Realism
Βιογραφικü
Ο Charles Pierre Baudelaire (Σαρλ Πιερ Μπωντλαßρ) Þταν απü τους σημαντικüτερους ποιητÝς της ΓαλλικÞς αλλÜ και της Παγκüσμιας Λογοτεχνßας. Στη ζωÞ του δÝχτηκε δριμεßα κριτικÞ για τα γραπτÜ και τη θεματικÞ του. ΕλÜχιστοι απü τους σýγχρονοýς του τονε κατανüησαν. Η Φιγκαρü της 5ης Ιουλßου 1857, Ýγραψε τα εξÞς, σχετικÜ με τη πρüσφατη εμφÜνιση των ΑνθÝων Του Κακοý:
"Σε μερικÜ σημεßα αμφιβÜλλουμε για τη πνευματικÞ υγεßα του κυρßου Μπωντλαßρ. ¼μως μερικÜ Üλλα δε μας επιτρÝπουνε περαιτÝρω αμφιβολßες. Κυριαρχεß, ως επß το πλεßστον, μονüτονη κι επιτηδευμÝνη επανÜληψη ßδιων πραγμÜτων, των ßδιων σκÝψεων. Η αηδßα πνßγει την αχρειüτητα, -για να τη καταπολεμÞσει σμßγει με το μßασμα".
ΣÞμερα αναγνωρßζεται ως μÝγας ποιητÞς της γαλλικÞς και της παγκüσμιας λογοτεχνßας και συγκαταλÝγεται μεταξý των κλασικþν. ΧαρακτηριστικÜ, ο ΜπαρμπÝ ντ' Ωρεβιγß τον αποκÜλεσε «ΔÜντη μιας παρηκμασμÝνης εποχÞς». ΠροσπÜθησε να ενυφÜνει την ομορφιÜ με τη κακßα, τη βßα με την ηδονÞ, καθþς και να δεßξει τη σχÝση μεταξý τους. ΠαρÜλληλα με τη γραφÞ σοβαρþν και σκανδαλιστικþν για την εποχÞ, ποιημÜτων, κατüρθωσε επßσης να εκφρÜσει τη μελαγχολßα και τη νοσταλγßα.
ΓεννÞθηκε στο Παρßσι, στις 9 Απρßλη 1821, εποχÞ που ξεσποýσε η ΕλληνικÞ ΕπανÜσταση. ΠατÝρας του Þταν ο ΖοζÝφ-ΦρανσουÜ Μπωντλαßρ, Üνθρωπος μορφωμÝνος, αφοσιωμÝνος στα ιδανικÜ του Διαφωτισμοý κι ερασιτÝχνης ζωγρÜφος. ΜητÝρα του η Καρολßν Αρσεμπü-Ντιφß. ¸χασε τον πατÝρα του üταν Þταν μüλις 6 ετþν, το 1827, -που του αφÞνει πλοýσια πνευματικÞ κληρονομιÜ-, γεγονüς που επÝδρασε καταλυτικÜ στο ψυχισμü του. 1 Ýτος μετÜ, η νÝα μητÝρα του ξαναπαντρεýεται το Στρατηγü Οπßκ. πρÜμα που δε της συγχþρησε ποτÝ. ΑντιπÜθησε αμÝσως τον πατρυιü του κι εßδε στη συμπεριφορÜ του ανÜλογο συναßσθημα. Πßστευε πως ενσÜρκωνε το εμπüδιο σ' üλα üσα εßχεν αγαπÞσει: τη μητÝρα του, τη ποßηση, τ' üνειρο και γενικÜ μια ζωÞ χωρßς δυστυχßα. ¸γραψεν αργüτερα:
"ΑντιπÜθησα αμÝσως αυτüν τον υπÝροχο ηλßθιο που με το ýφος του προσπαθοýσε να μου εμφυσÞσει üλο το Γαλλικü Πνεýμα".
Το 1836, στα 15, γρÜφεται στο ΚολλÝγιο Λουß Λε Γκραν, στο Παρßσι, αφοý πÝρασε προηγουμÝνως 4 χρüνια στο βασιλικü κολÝγιο της Λιüν (1832-36). ΔιαβÜζει ΣατομπριÜν και Σεν-Μπεβ. Τελειþνοντας το σχολεßο, Αýγουστος 1839, συχνÜζει στο ΚαρτιÝ ΛατÝν, κÜνοντας ζωÞ που το πατρικü του σπßτι χαρακτÞριζε «σκανδαλþδη», θÝλοντας να στραφεß ενÜντια σ' ü,τι πßστευε πως ενσÜρκωναν η μητÝρα κι ο πατρυιüς του, ενþ κεßνοι θα τονε προτιμοýσανε πρεσβευτÞ, αυτüς προτιμοýσε να γßνει ποιητÞς. Σχεδüν πÜντα γυρνοýσε σπßτι μεθυσμÝνος Þ, αργüτερα, ποτισμÝνος με ουσßες που τον Ýκαναν να δραπετεýει απü την ανυπüφορη γι' αυτüν πραγματικüτητα.
"Η παιδικÞ μου ηλικßα σημαδεýτηκε, απü ακατÜπαυστη θýελλα, που τη σπÜζανε μικρÜ διαλεßμματα ηλιοφÜνειας. ΑλλÜ στον κÞπο της ψυχÞς μου, η θýελλα δεν Üφησε παρÜ ελÜχιστα φροýτα. Αχ! Δυστυχßα... ο χρüνος τρþει τη ζωÞ μας. Εßναι ο σκοτεινüς εχθρüς που μας ρουφÜ το αßμα.."
Τον Ιοýνιο του 1841, πιεσμÝνος απü τη πατρικÞ οικογÝνεια ν' αλλÜξει ζωÞ, αποφασßζει να ταξιδÝψει στις Ινδßες. ΟυσιαστικÜ πιÝστηκε απü τους γονεßς του να μπαρκÜρει στα καρÜβια. Δε θα φτÜσει ποτÝ, καθþς σταματÜ στον 'Αγιο Μαυρßκιο. Το μüνο που θ' αποκομßσει απü την 7μηνη εξορßα και το ταξßδι του αυτü, εßναι τα üμορφα μÜτια της ΝτοροθÝα, μιας üμορφης μιγÜδας που τονε μÜγεψε κι Ýγραψε για χÜρη της μερικÜ απü τα πρþτα ποιÞματÜ του, üπως "Σε Μια ΜιγÜδα", "Το Αλμπατρüς", το "Εξωτικü 'Αρωμα" κ.λπ.
Το ΦλεβÜρη του 1842 επιστρÝφει στο Παρßσι και την ßδια χρονιÜ γνωρßζεται με τη Ζαν ΝτιβÜλ (Jeanne Duval), νεαρÞ μιγÜδα, που θα τον μυÞσει στις ηδονÝς αλλÜ και στις πληγÝς του πÜθους αλλÜ και θα τον εμπνεýσει να γρÜψει πολλοýς στßχους. Επωφελοýμενος απü τη γονικÞ κληρονομιÜ, ξοδεýει ανεξÝλεγκτα σε αλκοüλ, εφÞμερους Ýρωτες και στη τÝχνη. ΔανδÞς και χρεωμÝνος τßθεται υπü δικαστικÞ επιτÞρηση το 1842 και διÜγει Üθλιο βßο. Ως δημοσιογρÜφος και κριτικüς τÝχνης μÜχεται τις μεγαλüστομες μορφÝς του Ρομαντισμοý. Απü τüτε μÝχρι το 1846 γρÜφει πολλÜ ποιÞματα, που μÝσα τους απορρßπτει τη κοινωνßα της εποχÞς. ΛÝγεται üτι μια μÝρα που βρισκüτανε στην επÞρεια ναρκωτικþν ουσιþν, περνοýσεν Ýξω απü το σπßτι του Ýνας τζαμÜς, κουβαλþντας τζÜμια που επρüκειτο να τοποθετÞσει σε γειτονικü σπßτι. ¼ρμησε Ýξω και φωνÜζοντας: «γιατß δε βλÝπω μÝσα απü τα τζÜμια σου τη ζωÞ στα ρüζ;» Ýσπασε üλα τα τζÜμια του Üτυχου μαγαζÜτορα, θÝτοντας τη ζωÞ και των δυο σε κßνδυνο. ΑποτÝλεσμα κεßνης της οργÞς του Þταν το ποßημα "Ρüδινη ΖωÞ" (La Vie En Rose).
η Duval (πßνακας του ΜανÝ, υπÜρχει στο ΣτÝκι)
Το 1847 ανακαλýπτει τον Πüε, που στα γραπτÜ του αναγνωρßζει Ýνα πνευματικü αδελφü. ¸λεγε πως οι δυο τους συνδÝθηκαν «χÜρη στη κοινÞ αγÜπη τους για τον πüνο». Νιþθει πως τον συνδÝει με τον καταραμÝνο Αμερικανü ποιητÞ, μεγÜλη συνενοχÞ: Ýχουν üμοια αντßληψη για τη τÝχνη, σαγηνεýονται απü το Κακü. Θα μεταφρÜσει σχεδüν ολüκληρο το Ýργο του. Κεßνη τη χρονιÜ, μια Üλλη γυναßκα μπαßνει στη ζωÞ του: Τη λÝνε Μαρß ΝτομπρÝν (Marie Daubrun) και λÝγεται üτι τα μÜτια της τον ενÝπνευσαν να γρÜψει το ποßημα "Το ΔηλητÞριο Του Ουρανοý". Στις εξεγÝρσεις του Φλεβαρη 1848 βλÝπει την απüρριψη της κοινωνßας της εποχÞς του και συμμετÝχει στην επανÜσταση των οδοφραγμÜτων. ΛÝγεται üτι παροτρýνει τους επαναστÜτες να πυροβολÞσουν τον πατρυιü του.
Αργüτερα, συμπρÜττει με την απÝχθεια των ΓουστÜβ ΦλωμπÝρ και Βικτüρ Ουγκü για τη κυβÝρνηση ΝαπολÝοντα Γ'. Η απüφασÞ του αυτÞ γκρεμßζει το μýθο που συνüδευε πολý καιρü τ' üνομα του, üτι δηλαδÞ ο εθισμüς του σε ναρκωτικÝς ουσßες κι αλκοüλ, εßχεν εξουδετερþσει κÜθε ενδιαφÝρον για κοινωνικÝς εξελßξεις και τον εßχε κλεßσει στον εαυτü του και τον κüσμο του. Ιδρýει μιαν επαναστατικÞ εφημερßδα με τßτλο Le Salut Public. Απü την επüμενη χρονιÜ κι Ýπειτα, απομακρýνεται βαθμηδüν απü τη πολιτικÞ, Ýχοντας πια πειστεß μÝσα του πως ο αληθινüς αγþνας βρßσκεται στη ποßηση. Ωστüσο, το 1851, βρßσκει το θÜρρος να καταγγεßλει το πραξικüπημα του ΝαπολÝοντα.
Το 1852 γνωρßζει μιαν Üλλη μοιραßα γυναßκα στη ζωÞ του και της στÝλνει πολλÜ ποιÞματÜ του, τη κυρßα Απολλωνßα ΣαμπατιÝ (Apollonie Sabatier). ΑνÜμεσÜ τους "Η Αρμονßα Του ΑπομεσÞμερου" κι "Η ΠνευματικÞ ΑυγÞ". Λßγον αργüτερα, παßρνει πρωτοβουλßα να μεταφρÜσει στα γαλλικÜ τις "Ιστορßες" και τις "ΝÝες ΥπÝροχες Ιστορßες" του Πüε. Το 1857, πεθαßνει ο πατρυιüς του. Τον Ιοýνιο του ßδιου Ýτους, δημοσιεýει τη πιο γνωστÞ ποιητικÞ του συλλογÞ, με τßτλο "Τα 'Ανθη Του Κακοý" (Les Fleurs Du Mal), που ξεσηκþνει θýελλα κατηγοριþν απü τη καλÞ κοινωνßα της εποχÞς. Τον Αýγουστο περνÜ απü δßκη για ανηθικüτητα. Ο ποιητÞς κι ο εκδüτης ΠουλÝ Μαλασß, παρÜ την υψηλÞ υποστÞριξη ανθρþπων των γραμμÜτων üπως ο Σεν Μπεβ, θα δικαστοýνε για 6 ποιÞματα, «για προσβολÞ των δημοσßων και των καλþν ηθþν», που Ýκτοτε αποτÝλεσαν ειδικÞ ομÜδα με τßτλο "ΚαταδικασμÝνα ΚομμÜτια" και θα 'πρεπε ν' αφαιρεθοýν απü την ανθολογßα. Την επüμενη χρονιÜ συμφιλιþνεται με τη μητÝρα του.
Το 1860 δημοσιεýει τους "Τεχνητοýς Παραδεßσους" üπου αναφÝρεται στον κüσμο των αισθÞσεων και τη λατρεßα του ατελεýτητου. Το 1861 "Τα 'Ανθη Του Κακοý" κυκλοφοροýν σε 2ην Ýκδοση. Η Ýκδοση αυτÞ εμπλουτισμÝνη, αναδομημÝνη αλλÜ κι ακρωτηριασμÝνη κατÜ 6 ποιÞματα (τα απαγορευμÝνα: "Les Bijoux", "Le Léthé", "À Celle Qui Est Trop Gaie", "Lesbos", "Femmes Damnées" -το 1o ποßημα της συλλογÞς- "Les Métamorphoses Du Vampire"), τη δημοσßευση των οποßων απαγüρευσε ο δικαστÞς ΠινÜρ. Τον Απρßλη, δημοσιεýει μακροσκελÝς Üρθρο γýρω απü τη μουσικÞ του Ρßχαρντ ΒÜγκνερ, ενþ αντιλαμβÜνεται πως ο αÝρας του Παρισιοý τονε σηκþνει üλο και λιγüτερο. Πνßγεται κι αποφασßζει να εγκατασταθεß στις ΒρυξÝλλες (1864), οýτε μακρυÜ οýτε κοντÜ στη γαλλικÞ πρωτεýουσα. Εκεß δßνει σειρÜ διαλÝξεων, συγγρÜφει φυλλÜδιο για το ΒÝλγιο, που θεωρεß καρικατοýρα της γαλλικÞς αστικÞς τÜξης.
Επßσης, συναντÜ κει τον ΦελισιÝν Ροπ που θα εικονογραφÞσει τα "'Ανθη". ΓρÞγορα συνειδητοποιεß πως οýτε κει μπορεß να εγκατασταθεß, καθþς η βελγικÞ καλÞ κοινωνßα αντιδρÜ. Η υγεßα του üμως, εßχε κλονιστεß απü τη σκανδαλþδη ζωÞ, που απü νÝος εßχε διαλÝξει, υποφÝρει απü σýφιλη. Σε μιαν επßσκεψÞ του στον ναü του Σαν Λου Ντε Ναμßρ, χÜνει τις αισθÞσεις του. Αργüτερα τις ανακτÜ, αλλÜ απü τüτε εßχε πολλÜ κι αλλεπÜλληλα προβλÞματα υγεßας.
Πßνακας του ΚουρμπÝ (υπÜρχει)
Σαρλ Μπωντλαßρ
Το 1867 η απþλεια των αισθÞσεþν του εßναι πλÝον κανüνας κι ο μÝγας ποιητÞς αφÞνει τη τελευταßα του πνοÞ στο Παρßσι, απü πÜρεση κι αφασßα, στις 31 Αυγοýστου, σ' ηλικßα 46 ετþν και θÜβεται στις 2 ΣεπτÝμβρη, στο 6ο τμÞμα του κοιμητÞριου ΜονπαρνÜς. στον ßδιο τÜφο με τη μητÝρα και τον πατρυιü του. Η τρßτη Ýκδοση των "Ανθþν" (1868) δε θα τονε βρει στη ζωÞ. ΜετÜ θÜνατον η λογοτεχνικÞ του κληρονομιÜ δημοπρατÞθηκε και τελικÜ αγορÜστηκε απü τον εκδüτη ΜισÝλ Λεβß για 750 φρÜγκα. Η δικαστικÞ απüφαση του 1857 δεν ανακλÞθηκε πριν απü το 1949, οπüτε κι Ýγινε πλÞρης αποκατÜσταση του Ýργου του.
========================
¾μνος
Στη πολυαγÜπητη, στη πιο üμορφÞ μου
που φως γεμßζει μου τη καρδιÜ,
στο αθÜνατο εßδωλο, στο σεραφεßμ μου,
Ýνα μου "χαßρε" παντοτινÜ!
Δροσοξεχýνεται μες στη ζωÞ μου
σαν Ýνα αγÝρι θαλασσινü
και την αχüρταγη φÝρνει ψυχÞ μου,
σ' αθανασßας πüθο τρανü.
Σα μυροφüρι πÜντα σκορπßζει
στην ατμüσφαιρα γλυκιÜ ευωδιÜ,
σα θυμιατÞρι κρυφÜ καπνßζει
λησμονημÝνο μες στη νυχτιÜ.
¸ρωτα αμüλυντε πως να σου γρÜψει
ο νους τις χαρÝς της αληθινÜ;
Σπüρος του μüσχου 'ναι που 'χουνε θÜψει
μÝσα στου τÜφου μου τη σκοτεινιÜ
Στη πολυαγÜπητη, στη πιο üμορφÞ μου
που 'ναι η χαρÜ μου κι üλη μου η υγειÜ,
στο αθÜνατο εßδωλο, στο σεραφεßμ μου,
Ýνα μου "χαßρε" παντοτινÜ!
Ο Εχθρüς
Η νιüτη μου üλη στÜθηκε κατÜμαυρη μια μπüρα
που αργÜ και που την Ýφεγγαν κÜτι Þλιοι χαρωποß.
Τüσο τη ρÞμαξε η βροχÞ κι ο κεραυνüς που τþρα
λßγοι απομεßναν ρüδινοι στον κÞπο μου καρποß.
Και να ‘μαι στο φθινüπωρο των ιδεþν φτασμÝνος
κι εßν’ þρα χτÝνι παßρνοντας και φτυÜρι üσο μπορþ
τον κÜθε λÜκκο που Ýμεινε σαν τÜφος ορυγμÝνος
να τον αδειÜσω απ’ το πολý του χαλασμοý νερü.
Θα βροýνε τÜχα οι νÝοι βλαστοß που τüσο περιμÝνω
στο χþμα αυτü που σα γιαλüς νερü εßναι ποτισμÝνο
το μυστικü το λßπασμα που η ρßζα τους γυρεýει;
Ω θλßψη! Ο Χρüνος τη ζωÞ τη δüλια μας ρημÜζει,
εχθρüς μας τρþγει την καρδιÜ κι απ’ το αßμα μας που στÜζει
μÝρα τη μÝρα πιüτερο τρανεýει και θεριεýει!
Ο Βρυκüλακας
Εσý που μπÞκες μαχαιριÜ
μεσ’ στην καρδιÜ μου τη θλιμμÝνη,
αγÝλη εσý δαιμονικιÜ
που αλλüφρονη και στολισμÝνη,
το ταπεινü μου Þρθες μυαλü
να κÜνεις κοßτη σου και χτÞμα
– ¢νανδρη που ‘χεις με δετü
καθþς την Üλυσο στο κρßμα,
καθþς τον παßχτη στα χαρτιÜ,
καθþς τον πüτη στο μπουκÜλι
και το νεκρü στην σκουληκιÜ,
– ΚαταραμÝνη ας εßσαι πÜλι!
Εßπα του γρÞγορου σπαθιοý
τη λευτεριÜ να μου χαρßσει,
εßπα του δüλιου φαρμακιοý
τη δεßλια μου να σταματÞσει,
Μ’ αλß! ΦαρμÜκι και σπαθß
μου αντεßπανε με καταφρüνια:
Δεν πρÝπει σου να ‘χεις λυθεß
απ’ τη σκλαβιÜ σου την αιþνια,
γιατß απ’ Εκεßνης τη σκλαβιÜ
-χαμÝνε- αν σ’ Ýλυναν, στοχÜσου,
θ’ ανÜσταινες με τα φιλιÜ
το πτþμα του βρυκüλακÜ σου!
Τýψη ΜεταθανÜτια
Ωραßα μου αγÜπη ερÝβινη
σαν Ýρθει η þρα εκεßνη
σ’ Ýνα μελανομÜρμαρο
μνÞμα να κοιμηθεßς
και κρýπτη και καστÝλι σου
μοναδικü ο βαθýς
λÜκκος της νοτισμÝνης γης
μονÜχα θ’ απομεßνει,
το στÞθος το περßτρομο
η πÝτρα üταν βαρýνει,
τα ισχßα με περßγραμμα
γραμμÞς νωχελικÞς
κι üταν νεκρþσει της καρδιÜς
το χτýπημα χωρßς
γοργüποδη πια να μπορεßς
να τρÝξεις στη σαγÞνη,
ο τÜφος τüτε φýλακας
του ονεßρου μας πιστüς
(γιατß γραφτü ‘ναι ο ΠοιητÞς
να νιþθεται απ’ το μνÞμα),
στα βÜθη τ’ αξημÝρωτα
της Üγρυπνης νυχτüς,
Üτολμη εταßρα θα σου πει
κρßμα, δεν Þταν κρßμα
αγνοημÝνο π’ Üφησες
ü,τι οι νεκροß θρηνοýν;
Και τα σκουλÞκια πÜνω σου
σα τýψη θα γυρνοýν...
Ο Πüθος Της ΕκμηδÝνισης
ΣκÝψη πικρÞ, που μια φορÜ
ριχνüσουνα στη πÜλη,
η Ελπßδα που σπιροýνιαζε
την Üκρατη ορμÞ σου,
δε σε κεντÜει τþρα πια.
Δßχως ντροπÞ, κοιμÞσου,
παλιÜλογο, που σου 'ρχεται
σε κÜθε εμπüδιο ζÜλη.
ΠÜρ' το, καρδιÜ μου, απüφαση
κοιμοý σαν κτÞνος πÜλι.
Ω ΣκÝψη, νικημÝνη εσý
και κατακουρασμÝνη,
η αμÜχη πια δε σε τραβÜ
και του Ýρωτα ο αγÝρας.
Γεια σας, τραγοýδια χÜλκινα
και στεναγμοß φλογÝρας!
ΧαρÝς, αφÞστε μια καρδιÜ
μαýρη πια, χολιασμÝνη.
Παν' οι ευωδιÝς σου, πÝταξαν
¢νοιξη αγαπημÝνη!
Με καταπßνει ο καιρü
με τüση γρηγορÜδα,
üση το χιüνι τ' Üσωστο
κορμß, κοκκαλιασμÝνο,
κοιτÜζω απü ψηλÜ τη γη
σαν Ýνα αστÝρι ξÝνο
κι εκεß πια δε ζητþ σκεπÞ
καλýβας και ζεστÜδα.
Στο πÝσιμü σου πÜρε με,
ω σý, χιονοστιβÜδα!
¾μνος Στην ΟμορφιÜ
¸ρχεσαι απ' το βαθý ουρανü
για Þ Üβυσσος σε βγÜζει
εσÝ, ΟμορφιÜ; Το βλÝμμα σου,
θεßο, σατανικü,
μαζß με το ευεργÝτημα
το Ýγκλημα μοιρÜζει,
γι’ αυτü μπορþ με το κρασß
πως μοιÜζεις να σου πω.
Κρýβεις βαθιÜ στα μÜτια σου
ανατολÞ και δýση,
σκορπÜς αρþματα σαν μια
βραδιÜ θυελλικÞ,
το φßλημÜ σου φßλτρο εßναι,
το στüμα μüσχου βρýση,
που κÜνουν τον Þρωα Üναντρο
κι αντρεßο το παιδß.
Απü το μαýρο βÜραθρο
Þ απ’ τ’ αστÝρια φτÜνεις;
Η μοßρα το φουστÜνι σου
σαν σκýλος ακλουθÜ,
τον κüσμο πüτε μια χαρÜ
πüτε ρημÜδι κÜνεις,
και κυβερνÜς τα πÜντα Εσý,
δßχως ευθýνη μια.
ΠÜνω σε πτþματα, ΟμορφιÜ,
πατÜς και κοροúδεýεις,
η Φρßκη απ' τα διαμÜντια σου
δε λεßπει, τα καλÜ,
κι ο Φüνος, απ’ τα αρεστÜ
στολßδια που μαζεýεις,
χορεýει στη περÞφανη
κοιλιÜ σου ερωτικÜ.
Η ΓÜτα
¸λα, üμορφÞ μου γÜτα! Στη καρδιÜ μου μπες δοσμÝνη·
του πÝλματüς σου μην πετÜς τ’ αγκρßφια· κÜτι
ζητÜ η ματιÜ μου στα ωραßα σου μÜτια βυθισμÝνη
που κρÜμα μÝταλλου εßναι και ευγενοýς αχÜτη.
Μιας και τα χÜδια των δαχτýλων μου θα μου τα πÜρει
η κεφαλÞ σου και η ελαστικÞ σου ρÜχη
και αφοý το χÝρι μου το μεθυσμÝνο εδþ τη χÜρη
το ηλεκτρικü κορμß σου να θωπεýει θÜ ’χει,
γυναßκα μου εγþ σε λογιÜζω με τον νοý μου. ΒλÝμμα
σαν σÝνανε Ýχει, κτÞνος λατρευτü, κι εκεßνη·
και μου τρυπÜει τα μýχια μου και μου παγþνει το αßμα
απü την κορυφÞ þς τα νýχια· και διευθýνει
πανοýργα κüλπα Þ κινδυνþδη αρþματα με το üμμα
να πλÝχουν γýρω απü το μελαψü της σþμα.
Ο ΘÜνατος Των Εραστþν
ΚρεββÜτια θα 'χουμε Üνθινα
γεμÜτα αιθÝρια μýρα·
ντιβÜνια ολοβελοýδινα
σα μνÞματα βαθιÜ·
στις εταζÝρες λοýλουδα
παρÜξενα τριγýρα,
που ανοßξανε μüνο για μας
σε μÝρη μαγικÜ.
Και ποια την Üλλη να υπερβεß
στην ýστατη φωτιÜ τους,
οι δυο καρδιÝς μας -σα τρανÝς
λαμπÜδες δυο- μαζß
θα διπλοκαθρεφτßσουνε
το διπλοφþτισμÜ τους
στα πνεýματÜ μας που 'ναι δυο
καθρÝπτες αδερφοß.
Και μια βραδυÜ ολογÜλανη,
ρüδινη, μυστικÞ
θε ν' ανταλλÜξουμε Üξαφνα
την ßδια αναλαμπÞ,
σαν Ýνα μακροθρÞνημα
που φÝρνει ο χωρισμüς
κι αργüτερα Ýνας ¢γγελος
θα Ýρθει φως να χýσει,
-τις πüρτες μισανοßγοντας
πιστüς και χαρωπüς-
στους δυο καθρÝπτες τους θαμποýς,
στις φλüγες που 'χαν σβÞσει.
Ο Αυτοτιμωροýμενος
Χωρßς θυμοýς θα σε χτυπÞσω και μßση,
üπως Ýνας χασÜπης τυχαßος,
üπως το βρÜχο η ρÜβδος του ΜωυσÝως!
Κι Ýτσι θα σε χτυπþ, þσπου να ποτßσει,
τη ΣαχÜρα μου, το νερü αυτü που οι πüνοι
θ' αναβρýσουν απ' τα βλÝφαρÜ σου.
Ο πüθος μου, που απü ελπßδα θα φουσκþνει
θα πλÝει μες στα δÜκρυα τ’ αλμυρÜ σου
σαν πλοßο που για το πÝλαγο βαδßζει,
και στην καρδιÜ μου, που θα τη μεθýσουν
οι λατρευτοß λυγμοß σου, ως θ' αντηχÞσουν
καθþς τýμπανο που Ýφοδο σαλπßζει!
Δεν εßμαι μÞπως οι σφαλεροß τüνοι
μÝσα σε μιαν εξαßσια συμφωνßα,
χÜρη στην αδηφÜγον Ειρωνεßα
που με ταρÜζει και που με δαγκþνει;
Στη φωνÞ μου εßναι τüνοι üλοι τραχýτης.
Το αßμα μου, αυτü το μαýρο εßναι φαρμÜκι.
Το δυσοßωνüν της εßμαι καθρεφτÜκι
που η μÝγαιρα κοιτÜζει τη μορφÞ της.
Εßμαι η πληγÞ και το μαχαßρι. Ο πüνος
του ραπßσματος κι η πÜρεια με τα ρüδα,
Τα κομμÝνα εßμαι μÝλη, εßμαι κι η ρüδα
το θýμα κι ο φονιÜς του εßμαι συγχρüνως.
Της καρδιÜς μου ο βρυκüλακας εßμαι, Ýνας
απ' τους μεγαλýτερους εκεßνους εγκαταλειμÝνους,
σ' αιþνιο γÝλιο καταδικασμÝνους,
μα π' ουδÝ να μειδιÜ μπορεß κανÝνας.
Η ΓιγÜντισσα
Στα χρüνια που στη δυνατÞν ορμÞ της πÜνω, η Φýση,
εγκυμονοýσε αδιÜκοπα τερÜστια παιδιÜ,
κοντÜ σε μια γιγÜντισσα θÜ 'θελα νÜ 'χα ζÞσει
σα γÜτος ηδονüχαρος σε ρÞγισσας ποδιÜ.
Ν'ανθεß μαζß με το κορμß η ψυχÞ της ν'αγναντεýω,
να μεγαλþνει λεýτερα, παßζοντας μ' αφοβιÜ,
κι απ'τις ομßχλες των υγρþν ματιþν της να μαντεýω
αν καμιÜ φλüγα σκοτεινÞ κρýβει μες στην καρδιÜ.
Να της χαúδεýω ξÝγνοιαστος τα εξαßσιÜ της κÜλλη,
στα πλÜγια των πελþριων της γονÜτων να γλυστρþ
κι üταν το θÝρος απ'του ηλιοý καμιÜ φορÜ τη ζÜλη,
ξÜπλωνε αποσταμÝνη στα λαγκÜδια τ'ανθισμÝνα,
να υπνüγερνα στον κüρφον της τον ßσκιο λαγγεμÝνα,
σαν Þσυχο μικρü χωριü κÜτω απ´το βουνü.
Το ΔηλητÞριο
Το κρασß ντýνει και τη πιο Üθλια τρþγλη
με λαμπρÞ πολυτÝλεια,
τη μεταμορφþνει σε χρυσü παλÜτι
με τις χρυσÝς, τις πορφυρÝς λÜμψεις του
που μοιÜζουν Þλιο που δýει στην ομßχλη.
Το üπιο μεταμορφþνει το απÝραντο
μεγαλþνει το αÝναο
μακραßνει τον καιρü,
επιμηκýνει τον καιρü,
βαθαßνει τη λαγνεßα
και τις σκοτεινÝς,
τις ερεβþδεις ηδονÝς
οδηγεß τη ψυχÞ πÝρα απ' τα σýνορα.
¼μως üλα τοýτα εßναι χλωμÜ
μπροστÜ στο δηλητÞριο που κυλÜ
απü τα μÜτια σου -τα πρÜσινÜ σου μÜτια λßμνες
και μÝσα τους ριγεß η ψυχÞ μου και ταρÜζεται
οι σκÝψεις μου ορυμαγδüς κι υψþνονται
πÜνω απü τις πικρÝς αβýσσους.
¼μως üλα τοýτα εßναι χλωμÜ
μπροστÜ στο θαýμα το υπÝροχο
του σÜλιου σου που με σπαρÜζει
που ρßχνει στη λÞθη τη ψυχÞ μου
στον ßλιγγο τη παρασýρει δßχως τýψεις
κι Üπνοη τÞνε σÝρνει
στην üχθη του θανÜτου...
Η ΨυχικÞ ΑυγÞ
¼ταν το φως της ρßχνει η αυγÞ το λευκορροδισμÝνο
στους γλεντοκÞπους και γροικοýν σαν τýψη το Ιδεþδες,
κÜτι το εκδικητικü και το μυστηριþδες,
Ýν' Üγγελο στο κτÞνος τους, ξυπνÜ, το ναρκωμÝνο.
Των ψυχικþν τüτε ουρανþν τ' Üφθαστο γαλανü,
για κεßνον που ρεμβÜζει ωχρüς και που υποφÝρει ακüμα,
ανοßγεται και τον τραβÜ καθþς βαρÜθρου στüμα.
¸τσι, γλυκιÜ ΘεÜ μου, αγνü ΠλÜσμα και φωτεινü,
στα καπνισμÝνα ερεßπια των ηλιθßων γλεντιþν,
πιο φωτεινÞ, πιο ρüδινη, πιο ωραßα η θυμησÞ σου,
αδιÜκοπα στα εκστατικÜ μÜτια μου φτερουγßζει.
Ο Þλιος εσκοτεßνιασε τη φλüγα των κεριþν·
Ýτσι νικÞτρα πÜντοτε, μοιÜζει η σκιÜ η δικÞ σου
με τον αθÜνατο Þλιον, ω ψυχÞ, που φως σκορπßζει!
To Παλιü ΜπουκαλÜκι
Σα σεντοýκι ανοßξεις παλιü, απ' την ΑνατολÞ φερμÝνο
που η κλειδαριÜ του μορφÜζει, τρßζοντας φρικτÜ
κι απ' αυτü ξεχυθοýν, μýρια αρþματα βαριÜ που ζαλßζουν
Þ σε σπιτιοý ερημωμÝνου ντουλÜπα παμπÜλαιη.
ΣκονισμÝνο και μαýρο ξεβιδþσεις μπουκαλÜκι
κι απ' αυτü αναπηδÞσει μια ψυχÞ με λαχτÜρα να επιστρÝψει
Χßλιες σκÝψεις που κοιμüνταν στα βαριÜ τα ερÝβη, επιστρÝφουν
-χρυσαλßδες που αστρÜφτουν, με ορμÞ
τα γαλÜζια και ροζ σα με γλÜσο φτιαγμÝνα
φτερÜ τους τινÜζουν
ζαλισμÝνος τα μÜτια σου κλεßνεις
τη ψυχÞ σου ο ßλιγγος νικημÝνη αδρÜχνει
με ορμÞ τη σκουντÜ σε βÜραθρο μαýρο
σκοτεινü, απü ανθρþπινα μιÜσματα γεμÜτο.
Στην Üκρη του γκρεμοý τηνε σπρþχνει
κει üπου ο ΛÜζαρος ζÝων, το σÜβανο του
με δýναμη σκßζει και το πτþμα ξυπνÜ
γοητευτικü μα και πÝνθιμο, μιας αγÜπης παλιÜς ξεχασμÝνης
Κι εγþ Ýτσι, üταν θα 'χω απ' τη μνÞμη των γýρω χαθεß
και θα μ' Ýχουν πετÜξει ραγισμÝνο, ευτελÝς μπουκαλÜκι
στη γωνιÜ μιας απαßσιας ντουλÜπας λυπημÝνο και βρþμικο
θολü, σκονισμÝνο.
Το φÝρετρο σου θα 'χω γßνει αγαπημÝνη μου ανομßα,
μÜρτυς ολÝθριας δýναμης που πÜνω μου, κÜποτε ασκοýσες
προσφιλÝς δηλητÞριο απü αγγÝλους φτιαγμÝνο
ηδýποτο που μου κατÝτρωγε τη καρδιÜ και το αßμα.
ΒραδυνÞ Αρμονßα
ΝÜτοι, ξανÜρθαν οι καιροß που στο κλαδß ανοιγμÝνο,
τ' Üνθος τρεμßζει, αχνοβολÜ σα θυμιατÞρι·
τα μýρα κι οι Þχοι, που η πνοÞ του απüβραδου Ýχει σπεßρει,
κυλÜν σε βαλς μελÜγχολο, τρελü και λαγγεμμÝνο!
Τ' Üνθος τρεμßζει, αχνοβολÜ σα θυμιατÞρι·
και το βιολß, σα μια καρδιÜ που θλßβουν, δονισμÝνο,
ξεσπÜ σε βαλς μελÜγχολο, τρελü και λαγγεμμÝνο!
κι þρια Ýχει θλßψη ο ουρανüς σα μÝγα θυσιαστÞρι.
ΞεσπÜει το βιολß ως καρδιÜ που θλßβουν, δονισμÝνα
καρδιÜ üλο αγÜπη που μισεß το μαýρο κοιμητÞρι!
þρια Ýχει θλßψη ο ουρανüς σα μÝγα θυσιαστÞρι
κι ο Þλιος μες το αßμα του, πνßγηκε, το πηγμÝνο...
ΚαρδιÜ üλο αγÜπη που μισεß το μαýρο κοιμητÞρι,
ζει μüνο απ' το παρελθüν, ρημÜδι φωτισμÝνο·
ο Þλιος μες το αßμα του, πνßγηκε, το πηγμÝνο...
ΜÝσα μου ως Üγιο, η μνÞμη σου, λÜμπει δισκοποτÞρι!
Spleen
Εßμαι σαν Ýνας βασιλιÜς σε βροχερü Ýνα μÝρος,
πλοýσιος μα χωρßς δýναμη, νιüς κι üμως πολý γÝρος,
που στους σοφοýς του αδιÜφορος που σκýφτουνε μπροστÜ του,
πλÞττει με τα γερÜκια του, τ' Üλογα, τα σκυλιÜ του.
ΚυνÞγι, ζþα, τßποτα πια αυτüν δεν τον φαιδρýνει,
οýτε ο λαüς του που μπροστÜ στ' ανÜκτορα του φθßνει.
Μα και τ' αστεßα που ο τρελüς παλιÜτσος κÜνει εμπρüς του,
δε διþχνουν τη βαρυθυμιÜ τ' Üκαρδου αυτοý αρρþστου·
τÜφο τη κλßνη του θαρρεß, που 'χει κρινÝνιαν Üρμα
κι οι αυλικÝς που βασιλιÜ σαν δοýν τον βρßσκουν χÜρμα,
δεν ξÝρουν πια με τß Üσεμνες στολÝς να φιγουρÜρουν,
ßσως απ' το κουφÜρι αυτü, χαμüγελο Ýνα πÜρουν.
Κι ο αλχημιστÞς üπου μπορεß χρυσÜφι να του κÜνει,
δε μπüρεσε απü μÝσα του το μαρασμü να βγÜνει,
κι οýτε μες στα αιμÜτινα ρωμαúκÜ λουτρÜ,
που τα θυμοýνται οι Üρχοντες πÜνω στα γηρατειÜ,
δε μπüρεσε το πτþμα αυτü το ηλßθιο ν' αναστÞσει,
που αντßς για αßμα μÝσα του, της ΛÞθης τρÝχει η βρýση.
Στον Αναγνþστη
Η ανοησßα, τ' αμÜρτημα, η απληστßα κι η πλÜνη
κυριεýουνε τη σκÝψη μας και φθεßρουν το κορμß μας,
κι ευχÜριστα τις τýψεις μας θρÝφουμε στη ψυχÞ μας,
καθþς που θρÝφουν πÜνω τους τις ψεßρες οι ζητιÜνοι.
Στα μετανιþματα Üναντροι κι αμαρτωλοß ως την Üκρια,
ζητÜμε πληρωμÞ ακριβÞ για κÜθε μυστικü μας
και ξαναμπαßνουμε εýκολα στο βοýρκο τον παλιü μας,
θαρρþντας πως ξεπλÝνεται με τα δειλÜ μας δÜκρυα.
ΠÜνω απ το προσκεφÜλι μας ο ΣατανÜς γερμÝνος
πÜντα στα μÜγια του κακοý το νου μας νανουρßζει,
τη πιο ατσαλÝνια θÝληση μεμιÜς την εξατμßζει,
αυτüς ο ΜÝγας χημικüς, ο ΤετραπερασμÝνος.
Ο ΔιÜολος, το νÞμα αυτüς κρατÜ που μας κουνÜ!
Τα πρÜματα τα βρωμερÜ πιüτερο τ' αγαπÜμε,
κι üλο και προς τη Κüλαση κÜθε στιγμÞ τραβÜμε,
με δßχως φρßκη, ανÜμεσα στο σκüτος που βρωμÜ.
Σαν το φτωχü ξεφαντωτÞ που πιπιλÜ με ζÜλη
μιας παλιÜς πüρνης αγκαλιÜ πολιομαρτυρισμÝνη,
κλεφτÜτα αρπÜζουμε κι εμεßς καμιÜ ηδονÞ θλιμμÝνη,
που τηνε ξεζουμßζουμε σα σÜπιο πορτοκÜλι.
Σαν Ýνα εκατομμýριο σκουλÞκια, μυρμηγκιþντας,
μες στο μυαλü μας κραιπαλοýν του Δαßμονα τα πλÞθη,
κι üταν ανÜσα παßρνουμε, ο ΘÜνατος στα στÞθη
σαν Üûλος ποταμüς κυλÜ, σιωπηλÜ θρηνþντας.
Αν το φαρμÜκι κι η φωτιÜ κι η βιÜ και το μαχαßρι
δεν Ýχουνε τα φανταχτÜ κεντßδια ακüμα κÜνει
στο πρüστυχο της μοßρας μας Üθλιο καραβοπÜνι,
εßναι που λεßπει απ' τη ψυχÞ το θÜρρος κι απ' το χÝρι.
Μα μες στις σκýλες, τους σκορπιοýς, τα φßδια, τα τσακÜλια,
τους πÜνθηρες, τους πßθηκους, τους γýπες, τα θηρßα
που γροýζουν, σÝρνουνται, αλυχτοýν κι ουρλιÜζουν με μανßα
μες στων παθþν μας το κλουβß, προβαßνει αγÜλια,
θεριü πιο βρþμικο, κακü, την ασκημιÜ να δεßξει!
Kι α δε σαλεýει κι οýτε ακοýει κανÝνας το ουρλιαχτü του,
üλη γης θα ρÞμαζε, και στο χασμουρητü του
θα 'θελε να κατÜπινε τον κüσμο -αυτü 'ναι η πλÞξη!-
ποý, μ' Ýνα δÜκρυ αθÝλητο στα μÜτια της κοιτÜζεις,
καθþς καπνßζει τον ουκÜ, κρεμÜλες να στυλþνει.
Και ξÝρεις, αναγνþστη, αυτü το τÝρας πως δαγκþνει!
¿ αναγνþστη υποκριτÞ, αδÝρφι που μου μοιÜζεις!
Albatros
ΠολλÝς φορÝς οι ναυτικοß, την þρα να περνÜνε,
πιÜνουν τους Üλμπατρους -πουλιÜ της θÜλασσας τρανÜ-
που ρÜθυμα, σα σýντροφοι του ταξιδιου, ακλουθÜνε
το πλοßο που μες στα βÜραθρα γλυστρÜει, τα πικρÜ.
Μα μüλις σκλαβωμÝνα κει στη κουπαστÞ τα δÝσουν,
οι βασιλιÜδες τ' ουρανοý, σκυφτοß κι Üχαροι πια,
τ' Üσπρα μεγÜλα τους φτερÜ τ' αφÞνουνε να πÝσουν,
και στα πλευρÜ τους θλιβερÜ να σÝρνουνται κουπιÜ.
Αυτοß που 'ν' τüσον üμορφοι, τα σýννεφα σα σκßζουν,
πþς εßναι τþρα κωμικοß κι Üσκημοι και δειλοß!
'Αλλοι με πßπες αναφτÝς τα ρÜμφη τους κεντρßζουν,
κι Üλλοι, για να τους μιμηθοýν, πηδÜνε σα κουτσοß.
Μ' αυτοýς τους νεφοπρßγκηπες κι ο ΠοιητÞς πως μοιÜζει!
δε σκιÜζεται τις σαúτιÝς, τις θýελλες αψηφÜ·
μα ξÝνος μες στον κüσμο αυτü που γýρω του χουγιÜζει,
σκοντÜφτει απ' τα γιγÜντιÜ του φτερÜ σα περπατÜ.
Συνομιλßα
Εßσαι üμορφη σα ρüδινο του φθινοπþρου δεßλι!
μα η λýπη ως κýμα μÝσα μου φουσκþνει σκοτεινü,
κι αφÞνει üταν πισωδρομÜ στα ρÜθυμÜ μου χεßλη,
της θýμησης της πιο πικρÞς τον κατασταλαγμü.
ΜÜταια γλυστρÜ το χÝρι σου στου στÞθους μου τα ψýχη·
καλÞ μου, κεßνο που ζητÜ ρημÜδι εγßνη πιÜ,
απ' της γυναßκας τ' Üγριο το δüντι και το νýχι.
Μη τη καρδιÜ μου πια ζητÜς, τη φÜγανε θεριÜ.
Εßν' η καρδιÜ μου ανÜκτορο, απ' üχλους ρημαγμÝνο·
μεθοýν εκεß, σκοτþνονται, τραβιοýνται απ' τα μαλλιÜ!
Μ' απü το στÞθος σου Üρωμα βγαßνει, το γυμνωμÝνο!...
Ω των ψυχþν κακιÜ πληγÞ! Το θες κι εσý ΟμορφιÜ!
Με τα λαμπρÜ, τα φλογερÜ σου μÜτια ως φωταψßα,
κÜψε και τα ρημÜδια αυτÜ π' αφÞσαν τα θηρßα!
Semper Eadem
-"Ποýθ' η αλλþτικη», Ýλεγες, «η θλßψη αυτÞ σε πιÜνει,
που λοýζει σα τη θÜλασσα το βρÜχο το γυμνü";
'Αμα η καρδιÜ μας μια φορÜ το τρýγημÜ της κÜνει,
και ζει κανεßς ειν' Üσκημο! το ξÝρουν üλοι αυτü·
εßν' Ýνας πüνος ξÜστερος, δεν εßναι κρýφιος! Ýλα!
σα τη δικÞ σου τη χαρÜ, φαßνεται στη στιγμη.
ΠÜψε λοιπüν να με ρωτÜς, περßεργη κοπÝλα,
κι αν κι η φωνÞ σου εßναι γλυκιÜ, σþπα, ωραßα μου συ.
Σþπαινε, ανßδεη ψυχÞ, μ' üλα ξετρελαμÝνη!
στüμα με γÝλιο παιδικü! Οι Üνθρωποι εßναι δεμÝνοι
πιüτερο με το ΘÜνατο παρÜ με τη ΖωÞ.
'Αστη καρδιÜ μου, Üστηνα στο ψÝμα να μεθýσει!
στου þριου ματιοý σου τ' üνειρο τ' ωραßο ν' αρμενßσει,
και στων βλεφÜρων σου τη σκιÜ πολý να κοιμηθεß!
ΜεθÜτε
ΠρÝπει να μαστε üλο μεθυσμÝνοι.
Εßναι το παν: η μüνη λýση.
Μη μας βαραßνει το φριχτü φορτßο του Χρüνου,
που μας τσακßζει και στη γης μας σπρþχνει,
μας πρÝπει Ýνα μεθýσι χωρßς τÝλος.
Μα με τß;
Με κρασß, με ποßηση Þ μ' αρετÞ.
ΔιαλÝχτε. ¼μως μεθÜτε.
Κι αν κÜποτε ξυπνÞσετε ßσως
πÜνω σε σκÜλες αναχτüρων,
στο χλωρü χορτÜρι μßας τÜφρου,
μÝσα στη μοναξιÜ της κÜμαρÞς σας,
και νιþσετε πως το μεθýσι σας περνÜει
Þ κιüλας πως κοντεýει να περÜσει,
ρωτÞσετε τον Üνεμο, το κýμα, το Üστρο, το πουλß και το ρολüγι,
το κÜθε τι που φεýγει, κλαßει, τρÝχει, που τραγουδÜ, που μιλεß:
Τß þρα να ναι;
Θα σας ποýν κι ο Üνεμος και τ' Üστρι και το ρολüγι, το πουλß:
Εßναι þρα για μεθýσι.
Μην εßστε ανελÝητοι σκλÜβοι του Χρüνου,
μεθÜτε, μεθÜτε δßχως τελειωμü, μεθÜτε.
Με κρασß, με ποßηση Þ μ' αρετÞ, διαλÝχτε.
Η ¢ρρωστη Μοýσα
.
Τß Ýχεις, Μοýσα μου φτωχÞ σÞμερα, δε μου λες;
ΦÜσματα νýχτια τ’ αμαυρÜ τα μÜτια σου κοιτÜνε,
και βλÝπω απü την üψη σου μια-μια ν’ αντιπερνÜνε
τρÝλα και φρßκη, σκοτεινÝς, κρýες και σιωπηλÝς.
.
ΤÜχα το ρüδινο στοιχειü κι οι πρασινοξωθιÝς,
το φüβο και τον Ýρωτα στα στÞθια σου σκορπÜνε;
ΤÜχα ο βραχνÜς με τη σκληρÞ, βαρειÜ γροθιÜ του νÜ ’ναι
που σ’ Ýπνιξε σε μυστικÝς, βαθιÜ, βαλτονεριÝς;
.
Θε νÜ ’θελα, ξεχýνοντας υγεßας ευωδιÜ,
αιþνια σκÝψεις δυνατÝς τα στÞθια σου να κλεßνουν,
και το αßμα σου, χριστιανικü, νÜ ’τρεχε ρυθμικÜ,
.
σαν Þχος πλοýσιος συλλαβþν αρχαßων που λαμπρýνουν
βασιλικÜ με τη σειρÜ, του τραγουδιοý ο αφÝντης
ο Φοßβος, κι ο μεγÜλος Παν, των τρýγων ο λεβÝντης.
Η ΟμορφιÜ
Ωραßα σαν πÝτρινο üνειρο εßμαι, θνητοß μου φßλοι!
Τα στÞθια μου, που τις καρδιÝς πληγþνουν και τις καßουν,
πανÝμορφα πλαστÞκανε, στον ποιητÞ να εμπνÝουν
κÜποιαν αγÜπη σιωπηλÞ κι αιþνια σαν την ýλη.
Σαν σφßγγα ακατανüητη στους ουρανοýς καθßζω,
λευκÞ σαν κýκνος, με καρδιÜ απü χιüνι καμωμÝνη.
Εχθρεýομαι την κßνηση που τη γραμμÞ ασκημαßνει
κι οýτε γελÜω εγþ ποτÝ οýτε ποτÝ δακρýζω.
Οι ποιητÝς, τις φανταχτερÝς πüζες μου σαν κοιτÜνε,
που λες των πιο περÞφανων μνημεßων τη χÜρη κλÝβουν,
μÝρα και νýχτα τρþγονται για να τις μελετÜνε
γιατß τους εραστÝς μου αυτοýς κÜνω και τους μαγεýουν
κÜτι καθρÝφτες διÜφανοι, που üλα πιο ωραßα τα δεßχνουν:
τα μÜτια, τα θεßα μÜτια μου, που φÝγγη αιþνια ρßχνουν!
Το ΛιμÜνι
¸να λιμÜνι εßναι Ýνας τüπος üλο χÜρες, για μια ψυχÞ που απüκαμε απ' τη σκληρÞ τη πÜλη της ζωÞς. Η Üπλα τ' ουρανοý, η διαβατÜρικια των σýννεφων αρχιτεκτονικÞ, της θÜλασσας η ατÝλειωτη εναλλαγÞ των αποχρþσεων, των φÜρων τα λαμπρÜ φωτοβολÞματα, εßναι Ýνα πρßσμα θαυματουργü, που δßνει πÜντα χαρÜ στα μÜτια δßχως να τα κουρÜσει ποτÝ. Τα σχÞματα τα ευγενικÜ των καραβιþν με τις περßπλοκες αρματωσιÝς, καθþς σαλεýουνε στο κýμα αρμονικÜ, διατηροýνε συνεχþς μες στη ψυχÞ, το αßσθημα της ομορφιÜς και του ρυθμοý. Κι εßναι πριν απ' üλα, μια ηδονÞ μυστηριþδης κι υψηλÞ για κεßνον που δε του μεßνανε πια μÞτε φιλοδοξßες, μÞτε περιÝργειες, να κοιτÜζει ξαπλωμÝνος πÜνω στη βßγλα Þ ακουμπισμÝνος Þρεμα στο παραπÝτασμα της προκυμαßας, üλη τοýτη τη κßνηση αυτþν που επιστρÝφουν κι αυτþν που φεýγουν, αυτþν που 'χουν ακüμα τη δýναμη να θÝλουνε κÜτι, τον πüθο να ταξιδÝψουνε και να πλουτßσουν.
Απþλεια ΦωτοστÝφανου
-"¸ι! Τß! σεις εδþ φßλτατε; Σεις σε τοýτο το αισχρü μÝρος! Σεις ο λÜτρης της πεμπτουσßας, της θεßας αμβροσßας ο καταναλωτÞς! Μα την αλÞθεια, με το δßκιο μου σαστßζω".
-"Να σας πω αγαπητÝ μου. Γνωρßζετε τον τρüμο που με πιÜνει με τ' Üλογα και τ' αμÜξια. Προ ολßγου ενþ διÝσχιζα τη λεωφüρο βιαστικüς χοροπηδþντας στις λÜσπες, μες σ' αυτü το κινοýμενο χÜος, üπου ο ΧÜροντας καταφθÜνει καλπÜζοντας απ' üλες τις μεριÝς, το φωτοστÝφανü μου, με μιαν απüτομη κßνηση, γλýστρησε απü τη κεφαλÞ μου κι Ýπεσε μες στο βοýρκο της δημοσιÜς. Δεν εßχα κουρÜγιο να σκýψω να το σηκþσω. ¸κρινα λιγüτερο δυσÜρεστο να χÜσω τα διακριτικÜ μου, απü τον κßνδυνο να μου τσακßσουνε τα κüκκαλα. Κι Ýπειτα σκÝφτηκα: ουδÝν κακüν αμιγÝς καλοý. Τþρα πια εßμαι λεýτερος να κυκλογορþ αγνþριστος, να κÜνω ταπεινÝς πρÜξεις και να παραδßνομαι στη χυδαιüτητα, σαν τους κοινοýς θνητοýς. Και να μαι τþρα ολüιδιος με σας, üπως με βλÝπετε".
-"Θα 'πρεπε τουλÜχιστον να δημοσιÝψετε μιαν αγγελßα Þ να ειδοποιÞσετε το κοντινüτερο αστυνομικü τμÞμα".
-"Μπα, üχι! Εßμαι πολý καλÜ δω που βρßσκουμαι. ΚοιτÜχτε πως μüνο σεις μ' αναγνωρßσατε. ¢λλωστε η αξιοπρÝπεια μ' ενοχλεß. Και στο κÜτω-κÜτω της γραφÞς, χαßρουμαι με τη σκÝψη πως ßσως το βρει κανεßς κακüς ποιητÞς και το στολιστεß αυθαδÝστατα. Να δημιουργÞσω Ýναν ευτυχÞ, που θα με κÜνει να ξεκαρδßζομαι. ΒÜλτε με το νου σας τον Τ, Þ τον Ω. Ε! τß θαýμα που θα 'ναι"!
Τεχνητοß ΠαρÜδεισοι
απüσπασμα: κεφÜλαιο Περß της κÜνναβης και του οßνου ως μÝσων για την διεýρυνση της ατομικüτητος.
ΑρχικÜ σε κυριεýει μια παρÜλογη, ακαταμÜχητη ευθυμßα. Οι κοινüτερες λÝξεις, οι απλοýστερες ιδÝες αποχτοýν μια νÝα, αλλüκοτη üψη. ΑυτÞ η ευθυμßα σου εßναι αφüρητη -üμως εßναι μÜταιο να της αντισταθεßς. Σ' Ýχει κυριÝψει ο δαßμονας...
Συμβαßνει μερικÝς φορÝς Üνθρωποι εντελþς ακατÜλληλοι για τα γλωσσικÜ παιχνßδια ν' αυτοσχεδιÜζουν μιαν ατελεßωτη σειρÜ λογοπαßγνιων και τελεßως απßθανες σχÝσεις μεταξý ιδεþν, κατÜλληλες να ξεπερÜσουν και τους πιο ικανοýς μαστüρους αυτÞς της τεχνικÞς. ΜετÜ ωστüσο απü μερικÝς στιγμÝς, η σχÝση ανÜμεσα στις ιδÝες γßνεται τüσον αüριστη και το νÞμα των σκÝψεþν σου τüσον επßμοχθο που μüνον οι σýντροφοß σου μποροýν να σε καταλÜβουν...
Κατüπιν οι αισθÞσεις σου γßνονται εξαιρετικÜ οξεßες και διορατικÝς. Η üρασÞ σου εßναι Üπειρη. Το αφτß σου μπορεß να διακρßνει και τον πιο αδιüρατο Þχο, ακüμη κι ανÜμεσα στους πιο εκκωφαντικοýς θορýβους...
Προκýπτουν οι πιο λεπτÝς αμφισημßες, οι πιο ανεξÞγητες επικαλýψεις ιδεþν. Στους Þχους υπÜρχει χρþμα. Στα χρþματα υπÜρχει μουσικÞ... κÜθεσαι και καπνßζεις. Πιστεýεις üτι κÜθεσαι μες στη πßπα σου κι üτι η πßπα σου καπνßζει εσÝνα. ΕκπνÝεις τον εαυτü σου σε γαλαζωπÜ σýννεφα...
ΑυτÞ η φαντασßωση συνεχßζεται αιþνια. ¸να φωτεινü διÜλειμμα και μια τερÜστια προσπÜθεια, σου επιτρÝπουν να κοιτÜξεις το ρολüι. Η αιωνιüτητα αποδεßχνεται πως Þταν Ýνα μονÜχα λεπτü...
Η τρßτη φÜση... εßναι πÝρα απü κÜθε περιγραφÞ. Εßναι αυτü που οι ανατολßτες αποκαλοýν kef εßναι ολοκληρωτικÞ ευτυχßα. ΔÝν Ýχει καμιÜ παραζÜλη και καθüλου ορυμαγδü. Εßναι μια Þρεμη και θυμüσοφη μακαριüτητα. ¼λα τα φιλοσοφικÜ προβλÞματα Ýχουνε λυθεß. ¼λα τα δýσκολα ερωτÞματα που αποτελοýν σημεßα διαμÜχης για τους θεολüγους κι απελπßζουνε τους σκεπτüμενους ανθρþπους γßνονται σαφÞ και διÜφανα. Λýνονται üλες οι αντιθÝσεις. Ο Üνθρωπος Ýχει ξεπερÜσει τους θεοýς...