Τζέημς Τζόυς
Βιογραφικό
Γεννήθηκε στις 2 Φλεβάρη 1882, σε προάστειο του Δουβλίνου, από τυπικήν Ιρλανδικήν οικογένεια, μεγαλύτερος από τα 10 τους παιδιά. Ο πατέρας, John Stanislaus Joyce, φανατικός αντικληρικός και φιλελεύθερος, ενώ η μητέρα φανατικά καθολική. Στα παιδικά χρόνια του, η οικογένειά του ήτο εύπορη, εισήχθη σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο του Δουβλίνου, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει από αυτό το 1892, επειδή ο πατέρας του αδυνατούσε να πληρώσει τα δίδακτρα. Εξαιτίας κακών οικονομικών χειρισμών και με τον αλκοολισμό του πατέρα, οδηγήθηκε στη πτώχευση. Η οικογένεια πουλά σιγά-σιγά τη περιουσία της. Περνούνε περίοδο μεγάλης ανέχειας. Για πολλά χρόνια τα βραδινά γεύματα των παιδιών είναι τσάι, γάλα και μπαγιάτικο ψωμί. 3 παιδιά είναι ραχιτικά κι όλα έχουνε χαλασμένα δόντια. Σε 10 χρόνια μετακομίζουνε 12 φορές. Όλες οι μετακομίσεις γίνονται μέσα σε βρισιές και φωνές ιδιοκτήτων και πιστωτών. Ο πατέρας αλκοολικός χρωστούσε παντού. Πρέπει να προσθέσω πως εξαιτίας μιας επίθεσης που δέχτηκε ο μικρός Τζέημς από σκύλο, απόκτησε φοβία για τα σκυλιά όλη του τη ζωή, καθώς επίσης και για τους κεραυνούς, επειδή η θεία του όταν ήταν μικρός, του 'λεγε πως αυτοί είναι έκφραση της οργής του Θεού στους ανθρώπους.
Πρώτες σπουδές το 1888 στο κολέγιο Clongowes Wood, όμως αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει είτε λόγω ασθένειας, είτε λόγω αδυναμίας πληρωμής διδάκτρων. Για σύντομο διάστημα πήρε μαθήματα κατ' οίκον αλλά και στη σχολή Christian Brothers (Χριστιανοί Αδελφοί) μέχρι που του προσφέρθηκε θέση στο κολέγιο Belvedere, διευθυνόμενο από Ιησουίτες. Η παραδοσιακή πειθαρχία των καθολικών θα γίνει η πρώτη εξορία κι ο λαβύρινθός του. Σε μιαν εφηβική κρίση μάλιστα κόντεψε να γίνει ιερέας. Παρά το θρησκευτικό περιβάλλον όμως, που μέσα του σπούδασε, στα 16 του αρνήθηκε τον καθολικισμό. "Θα με σώσει μια πόρνη κι η ποίηση", θα πει αργότερα. Το 1898, γράφτηκε στο University College Dublin όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη των γλωσσών, και ιδιαίτερα της αγγλικής, της γαλλικής και της ιταλικής. Σε κείνη τη περίοδο εξοικειώθηκε με το έργο μιας άλλης καθοριστικής επιρροής του, του Νορβηγού θεατρικού
συγγραφέα Ίψεν (έμαθε μάλιστα νορβηγικά, ώστε να μπορεί να διαβάζει τα κείμενά του στο πρωτότυπο). Μελέτησε τον Αριστοτέλη, τους μεγάλους ρομαντικούς Σέλεϋ, Βύρωνα και Μπλέικ και στη συνέχεια τους συμβολιστές ποιητές (κυρίως τον Μαλαρμέ) και τη γαλλική πεζογραφία του 19ου αιώνα. Συγχρόνως, ανακάλυψε τους μεγάλους στοχαστές της Αναγέννησης και κυρίως το έργο του Δάντη, του Νικόλαους Κουζάνους, του Τζορντάνο Μπρούνο και του Τζαμπατίστα Βίκο, ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στους θεατρικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης.
Το 1900 δημοσιεύτηκε πρώτη φορά κείμενο του, στην εφημερίδα Fortni κι αφορούσε κριτική μελέτη στη θεατρική δραματουργία του Ίψεν -δέχτηκεν αργότερα ευχαριστήρια επιστολή από τον ίδιο τον συγγραφέα. Ακολούθησαν αρκετές δημοσιεύσεις κριτικών του. Θεωρείται επίσης πως ολοκλήρωσε τουλάχιστον 2 θεατρικά έργα, που όμως δεν έχουν διασωθεί. Μετά την αποφοίτησή του το 1902 αποφάσισε να φοιτήσει στην Ιατρική Σχολή Δουβλίνου, αλλά ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου έμεινε μόνο λίγους μήνες και σύντομα εγκατέλειψε τις ιατρικές σπουδές. Από 11/11/1902 έως και 19/11/1903 δημοσιευτήκανε συνολικά 23 βιβλιοκριτικές του.
Τον Απρίλη του 1903 επέστρεψε στο Δουβλίνο καθώς έμαθε πως η μητέρα του έπασχεν από καρκίνο. Προσπάθησε να τονε πείσει, έστω την ύστατη στιγμή της, ν' ασπαστεί τον καθολικισμό, μα κείνος αρνήθηκε να γονατίσει και να προσευχηθεί για τη σωτηρία της, μαζί με την υπόλοιπην οικογένεια. 'Αρχισε να πίνει κι η κατάσταση ήτανε πολύ άσχημη κι όταν η μητέρα πέθανε στις 13 Αυγούστου, καθώς εκείνος συνέχισε το ποτό κι έφερε βαριά την άρνησή του στη θέλησή της, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά. Αξίζει τέλος να σημειωθεί, πως την επόμενη χρονιά κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο του Feis Ceoil, τραγουδώντας, καθώς ήτανε και θαυμάσιος τενόρος.
Το Γενάρη του 1904 ολοκλήρωσε το "Πορτρέτο Του Καλλιτέχνη" (A Portrait Οf Τhe Artist), η δημοσίευσή του όμως, απορρίφθηκε από το περιοδικό Dana. Παράλληλα ξεκίνησε τη συγγραφή του μυθιστορήματος "Στέφεν Ο Ήρωας" (Stephen Hero), έργο που 'μεινε ημιτελές. Την ίδια χρονιά, στις 6 Ιουνίου, (η μέρα bloomsday), καταγράφεται η πρώτη γνωριμία του με τη Νόρα Μπάρνακλ (Nora Barnacle), καμαριέρα σε ξενοδοχείο, που την ερωτεύτηκε και μαζί της αργότερα, (την οποία παντρεύτηκε μόλις το 1931), τον Οκτώβρη, εγκατέλειψε την Ιρλανδία, για να εγκατασταθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, -όπου έμεινε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Αρχικά εγκατασταθήκανε στη Ζυρίχη κι έπειτα στη Τεργέστη, που εργάστηκε σα δάσκαλος στη σχολή Berlitz. Γύρω στο 1904 άρχισε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος με θέμα τη ζωή του στο σχολείο των Ιησουιτών, από το οποίο σώζεται σήμερα μόνον έν απόσπασμα το οποίο τιτλοφορείται "Stephen Hero" κι εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1944). Αν κι αυτό το κείμενο δε κυκλοφόρησε ποτέ, σήμερα θεωρείται το πρώτο σημαντικό πρωτόλειο του, που αποτέλεσε τη βάση (ίσως και το πρώτο σχεδίασμα) του κατοπινού "Πορτρέτου Του Καλλιτέχνη". Στις 27 Ιουλίου 1905, αποκτήσανε τον πρώτο τους γιο, Giorgio -συνολικά στα 36 χρόνια κοινής τους ζωής, αποκτήσανε 2 παιδιά.
Το 1907 εξέδωσε το 1ο σημαντικό του έργο, τη συλλογή διηγημάτων "Οι Δουβλινέζοι" (Τhe Dubliners), και που πρόκειται για μωσαϊκό της αστικής ζωής του Δουβλίνου της βικτοριανής εποχής. Στο έργο αυτό παρουσίασε για πρώτη φορά την αφηγηματική τεχνική των «επιφανειών» την οποία χρησιμοποίησε σε όλα τα έργα του. Οι «επιφάνειες», όρος που προέρχεται από την ονομασία της ξαφνικής θείας αποκάλυψης στην αρχαία ελληνική
θρησκεία, αποτέλεσαν ένα σημαντικότατο νεωτερισμό στη μέχρι τότε λογοτεχνία. Οι «επιφάνειες» ήτανε φράσεις που εκφράζανε πνευματικές αποκαλύψεις υπό γλωσσική μορφή, οι οποίες εισέρχονταν στο κείμενο κι υποδείκνυαν ξαφνική αλλαγή της οπτικής της aφήγησης μέσω μιας αυθόρμητης συνειδησιακής αποκάλυψης. Κατ' αυτό τον τρόπο κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα αφηγηματικό ύφος που εκινείτο σε διαφορετικά συνειδησιακά επίπεδα.
Στη Τεργέστη, παρέμεινε για τα επόμενα 15 περίπου χρόνια, με διακοπή 1 έτους, όταν τον Ιούλιο του 1906, εγκατασταθήκανε στη Ρώμη, που εργάστηκε σα τραπεζικός υπάλληλος. Επισκεπτόταν αραιά και που το Δουβλίνο, ενώ το 1909 προσπάθησε για σύντομο χρονικό διάστημα, σε συνεργασία μ' άλλους επιχειρηματίες να λειτουργήσει κινηματογράφους στην Ιρλανδία. Σύντομα εγκατέλειψε το εγχείρημα κι επέστρεψε στη Τεργέστη αφού όμως προηγουμένως είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο Maunsel & Co., για την έκδοση της συλλογής διηγημάτων "Δουβλινέζοι". Τελικά όμως το έργο αυτό τυπώθηκε το 1914 από τον οίκο Grant Richards. Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες και το "Πορτρέτο Του Καλλιτέχνη", στο περιοδικό Egoist, ενώ η έκδοση του βιβλίου έγινε το 1916 στη Νέα Υόρκη και το 1917 στο Λονδίνο.
Στην Τεργέστη παρέμεινε έως το 1915, οπότε μετακόμισε με
την οικογένειά του στη Ζυρίχη. Την επόμενη χρονιά εξέδωσε το 2ο έργο του "Το Πορτρέτο Του Καλλιτέχνη Σε Νεαρή Ηλικία" (Α Portrait Οf Τhe Artίst Αs A Young Man), αυτοβιογραφικό κείμενο που αφηγείται τη περίοδο της πνευματικής εξέγερσης του νεαρού Τζόυς εναντίον του καθολικισμού.
Χαρακτηριστικό στο "Πορτρέτο" είναι η άρνηση της συγγραφικής αυθεντίας, καθώς απουσιάζει πλήρως η οπτική, η άποψη τοu συγγραφέα. Χρησιμοποιώντας κι εδώ την τεχνική των «επιφανειών» αφηγείται τις συνειδησιακές αλλαγές και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του ήρωά του, Στήβεν Δαίδαλος (ο ίδιος ο νεαρός Τζόυς), καθώς το μυθιστόρημα κινείται στο χώρο του εσωτερικού κόσμου του ήρωά του. Στη Ζυρίχη, κιι ενώ η όρασή του διαρκώς επιδεινωνόταν, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο επόμενο μεγάλο έργο του, και κατά πολλούς αριστούργημά του, τον "Οδυσσέα".
Το 1914 ξεκίνησε τη συγγραφή του σημαντικότερου βιβλίου του, του "Οδυσσέα". Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκ. Πολ. έζησε στη Ζυρίχη, ενώ μετά τη λήξη του, μετακόμισε στο Παρίσι, έπειτα από πρόσκληση του ποιητή Έζρα Πάουντ και παρέμεινε για τα επόμενα 20 περίπου χρόνια. Το 1920 μετακόμισε ξανά στο Παρίσι, που τον συντηρούσαν οικονομικά κάποιοι φίλοι του, και το 1922 εξέδωσε τον "Οδυσσέα" (Ulysses) με τη φροντίδα μιας ομάδας φίλων του, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο Έζρα Πάουντ.
Ο "Οδυσσέας" είναι ένα κείμενο που η αφηγηματική δομή παραπέμπει στην ομηρική Οδύσσεια, καθώς αποτελεί ένα ιδιόρρυθμο οδοιπορικό στο Δουβλίνο, το οποίο λαμβάνει χώρα σε διάστημα μίας ημέρας, συγκεκριμένα της Πέμπτης 6ης Ιουνίου 1904 (μέρα κατά την οποία ο Τζόυς συνδέθηκε με τη γυναίκα του) και του οποίου τα επεισόδια παραπέμπουν νοηματικά στην αντίστοιχη εξέλιξη του ομηρικού μύθου. Άλλωστε, τα τρία βασικά πρόσωπα του έργου αποτελούν αναφορά στους βασικούς ήρωες του ομηρικού έπους, καθώς ο Στήβεν Δαίδαλος (η βασική μορφή με την οποία ο ίδιος ο Τζόυς εμφανίζεται στα έργα του), παραπέμπει στον Τηλέμαχο, ο βασικός ήρωας Λέοπολντ Μπλουμ στον Οδυσσέα κι η γυναίκα του, Μόλι Μπλουμ, στη Πηνελόπη. Ο Οδυσσέας αναμφίβολα είναι έργο εξαιρετικά δύσκολα προσβάσιμο στον αναγνώστη, καθώς οι συνεχείς γλωσσικοί νεολογισμοί του κι οι διαρκείς πολιτιστικές παραπομπές του δημιουργούν μια εξαιρετικά πολυεπίπεδη αφήγηση, στην οποία βασικό χαρακτηριστικό είναι η κειμενική πολυσημία, η οποία επιτρέπει μια σειρά από άπειρες, ταυτόχρονες ερμηνείες οι οποίες, αν και συχνά αποκλίνουσες, είναι καθ' όλα έγκυρες, παρά την αντίθεσή τους. Ωστόσο, παρά τη δυσκολία του, στον "Οδυσσέα" η δράση των βασικών ηρώων, η συνειδησιακή τους κατάσταση κι οι ψυχικές τους μεταπτώσεις (οι εσωτερικοί μονόλογοι των ηρώων του, αποτελούν υποδειγματικές μορφές του είδους) αποδίδονται σε τέτοιο βάθος και με τέτοια καθαρότητα, ώστε έχει δίκαια λεχθεί ότι στο έργο απεικονίζεται με τον εναργέστερο τρόπο η άναρχη ζωηρότητα της βιωμένης ζωής.
Ο "Οδυσσέας", που στην εποχή του ξεσήκωσε κύμα αντιδράσεων,
καθώς θεωρήθηκε κείμενο ακατανόητο, βλάσφημο και πορνογραφικό
(ιδιαίτερα ο περίφημος μονόλογος της Μόλι Μπλουμ, στον οποίο η ηρωίδα επιδίδεται σε μια σειρά σκέψεων, συχνά ερωτικής φύσης και με εκφράσεις ιδιαίτερα τολμηρές για την εποχή, κι ο οποίος αποδόθηκε από τον Τζόυς με συνεχή ροή η οποία δεν διακόπτονταν από κανένα σημείο στίξης), σήμερα θεωρείται έν απ' τα σημαντικότερα κείμενα (για πολλούς το σημαντικότερο) της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Ο Τζόυς αφιέρωσε τα επόμενα 17 χρόνια της ζωής του εργαζόμενος
πάνω σtο επόμενο μεγάλο του κείμενο, στο "Ξύπνημα Του Φίνεγκαν" (Finnegan's Wake), που αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Transatlantic Review πρώτη φορά το 1924. Η τελική έκδοση του έργου χρονολογείται το 1939, χάρη στις προσπάθειες των Maria & Eugene Jolas, που τον ενθαρρύνανε σχετικά με την ολοκλήρωση του έργου και παρά τις απογοητεύσεις του ιδίου, εξαιτίας της αρχικής υποδοχής του.
Το "Ξύπνημα Του Φίνεγκαν" είναι αναμφισβήτητα το πλέον αμφιλεγόμενο έργο του, όπου ο συγγραφέας ξεπέρασε κάθε όριο
συμβατικότητας λαμβάνοντας από τις πλέον εξυμνητικές έως τις
πλέον καταδικασtικές κριτικές. Όπως παρατήρησε κι ο Ουμπέρτο Έκο:
«Αν ο Οδυσσέας ήταν ένα παράδειγμα παράδοξης ισορροπίας ανάμεσα στις μορφές ενός κόσμου που έχει απορριφθεί και της άτακτης ουσίας ενός νέου, το επόμενο έργο [ο Φίνεγκαν] θα προσπαθήσει να είναι μια αναπαράσtαση του χάους και της πολλαπλότητας, στο εσωτερικό του οποίου ο συγγραφέας θα αναζητήσει πιο οικείους κανόνες τάξης ».
Βασική αναφορά στο "Ξύπνημα Του Φίνεγκαν" είναι η ερμηνεία από τον Τζόυς της θεωρίας του οικουμενισμού των ιστορικών επανεμφανίσεων του Τζαμπατίστα Βίκο, την οποία εφαρμόζει μες στα πλαίσια του γλωσσικού παιχνιδιού. Στο έργο αυτό αποδομώντας καταλυτικά κάθε γνωστή μέχρι τότε γλωσσική σύμβαση και δημιουργώντας μια γλώσσα προσωπική και συνάμα παγκόσμια, προσπάθησε να αποδώσει, μέσω των πολύσημων αναφορών του, τον πλούτο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Το "Ξύπνημα Του Φίνεγκαν", όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, δεν είναι η αφήγηση ενός ονείρου, είναι ένα όνειρο και γι' αυτό λειτουργεί με τους κανόνες του ονείρου. Καταρχήν, η χωροχρονική συνέχεια της αφήγησης του Οδυσσέα εδώ χάνεται τελείως, η δράση και τα πρόσωπα γίνονται εντελώς ρευστά, χάνουν την ενότητα και την ταυτότητά τους, περνώντας όπως ακριβώς στα όνειρα το ένα μες στο άλλο, κατά τα καπρίτσια του υποσυνειδήτου μας.
Η γλώσσα του κειμένου είναι εξαιρετικά ιδιότυπη, καθώς ο Τζόυς χρησιμοποίησε μια τεχνική αποδόμησης των λέξεων σε γλωσσικά μόρια κι ανακατασκευής τους με βάση αυτά. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι λέξεις του κειμένου συχνά αποτελούν δημιουργήματα του ίδιου του Τζόυς και τίθενται μέσα σrο κείμενο χωρίς νάχουν μία συγκεκριμένη, αλλά πολλές εν δυνάμει σημασίες, ιδιαίτερα λόγω του ότι αυτές παραπέμπουνε ταυτόχρονα σε λέξεις από περισσότερες από μία γλώσσες, χωρίς να υπάρχει πουθενά κάποιο αξιολογικό ερμηνευτικό κριτήριο. Έτσι, κάθε λέξη κι ακόμη περισσότερο κάθε φράση, μπορεί να έχει άπειρες, εξίσου έγκυρες σημασίες κι άπειρες πολιτισrικές αναφορές. Χαρακτηρισrικό είναι ότι θεωρείται έργο περίπου μη μεταφράσιμο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν άνετα οικονομικά. Στις 4 Ιουλίου 1931 μετά από 27 χρόνια κοινή ζωής ο James κι η Nora παντρεύονται. Το 1932 πεθαίνει ο πατέρας του και την ίδια χρονιά γίνεται παππούς. Με τη κατάληψη της Γαλλίας από τους Γερμανούς κατά τον Β' Παγκ. Πόλ., ο Τζόυς με πολύ έντονα τα προβλήματα όρασης (που τονε βασάνιζανε σ' όλη τη ζωή του) στις 14 Δεκέμβρη 1940, κι η οικογένεια του εγκαταλείψανε το Παρίσι για τη Ζυρίχη. Ένα μήνα μετά στις 13 Γενάρη 1941, ο παράξενος αυτός καλλιτέχνης πέθανε πρόωρα, σ' ηλικία 58 ετών, από πολύ προχωρημένο έλκος και θάφτηκε στο εκεί νεκροταφείο χωρίς να €χει γνωρίσει την αναγνώριση η οποία ήρθε μόνο μετά θάνατον.
Η Nora πεθαίνει εκεί 10 χρόνια αργότερα, το 1951.
Σήμερα, ο Τζόυς και παρά τις αμφισβητήσεις και τις επικρίσεις που δέχτηκε στην εποχή του, θεωρείται πέραν πάσης αμφιβολίας από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, που με το έργο του εξερεύνησε δρόμους απροσπέλαστους μέχρι τότε στην ανθρώπινη έκφραση, αποτελώντας σημείο αναφοράς για την όλη εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης.
Εξέδωσε όσο ζούσε και δύο μικρές συλλογές ποιημάτων "Μουσική Δωματίου", 1907, "Ποιήματα Της Πεντάρας", 1927, που συγκεντρώθηκαν αργότερα μαζί με άλλους σrίχους του. Το μοναδικό θεατρικό έργο του, "Εξορίες", 1915, είναι έντονα επηρεασμένο από τον Ίψεν.
---------------------------------------------------------------------------------------------
Ένα Θλιβερό Συμβάν
Ο κύριος Τζέημς Ντάφυ, έμενε στο Τσάπελιζολντ. Προτιμούσε να ζει στην εξοχή κι όσο γίνεται πιο μακριά από τη πόλη, γιατί έβρισκε όλες τις άλλες συνοικίες του Δουβλίνου άθλιες, μοντέρνες κι επιτηδευμένες. Έμενε σ' ένα παλιό σπίτι σκοτεινό, που από τα παράθυρα έβλεπε έν εργοστάσιο οινοπνευματοποιίας τώρα κλειστό και πιο πέρα το ποτάμι λίγο ρηχό, που στις όχθες του είναι χτισμένο το Δουβλίνο. Στους τοίχους της κάμαρας δεν υπήρχαν εικόνες και στο πάτωμα δεν υπήρχε χαλί. Είχεν αγοράσει ο ίδιος τα έπιπλα που βρίσκονταν στο δωμάτιο. ένα μαύρο σιδερένιο κρεβάτι, ένα λαβαμπό με σιδερένια βάση, τέσσερις ψάθινες καρέκλες, μια κρεμάστρα, ένα κουβά για κάρβουνα, έν αλεξίπυρο και πάνω σ' ένα τετράγωνο βαρύ τραπέζι ακουμπισμένο, ένα φορητό ελαφρό γραφειάκι. Μια εσοχή του τοίχου είχε γίνει βιβλιοθήκη με ράφια από άσπρο ξύλο. Το κρεβάτι ήτανε σκεπασμένο με λευκά κλινοσκεπάσματα και στα πόδια καλά και τακτικά διπλωμένη μια μαυροκόκκινη μάλλινη κουβέρτα. Ένας μικρός καθρέφτης ήτανε κρεμασμένος πάνω στη λεκάνη του λαβαμπό και πάνω στο τζάκι μια λευκή λάμπα που ήτανε και το μόνο στολίδι. Τα βιβλία πάνω στα ξύλινα ράφια ήτανε τακτοποιημένα ανάλογα με το μέγεθος. Σε μια άκρη του χαμηλότερου ραφιού φαινόταν όλο το έργο του Γουόρντσγουορθ και στην άκρη του ψηλότερου ραφιού η "Κατήχηση" με πάνινο δέσιμο, σα να 'τανε κανέν ευτελές σημειωματάριο. Υπήρχε πάντα γραφική ύλη μες στο γραφείο κι ακόμα ένα χειρόγραφο, η μετάφραση του "Μιχαήλ Κράμερ" του Χάουπτμαν, με τις σκηνικές οδηγίες γραμμένες με κόκκινο μελάνι, ακόμα μια πιο μικρή δέσμη χαρτιών, πιασμένη μ' ένα σιδερένιο συνδετήρα. Πάνω σ' αυτά τα χαρτιά γραφότανε καμιά φράση από καιρό σε καιρό και σίγουρα, δίνοντας διέξοδο σε μια στιγμή ειρωνείας, στο πρώτο φύλλο της δέσμης, κάποιος είχε κολλήσει μια ρεκλάμα για χάπια της χολής. Ανοίγοντας το συρτάρι του γραφείου ξέφευγε μια αδύνατη μυρωδιά ξύλινων μολυβιών, υγρής κόλλας ή ακόμα η μυρωδιά ώριμου μήλου που τ' αφήσανε καιρό κει και σάπισε.
Ο κύριος Ντάφυ αποστρεφόταν καθετί που 'δειχνε ψυχική ή υλική αταξία. Ένας γιατρός του Μεσαίωνα θα τον είχε ονομάσει Μολυβδιακό. Το πρόσωπό του, που πάνω του διάβαζε κανείς ιστορίες απ' ό,τι είχε ζήσει, είχε τη σκούρα καφετιά απόχρωση των δρόμων του Δουβλίνου. Στο μακρύ και κάπως πλατύ κεφάλι του φύτρωναν μαύρα, σκληρά μαλλιά κι ένα κάπως ανοιχτό μουστάκι δε κατάφερνε να κρύψει έν όχι συμπαθητικό στόμα. Τα ζυγωματικά, κάπως εξογκωμένα, αύξαιναν τη σκληρήν έκφραση του προσώπου. Εντούτοις, αυτή η σκληρότητα δεν υπήρχε στα μάτια, που 'ταν έτοιμα να χαιρετήσουν ή ακόμα να καλωσορίσουν έστω και την υποψία μιας ελεύθερης ή λυτρωτικής σκέψης και που όμως συχνά απογοητευόταν. Θα 'λεγε κανείς πως ζούσε σε κάποιαν απόσταση από το σώμα του, παρατηρώντας τις ίδιες τις πράξεις του μ' ένα βλέμμα φευγαλέο και καχύποπτο. Είχεν επιπλέον μια περίεργη αυτοβιογραφική μανία, που τον οδηγούσε να συνθέτει στο νου του μικρές φράσεις που τον αφορούσαν κι όπου το υποκείμενο ήταν στο τρίτο πρόσωπο και το ρήμα πάντα σε χρόνο παρωχημένο. Ποτέ δεν έδινε ελεημοσύνη σε ζητιάνο και περπατούσε μ' ένα βήμα σταθερό, κρατώντας στο χέρι του ένα χοντρό μπαστούνι από ξύλο φουντουκιάς.
Για πολλά χρόνια ήταν ταμίας μιας ιδιωτικής Τράπεζας στην οδό Μπάγκοτ. Κάθε πρωί έπαιρνε το τραμ από το Τσάπελιζολντ και κατέβαινε στη πόλη. Κάθε μεσημέρι πήγαινε στο μπαρ του Νταν Μπερκ, ζητούσε μια μεγάλη μπουκάλα μπύρα κι ένα μικρό πιάτο με μπισκότα σίκαλης. Μετά επέστρεφε πάλι στην Τράπεζα και στις τέσσερις τελείωνε. Μετά δειπνούσε σε μια πανσιόν, στη οδό Γεωργίου, όπου αισθανότανε προφυλαγμένος κι ασφαλής από τη φασαρία που 'κανε η χρυσή νεολαία του Δουβλίνου κι όπου η τροφή ήταν απλή κι οι τιμές πολύ λογικές. Τα βράδια τα περνούσε καθισμένος μπρος στο πιάνο της νοικοκυράς του ή τριγυρίζοντας στις διάφορες συνοικίες της πόλης. Η αγάπη του για τον Μότσαρτ τονε παράσερνε καμιά φορά ως την Όπερα ή στις συναυλίες. Αυτές ήταν οι μόνες ασωτείες στη ζωή του. Δεν είχε φίλους, ούτε γνωστούς, ούτε εκκλησία, μήτε πίστη. Τα θρησκευτικά προβλήματα τ' αντιμετώπιζε ολομόναχος, επισκεπτόμενος τους συγγενείς του τα Χριστούγεννα ή συνοδεύοντάς τους στο κοιμητήρι όταν πεθαίνανε. Ξεπλήρωνεν έτσι και τα δύο κοινωνικά του καθήκοντα στ' όνομα μιας παραδοσιακής αξιοπρέπειας, αλλά αρνιόταν να παραχωρήσει οτιδήποτε παραπάνω στις συμβατικότητες που ρυθμίζουνε την αστική ζωή. Επέτρεπε ακόμα στον εαυτό του να πιστεύει πως υπ' ορισμένες συνθήκες θα μπορούσε ακόμα να ληστέψει και τη Τράπεζα, όμως αυτές οι συνθήκες ουδέποτε παρουσιαστήκανε κι έτσι η ζωή του κυλούσε χωρίς γεγονότα -μια ιστορία δηλαδή χωρίς περιπέτειες.
Ένα βράδυ όμως βρέθηκε καθισμένος στη Ροτόντα, πλάι σε δυο κυρίες. Η αίθουσα ήτανε σιωπηλή και σχεδόν άδεια, προμήνυε αποτυχία. Η κυρία που καθότανε πλάι του, κοίταξε μια-δυο φορές γύρω την άδεια αίθουσα.
-"Τι κρίμα που η αίθουσα είναι τόσο άδεια απόψε. Είναι θλιβερό για τους καλλιτέχνες να τραγουδάνε μπρος σ' άδεια καθίσματα".
Πήρε αυτή την παρατήρηση για ενθάρρυνση κι άρχισε να κουβεντιάζει, διατηρώντας όμως πάντα μιαν έκπληξη, πώς η κυρία δεν ενοχλήθηκε που αυτός ο άγνωστος της απηύθυνε το λόγο. Συνέχιζεν όμως τη κουβέντα, ενώ προσπαθούσε ν' αποτυπώσει τη φυσιογνωμία της στη μνήμη του. 'Οταν έμαθε πως η νεαρή κοπέλα δίπλα της ήταν η κόρη της, σκέφτηκε πως η μητέρα θα 'ταν ένα ή δυο χρόνια νεότερή του. Το πρόσωπό της, που κάποτε πρέπει να 'ταν ωραίο, παρέμενε έξυπνο. Ήτανε πρόσωπο σε σχήμα οβάλ μ' έντονα χαρακτηριστικά. Τα μάτια ήτανε βαθιά μπλε κι ακίνητα. Το βλέμμα στην αρχή είχε μια νότα πρόκλησης, που όμως εξαφανιζόταν μέσα στη σχεδόν λιποθυμική υγρότητα της ίριδας, αποκαλύπτοντας ιδιοσυγκρασία πολύ ευαίσθητη. αυτό για μια στιγμή, γιατί αμέσως η κόρη του ματιού ξανάπαιρνε τη παλιά της έκφραση κι η ευαισθησία που τόσο λίγο είχε φανερωθεί ξανάπεφτε στην υποδούλωση, στη πρόβλεψη, στη σύμβαση. Η ζακέτα της από αστρακάν, που περιόριζε έν αρκετά πλούσιο στήθος, υπογράμμιζε αυτή την αίσθηση της άμυνας και της συμβατικότητας τελεσίδικα.
Την ξανασυνάντησε λίγες βδομάδες αργότερα σε μια συναυλία. Βρήκε την ευκαιρία που η προσοχή της κόρης της ήτανε στραμμένη αλλού, για να γίνει πιο θαρραλέος και να προχωρήσει σ' ερωτήσεις. Αυτή ανέφερε εντελώς φυσικά, τον άνδρα της, αλλά ο τόνος της κουβέντας δεν ήτανε καθόλου νευρικός ή ανησυχαστικός. Τη λέγανε κυρία Σίνικο. Ο άνδρας της ήτανε καπετάνιος σ' εμπορικό καράβι που 'κανε τη γραμμή Δουβλίνο-Ολλανδία. Είχανε μόνον αυτή τη κόρη. Όταν για τρίτη φορά τη συνάντησε, πάλι κατά τύχη, βρήκε το θάρρος και της όρισε μια συνάντηση. Αυτή πήγε κι ήταν αυτή η αρχή από πολλές συναντήσεις που ακολούθησαν. Συναντιόντουσαν αργά το βράδυ και διάλεγανε τις πιο απομακρυσμένες συνοικίες. Όμως ο κύριος Ντάφυ είχε μιαν απέχθεια σ' αυτές τις συνωμοτικές, κρυφές συναντήσεις και σχεδόν την ανάγκασε να τονε προσκαλέσει σπίτι της. Ο καπετάνιος ήταν εκεί και μάλλον ενθάρρυνε τις επισκέψεις του, πιστεύοντας πως ήταν μάλλον υποψήφιος για τη κόρη του. Είχε ο ίδιος από καιρό αποκλείσει τη γυναίκα του απ' οποιαδήποτε υποψία ηδονής, ώστε δεν μπορούσε καν να υποπτευθεί πως κάποιος άλλος άνδρας θα ενδιαφερόταν. Καθώς ο καπετάνιος ταξίδευε συχνά κι η κόρη του έλειπε, γιατί έδινε μαθήματα μουσικής, ο κύριος Ντάφυ είχε πολλές ευκαιρίες για να εκτιμήσει τη συντροφιά της κυρίας Σίνικο. Ούτε αυτή, ούτε αυτός είχαν παρόμοιες περιπέτειες στο παρελθόν και κανένας τους δεν έβλεπε σ' αυτό τίποτα το άτοπο. Σιγά-σιγά έμπλεκε τις σκέψεις της με τις δικές του. Τις μπέρδευε. Της δάνειζε βιβλία, της έδινε ιδέες, τέλος μοιραζότανε τη πνευματική του ζωή μαζί της κι αυτή καθόταν ήσυχα απέναντί του κι άκουγε, άκουγε.
Καμιά φορά, σαν απάντηση στις θεωρίες του, του ανέφερε γεγονότα της δικής της ζωής και εμπειρίας. Με μια σχεδόν μητρική φροντίδα, τον υποκινούσε να ανοιχτεί εντελώς. Έγινε περίπου ο εξομολογητής του. Της είχε εξομολογηθεί π.χ. πως για ένα διάστημα είχε παρεβρεθεί και λάβει μέρος στις συνεδριάσεις του Ιρλανδέζικου Σοσιαλιστικού Κόμματος, που αισθάνθηκε κι εκεί απομονωμένος, ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά σκυθρωπούς εργάτες, μαζεμένους σε μια κρύα αποθήκη κάτω απ' το φως μιας αδύνατης λάμπας πετρελαίου. Όταν το κόμμα διασπάστηκε σε τρία μέρη, καθένα με το δικό του αρχηγό και τη δική του αποθήκη, σταμάτησε να πηγαίνει. Οι συζητήσεις των εργατών ήτανε πολύ περιορισμένου ενδιαφέροντος και τελικά φοβισμένες. Όλο το βάρος έπεφτε στα ημερομίσθια. Αυτό ήταν υπερβολικό, έλεγε. Βέβαια οι συνοδοιπόροι ήταν σκληροτράχηλοι ρεαλιστές, με μια μνησικακία για την ακριβολογία του, που 'ταν αποτέλεσμα καλλιέργειας κι άνεσης που βρισκόταν έξω από τις δικές τους δυνατότητες. Καμιά κοινωνική επανάσταση, έλεγε, δεν ήταν αρκετή να συγκλονίσει το Δουβλίνο, πριν περάσουν μερικοί αιώνες.
Μια μέρα αυτή τον ρώτησε γιατί δεν έγραφε τις σκέψεις του.
-"Για ποιόν;" απάντησε με συγκρατημένη περιφρόνηση. "Για να συναγωνιστώ τους νεοσσούς της γραφίδας, ανίκανους να εκφρασθούν με συνέπεια για εξήντα δευτερόλεπτα; Να υποβάλω εαυτόν στις κρίσεις κριτικών, μιας ειδεχθούς και νωθρής μικροαστικής κοινωνίας που εμπιστεύεται την ηθική της στους χωροφύλακες και τις καλές τέχνες στους ατζέντηδες και τους μεσάζοντες";
Συχνά πήγαινε και την έβλεπε στο εξοχικό της σπίτι έξω από το Δουβλίνο. Εκεί περνούσαν πολλές βραδιές μόνοι. Σιγά-σιγά άρχισαν να μιλούν για θέματα λιγότερο αφηρημένα. Η παρουσία της κυρίας Σίνικο, ήταν όπως η ζεστασιά της γης. Πολλές φορές άφηνε να πέφτει το σκοτάδι μες στη κάμαρα, χωρίς ν' ανάβει τη λάμπα. Τότε, το σκοτεινό διακριτικό δωμάτιο, η απομόνωση, η μουσική που ακούγανε τους ένωνε. Αυτή η ένωση διέγερνε τον ανδρισμό του, τους έφερνε πιο κοντά, στρογγύλευε κάπως τις αιχμές του χαρακτήρα του, τον ευαισθητοποιούσε. Συχνά έπιανε τον εαυτό του, ν' ακούει και να ευχαριστιέται με τον ήχο της φωνής της. Κατάλαβε πως άρχισε να παίρνει στα μάτια της διαστάσεις σχεδόν αγγελικές, πως η αυθόρμητη και θερμή φύση της κυρίας Σίνικο συνδεόταν όλο και πιο στενά, μαζί του. 'Ακουγε τότε μια παράξενη κι απρόσωπη φωνή που αναγνώριζε για δική του, να επιμένει στην αθεράπευτη μοναξιά της ζωής. Δε μπορούμε να προσφέρουμε τους εαυτούς μας. Ο εαυτός μας ανήκει μόνο σε μας. Το τέλος αυτών των συνομιλιών ήταν, μια νύχτα που η κυρία Σίνικο έδειξε μια ασυνήθιστη διέγερση: καθώς αυτός μιλούσε, αυτή άρπαξε με πάθος το χέρι του και το έσφιξε πάνω στο μάγουλό της. Ο κύριος Ντάφυ κυριολεκτικά τα 'χασε. Ο τρόπος που αυτή είχε ερμηνεύσει τα λόγια του τον απογοήτευσε.
Απέφυγε να τη δει για μιαν ολάκερη βδομάδα. Μετά από τη βδομάδα της έγραψε και ζήτησε να τη δει. Όπως δεν ήθελε η τελευταία τους συνάντηση να δηλητηριαστεί απ' την επίδραση μιας άλλης αποτυχημένης εξομολογησης, της ζήτησε να συναντηθούνε σ' ένα μικρό ζαχαροπλαστείο απέναντι στην είσοδο του Πάρκου. Ήτανε κρύος φθινοπωριάτικος καιρός, όμως παρόλο το κρύο περιπλανήθηκανε στα δρομάκια του πάρκου, σχεδόν για τρεις ώρες. Συμφώνησαν να διακόψουν αμέσως κάθε επικοινωνία: κάθε δεσμός, μα κάθε δεσμός της έλεγε, μας δένει με τη θλίψη. Όταν βγήκαν από το πάρκο, περπατήσανε σιωπηλοί ως το τραμ. Όμως εκεί η κυρία Σίνικο άρχισε να τρέμει τόσο πολύ, που αυτός φοβούμενος μια νέα κρίση από μέρους της, τη χαιρέτισε βιαστικά κι έφυγε. Λίγες μέρες αργότερα έλαβε στο σπίτι του ένα πακέτο που περιείχε τα βιβλία που της είχε δανείσει και τετράδια μουσικής.
Περάσανε τέσσερα χρόνια. Ο κύριος Ντάφυ ξαναγύρισε στο δικό του τρόπο ζωής. Η κάμαρά του διατηρούσε πάντα το ίδιο πνεύμα μιας άμεμπτης τάξης. Μερικά νέα κομμάτια μουσικής είχανε προστεθεί στο αναλόγιο, επίσης στα ράφια τη βιβλιοθήκης είχανε προστεθεί δυο νέοι τόμοι του Νίτσε: "Τάδε Έφη Ζαρατούστρα" κι "Η Χαρούμενη Γνώση". Σπάνια έγραφε οτιδήποτε πια στα χαρτιά του, πάνω στο γραφείο. Η τελευταία φράση που έγραψε έλεγε:
"Ο έρως μεταξύ δύο ανδρών είναι αδύνατος, διότι δε μπορεί να υπάρξει σεξουαλική σχέση κι η φιλία μεταξύ γυναικός κι ανδρός είναι αδύνατος, διότι πρέπει να υπάρξει σεξουαλική σχέση".
Απέφυγε τις συναυλίες από φόβο μήπως τη συναντήσει. Ο πατέρας του στο μεταξύ πέθανε κι ο ένας συνεταίρος της Τράπεζας είχε αποσυρθεί. Αυτός όμως εξακολουθούσε να κατεβαίνει κάθε πρωί στην πόλη με το τραμ και να επιστρέφει κάθε βράδυ με τα πόδια, αφού πρώτα είχε δειπνήσει στο μικρό εστιατόριο της οδού Γεωργίου κι αφού είχε διαβάσει την απογευματινή εφημερίδα εν είδει επιδορπίου.
Ένα βράδυ, καθώς ετοιμαζόταν να βάλει στο στόμα του ένα κομμάτι κρέας με βραστό λάχανο, το χέρι του σταμάτησεν απότομα. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί σε μια παράγραφο της εφημερίδας, που την είχε στηρίξει στη καράφα του νερού καθώς έτρωγε. Ακούμπησε τη μπουκιά στο πιάτο του και διάβασε προσεκτικά τη παράγραφο. Έπειτα ήπιε ένα ποτήρι νερό, έσπρωξε το πιάτο του, δίπλωσε μπρος την εφημερίδα κι ακουμπώντας το κεφάλι στα δυο του χέρια, διάβασε και ξαναδιάβασε την είδηση. Το λάχανο άρχισε να στάζει μες στο πιάτο ένα λίπος άσπρο και παγωμένο. Η σερβιτόρα πλησίασε και τονε ρώτησε, μήπως το φαγητό δεν ήτανε καλά μαγειρεμένο. Είπε πως είναι πολύ καλό και κατάπιε δυο μπουκιές με δυσκολία. Έπειτα πλήρωσε κι έφυγε. Περπατούσε γρήγορα μες στο σούρουπο του Νοέμβρη χτυπώντας εμφατικά το έδαφος με το μπαστούνι του, από ξύλο φουντουκιάς. Μια γωνιά του "Εσπερινού Ταχυδρόμου" ξέφευγε λίγο απ' τη τσέπη του σφιχτού πανωφοριού του. Στο μοναχικό δρόμο που οδηγεί από την είσοδο ως το Τσάπελιζολντ, αργοπόρησε το βήμα του, τώρα το μπαστούνι του δε χτυπούσε τόσο δυνατά το έδαφος κι η ανάσα του, σχεδόν στεναγμός, έβγαινε άρρυθμη και κομμένη, μες στον χειμωνιάτικο αέρα. Όταν έφτασε σπίτι του, πήγε κατευθείαν στη κάμαρά του και βγάζοντας την εφημερίδα από τη τσέπη, διάβασε ξανά την είδηση μπρος στο παράθυρο. Τη διάβαζε από μέσα του, κουνώντας μόνο τα χείλια, όπως κάνει ο παπάς όταν διαβάζει τη προσευχή μόνος του. Η είδηση έλεγε:
ΕΝΑ ΘΛΙΒΕΡΟ ΣΥΜΒΑΝ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΣΙΝΤΝΕΫ
Σήμερον, εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον του Δουβλίνου, ο βοηθός ιατροδικαστού (απόντος του κυρίου Λεβερέτ) επραγματοποίησε εξέτασιν επί του πτώματος της κυρίας 'Εμιλυ Σίνικο, ηλικίας σαράντα τριών ετών, η οποία εφονεύθη εις τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν του Σίντνεϋ, χθες την εσπέραν. Η
ανάκρισις απέδειξε ότι η αποθανούσα, ενώ προσεπάθει να διασχίση την σιδηροδρομικήν γραμμήν, εφονεύφθη υπό της αμαξοστοιχίας της δεκάτης νυκτερινής, προερχομένης εκ Κίνγκσταουν. Αι κακώσεις αί προξενηθείσαι εις την κεφαλήν και την δεξιάν πλευράν του θώρακος προεκάλεσαν τον θάνατον της προαναφερθείσης κυρίας.
Ο Τζέημς Λένον, οδηγός της αμαξοστοιχίας, εδήλωσεν ότι υπήρξεν επί δεκαπενταετίαν υπάλληλος της εταιρείας Σιδηροδρόμων. Επί τω ακούσματι της σφυρίκτρας του φύλακος έθεσε την μηχανήν εν κινήσει, αλλά μία ή δύο στιγμάς αργότερον την ακινητοποίησε πάραυτα, διότι ήκουσε διαπεραστικάς κραυγάς. Η αμαξοστοιχία είχε μικράν ταχύτητα. Ο κύριος Π. Νταν, αχθοφόρος του Σταθμού εδήλωσεν ότι κατά την στιγμήν της εκκινήσεως της αμαξοστοιχίας, παρετήρησε μίαν γυναίκα, η οποία προσεπάθει να διασχίση τας γραμμάς. 'Εσπευσε προς αυτήν κραυγάζων, ου μην αλλά, πριν δυνηθή να πλησιάση, αυτή επλήγη υπό του αποκρουστήρος της αμαξοστοιχίας κι έπεσε.
Δικαστής: "Είδατε την κυρία να πέφτη";
Μάρτυς: "Μάλιστα κύριε".
Ο ενωμοτάρχης Κρόλυ εδήλωσεν ότι όταν έφτασε ηύρε την θανούσαν εις ύπτιαν θέσιν, και προφανώς ήδη νεκράν. Μετέφερε το πτώμα εις την αίθουσαν αναμονής του Σταθμού κι ανέμενε το ασθενοφόρον. Ο αστυφύλαξ 57 επιβεβαίωσε την κατάθεσιν.
Ο ιατρός Χάλπιν, βοηθός χειρούργος του Δημοτικού Νοσοκομείου, εδήλωσεν ότι το θύμα έφερε κατάγματα επί της δεξιάς πλευράς του θώρακος κι εκχυμώσεις επί της ωμοπλάτης. Το τραύμα της κεφαλής προεκλήθη εκ της πτώσεως επί του εδάφους. Εν τούτοις, η σοβαρότης των τραυμάτων δεν ήτο τοιαύτη, ώστε να προκαλέση τον θάνατον φυσιολογικού ανθρώπου. Ο θάνατος, κατά την γνώμην του ιατρού, προήλθε προφανώς εκ βιαίας συγκινήσεως (σοκ) κι αιφνιδίας παύσεως της λειτουργίας της καρδίας.
Ο κ. Χ. Μπ. Πάττερσον Φίνλεϋ, της Εταιρείας Σιδηροδρόμων, εξέφρασε την βαθύτατην λύπην του. Η Εταιρεία εξάλλου εδήλωσεν ότι προ πολλού χρόνου έχει λάβει τας δεούσας προφυλάξεις, όπως εμποδίζη το κοινόν να διασχίζη τας γραμμάς. Εκτός των ειδικών προς τούτο γεφυρών προσετέθησαν κι ειδικαί πινακίδες εις έκαστον Σταθμόν κι επιπροσθέτως χρησιμοποιούνται υπό της Εταιρείας ειδικοί αυτόματοι οδοφράκται, ιδικής της ευρεσιτεχνίας δια τας ισοπέδους διαβάσεις. Το θύμα εσυνήθιζε να διασχίζη τας γραμμάς εις προχωρημένας ώρας της νυκτός. λαμβανομένης υπ' όψιν της ιδιαζούσης μορφής συνθηκών αυτής της υποθέσεως, ο κύριος Φίνλεϋ δεν νομίζει ότι οι υπάλληλοι της Εταιρείας έχουν οιανδήποτε ευθύνην.
Ο πλοίαρχος Σίνικο, κάτοικος της Λεοβίλ και σύζυγος του θύματος, εδήλωσεν εξάλλου: Το θύμα υπήρξε σύζυγός του. Δεν ευρίσκετο εν Δουβλίνω κατά το δυστύχημα, αφιχθείς μόλις σήμερον την πρωίαν εκ Ρόττερνταμ. Ήσαν νυμφευμένοι από εικοσαετίας κι έζων ευτυχείς, ακόμη και προ διετίας, εποχήν κατά την οποίαν η σύζυγός του ήρχισε να αποκτά μάλλον περιέργους, σχεδόν ακολάστους συνηθείας. Η δεσποινίς Μαίρη Σίνικο, είπεν ότι η αποβιώσασα μήτηρ της, το τελευταίον διάστημα εσυνήθιζε να εξέρχεται την νύκτα προς αγοράν οινοπνευματωδών. Πολλάκις εδοκίμασε να την νουθετήση και τελευταίως την είχε παρακινήσει όπως εγγραφή εις τον σύνδεσμον αντιαλκοολικού αγώνος. Η δεσποινίς Σίνικο δεν ευρίσκετο εις την οικία της, επέστρεψεν μίαν ώραν μετά το δυστύχημα. Το δικαστήριον εξέδωσε την απόφασίν του, συμφώνως προς την κατάθεσιν του ιατρού κι απήλλαξε τον Λένον (οδηγόν αμαξοστοιχίας) πάσης ευθύνης. Ο βοηθός ιατροδικαστού είπεν ότι όντως ήτο ένα θλιβερόν συμβάν κι εξέφρασε την βαθείαν λύπην του εις τον πλοίαρχον Σίνικο και τη θυγατέρα του. Εκ παραλλήλου προέτρεψε την Εταιρείαν όπως λάβη αυστηρότερα μέτρα προς αποφυγήν παρομοίων ατυχημάτων εις το μέλλον. Ουδείς εθεωρήθη υπεύθυνος.
Ο κύριος Ντάφυ σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί έξω απ' το παράθυρο, στο σκυθρωπό βραδινό τοπίο. Το ποτάμι κυλούσεν ήσυχα πίσω από το εγκαταλελειμμένο οινοποιείο, ενώ, από καιρό σε καιρό ένα φως άναβε σ' ένα από τα σπίτια της οδού Λούκαν. "Θεέ μου! τί τέλος", ψιθύρισε. Όλη η περιγραφή του θανάτου της τον έκανε να επαναστατήσει και πιο πολύ γιατί αυτός πρώτος της είχε μιλήσει για πράγματα που ο ίδιος θεωρούσε ιερά. Οι τετριμμένες
φράσεις, οι κενές εκφράσεις συμπαθείας, οι προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του πληρωμένου δημοσιογράφου για ν' αποσιωπήσει τις λεπτομέρειες ενός κοινότατου και χυδαίου θανάτου, του φέραν αναγούλα. Όχι μόνον εξευτέλισε τον εαυτό της, αλλά εξευτέλισε κι αυτόν τον ίδιο, είδε τη βρωμερή πλευρά του βίτσιου της, ένα βίτσιο άθλιο κι εμετικό. Η σύντροφος της ψυχής του! Θυμήθηκε τις θλιβερές υπάρξεις που 'χε δει να τρεκλίζουνε, κρατώντας κανάτια ή μπουκάλια κρασί, που τους γέμιζεν ο κάπελας. Δίκαιε Θεέ, τί τέλος! Σίγουρα, δε γινόταν αλλιώς. Ήταν μια γυναίκα διπλοπρόσωπη, βέβαια δυσκολοπροσάρμοστη, χωρίς θέληση και σκοπό, εύκολη λεία των παθών, έν από τα ανθρώπινα ράκη που ξερνούν οι πολιτισμένες κοινωνίες. Να ξεπέσει τόσο! Ήτανε δυνατό να 'χει διαψευστεί εντελώς για λογαριασμό της; Θυμήθηκε την έκρηξή της κείνη τη βραδιά και τη βρήκε ακόμα πιο κατάπτυστη. Επιδοκίμαζε τώρα τον εαυτό του για τη στάση που 'χε κρατήσει τότε.
Καθώς έπεφτε η νύχτα κι η μνήμη ξεστράτιζε, νόμιζε πως ένιωσε το χέρι της νεκρής ν' αγγίζει το δικό του. Το τράβηγμα που πριν είχε νιώσει στο στομάχι του, τώρα το 'νιωθε στα νεύρα του. Έβαλε βιαστικά το καπέλο και το πανωφόρι του και βγήκε. Ο παγωμένος αέρας τονε χτύπησε στο πρόσωπο, έμπαινε μέσα στα μανίκια του πανωφοριού. 'Οταν έφτασε στην ταβέρνα που βρίσκεται στη γέφυρα του Τσάπελιζολντ, μπήκε μέσα και ζήτησε ένα ζεστό γκρογκ. Ο ταβερνιάρης τονε σέρβιρε σχεδόν δουλικά, όμως δε σκέφτηκε να διακινδυνεύσει να του μιλήσει. Υπήρχανε πεντέξι εργατικοί στο κατάστημα, που συζητούσανε για την αξία της ιδιοκτησίας στην κομητεία του Κιλντέαρ. Πίνανε κατά διαστήματα από τα μεγάλα ποτήρια του μισού κιλού, κάπνιζανε και φτύνανε στο πάτωμα, σέρνοντας τις βαριές αρβύλες τους σκεπάζοντας τα φτυσίματα με το πριονίδι. Ο κύριος Ντάφυ κάθισε σ' ένα σκαμνί και τους κοίταζε χωρίς να τους βλέπει. Ύστερα από λίγο φύγανε κι ο κύριος Ντάφυ ζήτησε και δεύτερο γκρογκ. Η ταβέρνα τώρα ήταν άδεια, ο ταβερνιάρης ακουμπισμένος στον πάγκο διάβαζε την εφημερίδα και χασμουριόταν. Αραιά και πού, ακούγονταν τα τραμ που περνούσανε στο μοναχικό δρόμο.
Όπως καθόταν, άρχισε να ξαναζεί στιγμές από τη ζωή του μαζί της. Στη μνήμη ερχόταν διαδοχικά οι δυο εικόνες. η τωρινή ζωή του και το κοινό παρελθόν. Τότε κατάλαβε πως αυτή δε ζούσε πια, πως είχε κιόλας γίνει ασήμαντη. Πως δεν υπήρχε.
'Αρχισε να αισθάνεται πολύ άσχημα. Αναρωτιότανε τί άλλο μπορούσε να κάνει, δε μπορούσε βέβαια να διατηρήσει αυτή τη σχέση, αυτή τη κωμωδία της υποκρισίας. Εξάλλου δε μπορούσε να ζει μαζί της ανοιχτά. Έκανε αυτό που νόμιζε σωστό. Σε τί ήτανε φταίχτης; Όμως τώρα που αυτή δεν υπήρχε κατάλαβε πόσο μοναχική ήταν η ζωή της, καθισμένη ολομόναχη, νύχτες και νύχτες σε κείνο το δωμάτιο. Κι η δικιά του η ζωή ήτανε το ίδιο μοναχική κι αυτός θα πέθαινε, θα 'παυε να υπάρχει, θα γινόταν ανάμνηση, αν βρισκότανε βέβαια κάποιος να τονε θυμηθεί. Ήτανε περασμένες εννιά, όταν άφησε τη ταβέρνα. Η νύχτα ήτανε κρύα και σκοτεινή. Μπήκε στο πάρκο από τη πρώτη πόρτα και περπάτησε μόνος κάτω από τα δέντρα. Περιπλανήθηκε κάτω από τις παγωμένες αλέες, όπως τότε, τέσσερα χρόνια πριν. Του φαινότανε πως περπατούσε πλάι του μες στο σκοτάδι. Στιγμές-στιγμές νόμιζε πως άκουγε τη φωνή της να του χαϊδεύει τ' αφτιά, το χέρι της ν' αγγίζει το δικό του. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Γιατί αλήθεια της αρνήθηκε τη ζωή; Γιατί τη καταδίκασε σε θάνατο; Ένιωσε την ηθική του να γίνεται κομμάτια.
Όταν έφτασε στη κορφή ενός χαμηλού υψώματος, σταμάτησε και κοίταξε το ποτάμι να κατεβαίνει ως το Δουβλίνο, που τα φώτα του λάμπανε κατακόκκινα και φιλόξενα, μες στη παγωμένη νύχτα. Έπειτα το βλέμμα του κατηφόρισε τη πλαγιά ως τα ριζά του χαμηλού λόφου. Κει, στη σκιά του τοίχου του πάρκου, είδε αγκαλιασμένες κάτι ανθρώπινες σκιές. Αυτοί οι λαθραίοι και πληρωμένοι έρωτες, που τονε γέμιζαν απελπισία. Γιατί βασάνιζε έτσι σκληρά τον εαυτό του; Γιατί τόσην αναλγησία; Ένιωσε πως ήταν ένας απόβλητος απ' το πανηγύρι της ζωής. Ένας άνθρωπος, μια γυναίκα τον είχε αγαπήσει κι αυτός της είχε αρνηθεί τη ζωή και την ευτυχία και το χειρότερο τη καταδίκασε σ' αυτό το ντροπιασμένο θάνατο. Ήξερε πως αυτοί που κυλιόνταν στο χώμα, κοντά στον τοίχο, θα 'θελαν να τον έβλεπαν να φεύγει. Κανείς δεν τον ήθελε. Ήταν ο απόβλητος, ο διωγμένος. Γύρισε τα μάτια του προς το γκρίζο λαμπρό ποτάμι που προχωρούσε ελικοειδώς προς τη πόλη.
Πέρα από το ποτάμι ένα τρένο κατευθυνόταν προς τον σταθμό του Κίνγκσταουν, καθώς ένα σκουλήκι που σέρνεται με πυρωμένο κεφάλι μες στα σκοτάδια, πεισμωμένο κι εργατικό. Το τρένο εξαφανίστηκε, όμως αυτός εξακολουθούσε ν' ακούει στ' αφτιά του τον κουρασμένο βόμβο της ατμομηχανής που επαναλάμβανε τις συλλαβές του ονόματός της. Πήρε τον ίδιο δρόμο του γυρισμού. Ο ρυθμός του τρένου σφυροκοπούσε τα μηνίγγια του. 'Αρχισε ν' αμφιβάλλει για τη πραγματικότητα. Πού είναι οι αναμνήσεις; Στάθηκε κάτω από ένα δέντρο κι ο θόρυβος χάθηκε μακριά. Δε την ένιωθε πια κοντά του. Μες στα σκοτάδια η φωνή της δε του ψιθύριζε τίποτα. Έμεινεν ακίνητος λίγα λεπτά ακούγοντας. Τίποτα. Η νύχτα ήταν απόλυτα σιωπηλή. Αφουγκράστηκε ξανά. Απόλυτα σιωπηλή. Ένιωσε πως ήταν μόνος.
---------------------------------------------------------------------------------------------
ένα διήγημα από τους "Δουβλινέζους" του.
Το φινάλε από το μονόλογο της Μόλι Μλπλουμ
...Αχ ναι τους ξέρω καλά ποιός ήταν ο πρώτος στο σύμπαν πριν να υπάρξει κάποιος που το έφτιαξε όλο αυτό ποιός ποιός αχ αυτό δεν το ξέρουν ούτε κι εγώ έτσι λοιπόν ας δοκιμάσουν να σταματήσουν τον ήλιο να ανατείλει αύριο ο ήλιος λάμπει για σένα είπε την ημέρα που ήμαστε ξαπλωμένοι ανάμεσα στα ροδόδεντρα στο Χάουθ με το κεφάλι στο γκρίζο μάλλινο κοστούμι του και το ψάθινο καπέλο του την ημέρα που τον έσπρωξα να με ζητήσει σε γάμο ναι πρώτα του έδωσα το κομμάτι από το κέικ με ηλιόσπορους μέσα από το στόμα μου και ήταν δίσεχτος χρόνος όπως τώρα ναι δεκαέξι χρόνια Θεέ μου ύστερα από το μακρύ φιλί κόντεψα να χάσω την αναπνοή μου ναι είπε πως ήμουν ένα άνθος των βουνών ναι έτσι ήμαστε όλες άνθη το κορμί της γυναίκας ναι αυτό ήταν ένα αληθινό πράγμα που είπε στην ζωή του κι ο ήλιος λάμπει για σένα σήμερα ναι γι’ αυτό τον συμπάθησα γιατί είδα ότι καταλάβαινε και αισθανόταν τί είναι η γυναίκα κι ήξερα πως θα μπορούσα πάντα να τον καταφέρω και του έδωσα όλη την ευχαρίστηση που μπορούσα φέρνοντάς τον στα νερά μου μέχρι που μου ζήτησε να πω ναι και στην αρχή δεν απάντησα μόνο κοίταξα πέρα πάνω από τη θάλασσα και τον ουρανό σκεφτόμουνα τόσα πολλά πράγματα που εκείνος δεν ήξερε για τον Μάλβευ και τον κ.Στάνχοπ και την Έστερ και τον πατέρα και το γέρο λοχαγό Γκροβ και τους ναύτες που παίζανε πετάει πετάει το πουλί και τις καβάλες και το πλύνε τα πιάτα όπως το λέγανε στο μώλο κι ο φρουρός μπροστά από το σπίτι του κυβερνήτη με το πράμα γύρω από το άσπρο του κράνος φτωχοδιάβολος να σιγοψήνεται στον ήλιο και τα σπανιόλικα κορίτσια να γελάνε μέσα στις μαντίλες τους και τα ψηλά τους χτένια και οι δημοπρασίες το πρωί οι Έλληνες και οι Εβραίοι και οι Άραβες κι ο διάολος ξέρει από που αλλού απ’ όλα τα πέρατα της Ευρώπης κι η οδός Ντιούκ και η ορνιθαγορά κακαρίζοντας έξω από το Λάρμπυ Σάρονς και τα καημένα τα γαϊδούρια να γλιστράνε μισοκοιμισμένα και οι αινιγματικοί τύποι μέσα στις κελεμπίες τους να κοιμούνται στη σκιά πάνω στα σκαλοπάτια κι οι μεγάλοι τροχοί των βοιδάμαξων και το παλιό κάστρο χιλιάδες χρόνια γέρικο ναι κι αυτοί οι όμορφοι Μαυριτανοί όλοι ντυμένοι στα λευκά και τα τουρμπάνια τους σαν βασιλιάδες να σου ζητάνε να κάτσεις στα μικρά μαγαζιά τους και η Ρόντα με τα παλιά παράθυρα των ποσάντας μάτια που ρίχναν βλέμματα πίσω από τις σιδερένιες γρίλιες στον εραστή της για να φιλήσει το σίδερο κι οι ταβέρνες μισάνοιχτες τη νύχτα κι οι καστανιέτες τη βραδιά που χάσαμε το καράβι στο Αλγκεσίρας ο φύλακας να κάνει τις βόλτες του ατάραχος με τη λάμπα του και Ω αυτός ο φοβερός χείμαρρος που κατεβαίνει Ω η θάλασσα η θάλασσα κατακόκκινη μερικές φορές σαν την φωτιά και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και οι συκιές στους κήπους στης Αλαμέδας ναι και όλα τα παράξενα δρομάκια και τα τριανταφυλλιά και τα γαλάζια και τα κίτρινα σπιτάκια και οι κήποι με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά και τα γεράνια και τους κάκτους και το Γιβραλτάρ ένα κορίτσι που ήμουνα τότε ένα Άνθος των βουνών ναι όταν έβαλα το τριαντάφυλλο στα μαλλιά μου όπως συνηθίζαν τα κορίτσια της Ανδαλουσίας ή θα φορέσω ένα κόκκινο ναι πως με φίλησε κάτω από το Μαυριτάνικο κάστρο και σκέφτηκα λοιπόν αυτός ή όποιος άλλος το ίδιο κάνει κι ύστερα τον κάρφωσα με τα μάτια μου για να μου κάνει πάλι την πρόταση ναι κι ύστερα μου ζήτησε αν θα ήθελα ναι να πω ναι το άνθος μου των βουνών και στην αρχή τον αγκάλιασα ναι και τον τράβηξα κάτω πάνω μου έτσι που μπορούσε να νιώσει τα στήθη μου όλο άρωμα ναι κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και ναι είπα ναι θέλω Ναι