ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÐáôáôæÞò ÓùôÞñçò: ÅðáíáóôÜôçò Åîáßñåôïò Ìá÷çôÞò

                                                Βιογραφικü

    ΔιηγηματογρÜφος και θεατρικüς συγγραφÝας. ΓεννÞθηκε στη ΜεσσÞνη το 1914 κι αποφοßτησε απü το ΓυμνÜσιü της. Διπλωματοýχος της ΓαλλικÞς Ακαδημßας Αθηνþν και σπουδαστÞς της ΝομικÞς. ¸λαβε μÝρος στην ΕθνικÞ Αντßσταση με το ΕΑΜ Μεσσηνßας. Πρωτοφανερþθηκε απü το περ. «Ελεýθερα ΓρÜμματα» (1945) με το αντιστασιακü διÞγημα «Ιχ τÝσσερα». Σποýδασε νομικÜ στο ΠανεπιστÞμιο Αθηνþν χωρßς üμως να εξασκÞσει το επÜγγελμα γιατß αμÝσως μετÜ τον πüλεμο αφοσιþθηκε ολοκληρωτικÜ στα γρÜμματα κι ασχολÞθηκε σ' üλη του τη ζωÞ με τη δημοσιογραφßα. Επßσης, μελÝτησε σε βÜθος τη γαλλικÞ γλþσσα κι απoφοßτησε απü το Institut Francais d' Athenes. ¸γραψε διηγÞματα, μυθιστορÞματα και μετÝφρασε, ΝτοστογιÝφσκη, ΤσβÜιχ, ΜορουÜ, ΘερβÜντες, ΜορÜβια και Σολζενßτσιν.
     ΣυνεργÜστηκε με τα περιοδικÜ Ο Ταχυδρüμος κι ΟικογÝνεια κι ασχολÞθηκε επαγγελματικÜ με τη λογοτεχνικÞ μετÜφραση. ΥπÞρξε μÝλος της Εταιρεßας Θεατρικþν ΣυγγραφÝων και της Εταιρεßας ΣυγγραφÝων. ΤιμÞθηκε με το βραβεßο ΕθνικÞς Αντßστασης (1946 για τα ΜατωμÝνα χρüνια), το βραβεßο του παγκüσμιου διαγωνισμοý διηγÞματος του εκδοτικοý οßκου New Herald Tribune (1950-1951 για το διÞγημα ΝερÜιδα του βυθοý) και το Α’ κρατικü βραβεßο διηγÞματος (1981 για το Στο χÜος). Ο ΠατατζÞς ανÞκει στη μεταπολεμικÞ γενιÜ της ελληνικÞς πεζογραφßας. Με σημεßο εκκßνησης τα ΜατωμÝνα χρüνια, ενδεικτικü παρÜδειγμα της ελληνικÞς πεζογραφικÞς παραγωγÞς με θÝμα την ΕθνικÞ Αντßσταση, και κορýφωση της δημιουργικÞς του πορεßας το μυθιστüρημα ΜεθυσμÝνη Πολιτεßα, αφιÝρωσε το σýνολο του Ýργου του στον προβληματισμü γýρω απü την επßδραση που Üσκησαν τα γεγονüτα της γερμανικÞς κατοχÞς και του εμφυλßου στη μεταπολεμικÞ κοινωνικÞ πραγματικüτητα στη χþρα μας, στα πλαßσια μιας ιδιαßτερα προσωπικÞς γραφÞς με χαρακτηριστικÜ στοιχεßα τη λεπτÞ ειρωνεßα και την απαισιüδοξη οπτικÞ του μÝλλοντος.
     ΓεννÞθηκε το 1914 στο Νησß της επαρχßας ΜεσσÞνης του νομοý Μεσσηνßας. ΟρφÜνεψε απü πατÝρα στα 6 και πÝρασε στερημÝνα παιδικÜ χρüνια. ΤÝλειωσε το γυμνÜσιο στη ΚαλαμÜτα το 1932 και γρÜφτηκε στη νομικÞ σχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν, αναγκÜστηκε ωστüσο για λüγους οικονομικÞς ανÝχειας να διακüψει τις σπουδÝς και να δþσει εξετÜσεις στη ΣχολÞ ΧωροφυλÜκων. ΥπηρÝτησε στη ΛιβαδειÜ με το βαθμü του ενωμοτÜρχη, μετÜ την επιβολÞ της γερμανικÞς κατοχÞς üμως λιποτÜκτησε και κατÝφυγε στο αντÜρτικο, στρατεýτηκε στον Ε.Λ.Α.Σ.. Στην ΑθÞνα, üπου Ýζησε ως το θÜνατü του, επÝστρεψε μετÜ την απελευθÝρωση.



     ΑνÞκει μεταξý 1945-50 στους πλÝον προβεβλημÝνους αριστεροýς συγγραφεßς: δημοσιεýει αντιστασιακÜ διηγÞματα, συμμετÝχει στη συντακτικÞ επιτροπÞ του περιοδικοý Ελεýθερα ΓρÜμματα κι εßναι αναγνωρισμÝνος απü τους ιδεολογικοýς του αντιπÜλους. ΠαρολαυτÜ, δεν εντÜσσεται ποτÝ στον κομματικü μηχανισμü, συγκροýεται με το σταλινικü του πυρÞνα και γρÞγορα απομακρýνεται απü τους πολιτικοýς του συντρüφους. ΠαραμÝνει μÝχρι το τÝλος δεμÝνος με τον πολιτικü του οραματισμü (ü,τι κι αν μπορεß να σημαßνει για μας σÞμερα ο üρος «αταξικÞ κοινωνßα») κι η επανÝκδοση του Ýργου του συνιστÜ μια πρþτης τÜξεως ευκαιρßα για να μελετÞσουμε τις αναζητÞσεις των πεζογρÜφων της πρþτης μεταπολεμικÞς γενιÜς τüσο στο θεματογραφικü üσο και στο μορφολογικü επßπεδο.
      ¸χει γρÜψει διηγÞματα, μυθιστορÞματα, θεατρικÜ Ýργα κι Ýνα δοκßμιο. ΕργÜστηκε κατÜ καιροýς σε διÜφορες εφημερßδες και περιοδικÜ, στο ραδιüφωνο, στη τηλεüραση καθþς και σε πολλοýς εκδοτικοýς οßκους, σαν μεταφραστÞς κι επιμελητÞς εκδüσεων. ΜÝλος της Εταιρßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν και της Εταιρßας ΕλλÞνων Θεατρικþν ΣυγγραφÝων. ΠολλÜ Ýργα του Ýχουν μεταφραστεß σε ξÝνες γλþσσες: ρουμανικÜ, γαλλικÜ, δανÝζικα, σουηδικÜ, γερμανικÜ. ΤιμÞθηκε με 3 βραβεßα: ΕθνικÞς Αντßστασης, Παγκοσμßου Διαγωνισμοý ΔιηγÞματος και Κρατικü.
      Η συλλογÞ διηγημÜτων του ΜατωμÝναΧρüνια τιμÞθηκε με το Α´ Βραβεßο ΕθνικÞς Αντßστασης (1945). Το διÞγημα ΝερÜιδα Του Βυθοý βραβεýτηκε στον Παγκüσμιο Διαγωνισμü ΔιηγÞματος που οργÜνωσε το εκδοτικü συγκρüτημα New York Herald Tribune το 1950-1951. ΠÞραν μÝρος 23 χþρες και κρßθηκαν, συνολικÜ, πÜνω απü 100.000 διηγÞματα. Στη τελικÞ κατÜταξη κατÝλαβε μιαν απü τις 2ες θÝσεις, με διαφορÜ μιας ψÞφου απü τα 4 πρþτα και περιελÞφθη στην Ýκδοση «World Prise Stories» του αγγλικοý εκδοτικοý οßκου Odhams üπου δημοσιεýτηκαν τα 45 καλýτερα διηγÞματα του διαγωνισμοý καθþς και τη ΔανÝζικη Ανθολογßα: «ΤριÜντα Μαιτρ Του ΔιηγÞματος» των Jens Kruusse  & Ole Storm, κι Ýχει ανθολογηθεß στη «ΜοραÀτικη Πεζογραφßα» του Νßκου ΚαρÜμπελα. Στην ΕλλÜδα, ο διαγωνισμüς Ýγινε απü τη ΚαθημερινÞ  με κριτικÞ επιτροπÞ τους Κων. ΤσÜτσο, Κλ. ΠαρÜσχο κι Αιμ. Χουρμοýζιο. Το ßδιο διÞγημα μεταφρασμÝνο στα γαλλικÜ, αγγλικÜ κι ινδικÜ ανθολογÞθηκε σε μιαν ανθολογßα με τßτλο Τα Καλλßτερα ΔιηγÞματα Του Κüσμου.



     ΜετÝφρασε ΝτοστογιÝφσκυ, ΤσβÜιχ, Κρüνιν, ΜωρουÜ, ΜωριÜκ, ΣτÜινμπεκ, ΜπροντÝ κ.Ü. ΕργÜσθηκε ως δημοσιογρÜφος στις εφημερßδες «Δημοκρατικüς Τýπος», «ΕλληνικÞ ΗμÝρα» κ.Ü. ΣυνεργÜσθηκε στα περ. «ΝÝα Εστßα», «ΦιλολογικÞ ΠρωτοχρονιÜ», «ΟικογÝνεια», «Λογοτεχνικü Ημερολüγιο», «Ταχυδρüμος» κ.Ü. Διασκεýασε επßσης με πολλÞ επιτυχßα, για το θÝατρο, το Ýργο του Γ. ΧÜσεκ «Ο καλüς στρατιþτης ΣβÝικ» και τον «Δον Καμßλλο» του ΓκουαρÝσκι. ¢λλα Ýργα του θεατρικÜ εßναι «ΕπιστροφÞ απü το Μποýχεβαλντ» (1946), «Η χρυσÞ φυλακÞ» (1959) «Ο ΔιÜκος» (1961) και το ιστορικü δοκßμιο «Ι. Σοφιανüπουλος – Ýνας επαναστÜτης χωρßς επανÜσταση» (1962). Ενþ Ýχει προηγηθεß το πασßγνωστο μυθιστüρημÜ του «ΜεθυσμÝνη Πολιτεßα» (1948) ακολουθοýν η συλλογÞ διηγημÜτων του «Ο ΧαμÝνος ΠαρÜδεισος» (1965), το «ΠÝνθιμο ΕμβατÞριο» (1978), τα θεατρικÜ του «Ο ΛεγεωνÜριος» και «ΚÜτω οι γυναßκες» και θεατρικÝς διασκευÝς του απü Ýργα ΝτοστογιÝφσκι, ΤσÝχωφ, και Üλλων. ¸ργα του Ýχουν μεταφραστεß και κυκλοφορÞσει σε πολλÝς ευρωπαúκÝς χþρες. Το λογοτεχνικü του Ýργο Ýχει, γενικÜ, κοινωνιστικü χαρακτÞρα, ο ρεαλισμüς του üμως δεν εßναι ποτÝ πεζüς, δεν ξεπÝφτει στο νατουραλισμü οýτε, πολý περισσüτερο, στον κοινωνικü βερμπαλισμü. ΔιαπνÝεται πÜντοτε απü μια ποιητικÞ διÜθεση και διανθßζεται με λεπτü και πικρü χιοýμορ που φθÜνει ως τον σαρκασμü. Αντλεß τα θÝματÜ του κυρßως απü τη ζωÞ της ελληνικÞς επαρχßας και η συμπÜθειÜ του στρÝφεται προς τους αδýναμους και τους αδικημÝνους απü την κοινωνßα Þ τη φýση που βασανßζονται εßτε απü τους Üλλους εßτε απü τον ßδιο τους τον εαυτü, απü την πλÞξη της επαρχßας, απü τη φτþχεια, τη σεξουαλικÞ πεßνα και την εξαθλßωση.
     ¸γραψε "Το ΠÝνθιμο ΕμβατÞριο", καθαρÜ πολιτικü μυθιστüρημα, που στρÝφεται εναντßον της ηγεσßας του ΚΚΕ, στην οποßα καταλογßζει üλα τα λÜθη που οδÞγησαν στον εμφýλιο και την Þττα. Το βιβλßο κυκλοφορεß 3 μüλις χρüνια μετÜ (1978) το "Κιβþτιο" του 'Αρη ΑλεξÜνδρου (1975) κι αποτελεß μ' αυτü, μιαν ιστορικÞ πραγματικüτητα, μιαν οξýτατη κομματικÞ κριτικÞ, μιαν ανελÝητη εκ των Ýνδον επßθεση, που δε διστÜζει μπροστÜ στο παραμικρü. ¸γραψεν επßσης τη "ΜεθυσμÝνη Πολιτεßα", τα "ΜατωμÝνα Χρüνια", τον "ΧαμÝνο ΠαρÜδεισο", το θεατρικü "ΕπιστροφÞ Απü Το Μποýχεβαλντ", το "ΘÜλαμοι ΣιωπÞς", τα "ΧρονικÜ", "ΠαρÜβαση ΚαθÞκοντος", "ΔιÜκος", το εκπληκτικü δοκßμιο "Ι. Σοφιανüπουλος: ¸νας ΕπαναστÜτης Χωρßς ΕπανÜσταση" κ.Ü. Αξßζει να σημειωθεß πως Ýχαιρε ιδιαßτερης εκτßμησης στο εξωτερικü, εκτüς απü τις καλÝς κριτικÝς που Ýλαβε στη πατρßδα του. 



     ΠÝθανε 17 Ιουνßου 1991, σ' ηλικßα 77 ετþν.
     Ο ΣωτÞρης ΠατατζÞς, απü τους πρþτους μεταπολεμικοýς πεζογρÜφους, που στρÝφουν τον αναγνþστη στην ΚατοχÞ, στην Αντßσταση και στον Εμφýλιο, καταγρÜφει, εκτüς των Üλλων, τον αφÜνταστο βασανισμü απροσμÝτρητων κατακτημÝνων, χωρßς να σιωπÜ για τα θýματα μεταξý των κατακτητþν. Κατορθþνει την πÜλη, ανÜμεσα στα ανελÝητα πλÞγματα και την αντιμετþπισÞ τους, να την μετουσιþσει σε τÝχνη του πεζοý λüγου, αμÝσως μετÜ την απελευθÝρωση, σε ηλικßα μüλις τριÜντα ενüς ετþν. Πολý νωρßς κατακτÜ τη θÝση μεταξý της Ιστορßας και της Λογοτεχνßας και παραμÝνει μÝχρι την ΑπελευθÝρωση. ΝÝος προβληματιζüμενος, με πλÞθος αντιστασιακþν βιωμÜτων αλλÜ Üγνωστος στα ΓρÜμματα ως το 1945. Το καλοκαßρι εκεßνου του Ýτους εκπλÞσσει το αναγνωστικü κοινü του περιοδικοý «Ελεýθερα ΓρÜμματα», με το εξαιρετικü, αντιστασιακü διÞγημα υπü τον τßτλο «Ich… τÝσσερα» -Εγþ… το τÝσσερα. Επιβεβαιþνει την συγγραφικÞ του ωριμüτητα το 1946, συλλογÞ αντιστασιακþν διηγημÜτων, τα «ΜατωμÝνα Χρüνια», η οποßα üμως κατασχÝθηκε υπü το φÜσμα του Εμφυλßου, παρÜ τη θετικÞ αποδοχÞ της üχι μüνο απü την αριστερÞ αλλÜ και απü τη συντηρητικÞ κριτικÞ. Επανεκδßδεται το 1965 με πρüταξη εßκοσι δýο «Χρονικþν» της Αντßστασης, αναφερüμενων σε καßριες ιστορικÝς τραγωδßες της ΚατοχÞς, απü το «ΜονοδÝντρι» της ΣπÜρτης μÝχρι το «ΚομμÝνο ¢ρτας», καθþς και σε μορφÝς, εμφανεßς Þ αφανεßς, üπως ο ¢ρης Βελουχιþτης Þ ο ΘανÜσης Σοýμπλης.
     ΑφηγητÞς Üμεσης παραστατικüτητας ο Σ. ΠατατζÞς, τüσο στα διηγÞματÜ του, üσο και στα «ΧρονικÜ» που γρÜφονται με σκοπü την προβολÞ της ιστορικÞς αλÞθειας και üχι της λογοτεχνικÞς του δυνατüτητας, παρουσιÜζει αυτοýσια τη φασιστικÞ βαρβαρüτητα και ανεξÞγητη. ΔιαβÜζουμε στο κεßμενο «ΧορτιÜτης»: «Να λιþνεις το κρανßο ενüς μωροý χτυπþντας το στον τοßχο; Τι εξÞγηση να δþσεις πια σε τοýτη την πρÜξη; Ποια “λογικÞ πολÝμου” να επικαλεσθεßς; Δεν βρßσκεις τßποτα, δεν υπÜρχει Ýδαφος για να πατÞσεις». Αντßθετα, η Αντßσταση, κÜποτε και «παρÜλογη» σýμφωνα με τον κοινü νου, Ýχει λογικÞ αφετηρßα: «…Ζοýσαμε σ’ Ýνα κλßμα τραγικü…», υπενθυμßζει ο συγγραφÝας στον πρüλογο της Ýκδοσης του 1965, που αναφÝρθηκε. «…αναμετριüμαστε κÜθε μÝρα και κÜθε νýχτα με το θÜνατο –πþς μποροýσε μια τÝτοια εποχÞ να μην Ýχει και τους ÞρωÝς της και τις τραγικÝς της διαστÜσεις, και τους ωραßους της ανθρþπους;».



     Φεýγοντας απü τη ζωÞ ο ΣωτÞρης ΠατατζÞς, το 1991, κληροδüτησε πλοýσιο, πολυδιÜστατο και λογοτεχνικÞς καταξßωσης Ýργο. ΕνδεικτικÜ, το γνωστü μυθιστüρημα «ΜεθυσμÝνη Πολιτεßα», τα βιβλßα διηγημÜτων με τßτλους «ΧαμÝνος ΠαρÜδεισος» και «Το ΧÜος», απü τα θεατρικÜ του την «ΕπιστροφÞ απü το Μποýχενβαλντ» και τη θεατρικÞ διασκευÞ του «Καλοý Στρατιþτη ΣβÝικ» καθþς και δημοφιλεßς μεταφρÜσεις. Η συλλογÞ διηγημÜτων «ΝερÜιδα του Βυθοý» περιλÜμβανε το ομüτιτλο αριστοτεχνικü διÞγημα, που εßχε επιφυλÜξει στον συγγραφÝα το βραβεßο του καλýτερου ελληνικοý διηγÞματος, το 1951. Τη «ΝερÜιδα» χþριζε απü τον συγκρατοýμενü της μια μεσοτοιχßα, üπου γραφüταν μια ιδιüμορφη, εξαιρετικÞ ερωτικÞ ιστορßα, με σÞματα Μορς! ΚαταδικασμÝνη απü την πραγματικüτητα, κρßθηκε ως Ýνα απü τα ωραιüτερα διηγÞματα στο πλαßσιο του Παγκüσμιου Διαγωνισμοý ΔιηγÞματος, που εßχε προκηρýξει η New York Herald Tribune και θριÜμβευσε μεταφρασμÝνη σε πενÞντα δýο γλþσσες.
     Ο πüλεμος Ýκανε üλους τους κατακτημÝνους «παιδιÜ της ßδιας μÜνας – της ΣυφορÜς», γρÜφει ο Σ. ΠατατζÞς, παρÜ τις διαφοροποιÞσεις τους. Στις συνταρακτικÝς σελßδες που απαρτßζουν τα «ΜατωμÝνα Χρüνια», οι πολλοß της «σκλαβωμÝνης πολιτεßας» Ýχουν περιÝλθει στο ανýπαρκτο Ýλεος της πανταχοý παροýσας βßας, του θανÜτου και της πεßνας. Ο θÜνατος στο αλβανικü μÝτωπο εξακολουθεß να αφÞνει Üφωνη τη μÜνα, το καρÜβι του Ερυθροý Σταυροý με το σιτÜρι-σωτηρßα αργεß, η βýθισÞ του γιγαντþνει ανεξÝλεγκτη την απüγνωση του πατÝρα με το μικρü, ετοιμοθÜνατο απü την πεßνα παιδß του. ¸νας νÝος Üνδρας ξÝρει üτι διπλανοß του δßνουν στα παιδιÜ τους το επικßνδυνο σκυλßσιο κρÝας. Ξεκßνησε τη ζωÞ του με üνειρα κοινωνικÞς ανÜδειξης –«θα γßνω δικαστÞς» Ýλεγε- αλλÜ τþρα η πüλη «για τ’ αλλοý… δεν Ýχει οδü» και με μακÜβριους φüβους, χωρßς τη διÜθεση της αντßστασης, προκαλεß ο ßδιος τους πυροβολισμοýς του εχθροý. Αντßθετα, κÜποιοι νÝοι πιστεýουν üτι μια οργÜνωση θ’ αλλÜξει τον κüσμο, γρÜφουν την παρÜνομη εφημεριδοýλα τους, για να τους αναγκÜσει τελικÜ η Ýφοδος των Γερμανþν να παραδεχτοýν üτι οι νεκροß θα γρÜψουν την ιστορßα της υπÝροχης οργÜνωσης, üχι με μελÜνι· με αßμα.
     ºσως, πÜντοτε οι νεκροß να συνεχßζουν τον αγþνα, για Ýνα δßκαιο κüσμο, ωστüσο την ιστορßα της ΕλληνικÞς Αντßστασης Ýνα μεγÜλο τμÞμα του ελληνικοý λαοý την Ýγραφε. ΠροσθÝτουμε, üμως, üτι αχαρακτÞριστο ρüλο διαδραμÜτισαν, Ýνα σημαντικü ποσοστü της «ιδιüτυπης» αστικÞς τÜξης, με αδßστακτη ιδιοτÝλεια καθþς και οι νεüπλουτοι της μαýρης αγορÜς, σýμφωνα με την ιστορικÞ Ýρευνα για την οικονομικÞ κατÜσταση της καθημαγμÝνης ΕλλÜδας επß ΚατοχÞς και μετÜ τη λÞξη της.



     Στη "ΜεθυσμÝνη Πολιτεßα" του, Ýνα παλιü μυθιστüρημα που δικαιþνει την φÞμη του  -και μÜλιστα χωρßς τυμπανοκρουσßες-καθþς ενþ γρÜφτηκε το 1948 τρεις 10ετßες μετÜ, το 1980,στεκüταν σθεναρÜ üρθιο απÝναντι στον χρüνο σαν τηλεοπτικÞ σειρÜ- που üπως λÝνε οι γνωρßζοντες τα του χþρου Ýμεινε στην ιστορßα σαν μια απü τις καλýτερες που Ýχουν βασιστεß σε λογοτεχνικü Ýργο-σε μια μεταβατικÞ φÜση üταν εßχε αρχßσει να διαφαßνεται σαν πολý πιθανÞ μια αλλαγÞ πολιτικþν δεδομÝνων που κανÝνας δεν μποροýσε να φανταστεß πως ακριβþς θα γινüταν(η αλλαγÞ ντε) Þ τι θα την αποτελοýσε και ýστερα κι απ´αυτü, Üλλες τρεις δεκαετßες μετÜ, στις μÝρες μας δηλαδÞ,παραμÝνει ζωντανü κι ενδιαφÝρον,Ýχει πρÜγματα σημαντικÜ να ξαναβÜλει κι üχι μüνον να χρησιμεýει στο μÜθημα της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας σαν κεßμενο που αποτýπωσε μιαν εποχÞ που πÝρασε κι Üφησε κι αυτÞ τα σημÜδια της-Üρα πÜντα θα μας απασχολεß,ας το πω Ýτσι,ακαδημαúκÜ-αλλÜ να διαβÜζεται σαν αυτü που πραγματικÜ Ýχουμε ανÜγκη: θαρραλÝα κατÜδυση στην ανθρþπινη ψυχÞ ασχÝτως του κοινωνικοý ενδýματος και του ρüλου που της αναθÝτει Þ της επιβÜλλει η συγκυρßα,διαχρονικü δηλαδÞ και γι αυτü σημαντικü μυθιστüρημα μιας εθνικÞς λογοτεχνßας με τσαγανü και üραμα.
     Ο ΠατατζÞς μÝσα απü την παραμονÞ ενüς μπουλουκιοý üσο κρατοýν οι παραστÜσεις του σε μια μικρÞ πüλη-την δικÞ του γενÝτειρα,την ΜεσσÞνη της ΠελοποννÞσου-(κατα) γρÜφει την απþλεια και ως απþλεια στην αφÞγησÞ του δεν νοεßται ο θÜνατος μα κι Üλλα,λιγüτερο Þ περισσüτερο συνÞθη   και πÜντως ποικßλα,αρχßζοντας απü το να χαθεß η αθωüτητα της Ýστω και δýσκολης παιδικÞς ηλικßας ενüς ορφανοý κοριτσιοý που πρÝπει να τα βγÜλει πÝρα με την ενÞλικη ζωÞ του στο μεσοδιÜστημα δυο πολÝμων Ýως και το να συντριβεß η σαν τις αλκυονßδες μÝρες ενüς κρýου ΓενÜρη προκýψασα ερωτικÞ ελπßδα ενüς ξοφλημÝνου- απü Ýναν υποκριτικü περßγυρο που δεν κοιτÜ τα χÜλια του θεωροýμενου Ýτσι - γυμνασιÜρχη επαρχιακοý σχολεßου.



