Βιογραφικό
Ο Αλμπέρτο Μοράβια, (Αλμπέρτο Πίνκερλε -Alberto Pincherle- ήτανε το πραγματικό του όνομα), από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ιταλικής σύγχρονης λογοτεχνίας, πολυβραβευμένος, υπήρξε δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος. Εχθρός του φασισμού, δεν έχανε ευκαιρία να τονε στηλιτεύει μες από τα έργα του, γι' αυτό και βρισκότανε συνεχώς υπό δίωξη. Έγραψε μέσα στο περιβάλλον του μεταπολεμικού ρεαλισμού χωρίς να ταυτιστεί με κανένα λογοτεχνικό κίνημα, δημιουργώντας μάλλον, σχολή με το έργο του. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Οι Αδιάφοροι», ρεαλιστική περιγραφή της μεσαίας τάξης, σημείωσε τεράστια επιτυχία και του πρόσφερε την αναγνώριση.
Με τα επόμενα μυθιστορήματά του επιχείρησε να σχολιάσει τη κατάσταση των πραγμάτων στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του φασισμού, προκαλώντας το θρησκευτικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής. Η κοινωνική αλλοτρίωση, το σεξ χωρίς αγάπη, η συχνά αξιολύπητη εικόνα του ανδρικού φύλου, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η συναισθηματική ανικανότητα κι η απομόνωση αποτελούν μερικούς από τους θεματικούς άξονες στα μυθιστορήματά του. Πολλά από τα βιβλία του γίνανε ταινίες για τον κινηματογράφο, μια και διακρίνονται από καθαρά 'κινηματογραφικές' αρετές: απλό αφηγηματικό στιλ, δυνατή πλοκή, καίριες ψυχολογικές παρατηρήσεις κι αυθεντικούς χαρακτήρες. Πιο γνωστά ο "Κομφορμιστής" σε σκηνοθεσία Μπερτολούτσι, η "Περιφρόνηση" με τη Μπριζίτ Μπαρντό, σκηνοθεσία Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (Jean-Luc Godard), την "Ανία" του Νταμιάνο Νταμιάνι (Damiano Damiani), "Δυο Γυναίκες" του Βιτόριο Ντε Σίκα (Vittorio De Sica) κ.λπ. Εργάστηκε σα δημοσιογράφος σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες και ταξίδεψε σε αρκετές χώρες.
Γεννήθηκε 28 Νοέμβρη 1907 και πέθανε 26 Σεπτέμβρη 1990 στη Via Sgambati, στη Ρώμη -βρέθηκε νεκρός στο μπάνιο, στο Lungotevere διαμέρισμά του-, όπου έζησε κι έδρασε κι απ' όπου πήρε ήρωες κι εικόνες που μας μετέφερε στα βιβλία του. Γόνος πλούσιας μεσοαστικής οικογένειας, με πατέρα Εβραίο, αρχιτέκτονα και ζωγράφο (Carlo) και μητέρα Καθολική (Teresa Iginia de Marsanich), γεννημένη στην Ανκόνα, αλλά δαλματικής καταγωγής. Δε σπούδασε κανονικά, γιατί από μικρός υπέφερε από φυματίωση των οστών και γι' αυτό πέρασε μεγάλο διάστημα σε σανατόρια κι από τα 9 του, για 5 ολάκερα χρόνια, έμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι. Μορφώθηκε κυρίως μόνος κι έμαθε πολύ καλά γαλλικά, γερμανικά κι αγγλικά, -έγραψε μάλιστα και ποιήματα σ' αυτές τις γλώσσες. Ήταν έξυπνο αγόρι και γρήγορα, τα βιβλία γίναν η συντροφιά του. Αγαπημένοι συγγραφείς: Dostoevsky, Joyce, Ariosto, Goldoni, Moliere, Shakespeare, Mallarme. Παιδί- θαύμα στα 13 του γράφει το 1ο του έργο, τη ποιητική συλλογή "Δεκαοκτώ Λυρικά".
Το 1925 αφήνει το σανατόριο και πηγαίνει στο Brixen. Εκεί γράφει τους "Αδιάφορους", που δημοσιεύεται το 1929 με δικά του έξοδα κι οι κριτικοί το χαιρετίζουν μ' ενθουσιασμό, σαν ένα σύγχρονο παράδειγμα αφήγησης. 2 χρόνια πριν είχε γνωρίσει τους Corrado Alvaro και Massimo Bontempelli κι έτσι καταφέρνει να πιάσει δουλειά σα δημοσιογράφος στο περιοδικό 900, όπου και δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα. Το 1930 γνωρίζει και συνεργάζεται με τον Κούρτσιο Μαλαπάρτε (Curzio Malaparte) στη La Stampa. Το 1933, μαζί με τον Mario Pannunzio, ίδρυσε τα λογοτεχνικά περιοδικά Caratteri (Χαρακτήρες), Oggi (Σήμερα) κι άρχισε συνεργασία με την εφημερίδα La Gazzetta Del Popolo.
Στα επόμενα έτη μέχρι τον 2ο Παγκ. Πολ. το φασιστικό καθεστώς, που ανεβαίνει στην εξουσία, του απαγορεύει πολλά από τα έργα του κι εκείνος περνά δύσκολα. Το 1935 ταξιδεύει στις ΗΠΑ, δίνοντας σειρά διαλέξεων για την ιταλική λογοτεχνία. Το 1936 γνωρίζει στο Κάπρι τη μυθιστοριογράφο Elsa Morante και συνάπτουνε σχέση. Συνεχίζει να δημοσιεύει από το 1937 κι έπειτα και για να μη λογοκρίνεται, υιοθετεί υπερρεαλιστικόν, αλληγορικόν ύφος. Το 1941 όμως και μετά τη κατάσχεση ενός ακόμα βιβλίου του, αναγκάζεται να γράψει με ψευδώνυμο. Παντρεύεται την Έλσα. Μετά το τέλος του πολέμου, η δημοτικότητά του εκτινάσσεται. Ξαναρχίζει συνεργασία με τον Κοράντο 'Αλβαρο σε διάφορες εφημερίδες μέχρι το θάνατό του.
Το 1952 κέρδισε το Premio Strega για το "Racconti" και τα μυθιστορήματά του άρχισαν να μεταφράζονται στο εξωτερικό. Το 1953 ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό Nuovi Argomenti (Νέα Επιχειρήματα) και μεταξύ των συντακτών του είναι κι ο Πιέρ-Πάολο Παζολίνι. Το 1962 χωρίζει την Έλσα και συζεί με τη νεαρή συγγραφέα Dacia Maraini. Όλο και περισσότερο, επικεντρώνεται στο θέατρο. Αυτός, η Ντάτσια κι ο Enzo Siciliano, ιδρύουνε την εταιρεία Il Porcospino που υποστηρίζει έργα των ίδιων, του Carlo Emilio Gadda κι άλλων. Το 1967 επισκέπτεται Ιαπωνία, Κίνα και Κορέα, και το 1972 την Αφρική. Συνεχίζει να εμπνέεται κι απ' αυτές τις επισκέψεις. Το 1984 εκλέγεται μέλος του Ευρωκοινοβουλίου, με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και 2 χρόνια μετά, παντρεύεται τη νέα του σύντροφο, Carmen llera, 45 έτη μικρότερη και της αφιερώνει ένα του βιβλίο. Στα πιο τελευταία του βιβλία, προβάλλεται εντονότερα ο εσωτερικός διάλογος των ηρώων.
Εκτός του "Εγώ Κι Αυτός", έγραψεν επίσης: "Λαθεμένες φιλοδοξίες", "Η Ανία", "Αγκοστίνο", "Μασκαράτα", "Όμορφη Ζωή", "Το Μπέρδεμα", "Ρωμαϊκά Διηγήματα", "Τα Όνειρα Της Ρώμης", κ.α. Σημαντικά είναι και τα θεατρικά του: "Ο Κόσμος Είναι Αυτός Που Είναι", "Η Ζωή Είναι Παιχνίδι", "Ο Θεός Κουρτ". Οι "Ιστορίες Από Τη Προϊστορία" είναι το μόνο του βιβλίο για παιδιά κι έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το συγγραφικό του έργο είναι αγαπητό διεθνώς, ενώ στην Ελλάδα έχουν μεταφραστεί σχεδόν όλα τα έργα του.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Κεφ. 1 ΤΑΠΕΙΝΩΜέΝΟΣ!
Ραδιούργος! Δόλιος! Παράσπονδος! 'Αναντρος! Έτσι κρατά τις υποσχέσεις! Έτσι μένει πιστός στις συμφωνίες! Κοιμάμαι, βλέπω ένα σωρό ασήμαντα όνειρα που πια δε τα θυμάμαι και στο τέλος ονειρεύομαι πως βρίσκομαι σε κινηματογραφικό στούντιο, απέραντο, βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Σε μια γωνιά, στη φορητή εξέδρα, μια μηχανή λήψης τυλιγμένη με μαύρο πανί. Το ξέρω, είμαι σίγουρος: η μηχανή γυρίζει επιτέλους τη 'δική μου' ταινία. Ποιά ταινία; Με ποιόν παραγωγό; Με τί ηθοποιούς; Αυτό δε το γνωρίζω. Ένα ξέρω μόνο: πως είναι η δική μου ταινία. Η ταινία που με απασχολεί εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Η ταινία που πάνω της κρέμεται ολάκερη η ζωή μου. Ανεβαίνω στην εξέδρα, βολεύομαι στο κάθισμα και σκύβοντας μπρος με τρόπο άνετο κι επαγγελματικό, κολλώ το μάτι μου στο φακό. Το σκηνοθετικό μου βλέμμα εντοπίζει σε μιαν άκρη του στούντιο, μια σκηνή που ασφαλώς πρέπει να χαρακτηριστεί ερωτική. Το έντονο και συγκεντρωτικό φως των προβολέων πέφτει πάνω σ' ένα ξέστρωτο κρεβάτι, σ' έναν άντρα και μια γυναίκα που 'ναι κι οι δυο τους γυμνοί. Ο άντρας καλοφτιαγμένος, νεαρούλης, κάθεται σκεφτικός σε στάση κουρασμένου πυγμάχου, με τις γάμπες του αναδιπλωμένες, τον αγκώνα ακουμπισμένο στα γόνατα, το σαγόνι στηριγμένο στη παλάμη του. Η γυναίκα, πίσω του, είναι ξαπλωμένη μπρούμυτα. Έχει καλλίγραμμες γάμπες και τουρλωτά οπίσθια. Η ράχη της, ξεκινώντας από τα νεφρά, κυρτώνεται ως τον τράχηλο, ενώ το πλούσιο στήθος της ζουλιέται πάνω στο στρώμα. Προσέχω την ηθοποιό μες από τον φακό και διαπιστώνω πως μ' αρέσει και με τραβά κι ότι το βλέμμα μου γίνεται όσο πάει και λιγότερο επαγγελματικό και πιότερο ηδονιστικό. Φυσικά αποδιώχνω την επιθυμία που σε τέτοια στιγμή και σ' αυτό το χώρο, δεν είναι μόνον ανάρμοστη, αλλά κι επιζήμια για μένα. Τα βάζω με τον εαυτό μου: "Μα τρελάθηκες, μα είναι δυνατό; Ύστερα από τόσους κόπους καταφέρνεις να γυρίσεις τη δική σου ταινία κι αντί να κοιτάξεις τη δουλειά σου, σε ξεστρατίζει ο πόθος; Μα τί σ' έπιασε; Αυτή η ηθοποιός για σένα, δε πρέπει να 'ναι γυναίκα, αλλά μόνον ερμηνεύτρια ενός ρόλου". Το μικρό κήρυγμα φέρνει αποτέλεσμα: συγκρατιέμαι, αποδιώχνω τον πειρασμό, αφοσιώνομαι και πάλι στη ταινία μου.
Τώρα η πρωταγωνίστρια πρέπει να κατεβεί από το κρεβάτι και με προσποιητή νωχέλεια, να σκεπάσει με το μεσοφόρι της το πορτατίφ στο κομοδίνο. Ύστερα με γατίσια κίνηση να στραφεί αναπάντεχα, να ρίξει τον νεαρό στο κρεβάτι κι αμέσως να πέσει πάνω του, καλύπτοντάς τον με το κορμί της. Φωνάζω μες σ' ένα μικρό χάρτινο μεγάφωνο: "Σιωπή! Δράση! Σε κίνηση η μηχανή!" Και τότε, καθώς αρχίζει ν' αντηχεί το μαγικό βούισμα της μηχανής λήψης, βλέπω έκπληκτος την ηθοποιό να πετάγεται από το κρεβάτι κι αντί να προχωρήσει για να σκεπάσει το πορτατίφ, να κατευθύνεται προς την εξέδρα που βρίσκομαι σκαρφαλωμένος. Θα 'θελα να ξεφωνίσω: "Όχι, μην έρχεσαι κατά δω. Πήγαινε να σκεπάσεις τη λάμπα". Μα δε μπορώ να μιλήσω. Μια περίεργη δύναμη, ισχυρότερη από τη θέλησή μου, με καθηλώνει σκυφτό, με το μάτι κολλημένο στο φακό, απορροφημένο να φωτογραφίζω το γυμνό κορμί που όλο και με πλησιάζει με λικνιστικές κινήσεις. Νωθρή, αργή, αφηρημένη, η πρωταγωνίστρια σιμώνει. Και ξαφνικά, καθώς έρχεται κατά πάνω μου, τη βλέπω ν' αλλάζει όψη, να χάνει την ομορφιά της, να παίρνει τα χαρακτηριστικά της Φάουστα, με το διπλοσάγονο, το αγελαδίσιο στήθος, τη πληθωρική κοιλιά της. Θα 'θελα να της φωνάξω: "Έι, τί κάνεις εδώ; Στρίβε, δίνε του, φύγε από μπρος μου, γύρισε σπίτι, μ' εμποδίζεις να δουλέψω, με καταστρέφεις". Αλλά το νιώθω με μια πικρήν αίσθηση ανικανότητας, όσο κι αν προσπαθεί το στόμα μου ν' αρθρώσει τους φθόγγους, δε καταφέρνω να προφέρω λέξη. Στο μεταξύ η Φάουστα συνεχίζει να προχωρά προς το φακό, άβουλα, συμπτωματικά, τεμπέλικα, τινάζοντας πίσω τους ώμους της και προβάλλοντας τη κοιλιά της. Πλησιάζει όλο και πιο πολύ, σιγά-σιγά το κεφάλι, οι γάμπες εξαφανίζονται από τ' οπτικό μου πεδίο. Στο τέλος δε βλέπω παρά μόνο τη κοιλιά που κι αυτή, καθώς η Φάουστα προχωρεί, χάνεται με τη σειρά της, για να παραχωρήσει τη θέση της στη περιοχή του σεξ. Η Φάουστα κάνει ένα βήμα ακόμα προς το φακό και μου μπλοκάρει τελείως με το πυκνό και βαθύ, όμοιο με γούνα αρκούδας, τρίχωμά της, που ακολουθώντας τη γενική αλλαγή στην εμφάνιση της γυναίκας μου, αντικατέστησε τώρα κείνα τα χαριτωμένα κατσαρά μπουκλάκια που τόσο πολύ κάποτε είχα λατρέψει. Θα 'θελα να ξεφωνίσω: "Πίσω, κάνε πίσω". Όμως είναι πια πολύ αργά: το φύλο της έχει κατακλύσει το φακό, προσαρτήθηκε και κόλλησε πάνω του σαν ολάκερος ο κόσμος να 'τανε φτιαγμένος από γυναικείες τρίχες. Και ξαφνικά πετάγομαι από τον ύπνο, μ' ένα τρομερό, πικρό συναίσθημα ανικανοποίησης.
Αρχικά δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ: δε ξεχωρίζω ούτε τί ώρα είναι, ούτε που βρίσκομαι. Ύστερα, αργά συνειδητοποιώ πως είναι η ώρα που συνηθίζω να ξυπνώ κάθε πρωί κι ότι βρίσκομαι ανάσκελα στο κρεβάτι, σκεπασμένος μόνο με το σεντόνι. Πελώριος, στητός, αποπληκτικός, όμοιος με δέντρο που φυτρώνει, μοναχικό και γιγάντιο, στη μεση μιας πεδιάδας κάτω από το συννεφιασμένο και βαρύν ουρανό, 'αυτός' ορθώνεται σχεδόν κατακόρυφα από τη κοιλιά μου, ανασηκώνοντας ξεδιάντροπα το σεντόνι. Τί πεισματάρικο, άθλιο, επίβουλο, επίμονο υποκείμενο! Τον αποπαίρνω αμέσως με θυμό:
-"Αυτό δεν ήτανε στη συμφωνία μας".
-"Ποιά συμφωνία";
-"Μου 'χες υποσχεθεί ότι..."
-"Δεν υποσχέθηκα ποτέ τίποτα".
-"Τέλος πάντων, μ' είχες αφήσει να ελπίζω ότι δε θα γινόσουν εμπόδιο στο σχέδιό μου".
-"Και λοιπόν";
-"Και λοιπόν μπορώ να μάθω τί ήθελες να πεις με τ' όνειρό σου";
-"Το δικό μου όνειρο; Και γιατί όχι το δικό σου";
-"Εγώ δε βλέπω τέτοια όνειρα. Αυτό είχε τυπωμένο πάνω το δικό σήμα κατασκευής".
-"Τί μας λες τώρα! Ήταν ένα όνειρο δυσπιστίας, απωθημένων, φόβου, αποτυχίας, δηλαδή συναισθημάτων που εκφράζουν αποκλειστικά τα δικά σου προβλήματα".
-"Α ώστε λοιπόν είναι δικά μου";
-"Μάλλον. Δε μου λες: ανάμεσα στους δυο μας ποιός είναι ο αποτυχημένος; Εσύ ή εγώ";
-"Εκεί το πας; Τότε θα σου εξηγήσω γιατί τ' όνειρο αυτό είναι δικό σου έργο, απ' την αρχή ως το τέλος. 'Ακουσέ με προσεκτικά. Και πρώτα απ' όλα: Εσύ θες για τις προσωπικές σου επιδιώξεις να 'μαι και να παραμείνω άβουλος, αποτυχημένος. Με κάνεις να ονειρευτώ ότι γυρίζω τη δική μου ταινία, με μόνο σκοπό να μου αποδείξεις ότι δε θα μπορέσω ποτέ να γίνω σκηνοθέτης, γιατί δεν θα καταφέρω ποτέ να σε δαμάσω, να σε κάνω πειθήνιό μου όργανο. Πώς εξηγείς αλήθεια, πως η πρωταγωνίστρια παίρνει τη μορφή της Φάουστα κι έρχεται να τυφλώσει το φακό με το αιδοίο της; Τί άλλο να σημαίνει παρά πως το πείραμά μου είναι καταδικασμένο σ' αποτυχία; Ότι για μένα δε θα υπάρξει ποτέ εξύψωση, ότι θα παραμείνω ταπεινωμένος σ' όλη μου τη ζωή; Και για να μιλήσω πιο απλά, πως δε θα γίνω ποτέ ο καλλιτέχνης που θα μπορούσα κι επιθυμούσα να γίνω, επειδή, πάντα αναπόφευκτα θα παρεμβάλλεται ανάμεσα στο μάτι μου και στη πραγματικότητα... το σκοτεινό τρίχωμα από κάποιο θηλυκό αιδοίο; Έστω κι αν ανήκει στη Φάουστα ή σε κάποιαν άλλη; Και τώρα πες μου ειλικρινά: το σημερινό όνειρό μου είναι δικό μου ή δικό σου";
-"Σιγά! Στην εξήγησή σου υπάρχει ένα παράξενο σημείο. Σύμφωνα μ' όσα λες, κάποια στιγμή, φαίνεται πως εγώ αντικατέστησα την ηθοποιό με τη Φάουστα. Γιατί";
-"Είναι πολύ απλό. Χθες μου τηλεφώνησε η Φάουστα, ζήτησε να με δει, απαίτησε να της πω τη πραγματικήν αιτία του χωρισμού μας. Ύστερα από μεγάλο δισταγμό, συγκινήθηκα και συμφώνησα να την επισκεφτω πρώτη φορά μετά έξη μήνες. Αυτή η απόφαση, ήταν αρκετή για να σου προκαλέσει την αυταπάτη, ότι βρίσκομαι στα πρόθυρα να παραιτηθώ από το πείραμά μου και για να σου βάλει κυριολεκτικά ιδέες στο κεφάλι. Κι αλήθεια, σα να μην έφτανε που μ' έκανες να ονειρευτώ την αποτυχία μου σα σκηνοθέτη έπρεπε κι από πάνω να χρησιμοποιήσεις στό όνειρο το πρόσωπο που διάλεξες για να με οδηγήσεις σήμερα στην αποτυχία μου: τη Φάουστα". Όπως συμβαίνει κάθε φορά που του εξηγώ με λογικό τρόπο πως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση ανάμεσά μας, έτσι και τώρα, σωπαίνει. Υποψιάζομαι μάλιστα πως η κατηγορία μου ότι χώνει τη μύτη του παντού, ακόμα και στα όνειρά μου, στο βάθος κολακεύει τη ματαιοδοξία του. Συμπεραίνω βάναυσα: "Πάντως μη πεις ότι δε σε προειδοποίησα. Αν τ' όνειρο σημαίνει προφητεία για το μέλλον, εγώ τη διαψεύδω, αν αντίθετα είναι εκδήλωση πόθου, την αποκρούω. Όπως και να 'ναι, θα 'κανες καλά να μην ανακατεύεσαι σ' ό,τι δε σε αφορά". Διακόπτει τη σιωπή του:
-"Όλα με αφορούν".
-"Πολύ καλά. Αφού λοιπόν όλα σ' αφορούν, σου ζητώ να μην ενδιαφέρεσαι για τίποτα. Τίποτα απολύτως".
-"Α! κατάλαβα... Η περίφημη εξύψωση"!
-"Ακριβώς".
-"Με σκότισες".
Πετώ το σεντόνι, σηκώνομαι από το κρεβάτι, βγαίνω από το δωμάτιο και πάω στο λουτρό. Αρχίζω τη συνήθη πρωινή τουαλέτα: ντους, ξύρισμα, δόντια, νύχια στα πόδια και στα χέρια, τρίχες στις αμασχάλες, στη μύτη και στ' αφτιά και φυσικά περιποιήση και σ' 'αυτόν'. Υπερευαίσθητος καθώς είναι και σα να μη φτάνει αυτό, έτοιμος να κοροϊδέψει κάθε τι που πηγάζει από ευαισθησία, νάτονε που τη στιγμή που τονε σαπουνίζω μου γίνεται ανοικονόμητος. Τότε του λέω:
-"Σίγουρα φαντάζεσαι πως θα πρέπει να 'μαι περήφανος για την... ας πούμε, παντοτινή σου προθυμία; Κι όμως όχι, κάνεις λάθος! Μα δε καταλαβαίνεις ότι αυτή ακριβώς η ετοιμότητά σου, η τόσο γρήγορη, η τόσον εύκολη, η τόσον άμεση κι επιβλητική που αν τη κρίνει κανςίς από κοινωνικήν άποψη, είναι συνώνυμη με την αβάσιμη φιλοδοξία, τη μετριότητα και την αποτυχία, αποτελεί την αδιάψευστην απόδειξη για την από καταβολής, κατωτερότητά μου; Γιατί λοιπόν πρέπει να υπερηφανεύομαι για σένα; Θα 'τανε σαν η καμπούρα καθώς υψώνεται καμαρώνοντας στη ράχη του σημαδεμένου, να του 'λεγε: Βλέπεις πόσο μεγάλη είμαι; Πώς γίνεται να μη καυχιέσαι για μένα; Κι ο καμπούρης θα 'χε κάθε δικαίωμα να της απαντήσει: Να καυχιέμαι για σένα που 'σαι αιτία της συμφοράς μου; Μα σοβαρολογείς";
Αυτή η παρομοίωση επιδρά πάνω του σα ψυχρολουσία. Βουβαίνεται ίσως και να νιώθει μειωμένος. Σιγά-σιγά, με ανεπαίσθητους, κλιμακωτούς κραδασμούς, ξαναβρίσκει τις φυσιολογικές του διαστάσεις. Η τουαλέτα μου τελείωσε. Γυρίζω στη κρεβατοκάμαρα, ντύνομαι και βγαίνω από το σπίτι. Είναι μόλις οχτώ το πρωί. Μα γιατί πηγαίνω τέτοιαν ώρα στη Φάουστα; Πρώτα απ' όλα γιατί θέλω να ξεμπερδεύω και να ξανάρθω το γρηγορώτερο δω, να στρωθώ στη δουλειά για το σενάριο του φιλμ μου. Έπειτα, γιατί αυτή την ώρα η ακόμα κοιμάται κι εγώ το ξέρω: το πρωί μόλις ξυπνήσει είναι στα κακά της χάλια -αν μπορεί να υπάρξει λιγότερο ή μεγαλύτερο χάλι για μια γυναίκα τόσο παρακμασμένη. Έτσι, 'αυτός' δε θα μου παίξει κανέν άσχημο παιγνίδι, πράμα που -αν κρίνω από τ' όνειρο- δεν είναι τόσον απίθανο.
Φεύγω από το διαμέρισμά μου με τη γνώριμη αποκαρδιωτικήν αίσθηση ότι περνώ το κατώφλι του σπιτιού, που πριν έξη μήνες, ζούσα μαζί της. Στη πραγματικότητα τα δυο σπίτια έχουνε πολλές ομοιότητες, έστω κι αν βρίσκονται σε διαφορετικές γειτονιές. Το διαμέρισμα που νοίκιασα για το πείραμα της εξύψωσής μου, είναι κάποιο ρετιρέ πέντε δωματίων, σε μικροαστική πολυκατοικία που κατασκευάστηκε πρόσφατα. Πριν έξη μήνες συγκατοικούσα με τη Φάουστα σε ρετιρέ πέντε δωματίων, σε μια νιόκτιστη μικροαστική πολυκατοικία. Πού βρίσκεται η διαφορά; Σ' ένα και μόνο σημείο: το διαμέρισμα που μοιραζόμουνα με τη Φάουστα, ήταν η κατοικία της άβουλης κι αποτυχημένης μετριότητάς μου. Αντίθετα, τούτο που με φιλοξενεί τώρα, πρέπει να 'ναι κι οπωσδήποτε θα 'ναι, κείνο που θα δει την άνοδό μου, την επιτυχία μου. Έτσι λοιπόν, η εντύπωσή μου πως βγαίνω πάντα από το ίδιο σπίτι, όχι μόνον είναι έξω από τη πραγματικότητα, αλλά θα μπορούσε και να σημαίνει πως έχω κάποιαν αμφιβολία για την επιτυχία του πειράματος. Κακό αυτό!
Στο δρόμο κοντοστέκομαι κι ύστερα αποφασίζω να μη πιω καφέ στο συνηθισμένο μπαρ, αλλά στη Φάουστα. Έτσι, αυτή θα 'χει κάποιαν απασχόληση καθώς θα κουβεντιάζουμε κι εγώ θ' αποφύγω τις επικίνδυνες προσεγγίσεις κι επαφές. Ανεβαίνω στ' αμάξι μου και ξεκινώ. Λίγο πιο κάτω, στο δρόμο, είναι το περίπτερο με τις εφημερίδες. Σταματώ, κατεβαίνω, πηγαίνω προς τα κει. Κι αρχίζει ο διάλογος ανάμεσα σε μένα και σ' 'αυτόν'. Τον μεταφέρω πιστά, πιότερο για να δώσω σωστή εικόνα της άσχημης εντύπωσης που προκαλώ, εξ αιτίας 'του' στους άλλους:
-"Σε παρακαλώ, ας ρίξουμε μια ματιά σε κείνο το περιοδικό".
-"Ποιό περιοδικό";
-"Να, σε κείνο".
-"Ένα περιοδικό για άντρες μόνο! Στις οχτώ το πρωί! Μόλις βγήκα από το σπίτι! Εγώ, ένας τριανταπεντάρης, μικρόσωμος, με κοντές γάμπες, με πελώριο φαλακρό κεφάλι, με ύφος σοβαρό, υπεροπτικό και μάλιστα, κατά κάποιο τρόπο, μεγαλόπρεπο, εγώ να ξεφυλλίζω πορνοπεριοδικά στα κρυφά, στημένος μπρος στο περίπτερο, με τα νώτα μου στραμμένα στους περαστικούς! Ενώ τριγύρω μου, στα λεωφορεία, στ' αμάξια τους, πεζή οι εργαζόμενοι άνθρωποι σπρώχνονται βιαστικοί για να φτάσουνε στα εργοστάσια, στα γραφεία, στα καταστήματα! Μα δε καταλαβαίνεις λοιπόν τίποτα";
-"Σε παρακαλώ, ας δούμε μόνον αυτό".
-"Όχι, ούτε γι' αστείο".
-"Έλα να χαρείς".
-"Όχι, χίλιες φορές όχι".
-"Λοιπόν προτιμάς όταν φτάσουμε στη Φάουστα..."
Εκβιασμός! Μετρώ τα υπέρ και τα κατά κι αποφασίζω να τον υποστώ: καλύτερα να τον ηρεμήσω δίνοντάς μου μιαν ανώδυνη για με ικανοποίηση. Απλώνω το χέρι, τραβώ το περιοδικό κι αρχίζω να το ξεφυλλίζω. Προσπαθώ να πάρω ύφος αδιάφορο, όπως θ' άρμοζε σε κάποιον που περιδιαβάζει αργόσχολος κάποιο όμορφο πρωί και κοιτά πότε μιαν ιδιαίτερα καλαίσθητη διαφημιστική πινακίδα, πότε την υπέροχη φυλλωσιά ενός πλατάνου, άλλοτε έναν αδέσποτο σκύλο και -στη δική μου περίπτωση συγκεκριμένα- ένα περιοδικό γεμάτο γυμνές γυναίκες. Δυστυχώς όμως, δε μ' αφήνει να κρατήσω ούτε τα προσχήματα. Ξαφνικά μου λέει με τρόπον επιτακτικό:
-"Έι, γιατί τόση βιασύνη; Μη το ξεφυλλίζεις τόσο γρήγορα, σταμάτα, άσε με να κοιτάξω, άσε με να χαρώ, να πάρει η ευχή! Να ας πούμε τούτη δω..."
-"Τί της βρίσκεις; Δεν είναι παρά ένα φωτομοντέλο, με καμπύλες τόσον εξωφρενικές που να μοιάζει με τέρας, με φαινόμενο τσίρκου".
-"Ίσως. Όμως ξέρεις την αδυναμία μου για κάθε τι κυρτό, καμπυλωτό, φουσκωτό, σφαιρικό, πληθωρικό".
-"Κι έπειτα, τί μπορεί να σ' ερεθίσει σ' αυτά τα γυμνά, τα φωτογραφημένα με τους ίδιους ψεύτικους και μεταλλικούς χρωματισμούς που χρησιμοποιούν οι διαφημιστές για να παρουσιάσουνε τ' αμάξια, τις μποτίλιες με ποτά, τις μάρκες των τσιγάρων";
-"Τί τα θες; Εγώ έχω απλά γούστα, εγώ είμαι αυθόρμητος. Ω, ω, ω, στάσου, σταμάτα σε παρακαλώ".
-"Τί είναι πάλι";
-"Η διπλωμένη μεγάλη σελίδα, με την ολόσωμη φωτογραφία της κοπέλας του μήνα. Δε φαντάζομαι να μη θες να τη δεις";
-"Είσαι με τα καλά σου; Ν' ανοίξω, να ξεδιπλώσω τη σελίδα; Αυτό πια θα πει πως δε κοιτώ αδιάφορα το περιοδικό, αλλά πως ζητώ κάτι συγκεκριμένο. Δε βλέπεις τον εφημεριδοπώλη που άρχισε να με κρυφοκοιτά";
-"Τί σε νοιάζει για τον εφημεριδοπώλη";
-"Έρχομαι κάθε πρωί κι αγοράζω την εφημερίδα μου. Δε θέλω να σχηματίσει στραβή εντύπωση για μένα".
-"Στραβή";
-"Ναι, το βροντοφωνάζω: στραβή"!
Και να: ο εφημεριδοπώλης με ρωτά, απότομος κι ειρωνικός, αν θέλω ν' αγοράσω το περιοδικό. Κοκκινίζω από ντροπή, απαντώ όμως με αξιοπρέπεια ότι θα το πάρω, ρωτώ πόσο κάνει, πληρώνω κι απομακρύνομαι με το συνηθισμένο αργό κι αλαζονικό βήμα μου. Μπαίνω στ' αμάξι, αλλά είμαι τόσο φουρκισμένος, που αυτός το καταλαβαίνει και μένει για λίγο σιωπηλός. Τελικά όμως η ξεδιαντροπιά του ξεπερνά το φόβο του. Καθώς τυφλωμένος από λύσσα κι οδηγώντας με το αριστερό χέρι, αρπάζω με το δεξί το περιοδικό κι ετοιμάζομαι να το πετάξω από το παράθυρο, αυτός διαμαρτύρεται:
-"Όχι, τί κάνεις; Κράτησέ το. Αργότερα στο σπίτι, όταν τελειώσεις τη δουλειά σου, θα το κοιτάξουμε με την ησυχία μας, από την αρχή ως το τέλος".
-"Μια για πάντα στο ξαναλέω! σταμάτα τον πληθυντικό. Δεν είμαστε μεις, είμαστε εγώ κι εσύ. 'Ακου, καλύτερα πάψε να μιλάς. Σε μισώ. Με ρεζίλεψες στον εφημεριδοπώλη, τουλάχιστον τώρα βούλωστο"!
-"Βρε τί φασαρία για ένα περιοδικό"!
-"Πορνογραφικό! Μα δε καταλαβαίνεις πως όταν ξεφυλλίζει κανείς ένα τέτοιο περιοδικό, είναι ακριβώς το ίδιο σα να κολλά το μάτι του στη κλειδαρότρυπα για να κοιτάξει μια γυναίκα που γδύνεται";
-"Κι αυτό το 'χουμε κάνει και δε σου κακοφάνηκε διόλου. Το αντίθετο μάλιστα".
-"Στο ξανάπα: πληθυντικός τέρμα"!
-"Γιατί; Μήπως δεν ήμασταν κι οι δυο μας εκεί; Εγώ σε καθοδηγούσα κι εσύ εκτελούσες τις εντολές μου. Αχ τί ωραία εποχή! Για θυμήσου κείνη τη μέρα που πήγαμε ν' αγοράσουμε κάτι πανάκριβα γερμανικά κυάλια. Ύστερα ανεβήκαμε στη ταράτσα της πολυκατοικίας και περιμέναμε μαζί, κρυμμένοι πίσω από ένα απλωμένο σεντόνι. Επιτέλους, στο αντικρυνό σπίτι, σ' ένα διαμέρισμα που 'χε γίνει πανσιόν, άνοιξε κάποιο παράθυρο. Τότε στρίψαμε τα κυάλια εκεί και κρυφοκοιτάξαμε μαζί το πήγαιν'-έλα μιας πανέμορφης κοπέλας. Θυμάσαι; Έμοιαζε ξένη. Ψηλή, λεπτή, με μικρό στήθος και στενούς γοφούς κι ολόγυμνη, με μόνο ένα κάτασπρο κομμάτι μπαμπάκι, στερεωμένο με δυο σχεδόν αόρατα κορδόνια, ανάμεσα στα σκέλια της. Σταθήκαμε κι οι δυο μας με τα κυάλια καρφωμένα σε κείνο το παράθυρο, ως τη στιγμή που η κοπέλα ντύθηκε και βγήκε. Τί ήμασταν λοιπόν τότε; Οφθαλμοπόρνοι";
-"Από τότε έχουνε περάσει δέκα χρόνια. Ναι, εσύ ήσουν ένας φτηνός, ένας γελοίος, ένας αηδιαστικός ηδονοβλεψίας κι εγώ το πειθήνιο όργανό σου".
Όπως συμβαίνει συχνά πάντα στις φιλονικείες μας, κάποια στιγμή προσβάλλεται τόσο και θέλει να βάλει τα πράματα στη θέση τους. Για λίγο δε μιλά και μετά λέει, με ύφος ξαφνικά πειραγμένο:
-"Όσο αστειευόμαστε πάει καλά. Όμως κάθε αστείο έχει και τα όριά του. Μη ξεχνάς σε παρακαλώ, πως αυτό που αντιπροσωπεύω, δεν είναι ούτε φτηνό, ούτε γελοίο, ούτε αηδιαστικό. Ξεφυλλίζει κανείς ένα περιοδικό μόνο για άντρες, κοιτά με τα κυάλια το κορίτσι στο αντικρυνό παράθυρο, προβαίνει και σ' άλλες ανάλογες εκδηλώσεις, φαινομενικά χυδαίες. Κι όμως στη πραγματικότητα, όλες αυτές οι πράξεις εκφράζουνε κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες, παγκόσμιο, που συ με τη τιποτένια λογική σου, δεν είσαι σε θέση να το κρίνεις".
Οι συνήθεις δικαιολογίες! Η γνωστή έπαρση! Οι συνήθεις υπαινιγμοί για του ουσία του πράματος, που ασφαλώς είναι υπέροχη, μεγαλειώδης, παγκόσμια!
-"Μπορεί να 'ναι κι όπως τα λες. Τώρα όμως κοίτα τί θα το κάνω εγώ αυτό το περιοδικό σου, που κατά τη γνώμη σου είναι η έκφραση της μυστικής δύναμης που κυβερνά τον κόσμο. Θα το πετάξω στη μέση του δρόμου".
Ριγμένο με δύναμη, το περιοδικό προσγειώνεται στην άσφαλτο κι έχω την ικανοποίηση πως έν αμάξι περνά πάνω του, αποτυπώνοντας στην ολοσέλιδη κοπέλα τα ζικ-ζακωτά ίχνη από τις ρόδες του. Νιώθοντας περιφρονημένος, αυτός βουβαίνεται. Όχι όμως για πολύ, μια κι ο χαρακτήρας του είναι ταυτόχρονα ευμετάβλητος κι επίμονος. Κι αλήθεια, μόλις παρκάρω στο δρόμο της Φάουστα, ξυπνά και μου ψιθυρίζει:
-"Η Φάουστα κοιμάται ακόμα, έτσι δεν είναι";
-"Ναι".
-"Ξέρεις τί πρέπει να κάνεις";
-"Τί";
-"Να γλυστρήσεις σιγά-σιγά στο δωμάτιο χωρίς ν' ανάψεις φως, να γδυθείς στα σκοτεινά και να χωθείς στα σκεπάσματα, πλάι της".
-"Κι ύστερα";
-"Κι ύστερα τίποτα. Εγώ δε κάνω προβλέψεις, μήτε προγράμματα. Ζω στιγμή τη στιγμή το σήμερα". Προχωρώ στην είσοδο, κλείνομαι στο ασανσέρ, πατώ το κουμπί. Καθώς ανεβαίνει από πάτωμα σε πάτωμα, αυτός ξαναρχίζει την επίθεση: "Στο κάτω-κάτω μη ξεχνάς πως είναι η γυναίκα σου".
-"Και τί μ' αυτό";
-"Απόδειξες στον εαυτό σου πως είσαι ικανός να ζήσεις αγνά για έξι μήνες. Δε νομίζεις πως είναι ώρα να κάνεις μιαν εξαίρεση, έστω και μια μονάχα, για τη γυναίκα που 'χεις διαλέξει σύντροφο της ζωής σου";
Όπως και τόσες άλλες φορές, μου κάνει πάλι εντύπωση ο τρόπος που εκφράζεται. Έχει ένα λεξιλόγιο επίσημο και συνάμα γραφειοκρατικό, οπωσδήποτε όμως μικροαστικό. Τονε προκαλώ για να διασκεδάσω:
-"Και τί ακριβώς θα 'ναι αυτή η εξαίρεση";
-"Να μου επιτρέψεις να ξαναρχίσω την άμεση επαφή μου με τη Φάουστα. Ίσως μάλιστα η εξαίρεση αυτή θα μπορούσε από σήμερα να μπει σε μια σειρά. Ας πούμε, σε συμφωνία με κείνη, η άμεση επαφή μας θα μπορούσε να πραγματοποιείται μια φορά το μήνα... ή κάθε δεκαπέντε μέρες".
Το ασανσέρ σταματά με τράνταγμα στο μικρό πλατύσκαλο του ρετιρέ. Βγαίνω, κλείνω τις πόρτες, πατώ το κουμπί αποστολής. Πάνω στην ανοιχτόχρωμη ξύλινη εξώπορτα υπάρχει η ταμπελίτσα με τ' όνομά μου: όλα είναι εντάξει. Βάζω το κλειδί στη κλειδαριά, ανοίγω μαλακά, γλυστρώ στον προθάλαμο. Απόλυτο σκοτάδι. Προχωρώ στα τυφλά, ανασαίνοντας βαθιά τη ζεστή αποπνικτική ατμόσφαιρα, τη ποτισμένη από διάχυτες μυρωδιές που τις ξεχωρίζω: κουζινίλα, καπνός τσιγάρου, κατρουλίλα μωρού. Αυτός, επίμονος, σχολιάζει:
-"Σύμφωνοι, δε λέω, η ατμόσφαιρα είναι κάπως βαρειά. Υπάρχει, αν θες, δυσάρεστη μυρωδιά. Αλλά είναι κάπως ιδιότυπη, όπως είναι κι η περίπτωση".
-"Τί ιδιότυπη μυρωδιά; Και ποιά περίπτωση";
-"Γυναικεία μυρωδιά. Περίπτωση συζύγου που ύστερα από εξάμηνη απουσία, μπαίνει στο ίδιο του το σπίτι σα κλέφτης".
Ανασηκώνω τους ώμους και πάντα ψαχουλευτά, χωρίς ν' ανάψω φως, σκοντάφτοντας δυο-τρεις φορές σε ακατονόμαστα αντικείμενα που μου φράζουνε το δρόμο, κατευθύνομαι προς τη κουζίνα. Νιώθω την ανάγκη να φτιάξω καφέ. Θα τονε πιω κι ύστερα θ' αντιμετωπίσω τη Φάουστα. Όταν όμως ανοίγω τη πόρτα της κουζίνας, η διάθεση για καφέ μου κόβεται στο λεπτό. Η κουζίνα βρίσκεται σε μιαν ακαταστασία, που σωστά θα τη χαρακτήριζε κανείς απερίγραπτη. Πάνω στο τραπέζι από κόκκινη φορμάικα, είναι ριγμένα ανάκατα βρώμικα πιάτα και μαχαιροπήρουνα, ποτήρια με αποπίματα κρασιού, φλούδες από φρούτα, κόρες ψωμιού. Σε μια σαλατιέρα πλέουνε στο λάδι μερικά φύλλα μαρούλι. Στη μέση του τραπεζιού, μια κακοφτιαγμένη, μισοάδεια, ψάθινη νταμιτζάνα κρασί. Τα τζαμιλίκια στο παράθυρο είναι ερμητικά κλειστά. Μια αχτίδα από το φλογερό καλοκαιριάτικον ήλιο περνά ανάμεσά τους και ψήνει μες στα πιάτα τ' αποφάγια. Μπόχα από ξυνισμένα φαγητά χτυπά τα ρουθούνια μου ανυπόφορα. Πόσοι ήσαν οι καλεσμένοι; Μετρώ τέσσερα σερβίτσια και τέσσερις καρέκλες: δυο της κουζίνας κι άλλες δυο από τα σουηδέζικα έπιπλα που συνήθως βρίσκονται στη σάλα. Στο νεροχύτη, μια στίβα άπλυτα πιάτα, που αιωρείται επικίνδυνα, με πληροφορεί ότι για κάποιαν ανεξήγητην αιτία, η παραδουλεύτρα δε πάτησε στο σπίτι τουλάχιστον εδώ και τρεις μέρες. Ρίχνω μια ματιά πιο χαμηλά. Πομπή μυρμηγκιών ξεκινά από τη γωνιά κάτω από το παράθυρο, διασχίζει το πάτωμα, σκαρφαλώνει σ' έν από τα πόδια του τραπεζιού και καταλήγει σ' ένα πιάτο που 'ναι κυριολεκτικά σκεπασμένο από ένα καφετί κινούμενο σμήνος. Κοιτώ τη γκαζιέρα: στον αλουμινένιο πάτο ενός άδειου τέντζερη είναι κολλημένα δυο-τρία κιτρινωπά μακαρόνια, ολάκερη η πλάκα της γκαζιέρας είναι πιτσιλισμένη μ' αμέτρητες κηλίδες σάλτσα ντομάτας. Φεύγω από τη κουζίνα και κλείνοντας τη πόρτα, τονε ρωτώ σαρκαστικά:
-"Κι αυτή η μπόχα κι αυτή η βρωμιά κι αυτή η ακαταστασία, καταφέρνουν να σ' ερεθίσουν";
-"Και γιατί όχι";
Να 'μαι πάλι στο σκοτάδι. Πάντα στα τυφλά, προχωρώ στο βάθος του διαδρόμου. Εκεί είναι η κρεβατοκάμαρά μας. Μα ξάφνου, από μια πλάγια πόρτα, ακούγεται μια βρεφική φωνή. Δεν είναι ούτε μιλιά ούτε τραγούδι: άναρθροι φθόγγοι, κάτι ανάμεσα σε λέξη και σε τραγούδι. Πρέπει να 'ναι ο γιος μου ο Τσεζαρίνο. Διστάζω μόνο για λίγο κι ύστερα, μ' όλο που αυτός διαμαρτύρεται ("πάμε πρώτα στη Φάουστα, το γιο σου τονε βλέπεις κι αργότερα. Η Φάουστα θα σηκωθεί κι έτσι δε θα μπορέσεις να την αιφνιδιάσεις στο κρεβάτι, κλπ κλπ."), ανοίγω τη πόρτα. Το δωμάτιο είναι ολόφωτο. Στο κέντρο του υπάρχει ένα παιδικό πάρκο με κολωνίτσες χρώματος ροδί. Μες στο πάρκο ένα παπλωματάκι και λογιώ-λογιώ παιγνίδια. Ο Τσεζαρίνο ολόγυμνος στέκει ορθός και πιάνεται με τα δυο χεράκια στο κιγκλίδωμα, καθώς από τ' ορθάνοιχτο στόμα του ξεφεύγουν οι χαρούμενοι φθόγγοι που άκουσα στο διάδρομο. Γιατί τάχατες ο Τσεζαρίνο είναι από τώρα ξύπνιος, πλυμένος και καταπώς φαίνεται χορτάτος, ενώ το υπόλοιπο σπίτι βρίσκεται ακόμα βυθισμένο σε λήθαργο; Ανακεφαλαιώνω: η Φάουστα, που συνήθως κοιμίζει το γιο της στο κρεβάτι της, σηκώθηκε, τον έπλυνε, τονε τάισε, τον έβαλε στο πάρκο του και πήγε να ξανακοιμηθεί.
Πλησιάζω και τονε κοιτάζω. Έχει μια από κείνες τις λαϊκές φυσιογνωμίες, που σε κάνουν να ουρλιάξεις: "Θεέ μου, τί χυδαίος που είναι!" 'Ασχημα ξανθά μαλλιά. κατσαρά και θαμπά, γυαλένια γαλανά μάτια, μ' έκφραση από τώρα αυθάδικη, μάγουλα λευκά με δυο μικρές κόκκινες βούλες, μια σε κάθε μήλο, σα χωριατόπαιδο, μύτη όμοια με μικρό σάρκινο γάντζο, μ' ένα διχτυωτό από κόκκινες φλεβίτσες στα ξεσκέπαστα ρουθούνια, στόμα χωρίς σχήμα, στραβούτσικο σα να πάσχει από λαγοχειλία. Τον κοιτώ και για μιαν ακόμα φορά, κάνω την ίδια σκέψη: "Δε μπορεί να 'ναι γιος μου!" Αμέσως όμως, ποιός ξέρει γιατί, αυτός παρεμβαίνει:
-"Κι όμως είναι"!
-"Μα είναι ξανθός, με γαλανά μάτια, μύτη αετού, δέρμα λευκό. Εγώ είμαι μελαχροινός, με σκούρα μάτια κι ίσια μύτη".
-"Λόγια! Είναι γιος σου. Το ξέρω στα σίγουρα".
-"Πώς μπορείς να το ξέρεις... στα σίγουρα";
-"Εγώ το νιώθω, αν κάποιος άλλος έχει πάρει τη θέση μου, έστω και για μια μόνη φορά".
-"Μα πώς το νιώθεις";
-"Από τον τρόπο που καταφέρνω να επιβληθώ και να γίνω δεκτός. Από τον πόθο που αισθάνομαι και που προκαλώ. Από την ηδονή που προκαλώ και που αισθάνομαι".
-"Κι εγώ αντίθετα, νιώθω πως ο Τσεζαρίνο δε μπορεί να 'ναι γιος μου".
-"Συ δε νιώθεις τίποτα. Συμπεραίνεις μόνο, ακολουθώντας τη λογική της έμμονης ιδέας σου".
-"Ποιάς έμμονης ιδέας μου";
-"Αυτής που σε κάνει να πιστεύεις ότι η ικανότητα να τεκνοποιείς κι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι κάνουλες που τις τροφοδοτεί το ίδιο νερό. Αν ανοίξεις τη μια, σταματά αυτόματα η άλλη κι αντίστροφα".
-"Ποιός σου 'πε κάτι τέτοιο";
-"Συ το 'πες, δε θυμάσαι; Μου 'πες: Δε γίνεται αλλιώς: στο νου μου ο Τσεζαρίνο κι η ταινία μου συνδυάζονται άρρηκτα. Ή ο Τσεζαρίνο δεν είναι γιος μου και τότε θα γυρίσω ένα σπουδαίο φιλμ, ή είναι γιος μου και θα γίνει άσχημο σαν αυτόν".
-"Αυτός ο συλλογισμός είναι μονόπλευρος, μεροληπτικός, βιαστικός".
-"Είναι δικός σου".
Όσην ώρα καβγαδίζουμε ο Τσεζαρίνο με κοιτά από κάτω προς τα πάνω, επίμονα, αυθάδικα και ξάφνου χαμογελά. Μ' όλη την αθωότητά του, είναι φριχτό, χυδαίο χαμόγελο και μάλιστα αποκαλυπτικό. Βέβαια, γιατί είναι απαράλλαχτο με το χαμόγελο του Ευγένιου, του υδραυλικού. Πρόκειται για ένα ξανθούλη, κοντόχοντρο, αλλά μυώδη και γεροδεμένο άντρα, που μπαινόβγαινε στο σπίτι, κοντά ένα χρόνο πριν γεννηθεί ο μικρός. Λέω:
-"Κι όμως έχω την απόδειξη πως δεν είναι γιος μου".
-"Τί απόδειξη";
-"Ξέχασες το επεισόδιο με το φρύδι. Ακριβώς την εποχή που 'γινε ας πούμε, η γονιμοποίησή του, ο Ευγένιος ερχόταν όλο και συχνότερα για να διορθώσει το θερμοσίφωνα που εγώ επέμενα ν' αντικαταστήσω, ενώ κείνος υποστήριζε πως ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση. Ένα πρωί κοιτάχτηκα στο καθρέφτη πριν ξυριστώ κι είδα στη γωνιά του δεξιού μου ματιού, χωμένο στο φρύδι μου, κάτι περίεργο, με χρώμα ακαθόριστο, μεταξύ γκρι και καφέ, σα κρούστα πηγμένου αίματος. Έμοιαζε απλό κάκαδο, καθώς όμως το ξεκόλλησα με το νύχι να που από το κακαδάκι ξεπρόβαλλαν ένα σωρό σκούρα ποδαράκια που κουνιόντουσαν στον αέρα. Όλο και πιο τρομαγμένος, εξέτασα προσεκτικά πρώτα τα φρύδια, ύστερα τις τρίχες στο στήθος, στις μασχάλες και στα γεννητικά όργανα. Ήμουνα γεμάτος! Πέρασα μιαν ώρα για να ξεκολλήσω, πάνωθέ μου ένα προς ένα, όλα κείνα τα γοητευτικά κακαδάκια, που τα πετούσα στο νερό της λεκάνης. Στο τέλος το νερό ήτανε κατάστικτο απ' αυτά τα σκουρόχρωμα πραματάκια, που συνέχιζαν να τρεμουλιάζουν και να κλωτσάνε απελπισμένα. Αν αυτό δεν είναι απόδειξη..."
-"Και πράγματι δεν είναι".
-"Γιατί"; Δε βιάζεται ν' απαντήσει. Ύστερα μου λέει περιπαιχτικά, με φωνή τραγουδιστή:
-"Γνωρίζω κάποιον, που ακριβώς κείνη την εποχή είχεν αρχίσει να συναναστρέφεται κάτι προκλητικές κοπέλες του επαγγέλματος, σε μια λεωφόρο στα προάστια. Γνωρίζω κάποιον που από αγάπη κι απόλυτη συμφωνία με το ασυναγώνιστο γεννητικό του όργανο, κείνο τον καιρό, προσκαλούσε σχεδόν κάθε βράδυ στο αμάξι του μιαν από κείνες τις κοπέλες. Γνωρίζω κάποιον που συνήθιζε να ξεμοναχιάζεται με τη κατά σειρά κοπέλα της βραδιάς, σε κάτι αγρούς γύρω στον Τίβερη, ανάμεσα σε σωρούς σκουπιδιών, σε ντενεκέδες και παλιόχαρτα. Γνωρίζω κάποιον..."
-"Φτάνει, φτάνει, φτάνει".
Απλώνω το χέρι, χαϊδεύω το κεφάλι του Τσεζαρίνο... Αναστενάζω και βγαίνω από το δωμάτιο. Για τρίτη φορά περπατώ στα τυφλά μες στο σκοτάδι. Πηγαίνω στη κρεβατοκάμαρά μας, στρίβω αργά το πόμολο κι ανοίγω τη πόρτα, μόνον όσο χρειάζεται για να γλυστρήσω σε σκοτάδι ίδιο μ' αυτό που αντιμετώπισα στο διάδρομο, αλλά δυο φορές πιο θερμό, πιο δύσοσμο, πιο 'γυναικείο'. Κλείνω τη πόρτα κι απλώνω το χέρι στο κομοδίνο, βρίσκω το κουμπάκι για το φως στο αμπαζούρ όμως αναποφάσιστος, δεν το ανάβω. Τί να κάνω τώρα; Να ξυπνήσω τη Φάουστα και να πάμε στη κουζίνα για καφέ, ή, όπως επιμένει αυτός, να γδυθώ και να χωθώ στο κρεβάτι, να τη χαιδέψω και να την αγκαλιάσω για λίγο, χωρίς βέβαια να ξεπεράσω τα όρια μιας έντονης αλλά συγκρατημένης συζυγικής στοργής; Ίσως να 'χα ακολουθήσει τη δεύτερη εκδοχή, αν αυτός με τη συνηθισμένη άκαιρη επέμβασή του, δε με παρακινούσε:
-"Εμπρός, κουράγιο, τί περιμένεις; Γδύσου και πέσε στο κρεβάτι".
-"Τί σε νοιάζει σένα αν πέσω ή όχι στο κρεβάτι;" αυτή του η ανυπομονησία με βάζει πάντα σε σκέψεις.
-"Ε, το ένα φέρνει τ' άλλο", ο επιτακτικός του πόθος τονε κάνει απερίσκεπτο.
-"Όχι, αυτή τη φορά, το ξέρεις καλά, το 'να δε πρέπει να φέρνει τ' άλλο", διαμαρτύρομαι άμεσα. "Δε πρέπει να φέρνει τίποτ' απολύτως. Αν ξάπλωνα πλάι στη Φάουστα, θα 'τανε για να της δείξω στοργή. Αλλά βέβαια, πού να τα καταλάβεις εσύ αυτά τα πράματα. Τί είναι για σένα στοργή; Τίποτα, λιγότερο από τίποτα".
-"Χα, χα, χα, η στοργή..."
-"Ναι, η στοργή. Δεν είναι για γέλια"!
-"'Αστα αυτά και λίγην αλήθεια. Λίγη ειλικρίνεια! Λίγη πραγματικότητα επιτέλους! Μα αν υπάρχει κάτι που να με αφορά, που να 'ναι έργο δικό μου, έργο που το θέλησα, το προγραμμάτισα και το εκτέλεσα σ' όλες του τις λεπτομέρειες, αυτό είναι ακριβώς ο γάμος σου με τη Φάουστα"."
-"Λοιπόν, κατά τη γνώμη σου, δεν αγαπώ τη Φάουστα";
-"Δε μ' ενδιαφέρει αν την αγαπάς ή όχι. Θέλωνα ξεκαθαρίσω, έτσι που να μην υπάρξει αμφιβολία, πως ο γάμος αυτός είναι δικό μου έργο. Δικό μου, όπως ήτανε δικά μου κι οι σχέσεις σου με τις περιπατητικές στους αγρούς του Τίβερη. Κι αλήθεια, ποιός σ' έπεισε να τηλεφωνήσεις κάποια μέρα σε κάποιον αριθμό που σου 'δωσε κάποιος υποχρεωτικός φίλος; Ποιός σ' έκανε ν' απαντήσεις, φουριόζος, στη κρυπτογραφική, κατά συνθήκην ερώτηση, αν ήθελες σερβίτσιο από δεκάξι, δεκαοχτώ ή εικοσιτέσσερα πιάτα: Δεκάξι, φυσικά, δεκάξι. Ποιός σ' έκανε να τρέξεις την επόμενη μέρα, μιαν ώρα νωρίτερα, σε κάποιο σπίτι, σ' ένα κάποιο δρόμο μιας κάποιας συνοικίας, να χτυπήσεις το κουδούνι που 'τανε κάτω από μια ταμπελίτσα, με την επιγραφή Μαριού Μόδες, ν' ανεβείς τρεχάτος κάποια σκάλα, να περιμένεις τρέμοντας από ανυπομονησία μπρος σε κάποια πόρτα; Ποιός σ' έκανε να πεις λαχανιασμένος, όταν άνοιξεν η πόρτα και παρουσιάστηκε στο κατώφλι η Μαριού (φόρεμα μαύρο, πρόσωπο ωχρό κι άβαφο, μεγάλα γλυκά μαύρα μάτια, σκουρόχρωμο χνούδι στο πάνω χείλι, κίτρινο μουσαμαδένιο μέτρο ριγμένο στον ώμο και μερικές άσπρες κλωστές κολλημένες στη μαύρη φούστα): -Ήρθα για το σερβίτσιο των δεκάξι. ..."
Έτσι με βομβαρδίζει, πιεστικός κι ανελέητος. Όμως εγώ γαλήνιος, του απαντώ:
-"Σωστά, αλλά η Φάουστα μου χάρισε ένα γιο και στο τέλος την αγάπησα. Αν δε την αγαπούσα, πώς θα μπορούσα να μείνω με μια γυναίκα που δεν έχει πια τίποτε από κείνη που πρωτογνώρισα; Που άλλαξε να πούμε, από το πρωί ως το βράδυ";
-"Χα, χα, χα"!
-"Τί είναι πάλι";
-"Μα είσαι ακόμα μαζί της για να ευχαριστήσεις εμένα. Είναι δυνατόν να μη κατανοείς ότι δε παρατάς τη Φάουστα που, όπως λες άλλαξε, ακριβώς γιατί μένα μου αρέσει αυτή η αλλαγή";
-"Τί είναι αυτά που λες";
...συνεχίζεται