ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì 

Áñ÷áßïé: ÅðéãñÜììáôá ÉV

                                      Λßγα Λüγια

     Σε τοýτο το Üρθρο Ýχω συγκεντρþσει
ΕπιγρÜμματα, üσα τουλÜχιστον μπüρεσα να μαζÝψω, τους Ýχω κÜνει μιαν απλωτÞ μετÜφραση, τüσο üσο να μπορÝσω να τα κÜνω Ýμμετρα και με ρßμα και πÜνω κει Ýχω λιγÜκι υπερβεß τα εσκαμμÝνα, για να το πετýχω. ΦυσικÜ δεν το κατÜφερα σε üλα - üλα, μα στα περισσüτερα εξ αυτþν. Στα προηγοýμενα Üρθρα αφοý μßλησα για συλλογÝς, ανθολογßες, χρÞσιμα παραλειπüμενα, για την ιστορßα των επιγραμμÜτων, για τους δημιουργοýς των, ως τον 4ο π.Χ. αι., και τους υπüλοιπους (ακüμα δεν Ýχει ολοκληρωθεß αυτü, επιφυλÜσσομαι) -üσους τουλÜχιστον κατÜφερα να βρω στοιχεßα- και τÝλος κι Ýνα πÝρασμα στα Αρχαßα ΚυπριακÜ ΕπιγρÜμματα, (πιο κÜτω απü κει Ýχει κι Üλλα πρüσθετα στοιχεßα αρκετÜ χρÞσιμα κι ενδιαφÝροντα) εδþ παραθÝτω τα ßδια τα ΕπιγρÜμματα κι ελπßζω να τýχω... επιεßκειας και καλÞς αντιμετþπισης. Ελπßζω επßσης να το διασκεδÜσετε με τη καρδιÜ σας γιατß πραγματικÜ εßναι απßστευτα Ýργα τÝχνης, ειδικÜ μερικÜ εßναι... κολασμÝνα καλÜ!  ΣημειωτÝον, 2-3 δεν εßναι δικÞ μου η μετÜφραση, δεν ξÝρω Þ δεν θυμÜμαι τßνος εßναι, γιατß κÜποτε απü Ýνα τρÜκερ εßχα κατεβÜσει μερικÜ. Αν κÜποιος/α γνωρßζει κÜτι για κεßνα, ας μου το πει και θα το διορθþσω αμÝσως και με χαρÜ μου.
     Λοιπüν σα μüνη οδηγßα που 'χω να δþσω εßναι, πως τα επιγρÜμματα εßναι βÜσει αλφαβητικÞς σειρÜς των δημιουργþν των και το αρχαßο κεßμενο εßναι μπλε σκοýρο, πλÜγιας γραφÞς, ενþ η μετÜφραση, ευθεßα γραφÞ και κüκκινη. ΑυτÜ και πÜμε λοιπüν μαζß παρεοýλα...
Π. Χ.


========================


                     ΑΓΑΘΙΑΣ

Ει ποτÝ μεν κιθÜρης επαφÞσατο πλÞκτρον ελοýσα
κοýρη, Τερψιχüρης αντεμÝλιζε μßτοις.
Ει ποτÝ δε τραγικþ ροιζÞματι ρÞξατο φωνÞν,
αυτÞς ΜελπομÝνης βüμβον απεπλÜσατο.
Εß δε και ΑγλαÀης κρßσις ßστατο, μÜλλον αν αυτÞ
Κýπρις ενικÞθη, κÜν εδßκαζε ΠÜρις.
ΣιγÞ εφ' ημεßων, ßνα μη Διüνυσος ακοýσας
των Αριαδνεßων ζÞλον Ýχοι λεχÝων.

Αν παßξει με τη λýρα της η κüρη,
τη μελωδßα θα φθονεß κι η Τερψιχüρη.
Αν τραγικοýς στßχους μιλεß σα μαγεμÝνη,
θα λες üτι ακοýς τη ΜελπομÝνη.
Σε κρßσεις ομορφιÜς και με κριτÞ τον ΠÜρη,
την Αφροδßτη θα νικοýσε και στη χÜρη.
Σιωπþ μÞπως κι ο Διüνυσος φθονÞσει,
που Ýχω την ΑριÜδνη* μου αγαπÞσει!


 * Ο Διüνυσος εßχεν ερωτευτεß üντως μιαν ΑριÜδνη και προφανþς ο ποιητÞς Ýχει πετýχει μιαν ΑριÜδνη επßσης...

                     
ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Αισχýλον Ευφορßωνος Αθηναßον τüδε κεýθει
μνÞμα καταφθιμÝνον πυροφüροιο ΓÝλα.
ΑλκÞν δ' ευδüκιμον Μαραθþνιον ¢λσος Üν εßποι
καß βαθυχαιτÞεις ΜÞδος επιστÜμενος.

Αισχýλο του Ευφορßωνα σκÝπει τοýτο το χþμα,

εξ Αθηνþν, που πÝθανε στη καρπερÞ τη ΓÝλα.
Για την αντρειÜ του μÜρτυρες, ο σκουρομÜλλης ΠÝρσης
που τηνε γνþρισε καλÜ, και τ' ¢λσος Μαραθþνα.

       ΑΚΗΡΑΤΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ

Ἕκτορ Ὁμηρεßῃσιν ἀεὶ βεβοημÝνε βßβλοις,
ϑειοδüμου τεßχευς ἕρκος ἐρυμνüτερον,
ἐν σοὶ Μαιονßδης* ἀνεπαýσατο,
σοῦ δὲ ϑανüντος, ¸κτορ,
ἐσιγÞϑη καὶ σελὶς ᾿ΙλιÜδος.

¸κτορα ξακουστÝ, στο θεüχτιστο το κÜστρο
τ' Ομηρικοý Ýπους, Þσουν το πλÝον τεßχος,
μετÜ απü σÝνα ξεκουρÜστηκε κι ο γÝρος.
¼ταν σκοτþθηκες εσý, της Τροßας τ' Üστρο,
σβÞστηκε των σελßδων του κι ο Þχος.

* Μαιονßδης εννοεßται ο ¼μηρος

                     ΑΛΚΜΑΝ

Εὕδουσι δ᾽ ὀρÝων κορυφαß τε καὶ φÜραγγες
πρþονÝς τε καὶ χαρÜδραι
φῦλÜ τ᾽ ἑρπÝτ᾽ ὅσα τρÝφει μÝλαινα γαῖα
θῆρÝς τ᾽ ὀρεσκῷοι καὶ γÝνος μελισσᾶν
καὶ κνþδαλ᾽ ἐν βÝνθεσσι πορφυρÝας ἁλüς·
εὕδουσι δ᾽ οἰωνῶν φῦλα τανυπτερýγων.

Κοιμοýνται γκρÝμια, κορυφÝς, φαρÜγγια και βουνÜ,
κοιμοýνται τα σερνÜμενα, στη μαýρη γης χωμÝνα,
κοιμοýνται οι μÝλισσες και τ' Üγρια τα θεριÜ,
κοιμοýνται üσα τρÝφει η γης, στο βýθος ξαπλωμÝνα
του πüντου κÞτη πορφυρÜ, και Ýξω στη στεριÜ,
κοιμοýνται και αυτÜ τα μακρυφτÝρουγα πουλιÜ.

Οὔ μ' ἔτι, παρθενικαὶ μελιγÜρυες ἱαρüφωνοι,
γυῖα φÝρην δýναται· βÜλε δὴ βÜλε κηρýλος* εἴην,
ὅς τ' ἐπὶ κýματος ἄνθος ἅμ' ἀλκυüνεσσι ποτÞται
νηδεὲς ἦτορ ἔχων, ἁλιπüρφυρος ἱαρὸς ὄρνις.

Ω! πια δε μου βαστοýν τα γüνατÜ μου Üλλο,
γλυκüλαλες, μελßρρυτες παρθÝνες, üπως πρþτα,
θα 'θελα να 'μουν αλκυþν στο κýμα το μεγÜλο,
να γλεßφω πÜνω τον αφρü ξυστÜ λαφροπετþντα',
με τ' Üλλα αλκυονüπουλα κι Üτρομος στη καρδιÜ μου,
την Üνοιξη να προμηνþ στα ροδογÜλαζα φτερÜ μου.

 * Κηρýλος εßναι η αρσενικÞ αλκυþν.

ΠολλÜκι δ᾽ ἐν κορυφαῖς ὀρÝων, ὅκα
σιοῖσι ϝÜδηι πολýφανος ἑορτÜ,
χρýσιον ἄγγος ἔχοισα, μÝγαν σκýφον,
οἷÜ τε ποιμÝνες ἄνδρες ἔχοισιν,
χερσὶ λεüντεον ἐν γÜλα θεῖσα
τυρὸν ἐτýρησας μÝγαν ἄτρυφον ἀργεúφüνταν.

Στα κορφοβοýνια τα ψηλÜ, πολλÝς φορÝς,
εκεß ποýποτε χαßρονται θεοß και οι θεÝς,
κρατþντας μαλαμÜτινο στο χÝρι αγγεßο
τρανü σαν κεßνο που 'χουν οι βοσκοß,
Üρμεξες μüνη, λιονταρßσιο γÜλα απü κει,
κι Ýφτιαξες χλωροτýρι üμορφο και θεßο.

                      ΑΜΜΙΑΝΟΣ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κοýφη κüνις, οἰκτρὲ ΝÝαρχε,
ὄφρα σε ῥηιδßως ἐξερýσωσι κýνες.

Το χþμα, ΝÝαρχε σκληρÝ, να το 'χεις ελαφρý σου,
για να ξεθÜψουν εýκολα οι σκýλοι το κορμß σου.


Εἰ βοýλει τὸν παῖδα διδÜξαι ῥÞτορα, Παῦλε,
ὡς οὗτοι πÜντες, γρÜμματα μὴ μαθÝτω.

ΡÞτωρ σαν Üλλοι, να γενεß, αν θÝλει το παιδß σου,
Παýλε, Üστο αγρÜμματο, η ευθýνη γιεδικÞ σου.

Οἴει τὸν πþγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι
καὶ διὰ τοῦτο τρÝφεις, φßλτατε, μυιοσüβην.
κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχÝως· οὗτος γὰρ ὁ πþγων
φθειρῶν ποιητÞς, οὐχὶ φρενῶν γÝγονεν.

ΤρÝφεις το μοýσι φßλε μου και το 'χεις για σοφßα,
θαρρεßς πως εßναι ποßηση και το 'χεις να καυχιÝσαι.
ΤαχιÜ σπεýσε και ξýριστο, ο πþγων εßν' εστßα
ψειρþν κι Üλλων ρυπαρþν, üσο και να χτυπιÝσαι. 

            ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Ο ΣΙΔΩΝΙΟΣ

Ο πριν εγþ και ψÞρα και αρπÜκτειραν ερýκων σπÝρματος
υψιπετÞ Βιστονßαν γÝρανον, ρινοý χερμαστÞρος
εýστροφα κþλα τιταßνων, ΑλκιμÝνης, πτανþν εßργον
Üπωθε νÝφος, και με τις αυτÞτειρα παρÜ σφυρÜ
διψÜς Ýχιδνα σαρκß τον εκ γενýων πικρüν ενεßσα
χüλον ηλßου χÞρωσεν, ßδ' ως τα κατ' αιθÝρα
λεýσσων τουμ' ποσßν ουκ ιδÜην πÞμα κυλινδüμενον.

Ο ΑλκιμÝνης εßμαι 'γω που με σφεντüνα κυνηγοýσα
Βιστüνους γερανοýς, ψαρüνια, -üλο τους το σμÜρι-
που ψÞλαθε φτεροκοπþντας, στη σπορÜ ορμοýσα'.
Το πüδι μου το δÜγκασε διμοýτσουνη οχιÜ
και με φαρμÜκι στο κορμß, δε βλÝπω Þλιο πια.
ΨηλÜ κοιτοýσα συνεχþς και δεν πÞρα χαμπÜρι
τον üλεθρο, που ýπουλα ερχüταν να με πÜρει.

                     ΑΝΥΤΗ

Θάεο τὸν Βρομίου κεραὸν τράγον, ὡς ἀγερώχως
ὄμμα κατὰ λασιᾶν γαῦρον ἔχει γενύων
κυδιόων ὅτι οὗ θάμ᾿ ἐν οὔρεσιν ἀμφὶ παρῇδα
βόστρυχον εἰς ῥοδέαν Ναῒς ἔδεκτο χέρα.

Για δες το Βρþμιο τρÜγο με τα κÝρατα μεγÜλα,
πως μας κοιτÜ καμαρωτüς κουνþντας το γενÜκι,
αφοý η ΝαÀς με το τριανταφυλλÝνιο της χερÜκι.
συχνÜ τους βüστρυχοýς του τους πυκνοýς γαργÜλα.

Μνᾶμα τόδε φθιμένου μενεδαΐου εἵσατο Δᾶμις
ἵππου, ἐπεὶ στέρνον τοῦδε δαφοινὸς Ἄρης
τύψε, μέλαν δέ οἱ αἷμα ταλαυρίνου διὰ χρωτός
ζέσσ᾿, ἐπὶ δ᾿ ἀργαλέᾳ βῶλον ἔδευσε φονᾶ.

Ο ΔÜμης Ýστησε το μνÞμα τοýτο, να 'χει
το γενναßο του Üτι που 'πεσε στη μÜχη.
Στο στÝρνο 'τρþθη, πüτισε το ξερü χþμα
το αßμα που 'χυσε, το εýρωστü του σþμα.

Ἑρμᾶς τᾷδ᾿ ἕστακα παρ' ὄρχατον ἠνεμόεντα
ἐν τριόδοις πολιᾶς ἐγγύθεν ἀιόνος,
ἀνδράσι κεκμηῶσιν ἔχων ἄμπαυσιν ὁδοῖο·
ψυχρὸν δ᾿ ἀχραὲς κράνα ὑποπροχει.

Εßμ' ο ΕρμÞς. Με στÞσανε σ' αυτüν εδþ τον τοßχο,
στον κÞπο μες στο τρßστρατο, για να γροικþ τον Þχο
τ' ανÝμου στη κατÜλευκη, απ' τα κýματα, ακτÞ.
ΑνÜπαψου περαστικÝ, νερÜκι πιες απ' τη πηγÞ.

ΠολλÜκις τþδ' ολοφυδνÜ κüρας επß σÜματι Κλεßνα
μÜτηρ ωκýμορον παιδ' εβüασε φßλαν,
ψυχÜν αγκαλÝουσα Φιλαινßδος, Ü προ γÜμοιο
χλωρüν υπÝρ ποταμοý χεýμ' ΑχÝροντος Ýβα.

ΠολλÜκις μÜταια στης θυγατρüς το μνÞμα
τ' Üγουρου χÜρου της, παρθÝνο θýμα,
η δüλια η Κλεßνα φþναζε να μη διανýσει,
η Φιλαινßδα της η νια, που 'χε κινÞσει,
το μαυρüνερο τ' ΑχÝροντα, μα να γυρßσει.

ºζευ Üπας υπü καλÜ δÜφνας ευθαλÝα φýλλα,
ωραßου τ' Üρυσαι νÜματος αδý πüμα,
üφρα τοι ασθμαßνοντα πüνοις θÝρεος φßλα γυßα
αμπαýσης, πνοιÜ τυπτüμενα Zεφýρου.

¼ποιος κι αν εßσαι κÜθισε στης δÜφνης τη σκιοýλα,
απüλαυσÝ τη τη δροσιÜ, απ' τα ωραßα φýλλα,
πιες απ' το γÜργαρο νερü, στη δροσερÞ πηγÞ
και ξεκουρÜσου απ' το κÜμα στου ανÝμου τη χνοÞ.

¸σταθι τÜδε, κρÜνεια βροτοκτüνε, μηδ' Ýτι
λýτρον χÜλκεον αμφ' üνυχα στÜζε φüνων δαÀων,
Üλλ' ανÜ μαρμαρÝον δüμον ημÝνα αιπýν ΑθÜνας,
αγγÝλειν ανüρεαν Κρητüς Εχεκρατßδα.

Εδþ ανετÝθη το φονικü δüρυ, που πρÝπει
να πÜψει να στÜζει η χÜλκινη λεπßδα,
πια το αßμα των εχτρþν. ΑνÜπαψÞ του,
στης ΑθηνÜς το μαρμαρÝνιο τον ναü λαλþντας,
τη δüξα του Κρητüς πολεμιστÞ, Εχεκρατßδα.

               ΑΝΩΝΥΜΑ

 -Τßς Üδε;

 -ΒÜκχα.
 -Τßς δÝ νιν ξÝσε;
 -Σκüπας.
 -Τßς δ' εξÝμηνε, ΒÜκχος Þ Σκüπας;
 -Σκüπας.  

 -ΠοιÜ εßν' αυτÞ εδþ;
 -Η ΒÜκχα.
 -Ποιος τη σκÜλισεν;
 -Ο Σκüπας.
 -Ποιος την Ýκαμε μαινÜδα,  ο ΒÜκχος Þ ο Σκüπας;
 -Ο Σκüπας.

Εßθ' Üνεμος γενüμην, 

συ δε σας στεßχουσα παρ' αυγÜς
στÞθεα γυμνþσαις,
και με πνÝοντα λÜβοις.

¢νεμος να γινüμουνα μακÜρι,

και την αυγÞ να περπατþ εκεß
που γδýνεται τα στÞθεια της αυτÞ
και μÝνα στην αγκÜλη της να πÜρει.

ΒοÀδιον ηυλητρßς και ΠυθιÜς, αß ποτ' ερασταß,
σοß, Κýπρι, τας ζþνας τÜς τε γραφÜς Ýθεσαν.
¸μπορε και φορτηγÝ, τü σüν βαλλÜντιον οßδεν
και πüθεν αι ζþναι και πüθεν οι πßνακες.

ΒοÀδιον η αυλητρßς κι η ΠυθιÜς, πολυαγαπημÝνες,
σ' αφιερþσαν Κýπριδα, ζþνες τους και πορτραßτα.
¸μπορα και καπετÜνιε, οι τσÝπες οι αδειασμÝνες,
ξÝρουν πως γßνανε και ζþνες και πορτραßτα.

Οýτω μοι, μελßα ταναÜ, ποτß κßονα μακρüν
Þσο πανομφαßω Ζηνß μÝνουσ' ιερÜ.
¹δη γÜρ χαλκüς τε γÝρων αυτÜ τε τÝτρυσαι
πυκνÜ κραδαινüμενα δαÀω εν πολÝμω.

Εκεß μεßνε στον κßονα, δüρυ μου δοξασμÝνο,
πλÜι, στον ιερü ναü του Δßα αφιερωμÝνο.
Η Üκρη σου η χÜλκινη εφθÜρη αγαπητÝ μου
κι εσý πια γÝρασες πολý για... κραδασμοýς πολÝμου.

Τþν αυτοý τις Ýκαστος απολλυμÝνων ανιÜται.
Νικüδικου δÝ φßλοι και πüλις Þδε γ' üλη. 

ΚαθÝνας θρηνεß τους δικοýς του νεκροýς, üπως üλοι.
Τον Νικüδικο κλαßν' οι δικοß του κι ολÜκερη η πüλη.

Ει τις γÞμας πÜλι δεýτερα λÝκτρα διþκει
ναυηγüς πλþει δις βυθüν αργαλÝον.

Αν üποιος χþρισε με μια γυναßκα παßρνει κι Üλλη,
σα ναυαγüς που σ' ωκεανü βουτÜ ξανÜ, με το κεφÜλι!

Χαßρει τις, Θεüδωρος επεß θÜνον.
¢λλος επ' αυτþ χαιρÞσει.
ΘανÜτω πÜντες οφειλüμεθα.

ΚÜποιος Θüδωρος στη θανÞ μου γελÜει.
Σε κεινοý θα γελÜ κÜποιος Üλλος.
Ο καθεßς τη θανÞ του σε κÜποιον χρωστÜει...

Ουκ επιδþν νυμφεßα λÝχη κατÝβη τον Üφυκτον,
Γüργιππος, ξανθÞς Φερσεφüνης θÜλαμον.

Προτοý σε κλßνη, ο Γüργιππος, να δει γυναßκας σþμα,

τη Περσεφüνη αντÜμωσε, βαθιÜ στο μαýρο χþμα.

Ἀλφειοῦ στüμα φεῦγε · φιλεῖ κüλπους Ἀρεθοýσης
πρηνὴς ἐμπßπτων ἁλμυρὸν ἐς πÝλαγος.

Απüφυγε αλμυρü φιλß του Αλφειοý στο στüμα
γιατß φιλÜ τ'ς ΑρÝθουσας τον κüλπο της ακüμα.

Οßδε πüτ' Αιγαßοιο βαθýρροον οßδμα πλÝοντες
ΕκβατÜνων πεδßω κεßμεθ' ενß μεσÜτω.
Χαßρε, κλυτÞ ποτÝ πατρßς, ΕρÝτρια,
χαßρετ' ΑθÞναι, γεßτονες Ευβοßης,
        χαßρε θÜλασσα φßλη.

Αυτοß που κÜποτε του Αιγαßου
το βαθýρροο κýμα πÝρασαν,

καταμεσßς στων ΕκβατÜνων
τη πεδιÜδα εßναι θαμμÝνοι.
Χαßρε, κÜποτε ξακουστÞ πατρßδα ΕρÝτρια,
χαßρετ' ΑθÞναι, γεßτονες της Εýβοιας,
       χαßρε θÜλασσα αγαπημÝνη.

ΤþνδÝ ποτ' εν στερνοßσι τανυγλþχινας οúστοýς
λοýσεν φαßνισσα θοýρος 'Αρης ψακÜδι.
Αντß δ' ακοντοδüκων ανδρþν μνημεßα θανüντων
Üψυχ' εμψýχων Üδε κÝκευθε κüνις.

ΚÜποτ' ο Üγριος ¢ρης Ýπλυνε τις μυτερÝς του αιχμÝς,
μ' Üλικο αßμα, μπÞγωντÜς τες στα κορμιÜ ετοýτων.
Τοýτο τ' Üψυχο μνÞμα, αντß ζωντανοýς,
σκεπÜζει κονταροχτυπημÝνα παλικÜρια.

Εἶχε κορωνοβüλον πενßης λιμηρὸν Ἀρßστων

ὄργανον, ᾧ πτηνὰς ἠκροβüλιζε χÝνας
ἦκα παραστεßχων δολßην ὁδüν,οἷος ἐκεßνας
ψεýσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομÝνας.
νῦν δ’ ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ· τὸ δὲ οἱ βÝλος ὀρφανὸν ἤχου
καὶ χερüς· ἡ δ’ ἄγρη τýμβον ὑπερπÝταται.

Με τη σφεντüνα τ' Üσφαλτα ο Αρßστων κυνηγοýσε,
-αφοý τις παραφýλαγε-, και σκüτωνε τις χÞνες.
ΜÝχρι τον ¢δη που 'φτασε, πÝτρα του δε σφαλοýσε,
τþρα πÜνω απ' το μνÞμα του πετÜν ψηλÜ εκεßνες.

Θηρþν μÝν κρÜτιστος εγþ,
θνατþν δ' üν εγþ νýν φρουρþ

τþδε τÜφω λÜινος εμβεβαιþς.
¢λλ' ει μÞ θυμüν γε ΛÝων
εμüν ως üνομ' εßχεν, ουκ Üν εγþ
τýμβω τþδ' επÝθηκα πüδας.

ΛÝων, ο βασιλιÜς των ζþων εßμαι 'γω,
τþρα μαρμÜρινος εδþ τον Üριστο φρουρþ,
σ' αυτü το μνÞμα ακοßμητα στημÝνος.
Αν üμως ο ΛÝοντας δεν Þταν αντρειωμÝνος,
-ως τ' üνομα-, δεν θα Ýβαζα κι εγþ
τα πüδια μου σ' αυτü τον τÜφο εδþ!

Οι μÝν εμÝ κτεßναντες ομοßων αντιτýχοιεν, Ζευ ξÝνι'.
Οι δ' υπü γÜν θÝντες üναιντο βßου.

Δßα φιλüξενε, ας πÜθουνε τα ßδια,
αυτοß που μ' αφαιρÝσαν τη ζωÞ.
Και üσοι με κηδÝψαν με λουλοýδια,
μακÜριοι, να ευτυχÞσουνε αυτοß.

Κüνων δßπυχης, η γυνÞ
δε τεσσÜρων, εν τη κλßνη δε
των ποδþν ισουμÝνων, σκüπει,
Κüνωνος που το χεßλος Ýρχεται.

Κüνων, το μπüι σου δυο πÞχες.
ΤÝσσερις της γυνÞς που εßχες.
Στη κλßνη κι Ýχοντας τα πüδια ßσα,
το στüμα σου θα  της Ýπινε τα... τσßσα!

Την καταφλεξßπολιν ΣθενελαÀδα,
την βαρýμισθον, την τοις βουλομÝνοις
χρυσüν αμεργομÝνην, γυμνÞν μοι
δια νυκτüς üλης παρÝκλινεν üνειρος
Üχρι φßλης ηοýς προßκα χαριζομÝνην.
ΟυκÝτι γουνÜσομαι την βÜρβαρον ουδ' επ' εμαυτþ
κλαýσομαι, ýπνον Ýχων κεßνα χαριζüμενον.

Για Τη ΣθενελαÀδα*
Την ακριβÞ εταßρα που 'καψε πüλεις και χωριÜ
κι Üρμεγε το χρυσÜφι üσων τη ποθοýσα',
τζÜμπα την εßχα γω μια ολÜκερη νυχτιÜ
ως την αυγÞ, σε üνειρο που τüσο λαχταροýσα.
Τþρα δε θα με δει ξανÜ, φτωχüς να της προσπÝσω,
να κλαßω μπρος στα πüδια της να τη παρακαλÝσω,
τι Ýχω τον ýπνο φßλο μου, που üλα της τα κÜλλη
τζÜμπα κι απλüχερα μου τα δωρεß, πÜλι και πÜλι.

* Το επßγραμμα αυτü ενþ εßναι μεν Ανþνυμο, Ýχει αποδοθεß και στους Ρουφßνο, ΜελÝαγρο και ΜÜρκο ΑργεντÜριο.

ΠÝμπω σοι μýρον ηδý,

μýρω παρÝχων χÜριν,
ου σοß. ΑυτÞ γαρ μυρßσαι
και το μýρον δýνασαι.

Μýρο σου στÝλνω υπÝροχο, γλυκý
κι üχι σ' εσÝ, σε κεßνο κÜνω προσφορÜ.
Γιατß μπορεßς και στ' Üρωμα εσý,
πιο üμορφη να δþσεις ευωδιÜ.

Στρογγýλη, ευτüρνευτε, μονοýατε, μακροτρÜχηλε,

υψαýχην στεινþ φθεγγομÝνη στüματι,
ΒÜκχου και ΜουσÝων ιλαρÞ λÜτρι και Κυθερεßης,
ηδýγελως, τερπνÞ συμβολικþν ταμßη,
τιφθ’, οπüταν νÞφω, μεθýεις συ μοι, ην δε μεθυσθþ,
εκνÞφεις; αδικεßς συμποτικÞν φιλßην.

Μονüλαβο ολοστρüγγυλο και καλοδουλεμÝνο
κανÜτι, με ψηλü λαιμü και στüμα στενεμÝνο,
με Κýπριδος, Μουσþν και ΒÜκχου φλυαρþντας,
στου συμποσßου Ýμορφη γλυκÜ χαμογελþντας,
λογÜκια μεθυσμÝνα, με μεθÜς χωρßς να πιω.
ΣυμποτικÞ μου φßλη μ' αδικεßς: Με Üφησες στεγνü!

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καß, εἰ βοýλοιο, κεραυνῷ
βÜλλε, καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελÜγη.
Τὸν γὰρ ἀπαυδÞσαντα πüθοις καὶ Ἔρωτι δαμÝντα
οὐδὲ Διὸς τρýχει πῦρ ἐπιβαλλüμενον.

Ρßξε φωτιÜ και κÜψε με, χιüνι και πÜγωσÝ με
και αν μου θÝλεις το κακü, κεραυνοβüλησÝ με.
ΠÝτα με αν θες απ’ τους γκρεμοýς στης θÜλασσας τα βÜθη
τι Üλλο ο ερωτüπληκτος χειρüτερο να πÜθει;

Καß πενßη καß ἔρως
δýο μοι κακÜ·
καß τü μÝν οἴσω κοýφως,
πῦρ δÝ φÝρειν Κýπριδος οὐ δýναμαι.

Τη φτþχεια και τον ¸ρω
τα βÜσανα τα δυο,
τη φτþχεια υποφÝρω,
στον ¸ρωτα πονþ!

ὦ ξεῖν´͵ εὔυδρόν ποτ´ ἐναίομεν ἄστυ Κορίνθου͵
νῦν δ´ ἅμ´ Αἴαντος νᾶσος ἔχει Σαλαμίς.
ἐνθάδε Φοινίσσας νῆας καὶ Πέρσας ἑλόντες
καὶ Μήδους͵ ἱερὰν Ἑλλάδα ῥυσάμεθα.

ΞÝνε, στην αφνειü Κüρινθο κÜποτε ζοýσαμε,
τþρα στου Αßαντα τη Σαλαμßνα εξαπλþσαμε.
¼ταν τα πλοßα των Περσþν κατενικοýσαμε
την üμορφη πατρßδα μας ΕλλÜδα, τη γλυτþσαμε

¼μφαξ ουκ επÝνευσας.üτ’ Þς σταφυλÞ,παρεπÝμψω.
μÞ φθονÝσης δοýναι κÜν βραχý τÞς σταφßδος.

Κι üταν μικροýλα Þσουνα, μκρÞ σαν αγουρßδα,
μ' αρνÞθηκες, μα κι þριμη, ποτÝ μου δεν σε εßδα,
τουλÜχιστον μη μ' αρνηθεßς τη γεýση απü σταφßδα.

ΓυμνÞν εßδε ΠÜρις με, και Αγχßσης, και ¢δωνις.
τοýς τρεßς οßδα μüνους. ΠραξιτÝλης δÝ πüθεν;

ΠÜρις, Αγχßσης κι ¢δωνις μ' εßδαν γυμνÞ μονÜχα,
Ο ΠραξιτÝλης πüτε, ποý και πþς με πÝτυχ' Ýτσι τÜχα;

¢νθρωπ', ου Κροßσου λεýσεις τÜφον,
αλλÜ γαρ ανδρüς χερνητÝω μικρüς τýμβος.
Εμοß δ' ικανüς.

ΔιαβÜτη δεν βλÝπεις του Κροßσου το μνÞμα,
φτωχοý, εδþ βλÝπεις το μνÞμα λιτü.
Με τα κüπια μου 'στÞθη και μου 'ν' αρκετü.


ἨρÜσθην, ἐφßλουν, ἔτυχον, κατÝπραξ’, ἀγαπῶμαι.
τßς δÝ καß ἧς καß πῶς, ἡ θεüς οἶδε μüνη.

ΒρÞκα κι αγÜπησα σφοδρÜ
και μ' Ýρωτα υποφÝρω,

μα τß και πþς, δε μαρτυρþ,
'γω μüνο θα το ξÝρω!


Ου βροτüς ο γλýπτης.οßαν δÝ σε ΒÜκχος εραστÜς*
εßδεν υπÝρ πÝτρας Ýξεσε κεκλιμÝναν.

ΑθÜνατος ο γλýπτης σου
-üπως σε εßδε ο ΒÜκχος,

σε σκÜλισε να σε γλεντÜ
επÜνω του Ýνας βρÜχος.


* Αυτü δεν το Ýχω μεταφρÜσει-μετρßσει εγþ κι ειλικρινÜ το βρßσκω υπÝροχα μοναδικü. Π.Χ.

               ΑΡΙΣΤΟΤ¸ΛΗΣ

Ποῦ ἕκαστος τῶν ἙλλÞνων τÝθαπται
καὶ τß ἐπιγÝγραπται ἐπὶ τῶι τÜφωι.

Ποý κÜθε ¸λληνα ευρßσκουμε θαμμÝνο
και τß πÜνω στο μνÞμα του, γραμμÝνο!

Ἐπὶ Τεýκρου κειμÝνου ἐν Σαλαμῖνι τῆς Κýπρου
Ἰῶν ὠκυμüρων ταμßην Τελαμþνιον ἥδε
Τεῦκρον ἀποφθßμενον γῆ Σαλαμὶς κατÝχει.

Το γιο του Τελαμþνα, τον Τεýκρο, πια νεκρü,
που με θανατηφüρα βÝλη σκορποýσε πανικü,
δÝχτηκ' η Σαλαμßς της Κýπρου. αεß φρουρü.

(δεν Ýχω το πρωτüτυπο, βοÞθεια üποιος το 'χει!)

Τον μακροσαúτευτÞ τοξüτη, του ΛυκÜονα λαμπρü γιο,
τον ΠÜνδαρο απ' τη ΖÝλεια, σκÝπει το μνÞμα εδþ.

               ΑΣΚΛΗΠΙ¢ΔΗΣ

ἈρχεÜνασσαν ἔχω, τÜν ἐκ Κολοφῶνος ἑταßραν,

ἇς καὶ ἐπὶ ῥυτßδων ὁ γλυκὺς ἕζετ’ Ἔρως.
ἆ νÝον ἥβης ἄνθος ἀποδρÝψαντες ἐρασταὶ
πρωτοβüλου, δι’ ὅσης ἤλθετε πυρκαúῆς.

Κρατþ την ΑρχεÜνασσα, του Κολοφþνα εταßρα
εταßρα που ρυτßδιασε στων εραστþν τα χÝρια.
Ακüμα üμως ßσταται σ' Ýρωτος καλοκαßρια
üπως στου πρωτανθοý της τη φωτιÜ την υπερτÝρα.

Φεßδη παρθενßης. Και τß πλÝον;
Ου γαρ ες ¢ιδην ελθοýσ' ευρÞσεις τον φιλÝοντα, κüρη.
Εν ζωßσι τα τερπνÜ τα Κýπριδος.
Εν δ' Αχερüντι οστÝα και σποδßη, παρθÝνε, κεισüμεθα.

ΦυλÜς τη παρθενιÜ και τß κερδßζεις;
Στον ¢δη δε θα 'ρθει ο εραστÞς.
Τες ηδονÝς της Κýπριδος, στη ζÞση αποκομßζεις.
Σκüνη κι οστÜ, κüρη, στο τÜφο σου θα βρεις!

                 ΑΥΣΟΝΙΟΣ

Non unus vitae color est nec carminis unus 

Lector: habet tempus pagina quaeque suum.
Est quod mane legas, est et quod vespere. Laetis
Seria miscuimus, temperie ut placeant.
Hoc mitrata Venus probat hoc galeata Minerva,
Stoicus has partes, has Epicurus amat.
Salva mihi veterum maneat dum regula morum,
Ludat permissis sobria Musa iocis.

Δεν Ýχει μüνον Ýνα χρþμα η ζωÞ,
οýτε κι η ποßηση εν' αναγνþστη μüνο.
ΚÜθε βιβλßο τη δικÞ του 'χει στιγμÞ:
τη νýχτα Üλλο διÜβαζες και Üλλο το πρωß.
Για ναν' ωραßο, μπλÝχουμε τ' αστεßο με τον πüνο.
ΣτÝργει στο εν η Κýπριδα, στο Üλλο η ΑθηνÜ,
το μεν στÝργει Επßκουρος, Στωικüς Üλλο αγαπÜ.
¼σον εντüς μου επιζεß κανüνας των παλιþν ηθþν,
Ýτσι κι η Μοýσα να μου δßν' αστεßα ορßων επιτρεπτþν.

Αυτüς εßναι ξακουστüς λατßνος επιγραμματοποιüς και συγγραφÝας κι υπÜρχει στο ΣτÝκι, ΕΔΩ! ...

ΑΥΤΟΜΕΔΩΝ Ο ΚΥΖΙΚΗΝ¼Σ

Την απü της Ασßης ορχηστρßδα,
την κακοτÝχνοις σχÞμασιν
εξ απαλþν κινυμÝνην ονýχων,
αινÝω, ουχ üτι πÜντα παθαßνεται,
ουδ' üτι βÜλλει τας απαλÜς
απαλþς þδε κι þδε χεßρας,
αλλ' üτι και τρßβακος περß πÜσσαλον
ορχÞσασθαι οßδε
και ου φεýγει γηραλÝας ρυτßδας
γλωττßζει, κνßζει, περιλαμβÜνει
Þν δ' επιρρßψει το σκÝλος,
εξ Üδου την κορýνην ανÜγει.

Τη χορεýτρα απ' την Ασßα που περßεργα ποζÜρει
κι απαλÜ μπÞγει τα νýχια, επαινþ üχι για το πÜθος
οýτε π' απαλÜ τυλßγει με τα ροδαλÜ της χÝρια,
τον πÜσσαλο τον γηραλÝο και τριγýρω του κοζÜρει,
μα που ξÝρει να χορεýει πÜνω του χωρßς το λÜθος,
τις ρυτßδες του ρουφþντας τον φιλεß γλυκÜ και πλÝρια,
τονε τρßβει, τον σκεπÜζει, γýρω-γýρω τον μελþνει
κι αν τα σκÝλια πÜνω βÜλει κι απ' τον ¢δη τον σηκþνει.

Ἄνθρωποι δεßλης, ὅτε πßνομεν· ἢν δὲ γὲνηται

ὄρθρος, ἐπ’ ἀλλÞλους θῆρες ἐγειρüμεθα.

Τα βρÜδυα που τα πßνουμε ανθρþπους μας λογßζουν,
μα το πρωß μαλλþνουμε σα ζþα που μουγκρßζουν!

                       ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ


Τßκτει δÝ τε θνατοῖσιν εἰρÞνα μεγαλÜνορα
πλοῦτον καὶ μελιγλþσσων ἀοιδᾶν ἄνθεα.
ΔαιδαλÝων τ᾽ ἐπὶ βωμῶν θεοῖσιν αἴθεσθαι
βοῶν ξανθᾷ φλογὶ μηρß᾽ εὐμÜλλων τε μÞλων
γυμνασßων τε νÝοις αὐλῶν τε καὶ κþμων μÝλειν.
ἐν δὲ σιδαροδÝτοις πüρπαξιν αἰθᾶν ἀραχνᾶν ἱστοὶ πÝλονται,
ἔγχεα τε λογχωτὰ ξßφεα τ᾽ ἀμφÜκεα δÜμναται εὐρþς.
χαλκεᾶν δ᾽ οὐκ ἔστι σαλπßγγων κτýπος,
οὐδὲ συλᾶται μελßφρων ὕπνος ἀπὸ βλεφÜρων ἀῷος ὃς θÜλπει κÝαρ.
συμποσßων δ᾽ ἐρατῶν βρßθοντ᾽ ἀγυιαß, παιδικοß θ᾽ ὕμνοι φλÝγονται.

ΓεννÜ η ΕιρÞνη πλοýτο, με χαρÜ και ισχý
και δÝνουν Üδωντας γλυκÜ στις γλÜστρες τα λουλοýδια.
Καιν' οι φωτιÝς στους καλλοσκÜλιστους βωμοýς,
ßσια στον ουρανü πηγαßνει η τσßκνα απ' το σφαχτü
κι οι νÝοι σκÝφτονται το πÜλεμα, το γλÝντι, τον αυλü.
Σε λαβÝς ασπßδων, οι αρÜχνες 'φαßνουνε ιστοýς
και σπαθιÜ, λüγχες, δüρατα ρÝβουνε στις σκουριÝς.
Δεν ηχοýν σÜλπιγγες, ýπνο να κλÝψουνε πρωß,
π' ευφραßνει τη καρδιÜ κι ηδαßνει το μυαλü.
Γιομßζουν στρÜτες. κι üλοι με γιορτÝς ερωτικÝς,
στις... φλüγες των φωνþν με παιδικÜ τραγοýδια.

                ΒΑΣΣΟΣ

Ου μÝλλω ρεýσειν χρυσüς ποτε,

βους δε γÝνοιτο Üλλος,
χω μελßθρους κýκνος επηüνιος.
Ζηνß φυλασσÝσθω τÜδε παßγνια,
τη δε Κορßννη τους οβολοýς
δþσω τους δýο, κου πÝτομαι.

Εγþ δε θα γενþ ποτÝ ΧρυσÞ ΒροχÞ,
σε Ταýρο Üλλος ας μεταμορφωθεß,
Þ σε Κýκνο καλλßφωνο στους αιγιαλοýς.
Θ' αφÞσω τα τερτßπια αυτÜ στο Δßα.
Στη Κορßννα μου θα δþσω δýο οβολοýς
και θα πετÜξουμε, φτερþν δεν Ýχω χρεßα!

            ΓΛΑΥΚΟΣ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΗΣ

Οὐ κüνις οὐδ’ ὀλßγον πÝτρης βÜρος, ἀλλ’ Ἐρασßππου
ἥν ἐσορᾷς, αὕτη πᾶσα θÜλασσα τÜφος·
ὤλετο γὰρ σὺν νηß· τὰ δ’ ὀστÝα ποῦ ποτ’ ἐκεßνου
πýθεται, αἰθυßαις γνωστὰ μüναις ἐνÝπειν.

Δε βρßσκεται σ' αυτÞ τη γη, τ' ΕρÜσιππου το μνÞμα,
μα στης θαλÜσσης κρýβεται, το Üγριο το κýμα.
Βοýλιαξε με το πλοßο του και ξÝρουν μüν' οι γλÜροι
που βρßσκεται και σÞπεται το δüλιο παλικÜρι.

                        ΓΛΥΚΩΝ

ΠÜντα γÝλως καὶ πÜντα κüνις καὶ πÜντα τὸ μηδÝν·
πÜντα γὰρ ἐξ ἀλüγων ἐστὶ τὰ γινüμενα.

¼λα εßναι γÝλιο, σκüνη κι üπως πÜντα το μηδÝν,
καθþς απ' το παρÜλογο, το παν δημιουργηθÝν.

                 ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ

Καππαδüκην ποτ' ἔχιδνα κακὴν δÜκεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ
κÜτθανε γευσαμÝνη αἵματος ἰοβüλου.

Τον Καππαδüκη τον κακü κι οχιÜ να τον τσιμπÞσει,
φαρμακερü το αßμα του! Εκεßνη θα ψοφÞσει.


           ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ

ἩρÜκλειτος ἐγþ· τὶ μ’ ἄνω κÜτω ἔλκετ’, ἄμουσοι;
οὐχ ὑμῖν ἐπüνουν,τοῖς δὲ μ’ ἐπισταμÝνοις.
εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμýριοι, οἱ δ’ ἀνÜριθμοι
οὐδεßς. ταýτ’ αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφüνη.

Εγþ εßμ' ο ΗρÜκλειτος, Üσχετοι μη τραβÜτε,
γι' αυτοýς που ξÝραν κüπιαζα κι εσεßς αλλοý να πÜτε.
Μýριους στον Ýναν εýρισκα, σε μýριους οýτε Ýνα
και Περσεφüνη τοýτα δω τα λÝω και σε σÝνα!

ἘνθÜδε Γοργßεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατÜκειμαι
οὐκÝτι χρεμπτομÝνη οὔτ’ ἀπομυσσομÝνη.

ΕνθÜδε κεßται η κεφαλÞ του κυνικοý Γοργßα.
Οι μýξες κι οι ροχÜλες του, Ýχουνε πια αργßα!

                 ΔΙΟΣΚΟΥΡºΔΗΣ

Δωρßδα τὴν ῥοδüπυγον ὑπὲρ λεχÝων διατεßνας

ἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθÜνατος γÝγονα.
Ἡ γὰρ ὑπερφυÝεσσι μÝσον διαβᾶσÜ μὲ ποσσὶν
ἤνυεν ἀκλινÝως τὸν Κýπριδος δüλιχον,
ὄμμασι νωθρὰ βλÝπουσα· τὰ δ’, ἠýτε πνεýματι φýλλα,
ἀμφισαλευομÝνης ἔτρεμε πορφýρεα,
μÝχρις ἀπεσπεßσθη λευκὸν μÝνος ἀμφοτÝροισιν,
καὶ Δωρὶς παρÝτοις ἐξεχýθη μÝλεσι.

Στα χüρτα τη καλλßπυγο Δωρßδα, τη ξαπλþνω
στων λουλουδιþν τη γιüρταση, αθÜνατος ξαμþνω.
Τα πüδια της τ' ατÝλειωτα, τη ρÜχη μου τυλßξαν
της Κýπριδος τον καλπασμü, τρÝχει για να κερδßσει
και σαν τα φýλλα σ' Üνεμο, τα μÜτια ανοιγοκλεßσαν
κι αυτÞ μαζß με μÝνανε ξÝπνοη Ýχει χýσει!

       ΔΙΟΦΑΝΗΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΣ

Τριλληστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτ’ ἂν ὄντως·
ἀγρυπνεῖ, θρασýς ἐστιν, ἐκδιδýσκει.

Ο ¸ρωτας με τρεις ληστÝς μοιÜζει σαν κÜνει γιοýρια
θρασýς σε γδýνει, ακοßμητος, δεν κÜνει καλαμποýρια!

       ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΡΕΦΕΡΕΝΔΑΡΙΟΣ

¼μματα δινεýεις κρυφßων ινδÜλματα πυρσþν,
χεßλεα δ' ακροβαφÞ λοξÜ παρεκτανýεις
και πολý κιχλßζουσα σοβεßς ευβüστρυχον αßγλην,
εκχυμÝνας δ' ορüω τας σοβαρÜς παλÜμας.
¢λλ ου σης κραδßης υψαýχενος þκλασεν üγκος,
οýπω εθηλýνθης, ουδÝ μαραινομÝνη.

ΚρυφÝς φωτιÝς πετοýν τα μÜτια της που μ' αντικρýζουν,
σειÝεται ολÜκερη με τα χÝρια της τελεßως ανοιχτÜ,
γελÜ και τα υπÝροχα, λαμπερÜ μαλλιÜ ανεμßζουν,
και με τα χεßλη τα βαμμÝνα της χαμογελÜ πλατιÜ.
Μα δε μαλÜκωσε, μÝνει αλαζονικÞ η καρδιÜ της,
τß κι αν ο χρüνος ρßχνει στÜχτη στα μαλλιÜ της.

      ΕΥΗΝ¼Σ Ο ΑΣΚΑΛΩΝºΤΗΣ

Κἤν με φÜγῃς ἐπὶ ῥßζαν, ὅμως ἔτι καρποφορÞσω,
ὅσσον ἐπισπεῖσαι σοß, τρÜγε, θυομÝνῳ. (εις Üμπελον)

ΤρÜγε απ' τη ρßζα κι αν με φας πÜλι 'γω θα βλαστÞσω,
για üταν θα σε σφÜξουνε σπονδÞ εγþ να χýσω.


                            ΖΩΝΑΣ

Δüς μοι τοὐκ γαßης πεπονημÝνον ἁδὺ κýπελλον,

ἇς γενüμην καὶ ὑφ’ ᾇ κεßσομ’ ἀποφθßμενος.

Δþσ' μου να πßνω αχüρταγ' απ' τη κοýπα τη γλυκειÜ,
που δεν επλÜσθη εκ πηλοý και γÝννησε και μÝνα,
και τþρα επß της κεßτομαι, γλυκÜ και κουρασμÝνα.

                    ΗΓΗΣΙΠΠΟΣ

Ὀξεῖαι πÜντῃ περὶ τὸν τÜφον εἰσὶν ἄκανθαι

καὶ σκüλοπες· βλÜψεις τοὺς πüδας, ἢν προσßῃς.
Τßμων μισÜνθρωπος ἐνοικÝω. ἈλλÜ πÜρελθε
οἰμþζειν εἶπας πολλÜ, πÜρελθε μüνον.

Εγýρεψα το μνÞμα μου μ' αγκÜθια να το ζþσουν
Ýτσι þστε üσοι Ýρχονται τα πüδια να ματþσουν.
Ο Τßμων ο μισÜνθρωπος εδþ Ýχει πλαγιÜσει
και φýγε γιατß λες πολλÜ, και μ' Ýχεις πια κουρÜσει!

                     ΗΔΥΛΟΣ

Οßνος και προπüσεις κατεκοßμισαν Αγλαονßκην
αι δüλιαι και Ýρως ηδýς ο Νικαγüρεω, ης παρÜ
Κýπριδι ταýτα μýροις Ýτι πÜντα μυδþν
τα κεßνται παρθενßων υγρÜ λÜφυρα πüθων,
σÜνδαλα και μαλακαι, μαστþν ενδýματα,
μßτραι ýπνου και σκυλμþν των τüτε μαρτýρια.

Κρασß με δüλιες πρüποσες, απü το Νικαγüρα
κι Ýρως ηδýς, κοιμßσανε την Ýρμη Αγλαονßκη.
ΠαρθÝνας αναθÞματα, υγρÜ 'π' τα μýρα, τþρα
-σανδÜλια και στηθüδεσμος- εßναι στην Αφροδßτη.
ΠειστÞρια ýπνου Üσφαλτα και Ýρωτος ξενýχτι!

                ΘΥΜΟΚΛΗΣ

ΜÝμνῃ που, μÝμνῃ, ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον

Ὥρη κÜλλιστον, χὤρη ἐλαφρüτατον
ὥρην οὐδ' ὁ τÜχιστος ἐν αἰθÝρι παρσýθη ὄρνις
νῦν, ἴδε, πÜντ' ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κÝχυται.

ΘυμÜσαι τß σου Ýλεγα πριν κÜμποσο καιρü;
"Η Üνοιξη υπÝροχη μα δε κρατÜει πολý.
Δεν τη προφταßνει και το πιο γοργü πουλß!"
ΙδÝς τþρα τα Üνθη σου κÜτω στη γη σωρü!

ΙΟΥΛΙΑΝ¼Σ ΑΠ¼ ΥΠ¢ΡΧΩΝ


ΣτÝφος πλÝκων ποθ’, εýρον
εν τοßς ρüδοις ¸ρωτα.
καß τþν πτερþν κατασχþν,
εβÜπτισ’ εις τον οßνον.
λαβþν δ’ Ýπιον αυτüν.
καß νýν Ýσω μελþν μου
πτεροßσι γαργαλßζει.

Σου Ýπλεκα στεφÜνια χρüνια
με ρüδα, ¸ρω, τυλιγμÝνα.
Τþρα τα Ýχω ποτισμÝνα
-κι αφοý φτεροýγες σου βουτÞξω-
στον κρÜσο. Πßνω διψασμÝνα
και καθως μÝσα μου κυλÜει
με τα φτερÜ με γαργαλÜει.

             ΙΦΙΩΝ Ο ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ

Ιφßων τοδ' Ýγραψε Κορßνθιος,
ουκ Ýνι μþμος χερσßν,
επεß δüξας Ýργα πολý προσφÝρει.

Ιφßων ο Κορßνθιος με χÝρια κουρασμÝνα,
ετοýτο δω εσκÜλισε, μη τα κατηγορεßτε,
γιατß για Ýργα πιüτερο να πεßτε,
δüξας κι ανδρεßας μüνο 'ναι πλασμÝνα.

                   ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ο Λýκτιος ΜÝνιτας τÜ τüξα ταýτ' επειπþν Ýθηκε.
"ΤÞ κÝρας τοß δßδωμι καß φαρÝτρην, ΣαρÜπι.
Τοýς δ' οúστοýς Ýχουσιν Εσπερßται".

Λýκτιος ΜÝνιτας προσφÝρει τα üπλα αυτÜ:.
"Χαρßζω το τüξο κι Üδεια φαρÝτρα μονÜχα
στον ΣαρÜπι. Τα βÝλη μου μεßνανε τÜχα
στων Εσπερßτων τα ξαπλωμÝνα κορμιÜ".

ΕἶπÝ τις, ἩρÜκλειτε, τεὸν μüρον, ἐς δὲ με δÜκρυ

ἤγαγεν· ἐμνÞσθην δ’, ὁσσÜκις ἀμφüτεροι
ἥλιον ἐν λÝσχῃ κατεδýσαμεν· ἀλλὰ σὺ μÝν που,
ξεῖν’ Ἁλικαρνησεῦ, τετρÜπαλαι σποδιÞ·
αἱ δὲ τεαὶ ζþουσιν ἀηδüνες, ᾗσιν ὁ πÜντων
ἁρπακτὴς Ἀúδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ.

Μου εßπανε ΗρÜκλειτε, πως Ýφυγες στον ¢δη
και δÜκρυσα θυμοýμενος πüσες εßδαμε δýσεις
μαζß, μα τþρα πÜει πια που εßπες να μ' αφÞσεις,
στÜχτη και χþμα γßνηκες, μα η αηδþν σου Üδει.
Κι ο ¢δης ο πικρüτατος που üλα τα θερßζει,
üσο κι αν θÝλει να μπορεß, αυτÞν δεν την αγγßζει.

                    Κ¾ΡΙΛΛΟΣ

ΠÜγκαλον εστ’ επßγραμμα τü δßστιχον. Þν δÝ παρÝλθης

τοýς τρεßς, ραψωδεßς, κουκ επßγραμμα λÝγεις.

Λιτü, ουσιþδες, δßστιχο επßγραμμα, Ýχει κÜλλος,

με τρεις και Üνω θεωρþ πως φλυαρεßς μεγÜλως.

Τοῖσι μὲν εὖ πρÜττουσιν ἅπας ὁ βßος βραχýς ἐστιν,

τοῖς δὲ κακῶς μßα νýξ ἄπλετüς ἐστι χρüνος.

Εßναι η ζωÞ μßα στιγμÞ,
γι' αυτüν που τη γλεντÜει
και μια στιγμÞ üλη η ζωÞ,
για κεßνον που πονÜει.
                                                           (σημ: ΑυτÜ τα 2 δεν τα 'χω μτφρ, εγþ)
                       ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Εἰς τὶ μÜτην νßπτεις δÝμας Ἰνδικὸν ; ἴσχεο τÝχνης·
οὐ δýνασαι δνοφερὴν νýκτα καθηλιÜσαι.

Τον Ινδü και να τον πλÝνεις το σαποýνι σου χαλÜς
üπως δεν μπορεßς να κÜμεις και τας νýκτας πιο λευκÜς!

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρüμον ἀμβλὺς ὑπÜρχεις,
τοῖς ποσß σου τρῶγε καὶ τρÝχε τῷ στüματι.

Αν τρως γοργÜ, μα στο τρεχιü καθυστερεßς ακüμα,
τρþγε με τα ποδÜρια σου και τρÝχε με το στüμα!

                        ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΣ

ΕζÞτουν, πινÜκων πüθεν οýνομα τοýτω καλÝσσω,
και παρÜ σοι αληθεßς εýρον, üθεν λÝγοντας,
πεßνης γαρ μεγÜλης μεγÜλους πßνακας παρÝθηκας,
üργανα του λιμοý, πειναλÝους πßνακας.

ΠοτÝ μου δεν κατÜλαβα γιατß το λÝνε "πßναξ",
το πιÜτο, που μου σÝρβιρες σαν Þμουν καλεσμÝνος,

σπßτι σου για το δεßπνο. Αν εßμαι πεινασμÝνος
το μÝγα πιÜτο τ' αδειανü, γω θα το λÝω: "πεßναξ"!

Ἢ τü φιλεῖν περßγραψον, Ἒρως, ὃλον ἢ τü φιλεῖσθαι

πρüσθες, ἳν’ ἢ λýσῃς τüν πüθον ἢ κερÜσῃς.

¸ρωτα κÜνε ν' αγαπþ Þ να με αγαποýνε,
φωτιÜ σβÞσ' απ' τις σÜρκες μου Þ Üστες να καοýνε.

Βουλüμενüς ποθ’ ὁ λεπτὸς ἀπÜγξασθαι Διüφαντος,
νῆμα λαβὼν ἀρÜχνης αὑτὸν ἀπηγχüνισεν.

ΚÜτισχνος ο Διüφαντος πολý, και μη το ψÜχνεις,
αφοý σκÝψου κρεμÜστηκε με νÞμα μιας αρÜχνης!

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πþγωνα ΜÝνανδρον,
τὸν δ’ υἱὸν τοýτῳ φησὶ συνεστακÝναι.
τÜς νýκτας δ’ αὐτῇ μελετῶν οὐ παýεται οὗτος
πτþσεις, συνδÝσμους, σχÞματα, συζυγßας.

Η Ζηνωνßς για δÜσκαλο, ΜÝνανδρο πÞρε τÜχα,
να δασκαλÝψει τον υιü στα γρÜμματα, μονÜχα.
Μα κÜθε νýχτα μελετÜ αυτÞ οýλες τις πτþσεις,
φωνÝς, συνδÝσμους πÜνω του, κι οýλες τις εξισþσεις.

       ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΣ ΗΠΑΤΙΚΟΣ

Την φιλοπουληγÝλωτα κüρην επß νυκτüς üνειρον
εßχον επισφßγξας πÞχεσιν ημετÝροις.
Πεßθετü μοι ξýμπαντα, και ουκ αλÝγιζεν εμεßο
κýπριδι παντοßη σþματος απτομÝνου.
ΑλλÜ βαρýζηλüς τις ¸ρως, και νýκτα λοχÞσας
εξÝχεεν φιλßην, ýπνον αποσκεδÜσας.
¿δÝ μοι ουδ' αυτοßσιν εν υπναλÝοισιν ονεßροις
Üφθονüς εστιν ¸ρως κÝρδεος ηδυγÜμου.

ΕχτÝς το βρÜδυ εßδα στ' üνειρü μου,
το γελαστü κορßτσι πως κρατοýσα στο πλευρü μου.
Χωρßς ναζÜκια τα 'διν' üλα στη στιγμÞ
κι εγþ απλÜ τη χÜιδευα σ' üλο της το κορμß.
¼μως ο ¸ρωτας ο φθονερüς παραφυλοýσε,
πÞρε τον ýπνο μου τη πιο ακατÜλληλη στιγμÞ.
Να κüψει τ' üνειρο θαρρεßς καραδοκοýσε
και μου αρνεßται, εμπαθþς, μια νýχτα ερωτικÞ.

ΜνÞμη καὶ ΛÞθη, μÝγα χαßρετον· ἡ μὲν ἐπ’ ἔργοις

ΜνÞμη τοῖς ἀγαθοῖς, ἡ δ’ ἐπὶ λευγαλÝοις.

ΛÞθη και ΜνÞμη να 'ν' καλÜ κι üλα καλþς φτιαγμÝνα,
για να θυμοýμαι τα καλÜ και τ' Üλλα ξεχασμÝνα.

Λῆξον, Ἔρως, κραδßης τε καὶ ἥπατος· εἰ δ’ ἐπιθυμεῖς
βÜλλειν, ἄλλο τß μου τῶν μελÝων μετÜβα.

¸ρω, στο Þπαρ, στη καρδιÜ, σταμÜτα να τοξεýεις
'χþ κι Üλλα μÝλη στο κορμß αν θες να σημαδεýεις.

Κιχλßζεις, χρεμÝτισμα γÜμου προκÝλευθον ιεßσα,
ÞσυχÜ μοι νεýεις, πÜντα μÜτην ερÝθεις,
þμοσα την δυσÝρωτα κüρην, τρισßν þμοσα πÝτρες,
μÞποτε μειλιχßοις üμμασιν εισιδÝειν.
Παßζε μüνη το φßλημα, μÜτην πüππυζε σεαυτÞ
χεßλεσιν γυμνοτÜτοις, ου τινι μισγομÝνοις.
ΑυτÜρ εγþν ετÝρην οδüν Ýρχομαι, εισß γαρ Üλλαι
κρÝσσονες ευλÝκτρον Κυπρßδος εργÜτιδες.

ΧαζογελÜ κι ηδονικÜ με προκαλεß,
κορτÜρει και με νüημα μου νεýει,
μÜταια κοπιÜζει μ' üλα τοýτα η τρελλÞ,
δýστροπη κοπελλιÜ που τüσο με παιδεýει,
σε τρεις πÝτρες ορκßστηκα, γλυκÜ να μη τη δω.
Μüνη ας κÜνει üτι δßνει τÜχαμου φιλιÜ
με χεßλη ανοιχτÜ, που δε φιλοýν ποτÝς.
¸χει καλλßτερες κι εγþ για κει τραβþ,
στη Κýπρη και στον Ýρωτα πιστÝς κι... εργατικÝς!

Παρμενßς, ουκ Ýργω, το μεν οýνομα καλüν ακοýσας
ωισÜμην, σοι δε μοι πικρüτερη θανÜτου.
Και φεýγεις φιλÝοντα, και ου φιλÝοντα διþκεις,
üφρα πÜλιν εκεßνον και φιλÝοντα φýγης.
ΚεντρομανÝς δ' Üγκιστρον Ýφυ στüμα, και 'με
δακüντα ευθýς Ýχει ροδÝου χεßλεος εκκρεμÝα.

Δεν εßσαι συ πραγματικÞ σαν Παρμενßς. *
το üνομÜ σου μüνον üμορφα ηχεßς,
και θÜνατου, μου 'σαι ακüμα πικροτÝρα.
Διþχνεις αυτüν που σ' αγαπÜει
και κυνηγÜς αυτüν που δε σε πÜει,
για να τον διþξεις üταν σε ζητÜ.
Αγκßστρι Ýχει το στüμα σου και να,
που πιÜστηκα να κρÝμομαι σε χεßλη κοραλλιÜ.

 * Παρμενßς, απü το ρÞμα παραμÝνω, σημαßνει πιστÞ, Üρα της λÝει πως εßναι μüνο κατ' üνομα κι üχι στην ουσßα του ονüματüς της!

        ΜΑΡΚΟΣ ΑΡΓΕΝΤ¢ΡΙΟΣ

Αßρε τα δßκτυα ταýτα, κακüσχολε, μηδ' επßτηδες
ισχßον ερχομÝνη σýστρεφε, Λυσιδßκη.
Ου σε περισφßγγει λεπτüς στολιδþμασι πÝπλος,
πÜντα σου βλÝπεται γυμνÜ και ου βλÝπεται.
Ει τüδε σοι χαρßεν καταφαßνεται, αυτüς ομοßως
ορθüν Ýχω βýσσω τοýτο περισκεπÜσω.

ΣÞκωσ' τα δßχτυα σου πλανεýτρα Λυσιδßκη,
που περπατεßς κουνþντας τους γοφοýς.
Το πÝπλο σου το ελαφρý δε σε καλýπτει,
κρýβει-δεν κρýβει, τους τερπνοýς σου θησαυροýς.
ΕÜν αυτü εσý το λες χαριτωμÝνο,
με ßδιο πÝπλο κρýβω αυτü που 'ν' σηκωμÝνο!

Την ισχνÞν Διüκλειαν, ασαρκüτερην Αφροδßτην, üψεαι;
ΑλλÜ καλοßς Þθεσιν τερπομÝνην,
Ου πολý μοι το μεταξý γενÞσεται, αλλ' επß λεπτÜ
στÝρνα πεσþν ψυχÞς κεßσομαι εγγυτÜτω.

Εßδατε την üμορφη Διüκλεια την ισχνÞ;
Σαν Αφροδßτη μοιÜζει, πιο λιγνÞ.
Μα τους καλοýς της τρüπους θα χαρþ.
Στο στÞθος της αν πÝσω, το λεπτü,
τßποτ' ανÜμεσα σε μÝνα και σ' αυτü
και στη ψυχÞ της μÝσα θα βρεθþ!

ΣτÝρνα περὶ στÝρνοις, μαστῷ δ’ ἔπι μαστὸν ἐρεßσας
χεßλεÜ τε γλυκεροῖς χεßλεσι συμπιÝσας
Ἀντιγüνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα, τὰ λοιπὰ
σιγῶ, μÜρτυς ἐφ’ οἷς λýχνος ἐπεγρÜφετο.

Στο κüρφο μου να σε κρατþ, στα στÞθεια μου απÜνω,
της Κýπριδος γλυκÜ φιλιÜ στα χεßλια σου να βÜνω,
σÜρκα με σÜρκας Ýνωση, π' üλα τα μÝλη λýνει...
σιωπþ! Για τ' Üλλα μÜρτυρας, θα εßναι η... ΣελÞνη!

Αντιγüνην Ýστεργε Φιλüστρατος, Þν δÝ παλαισταßς
ü τλÞμων ºρου πÝντε πενιχρüτερος,
εàρε δ' ýπü κρυμοý γλυκý φÜρμακον, Üντßα γÜρ σχþν
γοýνατ' ÝκοιμÞθη, ξεßνε,μετ’ Αντιγüνης.

Την Αντιγüνη πüθησε ο Φιλüστρατος, του ºρα
Μα ο δüλιος Þτανε φτωχüς, μηδÝ στον Þλιο μοßρα.
Στη παγωνιÜ üμως σκÝφτηκε να βÜλει γüνυ-γüνυ
αντßκρυ, κι αýθις πλÜγιασε, ξÝνε, την Αντιγüνυ!!!

Μήνη χρυσόκερως, δέρκῃ τάδε, καὶ πυριλαμπεῖς
ἀστέρες, οὓς κόλποις Ὠκεανὸς δέχεται,
ὥς με μόνον προλιποῦσα μυρόπνοος ᾤχετ´ Ἀρίστη,
ἑκταίην δ´ εὑρεῖν τὴν μάγον οὐ δύναμαι.
ἀλλ´ ἔμπης αὐτὴν ζητήσομεν· ἦ ῥ´ ἐπιπέμψω
Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας.

Η χρυσοκÝρατη σελÞνη και τα φλογισμÝν' ÜστÝρια
που λÜμπουνε, τα βλÝπουν üλ' αυτÜ
που δÝχεται ο πüντος στη ποδιÜ του,
πως μ' Üφησε η μυρüπνοη Αρßστη σκÜζοντÜς το
και Ýξι μÝρες δεν μπορþ τη μÜγισσα να βρω.
ΑλλÜ θα συνεχßσω να τη ψÜχνω μ' ιχνευτÝς
τους ασημÝνιους σκýλους* της Κυπρßδος.

*¼ντως η Κýπρις εßχε λαγωνικÜ κατÜ τη μυθολογßα, αργυροýς σκýλους.

ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ


Α φßλερως χαροποßς ΑσκληπιÜς οßα γαλÞνης
üμμασι συμπεßθει πÜντας ερωτοπλοεßν.

ΦιλÞδονη ΑσκληπιÜς, με βλÝμμα μπλε ηρεμßας,
Üπαντες πεßθεις πÜντοτε σ' ερþτων τρικυμßας.

ΟυκÝτι Τιμαρßου, το πριν γλαφυροßο κÝλητος,
πÞγμα φÝρει πλωτüν Κýπριδος ειρεσßη,
αλλ' επß μεν νþτοισι μετÜφρενον, ως κÝρας ιστþ,
κυρτοýται, πολιüς δ' εκλÝλυται πρüτονος,
ιστßα δ' αιωρητÜ χαλÜ σπαδονßσματα μαστþν,
εκ δε σÜλου στρεπτÜς γαστρüς Ýχει ρυτßδας,
νÝρθε δε πανθ' υπÝραντλα νεþς, κοßλη δε θÜλασσα
πλημýρει, γüνασιν δ' Ýντρομüς εστι σÜλος.
Δýστανüς γ' ος ζωüς ετ' ων Αχερουσßδα λßμνην
πλεýσετ' Üνωθ' επιβÜς γραüς επ' εικοσüρου.

Στης Τιμαρßου τη φρεγÜτα, το κουπß της,
-κÜποτ' ωραßα- δε ξεκουνÜ, της Αφροδßτης.
Κυρτþσαν οι þμοι της, σαν το σαθρü κατÜρτι,
και τ' ασημιÜ της μαλλιÜ, σα ξεφτισμÝνοι κÜβοι
και χαλαρÜ, σαν τα πανιÜ, της κρÝμονται τα στÞθη,
Μπüρα θαρρεßς Ýχει αυλακþσει τη κοιλιÜ της.
ΜπÜζει το σκÜφος τα νερÜ, πρþρα και πρýμνη,
τα γüνατÜ της τρßζουνε, πλημμýρισε τ' αμπÜρι.
Αχ! δυστυχÞς ü που καρÜβι σÜπιο πÜρει
και ζωντανüς περνÜ τ' ΑχÝροντα τη λßμνη.

¼ρθρε, τß νυν, δυσÝραστε,,

βραδýς περß κüσμων ελßσση,
Üλλος επεß Δημοýς θÜλπεθ' υπü χλανßδι;
¢λλ' üτε ταν ραδηνÜν κüλποις Ýχων, ωκýς επÝστης,
ως βÜλλων επ' εμεß φως επιχαιρÝκακον.

ΑυγÞ, σκληρÞ στους εραστÝς, γιατß αργεßς μονÜχα,
σαν η Δημþ στη κλßνη της ζεσταßνει κÜποιον Üλλο;
Ενþ üταν την εßχα 'γω, πως βιÜστηκες να ρßξεις
το φως σου το χαιρÝκακο, γοργÜ, στο τσÜκα-τσÜκα!

¸γχει και πÜλιν ειπÝ, πÜλιν, πÜλιν, Ηλιοδþρας,

ειπÝ, συ δ' ακρßτω το γλυκý μßσγ' üνομα,
και μοß τον βρεχθÝντα μýροις, και χθιζüν Ýοντα,
μναμüσυνον κεßνας αμφιτßθει στÝφανον.
Δακρýει φιλÝραστον, ιδοý, ρüδον, οýνεκα κεßναν
Üλλοθι κου κüλποις αμετÝροις εσορÜ.

ΒÜλε κρασß και πες ξανÜ: "στη 'γειÜ σου Ηλιοδþρα",
σμßξε το απßθανο πιοτü με το γλυκü ονομÜ της,
Το στÝφανο, -το χτεσινü- λουσμÝνο στ' ÜρωμÜ της,
φüρα το συ και Ýλα μου, κεßνη να μου θυμßζει,
αχ δες το ρüδο του ¸ρωτα, για κεßνη πως δακρýζει,
που μακρυÜ, σ' Üλλη αγκαλιÜ, τη βλÝπω να 'ναι τþρα.

¹δη λευκüúον θÜλλει, θÜλλει δε φßλομβρος νÜρκισσος,
θÜλλει δ' ουρεσßφοιτα κρßνα. ¹δη δ' η φιλÝραστος,
αν Üνθεσιν þριμον Üνθος, Ζηνοφßλα Πειθοýς αδý
τÝθηλε ρüδον. Λειμþνες, τß μÜταια κüμαις επß φαιδρÜ
γελÜτε: Α γαρ παις κρÝσσων αδýπνοων στεφÜνων.

Ανθßζει τþρα ολüλολευκος, üμορφος μενεξÝς,
κι ο νÜρκισσος που λαχτÜραει τη βροχÞ,
τα κρßνα ανθßζουνε στων λüφων τις πλαγιÝς.
Κι η Ζηνοφßλα, σα το ρüδο της Πειθοýς κι αυτÞ,
ανθßζει ηδυπαθÞς σαν Üνθος μÝσα στ' Üλλα.
Τι καμαρþνετε αγροß για τ' ανθισμÝνα σας μαλλιÜ;
Μες στα υπÝροχα Üνθη σας καλλßστη η κοπελλιÜ.

Το σκýφος αδý γÝγηθε, λÝγει δ' üτι τας φιλÝρωτος
Ζηνοφßλας ψαýει του λαλßου στüματος.
¼λβιον * εßθ' υπ' εμεßς νυν χεßλεσι χειλÝα θεßσα
απνευστß ψυχÜν ταν εν εμοß προπßοι.

Τι τυχερü το κýπελλο που της φιλÜ τα χεßλη
üπως το στüμα με κρασß βρÝχει η Ζηνοφßλη...
Ας Þτανε τα χεßλη της ν' αγγßξουν τα δικÜ μου
και μονοροýφι ας Ýπινε üλα τα σωθικÜ μου.

Νυξ μακρÞ και χεßμα, μÝσην δ' επß ΠλειÜδα δýνει,
καγþ παρ προθýροις νßσσομαι υüμενος
τρωθεßς της δολßης κεßνης, πüθω ου γαρ Ýρωτα
Κýπρις, ανιηρüν δ' εκ πυρüς Þκε βÝλος.

ΜεγÜλη η νýχτα και ψυχρÞ κι η Ποýλια πÜει να δýσει
κι εγþ μπροστÜ στη πüρτα της, μοýσκεμα στη βροχÞ,
τρελλüς στον πüθο κι η καημÝνη μου ψυχÞ
φαρμακωμÝνη απ' την Üπιστη θα σβýσει.
¸ρωτα, Κýπρις, δεν μου χÜρισες γλυκý,
στü στÞθος μου βÝλος καυτü Ýχεις βυθßσει!

ΓυμνÞν ην εσßδης Καλλßστιον, ω ξÝνε, φÞσεις:
"¹λλακται διπλοýν γρÜμμα Συρηκοσßων".

Αν αντικρýσεις γυμνÞ, ω ξÝνε, την Καλλßστιον
θα δεις πως εßν' επßσης και καλλßσχιων!!!

ΨυχÞ μοι προλÝγει φεýγειν πüθον Ἡλιοδþρας,
δÜκρυα καß ζÞλους τοýς πρßν ἐπισταμÝνη.
Φησß μÝν, ἀλλÜ φυγεῖν οὔ μοι σθÝνος· ἡ γÜρ ἀναιδÞς
αὐτÞ καß προλÝγει καß προλεγοῦσα φιλεῖ.

ΜÝσα η ψυχÞ μου το μηνÜ, την Ηλιοδþρα χÜνω,
τις ζÞλειες και τα δÜκρυα, λÝει πως παρατÜει.
Μα ü,τι κι αν πει δε δýναμαι ακüμα να το κÜνω,
γιατß προβλÝπει μεν σωστÜ, μ' ακüμα αγαπÜει!


Εὕδεις, Ζηνοφßλα, τρυφερὸν θÜλος· εἲθ’ ἐπὶ σοß νῦν
ἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπß βλεφÜροις,
ὡς ἐπὶ σοὶ μÞδ’ οὗτος, ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θÝλγων,
φοιτÞσαι, κÜτεχον δ’ αὐτὸς ἐγὼ σε μüνος.

ΚοιμÜσαι Ζηνοφßλα μου, ολüφρεσκο βλαστÜρι.
Χωρßς φτερÜ να τρýπωνα στα βλÝφαρÜ σου τÜχα,
οýτ' ¾πνος να μη σ' Üγγιζε που 'χει και Δßα πÜρει
αλλÜ κι Üλλος κανεßς, μικρÞ, εγþ... εγþ... μονÜχα!

Παμμῆτορ γῆ, χαῖρε· σý τὸν πÜρος οὐ βαρὺν εἰς σὲ

ΑἰσιγÝνην καὐτÞ νῦν ἐπÝχοις ἀβαρÞς.

Γη ΜÜννα μας σε χαιρετþ, ο νιüς δεν Þταν βÜρος
üσο που Þταν ζωντανüς, ο ΑισιγÝνης, κι Ýτσι
και συ 'λαφριÜ να του γενεßς, σα που τον πÞρ' ο ΧÜρος!

Εν τüδε, παμμÞτειρα θεþν, λßτομαß σε, φßλη Νýξ,
ναß λßτομαι, κþμων σýμπλανε, πüτνια Νυξ.
εß τις υπü χλαßνη βεβλημÝνος Ηλιοδþρας
θÜλπεται, υπναπÜτη χρωτß χλιαινüμενος,
κοιμÜσθω μÝν λýχνος, ο δ' εν κüλποισιν εκεßνης
ριπτασθεßς κεßσθω δεýτερος Ενδυμßων.

Σε ικετεýω, δÝσποινα Νýχτα κι αγαπημÝνη,
μητÝρα üλων των θεþν και κοσμογυρισμÝνη,
αν Üλλος στα σκεπÜσματα της Ηλιοδþρας μοχθεß
κι η φλüγα απü τη σÜρκα της τονε κρατÜει ξýπνο,
στεßλ' του τον ýπνο, Νýχτα μου, σβýσε τους και το λýχνο,
στην αγκÜλη της, ως Ενδυμßωνας, να αποκοιμηθεß.

                  ΜºΜΝΕΡΜΟΣ

Ημεῖς δ´͵ οἷÜ τε φýλλα φýει πολυÜνθεμος ὥρη
ἔαρος͵ ὅτ´ αἶψ´ αὐγῆις αὔξεται ἠελßου͵
τοῖς ἴκελοι πÞχυιον ἐπὶ χρüνον ἄνθεσιν ἥβης
τερπüμεθα͵ πρὸς θεῶν εἰδüτες οὔτε κακὸν
οὔτ´ ἀγαθüν· Κῆρες δὲ παρεστÞκασι μÝλαιναι͵
ἡ μὲν ἔχουσα τÝλος γÞραος ἀργαλÝου͵
ἡ δ´ ἑτÝρη θανÜτοιο· μßνυνθα δὲ γßνεται ἥβης
καρπüς͵ ὅσον τ´ ἐπὶ γῆν κßδναται ἠÝλιος.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τοῦτο τÝλος παραμεßψεται ὥρης͵
αὐτßκα δὴ τεθνÜναι βÝλτιον ἢ βßοτος·
πολλὰ γὰρ ἐν θυμῶι κακὰ γßνεται· ἄλλοτε οἶκος
τρυχοῦται͵ πενßης δ´ ἔργ´ ὀδυνηρὰ πÝλει·
ἄλλος δ´ αὖ παßδων ἐπιδεýεται͵ ὧν τε μÜλιστα
ἱμεßρων κατὰ γῆς ἔρχεται εἰς ἈÀδην·
ἄλλος νοῦσον ἔχει θυμοφθüρον· οὐδÝ τßς ἐστιν
ἀνθρþπων ὧι Ζεὺς μὴ κακὰ πολλὰ διδοῖ.

Αὐτßκα μοι κατὰ μὲν χροιὴν ῥÝει ἄσπετος ἱδρþς,
πτοιῶμαι δ’ ἐσορῶν ἄνθος ὁμηλικßης
τερπνὸν ὁμῶς καὶ καλüν, ἐπεὶ πλÝον ὤφελεν εἶναι
ἀλλ´ ὀλιγοχρüνιον γßνεται ὥσπερ ὄναρ
ἥβη τιμÞεσσα· τὸ δ´ ἀργαλÝον καὶ ἄμορφον
γῆρας ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτßχ´ ὑπερκρÝμαται͵
ἐχθρὸν ὁμῶς καὶ ἄτιμον͵ ὅ τ´ ἄγνωστον τιθεῖ ἄνδρα͵
βλÜπτει δ´ ὀφθαλμοὺς καὶ νüον ἀμφιχυθÝν.
Τὸ πρὶν ἐὼν κÜλλιστος, ἐπὴν παραμεßψεται ὥρη,
οὐδὲ πατὴρ παισὶν τßμιος οὔτε φßλος.

Εμεßς σαν της λουλουδιαστÞς της ¢νοιξης τα φýλλα
π' ανοßγουνε και γρÞγορα τον Þλιο τους ρουφÜνε,
γραμμÝνο μας απ' τους Θεοýς, νιüτης ανατριχßλα
να 'χουμε μüνο μια στιγμÞ, γι 'αυτü στο νου σου βÜνε
και το καλü και το κακü. Δυο Μαýρες εßναι Μοßρες
πÜντα στο πλÜι μας: η μια κακÜ στερνÜ κρατÜει
κι η Üλλη χÜρο. Η νιüτη μας λßγο μüνο βαστÜει,
üσο του Þλιου 'πα' στη γη οι επουρÜνιες γýρες.
Κι üταν περνÜ 'ποπÜνω μας αυτÞ η φßνα φÜση,
καλλßτερος ο θÜνατος παρÜ κÜποιος να ζÞσει.
Γιατß η δüλια μας ψυχÞ πßκρες θε να γιομßσει,
φτþχεια στου μεν το σπιτικü με üλα τα κακÜ της
και που δεν Ýκανε παιδιÜ και θÝλει ν' αποκτÞσει
κι Ýτσι με τη λαχτÜρα του στον ¢δη θα περÜσει.
¢λλος μ' αρρþστιες και δεινÜ να τρþνε τη ζωÞ του,
κανεßς δε μÝνει αλþβητος στο ΔιÜ και την ευχÞ του.

ΑμÝσως σ' üλο το κορμß, κρýος ιδρþς ποτÜμι,
τρομÜζω üταν δßπλα μου της νιüτης βλÝπω τ' Üνθη
χαροýμενη, πανÝμορφη, που να 'ταν κι Üλλη τüση.
¼μως, σαν üνειρο κυλÜ κι η νιüτη πÜει, 'χÜθη,
το γÞρας πÜνω στο κορμß Ýρχεται να σε ζþσει,
και πÝφτει 'πα' στη κεφαλÞ, μßζερο να κρεμÜται
και Üχρηστο σε καθιστÜ κι αγνþριστο σε κÜμει,
μηδÝ τα μÜτια βλÝπουνε κι ο νους δε συλλογÜται.
Κι αν Þσουν πριν πανÝμορφος, τα νιÜτα σαν περÜσου'
δεν εßσαι πλÝον αρεστüς, μÞτε και στα παιδιÜ σου.

Αἲ γὰρ ἄτερ νοýσων τε καὶ ἀργαλÝων μελεδωνÝων
ἑξηκονταÝτη μοῖρα κßχοι θανÜτου.

Χωρßς αρρþστιες, βÜσανα, αν πÝρναγ' η ζωÞ μου,
ας μου 'μελλε στα εξÞντα μου να Ýρθει η θανÞ μου.

Την σαυτοý φρÝνα τÝρπε, δυσηλεγÝων δε πολιτþν,
Üλλος τις σε κακþς, Üλλος Üμεινον ερεß.

Εýφρανε νου, με των κακþν συμπολιτþν τα κÜλλη,
π' Üλλος φριχτÜ κι Üλλος καλÜ για σÝνανε θα ψÜλλει.

                      ΝΙΚΑΡΧΟΣ

ΠÝντε μετ' Üλλων ΧÜρμος εν Αρκαδßα δολιχεýων,
θαýμα μÝν, αλλ' üντως Ýβδομος εξÝπεσεν.
εξüντων, τÜχ' ερεßς, πþς Ýβδομος, εßς φßλος αυιοý,
θÜρσει, ΧÜρμε, λÝγων, Þλθεν εν ιματßω.
Ýβδομος οýν οýτω παραγßνεται, ει δ' Ýτι πÝντε
εßχε φßλους, Þλθ' Üν, Ζωúλε, δωδÝκατος

Με πÝντε διαγωνßστηκε ο ΧÜρμος στη τρεχÜλα,
και Ýβδομος τερμÜτισε, θαýμα μα γεγονüς!
"Μα Þταν Ýξι" ßσως πεις, "πως Ýβδομος αυτüς;"
Ο φßλος με χιτþνα, στο στßβο üρμησε πηλÜλα
"ΘÜρρος ΧÜρμε" φþναξε και πÝρασε μπροστÜ του!
ΣκÝψου Ζωßλε, ακüμα πÝντε να 'χε συντροφιÜ του,
θα Ýβγαινε δωδÝκατος και πßσω η... σκιÜ του!!!

Πορδὴ ἀποκτÝννει πολλοὺς ἀδιÝξοδος οὖσα·
πορδὴ καὶ σþζει τραυλὸν ἱεῖσα µÝλος.
οὐκοῦν εἰ σþζει, καὶ ἀποκτÝννει πÜλι πορδÞ,
τοῖς βασιλεῦσιν ἴσην πορδὴ ἔχει δýναµιν

Η πορδÞ πολλοýς σκοτþνει αν δεν βγει και ζοριστεß,
μα και σþζει αν τραυλßσει Þ κι αν βγει τραγουδιστÞ.
Αφοý σþζει και σκοτþνει, με τη βρωμερÞ λαλιÜ,
τüτε εßν' η δυναμÞ της ßση με του βασιλιÜ.

Μὴ μýρα, μὴ στεφÜνους λιθßναις στÞλαισι χαρßζου·

μηδὲ τὸ πῦρ φλÝξῃς · ἐς κενὸν ἡ δαπÜνη.
ζῶντß μοι,εἴ τι θÝλεις, χÜρισαι· τÝφρην
δὲ μεθýσκων πηλὸν ποιÞσεις, κοὐχ ὁ θανὼν πßεται.

Με μýρα και με στÝφανα τον τÜφο μη στολßσεις
και μην ανÜψεις τη πυρÜ, Ýξοδο περιττü.
Αν θες δßνε μου üσο ζω. ΣπονδÞ στη στÜχτη αν χýσεις
λÜσπη θα κÜνεις, μη θαρρεßς πως σαν νεκρüς θα πιω.

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτüν ὑποσχüμενος Διüδωρον
Σωκλῆς τετραπÝδους τρεῖς ἐπÝθηκε λßθους
τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥÜχιν·
ἀλλὰ πιεσθεὶς τÝθνηκεν, γÝγονεν δ’ ὀρθüτερος κανüνος.

Στο Διüδωρο, εßπεν ο ΣωκλÞς, το φουκαρÜ καμποýρη,
με τρεις κοτρþνες στη ρÜχη θα τονε ισιþσει,
μα Þτανε βαριÝς πολý και τον Ýχει σκοτþσει.
Και τþρα σα τη καλαμιÜ ßσιος, μες στο κιβοýρι!

Ουκ αποθνÞσκειν δει με;
Τι μοι μÝλει, ην τε ποδαγρüς ην τε δρομεýς γεγονþς
εις ¢úδην υπÜγω; Πολλοß γαρ μ' αροýσιν,
Ýα χωλüν με γενÝσθαι.
Τþνδ' Ýνεκεν γαρ ßσως οýποτ' εþ θιÜσους.

Αφοý στα σßγουρα μια μÝρα θα πεθÜνω,
τß με ποδÜγρα, τß σα δρομεýς, στον ¢δη φτÜνω;
¢λλοι θε να με πÜνε και κουτσü, στη κÜσα πÜνω.
Γι' αυτü κι εγþ, üσο ζω, γλÝντι δε χÜνω!

ΕυμεγÝθης πεßθει με καλÞ γυνÞ,
αν τε και ακμÞς Üπτητ', αν τε και Þ Σιμýλε,
πρεσβυτÝρη. Η μεν γαρ με νÝα περιλÞψεται,
Þν δε παλαιÞ,  γραßα τε και ρυσÞ, Σιμýλε, λιχμÜσεται.

Με φτιÜχνει Σßμυλε ψηλÞ κι þρια γυνÞ, στο εßπα
εßτε μικρÞ, εßτε κοντÜ στα γηρατειÜ.
Γιατß η νÝα θα μου κÜνει μια σφιχτÞ αγκαλιÜ
κι η Üλλη, η γραßα, θα μου κÜνει ωραßα πßπα!

Οὑ δýναμαι γνῶναι, πüτερον χαßνει Διüδωρος

ἢ βδῆσ’ · ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κÜτω καὶ ἄνω.

Δεν ξÝρω ο Διüδωρος αν κλÜνει Þ χασμουριÝται
γιατß το στüμα κι ο πωπüς ßδια σ' αυτüν περνιÝται.

                       ΝΟΣΣΙΣ

ἅδιον οὐδὲν ἔρωτος· ἃ δ᾽ ὄλβια, δεýτερα πÜντα
ἐστßν· ἀπὸ στüματος δ᾽ ἔπτυσα καὶ τὸ μÝλι.
τοῦτο λÝγει Νοσσßς· τßνα δ᾽ ἁ Κýπρις οὐκ ἐφßλασεν,
οὐκ οἶδεν τÞνα γ᾽, ἄνθεα ποῖα ῥüδα.

Απü τον ¸ρωτα ουδÝν γλυκýτερο δε βÜνω
μÝχρι το μÝλι Ýφτυσα, και τßποτε πιο πÜνω.
Εγþ το λÝω η Νοσσßς, κι üποια δεν Ýχει ερωτευτεß
στα χüρτα μÝσα, τ' Üνθεα δε βρßσκει: τα πατεß.

Καίροισάν τοι ἔοικε κομᾶν ἄπο τὰν ᾽Αφροδίταν
ἄνθεμα κεκρύφαλον τόνδε λαβεῖν Σαμύτας·
δαιδαλέος τε γάρ ἐστι, καὶ ἁδύ τι νέκταρος ὄσδει,
τοῦ, τῷ καὶ τήνα καλὸν ῎Αδωνα χρίει.

Με χαρÜ δÝχετ' η Κýπρις μιαν ωραßα προσφορÜ:
της Σαμýτας το διχτÜκι που τυλßγει τα μαλλιÜ.
ΠρÜγματι φßνα τεχνικÞ και κεßνο πως μυρßζει!
¼πως το νÝκταρ που η θεÜ τον ¢δωνι ραντßζει.

¸λτοῖσαι ποτὶ ναὸν ἰδώμεθα τᾶς Ἀφροδίτας
τὸ βρέτας, ὡς χρυσῷ δαιδαλόεν τελέθει.
εἵσατό μιν Πολυαρχὶς ἐπαυρομένα μάλα πολλὰν
κτῆσιν ἀπ' οἰκείου σώματος ἀγλαίας.

ΕλÜτε πÜμε στο ναü να δοýμε τ'ς Αφροδßτης
τ' Üγαλμα τ' ολοστüλιστο, που 'ναι μες στο χρυσü.
Η Πολυαρχßς το στüλισε και το 'στησεν εδþ
με πλοýτο που εμÜζεψε με το λαμπρü κορμß της.

Θαυμαρέτας μορφὰν ὁ πίναξ ἔχει· εὖ γε τὸ γαῦρον
τεῦξε τό θ' ὡραῖον τᾶς ἀγανοβλεφάρου.
σαίνοι κέν σ' ἐσιδοῖσα καὶ οἰκοφυλαξ σκυλάκαινα
δέσποιναν μελάθρων οἰομένα ποθορῆν.

Τη ΘαυμαρÝτη ο πßνακας, περßτεχνα εικονßζει
που παßζοντας τα βλÝφαρα μορφÝς πολλÝς αλλÜζει
κι ο σκýλος φýλαξ, την ουρÜ σα παλαβüς λικνßζει,
γιατß θαρρεß τη δÝσποινα την ßδια του κοιτÜζει.

                         ¼ΜΗΡΟΣ


Οἵη περ φýλλων γενεÞ, τοßη δὲ καὶ ἀνδρῶν.
φýλλα τὰ μὲν τ’ ἄνεμος χαμÜδις χÝει, ἄλλα δὲ
θ’ ὕλη τηλεθüωσα φýει, ἔαρος δ’ ἐπιγßγνεται ὥρῃ·
ὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φýει ἡ δ’ ἀπολÞγει.

ΘνητÝς γενιÝς, σκορπÜτε σαν τα φýλλα,
σοφÞ, στη θÝση σας Üλλα θα βÜλει η φýση,
þσπου κι αυτÜ μια μÝρα θα σκορπßσει,
το φýσημα τ' αγÝρα σαν ανατριχßλα.

                ΠΑΛΛΑΔ¢Σ

¢ν μετ’ ΑλεξÜνδρειαν ες Αντιüχειαν απÝλθης

καß μετÜ τÞν Συρßην Ιταλßας επιβÞς,
τþν δυνατþν ουδεßς σε γαμÞσει, τοýτο γÜρ
αιεß οιομÝνη πηδÜς εις πüλιν εκ πüλεως.

Και αν στην ΑλεξÜνδρεια πας, την Αντιüχεια αφÞσεις
κι αν τη Συρßα παρατÜς και προς την Ιταλßα πας,
να γαμηθεßς μ' Üντρα σωστü ποτÝ σου μη νομßσεις,
μα προσδοκÜς κι απü μια πüλη σ' Üλληνε πηδÜς.

ΕἰπÝ, πüθεν σý μετρεῖς κüσμον καὶ πεßρατα
γαßης ἐξ ὀλßγης γαßης σῶμα φÝρων ὀλßγον.
σαυτὸν ἀρßθμησον πρüτερον καὶ γνῶθι σεαυτüν,
καὶ τüτ’ ἀριθμÞσεις γαῖαν ἀπειρεσßην.
εἰ δ’ ὀλßγον πηλὸν τοῦ σþματος οὑ καταριθμεῖς,
πῶς δýνασαι γνῶναι τῶν ἀμÝτρων τὰ μÝτρα;

Πες μας εσý πþς μÝτρησες τα πÝρατα του κüσμου,
που απü λßγο χþμα 'ναι πλασμÝνο το κορμß σου;
Δεν Ýμαθες καλÜ-καλÜ τον ßδιο τον εαυτü σου.
Το Σýμπαν υπολüγισε, μα πρþτιστα μετρÞσου.
Τη λÜσπη αυτÞ που σε κρατÜ, η ΑφÝντρα,
μÜθε τη κι Ýπειτα μετρÜς των Üμετρων τα μÝτρα.

ΠÜντων μουσοπüλων ἡ Καλλιüπη θεüς ἐστιν·
ἡ σὴ Καλλιüπη Ταβλιüπη λÝγεται.

Η Καλλιüπη, κÜθε ποιητÞ μοýσα του τιμημÝνη,
μα 'σÝ η Ταβλιüπη* σου 'ναι πιο... δοξασμÝνη!

Ῥῷ καὶ λÜμδα μüνον κüρακας κολÜκων διορßζει·
λοιπὸν ταὐτὸ κüραξ βωμολüχος τε κüλαξ.
τοὔνεκÜ μοι, βÝλτιστε, τüδε ζῷον πεφýλαξο
εἰδὼς καὶ ζþντων τοὺς κüλακας κüρακας.

Με Ýνα γρÜμμα κüλακας, κορÜκου ξεχωρßζει
και η λαλιÜ τους üμοια περßπου ψιθυρßζει.
Γι' αυτü λοιπüν απüφυγε τα δýο αυτÜ κτÞνη,
γιατß ο κüλαξ, κüρακας των ζωντανþν εγßνη.

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντßον ἦλθον ἀγῶνος,
καὶ τÜχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφßδες.

Κουρεýς και ρÜπτης Þρθανε στα χÝρια μια μÝρα,
γοργÜ οι βελüνες κÜναν το ξυρÜφι πÜρα πÝρα!

ΠρωτομÜχου πατρὸς καὶ ΝικομÜχης γεγαμηκὼς

θυγατÝρα͵ ΖÞνων͵ ἔνδον ἔχεις πüλεμον.
ζÞτει Λυσßμαχον μοιχὸν φßλον͵
ὅς σ´ ἐλεÞσας ἐκ τῆς ΠρωτομÜχου λýσεται ἈνδρομÜχης.

Toυ ΠρωτομÜχου το βλαστü, τη κüρη ΝικομÜχης
νυμφεýτηκες, ω! ΖÞνωνα, κι üλο αμÜχες θα 'χεις.
Βρες της Ýνα Λυσßμαχο, για να σε... βοηθÞσει,
η Ανδρο-μÜχη να παφτεß, χαλÜλι το γαμÞσι!

¿μοσα μυριÜκις ἐπιγρÜμματα μηκÝτι ποιεῖν·
πολλῶν γὰρ μωρῶν ἔχθραν ἐπεσπασÜμην.
ἀλλ᾿ ὁπüταν κατßδω τοῦ Παφλαγüνος
τὸ πρüσωπον ΠανταγÜθου, στÝξαι τὴν νüσον οὐ δýναμαι.

Μýριες φορÝς ορκßστηκα το επßγραμμÜ να πÜψω,
νοσþ, διü πολλοýς κÜκιωσα, που 'τυχε να τους "θÜψω".
Μα σαν τη μοýρη δω ξανÜ αυτοý του Παφλαγüνα
ΠαντÜγαθου, η αρρþστια μου μ' αδρÜχνει απ' τη λαγüνα!

Χαλκοτýπος τüν ¸ρωτα μεταλλÜξας, εποßησε
τÞγανον, ουκ αλüγως üτι καß αυτü φλÝγει.

ΧαλκωματÜς τον ¸ρωτα θα κÜνει κατσαρüλα
σωστÜ, γιατß μüνον αυτüς τα κατακαßει üλα.

ΠολλÜ μεταξý πÝλει κýλικος καß χεßλεος ἄκρου.

ΜÝχρι στα χεßλη το ποτÞρι σου να φÝρεις,
πολλÜ σου μÝλλει να συμβοýν και δεν το ξÝρεις.

Γραμματικοῦ θυγÜτηρ ἔτεκεν φιλüτητι μιγεῖσα
παιδßον ἀρσενικüν, θηλυκüν, οὐδÝτερον.

Κüρη φιλüλογου τßκτει τρις τηροýσα ισορροπßα
θÞλυ Üρρεν κι... ουδÝτερο για την ιεραρχßα!

Τοὺς καταλεßψαντας γλυκερὸν φÜος οὐκÝτι θρηνῶ,
τοὺς δ’ ἐπὶ προσδοκßῃ ζῶντας ἀεὶ θανÜτου.

Μη κλαις üσους αφÞσανε του γλυκοý Þλιου μας το φως
μα κλÜψε αυτοýς που χÜροντα προσμÝνουν διαρκþς!

ΠολλÜ λαλεßς, ω Üνθρωπε,
χαμαß δÝ τßθη μετÜ μικρüν. σßγα,
καß μελÝτα ζþν Ýτι τüν θÜνατον.

¢νθρωπε πολλÜ μας λες γι' αυτü λιγÜκι σιþπα
κι εσý σε λßγο θε να μπεις βαθιÜ μÝσα στο χþμα.
Το θÜνατο μελÝτησε για üσο ζεις ακüμα.

Σιγῶν παρÝρχου τὸν ταλαßπωρον βßον,

αὐτὸν σιωπῇ τὸν χρüνον μιμοýμενος·
λαθὼν δὲ καὶ βßωσον, εἰ δὲ μÞ, θανþν.

¼πως ο Χρüνος σιωπηλÜ, θα σου γλιστρÞσει,
ζÞσε κι εσý βουβüς τη μßζερη σου ζÞση
κρυφÞ. Kρυφüς κι ο θÜνατüς σου ας ορßσει.

Πᾶσα γυνὴ χüλος ἐστßν· ἔχει δ’ ἀγαθὰς δýο ὥρας,
τὴν μßαν ἐν θαλÜμῳ, τὴν μßαν ἐν θανÜτῳ.

ΚÜθε γυναßκα στη ζωÞ πßκρα μεγÜλη φÝρει,
δυο στιγμÝς εßναι κανεßς οποý την υποφÝρει:
η μια εßναι σαν τη γαμÜ
κι η Üλλη σαν τη χαιρετÜ.

Γῆς ἐπÝβην γυμνὸς γυμνὸς θ’ ὑπὸ γαῖαν ἄπειμι·
καὶ τὶ μÜτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τÝλος;

¹ρθα γυμνüς κι Ýτσι γυμνüς στο ýστερο θα φýγω,
προς τι να σκÜω τÜχατε, να λυþνω λßγο-λßγο;

Πλουτεῖς· καὶ τὶ τὸ λοιπüν; ἀπερχüμενος
μετὰ σαυτοῦ τὸν πλοῦτον σýρεις εἰς σορὸν ἑλκüμενος;
τὸν πλοῦτον συνÜγεις δαπανῶν χρüνον·
οὐ δýνασαι δὲ ζωῆς σωρεῦσαι μÝτρα περισσüτερα.

Μαζεýεις πλοýτη, τß μ' αυτü; Ξοδεýεις τη ζωÞ σου
και δε μπορεßς μ' αυτÜ ζωÞ, να πÜρεις παραπÜνω.
Ε! μÜζευε! μα μη θαρρεßς πως θα 'ρθουνε μαζß σου.

ΜηδÝποτε ζÞσας ὁ πÝνης βροτὸς οὐδ’ ἀποθνῄσκει·
καὶ γὰρ ζῆν δοκÝων ὡς νÝκυς ἦν ὁ τÜλας.
οἱ δὲ τýχας μεγÜλας καὶ χρÞματα πολλὰ λαχüντες,
οὗτοι τὸν θÜνατον πτῶσιν ἔχουσι βßου.

¼ποιος δεν Ýζησε ποτÝ, ποτÝ του δεν πεθαßνει,
γιατß ο φτωχüς το βßο του üμοια νεκρüς περνÜει.
Ο τυχερüς με τα λεφτÜ και που καλοπερνÜει,
αυτüς λογßζει απþλεια, στο χþμα üταν μπαßνει.

ΠÜντες τῷ θανÜτῳ τηροýμεθα καὶ τρεφüμασθε
ὡς ἀγÝλη χοßρων σφαζομÝνων ἀλüγως.

¼λοι ΧÜρο δουλεýουμε, τρεφüμενοι στ' αλþνια,
üπως τα σφÜγια πρüβατα, μεζÝδες στα σαλüνια.

* η λÝξη ΤÜβλι, στην αρχαιüτητα εßχε την Ýννοια του παιγνιδιοý με ζÜρια (πεσσοýς) με σκοπü το τζüγο. Το κλασσικü παιγνßδι ανανακαλýφθηκε αργüτερα....

                    ΠΑΡΜΕΝºΩΝ

Ἐς ΔανÜην ἔρρευσας, Ὀλýμπιε, χρυσüς, ἵν’ ἡ παῖς
ὡς δþρῳ πεισθῇ, μÞ τρÝσῃ ὡς Κρονßδην.

Δßα, τη κüρη θÜμπωσες, ΔανÜη, με το χρυσÜφι,
κι üχι με βιÜ Þ γαλιφιÝς, το φüβο σου για να ´χει!

Ὁ Ζεýς τÞν ΔανÜην χρυσοῦ, κἀγþ δÝ σÝ χρυσοῦ·
πλεßονα γÜρ δοῦναι τοῦ Διüς οὐ δýναμαι.

Κι αν αυτüς το Ýκαμε κι εγþ να σε χρυσþσω,
μα απ' το Δßα πιο πολλÜ δεν Ýχω να σου δþσω!

             ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΣ

Βüστρυχον ωμογÝροντα τß μÝμφεαι üμματα θ' υγρÜ
δακρýσιν; ΗμετÝρων παßγνια ταýτα παθþν,
φροντßδες απρÞκτοιο πüθου τÜδε, ταýτα βελÝμνων
σýμβολα και δολιχÞς Ýργα νυχεγρεσßης.
Και γαρ που λαγüνεσσι ρυτßς παναþριος Þδη,
και λαγαρüν δειρÞ δÝρμα περικρεμÜται.
Οππüσον ηβÜσκει φλογüς Üνθεα, τüσσον εμεßο
Üψεα γηρÜσκει φροντßδι γυιοβüρω.
ΑλλÜ κατοικτεßρασα δßιδου χÜριν, αυτßκα γαρ μοι
χρως αναθηλÞσει κρατß μελαινομÝνω.

Τα μαλλιÜ μου τα σταχτιÜ μη μου χλευÜζεις
και με τα üμορφα υγρÜ σου μÜτια μη μου κλαις.
Τα πÜθια μου κι οι στεßροι πüθοι μου, λογιÜζεις,
εßν' αποδεßξεις απ' του ¸ρωτα το τüξο, σαγιτιÝς.
και πως οι τüσες νýχτες μου, μου Þτανε πικρÝς.
ΡυτιδωμÝνα τα λαγüνια μου κι απ' το λαιμü,
το δÝρμα μου Ýχει κρεμÜσει πλαδαρü.
Τι μÝσα μου κι αν καßει σφριγηλÞ κι εφηβικÞ
φλüγα του πÜθους, που εσý μου ξεσκεπÜζεις.
Τη χÜρη κÜνε μου κι εμÝ να λυπηθεßς,
τüτε θα γßνει η σÜρκα μου η γριÜ, νεανικÞ
και τα μαλλιÜ μου σαν κορÜκου θα τα δεις.

Πρüκριτüς εστι Φιλßννα τεÞ ρυτßς Þ οπüς Þβης πÜσης,
ιμεßρω δ' αμφßς Ýχειν παλÜμαις μÜλλον σÝο μÞλα
καρηβαρÝοντα κορýμβης Þ μαζüν νεαρÞς üρθιον ηλικßης.
Σον γαρ φθινüπωρον υπÝρτερον εßαρος Üλλης,
χεßμα σον αλλοτρßου θερμüτερον θÝρεος.

Προτιμþ Φιλßννα τις ρυτßδες σου, απü της Þβης τους χυμοýς,
μες στις παλÜμες μου τα στÞθια σου κι üχι νεανικοýς μαστοýς.
Το Φθινοπþρι σου καλλßτερο απ' τις ¢νοιξες των κοριτσιþν
και ο Χειμþνας σου θερμüτερος, απ´ üλων των Καλοκαιριþν.

Ρßψομεν, χαρßεσσα, τα φÜρεα, γυμνÜ δε γυμνοßς

αμπελÜση γυßοις γýια περιπλοκÜδην,
μηδÝν Ýοι το μεταξý, ΣεμιρÜμιδος γαρ εκεßνο
τεßχος εμοß δαιÝει λεπτüν ýφασμα σÝθεν,
στÞθεα δ' ευξεθþ, τα τε χεßλεα, τÜλλα δε σιγÞ
κρυπτÝον, εχθαßρω την αθυροστομßην.

Γδýσου κι Üσε τη σÜρκα μου στη σÜρκα σου να σμßξει

κι ανÜμεσü μας τßποτε, τα μÝλη μας μπλεγμÝνα.
Κι αυτü το τοýλι της θεÜς που σε Ýχει τυλßξει,
σαν τεßχος αδιαπÝραστο μου φαßνεται εμÝνα.
ΣτÞθος με στÞθος, στüματα διπλÜ μανταλωμÝνα,
κι ολüγυρÜ μας η σιωπÞ, τα λüγια μας να κρýψει.

ΙππομÝνην φιλÝουσα νüον προσÝρεισα ΛεÜνδρω,
εν δε Λεανδρεßοις χεßλεσι πηγνυμÝνη,
εικüνα την ΞÜνθοιο φÝρω φρεσß,
πλεξαμÝνη δε ΞÜνθον, ες ΙππομÝνην νüστιμον Þτορ Üγω.
ΠÜντα τον εν παλÜμησιν αναßνομαι,
Üλλοτε δ' Üλλον αιÝν αμοιβαßοις πÞχεσι
δεχνýμενη αφνειÞν κυθÝρεια υπÝρχομαι.
Ει δε τις ημßν μÝμφεται, εν πενßην μιμνÝτω οιογÜμω.

Τον ΙππομÝνη üταν γλυκÜ-γλυκÜ φιλþ,
του ΛÝανδρου το φßλημα θυμÜμαι,
κι üταν σ' αυτοý τα χεßλια μου κολλþ,
του ΞÜνθου τη μορφÞ θα συλλογÜμαι,
κι üταν Ýχω αυτüν στην αγκαλιÜ μου,
τον ΙππομÝνη θα ζητÜ η καρδιÜ μου.
ΠÜντα τον Üντρα απαρνιÝμαι, τον σιμÜ μου.
Σαν τους αλλÜζω μες στης κλßνης μου τη κοßτη,
απολαμβÜνω τη ΚυθÝρειαν Αφροδßτη.
Κι αν με ψÝγει κÜποια, ας μÝνει αυτÞ πιστÞ
στο σπßτι της, στο ταßρι της, και μονογαμικÞ.

ΕσβÝσθη φλογεροßο πυρüς μÝνος.
ΟυκÝτι κÜμνω, αλλÜ καταθνÞσκω ψυχüμενος Παφßη.
¹δη γαρ μετÜ σÜρκα δι' οστÝα και φρÝνας Ýρπει
παμφÜγον ασθμαßνων οýτος ο πικρüς ¸ρως.
Και φλοξ εν τελεταßς, üτε θýματα πÜντα λÜφυξεν,
φορβÞς ηπανßη ψýχεται αυτομÜτως.

ΣβÞστηκ' αυτÞ που μ' Ýκαιγε, η δυνατÞ φωτιÜ.
¹ταν μεγÜλη μα εγþ δεν υποφÝρω πια.
Απü τη Κýπρη σβýνω, που μου στÝλνει παγωνιÜ.
¹δη στη σÜρκα μου, στα κüκκαλÜ μου, στη καρδιÜ,
¸ρωτας Ýχει μπει, παμφÜγος και βαθιÜ.
ΑπομεινÜρι μÝνω στης θυσßας τη φωτιÜ,
που σαν τελειþσει, θα 'ναι üλα στÜχτη πια.

ΧθιζÜ μοι Ερμþνασσα φιλακρÞτους
μετÜ στÝμμασιν αυλεßας αμφιπλÝκοντι θýρας
εκ κýλικος επÝχυεν ýδωρ, αμÜθυνε δε χαßτην
ην μüλις ες τρισσÞν πλÝξαμεν αμφιλýκην.
ΕυφλÝχθην δ' Ýτι μÜλλον υφ' ýδατος,
εκ γαρ εκεßνης λÜθριον εßχε κýλιξ
πυρ γλυκερþν στομÜτων.

Χτες που κρεμοýσα στη πüρτα της
στεφÜνια καλοπλεγμÝνα μεθυσμÝνος,

με κατÜβρεξε η Ερμþνασσα με κýπελλο.
ΧÜλασε το πρωινü το χτÝνισμÜ μου
που 'λεγα πως θα κρατÞσει τρεις ημÝρες.

Το νερü üμως μ' Ýκαψε, μÜλλον γιατß το κýπελλο
εßχε πÜρει üλη τη φλüγα των χειλιþν της.

ΜηκÝτι τις πτÞξειε πüθου βÝλος· ἰοδüκην γὰρ
εἰς ἐμὲ λÜβρος Ἔρως ἐξεκÝνωσεν ὅλην.
Μὴ πτερýγων τρομÝοι τις ἐπÞλυσιν· ἐξüτε γÜρ μοι
λὰξ ἐπιβὰς στÝρνοις πικρὸν ἔπηξε πüδα,
ἀστεμφÞς, ἀδüνητος ἐνÝζεται, οὐδὲ μετÝστη,
εἰς ἐμὲ συζυγßην κειρÜμενος πτερýγων.

Δε θα χτυπÞσεις ¸ρωτα, κανÝναν πια με βÝλος,
σε μÝνα τη φαρÝτρα σου, την Üδειασες και τÝλος.
Κι ουδÝ πετþντας θα γυρνÜς και κüσμο θα τρομÜζεις,
αφοý πÜνω στο στÞθος μου Ýρχεσαι και αρÜζεις.
ΣτÝκεσαι πÜνω μου, με καις, και εßμαι η χαρÜ σου,
τþρα που πλÝον Ýκοψες αχ! και τα δυο φτερÜ σου!


Μαζοὺς χερσὶν ἔχω, στüματι στüμα, καὶ περὶ δειρὴν
ἄσχετα λυσσþων βüσκομαι ἀργυφÝην,
οὔπω δ᾽ ᾽ΑφρογÝνειαν ὅλην ἕλον· ἀλλ᾽ ἔτι κÜμνω,
παρθÝνον ἀμφιÝπων λÝκτρον ἀναινομÝνην.
ἥμισυ γὰρ Παφßῃ, τὸ δ᾽ ἄρ᾽ ἥμισυ δῶκεν ᾽ΑθÞνῃ·
αὐτὰρ ἐγὼ μÝσσος τÞκομαι ἀμφοτÝρων.

Τα στÞθια της Ýχω στα χÝρια,
τα φροýτα-χεßλια της στο στüμα
και το λευκü της το λαιμü
με πüθο αβÜσταχτο τρυγþ,
μα δεν τη κÝρδισα ακüμα.
Με ερωτüλογα παρθÝνα τριγυρνþ,
π' αρνιÝται στη κλßνη μου να πÝσει.
Στην ΑθηνÜ Ýδωσε το Ýνα της μισü,
στη Κýπριδα τον Üλλο εαυτü
κι εγþ λυþνω στη μÝση.

                        ΠΛΑΤΩΝ

Αἰὼν πÜντα φÝρει·
δολιχὸς χρüνος οἶδεν ἀμεßβειν
οὔνομα καὶ μορφὴν
καὶ φýσιν ἡδὲ τýχην.

Τα πÜντα üλα φÝρνει ο καιρüς:
ξÝρει ν' αλλÜζει ο χρüνος που κυλÜ,
μορφÝς κι ονüματα, φýση και τýχη.

ΑστÞρ πρßν μÝν Ýλαμπες ενß ζωοßσιν Εþος.
νýν δÝ θανþν λÜμπεις ¸σπερος εν φθιμÝνοις.

Σαν Üστρο Ýλαμπες τ'ς αυγÞς
πριν κατεβεßς στον ¢δη.
Κι Αποσπερßτης στων νεκρþν
πια φÝγγεις το σκοτÜδι.

¢λσος δ’ ως ικüμεσθα βαθýσκιον,εýρομεν Ýνδον
πορφυρÝοις μÞλοισιν εοικüτα παßδα ΚυθÞρης.
ουδ Ýχεν ιοδüκον φαρÝτρην,ου καμπýλα τüξα.
αλλÜ τÜ μÝν δÝνδρεσσιν υπ’ ευπετÜλοισι κρÝμαντο,
αυτüς δ’ εν καλýκεσσι ρüδων πεπηδημÝνος ýπνω
εýδεν μειδιüων.ξουθαß δ’ εφýπερθε μÝλισσαι
κηροχýτου μÝλιτος λαροßς επß χεßλεσι ραßνον.

Μες στου δÜσους τη σκιÜ στον ýπνο δοσμÝνο,
ßδιο Κýπρης, ροδομÜγουλο γιο πλαγιασμÝνο.
ΒÝλη, τüξα, φαρÝτρα, στο κλαρß κρεμασμÝνα,
εßδα, με χαροýμενα ρüδα τριγýρω ανθισμÝνα,
κοιμισμÝνος γελοýσε. Κι απü πÜνω μελßσσι,
να γλυκÜνει τα χεßλη του, μÝλι εßχε χýσει.


ΑστÝρας εισαθρεßς αστÞρ εμüς.
εßθε γενοßμην Ουρανüς,
ως πολλοßς üμμασιν εις σε βλÝπω.

ΑστÝρι μου, τ' Üστρα κοιτÜς, αχ να 'μουν ουρανüς σου,
μ' Üπειρα μÜτια να σε δω, σε μÝνα φανερþσου.


ΤÞν ψυχÞν, ΑγÜθωνα φιλþν, επß χεßλεσιν Ýσχον.
Þλθε γÜρ η τλÞμων ως διαβησομÝνη.

Σαν σε φιλþ ΑγÜθωνα και η ψυχÞ μου ακüμα
τρÝχει και θÝλει να σε βρει και μου 'ρχεται στο στüμα.

                      ΠΟΣΕºΔΙΠΠΟΣ

¢ Κýπρον,Ü τε Κýθηρα,καß Ü Μßλητον εποιχνεßς,
καß καλüν Συρßης ιπποκρüτου δÜπεδον,
Ýλθοις ßλαος Καλλιστßω, Þ τüν εραστÞν
ουδÝ ποτ’ οικεßων þσεν απü προθýρων.

ΘεÜ, σε Κýπρο, Κýθηρα, Μßλητο κατοικþντας
και στη Συρßα τη κλαγγÞ των üπλων σου γροικþντας
ΒοÞθα τη Καλλßστιον την Ýμορφη πολý
γιατß δε νÞστεψ' οýτε μÝρα το φιλß!

                ΠΡΟΚΛΟΣ

Πρüκλος ἐγὼ γενüμην Λýκιος γÝνος,
ὃν Συριανὸς ἐνθÜδ' ἀμοιβὸν ἐῆς θρÝψε διδασκαλßης.
Ξυνὸς δ' ἀμφοτÝρων ὅδε σþματα δÝξατο τýμβος·
αἴθε δὲ καὶ ψυχὰς χῶρος ἕεις λελÜχοι.

Εγþ εßμαι ο Πρüκλος γεννηθεßς εις τη Λυκßα,
κι ανατραφεßς με Συριανοý διδασκαλßα.
Τα δυο κορμιÜ τα δÝχτηκε μαζß αυτü το μνÞμα,
Üμποτε τÜχα κι οι ψυχÝς να εßναι σßμα-σßμα!

                     ΠΤΟΛΕΜΑºΟΣ

Μὴ πüθεν εἰμὶ μÜθῃς μηδ’ οὔνομα · πλὴν ὅτι θνῄσκειν
τοὺς παρ’ ἐμὴν στÞλην ἐρχομÝνους ἐθÝλω.

Ποý βρßσκομαι και πως με λεν, μη θες να μÜθεις, ξεßνε!
Αυτοß που θÜ 'ρθουν να με βρουν νεκροß θÝλω να εßναι.

                          ΡΟΥΦΙΝΟΣ

ΠÝμπω σοι, Ῥοδüκλεια, τüδε στÝφος, ἄνθεσι καλοῖς

αὐτὸς ἐφ’ ἡμετÝραις πλεξÜμενος παλÜμαις.
Ἔστι κρßνον, ῥοδÝη τε κÜλυξ νοτερὴ τ’ ἀνεμþνη
καὶ νÜρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον.*
Ταῦτα στεψαμÝνη, λῆξον μεγÜλαυχος ἐοῦσα·
ἀνθεῖς καὶ λÞγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στÝφανος.

Σου πÝμπω το στεφÜνι αυτü μ' þριους Üνθοýς φτιαγμÝνο
και που με τα χερÜκια μου το Ýχω εγþ πλεγμÝνο,
με Κρßνους, Ρüδα, Ανεμþνες, Ναρκßσσους και ºΟΝ,
ολüφρεσκα, υγρÜ και των χρωμÜτων θεßον,
κι üταν στεφανωθεßς μ' αυτü, Ροδüκλεια μη γελÜσεις:
στο Üνθος και στο μαρασμü μαζß μ' αυτü θα μοιÜσεις.

 *Τα αρχικÜ των ονομÜτων των λουλουδιþν σχηματßζουν ακροστιχßδα:

κρßνον, ῥοδÝη, ανεμþνη, νÜρκισσος, ἴον : κρανßον.

Εἰ τοßην χÜριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κýπριδος εὐνὴν,

οὐκ ἂν τοι κüρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλüχῳ συνομιλῶν.
Πᾶσαι γὰρ μετὰ κýπριν ἀτερπÝες εἰσὶ γυναῖκες.

ΜετÜ τον Ýρωτα αφοý οι χÜρες τους ξοφλÜνε,
οι Üνδρες στις γυναßκες τους τις πλÜτες τους γυρνÜνε -
γιατß μετÜ την Ýνωση, τερπνÝς παýουνε να ’ναι.

ΚÜλλος Ýχεις Κýπριδος, Πειθοýς στüμα,
σþματος ακμÞν ειαρινþν Ωρþν, φθÝγμα δε Καλλιüπης,
νουν και σωφροσýνην ΘÝμιιδος και χεßρας ΑθÞνης.
Συν σοι δ' αι ΧÜριτες τÝσσαρÝς εισß, Φßλη.

ΚÜλλος Ýχεις της Κýπριδος, Πειθοýς Ýχεις το στüμα,
Καλλιüπης τη γλυκειÜ φωνÞ, της ¢νοιξης το σþμα,
ΘÝμιδος νου και φρüνηση, χεßρες απ' τη ΠαλλÜδα.
Με σÝνα, Φßλη, οι ΧÜριτες γενÞκανε τετρÜδα!

ΛουσÜμενοι, Προδßκη, πυκασþμεθα καß τüν Üκρατον
Ýλκωμεν κýλικας μεßζονας αιρüμενοι.
Βαιüς ο χαιρüντων εστßν βßος,
εßτα τα λοιπÜ γÞρας κωλýσει,
καß τü τÝλος θÜνατος.

Προδßκη, μ' Üνθη στα μαλλιÜ στολισμÝνοι, σα λουστοýμε,
ξÝχειλα, μ' οßνο ανÝρωτο, μεγÜλα ποτÞρια ας πιοýμε.
ΜικρÝς οι χÜρες της ζωÞς -και μÝγιστο το βÜρος-,
τις παßρνουν τα γερÜματα και στο αντßο ο ΧÜρος.

Ουκ Ýλεγον, Προδßκη, "ΓηρÜσκομεν";
Ου προεφþνουν "¹ξουσιν ταχÝως αι διαλυσßφιλοι";
Νýν ρυτßδες και θρßξ πολιÞ καß σþμα ρακþδες
και στüμα τÜς προτÝρας ουκÝτ' Ýχον χÜριτας.
ΜÞ τßς σοι, μετÝωρε, προÝρχεται Þ κολακεýων λßσσεται;
Ως δÝ τÜφον σε παρερχüμεθα.

Δεν στα 'λεγα προβλÝποντας, "ΓερνÜμε και θα 'ρθοýνε
γοργÜ να μας χωρßσουνε, Προδßκη οι οχτροß μας";
Ρυτßδες, κÜτασπρα μαλλιÜ κι ερεßπιο το κορμß μας.
Το στüμα σου απþλεσε τη πρωτινÞ του χÜρη.
ΠροσπÝφτει παρακαλετÜ ξανÜ κανÝνα παλικÜρι;
Τþρα üλοι σε προσπερνοýν, σα τÜφο σε κοιτοýνε!

Ευρþπης τü φßλημα, και Þν Üχρι χεßλεος Ýλθη,
ηδý γε, κÜν ψαýση μοýνον Üκρου στüματος,
ψαýει δ' ουκ Üκροις τοßς χειλÝσιν,
Üλλ' ερýσασα το στüμα την ψυχÞν εξ ονýχων ανÜγει.

Το φιλß της Ευρþπης γλυκý κι αν ακüμα
με τα χεßλη απαλÜ σ' αγγßξει στο στüμα.
Γιατß μüλις σου φρÜξει üλο γλýκα τα μýχια,
τη ψυχÞ σου αρπÜ απ' τα χεßλ' ως τα νýχια!

¹ρισαν αλλÞλοις Ροδüπη, Μελßτη, Ροδüκλεια,
των τρισσþν τßς Ýχει κρεßσσονα μηριüνην
καß με κριτÞν εßλοντο καß ως Θεαß αι περßβλεπτοι
Ýστησαν γυμναß, νÝκταρι λειβüμεναι.
Και Ροδüπης μÝν Ýλαμπε μÝσος μηρþν πολýτιμος
οßα ροδþν πολλþ σχιζüμενος ζεφýρω .(..)
Της δÝ Ροδοκλεßης υÜλω ßσος, υγρομÝτωπος οßα
καß εν νηþ πρωτογλυφÝς ξüανον. ΑλλÜ πÝπονθε
ΠÜρις διÜ τÞν κρßσιν ειδþς,
τÜς τρεßς αθανÜτας ευθý συνεστεφÜνουν.

Μαλλþνανε τρεις κοπελιÝς, ποιÜ το 'χει πιο ωραßο:
Η Ροδüπη, η Ροδüκλεια και η Μελßτη αντÜμα
και στÜθηκαν ßδιες θεÝς, γυμνοýλες να τις κρßνω.
Της πρþτης Ýλαμπε ακριβü στο μÝσο, το μηραßο,
σαν κüκκινο τριαντÜφυλλο που τρÝμει στο αγιÜζι.
(η Μελßτη λεßπει...)
Της δεýτερης λαμπýριζεν υγρü κι üλο αντÜρα,
σαν το γλυπτü που τÝλειωσε και σε ναü σταλÜζει.
ΑλλÜ εγþ γνωρßζοντας του ΠÜρι τη λαχτÜρα,
βρÜβευσα, üμοια και τις τρεις, με το δικü μου κρßνο!

ΜÞτ' ισχνÞν λßην περιλÜμβανε μÞτε παχεßαν,
τοýτων δ' αμφοτÝρων τÞν μεσüτητα θÝλε.
ΤÞ μÝν γÜρ λεßπει σαρκþν χýσις,
η δÝ περισσÞν κÝκτηται.
Λεßπον μÞ θÝλε, μηδÝ πλÝον.

Μην αγκαλιÜζεις πολý λεπτÞ μηδÝ παχειÜ,
να θες το μÝσον απü αυτÝς τις δυü.
Της μιας της λεßπουν κρÝατα κι η Üλλη περισσειÜ.
Μη πεθυμÜς το παραπÜνω, Þ το λειψü.

Μισþ τÞν αφελÞ, μισþ τÞν σþφρονα λßαν.
Η μÝν γÜρ βραδÝως, Þ δÝ θÝλει ταχÝως.

Μισþ την αγαθÞ και τη πολý μετρημÝνη.
Η μια το θÝλει αργÜ-αργÜ κι η Üλλη ξελιγωμÝνη.

ΕκβÜλλει γυμνÞν τις, επÞν εýρη ποτÝ μοιχüν,
ως μÞ μοιχεýσας, ως απü Πυθαγüρου, εßτα τÝκνον,
κλαßουσα κατατρßψεις τü πρüσωπον
και παραριγþσεις μαινομÝνου προθýροις;
¸κμαξαι, μÞ κλαßε, τÝκνον. Χευρßσομεν Üλλον,
τüν μÞ καß τü βλÝπειν ειδüτα καß το δÝρειν.

ΒγÜζει ποτÝ κανεßς τη δικÞ του τη γυνÞ
üταν τη πιÜσει Üπιστη, Ýξω απ' το σπßτι του γυμνÞ,
λες και αυτüς δεν Ýκανε, -του Πυθαγüρα μαθητÞς;
¸λα κορßτσι μου, μη κλαßς, χαλÜς το πρüσωπü σου
και θα κρυþσεις Ýξω απü τη πüρτα του τρελλοý;
Σκουπßσου και μη κλαις θα βροýμε ταιριαστü σου
που να μη δÝρνει  βλÝπει, Þ να εßναι τιμητÞς!

ΠαρθÝνος αργυρüπεζος ελοýετο, χρυσÝα
μαζþν χρωτß γαλακτοπαγεß μÞλα διαινομÝνη.
Πυγαß δ' αυτüμαται περιηγÝες ειλßσσοντο,
ýδατος υγροτÝρω χρωτß σαλευüμεναι.
Τον δ' υπεροιδαßνοντα κατÝσκεπε πεπτÜμενη χεßρ
οýχ' üλον Ευρþταν, Üλλ' üσον ηδýνατο.

Λουζüταν κι Ýπεφτε νερü στου κοριτσιοý τα στÞθια,
που σÜλευαν, μÞλα χρυσÜ, στο γαλατÝνιο σþμα.
Πþς οι γλουτοß της τρßβονταν και μοιÜζανε, αλÞθεια,
να εßναι πιüτερο υγροß κι απ’ το νερÜκι ακüμα...
Φουσκþνει το μουνÜκι της, μπροστÜ το χÝρι βÜζει,
μα üσο και να το 'θελε, üλο δεν το σκεπÜζει.

                    ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΚΕºΟΣ

Σþσος και Σωσþ, Σþτερ, σοι τüνδε ανÝθεσαν στÝφανον.
Σþσος μεν σωθεßς, Σωσþ δε, üτι Σþσος εσþθη.

Ο Σþσος κι η Σωσþ, σου αναθÝτουν αυτü το στεφÜνι, ω ΣωτÞρα.
Ο Σþσος γιατß σþθηκε κι η Σωσþ γιατß σþθηκε ο Σþσος.


Βαιὰ φαγþν καὶ βαιὰ πιὼν καὶ πολλὰ νοσÞσας

ὀψὲ μÝν, ἀλλ’ ἔθανον. ἔρρετε πÜντες ὁμοῦ.

Φαγß πολý, πιοτß πολý και χÜνομαι, τρεχÜτε
πÝθανα κι üσοι τρÝξατε, στο διÜολο να πÜτε.

ΟυδÝν εν ανθρþποισι μÝνει χρÞμα Ýμπεδον αιεß.

ΚανÝνα πρÜγμα δεν μÝνει για πÜντα δεμÝνο με τους ανθρþπους.

Των γαρ ηλιθßων απεßρων γÝνεθλα.

¢πειρη η γενιÜ των ηλιθßων.

Νüμος εστß θεüς, Tοýτον αεß πÜντοτε τßμα.

Ο Νüμος εßναι Θεüς. Τßμα τον πÜντοτε.

¼ τοι Χρüνος οξýς οδüντας και πÜντα ψÞχει και τα βιαιüτατα.

Ο Χρüνος Ýχει γερÜ δüντια κι üλα τα μασÜ, ακüμα και τα σκληρüτατα.

Ει δ' Üρα τιμÞσαι θυγÜτερ Διüς, üστις Üριστος, ΔÞμος Αθηναßων εξετÝλεσσε μüνος.

Αν σκüπευες να τιμÞσεις τον Üριστο, ΑθηνÜ, η ΑθÞνα το 'καμε απü μüνη της.

ΟυδÝ καλÜς σοφßας εστßν χÜρις ει μÞ τις Ýχει σεμνÜν υγεßαν.

Οýτε κι η σοφßα Ýχει χÜρη, αν λεßπει η καλÞ υγεßα.

Τü γÜρ γεγενημÝνον, ουκÝτ' Üρεκτον Ýσται.

¼,τι Ýγινε πια δε ξεγßνεται.

Τü δοκεßν και τÜν αλÜθειαν βιÜται.

Η εντýπωση βιÜζει και την αλÞθεια.

Τßς γÜρ αδονÜς Üτερ θνατþν
βßος ποθεινüς Þ ποßα τυραννßς;
ΤÜς Üτερ ουδÝ Θεþν
ζηλωτüς αιþν.

ΠοιÜ ζωÞ Þ ποιÜ εξουσßα
ποθητÞ 'ναι Üνευ ηδονÞς;
Χωρßς της, δε θα ζÞλευε κανεßς

των Αιωνßων Θεþν τη Παρουσßα.

¸στι και σιγÜς εκßνδυνον γÝρας.

ΥπÜρχει και σιωπÞς ακßνδυνο βραβεßο.

Ο δ' αý θÜνατος κßχε καß τüν φυγüμαχον.

Βρßσκει ο ΧÜρος και αυτüν που αποφεýγει τη μÜχη.

ΕλλÞνων προμαχοýντες Αθηναßοι Μαραθþνι,
χρυσοφüρων ΜÞδων εστüρεσαν δýναμιν.

Για τους ¸λληνες μαχüμενοι Αθηναßοι στο Μαραθþνα,

σýντριψαν τους πλοýσιους ΜÞδους σ' Ýνα δßκαιον αγþνα.

Ω ξειν',

αγγÝλλειν Λακεδαιμονßοις,
üτι τÞδε κεßμεθα,
τοις κεßνων ρÞμασι πειθüμενοι.

Ω! ξÝνε που περνÜς διαβÜτης,
πες στη πατρßδα μας τη λατρεμμÝνη
üτι βρισκüμαστε εδþ πεσμÝνοι,
πιστοß και πÜντα στο πρüσταγμÜ της.

     Λßγο πριν το τÝλος, Üφησα μια... "μονομαχßα" μεταξý ΤιμοκρÝοντα & Σιμωνßδη. Ο μεν σατßρισε σα φλýαρο, παρτÜκια κι επιδειξιομανÞ και του Ýκαμε Ýνα επßγραμμα, κι ο Σιμωνßδης δεν απÜντησε μα üταν πÝθανε ο ΤιμοκρÝων του Ýβαλε Ýνα επιτýμβιο επßγραμμα. Πιο κÜτω παραθÝτω και τα δυο με σειρÜ εμφανßσεως.


                     ΤιμοκρÝων

Κηßα με προσÞλθε φλυαρßα ουκ εθÝλοντα
ουκ εθÝλοντÜ με προσÞλθε Κηßα φλυαρßα.

Δßχως αιτßα μ' Ýπιασε της ΤζιÜς πολυλογßα
πολυλογßα μ' Ýπιασε της ΤζιÜς, δßχως αιτßα.

                    Σιμωνßδης

Πολλὰ πιὼν καὶ πολλὰ φαγὼν καὶ πολλὰ κÜκ᾿ εἰπὼν
ἀνθρþπους κεῖμαι ΤιμοκρÝων ῾Ρüδιος.

Αφοý Þπια κι Ýφαγα πολλÜ κι αδßκων και δικαßων
τα ´χωσα. Τþρα 'δþ πÝρα κεßτομαι Ρüδιος ΤιμοκρÝων.

                       ΣΚΥΘΗΝ¼Σ

Ορθüν νυν Ýστηκας, ανþνυμον, ουδÝ μαραßνη,
εντÝτασαι δ' ως αν μÞποτε παυσüμενον, αλλ' üτε
μοι Νεμεσηνüς üλον παρÝκλινεν εαυτüν
πÜντα διδοýς, α θÝλω, νεκρüν απεκρεμÜσο.
Τεßνεο και ρÞσσου και δÜκρυε, πÜντα ματαßως,
ουχ Ýξεις Ýλεον χειρüς αφ ημετÝρης.

Τþρα σηκþθηκες ορθü κι εßσαι νταβραντισμÝνο,
σαν εßχα τον Νεμεσηνü, καθüσουνα πεσμÝνο.
ΠÝος χτυπÞσου, δÜκρυσε, τσßτωσε μανιασμÝνα,
το Ýλεος της χοýφτας μου δεν θα 'βρεις απü μÝνα.

               ΤΟΥΔΙΚΙΟΣ ΓΑΛΛΟΣ

Ἡ τρισß λειτουργοῦσα πρüς ἕν τÜχος ἀνδρÜσι Λýδη,
τῷ μÝν ὑπÝρ νηδýν, τῷ δ’ ὑπü, τῷ δ’ ὄπιθεν,
εἰσδÝχομαι φιλüπαιδα, γυναικομανῆ, φιλυβριστÞν.
Εἰ σπεýδεις ἐλθþν σýν δυσß, μÞ κατÝχου.

Εγþ η ΛυδÞ η ξακουστÞ, μπορþ με τρεις να πÝσω
κοχýλι, χεßλη κι Üβατο, μπορω να τους διαθÝσω,
βιτσιüζο, γüη, παιδεραστÞ κι üτι κι αν πεις,
περÜστε μÜγκες το λοιπüν, ελÜτε και οι τρεις.

                  ΦΙΛΟΔΗΜΟΣ

Ψαλμüς και λαλιÞ και κþτιλον üμμα
και ωδÞ Ξανθßππης και πυρ

Üρτι κατεχüμενον, ω ψυχÞ, φλÝξει σε.
Το δ' εκ τßνος Þ πüτε και πþς, ουκ οßδα.
Γνþση δýσμορε, τυφομÝνη.

Με λÜγνο βλÝμμα Üσμα, με γλυκειÜ φωνÞ
και της Ξανθßππης η φωτιÜ, σε σιγοψÞνει.
¢χου ψυχÞ μου! Θα σε κÜψει σα καμßνι.
Δε θα γνωρßζεις πþς, Þ πüτε και γιατß
και θα τα μÜθεις üταν στÜχτη θα 'χεις γßνει.


ΚρÜμβην Αρτεμßδωρος, Αρßσταρχος δε τÜριχον,

βολβßσκους δ' ημßν δþκεν Αθηναγüρας,
ηπÜτιον Φιλüδημος, ΑπολλοφÜνης δε δýο μνας
χοιρεßου, και τρεις Þσαν απ' εχθÝς Ýτι´
ωüν και στεφÜνους και σÜμβαλα και μýρον ημßν
λÜμβανε, παι´ δεκÜτης ευθý θÝλω παρÜγειν.

Το λÜχανο Αρτεμßδωρος, ο Αρßσταρχος παστü,
κρεμμýδια Αθηναγüρας, Φιλüδημος σκωταριÜ,
ο ΑπολλοφÜνης δυο μνων αξßας χοιρινÜ,
χþρια üσα μεßναν απü χτες και εßναι αρκετÜ.
Παιδß, τρÝχα, τη κοýπα, στÝφανα και πιατικÜ
και μýρα, δÝκα ακριβþς, το δεßπνο να σερβιριστþ.

ΟσσÜκι Κυδßλης υποκüλπιος, εßτε κατ' Þμαρ
εßτ' αποτολμÞσας Þλυθον εσπÝριος,
οιδ' üτι παρ' κρημνüν τÝμνω πüρον, οιδ' üτι ριπτþ
πÜντα κýβον κεφαλÞς αιÝν ýπερθεν εμÞς.
αλλÜ τι μοι πλÝον εστß ; η γαρ θρασýς ηδ', üταν Ýλκη
πÜντοτ' ¸ρως αρχÞν ουδ' üναρ οßδε φüβου.

ΚÜθε που θα βρεθþ στην αγκαλιÜ σου ω! Κυδßλη,
-εßτε τη νýχτα Þ τη μÝρα σε γυρÝψω-
ξÝρω πως πÜω ßσια στου γκρεμοý τα χεßλη
και το κεφÜλι μου στα ζÜρια θα το παßξω.
Το ξÝρω μα τß μ' ωφελεß; Ο ¸ρως γßνεται θρασýς:
κÜμει Üφοβο τον Üνθρωπο που σÝρνει, παρευθýς.

ΜικκÞ και μελανεýσα Φιλαßνιον, αλλÜ σελßνων
ουλοτÝρη και μινοý χρþτα τερεινοτÝρη
και κεστοý φωνεýσα μαγþτερα και παρÝχουσα
πÜντα και αιτÞσαι πολλÜκι φειδομÝνη.
τοιαýτην στÝργοιμι Φιλαßνιον, Üχρις αν εýρω
Üλλην, ω χρυσÝη Κýπρι, τελειοτÝρην.

Κοντοýλι και μελαχροινü, η Φιλαινιü η καημÝνη,
με το σγουρü, σα σÝλινου, μαλλß, χαριτωμÝνη,
το δερματÜκι της γλυκü και απαλü σα χνοýδι,
με τη φωνÞ της σε μεθÜ σ' ερωτικü τραγοýδι,
μου δßνει ü,τι της ζητþ, ξεχνÜ την αμοιβÞ της.
ΤÝτοιο 'ναι το κορßτσι μου κι εσý χρυσÞ μου Κýπρις
φýλαξÝ μου τηνε σιμÜ ως βρω καλλßτερÞ της.

ΝυκτερινÞ, δßκερως, φιλοπÜννυχε, φαßνε, ΣελÞνη,

φαßνε δι ευτρÞτων βολλομÝνη θυρßδων.
αυγαζε χρυσÝην Καλλßστιον, ες τα φιλεýντων
Ýργα κατοπτÝυειν ου φθονος αθανÜτη.
ολβßζεις και τηνδε και ημÝας, οßδα, ΣελÞνη,
και γαρ συ ψυχÞν Ýφλεγεν Ενδυμßων.

ΛÜμψε νυχτüβια δÝσποινα, αθÜνατη ΣελÞνη,
γλυκÜ απ' τις γρßλλιες, φþτισε μου Εκεßνη,
γλυστρþντας πÜνω στη Καλλßστιον τη ξανθÞ,
συ που θωρεßς üλων των εραστþν τα μýχια.
ΞÝρω μας μακαρßζεις και μÝνα και αυτÞ,
κι εσý 'χες πÝσει  κÜποτε στου ¸ρωτα τα νýχια.

ΕξÞκοντα τελεß Χαριτþ λυκαβαντßδας þρας

αλλ' Ýτι κυανÝων σýρμα μÝνει πλοκÜμων,
κÜν στÝρνοις Ýτι κεßνα τα λýγδινα κþνια
μαστþν Ýστηκεν, μßτρης γυμνÜ περιδρομÜδος
και χρþς αρρυτßδωτος Ýτ' αμβροσßην,
Ýτι πειθþ πÜσαν, Ýτι στÜζει μυριÜδας χαρßτων.
ΑλλÜ πüθους οργþντας üσοι μη φεýγετ', ερασταß,
δεýρ' ßτε, τÞς ετÝων ληθüμενοι δεκÜδος.

ΕξÞντα πια η Χαριτþ, μα χρüνια δε μετρÜνε,
κορÜκου κþμη και βυζιÜ, Ýχει που σε κεντÜνε,
απü τη σÜρκα της σταλÜ, μýρο και αμβροσßα
και δÝρμα ατσαλÜκωτο, χαρßτων πανδαισßα.
Εσεßς λοιπüν που θÝλετε να δþσετε παρÜδες
σπεýστε και μη μετρÞσετε των χρüνων τις δεκÜδες!

ΚÞν ρßψης επß λαιÜ και ην επß δεξιÜ ρßψης
Κριναγüρη, κενεοý σαυτüν ýπερθε λÝχους,
ει μη σοι χαρßεσσα παρακλßνοιτο ΓÝμελλα,
γνþση κοιμηθεßς ουχ ýπνον, αλλÜ κüπον.

¼σο κι αν στρουφογÝρνεις στο κρεββÜτι σου
το Üδειο, ω! Κριναγüρα, ερωτικü σου,
αν η γλυκειÜ ΓεμÝλλα δεν ειν' πλÜι σου,
ýπνος να διþξει, δε θα 'ρθει, τον κÜματü σου!

Ἡ κομψή͵ μεῖνόν με. τί σοι καλὸν οὔνομα; ποῦ σε

ἔστιν ἰδεῖν; ὃ θέλεις͵ δώσομεν. οὐδὲ λαλεῖς;
ποῦ γίνῃ; πέμψω μετὰ σοῦ τινα. μή τις ἔχει σε;
ὦ σοβαρή͵ ὑγίαιν´. οὐδ´ Ὑγίαινε λέγεις;
καὶ πάλι καὶ πάλι σοι προσελεύσομαι·
οἶδα μαλάσσειν καὶ σοῦ σκληροτέρας. νῦν δ´ ὑγίαινε͵ γύναι.

¸ι ομορφοýλα, ποý τραβÜς, πες μου το τ' üνομÜ σου
και απü μÝνα ü,τι θες, να σÝ ιδω λßγο στÜσου.
Δε μου μιλÜς; Τß σκÝφτεσαι; Να σ' εýρω, που αρÜζεις;
Θα ψÜξω πÜλι να σε βρω. Μην τα 'χεις με κανÝνα;
ΣοβÜρεψες κι οýτ' Ýνα "γειÜ", απü το στüμα βγÜζεις.
Θα σ' εýρω, Ýννοια σου και δεν μου ξεγλυστρÜς εμÝνα,
γιατß Ýχω ρßξει πιο σκληρÝς, ματÜκια μου, απü σÝνα!
Τα ξαναλÝμε το λοιπüν. Προς þρας, Üντε γειÜ σου!

Ἠράσθην· τίς δ´ οὐχί; κεκώμακα· τίς δ´ ἀμύητος
κώμων; ἀλλ´ ἐμάνην· ἐκ τίνος; οὐχὶ θεοῦ;
ἐρρίφθω· πολιὴ γὰρ ἐπείγεται ἀντὶ μελαίνης
θρὶξ ἤδη͵ συνετῆς ἄγγελος ἡλικίης.
καὶ παίζειν ὅτε καιρός͵ ἐπαίξαμεν· ἡνίκα
καιρὸς οὐκέτι͵ λωιτέρης φροντίδος ἁψόμεθα.

ΗρÜσθην, παρασýρθηκα -και ποιüς δεν τοχει πÜθει;
ΛωλÜθηκα! ΚÜποια ΘεÜ; Μα τÝλος πια τα λÜθη,
διü γÝρασα και Üσπρισα, το γÞρας με προφταßνει
και πρÝπει να συμμαζευτþ, για τüσο που μου μÝνει.
Σαν νιüς το Ýπαιξα κι εγþ τ' ωραßο παιγνιδÜκι,
τþρα μου πρÝπει φρüνηση, φροντßδα και... τσαγÜκι!

Ἠράσθην Δημοῦς Παφίης γένος· οὐ μέγα θαῦμα·
καὶ Σαμίης Δημοῦς δεύτερον· οὐχὶ μέγα·
καὶ πάλιν Ὑσιακῆς Δημοῦς τρίτον· οὐκέτι ταῦτα
παίγνια· καὶ Δημοῦς τέτρατον Ἀργολίδος.
αὐταί που Μοῖραί με κατωνόμασαν Φιλόδημον͵
ὡς αἰεὶ Δημοῦς θερμὸς ἔχοι με πόθος

ΚÜποια Παφιþτισσα Δημþ ηρÜσθην, -τι εßρωνεßα
μετÜ μια Σαμιþτισσα Δημþ, -χωρßς αστεßα,
τρßτη, απ' τις ΥσιÝς Δημþ, -πÜγωσα σαν την εßδα
και μια τÝταρτη Δημþ, απü την Αργολßδα.
Οι Μοßρες κÜτι ξÝρανε και δþσαν τ' üνομÜ μου:
Φιλü-δημος! ΚÜποια Δημþ θα παßρνει τα μυαλÜ μου!

Πέντε δίδωσιν ἑνὸς τῇ δεῖνα ὁ δεῖνα τάλαντα͵
καὶ βινεῖ φρίσσων καί͵ μὰ τόν͵ οὐδὲ καλήν·
πέντε δ´ ἐγὼ δραχμὰς τῶν δώδεκα Λυσιανάσσῃ͵
καὶ βινῶ πρὸς τῷ κρείσσονα καὶ φανερῶς.
πάντως ἤτοι ἐγὼ φρένας οὐκ ἔχω͵ ἢ τό γε λοιπὸν
τοὺς κείνου πελέκει δεῖ διδύμους ἀφελεῖν.

Της δßνει πÝντε τÜλλαρα, για να τηνε γαμÞσει,
και τρÝμει σα παιδüπουλο κι αυτÞ δε πιÜνει μßα.
Εγþ στη ΛυσιÜνασσα δßνω πÝντε δραχμοýλες
κι εßναι κουκλß και δþδεκα φορÝς θε να με... ψÞσει.
Δε λαχταρþ και γεýομαι τα πÜντα μ' ηρεμßα!
¹ 'μαι τρελλüς Þ αυτουνοý, να κüψουν τις... αυγοýλες!


ΑντικρÜτης Þδει τα σφαιρικÜ μÜλλον ΑρÜτου
πολλþ, την ιδßην δ' ουκ ενüει γÝνεσιν,
διστÜζειν γαρ Ýφη, πüτερ' εν Κριþ γεγÝνηται
Þ Δßδυμος Þ τοις ºχθυσιν αμφοτÝροις.
εýρηται δε σαφþς εν τοις τρισß, και γαρ οχευτÞς
και μωρüς μαλακüς τ' Ýστß και οψοφÜγος.

Ο ΑντικρÜτης γνþριζε καλÜ αστρονομßα,
καλλßτερα απ' τον ¢ρατο, που δε σκÜμπαζε μßα,
üμως δε γνþριζε πüτε εßχ' ο ßδιος γεννηθεß:
Δßδυμος τÜχα Þ Κριüς Þ μÞπως στον Ιχθý;
Μπλεκüταν ποý 'χεν ßδιον τριþν αστερισμþν:
Ακüλαστος, μουνüδουλος, βλαξ κι εκ των αγαθþν!

Κýπρι γαληναßη φιλονýμφιε, Κýπρι δικαßοις
σýμμαχε, Κýπρι Πüθων μÞτερ αελλοπüδων,
Κýπρι, των ημßσπαστων απü κροκÝων εμÝ παστþν,
τον χιüσι ψυχÞν Κελτßσι νειφüμενον,
Κýπρι, τον ησýχιüν με, τον ουδενß κωφÜ λαλεýντα,
τον σÝο πορφυρÝω κλυζüμενον πελÜγει,
Κýπρι φιλομßστειρα, φιλüργιε, σþζÝ με, Κýπρι,
Ναúακοýς Þδη, δεσπüτι, προς λιμÝνας.

Κýπρις προστÜτις δßκαιη, της υμεναßου γαλÞνης,
και των γοργοτρικυμισμÝνων πüθων χορηγüς,
εμÝνα μ' εξορßσανε εκ της γαμÞλιας κλßνης
ψυχÞ μου που σα πÜγος ΚÝλτικης χιονιÜς εγßνης,
εγþ, φιλÞσυχος, δεν λÝω χαζομÜρες σε κανÝνα,
στο πÝλαγος το ρüδινü σου, εßμαι τþρα ναυαγüς,
ΠροστÜτις üσων ψÜχνουνε λιμÜνι, σαν κι εμÝνα,
βüηθα ω! Κýπρι, στης ΝαúÜδος, να 'βρω απÜνεμο λιμÝνα.

Ο πριν εγþ και πÝντε και εννÝα, νυν, Αφροδßτη,
εν μüλις εκ πρþτης νυκτüς ες ηÝλιον.
οιμοß μοι και τοýτο κατÜ βραχý, πολλÜκι δ' Þδη
ημιθανÝς θνÞσκει τοýτο το ΤερμÝριον.
ω ΓÞρας ΓÞρας, τι ποθ' ýστερον ην αφßκηαι,
ποιÞσεις, üτι νυν þδε μαραινüμεθα;

Εγþ που πρþτα το 'καμα πÝντε κι εννιÜ φορÝς
ολημερßς, τþρα με ζüρι και βαριÜ, το κÜνω μßα.
Κι αυτÞ κρατÜ λιγþτερο και ýστερα, μαθÝς,
ω! Κýπρις, το Εργαλεßο μου ψοφÜ τυραννισμÝνο.
Αν απü τþρα κρÝμεται Ýτσι δα μαραμÝνο,
τι θα γενεß σα φτÜσουνε τα γηρατειÜ με βßα;

"Γινþσκω, χαρßεσσα, φιλεßν πÜλιν τον φιλÝοντα,
και πÜλι γινþσκω τον μεν δακüντα δακεßν
μη λýπει με λßην στÝργοντÜ σε μηδ' ερεθßζειν
τας βαρυοργÞτους σοß θÝλε Πιερßδας."

Ταýτα εβüων αιεß και προýλεγον, ταýτ' αλλ' ßσα πüντωι
Ιονßωι μýθων Ýκλυες ημετÝρων.
τοιγÜρ νυν συ μεν þδε μÝγα κλαßουσα βαàζεις
ημεßς δ' εν κüλποις Þμεθα ΝαúÜδος.

"ΞÝρω χαρÜ μου, αυτÞν που μ' αγαπÜ να αγαπþ,
μα και δαγκþνω αυτοýς που με δαγκþνουν.
Μη θλßβεσαι και προκαλεßς, σαν σε φιλþ
τις Μοýσες, που αλßμονü μας αν θυμþνουν".

Τα κýματα εχÜζευες, σαν στα 'λεγα αυτÜ,
της Ιονßου και τα θεωροýσες παραμýθια.
Κι ιδοý τþρα που οδýρεσαι στ' αλÞθεια,
ενþ κρατþ την üμορφη ΝαúÜδα αγκαλιÜ.

Δημþ με κτεßνει και ΘÝρμιον´η μεν εταßρη
η Δημþ δ' οýπω Κýπριν επισταμÝνη,
και της μεν ψαýω, της δ' ου θÝμις. ου μα σε , Κýπρι,
ουκ οßδ' Þν ειπεßν δει με ποθεινοτÝρην.
ΔημÜριον λÝξω την παρθÝνον´ου γαρ Ýτοιμα
βοýλομαι, αλλÜ ποθþ παν το φυλασσüμενον.

Η ΘÝρμιον και η Δημþ με βαλαντþνουν.
Εταßρα η μια κι η Üλλη Üμαθη παρθÝνα.
Τη μια τη παßρνω μα η Üλλη δε μ' αφÞνει.
Δεν ξÝρω ποιÜ 'ναι ποθητüτερη για μÝνα.
ΛÝω η μικρÞ Δημþ κι η Κýπρις ας με κρßνει,
δεν θÝλω τα Ýτοιμα, μα τα δεüντως φυλαγμÝνα.

Ω ποδüς, ω κνÞμης, ω τον απüλωλα δικαßως μηρþν,

ω γλουτων, ω κτενüς, ω λαγüνων, þμοιν, ω μαστþν,
ω του ραδινοßο τραχÞλου, ω χειρþν, ω των μαßνομαι ομματßων,
ω κατατεχνοτÜτου κινÞματος, ω περιÜλλων γλωττισμþν,
ω των μþμεθα φαναρßων. Ει δ' ΟπτικÞ και Φλþρα
και ουκ Üδουσα τα Σαπφοýς, και Περσεýς ΙνδÞς ηρÜσατ' ΑνδρομÝδης.

Αχ τα πüδια, αχ η κνÞμη, -Θε μου χÜνομ'- οι μηροß της,
οι γλουτοß της, τα λαγüνια, -παλαβþνω- η σχισμÞ της,
οι þμοι της, ο τρυφερüς αυχÝνας, τα βυζÜκια της,
τα χÝρια, τα τσακßσματα, τα üμορφα ματÜκια της,
ψßθυροι που μ' ανÜβουν, τα γλυκÜ φιλÜκια της.
Κι αν εßναι Ιταλßς η Φλþρα, τß μ' αυτü;
Τι κι αν ποτÝ της δεν τραγοýδησε Σαπφþ;
ΙνδÞ, Περσεýς, την ΑνδρομÝδα δεν ηρÜσθη, σας ρωτþ;

Καὶ νυκτὸς μεσάτης τὸν ἐμὸν κλέψασα σύνευνον

ἦλθον καὶ πυκινῇ τεγγομένη ψακάδι.
τοὔνεκ´ ἐν ἀπρήκτοισι καθήμεθα κοὐχὶ λαλεῦντες
εὕδομεν͵ ὡς εὕδειν τοῖς φιλέουσι θέμις;

¹ρθα σ' εσÝ νυχτιÜτικα, το ταßρι μου γελþντας,
γßνηκα λοýτσα στη βροχÞ και εßμαι μουσκεμÝνη,
και στÝκεσαι Ýτσι αμßλητος το πÜτωμα κοιτþντας.
Μα πρÝπει λες Ýτσι Üπραγοι να 'ναι οι ερωτευμÝνοι;


κι Ýνα δικü μου


ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Κρýβει τα δυο της τα βυζÜκια, η αγÜπη μου
και μου γελÜ μ' αυτÜ τα μÜτια τα μεγÜλα.
Νιþθει καλÜ, γιατß δε ξÝρει το μερÜκι μου,
πως κεßνα θα 'πρεπε να κρýβει κι üχι τ' Üλλα!

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers