ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Wilde Oscar: Ç ÌðáëÜíôá Ôçò ÖõëáêÞò Ôïõ ÑÞíôéíãê

 ¼σκαρ ΓουÜιλντ

                                            Βιογραφικü

     Ο ποιητÞς, δραματουργüς, μυθιστοριογρÜφος και κριτικüς (Φßνγκαλ Ο' ΦλÜιερτι Γουßλς, Fingal O'Flahertie Wills Wilde) γεννÞθηκε στις 16 Οκτωβρßου 1854 στο Δουβλßνο. ΜετÜ την ολοκλÞρωση των σπουδþν του το 1878, εγκαταστÜθηκε μüνιμα στο Λονδßνο. ΕστÝτ εκ χαρακτÞρα, αφιÝρωσε τη ζωÞ του στην αναζÞτηση του ωραßου και του παρÜδοξου. ΓρÞγορα γνþρισε τον θαυμασμü της λονδρÝζικης αριστοκρατßας, που τον παρακολουθοýσε και τον μιμοýταν ως πρüτυπο. ¼λοι επαναλÜμβαναν τις πνευματþδης φρÜσεις του, αγüραζαν πολýτιμες πÝτρες και κοιτοýσαν μ' υπεροψßα τη ζωÞ, üμοια μ' αυτüν. Η λογοτεχνικÞ του δüξα Ýφτασε στο αποκορýφωμα το 1891, με το μοναδικü του μυθιστüρημα "Το ΠορτρÝτο Του Ντüριαν ΓκρÝι". ¹ταν Ιρλανδüς μυθιστοριογρÜφος, ποιητÞς, δραματουργüς και κριτικüς. ¸χοντας περÜσει απü διÜφορα εßδη γραπτοý λüγου καθ' üλη τη 10ετßα του 1880, γεýτηκε τη δüξα ως θεατρικüς συγγραφÝας στο Λονδßνο στις αρχÝς της επüμενης 10ετßας. Στις μÝρες μας Ýχει γßνει γνωστüς για τα ευφυολογÞματÜ του, τα θεατρικÜ Ýργα του, τις συνθÞκες φυλÜκισÞς του, φυσικÜ το μοναδικü του μυθιστüρημα, καθþς και τον πρüωρο θÜνατü του.
     Οι γονεßς του Þταν επιφανεßς ΔουβλινÝζοι διανοοýμενοι, με αγγλικÝς ρßζες. Ο ¼σκαρ απü μικρüς Ýμαθε Üπταιστα γαλλικÜ και γερμανικÜ. Στο πανεπιστÞμιο ασχολÞθηκε με τις κλασσικÝς σπουδÝς, επιδεικνýοντας απü μικρÞ ηλικßα κλßση προς τον Κλασσικισμü, τüσο στο Δουβλßνο üσο κι αργüτερα στην Οξφüρδη. ¸γινε γνωστüς για την ενασχüλησÞ του με το νεüκοπο αλλÜ ανερχüμενο ρεýμα του Αισθητισμοý, που ßδρυσαν 2 απ' τους καθηγητÝς του, οι Γουüλτερ ΠÝιτερ (Walter Pater, 1839-1894) και Τζον ΡÜσκιν (John Ruskin, 1819-1900). ΜετÜ το πανεπιστÞμιο, μετακüμισε στο Λονδßνο üπου εντÜχθηκε στους ανþτερους πνευματικοýς και κοινωνικοýς κýκλους. Ως εκπρüσωπος του κινÞματος του Αισθητισμοý ασχολÞθηκε με üλες τις μορφÝς διανüησης: εξÝδωσε μßα ποιητικÞ συλλογÞ, Ýδωσε ομιλßες στις Η.Π.Α. και στον ΚαναδÜ σχετικÜ με τον "Αγγλικü Διαφωτισμü στην ΤÝχνη" κι Ýπειτα επÝστρεψε στο Λονδßνο üπου Ýγραψε μεγÜλο αριθμü Üρθρων ως δημοσιογρÜφος.



     Γνωστüς για το οξυδερκÝς πνεýμα, τις εξεζητημÝνες εμφανßσεις και τους πνευματþδεις διαλüγους του, Ýγινε μια απü τις διασημüτερες προσωπικüτητες της εποχÞς του. Στις αρχÝς της 10ετßας του 1890 τελειοποßησε τις ιδÝες του σχετικÜ με την ανωτερüτητα της τÝχνης σε μια σειρÜ απü διαλüγους και δοκßμια, ενþ ενσωμÜτωσε σκÝψεις του για τη παρακμÞ, τη δολιüτητα και την ομορφιÜ στο μοναδικü του μυθιστüρημα, Το πορτραßτο του Ντüριαν ΓκρÝυ (The picture of Dorian Grey, 1890). Η δυνατüτητα που του παρεßχε, να αναλýσει σε βÜθος λεπτομÝρειες του Αισθητισμοý καθþς και να καταπιαστεß με ευρýτερα κοινωνικÜ ζητÞματα, Ýστρεψε τον ΟυÜιλντ στο θÝατρο. ¸γραψε το θεατρικü Σαλþμη (Salome, 1891) στο Παρßσι, στα γαλλικÜ, Ýργο που δεν ανÝβηκε στην Αγγλßα παρÜ μüνο χρüνια αργüτερα, εξαιτßας της απαγüρευσης Ýργων με Βιβλικü περιεχüμενο στο αγγλικü θÝατρο. ΑνεπηρÝαστος απü τις αντιδρÜσεις, Ýγραψε 4 ακüμα κοινωνικÝς σÜτιρες μÝχρι τα μÝσα της 10ετßας, που τον Ýκαναν Ýναν απü τους πιο επιτυχημÝνους συγγραφεßς του ýστερου Βικτωριανοý Λονδßνου.
     Αν κι Þταν παντρεμÝνος και πατÝρας 2 παιδιþν, η προσωπικÞ ζωÞ του, Þταν ανοιχτÞ σε κουτσομπολιÜ. Το 1895 κατηγορÞθηκε για ομοφυλοφιλßα, για τις στενÝς σχÝσεις του με τον νεαρü ομüτεχνü του ¢λφρεντ ΝτÜγκλας κι οδηγÞθηκε στο δικαστÞριο, üπου καταδικÜσθηκε σε 2 χρüνια καταναγκαστικÜ Ýργα (στη ΒικτωριανÞ Αγγλßα η ομοφυλοφιλßα Þτανε ποινικü αδßκημα). Στη διÜρκεια της φυλÜκισÞς του Ýγραψε το δραματικüν αυτοβιογραφικü μονüλογο "De Profundis" (Εκ ΒαθÝων), με παραλÞπτη τη πÝτρα του σκανδÜλου, τον ΝτÜγκλας.
     Η αυλαßα της τραγικÞς ζωÞς του Ýπεσε στις 30 Νοεμβρßου 1900, σ' Ýνα φτηνü ξενοδοχεßο του Παρισιοý. ¹τανε μüλις 46 ετþν.


=======================


                 Η ΜπαλÜντα Της ΦυλακÞς Του ΡÞντινγκ

                                                      Ι
     Δε φοροýσε πια τη στολÞ του γιατß το αßμα και το κρασß εßναι κüκκινα
και στα χÝρια του εßχε αßμα και κρασß, üταν τονε βρÞκανε κοντÜ στη νεκρÞ.
τη φτωχÞ γυναßκα που αγαποýσε και σκüτωσε με τα ßδια του τα χÝρια.
     Περπατοýσεν ανÜμεσα στους κατÜδικους ντυμÝνος με γκρßζα φορεσιÜ.
Στο κεφÜλι εßχε τον κοýκο του κρßκετ. Το βÞμα του Þταν ελαφρü και χαροýμενο. ¼μως ποτÝ μου δεν εßδα Üνθρωπο να κοιτÜ με τüση λαχτÜρα το φως.
     ΠοτÝ μου δεν εßδα Üνθρωπο με τÝτοιο πüθο να κοιτÜ το μικρü γαλÜζιο κομμÜτι, που οι κατÜδικοι αποκαλοýσαν ουρανü, και κÜθε σýννεφο, που γλιστροýσε κι Ýφευγε με ασημüχρωμα πανιÜ.
     ΠÞγαινα με Üλλες πονεμÝνες  ψυχÝς και σε μιαν Üλλη συντροφιÜ κι αναρωτιüμουν αν το κρßμα του ανθρþπου αυτοý Þτανε βαρý Þ üχι, üταν Üκουσα κÜποιον πßσω μου να μουρμουρßζει: "αυτüνε θα τονε κρεμÜσουνε".
     ΧριστÝ μου! Μου φÜνηκε πως γκρÝμιζαν οι τοßχοι της φυλακÞς κι ο ουρανüς γýρω μου μ' Ýσφιγγε σα πυρωμÝνο ατσαλÝνιο κρÜνος. ΞÝχασα τον πüνο μου στη σκÝψη του δικοý του.
     ¹ξερα μüνο ποια σκÝψη τÜχυνε το βÞμα του και γιατß κοßταζε το λßγο φως της μÝρας με τüσο ποθεινü μÜτι. Εßχε σκοτþσει ü,τι αγαποýσε κι Ýπρεπε να πεθÜνει.
     Κι üμως. ΚÜθε Üνθρωπος σκοτþνει ü,τι αγαπÜ κι ας το ξÝρει ο καθεßς: Üλλος μ' ερωτικÜ γλυκüλογα, ο δειλüς με φιλß κι ο αντρεßος με σπαθß.
     ¸νας σκοτþνει την αγÜπη του νÝος, Üλλοι üταν γερνÜν, Ýνας τη πνßγει με τα χÝρια του πüθου, Üλλος με τα χÝρια του πλοýτου. Οι πιο συμπονετικοß τη μαχαιρþνουνε γιατß Ýτσι ο νεκρüς παγþνει γρηγορþτερα.
     'Αλλοι αγαποýνε λßγο, Üλλοι πιüτερο, Üλλοι πουλÜνε τον Ýρωτα, Üλλοι τον αγορÜζουν, Üλλοι σκοτþνουν με δÜκρια κι Üλλοι βουβÜ χωρßς στεναγμü, γιατß καθÝνας σκοτþνει ü,τι αγαπÜ. Κι üμως. Δε πληρþνουν üλοι τüσον ακριβÜ.
     Δε πεθαßνει μ' ατιμωτικü θÜνατο μια μÝρα σκοτεινÞ, σιωπηλοý πüνου. δε του περνÜνε στο λαιμü το σκοινß, οýτε του φορÜνε τη μÜσκα στο πρüσωπο. Δε νιþθει τα πüδια του στο κενü και τη σανßδα να ξεγλυστρÜ κÜτωθε τους. Δε βρßσκεται μÝσα σε σιωπηλοýς φýλακες, να τονε προσÝχουν νυχτοÞμερα, τις þρες που θÝλει να κλÜψει Þ να προσευχηθεß, που φοβοýνται μη κλÝψει απü τον δÞμιο το θýμα του.
     Δε ξυπνÜ μια παγωμÝνη αυγÞ για να βρεθεß τριγυρισμÝνος απü φριχτÝς φυσιογνωμßες που γεμßζουνε το κελß του, τον λειτουργü του Υψßστου, τον εισαγγελÝα με το σοβαρü πρüσωπο και τον κυβερνÞτη με το μαýρο επßσημο κοστοýμι, με πρüσωπο χλωμü αυστηρü σα του τελευταßου κριτÞ.
     Δε σηκþνεται με πÝνθιμη σπουδÞ για να ντυθεß τη φορεσιÜ του μελλοθανÜτου, ενþ ο γιατρüς αμßλητος και σκοτεινüς τονε παρατηρεß και γρÜφει κÜθε χειρονομßα και κÜθε νευρικÞ του σýσπαση, κρατþντας ρολüγι που το ελαφρü τικ-τακ του ηχεß σα βαρý χτýπημα σφυριοý.
     Δε γνωρßζει την αποκαρδιωτικÞ δßψα που κολλÜ σαν Üμμος στο λαιμü, πριν ο δÞμιος με τα χοντρÜ πÝτσινα γÜντια του, μπει απü τη σιδερüφραχτη πüρτα για να τυλßξει το λαιμü με σκοινιÜ, þστε να μη ξαναδιψÜσει ο λαιμüς ποτÝ.
     Δε σκýβει για ν' ακοýσει τη νεκρþσιμη ακολουθßα, ενþ ο φüβος της ψυχÞς του, του δßνει τη σιγουριÜ πως ακüμα δε πÝθανε. Δε διασταυρþνεται με το ßδιο του το φÝρετρο, περνþντας κÜτω απü τα φριχτÜ υπüγεια.
     Δε ρßχνει τη τελευταßα ματιÜ στον ουρανü μες απü γυÜλινο φεγγßτη, δε προσεýχεται με πετρωμÝνα χεßλη ζητþντας το τÝλος της αγωνßας του, μÞτε κι αισθÜνεται με ανατριχßλα στο μÜγουλü του, το φιλß του ΚαúÜφα.

                                                     ΙΙ
     ¸ξι βδομÜδες Ýφερνε βüλτα την αυλÞ με τη γκρßζα πÜνινη στολÞ του, με το κασκÝτο στο κεφÜλι και το βÞμα του Þταν αλαφρü και χαροýμενο, αλλÜ ποτÝ μου δεν εßχα δει Üνθρωπο να κοιτÜζει το φως της μÝρας με τÝτοιο πüθο.
     ΠοτÝ δεν εßδα Üνθρωπο να κοιτÜζει με τÝτοιο πüθο τη μικρÞ γωνιÜ του γαλÜζιου, που οι κατÜδικοι ονομÜζουν ουρανü, και το καθÝνα απü τα σýννεφα, που περνοýσανε σα φωτεινÜ ποýπουλα.
     Δεν Ýπλεκε τα χÝρια οýτε κι Ýκλαιγε, μÞτε λυπüτανε. Ρουφοýσε κÜτι που θα του γιÜτρευε τον πüνο.
     Κι εμεßς οι Üλλες πονεμÝνες ψυχÝς που φÝρναμε βüλτες στο Üλλο προαýλιο, ξεχÜσαμε αν εßχαμε πολý Þ λßγο αμαρτÞσει και βλÝπαμε βουβοß τον Üνθρωπο που βρισκüτανε κοντÜ στη κρεμÜλα.
     Κι Þτανε παρÜξενο να τονε βλÝπει κανεßς πως σεργιÜνιζε με το αλαφρü και τüσο χαροýμενο βÞμα του, πως κοßταζε το φως της μÝρας, πως Ýνα τÝτοιο χρÝος εßχε για πληρωμÞ.
     Γιατß η Üνοιξη, Ýχει στολßσει με φýλλα πρÜσινα, τη βαλανιδιÜ και τη φτελιÜ. Μα το απαßσιο δÝντρο της κρεμÜλας του Ýχουνε σαπßσει σκορπιοß τις ρßζες κι εßτε χλωρü εßτε ξερü, θα δþσει θÜνατο σ' Ýναν Üνθρωπο, πριν δþσει καρπü.
     Τη πιο ψηλÞ θÝση την αποζητÜ ο καθÝνας. Εßναι το σημεßο που κατευθýνονται üλες οι ανθρþπινες προσπÜθειες. Μα ποιüς θÝλει κει ψηλÜ να σταθεß μ' Ýνα περιλαßμιο απü σκοινß, ψηλÜ σε μια κρεμÜλα και μες απ' αυτü να ρßξει τη στερνÞ ματιÜ του προς τον κüσμο και προς τον ουρανü.
     Εßν' üμορφος ο χορüς με τη συνοδεßα βιολιþν, üταν η ζωÞ κι ο Ýρωτας μας αγκαλιÜζει, -χορüς με φλÜουτα και λαγοýτα- εßναι μαγευτικüς. Μα δεν εßναι üμορφο να χορεýεις στον αγÝρα με τα πüδια κρεμασμÝνα.
     ¸τσι, με μÜτια περιÝργεια και με τρελÝς σκÝψεις, τονε παρατηροýσαμε, μÝρα τη μÝρα κι αναρωτιüμαστε μ' αγωνßα αν ο καθÝνας απü μας δε θα τÝλειωνε με τον ßδιο τρüπο. Γιατß κανÝνας δε ξÝρει σε ποια μαýρη κüλαση μπορεß να πλανηθεß η ψυχÞ του.
     Στο τÝλος πια, μια μÝρα ο νεκρüς Üνθρωπος δε ξαναφÜνηκε με τους Üλλους στην αυλÞ κι Ýμαθα πως Þτανε καθισμÝνος μπροστÜ στον αντιπρüσωπο του νüμου για τις τελευταßες μÜταιες ερωτÞσεις κι üτι τη συμπαθητικÞ üψη του δε θα τηνε ξανÜβλεπα.
     Σα δυο καρÜβια σε κßνδυνο μες στη μπüρα, εßχαμε διασταυρωθεß στο δρüμο. Δε κÜναμε μÞτε νεýμα, δεν ανταλλÜξαμε καν λüγο, δεν εßχαμε τßποτε να ποýμε. Δε συναντηθÞκαμε σ' αγιασμÝνη νýχτα, αλλÜ στη μÝρα της ντροπÞς.
     ¹μαστε γω κι εκεßνος, ζωσμÝνοι απü ψηλοýς τοßχους φυλακÞς. Ο κüσμος μας εßχε βγÜλει απü τη καρδιÜ του κι ο Θεüς μας εßχε ξεχÜσει. Η σιδερÝνια αρπÜγη που περιμÝνει τον αμαρτωλü, μας κρατοýσε στη παγßδα της.

                                                        ΙΙΙ
     Στην αυλÞ της στενÞς, που οι τοßχοι εßναι ψηλοß και μουχλιασμÝνοι και το πλακüστρωτο υγρü, Ýβγαινε, κÜτω απü τον μολυβÝνιο ουρανü ν' ανασÜνει, ανÜμεσα σε δυο φýλακες που τονε πρüσεχαν μη πεθÜνει.
     ¹ καθüταν με κεßνους που παραφýλαγαν την αγωνßα του, νυχτοÞμερα, που τονε παραφýλαγαν üταν Ýκλαιγε, üταν γονÜτιζε να προσευχηθεß, που φοβüνταν μη κλÝψει τη λεßα που δικαιωματικÜ ανÞκει στον δÞμιο.
     Ο διευθυντÞς μας Þτανε τυπικüς στ' Üρθρα του νüμου. Ο γιατρüς Ýλεγε πως ο θÜνατος εßν' απλÞ αλλαγÞ. Δυο φορÝς τη μÝρα ο παπÜς πÞγαινε κοντÜ και του μιλοýσε.
     Και δυο φορÝς τη μÝρα κÜπνιζε τη πßπα του κι Ýπινε το ποτÞρι με τη μπýρα. Στη ψυχÞ του εßχε θÝσει. ¸λεγε συχνα πως Þταν ευχαριστημÝνος που 'νιωθε τον δÞμιο κοντÜ.
     Μα γιατß μιλοýσεν Ýτσι παρÜξενα, κανÝνας φýλακας δε τολμοýσε να ρωτÞσει, γιατß κεßνος που αναλαβαßνει το Ýργο του φýλακα πρÝπει να βÜλει κλειδαριÜ στα χεßλη και μÜσκα στο πρüσωπο.
     Αλλιþτικα μποροýσε να 'θελε να δþσει συγκινημÝνος, παρηγοριÝς. Τι μποροýσε να κÜνει ο ανθρþπινος οßκτος σ' αυτÞ τη τρýπα των φονιÜδων; Ποια λüγια θα μποροýσαν να συγκλονßσουν μιαν αδελφÞ ψυχÞ, μες σε τοýτο το μÝρος; Με βÞμα βαρý και ρυθμικü φÝρναμε γýρω στο προαýλιο σε μια τρελÞ παρÜτα.
     Τι μας Ýνοιαζε; ΞÝραμε πως Þμαστε το φουσÜτο του διαβüλου. Με κεφÜλια ξυρισμÝνα και σιδεροδεμÝνα πüδια, Þμαστε μια εýθυμη μασκαρÜτα.
     Ξαßναμε τρßχα-τρßχα, κατραμωμÝνα σκοινιÜ με νýχια ματωμÝνα και φαγωμÝνα. Τρßβαμε τις πüρτες και πλÝναμε τα πατþματα και καθαρßζαμε τα σßδερÜ μας και σε ομÜδες, σαπουνßζαμε τα κουφþματα, χτυπþντας με θüρυβο τους κουβÜδες.
     ΡÜβαμε σακιÜ και σπÜζαμε πÝτρες, γυρνοýσαμε το τρυπÜνι μες στη σκüνη, σκοντÜφταμε στους κÜδους κι Üλλοι ιδρþνανε στο μýλο. Μα στη καρδιÜ του καθÝνα απü μας σωπαßνανε κρυμμÝνοι οι πüνοι.
     Τüσον Þσυχα Þτανε, που κÜθε μÝρα κýλαγε σα κýμα χαμÝνο στο πυκνü φýκι και ξεχÜσαμε τη μοßρα που περιμÝνει τον καθÝνα μας, ως τη στιγμÞ που μια βραδιÜ, την þρα που γυρνοýσαμε απü την αγγαρεßα, περÜσαμε μπροστÜ απü Ýναν νιοσκαμμÝνο τÜφο.
     Με στüμα ανοιχτü ο κßτρινος λÜκος περßμενε τη ζωντανÞ τροφÞ του, ακüμα κι η λÜσπη ζητοýσε αßμα απü την ασφαλτοστρωμÝνη διψασμÝνη αυλÞ και καταλÜβαμε πως πριν απü την αυγÞ, Ýνας απü μας θα 'τανε κρεμασμÝνος στο ικρßωμα.
     ΜπÞκαμε στα κελιÜ με τη ψυχÞ στραμμÝνη προς τον θÜνατο, τη φρßκη και τη μοßρα. Ο δÞμιος με το μικρü του σÜκο, πÝρασε σÝρνοντας τα πüδια, μÝσα στο σκοτÜδι και κÜθε φυλακισμÝνος μÝσα στον αριθμημÝνο τÜφο του. ΑυτÞ τη νýχτα, οι Ýρημοι διÜδρομοι Þταν γεμÜτοι με τρομακτικÝς σκιες και πÜνω και κÜτω στη σιδερÝνια πολιτεßα, ακοýγονταν βουβÝς κι ανÜλαφρες περπατησιÝς κι ανÜμεσα στα κÜγκελα που κρýβανε τ' Üστρα, φαντÜζουνε περßεργα εξωτικÝς μορφÝς.
     Αυτüς ξεκουραζüτανε σα κÜποιον που κοιμÜται κι ονειρεýεται πÜνω στο μαλακü χορτÜρι ενüς λιβαδιοý. Οι φýλακες τονε κοιτÜζανε καθþς κοιμüτανε και δε μποροýσαν να καταλÜβουνε πως μποροýσε να κοιμÜται τüσον Þσυχα, αφοý βρισκüτανε τüσο κοντÜ στο σκοινß του δÞμιου.
     Μα ο ýπνος δεν Ýρχεται üταν εßναι για να κλÜψουν αυτοß που ποτÝ ως τþρα δε χýσανε δÜκρια Þ κι αλÞτες κι απατεþνες και κατεργÜρηδες, αγρυπνÞσαν üλη νýχτα και μÝσα σε κÜθε νου, γλιστροýσεν Ýρποντας η φρßκη για τον πüνο του Üλλου.
     Αλßμονο, δεν υπÜρχει φριχτüτερο απü τον πüνο για το κρßμα ενüς Üλλου. Γιατß ßσα στη καρδιÜ το μαχαßρι του κακοý βυθßζει τη φαρμακωμÝνη λεπßδα του και σα λιωμÝνο μολýβι Þτανε τα δÜκρια που χýσαμε για το αßμα που δεν εßχαμε χýσει εμεßς.
     Οι φýλακες με τα μαλακÜ σανδÜλια, γλιστροýσαν μπρος απü τις κλειδωμÝνες πüρτες, απü τα παρÜθυρα των κελιþν κοßταζαν με μÜτια γεμÜτα Ýκπληξη και φüβο, γκρßζες σκιες στο Ýδαφος κι αναρωτιüντανε γιατß γονατßζανε για να προσευχηθοýν αυτοß που δεν εßχανε ποτÝ προσευχηθεß.
     ¼λη τη νýχτα τη περÜσαμε γονατισμÝνοι και σε προσευχÝς, τρελοß πενθοýντες Ýνα πτþμα. Τ' ανοιγμÝνα φτερÜ του μεσονυχτßου μοιÜζανε σα λοφßα στ' Üλογα της νεκροφüρας και σα το ξýδι στο σφουγγÜρι, Þτανε το σÜλιο στα χεßλια.
     Ο γκρßζος πετεινüς φþναζε. Ο κüκκινος πετεινüς φþναζε, αλλÜ δε ξημÝρωσε κι οι σκοτεινÝς μορφÝς του τρüμου, τρυπþσανε στις γωνιÝς που 'χαμε χωθεß και τα κακÜ πνεýματα που πλανιþνται στα σκοτÜδια, φαßνονταν σα να χοροπηδοýσανε γýρω μας.
     Γλιστροýσανε και περνοýσανε γρÞγορα σα διαβÜτες στην ομßχλη. ΦÜνταζε σα καινοýργιο φεγγÜρι, το χνÜρι τους στον ελαφρü χορü. Μας κýκλωνε η φριχτÞ πομπÞ των φαντασμÜτων με βÞμα επßσημο και τελετουργικü.
     Με μορφασμοýς και κωμικοýς τρüπους, τα 'δαμε να περνÜν, ανÜλαφρες σκιες, χÝρι-χÝρι, γýρω-γýρω, σ' Ýνα χορü φαντασμÜτων κι οι κωμικοß κολασμÝνοι στριφογυρνοýσανε σα τον Üνεμο στην Üμμο.
     Σα μαριονÝτες χüρευαν ελαφρÜ στις μýτες των ποδιþν, αλλÜ με τα φλÜουτα του φüβου γεμßζανε τ' αφτιÜ, οδηγþντας τη φριχτÞ τους μασκαρÜτα και με θüρυβο, τραγουδοýσανε και τραγουδοýσανε πολý, το τραγοýδι τους, που 'χε σκοπü να ξυπνÞσει τον νεκρü.
     Ω!... φþναζαν, ο κüσμος εßναι πλατýς, μα το κορμß σκλαβωμÝνο παραλýει. Μια και δυο φορÝς το παιγνßδι των ζαριþν, μπορεß να 'ναι παιγνßδι καλü. Μα δε το κερδßζει üποιος το παßζει με την αμαρτßα στη κρυφÞν αυλÞ της ατιμßας.
     Δεν Þτανε καθüλου αÝρινες μορφÝς αυτÝς. Αστεßες υπÜρξεις που με τραγοýδια γλεντοýσαν Ýτσι, με κÝφι για τους ανθρþπους που η ζωÞ τους Þτανε σκλαβωμÝνη με τις αλυσßδες και που τα πüδια τους δε μποροýσαν ελεýθερα να μετακινηθοýν. Σαν τα πÜθη του Χριστοý, Þταν ζωντανÜ και φριχτÜ στην üψη.
     Γýρω-γýρω, χορεýανε τρελÜ και στριφογýριζαν, Üλλα γυρνοýσανε σ' αιωριζüμενα ζευγÜρια, με βÞματα üλο τσακßσματα, ανεβαßνανε τις σκÜλες και με λεπτοýς σαρκασμοýς και χαúδευτικÝς ματιÝς, παραβρßσκονταν στις προσευχÝς μας.
     Το πρωινü αγÝρι Üρχισε να φυσÜ. ΑλλÜ η νýχτα εξακολουθοýσε πÜνω στο γιγÜντιο αργαλιü της, ο ιστüς των σκοταδιþν γλßστρησε þσπου ýφανε κÜθε κλωστÞ απü το ýφασμα κι ενþ προσευχüμαστε, ο φüβος της δικαιοσýνης του Þλιου, γÝμιζε τη σκÝψη μας.
     Το αγÝρι, üλο κλÜμα, αγκÜλιαζε τους τοßχους της φυλακÞς, þσπου, σαν ατσαλÝνια ρüδα που γýριζε, νιþσαμε τα λεπτÜ που περνοýσαν. ΑγÝρι θλιμμÝνο. Πüσο φταßξαμε για να 'χουμε τÝτοιο φýλακα.
     Στο τÝλος, εßδα τον ßσκιο απü τα κÜγκελα πÜνω στον Üσπρο τοßχο που 'ταν απÝναντι απü τ' ασβεστωμÝνο κρεβÜτι μου κι Ýνιωσα πως κÜπου στον κüσμο, κοκκßνιζε η φοβερÞ αυγÞ του Θεοý.
     Στις Ýξι, ο καθÝνας σκοýπισε το κελß του, στις επτÜ Þτανε σ' üλα ησυχßα, αλλÜ το βοýισμα μιας δυνατÞς φτεροýγας φαινüταν να γεμßζει τη φυλακÞ, γιατß ο ΧÜρος, ü Üρχοντας του θανÜτου με τη παγωμÝνη πνοÞ του, Þρθε ζητþντας το θýμα του.
     Δεν Þρθε ντυμÝνος με τη μεγαλüπρεπη πορφýρα του, μÞτε καβÜλα στ' Üσπρο, σα τη λÜμψη του φεγγαριοý, Üλογü του. Τρßα μÝτρα σκοινß και μια σανßδα φτÜνουνε για ü,τι χρειÜζεται η κρεμÜλα. Με το σκοινß της καταισχýνης μπÞκεν ο ΧÜρος για το μυστικü του Ýργο.
     ¹μαστε σα τους στρατοκüπους που σ' Ýνα Ýλος, μÝσα σε φοβερü σκοτÜδι, βαδßζουνε ψηλαφþντας. Δε τολμοýσαμε να ψιθυρßσουμε μια προσευχÞ, μÞτε να δþσουμε την αγωνßα μας. ΚÜτι εßχε πεθÜνει στον καθÝνα μας κι ο νεκρüς Þταν η ελπßδα.
     Γιατß ο φοβερüς ανθρþπινος νüμος ακολουθεß ßσα το δρüμο του και χωρßς τον παραμικρü σταθμü, χτυπÜ τον αδýνατο, χτυπÜ τον δυνατü, ο δρüμος εßναι αδυσþπητος. Με το σιδερÝνιο τακοýνι του συντρßβει -φριχτüς πατροκτüνος- τον δυνατü.
     ΠεριμÝναμε να χτυπÞσει οχτþ. Οι γλþσσες μας Þτανε στεγνÝς και πηχτÝς. Γιατß ο χτýπος των οχτþ, εßν' ο χτýπος της μοßρας για κεßνον, που αυτÞ καταρÜστηκε κι η μοßρα Ýχει πÜντα μια θηλειÜ για τον καλýτερο, üπως και για τον χειρüτερο Üνθρωπο.
     Δεν εßχαμε τßποτ' Üλλο να κÜνουμε παρÜ να περιμÝνουμε το σýνθημα. Σα λιθÜρια ξεμοναχιασμÝνα σε μιαν ερημικÞ κοιλÜδα, Þμαστε αμßλητοι κι ακßνητοι. ¼μως η καρδιÜ καθενüς μας χτυποýσε γοργÜ και δυνατÜ σα τρελüς που χτυπÜ ταμποýρλο.
     ΞÜφνου, το ρολüι της φυλακÞς τÜραξε τον αγÝρα κι απ' üλη τη φυλακÞ ακοýστηκε το μοýγκρισμα της ανßσχυρης απελπισιÜς, σα κραυγÞ ξεχασμÝνου λεπροý που αναταρÜζει τα Ýλη, που 'χει καταφýγιü του.
     Κι üπως βλÝπουμε τα πιο φριχτÜ πρÜγματα μες στο κρýσταλλο ενüς ονεßρου, εßδαμε το λαδωμÝνο καναβÝνιο σκοινß κρεμασμÝνο στο μαυρισμÝνο δοκÜρι κι ακοýσαμε τη προσευχÞ που πνßγηκε στη θηλειÜ του δÞμιου.
     Κι απü τον πüνο σπÜραζε και τις φριχτÝς τýψεις και το ματωμÝνον ιδρþτα, δε τα γνþρισε τüσο καλÜ κανεßς, üσο εγþ. Γιατß κεßνος που ζει πιüτερο απü μια φορÜ, πεθαßνει πιüτερες φορÝς.
                                                       ΙV
     Δε γßνεται λειτουργßα τη μÝρα που γßνεται κÜποια εκτÝλεση. Η καρδια του θεßου λειτουργοý εßναι πονεμÝνη, το πρüσωπü του πολý χλωμü και στα μÜτια του γραμμÝνο κÜτι που δε πρÝπει να δουν Üλλα μÜτια.
     ¸τσι μεßναμε κλεισμÝνοι ως κοντÜ το μεσημÝρι. Τüτε ακοýστηκε το κουδοýνι κι οι φýλακες με τα κλειδιÜ τους που κουδοýνιζαν, ανοßξανε κÜθε κελß και κατεβÞκαμε τις σιδερÝνιες σκÜλες, αφÞνοντας τη φοβερÞ μας κüλαση.
     ΒγÞκαμε στον καθαρüν αγÝρα του Θεοý, μα üχι σα το συνηθισμÝνο τρüπο, γιατß το πρüσωπο του ενüς Þτανε κÜτασπρο απü τον φüβο και του Üλλου γκρßζο και ποτÝ Üλλοτε δεν εßδα λυπημÝνους ανθρþπους να κυνηγοýνε το φως της μÝρας με τÝτοια ματιÜ.
     ΠοτÝ δεν εßδα λυπημÝνους ανθρþπους να κοιτÜζουν με λýπη τη μικρÞ αυτÞ γωνιÜ του γαλÜζιου, που εμεßς οι φυλακισμÝνοι ονομÜζουμεν ουρανü, και κÜθε σýννεφο που αδιÜφορα κυλοýσε λεýτερο.
     Μα Þτανε μερικοß που ανÜμεσÜ μας περπατοýσαν με κεφÜλι χαμηλωμÝνο και που ξÝρανε πως αν καθÝνας πλÞρωνε το χρÝος του θα 'πρεπε να κρεμαστοýν. Αυτüς εßχε σκοτþσει κÜτι που ζοýσε, αυτοß κÜτι νεκρü.
     ¼ποιος για δεýτερη φορÜ αμαρταßνει, ξυπνÜ και ξαναβÜζει στα βÜσανα μια νεκρÞ ψυχÞ. Τη βγÜζει απü το λεκιασμÝνο σÜβανü της, τη κÜνει να υποφÝρει ξανÜ και να στÜζει μαýρο αßμα κι ανþφελα της δßνει τον πüνο. Σα πßθηκοι Þ παλιÜτσοι του ιπποδρομßου με παρÜξενες στολÝς, σιωπηλοß φÝρναμε γýρω την ασφαλτοστρωμÝνη γλιστερÞν αυλÞ. Σιωπηλοß κÜναμε τη βüλτα μας. ΚανÝνας δε μιλοýσε.
     Βουβοß περπατοýσαμε γýρω-γýρω και μÝσα στο χÜος της σκÝψης του καθÝνα μας, περνοýσανε σα φοβερüς Üνεμος τρομερÜ πρÜγματα κι η φρßκη ξερνοýσε τÝρατα.
     Οι φýλακες σεργιÜνιζαν εδþ κι εκεß σα να φυλÜγανε τα ζωντανÜ τους, φοροýσαν ολοκαßνουργιες στολÝς, Þταν με τα ΚυριακÜτικα ντυμÝνοι, üμως εμεßς ξÝραμε σε τι εßχαν απασχοληθεß, απü τους ασβÝστες που 'χαν οι αρβýλες τους.
     Γιατß κι αυτüς ο δυστυχισμÝνος εßχε σÜβανο που λιγοστοß Ýχουν. Πολý βαθιÜ, στο τÝρμα της αυλÞς της φυλακÞς, γυμνüς για πιüτερη καταισχýνη, κεßτεται μ' αλυσüδετα ποδÜρια και τυλιγμÝνος σ' Ýνα σεντüνι που 'χει το χρþμα της φωτιÜς.
     ΑδιÜκοπα ο ασβÝστης του τρþει τις σÜρκες και τα κüκαλα. Τη νýχτα τα κüκαλα και τη μÝρα τη τρυφερÞ σÜρκα. Τρþει το 'να ýστερ' απü τ' Üλλο, σÜρκες και κüκαλα, μα ροκανßζει ατÝλειωτα τη καρδιÜ.
     Τρßα ολÜκερα χρüνια, δε θα 'σπεßρανε και δε θα φυτρþσει εκεß. Τρßα ατÝλειωτα χρüνια το καταραμÝνο μÝρος θα μεßνει στεßρο, γυμνü και θα βλÝπει τον ουρανü με σιωπηλÞ θλßψη κι εγκαρτÝρηση.
     Πιστεýουνε πως η καρδιÜ του δολοφüνου θα σÜπιζε τη παραμικρÞ σπορÜ. Δεν εßν' αλÞθεια. Η γη του Θεοý εßναι πιο γενναιüδωρη απ' üσο πιστεýουν οι Üνθρωποι και το κüκκινο τριαντÜφυλλο φυτρþνει πιο κüκκινο και το Üσπρο ανθßζει ακüμα πιο λευκü.
     Θα φυτρþσει απü τη καρδιÜ του Ýν' Üσπρο τριαντÜφυλλο κι απü το στüμα του Ýνα κüκκινο. Γιατß ποιος μπορεß να πει με ποιο τρüπο φανερþνεται η Θεßα θÝληση του Χριστοý, απü τον καιρü που το ξερü ραβδß του προσκυνητÞ φýτρωσε μπροστÜ στα μÜτια του μεγÜλου ΠÜπα;
     Μα δε μποροýν να φυτρþσουνε στον αγÝρα της φυλακÞς οýτε τ' Üσπρα, οýτε τα κüκκινα τριαντÜφυλλα. ΠÝτρες, χαλßκια και σπασμÝνα γυαλιÜ εßν' ü,τι μας Ýκλεισες εκεß μÝσα. Γιατß εßναι γνωστü πως τα λουλοýδια μαλακþνουνε τον πüνο των απλþν ανθρþπων.
     ¸τσι ποτÝ δε θα μαδÞσει το πορφυρü σα το χρþμα του κρασιοý και τ' Üσπρο τριαντÜφυλλο, την Üμμο που βρßσκεται κοντÜ στον φριχτü τοßχο της φυλακÞς, για να ποýνε στους ανθρþπους πως ο γιος του Θεοý, πÝθανε για üλους.
     ¼μως κι αν ο βαρýς τοßχος της φυλακÞς τονε πλακþνει και τονε τριγυρßζει κι Ýνα πνεýμα δε τριγυρßζει τη νýχτα δεμÝνο με τις αλυσßδες του κι Ýνα πνεýμα δε μπορεß να κλÜψει σ' Ýνα τÝτοιο καταραμÝνο τüπο.
     Εκεßνος ο Üθλιος βρßσκεται σ' ειρÞνη Þ θα βρßσκεται σε λßγο. Δεν υπÜρχει κει που βρßσκεται, τßποτε που θα μποροýσε να τονε τρελÜνει και φρßκη δε πλανιÝται μες στη μÝρα. Γιατß η γη στην οποßα βρßσκεται, δεν Ýχει Þλιο, μÞτε φεγγÜρι.
     Τονε κρεμÜσανε σα ζþο, οýτε και ψÜλλανε λüγια που θα μποροýσαν ν' αναπÜψουνε τη ψυχÞ του. Μüνο τονε τραβÞξαν με βßα και πετÜξανε το κορμß του σε μια τρýπα.
     Του βγÜλανε τα πÜνινα ροýχα και τον αφÞσανε στις μýγες, γελÜσανε για τον πρησμÝνο λαιμü και τα γυÜλινα καθαρÜ μÜτια του και τονε σκεπÜσαν με το χωματÝνιο σÜβανο που μÝσα του ο κατÜδικος ξεκουρÜζεται.
     Δε θα γονÜτιζε στον ατιμασμÝνο τÜφο του παπÜς και δε θα του βÜζανε τον αγιασμÝνο σταυρü που 'δωσεν ο Χριστüς για τους αμαρτωλοýς. Γιατß Þταν Ýνας απ' αυτοýς που κατÝβηκεν ο Χριστüς να σþσει.
     Ας εßναι! Αυτüς πÝρασε πια τα σýνορα του κüσμου που ξÝρουμε. Γι' αυτüν, η τσακισμÝνη λÞκυθος του οßκτου θα γεμßζει με ξÝνα δÜκρια. Γιατß θα τονε θρηνοýν οι απüκληροι της ζωÞς κι οι απüκληροι πÜντα κλαßνε.

                                                      V
     Δε ξÝρω αν Ýχουνε δßκιο Þ Üδικο οι νüμοι. ¼,τι ξÝρουμε μεις οι κατÜδικοι εßναι πως οι τοßχοι της φυλακÞς εßναι γεροß και κÜθε μÝρα εßναι σα χρüνος... Ýνας χρüνος που οι μÝρες του εßν' ατÝλειωτες.
     Mα ξÝρω μüνο τοýτο, πως κÜθε νüμος που οι Üνθρωποι κÜμανε για τον Üνθρωπο, απü τüτε που ο πρþτος Üνθρωπος πÞρε τη ζωÞ τ' αδερφοý του κι αρχßσανε τα δýσκολα χρüνια, κÜθε νüμος σκορπßζει τον καθαρü σπüρο κι αφÞνει κατακÜθι τα σκýβαλα.
     Κι ακüμα ξÝρω αυτü -και πüσο φρüνιμον αν μποροýσε να το ξÝρει καθÝνας- πως κÜθε φυλακÞ που χτßζουν οι Üνθρωποι, χτßζεται με τα λιθÜρια της ντροπÞς και κλεßνεται με σßδερα για να μη δει ο Χριστüς πως Üνθρωποι βασανßζουνε τ' αδÝρφια τους.
     Με τα σßδερα παραμορφþνουνε το φεγγÜρι και σκοτεινιÜζουνε την üψη του Þλιου. ΚÜμουνε καλÜ και κρýβουνε τη κüλασÞ τους, γιατß γßνονται πρÜγματα που δε θα 'πρεπε ποτÝ ν' αντικρýσει το μÜτι του γιου του ανθρþπου.
     Οι χειρüτερες πρÜξεις σα τα φαρμακερÜ χüρτα, φυτρþνουνε κι ανθοýνε στο μολυσμÝνο αγÝρα της φυλακÞς. ¼,τι καλü εßναι μες στον Üνθρωπο, εξαντλεßται και μαραßνεται κει μÝσα. Η χλωμÞ αγωνßα κρατÜ τα κλειδιÜ κι η απελπισßα εßναι φýλακας.
     Γιατß βασανßζουν με τη νηστεßα το μικρü τρομαγμÝνο παιδß, þσπου να κλαßει μερüνυχτα. Μαστιγþνουνε τον τρελü και τον ανÞμπορο και περγελοýνε τον ασπρομÜλλη γÝρο. 'Αλλοι τρελαßνονται, οι κακοß γßνονται χειρüτεροι και κανÝνας δε βγÜζει μιλιÜ απü το στüμα.
     Το νερü που πßνουμε εßναι λÜσπη γλιστερÞ και γλυφü, το πικρü ψωμß που ζυγßζουν με φροντßδα, εßναι γεμÜτο κιμωλßα κι ασβÝστη κι ο ýπνος ποτÝ δε πλαγιÜζει, μα πλανιÝται με τα μÜτια ορθÜνοιχτα, εκλιπαρþντας τον χρüνο.
     Μα αν κι η σκελετωμÝνη πεßνα κι η αχνÞ δßψα δαγκþνει η μια την Üλλη, üπως η ασπßδα δαγκþνει την οχÝντρα, λßγο μας νοιÜζει. Εκεßνο που παγþνει και σκοτþνει τελεßως εßναι πως κÜθε πÝτρα που σηκþνουμε τη μÝρα, κÜθεται στο στÞθος μας τη νýχτα.
     ¸χοντας μεσÜνυχτα στη καρδιÜ και σοýρουπο στο κελß μας, γυρßζουμε τη μανιβÝλα και ξαßνουμε τα σχοινιÜ μες στη πικρÞ φυλακÞ μας. Η σιγαλιÜ μας Þτανε φριχτüτερη απü τη πιο δυνατÞ βοÞ της καμπÜνας.
     Και ποτÝ ανθρþπινη φωνÞ δε σιμþνει για να πει καλü λüγο και το μÜτι που 'ξετÜζει μες απü το σßδερο της πüρτας εßναι σκληρü κι ασυγκßνητο. ΞεχασμÝνοι απ' üλους, σαπßζουμε, σαπßζοντας ψυχÞ και σþμα.
     Κι Ýτσι σκουριÜζουν οι αλυσßδες της ζωÞς μας. Μüνοι και καταφρονεμÝνοι, Üλλοι προφÝρουνε κατÜρες, Üλλοι κλαßν' Üλλοι σωπαßνουν, Üλλοι κλαßνε πονüψυχα και σπÜζουνε τις πÝτρινες καρδιÝς.
     Και κÜθε ανθρþπινη καρδιÜ που σπÜζει μες στην αυλÞ Þ στο κελß της φυλακÞς, μοιÜζει με σταμνß: κεßνο το σταμνß που σκüρπισεν üλο το θησαυρü του στον ΣωτÞρα και γÝμισε το σπßτι του λεπροý με τα πιο πολýτιμα μýρα του νÜρδου.
     ΕυτυχισμÝνοι κεßνοι που οι καρδιÝς τους τσακßζουνε και που βρßσκουνε στη συγνþμη, τη γαλÞνη. Πως αλλιþς μποροýσεν ο Üνθρωπος να καθαρßσει απü τα κρßματα, την αμαρτωλÞ του ψυχÞ; Απü που αλλοý μπορεß να μπει ο γιος του Θεοý, αν üχι απü τη τσακισμÝνη καρδιÜ μας;
     Κι ο Üνθρωπος με τον μαυρισμÝνο λαιμü και τα καθαρÜ γυÜλινα μÜτια, περιμÝνει τ' Üγια χÝρια που οδηγÞσανε στον ΠαρÜδεισο τον ληστÞ. Γιατß ο Κýριος δε καταφρονεß τη τσακισμÝνη και μετανοημÝνη καρδιÜ.
     Ο Üνθρωπος με τα κüκκινα, που διαβÜζει τον νüμο, του παραχþρησε τρεις βδομÜδες ζωÞ, τρεις μικρÝς βδομÜδες για να φÝρει το βÜλσαμο στη ψυχÞ του, να εξαγνßσει και ξεπλýνει απü τη παραμικρÞ σταγüναν αßματος στα χÝρια του, που κρατÞσανε το μαχαßρι.
     Με τα ματωμÝνα δÜκρια ξÝπλυνε το χÝρι του, το χÝρι που κρÜτησε τ' ατσÜλι. Γιατß μüνο το αßμα ξεπλÝνει το αßμα και μüνο τα δÜκρια γιατρεýουνε κι η Üδικη κηλßδα του ΚÜιν γßνετ' η χιονüλευκη του Χριστοý σφραγßδα.

                                                         VI
     Μες στη φυλακÞ του ΡÞντινγκ, κοντÜ στη πüλη, εßν' Ýνας ατιμασμÝνος τÜφος. Μες σ' αυτüν κεßτεται Ýνας Üνθρωπος που η Üγρια φλüγα τονε λυþνει, τυλιγμÝνος σ' Ýνα σεντüνι που 'χε το χρþμα της φωτιÜς κι ο τÜφος του δεν Ýχει λουλοýδια, μÞτε κι üνομα.
     Εκεß ας κοιμÜται ως τη μÝρα που ο Χριστüς θα καλÝσει τους νεκροýς απü τους τÜφους να ξυπνÞσουνε. Δεν οφελοýνε σ' αυτüνε στεναγμοß, σπαραγμüς και δÜκρια. Ο Üνθρωπος εßχε σκοτþσει ü,τι αγαποýσε κι Ýπρεπε να πεθÜνει.
     Και καθÝνας σκοτþνει ü,τι αγαπÜ κι üλοι ας ξÝρουμε πως ο νÝος σκοτþνει με τα μÜτια γεμÜτα μßσος, Üλλοι με χαúδευτικÜ λüγια, ο δειλüς μ' Ýνα φιλß κι ο αντρεßος με το σπαθß.

                                                     Τ Ε Λ Ο Σ

ΑθÞνα 1977: Εκδüσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗ 
ΕπιμÝλεια:
ΜÜνος ΡοδÜκης μτφρ.: Κατερßνα ΠαπÜ Διüρθωση: ΜαλÝνα ΚαναβÜκη
-----------------------------------------------

  Η ΣιωπÞ Του ¸ρωτα

¸τσι üπως συχνÜ ο Þλιος
με την εντυπωσιακÞ του λÜμψη
διþχνει το θαμπü φεγγÜρι,
üσο και αν αντιστÝκεται
στη σκοτεινÞ σπηλιÜ του,
χωρßς να ακοýσει
οýτε Ýνα τραγουδι απü το αηδüνι
Ýτσι η ομορφιÜ σου
μου σφραγßζει τα χεßλη
και κÜνει παρÜφωνα για μÝνα
τα πιο üμορφα τραγοýδια.

Κι üπως την αυγÞ
πÜνω απü τα λιβÜδια
περνÜ ο Üνεμος
με τα ορμητικÜ του φτερÜ
και σπÜει τα καλÜμια
με τα δυνατÜ φιλιÜ του
που αυτÜ μüνο, μποροýν
να γßνουν üργανα τραγουδιοý
Ýτσι τα ορμητικÜ μου πÜθη,
παραδÝρνουν συνÝχεια μÝσα μου
και η τüσο μεγÜλη αγÜπη
κÜνει την αγÜπη μου βουβÞ.

¼μως τα μÜτια μου δεßξαν εσÝνα
γιατß εßμαι σιωπηλüς
κι η λýρα μου ακοýρδιστη
πριν γßνει ο χωρισμüς μοιραßος
και πριν μας αναγκÜσει να φýγουμε
εσý για Üλλα χεßλη
που τραγουδοýν με αρμονßα
κι εγþ εδþ να αναπολþ μÜταια
φιλιÜ που δεν Ýδωσα,
τραγοýδια που δεν εßπα...



 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers