Βιογραφικü
Στη μικρÞ πüλη του ΡÝκεν στον κüλπο Λüτζεν, πεδινÞ περιοχÞ νοτιοδυτικÜ της Λειψßας, στις 15 Οκτþβρη 1844 κι ακριβþς στις 10.00 π.μ. γεννÞθηκεν ο Φρßντριχ Νßτσε (Friedrich Wilhelm Nietzsche). ΕπειδÞ η γενÝθλιος ημÝρα συνÝπιπτε με τα 49α γενÝθλια του Πρþσου βασιλιÜ Φρßντριχ Βßλχελμ Δ', πÞρε το βαφτιστικü του κι ο μεγÜλος φιλüσοφος, μιας κι ο πατÝρας του εßχε διοριστεß ΔÞμαρχος στη πüλη αυτÞ, απü κεßνον. Οι παπποýδες του Þταν επßσης υπουργοß και λουθηρανοß στο θρÞσκευμα, ενþ ο παπποýς απü τη μεριÜ του πατÝρα του, Φρßντριχ Αýγουστος Λοýντβιχ Νßτσε, Þταν απü τους μεγαλýτερους μελετητÝς της προτεσταντικÞς αßρεσης, μ' αρκετÜ συγγρÜματα στο ενεργητικü του.
Στα 4 του Ýχασε τον πατÝρα του, Καρλ Λοýντβιχ (1813-1849), απü εγκεφαλικü, -πÝθανε τρελüς- κι 6 μÞνες αργüτερα, πÝθανε κι ο 2ετÞς μüλις, αδερφüς του, Τζüζεφ. Η οικογÝνεια μετακüμισε στο κοντινü χωριü ΝÜουμπουργκ Ντερ ΣÜαλε, üπου και διÝμεινε με τη μητÝρα του ΦραντζÝσκα, (1826-1897), τη γιαγιÜ του απο τη μεριÜ του πατÝρα, τις 2 αδερφÝς του πατÝρα του και τη μικρüτερη του αδερφÞ, ΤερÝζα-Ελßζαμπεθ-ΑλεξÜνδρα (1846-1935), για 8 χρüνια. Απü τα 14 ως τα 19 του, φοßτησε κει κοντÜ, στο πολý καλü σχολεßο Schulpforta και προετοιμÜστηκε για το πανεπιστÞμιο. Εκεß συνÜντησε τον ισüβιον "ακüλουθü" του, που επηρÝασεν üλη την υπüλοιπη ζωÞ του, τον Πþλ ΝτεσÝν (Paul Deussen), -üστις προσχþρησε σ' αυτüν το 1861- που επρüκειτο να γßνει μÝγας ιστορικüς της φιλοσοφßας κι ιδρυτÞς της Κοινωνßας ΣοπενÜουερ.
Τα καλοκαßρια του, στις διακοπÝς, τα περνοýσε στο ΝÜουμπουργκ, üπου κι εßχεν ιδρýσει μια μικρÞ μουσικÞ και λογοτεχνικÞ λÝσχη, τη GERMANIA, με μουσικü επßκεντρο, το μουσικü του εßδωλο, τον Richard Wagner κι Ýγινεν ιδιαßτερα γνωστÞ περιγραφικÜ, ως Zeitschrift für Musik. Ο Ýφηβος Νßτσε, διÜβασεν επßσης τα γραπτÜ των γερμανþν ρομαντικþν, Φρßντριχ ΧÝλντερλιν (Friedrich Hölderlin) και Ζαν-Πωλ Ρßχτερ (Jean-Paul Richter), καθþς και την αμφισβητοýμενη "Απομυθοποßηση Του Ιησοý", (Life Οf Jesus Critically Examined - Das Leben Jesu kritisch Βearbeitet, 1848). ¸χοντας μεγαλþσει σ' αυστηρÜ θρησκευτικü περιβÜλλον και θÝλοντας να μη μοιÜσει του πατÝρα του, αμφισβÞτησε καθετß τη χριστιανικü και δÞλωσεν Üθεος.
¸χοντας ολοκληρþσει μ' επιτυχßα τον πρþτο αυτü κýκλο σπουδþν του, μπÞκε στο ΠανεπιστÞμιο της Βüννης το 1864, στο τμÞμα θεολογßας και φιλολογßας, μα γρÞγορα τη προσοχÞ του κÝρδισεν αποκλειστικÜ η δεýτερη, μ' ιδιαßτερην Ýμφαση στη μελÝτη κι επεξÞγηση αρχαßων, κλασσικþν και βιβλικþν κειμÝνων. Αφοý παρακολοýθησε με πÜθος, ενδιαφÝρουσες διαλÝξεις, απü εμπνευσμÝνους διδασκÜλους, γρÞγορα καθιερþθηκε μÝσω των θαυμÜσιων δοκιμßων του κι ειδικÜ για κεßνα που αφοροýσαν τους, ΑριστοτÝλη, ΘÝογνι και Σιμωνßδη. Το 1865 γνþρισε τις διδαχÝς και τα γραπτÜ του ΣοπενÜουερ κι επηρεÜστηκε βαθιÜ.
Στα 23 του κατατÜχτηκε στον στρατü, στο ιππικü σýνταγμα πυροβολικοý, ενþ επÝστρεψε να μεßνει με τη μητÝρα του στο ΝÜουμπουργκ. Προσπαθþντας να στηριχτεß πÜνω στη σÝλα ενüς ιδιαßτερα απεßθαρχου αλüγου, πÝφτει και τραυματßζεται σοβαρÜ στο στÝρνο. Παßρνει Üδεια λßγων μηνþν μα κι üταν επιστρÝφει χωρßς να 'χει θεραπευτεß, αποστρατεýεται. Το τραýμα τοýτο δε θεραπεýτηκε ποτÝ εντελþς. ΕπιστρÝφει στο ΠανεπιστÞμιο της Λειψßας και το ΝοÝμβρη του 1868 συναντιÝται, στο σπßτι ενüς κοινοý τους φßλου, με τον ΒÜγκνερ. ΜοιρÜστηκαν τον ßδιον ενθουσιασμü για τον ΣοπενÜουερ και με δεδομÝνη τη λατρεßα του για τη μουσικÞ του, οι δυο Üντρες γßνανε πολý καλοß φßλοι. Ο ΒÜγκνερ εßχεν ισχυρÞ προσωπικüτητα, εßχε περßπου την ηλικßα του πατÝρα του Νßτσε κι επßσης, εßχε φοιτÞσει κι εκεßνος στο ΠανεπιστÞμιο Λειψßας, Ýτσι η φιλικÞ τους σχÝση Þτανε σχεδüν "οικογενειακÞ" αν και θυελλþδης ενßοτε, επηρεαζüντας επßσης τη μετÝπειτα πορεßα του. Το παραδÝχτηκε κι ο ßδιος 20 χρüνια μετÜ.
Κεßνη τη χρονιÜ, Ýνας απü τους δασκÜλους του, τονε συστÞνει σα φιλüλογο, στο ΠανεπιστÞμιο της Βασιλεßας. Το πανεπιστÞμιο αυτü, του προσφÝρει τη θÝση κι Ýτσι σ' ηλικßα μüλις 24 ετþν, αποκτÜ την Ýδρα του καθηγητÞ κλασσικÞς φιλολογßας, τον ΜÜη του 1869. Εκεß Ýκαμε κι Üλλες σημαντικÝς γνωριμßες μ' Üλλους καθηγητÝς και καλλιÝργησε τη φιλßα του με τον ΒÜγκνερ, κÜνοντÜς του επισκÝψεις τακτικÜ, στο σπßτι του στη ΛουκÝρνη. ΚατÜ τη διÜρκεια του γαλλο-πρωσσικοý πολÝμου, το 1870-1, υπηρÝτησε σα νοσοκüμος, μα η υγεßα του εßχε κι Üλλες επιπλοκÝς, τüσο στο παλιü του τραýμα, üσο κι απü Üλλες νüσους που κüλλησε, üπως διφθερßτιδα και δυσεντερßα. ¸κτοτε η υγεßα του, μÝχρι το τÝλος της ζωÞς του, δεν ανÜκαμψε ποτÝ.
¼λη του η εμπειρßα απü τις σπουδÝς, τ' αναγνþσματα, τις διαλÝξεις, τη λατρεßα στον ΣοπενÜουερ και τον θαυμασμü στη μουσικÞ του ΒÜγκνερ, καθþς κι η απογοÞτευσÞ του απü τον σýγχρονο γερμανικü τρüπο ζωÞς, μετουσιþθηκε στο πρþτο του βιβλßο με τßτλο "Η ΓÝνεση Της Τραγωδßας", που πρωτοδημοσßεψε σ' ηλικßα 28 ετþν. Ο ΒÜγκνερ Ýσπευσε, αν κι αναρμüδιος, να το παινÝσει, μα Ýν ισχυρü κριτικü ρÜπισμα απü τον νεαρü και πολλÜ υποσχüμενο φιλüλογο Ulrich Von Wilamowitz-Möllendorff (1848-1931), Ýδωσεν Üσχημη στÜμπα στο βιβλßο, στον χþρο των μελετητþν.
Την 6ετßα 1872-9 συνÝχισε να διαμÝνει στη Βασιλεßα, αλλÜ επισκεπτüτανε συχνÜ τον ΒÜγκνερ στο καινοýργιο του σπßτι στη ΜπÜúρÝουτ, στη Γερμανßα. Στη πρþτη του επßσκεψην εκεß, γνþρισε τη Μαλβßντα ΜÝισενμπουργκ (1872) και στη δεýτερη, Ýνα χρüνο μετÜ, συνÜντησε κÜποιον νεαρü, ονüματι Πωλ ΡÝε. Τους συνδÝσανε πολλÜ και τους τρεις και γßνανε φßλοι. Το 1876, σ' ηλικßα 32 ετþν, ζÞτησε σε γÜμο μιαν ολλανδÝζα σπουδÜστρια πιÜνου στη Γενεýη, τη Mathilde Trampedach, χωρßς üμως αποτÝλεσμα. ΚατÜ τη διÜρκειαν αυτÞς της περιüδου επßσης, Ýγραψε μερικÝς μελÝτες για τον σýγχρονο γερμανικü πολιτισμü, διαποτισμÝνες απü την αθεúστικÞ διδασκαλßα του David Strauss, τις ιδÝες του ΣοπενÜουερ, τη μουσικÞν Ýμπνευση του ΒÜγκνερ. Στα 1878 Ýγραψε το "ΠροÝλευση Των Ηθικþν ΣυναισθημÜτων" με την αρωγÞ του Πωλ ΡÝε κι αυτü το βιβλßο σÞμανε το τÝλος της φιλßας του με τον ΒÜγκνερ, γιατß ο μουσικüς πßστεψε πως διÝκρινε μες στις σελßδες του, Üσχημες περιγραφÝς για το πρüσωπü του.
ΠαρÜ τη συλλογικÞν απüρριψη του πρþτου του βιβλßου, παρÝμενεν αξιοσÝβαστος στο ΠανεπιστÞμιο της Βασιλεßας, αλλÜ η υγεßα του επιδεινþθηκε ξαφνικÜ κι Üρχισε να Ýχει προβλÞματα üρασης, ημικρανßες, ιλßγγους κι εμετü, Ýτσι þστε οδηγÞθηκε σε παραßτηση, τον Ιοýνη του 1879. Απü τüτε ξεκßνησε να ζει ως "Üπατρης, περιπλανþμενος τσιγγÜνος, πολßτης του κüσμου Üνευ υπηκοüτητας", κατÜ τα δικÜ του ειρωνικÜ σχüλια. Τοýτο γιατß εßχεν απαρνηθεß τη γερμανικÞ του υπηκοüτητα, χωρßς παρÜλληλα να λÜβει την ελβετικÞ. ¸τσι Üρχισε να περιηγεßται διÜφορες πüλεις (Νßκαια, Σιλς-Μαρßα, Λειψßα, Τορßνο, ΓÝνοβα, ΡεκοÜρο, ΜεσσÞνη, ΡÜπαλο, Φλωρεντßα, Βενετßα και Ρþμη), με συχνÝς επιστροφÝς στο ΝÜουμπουργκ, στη μητÝρα του. Σε μιαν απü αυτÝς τις περιηγÞσεις βρÝθηκε στη Ρþμη, το 1882 κι Ýσπευσε να επισκεφτεß τη φßλη του Μαλβßντα, Ýχοντας Þδη λÜβει γνþση για τον ενθουσιασμü του φßλου ΡÝε, για κÜποια νεαρÞ ρωσßδα, τη Λου ΣαλομÝ. ¹τανε τüτε 38 ετþν.
Η Λου Ο Νßτσε 38 ετþν
Μια μÝρα που η Λου ΣαλομÝ εßχεν επισκεφτεß τη βασιλικÞ του Αγßου ΠÝτρου, εμφανßστηκε μπρος της κÜποιος Üντρας με φλογερü και βαθý, θλιμμÝνο βλÝμμα, γοητευτικüς και μ' Ýνα παχý μουστÜκι. Μüλις την εßδε κοντοστÜθηκε κι αναφþνησεν αυθüρμητα:
-"Απü ποια Üστρα πÝσαμε για να συναντηθοýμε εδþ";
Εκεßνη κεραυνοβολÞθηκεν απü το Ýντονο βλÝμμα του που "ανακλοýσεν αυτü που συνÝβαινε μÝσα του, αντßθετα απü τις φευγαλÝες εξωτερικÝς εκφρÜσεις". Σε λιγÜκι ο φιλüσοφος Þτανε βαθιÜ ερωτευμÝνος και μιλοýσε μ' ενθουσιασμü στους φßλους του γι' αυτÞν. Η Φραντζ ¼βερμπερκ, σýζυγος ενüς απ' αυτοýς, Ýγραψε στον Üντρα της: "Εκεßνος βρßσκεται στην ηλικßα, που μια Üρνηση Þ κÜποιο λÜθος, δýσκολα υποφÝρονται, ενþ κεßνη βρßσκεται σ' αντßθεση με την οικογÝνειÜ της και τη κοινωνßα. ΥπÜρχει μεγÜλη πιθανüτητα να πληγωθεß ο μεγαλýτερος..."
Η κατÜσταση αυτÞ Þταν αρκετÜ σýνθετη και καθüλου ευνοúκÞ. Ο ΡÝε εßχε τον χρüνο να την ερωτευτεß μες απü τη συναναστροφÞ, τη κουβÝντα και τους περιπÜτους τους. Ο Νßτσε την ερωτεýτηκε κεραυνοβüλα. Ο ΡÝε κι ο Νßτσε Þτανε φßλοι. Η Λου εßχεν Þδη απορρßψει τον ΡÝε, μα κεßνος Ýμενε τριγýρω της με την ελπßδα να πετýχει κÜτι καλýτερο, üντας θλιμμÝνος απü την απüρριψη. Ο Νßτσε δεν Ýβλεπε λüγο για να νιþθει ανησυχßα γιατß εßχε διακρßνει στα μÜτια της το üτι ενÝδιδε μÜλλον στο φλερτ του. Η κυρα-Λουßς, αντßθετα, αποφÜσισε να γυρßσει στη Ρωσßα, αφÞνοντας τη κüρη της στη Γερμανßα, σε κÜποια φßλη. Ο Νßτσε, με τον ΡÝε, τις πρüφτασε στο ΜιλÜνο και τις Ýπεισε να κÜνουνε μιαν εκδρομÞ στη λßμνη ¼ρτα. Μπüρεσε τελικÜ να ξεμοναχιÜσει τη Λου και να κÜνουνε μαζß Ýνα περßπατο στο Μüντε ΣÜκο, μια σχετικÜ μικρÞ δασþδης βουνοπλαγιÜ, με διÜστικτα παλαιÜ κτßρια. Η μητÝρα κι ο ΡÝε, κουρÜστηκαν να περπατοýν κι οι δυο τους πÞρανε το μονοπÜτι, υποτßθεται για καμμιÜν þρα, μα γυρßσαν αργÜ τ' απüγευμα κι οι δυο φανερÜ ταραγμÝνοι.
Τι συνÝβη μεταξý τους το απüγευμα κεßνο, δεν Ýγινε γνωστü, αλλÜ εßναι αλÞθεια πως η γοητεßα του τηνε παρÝσυρε για κÜμποσο. Η ßδια θα πει, χρüνια μετÜ: "Αν φßλησα τον Νßτσε στο Μüντε ΣÜκο, δε το θυμÜμαι πια.." Ο Νßτσε, αντßθετα, της Ýγραψε λßγο μετÜ: "Σας οφεßλω τ' ομορφüτερον üνειρο της ζωÞς μου". Αργüτερα, πολý αργüτερα, üταν εßχε συνÝλθει κÜπως απü το σοκ, εßχε πει: " Η Λου της ¼ρτα, Þταν Ýν Üλλο πλÜσμα..." ¼ταν επισκÝφτηκε τους ¼βερμπεκ, λßγο μετÜ, τον εßδανε σε μια πρωτüφαντη διÜθεση. "Μιλοýσε συνÝχεια για τη Λου κι Þτανε σα να 'χε κερδßσει τον κüσμον üλο".
Ο Νßτσε συνÜντησεν Ýντονες αντιδρÜσεις απ' το στενü του περιβÜλλον. Η μητÝρα κι η αδερφÞ του προσπÜθησαν να τονε μεταπεßσουν. Στην αρχÞ η μητÝρα του κι üταν εκεßνος προσπÜθησε να ζητÞσει τη βοÞθεια της Ελßζαμπετ, που 'χανε πιο στενÞ σχÝση, κüντρα στη μητÝρα, τη βρÞκε πρþτη φορÜ, απÝναντß του. Στο μεταξý Ýπρεπε να βρεθεß τρüπος þστε ν' αναβληθεß η επιστροφÞ της Λου στη Ρωσßα κι εδþ υπÜρχει μια τραγικÞ ειρωνεßα. Ο Νßτσε γνþριζε τον Ýρωτα του ΡÝε με κÜποια νεαρÞ ρωσßδα. Ο ΡÝε εßχε πληροφορηθεß τον Ýρωτα του Νßτσε για κÜποια νεαρÞ κοπÝλα. Δεν εßχαν ακüμα συνδÝσει τα γεγονüτα και δε γνωρßζανε πως επρüκειτο για το ßδιο πρüσωπο. ¸τσι για κÜμποσο διÜστημα, προσπαθοýσανε κι οι δυο να εξασφαλßσουνε παρÜταση στην ßδια κοπÝλα, ψÜχνοντας ιδÝες και της βρÞκανε μια θαυμÜσια πρüταση για μια μελÝτη που θα τη κρατοýσε μακριÜ τη φυγÞ της για κανÜ χρüνο. ΜÜταια η μαμα-Λουßς πÜσχιζε να τη μεταπεßσει, -η Λου Þταν Αγýριστο ΚεφÜλι, Üλλη μια φορÜ.
¼ταν η Λου κι ο Νßτσε συναντηθÞκανε στη ΛουκÝρνη, της πρüτεινε γÜμο, ανοιχτÜ και ξεκÜθαρα, μα κεßνη του εξÞγησε πως δε πρÝπει να 'χει αυταπÜτες, ακüμα κι αν αποφÜσιζε να μην επιστρÝψει στη Ρωσßα και να παραμεßνει στη Γερμανßα με τους νÝους φßλους της. Φεýγει για τη Πρωσσßα και φιλοξενεßται λßγες μÝρες απü την οικογÝνεια του ΡÝε κι εκεß διαπιστþνει πως μεταξý των δυο φßλων θα προτιμοýσε τον μικρüτερο και πιο ισορροπημÝνο. Ο Νßτσε τüτε μüνο συλλαμβÜνει την υποψßα πως ο ΡÝε κι η Λου Ýχουνε ...κÜτι και το συλλαμβÜνει ...ανÜποδα! Πιστεýει πως οι δυο τους του παßζουνε παιχνßδι πßσω απü τη πλÜτη του, για να Ýχουνε κÜλυψη στον δεσμü τους και να τους βοηθÞσει να πετýχουνε την αναβολÞ της αναχþρησης. Τüτε κÜνει κÜτι ... ποταπü: ΣυνθÝτει μια φωτογραφßα, σε κÜποιο διÜσημο τüτε, ελβετü φωτογρÜφο, τον Jules Bonnet, με τους τρεις τους, üπου η Λου εßναι πÜνω σ' Ýνα κÜρο κι οι δυο τους, Νßτσε και ΡÝε, εßναι ζεμÝνοι! Η Λου κρατÜ και τα γκÝμια τους και το μαστßγιο που τους κεντρßζει.
Η... επßμαχη φωτoγραφßα
Η κßνηση αυτÞ και σα σýλληψη και σαν υλοποßηση, μαρτυρÜ απü μüνη της το πως θα πρÝπει να 'νιωσε ο φιλüσοφος τüτε. Πολý αργüτερα θα συμβουλÝψει δια στüματος Ζαρατοýστρα: "¼ταν πηγαßνετε στη γυναßκα μη λησμονεßτε το μαστßγιο!"
Η Λου εßχεν υποσχεθεß πως μετÜ τον ΡÝε, θα επισκεφτεß το σπßτι του Νßτσε για να μεßνει κι εκεß λßγες μÝρες μαζß μ' αυτüν και την αδερφÞ του κι Þθελε να κρατÞσει το λüγο της. ΠερÜσανε μια μÝρα μαζß üπου εκεßνη Þτανε κλειστÞ κι απüμακρη, ενþ κεßνος της εκμυστηρεýτηκε τι τονε χþριζε απü τον ΒÜγκνερ. ¼ταν την εßδε Ýτσι, την Üφησε για να επισκεφτεß τη Βασιλεßα και τους ¼βερμπεκ, που τον εßδανε "κουρασμÝνο και με αδυναμßα συγκÝντρωσης". Τον Ιοýλιο, η Λου πηγαßνει στο ΦεστιβÜλ ΒÜγκνερ, -για τον οποßον εßχεν ακοýσει τüσα πολλÜ- στη Μπεúροýτ και τονε γνωρßζει απü κοντÜ. "Εξ αιτßας του μικροý του αναστÞματος, Þταν ορατüς μüνο για κλÜσματα δευτερολÝπτου, üπως ακριβþς το νερü του συντριβανιοý που αναπηδÜ ξαφνικÜ πριν πÝσει". ΜετÜ, με συνοδεßα την αδερφÞ του Νßτσε, πηγαßνουνε στο ΝÜουμπουργκ. Εκεß για μιαν ακüμα φορÜ νιþθει τη γοητεßα του φιλüσοφου. Εδþ οφεßλουμε να ποýμε, πως Þταν απü τα πρþτα πρüσωπα που αναγνþρισαν αμÝσως την ιδιοφυÀα του, τον καιρü που üλοι τον εßχανε για εκκεντρικü.
Την ßδια στιγμÞ πληροφοροýσε τον ΡÝε για ü,τι συνÝβαινε στο σπßτι. "Πßσω απü τον Νßτσε υπÜρχουνε κρυψþνες και μυστικÜ περÜσματα, üπως σ' Ýνα παλιü κÜστρο κι εßναι κει που ßσως να κρýβεται ο πραγματικüς του χαρακτÞρας. ΠερνÜμε üμως ευχÜριστες þρες καθισμÝνοι σ' Ýνα παγκÜκι κει που αρχßζει το δÜσος. Τι ωραßα εßναι να γελÜς, να ονειρεýεσαι, να μιλÜς το βρÜδι, üταν οι τελευταßες αχτßδες του Þλιου λÜμπουνε μες απü τα κλαδιÜ..." ΠρÝπει να ποýμε πως η Λου εßχε κερδßσει και μιαν Üλλη μÜχη: Εßχε πεßσει τη μητÝρα της να την αφÞσει στη ΔυτικÞν Ευρþπη. Ο Νßτσε ενθαρρυμÝνος, εßχεν απολαýσει αυτÞ τη συντροφιÜ.
Η αδερφÞ του, Üκουγε τρομαγμÝνη αυτÝς τις συζητÞσεις. Οι τρüποι της Λου, οι διαφορÝς της, το πεßσμα κι η αδιαφορßα της στα κοινωνικÜ και θρησκευτικÜ θÝματα, την Ýκαναν να τη διαβÜλλει σ' üλο τον περßγυρο και στον ßδιο τον αδερφü της. "Πως μπüρεσεν ο αδερφüς μου να συνδÝσει τ' üνομÜ του μ' Ýνα τÝτοιο υποκεßμενο; Η Λου καυχιüτανε πÜντα για τη κακßα της και τüτε ο καημÝνος ο Φριτς προσπαθοýσε να γßνεται üσο πιο κακüς μποροýσε. Η Λου εßναι πραγματικÜ η προσωποποßηση της φιλοσοφßας του αδερφοý μου: ο τρελüς εγωισμüς που καταστρÝφει üλα üσα του εμποδßζουνε τη πορεßα, η παντελÞς Ýλλειψη ηθικÞς", Ýγραφε σε κÜποια φßλη της. Ο Νßτσε Þρθε σε ρÞξη με την οικογÝνειÜ του κι üταν του ζÞτησαν να τη διþξει, Ýφυγε μαζß της σ' Ýνα μικρü διαμÝρισμα στη Λειψßα. Μα κι εκεß δÝχτηκε τα πυρÜ τους, üτι και καλÜ, τþρα που 'τανε μüνος μαζß της, Þταν ευÜλωτος στις επιθÝσεις της και τελικÜ Þταν ο ßδιος αυτüς που Ýδιωξε τη Λου μακριÜ.
Αυτü üλο Ýφερε τη ρÞξη. Η Λου Üφησε τον Νßτσε και πÞγε γρÞγορα να συναντÞσει τον ΡÝε και να μεßνει μαζß του στο Βερολßνο. ΜÝνει πλÝον μονÜχος με λßγους πια φßλους: τους ¼βερμπεκ, τον Γκαστ και τη Μαλβßντα. Διαπιστþνει πüσον Ýντονα προσκολλημÝνος Þτανε με τη παρÝα της Λου και του ΡÝε. Οι δυο τους τον επισκÝπτονται στη Λειψßα μα δε νιþθει πλÝον το δÝσιμο του με κεßνην üπως στο ΝÜουμπουργκ. Αργüτερα θα της γρÜψει: "Να θυμÜσαι αυτü: ο μοχθηρüς εγωισμüς üπως ο δικüς σου, η απουσßα συναισθημÜτων προς τους Üλλους, εßναι χαρακτηριστικÜ που απεχθÜνομαι πιüτερο. Αντßο αγαπητÞ μου Λου, δε θα ξανασυναντηθοýμε ποτÝ. ΠροσπÜθησε να δþσεις στους Üλλους κι ιδιαßτερα στον φßλο Πωλ, αυτü που δεν Ýδωσες σε μÝνα".
Ο Νßτσε κατÝπεσε πολý, κατüπιν τοýτων. ΠεριÝπεσε σε κατÜθλιψη κι αυτü το βεβαιþνουν οι ¼βερμπεκ, τους οποßους επισκÝφθηκε και τον εßδανε σκÝτο συντρßμμι. ΜÜλιστα οι υπαινιγμοß που Üφηνε, οδηγοýσανε τη σκÝψη τους ακüμα και στην αυτοκτονßα. ΠÜνω που πιστÝψανε πως εßχε χÜσει τη μÜχη, εκεßνος επÝστρεψε δυναμικÜ μ' Ýνα νÝο βιβλßο, το "Ομοφυλοφιλικη ΕπιστÞμη" (1882) και σα να μην Ýφτανε τοýτο, τον Ýπιασε μια ...κρßση δημιουργικÞ κι Üρχισε να γρÜφει πυρετωδþς. Στη συνÝχεια, ακολοýθησαν: "¸τσι Μßλησε Ο Ζαρατοýστρα" (1883-5), "ΠÝρα Απü Το Καλü Και Το Κακü" (1886), "Γενεαλογßα Της ΗθικÞς" (1887), και στη τελευταßα πιο δημιουργικÞ του χρονιÜ τα: "Η Περßπτωση ΒÜγκνερ" (1888), "Το Λυκüφως Των Ειδþλων" (1888), "Ο Αντßχριστος" (1888), "ΙδÝ Ο 'Ανθρωπος" (1888) και "Νßτσε Εναντßον ΒÜγκνερ" (1888)!
Το πρωß της 3 ΓενÜρη 1889, Ýπαθε μια διανοητικÞ διαταραχÞ, που Üφησε κουσοýρι σ' üλη την υπüλοιπη ζωÞ του. ΠÜνω σε τοýτο, τονε χτυπÜ το Üλογο μιας Üμαξας και κει καταρρÝει για να μην επανÝλθει ποτÝ. Μερικοß υποστηρßζουνε πως υπÞρξε θýμα της σýφιλης, (πρþτη διÜγνωση στο νοσοκομεßο της Βασιλεßας), Üλλοι πως Ýφταιξε το τραýμα στον στρατü, μερικοß Üλλοι λÝνε πως φταßξαν οι ουσßες που Ýπαιρνε σαν ηρεμιστικÜ για να κατευνÜζει το ταραχþδες πνεýμα του, τÝλος, μερßδα ατüμων υποστηρßζει πως Ýφταιξε η κληρονομικüτητα στο ευαßσθητο νευρικü του σýστημα, üπως στον πατÝρα του. Η ακριβÞς αιτßα παραμÝνει ακüμα ασαφÞς. Σημασßα Ýχει πως αγωνßστηκε να εκδüσει τα κεßμενÜ του, γνωρßζοντας πως θα 'χανε πολιτικÞ και κοινωνικÞν επßδραση στο γενικü σýνολο. Δυστυχþς δεν Ýζησε πολý και λογικüς, þστε να το δει να συμβαßνει. Πρüλαβεν üμως σε μιαν αναλαμπÞ του να δþσει μια θαυμÜσια σειρÜ διαλÝξεων το 1888, στο ΠανεπιστÞμιο της ΚοπεγχÜγης.
Τα 1889-90 τα πÝρασε απü νοσοκομεßα σε σανατüρια, μÝχρι που τονε πÞρε η μητÝρα του πßσω στο ΝÜουμπουργκ, üπου τονε περιÝθαλψε για 7 συνεχÞ χρüνια. ΜετÜ τον θÜνατü της, το 1897, ανÝλαβεν η αδερφÞ του και σε μια προσπÜθεια να φρεσκÜρει τη μνÞμη των Üλλων για τον αδερφü της, Ýκανε μια μεγÜλη προσπÜθεια και συγκÝντρωσε τα γραπτÜ του, σ' Ýνα μεγÜλο σπßτι που νοßκιασε στον λüφο της ΒαúμÜρης. Εκεß συγκÝντρωσε τα χειρüγραφÜ του κι Üφηνε τους επισκÝπτες να τα κοιτÜζουνε, ταυτüχρονα παρατηρþντας και τον ανßκανο πια φιλüσοφο.
Στις 25 Αυγοýστου 1900, ο μεγÜλος Νßτσε λυτρþθηκε απü τα βÜσανα τοýτου του κüσμου, πιθανüν απü πνευμονßα, λßγο πριν κλεßσει τα 56 του χρüνια. ΘÜφτηκε στον οικογενειακü τÜφο, πßσω απü την εκκλησßα του ΡÝκεν, στον κüλπο Λüτζεν, εκεß που 'χε γεννηθεß και μεγαλþσει και που εκεß επßσης βρßσκονται θαμμÝνες η μητÝρα κι η αδερφÞ του.
======================
ΠÝρα Απü Το Καλü Και Το Κακü
(αποσπÜσματα)
Το ευρωπαúκü υβρßδιο ανθρþπου -Ýνας αρκετÜ Üσχημος πληβεßος, χρειÜζεται σßγουρα μια ενδυμασßα: χρειÜζεται την ιστορßα σα ντουλÜπα για τις ενδυμασßες του. ΑντιλαμβÜνεται, βÝβαια, üτι καμιÜ δεν του ταιριÜζει απüλυτα -αλλÜζει και ξαναλλÜζει. Ας δει κανεßς τον 19 αι. σε σχÝση μ' αυτÝς τις γρÞγορες προτιμÞσεις κι αλλαγÝς της μασκαρÜτας του στιλ· ας δει επßσης τις στιγμÝς της απελπισßας, επειδÞ «τßποτε δεν μας ταιριÜζει». ΜÜταια παρουσιαζüμαστε σα ρομαντικοß Þ κλασικοß Þ φλωρεντινοß Þ μπαρüκ Þ «εθνικοß», στα Þθη και στις τÝχνες: τßποτε «δε μας πηγαßνει»! Το «πνεýμα» üμως, ειδικÜ το «ιστορικü πνεýμα», βλÝπει πλεονÝκτημα ακüμη και σ' αυτÞ την απελπισßα: ξανÜ και ξανÜ δοκιμÜζουμε Ýνα Üλλο κομμÜτι του παρελθüντος και της ξενικüτητας, το φορÜμε, το βγÜζουμε και προπαντüς το μελετÜμε -εßμαστε η πρþτη μελετηρÞ εποχÞ στο θÝμα των ενδυμασιþν, εννοþ των ηθικþν, των Üρθρων πßστης, των καλλιτεχνικþν γοýστων και των θρησκειþν, προετοιμασμÝνοι üπως καμιÜ Üλλη εποχÞ για το καρναβÜλι του μεγÜλου στιλ, για το πιο πνευματþδες αποκριÜτικο γÝλιο κι ευθυμßα για τα υπερβατικÜ ýψη της ýψιστης ανοησßας και της γενικÞς αριστοφανικÞς κοροúδßας. ºσως να 'χουμε ανακαλýψει ακριβþς εδþ τη περιοχÞ της επινüησÞς μας, τη περιοχÞ που κι εμεßς ακüμη μποροýμε να 'μαστε πρωτüτυποι, ßσως επßσης παρωδοß της παγκüσμιας ιστορßας και παλιÜτσοι του Θεοý -ßσως να εξακολουθεß να 'χει κÜποιο μÝλλον ακριβþς το γÝλιο μας, σÞμερα που τßποτε δεν Ýχει πια μÝλλον!
Η ιστορικÞ αßσθηση (Þ η ικανüτητα να μαντεýουμε γρÞγορα την ιεραρχßα των αξιολογÞσεων σýμφωνα με τις οποßες Ýνας λαüς, μια κοινωνßα, Ýν ανθρþπινο ον Ýχει ζÞσει, το «μαντικü Ýνστικτο» για τις σχÝσεις αυτþν των αξιολογÞσεων, για τη σχÝση της αυθεντßας των αξιþν με την αυθεντßα των ενεργþν δυνÜμεων): αυτÞ η ιστορικÞ αßσθηση, για την οποßα εμεßς οι Ευρωπαßοι μποροýμε να ισχυριζüμαστε πως εßναι
ειδικüτητÜ μας, Þρθε σε μας ως επακολοýθημα της τρελÞς και μαγεμÝνης ημιβαρβαρüτητας στην οποßα εßχε περιÝλθει η Ευρþπη λüγω της δημοκρατικÞς ανÜμειξης των τÜξεων και των φυλþν, μüνον ο 19 αι. ξÝρει αυτÞ την αßσθηση, ως Ýκτη του αßσθηση. Το παρελθüν κÜθε μορφÞς και τρüπου ζωÞς, κουλτουρþν που παλιüτερα βρßσκονταν κοντÜ η μια στην Üλλη, πÜνω στην Üλλη, κυλÜ μÝσα σε μας, τις «μοντÝρνες ψυχÝς», τα ÝνστικτÜ μας τþρα αναρρÝουν προς üλες τις κατευθýνσεις, εμεßς οι ßδιοι εßμαστε Ýνα εßδος χÜους: στο τÝλος, üπως εßπα πιο πριν, το «πνεýμα» βλÝπει το πλεονÝκτημÜ του σε üλα αυτÜ.
ΜÝσω της ημιβαρβαρüτητÜς μας στο σþμα και στις επιθυμßες Ýχουμε κρυφÞ πρüσβαση παντοý üπου δεν εßχε μια ευγενÞς εποχÞ και προπαντüς πρüσβαση στο λαβýρινθο των ανολοκλÞρωτων κουλτουρþν και σε κÜθε ημιβαρβαρüτητα που υπÞρξε μÝχρι τþρα πÜνω στη γη και στο βαθμü που το σημαντικüτερο μÝρος της ανθρþπινης κουλτοýρας μÝχρι τþρα Þταν ημιβαρβαρüτητα, η «ιστορικÞ αßσθηση» σημαßνει σχεδüν την αßσθηση και το Ýνστικτο για καθετß, το γοýστο και τη γλþσσα για καθετß: πρÜμα που αποδεικνýει πως εßναι μια μη ευγενÞς αßσθηση.
Για παρÜδειγμα, απολαμβÜνουμε τον ¼μηρο και πÜλι: ßσως εßναι το ευτυχÝστερο προχþρημÜ μας το üτι ξÝρουμε πþς να εκτιμÞσουμε τον '¼μηρο, που οι Üνθρωποι μιας ευγενοýς κουλτοýρας (üπως οι ΓÜλλοι του 17 αι., σαν τον Σεντ Εβρεμüν, που τονε κατηγοροýσε για το ευρý πνεýμα του και σαν τον τελευταßο αντßλαλü τους, τον Βολταßρο) δε μποροýσαν και δε μποροýν να αφομοιþσουν τüσο εýκολα -τον ¼μηρο, τον οποßο δýσκολα επÝτρεπαν στον εαυτü τους να τον απολαýσουν. Το κατηγορηματικü Ναι κι ¼χι της γεýσης τους, η εýκολα προκαλοýμενη αηδßα τους, η διστακτικÞ επιφýλαξη τους απÝναντι σε καθετß ξÝνο, ο φüβος τους για την ανοστιÜ ακüμη και μιας ζωηρÞς περιÝργειας και γενικÜ κεßνη η απροθυμßα μιας ευγενοýς κι αυτÜρκους κουλτοýρας να δεχτεß μια καινοýργια επιθυμßα, μιαν ανικανοποßηση με τη δικÞ της κουλτοýρα, Ýνα θαυμασμü για ü,τι εßναι ξÝνο: üλα αυτÜ τους προδιαθÝτουν να βλÝπουν με δυσμÝνεια ακüμη και τα καλýτερα πρÜγματα στον κüσμο, που δεν εßναι ιδιοκτησßα τους και που δε μποροýν να γßνουν λεßα τους και καμιÜ αßσθηση δεν εßναι τüσο ακατανüητη σε τÝτοιους ανθρþπους üσο η ιστορικÞ αßσθηση κι η δουλοπρεπÞς πληβεßα περιÝργειÜ της.
Το ßδιο ισχýει και για τον Σαßξπηρ, αυτÞ την εκπληκτικÞ ισπανικÞ, μαυριτανικÞ, σαξονικÞ σýνθεση γοýστων, που πÜνω της Ýνας Αθηναßος απü τον κýκλο του Αισχýλου θα 'χε μισοπεθÜνει απ' τα γÝλια Þ απü την ενüχληση: εμεßς üμως δεχüμαστε ακριβþς αυτÞ την Üγρια πολυχρωμßα, αυτü το μπÝρδεμα του πιο λεπτοý, του πιο χονδροειδοýς και του πιο τεχνητοý, με μια μυστικÞ εμπιστοσýνη κι εγκαρδιüτητα, τον απολαμβÜνουμε σαν μια καλλιτεχνικÞ εκλÝπτυνση προορισμÝνη ακριβþς για μας κι αφηνüμαστε να ενοχληθοýμε απü τους απωθητικοýς ατμοýς και την εγγýτητα με τον αγγλικü üχλο üπου ζουν η τÝχνη και το γοýστο του Σαßξπηρ τüσο λßγο üσο και στη ΚÜγια της ΝÜπολι, üπου συνεχßζουμε το δρüμο μας μαγεμÝνοι και πρüθυμοι, μ' üλες τις αισθÞσεις μας ανοιχτÝς, üσο κι αν γεμßζουνε τον αÝρα οι οχετοß των λαúκþν γειτονιþν. Εμεßς οι Üνθρωποι της «ιστορικÞς αßσθησης»: Ýχουμε ως τÝτοιοι τις αρετÝς μας, δε χωρÜ αμφιβολßα γι' αυτü δεν Ýχουμε φιλοδοξßες, εßμαστε ανιδιοτελεßς, μετριοπαθεßς, γενναßοι, γεμÜτοι αυτοûπερνßκηση, γεμÜτοι αφοσßωση, πολý ευγνþμονες, πολý υπομονετικοß, πολý πρüθυμοι, με üλα αυτÜ, δεν Ýχουμε, ßσως, «πολý γοýστο». Ας το ομολογÞσουμε τελικÜ στον εαυτü μας: αυτü που εμεßς οι Üνθρωποι της «ιστορικÞς αßσθησης» βρßσκουμε δυσκολüτερο να συλλÜβουμε, να νιþσουμε, να γευτοýμε, να αγαπÞσουμε, αυτü που κατÜ βÜθος μας βρßσκει προκατειλημμÝνους και σχεδüν εχθρικοýς, εßναι ακριβþς ü,τι εßναι πλÞρες κι εντελþς þριμο σε κÜθε τÝχνη και κουλτοýρα, το πραγματικÜ ευγενÝς στα Ýργα και στους ανθρþπους, η στιγμÞ τους της λεßας θÜλασσας και της αλκυüνειας αυτÜρκειας, το χρυσü και το ψυχρü που δεßχνουν üλα τα πρÜγματα üταν Ýχουν φτÜσει στην ολοκλÞρωσÞ τους.
ºσως η μεγÜλη μας αρετÞ της ιστορικÞς αßσθησης να βρßσκεται σε αναγκαßα αντßθεση με το καλü γοýστο, Þ με κÜθε Üριστο γοýστο τουλÜχιστον κι ακριβþς τις σýντομες μικρÝς κι ýψιστες ευτυχεßς συγκυρßες και μεταμορφþσεις της ανθρþπινης ζωÞς, Ýτσι üπως λÜμπουν εδþ κι εκεß, τις επικαλοýμαστε μüνο με τη μεγαλýτερη δυσκολßα, μüνο με τον μεγαλýτερο δισταγμü, μüνο με τον μεγαλýτερο καταναγκασμü: εκεßνες τις θαυμαστÝς στιγμÝς üπου μια μεγÜλη δýναμη σταματοýσε θεληματικÜ μπρος στο απεριüριστο και στο απροσμÝτρητο, που μια αφθονßα λεπτÞς χαρÜς με τον αιφνßδιο περιορισμü και την απολßθωση, με το να εßσαι στÝρεος και να καθορßζεις τον εαυτü σου, γινüταν αντικεßμενο απüλαυσης πÜνω σε Ýνα Ýδαφος που εξακολουθοýσε να τρÝμει.
Το μÝτρο μÜς εßναι ξÝνο, ας το παραδεχτοýμε. Αυτü που μας κεντρßζει εßναι το απÝραντο, το Üμετρο. Σαν τον καβαλÜρη πÜνω στο Üλογο που τρÝχει μπρος αφρισμÝνo, αφÞνουμε να μας πÝσουν τα χαλινÜρια μπροστÜ στο απÝραντο, εμεßς οι μοντÝρνοι Üνθρωποι, σα μισοβÜρβαροι και δε φτÜνουμε στη δικÞ μας ευδαιμονßα παρÜ μüνον εκεß üπου διατρÝχουμε περισσüτερο κßνδυνο.
Ηδονισμüς, πεσιμισμüς, ωφελιμισμüς, ευδαιμονισμüς: üλοι αυτοß οι τρüποι σκÝψης που μετροýν την αξßα των πραγμÜτων σýμφωνα με την ηδονÞ και τον πüνο, δηλαδÞ σýμφωνα με συνοδÝς καταστÜσεις και πÜρεργα, εßναι πρþτου πλÜνου τρüπüι σκÝψης κι απλοúκüτητες, που καθÝνας που 'χει συνεßδηση δημιουργικþν δυνÜμεων και συνεßδηση καλλιτÝχνη, δεν θα τις δει δßχως κοροúδßα, αν κι üχι δßχως οßκτο. Οßκτος για σας! Αυτü, σßγουρα, δεν εßναι οßκτος για τη κοινωνικÞ «αθλιüτητα», οßκτος για τη «κοινωνßα» με τους αρρþστους της και τους Üτυχοýς της, οßκτος για τους φαýλους και τους τσακισμÝνους απü την αρχÞ που κεßτονται παντοý γýρω μας κι ακüμη λιγüτερο εßναι οßκτος για τα γκρινιÜρικα, καταπιεσμÝνα, εξεγειρüμενα στρþματα των δοýλων, τα οποßα αποβλÝπουν στην κυριαρχßα, που την ονομÜζουν «ελευθερßα». Ο δικüς μας οßκτος εßναι Ýνας ανþτερος, πιο μακρýθωρος οßκτος, βλÝπουμε πþς μικραßνει τον εαυτü του ο Üνθρωπος, πþς τον μικραßνετε εσεßς! Κι υπÜρχουν στιγμÝς που βλÝπουμε τον δικü σας οßκτο με απερßγραπτη αγωνßα, üταν αμυνüμαστε εναντßον αυτοý του οßκτου -üταν βρßσκουμε τη σοβαρüτητÜ σας πιο επικßνδυνη απü οποιαδÞποτε επιπολαιüτητα. ΘÝλετε αν εßναι δυνατüν -και δεν υπÜρχει πιο τρελü «αν εßναι δυνατü»- να εξαλεßψετε τον πüνο. Κι εμεßς; ΠρÜγματι φαßνεται üτι εμεßς θα θÝλαμε να γßνει πιο Üσχημος και πιο μεγÜλος απ' ü,τι Þταν ποτÝ! Η ευημερßα, üπως την εννοεßτε εσεßς- αυτü δεν εßναι σκοπüς, αυτü φαßνεται σε μας τÝλος! Μια κατÜσταση που κÜνει γρÞγορα τον Üνθρωπο καταγÝλαστο κι αξιοπεριφρüνητο -που κÜνει επιθυμητÞ τη καταστροφÞ του! Η πειθαρχßα του πüνου, του μεγÜλου πüνου -κι δε ξÝρετε πως αυτÞ η πειθαρχßα μüνο δημιοýργησε κÜθε ανýψωση του ανθρþπου μÝχρι σÞμερα; Κεßνη η Ýνταση της ψυχÞς στην ατυχßα, που καλλιεργεß τη δýναμÞ της, ο τρüμος της στη θÝα της μεγÜλης καταστροφÞς, η επινοητικüτητÜ της κι η ανδρεßα της στο να υφßσταται, ν' αντÝχει, να ερμηνεýει, να εκμεταλλεýεται την ατυχßα κι ü,τι Üλλο εßχε ποτÝ απü βÜθος, μυστÞριο, μÜσκα, πνεýμα, πανουργßα και μεγαλεßο, δεν της δüθηκαν μÝσω του πüνου, μÝσω της πειθαρχßας του μεγÜλου πüνου;
Στον Üνθρωπο, δημιοýργημα και δημιουργüς εßναι ενωμÝνα: στον Üνθρωπο υπÜρχει ýλη, κομμÜτι, περßσσεια, πηλüς, λÜσπη, τρÝλα, χÜος αλλÜ στον Üνθρωπο υπÜρχει επßσης δημιουργüς, γλýπτης, σκληρüτητα του σφυριοý, ο θεúκüς παρατηρητÞς κι η Ýβδομη ημÝρα, καταλαβαßνετε αυτÞ την αντßθεση; Κι ü,τι ο οßκτος σας εßναι για το «δημιοýργημα στον Üνθρωπο», για κεßνο που πρÝπει να διαμορφωθεß, να σπÜσει, να σφυρηλατηθεß, να κομματιαστεß, να πυρακτωθεß, να ραφιναριστεß, κεßνο που πρÝπει να υποφÝρει -και θα υποφÝρει; Κι ο δικüς μας οßκτος, δεν καταλαβαßνετε για ποιον εßναι ο αντßθετος οßκτος μας üταν προστατεýει τον εαυτü του απ' το δικü σας οßκτο θεωρþντας τον τη χειρüτερη απ' üλες τις εκθηλýνσεις και τις εξασθενÞσεις; Οßκτος λοιπüν εναντßον οßκτου! ΑλλÜ, για να το πω Üλλη μια φορÜ, υπÜρχουν ανþτερα προβλÞματα απü τα προβλÞματα της ηδονÞς και του πüνου και του οßκτου και κÜθε φιλοσοφßα που πραγματεýεται μüνον αυτÜ εßναι αφÝλεια.
Εμεßς οι αμοραλιστÝς! Αυτüς ο κüσμος που μας αφορÜ, που εμεßς πρÝπει να φοβüμαστε και ν' αγαποýμε, αυτüς ο σχεδüν αüρατος, μη ακουüμενος κüσμος του λεπτοý διατÜζειν, του λεπτοý υπακοýειν, Ýνας κüσμος του «σχεδüν» απü κÜθε Üποψη, σοφιστικüς, τραχýς, αγκαθερüς, τρυφερüς: ναι, εßναι καλÜ προστατευμÝνος απÝναντι σε αδÝξιους παρατηρητÝς και φιλικÞ περιÝργεια! Εßμαστε μπλεγμÝνοι σ' Ýνα στÝρεο δßχτυ καθηκüντων και δε μποροýμε να βγοýμε απ' αυτü. Σ' αυτü εßμαστε κι εμεßς «Üνθρωποι του καθÞκοντος»! ΜερικÝς φορÝς, εßναι αλÞθεια, μπορεß να χορεýουμε μες στις «αλυσßδες» μας κι ανÜμεσα στα «ξßφη» μας συχνÜ, εßναι εξßσου αλÞθεια, τρßζουμε τα δüντια μας και δυσφοροýμε ανυπüμονα με τη κρυφÞ σκληρüτητα του κλÞρου μας. ΑλλÜ ü,τι και να κÜνουμε, οι βλÜκες και τα φαινüμενα εßναι εναντßον μας και λÝνε «αυτοß εßναι Üνθρωποι δßχως καθÞκον», -Ýχουμε πÜντα τρελοýς και φαινüμενα εναντßον μας!
Εντιμüτητα -αν υποτεθεß üτι αυτÞ εßναι δικÞ μας αρετÞ, απü την οποßα δε μποροýμε ν' απαλλαχτοýμε, εμεßς τα ελεýθερα πνεýματα- λοιπüν, θÝλουμε να δουλÝψουμε πÜνω σ' αυτÞ με üλη τη κακßα και την αγÜπη μας και να μη κουραζüμαστε να «τελειοποιοýμαστε» μες στη δικÞ μας αρετÞ, τη μüνη που μας Ýχει απομεßνει: μακÜρι η λÜμψη της ν' απλωθεß μια μÝρα πÜνω απ' αυτÞ τη γερασμÝνη κουλτοýρα και τη ζοφερÞ της σοβαρüτητα σα χρυσωμÝνο μπλε κοροúδευτικü απογευματινü φως! Κι αν μολαταýτα η εντιμüτητÜ μας κουραστεß μια μÝρα κι αναστενÜξει και τεντþσει τα μÝλη της και μας βρει πολý σκληροýς και θελÞσει να της εßναι τα πρÜγματα πιο καλÜ, πιο εýκολα, πιο τρυφερÜ, σαν Ýνα ευχÜριστο ελÜττωμα: ας μεßνουμε σκληροß, εμεßς οι τελευταßοι στωικοß! Και ας στεßλουμε βοÞθεια στην εντιμüτητÜ μας οτιδÞποτε διαβολικü Ýχουμε μÝσα μας -την αηδßα μας για το χονδροειδÝς και το τυχαßο, το να προσβλÝπουμε στο απαγορευμÝνο μας, το τυχοδιωκτικü θÜρρος μας, την οξεßα κι ενοχλητικÞ περιÝργειÜ μας, τη πιο λεπτÞ, μεταμφιεσμÝνη και πνευματικÞ θÝληση για δýναμη κι υπερνßκηση του κüσμου, που περιπλανιÝται Üπληστα σ' üλες τις σφαßρες του μÝλλοντος, -ας τρÝξουμε να βοηθÞσουμε τον «Θεü» μας με üλους τους «διαβüλους» μας! Εßναι πιθανü να μας παρεξηγÞσουν και να μας πÜρουν για κÜτι που δεν εßμαστε: τß σημασßα Ýχει! Οι Üνθρωποι θα ποýνε: «η ‘εντιμüτητÜ’ τους εßναι η διαβολικüτητÜ τους και τßποτε παραπÜνω!» Και τι σημασßα Ýχει!
Ακüμη κι αν εßχαν δßκιο! ¼λοι οι θεοß μÝχρι σÞμερα δεν Þταν τÝτοιοι διÜβολοι που Ýγιναν Üγιοι και ξαναβαφτßστηκαν; Και τι ξÝρουμε τελικÜ απü μας; Και πþς θÝλει να ονομÜζεται το πνεýμα, που μας οδηγεß (εßναι ζÞτημα ονομÜτων); Και πüσα πολλÜ πνεýματα βρßσκονται μÝσα μας; Η εντιμüτητÜ μας, ημþν των ελεýθερων πνευμÜτων -ας φροντßσουμε να μη γßνει ματαιοδοξßα μας, στολßδι κι επßδειξÞ μας, σýνορü μας,
ηλιθιüτητÜ μας! ΚÜθε αρετÞ τεßνει προς την ηλιθιüτητα, κÜθε ηλιθιüτητα προς την αρετÞ. «Ηλßθιος μÝχρι αγιüτητας» λÝνε στη Ρωσßα -ας φροντßσουμε να μη γßνουμε τελικÜ απü εντιμüτητα Üγιοι και βαρετοß! Δεν εßναι η ζωÞ εκατü φορÝς πολý σýντομη -για να τη βαριüμαστε; Θα Ýπρεπε να πιστεýουμε στην αιþνια ζωÞ...
Ας μου συγχωρεθεß η ανακÜλυψη üτι κÜθε ηθικÞ φιλοσοφßα μÝχρι τþρα Þταν βαρετÞ κι υπνωτικü κι üτι «η αρετÞ» δεν βλÜφτηκε για μÝνα απü τßποτε Üλλο περισσüτερο απ' ü,τι απü τη βαρετüτητα των συνηγüρων της, μ' αυτü δεν θÝλω να αγνοÞσω τη γενικÞ χρησιμüτητÜ τους. Εßναι σημαντικü να σκÝπτονται üσο το δυνατüν λιγüτεροι Üνθρωποι για την ηθικÞ κατÜ συνÝπεια, εßναι πολý σημαντικü να μη γßνει μια μÝρα ενδιαφÝρουσα η ηθικÞ! ΑλλÜ μην ανησυχεßτε! Και σÞμερα εßναι üπως Þταν πÜντα: δεν βλÝπω κανÝναν στην Ευρþπη, που να Ýχει (Þ να διαδßδει) κÜποια ιδÝα üτι η σκÝψη για την ηθικÞ μπορεß να γßνει επικßνδυνη, ýπουλη, παραπλανητικÞ, üτι θα μποροýσε να περικλεßει μιαν ολÝθρια μοßρα! Δεßτε, για παρÜδειγμα, τους ακοýραστους, αναπüφευκτους εγγλÝζους ωφελιμιστÝς και πüσο αδÝξια και τιμημÝνα πατοýν, προχωροýν, πÜνω στα ßχνη του ΜπÝνθαμ (μια ομηρικÞ μεταφορÜ το λÝει αυτü ακριβÝστερα), üπως εßχε πατÞσει κι αυτüς στα ßχνη του ΕλβÝτιους (üχι δεν Þταν επικßνδυνος Üνθρωπος αυτüς ο ΕλβÝτιους, ο ανÝμελος συγκλητικüς, üπως τον Ýλεγε ο ΓκαλιÜνι). ΚαμιÜ καινοýργια σκÝψη, καμιÜ λεπτüτερη αλλαγÞ και μετατροπÞ μιας παλιÜς σκÝψης, οýτε καν μια πραγματικÞ ιστορßα
üλων εκεßνων των πραγμÜτων που Ýγιναν αντικεßμενο σκÝψης παλιüτερα: συνολικÜ, μια αδýνατη φιλολογßα, αν υποτεθεß üτι δεν ξÝρει κανεßς πþς να τη φουσκþσει με λßγη κακßα. Γιατß και μÝσα σ' αυτοýς τους μοραλιστÝς (τους οποßους γενικÜ πρÝπει να διαβÜζει κανεßς μ' επιφýλαξη, αν πρÝπει βÝβαια να τους διαβÜσει) γλßστρησε κεßνο το παλιü αγγλικü ελÜττωμα που λÝγεται υποκρισßα κι εßναι ηθικüς ταρτουφισμüς, τοýτη τη φορÜ κρυμμÝνος κÜτω απü τη νÝα μορφÞ της επιστημονικüτητας, δεν λεßπει επßσης Ýνας μυστικüς αγþνας με τýψεις συνεßδησης, απü τις οποßες πρÝπει φυσικÜ να υποφÝρει μια ρÜτσα παλιþν πουριτανþν. (Ο μοραλιστÞς δεν εßναι το αντßθετο του πουριτανοý; ΔηλαδÞ ως στοχαστÞς που παßρνει την ηθικÞ σαν κÜτι συζητÞσιμο, Üξιο ερωτηματικþν, κοντολογßς σαν πρüβλημα; Το ηθικολογεßν δεν εßναι αμοραλικü;) ΤελικÜ üλοι θÝλουν üλοι να δþσουν δßκιο στην αγγλικÞ ηθικÞ: στο βαθμü που η ανθρωπüτητα Þ η «γενικÞ ωφÝλεια» Þ η «ευτυχßα της πλειοψηφßας», üχι! η ευτυχßα της Αγγλßας πρÝπει να εξυπηρετηθεß καλýτερα. Θα 'θελαν μ' üλες τους τις δυνÜμεις ν' αποδεßξουν üτι η προσπÜθεια για την αγγλικÞ ευτυχßα, εννοþ για μüδα κι Üνεση (κι ως υπÝρτατο στüχο μια θÝση στο Κοινοβοýλιο), εßναι ταυτüχρονα ο αληθινüς δρüμος της αρετÞς και μÜλιστα üτι κÜθε αρετÞ που υπÞρξε ποτÝ στον κüσμο ενσαρκωνüταν σε μια τÝτοια προσπÜθεια.
ΚανÝνα απ' αυτÜ τα δυσκßνητα, ανÞσυχα στη συνεßδηση αγελαßα ζþα (που αναλαμβÜνουν να υπερασπιστοýν την υπüθεση του εγωισμοý ως υπüθεση της γενικÞς ευημερßας) δεν θÝλει να μÜθει Þ να μυριστεß πως η «γενικÞ ευημερßα» δεν εßναι ιδεþδες, Þ Ýνας στüχος Þ μια Ýννοια που μπορεß να συλληφθεß, αλλÜ μüνον Ýνα εμετικü, πως, αυτü που εßναι σωστü για Ýναν δεν μπορεß κατÜ κανÝνα τρüπο να εßναι σωστü για Ýναν Üλλο, üτι η απαßτηση για μια ηθικÞ για üλους εßναι επιζÞμια ακριβþς για τους ανþτερους ανθρþπους, κοντολογßς πως υπÜρχει μια ιεραρχßα μεταξý ανθρþπου κι ανθρþπου, κατÜ συνÝπεια και μεταξý ηθικÞς κι ηθικÞς. Εßναι Ýνα μετριοπαθÝς κι εντελþς μÝτριο εßδος ανθρþπων, αυτοß οι Üγγλοι ωφελιμιστÝς, κι üπως εßπαμε: στο βαθμü που εßναι βαρετοß δε μπορεß να εκτιμÜ κανεßς αρκετÜ τη χρησιμüτητÜ τους. Θα 'πρεπε ακüμα να τους ενθαρρýνουμε: πρÜγμα που εν μÝρει επιδιþκεται στους ακüλουθους στßχους:
Γεια σας, αργοß εργÜτες,
ΠÜντα «üσο αργüτερα τüσο καλýτερα»
Αλýγιστοι απ' το κεφÜλι ως τα πüδια,
Δßχως ενθουσιασμü, δßχως αστεßα,
Αμεßωτα μÝτριοι,
Δßχως ευφυßα και δßχως πνεýμα!
Στις üψιμες εποχÝς, που μποροýν να 'ναι περÞφανες για την ανθρωπιÜ τους, παραμÝνει τüσος πολýς φüβος, τüσος πολýς δεισιδαßμoνας φüβος για το «Üγριο και σκληρü ζþο», του οποßου η υποδοýλωση αποτελεß τη περηφÜνια κεßνων των πιο ανθρþπινων εποχþν, þστε ακüμη κι απτÝς αλÞθειες παραμÝνουν, θαρρεßς απü γενικÞ συμφωνßα, ανεßπωτες για αιþνες, επειδÞ δßνουν την εντýπωση üτι μποροýν να βοηθÞσουν þστε να ξανÜρθει στη ζωÞ κεßνο το Üγριο, επιτÝλους σκοτωμÝνο ζþο. ºσως ριψοκινδυνεýω κÜτι üταν αφÞνω μια τÝτοια αλÞθεια να μου ξεφýγει: ας την πιÜσουν Üλλοι πÜλι και ας της δþσουν τüσο πολý «γÜλα ευσεβþν σκÝψεων» να πιει, þστε να μεßνει Þσυχη και ξεχασμÝνη στη παλιÜ γωνιÜ της.
ΠρÝπει να ξεμÜθουμε αυτÜ που ξÝραμε για τη σκληρüτητα και ν' ανοßξουμε τα μÜτια μας πρÝπει τελικÜ να γßνουμε ανυπüμονοι, þστε να μην περιφÝρονται πια ενÜρετα κι αυθÜδικα τÝτοιες προπετεßς ογκþδεις πλÜνες üπως, για παρÜδειγμα οι πλÜνες παλιþν και καινοýργιων φιλοσüφων σχετικÜ με τη τραγωδßα. ¼λα σχεδüν üσα ονομÜζουμε «ανþτερη κουλτοýρα», βασßζονται στη πνευματικοποßηση και την εμβÜθυνση της σκληρüτητας, -αυτÞ εßναι η δικÞ μου πρüταση. Κεßνο το «Üγριο ζþο» δεν Ýχει σκοτωθεß καθüλου, ζει, ακμÜζει, απλþς θεοποιÞθηκε. Αυτü που αποτελεß την οδυνηρÞ ηδονÞ της τραγωδßας εßναι η σκληρüτητα. αυτü που Ýχει ευχÜριστο αποτÝλεσμα στον λεγüμενο τραγικü οßκτο, και κατÜ βÜση σε κÜθε υπÝροχο πρÜγμα þς πÜνω στις πιο υψηλÝς και λεπτÝς ανατριχßλες της μεταφυσικÞς, αντλεß τη γλυκýτητÜ του αποκλειστικÜ απü το ανακατεμÝνο μÝσα του συστατικü της σκληρüτητας. Αυτü που οι Ρωμαßοι στην αρÝνα, οι χριστιανοß στην Ýκσταση του Σταυροý, οι Ισπανοß στις πυρÝς και τις ταυρομαχßες, οι σημερινοß ΓιαπωνÝζοι, που συνωθοýνται στις τραγωδßες, ο παριζιÜνος συνοικιακüς εργÜτης που Ýχει μια νοσταλγßα για αιματηρÝς επαναστÜσεις, η βαγκνερßστρια, που «βιþνει» τον TριστÜνo κι Ιζüλδη με τη θÝλησÞ της σε αναστολÞ, αυτü που απολαμβÜνουν üλοι αυτοß και θÝλουν να το πιουν με μυστικÞ δßψα εßναι το φßλτρο της μεγÜλης Κßρκης «σκληρüτητας». Εδþ, βÝβαια, πρÝπει να βγÜλουμε απü τη μÝση την αλλοτινÞ χοντροκÝφαλη ψυχολογßα, που 'ξερε να διδÜσκει για τη σκληρüτητα μüνον ü,τι γεννιÝται απü τη θÝα του ξÝνου πüνου: υπÜρχει επßσης μια Üφθονη, υπερÜφθονη απüλαυση του δικοý μας πüνου, μια απüλαυση τοý να κÜνουμε τον εαυτü μας να υποφÝρει και παντοý üπου επιτρÝπει ο Üνθρωπος να πεßθεται να αρνεßται τον εαυτü του με τη θρησκευτικÞν Ýννοια, Þ να αυτοακρωτηριÜζεται, üπως μεταξý των Φοινßκων και των ασκητþν Þ γενικÜ να παραιτεßται απü τις χαρÝς των αισθÞσεων, ν' αποσαρκþνεται, να νιþθει συντριβÞ, να προβαßνει σε πουριτανικοýς σπασμοýς μετανοßας, να ανατÝμνει τη συνεßδηση και να προβαßνει στη πασκαλικÞ θυσßα της διÜνοιας, δελεÜζεται κρυφÜ κι ωθεßται απ' τη σκληρüτητÜ του, απü κεßνες τις επικßνδυνες ανατριχßλες της σκληρüτητας που στρÝφονται εναντßον του εαυτοý του. Ας προσÝξουμε, τÝλος, üτι ακüμη κι ο Üνθρωπος της γνþσης, üταν αναγκÜζει το πνεýμα του σε γνþση που 'ναι αντßθετη προς τη κλßση του πνεýματüς του και συχνÜ ενÜντια στην επιθυμßα της καρδιÜς του, λÝγοντας ¼χι εκεß που θα Þθελε να καταφÜσκει, ν' αγαπÜ, να λατρεýει, ενεργεß ως καλλιτÝχνης και μεταμορφωτÞς της σκληρüτητας σε κÜθε περßπτωση που παßρνουμε τα πρÜγματα σοβαρÜ και σε βÜθος υπÜρχει πρÜγματι Ýνας βιασμüς, μια επιθυμßα να κÜνουμε κακü στη θεμελιþδη θÝληση του πνεýματος, που ακατÜπαυστα θÝλει τη φαινομενικüτητα και την επιφανειακüτητα, σε κÜθε επιθυμßα μας για γνþση υπÜρχει Þδη σταγüνα σκληρüτητας.
ºσως να μην εßναι Üμεσα κατανοητÜ üσα εßπα παραπÜνω για μια «θεμελιþδη θÝληση του πνεýματος»: αφÞστε με να εξηγηθþ. Το κÜτι που διατÜζει και που ο λαüς το ονομÜζει «πνεýμα» θÝλει να εßναι κýριος μÝσα του και γýρω του και να νιþθει κýριος: απü την πολλαπλüτητα Ýχει τη θÝληση για απλüτητα, μια θÝληση που συνδÝει κι εξημερþνει, που διψÜ για κυριαρχßα και που εßναι πραγματικÜ φτιαγμÝνη για κυριαρχßα. Οι ανÜγκες και οι ικανüτητÝς του εßναι ßδιες με κεßνες που οι φυσιολüγοι αναγνωρßζουν για οτιδÞποτε ζει, αναπτýσσεται και πολλαπλασιÜζεται. Η δýναμη του πνεýματος να ιδιοποιεßται ü,τι εßναι ξÝνο γßνεται φανερÞ σε μια ισχυρÞ κλßση να εξομοιþνει το καινοýργιο με το παλιü, να απλουστεýει το πολýπλοκο, να παραβλÝπει Þ ν' αποκροýει üτι εßναι καθ' ολοκληρßαν αντιφατικü: το ßδιο üπως υπογραμμßζει αυθαßρετα, αποσπÜ και παραποιεß για δικü του üφελος ορισμÝνα γνωρßσματα και γραμμÝς απü αυτü που του εßναι ξÝνο, απü κÜθε κομμÜτι«εξωτερικοý κüσμου». Η πρüθεσÞ του σ' üλ' αυτÜ εßναι η ενσωμÜτωση νÝων «εμπειριþν», η τακτοποßηση καινοýργιων πραγμÜτων μÝσα σε παλιÜ πλαßσια, η ανÜπτυξη δηλαδÞ· ακριβÝστερα, το αßσθημα της ανÜπτυξης, το αßσθημα της αυξανüμενης δýναμης. Η ßδια αυτÞ θÝληση εξυπηρετεßται απü μια φαινομενικÜ αντßθετη ενüρμηση του πνεýματος, μια αιφνßδια απüφαση για Üγνοια, για αυθαßρετο αποκλεισμü, Ýνα κλεßσιμο των παραθýρων του, μια εσωτερικÞ Üρνηση αυτοý Þ του Üλλου πρÜγματος, μια Üρνηση να το αφÞσει να πλησιÜσει, Ýνα εßδος αμυντικÞς στÜσης απÝναντι σε πολλÜ απ' üσα μποροýν να γßνουν αντικεßμενα γνþσης, μια ικανοποßηση με το σκοτÜδι, με τους κλειστοýς ορßζοντες, μια κατÜφαση και Ýγκριση της Üγνοιας: üλ' αυτÜ εßναι απαραßτητα ανÜλογα με το βαθμü της δýναμης του πνεýματος να ιδιοποιεßται, τη «πεπτικÞ» του δýναμη, για να χρησιμοποιÞσω μια μεταφορÜ και πρÜγματι το «πνεýμα» μοιÜζει περισσüτερο απ' οτιδÞποτε Üλλο με στομÜχι. Εδþ ανÞκει επßσης η περιστασιακÞ θÝληση του πνεýματος να αφεθεß να απατηθεß, ßσως με την κακüβουλη ιδÝα üτι αυτü δεν εßναι Ýτσι, αλλÜ üτι απλþς τηροýνται τα προσχÞματα, μια χαρÜ με κÜθε αβεβαιüτητα και πολυσημαντüτητα, μια ξÝχειλη απüλαυση με την ιδιüρρυθμη στενüτητα και μυστικüτητα μιας γωνιÜς, με την υπερβολικÞ εγγýτητα, με το πρþτο πλÜνο, με το μεγαλοποιημÝνο, με το μειωμÝνο, με το μετατοπισμÝνο, με το ωραιοποιημÝνο, μια απüλαυση με την ιδιομορφßα üλων αυτþν των εξωτερικεýσεων της δýναμης. ΤÝλος εδþ ανÞκει επßσης εκεßνη η üχι αβλαβÞς ετοιμüτητα του πνεýματος να απατÜ Üλλα πνεýματα και να προσποιεßται μπροστÜ τους, εκεßνη η συνεχÞς πßεση κι þθηση μιας δημιουργικÞς, διαμορφωτικÞς, μεταβαλλüμενης δýναμης: εδþ το πνεýμα απολαμβÜνει τη πολυειδßα και το δüλο των μασκþν του, απολαμβÜνει επßσης και το αßσθημα της σιγουριÜς που του προσφÝρει αυτü το πρÜγμα, διüτι ακριβþς μÝσω των πρωτεúκþν τεχνþν του εßναι καλýτερα κρυμμÝνο και προστατευμÝνο!
Σ' αυτÞ τη θÝληση για επßφαση, για απλοýστευση, για μÜσκα, για μανδýα, κοντολογßς για επιφÜνεια, γιατß κÜθε επιφÜνεια εßναι μανδýας, αντιτßθεται κεßνη η υπÝροχη κλßση του ανθρþπου της γνþσης, που 'χει και θÝλει να 'χει, βαθιÜ, πολýπλευρη κι ολοκληρωτικÞ Üποψη των πραγμÜτων: ως Ýνα εßδος σκληρüτητας της διανοητικÞς συνεßδησης και γοýστου, που κÜθε γενναßος στοχαστÞς θ' αναγνωρßσει στον εαυτü του, με τη προûπüθεση πως Ýχει σκληρýνει κι οξýνει για πολý καιρü την ÜποψÞ του για τον ßδιο του τον εαυτü κι εßναι συνηθισμÝνος στην αυστηρÞ πειθαρχßα και στην αυστηρÞ γλþσσα. Θα πει «υπÜρχει κÜτι σκληρü στην κλßση του πνεýματüς μου». Ας προσπαθÞσουν να τον αποτρÝψουν γι' αυτü οι ενÜρετοι και αξιαγÜπητοι! ΠρÜγματι, θα Þταν πιο ευγενικü αν, αντß για σκληρüτητα, μας καταλüγιζαν «Üκρατη εντιμüτητα» -εμÜς τα ελεýθερα, πολý ελεýθερα, πνεýματα- και μÞπως θα εßναι αυτÞ κÜποτε η μεταθανÜτια φÞμη μας; Στο μεταξý -γιατß θα περÜσει πολýς καιρüς þσπου να συμβεß αυτü- θα 'μαστε οι λιγüτερο διατεθειμÝνοι να ντυθοýμε με τÝτοιου εßδους ηθικÜ λεκτικÜ ποýλια και κρüσια: üλη η δουλειÜ μας μÝχρι τþρα μας κÜνει να σιχαινüμαστε ακριβþς αυτü το γοýστο και την εýθυμη χλιδÞ του.
ΥπÜρχουν ωραßες, λαμπερÝς, ηχηρÝς, γιορταστικÝς λÝξεις: εντιμüτητα, αγÜπη για αλÞθεια, αγÜπη για σοφßα, αυτοθυσßα για χÜρη της γνþσης, ηρωισμüς του φιλαλÞθους, -υπÜρχει κÜτι σ' αυτÝς που κÜνει τη περηφÜνια των ανθρþπων να φουσκþνει. Εμεßς üμως οι ερημßτες οι αρκτüμυες, Ýχουμε πειστεß εδþ και πολý καιρü, με üλη τη μυστικüτητα της συνεßδησης ενüς ερημßτη, üτι κι αυτÞ η Üξια λεκτικÞ παρÜτα ανÞκει στα παλιÜ ψεýτικα στολßδια, κουρÝλια και χρυσüσκονη της ανθρþπινης ματαιοδοξßας κι üτι πρÝπει να ξαναγνωριστεß κÜτω κι απ' αυτÜ τα κολακευτικÜ χρþματα κι επιχρωματßσεις το βασικü κεßμενο Üνθρωπος-φýση. Διüτι το να μεταφρÜσουμε τον Üνθρωπο πßσω στη φýση· να θÝσουμε υπü Ýλεγχο τις πολλÝς μÜταιες και αλλοπρüσαλλες ερμηνεßες και δευτερεýοντα νοÞματα τα οποßα ορνιθοσκÜλισαν και ζωγρÜφισαν μÝχρι τþρα πÜνω σ' αυτü το αιþνιο βασικü κεßμενο ανθρþπου-φýσης· να κÜνουμε þστε στο εξÞς να στÝκεται μπροστÜ στον Üνθρωπο Ýτσι üπως στÝκεται αυτüς Þδη, σκληρυμÝνος απü την πειθαρχßα της επιστÞμης, μπροστÜ στην Üλλη φýση, με τα ατρüμητα μÜτια ενüς Οιδßποδα και τα σφραγισμÝνα αφτιÜ ενüς ΟδυσσÝα, κουφüς στα δüλια καλÝσματα των παλιþν μεταφυσικþν πουλολüγων, οι οποßοι για πÜρα πολý καιρü του Ýψαλλαν: «εßσαι κÜτι παραπÜνω! εßσαι ανþτερος! εßσαι Üλλης καταγωγÞς!» Αυτü μπορεß να εßναι Ýνα σπÜνιο και τρελü καθÞκον, αλλÜ εßναι καθÞκον -ποιος θα το αρνιüταν! Γιατß το διαλÝγουμε εμεßς, αυτü το τρελü καθÞκον; ¹ για να θÝσω αλλιþς το ερþτημα: «γιατß γενικÜ η γνþση;» Ο καθÝνας θα μας ρωτÞσει γι' αυτü. Κι εμεßς, πιεσμÝνοι κατ' αυτü τον τρüπο, εμεßς που Ýχουμε θÝσει στον εαυτü μας το ßδιο ερþτημα εκατü φορÝς, δεν βρÞκαμε και δε μποροýμε να βροýμε καλλßτερη απÜντηση...
1886