Γάλλος ποιητής και κριτικός κι ίσως o μεγαλύτερος εκπρόσωπος του Συμβολισμού στη χώρα του, μαζί με τον Πολ Βερλαίν. Επαρχιακός δάσκαλος που 'ρθε στο Παρίσι για την αστική ζωή του, στην Οδό Ρώμης, αλλά τονε κέρδισεν η ποίηση, με τα συμβολικά και περιεκτικά ποιήματά του, που πιότερο προτείνανε, παρά δείχνανε κάτι. Διέκρινε πως η καθαρή γλώσσα του προσφέρει "καθαρότερο νόημα στις λέξεις της φυλής" (από το σονέτο στον Edgar Allan Poe). Δε κέρδισε ευρεία αναγνώριση για το έργο του, όσο έζησε. Το έργο του επηρέασε αρκετές επαναστατικές σχολές τέχνης των αρχών του 20ού αιώνα, όπως ο κυβισμός, ο φουτουρισμός, ο ντανταϊσμός και ο σουρρεαλισμός.
Από το 1877 καθιερώνει κάθε Τρίτη στο διαμέρισμά του, στον αριθμό 89 της rue de Rome, συναντήσεις με τους φίλους του -αφρόκρεμα της γαλλικής διανόησης. Οι Yeats, Rainer Maria Rilke, Nadar, Paul Valéry, Stefan George, Verlaine και πολλοί άλλοι (Les Mardistes όπως τους έλεγαν από τη γαλλική λέξη Mardi που σημαίνει Τρίτη) συζητούν για ποίηση, ζωγραφική, φιλοσοφία. Το κοινό τον ανακαλύπτει στα 1883-4 μέσα από το άρθρο για τους Poètes maudits που του αφιερώνει ο Verlaine αλλά και το βιβλίο του Huysmans "A Rebours" που ο κεντρικός ήρωας θαυμάζει τα ποιήματα των Verlaine και Mallarmé. Υπήρξεν επίσης Παρνασσιστής.
Η ποίησή του δύσκολα μεταφράζεται λόγω της σημαντικότητας της ηχητικής των λέξεων μεταξύ τους, που τις περισσότερες φορές δίνουν άλλο νόημα όταν ακούγονται και δε διαβάζονται. Λέγεται ακόμη ότι ενέπνευσε μεγάλους μουσουργούς. Ανάμεσα τους, ο Claude Debussy, στο "Prélude à l'après-midi d'un faune" -από το ομότιτλο ποίημά του, ο Maurice Ravel που έντυσε τα ποιήματα: "Trois poèmes de Stéphane Mallarmé" κι ο Darius Milhaud "Chansons bas de Stéphane Mallarmé".
Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 18 Μάρτη 1842, από οικογένεια που ο πατέρας κι ο παππούς του είχανε διαγράψει αξιοσημείωτη σταδιοδρομία στις γαλλικές δημόσιες υπηρεσίες. Αναμενόταν ν' ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση αλλά στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά εκτός από τις γλώσσες. Ο Μαλλαρμέ άρχισε τη ποίηση σε νεαρή ηλικία επηρεασμένος από τον Victor Hugo. Στα 19 του ανακάλυψε τα "'Ανθη Του Κακού" του Charles Baudelaire, που 'χαν εμφανιστεί το 1857 και κάτω από την επιρροή τους έγραψε. Μετά τις σπουδές του στη Σεν -που εγκατέλειψε- επισκέφτηκε την Αγγλία για να τελειοποιήσει τη γλώσσα. Ενώ βρισκότανε στο Λονδίνο παντρεύτηκε τη Marie Gerhard. Εκεί επίσης έκανε μερικούς σημαντικούς φίλους, -Χουΐστλερ, Σουΐμπερν κ.ά. Επιστρέφει στη Γαλλία για να διδάξει αγγλικά από το 1864 στα Tournon, Μπεζανσόν, Αβινιόν και Λύκεια του Παρισιού μέχρι την αποχώρησή του, το 1893. Από την επόμενη χρονιά έδινε διαλέξεις στα Πανεπιστήμια του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης, αναπτύσσοντας τη ποιητική του θεωρία. Τέλος αποσύρθηκε στην εξοχική του κατοικία στο Βαλβέν.
Τα πρώτα ποιήματά του άρχισαν να εμφανίζονται στα περιοδικά στη 10ετία του 1860. Το πρώτο σημαντικό ποίημά του, "L' Azur", δημοσιεύθηκε όταν ήταν 24, στο περιοδικό Ο Σύγχρονος Παρνασσός. Όλη τη ζωή του τη ξόδεψε σε έναν επίμονο μόχθο για το κάθε του ποίημα, έτσι ώστε να πετύχε όσο το δυνατό τελειότερον αποτέλεσμα. Το πιο γνωστό είναι "Το Απόγευμα Ενός Φαύνου" (1865), που ενέπνευσε το ομώνυμο μουσικό κομμάτι του Debussy (1894) κι έκανε τον διάσημο ζωγράφο Manet να του φτιάξει το πορτρέτο (υπάρχει στο Στέκι) και με τον οποίο συνδέθηκαν με στενή φιλία. Το ποίημα παρουσιάζει τις σκόρπιες σκέψεις ενός φαύνου σε κάποιο νυσταλέο θερινό απόγευμα. Είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα εργαζόμενος στο Tournon, πόλη που 'βρισκεν άσχημη και δυσάρεστη. Μεταξύ 1867-73, ολοκλήρωσε αρκετά από τα μεγάλα ποιητικά έργα του, συμπεριλαμβανόμενης και της "Hirodiade" (1869).
Στη 10ετία 1880, ήτανε στο επίκεντρο μιας ομάδας γάλλων συγγραφέων στο Παρίσι, με μέλη τους: Gide, Valery και Proust. Οι ιδέες του σχετικά με τη ποίηση και τη τέχνη θεωρήθηκαν δύσκολες και σκοτεινές. Όταν άρχισε να γράφει, -μετά το1850- οι γαλλοι ποιητές μάλλον υπάκουαν ακόμα σε ορισμένες συμβάσεις σχετικά με τον έμμετρο λόγο, το μέτρο, το θέμα, συμμεριζόμενοι ευρέως την άποψη του Hugo, πως η καθαρή ποίηση είναι ουσιαστικά άχρηστη. Προκλητικός στους αναγνώστες του, ο Μαλαρμέ αναζήτησεν από λεξικά, ξεχασμένες έννοιες κοινών λέξεων και τις χρησιμοποίησεν αρκετά. Φυσικά αυτό προκάλεσεν έχθρες, που τον ακολουθήσανε σ' όλη του τη σταδιοδρομία.
Σύμφωνα με τις θεωρίες του τίποτε δε βρίσκεται πέρα απ' τη πραγματικότητα αλλά μες σ' αυτή την ανυπαρξία, η ουσία των τέλειων μορφών. Είναι ο στόχος του ποιητή ν' αποκαλύψει και να κρυσταλλώσει αυτές τις ουσίες. Η ποίησή του υιοθετεί περιεκτικούς ρυθμούς κι έννοιες, με ανορθόδοξη σύνθεση. Θεώρησε ότι το κυριώτερο σημείο ενός ποιήματος είναι η ομορφιά της γλώσσας. "Δε γίνετε ένα ποίημα με τις ιδέες, αλλά με τις λέξεις". Κατά συνέπειαν ένα ποίημα πρέπει να διαβαστεί ως ανεξάρτητο του αντικειμένου, στον κόσμο τον οποίο υπήρξε. Αλλά μερικές φορές: "Το κορμί κουράζεται".
Κάθε του ποίημα χτίζεται γύρω από ένα κεντρικό σύμβολο, μια ιδέα ή μια μεταφορά κι αποτελείται από τις εικόνες που επεξηγούν και βοηθούνε στο ν' αναπτύξουν την ιδέα. Εντούτοις, προτίμησε να υπαινιχτεί στους στίχους του αυτές τις έννοιες παρά να τις δηλώσει σαφώς. Ο αναγνώστης πρέπει να επιστρέψει επανειλημμένως στους στίχους, να επικεντρωθεί στη μουσικότητα των λέξεων παρά στην αναφερόμενη έννοια. Το έργο του συχνά θεωρείται ως το καλύτερο παράδειγμα "καθαρής ποίησης".
Ασχολήθηκε με τις μεταφορικές ανειλικρίνειες και πρακτικά, προσπάθησε να κάνει αλχημεία με τις λέξεις, για να δημιουργήσει ένα είδος ποίησης όπου η λέξη ως σύμβολο, θα 'χε μια νέα κινητικότητα και θα πετύχαινε νέες εντάσεις και ξεκαθάρισμα της σημασίας. Ο Roger Fry έγραψε ότι:
"Βεβαίως κανείς ποιητής δεν έχει βάλει τις λέξεις με μεγαλύτερη τέχνη, ή τους έχει δώσει καλύτερο ρυθμό, -μιαν απροσδόκητη δύναμη που προκαλεί κι αιφνιδιάζει..."
Όλη του τη ζωή την αφιέρωσε στην έκφραση κι υποστήριξη αυτών των λογοτεχνικών θεωριών και τις εφάρμοσε στο γράψιμό του. Πέθανε στο Παρίσι στις 9 Σεπτέμβρη 1898 χωρίς ολοκλήρωση αυτής της εργασίας. Eίχεν όμως τεράστια επιρροή στη γαλλική ποίηση του 20στού αιώνα και στη δημιουργία της νεωτεριστικής παράδοσης στη γερμανική κι αμερικανική ποίηση.
----------------------------------------------------------------
Μάταιον Αίτημα
Πριγκηπέσσα! Ζηλεύοντας τη μοίρα αυτής της Ήβης
ζωγραφισμένης στο τάσι αυτό, έκθετης στο φίλημα των χειλιών σου
Το πνεύμα μου εξαντλώ, μα είμαι ντροπαλός σαν τον παπά
και δε θα εμφανιστώ ποτέ γυμνός πάνω στη πορσελάνη.
Μια και δεν είμαι το σγουρόμαλλο σκυλάκι σου
η καραμέλα, το κοκκινάδι σου, τα μάτια σου που ξεγελούν
και που ωστόσο πάνω μου νιώθω να πέφτει τη ματιά τους.
Ξανθιά εσύ, που κομμωτές σου θεϊκοί, οι χρυσόχοοι είναι!
Φώναξέ με... συ που τ' άλικα χαμόγελά σου
με ήμερων αρνιών κοπάδια έρχονται να ενωθούν
βοσκώντας στις επιθυμίες κι εκστατικά βελάζοντας
Φώναξέ με... κι ο φτερωτός ο Έρωτας σε μια βεντάλια θα με βάλει
κρατώντας τη φλογέρα τη στάνη μου να νανουρίζω
Πριγκηπέσσα, ονόμασέ με βοσκό των χαμογέλιων σου...
Η Γαλάζια Αιθρία
Ράθυμα,ωραία, ο ποιητής πολύ καταπονιέται
σαν άνθος, απ'το αίθριο, γαλάζιο ,αιώνιο χρώμα,
το ειρωνικό,κι ανήμπορος το πνεύμα καταριέται,
μες στου κλαυθμού την έρημο και τ'άνυδρο το χώμα.
Με κλειστά μάτια να κοιτά, δραπέτη,τον θωρώ,
με τύψη ακαταλάγιαστη που χάμω τον σπαράσσει,
τ'άδειο μου πνεύμα. Πού να πάω; Ποιο σκότος βλοσυρό
τη μαύρη καταφρόνεψη με ράκη να σκεπάσει;
Ομίχλη,ανέβα! σκόρπισε στον ουρανό αποκάτω
στάχτες,κουρέλια ατέλειωτα που σώριασε η αχλύ,
που θα το πνίξει το χλωμό του φθινοπώρου βάλτο,
και κτίσε μια τρανή οροφή, στέγη σιωπηλή.
Και συ, Ανία Αγαπητή, της λήθης τα νερά
ξεπόρισε, καλάμια ωχρά και βούρκο έλα να μάσεις,
με το που δεν απόκαμε χέρι καμιά φορά
τις μπλάβες τρύπες που άνοιξαν τ'αχρεία πουλιά,να φράσεις.
Και να καπνίζουν άπαυτα,ακόμη! θλιβερές
οι καπνοδόχες, η φυλακή η αλητοπλανεμένη
από καπνιά,μες σε φριχτές, να σβει, μαυροσειρές
τον ήλιο στον ορίζοντα που κίτρινος πεθαίνει!
Πάει ο ουρανός. Τρέχω σε σε, ύλη,δως να γενεί
την Αμαρτία και σκληρήν Ιδέα να ξεχάσει
ο πλαγιασμένος μάρτυρας στην αχυροστρωμνή
που τόσο ξέγνοιαστα εκεί τα κτήνη έχουν πλαγιάσει.
Όραμα
Θλίψη η σελήνη σκόρπιζε. Και δακρυσμένα Σεραφείμ
ονειρεύονταν, στα δάχτυλά τους το δοξάρι, στη σιγαλιά ανθών
όλο μελαγχολία, από θλιμμένες βιόλες ανακρούοντας
λευκούς λυγμούς που αργοσέρνονται στο γαλανό των πετάλων
ήταν ευλογημένη μέρα του πρώτου σου φιλιού.
Ο ρεμβασμός μου, που να με τυραννά του αρέσει
μεθούσε πάνσοφα από την ευωδιά της θλίψης
που και χωρίς λύπη ή στεναχώρια αφήνει
στη καρδιά όπου την έδρεψε του Ονείρου τη συγκομιδή
λοιπόν πλανιόμουν, το μάτι καρφωμένο στο ρικνόν οδόστρωμα
όταν με τον ήλιο στα μαλλιά, εκεί στο δρόμο
και μες στ' απόβραδο, μου φανερώθηκε γελώντας
και πίστεψα πως τη νεράδια έβλεπα με κόμη φωτισμένη
που άλλοτε, σαν ήμουνα παιδί, ερχόταν στο βαθύ μου ύπνο
αφήνοντας πάντα από τα μισάνοιχτα χέρια της
να πέφτουνε σα χιόνι, λευκά μπουκέτα μυρωμένων άστρων.
Θαλασσινή Αύρα
Η σάρκα είναι γεμάτη θλίψη αλίμονο! και διάβασα όλα τα βιβλία.
Να φύγεις! Να φύγεις κάτω κει! Νιώθω πως τα πουλιά μεθούν
σα βρίσκονται ανάμεσα στον άγνωστον αφρό και στα ουράνια!
Τίποτα, ούτε οι κήποι οι παλιοί όπου στα μάτια καθρεφτίζονται
δε θα κρατήσουν τη καρδιά αυτή όπου βουτά στη θάλασσα
ω νύχτες! ούτε το αχνό φως της λάμπας μου που πέφτει
πάνω στ' άγραφο χαρτί που ανθίσταται η λευκότης του
κι ούτε η νέα γυναίκα που το βρέφος της βυζαίνει.
Θα φύγω! Πλοίο συ, που το κατάρτι σου ζυγιάζεται,
την άγκυρά σου σήκωσε για χώρα εξωτική!
Μια πλήξη, ερημωμένη απ' τις σκληρές ελπίδες,
πιστεύει ακόμα στο υπέροχο "αντίο" των μαντηλιών!
Κι ίσως τα κατάρτια σου, τις θύελλες καλώντας
να είν' αυτά που ο άνεμος τα γέρνει στα χαμένα
τα ναυάγια, δίχως κατάρτια, δίχως να φτάσουνε στα γόνιμα νησιά...
Όμως καρδιά μου, άκουσε το τραγούδι των ναυτών!
Αγία
Στο αθέατο παράθυρο
το γέρικο κοκκινόξυλο που ξεχρυσίζει
της βιόλας που σπιθοβολά
με φλάουτο άλλοτε η φλογέρα
Ωχρή η Αγία βρίσκεται, κρατώντας ανοιχτό
το παμπάλαιο βιβλίο της απ' όπου αναβρύζει
ο Ύμνος της Παρθένου κελαρυστός
την ώρα του απόδειπνου και του εσπερινού:
Σ' αυτό του αρτοφόριου το τζαμωτό
που ελαφρά το ψαύει άρπα ενός Αγγέλου
από το εσπερινό του πέταγμα καμωμένη
για μια φάλαγγαν αβρή
ενός δαχτύλου που, δίχως το γέρικο κοκκινόξυλο
ούτε τ' αρχαίο βιβλίο, ζυγιάζεται
πάνω στου οργάνου τις χορδές,
της σιωπής μουσικός.
Η Κόμη
Η κόμη, φλόγας πέταγμα, τώρα
που έσβησεν ο πόθος της να την αφήσει λεύτερη,
κείτεται αφημένη (θαμπό θα 'λεγα διάδημα)
στο μέτωπό της στέμμα, την αρχικήν εστία της.
Μα δίχως στεναγμό ή θλίψη γι' αυτό το σύννεφο το λαμπερό,
το πύρωμα της φωτιάς, της πάντα εσωτερικής
αυτής της μιας και μόνης, αδιάκοπα υπάρχει
στο σπίθισμα της καθαρής και γελαστής ματιάς.
Προσβάλλει η τόλμη του τρυφερού εραστή
αυτήν που, μη κινώντας τα στολισμένα της δάχτυλα
τη θηλυκότητά της λιγότερη δε δείχνει,
αστραποβόλα, κάνοντας έτσι τον ποιητή
να σπέρνει με πετράδια τις αμφιβολίες του
όπως μια προστατευτική, μια δάδα χαρωπή.