Εισαγωγή
Σε αυτό το άρθρο, λέω να βάλω μερικούς ξεχωριστούς δημιουργούς, που δεν πάνε με την αράδα και θα 'ναι κρίμα να κρυφτούνε μες στο σωρό με τους άλλους. Άλλωστε γι' αυτούς έχω πολύ περισσότερα στοιχεία κι έκαστος εξ αυτών υπήρξεν έντονα και σε κάτι άλλο (γνωστόν εννοώ) πλην των επιγραμμάτων. Διογένης ο Λαέρτιος έφτιαξε ένα σπουδαίο ευρετήριο κάτι σαν τη σημερινή Βικιπαίδεια, και πάρα πολλά οφείλουμε σε αυτόν. Ο Ίων ο Χίος υπήρξε τραγωδός εφάμμιλος του Αισχύλου, λένε μάλιστα πως τον είχε κερδίσει στους τραγικούς αγώνες. Ο Εμπεδοκλής έζησε κι έδρασε σε πάρα πολλούς τομείς. Ο Λιβάνιος υπήρξεν από τους κορυφαίους σοφιστές. ο Ξενοφάνης πάλι έγραψε πάμπολλα έργα, πέραν των επιγραμμάτων του και τέλος ο Σιμωνίδης ο Κείος... τί να πω γι' αυτόν τον άνθρωπο; Δείτε μόνοι σας παρακάτω και πιο αναλυτικά, έναν-έναν κι ελπίζω να το απολαύσετε, όσο κι εγώ όσο το 'στηνα. Π.Χ.
==========================
Διογένης ο Λαέρτιος
Ο Διογένης ο Λαέρτιος (3ος αι. μ.Χ.) ήταν ιστοριογράφος της φιλοσοφίας της αρχαιότητας, συγγραφέας του έργου Βίοι φιλοσόφων και της χαμένης συλλογής επιγραμμάτων την οποία ονόμαζε Πάμμετρο. Ήταν ελληνικής καταγωγής, γεννημένος μάλλον στην πόλη Λαέρτη της Κιλικίας. Πιθανολογείται πως έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, όμως για τη ζωή του, την καταγωγή του, τη μόρφωση του, το σύνολο του έργου του, την προσωπικότητα του, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε, ενώ δεν υπάρχουν και αντίστοιχα σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία, καθώς οι αρχαίοι συγγραφείς δεν δίνουν σχετικές πληροφορίες. Για τον λόγο αυτό, οι ερευνητές δεν μπορούν παρά να τον αναζητήσουν μέσα από το έργο του, από στοιχεία που σίγουρα είναι αποσπασματικά και δύσκολο να επαληθευτούν.
Βεβαιότητα δεν υπάρχει ούτε για το όνομα του αφού τα χειρόγραφα άλλες φορές δίνουνε τ' όνομα Διογένης Λαέρτιος κι άλλες Διογένης ο Λαερτιεύς. Μια εικασία περιγράφει πως ίσως προέρχεται από κάποιο πρόγονό του που λεγότανε Διογένης Λαερτιάδης. Εξίσου δύσκολο είναι να τοποθετηθεί με ακρίβεια το πότε έζησε, αφού το στοιχείο που θα μπορούσε να βοηθήσει και συνάγεται από την ταυτοποίηση της περιόδου της τελευταίας φιλοσοφικής σχολής που περιγράφει δεν είναι ασφαλές, καθώς η κριτική του κειμένου δεν έχει καταλήξει αν στο έργο του δεν υπάρχουν μεταγενέστερες προσθήκες ή αν υπήρξε κάποιο σύγγραμμα το οποίο αντέγραψε ο Διογένης Λαέρτιος. Τα επιχειρήματα που τοποθετούν τη ζωή του στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. έχουν να κάνουν με την διερεύνηση της σκεπτικής σχολής στο βιβλίο Θ του έργου του, έως τον διάδοχό του Σέξτο Εμπειρικό στο τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ., όπως επίσης με την διαπίστωση ότι δεν κάνει λόγο για τον νεοπλατωνισμό. Πάντως, σύμφωνα με τα πιο ασφαλή όρια που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν, ο Λαέρτιος δεν έζησε πριν το 200 μ.Χ. και με βάση τη μαρτυρία του Στέφανου Βυζαντίου που τον αναφέρει ως έναν αρκετά παλαιό συγγραφέα, μάλλον έζησε πολύ πριν το 500 μ.Χ. με πιθανή χρονολογία για τους περισσότερους ερευνητές τις αρχές του 3ου αι.
Το κυριότερο έργο του, που σώθηκε ολόκληρο, συνήθως ονομάζεται Βίοι φιλοσόφων, αλλά στην πραγματικότητα έχει τον τίτλο: Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων και των εκάστη αιρέσει αρεσκόντων εν επιτόμω συναγωγή. Περιέχει τους βίους των αρχαίων φιλοσόφων και αποτελείται από 10 βιβλία. Κάποιοι θεωρούν ότι το έργο αυτό κυκλοφόρησε την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ.). Στο προοίμιο του έργου του, ο συγγραφέας αναζητά την καταγωγή της φιλοσοφίας, και αναλύει τις ανατολικές επιδράσεις στους Έλληνες φιλοσόφους. Δίνει τον ορισμό της φιλοσοφίας και παρά τη μετριότητα των κριτικών και αξιολογικών στοιχείων, προσφέρει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη βιογραφία και τη διδασκαλία γνωστών φιλοσόφων της αρχαιότητας. Ο ίδιος δεν προβαίνει σε κρίσεις, γιατί δεν ήταν οπαδός καμιάς φιλοσοφικής σχολής ούτε είχε λάβει συστηματική φιλοσοφική παιδεία. Ήταν όμως φιλομαθής και πρέπει να είχε διαβάσει τα περισσότερα σχετικά φιλοσοφικά συγγράμματα, από τα οποία άντλησε τεράστιο υλικό γνώσεων. Αν κάποιος θα ήθελε να βρει σε ένα μόνο αρχαίο έργο μια περίληψη των ελληνικών ηθικών συστημάτων, αναμφισβήτητα το έργο αυτό θα ήταν οι Βίοι Φιλοσόφων του Διογένη Λαέρτιου.
Στη ΠΑ, στο 7ο βιβλίο της, υπάρχουν 36 δικά του επιτύμβια επιγράμματα φιλοσόφων, παρμένα όλα από τους Βίους, που ο Διογένης αναφέρει ότι προέρχονταν από το έργο του που αποκαλούσε Επιγράμματα ή Πάμμετρο. Η Πάμμετρος περιείχε επιγράμματα που μιλούσαν για χαρακτηριστικά διασήμων ανδρών. Εκτός από τα επιγράμματα της Παμμέτρου, στην Παλατινή Ανθολογία βρέθηκαν και επιγράμματα άλλων τα οποία αναφέρονται στους Βίους του Διογένη, με την ίδια σειρά (7.615-619) για τους Μουσαίο, Λίνο, Ορφέα, Κλεόβουλο και Περίανδρο. Καταρχάς, χρησιμοποίησε πρωτότυπα στοιχεία από διαθήκες, επιστολές (όχι πάντα γνήσιες) και δικαστικά κείμενα. Κατά δεύτερο λόγο, χρησιμοποίησε λογοτεχνικά στοιχεία, όπως αναφορές από κωμωδίες εναντίον φιλοσόφων και στίχους από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Τέλος, άντλησε πληροφορίες από φιλοσοφικές πηγές, όπως επιμέρους συγγραφές για τους φιλοσόφους, τις αιρέσεις τους, τους καταλόγους μελών και ηγετών τους ή δοξογραφικές συλλογές που περιείχαν τα ουσιώδη σημεία της διδασκαλίας κάθε αιρέσεως. Η έκθεση της αρχαίας φιλοσοφίας, που επιχείρησε ο Διογένης Λαέρτιος, παρά τα συστηματικά και τα άλλα ελαττώματά της, αποτελεί πολύτιμη πηγή για τον σύγχρονο ιστορικό τής φιλοσοφίας, που μπορεί να φτάσει σε μια σχετικά πιστή εικόνα της πραγματικότητας όταν ελέγξει τα δεδομένα αυτά και τα συνδυάσει με άλλες συναφείς πληροφορίες. Το έργο του περιέχει συνολικά τα παρακάτω βιβλία:
Βιβλίο Α: Θαλής, Σόλων, Χίλων, Πιττακός, Βίας, Κλεόβουλος, Περίανδρος, Ανάχαρσις, Μύσων, Επιμενίδης, Φερεκύδης
Βιβλίο Β: Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Αναξαγόρας, Αρχέλαος, Σωκράτης, Ξενοφών, Αισχίνης, Αρίστιππος ο Κυρηναίος, Φαίδων, Ευκλείδης, Στίλπων, Κρίτων, Σίμων, Γλαύκων, Σιμμίας, Κέβης, Μενέδημος
Βιβλίο Γ: Πλάτων
Βιβλίο Δ: Σπεύσιππος, Ξενοκράτης, Πολέμων (σχολάρχης), Κράτης ο Αθηναίος, Κράντωρ, Αρκεσίλαος, Βίων, Λακύδης, Καρνεάδης, Κλειτόμαχος
Βιβλίο Ε: Αριστοτέλης, Θεόφραστος, Στράτων, Λύκων, Δημήτριος, Ηρακλείδης
Βιβλίο Στ: Αντισθένης, Διογένης, Μόνιμος, Ονησίκριτος, Κράτης, Μητροκλής, Ιππαρχία, Μένιππος, Μενέδημος
Βιβλίο Ζ: Ζήνων, Αρίστων, Ήριλλος, Διονύσιος, Κλεάνθης, Σφαίρος, Χρύσιππος
Βιβλίο Η: Πυθαγόρας, Εμπεδοκλής, Επίχαρμος, Αρχύτας, Αλκμαίων, Ίππασος, Φιλόλαος, Εύδοξος
Βιβλίο Θ: Ηράκλειτος, Ξενοφάνης, Παρμενίδης, Μέλισσος, Ζήνων Ελεάτης, Λεύκιππος, Δημόκριτος, Πρωταγόρας, Διογένης ο Απολλωνιάτης, Ανάξαρχος, Πύρρων, Τίμων
Βιβλίο Ι: Επίκουρος
==========================
Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός
Ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός (495 π.Χ. - 435 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας πυθαγόρειος φιλόσοφος, ένας από τους σπουδαιότερους αντιπροσώπους της προσωκρατικής ελληνικής φιλοσοφίας, φυσικός, μηχανικός, εφευρέτης, ιατρός, μουσικός και ποιητής. Γεννήθηκε στον Ακράγαντα, δεύτερη, ως προς τον πλούτο και την δύναμη, πόλη της Σικελίας στην Κάτω Ιταλία. Αξίζει να αναφερθεί ότι είναι ο μόνος γηγενής πολίτης μιας δωρικής πολιτείας που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η σύγχρονη κοινωνία της πόλης που γεννήθηκε τον τιμά ονομάζοντας Porto Empedocle το τεχνητό λιμάνι του όρμου του Ακράγαντα.
Η καταγωγή του ανάγεται σε αρχοντική και επιφανή οικογένεια. Ήταν εγγονός του Εμπεδοκλή ο οποίος στέφθηκε ολυμπιονίκης στο ιππικό αγώνισμα του κέλη το 496 π.Χ., στην ίδια διοργάνωση με τον γιό του -και θείο του φιλοσόφου Εμπεδοκλή- τον Εξαίνετο ο οποίος έγινε ολυμπιονίκης της πάλης. Ο πατέρας του Εμπεδοκλή του φιλοσόφου ήταν ο Μέτων ή Αρχίνομος, που κατείχε υψηλό αξίωμα στη διακυβέρνηση του τόπου του. Μάλιστα, όπως υποθέτουν οι ειδικοί, το δεύτερο από τα παραδιδόμενα ονόματα του πατέρα του Εμπεδοκλή δεν είναι κύριο αλλά προσηγορικό του δημοσίου λειτουργήματός του. Ο Μέτων, πρωταγωνιστής στις πολιτικές διαμάχες του τόπου το 470 π.Χ,. συνέργησε στην κατάλυση της αριστοκρατικής τυραννίας του Θρασυδαίου, που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Θήρωνα.
Ο Εμπεδοκλής συνεχίζει και συμπληρώνει το έργο των προγόνων του. Όταν η μερίδα των ολιγαρχικών φάνηκε να επανακτά την ισχύ της, επιτίθεται εναντίον της, κήρυκας και προστάτης των δικαιωμάτων του λαού. Επανιδρύει την δημοκρατία. Λέγεται μάλιστα ότι του προσέφεραν το βασιλικό στέμμα, αλλά το απέρριψε με περιφρόνηση. Με αυτήν του την χειρονομία θυμίζει μια ανάλογη χειρονομία του εφάμιλλου με αυτόν στη φιλοσοφία Ηράκλειτου. Ο βίος του είναι γεμάτος με απόκρυφες ιστορίες και θαύματα που αγγίζουν τα όρια του μύθου. Στο πρόσωπο του οι Ακραγαντίνοι δεν έβλεπαν μόνο έναν μεγάλο φιλόσοφο αλλά και έναν άξιο πολιτικό, ιατρό, μάντη, μάγο και ποιητή. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς αναφέρει γι' αυτόν ότι εμφανιζόταν παντού και ασκούσε την περίφημη χάρη του, δραστήριος πολιτικός, τολμηρός φιλόσοφος, χρυσόστομος ρήτορας, μεγαλεπήβολος μηχανικός, πανεπιστήμων ερευνητής, γιατρός, θεόσοφος, μάγος, κύριος όλων των ειδών του λόγου, ευρετής της ρητορικής, όπως τον αποκαλεί ο Αριστοτέλης, ραψωδός, υμνωδός, όπως ο ίδιος αποκαλεί τους ποιητές, ιερέας, προφήτης. Τονίζει ότι κατευνάζει και διεγείρει τους ανέμους, ότι θεραπεύει τις ασθένειες και τα γηρατειά, ότι επαναφέρει νεκρούς στη ζωή, και ότι όλοι τον τιμούν ως θεό. Κάθε φορά που μπαίνει στις πόλεις οι άνθρωποι τον περιστοιχίζουν και ζητούν τη βοήθειά του, του ζητούν να θεραπεύσει κάθε είδους ασθένεια και τον προκαλούν για προφητείες.
Η ζωή του υπήρξε αντικείμενο πολλών μυθοπλασιών και, σύμφωνα με τις δοξασίες του περί μετενσάρκωσης, ήταν κι ο ίδιος, όπως δηλώνει, δαίμονας που έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, ξέπεσε από τη θεϊκή φύση του και πέρασε διαδοχικά από σώμα ζώου, φυτού και ανθρώπου, περιπλανώμενος στο σύμπαν, προορισμένος όμως, αργά ή γρήγορα να ξαναπάρει την αρχική του φύση. Μεταξύ των παραδόσεων που αφηγείται ο Διογένης Λαέρτιος για τον θάνατο του Εμπεδοκλή (Βίοι Φιλοσόφων, Η΄ 69-72), είναι ότι αναλήφθηκε στον ουρανό αποθεωθείς, καθώς και ότι ρίχτηκε στον κρατήρα της Αίτνας. Από τα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του Εμπεδοκλή εξάγεται ότι ο συγγραφέας τους, εκτός από τη γενική Φυσική, είχε και ειδικότερες γνώσεις Φυσιογνωσίας και Ιατρικής, ιδιαίτερα Φυσιολογίας, Ανατομίας και Εμβρυολογίας, και ότι έτσι συνδεόταν με τη μεγάλη ιατρική παράδοση της Κάτω Ιταλίας.
Σ' έναν ιδιαίτερο χώρο, όπου δέσποζαν οι ορφικές κι οι πυθαγόρειες διδασκαλίες, ο Εμπεδοκλής δημιούργησε τη δική του φιλοσοφία, στο περιεχόμενο της οποίας είναι φανερή η επίδραση των παραπάνω ιδεών, καθώς και της σκέψης των προγενεστέρων του φιλοσόφων, ιδίως του Παρμενίδη, στου οποίου τη γλώσσα και τη σκέψη οφείλει πολλά. Είναι πολύ πιθανή η μαρτυρία ότι ο Εμπεδοκλής είχε μαθητεύσει σε Πυθαγόρειους, άποψη που ενισχύεται από την επίδραση στον τρόπο γραφής του. Αναμφίβολα, κύρια φιλοδοξία του Εμπεδοκλή δεν ήταν η αναγνώριση της φιλολογικής ευφυΐας του, όσο η παραδοχή από τους ανθρώπους, ως πραγματικής αποστολής του, της προφητικής και ιερατικής, της μυστηριακής, με μια λέξη, δράσης του[εκκρεμεί παραπομπή]. Φαίνεται ότι η ζωή του ήταν πολύ σεμνή και μεγαλοπρεπής, ότι του απονέμονταν ύψιστες τιμές και κυκλοφορούσαν διαδόσεις για εξαίρετες πράξεις του και θαύματα.
Ο Εμπεδοκλής είναι το σύμβολο της ποιητικής μεγαλοφυΐας. Το άριστο κριτήριο της αξίας του Εμπεδοκλή είναι τα έργα του. Ο Εμπεδοκλής ήταν ο τρίτος και τελευταίος φιλόσοφος μετά τον Ξενοφάνη και τον Παρμενίδη, που διάλεξε να εκθέσει τη φιλοσοφία του σε στίχους, και μάλιστα σε δακτυλικό εξάμετρο. Με δεδομένη αυτή την επιλογή του μέτρου σε συνδυασμό με την ιωνική διάλεκτο στην οποία είναι γραμμένοι οι στίχοι, γίνεται κιόλας αισθητό ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του: η σχέση με το έπος και συγκεκριμένα με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, των οποίων η μελέτη επηρέασε βαθιά το έργο του. Χρησιμοποίησε τον έμμετρο, πιθανώς για να προσδώσει στο έργο του αποκαλυπτικό κύρος. Θεωρείται ο τελευταίος προσωκρατικός που εκθέτει τη διδασκαλία του έμμετρα, αλλά και ο τελευταίος προσωκρατικός που βρίσκεται υπό την επήρεια της θεογονικής παράδοσης.
Ο Εμπεδοκλής ήταν δεινός περί την φράσιν η δε γλωσσική έκφρασή του είναι χυμώδης, προδίδει ενθουσιαστική ορμή και φαντασία, παράγει πλήθος νέων ποιητικών εικόνων και σχημάτων, προσφέρει ένα μεγάλο αριθμό λέξεων, που συναντούμε για πρώτη ή και για μοναδική φορά στην αρχαία Γραμματεία («ἅπαξ εἰρημένα»). Στο συγγραφικό έργο του Εμπεδοκλή αποδίδονται πολύ περισσότερα έργα από αυτά που σώζονται. Συγκεκριμένα έγραψε το Περί Φύσεως (2.000 στίχοι). Από τα σωζόμενα αποσπάσματα, συναθροίζοντας τα σε θεματικές ενότητες μας επιτρέπεται να φανταστούμε το περίγραμμα του έργου. Στο Περί Φύσεως προσπαθεί να δώσει τις βασικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας του, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την εναλλασσόμενη κυριαρχία της Φιλίας (=Φιλότης) και της Διαμάχης (=Νείκος) πάνω στα τέσσερα ριζώματα (=πυρ, αήρ, ύδωρ, γη). Η ουσία του σύμπαντος νοείται από τον Εμπεδοκλή σε μια δίχως τέλος μεταλλαγή καταστάσεων από το ένα στα πολλά και από τα πολλά στο ένα.
Αξιόλογη είναι η θεωρία για τη γένεση των οργανικών όντων, η οποία αναπτύσσεται με βασικό άξονα την εξέλιξη, γεγονός που έκανε τον αρχαίο στοχαστή να θεωρείται πρόδρομος του Δαρβίνου. Η εξελικτική αυτή θεωρία αποτελείται από τέσσερα στάδια: στο πρώτο η γη γεννά τα οργανικά μέλη του σώματος των ζώων διαχωρισμένα, στη δεύτερη τα μεμονωμένα οργανικά μέλη συνενώνονται σε τερατώδεις μορφές, στην τρίτη οι τερατώδεις μορφές που προέκυψαν δεν κατορθώνουν να επιβιώσουν και παραχωρούν τη θέση τους σε νέους τύπους ζώων που έχουν την ικανότητα να συνεχίσουν τη ζωή τους, στην τέταρτη περίοδο γεννιούνται τα οργανικά όντα, όχι από τη γη αλλά το ένα από το άλλο.
Το άλλο μεγάλο έργο του Ακραγαντινού σοφού που σώθηκε ως τις μέρες μας έχει τίτλο Καθαρμοί (3.000 στίχοι), το οποίο περιέχει τη διδασκαλία μιας ξενόφερτης θρησκευτικής αίρεσης, σύμφωνα με την οποία αυτό που λέμε ψυχή του ανθρώπου είναι μια αυθυπόστατη οντότητα, ανεξάρτητη από το σώμα και ότι εξ αιτίας κάποιου παραπτώματός της έχει καταδικαστεί να κατοικεί μέσα σε σώματα φυτών, ζώων ή ανθρώπων ως την τελική κάθαρσή της για την οριστική επιστροφή στον τόπο της καταγωγής της. Οι Καθαρμοί είναι μια έκθεση της αποκρυφιστικής ζωής του Εμπεδοκλή ως Μύστη. Από τα δύο αυτά μεγάλα έργα του Εμπεδοκλή οι διασωθέντες στίχοι στο έργο Περί Φύσεως είναι περίπου 350 και στο έργο Καθαρμοί λίγο περισσότεροι από 100. Γίνεται φανερό ότι ως εμάς έφτασε μόνον το 16 με 20% του συνολικού του έργου. Ποσοστό πολύ μεγαλύτερο απ' ότι στη περίπτωση των άλλων προσωκρατικών φιλοσόφων.
Αναφέρονται και μερικά ακόμα έργα ως δικά του όπως: Ένα ποίημα, που αναφερόταν στην εκστρατεία του Πέρση βασιλέα, με τίτλο Ξέρξου διάβασις ή Περσικά. Ένας ύμνος στον θεό του φωτός, με τίτλο Προοίμιον εις Απόλλωνα. Τραγωδίαι, για τις οποίες όμως ο περιπατητικός Ιερώνυμος μαρτυρεί πως ανέρχονταν σε 43 και υποστηρίζει πως είχε δει τα χειρόγραφα. Ο Νεάνθης ο Κυζικηνός γνώριζε μόνον 7, ενώ ο Ηρακλείδης αποδίδει τις τραγωδίες σε έναν συνονόματο του Εμπεδοκλή που σύμφωνα με το Σουΐδα, ήταν εγγονός του φιλοσόφου. Δύο επιγράμματα, το ένα προς τον μαθητή του Παυσανία, και το άλλο προς τον Ακραγαντινό γιατρό Άκρωνα. Πολιτικοί Λόγοι και ο Ιατρικός λόγος που τον αποτελούσαν 600 στίχοι.
Όπως συμβαίνει και με τον Παρμενίδη, ο Εμπεδοκλής απορρίπτει τη γένεση και τη φθορά. Στη θέση τους χρησιμοποιεί δύο άλλες έννοιες που τις περιγράφει ως μείξη (γέννηση) και χωρισμός (φθορά) «αγέννητων στοιχείων». Κρατά το μηδέν έξω από τον κόσμο και ανάγει την γέννηση του κόσμου και τις κοσμικές μεταβολές σε τέσσερις θεμελιώδεις υποστάσεις, ισοδύναμες μεταξύ τους. Αυτές οι υποστάσεις, όμοιες με το εόν του Παρμενίδη είναι τα «ριζώματα», δηλαδή η γη, το νερό, η φωτιά και ο αέρας. Τα ριζώματα, αντίθετα από τα φυσικά στοιχεία δεν χάνουν την ταυτότητά τους. Οι δε μεταξύ τους σχέσεις διέπονται από την επιδραση δύο κοσμικών δυνάμεων, που είναι επίσης αγέννητες και αιώνιες, της φιλότητας, (έλξης και συνένωσης) και του νείκους, (έχθρας διάσπασης και διάλυσης). Στην κοσμολογία του περιγράφει το κοσμικό γίγνεσθαι ως αιώνια κυκλική πορεία. Τα δύο ορόσημα αυτής της κυκλικής πορείας είναι ο θεϊκός σφαίρος και η χαοτική δίνη, (δίνος) και η συνολική πορεία διακρίνεται σε τέσσερις φάσεις.
Στη αρχή επικρατεί απόλυτα η φιλότητα και τα τέσσερα ριζώματα βρίσκονται σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους, σε κατάσταση μείξης, στη μορφή του σφαίρου. Κατόπιν η είσοδος του νείκους στον σφαίρο οδηγεί σε διαδικασία σταδιακής διάλυσης και αποσύνθεσης. Μέσω μιας επεκτεινόμενης δίνης τα ριζώματα ξεχωρίζονται κι απομακρύνονται. Τα έμβια όντα που δημιουργούνται σε αυτή τη φάση του κοσμικού γίγνεσθαι υπόκεινται στην αυξανόμενη επιρροή του νείκους. Σε αυτή τη φάση βρίσκεται ο κόσμος μας, που βαδίζει σε κατάσταση αυξανόμενης διαμάχης και εχθρότητας. Ο δίνος είναι η φάση της πλήρους κυριαρχίας του νείκους, στην οποία προκαλείται χάος, διάλυση και ολοκληρωτική αποσύνθεση. Εν τέλει εισέρχεται βαθμιαία η φιλότητα και ο κόσμος επιστρέφει στη συγκρότηση του σφαίρου. Η φιλότητα και το νείκος είναι δυνάμεις που ασκώνται πάνω στα τέσσερα στοιχεία τα οποία τα φέρνουν σε κατάσταση ισορροπίας.
Στο έργο του Καθαρμοί ο φιλόσοφος αφηγείται τις περιπέτειες ενός δαίμονα, μιας ψυχής δηλαδή που υπό την επίδραση του νείκους υποπίπτει σε σοβαρό παράπτωμα και χάνει την αρχική του αγνότητα. Μέσω αλλεπάλληλων ενσαρκώσεων επιστρέφει και πάλι στην κατάσταση του αθάνατου αγαθού δαίμονα, αφού διαβεί όμως όλους τους κουραστικούς δρόμους της ζωής. Επεξεργάστηκε μια λεπτομερή θεωρία για την αίσθηση, η οποία άσκησε μεγάλη επίδραση στους συγχρόνους του, αλλά και μεταγενέστερους στοχαστές. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία τα αντικείμενα παράγουν «απορροές», οι οποίες μέσω των πόρων του σώματος φθάνουν στα αισθητήρια όργανα, όπου και αναγνωρίζονται από όμοιά τους στοιχεία που ενυπάρχουν μέσα μας. Τούτη η ιδέα τον καθιστά σημαντικότερο εκπρόσωπο της άποψης ότι «γνωρίζουμε τα όμοια μέσω των ομοίων». Ο Εμπεδοκλής θεωρείται και σπουδαίος φυσικός, αφού καθόρισε τα αίτια των εκλείψεων, μελέτησε την ανάκλαση του φωτός και τη φύση της σκιάς. Έργα του είναι τα εξής:
Ξέρξου διάβασις, ή Περσικά. (έμμετρη εξιστόρηση εκστρατείας του Ξέρξη). Κατά παράδοση (Διογ. Λαέρτ. 8,57) το έργο αυτό κάηκε από την αδελφή του επειδή ήταν ατελείωτο.
Προοίμιον εις Απόλλωνα, και αυτό κάηκε από την αδελφή του ή κόρη του, πιθανώς ήταν ύμνος που προσομοίαζε τον Απόλλωνα με τον Ήλιο.
Τραγωδίαι. Ο Ιερώνυμος μαρτυρεί ότι είχε δει χειρόγραφα 43 τραγωδιών. Ο Νεάνθης ο Κυζικηνός μαρτυρεί για 7. Ο Ηρακλείδης αποδίδει τις τραγωδίες σε έναν συνονόματο του Εμπεδοκλή που σύμφωνα με το Σουΐδα, ήταν εγγονός του φιλοσόφου.
Ποιητικοί Λόγοι και Ιατρικός λόγος. Έργα σε πεζό λόγο "καταλογάδην". Περί αυτών ουδεμία άλλη πληροφορία υπάρχει.
Περί φύσεως των όντων. Σε δύο βιβλία των 2000 στίχων. Από αυτούς έχουν διασωθεί μόνο 340. Το ποίημα αυτό εμιμήθηκαν οι Λατίνοι Λουκρήτιος και Βάρρων.
Καθαρμοί. Ποίημα εξιλαστικού χαρακτήρα που μοιάζει των Ορφικών. Κατά πληροφορία του Δικαιάρχου, που διέσωσε ο Αθήναιος (Δειπνοσοφ.14) αυτό απαγγέλθηκε παρουσία του Εμπεδοκλή στα "Ολύμπια" από τον ραψωδό Κλεομένη. Από τους 1000 στίχους των "Καθαρμών" έχουν διασωθεί μόνο 100.
Επιγράμματα. Αναφέρονται δύο αποδιδόμενα στον Εμπεδοκλή, ένα για τον μαθητή του Παυσανία και το άλλο για τον Ακραγαντινό γιατρό Άκρωνα. Αμφότερα όμως θεωρούνται ως νόθα.
Στη ΠΑ (ΙΧ 569) σώζονται δύο ποιητικά αποσπάσματά του.
==========================
Ίων ο Χίος
Ο Ίων ο Χίος (αρχ. ελλ.: Ἴων ὁ Χῖος, ~484-481 - 428 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας τραγικός και διθυραμβικός ποιητής της κλασσικής περιόδου κι ήταν ένας από τους 5 τραγικούς ποιητές του κανόνα της Αθήνας. Καταγόταν από τη Χίο κι ήτανε γιος του Ορθομένη. Ασχολήθηκε και μ’ άλλα είδη ποίησης, καθώς και με τη πεζογραφία, γράφοντας στην ιωνική διάλεκτο. Οι ελληνιστικοί σχολιαστές τονε θεωρούσαν, μαζί με τον Αχαιό τον Ερετριέα και τον Αγάθωνα, εφάμιλλο των 3 μεγάλων τραγικών ποιητών, Αισχύλου, Σοφοκλή κι Ευριπίδη. Για αιώνες η μελέτη, σχετική με το πρόσωπό του, επικεντρωνόταν στην πολυειδεία του και τα στοιχεία που παρείχε σε σχέση με τη κλασική Αθήνα. Οι σύγχρονοι μελετητές εντούτοις, εστιάζουν επιπρόσθετα στην ιδιαίτερη ταυτότητα του ποιητή, αυτή του κοσμοπολίτη Χίου που ‘ζησε από κοντά και συμμετείχε στο χρυσό αιώνα της αθηναϊκής πολιτείας.
Ήτανε πολύ περιεκτικός συγγραφέας και πράγμα σπάνιο και πολύ ασυνήθιστο στην αρχαιότητα, συγγραφέας αλλά και ποιητής. Έγραψε μια ιστορία στη διάλεκτο του Ηρόδοτου και σύμφωνα με τον τρόπο του, εκτός από το ότι προσέδωσε πιότερη προσοχή στην ιδιωτική ζωή των διακεκριμένων ατόμων. Αυτό το έργο ίσως ήτανε το ίδιο που αναφέρει ο Παυσανίας. Άλλο έργο του φαίνεται να ήταν μια πραγματεία για τη σύσταση των πραγμάτων σύμφωνα με τη θεωρία των τριάδων και που ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν στον Ορφέα. Άλλο έργο φαίνεται να περιείχε είτε μια αναφορά των δικών του ταξιδιών είτε των επισκέψεων μεγάλων ανδρών στη Χίο.
Κατά την άποψη του Καρλ Νίμπερντινγκ, που συμφωνούνε και νεότεροι μελετητές, γεννήθηκε μεταξύ 1ου & 4ου έτους της 74ης Ολυμπιάδας, ήτοι το 484-481 π.Χ. Αναφέρεται κι ως γιος του Ξούθου αντιστοιχιζόμενος έτσι, εκούσια ή ακούσια, με τον μυθικό Ίωνα, το γενάρχη του αντιστοίχου ελληνικού φύλου. Γύρω στο 468 π.Χ., όντας έφηβος, ταξίδεψε, με πιθανότερο σκοπό να ολοκληρώσει τις ανώτερες σπουδές του, στην Αθήνα πόλη όπου διήγαγε σημαντικό μέρος της ενήλικης ζωής του κι ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τον πολιτικό Κίμωνα. Υπήρξε δριμύς κατήγορος του Περικλή, καθώς μεταξύ των δύο υπήρχε ερωτική αντιζηλία για κάποια Χρυσίλλα, κόρη του Τελέου απ’ τη Κόρινθο, στην οποία αναφερότανε και σε μιαν ελεγεία του. Μάλιστα κατέκρινε την ομιλία του Περικλή σα φλύαρη κι αρρωστημένη, υποστηρίζοντας ότι στις μεγαλοστομίες του περιεχόταν αλαζονεία και περιφρόνηση των άλλων, σε αντιδιαστολή με τον Κίμωνα και το μελωδικό, υγρό κι εμπνευσμένο ύφος του λόγου του. Επιπλέον, ήτανε γνωστός του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Με τον 1ο φέρεται να παρακολουθούν μαζί αγώνα πυγμαχίας στα Ίσθμια το 465 π.Χ, ενώ τον 2ο τονε γνώρισε στη Χίο όταν συμμετείχε στην αθηναϊκή εκστρατεία κατά της Σάμου το 440 π.Χ. Την ίδια χρονιά ή την επόμενη επέστρεψε στην Αθήνα, όπως φαίνεται και σ' απόσπασμα των Υπομνημάτων του.
Η 1η του τραγωδία ανέβηκε το 452 π.Χ., χρονικό σημείο που συμπίπτει, λίγο μετά το θάνατο του Αισχύλου σα να 'πρεπε να καλυφθεί το κενό, και με την επάνοδο του Κίμωνα στην Αθήνα από την εξορία στην οποία οδηγήθηκε με εξοστρακισμό. Ο M.L West διατείνεται ότι σε κάποια προγενέστερη χρονική στιγμή, κοντά στο 450, ο ποιητής ταξίδεψε με τον Κίμωνα στη Σπάρτη. Στην άποψη αυτή προστίθεται κι αυτή του Guy Olding που αποδίδει έν ελεγειακό απόσπασμα του ποιητή στο βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμο Β', τον οποίο ο Ίων συνάντησε κατά πάσαν βεβαιότητα. Προ της 83ης Ολυμπιάδας (448 π.Χ) αφιέρωσεν άγαλμα στην Αθηνά, πράξη που παραπέμπει σε νίκη. Αναφέρεται ότι ήρθε 3ος μετά τον Ευριπίδη και τον Ιόφωντα το 429 π.Χ. Οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν ότι κέρδισε νίκη μόνο μια φορά, παράλληλα όμως νίκησε και στους διθυραμβικούς αγώνες της ίδιας χρονιάς. Ανεκδοτoλογικά μαρτυρείται ότι για να γιορτάσει τη νίκη του προσέφερε σε όλους τους Αθηναίους από ένα δοχείο κρασί από τη Χίο, κίνηση που υποδηλώνει τη μεγάλη του περιουσία.
Από την Ειρήνη του Αριστοφάνη συνάγεται πως είχε πεθάνει πριν το 421 π.Χ., έτος διδασκαλίας του συγκεκριμένου έργου. Είχε ένα γιο, τον Τυδέα, που κατά το Θουκυδίδη εκτελέστηκε απ' τον Σπαρτιάτη διοικητή της Χίου το χειμώνα του 413/2 π.Χ ως αττικίζων. Στο λεξικό του Σουίδα τα δράματα τα οποία συνέγραψε υπολογίζονται άλλοτε σε 12, σε 30 ή σε 40. Οι κλασικοί φιλόλογοι υποστηρίζουν ότι οι αριθμοί αντικατοπτρίζουνε 4λογίες δραμάτων, οπότε ανάλογα με τον τρόπο μέτρησης είτε συνέγραψε 10 τετραλογίες, είτε 40 έργα, είτε 30, αν δεν λάβει κανείς υπόψιν τα σατιρικά δράματα. Από το σύνολο έχουν σωθεί οι τίτλοι κι αποσπάσματα 10 τραγωδιών κι ενός σατιρικού δράματος. Τα διαθέσιμα 75 περίπου αποσπάσματα των δραμάτων του δεν υπερβαίνουν ποτέ τις 5 γραμμές.
Εκτός από τραγωδίες έγραψε και κωμωδίες, γεγονός αξιοσημείωτο για το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Ο Σχολιαστής του Αριστοφάνη αναφέρει ότι έγραψε επίσης διθυράμβους, λυρικά ποιήματα, επιγράμματα, ωδές, παιάνες, ύμνους (Ύμνος εις τον Καιρόν), σχόλια, εγκώμια, ελεγείες, καθώς κι ιστορικά, φιλοσοφικά και ταξιδιωτικά κείμενα. Από αυτά έχουνε σωθεί μόνον αποσπάσματα των ελεγειών του κι εμπεριέχονται στην ΕΑ, λυρικών ποιημάτων και των κειμένων Επιδημίαι, Χίου κτίσις και Τριαγμοί.
Οι 2 μεγαλύτερες σ’ έκταση ελεγείες του οι οποίες σώζονται έχουνε συμποσιακή θεματική, μιας κι αφορούν το κρασί και τη χαρά που αυτό φέρνει. Η μία από αυτές προσφωνεί στην αρχή κάποιον βασιλιά μνημονεύοντας παράλληλα το Δία, τον Ηρακλή, την Αλκμήνη, τον Προκλή και τους απογόνους του Περσέα. Αυτή η ομάδα των ονομάτων κάνουνε πιθανούς αποδέκτες της ελεγείας τους βασιλείς της Σπάρτης και του Άργους. Μια επιπλέον ελεγεία του επιδοκιμάζει την 11χορδη λύρα, σε αντιδιαστολή με την 7χορδη. Ο Διογένης Λαέρτιος του αποδίδει ένα επίγραμμα για το φιλόσοφο Φερεκύδη. Ένα επιπλέον επίγραμμα που φέρει το όνομά του απευθύνεται στον Ευριπίδη.
Οι Επιδημίες -αναφέρεται κι υπό τον τίτλο Υπομνήματα-, αφορούνε τα ταξίδια του ποιητή σε μέρη τα οποία θεωρεί οικεία, όπως η Χίος ή η Αθήνα. Το ίδιο το έργο προσομοιάζει σε ταξιδιωτικό ημερολόγιο όπου σ’ ανεπιτήδευτο ύφος παρουσιάζονται άτομα που γνώρισε σε συνδυασμό με πληροφορίες για γεγονότα ανεκδοτολογικού χαρακτήρα. Θεωρείται πρωτοποριακό όσον αφορά τη συγγραφή απομνημονευμάτων και πρόδρομος των ελληνιστικών περιηγητικών έργων. Στις σύγχρονες κλασικές μελέτες αποβαίνει χρήσιμο με 2 τρόπους: Ο 1ος είναι ότι ρίχνει φως στις ζωές επιφανών Αθηναίων της κλασικής εποχής. Ο 2ος ότι δίνει πληροφορίες για τη δημιουργία της βιογραφίας ως λογοτεχνικό είδος.
Στο εκτενέστερο απόσπασμα το οποίο διέσωσε ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης δίνεται ένα στιγμιότυπο συμποσίου στη Χίο με πρωταγωνιστή το Σοφοκλή. Σ’ αυτό ο ποιητής χρησιμοποιεί τέχνασμα για να αποσπάσει το φιλί ενός νεαρού οινοχόου που εξυπηρετούσε τους συνδαιτημόνες. Όταν το καταφέρνει, δηλώνει πως εξασκείται στο να ‘ναι στρατηγός, καθώς σύμφωνα με τον Περικλή γνωρίζει να γράφει καλή ποίηση αλλά όχι να διευθύνει στράτευμα. Εντούτοις, το στρατήγημά του πέτυχε, συνεχίζει ο τραγωδός κι αποκομίζει τις επιδοκιμασίες των συμποσιαστών. Ο Ίων, ωστόσο, συμφωνεί με τον Περικλή στο ότι ο Σοφοκλής δεν είχε ιδιαίτερες ικανότητες στον πόλεμο πέρα από αυτές των υπολοίπων χρηστών Αθηναίων.
Σ' άλλο απόσπασμα που διασώζει ο Πλούταρχος, κατακρίνει το ρητορικό ύφος του Περικλή, ενώ σε 3ο ιστορεί πως ο τελευταίος θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο κι αξιοθαύμαστο όσον αφορά στην εκστρατεία της Σάμου, μιας κι ο Αγαμέμνων χρειάστηκε 10 χρόνια για να εκπορθήσει μια πόλη βαρβάρων, ενώ κείνος μόνον 9 μήνες για να νικήσει τους καλύτερους κι ισχυρότερους των Ιώνων. Τα κυριότερα Υπομνήματα συμπληρώνονται από κείνο που περιγράφεται η εξωτερική εμφάνιση του Κίμωνα κι από αυτό όπου αναφέρεται το συμπόσιο στο οποίο συμμετείχαν όταν ο Ίων είχεν έρθει 1η φορά στην Αθήνα στο σπίτι κάποιου Λαομέδοντα. Σ’ αυτό το στιγμιότυπο, όταν ο Κίμων δέχθηκε τη φιλοφρόνηση από τους συνδαιτυμόνες του ότι τραγουδά καλύτερα απ’ το Θεμιστοκλή απάντησε πως ο τελευταίος εντούτοις ήξερε να κάνει μια πόλη πλούσια κι ισχυρή.
Το Χίου Κτίσις είναι αναφορά (αρχ. ελλ. συγγραφή) στην ίδρυση και τη μυθική ιστορία της Χίου, εκ της οποίας σώζονται μόνο τρία αποσπάσματα. Στο πρώτο απόσπασμα, το οποίο σώζει ο Παυσανίας, ο Ποσειδών κατέφτασε στο νησί όταν αυτό ήταν ακατοίκητο κι έκανε έναν γιο με μια νύμφη. Επειδή κατά τη διάρκεια του τοκετού έπεφτε χιόνι, ο θεός ονόμασε το παιδί Χίο. Στο 2ο απόσπασμα που σώζεται από τον Αθηναίο, γίνεται λόγος για τις παραδόσεις αραίωσης του καταναλισκόμενου οίνου. Στο τελευταίο απόσπασμα το οποίο απαντά στο έργο του Αιλιανού, ο Ίων δίνει πληροφορίες για ένα δράκο μυθικών διαστάσεων που υπήρχε στο νησί σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων.
Οι Τριαγμοί, είναι φιλοσοφικό κείμενο απ' τ' οποίο σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, που αναφέρεται από μεταγενέστερους συγγραφείς και στον ενικό, Τριαγμός, καθώς κι ως Κοσμολογικός. Η νεοελληνική απόδοση του τίτλου είναι Τριάδες και συμφωνεί με διασωζόμενο κείμενο από το λεξικό του Αρποκρατίωνα. Σ' αυτό αναφέρεται ότι: Η αρχή του έργου μου έχει ως εξής: Τα πάντα είναι τρία και τίποτα δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο από αυτά. Η αρετή κάθε πράγματος αποτελεί τριάδα: νόηση, ισχύ και τύχη. Στο ίδιο έργο υποστήριξε ότι μολονότι η τύχη δε μοιάζει καθόλου με τη σοφία, δημιουργεί πολλάκις όμοια έργα μ’ αυτή. Η χρήση του 3 υποστηρίζει την άποψη που θέλει το έργο να διαπνέεται από τις ιδέες του Πυθαγόρα υποστηρίζει ο Han Baltussen. Για τον ίδιο κλασικό μελετητή μπορεί να θεωρηθεί φιλόσοφος καθώς οι Τριαγμοί εντάσσονται στη κατηγορία των πρώιμων κοσμολογικών θεωριών. Εντούτοις για τον Ίωνα ο Πυθαγορισμός ήτανε πιότερο πηγή έμπνευσης παρά σχολή στην οποία ανήκε, κατά την άποψή του. Επιπλέον, η αυθεντικότητα του έργου υποστηρίζεται από τον πρωτότυπο για φιλοσοφικά έργα τίτλο του, που είναι σύντονος με την επίσης πρωτότυπη ονοματοδοσία άλλων έργων του (π.χ. Μέγα Δράμα).
Ο λογοτεχνικός κριτικός του 1ου μ.Χ αι. Λογγίνος στο έργο του Περί Ύψους περιγράφει τις τραγωδίες του σα σημαδεμένες από μικροεπιτηδεύσεις κι έλλειψη τόλμης και προσθέτει ότι κανείς λογικός άνθρωπος δε θα συνέκρινε την αξία του Οιδίποδα Τυράννου με αυτή όλων των τραγωδιών του Ίωνα μαζί, υποδεικνύοντας την απόσταση που υπήρχε για τους αρχαίους μεταξύ των σπουδαίων τραγωδών και των καλυτέρων μεταγενεστέρων τους αντιπάλων. Εντούτοις άλλες ιστορικές μαρτυρίες παρουσιάζουνε διαφορετικήν εικόνα, με το έργο του ν’ απολαμβάνει θαυμασμού και να επιδέχεται σχολιασμό από προσωπικότητες όπως ο Καλλίμαχος, ο Αρίσταρχος, ο Δίδυμος, ο Επιγένης, ο Βάτων ο Σινωπεύς κι ο Αρκεσίλαος. Η συμπερίληψή του στο κανόνα των τραγικών ποιητών από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους υπογραμμίζει τη λογοτεχνική του αξία και την απήχησή του τουλάχιστον στο πλαίσιο των λογίων. Ο Καλλίμαχος για ν' υπεραμυνθεί της δικής του λογοτεχνικής παραγωγής σε παραπάνω από έν είδη φέρνει τον Ίωνα ως παράδειγμα και πρότυπο. Ο Στράβων μνημονεύει τ’ όνομά του ως εν από τους 3 πιο διάσημους Χίους της αρχαιότητας, με τη 3άδα να συμπληρώνεται από το Θεόπομπο και το Θεόκριτο. Κι ο Ιωάννης ο Φιλόπονος αναφέρει πως στα πρωταρχικά στοιχεία, φωτιά και γη, του Παρμενίδη πρόσθεσε 3ον τον αέρα (Ιωάννης Φιλόπονος, Σχόλια στο Περί γενέσεως και φθοράς του Αριστοτέλη, 207.18).
Τα σωζόμενα αποσπάσματά του ανέρχονται σε 126 σε μία από τις πιο πρόσφατες εκδόσεις και στο σύνολό τους προέρχονται από το έργο παρένθετων συγγραφέων. Η ερμηνεία που δίνεται για τον κατακερματισμό του έργου του είναι ότι, αν κι απολάμβανε εκτίμησης στην αρχαιότητα, από το τέλος της ελληνιστικής περιόδου και μετά τα έργα του έπαψαν να ‘χουν ενδιαφέρον για τη καλλιτεχνική τους αξία καθαυτή, αλλά χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή πραγματολογικών στοιχείων και δη για τη κλασική Αθήνα.
Η παραδοσιακή άποψη του ποιητή ως ενός καλόκαρδου από τη Χίο, πολιτικά ουδέτερου κι αποστασιοποιημένου πολίτη του ελληνικού κόσμου κι αδιάφορου απέναντι στην αθηναϊκή κυριαρχία επί της ιδιαίτερής του πατρίδας, έχει τύχει κριτικής από συγχρόνους κλασικούς φιλολόγους. Προβάλλεται η συγγραφή της Κτίσεως, ο περιρρέων φιλολακωνισμός του, η χρήση της ιωνικής διαλέκτου αντί της αττικής της μορφής, η ομηρική ονοματοδοσία των γιων του (έχοντας υπόψιν ότι ο Όμηρος θεωρείτο Χίος κατά μίαν εκδοχή), ακόμα κι η επινίκεια δωρεά χιώτικου κρασιού -διάσημου προϊόντος της ιδιαίτερής του πατρίδας- ώστε να τονιστεί το μη αφομοιωθέν του ποιητή, ν’ ανιχνευτεί τυχόν λανθάνουσα κριτική κατά του αθηναϊκού δεσποτισμού και ν’ αμφισβητηθεί η μέχρι τώρα δεδομένη αθηνοφιλία του.
===========================
Λιβάνιος ο Σοφιστής
Ο Λιβάνιος (314 μ.Χ. - 392 ή 393 μ.Χ.) ήταν Έλληνας δάσκαλος ρητορικής της σχολής των Σοφιστών. Έίναι γνωστός για το κλασικιστικό ύφος και για τη νοσταλγία του για το κλασικό παρελθόν και τον παγανιστικό κόσμο που χανόταν. Υπήρξε ο πολυγραφότερος συγγραφέας της αρχαιότητας. Είχε πολλούς μαθητές, μεταξύ αυτών ο φιλόσοφος Αιδέσιος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κι ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός.

Γεννήθηκε το 314 μ.Χ. στην Αντιόχεια όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα κι ήρθε 1η φορά σ' επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία κοντά στους σοφιστές της πόλης Ζηνόβιο κι Ουλπιανό. Ορφανός από πολύ νέος, στα 11, ήταν αρκετά προσκολλημένος στη μητέρα και γεμάτος θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη για τον μικρότερο από τους θείους του, το Φασγάνιο. Στα νιάτα του, ολοκληρωτικά παθιασμένος με τη ρητορική, απωθεί κάθε ιδέα για γάμο, πριν φύγει για την Αθήνα. Αργότερα ακόμα, μεταξύ 344-9, στη Νικομήδεια, αφού έχει ήδη συμπληρώσει 30-35 χρόνια, αποκρίνεται στον πατέρα μιας κοπέλας υποψήφιας για γάμο πως η τέχνη του έχει τη θέση συζύγου γι’ αυτόν. Συνεπώς, όταν επιστρέφει στην Αντιόχεια, το 354, στα 40 του χρόνια, προτίθεται να παντρευτεί τη 1η ξαδέρφη του, κόρη του Φασγάνιου κι όταν αυτή πεθαίνει ξαφνικά, απελπίζεται. Από τα γράμματά του, γνωρίζουμε ότι λίγο καιρό μετά το θάνατό της αποφασίζει να κάνει νοικοκυριό με μια γυναίκα δουλικής καταγωγής, της οποίας εξυμνεί τις αρετές (μετά το θάνατό της) και της δίνει τελικά τον μοναδικό γιο του.
Το 336 πήγε για σπουδές στην Αθήνα και το 340 εγκαταστάθηκε στη Πόλη, όπου παρέμεινε για 3 μόνο χρόνια. Μεταξύ 343-348 δίδαξε στη Νικομήδεια και κατόπιν επέστρεψε πάλι στη Πόλη. Το 353 εγκαταστάθηκε οριστικά στη γενέτειρά του Αντιόχεια, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του διδάσκοντας ως επίσημος σοφιστής της πόλης. Εργάστηκε ως δάσκαλος ρητορικής και φιλοσοφίας επί 40 χρόνια κι είχε τη μεγαλύτερη φήμη στην αυτοκρατορία. Αξίζει να σημειωθεί πως όντας λιγάκι υποχόνδριος με την υγεία του, εν τούτοις δε σταμάτησε στιγμή τη διδασκαλία του, ακόμα και κλινήρης. Η υγεία του ήταν ανθηρή μέχρι τα 20. Ωστόσο, το 334 χτυπήθηκε από κεραυνό κι από κείνη τη στιγμή άρχισαν οι πονοκέφαλοι που παραμελούσε να φροντίσει κι εξαιτίας αυτού έγιναν χρόνιοι. Αργότερα εμφανίστηκανε πιο σοβαρά κρούσματα πονοκεφάλων, που κάποιες φορές κατευνάζονταν και περιστασιακές αρρώστιες, συμπτώματα που γίνανε πιο σοβαρά απ' τη στιγμή που προσπαθούσε ν' αποδεσμευθεί από τη θέση του στη Πόλη για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αντιόχεια: βίαιοι πονοκέφαλοι και πόνοι στα νεφρά, με ιλίγγους. Τελικά, μετά από πολλά χτυπήματα θανάτων στο πλησίον περιβάλλον του: σύζυγος, γιος, αδερφός, και παρόλο που δε σταμάτησε να εργάζεται, υπέκυψε στην απελπισία. Έγραψε μια τελευταία σπαραχτικήν επιστολή εξιστορώντας τις κακουχίες του, τακτοποίησε τις εκκρεμότητές του κι έκτοτε δεν υπάρχει κανένα στοιχείο του πουθενά και καμμιά εμφάνιση, μήτε κάποια διδασκαλία. Εικάζεται λοιπόν πως πέθανε το 392-393 μ.Χ. μόνος στο σπίτι του στην Αντιόχεια.
Συχνά χαρακτηρίζεται ως μικρός Δημοσθένης, τόσο λόγω του ευρύτατου συγγραφικού του έργου όσο και λόγω της τραγικής φυσιογνωμίας του. Ζώντας σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών, που οδηγούσαν ανεπιστρεπτί στην επικράτηση του χριστιανισμού, έμεινε πεισματικά πιστός στη κλασική ελληνική παράδοση, υποστηρίζοντάς τη και με κίνδυνο της ζωής του. Η αντίθεσή του στη χριστιανική-βυζαντινή κοσμοθεώρηση αποτελεί κορυφαία αντίδραση της κλασικής αρχαιότητας στη νέα εποχή και τάξη πραγμάτων. Περιδιαβαίνοντας τον ιδεολογικό κόσμο του σοφιστή Λιβανίου, διαπιστώνει κανείς πόσο πολυσχιδής προσωπικότητα υπήρξε. Ρήτορας, σοφιστής, ιστορικός, φιλόσοφος, παιδαγωγός, αγωνίστηκε με πάθος κι αφοσίωση για τα πιστεύω του. Οι θέσεις του δεν κάμφθηκαν, οι θεωρίες του δεν έφθιναν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, στις καλές και δύσκολες στιγμές για τον ίδιο αλλά και την ιδεολογία του. Υπήρξε μάχιμος υπερασπιστής της αρχαίας κλασικής φιλοσοφίας και πολιτισμού, της πατροπαράδοτης αρχαίας ελληνικής θρησκείας, του κλασικού παρελθόντος.
Οι γλωσσικές κι υφολογικές του επιλογές δικαίως τον κατέταξαν στους τελευταίους κλασικούς συγγραφείς της Ύστερης Αρχαιότητας. Υπήρξε πολυγραφότατος κι είναι μέσα από το τεράστιο πνευματικό του έργο που μπορούν να φωτιστούν τα σκοτεινά στοιχεία μιας περιόδου, που είναι κάπως άγνωστη, δεδομένων των λίγων ιστορικών πηγών που έχουν σωθεί για αυτήν.
Η προσφορά του στα ελληνικά γράμματα, αν κι ουσιαστική, αναγνωρίστηκε από τους μελετητές αρκετά μεταγενέστερα. Ο Λιβάνιος υπήρξε υποστηρικτής της κλασικής αρχαιότητας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μες απ' το έργο του καταδεικνύεται η αγάπη του προς τα αρχαιοελληνικά γράμματα, την αρχαιοελληνική γλώσσα, την αρχαιοελληνική θρησκεία. Σε μια εποχή που η ανθρωπότητα διάβαινε το κατώφλι του Μεσαίωνα, ο Λιβάνιος υπερασπίστηκε τον ελληνικό πολιτισμό και παραμένοντας πεισματικά εθνικός, επέλεξε τη σθεναρή αντιπαράθεση με το χριστιανικό κόσμο που άρχισε να κυριαρχεί στην εποχή του, προσπαθώντας αρκετές φορές να αποκλείσει τυχόν διαφορές. Η προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, θρησκεία, λόγο και πνεύμα τονε κατέστησε συχνά αντίπαλο του Χριστιανισμού. Η εργογραφία του υπήρξε τεράστια, πλούσια σε ιδέες που διαποτίζουνε το έργο του κι αποκαλύπτουνε περισσότερα στοιχεία για το χαρακτήρα του.
Η ακλόνητη αγάπη κι αφοσίωση για ένα παρελθόν που σταδιακά έδινε τη θέση του στο καινούριο συγκινεί και προκαλεί το θαυμασμό. Και σε μεγάλη ακόμη ηλικία, όταν το παρελθόν της κλασικής αρχαιότητας, της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και πολιτισμού έδυε για να παραχωρήσει τη θέση του στο νέο και στη νέα θρησκεία, ο αγώνας του για να υπερασπιστεί τις πατροπαράδοτες αρχές κι αξίες ευαισθητοποιεί ακόμη και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη. Ο αγώνας του γέροντα Λιβανίου να κάμψει την ισοπεδωτική τακτική της πολιτικής των αυτοκρατόρων σε μια εποχή που όλα άλλαζαν, τον καθιστά άξιο μεγάλου θαυμασμού. Από την άλλη πάλι, η εμμονή του στο παλαιό, οι προσπάθειές του να μην αλλάξει τίποτε από τα παραδεδομένα, είναι κάτι που προκαλεί κι αντιδράσεις, ωστόσο θα πρέπει ίσως να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα της ηλικίας του ρήτορα. Η μεγάλη του ηλικία, οι αποκρυσταλλωμένες αρχές κι αξίες του γέροντα πια σοφιστή θα 'ταν απίθανο κι ίσως αδύνατο να μεταβληθούν με τη πάροδο των χρόνων, ενώ το πιο φυσιολογικό θα ήταν να παγιώνονται και να ισχυροποιούνται ακόμη πιότερο.
Στη ΠΑ σώζεται ένα επίγραμμά του (VII 747), επιτύμβιο του Ιουλιανού. Έργα του:
Υπέρ των Ελληνικών Ναών
Προς Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ των ιερών
Αντιοχικός
Άπαντα, (10τομο)
===========================
Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.) ήταν φιλόσοφος και ποιητής που γεννήθηκε στη μικρασιατική Κολοφώνα και έζησε σε διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Ιστορία τον θυμάται για την κριτική που άσκησε στον θρησκευτικό ανθρωπομορφισμό, για την ώθηση που έδωσε με τη σκέψη του στο μονοθεϊσμό και ορισμένες πρωτοποριακές ιδέες του σε τομείς της γνώσης. Πολλοί ύστεροι συγγραφείς, ίσως επηρεάστηκαν από δύο μικρούς χαρακτηρισμούς του Ξενοφάνη στον Πλάτωνα (Σοφιστής 242c-d) και τον Αριστοτέλη (Μετά τα φυσικά 986b18-27), που τον προσδιόριζαν ως ιδρυτή της ελεατικής φιλοσοφίας. Στη πραγματικότητα, η εικόνα του Ξενοφάνη που προκύπτει από τα εναπομείναντα αποσπάσματα, μας παρουσιάζει έναν ταξιδευτή ραψωδό που αμφισβήτησε και άσκησε κριτική στις ποιητικές εικόνες των θεών και καθιέρωσε μια νέα σύλληψη για τη θεία φύση. Εκτός αυτού, όμως, ήταν σκεπτόμενος παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης και εισηγητής μιας ειδικής μορφής έρευνας (ιστορίαι), την οποία υιοθέτησαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι-επιστήμονες της εποχής του. Την ίδια στιγμή η δουλειά του ραψωδού τον κάνει κοινωνικό σύμβουλο των συμπολιτών του, τους οποίους παρότρυνε να σέβονται τη θεία φύση και να προστατεύουν την ευημερία της πόλης τους.
Ο Διογένης Λαέρτιος στο Βίοι Φιλοσόφων (Diels-Kranz, testimonium Α1) αναφέρει ότι Ξενοφάνης, γιος του Δέξιου, ή του Ορθομένη κατ’ άλλους, γεννήθηκε στη μικρή πόλη Κολοφώνα της Ιωνίας και έγινε γνωστός κατά τη διάρκεια της 16ης Ολυμπιάδας (540-537 π.Χ.). Ο Λαέρτιος μας αφηγείται ότι ο Ξενοφάνης διώχθηκε από την πατρίδα του, όταν ο Μήδος εισέβαλε στην Ιωνία το 546/5 π.Χ. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στη Κατάνη της Σικελίας, όπου ασχολήθηκε με τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Εκεί έγραψε τα δικά του έργα και συνέθεσε τα δικά του ποιήματα για την ίδρυση του Κολοφώνα και της Ελέας. Μεταγενέστεροι συγγραφείς προσθέτουν ότι «έθαψε τους γιους του με τα ίδια του τα χέρια», πωλήθηκε ως σκλάβος, και απελευθερώθηκε σε μεγάλη ηλικία. Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου περιπλανήθηκε στην ελληνική γη επί 67 ολόκληρα χρόνια, ξεκινώντας από την ηλικία των 25. Στον Diels-Kranz υπάρχουν 45 αποσπάσματα της ποίησής του. Ένα αριθμός από τα «συμποτικά» του ποιήματα έφτασε ως τις μέρες μας χάρη στον Αθήναιο, ενώ οι παρατηρήσεις του περί της φύσης του θείου αναφέρονται από τον Κλήμεντα, τον Σέξτο Εμπειρικό και από τον Σιμπλίκιο. Άλλα αποσπάσματα επιβιώνουν στον Διογένη Λαέρτιο και τον Αέτιο ή μέσα από το σχολιασμό χειρογράφων διάφορων συγγραφέων, ακόμη και ως λήμματα σε πιο πρόσφατες ρητορικές περιλήψεις και λεξικά. Οι εβδομήντα τέσσερις επιλογές, από τις οποίες η πιο εκτενής είναι η ψευδο-αριστοτελική πραγματεία Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους, Γοργίου συνθέτουν τη συλλογή των testimonia στη δήλωση του Διογένη Λαέρτιου ότι ο Ξενοφάνης "έγραψε σε επικό μέτρο, ελεγειακό και ιαμβικό". Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται σε διάφορες συνθέσεις του, τις οποίες ονομάζουν σιλλούς ή σάτιρες. Τρεις πρόσφατες πηγές αποδίδουν στον Ξενοφάνη ένα διδακτικό ποίημα με τίτλο Περί Φύσεως. Απόσπασμα ποιήματος του Ξενοφάνη σώζεται στη ΠΑ (VII 120).
Ο Ξενοφάνης είναι αμφισβητίας. Αμφισβητεί τις ανθρωπομορφικές ιδιότητες που αποδίδουν προγενέστεροί του συγγραφείς στους θεούς. Τούτο το κάνει όχι γιατί επιθυμεί να δει τον κόσμο με το μάτι του υλιστή, αλλά γιατί θεωρεί ότι η θεότητα δεν μπορεί να έχει σχέση με τις ιδιότητες που της αποδίδουν τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος. Η κριτική του στη λαϊκή θρησκεία γράφτηκε μάλλον στην Κατάνη και διασώθηκε στα αποσπάσματα B11 και B12, όπου περιγράφονται και επικρίνονται οι ιστορίες για τους Θεούς που αφηγούνται οι επικοί ποιητές. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς όλα εκείνα που σχετίζονται με τις κατηγόριες και επικρίσεις μεταξύ των ανθρώπων: την κλοπή, τη μοιχεία και την αμοιβαία εξαπάτηση. (B11).
...τραγούδησαν πολυάριθμες παράνομες θείες πράξεις: κλοπή, μοιχεία κι αμοιβαία εξαπάτηση.
(ὡς πλεῖστ(α) ἐφθέγξατο θεῶν ἀθεμίστια ἔργα, κλέπτειν μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους απατεύειν) (B12)
Η βάση της αμφισβήτησης του Ξενοφάνη για τις απόψεις των ποιητών οφείλεται στο γεγονός πως θεωρούσε ότι η σκανδαλώδης συμπεριφορά είναι ασυμβίβαστη με την καλοσύνη ή η τελειότητα που υποτίθεται ότι κατέχει οποιαδήποτε θεία ύπαρξη. Στα γνωστά αποσπάσματα B14,16, ο Ξενοφάνης σχολιάζει τη γενική τάση των ανθρώπινων όντων να αντιλαμβάνονται τα θεία όντα με ανθρώπινη μορφή: Αλλά οι θνητοί υποθέτουν πως οι θεοί γεννιούνται, Ότι φορούν τα ρούχα τους και έχουν φωνή και σώμα. (B14)
Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι με κοντή μύτη Οι Θράκες πως οι δικοί τους είναι γαλανομάτηδες και κοκκινοτρίχηδες.
(Αἰθίοπές τε <θεοὺς σφετέρους> σιμοὺς μέλανάς τε Θρῇκές τε γλαυκοὺς καὶ πυρρούς <φασι πέλεσθαι>) (B16)
Στο απόσπασμα B15 προσθέτει και μια σατιρική νότα λέγοντας:
αν τα άλογα και τα βόδια είχαν τα χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν οι θεοί τους θα ‘μοιαζαν πολύ με άλογα και βόδια.
(ἀλλ' εἰ χεῖρας ἔχον βόες <ἵπποι τ'> ἠὲ λέοντες ἢ γράψαι χείρεσσι καὶ ἔργα τελεῖν ἅπερ ἄνδρες, ἵπποι μέν θ' ἵπποισι, βόες δέ τε βουσὶν ὁμοίας [...])
Ο Ξενοφάνης ύψωσε μια διαφορετική φωνή. Και το έκανε άλλοτε γελοιοποιώντας τον Πυθαγόρα και τον ισχυρισμό του πως στο γαύγισμα ενός σκύλου αναγνώρισε την ψυχή ενός πεθαμένου φίλου του, άλλοτε επιτιθέμενος στη μαντεία και άλλοτε αρνούμενος τις θεϊκές ιδιότητες, έτσι όπως τις κατέγραφαν οι προγενέστεροι αλλά και οι σύγχρονοί του. Ωστόσο, είχε τη δική του -μάλλον αφαιρετική και εξευγενισμένη- άποψη για τη φύση της θεότητας.
Από όσα γνωρίζουμε ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που άφησε πίσω του μια σύνθετη και συστηματική εν μέρει αφήγηση για τη φύση της θεότητας. Στην κριτική του Ομήρου και του Ησίοδου φαίνεται η η θέση του απέναντι στο γεγονός ότι φαντάζονται τους θεούς με ανθρώπινη μορφή. Εκεί, όμως που φαίνεται ξεκάθαρα η θέση του, ιδιαίτερα προωθημένη για την εποχή του, είναι ο χαρακτηρισμός της φύσης της θεότητας που γίνεται στα αποσπάσματα B 23-26 και κυρίως στο B 23:
Ένας θεός μέγιστος μεταξύ των θεών και των ανθρώπων.
Καθόλου δε μοιάζει με τους θνητούς στο σώμα ή τη σκέψη.
Αν και τούτη η παρατήρηση αντιμετωπίζεται συχνά συχνά ως πρωτοποριακή έκφραση του μονοθεϊσμού, μάλλον ο Ξενοφάνης επεδίωξε να δώσει έμφαση όχι στον έναν Θεό αλλά μάλλον τον «ένα» μέγιστο Θεό, άποψη που συναντάμε και στην Ιλιάδα του Ομήρου. Αυτός ο ένας θεός είναι μέγιστος ως προς την τιμή και τη δύναμη Το μεγαλείο της δύναμης εξηγεί στη συνέχεια το χαρακτηρισμό του θείου ως διορατικού και συνειδητού σε όλα τα μέρη του (παντεπόπτης), δυνάμενου να τραντάξει όλη τη δημιουργία και μόνο με τη σκέψη του και ικανού να εκπληρώσει τα πάντα, παρόλο που το ίδιο παραμένει αμετακίνητο (ο τα πάντα πληρών της χριστιανικής θρησκείας). Ορισμένοι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Ξενοφάνης ταύτισε τον «ένα μέγιστο» θεό του με ολόκληρο τον φυσικό κόσμο, ο οποίος αναφέρεται συχνά ως «όλο» ή «όλα τα πράγματα». Τούτο με τη σειρά του οδήγησε σύγχρονους ερευνητές στην άποψη ότι ο Ξενοφάνης ήταν πανθεϊστής. Αλλά αυτή η ερμηνεία των απόψεων του φιλόσοφου-ποιητή φαίνεται ασυμβίβαστη με τον ισχυρισμό του ότι «ο θεός τραντάζει όλα τα πράγματα» και ότι «όλα τα πράγματα έρχονται από τη γη και στη γη καταλήγουν τελικά» (εις χουν απελεύσονται). Υπάρχει βέβαια και η άποψη που λέει ότι γενικά, οι παρατηρήσεις του Ξενοφάνη για τη φύση της θεότητας ίσως διαβάζονται καλύτερα ως έκφραση μιας παραδοσιακής ελληνικής ευσέβειας, η οποία αναζητά την τελειότητα και τον υψηλότερο σεβασμό για τη θεϊκή οντότητα.
Όλα αυτά ερμηνεύονται καλύτερα, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι ο Ξενοφάνης γνώριζε καλά τις διδασκαλίες των Μιλήσιων φιλοσόφων-επιστημόνων (του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη) και επεδίωξε να τις βελτιώσει. Ενώ πολλές από τις λεπτομέρειες των επιστημονικών «απόψεών» του παραμένουν σκοτεινές, το εύρος και η εσωτερική συνοχή των ενδιαφερόντων του τον αναγάγουν σε σημαντική μορφή για την ανάπτυξη της επιστημονικής θεωρίας των ιώνων φιλοσόφων. Τόσο ο Στοβαίος, όσο και ο Ολυμπιόδωρος, θεωρούν πως είναι δική του η άποψη της γης ως αρχής ή «πρώτης αρχής» όλων των πραγμάτων.
Σε αυτή την απόδοση ο Γαληνός προσθέτει και το «ύδωρ», καθώς στον Ξενοφάνη αποδίδεται ο ορισμός της ψυχής ως μείγμα γης και νερού. Εδώ ο φιλόσοφος ορίζει ως αρχή του κόσμου και ως αντανάκλαση αυτής της αρχής μέσα στην ανθρώπινη ψυχή δύο στοιχεία που μπορούν να αναμειχθούν σε πολλές διαφορετικές ποσότητες, παράγοντας διαφορετικές ποιότητες μιγμάτων. Ο μέγιστος θεός του, η αντανάκλασή του στην ψυχή του ανθρώπινου γένους και η φυσική ύπαρξη, επίσης καμωμένη από γη και νερό παράγουν μια τριπλή ενότητα-θεός, άνθρωπος, φυσικός κόσμος- ένα ολοκληρωμένο οικοδόμημα με εσωτερική συνοχή και αλληλοσυνδέσεις. Οι απόψεις του διαμορφώνουν ένα χάρτη, έναν οδοδείκτη που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια από το ανθρώπινο στο υπερανθρώπινο και τανάπαλιν. Από αυτή την άποψη θεωρούμενος, ο σεβασμός του Ξενοφάνη δεν κατευθύνεται μόνο στη θεότητα, αλλά σε όλη την εικόνα του δημιουργημένου κόσμου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα φαινόμενα του κόσμου, ίδια με εκείνα που διερεύνησαν πριν από αυτόν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι. Σε διασωζόμενα αποσπάσματα (B 28) παρουσιάζει μια άποψη της φύσης και της έκτασης των γήινων βαθών. Στο B 30 προσδιορίζει τη θάλασσα ως πηγή σύννεφων, αέρα, και βροχής (μια πρώιμη παρατήρηση πάνω στον κύκλο του νερού). Στο B 32 υπάρχουν σχόλια για τη φύση της Ίριδας (ουράνιο τόξο). Στο B 37 σημειώνει την παρουσία ύδατος στις σπηλιές, ενώ στα B39 και 40 αναφέρει τις «κερασιές» και τους «βατράχους». Στα A 38-45 συζητά τα διάφορα αστρονομικά φαινόμενα, ενώ στο A 48 δείχνει ενδιαφέρον για τις περιοδικές ηφαιστειακές εκρήξεις στη Σικελία. Ο Ιππόλυτος αποδίδει στον Ξενοφάνη (A 33) τη θεωρία των εναλλασσόμενων περιόδων παγκόσμιας πλημμύρας και ξηρασίας που εμπνεύστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, από την ανακάλυψη απολιθωμάτων θαλάσσιων οργανισμών στην ηπειρωτική γη. άσχετα αν ταξίδεψε ή όχι ο ίδιος στις Συρακούσες, την Πάρο και τη Μάλτα όπου βρέθηκαν αυτά τα απολιθώματα, η χρήση των πληροφοριών του ως βάση για την ερμηνεία των φαινομένων εισάγει τον σημαντικό παράγοντα της επιτόπιας έρευνας.
Πολλές μαρτυρίες (testimonia) δείχνουν το ενδιαφέρον του φιλόσοφου για τα μετεωρολογικά και αστρονομικά φαινόμενα. Σημαντικός θεωρείται ο ισχυρισμός του ότι τα σύννεφα ή οι νεφελοειδείς ουσίες διαδραματίζουν βασικό ρόλο σε πολλά φυσικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο ο Ξενοφάνης «λέει ότι... τα σύννεφα διαμορφώνονται από τον ατμό του ήλιου -δηλ. είναι ατμός που προκαλείται από τη θερμότητα των ακτίνων του ήλιου- που αυξάνονται και ανυψώνονται στον περιβάλλοντα αέρα» (Α1.24-5). Ο Αέτιος με τη σειρά του παραθέτει μια παρόμοια περιγραφή:
Ο Ξενοφάνης (λέει ότι) τα πράγματα στους ουρανούς εμφανίζονται μέσω της θερμότητας του ήλιου ως αρχική αιτία. Όταν η υγρασία αποχωρίζεται από τη θάλασσα, το γλυκό τμήμα της μετατρέπεται σε υδρονεφώσεις, δημιουργεί τα σύννεφα και ξανακυλά προς τα κάτω με τη βροχόπτωση, εξαιτίας της συμπίεσης, και υγροποιεί τους ανέμους. (ο κύκλος του νερού).
Το B 30 μας δίνει περίπου την ίδια άποψη, αλλά με τα λόγια του ίδιου του Ξενοφάνη:
Η θάλασσα είναι η πηγή ύδατος και του ανέμου, Γιατί δίχως τη μεγάλη θάλασσα, δε θα υπήρχε άνεμος Μήτε τα ρεύματα των ποταμών, ούτε τα όμβρια ύδατα από από τον ουρανό Η μεγάλη θάλασσα είναι ο γεννήτορας των σύννεφων, των ανέμων και των ποταμών.
Τα σύννεφα, λοιπόν, είναι τα μέσα της επιστημονικής ερμηνείας. Είναι οντότητες ρευστές ανάμεσα στη στερεά και την αέρια κατάσταση και έτσι μπορούν να συνδεθούν με υγρά, στερεά και αέρια διαφόρων ειδών. Δεδομένου μάλιστα ότι καταλαμβάνουν μια μεγάλη περιοχή ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, συνδέουν τις δύο βασικές ουσίες της γης και του ύδατος με πολλά αστρονομικά φαινόμενα. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεφοκεντρικής προσέγγισης του Ξενοφάνη στην κατανόηση των φυσικών φαινομένων είναι η εφαρμογή αυτής της θεωρίας σε ένα σύνολο φαινομένων που συνδέονται άμεσα με παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Για το ακροατήριο του Ξενοφάνη η αναφορά του Ομήρου (Ιλιάδα Β 786) ή του Ησίοδου (Θεογονία 780) στην Ίριδα, τη θεά αγγελιαφόρο και ένα σύνολο ατμοσφαιρικών φαινομένων, είναι οιωνοί ή σημάδια της πρόθεσης των θείων όντων. Για τον ποιητή όμως είναι απλώς ένα πορφυρό, πράσινο, κίτρινο σύννεφο. Ίσως δεν είναι δυνατόν να βρούμε στην προσωκρατική φιλοσοφία σαφέστερη έκφραση του χαρακτήρα της διανοητικής επανάστασης των Ιώνων φιλοσόφων. Ο Ξενοφάνης στερεί από τους θεούς την ανθρώπινη μορφή και την ανθρώπινη ένδυση. Τους τοποθετεί σε μια απόμακρη θέση στον ουρανό και αφαιρεί από τα φυσικά φαινόμενα όλα τα απομεινάρια της θρησκευτικής ή πνευματικής σημασίας. Η απομυθοποίηση απολογισμός των φυσικών φαινομένων είναι το λογικό συμπλήρωμα στον λεπτομερή απολογισμό του για τη θεία φύση.
Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς προσδιόρισαν τον Ξενοφάνη ως δάσκαλο του Παρμενίδη και ιδρυτή της ελεατικής σχολής των φιλοσόφων εξαιτίας της άποψής του ότι, παρά την πολλαπλότητα των μορφών, υπάρχει ένα ακίνητο, αμετάβλητο και αιώνιο «ένα». Τούτη η άποψη για τον Ξενοφάνη είναι στηριγμένη κατά ένα μεγάλο μέρος στην αναφορά του Πλάτωνα για την «ελεατική φυλή μας, που ξεκινά από τον Ξενοφάνη και ακόμα νωρίτερα» (Σοφ. 242d) και την παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι «...όσον αφορά ολόκληρο τον κόσμο, λέει ότι αυτός είναι ο θεός" (Mετα. A5, 986b18). Όμως, ο Ξενοφάνης που μας μιλά στα επιζήσαντα αποσπάσματά του είναι ένας συνδυασμός ραψωδού, κοινωνικού κριτικού, θρησκευτικού δασκάλου και οξυδερκούς σπουδαστή της φύσης. Ο Ευριπίδης στον Ηρακλή (1341 ff) αποδίδει την επίθεσή του στις ιστορίες που λέγονται για τους Θεούς από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Στη "Πολιτεία", ο Πλάτων αυτοπαρουσιάζεται ως πνευματικός κληρονόμος του Ξενοφάνη, επικρίνοντας τις ιστορίες των ποιητών για τους θεούς, κι απαιτώντας μετριοπάθεια. Η σύλληψη του Ξενοφάνη για τον «ένα μέγιστο Θεό» ενθάρρυνε τον Ηράκλειτο να διατυπώσει την πίστη του σε μια διάνοια που καθοδηγεί όλα τα πράγματα. Οδήγησε επίσης τον Αναξαγόρα στη διατύπωση της θεωρίας του νου και τον Αριστοτέλη στον απολογισμό του για το θείο νου που εμπνέει προς την κατεύθυνση της τελειότητας.
Αν και δεν υπάρχει κάποια άμεση διασύνδεση, μπορούμε να πούμε πως οι μεγάλοι εκπρόσωποι της ψυχολογικής θεώρησης του κόσμου όπως ο Κ. Γκ. Γιουνγκ ή ο Φρόιντ είναι οι σύγχρονοι διάδοχοι των παρατηρήσεων του Ξενοφάνη για τη γενική τάση των ανθρώπινων όντων να συλλαμβάνουν τη θεότητα από την άποψη των δικών τους ιδιοτήτων και ικανοτήτων. Πολύ περισσότερο πολύτιμη, όμως, είναι η προσφορά του στην πρωτοποριακή εξερεύνηση των όρων κάτω από τους οποίους τα ανθρώπινα όντα μπορούν να επιτύχουν τη γνώση της αλήθειας. Οι Ίωνες προκάτοχοί του άρχισαν τη μελέτη των φαινομένων «επάνω από τους ουρανούς και κάτω από τη γη». Αλλά, από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, δεν έστρεψαν τα πυρά τους προς την κατεύθυνση των μεγάλων ποιητών της αρχαίας Ελλάδας, ούτε επιδίωξαν μέσω των διδασκαλιών τους να διορθώσουν ή να βελτιώσουν τη συμπεριφορά των συμπολιτών τους. Αν και πολλές πτυχές της σκέψης του παραμένουν ακόμα θέμα προς συζήτηση και ανάλυση, ο Ξενοφάνης ήταν σαφώς ένας πολυδιάστατος φιλόσοφος αμφισβητίας, που άφησε το σημάδι του σε πολλές πτυχές της μεταγενέστερης ελληνικής σκέψης.
Η νατουραλιστική αφόρμηση του Ξενοφάνη στη σύλληψη της ιδέας του θεού είναι ιδιαίτερα σημαντική από την ψυχολογική έποψη στο γενικότερο πρόβλημα της θρησκείας, γιατί προβληματίζεται για την αντίληψη του ανθρώπου για το θείο σύμφωνα με τη διαφορετική κάθε φορά πνευματική του στάση και εξέλιξη. Και εδώ ανιχνεύει το ψυχολογικό στοιχείο και το ρόλο που παίζει στη μόρφωση της παράστασης του θείου χωριστά σε κάθε άνθρωπο. Αρκέστηκε όμως μόνο ψυχολογικά να ερμηνεύσει το γιατί οι άνθρωποι δημιουργούν τη συγκεκριμένη εικόνα για το θεό και δεν μας είπε το γιατί, την αιτία που σπρώχνει τον άνθρωπο στην περιοχή της αναζήτησης του θείου. Όμως με την ενοποίηση εκ μέρους του των φαινομενικών συνιστωσών της θείας φύσης υψώθηκε στη πρωτόγνωρη σύλληψη για ελληνικό χώρο στη σύλληψη του μονοθεϊσμού. Σ' αυτή ρόλο έπαιξε το φυσιοκρατικό κι ανθρωπολογικό πνεύμα του ελληνικού στοχασμού. Πολύτιμη πρόταση στ' αποσπάσματά του, πρόταση άρτια αισθητικά, τονε κατατάσσει στους μεγάλους χρησμωδούς της φιλοσοφίας: "δόκος επί πάσι τέτυκται"(VS 21 B, 34). "για όλα έχουμε μόνον εικασίες". H θέση του κολοφώνιου στοχαστή είναι μια προαγγελία της αριστοτελικής σύλληψης του θείου ως του "κινούντος ακινήτου".
===========================
Σιμωνίδης ο Κείος
Γεννήθηκε στην Ιουλίδα της Κέω (Κέα, Τζια) το 556 π. Χ. και πέθανε σε μεγάλη ηλικία, το 468 π. Χ. Ένας από τους πιο ταλαντούχους και πολύπλευρους ποιητές της Αρχαίας Ελλάδας. Ήτανε θείος του Βακχυλίδη και τον περισσότερο χρόνο της ζωής του τον πέρασε στον Κραννώνα, (ή στην Κραννώνα, κυρίαρχη πόλη της Θεσσαλίας υπό την ηγεμονία των Σκοπάδων), στην Αθήνα, στη Θεσσαλία, στον Ακράγαντα και τις Συρακούσες, όπου τονε βρήκεν ο θάνατος. Ξεχωριστό δείγμα πνευματικού ανθρώπου κι ευαίσθητου ποιητή. Με τους διθυράμβους του, που δε σώζονται, πέτυχε 56 νίκες. Λόγου χάριν, έπειτα από τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) νίκησε τους διασημότερους ποιητές της εποχής του, συμπεριλαμβανομένου και του Αισχύλου, γράφοντας μια ελεγεία υπέρ των προμάχων της ελευθερίας, που υμνούσε τους άνδρες που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης. Αλλά και στη 2η εισβολή των Περσών, ο Σιμωνίδης έμεινε μαζί με τους Αθηναίους κι όταν διώχτηκαν, ύμνησε τα μεγάλα πολεμικά κατορθώματα συνθέτοντας μερικά άσματα για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου κι ελεγείες για τις νίκες της Σαλαμίνας και των Πλαταιών κι η φήμη του βρισκόταν στον κολοφώνα της.
Στα ποιήματά του κυριαρχεί το ορθολογικό κριτικό τάλαντο και το βαθύ συναίσθημα. Θεωρείται επίσης ο μεγαλύτερος επιγραμματοποιός της αρχαιότητας. Ο "Κείος" ασχολήθηκε με όλα γενικά τα είδη της λυρικής ποίησης. Έτσι, στο ενεργητικό του διαθέτει: ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, εγκώμια, θρήνους, ελεγείες, επιγράμματα κ.α.
Ιδιαίτερα τα επιγράμματα, τα 'χεν αναγάγει σε μέγιστη τελειότητα, λόγω της απλότητάς τους, της ασύγκριτης φραστικής τους συμπύκνωσης και του ύψους των περιεχομένων σ' αυτά νοημάτων. Εξάλλου μετά τη νίκη κατά των Περσών στο Μαραθώνα, έγραψε για τους μαραθωνομάχους και μιαν ελεγεία του, με την οποία μάλιστα πέτυχε να νικήσει κι αυτό τον γίγαντα Αισχύλο στο διαγωνισμό που σχετικά προκηρύχτηκε κι ενεργήθηκε. Για δεύτερη δε φορά αναγορεύθηκε νικητής, σ' ανάλογο διαγωνισμό, κατά το έτος 476 π.Χ. Έχαιρε άκρας εκτίμησης στον αρχαιοελληνικό χώρο και μεγάλοι άνδρες της εποχής του, όπως ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Παυσανίας και πλείστοι όσοι άλλοι, τον τιμούσαν με τη θερμή φιλία τους.
Μετά το θάνατό του, στην Αυλή του Τυράννου των Συρακουσών, Ιέρωνα, που τον φιλοξενούσε, του στήσανε λαμπρό μνημείο μπροστά στη κεντρική πύλη της Ελληνικής τους (τότε) πολιτείας.
Ο Σιμωνίδης ο Κείος (556 π.Χ.-469 π.Χ.) ήταν Έλληνας λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην Ιουλίδα της νήσου Κέα όπου διδάχθηκε ποίηση και μουσική και συνέθεσε παιάνες προς τον Απόλλωνα. Μετακινήθηκε στην Αθήνα υπό την αιγίδα του Ιππάρχου. Μετά την δολοφονία του προστάτη του 514 π.Χ. μετοίκησε στη Θεσσαλία. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα επέστρεψε στην Αθήνα κι αμέσως μετά πήγε στη Σικελία στην αυλή του Ιέρωνα όπου έμεινε μέχρι το θάνατο του.
Η Ιωνική καταγωγή του διαφαίνεται από την όλη προσωπικότητα του κι από τις μορφές της ποιήσεως που καλλιέργησε (ελεγείες, παιάνες, διθύραμβοι, θρήνοι, επιγράμματα κ.λπ.). Πολύ νέος δίδαξε χορό στο ιερό του Απόλλωνος στη Καρθαία της Κέας κι έγραψε επινίκεια για πολλούς αθλητές των πανελληνίων αγώνων. Γύρω στα 520 π.Χ. τον κάλεσαν στην Αθήνα, στην αυλή του Πεισιστρατείδη Ιππάρχου, που του έδωσε μεγάλη θέση. Εκεί έμεινε 7 χρόνια και γνωρίστηκε με πολλούς ποιητές, όπως τον Ανακρέοντα, τον Λάσο τον Ερμιονέα και άλλους. Μετά τη δολοφονία του Ίππαρχου το 514 π.Χ. πήγε στη Θεσσαλία όπου φιλοξενήθηκε αρχικά στην αυλή του Σκόπα στη Κραννώνα κι αργότερα στην αυλή του Αλεύα στη Λάρισα, φιλοξενούμενος των Σκοπάδων και των Αλευάδων. Φαίνεται όμως ότι κάποια καταστροφή εξαφάνισε την οικογένεια των Σκοπάδων κι ο Σιμωνίδης έγραψε για αυτούς ένα θρήνο, είδος στο οποίο πάντοτε διέπρεψε (μέρος ενός θρήνου είναι και το συγκινητικότατο "Απόσπασμα της Δανάης").
Σε προχωρημένη ηλικία ο Σιμωνίδης ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου, κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων, έγινε ο υμνητής των Ελληνικών νικών.Με την ελεγεία που έγραψε για να τιμήσει τους πεσόντες του Μαραθώνα, ο Σιμωνίδης αναφέρεται ότι νίκησε τον Αισχύλο, που είχε πάρει μέρος στον σχετικό ποιητικό αγώνα.
Έγραψε επίσης μερικά άσματα για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, της Σαλαμίνας και μια ελεγεία για τους πεσόντες στις Πλαταιές. Αναμφίβολα, τα ποιήματά του για τον πόλεμο εναντίον των βαρβάρων ενίσχυσαν σημαντικά τον ελληνικό εθνικό πατριωτισμό.
Σύνδεση του θρήνου με το εγκώμιο μπορεί να θεωρηθεί το ποίημά του για τους πεσόντες των Θερμοπυλών.
Μετά την Αθήνα πήγε στον Ακράγαντα της Σικελίας και κατέληξε στις Συρακούσες στην αυλή του Ιέρωνος. Πέρασε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του μαζί με τον τύραννο των Συρακουσών και πέθανε στη Σικελία, σε προχωρημένη ηλικία (89 χρονών), περίπου το 468 π.Χ. Οι κάτοικοι των Συρακουσών τον είχαν τιμήσει πολύ κι είχαν αναγείρει στη μνήμη του ένα λαμπρό μνημείο μπρος στις πύλες της πόλης, που σωζότανε και πολύ αργότερα.
Ο Σιμωνίδης υπήρξε ένας εξευγενισμένος κι εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος κι η γνώση του κόσμου που είχε τον βοηθούσε να συνθέτει έξυπνα τα ποιήματά του. Τον κατηγορούσαν πως επεδίωκε την εύνοια των πλουσίων και των ισχυρών και φημιζόταν πως ήταν ο πρώτος που είχε δεχτεί πληρωμή για τα ποιήματά του. Αλλά ακόμη κι αν ήταν αλήθεια πως έγραφε συχνά ποίηση κατά παραγγελία, και για πολύ σημαντικά χρηματικά ποσά, ωστόσο γνώριζε με αξιοθαύμαστη λεπτότητα να κρατάει κάθε μισθοφορική του εργασία μακριά από τις δημιουργίες του. Δεν είχε μόνο σπάνια γονιμότητα παραγωγής, αλλά κι εξαιρετικά ποιητικά χαρίσματα, που τον βοηθούσαν να παράγει πραγματικά τέλεια έργα στους πιο ποικίλους κλάδους της λυρικής ποίησης, από τη γλαφυρή απλότητα του επιγράμματος ως τη πολύπλοκη δομή μιας μεγάλης σύνθεσης.
Ο Σιμωνίδης μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος των πνευματικών τάσεων που οδηγούν στους σοφιστές καθώς ήταν πνεύμα εύστροφο, ελαφρά σκεπτικιστικό και απαισιόδοξο, με λεπτό και πνευματώδες ύφος, ελεύθερο από μυστικιστικές επιδράσεις. Θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος ποιητής του επιγράμματος, αν και η πλουσιότατη παραγωγή του καλύπτει τόσα ποιητικά είδη.
Τα πιο γνωστά έργα του υπήρξανε τα επιγράμματα, απ’ τα οποία έχουνε σωθεί πολλά, οι ελεγείες και τα μοιρολόγια του, που τα προτιμούσαν ακόμα κι από εκείνα του Πινδάρου. Όπως μπορεί να δει κανείς από αποσπάσματα ελεγειών και διαφόρων ποιημάτων που έχουν σωθεί, ο Σιμωνίδης δεν επιζητούσε, όπως ο Πίνδαρος, να γοητεύσει με το μεγαλείο των ιδεών του, αλλά να συγκινήσει με την ειλικρίνεια των αισθημάτων του, που αναδίδουν ένα γνήσιο αίσθημα αγάπης και καλοσύνης προς τον άνθρωπο. Η γλώσσα του είναι μετριοπαθής, δωρική, απαλή και μελωδική και προσαρμόζεται θαυμάσια στο είδος των ποιημάτων του. Παίρνει ως βάση την Ομηρική, χωρίς να λείπουν όμως κι οι νεολογισμοί.
Εκτός από τα άλλα αξιόλογα ταλέντα του, ο Σιμωνίδης είχε πολύ δυνατή μνήμη, λέγεται μάλιστα πως αυτός υπήρξε ο επινοητής της λεγόμενης μνημονικής τέχνης. Υπάρχει επίσης και το Σιμωνίδιον Μέτρον, που σύμφωνα μ' αυτό έχει συνθέσει τα μελικά ποιήματά του.
«Ο πολυμήχανος ποιητής Σιμωνίδης ήρθε στην Αθήνα, επίσης υπό την προστασία του Ιππάρχου», αλλά, παραδόξως, δεν υπάρχει κάποιο έργο που να προσδιορίζει τη μακροχρόνια περίοδο σύνδεσης του με την Αθήνα. Είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι οι 56 νίκες που του χάρισαν οι διθύραμβοι του, έως το 476 π.Χ., εντάσσονται στην περίοδο αυτή, αλλά στη συνέχεια θα διαπιστώσουμε ότι δύσκολα γίνεται πειστική αυτή η παραδοχή. Ένα ιδιαιτέρως διφορούμενο απόσπασμα περιέγραφε τον Πεισίστρατο ως Σειρήνα. Η επιγραφή στον τάφο της κόρης του Ιππία, που αποδίδεται στον Σιμωνίδη, αναφέρεται σ' αυτόν ως «επιφανή άνδρα της Ελλάδος κατά την εποχή του» κι ανατρέχει στον 4ο αιώνα π.Χ. (Θουκυδίδη. ΣΤ, 59.3• Αριστ. Ρητορική Α', 9,1367bl7). Μάλλον θα είχε γραφτεί πολύ μετά το τέλος της τυραννίας.
Οι σύγχρονοι μελετητές προβληματίζονται για το πώς η σχέση του Σιμωνίδη με τη τυραννία συμβαδίζει με τη μεταγενέστερη υπηρεσία του υπέρ της δημοκρατίας και του Θεμιστοκλή, πλην όμως δεν υπάρχει κανένα κείμενο της αρχαιότητας που να επικρίνει τη στάση του ποιητή, που πρέπει μάλλον ν’ αποδοθεί στη διαβόητη φιλοχρηματία του. Ο Πλάτων αναφέρει ότι ο Ίππαρχος σίγουρα τον πλήρωνε αδρά. Ο επιτάφιος επαινεί την κόρη του Ιππία για έλλειψη αλαζονείας, παρά το γεγονός ότι ήταν κόρη και σύζυγος τυράννων (Ξενοφών, Ιέρων). Αν κι η παράδοση ήθελε τον Σιμωνίδη να συναναστρέφεται με τυράννους, από τη συναναστροφή του αυτή δεν εξελίχθηκε σε κόλακα!
Η παράδοση του 5ου αι. π.Χ. αναφέρει πως ο Σιμωνίδης διαγωνίστηκε, προφανώς στο διθύραμβο, με τον Λάσο τον Ερμιονέα. Το περιστατικό αυτό μάς αποκαλύπτει χαρακτήρες που δεν αναφέρει ο Πλάτων. Η σχέση του Λάσου με τον Ίππαρχο επιβεβαιώνεται από τον Ηρόδοτο (Ζ', 6.3). Το λεξικό τοτ Σουίδα, μάλιστα, τού αποδίδει την εισαγωγή του διθυράμβου. Μολονότι δεν διευκρινίζεται αν αυτό συνέβη στην Αθήνα ή κατά τη περίοδο του καθεστώτος των Πεισιστρατιδών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι και τα δύο ήταν ορθά.
Η δυσκολία έγκειται στο ότι η επιγραφή του Πάριου Χρονικού, που βρίσκεται από το 17ο αιώνα στο Μουσείο Ashmolean, χρονολογεί τους πρώτους ανδρικούς χορούς στην Αθήνα το 509/8 π.Χ. Πιο βέβαιο για τον Λάσο είναι ότι ενόσω βρισκόταν στην Αθήνα έγραψε για τον ήρωα Βουζύγη, έναν ακόμη νομοθέτη της αθηναϊκής μυθολογίας. Η προσφορά του προς τον Ίππαρχο ήταν ότι εντόπισε τον Ονομάκριτο, ένα «χρησμολόγο κι ερμηνευτή των χρησμών του Μουσαίου», ο οποίος μετέδωσε ψευδώς κάποιον χρησμό. Τότε «ο Ίππαρχος τον εξόρισε από την Αθήνα…»
Ασχολήθηκε γενικά με όλα τα είδη της λυρικής ποίησης. Στο εκπληκτικό πολύπλευρο ενεργητικό του, συνέθεσε ελεγείες, χορικά ποιήματα, επινίκιους ύμνους, διθυράμβους, παιάνες, παρθένεια, θρήνους και επιγράμματα, εκ των οποίων άριστα θεωρούνται αυτά για τους πεσόντες των Θερμοπυλών και του Μαραθώνα.
Για τους πεσόντες Έλληνες αγωνιστές της μάχης του Μαραθώνα γράφει ο μεγάλος ποιητής: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι, Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».
Επίσης κορυφαίο του επίγραμμα, για το οποίο έγινε γνωστός μέχρι της μέρες μας, ήταν αυτό για τον Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα και τους 300 πολεμιστές του, οι οποίοι έπεσαν στις Θερμοπύλες. Έχει ώς εξής: «Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι».
Εφηύρε τον επίνικο κι εισήγαγε τον θρήνο στο χορικό τραγούδι. Το λεξικό του Σουίδα αποδίδει σε αυτόν τη προσθήκη της 8ης χορδής στη λύρα. Είχε μεγάλη φήμη σχετικά με τις γνώσεις του. Προσωπικός φίλος του Θεμιστοκλή και του Παυσανία. Η ποίησή του κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Πέρσες έδωσε μεγάλη ώθηση στην ελληνική εθνική συνείδηση.
===================
Ρητά & Επιγράμματα
Πόλις άνδρα διδάσκει
Η πόλη διδάσκει τον άνθρωπο
ἄνδρ' ἀγαθὸν ἀλαθέως γενέσθαι χαλεπόν
Είναι δύσκολο να γίνει κανείς τέλειος σε όλα
Ό τοι Χρόνος οξύς οδόντας και πάντα ψήχει και τα βιαιότατα.
Ο Χρόνος έχει γερά δόντια κι όλα τα μασά, ακόμα και τα σκληρότατα.
Ει δ' άρα τιμήσαι θυγάτερ Διός, όστις άριστος, Δήμος Αθηναίων εξετέλεσσε μόνος.
Αν σκόπευες να τιμήσεις τον άριστο, Αθηνά, η Αθήνα το 'καμε από μόνη της.
Ουδέ καλάς σοφίας εστίν χάρις ει μή τις έχει σεμνάν υγείαν.
Ούτε κι η σοφία έχει χάρη, αν λείπει η καλή υγεία.
Τό γάρ γεγενημένον, ουκέτ' άρεκτον έσται.
Ό,τι έγινε πια δε ξεγίνεται.
Τό δοκείν και τάν αλάθειαν βιάται.
Η εντύπωση βιάζει και την αλήθεια.
Τίς γάρ αδονάς άτερ θνατών
βίος ποθεινός ή ποία τυραννίς;
Τάς άτερ ουδέ Θεών
ζηλωτός αιών.
Ποιά ζωή ή ποιά εξουσία
ποθητή 'ναι άνευ ηδονής;
Χωρίς της, δε θα ζήλευε κανείς
των Αιωνίων Θεών τη Παρουσία.
Έστι και σιγάς εκίνδυνον γέρας.
Υπάρχει και σιωπής ακίνδυνο βραβείο.
Ο δ' αύ θάνατος κίχε καί τόν φυγόμαχον.
Κι αυτόν που αποφεύγει τη μάχη, τονε βρίσκει ο Χάρος.
Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.
Για τους Έλληνες μαχόμενοι Αθηναίοι στο Μαραθώνα,
σύντριψαν τους πλούσιους Μήδους σ' ένα δίκαιον αγώνα.
Ω ξειν',
αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις,
ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Ω! ξένε που περνάς διαβάτης,
πες στη πατρίδα τη λατρεμμένη
ότι βρισκόμαστε εδώ πεσμένοι,
πιστοί και πάντα στο πρόσταγμά της.
μόνος ἅλιος ἐν οὐρανῶι.
Μονάχος ο ήλιος μες στον ουρανό.
Ανάγκα και Θεοί πείθονται.
Στην ανάγκη κι οι Θεοί πείθονται.
Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν,
την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν.
Η ζωγραφική είναι ποίηση που σιωπά
κι η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλά.
Σώσος και Σωσώ, Σώτερ, σοι τόνδε ανέθεσαν στέφανον.
Σώσος μεν σωθείς, Σωσώ δε, ότι Σώσος εσώθη.
Ο Σώσος κι η Σωσώ, σου αναθέτουν αυτό το στεφάνι, ω Σωτήρα.
Ο Σώσος γιατί σώθηκε κι η Σωσώ γιατί σώθηκε ο Σώσος.
Ουδέν εν ανθρώποισι μένει χρήμα έμπεδον αιεί.
Κανένα πράγμα δεν μένει για πάντα δεμένο με τους ανθρώπους.
Των γαρ ηλιθίων απείρων γένεθλα.
Άπειρη η γενιά των ηλιθίων.
Νόμος εστί θεός, Tούτον αεί πάντοτε τίμα.
Ο Νόμος είναι Θεός. Τίμα τον πάντοτε.
Λίγο πριν το τέλος, άφησα μια... "μονομαχία" μεταξύ Τιμοκρέοντα & Σιμωνίδη. Ο μεν σατίρισε σα φλύαρο, παρτάκια κι επιδειξιομανή και του έκαμε ένα επίγραμμα, κι ο Σιμωνίδης δεν απάντησε μα όταν πέθανε ο Τιμοκρέων του έβαλε ένα επιτύμβιο επίγραμμα. Πιο κάτω παραθέτω και τα δυο με σειρά εμφανίσεως.
Τιμοκρέων
Κηία με προσήλθε φλυαρία ουκ εθέλοντα
ουκ εθέλοντά με προσήλθε Κηία φλυαρία.
Δίχως αιτία μ' έπιασε της Τζιάς πολυλογία
πολυλογία μ' έπιασε της Τζιάς, δίχως αιτία.
Σιμωνίδης
Πολλὰ πιὼν καὶ πολλὰ φαγὼν καὶ πολλὰ κάκ᾿ εἰπὼν
ἀνθρώπους κεῖμαι Τιμοκρέων ῾Ρόδιος.
Αφού ήπια κι έφαγα πολλά κι αδίκων και δικαίων
τα ΄χωσα. Τώρα 'δώ πέρα κείτομαι Ρόδιος Τιμοκρέων.
Ποιήματα
(απόσπ. Δανάη)
Σε σκαλιστό κιβούρι εντός, μες στη πνοή τ' ανέμου
και των κυμάτων μες στην άγρια ταραχή,
με μάγουλα η Δανάη υγρά και φόβο στη ψυχή
το βρέφος έσφιγγε και του 'πε: -Γιε μου,
τι πόνον έχω! μόν' εσύ γλυκά-γλυκά ανασαίνεις,
βυζασταρούδι πού 'σαι, μου 'κανες νανά
μες στ' άχαρο χρυσόκαρφο κιβούρι της καημένης,
στην άλαμπη την νύκτα, μες στα σκοτεινά.
Για των ανέμων την ριπήν εσένα δεν σε νοιάζει,
που πάνω απ' τα μαλλάκια σου ολοένα και σφυρά,
κι ουδέ το προσωπάκι σου η άλμη το πειράζει,
γλυκογερμένο σε στρωσίδια πορφυρά.
Aλήθεια, αν απ' τη θύελλα, μικρό μου, είχες δειλιάσει,
και στα δικά μου λόγια θα 'βαζες αυτί.
Kοιμού λοιπόν, μωρό μου! μα … κι η θάλασσ' ας πλαγιάσει
κι η άμετρή μας συφορά ας αναπαυτεί.
Kάποια από σέναν αλλαγή, φως, Ύψιστε, ας προβάλλει
παρηγοριά από σε, Kρονίδη μου, ας φανεί,
κι αν τύχει κι είπα θαρρετό κανένα λόγο πάλι
ή κι άδικο, συχώρα με, τη δόλια ορφανή!
*
Εφόσον είσαι άνθρωπος μη πεις,
τι τάχα αύριο, σου μέλλει γίνει,
μήτε κι αν ευτυχή κάποιον ιδείς,
δε ξέρεις καν πόσο θα μείνει.
Διότι το άλλαγμα είναι πολύ γοργό
κι από το πήδο της μυγός πιο ξαφνικό.
Η δύναμή μας, των θνητώνε, λιγοστή
και κάθε μας φροντίδα δεν αξίζει.
Λύπη στη' στη λύπη, είν' η λίγη μας ζωή.
Kι ο αναπόφευκτος ο Χάροντας κρεμάται,
πάνω από όλους μας ίδια, περιπλανάται,
γιατί όλοι μας, καλοί-κακοί,
ίσο μοιράδι παίρνουμ' από κει.
*
Υπάρχει λόγος που η Αρετή
κατοικεί σ' απάτητους γκρεμούς
και πάντα, πάντ' ακολουθεί
αγνότητας τις ήρεμες οδούς.
Δε τηνε βλέπουνε θνητοί πολλοί,
εξόν όσοι κοπιάσουνε γι' αυτή,
λυώνωντας σ' αυτό, τα σωθικά τους
και με πολύν ιδρώ θα φτάσουν
στις αντρειάς το πιο ψηλό σκαλί.
Ενάρετος και άριστος πάντα του ξεχωρίζει
ποιό το καλό, ποιό το κακό
κι αν κάποιος τον κατηγορεί
και γύρω ψέμματα κι ασχήμιες, αν σκορπίζει,
με όλ' αυτά δεν τον αγγίζει,
ούτε λερώνει το χρυσό,
πάντα στο τέλος η αλήθεια επικρατεί.
Σε λίγους μόνον έδωσε ο Θεός
την Αρετή ως το τέλος της ζωής
και δεν είν' εύκολο καλός
να μείνεις γιατί σε πιέζει δις:
το κέρδος ή της δόλιας Αφροδίτης
ο οίστρος, μέγας πολυνίκης,
όπου χωρίς να θέλεις κύπτεις..
Σε πιέζουν δυστυχώς επίσης
άσβεστες έχθρες και τα μίση.
Κι αν κάποιος δεν μπορεί
τον τίμιο δρόμο να βαδίσει
μόνο και πάντα στη ζωή,
τουλάχιστον όσο μπορεί
ας προσπαθεί...
Δε φοβάται γήρας και χάρο.
Tη νόσο δε νογά, σαν υγιής.
Όσοι έτσι, δεν έχουν μυαλό
και δε ξέρουν πως λίγο μονάχα
κρατά η νιότη, η χαρά της ζωής.
Αλλά συ που το ξέρεις αυτό
και πλησιάζεις στο τέλος σου τάχα
τόλμα και δίνε και με χαρά σου
σ' όλους τους άλλους απ' τ' αγαθά σου.
-----------
Της Αφροδίτης
που σ' έκανε με τον Άρη
άθλιο παιδί της
και δολιομήχανο.
-----------
Αμέτρητο σμάρι πετούσε
απ' το κεφάλι της πάνω
όσο θεσπέσια τραγουδούσε
κι από τη θάλασσα
τη γαλανή κι άγρια,
πηδάγαν έξω και τα ψάρια.
===========================
Στράβων
Ο Στράβων (64 π.Χ. - 24 μ.Χ.) ήταν Έλληνας γεωγράφος, φιλόσοφος κι ιστορικός. Ειδικότερα, ως γεωγράφος, συγκαταλέγεται στους διασημότερους της αρχαιότητας. Γεννήθηκε από πλούσια οικογένεια το 63 ή το 64 π.Χ. στην Αμάσεια του Πόντου, όπου και πέθανε, σε ηλικία 90 περίπου ετών (λίγο μετά το 23 μ.Χ.). Η Αμάσεια πλέον ανήκει στη σημερινή Τουρκία, ωστόσο τη περίοδο που γεννήθηκε ο Στράβων, η περιοχή αυτή είχε μόλις ενσωματωθεί στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Απέκτησε μόρφωση εξειδικευμένη κι εκλεκτή από μεγάλους δασκάλους της εποχής του και μελέτησε τα γραπτά διάφορων γεωγράφων και φιλοσόφων της αρχαιότητας, αρχικά στην περιοχή του κι αργότερα στη Ρώμη. Ταξίδεψε αρκετά, μεταξύ άλλων στην Αίγυπτο και την Αιθιοπία. Σ’ ό,τι αφορά στις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, ήταν οπαδός του στωικισμού, ενώ στη πολιτική ήταν υπέρμαχος του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού. Στο διάστημα των ταξιδιών του φρόντισε να συλλέξει όλο το απαιτούμενο υλικό, το οποίο τον βοήθησε αργότερα στη συγγραφή ιστορικών και γεωγραφικών έργων.
Τα δύο μεγαλύτερα έργα του είναι τα Ιστορικά υπομνήματα και τα περίφημα Γεωγραφικά του. Τα Ιστορικά υπομνήματα αποτελούνται από 47 βιβλία γραμμένα σε πάπυρο, τα περισσότερα εκ των οποίων χάθηκαν, με αποτέλεσμα τα σωζόμενα αποσπάσματα (που σήμερα βρίσκονται στην κατοχή του πανεπιστημίου του Μιλάνου) να μην επιτρέπουνε τον σχηματισμό ακριβούς εικόνας του όλου έργου.

Το έργο του Γεωγραφικά, που αποτελείται από 17 βιβλία, ευτυχώς σώζεται ακέραιο και σε άριστη κατάσταση, χαρίζοντας τη φήμη και τη δόξα του στους κατοπινούς αιώνες. Πρόκειται για ένα περιληπτικό μεν, αλλά σαφέστατο και μεθοδικό σύγγραμμα, όχι απλά και μόνο χρήσιμο, αλλά και πραγματικά πολύτιμο σε ό,τι αφορά στην πληροφόρηση για τα πράγματα της εποχής του, καθώς παρουσιάζει την περιγραφική ιστορία ανθρώπων και πόλεων από διαφορετικές περιοχές του τότε γνωστού κόσμου. Το έργο αυτό του Στράβωνα είναι, θα μπορούσε να λεχθεί, ο πιο ακριβής και ποιοτικός Παγκόσμιος Γεωγραφικός Άτλας της εποχής του. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το ακριβές χρονοδιάγραμμα της συγγραφής του έργου του, ωστόσο αναφορές στα κείμενά του τοποθετούν την ολοκλήρωση των Γεωγραφικών στο διάστημα κατά το οποίο τα ηνία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε ο Τιβέριος.

Θεωρείται ο 2ος παγκόσμιος τέτοιος άτλαντας που εκπονήθηκε στην ιστορία μετά από το συνώνυμο σύγγραμμα του Ερατοσθένη, που δεν έχει σωθεί, πλην όμως αποτέλεσε τον οδηγό αυτού του συγγράμματος. Στο κείμενο οι πληροφορίες και περιγραφές ακολουθάνε τη σειρά των ταξιδιών που επιχείρησε ο ίδιος κι όχι τη γεωγραφική σειρά των τόπων, γι΄ αυτό και σε κάποια βιβλία επαναλαμβάνονται γεωγραφικές περιοχές με διαφορετικές όμως αναφορές.
ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
αʹ Ὅτι οὐκ ἐκτὸς φιλοσοφίας ἡ γεωγραφικὴ πραγματεία. ὅτι καὶ Ὅμηρος αὐτῆι πανταχοῦ τῶν ἐπῶν φαίνεται χρώμενος. ὅτι οἱ πρότερον αὐτῆι χρησάμενοι ἐλλιπῶς ἢ ἀναρθρώτως ἢ ἐσφαλμένως ἢ ψευδῶς ἢ τοῖς αὐτοῖς ἀσυμφώνως εἰρήκασιν. ἔλεγχοι καὶ ἀποδείξεις τοῦ εἰκότως αὐτὸν οὕτω κρίνειν. κεφαλαιώδεις λόγοι πάσης οἰκουμένης συντόμως ὑποτυποῦντες τὴν διάθεσιν. πίστις εἰκότων καὶ τεκμηρίων βεβαίων τοῦ κατὰ μέρη τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν ἐνηλλάχθαι καὶ εἰς ἀλλήλας μετατεθῆναι.
βʹ Ἐν τῶι δευτέρωι κατὰ λέξιν προβαλλόμενος τὰ Ἐρατοσθένους διαιτᾶι καὶ διελέγχει ὅσα μὴ ὀρθῶς εἴρηται ἢ διήιρηται ἢ διαγέγραπται· καὶ Ἱππάρχου δὲ τῶν πολλῶν μιμνήσκεται ἐπιλαμβανόμενος. καὶ ἐπὶ τέλει ἔκθεσις σύντομος καὶ τρόπον τινα σύνοψις τῆς ὅλης πραγματείας͵ τοῦτ᾽ ἔστι τῆς γεωγραφικῆς ἱστορίας.
γʹ Εν τω τρίτω την Ιβηρίαν και τα μέρη αυτής, ένθεν μεν τα από του Ιερού ακρωτηρίου μέχρι Στηλών, και τα από τούτου πάλιν μέχρι Νερίου, εν οις και η Λυσιτανία. ένθεν δε τα από Στηλών μέχρι της Πυρήνης. μεθ' α και τας παρακειμένας τη Ιβηρία νήσους, τας τε εντός Στηλών, Πιτυούσσας και Γυμνησίας, και τα εκτός Στηλών Γάδειρα.
δʹ Ἐν τῶι τετάρτωι τὰ περὶ Γαλλίαν καὶ Ἰβηρίαν καὶ ὅσα διείργουσιν αἱ Ἄλπεις τῆς Ἰταλίας ἔνδον͵ ἐν οἷς καὶ Βρεττανία καὶ τῶν ὠκεανιτίδων νήσων τινές͵ ὅσαι καὶ δοκοῦσιν οἰκεῖσθαι͵ καὶ βαρβάρων χώραν καὶ ἔθνη παροικοῦντα τοῦ Ἴστρου πέραν.
εʹ Ἐν τῶι πέμπτωι τὰ περὶ Ἰταλίαν ἀπὸ τῆς ὑπωρείας τῶν Ἄλπεων μέχρι τοῦ Σικελικοῦ πορθμοῦ καὶ Ταραντίνου κόλπου καὶ τοῦ Ποσειδωνιάτου͵ ἐς οἷς Βενετία͵ Λιγουρία͵ Πικηνόν͵ Τουσκία͵ Ρώμη͵ Καμπανία͵ Λευκανία͵ Ἀπουλία͵ καὶ ὅσαι νῆσοι τῆι ταύτηι θαλάσσηι παράκεινται ἀπὸ Γενουσῶν μέχρι Σικελίας.
ςʹ Ἐν τῶι ἕκτωι τὰ ἐφεξῆς τῆς Ἰταλίας καὶ τὰ ἐντὸς τοῦ Ἀδρία μέχρι Μακεδονίας͵ ἐν οἷς Ἀπουλία Καλαβρία καὶ ὅσα κατὰ τὸν Ἰόνιον κόλπον ἅμα ταῖς παρακειμέναις νήσοις ἀπὸ Σικελίας ἕως τῶν Κεραυνίων͵ κἀκ τοῦ ἄλλου μέρους ἕως Καρχηδόνος καὶ τῶν ταύτηι παρακειμένων νησιδίων.
ζʹ Ἐν τῶι ἑβδόμωι λέγει τῆς Εὐρώπης τὰ λειπόμενα μέρη· ἔστι δὲ τὰ πρὸς ἕω πέραν τοῦ Ρήνου μέχρι τοῦ Τανάϊδος καὶ τοῦ στόματος τῆς Μαιώτιδος λίμνης͵ καὶ ὅσα μεταξὺ τοῦ Ἀδρίου καὶ τῶν ἀριστερῶν τῆς Ποντικῆς θαλάσσης μερῶν ἀπολαμβάνει πρὸς νότον μέχρι τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Προποντίδος ὁ Ἴστρος͵ ἐν οἷς καὶ Μακεδονία πᾶσα.
ηʹ Ἐν τῶι ὀγδόωι λέγει τὰ τῆς Εὐρώπης͵ Μακεδονίας τὰ λειπόμενα καὶ Ἑλλάδα πᾶσαν· ἐν ἧι καὶ ἐγχρονίζει διὰ τὸ πολύγνωστον τῆς χώρας͵ διακριβῶν καὶ εὐκρινῆ ποιῶν τὰ ἀδιακρίτως καὶ ἀδιορίστως ὑπὸ τῶν ποιητῶν τε καὶ ἱστορικῶν περὶ τῶν ταύτηι πόλεων εἰρημένα͵ καὶ μάλιστα ἐν καταλόγωι τε καὶ ἄλλοθι πολλαχοῦ τῆς ποιήσεως.
θʹ Ἐν τῶι ἐνάτωι περὶ τῆς Ἑλλάδος͵ Ἀθηνῶν μάλιστα πανηγυρικὴν ἔκφρασιν͵ καὶ Βοιωτίαν καὶ Θετταλίαν μετὰ τῆς παραλίας ταύτης.
ιʹ Τὸ δέκατον περιέχει Αἰτωλίαν καὶ τὰς παρακειμένας νήσους͵ ἔτι δὲ Κρήτην πᾶσαν͵ ἧι καὶ μάλιστα ἐγχρονίζει͵ νόμιμά τε αὐτῆς διηγούμενος καὶ τῶν Κουρήτων͵ πρὸς δὲ καὶ τῶν Ἰδαίων δακτύλων τὴν ἐν αὐτῆι γένεσιν καὶ τιμὴν καὶ ὄργια ἐπεξιών· καὶ τὸ ἴδιον δὲ γένος Στράβων ἀπὸ Κρήτης λέγει· ἔτι δὲ καὶ τὰς περὶ Κρήτην νήσους πολλὰς οὔσας περιέχει τὸ βιβλίον͵ ἐν αἷς εἰσι καὶ αἱ Σποράδες καὶ τῶν Κυκλάδων ἔνιαι.
ιαʹ Τὸ ἑνδέκατον ἄρχεται μὲν τῆς Ἀσίας͵ τοῦ Τανάιδος ἀπὸ τῶν ἀρκτικῶν μερῶν ἄνωθεν ἀρχομένου διαιρεῖν τὴν Εὐρώπην τῆς Ἀσίας. περιέχει δὲ τὸ βιβλίον καὶ τὰ παρακείμενα ἔθνη ταῖς ἀρχαῖς αὐτοῦ πρὸς τῆι ἀνατολῆι καὶ μεσημβρίαι͵ ἣ καὶ Ἀσία ἐστίν. ἔστι δὲ τῆιδε ἔθνη βάρβαρα τὰ τῶι βιβλίωι ἐγκείμενα ὅσα παροικεῖ τὸ Καυκάσιον ὄρος͵ ἐν οἷς Ἀμαζόνες τε καὶ Μασσαγέται͵ Σκύθαι καὶ Ἀλβανοὶ καὶ Ἴβηρες͵ Βακτριανοί͵ Κάσπιοι͵ Μῆδοι͵ Πέρσαι͵ Ἀρμενίαι δύο ἕως τῆς Μεσοποταμίας· ἔχει δὲ καὶ Τρωγλοδύτας καὶ Ἡνιόχους οὕτω λεγόμενα ἔθνη͵ καὶ Σκηπτούχους͵ Σοάνας͵ Ἀσσυρίους͵ Πολυφάγους͵ Ναβιανούς͵ Σιρακούς͵ Ταπύρους. ἐπεμνήσθη δὲ Ἰάσονος καὶ Μηδείας καὶ ὧν ἔκτισαν πόλεων· ἔτι δὲ Ξέρξου καὶ Μιθριδάτου καὶ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου.
ιβʹ Τὸ δωδέκατον περιέχει τὰ ὑπόλοιπα τῆς Ποντικῆς χώρας καὶ ἐφεξῆς Καππαδοκίαν͵ Γαλατίαν͵ Βιθυνίαν͵ Μυσίαν͵ Φρυγίαν͵ Μαιονίαν͵ καὶ πρὸ τούτων Σινωπίδα͵ πόλιν Ποντικήν͵ καὶ Ἡράκλειαν καὶ Ἀμάσειαν· ἔτι Ἰσαυρίαν͵ Λυκίαν͵ Παμπυλίαν͵ Κιλκίαν μετὰ τῶν παρακειμένων νήσων καὶ ὀρῶν καὶ ποταμῶν.
ιγʹ Τὸ τρισκαιδέκατον περιέχει τῆς Ἀσίας τὰ ἀπὸ τῆς Προποντίδος κάτωθεν͵ ἀπὸ Κυζίκου ἀρχόμενον͵ καὶ ἐφεξῆς τὴν ταύτηι παραλίαν πᾶσαν καὶ εἴ τινες νῆσοι ὑπάρχουσιν· ἐγχρονίζει δὲ μάλιστα τῆι Τροίαι͵ εἰ καὶ ἔρημος͵ διὰ τὸ ἐπίσημον αὐτῆς καὶ πολυθρύλητον ἐκ τοῦ πολέμου.
ιδʹ Τὸ τεσσαρεσκαιδέκατον περιέχει τὰς Κυκλάδας νήσους καὶ τὴν ἀντιπέραν χώραν͵ ἐν ἧι Παμφυλία Ἰσαυρία Λυκία Πισιδία Κιλικία ἕως Σελευκείας τῆς Συρίας͵ καὶ τῆς Ἀσίας τῆς ἰδίως Ἰωνίας λεγομένης.
ιεʹ Τὸ πεντεκαιδέκατον περιέχει Ἰνδίαν καὶ Περσίδα.
ιςʹ Τὸ ἑκκαιδέκατον περιέχει τὴν Ἀσσυρίων χώραν͵ ἐν ἧι Βαβυλὼν καὶ Νίσιβις͵ πόλεις μέγιστα͵ καὶ τὴν Ἀδιαβηνὴν καὶ Μεσοποταμίαν͵ Συρίαν πᾶσαν͵ Φοινίκην͵ Παλαιστίνην͵ Ἀραβίαν πᾶσαν καὶ ὅσα τῆς Ἰνδικῆς τῆι Ἀραβίαι συνάπτει͵ καὶ τὴν Σαρακηνῶν͵ ἣν Σκηνῆτιν (leg. Σκηνῖτιν) καλεῖ͵ καὶ πᾶσαν τὴν παρακειμένην τῆι τε νεκρᾶι θαλάσσηι καὶ τῆι ἐρυθρᾶ.
ιζʹ Τὸ ἑπτακαιδέκατον περιέχει Αἴγυπτον πᾶσαι καὶ Λιβύην πᾶσαν.