     Την απþλεια σε üλα της τα επßπεδα και τις εκδοχÝς,αυτÞν που προκαλεßται απü τα ατομικÜ, μικρÜ Þ μεγÜλα,καθημερινÜ Þ Ýκτακτα οικογενειακÜ γεγονüτα που σημαδεýουν τους βßους των απλþν ανθρþπων,εκεßνων που ο μεγÜλος μας ΓιÜννης Ρßτσος τους Ýλεγε ανþνυμους αγßους,αλλÜ και απü τα κοινωνικοúστορικÜ,αυτÜ που αποτελοýν το απαρÜλλαχτο σκηνικü της ανθρþπινης ιστορßας απü καταβολÞς κüσμου,αυτÜ που συμβαßνουν πÝρα απü την βοýληση των ατüμων,που προκαλοýνται απü τις φωτισμÝνες Þ τις φρικαλÝες επιλογÝς των δυνατþν -κυρßως απ´αυτÝς-και  βαραßνουν ýστερα με την θλιβερÞ σκιÜ τους γενιÝς και γενιÝς.
     Ο ΠατατζÞς αφηγεßται τριτοπρüσωπα,αλλÜ καταλαβαßνουμε απü φρÜσεις τýπου "στην μικρÞ μας πüλη" üτι ο αφηγητÞς εßναι αποστασιοποιημÝνα εκεßνος,σαν Ýνας απü τους κατοßκους που Ýχει παρακολουθÞσει τα γεγονüτα και μας τα μεταφÝρει με γλυκüπικρο χιοýμορ που συχνÜ στο κεßμενο γßνεται εýστοχος σαρκασμüς,με γλαφυρüτητα,ακρßβεια και σχεδüν γραμμικÜ ως προς τον χρüνο , διανθßζοντÜς τα με λßγες αναγκαßες αναδρομÝς στο παρελθüν τις οποßες σαν ιστορßες δεν θα Ýλεγα καν εγκιβωτισμÝνες μα πληροφορßες στην σωστÞ στιγμÞ ßσα ßσα για να μÜθουμε κÜποια πρÜγματα για τα δυο πιο χαρακτηριστικÜ πρüσωπα που σηκþνουν το αλληγορικü βÜρος:την ΡÝνα που εßναι η ενζενß του θιÜσου και τα πÜντα περιστρÝφονται γýρω της καθþς γßνεται απü την πρþτη στιγμÞ το αντικεßμενο του πüθου,του φθüνου,της αγÜπης,του ενδιαφÝροντος τÝλος πÜντων üλων,ανδρþν και γυναικþν και τον Μπε,τον ευαßσθητο "τρελü"της πüλης,που εßναι πιο καλüς και σωστüς απü πολλοýς απü τους επιφανεßς της πολιτειοýλας κι ας μιλÜ αυτüς  μες στη μοναξιÜ του με τις κατσßκες του που τους Ýχει δþσει κι ανθρþπινα ονüματα.
     ¼μως κι üλα τ' Üλλα πρüσωπα Ýχουν διαχρονικü ενδιαφÝρον. Θα τολμÞσω να πω üτι Ýστω και με παραλλαγÝς (και Þταν ÝκπληξÞ μου,την ομολογþ)ακüμα και στις μÝρες μας-σιγÜ δηλαδÞ ποιες εßναι οι μÝρες μας,κÜνουμε σαν να Ýπαψε να γßνεται μÜχη ανÜμεσα στο καλü και στο κακü-τα συναντÜς:



     Ο Παμεινþντας,ο πλοýσιος Ýμπορος που δεν εßναι üμως το αμüρφωτο και φιλÜργυρο τομÜρι που θα περßμενε κÜποιος,ο κÜποτε ποιητÞς και τþρα τιποτÝνιος θιασÜρχης,ο αλκοολικüς καρατερßστας ο επονομαζüμενος Σοýρας Þ Κολοκυθολοýλουδο,οι ηττημÝνες μαραμÝνες πρþην πρωταγωνßστριες σαν εκεßνην με το γελοßο üνομα ΜπÝμπα,ο μοναχικüς γυμνασιÜρχης,η γεροντοκüρη γαλλικοý που την φωνÜζουν Φραγκüκοτα,το φασιστüμουτρο ο θεολüγος,ο γιατρüς που δεν εßναι ντüπιος αλλÜ Ýχει μεßνει εκεß βλÝποντας τις ανÜγκες τους για να τους βοηθÞσει και üντως το πρÜττει ανιδιοτελþς κι αυτοß του αντιγυρßζουν αχαριστßα παραδομÝνοι στις δεισιδαιμονßες τους,ο Üτεκνος διοικητÞς της αστυνομßας που κυνηγÜει μÜταια τον περιβüητο επαναστÜτη Πελοπßδα,ο ßδιος ο Πελοπßδας ,θετικÜ σμιλεμÝνος χαρακτÞρας επαναστÜτη απρüσμενα προσγειωμÝνου,λÜτρη της ζωÞς και üχι του δÞθεν ηρωικοý σε αντιδιαστολÞ με τον θεωρητικοýρα ηθοποιü με το παρατσοýκλι ΜιζÝριας διανοοýμενο της συμφορÜς που τον νοιÜζει Ýνα ηρωικü φαßνεσθαι γιατß κατÜ βÜθος φοβÜται την πÜλη που δεν φαßνεται να τελειþνει ποτÝ στην μßζερη γÞινη ζωÞ του,ο τσιφοýτης φαρμακοποιüς και η φαντασμÝνη γυναßκα του,ο ταβερνιÜρης με την δικιÜ του γυναßκα,βßαιη και αυταρχικÞ αυτÞ και πολλοß ακüμα που πηγαινοÝρχονται σε μικρÝς και μεγÜλες πολιτεßες ανÜ τους αιþνες και στην παγκüσμια λογοτεχνßα , χαρακτÞρες παρμÝνοι απü την ζωÞ των ανθρþπων που παρÜ το πÝρασμα τüσων χρüνων δεν φαßνεται ν´αλλÜζει.

     Εδþ θα μπορÝσετε να δεßτε üλο το σÞριαλ "ΜεθυσμÝνη Πολιτεßα" απü το αρχεßο της ΕΡΤ: 

------------------------------------------------

                     Ο ΑνÝστος Γυρεýει Την Ευτυχßα

     ¢λλοτε γýριζε απü τüπο σε τüπο δουλεýοντας σ' ασβεστοκÜμινα Þ σε κανÝνα καρβουνÜδικο Þ σε τßποτα ξυλοκüπους. Του Üρεσε πολý να ζει πÜνω στα βουνÜ Þ σε μÝρη αποτραβηγμÝνα üπου σπÜνια τον Ýβλεπαν οι γυναßκες. ¼χι πως δε τις Þθελε τις γυναßκες, ßσα-ßσα μÜλιστα. Μüλις δεν εßχε δουλειÜ και ξÜπλωνε κÜτω απü τον ßσκιο κÜποιου δÝντρου, üλο γυναßκες χοροπηδοýσανε στο μυαλü του. ¹ξερε üμως πως Þταν γραφτü του να μην αγγßξει ποτÝ αυτÜ τα πλÜσματα. Γιατß Þτανε κακομοýτσουνος και στραβοπιασμÝνος. Η Üτιμη η μýτη του Ýγερνε λßγο δεξιÜ, üπως κι η κÜτω μασÝλα κι ο λαιμüς του μα και το κορμß του ολÜκερο. Τονε κοßταζες κι Ýλεγες πως ο Θεüς, αφοý τον Ýπλασε, μετÜνιωσε αμÝσως και τοýδωσε μια γερÞ σφαλιÜρα για να τον γκρεμßσει στο χÜος. ΑλλÜ δεν τον πÝτυχε καλÜ και δεν τον γκρÝμισε. Μüνο λßγο που τον στρÜβωσε και τον Üφησε να πλÝει στη ζωÞ του Ýτσι, σα μπαταρισμÝνο καρÜβι. ΚατÜ τ' Üλλα, ο ΑνÝστος Þτανε πολý γερü κüκαλο. Μποροýσε να κατεβεß απü τη κορφÞ του βουνοý μ' Ýνα τσουβÜλι κÜρβουνα στη πλÜτη Þ να ξεριζþσει με δυο κασμαδιÝς μια πουρναρüριζα, σα νÜτανε κοκκινογοýλι.
     Εßχεν Ýρθει στο χωριü με κÜτι ασβεστÜδες. ΛογαριÜζανε να στÞσουν το καμßνι τους λßγο πιο πÜνω απü κεßνο τον λüφο, üπου Þτανε το "σπßτι του ΑμερικÜνου". Οι φýλακες του Μουσεßου üμως δε τους Üφησαν, γιατß εκεß κοντÜ υπÞρχαν αρχαßα ερεßπια και μπορεß οι ασβεστÜδες να κλÝβανε τη νýχτα μÜρμαρα Þ τßποτα θεμÝλια αρχαßων σπιτιþν και να τÜριχναν στο καμßνι τους για να τα κÜμουν ασβÝστη. Τα μÜζεψε λοιπüν η κομπανßα κι Ýφυγε. Ο ΑνÝστος üμως ξÝμεινε, γιατß λÝει, του Üρεσε πÜρα πολý εκεßνο το Ýρημο σπßτι του ΑμερικÜνου. Ρþτησε αν θα μποροýσε να μεßνει κει μÝσα και του εßπανε πως εßναι λεýτερος να καθßσει σε δαýτο þσπου να τον κομματιÜσει καμιÜ νýχτα, το φÜντασμα του ΑμερικÜνου. Γιατß βÝβαια το σπßτι Þτανε στοιχειωμÝνο και πολλοß που Ýτυχε να περÜσουν απü κει πÝρα τη νýχτα, εßχαν δει κι ακοýσει πολλÜ.
     ΕξÜλλου δε μποροýσες να το πεις καλÜ-καλÜ σπßτι γιατß Þτανε μια παρÜγκα ξýλινη που καθþς στηριζüτανε σε τÝσσερα πÝτρινα πüδια, Ýμοιαζε πÜρα πολý με φωληÜ πελαργοý. Ο ΑμερικÜνος τüχτισε Ýτσι γιατß μουρλÜθηκε. Εßχε πÜει στην ΑμερικÞ για να πλουτßσει αλλÜ Ýγινε φθισικüς κι αποφÜσισε να γυρßσει πßσω, γιατß üλοι οι γιατροß που τον εßδανε στο Μπüστον, τοýπανε πως η πατρßδα του Ýχει σπουδαßο Þλιο και πως θα τονε θεραπεýσει μÝσα σε τρεις μÞνες, το πολý. Καθþς γýριζεν üμως, τονε κοýνησε τον Üνθρωπο η θÜλασσα, κουρκοýτιασε το μυαλü του και του κüλλησε η ιδÝα πως εßναι πελαργüς. ¸λεγε πως Þρθε απü το Μπüστον φτερουγþντας κι üταν τÝλειωσε το σπßτι, στεκüταν üλη τη μÝρα üρθιος στο χαγιÜτι και λιαζüτανε, ακουμπþντας πüτε στüνα πüδι, πüτε στÜλλο, σαν τους πελαργοýς. Σε τρεις μÞνες μÝσα, μüλις Þρθε ο χειμþνας και δεν εßχε πια Þλιο, αυτοκτüνησε.
     Το σπßτι ρÞμαξε γρÞγορα. Γκρεμßστηκε τüνα του πüδι κι Ýγυρε ολÜκερο κατÜ τα δεξιÜ, ακριβþς σαν τον ΑνÝστο. Οι βροχÝς Ýγλυψαν το πρÜσινο χρþμα του κι οι Üνεμοι ξεχαρβÜλωσαν τα παραθýρια. ¼λα τους σχεδüν στηρßζονται τþρα μüνο στη μια ριζÝλα κι üταν  εßναι γαλÞνη, τα βλÝπεις να κρÝμονται ασÜλευτα προς τα κÜτω, σαν τα χÝρια ενüς νεκροý που τον κρατÜς απü τη μÝση. ¼ταν üμως ξεσπÜ καμμιÜ θýελλα, ο αγÝρας σφυρßζει δαιμονισμÝνα μες απü τις χαραμÜδες, οι σκοροφαγωμÝνες πüρτες τρßζουνε κι οι τσßγκοι στο χαγιÜτι θρηνοýνε πÝνθιμα και σου φÝρνουνε στο νου χßλιες-δυο ιστορßες για βασανισμÝνες ψυχÝς που δÝρνονται τη νýχτα.
     Ο ΑνÝστος üμως δε τα φοβüτανε τα φαντÜσματα. Πßστευε πως τα στοιχειÜ δεν εßναι τßποτ' Üλλο παρ' ανθρωπÜκια που βασανιστÞκανε στη ζωÞ τους πολý. Τα λυπüταν, αλλÜ δε τα φοβüτανε καθüλου και κÜτι τοýλεγε πως κÜποτε θα στοßχειωνε κι εκεßνος. Γýριζε üλη μÝρα στον λüγγο, ξερßζωνε αγριοκουμαριÝς, αγριοπουρναριÝς και σκοßνα, πÜστωνε σε σωροýς τις ρßζες τους και περßμενε þσπου να περÜσει ο Ýμπορας. Μüλις σουροýπωνε, κατÝβαινε στο χωριü, γÝμιζε το παγοýρι οýζο, αγüραζε ψωμß, τυρß, εληÝς, κρεμμýδια και ξαναγýριζε στον λüφο. Αν τýχαινε να περÜσει μπροστÜ σε καμμιÜ νÝα γυναßκα, Ýσκυβε κι Ýκανε πως δÝνει τα κορδüνια του παπουτσιοý του. ¼ταν üμως εκεßνη προσπερνοýσε, γýριζε το κεφÜλι του, μισÜνοιγε το στüμα και στεκüταν Ýτσι κÜμποση þρα ακßνητος κοιτÜζοντας αφαιρεμÝνα τα μαλλιÜ της που κυμÜτιζαν ανÜλαφρα.
     Εκεßνο το βρÜδυ, üταν σταμÜτησε η βροχÞ, το γýρισε σε παγωνιÜ κι Ýκανε πολý κρýο. Η νýχτα ωστüσο, Þταν üμορφη και τα σπασμÝνα μÜρμαρα μπροστÜ στο Μουσεßο, αστρÜφτανε κÜτω απü το γεναριÜτικο φως. Ο ΑνÝστος εßχε μεßνει πολλÝς þρες στο χωριü, πßνοντας οýζο με τον γερο-ΝÝστορα. ΠαρÜξενο γεροντÜκι, αλÞθεια, τοýτος ο Üνθρωπος. ¹ταν Üσπρος και γαλÞνιος σαν τα σπασμÝνα αγÜλματα του Μουσεßου και σου μιλοýσε για τις γυναßκες μ' Ýνα τρüπο που αναπαυüταν η ψυχÞ σου να τον ακοýς.
     Στα νειÜτα του, τον εßχε πιÜσει μια Üγρια δßψα να γνωρßσει Üγνωστους τüπους κι Üγνωστους ανθρþπους. ΜπαρκÜρησε λοιπüν σε φορτηγü και ταξßδεψε σαρÜντα ολüκληρα χρüνια. Γνþρισε üλους τους τüπους κι üλους τους ανθρþπους της γης, τþρα üμως λÝει πως αυτü δεν ωφÝλησε σε τßποτα και πως Üδικα ξüδεψε τη ζωÞ του σ' αυτÞ τη κουταμÜρα. Γιατß, ακοýς, δεν υπÜρχουν Üγνωστοι Üνθρωποι κι Üγνωστοι τüποι. ¼λα πÜνω στη μικρÞ μας γη εßναι ßδια, απελπιστικÜ ßδια και μπορεßς θαυμÜσια να γßνεις σοφüς, χωρßς να ταξιδÝψεις καθüλου. ΦτÜνει μüνο να σηκþσεις μια φορÜ τα μÜτια σου στον ουρανü και να κοιτÜξεις προσεκτικÜ τ' αστÝρια Þ να σκýψεις μια φορÜ απü το παρÜθυρü σου και να παρακολουθÞσεις προσεχτικÜ μια κηδεßα που θα περÜ τον δρüμο. ¼ταν σηκþθηκε να φýγει ο γÝρος, Üδειασε το ποτÞρι του και του εßπε σιγÜ-σιγÜ:
 -"¼σο τþρα για τον Ýρωτα που λες πως δε τονε γνþρισες, ναι... εßναι μια ευτυχßα ο Ýρωτας. ΑλλÜ η ευτυχßα, να ξÝρεις, μοιÜζει με το γαλÜζιο χρþμα της θÜλασσας. Μüλις τη κλεßσεις στη χοýφτα σου τη θÜλασσα, πÜει... χÜνεται το γαλÜζιο χρþμα". Μισüκλεισε τα μÜτια του κι ýστερα απü μια μικρÞ παýση, πρüσθεσε εýθυμα: "Ωστüσο οι γυναßκες εßναι πλÜσματα λιγüτερο ηλßθια απü τους Üντρες. Μην ανησυχεßς, για τη μýτη σου και νÜσαι σßγουρος πως δε τις πειρÜζει πολý. Γιατß αυτÝς το ξÝρουνε πως η μýτη δε χρησιμεýει διüλου στον Ýρωτα".
     Ο ΑνÝστος γÝλασε δυνατÜ, πολý δυνατÜ -πρþτη φορÜ στη ζωÞ του εßχε γελÜσει Ýτσι. ΚρÝμασε το παγοýρι στη ζþνη του και πÞρε το δρüμο για τον λüφο. ¹τανε τüσο ζαλισμÝνος, þστε μüλις πÝρασε μπροστÜ απü το Μουσεßο κι εßδε απ' Ýξω τις αναστηλωμÝνες κολþνες, του φανÞκαν üλες σα γυναικεßα μποýτια, σηκωμÝνα κατÜ τον ουρανü. Κι üταν Ýστριψε κι εßδε να βγαßνει απü το τζÜκι του Üσπρος καπνüς, δε φοβÞθηκε διüλου, παρ' üλο που ο καπνüς αυτüς, καθþς λýγιζε στον αγÝρα, Ýμοιαζε λßγο με πελαργü. Εßπε μÜλιστα πως θÜταν ωραßο να τοýκανε καμμιÜν επßσκεψη απüψε ο ΑμερικÜνος. Θα τονε κÝρναγε οýζο και θα τονε ρωτοýσε αν Ýβλεπε και τις γυναßκες σα πελαργßνες. ¼ταν üμως Ýσπρωξε απüτομα τη πüρτα, πÜγωσε απü τρüμο. Μπρος στο αναμμÝνο τζÜκι, στεκüτανε μια γυναßκα μισüγυμνη και στÝγνωνε τα εσþρρουχÜ της. Μüλις τον εßδε Ýμπηξε μια φοβισμÝνη κραυγÞ και τυλßχτηκε üπως μποροýσε με το ροýχο ποýχε απλþσει στη φωτιÜ.
     Ο ΑνÝστος κοκκÜλωσε στη θÝση που βρισκüτανε και δε μποροýσε να κÜνει βÞμα, οýτε μπρος, οýτε πßσω. Κοßταζε τους Üσπρους þμους της γυναßκας που αστρÜφταν απü τη φωτιÜ και για μια στιγμÞ, του πÝρασε η σκÝψη πως αυτü το πλÜσμα, μπορεß νÜτανε καμμιÜ απü κεßνες τις αρχαßες θεÝς του Μουσεßου που στÝκονται Ýτσι ασÜλευτες, γÝρνοντας με χÜρη Ýτσι προς τα μπρος το κορμß τους. ¾στερα üμως θυμÞθηκε αυτü που του εßπε μια μÝρα ο φýλακας, üτι δηλαδÞ οι αρχαßοι θεοß δεν κατοικοýσαν στον ουρανü, αλλÜ στον ¼λυμπο. Απü τüτε Ýχασε κÜθε ιδÝα για τη δýναμη των αρχαßων θεþν και τους θεωροýσε εντελþς ανßκανους και για το παραμικρü θαýμα. Γιατß βÝβαια τι θαýμα μποροýσε να σου κÜνει Ýνας θεüς που Ýμενε  στα κατσÜβραχα του Ολýμπου μαζß με τους σαρακατσανÝους; Εßχε περÜσει πολλÝς φορÝς ο ΑνÝστος απü τον ¼λυμπο κι Ýβρισκε πως το βουνü αυτü Þταν κατÜλληλο μüνο για να κρýβονται στις σπηλιÝς του οι κατσικοκλÝφτες -δε θα μποροýσε λοιπüν αυτÞ να κÜνει το παραμικρü θαýμα κι αν ακüμα υποθÝσουμε πως εßναι θεÜ. ΕτοιμÜστηκε να πÜει κοντÜ για να βεβαιωθεß περισσüτερο, αλλÜ την ßδια στιγμÞ η γυναßκα γýρισε το κεφÜλι της και φþναξε λßγο θυμωμÝνα:
 -"ΠÞγαινε Ýξω χριστιανÝ μου να ντυθþ"!
 -"Ναι... Ναι... πολý ευχαρßστως", μουρμοýρισε ο ΑνÝστος και βγÞκε πÜλι Ýξω σκουντουφλþντας. ΞεκρÝμασε το παγοýρι απü τη ζþνη, Þπιε πολλÝς ρουφηξιÝς κι Üνοιξε λßγο το πουκÜμισü του για να χτυπÞσει το στÞθος του, ο παγωμÝνος αγÝρας.
 -"ΕντÜξει... ¸λα τþρα", φþναξε σε λßγο απü μÝσα η γυναßκα.
 -"Ναι... Ναι... πολý ευχαρßστως", μουρμοýρισε πÜλι ο ΑνÝστος.
 -"ΜπÞκα για τη βροχÞ", του εßπε κεßνη κÜπως ντροπαλÜ.
 -"Ναι... Ναι... πολý Üτιμο πρÜμα η βροχÞ"!
 -"Νüμισα πως δε μÝνει κανεßς εδþ μÝσα, δικü σου εßναι το σπßτι";
 -"Ναι... δηλαδÞ... δικü μου πες".
 -"Θα μπορÝσω να μεßνω απüψε δω; Αýριο θα φýγω πρωß-πρωß".
 -"¼χι, üχι να μη φýγεις!" φþναξε δυνατÜ ο ΑνÝστος. Εκεßνη τρüμαξε λßγο απü την αγριοφωνÜρα του και τον κοßταξε με μεγÜλη απορßα.
 -"Γιατß να μη φýγω;" ψιθýρισε. ΑμÝσως ο ΑνÝστος τÜχασε. 'Αρχισε να στρßβει τα δÜχτυλÜ του και κοßταζε δþθε-κεßθε πανικüβλητα, σα να γýρευε μια τρýπα για να χωθεß μÝσα.
 -"Ναι... βÝβαια... γιατß να μη φýγεις... γιατß να μη φýγεις;" μουρμοýριζε μες απü τα δüντια του κι Ýψαχνε ταραγμÝνα στις τσÝπες του για να βρει τσιγÜρα. Τα δÜχτυλÜ του üμως Üγγιξαν το παγοýρι που κρεμüτανε στη ζþνη του. Το τρÜβηξε γρÞγορα-γρÞγορα και της  το πρüσφερε με μια απüτομη κßνηση. "Πιες λßγο", της εßπε κοιτÜζοντας αλλοý, "πιες να ζεσταθοýνε τα πλεμüνια σου". Εκεßνη κοýνησε το κεφÜλι της αρνητικÜ. Του εßπε πως περπατοýσε üλη μÝρα και θÜθελε καλýτερα να της Ýδινε λßγο ψωμß αν εßχε. "Ναι... Ναι... πολý ευχαρßστως", Ýκανε πÜλι ο ΑνÝστος. ¸στρωσε το σακÜκι του ανÜποδα και σþρωσε μπρος στα πüδια της ψωμß, τυρß, εληÝς και κρομμýδι. Εκεßνη Üρχισε αμÝσως να τρþει λαßμαργα με μεγÜλες μπουκιÝς κι εßχε σκýψει το κεφÜλι σα να ντρεπüτανε πολý για τη λαιμαργßα Þ για τη πεßνα της.
 -"Πηγαßνω στην ΑθÞνα", του εßπε τεντþνοντας τον λαιμü της για να καταπιεß μια πελþρια μπουκιÜ. "¸χω κει πÝρα Ýνα μπÜρμπα πολý πλοýσιο που θÝλει να με σπουδÜσει. Δε ξÝρω ακριβþς αν θα με στεßλει να γßνω μοδßστρα Þ νοσοκüμα, οπωσδÞποτε üμως, σ' Ýνα χρüνο το πολý, θÜμαι μια κυρßα με τα üλα μου". ΣταμÜτησε και σα να μετÜνιωσε ξαφνικÜ για üλα τοýτα τα ψÝμματα, πρüσθεσε σιγüτερα: "ΦτÜνει να μη τÜχει τινÜξει ο μπÜρμπας μου... Γιατß υποφÝρει, ξÝρεις απü το σηκüτι του..."
     ¼ταν απüφαγε, Ýβγαλε Ýναν αναστεναγμü, ακοýμπησε τις πλÜτες της στον τοßχο, του χαμογÝλασε και τον ρþτησε πως θα πιει τþρα λιγÜκι νερü. ΑμÝσως ο ΑνÝστος πετÜχτηκε πÜνω, Üρπαξε τη στÜμνα και κατÝβηκε τσακιστüς κÜτω να της φÝρει φρÝσκο νερü απü το πηγÜδι. Μüλις γýρισε, Ýπλυνε πολλÝς φορÝς το κýπελλο, το γÝμισε και της το πρüσφερε τρÝμοντας. ¾στερα κατÝβηκε πÜλι κÜτω, Ýφερε κοýτσουρα για τη φωτιÜ, στερÝωσε τα παραθυρüφυλλα και της Ýριξε στις πλÜτες το σακÜκι του. ¸νιωθε μια περßεργη ηδονÞ υπηρετþντας αυτü το üμορφο πλασματÜκι. Τη στιγμÞ που τοýλεγε "ευχαριστþ πολý", φουσκþναν τα στÞθεια του απü περηφÜνεια και πνιγüταν απü μια Üγνωστη χαρÜ. Μισüκλεινε τα μÜτια του και σκεφτüτανε τι ωραßα θÜναι να μπουκÜρει τþρα δω μÝσα Ýνας λýκος. Θα πεταγüταν αυτüς πÜνω, θα τον Üρπαζε απü το λαιμü και θα τον Ýπνιγε σα γατß, μπρος στα μÜτια της. Το ßδιο ακριβþς θÜκανε αν ξεμýταγε πουθενÜ και το φÜντασμα του ΑμερικÜνου. ¹τανε καθισμÝνοι μπρος στο τζÜκι, αντικρυστÜ ο Ýνας απü τον Üλλο και σþπαιναν.
     Η γυναßκα εßχε ακουμπÞσει το κεφÜλι της στον τοßχο κι ανÜσαινε με θüρυβο. Σε μια στιγμÞ ο ΑνÝστος πρüσεξε πως εßχε καρφþσει τα μÜτια της στο δασýτριχο στÞθος του. Κουμπþθηκε γρÞγορα-γρÞγορα, Ýσκυψε το κεφÜλι του κι Üρχισε να ξýνει μηχανικÜ το γüνατü του. ΠÝρασε Ýτσι μισÞ þρα δßχως ν' ανταλλÜξουν λÝξη. ΤÝλος, τα μÜτια της γυναßκας γλÜριασαν. 'Αφησε το κορμß της να συρθεß λßγο προς τα κÜτω, Ýγυρε το κεφÜλι στο στÞθος της κι αποκοιμÞθηκε. Τþρα πια μποροýσε ο ΑνÝστος να τη κοιτÜζει Üφοβα. Σηκþθηκε σιγÜ-σιγÜ και πατþντας στα νýχια, στÞθηκε απü πÜνω της üρθιος. Με μÜτια γουρλωμÝνα και με τ' αφτß τεντωμÝνο, προσπαθοýσε ν' ακοýσει κÜτι, δßχως να ξÝρει τι. Η καρδιÜ του χτυποýσε γρÞγορα σαν του πουλιοý. 'αξαφνα κατÜλαβε πως üλο του το αßμα εßχε μαζευτεß στο πρüσωπü του και στριφογýριζε δαιμονισμÝνα γýρω απü τα μÜτια του. 'Αρπαξε πÜλι το παγοýρι, ροýφηξε Üπληστα πολλÝς γουλιÝς και βγÞκε στο χαγιÜτι τρÝχοντας.
     Στηρßχτηκε στο μεσαßο στýλο κι Üφησε το βλÝμμα του να πλανηθεß τριγýρω. Εδþ Þτανε κÜποτε, λÝει, μια μεγÜλη πολιτεßα με πÝτρινα σπßτια, αγÜλματα θεþν και μαρμÜρινες κολþνες. ¸πιανε üλη τη πλαγιÜ του λüφου κι Ýφτανε ως την Üκρη της θÜλασσας. Κι üμως... ¼λα τοýτα τα μÜρμαρα, λυþσανε σα νÜτανε ζαχαρÝνια. ΣωριαστÞκανε τα σπßτια τüνα πÜνω στ' Üλλο, κυλÞσανε τα νερÜ, φÝρανε χþματα κι η πελþρια πολιτεßα θÜφτηκε üμορφα-üμορφα. ¾στερα οι ανÝμοι κουβαλÞσανε σπüρους και στολßσανε τον τÜφο της με αγριοκουμαριÝς, αγριοποýρναρα και σκοßνα. Η παγωνιÜ που στην αρχÞ του χÜιδευε το πρüσωπο ευχÜριστα, Üρχισε τþρα να του βελονιÜζει ολüκληρο το κορμß. Ανατρßχιασε. ΣκÝφτηκε αμÝσως πως κι η γυναßκα θα πρÝπει να κρýωνε και προσπÜθησε να θυμηθεß πως Ýγινε και δεν την Ýβαλε να ξαπλþσει στα στρωσßδια του, που τÜχε τυλιγμÝνα μπüγο στο πατÜρι.
     ΞαναμπÞκε λοιπüν μÝσα, κατÝβασε τα ροýχα απü το πατÜρι, τ' Üπλωσε δßπλα στο τζÜκι και πÝρασε πολλÝς φορÝς το χÝρι του πÜνω στο στρþμα για να βεβαιωθεß πως δεν υπÜρχουν ψßχουλα Þ χαλßκια Þ τßποτα ξεραμÝνα αγριοκοýμαρα. ¾στερα Ýσκυψε πÜνω απü τη γυναßκα, ακοýμπησε το δÜχτυλü του στο γüνατü της και λογÜριαζε να της πει: "Ε, σÞκω να ξαπλþσεις στα στρþματα". Απü το κορμß της üμως ερχüτανε μια παρÜξενη ζÝστα που πÝρασε στα παγωμÝνα του δÜχτυλα κι Ýλυωσε μÝσα του κÜθε φωνÞ και κÜθε σκÝψη. 'Αφησε ολüκληρη τη παλÜμη του ν' ακουμπÞσει αλαφρÜ-αλαφρÜ στη πýρινη αυτÞ σÜρκα. ¾στερα üμως φαßνεται πως θÜκανε και κÜτι Üλλο, γιατß η γυναßκα Ýμπηξε μια δυνατÞ φωνÞ και πετÜχτηκε πÜνω. Ο ΑνÝστος Ýμεινε με το χÝρι κρεμασμÝνο στον αÝρα. Κοßταζε τριγýρω του φοβισμÝνα κι Ýμοιαζε πολý μ' Ýνα παιδß που ξÝρει καλÜ πως Ýσπασε κÜτι κι εßναι Ýτοιμο να βÜλει τα κλÜματα. ¹θελε να τη ρωτÞσει γιατß φþναξε, αλλÜ ψιθýρισε χαμÝνα:
 -"¸ξω κÜνει πολý κρýο..." Εκεßνη στεκüταν αμßλητη, βλÝποντας τον με απορßα. ¾στερα του γýρισε τις πλÜτες και κοßταζε σκεφτικÜ το στρþμα που της ετοßμασε. Ο ΑνÝστος εßχε σκýψει το κεφÜλι του και για πολλÞ þρα Ýστιβε τα δÜχτυλÜ του. ΤÝλος, μουρμοýρισε παραπονεμÝνα: "Δε θα το ξανακÜνω... Δε θα το ξανακÜνω ποτÝ"! ΑλλÜ και πÜλι η γυναßκα δε του μßλησε. Μüνο που χαμογÝλασε αδιüρατα. ΠÞγε στο στρþμα, κÜθισε Þσυχα-Þσυχα πÜνω, αγκÜλιασε τα γüνατÜ της και κοßταζε αφαιρεμÝνα τη φωτιÜ.
     Τüτε ο ΑνÝστος στÜθηκε μπρος στο παρÜθυρο και σα να κουβÝντιαζε με κÜποιον που περνοýσε απ' Ýξω, Üρχισε να μιλÜει μασημÝνα και μπερδεμÝνα για πουρναρüριζες και ξυλÝμπορους, για το γαλÜζιο χρþμα της θÜλασσας, για τις στραβÝς μýτες, για την ερημιÜ του ανθρþπου και για το φÜντασμα του ΑμερικÜνου. ΤÝλος της εßπε, πως κÜποτε θα βρει κι αυτüς μια γυναßκα, θα δουλÝψει σα σκυλß και μÝσα σ' Ýξη μÞνες μοναχÜ, θα τη κÜνει κυρßα με τα üλα της, ανþτερη ακüμα κι απü μοδßστρα. Εκεßνη δε φαινüταν να τον ακοýει. Εξακολουθοýσε να κοιτÜζει αφαιρεμÝνα τη φωτιÜ. ¼ταν üμως ο ΑνÝστος σþπασε, γýρισε το κεφÜλι της και τον κοßταξε σοβαρÜ κι επßμονα, σα νÜψαχνε να βρει στο πρüσωπü του, κÜτι. Στο τÝλος πÞρε μια βαθειÜ ανÜσα και τοýπε:
 -"¸λα να σου πω..." Ο ΑνÝστος πλησßασε φοβισμÝνα. "ΚÜθησε δßπλα μου. Εδþ. Α μπρÜβο... 'Ακου τþρα: Δεν Ýχω κανÝνα μπÜρμπα στην ΑθÞνα. ΚατÜλαβες";
 -"Δεν Ýχεις κανÝνα μπÜρμπα στην ΑθÞνα", μουρμοýρισε σαν ηχþ κι ο ΑνÝστος κουνþντας ηλßθια το κεφÜλι του.
 -"Εßχα μονÜχα μια μητρυιÜ που μ' Ýσπαζε στο ξýλο. Τüσκασα να πÜω στην ΑθÞνα να δουλÝψω σε φÜμπρικα. Εßμαι κι εγþ παντÝρμη, κατÜλαβες";
 -"Ναι, κατÜλαβα. Εßσαι κι εσý παντÝρμη". ΜισÜνοιξε τα χεßλια της και φÜνηκε πως κÜτι Þθελε να του πει ακüμα, αλλÜ μετÜνιωσε. 'Αφησε το κορμß της να πÝσει πßσω, Üπλωσε τα χÝρια της στα πλÜγια και καρφþνοντας πÜλι το βλÝμμα της στο στÞθος του, ψιθýρισε:
 -"'Αντε λοιπüν, καληνýχτα..."
 -"Καληνýχτα, καληνýχτα", μουρμοýρισε κι αυτüς κι Ýκανε να σηκωθεß. Εκεßνη üμως δεν τον Üφησε. Τοýπιασε το χÝρι, το κρÜτησε κÜμποση þρα στη χοýφτα της κι ýστερα τ' ακοýμπησε απαλÜ-απαλÜ πÜνω στο γüνατü της...

                                              * * *

    
Την Üλλη μÝρα το πρωß, μüλις βγÞκε ο ΑνÝστος στο χαγιÜτι κι Ýριξε μια ματιÜ γýρω του, νüμισε για μια στιγμÞ πως βρισκüτανε σε μια καινοýργια χþρα. Δεν αναγνþρισε μÞτε τα βουνÜ, μÞτε τη θÜλασσα. Οι Üσπρες κολþνες και τα σκüρπια δþθε-κεßθε μÜρμαρα, εßχανε πÜρει μια ελαφριÜ ρüδινη απüχρωση και μοιÜζανε με παρÜξενα λουλοýδια ενüς Üλλου κüσμου, Üγνωστου. ΠÞγε τρÝχοντας στο χωριü. Θ' αγüραζε αμÝσως πρÜσινο χρþμα για να ξαναβÜψει το σπßτι, καινοýργιες ριζÝλες για τα παρÜθυρα και θα κουβαλοýσε σÞμερα κιüλας, πÝτρα για να στερεþσει τη γκρεμισμÝνη κολþνα. Γýρω-γýρω θα φýτευε αγιüκλημα και πÜνω απü το πηγÜδι, μια πÝργκολα. Τα ψþνισε üλα γρÞγορα-γρÞγορα και την þρα ποýβγαινε λαχανιασμÝνος απü το χωριü, Ýπεσε πÜνω στον γερο-ΝÝστορα.
 -"Γερο-λýκο! Γερο-λýκο!" του φþναξε χαροýμενα. "Που πας";
 -"ΠÜω να ρßξω μια ματιÜ στο χωρÜφι".
 -"Σπουδαßα! Καθþς θα περνÜς απü τον λüφο, θα δεις Ýνα πολý μεγÜλο θÜμα". ΓÝλασε δυνατÜ και σφßγγοντÜς του το μπρÜτσο, πρüσθεσε: "¸χω σπßτι μου μια γυναßκα πεντÜμορφη".
 -"ΠεντÜμορφη;" Ýκανε ο γερο-ΝÝστορας. "Δε μου φαßνεται διüλου παρÜξενο. ¼λες οι γυναßκες της γης εßναι πεντÜμορφες τη πρþτη μÝρα".
 -"Τη λÝνε Παναγιþτα", συνÝχισε κεßνος πνιγμÝνα, "θα παντρευτοýμε... Τα συμφωνÞσαμε χτες το βρÜδυ. Μοýδωσε τον λüγο της της τιμÞς της πως θα μου κÜνει κι Ýνα παßδαρο μ' ολüισια μýτη. Το φαντÜζεσαι";
 -"Ναι, δεν εßναι και πολý δýσκολο να κρατÞσει τον λüγο της".
 -"Για σκÝψου üμως, για σκÝψου το καπετÜνιε μου; ΝÜσαι στροβοπιασμÝνος, να μην ελπßζεις σε τßποτα, σε τßποτα! Κι Üξαφνα..."
     ¼ταν φτÜσανε στο σπßτι, ο γερο-ΝÝστορας κÜρφωσε το Ýμπειρο βλÝμμα του πÜνω στη γυναßκα. ΠαρατÞρησε πρþτα-πρþτα πως αλλοιθþριζε λιγÜκι, τα μαλλιÜ της πÝφτανε στους þμους σα φυτßλια κι ο λαιμüς της Þτανε γεμÜτος φακßδες. Χαμογελοýσε üμως με πολλÞ αθωüτητα παρ' üλο που το κορμß και τα χεßλη της δεßχνανε πλÜσμα φιλÞδονο. Κοýνησε το κεφÜλι του και τοýπε:
 -"¸χεις δßκηο ΑνÝστο. Εßναι πεντÜμορφη".

                                           ***

     ¾στερα απü τρßα χρüνια, τ' αγιüκλημα εßχε φουντþσει και σκαρφÜλωνε ως τη στÝγη. Η πÝργκολα του πηγαδιοý Ýβγαλε τα πρþτα σταφýλια κι η Παναγιþτα κρÜτησε τον λüγο της: Τοýκανε Ýνα παßδαρο μ' ολüισια μýτη. Τον τÝταρτο χρüνο üμως ο ΑνÝστος τα παρÜτησε üλα και πÞγε στον πüλεμο. ¼ταν γýρισε δε βρÞκε μÞτε τ' αγιüκλημα, μÞτε τη Παναγιþτα με το παιδß. Δεν εßδε πουθενÜ μÞτε το σπßτι και για μια στιγμÞ νüμισε πως πÞρε Üλλο δρüμο που τον Ýφερε σε μια χþρα εφιαλτικÞ. Στο χωριü üμως, τον Ýπιασε ο παπÜς και του εξÞγησε πως ακριβþς εßχε το πρÜμα. ΠÜνω στον λüφο εßχε καταυλιστεß Ýνα τÜγμα. ΚÜποιο πρωινü λοιπüν, με τα χαρÜματα, πÝσανε πÜνω του πενÞντα θεριÜ απü τον αγÝρα κι üργωσαν üλη τη περιοχÞ με τις βüμβες τους. Η Παναγιþτα, λÝει, κοιμüτανε κεßνη την þρα με το παιδß κι εßχε το παρÜθυρü της ανοιχτü για ν' ανασαßνει καλýτερα το Üρωμα που 'ρχüταν απü το αγιüκλημα. Δεν Ýκλαψε ο ΑνÝστος. Οýτε Ýκλαψε, οýτε φþναξε, οýτε βλαστÞμησε. Κοýνησε μüνο το κεφÜλι του λυπημÝνα κι εßπε ψυχρÜ, σχεδüν αδιÜφορα:
 -"Ναι... Εßχε πολý δυνατü Üρωμα το αγιüκλημα..."
     Τρεις βδομÜδες συνÝχεια χωνüτανε μÝσα στους λÜκκους που ανοßξαν οι βüμβες κι Ýψαχνε επßμονα κι αφαιρεμÝνα. Αναποδογýριζε τις πÝτρες, σκÜλιζε τα χþματα με τα νýχια του κι Üνοιγε διÜφορες τρýπες με την ουρÜ ενüς τηγανιοý. ¸ψαχνε Ýτσι üλη τη μÝρα με πεßσμα κι üταν σουροýπωνε, καθüτανε σ' Ýνα βραχÜκι και κοßταζε ολüισια μπροστÜ του, κατÜ τα σπασμÝνα μÜρμαρα. Εκεß τονε βρÞκε ο γερο-ΝÝστορας Ýνα βραδÜκι που γýριζε απü το χωρÜφι του. Ακοýμπησε το χÝρι στις πλÜτες του και χτυπþντας τον αλαφρÜ, τοýπε:
 -"ΑνÝστο, πρÝπει να φýγεις απ' αυτü το μÝρος. Να πας κÜπου αλλοý".
 -"Μα... Δεν εßναι παντοý το ßδιο;" ρþτησε κεßνος κουρασμÝνα. Ο γερο-ΝÝστορας ξεροκατÜπιε.
 -"¸χεις δßκηο, που να σε πÜρει η οργÞ..." μουρμοýρισε χτυπþντας νευριασμÝνα τα δÜχτυλÜ του, "αλλÜ πÜλι ... τι διÜβολο ψÜχνεις üλη τη μÝρα σα πεινασμÝνος λýκος; Τι ζητÜς να βρεις";
 -"Γερο-καπετÜνιε", ψιθýρισε ο ΑνÝστος σα να μη τον Üκουσε, "μοýχες πει μια μÝρα κÜτι για το γαλÜζιο χρþμα της θÜλασσας. Ε λοιπüν... Να! Την Ýβαλα στη χοýφτα μου τη θÜλασσα και πÜει... χÜθηκε το γαλÜζιο χρþμα!" κι Ýσκυψε πÜνω απü το κεφÜλι του και πρüσθεσε με σιγανÞ φωνÞ σα να του εμπιστευüτανε κÜποιο μυστικü: "Η Παναγιþτα εßναι κÜτω απü τα πüδια μας".
 -"Σýμφωνοι".
 -"¸χει πÜει στη πολιτεßα των Αρχαßων. ΠÞρε το παιδß και τρÜβηξε προς τα κÜτω για περισσüτερη ασφÜλεια".
 -"Ναι, υπÜρχει εκεß κÜτω πολλÞ ασφÜλεια... Εσý üμως πρÝπει να τραβÞξεις για κÜνα Üλλο μÝρος".
 -"Μα... Δεν εßναι παντοý το ßδιο;" τονε ρþτησε πÜλι κουρασμÝνα.
 -"Ε, ναι... που να σε πÜρει η οργÞ", φþναξε νευριασμÝνα ο γÝρος, "παντοý και πÜντοτε εßναι το ßδιο. Μη πα και λες πως ο πüνος των ανθρþπων γεννÞθηκε τοýτη τη στιγμÞ; 'Ακου λοιπüν, να σου πω... " ΣταμÜτησε Üξαφνα, σηκþθηκε üρθιος και πιÜνοντÜς τον απü το χÝρι τοýπε αυστηρÜ: "¸λα κοντÜ μου..."
     ΚατεβÞκανε τη πλαγιÜ του λüφου και περνþντας μες απü τις αναστηλωμÝνες κολþνες μπÞκανε στο Μουσεßο. Εκεß ο γερο-ΝÝστορας τον πÞγε μπροστÜ απü μια επιτýμβια πλÜκα και του φþναξε θυμωμÝνος ακüμα:
 -"Κοßτα δω. Η ιστορßα τοýτη γßνηκε πριν απü δυο-δυüμιση χιλιÜδες χρüνια".
     ¹ταν Ýνα ανÜγλυφο που παρßστανε μια γυναßκα μ' Ýνα παιδß κι Ýναν Üντρα. Η γυναßκα στεκüτανε τρßα σκαλιÜ πιο κÜτω απü τον Üντρα και το παιδß κρατιüταν απü το φουστÜνι της. ¹τανε πολý üμορφη. Χαμογελοýσε λυπημÝνα κι Ýδινε το χÝρι της στον Üντρα ποýσκυβε λßγο απü πÜνω της και φαινüτανε πως την ικÝτευε με σπαραγμü ν' ανεβεß τη σκÜλα. Κεßνη üμωε Ýγερνε το κορμß της προς τα πßσω με μια κßνηση εντελþς αÝρινη κι Þτανε σα να του λÝει: "¼χι, üχι αγαπημÝνε μου, δε μπορþ να κÜνω αυτü που μου ζητÜς. Δε μπορþ..."
 -"Αυτüς εßμαι γω..." μουρμοýρισε ο ΑνÝστος.
 -"Ναι, αυτüς εßσαι συ", τοýπε απüτομα ο γερο-ΝÝστορας. "ΒλÝπεις καλÜ πως εßχανε κι αυτοß Ýνα παιδß μ' ολüισια μýτη".
 -"ΑλÞθεια, εßναι ολüισια η μυτοýλα του", μουρμοýρισε πÜλι ο ΑνÝστος και δεßχνοντÜς του κÜτι γρÜμματα που υπÞρχανε στο κÜτω μÝρος της πλÜκας, ρþτησε: "Τι γρÜφει εδþ"; Ο γÝρος Ýσκυψε και διÜβασε αργÜ-αργÜ:

                               ΔΩΡΟΘΕΗ ΧΡΗΣΤΗ ΧΑΙΡΕ

 
-"Τι παναπεß αυτü";
 -"Ε, να... την αποχαιρετÜει. Της λÝει, να ποýμε: Αντßο ΔωροθÝα μου".
 -"ΔωροθÝα; ΔωροθÝα εßπες";
 -"Ναι".
 -"ΜÞπως λÝει Παναγιþτα"; Ο γÝρος δεν απÜντησε αμÝσως. Τονε κοßταξε κÜμποση þρα αφαιρεμÝνα και τÝλος μουρμοýρισε παρÜξενα:
 -"Μπορεß να λÝει και Παναγιþτα. ΟπωσδÞποτε, εßτε ΔωροθÝα πεις, εßτε Παναγιþτα, εßναι το ßδιο πρÜμα. Εντελþς το ßδιο". Τον Ýπιασε απü τον αγκþνα και τονε τρÜβηξε κατÜ τη πüρτα. Εκεß στÜθηκε και τονε ρþτησε: "Και τþρα τß λες";
 -"ΛÝω να τους ανÜψουμε κανÜ κερÜκι".
     Ο φýλακας που τους Üκουσε, γÝλασε δυνατÜ και του 'πε πως αυτü απαγορεýεται, πρþτον γιατß εßναι αμαρτßα και δεýτερον, γιατß εßναι κουταμÜρα.
 -"Λοιπüν; Τß θα κÜνεις; Θα φýγεις;" επÝμεινε ο γερο-ΝÝστορας.
 -"¼χι", του λÝει με πεßσμα ο ΑνÝστος, "θα ξαναχτßσω το σπßτι".

                                            ***

     ¸χωσε üλους τους λÜκκους και ξανÜχτισε το σπßτι üπως Þτανε. Γýρω-γýρω φýτεψε αγιüκλημα και κοντÜ στο πηγÜδι Ýβαλε μια πÝργκολα. Κι üταν φοýντωσε τ' αγιüκλημα κι Ýβγαλε τα πρþτα της σταφýλια η πÝργκολα, Ýγινε το μεγÜλο θÜμα: ¸κλεινε τη θÜλασσα στη χοýφτα του και δε χανüτανε το γαλÜζιο χρþμα. Γιατß ο Θεüς Üφηνε τη Παναγιþτα ν' ανεβαßνει κÜθε βρÜδυ στον απÜνω κüσμο. ΜÝνανε μαζß ως τα χαρÜματα, ανασαßνοντας το Üρωμα που 'βγαζε το αγιüκλημα. ΚουβεντιÜζανε σιγÜ, χαιδεýανε την ολüισια μýτη του παιδιοý τους και κÜπου-κÜπου, η Παναγιþτα του 'πιανε το χÝρι, το κρατοýσε κÜμποσην þρα στη χοýφτα της κι ýστερα τ' ακοýμπαγε απαλÜ-απαλÜ, πÜνω στο γüνατü της...

                                 ΠεριμÝνοντας ¸να ΚαρÜβι

     Η γυναßκα του η ¢ννα πρÞστηκε και πÝθανε. Να πεθÜνεις εßναι εýκολο πρÜμα. ΚÜποτε μÜλιστα εßναι κι üμορφο. Κλεßνεις τα μÜτια, κλεßνεις το στüμα, κλεßνεις τ’ αφτιÜ – κι Üσε τους ανθρþπους να βογγÜνε πÜνω στη γη. Η ¢ννα το ’κλεισε το στüμα της προτοý πεθÜνει, απü τüτε που το πρþτο τους παιδß σκοτþθηκε στον πüλεμο της Αλβανßας. Δε μιλοýσε ποτÝ. ¼λη τη μÝρα στεκüτανε βουβÞ και κοßταζε ολüισα μπροστÜ της, επßμονα κι απελπισμÝνα, σα να ’θελε να τρυπÞσει τον τοßχο με κεßνο το σβησμÝνο βλÝμμα. Ο Üντρας της πÞγαινε κοντÜ της και την παρηγοροýσε.
¯ Μßλησε Αννοýλα, πες κÜτι. ¼ταν δε μιλÜς σκουριÜζει η γλþσσα σου. Μας βρÞκε η μπüρα δßχως σκεπÞ. Ο πüλεμος εßναι μια μπüρα. ΚÜποτε θα περÜσει. Κι üλοι οι Üνθρωποι θα ποýνε: Αχ! Ε, τι λες;
     Εκεßνη üμως δε μιλοýσε. ΜονÜχα μια φορÜ του ’δειξε το μονÜκριβο ΜιχαλÜκη τους που πρÞστηκε και εßπε :
¯ Θα πεθÜνει.
     Αυτüς πÞγε να την αγκαλιÜσει που επß τÝλους μßλησε. ΞαφνικÜ üμως σκοτεßνιασε το μοýτρο του κι Ýσφιξε το κεφÜλι του παιδιοý του στον κüρφο του.
¯ ¼χι, δε θα πεθÜνει. Εßσαι η στρßγγλα και γυρεýεις να το φας. Δε θα πεθÜνει. Το πρÞξιμο δεν εßναι βüλι. Εκεßνον τον Ýφαγε βüλι καφτü, το ξÝρεις!
     Η ¢ννα κÜρφωσε πÜλι τα μÜτια της στον τοßχο και δεν ξαναμßλησε. Κι ο ΜιχαλÜκης üλο βογγοýσε ξαπλωμÝνος στο πÜτωμα. Τüτε αυτüς πÞγε στο παρÜθυρο και κολλþντας το μÜγουλü του στο τζÜμι, Ýβλεπε τους ανθρþπους που περπατοýσαν κÜτω στο δρüμο βιαστικοß και ταραγμÝνοι. Σα φοβισμÝνα πουλιÜ, Ýτσι εßναι τα πουλιÜ, üταν φτερουγßζει πÜνω απ’ το κεφÜλι τους το γερÜκι. Ο δυνατüς αγÝρας Ýσπρωχνε τους ανθρþπους που τρεκλßζανε σα μεθυσμÝνοι. Κι οι πιπεριÝς του δρüμου, αναμαλλιασμÝνες κουνιüνταν πÝρα δþθε κ’ Ýλεγες πως τþρα θα ξεριζωθοýν και θ’ αρχßσουν να χοροπηδÜνε σαν θεüτρελα κορßτσια.
¯ ¢ννα, της εßπε πÜλι μαλακÜ. ¸ρχεται Ýνα καρÜβι με σιτÜρι. Το γρÜφουν üλες οι εφημερßδες. Η εφημερßδα, το ξÝρεις, δεν μπορεß να γρÜφει ψÝματα. ¼μως πþς να πλευρßσει με τοýτο το διαβολüκαιρο; Χμ. Εκεßνος που Ýχει τα γÝνια Ýχει και τα χτÝνια. Το καλü εßναι που Ýρχεται. ¼λες οι μηχανÝς του φουλ. Θα μου πεις: Κι αν το μπομπαρδßσουνε; ¼χι, δεν το μπομπαρδßζουνε. ¸χει τη σημαßα με τον κüκκινο σταυρü. Αυτü εßναι μεγÜλο πρÜμα. Χßλια ντελφßνια το πÜνε απü μπρος και χßλια απü πßσω. Το ντελφßνι, Αννοýλα, εßναι ευλογημÝνο πρÜμα. Και το καρÜβι εßναι ευλογημÝνο. Για τη μπüμπα, μη μου μιλÜς. Εßναι σýνεργο του διαβüλου. Μα δεν μπορεß να κÜνει τßποτα. Το καρÜβι θα ’ρθει. ΚαρτÝρα λßγο και θα ιδεßς.
     Η ¢ννα üμως Þτανε πολý βιαστικÞ. Δεν μποροýσε να περιμÝνει. ΠÝθανε κεßνο τ’ απüγεμα κοιτÜζοντας πÜντα ολüισα μπροστÜ της. ¸κλεισε τα μÜτια, Ýκλεισε τ’ αφτιÜ. Το στüμα το ’χε κλεßσει ζωντανÞ. Και τþρα βüγγαγε συ ΜιχαλÜκη üσο θÝλεις. Και συ καρÜβι μου μπορεßς να δÝρνεσαι ασταμÜτητα στο πÝλαγος, να γßνεις Ýνα φÜντασμα και ποτÝ σου να μην ξαποστÜσεις σε λιμÜνι. Ναι, κÜποτε εßναι ωραßο πρÜμα να πεθαßνεις. Αυτüς δεν Ýκλαψε. Μüνο σταýρωσε τα χÝρια και της εßπε :
¯ ¢ννα γιατß μου το ’κανες αυτü;
     Ο ΜιχÜλης δεν κατÜλαβε τßποτα. ¹τανε πÜντα τυλιγμÝνος με τις κουρελοýδες εκεß στη γωνßα. Δεν εßχανε κρεβÜτι. Τßποτα δεν εßχανε πια. Τα ποýλησαν üλα. Κι Ýχασκε η καμαροýλα τους Üδεια, κρýα και θλιβερÞ, ακριβþς σαν γεροντοκüρη δßχως μπροστινÜ δüντια που σε υποδÝχεται χαμογελþντας φριχτÜ. Περßμενε να περÜσει κεßνο το κÜρο της Δημαρχßας που μÜζευε τους φτωχοýς νεκροýς απü τους δρüμους της ΑθÞνας. Μα δεν πÝρασε. Κ’ Ýμεινε ξÜγρυπνος üλη τη νýχτα κοντÜ της και κοντÜ στο ΜιχαλÜκη του που üλο βογγοýσε. Δεν μποροýσε να τους δει Ýτσι καθþς κολυμποýσαν και οι τρεις τους στο σκοτÜδι· ποý να το βρεις το φως; ¼μως τους Ýνιωθε πολý κοντÜ του. Η ¢ννα Ýτσι αμßλητη Þτανε και ζωντανÞ. Κι Ýτσι κολυμποýσαν κÜθε βρÜδυ στο σκοτÜδι. ΣτιγμÝς στιγμÝς ξεχνοýσε πως η ¢ννα Þτανε νεκρÞ. Σηκωνüτανε, πÞγαινε στο τζÜκι κι Ýβλεπε την πηχτÞ νýχτα που κρεμüτανε απü τον ουρανü. Αχ! ωραßα Þτανε Ýτσι. Ας μην ξημερþσει ποτÝ. Κι ας μην ακοýσει το κÜρο που θα χοροπηδÜει στο χαλασμÝνο δρüμο. Μüνο τοýτα τα βογγητÜ, θεÝ μου!
¯ Μη βογγÜς, εßπε στο παιδß. Τι καταλαβαßνεις με τα βογγητÜ;
     Ο ΜιχαλÜκης δεν απÜντησε.
¯ Σου μιλÜω, μ’ ακοýς; Ε; ΘÝλεις να γßνεις και συ σαν τη μÜνα σου; Να μη μιλÜς ποτÝ;
     Κι üταν ο ΜιχÜλης ξαναβüγγηξε, üρμησε κατÜ πÜνω του αγριεμÝνος και τον Ýπιασε απü το λαιμü.
¯ ¢τιμο παιδß, θα σε πνßξω. Σου αρÝσει να με σφÜζεις. Σου αρÝσει, ναι. Λοιπüν και γω, θα ‘ρθει þρα που… Κι Ýσφιξε δυνατÜ το λαιμü του παιδιοý.
     Ο ΜιχÜλης ξýπνησε κι Ýβγαλε μια πνιγμÝνη κραυγÞ:
-ΜÜνα.
     Και τüτε αυτüς, τρομαγμÝνος, σÞκωσε τα μÜτια κι εßδε την αυγÞ που χαμογελοýσε γαλÞνια πÝρα απ’ τα τζÜμια. ΠÞρε τα δÜχτυλÜ του απ’ το λαιμü του παιδιοý κι Üρχισε να του χαúδεýει τα μαλλιÜ.
¯ ΦþναξÝ τη, φþναξÝ τη. Μπορεß και να ‘ρθει, üταν θ’ ακοýσει τη δικÞ σου φωνÞ.
     ¾στερα στÜθηκε μια στιγμÞ κοιτÜζοντας την ατÜραχη αυγÞ. ¸τριψε τα μÜτια του και πÝρασε την παλÜμη του στο μÝτωπü του.
¯ ¼χι, δε θα ‘ρθει, Μιχαλιü μου. Εßναι κουφοß οι νεκροß. Μην τη φωνÜζεις. Μüνο να βογγÜς. Βüγγηξε üσο θÝλεις, σου το λÝω εγþ. Οι Üνθρωποι γι’ αυτü Ýρχονται στη γη.
     Σηκþθηκε κι Ýφερνε βüλτες σκυφτüς. Κι üλο μουρμοýριζε : "Γι’ αυτü Ýρχονται, γι’ αυτü Ýρχονται".
     ¼ταν ξημÝρωσε καλÜ, οι Üνθρωποι Üρχισαν πÜλι να πηγαινüρχουνται βιαστικοß κι ανÞσυχοι, κÜτω στο δρüμο. Σε λßγο φÜνηκε το κÜρο. ¸νας Üνθρωπος τον βοÞθησε και την Ýβγαλαν Ýξω. Της φßλησε τα μαλλιÜ κι ýστερα την πÝταξαν πÜνω σε Üλλους νεκροýς. Κι Ýφυγε η ¢ννα. Πριν τους θÜψουν θα τους γδýσουν αυτοýς. Μα τι πειρÜζει. Δεν ντρÝπουνται οι νεκροß. ¼ταν μπÞκε πÜλι μÝσα του φÜνηκε πως η καμαροýλα τους εßχε αδειÜσει πιο πολý. Κι η ζωÞ του Üδειασε ξαφνικÜ, σαν το γεμÜτο τσουβÜλι που σκßστηκαν οι ραφÝς του καθþς το σÞκωνε ο γερανüς. ΚρÝμεται πια το Üδειο τσουβÜλι στο γÜτζο. Κι ο αγÝρας το κουνÜει πÝρα δþθε. ΣκÝπασε καλÜ το ΜιχαλÜκη του και κατÝβηκε στο δρüμο. Στη γωνßα Ýνας γÝρος Ýχει απλωμÝνο το χÝρι του δßχως να βγÜζει μιλιÜ. Οι βιαστικοß σπρþχνουν με τους þμους τους τ’ απλωμÝνο χÝρι. ¼μως ο γÝρος το ξαναφÝρνει στη θÝση του με μια αφÜνταστη επιμονÞ. Αυτü του ’κανε μεγÜλη εντýπωση. ΣτÜθηκε μπροστÜ του και τον κοßταζε πολλÞ þρα. Κι Ýτσι Üξαφνα, χωρßς να ξÝρει γιατß, τον ρþτησε :
¯ ΠεινÜς;
     Ο γÝρος τον κοßταξε μια στιγμÞ σα ζþο που πεθαßνει και δεν του μßλησε.
¯ Να κÜνεις υπομονÞ, του εßπε πÜλι. ¼ξω το πÝλαγος Ýχει φουρτοýνα, πþς θÝλεις να πλευρßσει;
     ¼μως ο γÝρος, σα να μην τον Üκουγε, κοßταζε αμßλητος τα μÜτια των περαστικþν. Κι αυτüς σÞκωσε τους þμους και προσπÝρασε. "Θα ‘ναι σαν την ¢ννα" σκÝφτηκε. ΠλανÞθηκε Üσκοπα πολλÝς þρες και κατÜ το μεσημÝρι βρÝθηκε στο ΠασαλιμÜνι. ΚÜθησε στο μουρÜγιο και αγνÜντευε πÝρα μακριÜ τη θÜλασσα. Πüση θολοýρα Ýχει εκεß κÜτω! ΜπροστÜ του Ýνα παιδß κÜτι σιγυρßζει μÝσα σε μια βÜρκα. ¼ταν τελεßωσε, κουλοýριασε Ýνα σκοινß στο δεξß του χÝρι και του φþναξε :
¯ ΚρεμανταλÜ μου, πιÜστο! Και το πÝταξε πÜνω στο μουρÜγιο.
     ΠÞρε το σκοινß και κοßταξε το παιδß σαστισμÝνα.
¯ Τι μου το δßνεις;
¯ ΤρÜβηξÝ το μωρÝ να πλευρßσω! Μπα!
     Το τρÜβηξε. Το παιδß Üπλωσε τα χÝρια του για να μη χτυπÞσει η βÜρκα στο μουρÜγιο. ¾στερα Ýβγαλε απü τη βÜρκα με προσοχÞ Ýναν τενεκÝ σκεπασμÝνο με βρεμÝνα πανιÜ. ¹ρθε κοντÜ του και τον κοßταξε με περιφρüνηση.
¯ Εßσαι βουνßσιος; του εßπε.
¯ Εγþ; Γιατß ρωτÜς;
¯ ΡωτÜω. Σου πÝταξα το παλαμÜρι και συ… Μμμ. ΒλÝπω κοιτÜζεις τη θÜλασσα με μεγÜλο μερÜκι. ΜÞπως λογαριÜζεις να πνιγεßς;
¯ Να πνιγþ! ¸κανε βυθßζοντας το βλÝμμα του στο βρþμικο βυθü του λιμανιοý. ¾στερα ρþτησε το παιδß αφαιρεμÝνα :
¯ Τι Ýχεις μÝσα στον τενεκÝ;
¯ Κορδüνια.
¯ Κορδüνια; Α να χαθεßς.
---Ρε μπÜρμπα μου, με βλÝπεις και βγαßνω απ’ τη θÜλασσα, τι θÝλεις να ’χω μÝσα;
¯ ΞÝρω γω;
¯ ΚαλÜ κÜνεις και δεν ξÝρεις.
     ¢ρπαξε τον τενεκÝ τον Ýβαλε στον þμο του. Προτοý να φýγει γýρισε και του ’πε :
¯ Αν θÝλεις να πνιγεßς βρες κανÝνα Üλλο μÝρος. Θα μαζευτεß πολýς κüσμος εδþ και θα ’ρθοýνε και πολισμÜνοι. Εγþ μüλις βλÝπω πολισμÜνους μου φαßνεται πως βλÝπω τ’ ÜντερÜ μου.
     ΠÞγε καμιÜ εικοσαριÜ βÞματα περπατþντας με μια βιασμÝνη γρηγορÜδα, γÝρνοντας το κορμÜκι του απü το βÜρος του τενεκÝ. ΞαφνικÜ σταμÜτησε και γýρισε πßσω. Ακοýμπησε τον τενεκÝ μπροστÜ στα πüδια του και χþνοντας το χÝρι του κÜτω απü τα βρεμÝνα πανιÜ, Ýβγαλε τρßα χοντρÜ ψÜρια.
¯ ΠÜρτα. Μüλις τα φας μπορεßς να ζÞσεις τρεις μÝρες. Γιατß να πνιγεßς;
     Αυτüς πÞρε τα ψÜρια και δε μπüρεσε να μιλÞσει. Θüλωσαν τα μÜτια του. ¸γιναν üπως και η θÜλασσα εκεß στο βÜθος. ΤÝλος Ýκλεισε το κεφÜλι του παιδιοý στις χοýφτες του.
¯ Καλü μου, χρυσü παιδß. ΜοιÜζεις με το Μιχαλιü, το ξÝρεις;
¯ Τι εßναι αυτüς ο Μιχαλιüς;
¯ ¸να ορφανü εßναι. Θα του τα ψÞσω.
     Καθþς μιλοýσε ζοýλαγε με τα δÜχτυλÜ του την τρυφερÞ σÜρκα των ψαριþν. ¸νιωθε μια παρÜξενη ηδονÞ γι’ αυτü. Κι üλο μουρμοýριζε : "Θα του τα ψÞσω, θα του τα ψÞσω". ΞαφνικÜ σοýφρωσε τα φρýδια του κι Ýγινε πολý σκυθρωπüς.
¯ ΚατεργÜρη, εßπε σιγÜ. Εßναι σκοτωμÝνα με δυναμßτη.
¯ Ναι. Κ’ ýστερα;
¯ Κ’ ýστερα… Θεüτρελο παιδß. ¢μα σε πÜρουν χαμπÜρι οι γερμανοß θα σε στÞσουν στον τοßχο.
     Το παιδß στÜθηκε μια στιγμÞ σκεφτικü. ¾στερα Ýσκυψε απüτομα κι Ýβαλε πÜλι τον τενεκÝ στον þμο του.
¯ Ας με στÞσουν, μουρμοýρισε. Γεια σου.
     Το κοßταζε μÝχρι που χÜθηκε σ’ Ýνα στενü δρüμο. ¸χωσε κι αυτüς τα ψÜρια στην τσÝπη του και περπατοýσε Üσκοπα πÜνω στο μουρÜγιο. ΠÝρα, μακριÜ η θÜλασσα γινüταν üλο και πιο σκοτεινÞ. ΦαντÜστηκε κεßνο το καρÜβι ν’ ανεβοκατεβαßνει στα κýματα και να πορεýεται στα τυφλÜ, üπως η τýχη. Ποý να πρωταρÜξει η Τýχη; Οι Üνθρωποι απλþνουν τα κοκαλιÜρικα χÝρια τους και τη φωνÜζουν απü παντοý. Εßναι τüσο πολλοß οι Üνθρωποι! Στα σκαλιÜ του μουρÜγιου εßδε τρεις ναυτικοýς ξυπüλυτους. ¸χουν τα χÝρια τους πλεγμÝνα μπροστÜ στα γüνατα και σφιγμÝνοι ο Ýνας κοντÜ στον Üλλο, κοιτÜζουν αμßλητοι τα νýχια των ποδιþν τους. ΚατÝβηκε κι αυτüς. ¹ταν ωραßα εδþ. Ο αγÝρας δεν το ‘πιανε καθüλου. Μπορεßς να κοιτÜς τη θÜλασσα και να φαντÜζεσαι τ’ αγκομαχητü του καραβιοý.
¯ Εγþ λÝω πως θα ’ρθεß, τους εßπε Üξαφνα. Σε λßγο θα ιδοýμε τον καπνü του.
     Ο πιο γÝρος σÞκωσε το κεφÜλι του και τον κοßταξε.
¯ Ποιος θα ’ρθεß; Ρþτησε.
¯ Το καρÜβι. ¸να καρÜβι φÝρνει σιτÜρι, τι περιμÝνετε λοιπüν εσεßς;
     Ο ακρινüς Þταν Ýνας παρÜξενος Üνθρωπος. Εßχε μια μοýρη μακριÜ σαν τ’ αλüγου, κοκαλιÜρικη και γεμÜτη σπυριÜ. Θα ’τανε πολý νÝος, μα τα πιο πολλÜ του δüντια εßχανε πÝσει. Και κεßνα που μÝνανε Þταν κατακßτρινα και μεγÜλα σαν κουκιÜ. ¸μοιαζε στ’ αλÞθεια μ’ Ýνα γÝρικο κοκαλιασμÝνο Üλογο που ψüφησε κÜνοντας μια στερνÞ γκριμÜτσα πüνου. ΣÞκωσε κι αυτüς το κεφÜλι και τον ρþτησε :
¯ Εσý περιμÝνεις το καρÜβι;
¯ Ναι.
     Ο γÝρος κÜτι μουρμοýρισε. Και τüτε ο αλογομοýρης Üρχισε να γελÜει δυνατÜ κουνþντας μπρος πßσω το κορμß του, σα να ‘θελε να πÜρει φüρα να πÝσει στη θÜλασσα.
¯ Τι χασκαρßζεις εσý! Θα ’ρθεß, περßμενε και θα ιδεßς. ΣÞμερα θα ζÞσει μονÜχα αυτüς που μπορεß να περιμÝνει. Εγþ της εßπα : «ΚαλÞ μου ¢ννα, καρτÝρα λßγο».
     Ο γÝρος σηκþθηκε και εßπε αργÜ.
¯ Για ποια ¢ννα μιλÜς;
     Κι ο αλογομοýρης μουρμοýρισε.
¯ ¢φησÝ τον. Εßναι τρελüς.
     Ο γÝρος üμως τον κοßταξε με πολλÞ συμπüνια. ¾στερα τον Ýπιασε απ’ το μανßκι και τον κοýνησε, üπως κÜνει κανεßς üταν θÝλει να ξυπνÞσει Ýναν Üνθρωπο κοιμισμÝνο.
¯ Εγþ, του εßπε, σου δεßχνω τη θÜλασσα και σου λÝω : «Να η ζωÞ». Μπορεßς να παλÝψεις με τα κýματα; Εßμαστε σαν τα μπρßκια που τα βρÞκε ο γαρμπÞς. Ποιος θα γλιτþσει; ΜονÜχα κεßνο που μπορεß να παλÝψει. Λοιπüν, το καρÜβι, καλÝ μου Üνθρωπε, βοýλιαξε.
¯ Βοýλιαξε;
¯ Ναι. Τι εßναι Ýνα καρÜβι φορτηγü; ¸νας αθþος Üνθρωπος που τον σφÜζουν. Αυτü εßναι. Λοιπüν στον πüλεμο πÜντα αθþοι σφÜζουνται.
¯ Εσý… Πþς το ξÝρεις üτι βοýλιαξε;
¯ Εμεßς εδþ μüνο αυτÜ τα πρÜγματα ξÝρουμε. Πüτε φτÜνουν τα καρÜβια, πüτε ξεκßνησαν, τι φορτßο κουβαλÜνε. Ακüμα και τι ρüτα Ýχουνε μποροýμε να σου ποýμε.
     Αυτüς Ýπλεξε τα χÝρια του μ’ απελπισßα και κοßταζε πÝρα στη σκοτεινιασμÝνη θÜλασσα, üπως η ¢ννα κοßταζε τον τοßχο. ¼λα θüλωσαν μÝσα του και μπροστÜ του. Τα ξÜρτια κÜποιου καúκιοý μισοβουλιαγμÝνου στο λιμÜνι μπλÝχτηκαν με τον κρýο σταχτερü ορßζοντα. Πüσο πλησßασε ο ορßζοντας! Γλßστρησε αθüρυβα προς τη γη και την Ýζωσε σα μιαν απÝραντη θολÞ φωτιÜ. Ο κüσμος στÝνεψε γýρω του. ¸γινε Ýνας μικροýτσικος κýκλος που üλο κ’ Ýκλεινε γυρεýοντας να τον πνßξει. Κι η μορφÞ της ¢ννας μπερδεýτηκε μες στο μυαλü του με την εικüνα κÜποιου καραβιοý που βοýλιαζε στ’ ανοιχτÜ, ενþ γýρω του μοýγγριζαν λαßμαργα τα κýματα. ¸χωσε τα χÝρια του στην τσÝπη του κι Üγγιξε τα ψÜρια· τα ’σφιξε με δýναμη και μουρμοýρισε : "¸τσι, ε;". ¾στερα ανÝβηκε τα σκαλιÜ κι Ýφυγε τρÝχοντας. Περνþντας μπροστÜ απü το γÝρο πÜλι κοντοστÜθηκε. Του ’πιασε κι αυτüς το απλωμÝνο χÝρι και το κοýνησε δυνατÜ, Ýτσι üπως κÜνει κανεßς üταν θÝλει να ξυπνÞσει Ýναν κοιμισμÝνο.
¯ Βοýλιαξε, δυστυχισμÝνε Üνθρωπε, του εßπε.
     Στο σπßτι, ο ΜιχÜλης του βογγοýσε πÜντα. ¸σκυψε, του χÜιδεψε τα μαλλιÜ και πιÜνοντας Ýνα ψÜρι απü την ουρÜ το κοýναγε πÜνω απü το κεφÜλι του. «Μιχαλιü, Μιχαλιü», Ýκανε χαροýμενος. Το παιδß Üνοιξε μια στιγμÞ τα μÜτια του, τα τÝντωσε κι ýστερα πÜλι τα ‘κλεισε. Αυτüς σηκþθηκε και πÞγε ν’ ανÜψει τη φωτιÜ. Τüτε εßδε πως δεν εßχε ξýλα. ¸ψαξε παντοý για να βρει Ýνα σανßδι. Τßποτα. Στο τÝλος πÞρε μια μικρÞ πιατοθÞκη και την Ýσπασε. ¸βαλε τα ξýλα στη σειρÜ κι üταν θÝλησε να την ανÜψει δε βρÞκε σπßρτα. ¢ρχισε πÜλι να ψÜχνει παντοý. Και κει που κοßταζε στα συρτÜρια και στις τρýπες, ρþτησε σε μια στιγμÞ :
¯ ¢ννα, ποý Ýβαλες τα σπßρτα;
     Στο τÝλος απελπßστηκε. Τον Ýπνιξε κι η οργÞ. ΚÜθησε στο παρÜθυρο Ýτσι για να ηρεμÞσει μια στιγμÞ. Ναι, οργÞ Þτανε αυτü. Θýμωνε με την ¢ννα που του ’φυγε Ýτσι ξαφνικÜ, με το ΜιχÜλη που δεν Ýπαυε ποτÝ, με το καρÜβι που κüλλησε στα ανοιχτÜ , με τον εαυτü του τον ßδιο – μ’ üλα.
¸μπηξε τα νýχια στις χοýφτες τους κ’ Þθελε να δþσει μια γροθιÜ στο τζÜμι και να φωνÜξει. Να μπÞξει μια κραυγÞ που θα δρüσιζε τοýτη τη λαýρα που Ýκαιγε στα στÞθια του : "¢τιμοι Üνθρωποι, Üτιμε ΘεÝ".
     Ακοýμπησε το μÜγουλü του στο τζÜμι κι Ýνιωσε Ýνα ξαλÜφρωμα γλυκü με το κλÜμα. ¸κλαψε αθüρυβα πολý. ¾στερα, Ýτσι μηχανικÜ, Üρχισε να παßζει απλþνοντας τα δÜκρυÜ του πÜνω στο γυαλß. Και τüτε! Πßσω απü το τζÜμι Ýνας παρÜξενος κüσμος Üρχισε να χορεýει. Τα πρÜγματα ξÝφυγαν απü τα καθιερωμÝνα σχÞματÜ τους και η κßνησÞ τους πÞρε Ýναν αλλüκοτο ρυθμü. Κι Ýβλεπε κÜτω στο δρüμο μοýτρα πλατσωτÜ με τα μÜτια χαμÝνα στις τερÜστιες διογκþσεις των μÞλων. Πελþρια κεφÜλια που ταλαντεýονταν μ’ αβεβαιüτητα πÜνω στα στραγγισμÝνα κορμιÜ. Και τις πιπεριÝς που δÝρνονταν σα χαροκαμÝνες μÜνες.
     ¼που να ’τανε θ’ Üρχιζε να πÝφτει η νýχτα. Ο ßσκιος της πλανιüτανε κιüλας πÜνω στις ψηλÝς σκεπÝς και στο βÜθος των δρüμων. ΞαφνικÜ μες στα μουγγρητÜ τ’ αγÝρα Þρθε κι Üλλο μοýγγρισμα. Θα ‘λεγες πως σπαρÜζει το βουνü κ’ οι αναστεναγμοß του ξÝφευγαν απ’ τις σπηλιÝς και κυλοýσαν στους δρüμους της πολιτεßας. ¹ταν κÜποια διαδÞλωση. ¸φτασαν ουρλιÜζοντας μπροστÜ στο σπßτι του – Ýνας χεßμαρρος απü οργισμÝνα φαντÜσματα. ¸μοιαζαν üλοι μεταξý τους, στη γýμνια, στην ξυπολυσιÜ, στη δßψα για τη ζωÞ. ¹ταν τα παιδιÜ της μÜνας – της ΣυφορÜς. Εκεß μÝσα μποροýσες να φωνÜξεις. Να βρßσεις τους ανθρþπους, να βρßσεις και το θεü. Ν’ αφÞσεις τον πüνο σου και την οργÞ σου να ξεσπÜσουν. Εßσαστε üλοι μαζß εκεß. Κι üλες οι φωνÝς γßνονται μια φωνÞ δυνατÞ.
     ΒγÞκε στην πüρτα. Εßχε ακüμα τα ψÜρια στην τσÝπη του. ΖυγιÜστηκε μια στιγμÞ σαν τη σταγüνα του νεροý που κρÝμεται πÜνω στο φýλλο της ιτιÜς. ΒλÝπει το ποτÜμι η σταγüνα και δειλιÜζει : "Ποý θα με βγÜλει τÜχα τοýτος ο χεßμαρρος που μουγγρßζει;" ¼μως Ýρχεται ξαφνικÜ Ýνας αγÝρας δυνατüς και τινÜζει το φýλλο της ιτιÜς. Κλεßνει τα μÜτια η σταγüνα και γßνεται Ýνα με τη θολÞ μÜζα του νεροý. Προχωρεß μαζß του. Η μοßρα του ποταμιοý εßναι πια και δικÞ της μοßρα. ¸νιωθε μια πρωτüγονη ζεστασιÜ ανÜμεσα σε τοýτα τα βασανισμÝνα πρüσωπα με τα φλογισμÝνα μÜτια. Δßπλα του βαδßζει Ýνας ψηλüς Üντρας με μουστÜκι και με μια φανÝλα ναυτικÞ. Κι üπως τον θαýμαζε – πþς του ’ρθε; ¯ του ‘σφιξε το μπρÜτσο δυνατÜ : "ΑδερφÝ μου".
     Ο ψηλüς Üντρας γýρισε, και κοßταξε μια στιγμÞ και χαμογÝλασε.
¯ Εßναι για το καρÜβι που βοýλιαξε; του εßπε πÜλι.
¯ ¼χι εßναι για ψωμß.
¯ Ψωμß! ΜπρÜβο. Και για σπßρτα πρÝπει να φωνÜξουμε. Στην τσÝπη μου Ýχω τρßα ψÜρια ωμÜ.
¯ Πρþτα απ’ üλα εßναι το ψωμß.
¯ ¸χεις δßκιο. Εκεßνο το καρÜβι Ýφερνε ψωμß. Εßσαι ναυτικüς;
¯ ¹μουνα κÜποτε…
¯ ΜπρÜβο. Εγþ σου δεßχνω τη θÜλασσα και σου λÝω : «Να η ζωÞ». Λοιπüν αýριο, να το ξÝρεις, θα πÜω να ρßξω δυναμßτες εγþ.
     ¼ταν πÝρασαν μπροστÜ απü το γÝρο στÜθηκε μια στιγμÞ και του ’πιασε τ’ απλωμÝνο χÝρι.
¯ ΠεριμÝνεις, τι περιμÝνεις; Σου εßπανε: βοýλιαξε! Εγþ σου δεßχνω τη θÜλασσα και…¼χι, κÜθησε στη γωνιÜ σου. Δεν εßσαι εσý γι’ αυτÜ.
     Στην πλατεßα, μπροστÜ στο Υπουργεßο, τους χτýπησαν οι χωροφýλακες. Η νýχτα ξεχýθηκε ορμητικÜ στους δρüμους της ΑθÞνας. Ο ψηλüς Üντρας με τη ναυτικÞ φανÝλα του ’σφιξε δυνατÜ το χÝρι. ¾στερα του φÜνηκε πως τον τρÜβηξαν σε μια γωνιÜ. ¸να χλιαρü υγρü τον γαργαλοýσε στον κüρφο. Κι üλα γýρω του Üλλαζαν üψη σα να τα ’βλεπε πÜλι μÝσα απü το δακρυσμÝνο τζÜμι του παραθυριοý του. Θüλωσαν στο μυαλü του οι εικüνες. Δεν μποροýσε να πει αν Ýβλεπε üνειρο Þ στ’ αλÞθεια γßνονταν üλα αυτÜ. Του φÜνηκε λοιπüν πως η ¢ννα Ýψενε τα ψÜρια σε μια κατακüκκινη φωτιÜ.
     Κι üλο μιλοýσε, μιλοýσε.
     Εßδε κι Ýνα Üλογο γονατισμÝνο που ξαφνικÜ ορθþθηκε κι Üρχισε να καλπÜζει αφηνιασμÝνα στον κÜμπο. Αυτü το Üλογο Ýγινε σιγÜ σιγÜ περÞφανο καρÜβι. Κι ο κÜμπος, μια θÜλασσα γαλÞνια.
     Κι üσο το καρÜβι σßμωνε στη στεριÜ, τüσο η νýχτα γινüτανε πιο μαýρη, πιο μαýρη!

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers