖ ἡ ἐκκλησιὰ καὶ μὲν οὐδὲν ἐχþρει,
καὶ ἀπὸ τὸ σεῖσμαν τὸ πολὺν καὶ τὸ πολὺ τὸ διῶμαν,
ἐπαßρνω, πÜγω, βασιλεῦ, στὸ σπßτιν ὑπαγαßνω,
τὸ σπßτιν, τὸ παλαιüσπιτον, τὸ καινουριοχαλασμÝνον.
ΝυστÜζω, πÝφτω τÜχατε, τυλßγομαι τὴν κÜππαν,
κοιμοῦμαι ὡς τὸ μεσÜνυκτον, καὶ ἄκου τß παθÜνω
ἐμπλÝκουνται μ’ οἱ ψεῖρες μου ἄνωθεν ἕως κÜτω,
καὶ βÜνω τὸ χερßτσιν μου, συντρßβω καὶ τσακßζω,
ἐβγÜνω τ’ ὁλοκüκκινον, νἆπες βαφÝαν ὁμοιÜζω.
ΚÜππα μου, ὁποῦ δýναται, κÜππα μου, ἂς σὲ ἀγορÜσῃ,
κÜππα μου, ἠγανÜκτησα, κÜππα, τὰς χÜριτÜς σου.
Ἀλλ’ ὦ κομνηνοβλÜστητον ἀπὸ πορφýρας ῥüδον,
βασιλευüντων βασιλεῦ, καὶ τῶν ἀνÜκτων ἄναξ,
καὶ κρÜτος τὸ τρισκρÜτιστον μητρüθεν καὶ πατρüθεν,
εἱσÜκουσüν μου τῆς φωνῆς καὶ τῆς δÝησεþς μου,
θýραν ἐλÝους ἄνοιξον καὶ χεῖρα πÜρασχÝ με,
ἀνÜγουσαν ἐκ βüθρου με, λÜκκου τοῦ τῆς πενßας.
Σὺ γὰρ ἐλÝους οἰκτιρμῶν μετὰ θεὸν ἡ θýρα,
σὺ μüνος ὑπερασπιστὴς τῶν ἐν ἀνÜγκαις βßου,
σὺ καὶ τὸ καταφýγιον πÜντων τῶν χριστωνýμων,
σὺ βασιλÝων βασιλεὺς καὶ πÜντων σὺ δεσπüτης,
ῥῦσαι με τῆς στερÞσεως, ῥῦσαι με τῆς πενßας,
τῶν δανειστῶν μου, βασιλεῦ, λῦσον τὰς ἀπαιτÞσεις,
οὐδὲ γὰρ φÝρειν δýναμαι τὰς τοýτων κατακρßσεις.
Τοὺς τÝσσαρας προβÜλλομαι, θεüστεπτε μεσßτας,
τοὺς μαρτυρÞσαντας στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ λüγου,
Γεþργιον, ΔημÞτριον, Τýρωνα, ΣτρατηλÜτην,
οἳ καὶ συνταξειδεýσωσιν ἐν πᾶσι ταξειδßοις
καὶ συνοδοιπορÞσουσιν τῇ σῇ θεοστεφßᾳ.


                                                   Ποßημα 4ον

                                           Περßληψη-Σχüλιο-ΜελÝτη

     Το δημοφιλÝς και εκτενÝστερο –απü üλα τα ΠτωχοπροδρομικÜ– ποßημα ΙΙΙ (αποτελεßται απü 447 στßχους) με τßτλο στα μεταγενÝστερα χειρüγραφα Βιβλßον δεýτερον κατÜ ηγουμÝνων Þ ¸τερον βιβλßον δεýτερον περß μοναχþν, σþζεται σε επτÜ χειρüγραφα που προÝρχονται απü τον 14ο þς και τον 16ο αιþνα. Στο προοßμιο, σε λüγια γλþσσα, αυτοπαρουσιÜζεται Ýνας «αγρÜμματος και νÝος ρακενδýτης και μοναχüς των ευτελþν». Ο κακοπαθημÝνος αυτüς καλüγερος περιγρÜφει με κÜθε λεπτομÝρεια την Üθλια ζωÞ του στο γνωστü μοναστÞρι «του ΦιλοθÝου» της Κωνσταντινοýπολης, üπου ζει υπü την εξουσßα δýο ηγουμÝνων. Οι επιμÝρους σκηνÝς και τα επεισüδια που απαριθμεß εßναι γεμÜτες δραματικüτητα και εκφραστικüτητα (Eideneier 1991, 9-10).
     Σε τüνο μεμψßμοιρο ο μοναχüς/ποιητÞς στρÝφεται εναντßον του μοναχικοý βßου και των ηγουμÝνων, ζητþντας απü τον αυτοκρÜτορα να στρÝψει το βλÝμμα του προς Ýνα ταπεινü νεαρü μοναχü που αφηγεßται αληθινÜ πρÜγματα τα οποßα προκαλοýν το παρÜπονο και την αγανÜκτησÞ του. Στη συνÝχεια, περιγρÜφει τον Üτεγκτο και αυστηρü -για τους Üλλους- ηγοýμενο που ενδιαφÝρεται μüνο για την καλοπÝρασÞ του και κακομεταχειρßζεται τον μοναχü/ποιητÞ, τιμωρþντας τον αυστηρÜ για ασÞμαντες αιτßες (Χατζηφþτης 1980, 20). Το ποßημα χαρακτηρßζεται απü το μεικτü ýφος του και τα διαφορετικÜ επßπεδα δημþδους και λüγιας γλþσσας, καθþς και απü τις υπερβολÝς του που το κÜνουν θησαυρü ευτρÜπελων στιγμιüτυπων. Να σημειωθεß üτι το ποßημα αυτü στις εκδüσεις του Eideneier (1991 και 2012· βλ. περισσüτερα στην τελευταßα παρÜγραφο), εßναι τÝταρτο και üχι τρßτο στη σειρÜ.
     Το 4ο ποßημα εßναι σÜτιρα ζωÞς σε βυζαντινü μοναστÞρι. Το κεßμενο εßναι σε 8 χειρüγραφα, ακÝραιο με παραλλαγÝς κι αποσπÜσματα, γεγονüς που καταδεικνýει την ευρεßα απÞχησÞ του. Κι αυτü το ποßημα αφιερþνεται στον ΜανουÞλ Α´ Κομνηνü. Στον Paris.gr.Sup.1034 του1364 Ýχει τßτλο: «Ἕτεροι στßχοι Ἱλαρßωνος μοναχοῦ τοῦ Πτωχοπροδρüμου πρὸς τὸν εὐσεβÝστατον βασιλÝα κýριον Μανουὴλ ΠορφυρογÝννητον, τὸν Κομνηνüν». Εδþ η αναφορÜ στο üνομα Ιλαρßων μÜλλον εßναι προúüν παρεξÞγησης στο συγκεκριμÝνο κþδικα, καθþς σε Üλλα χειρüγραφα δεν μαρτυρεßται, αντιθÝτως γßνεται μνεßα απλþς του Πρüδρομου.
     ΜÝσα σε 665 15σýλλαβους στßχους ο αφηγητÞς, Ýνας νÝος μοναχüς, «αγρÜμματος» και «ρακÝνδυτος», εξιστορεß στον αυτοκρÜτορα πþς Ýχουν τα πρÜγματα μες στο μοναστÞρι, τα δεινοπαθÞματÜ του και την απληστßα των ηγουμÝνων του, πατÝρα & γιου, που κυβερνοýν παρÜνομα και καταχρηστικÜ σ' üλη τη γýρω περιοχÞ ἄρχουσι παρανüμως / καὶ παρὰ τὴν διÜταξιν. Με σατιρικü τρüπο περιγρÜφονται πολλþν ειδþν τιμωρßες που επιβÜλλονται στον ταλαßπωρο μοναχü Üνευ ουσιαστικοý λüγου. Τονßζονται οι διακρßσεις που επικρατοýν μεταξý ηγουμÝνων και μοναχþν σε βιοτικü επßπεδο «ἐκεῖνοι τὰ λαβρÜκια καὶ τοὺς τρανοὺς κεφÜλους, / ἡμεῖς δὲ τὸ βρομüκαπνον ἐκεῖνο τὸ ἁγιοζοýμιν», αλλÜ και γενικüτερα ἐκεῖνοι τὰ νομßσματα συνÜγουσιν ἀπλÞστως,/ ἡμᾶς δὲ κατηχßζουσιν περὶ φιλαργυρßας. Με γλαφυρüτητα σκιαγραφεßται η πολυτÝλεια και τα προνüμια που απολαμβÜνουν ἐκεῖνοι, ενþ τονßζεται üτι για ἡμᾶς εßναι η ταλαιπωρßα, η κακομεταχεßριση κι η πεßνα. Καθþς δεν Ýχει σε ποιον να απευθυνθεß ο μοναχüς, στρÝφεται προς τον βασιλÝα ζητþντας του μüνο ψωμὶν… ὀλßγον κομματßτσιν.
     Στην αρχÞ η αποστροφÞ στον αποδÝκτη του ποιÞματος, στον ßδιο τον ΑυτοκρÜτορα, και την αυτοπαρουσßαση του ποιητÞ, εßναι Ýνας μοναχüς, που παßρνει το θÜρρος ν' αναφÝρει με πολλÞ συστολÞ στον ΑυτοκρÜτορÜ του τα üσα Ýχει δει και τον σκανδÜλισαν. Στους περισσüτερους στßχους πλÝκεται Ýνα εγκþμιο στον λÝοντα κýρη και βασιλÝα και μÝσω παρομοιþσεων ο ποιητÞς παρουσιÜζεται ως μÝρμυξ, σε αντιδιαστολÞ με τους παλαιüτερους φιλοσüφους και ρÞτορες που μποροýσαν με πλÞρη ελευθερßα ν' αναφερθοýνε σε ζητÞματα φλÝγοντα.
     Μπορεß σε 1η ανÜγνωση του προοιμßου, ο μοναχüς να κερδßζει τη συμπÜθεια (την αυτοκρατορικÞ και την αναγνωστικÞ), ωστüσο, üπως ειπþθηκε, δεν Þταν δυνατü το ιερατεßο της αυλÞς ν' ανεχüτανε τÝτοια φωνÞ ενüς μοναχοý. Ο ποιητÞς πρÝπει να βρει τρüπο να αποδομÞσει και να υπονομεýσει την αφηγηματικÞ φωνÞ. Απü το στßχο 54 Ýως και το στßχο 129, ακολουθεß μßα σωρεßα βασÜνων, τα οποßα αναγκÜζεται να υπομεßνει ο νεαρüς δüκιμος. ¸τσι, τον παρατηροýν που κουρεýεται, που συχνÜζει στα λουτρÜ, που μιλÜει με τους αδελφοýς της μονÞς, που φορεß ρÜσο τρßχινο και üχι μεταξωτü· εδþ, δßνεται η 1η ευκαιρßα στον δüκιμü μας να αντιπαραβÜλλει εαυτüν κι Ýναν Üλλο δüκιμο, γüνον üμως αρχοντικÞς οικογÝνειας, αλλÜ και γενικÜ Üλλος αδελφοýς της μονÞς που απολαμβÜνουν προνομßων.
     Αν μεταφÝρουμε τη προβληματικÞ στη σκÝψη του μÝσου αναγνþστη του 11ου αι. προκýπτει το ερþτημα: πþς βλÝπει ο Βυζαντινüς πολßτης την εποχÞ της κομνÞνειας αναγÝννησης τη κατÜχρηση αυτÞ; ΜÜλλον σýνθετο ερþτημα· αλλÜ θα σταθοýμε και πÜλι στην αυτü-υπονομευτικÞ φýση του ποιÞματος, για να απαντÞσουμε. Ο νεαρüς δüκιμος αδυνατεß να συλλÜβει την Üνιση μεταχεßριση που προκýπτει απü την κατανομÞ των οφικßων (oficium= αξßωμα κληρικοý Þ πολιτικοý), την δýναμη üμως, των οποßων οι Βυζαντινοß γνþριζαν καλÜ. Οπüτε, Ýχουμε να κÜνουμε με Ýνα δüκιμο μοναχü που αμφισβητεß τις δομÝς της ßδιας της κοινωνßας που ζει; Η απÜντηση εßναι ναι και üχι συνÜμα. Στα πλαßσια της κληρικαλιστικÞς σÜτιρας, οποιαδÞποτε ιδεολογßα πνßγεται στο γÝλιο των ακροατþν. Απü το στßχο 130 Ýως και τον 159 εξακολουθοýν τα παρÜπονα του δüκιμου για τη συμπεριφορÜ, αυτÞ τη φορÜ, των αδελφþν της μονÞς: δεν του παρÝχουν καμßα Üνεση, οýτε και τις απαραßτητες προς το ζην (σαποýνι να πλυθεß üταν εßναι Üρρωστος, δÝρμα για να επιδιορθþσει τα υποδÞματÜ του), αλλÜ και τον αποκüπτουν απü την üποια επικοινωνßα με τους δικοýς του· εδþ και πÜλι θα εντοπßσουμε την υπονομευτικÞ διÜθεση του Προδρüμου (ετεροκατευθυνüμενη πÜντα), üταν ο δüκιμος ζητÞσει Üλογο, εßτε για να επισκεφθεß Ýνα φßλο του, εßτε την οικογÝνειÜ του.
     Με αυτü το «φανþ» που χρησιμοποιεß, το αßτημÜ του γßνεται ωφελιμιστικü, Ýχει ως στüχο την επßδειξη, απÝχει δηλαδÞ, πολý απü τον τρüπο που Ýπρεπε να ζει και σκÝφτεται Ýνας υποψÞφιος μοναχüς. Το αßτημα του αλüγου εμφανßζεται και σε προηγοýμενους στßχους (στ. 74-75) üπου ο μοναχüς που Ýχει το ελεýθερο να «καβαλικÝψει» εγκαταβιεß στη μονÞ πλÝον των 15 ετþν, ενþ αυτüς Ýχει μüνο Ýνα 6μηνο δüκιμος. Κρατþντας τη τελευταßα χρονικÞ λεπτομÝρεια, μποροýμε να μιλÞσουμε και για υπερβολÞ απü μÝρους του αφηγητÞ, καθþς μÝσα σε Ýνα εξÜμηνο ζÞτησε πολλÝς φορÝς να πλυθεß για αρρþστιες, τα σανδÜλια του Ýλιωσαν και ζÞτησε και Üλογο για κατ’ οßκον επισκÝψεις, που μÜλλον ταιριÜζουν σε Ýνα κοσμικü τρüπο ζωÞς.
     ΑυτÜ, ως το στßχο 189, οπüτε, αφοý παρÞλασαν μπροστÜ στα αναγνωστικÜ μÜτια τα πÝντε πιÜτα του μοναχικοý γεýματος με την ανÜλογη ποσüτητα οßνου, ο δüκιμος εξανßσταται κι επικαλεßται, αρχικÜ το ΔιγενÞ να Ýλθει να «τους συντρßψει» και στη συνÝχεια, δηλþνει την αγανÜκτησÞ του με üλο αυτü και ζητÜ ο ßδιος να σηκωθεß και να τιμωρÞσει αυτÞ την κατÜφωρη αδικßα. Γιατß, üμως, αδικßα; Οι δυνÜμεις που υποκινοýν το ξÝσπασμα του δοκßμου εßναι κεντρομüλες, δηλαδÞ δεν αποσκοποýν στο να βοηθηθοýν οι αναξιοπαθοýντες, αλλÜ να ικανοποιÞσει ο ßδιος τη λαιμαργßα του. Για τους επüμενους εικοσιτÝσσερις στßχους (201-225) θα εξακολουθÞσει η παρÜθεση των βρωμÜτων της μοναχικÞς τραπÝζης και το παρÜπονο του μοναχοý.
     Θ’ ακολουθÞσει η αναφορÜ ποτþν που συνοδεýουν τη μοναχικÞ τρÜπεζα, κρασιοý κυρßως, το οποßο ο δüκιμüς μας δε μπüρεσε να γευθεß καθþς εßναι προνüμιο μüνο του ηγουμενοσυμβουλßου κι αν κανεßς μοναχüς προσπαθÞσει να παραπονεθεß..
     ΑφÞνοντας, τþρα, πßσω τη μοναχικÞ τρÜπεζα, ο νεαρüς δüκιμος θα μιλÞσει για τη μη συμμüρφωση του ηγουμÝνου στις υποδεßξεις, κανονικÝς κι αυτοκρατορικÝς, για να αποταθεß αμÝσως στον ΑυτοκρÜτορα, καλþντας τον να ερευνÞσει τα λεγüμενÜ του, για να δþσει με τη σειρÜ του «την εκδßκησιν τοις νυν ηδικοιμÝνοις» (282). [Στους στßχους 285 – 428, εξακολουθοýν οι αναφορÝς στα εδÝσματα του μοναχικοý διαιτολογßου, τα οποßα, φαßνεται, μüνο ορισμÝνοι παρÜ τον ηγοýμενο να απολαμβÜνουν. Ο δüκιμüς μας Ýχει αγανακτÞσει· ενδιαφÝρον παρουσιÜζει η δομÞ του λüγου του επÜνω σε αντιθετικÜ ζεýγη που αντιπαραβÜλλουν τη δικÞ του κατÜσταση με εκεßνη των «προνομιοýχων» αδελφþν της μονÞς.
     ΒυζαντινÜ εδÝσματα και πιοτÜ, ορεκτικÜ και ποικßλα γλýκα παρελαýνουν στους στßχους αυτοýς, üλα συνοδευμÝνα απü το παρÜπονο του μη δýνασθαι συμμετÝχειν. Ο εγωιστÞς αφηγητÞς ορÝγεται την τρÜπεζα του ηγουμÝνου και τα πλουσιοπÜροχÜ της πιÜτα. Αν γρÜφει στον ΑυτοκρÜτορα, το κÜνει μüνο γιατß ο ßδιος αποκλεßεται απü αυτÞ.] ΕνδιαφÝρουσα εßναι και η αποκÜλυψη ενüς τεχνÜσματος που οι «αδικημÝνοι» νεαροß δüκιμοι εφÞυραν για να μποροýν να εξÝρχονται της μονÞς, χωρßς να τους ενοχλοýν και να συναναστρÝφονται κοσμικοýς. Αυτοß, λοιπüν, παραπονοýνται στον ηγοýμενο, πως χρειÜζονται διÜφορα εßδη πρþτης ανÜγκης απü την αγορÜ κι Ýτσι δýνανται να αναμιχθοýν με λαúκοýς. ΒÝβαια, το τÝχνασμα αυτü θα το αντιληφθοýν οι επιστÜτες της μονÞς και θα ακολουθÞσει Ýνα υβρεολüγιο κατÜ του δοκßμου.
     Το κεßμενο σιγÜ-σιγÜ κλεßνει, ο μοναχüς Ýχει σχεδüν περιγρÜψει üλες τις κακοτοπιÝς της μοναχικÞς του 6μηνιαßας εμπειρßας. Υπενθυμßζει στον ΑυτοκρÜτορα πως δεν εßναι μüνος του, αλλÜ πρÝπει να τον δεχθεß ως φορÝα μιας συλλογικÞς διαμαρτυρομÝνης φωνÞς πολλþν μοναχþν. Εßναι εν ολßγοις ο νεαρüς δüκιμος ο πρωτοστÜτης ενüς δηκτικοý χοροý, μιας ανατρεπτικÞς τÜσης με σκοπü την κÜθαρση; ΜÜλλον üχι. Και μÜλλον, στην ßδια κατηγορßα θα πρÝπει να εντÜξουμε και τους Ýτερους «χορευτÝς», σε μια κατηγορßα αυτουπονομευüμενη απü μια αρχομανßα κι εγωισμü αντß για χριστιανικÜ αλτρουιστικÜ κßνητρα. ΜÝνει μüνο το τελευταßο του παρÜπονο πριν την τελικÞ αποστροφÞ στον ΑυτοκρÜτορα, εκεßνο που αφορÜ τις περιπτþσεις αρρωστιþν αδελφþν της μονÞς, αλλÜ και του ηγουμÝνου.
     Φαßνεται, πως η σχÝση του νεαροý δοκßμου με το φαγητü εßναι ψυχωτικÞ, καθþς γýρω απü αυτü περιστρÝφονται üλα του τα παρÜπονα. Το ποßημα Ýχει τελειþσει. Ο δüκιμος Ιλαρßων κατÝθεσε τα παρÜπονÜ του· πλÝον εßναι στην αυτοκρατορικÞ ευχÝρεια εÜν θα δοθεß κÜποια λýση στο πρüβλημÜ του.
     Σε αυτÝς τις σελßδες με τους 600 και πλÝον στßχους του Δ’ ποιÞματος του Προδρüμου, αυτü που Ýγινε προσπÜθεια να καταδειχθεß απü τη μελÝτη ενüς μÝλους της βυζαντινÞς δημþδους γραμματεßας εßναι η σχÝση που ανÝπτυσσαν αφ’ ενüς μÝλη της βασιλικÞς αυλÞς με τη προγενÝστερη σατιρικÞ παρÜδοση κι αφ’ ετÝρου οι συστοιχßες της τελευταßας με τη σκÝψη του μÝσου βυζαντινοý πολßτη. Αν ο Πρüδρομος κινÞθηκε απü προσωπικÞ εμπÜθεια Þ αν αυτü καλýπτει το κενü που αφÞνουν τα 3 προηγοýμενα ποιÞματα, που καταπιÜνονται με θÝματα κοσμικÜ, δεν εßναι γνωστü. Φαßνεται üμως η αισθητικÞ αξßα τÝτοιου ποιÞματος, γραμμÝνο τη κομνÞνειον αναγÝννηση, απευθυνüμενο στις υψηλÝς τÜξεις, με περιεχüμενο αντικληρικαλιστικü.

Το 4ο ποßημα (ο ταλαßπωρος μοναχüς): «…πρὸς Μανουὴλ ΠορφυρογÝννητον, τὸν Κομνηνüν» - σÜτιρα ενüς βυζαντινοý μοναστηριοý.

Οὐδὲν γὰρ μýθους παλαιῶν ἱστοριῶν σοι γρÜφω,
τὸν νοῦν ἐχüντων ἀκριβῆ, δυσνüητον τὴν λýσιν,
εὔκολα μᾶλλον καὶ σαφῆ, καὶ γνþριμα τοῖς πᾶσι
τοῖς τὸν μονÞρη τρÝχουσιν ἐν κοινοβßῳ δρüμον
καὶ φÝρουσιν ἅ, δÝσποτα, πρῶτος ἐγὼ σοὶ γρÜφω∙
τῇ γὰρ μονῇ προσγßνονται πÜντα τοῦ ΦιλοθÝου
ἅτιν’ ἐλÝγξων ἔρχεται κατὰ μικρὸν ὁ λüγος.
Καὶ πρüσθες ἄρτι τὸ λοιπὸν ἐμοὶ τὰς ἀκοÜς σου,
καὶ πÜντα σαφηνßσω σοι κατὰ τὴν πρᾶξιν, ἄναξ.
Οπüταν εἰς ἐνθýμησιν ἔλθω τῶν ἡγουμÝνων
(δýο γὰρ ἄρχουσιν ἐκεῖ, δÝσποτα, παρανüμως,
καὶ παρὰ τὴν διÜταξιν πατρὸς τοῦ πανοσßου,
πατÞρ, υἱüς, τὸ κÜκιστον ζεῦγος, ὦ θεßα δßκη!)
καὶ καθαρῶς τὰ παρ’ αὐτῶν γινüμενα σκοπÞσω,
ἄλλος ἐξ ἄλλου γßνομαι καὶ τÞκομαι τὰς φρÝνας.
Ὅταν ἐξÝλθω γὰρ μικρὸν ἀπὸ τῆς ἐκκλησßας,
ἂν ῥᾳθυμÞσω πþποτε καὶ λεßψω ἀπὸ τὸν ὄρθρον,
οὐ φÝρειν ὅλως δýναμαι τὰς προσταγὰς ἐκεßνων∙
„τὸ ποῦ ἦτον εἰς τὸ θυμιατüν; ἂς βÜλλῃ μετανοßας,
τὸ ποῦ ἦτον εἰς τὸ κÜθισμα; ψωμὶν μηδὲν τὸν δþσουν∙
ποῦ ἦτον εἰς τὸν ἑξÜψαλμον; Κρασὶν μηδὲν τὸν δþσουν∙
ποῦ ἦτον εἰς τὸν ἑσπερινüν; ἂς τὸν ἐκβÜλουν ἔξω∙
τὸ στῆκε, ψÜλλε ὰπὸ ψυχῆς καὶ φþναζε μεγÜλως∙
Μη συντυχαßνης, πρüσεχε, καν üλως τον οδεßνα,
τß μουρμουρßζεις; πρüσεχε, μηδὲν ξηροχασμᾶσαι,
μὴ τρßβεσαι, μὴ κνÞθεσαι, μὴ περισσοψωρßζῃς,
ἐξÜφες τὰ συχνὰ λουτρÜ, καλüγερος τυγχÜνεις,
βαθεὰ καλßγια ἀγüρασε καὶ φüρει τα εἰς τὴν μÝσην,
καὶ μὴ φορῇς τὰ χαμηλὰ μετὰ μακρÝας τὰς μýτας,
μὴ ζþνου χαμηλοýτσικα καὶ μὴ συχνοκτενßζου,
ἀπÝσω τὰ μανßκια σου, ἀπÝσω ἡ τραχηλεÜ σου,
ἐξÜφες τὸ νὰ κÜθεσαι ποσῶς εἰς τὸν πυλῶνα,
ἐξÜφες τὰ προγεýματα καὶ τὰ διπλὰ σφουγγᾶτα,
καὶ τὸ νὰ τρþγῃς σýντομα, να πßνῃς εἰς τὸ μÝγα,
καὶ σýναγε τὸ πλÜτωμα καὶ θÝς το εἰς τὴν γωνßαν.
Μὴ βλÝπῃς τὸ τρανþτερον τὸ μερτικὸν ἐκεßνου
μὴ συντυχαßνῃς πρüσεχε κἂν ὅλως τὸν ὁδεῖνα,
ἐκεῖνος ἔν’ πρωτοπαπᾶς, σὺ δὲ παρεκκλησιÜρχης,
ἐκεῖνος ἔν’ δομÝστικος, τεχνßτης χειρονüμος,
Εκεßνος ενß δομÝστικος και συ ‘σαι κανονÜρχος,
σὺ δὲ τυγχÜνεις πÜρηχος καὶ ψÜλλειν οὐκ ἰσχýεις,
ἐκεῖνος ἔν’ λογαριαστὴς καὶ σὺ εἶσαι θερμοδüτης,
ἐκεῖνος δοχειÜριος, σὺ δὲ κρομμυδοφýλαξ ∙
65 Εκεßνος ενß ορριρÜριος και συ ‘σαι σκυβαλοφýλαξ,
Εκεßνος ενß παλατιανüς και συ ‘σαι λεβετÜρης,
Εκεßνος οικονüμος εν και συ ‘σαι κοπροξýστης,
ἐκεῖνος ἔν’ γραμματικüς, τεχνßτης ἀναγνþστης,
σὺ δὲ οὐδὲ τὴν ἀλφÜβητον ἐξεýρεις συλλαβßσαι∙
ἐκεῖνος ἔχει εἰς τὴν μονὴν κἂν δεκαπÝντε χρüνους,
καὶ σὺ ἀκμὴν οὐκ ἐπλÞρωσες ἑξÜμηνον ὅτι ἦλθες∙
σὺ περιτρÝχεις τὰς ὁδοὺς πεζὸς μετὰ τσαγγßων,
αὐτὸς δὲ καβαλλÜριος διηνεκῶς ὁδεýει
καὶ βουτλωμÝνας τοῖς ποσὶν φÝρει τὰς πτερνιστῆρας,
ἐκεῖνος διηκüνησεν εἰς τὴν μονὴν πολλÜκις,
καὶ ἐσὺ ἔβοσκες τὰ πρüβατα καὶ ἐδßωκες τὰς κορþνας,
ἐκεῖνος πÜντα ἐσÝβαινε σειστὸς εἰς τὸ παλÜτιν,
καὶ ἐσὺ ἐκαθÝζου καὶ ἔβλεπες πῶς τρÝχουν αἱ καροῦχαι.
[…]
¢παξ τον χρüνον Üλογον πολλÜκις εÜν ζητÞσω
Να υπÜγω, να ßδω φßλον μου, μικρüν να τσατσαρßσω,
Και να φανþ εις τους γεßτονας üτι εßμαι καβαλÜρης,
[…]

     Ο ταλαßπωρος μοναχüς αναφÝρεται στην απληστßα των ηγουμÝνων, πατÝρα και υιοý, και τονßζει τις διακρßσεις που γßνονται μεταξý αυτþν και των μοναχþν. Με γλαφυρüτητα σκιαγραφεßται η πολυτÝλεια και τα προνüμια που απολαμβÜνουν οι ηγοýμενοι, ενþ οι μοναχοß υφßστανται κακομεταχεßριση, αναγκÜζονται να προσφÝρουν καθημερινÝς υπηρεσßες στους ηγοýμενους και υποφÝρουν απü την πεßνα. Οι ηγοýμενοι απολαμβÜνουν λιχουδιÝς, ενþ στους μοναχοýς δßνουν μüνο κρεμμýδια και νερü («αγιοζοýμι»). Τους κρατοýν φυλακισμÝνους μÝσα στο μοναστÞρι, ενþ οι ßδιοι βγαßνουν στην Πüλη καβÜλα στο Üλογü τους. ΕπιπλÝον, αυτοß καταπατοýν κÜθε μÝρα το τυπικü του μοναστηριοý, ενþ οι μοναχοß τιμωροýνται σκληρÜ για την παραμικρÞ παρÜβαση (στ.160-653).

Λοιπὸν εὐθυδρομÞσωμεν ἐπὶ τὰς διοικÞσεις,
ἵνα καὶ τοýτων ἀκριβῶς τὰ πÜντα καταμÜθῃς.
Οὐκ ἔνι τοῦτο, δÝσποτα, δαιμονικüν, εἰκÜζω,
οὐκ ἔνι τοῦτο τῶν ἐμῶν ἁμαρτημÜτων ἔργον,
ἐκεῖνοι νὰ λαμιþνουσιν καὶ ἐγὼ νὰ μὴ χορταßνω;
ἐκεῖνοι νὰ σταβλßζωνται εἰς τὸ φαγεῖν καθ’ ὥραν,
καὶ ἐγὼ νὰ ὁμοιÜζω πÜντοτε τοὺς λιμοκοπημÝνους,
Ω, τις υποßσει καθορÜν τα πλÞθη των ιχθýων
Τοις ηγουμÝνοις Ýμπροσθεν βαλλüμενα συχνÜκις,
Τα μεν εις τον εγκλειστιανüν, εις τον πατÝρα λÝγω,
Τα δ’ Üλλα πÜλιν αλλαχοý, προς τον υιüν εκεßνου.
Πρþτον διαβαßνει το εκζεστüν ψητüπουλον μπρουδÜτον,
και τüτε το περÝχυμαν, μαζüς βαβαλισμÝνος,
και τρßτον οξινüγλυκος κροκÜτη μαγειρεßα
Ýχουσα στÜχος, σýσγουδον, καρυüφαλον, τριψßδιν,
αμανιτÜριν, üξος τε και μÝλιν εις το ακÜπνιν,
και απÝσω κεßται κüκκινος μεγÜλη φιλομÞλα,
και κÝφαλος τρισπßθαμος αβγÜτος εκ το ΡÞγιν,
και συαγρßδα πεπανÞ, θεÝ μου, μαγειρεßα!
ἐκεῖνοι νὰ χορταßνουσι τὰ πρῶτα τῶν ἰχθýων
καὶ ἐμὲ νὰ μὴ μὲ δßδουσι κἂν θýνναν νὰ χορτÜσω;
ἐκεῖνοι νὰ κοτσþνουσι τὸ χιωτικὸν εἰς κüρον,
καὶ ὁ ἐμὸς ὁ στüμαχος νὰ πÜσχῃ ἀπὸ τὸ ὄξος;
(καὶ κἂν ἂς μὲ ἐγεμßζασι τὸ ἐμποτüπουλüν μου,
εἰμὴ ζητῶ καὶ λÝγουν με∙ „περπÜτει εἰς τὸ πηγÜδιν“)
ἐκεῖνοι νὰ χορταßνουσι τὸν ὕπνον καθ’ ἡμÝραν,
ἐγὼ δὲ ἂν λεßψω ἀντßφωνον αὐτßκα νὰ ἀποθνÞσκω;
Ἐκεῖνοι καβαλλÜριοι διαβαßνουσι τὴν πüλιν,
καὶ μετὰ ὀψικÜτορας καὶ μετὰ ὑποταγÜτους,
καὶ λüγῳ μου νὰ λÝγουσι∙ „ῥωμÜνισε τὴν πüρταν“,
νὰ μὴ μὲ ἀφßνουν κἂν πεζὸν ἐξÝρχεσθαι τῆς πýλης∙
εἰ δὲ ἀφÞσουν με ποτὲ νὰ ἐξÝλθω ἀπὸ τὴν πüρταν,
καὶ οὐ φθÜσω εἰς τὸν ἀπüστολον, καὶ οὐκ εἶμαι εἰς τὸ εὐαγγÝλιον,
ἀφßνουσß με νηστικὸν τὴν ἅπασαν ἡμÝραν.
ΤετρÜδα καὶ παρασκευὴν ξηροφαγοῦσιν ὅλως ∙
ἰχθὺν γὰρ οὐκ ἐσθßουσιν, ἄναξ, ποσῶς ἐν τοýτοις,
εἰμὴ ψωμßτσιν, ἀστακοὺς καὶ ἀληθινὰ παγοýρια,
καὶ καραβßδας ἐκζεστÜς, τηγÜνου καριδßτσας
καὶ λαχανßτσιν καὶ φακὴν μετὰ ὀστρειδομυδßτσια,
καὶ μετὰ …. δÝσποτα, καὶ κτÝνια καὶ σωλῆνας,
καὶ φαβατßτσιν ἀλεστὸν καὶ ὀρýζιν μὲ τὸ μÝλιν,
φασüλια ἐξοφθÜλμιστα, ἐλαßτσας καὶ χαβιÜριν,
καὶ πωρινὰ αὐγοτÜραχα διὰ τὴν ἀνορεξßαν,
μηλßτσια τε καὶ φοßνικας, ἰσχÜδας, καρυδßτσια,
καὶ σταφιδßτσας χιþτικας, καὶ ἀπὸ τὸ διὰ κßτρου.
……, νὰ χωνεýσουσιν ἐκ τῆς ξηροφαγßας,
κρασὶν γλυκὺν γανßτικον, καὶ κρητικὸν καὶ σÜμιον,
ἵνα χυμοὺς ἐκβÜλωσιν ἐκ τῆς γλυκοποσßας,
ἡμᾶς δὲ προτιθÝασι κυÜμους βεβρεγμÝνους,
ἢ καὶ τὴν δßψαν παýουσιν ἐν τῷ κυμινοθÝρμῳ,
τὸ τυπικὸν φυλÜττοντες καὶ νüμους τῶν πατÝρων…
Ἡμεῖς δὲ νῦν ἐσθßομεν καθüλου τὸ ἁγιοζοýμιν,
καὶ σκüπει τοῦ ὀνüματος αὐτοῦ τὴν ποικιλßαν ∙
κακκÜβιν ἔνι δßωτον, ὡσεὶ μετρῶν τεσσÜρων,
καὶ ἕως ἄνω οἱ μÜγειροι γεμßζουσι το ὕδωρ,
καὶ πῦρ ἐξÜπτουσι πολὺ κατὰ τοῦ κακκαβßου,
καὶ βÜλλουσι κρομμýδια κἂν εἴκοσι κολÝντας,
καὶ τüτε βλÝπε, δÝσποτα, καλὴν φιλοτιμßαν∙
εἰς κλῆσιν γὰρ βαπτßζονται τριÜδος τῆς ἁγßας,
στÜζει γὰρ τρεῖς τὸ ἔλαιον ὁ μÜγειρος ἀπÝσω,
καὶ βÜλλει καὶ θρυμβüξυλα τινὰ πρὸς μυρωδßαν
καὶ τὸν ζωμὸν ἐκχÝει τον ἐπÜνω τῶν ψωμßων,
καὶ δßδουν μας καὶ τρþγομεν καὶ λÝγεται ἁγιοζοýμιν.
εγþ ψοφþ απü του λιμοý και εκεßνοι με σπαστρεýουν,
εκεßνοι τρþγουν βατραχοýς, ημεßς δε το αγιοζοýμιν,
εκεßνοι πÜντα πßνουσιν το χιþτικον εις κüρον.
Εκßνησαν τα σÜλια μου, ΧριστÝ, να την επιÜσα
ΧριστÝ, να την επÝπεσα καθÜ Þτον φουσκωμÝνη
Να εκÜθισα εις το πλÜγιν της, να ηρξÜμην ρουκανßζειν,
Να εχρßσθην το μουστÜκιν μου, να εκüλλησεν λιγδßτσα,
Να ογκþθην η κοιλßα μου, να ηπλþθην η ψυχÞ μου.
[…]
«ΠÜτερ, πετσßν ουδÝν Ýχω, να ανÜβω να αγορÜσω
και μελανßτσιν ολιγüν, και τþρα για üπου φθÜνω».
«ΠÜτερ, τον πüδα μου πονþ, να ανÜβω εις τον ξενþνα,
ßνα τον δεßξω ιατρüν, και τþρα για üπου φθÜνω».
¸κüπην το ζωνÜρι μου, να ανÜβω να αγορÜσω,
Και χρÞζω και καλßγια, και τþρα για üπου φθÜνω».
«ΠÜτερ, ρογεýει ο βασιλεýς üλα τα μοναστÞρια
ας δρÜμω, ας ßδω τι διδþ, και τþρα για üπου φθÜνω».
«ΠÜτερ, πανßτσιν Ýδωκα προχθÝς εις τον βαφÝα,
ας δρÜμω να το αφÝλωμαι, και τþρα για üπου φθÜνω».
[…]
Ταýτα λαλοýντες Ýχομεν μικρÜν παρηγορßαν
Εκ της μονÞς εκβαßνοντες και βλÝπομεν τον κüσμον
Και παρηγüρημαν λαμπρüν ευρßσκομεν δαμÜκιν.
[…]
Ουκ εßσαι ευγενικüπουλον ουδÝ απü των ενδüξων
Ουδ’ Ýφερες τα κτÞματα εις την μονÞν κι ορßζεις,
ΚαλογερÜκιν ταπεινüν ομοιÜζεις μουτευμÝνον,
ΦθειριÜρικον κοντριÜρικον, πτωχüν, απολεσμÝνον,
Εκδοýριν παλαιοκÜλιγον, ορνßθιν κορυζιÜρην,
[…]
ΕÜν αρρωστÞση ο ηγοýμενος Þ πüνος τον πιÜση,
ΚρÜζουν γοργüν τους ιατροýς, τον δεßνα και τον δεßνα,
¸ρχονται, βλÝπουσιν ευθýς, κρατοýσι τον σφυγμüν του,
Ορþσιν και τα σκýβαλα μετÜ του υαλßου,
[…]
σπουδÜζουσιν (εντεταλμÝνοι μοναχοß) να εýρουσιν ψησσüπουλα Þ βÜτους,
φιλομηλßτσαν τρυφερÜν, κωβßδα και γαλÝας,
γοργüν να μαγειρεýουσιν συν πÜσαις αρτυσßαις,
[…]
Αν δ’ αρρωστÞση τις ημþν Þ πüνος τον πιÜση,
Γßνεται ο ηγοýμενος ιατρüς και ταýτα παραγγÝλει:
«ΗμÝρας τρεις ας κοßτεται και νηστικüς ας διÜβη,
μÞνα ‘λαφρþση ο στüμαχος εκ της πολυφαγßας,
και τüτε να ποιÞσωμεν ιατρεßαν εκδεχομÝνην,
μετÜ δε την συμπλÞρωσιν των ημερþν ων εßπον,
ψυχßτσας ζεματßσετε μικρÜς εις το γαβßθιν
και κüψετε ψιλοýτσικον κεφÜλιν κρομμυδßου,
[…]
Αυτßκα γαρ ανÜρπαστον σηκþνουν τον αθλßως
Και ως ßνα τον εκβÜλωσι την πüρταν, καν ου θÝλει,
Βßτσαν συνÜγει και ημισÞ ο κακοδιοικημÝνος.
Ε, πþς ου πÜσσω κεφαλÞ κüνιν και τßλλω τρßχας
Το τυπικüν του κτÞτορος ορþν ημελημÝνον
Και πÜσαν την συνÞθειαν την θεßαν εξωσμÝνην,
ΒασιλικÜ προστÜγματα, συνοδικÜς τε κρßσεις,
Εις μÜτην προσγινüμενα και καταφρονημÝνα
Και μη διüρθωσßν τινα δυνÜμενα ποιÞσαι.
[…]
Το της πορφýρας βλÜστημα, παντÜναξ, τροπαιοýχε
Και τεßχος απροσμÜχητον τÞσδε της Βυζαντßδος,
Ιδοý λοιπüν τας μÜστιγας, ας εßρηκα, μη φÝρων
Αυτüς εξÞλθον της μονÞς του κυροý ΦιλοθÝου,
Δι’ Üσπερ εßπον Üνωθεν πολλÜς παρανομßας,
Και προς την σην κατÝφυγα μετÜ δακρýων σκÝπη.
[…]
Ου γαρ υπÝρογκα ζητþ, δÝσποτα στεφηφüρε,
Να λÜβω την απüφασιν ευθýς της αθυμßας.
Ψωμßν ζητþ τω κρÜτει σου ολßγον κομματßτσιν,
Εις ην η βασιλεßα σου μονÞν με παραπÝμψει.
[…]

========================

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers