Βιογραφικü
Ο Ρüτζερ ΖελÜζνυ (Roger Zelazny) Þταν Αμερικανüς συγγραφÝας, μυθιστοριογρÜφος, συγγραφÝας ΕΦ και ποιητÞς, γνωστüς και με το ψευδþνυμο ΧÜρισον ΝτÝνμαρκ (Harrison Denmark), κερδßζοντας την εκτßμηση του κοινοý, των συναδÝλφων του και των κριτικþν. Σποýδασε αγγλικÞ γλþσσα στο ΠανεπιστÞμιο Κολοýμπια, με μÜστερ στην αγγλικÞ γλþσσα. Απü το 1962 δημοσßευσε το 1ο του διÞγημα με τßτλο "Passion Play" στο περιοδικü Amazing, αλλÜ εργÜστηκε για κÜποια χρüνια στη Διεýθυνση ΚοινωνικÞς ΑσφÜλισης της Βαλτιμüρης (1962-1969) μÝχρι ν' αποφασßσει ν' αφιερωθεß ολοκληρωτικÜ στη συγγραφÞ. ¸χει τιμηθεß με τα βραβεßα ΕπιστημονικÞς Φαντασßας Νεμπιοýλα της ¸νωσης Αμερικανþν ΣυγγραφÝων ΕπιστημονικÞς Φαντασßας και Χιοýγκο του αναγνωστικοý κοινοý.
ΓεννÞθηκε 13 ΜÜη 1937 στο Euclid του ΟχÜιο των ΗΠΑ, μοναχογιüς του Πολωνοý μετανÜστη Joseph Frank Zelazny και της Ιρλανδο-αμερικÜνας Josephine Flora Sweet. Στη μÝση εκπαßδευση, Þταν εκδüτης της σχολικÞς εφημερßδας, παρÜλληλα, απ' τους ιδρυτÝς της ΔημιουργικÞς ΟμÜδας ΓραφÞς. Το 1955 μπÞκε για σπουδÝς στο Western Reserve University, στη Βρεττανßα κι αποφοßτησε το 1959. ΑμÝσως Ýγινε δεκτüς στο ΠανεπιστÞμιο Κολοýμπια της Ν. Υüρκης κι αποφοßτησε το 1962, μ' εξειδßκευση στο ελισσαβετιανü δρÜμα.
Μεταξý 1962-9 εργÜζεται στο Social Security Administration στο Cleveland και μετÜ στη Baltimore, περνþντας τον ελεýθερο χρüνο του γρÜφοντας ιστορßες ΕΦ. Θεωρεßται, μαζß με τον ΣÜμουελ ΝτιλÝινι (Samuel Delany) και τον ΧÜρλαν ¸λισον, απü τις αντιπροσωπευτικÝς μορφÝς του αμερικανικοý νÝου κýματος που στρÝψανε το ενδιαφÝρον της ΕΦ απü τον εξωτερικü κüσμο της τεχνολογßας στην εξερεýνηση του εσωτερικοý κüσμου μÝσω ψυχολογßας, κοινωνιολογßας, γλωσσολογßας κ.λπ.
¢ρχισε να δημοσιεýει διηγÞματÜ του το 1962 και βρßσκει αναγνþριση το 1965, κερδßζοντας 2 βραβεßα ΝÝμπιουλα κι Ýνα Χιοýγκο. Το τελευταßο Þτανε για το μυθιστüρημα του "This Immortal", και τα πρþτα για το διÞγημα "Οι Πüρτες Του Προσþπου Του, Οι ΛÜμπες Του Στüματüς Του" και για τον "Κυρßαρχο Των Ονεßρων". ΣημαντικÜ Ýργα και τα τρßα, φανερþνουνε τη γοητεßα που ασκοýνε σ' αυτüν οι αρχετυπικÝς εικüνες των μýθων εßτε εßναι παλιüτεροι üπως οι αρχαιοελληνικοß, εßτε νεüτεροι, üπως ο "Μüμπυ Ντικ". Η αγÜπη του για τις μυθολογικÝς αναφορÝς εßναι εμφανÝστερη στο "Lord Of Light" (1967), που κÝρδισε και βραβεßο. Πρüκειται για Ýνα ιδιοφυÝς Ýργο με καλοσχεδιασμÝνη πλοκÞ και θαυμÜσια αφÞγηση üπου μια ομÜδα ανθρþπων σ' Ýναν Üλλον πλανÞτη υποδýονται (και κατÜ μßα Ýννοια γßνονται) τους θεοýς του ινδικοý πανθÝου, με τη βοÞθεια μιας ιδιαßτερα εξελιγμÝνης τεχνολογßας, αναπαριστþντας με τις προσωπικÝς τους διαμÜχες τη "ΜαχαμπχαρÜτα".
Ακολοýθησε το "Isle Of Dead" (1969) και το "Creatures Of Light And Darkness" (1969), που κυριαρχοýν οι Θεοß της ΑιγυπτιακÞς μυθολογßας. Την ßδια χρονιÜ κυκλοφüρησε και το "Damnation Alley", το πιο βßαιο ßσως βιβλßο του, που μεταφÝρθηκε πολý αλλαγμÝνο στον κινηματογρÜφο το 1977 απü τον Τζακ ΣμÜιτ. Απü το 1970 Üρχισε ν' απομακρýνεται προς το χþρο της φαντασßας με τη σειρÜ μυθιστορημÜτων "'Aμπερ", μα επιστρÝφει στην EΦ το 1975 κερδßζοντας το Χιοýγκο και το ΝÝμπιουλα με τη νουβÝλα "Home Is The Hangman".
ΣυνÝχισε συνεργασßα με τον Φßλιπ Ντικ στο "Deus Ire" (1976), κÜπως αντιφατικü μυθιστüρημα κι εξακολοýθησε να γρÜφει παρακολουθþντας το ρεýμα της εποχÞς κι αφομοιþνοντας στοιχεßα της 10ετßας του '80, üπως γßνεται φανερü περισσüτερο στο μυθιστüρημα "Coils" (1982), που 'γραψε σε συνεργασßα με τον Φρεντ ΣαμπερχÜγκεν και το διÞγημα "Η Βασßλισσα Των Διüδων".
