ΛουÀτζι ΠιραντÝλο
Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε στις 28 Ιουνßου 1867, στο Πüρτο ΕμπÝντοκλε, πüλη στη νüτιαν ακτÞ της Σικελßας, κοντÜ στο ΤζιρτζÝντι (üπως λεγüταν τüτε ο αρχαßος ΑκρÜγαντας Þ ΑγκριτζÝντο, üνομα που δüθηκε προς τιμÞ του Ýλληνα φιλοσüφου ΕμπεδοκλÞ). Γιος της Κατερßνα Ρßτσι Γκραμßτο και του ΣτÝφανο ΠιραντÝλο, εμπüρου θειαφιοý. Σε συνÜντησÞ του με τον Κþστα ΟυρÜνη, δÞλωσε πως εßχεν ελληνικÞ καταγωγÞ, üτι το οικογενειακü του üνομα Þταν ΠυρÜγγελος κι ýστερα απü φωνητικÞ παραφθορÜ γßνηκε ΠιραντÝλο. Εßχε πει ακüμη:
Την ΕλλÜδα τη φÝρω μÝσα μου. ΑυτÞς το πνεýμα φωτßζει τη σκÝψη μου και παρηγορεß τη ψυχÞ μου...
Ως απüδειξη της ελληνικüτητÜς του, ανÝφερε üτι το σημαντικþτερο απü τα Ýργα του, το ¸ξι Πρüσωπα Ζητοýνε ΣυγγραφÝα το συνÝλαβε ως αρχαßα τραγωδßα.
¸βαλα σ' αυτü το χορü, που γεννÞθηκε, καθþς ξÝρετε, στη Σικελßα με τον Στησßχορο. Ο χορüς στο Ýργο μου, εßναι οι ηθοποιοß. Κορυφαßος του χοροý εßναι διευθυντÞς του θεÜτρου και τα Ýξι πρüσωπα εßναι τα πρüσωπα της τραγωδßας...
Σποýδασε ΝομικÜ και Φιλολογßα στο ΠαλÝρμο, στη Ρþμη, στο Παρßσι, τη ΒιÝννη και στη Βüννη αναγορεýθηκε διδÜκτωρ στο ΠανεπιστÞμιü της για τις φωνητικÝς επιδρÜσεις των ελληνοσικελικþν διαλÝκτων) και δßδαξε ως καθηγητÞς ΙταλικÞς Φιλολογßας στο Ανþτατο Εκπαιδευτικü Ινστιτοýτο στη Ρþμη, απü το 1897 ως το 1921. Εκεß συνεργÜστηκε με πολλÜ λογοτεχνικÜ περιοδικÜ, δημοσιεýοντας ποιÞματα και πεζογραφÞματα.
Πρωτοεμφανßστηκε το 1889, με μια ποιητικÞ συλλογÞ. Το πρþτο του πεζüν Ýργο Þτανε τα διηγÞματα, "ΑγÜπες Χωρßς ΑγÜπη". Ακολοýθησε το θεατρικü "Ο Επßλογος". Το 1ο του μυθιστüρημα Η Εξαιρεθεßσα δημοσιεýτηκε σ' επιφυλλßδες, -Ýνα ρεαλιστικü Ýργο. Στο ßδιο ýφος Ýγραψε απü το 1894 πολυÜριθμα διηγÞματα, που 'χουνε συγκεντρωθεß σε 15 τüμους με το γενικü τßτλο ΔιηγÞματα Για ¸να Χρüνο και περιγρÜφουν το περιβÜλλον των φτωχþν χωρικþν και μικροαστþν της Σικελßας. Αναζητοýσε πÜντα βασανισμÝνους, αλλüκοτους κι αντιφατικοýς χαρακτÞρες.
Σα νεαρüς Ýζησεν ενδιαφÝρουσα, ταραγμÝνη και περιπετειþδη ζωÞ, που επηρÝασεν Üμεσα το Ýργο του, αλλÜ τις ιδÝες για τα θÝματÜ του τις Üντλησε απü το οικογενειακü του περιβÜλλον και τον περßγυρü του. Τα περισσüτερα πρüσωπα που εμφανßζονται στα διηγÞματα, στις νουβÝλες και στα θεατρικÜ του υπÞρξανε, τα γνþρισε, απλþς τους Üλλαξεν ονüματα και τα 'κανε δικοýς του Þρωες κι ηρωßδες. Σημαντικü ρüλο στη ζωÞ του Ýπαιξε η υπηρÝτρια των ΠιραντÝλο, η Μαρßα ΣτÝλλα, που του 'λεγεν ιστορßες, δηλαδÞ λαúκοýς θρýλους, με πνεýματα, αγγÝλους και νεραúδüπαιδα που αυτüς στη συνÝχεια αξιοποßησε.
Στη διαμüρφωσÞ του ως συγγραφÝα συνÝτειναν επßσης και διÜφορα Üλλα γεγονüτα: Ο φüνος ενüς μαφιüζου κÜτω απü το παρÜθυρο του σπιτιοý του, στη διÜρκεια της παιδικÞς του ηλικßας, το ερωτικü σμßξιμο κÜποιου ζευγαριοý δßπλα στο φÝρετρο ενüς νεκροý σ' Ýνα παλιü πýργο με τον ßδιο ως ακοýσιο μÜρτυρα, Þταν η δουλειÜ του στο εμπüριο θειαφιοý, δßπλα στον πατÝρα του (με τον οποßο διατηροýσε σχÝση αγÜπης, φüβου και μßσους). Επßσης Þταν η Üνομη ερωτικÞ σχÝση του πατÝρα του με μια ξαδÝλφη του, εν γνþσει της μητÝρας του. ΤÝλος η απþλεια λογικοý της μεγαλýτερης αδελφÞς του, Λßνας.
ΑυτÞ Þταν η 1η σπαρακτικÞ επαφÞ του με τη τρÝλα, κÜτι που σýντομα θα 'νιωθε στο πετσß του εξαιτßας της ψυχασθÝνειας της γυναßκας του που τονε ταλÜνισε στο μεγαλýτερο μÝρος της ενÞλικης ζωÞς του και ταυτüχρονα τον οδÞγησε στο γρÜψιμο πληθþρας αριστουργημÜτων, πεζþν και θεατρικþν. Διüτι το πρüσωπο που καθüρισε τη ζωÞ του, Þταν η ΑντονιÝτα ΠορτολÜνο, η σýζυγüς του. Ο γÜμος, οι σýντομες ευτυχισμÝνες στιγμÝς που μοιραστÞκανε, μα κυρßως η αρρþστια που την Ýπληξε (ζηλιÜρα και βßαιη, πßστευε πως εßχε με τη κüρη τους ΛιÝτα, αιμομικτικÞ σχÝση, ενþ μια νýχτα του επιτÝθηκε με μαχαßρι), επιδρÜσανε στη συγγραφικÞ του πορεßα.
Γνþρισε κι εμβÜθυνε στην Üθλια ζωÞ και στη καταπιεσμÝνη ψυχολογßα της φτωχολογιÜς του λιμανιοý, αλλÜ και στην ιδιαßτερη υπαρξιακÞ και κοινωνικÞ ιδιοσυγκρασßα, στην Ýντονα πατριαρχικÞ ηθο-εθιμικÞ παρÜδοση των κατοßκων του σικελικοý νüτου. ΕξÜλλου, βßωσε κι ο ßδιος την απολυταρχικÞ -και λüγω ταξικÞς θÝσης- εξουσßα του πλοýσιου επιχειρηματßα και μοιχοý επιπλÝον, πατÝρα του, που μετÜ την οικονομικÞ καταστροφÞ του, πÞρε συγκρουσιακÝς διαστÜσεις. Γεγονüς, που δηλητηρßασεν αθερÜπευτα τη ψυχοσýνθεση του εφÞβου τüτε ΛουÀτζι (Ýγραφε üτι δεν εßναι γιος κανενüς πατÝρα και κανενüς τüπου), τον απομÜκρυνε απü την οικογÝνεια, τον Ýριξε στη βιοπÜλη (το Üλλοτε πλουσιüπαιδο, παρÝδιδε μαθÞματα γερμανικþν κι ιταλικþν σε πλουσιüπαιδα), αλλÜ και διαμüρφωσεν ακοýσια, τη δικÞ του αυταρχικÞ πατρικÞ συμπεριφορÜ.
Τα οδυνηρÜ βιþματα απü τη πατρικÞ οικογÝνεια, τη βιοπÜλη και το μακρüχρονα δυστυχισμÝνο γÜμο του (λüγω της ψυχικÞς νüσου και ζÞλειας της γυναßκας του -νüσος και ζÞλεια που αποτυπþνεται ποικιλüμορφα στο θεατρικü του Ýργο) τονε διαπλÜσανε σε μεγÜλο ψυχανατüμο. Σ' Ýνα «Φρüιντ» της πεζογραφßας και δραματουργßας, που εισÞγαγε τη διερεýνηση του «εßναι» και «φαßνεσθαι» της ανθρþπινης ýπαρξης κυρßως, αλλÜ και της κοινωνßας. Τα θεατρικÜ του Ýργα εμπνÝονται συχνÜ απü την υπüθεση των διηγημÜτων του. Αναπτýσσουνε κυρßως το διχασμü της ανθρþπινης προσωπικüτητας, το αδýνατο της αντßληψης, του πραγματικοý εγþ. Tο θÝατρü του χαρακτηρßστηκε σα 'ΘÝατρο του καθρÝφτη'. ¼λο το Ýργο του εßναι διαποτισμÝνο απü την αρχÞ του Ετσι Εßναι, Αν ¸τσι Νομßζετε. ΠρÝσβευε πως η αλÞθεια εßναι υποκειμενικÞ Þ καλýτερα, üτι δεν υπÜρχει.
¸γινε γνωστüς στο ευρýτερο κοινü με το μυθιστüρημÜ του Ο Μακαρßτης Ματßας ΠασκÜλ (1904). Η ιστορßα ενüς δυστυχισμÝνου Üντρα που φεýγει απü την οικογενειακÞ εστßα για να γλυτþσει απü τα νýχια της γυναßκας και της πεθερÜς του και στη συνÝχεια παριστÜνει τον πεθαμÝνο, προκÜλεσεν αßσθηση. ΘεωρÞθηκεν αλλüκοτο και παρÜλογο, σ' αυτü φÜνηκεν üμως üτι üλη η ýπαρξÞ του Þταν αφιερωμÝνη στη διπλοπροσωπßα, μÜλιστα κÜποιοι μελετητÝς του, ισχυριστÞκανε πως εßχε την εμπειρßα της «εσωτερικÞς διχοτüμησης» απü την εφηβεßα ακüμη. Το πιο σημαντικü του Ýργο, το ¸ξι Πρüσωπα Ζητοýνε ΣυγγραφÝα, δεßχνει με τον πιο σαφÞ τρüπο το δρÜμα της οικογÝνειÜς του: πρüκειται για το γιγαντιαßο παζλ διαπλοκÞς ανÜμεσα στη ζωÞ του και στο Ýργο του, «Ýνα συνεχÝς πηγαινÝλα απü τη πραγματικüτητα στην απεικüνισÞ της». ΑκολουθÞσανε κι Üλλα, üπως: Οι ΓÝροι Κι Οι ΝÝοι, Η ΤρÜπουλα κ.Ü.
Εκεßνα üμως που τονε κÜνανε παγκοσμßως γνωστü Þτανε τα θεατρικÜ του, που απü το 1910 αρχßζει να κÜνει τα πρþτα δειλÜ βÞματÜ του. Το Νου Σου Τζιακομßνο, Ο Σκοýφος Με Τα Κουδοýνια, ¸τσι Εßναι Μα Δεν Εßναι Σοβαρü, Η Κυρßα Μüρλι, Μια Και Δυο, εßναι μüνο μερικÜ απü τα Ýργα κεßνης της περιüδου. Ακολοýθησαν: Στην ¸ξοδο ¸νας Ηλßθιος, Ο ¢λλος Γιος, Η ΖωÞ Που Σου 'Δωσα, ΚαθÝνας Με Τον Τρüπο Του, ΑντÜμωμα. ΜερικÜ απü τα σημαντικþτερα Ýργα του: ¼ταν ¹μουνα Τρελüς, ¼πως Με Θες, Να Ντýσουμε Τους Γυμνοýς, Απüψε ΑυτοσχεδιÜζουμε, ΗδονÞ Της Τιμιüτητας, ¸τσι Εßναι Αν ¸τσι Νομßζετε, Ερρßκος ο Δ', Ο ¢νθρωπος, Το ΚτÞνος Κι Η ΑρετÞ, Η ΑλÞθεια Του Καθενüς κ.Ü. Το κορυφαßο δε, ¸ξι Πρüσωπα ΖητÜνε ΣυγγραφÝα, ανÝβηκε στις σκηνÝς της Ρþμης, του Λονδßνου, της ΝÝας Υüρκης, του Παρισιοý, προσφÝροντÜς του παγκüσμια φÞμη.
ΔιετÝλεσε ΔιευθυντÞς του ΘεÜτρου ΤÝχνης της Ρþμης και το 1929 Ýγινε μÝλος της ΙταλικÞς Ακαδημßας. Το 1934 πÞρε το Νüμπελ Λογοτεχνßας. 2 χρüνια αργüτερα, στις 10 ΔεκÝμβρη 1936, πÝθανε σ' ηλικßα 69 ετþν και θÜφτηκε με τιμÝς στη Ρþμη.
=========================
¸να ΦÝρετρο Στην ¢κρη
Οταν το αμαξÜκι Ýφτασε στο ýψος της εκκλησßας του 'Αú- ΒλÜση, στο μεγÜλο δρüμο, ο ΜÝντολα που γýριζε απü το κτÞμα του, σκÝφτηκε να λοξοδρομÞσει για να σκαρφαλþσει ως το νεκροταφεßο και να δει με τα μÜτια του αν Þταν τßποτα σωστü απ' üσα λÝγανε τα γρÜμματα διαμαρτυρßας που εßχε λÜβει το δημοτικü συμβοýλιο για τον φýλακα, τον Νüτσιο Παμπßνα, τον επιλεγüμενο 'ΠανÜθεμα'.
ΑναπληρωτÞς του δημÜρχου εδþ κι Ýνα χρüνο, ο Νßνο ΜÝντολα εßχε χÜσει την υγεßα του απü τη μÝρα που ανÝλαβε το πüστο. ΥπÝφερε απü ιλßγγους. Χωρßς να το μολογÜ στον εαυτü του, φοβüταν μÞπως του 'ρθει αποπληξßα, στα καλÜ καθοýμενα: üλοι οι δικοß του εßχαν πÜει Ýτσι, πριν της þρας τους. Γι' αυτü Þτανε συνÝχεια στις κακÝς του και ξÝσπαγε στο καημÝνο το αλογÜκι. ΑλλÜ κεßνη τη μÝρα την εßχε περÜσει üλη στο ýπαιθρο κι αισθανüτανε καλÜ. Η κßνηση, το ξαλÜφρωμα... Κι αψηφþντας το μυστικü του φüβο, αποφÜσισε ξαφνικÜ να κÜνει αυτÞ την επιθεþρηση στο νεκροταφεßο, που 'χεν υποσχεθεß απü καιρü στους συναδÝλφους του της δημαρχßας και που üλο την ανÝβαλε.
"Σα να μη φτÜναν οι ζωντανοß", Ýλεγε μÝσα του ανεβαßνοντας τον ανÞφορο, "πρÝπει ν' ασχολοýμαστε και με τους πεθαμÝνους σ' αυτü τον παλιüτοπο. Και πÜλι üμως οι ζωντανοß κÜνουνε τη φασαρßα! Σκοτßστηκαν οι πεθαμÝνοι αν τους φυλÜνε καλÜ Þ Üσχημα! Ας εßναι ωστüσο üταν συλλογιÝσαι üτι θα πεθÜνουμε και θα μας παρατÞσουν να μας φυλÜει ο Παμπßνα, ο κουρελιÜρης, ο μπÝκρος, δεν εßναι κι ευχÜριστο... Τα λüγια εßναι φτþχεια, θα πÜω να δω μüνος μου. Συκοφαντßες και πÜλι συκοφαντßες".
Ως φýλακας νεκροταφεßου ο Νüτσιο Παμπßνα, ο 'ΠανÜθεμας', Þταν ιδεþδης. ºσκιος Ýτοιμος να πετÜξει στο παραμικρüτερο φýσημα, με μÜτια ανοιχτüχρωμα και με βλÝμμα σβησμÝνο, με μια φωνßτσα που ακουγüταν üσο ακοýγεται το κουνοýπι. 'Ενας πεθαμÝνος, θα 'λεγες, που σηκþθηκε να συγυρßσει üσο καλýτερα μποροýσε το σπßτι. ΕξÜλλου τα πολλÜ που εßχε να κÜνει. 'Καθþς πρÝπει' Üνθρωποι Þταν üλοι -απü τüτε τουλÜχιστον που μÝναν εκεß -Þσυχοι νοικÜρηδες. 'Ητανε βÝβαια τα φýλλα. Τα φýλλα που πÝφτανε και γεμßζανε τις αλÝες. Τßποτε αγριüχορτα, απü 'δω, απü κει. Κι εκεßνα τα σπουργßτια που δεν Ýχουν σÝβας και που, μη ξÝροντας πως οι επιγραφÝς δε θÝλουνε στßξη, εßχανε παρεμβÜλει, ανÜμεσα στις τüσες αρετÝς που μαρτυροýσαν οι επιτýμβιες πλÜκες, Ýνα σωρü κüμματα και θαυμαστικÜ. ΜικροπρÜγματα. ¼ταν üμως μπÞκε στο σπιτÜκι του φýλακα, δεξιÜ απü την εßσοδο, ο ΜÝντολα Ýμεινε κüκαλο. Τß εßναι τοýτο; Ο Νüτσιο Παμπßνα, ο 'ΠανÜθεμας', Üφησε κÜτι σα χαμüγελο να περÜσει πÜνω στα ξεθωριασμÝνα χεßλια του και μουρμοýρισε:
-"ΚÜσα εßναι, εξοχüτατε". Κι Þτανε πραγματικÜ Ýνα φÝρετρο, Ýνα πολý ωραßο φÝρετρο. ΛουστραρισμÝνο, απü ξýλο καστανιÜς, με στολßσματα και με χρυσÜ. 'Ενα φÝρετρο πολυτελεßας, που 'ρθε και θρονιÜστηκε στο στενüχωρο δωμÜτιο. "Εßναι του κυρßου Πικαρüνε, εξοχüτατε".
-"Του Πικαρüνε; Πþς γßνεται; Δε πÝθανε, απ' üτι ξÝρω"!
-"¼χι, üχι εξοχüτατε. Κι ο Θεüς να του δßνει χρüνους!" εßπεν ο Παμπßνα. "ΑλλÜ, üπως ξÝρει η αφεντιÜ σας, Ýχασε τη καημÝνη τη γυναßκα του, τον περασμÝνο μÞνα".
-"Λοιπüν";
-"Λοιπüν τη κατευüδωσε ως εδþ, πεζÞ, μ' üλο που τα 'χει τα χρονÜκια του. 'Οπως σας τα λÝω. 'Επειτα με φþναξε: 'Ακου, ΠανÜθεμα, μου λÝει, σ' Ýνα μÞνα θα με παραλÜβεις και μÝνα". Αστειεýεται η αφεντιÜ σας!, του απαντÜω. Σþπα, μου λÝει, κι Üκου. Τοýτο το φÝρετρο μου κüστισε μια περιουσßα. ΒλÝπεις τι ωραßο που 'ναι. Αφοý Þτανε για τη καημÝνη τη μακαρßτισσα, καταλαβαßνεις, δε κοßταξα τιμÞ. Τþρα üμως, μου λÝει, τÝλειωσε η παρÜσταση. Τß να το κÜνει η μακαρßτισσα αυτü το ωραßο φÝρετρο μες στο χþμα; Κρßμα εßναι, μου λÝει, να χαλÜσει. Να τι θα κÜνουμε. Θα κατεβÜσουμε τη καημÝνη τη μακαρßτισσα üμορφα-üμορφα, στο τσßγκινο φÝρετρο που 'χει απü μÝσα και τοýτο θα το βÜλουμε στην μπÜντα, για μÝνα. Και μια απ' αυτÝς τις μÝρες, μου λÝει, κει κατÜ το σοýρουπο, θα στεßλω να το πÜρω".
O MÝντολα οýτε που θÝλησε να δει Þ να ακοýσει παραπÜνω. Δεν Ýβλεπε την þρα να γυρßσει στο χωριü και να διαλαλÞσει την ιστορßα της κÜσας που 'χει βÜλει στη μπÜντα ο Πικαρüνε για τον εαυτü του.
Ο Τζερüλιμο Πικαρüνε, δικηγüρος, κι επß Βουρβüνων, ιππüτης του Αγßου Ιανουαρßου, Þτανε πασßγνωστος για τη τσιγκουνιÜ και τη πονηριÜ του. Σα να μη φτÜνανε τ' Üλλα, Þτανε και κακοπληρωτÞς. Τα üσα λÝγαν εις βÜρος του, Þταν να μÝνεις με το στüμα ανοιχτü. ΑλλÜ τοýτο πια, Ýλεγε ο ΜÝντολα καταχαροýμενος καθþς κατÝβαζε το καμτσßκι στη ρÜχη του δýστυχου του αλüγου, τοýτο πια τα ξεπερνÜ üλα. Κι εßναι αυθεντικü, αυθεντικü! Μüλις εßχε δει τη κÜσα με τα μÜτια του. ΑπολÜμβανε εκ των προτÝρων τα γÝλια που θα υποδÝχονταν την ιστορßα του κι Ýλεγε να τη διηγηθεß κÜνοντας τη ψιλÞ φωνßτσα του Παμπßνα. Δεν εßχε προσÝξει το σýννεφο σκüνης που σÞκωνε το αμαξÜκι με τον ξÝφρενο καλπασμü του αλüγου, ως üτου Üκουσε φωνÝς:
-"ΣιγÜ! ΠρÝσεχε!", περνþντας μπροστÜ στο Πανδοχεßο Των Κυνηγþν του ΝτολτσεμÜσκολο. 'Ηταν δυο φßλοι, ο ΜπÜρτολο ΓκÜλιο κι ο ΓκασπÜρε ΦικÜρα, μανιþδεις κυνηγοß κι οι δυο, που εßχαν αρχßσει να φωνÜζουν, νομßζοντας πως το Üλογο ξÝφυγε απ' το χÝρι του ΜÝντολα κι αφηνßασε.
-"Δεν αφηνßασε καθüλου! ΚÜλπαζα..."
-"Α, þστε Ýτσι καλπÜζεις; Θα 'χεις φαßνεται κεφÜλι ανταλλακτικü σπßτι", εßπεν ο ΓκÜλια.
-"Ποý να σας τα λÝω, ποý να σας τα λÝω!" φþναξεν ο ΜÝντολα, πηδþντας απ' το αμÜξι ιλαρüς και λιγÜκι λαχανιασμÝνος. Και στη στιγμÞ διηγÞθηκε στους φßλους του την ιστορßα της κÜσας. Οι δυο κυνηγοß κÜνανε τÜχα πως δεν το πιστεýανε, αλλÜ Þταν μüνο για να δεßξουνε τι κατÜπληξη τους εßχε κÜνει. Κι ο ΜÝντολα ορκιζüτανε πια πως εßδε τη κÜσα ο ßδιος -λüγω τιμÞς!- στο σπßτι του ΠανÜθεμα. Αρχßσανε τüτε κι οι δυο Üλλοι να διηγοýνται τα Þδη γνωστÜ κατορθþματα του Πικαρüνε κι ενþ ο ΜÝντολα Þθελε να φýγει αμÝσως, τον κρÜτησαν να πιει μαζß τους Ýνα ποτÞρι κρασß που 'χανε παραγγεßλει κιüλας του ΝτολτσεμÜσκολο. Ο ΝτολτσεμÜσκολο καθüταν üμως εκεß ακßνητος, σα να τον εßχανε μπÞξει στη γη.
-"Ε, ΝτολτσεμÜσκολο, κοιμÜσαι;" του φþναξε ο ΓκÜλιο.
Ο ξενοδüχος, με το γοýνινο σκουφß του βαλμÝνο λοξÜ στ' αφτß, χωρßς σακÜκι, με τα μανßκια του πουκÜμισου ανασκουμπωμÝνα στα μαλλιαρÜ του μπρÜτσα, συνÞλθε κι αναστÝναξε:
-"Nα με συμπαθÜτε", εßπε, "αλλÜ βρÜζω που σας ακοýω. 'Ισα-ßσα σÞμερα το πρωß, ο σκýλος του κ. Πικαρüνε, ο Τοýρκος, αυτü το βρωμüσκυλο που τ' αφÞνει και σεργιανÜ λυτü απü τη βßλα του ως τα κτÞματÜ του, στο ΚανατÝλο, ξÝρετε τß μου 'κανε; Μου 'κλεψε πÜνω απü εßκοσι κομμÜτια λουκÜνικα που 'χα Ýξω στη προθÞκη. Κακü ψüφο να 'χει! 'Εχω üμως δυο μÜρτυρες, ευτυχþς"!
Ο ΜÝντολα, ο ΓκÜλιο κι ο ΦικÜρα σκÜσαν στα γÝλια:
-"Ναι, τþρα σþθηκες", του 'κανε ο ΜÝντολα.
Ο ΝτολτσεμÜσκολο σÞκωσε τη γροθιÜ του. Τα μÜτια του πÝταγαν φωτιÝς:
-"Α! üσο γι' αυτü, üχι! Θα μου τα πληρþσει τα λουκÜνικα. Ναι, ναι. Θα μου τα πληρþσει, θα μου τα πληρþσει!" Ýλεγε και ξανÜλεγε μπροστÜ στα δýσπιστα γÝλια και στις επßμονες αρνÞσεις των τριþν φßλων που κουτσüπιναν. "Θα δεßτε. ΒρÞκα το κüλπο. Τη ξÝρω τη γριÜ αλεποý". Και με μια χειρονομßα που συνÞθιζε, Ýπηξε το 'να μÜτι και με την Üκρη του δÜχτυλου τρÜβηξε κÜτω-κÜτω το βλÝφαρο του Üλλου. Με κανÝνα τρüπο δε δÝχτηκε να φανερþσει το κüλπο του. Δε περßμενε πια παρÜ να γυρßσουν απ' τα χωρÜφια οι δυο εργÜτες, που 'τανε μπρος το πρωß στη κλεψιÜ, για να πÜνε μαζß, πριν νυχτþσει, στη βßλα του Πικαρüνε. Ο ΜÝντολα ανÝβηκε στ' αμÜξι του, ο ΓκÜλιο κι ο ΦικÜρα πλÞρωσανε κι αφοý συμβοýλεψανε το ξενοδüχο για το ßδιο του το συμφÝρο, να μη περιμÝνει αποζημßωση, φýγαν κι οι τρεις μαζß.
Για να κτßσει τη μικρÞ μονüπατη βιλßτσα του, που βλÝπει στη λεωφüρο, στην Ýξοδο του χωριοý, ο Τζερüλιμο Πικαρüνε, δικηγüρος κι ιππüτης του Αγßου Ιανουαρßου, τον καιρü του βασιλιÜ Μπüμπα, εßχε πασχßσει εßκοσι χρüνια και πολλοß υποστÞριζαν üτι δεν του 'χε κοστßσει δεκÜρα. Οι κακÝς γλþσσες λÝγαν üτι εßχε κτιστεß απü χαλßκια του δρüμου, που τα 'χε μαζÝψει Ýνα-Ýνα, κλþτσα-κλþτσα, ο ßδιος ο Πικαρüνε. Ωστüσο ο Πικαρüνε Þτανε, παρολαυτÜ, διακεκριμÝνος νομομαθÞς, Üνθρωπος μ' εξαιρετικÞ διÜνοια και προικισμÝνος με βαθý φιλοσοφικü πνεýμα. 'Ενα βιβλßο του για το Γνωστικισμü κι Ýνα Üλλο για τη Φιλοσοφßα του Χριστιανισμοý, εßχαν μÜλιστα, καταπþς λÝγαν, μεταφραστεß και στα γερμανικÜ. Τß τα θες üμως που Þτανε λυσσασμÝνος αντιδραστικüς και φανατικüς εχθρüς κÜθε νεωτερισμοý. Ντυνüταν ακüμα σýμφωνα με τη μüδα του 1820, εßχε μια λουρßδα γÝνι που πÞγαινε απü το 'να αφτß στ' Üλλο, Þτανε κοντüχοντρος, αγριωπüς, με το λαιμü χωμÝνο στους þμους, Ýσμιγε ολοÝνα τα φρýδια, μισüκλεινε τα μÜτια, Ýξυνε απ' το πρωß ως το βρÜδυ το πηγοýνι του κι επιδοκßμαζε τις μυστικÝς του σκÝψεις με γρυλßσματα.
-"Χμ... χμ... χμ... η Ιταλßα... τη φτιÜξανε την Ιταλßα... ωραßα τη κÜνανε... χμ... η Ιταλßα. Δημüσια Ýργα... χμ... Φωτισμüς. Στρατüς και στüλος... χμ... χμ... χμ... ΥποχρεωτικÞ εκπαßδευση...Κι αν θÝλω να μεßνω τοýβλο εγω; 'Οχι, κýριε. ΥποχρεωτικÞ εκπαßδευση... Φüροι! ΠλÞρωνε Πικαρüνε". Στη πραγματικüτητα δε πλÞρωνε τßποτα Þ ελÜχιστα, χÜρη σε δεξιοτεχνικοýς συνδυασμοýς που εξαντλοýσανε, εξαγρßωνανε και τη πιο δοκιμασμÝνη υπομονÞ. 'Εφτανε πÜντα στο ßδιο συμπÝρασμα: "Τßποτ' απ' üλ' αυτÜ δε μ' ενδιαφÝρει. Οι σιδηρüδρομοι; Δε ταξιδεýω ποτÝ. Φωτισμüς των δρüμων; Δε βγαßνω ποτÝ βρÜδυ. Δε γυρεýω τßποτα. Αν εßναι για μÝνα φχαριστþ πολý, δεν Ýχω ανÜγκη απü τßποτα. ΜονÜχα λßγο αÝρα για ν' αναπνÝω. Εσεßς τον κÜνατε κι αυτüν; ΜÞπως και θÝλετε να πληρþσω για τον αÝρα που αναπνÝω";
Εßχεν αποτραβηχτεß στη βιλßτσα του, αφ' üτου Üφησε τη δουλειÜ του, που ως τα τελευταßα χρüνια του 'χε αποφÝρει παχυλÝς αμοιβÝς. Θα 'χε οπωσδÞποτε βÜλει στη πÜντα Ýνα γενναßο ποσü. Σε ποιüν θα τ' Üφηνε üλ' αυτÜ πεθαßνοντας; Δεν εßχε μÞτε κοντινοýς, μÞτε μακρυνοýς συγγενεßς. Τις μπανκανüτες θα μποροýσε στην ανÜγκη να τις πÜρει μαζß του, στον τÜφο, σε κεßνο το ωραßο φÝρετρο που 'χε βÜλει κατÜ μÝρος. Μα τη βßλα; Μα τα κτÞματα του ΚανατÝλο;
¼ταν ο ΝτολστεμÜσκολο, με τους δυο χωριÜτες, φÜνηκε στη καγκελüπορτα, ο Τοýρκος, ο φοβερüς σκýλος, λες και κατÜλαβε πως ο ξενοδüχος ερχüτανε γι' αυτüν, χßμηξε με λýσσα στα κÜγκελα. Ο γερο-υπηρÝτης, που Þρθε ν' ανοßξει, δε κατÜφερε οýτε να τον κρατÞσει, οýτε να τον διþξει. ΧρειÜστηκε να του σφυρßξει ο Πικαρüνε, που 'τανε καθισμÝνος και διÜβαζε στη μÝση του κÞπου και να τον κρατÞσει ο ßδιος απü το λουρß του λαιμοý για να του περÜσει ο υπηρÝτης την αλυσßδα. Ο τετραπÝρατος ΝτολτσεμÜσκολο εßχε βÜλει τα καλÜ του και καθþς Þτανε φρεσκοξυρισμÝνος, φαινüταν ανÜμεσα στους δυο τους καψεροýς τους μεροκαματιÜρηδες, που ü,τι γýριζαν απ' τα χωρÜφια κουρασμÝνοι κι ελεεινοß, πιο καλοστεκοýμενος και πιο κýριος απü ποτÝ, με το ροδαλü του πρüσωπο, που χαιρüσουν να το βλÝπεις, και με τη συμπαθητικÞ κρεατοελιÜ στο δεξß μÜγουλο, στην Üκρη των χειλιþν, με τις χνουδωτÝς, μισüσγουρες τριχßτσες της. ΜπÞκε στο κÞπο αναφωνþντας με προσποιητü θαυμασμü:
-"Τι ωραßο σκυλß! Α, τι ωραßο ζþο! Και τι καλüς φýλακας! ΜÜλαμα"!
Ο Πικαρüνε, με τα φρýδια σμιχτÜ και τα μÜτια μισüκλειστα, Üφησε ν' ακουστοýν κÜτι επιδοκιμαστικÜ γρυλßσματα, απü κοινοý με κÜτι κουνÞματα του κεφαλιοý, και ρþτησε:
-"Σε τß μπορþ να σας φανþ χρÞσιμος; Καθßστε...", κι Ýδειξε τα σιδερÝνια σκαμνÜκια γýρω του. Ο ΝτολτσεμÜσκολο κÜθισε κοντÜ του κι εßπε στους μεροκαματιÜρηδες:
-"Σεις καθßστε κει..." Και γυρνþντας στον Πικαρüνε: "¸ρχομαι στην αφεντιÜ σας, που ξÝρει το νüμο, για μια συμβουλÞ".
Ο Πικαρüνε γοýρλωσε τα μÜτια:
-"Mα, αγαπητÝ μου, πÜει καιρüς που δε κÜμω πια τον δικηγüρο".
-"Το ξÝρω, το ξÝρω", βιÜστηκε ν' απαντÞσει ο ΝτολτσεμÜσκολο. "Η αφεντιÜ σας δε παýει üμως να ξÝρει το νüμο και μÜλιστα üπως το ξÝρανε στα παλιÜ χρüνια. Κι ο
πατÝρας μου μου 'λεγε πÜντα: 'Γιε μου ν' ακοýς τις συμβουλÝς των παλιþν!'. ΞÝρω και πüση ευσυνειδησßα Ýδειχνε η αφεντιÜ σας στη δουλειÜ. Στους νεαροýς δικηγüρους, σÞμερα, δεν Ýχω εμπιστοσýνη. Δε κατηγορþ κανÝνα, σημειþστε. Δεν εßμαι τüσον ελαφρüμυαλος... 'Ηρθα δω για μιαν απλÞ συμβουλÞ που μüνον η αφεντιÜ σας μπορεß να μου δþσει". Ο Πικαρüνε ξανÜκλεισε τα μÜτια. "Η αφεντιÜ σας ξÝρει..." Üρχισεν ο ΝτολτσεμÜσκολο, αλλÜ ο Πικαρüνε, που ανυπομονοýσε, ξÝσπασε.
-"ΞÝρω αυτü που ξÝρω. 'Ασε τα ξÝρω, ξÝρεις, ξÝρει κι Ýλα στο θÝμα. Στο θÝμα..."
Ο ΝτολτσεμÜσκολο συγχßστηκε. ΧαμογÝλασε ωστüσο και ξανÜρχισε:
-"¹θελα να πω πως η αφεντιÜ σας ξÝρει πως Ýχω πανδοχεßο στο μεγÜλο δρüμο..."
-"Το 'Πανδοχεßο των Κυνηγþν', ναι. Περνþ συχνÜ απü κει..."
-"Πηγαßνοντας για το ΚανατÝλο, μÜλιστα. Θα 'τυχε λοιπüν να δεßτε üτι βγÜζω Ýξω λßγα πρÜγματα: ψωμß, φροýτα, κανÝνα χοιρομÝρι. Θα τα εßδατε, ε";
Ο Πικαρüνε Ýκανε "ναι" με το κεφÜλι και πρüσθεσε, με μυστηριþδες ýφος:
-"Τα εßδα και τα μýρισα κιüλας".
-"Τα μυρßσατε";
-"Ναι, κÜτι σα χωματßλα. Φυσικü εßναι üμως, μ' üλη τη σκüνη του μεγÜλου δρüμου... Ας τ' αφÞσουμε üμως αυτÜ κι ας Ýρθουμε στο θÝμα".
-"Ερχüμαστε", εßπε ο ΝτολτσεμÜσκολο καταπßνοντας το κομπλιμÝντο. "Ας ποýμε πως Ýχω για μüστρα... ας υποθÝσουμε... λßγα λουκÜνικα. Η αφεντιÜ σας ξ... συγγνþμη.. πÞγαινα να πω πÜλι... εßναι νευρικü. Η αφεντιÜ σας δε ξÝρει ßσως πως αυτÝς τις μÝρες Ýχουμε Ýνα πÝρασμα ορτýκια. Στο δρüμο λοιπüν, üλο σοýρτα-φÝρτα κυνηγοß με τα σκυλιÜ τους... 'Ερχομαι, Ýρχομαι στο θÝμα! ΠερνÜει Ýνα σκυλß, σινιüρ καβαλιÝρε, δßνει Ýνα σÜλτο και μου αρπÜζει τα λουκÜνικα. ΜÜλιστα. Το παßρνω στο κυνηγητü, μαζß με τους δυο φουκαρÜδες που 'χαν μπει στο μαγαζß, να πÜρουνε τßποτα ν' αλεßψουν το ψωμß τους, προτοý πÜνε στα χωρÜφια, στη δουλειÜ τους. 'Ετσι δεν εßναι ε; ΤρÝχουμε κι οι τρεις στο κατüπι, αλλÜ ποý να τον πιÜσεις... 'Αλλωστε και να τον πιÜναμε ας μου πει η αφεντιÜ σου, τι να τα 'κανα πια τα λουκÜνικα, που τα 'χε δαγκþσει, που τα 'χε σýρει σ' üλο το δρüμο, μες στη σκüνη. Οýτε να σκýψεις να τα πÜρεις δεν Üξιζε... ΑλλÜ το σκυλß το γνþρισα και ξÝρω τßνος εßναι".
-"Χμ... μια στιγμÞ", διÝκοψε ο Πικαρüνε "ο αφÝντης του σκýλου δεν Þτανε μπροστÜ";
-"¼χι", βιÜστηκε ν' απαντÞσει ο ΝτολτσεμÜσκολο. "Δεν Þταν με τους κυνηγοýς. Αυτü το σκυλß το 'χε σκÜσει απü το σπßτι. Εßναι ζþα που τα μυρßζονται üλα, καταλαβαßνετε; Το νιþθουν το κυνÞγι, υποφÝρουν που τα 'χουνε κλεισμÝνα και το σκÜνε. Να μη σας τα πολυλογþ, ξÝρω, üπως σας εßπα, τßνος εßναι το σκυλß. Και τα παιδιÜ εδþ, που Þταν μπροστÜ στην κλεψιÜ, το ξÝρουν κι αυτÜ. Υπü αυτοýς τους üρους θÝλω να μου πει η αφεντιÜ σας που ξÝρει το νüμο: εßναι Þ δεν εßναι υποχρεωμÝνος ο αφÝντης του σκýλου να μου πληρþσει τη ζημιÜ; Αυτü θÝλω"!
Η απÜντηση του Πικαρüνε δεν αργοπüρησε καθüλου:
-"Δεν υπÜρχει καμιÜ αμφιβολßα πως εßναι υποχρεωμÝνος".
Ο ΝτολτσεμÜσκολο πÞγε να πηδÞξει απ' τη χαρÜ του, αλλÜ κρατÞθηκε. Γýρισε στους δυο μεροκαματιÜρηδες:
-"Ακοýσατε; Ο κυρ-δικηγüρος λÝει, πως ο αφÝντης του σκýλου εßναι υποχρεωμÝνος να μου πληρþσει τη ζημιÜ".
-"ΥποχρεωμÝνος πÝρα για πÝρα" βεβαßωσε για δεýτερη φορÜ ο Πικαρüνε. "Σου 'χε πει κανεßς το αντßθετο";
-"¼χι", απÜντησε ο ΝτολτσεμÜσκολο ενþνοντας τα χÝρια, γεμÜτος χαρÜ. "ΑλλÜ η αφεντιÜ σας πρÝπει να με συχωρÝσει που, σαν αμüρφωτος Üνθρωπος που 'μαι, Ýκανα αυτü το μεγÜλο γýρο για να πω στην αφεντιÜ σας üτι πρÝπει να μου πληρþσει τα λουκÜνικα, αφοý το σκυλß που μου τα 'κλεψε εßναι ο Τοýρκος, που εßναι της αφεντιÜς σας".
Ο Πικαρüνε Ýμεινε πολλÞ þρα κοιτÜζοντας τον ΝτολτσεμÜσκολο. Φαινüταν αποβλακωμÝνος. Κι Ýπειτα κατÝβασε απüτομα τα μÜτια και βυθßστηκε στο διÜβασμα του χοντροý βιβλßου που εßχε μεßνει ανοικτü δßπλα του. Οι δυο μεροκαματιÜρηδες κοιτÜχτηκαν. Ο ΝτολτσεμÜσκολο τους Ýκανε νüημα να μη βγÜλουν Üχνα. Ο Πικαρüνε, κÜνοντας πως διαβÜζει, Ýξυνε το πηγοýνι του. Γρýλισε και εßπε:
-"Ωστε ο Τοýρκος εßναι ο Ýνοχος";
-"Μπορþ να σας ορκιστþ, σινιüρ καβαλιÝρε", εßπε δυνατÜ ο ΝτολτσεμÜσκολο. Και για να δþσει μεγαλýτερη επισημüτητα στον üρκο του σηκþθηκε και σταýρωσε τα χÝρια στο στÞθος.
-"Κι Þρθες να με βρεις", συνÝχισε βαρýς κι Þρεμος ο Πικαρüνε, "με δυο μÜρτυρες, Ýτσι δεν εßναι";
-"¼χι", διαμαρτυρÞθηκε ο ΝτολτσεμÜσκολο. "¹τανε για τη περßπτωση που η αφεντιÜ σας δε θα με πßστευε".
-"Α, γι' αυτü Þτανε", μουρμοýρισε ο Πικαρüνε. "Σε πιστεýω. ΚÜθισε. Εßσαι Ýνας εντιμüτατος Üνθρωπος. Σε πιστεýω και σε πληρþνω. 'Εχω τη φÞμη πως εßμαι κακοπληρωτÞς, Ýτσι δεν εßναι";
-"ΠοτÝ κανεßς δεν εßπε τÝτοιο πρÜμα, σινιüρ καβαλιÝρε".
-"¼λος ο κüσμος το λÝει και το ξαναλÝει. Και συ την ßδια γνþμη Ýχεις. Δυο...χμ...δυο μÜρτυρες".
-"Τüσο για σας üσο και για μÝνα, σας βεβαιþ".
-"Δßκιο Ýχεις τüσο για μÝνα üσο και για σÝνα. ΣωστÜ μιλÜς. Τους φüρους δε θÝλω να τους πληρþσω γιατß εßναι Üδικοι. ¼,τι εßναι δßκαιο üμως το πληρþνω ευχαρßστως. ΠÜντα το πλÞρωνα. Σου 'κλεψε ο Τοýρκος τα λουκÜνικα; Πες μου πüσο κÜνουνε και θα σ' τα δþσω".
Ο ΝτολτσεμÜσκολο, που 'χε Ýρθει με την ιδÝα üτι θα 'πρεπε να δþσει μÜχη με τις παγßδες και τα τσαλßμια του γερο-βÜθρακου, κλονßστηκε μπροστÜ σε τüση συγκατÜβαση κι εßπε, πολý μαλακωμÝνος.
-"Α, μικροπρÜγματα, σινιüρ καβαλιÝρε. Εßκοσι κομμÜτια, πÜνω κÜτω... Δεν αξßζει που λÝει ο λüγος, να μιλÜμε..."
-"¼χι, üχι", εßπεν ο Πικαρüνε μ' αποφασιστικüτητα, "να μου πεις πüσο κÜνει. Τα λουκÜνικα στα χρωστþ και θÝλω να στα πληρþσω. Κι αμÝσως μÜλιστα. Εργαζüμενος εßσαι, ζημιÜ υπÝστης, πρÝπει να αποζημιωθεßς. Πüσο";
Ο ΝτολτσεμÜσκολο σÞκωσε τους þμους, χαμογÝλασε κι εßπε:
-"Εßκοσι κομμÜτια... δυο κιλÜ... απü μßα κι εßκοσι το κιλü..."
-"Τüσο φτηνÜ τα πουλÜς";
-"Καταλαβαßνετε" Ýκανε ο ΝτολτσεμÜσκολο, "üλο ζÜχαρη και μÝλι. ΑυτÜ τα λουκÜνικα δεν τα 'φαγε η αφεντιÜ σας. Σας τα χρεþνω λοιπüν -και κÜλλιο θα το 'χα να μη σας γυρÝψω τßποτα- στη τιμÞ του κüστους".
-"Δεν το δÝχομαι", φþναξε ο Πικαρüνε. "Αν δεν τα 'φαγα γω, τα 'φαγε ο σκýλος μου. Λοιπüν Ýχουμε... κÜπου δυο κιλÜ. Απü δυο λιρÝτες το κιλü, εßναι εντÜξει";
-"¼πως νομßζει η αφεντιÜ σας".
-"ΤÝσσερες λιρÝτες. Σýμφωνοι. Και τþρα πες μου πüσο κÜνει: τÝσσερα απü εικοσιπÝντε; Εßκοσι Ýνα, αν δεν κÜνω λÜθος. ΜÜλιστα. Δþσμου εßκοσι μßα λιρÝτες και το ζÞτημα εßναι τελειωμÝνο".
Ο ΝτολτσεμÜσκολο, στη στιγμÞ πÜνω, εßπε πως δε θ' Üκουσε καλÜ.
-"Τß εßπατε";
-"Εικοσιμßα λιρÝτες", ξανÜπε με απÜθεια ο Πικαρüνε. "¸χουμε δυο μÜρτυρες εδþ για να εξακριβþσουμε την αλÞθεια, τüσο για μÝνα üσο και γα σÝνα -σýμφωνοι; ¹ρθες να με δεις για να μου ζητÞσεις μια συμβουλÞ. Ε, λοιπüν, για τις συμβουλÝς, για τις νομικÝς συμβουλÝς, παßρνω εικοσιπÝντε λιρÝτες. ΑυτÞ εßναι η ταρßφα. Σου θÝλω τÝσσερις για τα λουκÜνικα, δþσ' μου εικοσιμßα λιρÝτες κι ας λÞξει η συζÞτηση".
Ο ΝτολτσεμÜσκολο τον κοßταξε κατÜματα, διστακτικüς, μη ξÝροντας αν Ýπρεπε να γελÜσει Þ να κλÜψει, λÝγοντας üτι δε μποροýσε να μιλÜ σοβαρÜ ο Πικαρüνε, αλλÜ Ýχοντας ωστüσο την εντýπωση üτι δεν αστειευüταν.
-"Εγþ... εσÜς;" ψÝλλισε.
-"Το πρÜμα μου φαßνεται σαφÝς", εξÞγησε ο Πικαρüνε. "Συ εßσαι ξενοδüχος, εγþ εßμαι δικηγüρος. 'Οπως εγþ δεν αρνοýμαι πως εßναι δßκαιο ν' αποζημιωθεßς Ýτσι και συ δεν θ' αρνηθεßς üτι εßναι δßκαιο ν' αμειφθþ για τα φþτα που μου ζÞτησες και που σου 'δωσα. Απü δω και πÝρα θα ξÝρεις πως, αν σου κλÝψει σκýλος λουκÜνικο, ο αφÝντης του σκýλου οφεßλει να σου καταβÜλει το αντßτιμο. Το 'ξερες πριν; ¼χι! Η γνþση πληρþνεται, αγαπητÝ μου. Εγþ κοπßασα και ξüδεψα πολλÜ λεφτÜ για να μορφωθþ. Σου φαßνεται να αστειεýομαι";
-"ΜÜλιστα", ομολüγησε ο ΝτολτσεμÜσκολο, με δÜκρυα στα μÜτια και με χÝρια σταυρωμÝνα. "Σας χαρßζω τα λουκÜνικα, σινιüρ καβαλιÝρε... Εßμαι Ýνας φουκαρÜς αμüρφωτος... να με συμπαθÜτε... κι ας μη μιλÞσουμε πια γι' αυτü".
-"Α, üχι! Καθüλου!" φþναξε ο Πικαρüνε. "Εγþ δε σου χαρßζω τßποτα. Ο νüμος εßναι νüμος και για σÝνα και για μÝνα. Εγþ πληρþνω και θÝλω να πληρωθþ. Εικοσιμßα λιρÝτες. ΑυτÞ εßναι η ταρßφα. Αν δεν το πιστεýεις πÞγαινε να βρεις Ýνα δικηγüρο και ρþτα τον αν δικαιοýμαι αυτü το ποσü. Σου δßνω τρεις μÝρες. Αν σε τρεις μÝρες δε μ' Ýχεις πληρþσει, να 'σαι βÝβαιος üτι θα σε πÜω δικαστικþς".
-"Μα, σινιüρ καβαλιÝρε...", εκλιπÜρησε πÜλι ο ΝτολτσεμÜσκολο με τα χÝρια ενωμÝνα και το πρüσωπο αλλοιωμÝνο. Ο Πικαρüνε σÞκωσε το πιγοýνι, σÞκωσε και το χÝρι:
-"Δεν ακοýω τßποτα. Σε πÜω δικαστικþς".
Τüτε πια ο ΝτολτσεμÜσκολο βγÞκε απü τα ροýχα του. Ο θυμüς τον Ýπνιγε. Δεν Þταν η ζημιÜ που τον Ýνοιαζε. Συλλογιζüταν τα χωρατÜ που θα πÝφτανε βροχÞ και μποροýσε να τα μαντÝψει κιüλας κοιτÜζοντας τους δυο χωριÜτες που σπÜζανε κÝφι. Αυτüς που θεωροýσε τον εαυτü του τετραπÝρατο, που 'χε προετοιμÜσει μαστορικÜ το κüλπο του κι εßχε για μια στιγμÞ νομßσει πως κÝρδισε το παιγνßδι! ¹τανε τüσο Ýξαλλος που πιÜστηκε κει που δεν το περßμενε στη φÜκα που Ýστησε ο ßδιος, þστε Ýγινε θηρßο ανÞμερο:
-"A!" Ýκανε πλησιÜζοντας τον Πικαρüνε με το χÝρι σηκωμÝνο και τις γροθιÝς κλειστÝς. "Να, γιατß κλÝβει το σκυλß σας... ΔασκαλεμÝνο δεν το 'χετε";
Ο Πικαρüνε σηκþθηκε σκυθρωπüς, ýψωσε κι αυτüς το χÝρι:
-¸ξω! Θα 'χεις να δþσεις λüγο για εξýβριση ενüς εντßμου ανθρþπου, που..."
-"Εντßμου ανθρþπου;" βρυχÞθηκε ο ΝτολτσεμÜσκολο, αρπÜζοντÜς τον απü το μπρÜτσο και τραντÜζοντÜς τον με μανßα. Οι δυο μεροκαματιÜρηδες üρμησαν να τον κρατÞσουν. ΑλλÜ ξαφνικÜ, να που ο γÝρος τα παρατÜει üλα και μÝνει ντοýρος, γαντζωμÝνος απü το μπρÜτσο στα Üγρια χÝρια του ΝτολτσεμÜσκολο. Κι üταν αυτüς τον Üφησε, κατασαστισμÝνος, Ýπεσε πρþτα καθιστüς στο σκαμπü, Ýγειρε μετÜ στο πλÜι και σωριÜστηκε καταγÞς μονοκüμματος.
ΜπροστÜ στον τρüμο που Ýπιασε τους χωριÜτες, ο ΝτολτσεμÜσκολο Üρχισε να κÜνει κÜτι γκριμÜτσες σα να γÝλαγε. Τι συνÝβαινε; Αφοý δεν τον εßχε αγγßξει καλÜ-καλÜ. Οι δυο εργÜτες σκýψανε πÜνω στον Πικαρüνε, του ανασηκþσανε το 'να χÝρι:
-"Δßνε του, δßνε του..."
Ο ΝτολτσεμÜσκολο τους κοßταζε χαμÝνος. Να του δßνει; Την ßδια στιγμÞ ακοýστηκε το τρßξιμο της καγκελüπορτας και το φÝρετρο, που 'χε βÜλει στη μπÜντα ο γÝρος για τον εαυτü του, Ýκανε θριαμβευτικÞ εßσοδο στους þμους δυο καταλαχανιασμÝνων νεκροθαφτþν. ΚÝρωσαν üλοι.
Ο ΝτολτσεμÜσκολο δε σκÝφτηκε οýτε στιγμÞ üτι ο Νüτσιο Παμπßνα, ο ΠανÜθεμας, ýστερα απü την επßσκεψη και τη παρατÞρηση του ΑναπληρωτÞ, Ýσπευσε να στεßλει το φÝρετρο, για να 'ναι εντÜξει. ΑλλÜ θυμÞθηκε ξαφνικÜ αυτü που 'χε πει ο ΜÝντολα στο πανδοχεßο και, μονομιÜς, ανÜμεσα σ' αυτÞ την Üδεια κÜσα, που Ýφτανε στην þρα της, υπακοýοντας θα 'λεγες σ' Ýνα μυστηριþδες κÜλεσμα, του φÜνηκε πως Ýβλεπε τη μοßρα που τον μεταχειρßστηκε αυτüν και το χÝρι του. ¸πιασε το κεφÜλι του κι Üρχισε να ωρýεται:
-"ΝÜτη! ΝÜτη! ΑυτÞ τονε φþναξε! Εßσαστε üλοι μÜρτυρες πως δεν τον Üγγιξα! Τονε καλοýσε το κιβοýρι του! Το 'χε βÜλει στη μπÜντα για τον εαυτü του! Και να το που 'φτασε γιατß Þτανε να πεθÜνει!" Κι αρπÜζοντας απ' το μπρÜτσο τον Ýνα απü τους
νεκροθÜπτες: "¸τσι δεν εßναι; ¸τσι δεν εßναι; ΠÝστε το κι εσεßς".
ΑλλÜ οι νεκροθÜφτες δεν Þτανε καθüλου ξαφνιασμÝνοι. Απ' τη στιγμÞ που φÝρνανε του Πικαρüνε το φÝρετρο, θεωροýσανε πολý φυσικü να τονε βροýνε πεθαμÝνο. ΣÞκωσαν τους þμους:
-"¸τσι εßναι", εßπαν. "Να 'μαστε".