¸πεσε πολý νωρßς θýμα της μοßρας των λογοτεχνþν που γρÜφουν στο ζενßθ της Ýντασης και του οßστρου τους -την αναπüφευκτη πτþση, üταν οι Ýμμονες ιδÝες κι οι ανησυχßες τους πÜρουνε συγκεκριμÝνη μορφÞ. Οι επßπονες εξερευνÞσεις του στο χþρο του εσωδιαστÞματος και στους τρüπους με τους οποßους οι Üνθρωποι αντιδροýν στις βαθιÝς ψυχικÝς προκλÞσεις και τις κρßσεις της εξÝλιξης της προσωπικüτητας τους φÜνηκαν να τον εξÜντλησαν για Ýνα διÜστημα. Αργüτερα Ýδειξε κÜποια σημÜδια δημιουργικÞς ανÜκαμψης, χÜρη στην αναζωπýρωση του εßδους απü το αμφιλεγüμενο κßνημα των τεχνοπÜνκ.
ΠÝθανε στις 14 Ιουνßου 1995 απü καρκßνο, σ' ηλικßα 58 ετþν.
=========================
Ο Πυρετüς Του ΣυλλÝκτη
-"Τß κÜνεις εκεß πÝρα Üνθρωπε";
-"ΜεγÜλη ιστορßα".
-"Και μ' αρÝσουν οι μεγÜλες ιστορßες. ΚÜτσε κÜτω και λÝγε. ¼χι! üχι πÜνω μου"!
-"Συγνþμη. Λοιπüν για üλα φταßει ο θεßος μου, ο απßστευτα ζÜπλουτος..."
-"ΣτÜσου. Τß πα να πει ζÜπλουτος";
-"Ε, πολý πολý πλοýσιος".
-"Και πλοýσιος";
-"Μμ. ΠολλÜ λεφτÜ".
-"Τß εßναι τα λεφτÜ";
-"Να στη πω την ιστορßα Þ üχι";
-"Ναι, αλλÜ να τη καταλÜβω κιüλας".
-"ΛυπÜμαι, ΒρÜχε, αλλÜ κι εγþ δε βγÜζω Üκρη".
-"Λßθο με λÝνε".
-"ΕντÜξει, Λßθε. Ο θεßος μου, που εßναι πολý σπουδαßος Üνθρωπος, θα μ' Ýγραφε υποτßθεται στην Ακαδημßα του ΔιαστÞματος, αλλÜ δε μ' Ýγραψε. Θεþρησε καλýτερη τη φιλελεýθερη μüρφωση και μ' Ýβαλε με το ζüρι στο δικü του το στριμμÝνο κολλÝγιο για να ειδικευτþ στις εξωγÞινες ανθρωπüτητες. Ως εδþ εντÜξει";
-"¼χι, αλλÜ η κατανüηση δεν αποτελεß υποχρεωτικÜ ορισμü της αναγνþρισης".
-"Αυτü λÝω κι εγþ. ΠοτÝ μου δεν κατÜλαβα το θεßο Σßδνεû, αλλÜ αναγνωρßζω κÜλλιστα τα εξωφρενικÜ του γοýστα, το Ýνστικτο του αρπακτικοý και τη πρüστυχη επιμονÞ του ν' ανακατþνεται σε ξÝνες υποθÝσεις. Τ' αναγνωρßζω τüσο που μου ανακατεýουνε το στομÜχι. Δε μπορþ να κÜνω κι αλλιþς. Εßναι Ýνας σαρκοβüρος οικογενειακüς δεινüσαυρος που 'χει τη μανßα να περνÜ πÜντα το δικü του. Δυστυχþς Ýχει κι üλο το χρÞμα της οικογÝνειας στα χÝρια του οπüτε, üπως το ωωτ Ýπεται του ψψη, πÜντα περνÜ το δικü του".
-"Αυτü το χρÞμα θα εßναι σπουδαßο πρÜγμα".
-"Τüσο, που μ' Ýφερε δÝκα χιλιÜδες Ýτη φωτüς μακρυÜ, σε τοýτο δω τον κüσμο χωρßς üνομα, που, ενημερωτικÜ, μüλις ονüμασα ΝτÜνχιλ".
-"Το ζαττ που πετÜ χαμηλÜ τρþει πολý, πρÜγμα που εξηγεß το γιατß πετÜ χαμηλÜ..."
-"Το παρατÞρησα. Αυτü εδþ εßναι φυτικü πÜντως, Ýτσι δεν εßναι";
-"Ναι".
-"Ωραßα, οπüτε το σακκοýλιασμα δε θα 'ναι δýσκολο".
-"Τß εßναι το σακκοýλιασμα";
-"Το να βÜζεις κÜτι σ' Ýνα τσουβÜλι για να το μεταφÝρεις κÜπου αλλοý".
-"Σα να φεýγεις ταξßδι";
-"Ναι".
-"Τß θα σακκουλιÜσεις";
-"ΕσÝνα, Λßθε".
-"ΠοτÝ δε συμπÜθησα τα σοýρτα-φÝρτα..."
-"Κοßτα να δεις, Λßθε, ο θεßος μου εßναι συλλÝκτης βρÜχων κι εßσαστε η μοναδικÞ φυλÞ Ýλλογων πετρωμÜτων του γαλαξßα. Κι εσý, ειδικÜ, εßσαι το μεγαλýτερο δεßγμα που 'χω βρει ως τþρα. Το αντιλαμβÜνεσαι";
-"Ναι, αλλÜ δεν το θÝλω".
-"Μα, γιατß; Θα 'σαι ο Üρχοντας της συλλογÞς του. ΚÜτι σα μονüφθαλμος στη χþρα των τυφλþν, αν μου επιτρÝπεις μια Üτοπη παρομοßωση".
-"Σε παρακαλþ, δε σου επιτρÝπω. Ακοýγεται απαßσια. Πες μου, πþς κι Ýμαθε ο θεßος σου για τον κüσμο μας";
-"¸νας καθηγητÞς μου μου διÜβασε για τοýτο το μÝρος απü Ýνα παλιü ημερολüγιο διαστημοπλοßου. Εκεßνος Þτανε συλλÝκτης παλιþν ημερολογßων απü διαστημüπλοια. Το ημερολüγιο Þτανε κÜποιου ΚυβερνÞτη ΦÝρχιλ, που πριν απü κÜμποσους αιþνες εßχε προσεδαφιστεß εδþ κι Ýκανε διεξοδικÝς διαλÝξεις στο λαü σου".
-"Τß καλüς γερÜκος ο Βρωμüκαιρος ΦÝρχιλ! Εßναι καλÜ; Δþστου χαιρετισμοýς".
-"¸χει πεθÜνει".
-"Πþς";
-"ΠεθαμÝνος. Καποýτ. Πουφ. ΠÜει. ΝτÞμπολ".
-"Ω, τι κρßμα! Πüτε συνÝβη; ΦαντÜζομαι θα Þταν γεγονüς υψηλÞς αισθητικÞς".
-"Δεν Ýχω ιδÝα. ΑλλÜ μßλησα για το θÝμα στο θεßο μου κι εκεßνος αποφÜσισε να σας προσθÝσει στη συλλογÞ του. Κι Ýτσι βρÝθηκα εδþ -εκεßνος μ' Ýστειλε".
-"ΕιλικρινÜ, üσο κι αν με κολακεýει η προτßμησÞ σου, μου εßναι αδýνατο να σε συνοδÝψω. ¸χω φτÜσει σχεδüν στην þρα μου για ντÞμπολ".
-"ΞÝρω, τα χω διαβÜσει üλα για το ντÞμπολ στο ημερολüγιο του ΦÝρχιλ προτοý το δþσω στο θεßο Σßδνεû. Εκεßνες τις σελßδες τις Ýσκισα. ΘÝλω να 'ναι εκεß κοντÜ üταν συμβεß. Οπüτε θα κληρονομÞσω τα λεφτÜ του και θ' αυτοπαρηγορηθþ με ü,τι πανÜκριβο τρüπο υπÜρχει για να ξεχÜσω τη στεναχþρια μου που δεν πÞγα στην Ακαδημßα. Πρþτα-πρþτα θα γßνω αλκοολικüς, ýστερα πιÜνω τον ποδüγυρο - Þ μÜλλον θα ξεκινÞσω ανÜποδα..."
-"Μα θÝλω ντÞμπολ εδþ πÝρα, ανÜμεσα στα προσφιλÞ μου αντικεßμενα"!
-"Αυτüς εδþ εßναι λοστüς. Θα σε ξεκολλÞσω".
-"¸τσι και δοκιμÜσεις θα σου ρθει Ýνα ντÞμπολ ξεγυρισμÝνο".
-"Δεν μπορεßς. Προτοý πιÜσουμε την κουβÝντα μÝτρησα τη μÜζα σου. ΘÝλεις τουλÜχιστον οχτþ μÞνες, υπü ΓÞινες ΣυνθÞκες, þσπου να φτÜσεις σε μÝγεθος για ντÞμπολ".
-"ΕντÜξει, μπλüφαρα.ΑλλÜ δεν Ýχεις Ýλεος; Αναπαýομαι δω για αιþνες κι αιþνες, απü μικρü-μικρü βοτσαλÜκι, üπως κι οι γονεßς μου πριν απü μÝνα. Με υπομονÞ αμÝτρητη κι εκλεκτικüτητα αυστηρÞ μεγÜλωνα τη συλλογÞ μου απü Üτομα, φτιÜχνοντας τη πιο ραφινÜτη μοριακÞ δομÞ σ' üλη τη γειτονιÜ. Και να με ξεριζþνουνε τþρα, που φτÜνει η þρα του ντÞμπολ, ε, αυτü εßναι - τελεßως αλßθινο εκ μÝρους σου".
-"Μη το παßρνεις κατÜκαρδα. Σου υπüσχομαι να συλλÝξεις τα πιο φßνα Üτομα που υπÜρχουνε στη Γη. Θα ταξιδÝψεις σε μÝρη που ποτÝ Üλλος Λßθος δε πÜτησε".
-"ΜικρÞ παρηγοριÜ. ΘÝλω να δουν οι φßλοι μου".
-"ΦοβÜμαι πως αυτü αποκλεßεται".
-"Εßσαι πολý Üσπλαχνος ΓÞινος. Εýχομαι να 'σαι κοντÜ μου την þρα του ντÞμπολ".
-"Σκοπεýω να 'μαι üσο μακρυÜ γßνεται και να προετοιμÜζομαι για αχαλßνωτες ακολασßες".
Βοηθοýσης της υπο-Γ βαρýτητας του ΝτÜνχιλ, ο Λßθος κýλησε εýκολα στο πλÜι του διαστημικοý ημιφορτηγοý, σακκουλιÜστηκε και τοποθετÞθηκε στην αποθÞκη δßπλα στον ατομικü αντιδραστÞρα. Εξαιτßας του üτι το διαστημüπλοιο Þταν Ýνα απλü σπüρ ημιφορτηγü μικρþν αποστÜσεων, ειδικÜ διαμορφωμÝνο απü τον ιδιοκτÞτη του, ο οποßος εßχε αφαιρÝσει μεγÜλο μÝρος απü τα μολυβÝνια διαφρÜγματα, ο Λßθος Ýνιωσε Ýνα ξαφνικü ηφαιστειþδες φοýντωμα ανÞκουστης μÝθης, πρüσθεσε ταχýτατα σπÜνια κομμÜτια στη συλλογÞ του και πραγματοποßησε ντÞμπολ επιτüπου.
Ορθþθηκε μεγαλüπρεπα σα μανιτÜρι κι ýστερα σÜρωσε με τερÜστια κýματα τις πεδιÜδες του ΝτÜνχιλ. πολλοß νεαροß Λßθοι κατÝβηκαν σα βροχÞ απü τους κονιορτοýς των ουρανþν γοερÜ διαλαλþντας την οδýνη της γÝννησÞς τους κατακλýζοντας ολüκληρο το φÜσμα συχνοτÞτων της κοινüτητας.
-"ΜπρÜβο διÜσπαση", ακοýστηκε το σχüλιο ενüς μακρινοý γεßτονα, μÝσα απü τον στατικü ηλεκτρισμü "και μÜλιστα νωρßτερα απü το αναμενüμενο. Να και το θερμικü κýμα"!
-"ΤÝλειο ντÞμπολ", συμφþνησε κι Üλλος Ýνας. "ΠοτÝ δε χÜνεις αν εßσαι προσεκτικüς συλλÝκτης".
____________________
Roger Joseph Zelazny
"Collector 's Fever" 1964
μτφρ.:Γιþργος Γοýλας
___________________________________________
Ο ¢νθρωπος Που ΑγÜπησε Μια Φαúüλι
Τοýτη εßναι η ιστορßα του Τζων ¿ντεν και μιας Φαúüλι και κανεßς δεν τη γνωρßζει καλýτερα απü μÝνα. Ακοýστε τη...
¢ρχισε κεßνη τη βραδιÜ ενþ ο ¿ντεν σεργιÜνιζε -γιατß αυτü μποροýσε να το κÜνει- στις πιο αγαπημÝνες του τοποθεσßες σε κεßνο τον κüσμο. ΑντÜμωσε τη Φαúüλι κοντÜ στο ΦαρÜγγι των Νεκρþν Þτανε καθισμÝνη σ' Ýνα βρÜχο, με τα φτερÜ της απü φως να τρεμοσβÞνουν, πÜλι και πÜλι, και μετÜ να χÜνονται εντελþς, þσπου κÜτι που Ýμοιαζε με ανθρþπινο κορßτσι φÜνηκε καθισμÝνο εκεß. ¹τανε σαν μια κοπÝλα ντυμÝνη στα λευκÜ κι Ýκλαιγε, με τις μακριÝς μαýρες μποýκλες της να πÝφτουν απαλÜ γýρω απü τη μÝση της.
Τη πλησßασε μÝσα σε κεßνο το απüκοσμο φως απü το ετοιμοθÜνατο, σχεδüν πεθαμÝνο Þλιο, üπου τα ανθρþπινα μÜτια δεν μποροýσαν να υπολογßσουν αποστÜσεις Þ να συλλÜβουν σωστÜ την προοπτικÞ (αν και τα δικÜ του μποροýσαν), κι ακοýμπησε το δεξß του χÝρι στον þμο της. Τη χαιρÝτησε και της μßλησε με λüγια παρηγοριÜς. Ωστüσο θα Ýλεγε κανεßς üτι ο ¿ντεν Þταν σαν να μην υπÞρχε καθüλου. Η κοπÝλα συνÝχισε να κλαßει, κι ασημÝνια ρυÜκια σχηματßστηκαν στα μÜγουλÜ της που εßχαν το χρþμα του χιονιοý Þ του γυμνοý κüκαλου. Τα αμυγδαλωτÜ μÜτια της κοßταζαν μπροστÜ σαν να Ýβλεπαν απü μÝσα του, και τα μακριÜ νýχια της χþνονταν στις παλÜμες της, και παρ' üλα αυτÜ δεν Ýβγαζαν αßμα.
Ο ¿ντεν κατÜλαβε τüτε üτι Þταν αλÞθεια τα üσα Ýλεγαν για τις Φαúüλι -üτι τα μÜτια τους μποροýσαν να δουν μονÜχα üτι Þταν ζωντανü αλλÜ ποτÝ κÜτι νεκρü κι üτι στη μορφÞ Þταν σαν τις πιο ωραßες γυναßκες στο σýμπαν. ¼ντας νεκρüς ο ßδιος, ο ¿ντεν στÜθηκε για μια στιγμÞ να αναλογιστεß τις συνÝπειες αν ξαναγινüτανε ζωντανüς, προσωρινÜ βÝβαια.
¹τανε γνωστü üτι οι Φαúüλι Ýρχονταν να συντροφÝψουν τον Üνθρωπο Ýνα μÞνα πριν το θÜνατü του -εκεßνους τους σπÜνιους ανθρþπους που συνÝχιζαν ακüμη να πεθαßνουν- και περνοýσαν μαζß του τον τελευταßο μÞνα της ζωÞς του. Στο διÜστημα αυτü του πρüσφεραν κÜθε δυνατÞ απüλαυση που Þταν δυνατü να νιþσει Ýνα ανθρþπινο πλÜσμα. ¸τσι, üταν Ýφτανε η μÝρα για το φιλß του θανÜτου, το φιλß που ρουφοýσε και τη τελευταßα στÜλα ζωÞς απü το κορμß του, εκεßνος αποδεχüταν το θÜνατο με προθυμßα κι αξιοπρÝπεια. Τον αποδεχüταν; ΚÜτι ακüμη περισσüτερο -τον αποζητοýσε! Γιατß Þτανε τüση η μαγικÞ δýναμη των Φαúüλι πÜνω σε üλα τα πλÜσματα που, ýστερα απü αυτÞ την εμπειρßα, δεν τους απüμενε τßποτα Üλλο να ποθÞσουν απü τοýτη τη ζωÞ.
Ο Τζων ¿ντεν αναλογßστηκε τη ζωÞ και το θÜνατü του, στη κατÜσταση του κüσμου στον οποßο βρισκüταν, τη φýση των καθηκüντων του και της κατÜρας που τον βÜραινε... και τη Φαúüλι. ¹ταν το πιο πανÝμορφο πλÜσμα που εßχε δει ποτÝ σε üλα τα τετρακüσιες χιλιÜδες χρüνια της ýπαρξÞς του. Και η θÝα της τον Ýκανε να αγγßξει το σημεßο κÜτω απü την αριστερÞ μασχÜλη του που ενεργοποιοýσε τον απαραßτητο μηχανισμü για να ξαναγυρßσει στον κüσμο των ζωντανþν.
Το πλÜσμα ανασκßρτησε μüλις Ýνιωσε το ÜγγιγμÜ του γιατß, ξαφνικÜ τþρα ο ¿ντεν ξαναποκτοýσε τις αισθÞσεις της ζωÞς, το κορμß του Þταν πÜλι σÜρκα, και το ßδιο σÜρκα, ζεστÞ και θηλυκιÜ Þταν κι εκεßνη που Üγγιζε. ΚατÜλαβε üτι για μια ακüμη φορÜ το ÜγγιγμÜ του εßχε Ýνα Üγγιγμα Üντρα. Εßπε:
-"Γεια σου, και μη κλαις", κι εκεινη τις επανÝλαβε.
Η φωνÞ της Þτανε σαν αýρα, που ο ¿ντεν εßχε ξεχÜσει, που θρüúζε μÝσα σε φυλλωσιÝς που επßσης εßχε ξεχÜσει, με üλη τη δροσιÜ, τις ευωδιÝς και τα χρþματÜ τους. ¼λα ξαναγýρισαν σαν χεßμαρρος στη θýμησÞ του, Ýτσι, üταν την Üκουσε να τον ρωτÜ:
"Απü που ξεφýτρωσες, Üνθρωπε; Πριν απü μια στιγμÞ δεν Þσουν εδþ".
-"¸ρχομαι απü το ΦαρÜγγι των Νεκρþν", της αποκρßθηκε.
-"¢σε με να αγγßξω το πρüσωπü σου". Ο ¿ντεν Ýγνεψε καταφατικÜ κι εκεßνη Üπλωσε το χÝρι της. "Εßναι παρÜξενο που δεν σ' Ýνιωσα να πλησιÜζεις".
-"ΠαρÜξενος εßναι και τοýτος ο κüσμος", της απÜντησε.
-"Αυτü εßναι αλÞθεια", Ýγνεψε εκεßνη. "Εßσαι το μοναδικü ζωντανü πλÜσμα πÜνω του".
-"Πως σε λÝνε;" τη ρþτησε ο ¿ντεν.
-"Μπορεßς να με φωνÜζεις Σýθια", αποκρßθηκε εκεßνη.
-"Κι εμÝνα Τζων. Τζων ¿ντεν".
-"¹ρθα για να μεßνω μαζß σου, να σου προσφÝρω παρηγοριÜ κι ηδονÞ", του εßπε, και ο ¿ντεν κατÜλαβε üτι η τελετουργßα Üρχιζε.
-"Γιατß Ýκλαιγες üταν σε βρÞκα;"
-"Γιατß νüμιζα üτι δεν υπÞρχε κανÝνας σε τοýτο τον κüσμο και γιατß Þμουν τüσο κουρασμÝνη απü τα ταξßδια μου" του απÜντησε. "ΜÝνεις εδþ κοντÜ;"
-"¼χι πολý μακριÜ", της απÜντησε. "ΜÜλλον κοντÜ, θα 'λεγα".
-"Θα με πας εκεß;" του ζÞτησε. -"Στο μÝρος üπου ζεις".
-"ΜετÜ χαρÜς".
Κατηφüριζαν ολοÝνα και πιο βαθιÜ στο ΦαρÜγγι, ενþ ολüγυρÜ τους απλþνονταν τα λεßψανα των πλασμÜτων που εßχαν ζÞσει κÜποτε. Ωστüσο η Σýθια δε φαινüταν να βλÝπει τßποτε απü üλα αυτÜ. Περπατοýσε με τα μÜτια καρφωμÝνα στο πρüσωπü του 'Ωντεν και με το χÝρι της ακουμπισμÝνο στο μπρÜτσο του.
-"Γιατß ονομÜζεις τοýτο το μÝρος ΦαρÜγγι των Νεκρþν;" τον ρþτησε.
-"Γιατß βρßσκονται εδþ, ολüγυρÜ μας, τα πλÞθη των νεκρþν".
-"Δε νιþθω τßποτα".
-"Το ξÝρω".
ΔιÝσχισαν τη ΚοιλÜδα των Ωστþν, üπου εκατομμýρια κüκαλα νεκρþν απü πÜμπολες φυλÝς και κüσμους του σýμπαντος Þταν σωριασμÝνα ολüγυρÜ τους, αλλÜ εκεßνη δεν Ýβλεπε τßποτε απü üλα αυτÜ. Εßχε Ýρθει στο κοιμητÞρι üλων των κüσμων, αλλÜ οýτε που το καταλÜβαινε αυτü. Εßχε συναντÞσει το φροντιστÞ, το νεκροφýλακÜ του, αλλÜ δεν Þξερε üτι Þταν εκεßνος που περπατοýσε δßπλα της τρικλßζοντας σαν μεθυσμÝνος. Ο Τζων ¿ντεν την οδÞγησε σπßτι του. Δεν Þταν στα αλÞθεια εκεß η κατοικßα του, αλλÜ θα γινüταν τþρα. Μπαßνοντας ενεργοποßησε τα αρχαßα ηλεκτρονικÜ κυκλþματα τα οποßα βρßσκονταν μÝσα στο σπßτι που φþλιαζε στη πλαγιÜ του βουνοý. Σαν απÜντηση, φþτα λÜμψανε στους τοßχους, φþτα που ποτÝ δεν τα εßχε χρειαστεß ως τüτε αλλÜ που τα χρειαζüταν τþρα.
Η πüρτα Ýκλεισε συρτÜ πßσω τους κι η θερμοκρασßα ανÝβηκε φτÜνοντας σε φυσιολογικÜ επßπεδα ζεστασιÜς. ΦρÝσκος αÝρας Üρχισε να κυκλοφορεß στο χþρο. Ο ¿ντεν τον ροýφηξε στα πνευμüνια του και τον Ýβγαλε πÜλι, απολαμβÜνοντας αυτÞ τη ξεχασμÝνη αßσθηση. Η καρδιÜ του χτυποýσε πÜλι στο στÞθος του, κÜτι κüκκινο και ζεστü που του θýμιζε τον πüνο και τη χαρÜ. Για πρþτη φορÜ εδþ και αμÝτρητα χρüνια ετοßμασε φαγητü και Ýβγαλε Ýνα μπουκÜλι κρασß απü τα βαθιÜ, σφραγισμÝνα κελÜρια. Πüσοι Üλλοι θα μποροýσαν να αντÝξουν τα üσα εßχε αντÝξει εκεßνος; ºσως κανεßς. Η Σýθια τονε συντρüφεψε στο γεýμα, τσιμπολογþντας απü το πιÜτο της, δοκιμÜζοντας λßγο απü το κÜθετι, τρþγοντας ελÜχιστα. Απü την Üλλη μεριÜ, εκεßνος καταβρüχθισε απßστευτες ποσüτητες. ¹πιαν και το κρασß τους και Ýνιωσαν ευτυχεßς.
-"Πολý παρÜξενος τοýτος ο τüπος", παρατÞρησε κÜποια στιγμÞ εκεßνη. "Που κοιμÜσαι;"
-"ΣυνÞθιζα να κοιμÜμαι εκεß", της απÜντησε, δεßχνοντας Ýνα δωμÜτιο που σχεδüν εßχε ξεχÜσει üτι υπÞρχε.
ΜπÞκανε και της Ýδειξε το χþρο. Εκεßνη του Ýγνεψε προς το κρεβÜτι, προσκαλþντας τον να γευτεß τις ηδονÝς της σÜρκας. Εκεßνη τη νýχτα Ýκανε Ýρωτα μαζß της, πολλÝς φορÝς, με Ýνα Üγριο πÜθος που Ýκαψε το αλκοüλ απü τις φλÝβες του κι Ýδωσε μια βßαιη þθηση στη ζωÞ του. ¹ταν κÜτι σαν πεßνα, αλλÜ ακüμα πιο δυνατü. Την Üλλη μÝρα, üταν ο ετοιμοθÜνατος Þλιος Ýριξε τις χλωμÝς σαν απü φεγγαρüφωτο πινελιÝς του στην ΚοιλÜδα των Οστþν, ο ¿ντεν ξýπνησε. Η Σýθια τρÜβηξε το κεφÜλι του πÜνω στο στÞθος της, μην Ýχοντας κοιμηθεß η ßδια, και τον ρþτησε:
-"Τι εßναι εκεßνο που σε ωθεß Τζων ¿ντεν; Δεν εßσαι σαν τους ανθρþπους που ζουν και πεθαßνουν. Εσý δÝχεσαι τη ζωÞ σχεδüν σαν Ýνας Φαúüλι, ρουφþντας απü αυτÞ üτι μπορεßς και ζþντας τη με Ýνα ρυθμü που μαρτυρÜ μια αßσθηση χρüνου που κανÝνας Üνθρωπος δε θα μποροýσε να Ýχει. Πες μου, τι ακριβþς εßσαι;"
-"Εßμαι κÜποιος που ξÝρει", της απÜντησε. -"Εßμαι κÜποιος που ξÝρει üτι οι μÝρες ενüς ανθρþπου εßναι μετρημÝνες και που πασχßζει να τις διαθÝσει ανÜλογα, καθþς νιþθει να του τελειþνουν".
-"Εßσαι παρÜξενος", εßπε η Σýθια. "Πες μου, σε ευχαρßστησα;"
-"Περισσüτερο απü το καθετß που γνþρισα ποτÝ", τη διαβεβαßωσε.
Η Σýθια αναστÝναξε κι ο ¿ντεν αναζÞτησε τα χεßλη της για μια ακüμα φορÜ. ¸φαγαν πρωινü μαζß, και μετÜ βγÞκαν να σεργιανßσουν στην ΚοιλÜδα των Οστþν. Εκεßνος δεν μποροýσε τþρα να διακρßνει τις αποστÜσεις οýτε να συλλÜβει σωστÜ την προοπτικÞ κι εκεßνη δεν μποροýσε να δει οτιδÞποτε που εßχε ζÞσει κÜποτε αλλÜ τþρα Þταν νεκρü. Οι δυο τους κÜθισαν σε Ýνα βραχÜκι κι ο ¿ντεν της Ýδειξε το σκÜφος που μüλις εßχε φτÜσει απü τον ουρανü. Η Σýθια κοßταξε προς το σημεßο που Ýδειχνε το χÝρι του. Της εξÞγησε üτι τα ρομπüτ εßχαν κιüλας αρχßσει να ξεφορτþνουν απü τα αμπÜρια του σκÜφους τα λεßψανα των νεκρþν απü τους διÜφορους κüσμους. ΑλλÜ üσο κι αν η Σýθια κοßταζε προς τα κει, Þταν αδýνατον να δει τη σκηνÞ που της περιÝγραφε. Ακüμη και üταν τον πλησßασε Ýνα ρομπüτ και του Ýδωσε να υπογρÜψει τις αποδεßξεις παραλαβÞς των νεκρþν, η Σýθια οýτε Ýβλεπε οýτε καταλÜβαινε τι γινüταν.
Στις μÝρες που ακολοýθησαν, η ζωÞ του Üρχισε να αποκτÜ μια ονειρικÞ üψη, γεμÜτη με τις απολαýσεις που του χÜριζε η Σýθια, αν και με κÜποιες αναπüφευκτες πινελιÝς οδýνης. Εκεßνη τον Ýβλεπε συχνÜ να κÜνει μορφασμοýς πüνου, και τον ρωτοýσε σχετικÜ, απορþντας για την ÝκφρασÞ του. Ο ¿ντεν γελοýσε πÜντα και απαντοýσε. "Ο πüνος κι η ηδονÞ εßναι συχνÜ πολý κοντÜ το Ýνα στο Üλλο", Þ κÜτι ανÜλογο.
Καθþς οι μÝρες κυλοýσαν, η Σýθια Üρχισε να ετοιμÜζει το φαγητü, να του τρßβει τις πλÜτες, να του ετοιμÜζει το ποτü του και να του απαγγÝλλει κÜποια ποιÞματα που ο ¿ντεν εßχε αγαπÞσει κÜποτε.
¸νας μÞνας. Ο ¿ντεν Þξερε üτι σε Ýνα μÞνα üλα θα τελεßωναν. Οι Φαúüλι üτι και αν Þταν, πλÞρωναν για τη ζωÞ που Ýπαιρναν με τις απολαýσεις της σÜρκας. ΠÜντοτε Þξεραν πüτε πλησßαζε η τελευταßα þρα ενüς ανθρþπου. Και απü την Üποψη αυτÞ, Ýδιναν πÜντοτε περισσüτερα απü üσα Ýπαιρναν. Η ζωÞ Þταν κÜτι το φευγαλÝο και πρüσκαιρο, Ýτσι και αλλιþς, και οι Φαúüλι την Ýκαναν πιο πλοýσια πριν την πÜρουν μαζß τους. ºσως το Ýκαναν για να συντηρÞσουν τη δικÞ τους, σαν αντßτιμο για τις υπηρεσßες που εßχαν προσφÝρει' ποιος ξÝρει;
Ο Τζων ¿ντεν Þξερε üτι καμßα Φαúüλι σε ολÜκερο το σýμπαν δεν εßχε γνωρßσει ποτÝ Üνθρωπο σαν κι αυτüν. Η Σýθια Þταν σαν φßλντισι' με το κορμß της πüτε κρýο και πüτε καυτü στα χÜδια του, το στüμα της μια μικροσκοπικÞ φλüγα που φοýντωνε üτι Üγγιζε, με τα δüντια της σαν μυτερÝς βελüνες και τη γλþσσα της σαν την καρδιÜ του λουλουδιοý. Κι Ýτσι ο ¿ντεν Ýνιωσε κÜποτε να ξυπνÜ μÝσα του κεßνο που λεγüταν αγÜπη για τη Φαúüλι που λεγüταν Σýθια.
Τßποτε δεν Ýπρεπε να συμβεß στα αλÞθεια πÝρα απü αυτÞ την αγÜπη. Ο ¿ντεν Þξερε üτι τον Þθελε, για να τον χρησιμοποιÞσει τελικÜ, και Þταν ßσως ο μοναδικüς Üνθρωπος στο σýμπαν που Þταν σε θÝση να ξεγελÜσει Ýνα πλÜσμα του εßδους της. Εßχε την τÝλεια Üμυνα τüσο ενÜντια στη ζωÞ üσο και ενÜντια στο θÜνατο. Τþρα που Þταν πÜλι Üνθρωπος, και ζωντανüς, Ýκλαιγε συχνÜ üταν το αναλογιζüταν. Του Ýμενε παραπÜνω απü Ýνας μÞνας ζωÞ. Του Ýμεναν ßσως τρεις Þ και τÝσσερις μÞνες. ¸τσι τοýτος ο μÞνας Þταν Ýνα τßμημα που το πλÞρωνε μετÜ χαρÜς για τα üσα εßχε να του προσφÝρει η Φαúüλι.
Η Σýθια üργωνε το κορμß του και το αποστρÜγγιζε απü κÜθε στÜλα ηδονÞς που Ýκρυβαν τα κουρασμÝνα νεýρα του. Τον Üλλαζε μεταμορφþνοντÜς τον σε φλüγα, σε πÜγο, σε μικρü παιδß, σε γÝρο... ¼ταν οι δυο τους Þταν μαζß, τα συναισθÞματÜ του Þταν τÝτοια που σκεφτüταν üτι δεν θα 'ταν κι Üσκημη ιδÝα να αποδεχτεß το θÜνατο στο τÝλος του μÞνα που Þδη πλησßαζε γοργÜ. Γιατß üχι; ¹ξερε üτι σκüπιμα η Σýθια τον εßχε γεμßσει με τη παρουσßα της. ΑλλÜ τι παραπÜνω θα εßχε να του προσφÝρει μετÜ η ζωÞ; Τοýτο το πλÜσμα που εßχε Ýρθει πÝρα απü τα Üστρα του εßχε προσφÝρει üτι θα μποροýσε ποτÝ να ποθÞσει Ýνας Üντρας. Τον εßχε περÜσει απü τη βÜπτιση του πÜθους και τον εßχε χρßσει με τη γαλÞνη που ακολουθεß μετÜ. ºσως η τελικÞ λÞθη του τελευταßου της φιλιοý Þταν η ιδανικÞ λýση.
Ο ¿ντεν την Üρπαξε και την Ýσφιξε πÜνω του. Η Σýθια δεν τον καταλÜβαινε, αλλÜ ανταποκρßθηκε. Τη λÜτρεψε τüτε, και παρÜ λßγο αυτü να γßνει ο χαμüς του. ΥπÜρχει κÜτι που λÝγεται αρρþστια και που χτυπÜ üλα τα ζωντανÜ πλÜσματα. Αυτüς το Þξερε καλýτερα απü τον κÜθε θνητü. Εκεßνη δεν μποροýσε να το καταλÜβει' Þταν Ýνα πλÜσμα με μορφÞ γυναßκας που δε γνþριζε παρÜ μονÜχα üτι εßχε σχÝση με τη ζωÞ. ¸τσι ποτÝ δεν επιχεßρησε να της εξηγÞσει, αν και με την κÜθε μÝρα που περνοýσε τα φιλιÜ της γßνονταν πιο φλογερÜ και πιο αλμυρÜ. Το καθÝνα τους του φαινüταν να εßναι η ολοÝνα και πιο πυκνÞ σκιÜ, η ολοÝνα πιο σκοτεινÞ, πιο βαριÜ και πιο παρÜξενη, του μοναδικοý πρÜγματος που ο ¿ντεν Þξερε üτι λαχταροýσε πιüτερο απü καθετß. Και η μÝρα θα 'ρχüταν. Και Þρθε. Την Ýσφιγγε πÜνω του και τη χÜιδευε, και οι μÝρες συνÝχιζαν να φυλλορροοýν γýρω τους.
Ο ¿ντεν Þξερε, καθþς παραδινüταν στα παιχνßδια της, στο μεγαλεßο των χειλιþν της και στα στÞθη της, üτι σαν üλους üσοι εßχαν γνωρßσει τις Φαúüλι, εßχε παγιδευτεß απü τη δýναμη της σαγÞνης τους. Η δýναμη τους αυτÞ Þταν και η αδυναμßα τους. Μια Φαúüλι Þταν η ΙδανικÞ Γυναßκα. ΜÝσα απü την αδυναμßα τους γεννιüταν η επιθυμßα να ευχαριστÞσουν. Ο ¿ντεν ποθοýσε να ενωθεß και να γßνει Ýνα με τη χλωμÞ εικüνα του κορμιοý της, να βυθιστεß μÝσα στους κýκλους των ματιþν της και να μη ξαναβγεß ποτÝ απü εκεß.
Εßχε νικηθεß, το 'ξερε. Γιατß üπως χÜνονταν οι μÝρες γýρω του, Ýτσι χανüταν και η δýναμÞ του. Μüλις και μπüρεσε να συρθεß για να πλησιÜσει και να υπογρÜψει τις αποδεßξεις που του Ýφερε το ρομπüτ, τσακßζοντας πλευρÜ και θρυμματßζοντας κρανßα με το φοβερü βÞμα του. Για μια στιγμÞ ζÞλεψε το μηχÜνημα που στεκüταν μπροστÜ του. ¹ταν δßχως φýλο, δßχως πÜθη και πüθους, απüλυτα αφοσιωμÝνο στο καθÞκον. Πριν το αφÞσει να φýγει, ο ¿ντεν το ρþτησε:
-"Πες μου, τι θα Ýκανες αν διÝθετες επιθυμßες και συναντοýσες κÜτι που σου πρüσφερε üλα üσα πüθησες ποτÝ;"
-"Θα -προσπαθοýσα να το- κρατÞσω", απÜντησε το ρομπüτ, με κüκκινα φωτÜκια να αναβοσβÞνουν γýρω στο κεφÜλι του. ¾στερα Ýκανε μεταβολÞ κι απομακρýνθηκε αργÜ, αφÞνοντας πßσω του το ΜεγÜλο ΚοιμητÞρι.
-"ΣωστÜ", μουρμοýρισε, μονολογþντας ο ¿ντεν, -"μονÜχα που αυτü εßναι αδýνατο να γßνει".
Η Σýθια δεν τον καταλÜβαινε. Εκεßνη τη τριακοστÞ πρþτη μÝρα επÝστρεψαν στο μÝρος που εßχαν ζÞσει μαζß Ýνα μÞνα τþρα κι ο ¿ντεν Ýνιωσε να τον κυριεýει, δυνατüς και πανßσχυρος, ο φüβος του θανÜτου. Η Σýθια Þταν πιο υπÝροχη απü κÜθε Üλλη φορÜ κι ο ¿ντεν φοβüταν τοýτη τη τελευταßα συνÜντηση.
-"Σε αγαπþ", της εßπε τελικÜ, κÜτι που το Ýλεγε για πρþτη φορÜ, κι εκεßνη τον φßλησε.
-"Το ξÝρω", του αποκρßθηκε, -"κι Ýφτασε σχεδüν η þρα να με αγαπÞσεις ολοκληρωτικÜ. Πριν απü τη τελευταßα πρÜξη αγÜπης, Τζων ¿ντεν, πες μου Ýνα πρÜγμα: τι εßναι εκεßνο που σε ξεχωρßζει; Πως ξÝρεις üσο κανÝνας θνητüς για πρÜγματα που δεν εßναι ζωÞ; Πως με πλησßασες εκεßνη την πρþτη βραδιÜ δßχως να το καταλÜβω;"
-"Εßναι γιατß εßμαι Þδη νεκρüς", της αποκρßθηκε. "Δεν μπορεßς να το δεις üταν κοιτÜξεις στα μÜτια μου;"
-"Δεν καταλαβαßνω" μουρμοýρισε εκεßνη.
-"Τüτε φßλησÝ με και ξÝχασÝ το. Εßναι καλýτερα Ýτσι".
¼μως η Σýθια Þταν περßεργη και επÝμεινε.
-"Πως γßνεται και πετυχαßνεις αυτÞ την ισορροπßα ανÜμεσα στη ζωÞ και σε εκεßνο που δεν εßναι ζωÞ, αυτü το κÜτι που σου επιτρÝπει να Ýχεις συνεßδηση κι ωστüσο üχι ζωÞ;"
-"ΥπÜρχουνε συσκευÝς μÝσα σε τοýτο το σþμα που Ýχω την ατυχßα να κατοικþ. Αν αγγßξω αυτü το σημεßο κÜτω απü την αριστερÞ μασχÜλη μου, οι πνεýμονÝς μου θα σταματÞσουν να ανασαßνουν και η καρδιÜ μου να χτυπÜ. Ταυτüχρονα θα μπει σε λειτουργßα Ýνα ηλεκτρο-χημικü σýστημα σαν εκεßνο που διαθÝτουν τα ρομπüτ- ναι, τα ρομπüτ εßναι αüρατα για τα μÜτια σου, το ξÝρω. ΑυτÞ εßναι η ζωÞ μου μÝσα στο θÜνατο. Εßναι κÜτι που το ζÞτησα ο ßδιος, γιατß με τρüμαζε η ιδÝα της τελικÞς εκμηδÝνισης. ¸τσι προσφÝρθηκα εθελοντικÜ να γßνω ο νεκροφýλακας του σýμπαντος, γιατß σε τοýτο τον τüπο δεν υπÜρχουν Üλλοι που να με βλÝπουν και να νιþθουν αποτροπιασμü απü το νεκρικü παρουσιαστικü μου. Γι' αυτü εßμαι αυτü που εßμαι. ΦßλησÝ με και κÜνε με να δεχτþ το θÜνατο".
ΑλλÜ Ýχοντας πÜρει τη μορφÞ γυναßκας, Þ ßσως üντας γυναßκα απü την αρχÞ, η Φαúüλι που λεγüταν Σýθια εξακολουθοýσε να νιþθει περιÝργεια.
-"Εδþ αγγßζεις εßπες;" τον ρþτησε, και τον Üγγιξε στο σημεßο κÜτω απü την αριστερÞ μασχÜλη.
Με τη πρÜξη της αυτÞ ο ¿ντεν χÜθηκε απü τα μÜτια της, και ταυτüχρονα Ýνιωσε να κυριαρχεß πÜλι μÝσα του η ψυχρÞ λογικÞ ανεξÜρτητη απü κÜθε συναßσθημα. Κι επειδÞ ακριβþς δεν Ýνιωθε πια συναßσθημα, ο ¿ντεν δεν ξανÜγγιξε το κρßσιμο σημεßο για να ξαναζÞσει. Αντßθετα στÜθηκε αθÝατος να την παρακολουθεß, καθþς τον αναζητοýσε παντοý στα μÝρη üπου εßχε ζÞσει κÜποτε.
Η Σýθια τον αναζÞτησε σε κÜθε γωνιÜ, σε κÜθε τρýπα και κÜθε κρυψþνα, και üταν δεν μπüρεσε να ξαναβρεß κανÝνα ζωντανü Üνθρωπο εκεß, Üρχισε πÜλι να κλαßει γοερÜ, üπως τη νýχτα που την εßχε πρωτοδεß. ¾στερα τα φτερÜ της εμφανßστηκαν πÜλι στη ρÜχη της, τρεμοσβÞνοντας πÜλι και πÜλι, αδýναμα, πριν υλοποιηθοýν εντελþς. ΜετÜ το πρüσωπü της Ýλιωσε και το κορμß της διαλýθηκε. Στη θÝση της Ýμεινε μια στÞλη απü σπßθες που στροβιλßστηκε για λßγο μπροστÜ του πριν σβÞσει κι αυτÞ. Αργüτερα εκεßνη τη τρελÞ νýχτα, üταν ο ¿ντεν απüκτησε πÜλι την ικανüτητα να διακρßνει αποστÜσεις και να Ýχει την αßσθηση της προοπτικÞς, Üρχισε να την αποζητÜ.
ΑυτÞ Þταν η ιστορßα του Τζων ¿ντεν, του μοναδικοý ανθρþπου που αγÜπησε ποτÝ μια Φαúüλι κι Ýζησε -αν μπορεß να το πει κανεßς αυτü ζωÞ. Και κανεßς δεν τη ξÝρει καλýτερα απü μÝνα.
Καμßα θεραπεßα για την αρρþστια του δεν βρÝθηκε ποτÝ. Και ξÝρω üτι εξακολουθεß να τριγυρßζει εκεß, στο ΦαρÜγγι των Νεκρþν, και να στοχÜζεται κοιτÜζοντας γýρω του τους σκελετοýς. Πüτε πüτε κοντοστÝκεται δßπλα στο βρÜχο üπου τη γνþρισε, ανοιγοκλεßνοντας τα μÜτια του με δÜκρυα που δεν υπÜρχουν, κι αναρωτιÝται για την απüφασÞ του.
¸τσι Ýχει το πρÜγμα, και το δßδαγμα μπορεß να εßναι üτι η ζωÞ (και ßσως και η αγÜπη) εßναι πιο δυνατÞ απü εκεßνο που περιÝχει. ¼μως μονÜχα μια Φαúüλι θα μποροýσε να σας απαντÞσει με σιγουριÜ, αλλÜ οι Φαúüλι δεν Ýρχονται πια εδþ...
________________________________
Roger Zelazny
"The Man Who Loved The Faioli" 1967
μτφρ.: Γιþργος ΜπαλÜνος
_________________________________