Βιογραφικό
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. (15 χρόνια μετά το θάνατο του Σωκράτη και 3 χρόνια μετά την ίδρυση της Ακαδημίας του Πλάτωνα στην Αθήνα), στα Αρχαία Στάγειρα της Μακεδονίας (σημερινή ονομασία της περιοχής Λιοτόπι, μισό χιλιόμετρο νοτίως της Ολυμπιάδας). Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ', που είχε πατέρα ο Φίλιππος. Ο Νικόμαχος, που κατά το λεξικό Σουίδα είχε γράψει 6 βιβλία φυσικής κι ένα ιατρικής, θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού κι είχε έρθει από γενιά της ’νδρου. Προόριζε δε τον γιο του για διάδοχο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Αυτό δικαιολογείται καθώς επρόκειτο για εποχή που οι ιατρικές γνώσεις και μέθοδοι κρατούνταν μυστικές και κληροδοτούνταν από πατέρα σε γιο. Πίστευαν ότι και της μητέρας του η καταγωγή ήταν θεϊκή. Ονομαζόταν Φαιστίς, είχε έρθει με Χαλκιδείς αποίκους στα Στάγειρα κι ανήκε στο γένος των Ασκληπιαδών.
Πρόωρα ορφάνεψε από γονείς, στα 10 περίπου και τη κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος, που 'ταν εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος, που τονε φρόντισε σα δικό του παιδί, τονε δίδαξε ελληνικά, ρητορική και ποίηση, και τον έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα.
Σ' αυτά τα χρόνια συναναστράφηκε και κατανόησε τον Πλάτωνα της γεροντικής ηλικίας (το 367 ήταν 60 χρονών), δηλαδή τον φιλόσοφο με τη μετριασμένη ιδεοκρατία και τη βαθύτερη αυτοκριτική, γεγονός που, σε συνδυασμό με την προέλευση του Αριστοτέλη από περιβάλλον εμπειρικό, εξηγεί ικανοποιητικά τη διαφορά της αριστοτελικής από την πλατωνική φιλοσοφία. Πράγματι ο Αριστοτέλης σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367 - 347), μέχρι τη χρονιά δηλαδή που πέθανε ο δάσκαλός του. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε "νουν της διατριβής" και το σπίτι του "οίκον αναγνώστου". Η στάση του απέναντι στον Πλάτωνα και τους συνεργάτες του, τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη, τον Εύδοξο και τον Ηρακλείδη, ήταν από την αρχή κριτική και δημιουργική και με τόλμη έλεγε τις απόψεις του.
Όταν το 347 π.Χ. πέθανε ο Πλάτωνας, προέκυψε θέμα διαδόχου στη διεύθυνση της σχολής. Επικρατέστεροι για το αξίωμα ήταν οι 3 καλύτεροι μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης κι ο Σπεύσιππος. Ο Αριστοτέλης τότε μαζί με τον Ξενοκράτη εγκατέλειψε την Αθήνα κι εγκαταστάθηκαν στην ’σσο, πόλη της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι από τη Λέσβο. Την ’σσο κυβερνούσαν τότε δύο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος κι ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει τη πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, Ερμίας. Οι δύο φίλοι, κυβερνήτες της ’σσο, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως παράρτημα της Ακαδημίας. Η γνώμη πως έφυγε από την Ακαδημία κι από την Αθήνα, επειδή δεν αναγνωρίστηκε διάδοχος του Πλάτωνα στη διεύθυνση της σχολής του, δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Δεν ήταν δυνατό να αξιώσει τη "σχολαρχία" από το Σπεύσιππο, που ήταν δάσκαλός του, 25 χρόνια μεγαλύτερός του, ανιψιός του Πλάτωνα και κληρονόμος της περιουσίας του, επομένως και της ίδιας της Ακαδημίας.
Στην ’σσο δίδαξε 3 χρόνια, ήταν η κεντρική μορφή ανάμεσα σ' ένα κύκλο από φίλους της Ακαδημίας, και μαζί με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δεν μπόρεσε ο Πλάτωνας. Συνδέθηκαν στενά με τον Ερμία και τον επηρέασαν τόσο, ώστε η τυραννία του να καταστεί πραότερη και δικαιότερη. Το τέλος του τυράννου όμως ήταν τραγικό. Επειδή προέβλεπε την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία, συμμάχησε με το Φίλιππο. Γι' αυτό τον συνέλαβαν οι Πέρσες και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό σταυρικό θάνατο. Εκεί γνώρισε και τον Θεόφραστο, τον σπουδαιότερο μαθητή, συνεργάτη και φίλο του, που τον κάλεσε να εγκατασταθεί στη δική του ιδιαίτερη πατρίδα, τη Μυτιλήνη (345/344). Το 345 π.Χ., ακολουθώντας τη συμβουλή του μαθητή του, πέρασε απέναντι στη Λέσβο κι εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Στο μεταξύ είχε νυμφευτεί την ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, τη Πυθιάδα, με την οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου, συνδέθηκε αργότερα στην Αθήνα με τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Νικόμαχο.
Το 342 π.Χ. τον προσκάλεσε ο Φίλιππος στη Μακεδονία, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που 'τανε τότε μόλις 13 χρονών. ’ρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού διαδόχου. Φρόντισε να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως παιδευτικό όργανο τα ομηρικά έπη. Η εκπαίδευση του γινόταν άλλοτε στη Πέλλα κι άλλοτε στη Μίεζα, -κωμόπολη, τα ερείπια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη- που βρισκότανε στους πρόποδες του βουνού που πάνω του είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Εκεί το 341 π.Χ. πληροφορήθηκε το θάνατο του Ερμία.
Έμεινε στη μακεδονική αυλή 6 χρόνια. Όταν ο Αλέξανδρος συνέτριψε την αντίσταση των Θηβαίων κι αποκατέστησε την ησυχία στη νότια Ελλάδα, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα (335 π.Χ.) κι ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή. Για να εγκαταστήσει τη σχολή του διάλεξε το Γυμνάσιο, που λεγότανε και Λύκειο, ανάμεσα στο Λυκαβητό και τον Ιλισσό, κοντά στη πύλη του Διοχάρη, στο σημείο δηλαδή που σήμερα βρίσκεται ο Εθνικός Κήπος. Εκεί υπήρχε άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και τις Μούσες. Με χρήματα που του έδωσε άφθονα ο Αλέξανδρος, έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν "περίπατοι". Ίσως γι' αυτό η σχολή του ονομάστηκε Περιπατητική κι οι μαθητές του περιπατητικοί φιλόσοφοι. Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί "εωθινός περίπατος", και για τους αρχάριους το απόγευμα, "περί το δειλινόν", "δειλινός περίπατος". Η πρωινή διδασκαλία ήτανε καθαρά φιλοσοφική "ακροαματική". Η απογευματινή "ρητορική" κι "εξωτερική".
Η σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες κι όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα 13 χρόνια που έμεινε στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και τη ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.
Το 323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Το ιερατείο, μ' εκπρόσωπό του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα, κι η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, τονε κατηγορήσανε για ασέβεια "γραφή ασεβείας", επειδή είχε ιδρύσει βωμό στον Ερμία, είχε γράψει, τον ύμνο στην Αρετή και το επίγραμμα στον ανδριάντα του Ερμία, στους Δελφούς. Όμως, επειδή κατάλαβε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των μηνυτών του, έφυγε για τη Χαλκίδα, προτού γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που 'χε από τη μητέρα του, μαζί με τη 2η σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα 2 του παιδιά, το Νικόμαχο και τη Πυθιάδα.
Το 322 π.Χ. πέθανε στη Χαλκίδα από στομαχικό νόσημα, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία, στα 63 του περίπου, χωρίς να προφτάσει να δει την αποκατάσταση της μακεδονικής πολιτικής στην Αθήνα και την αυτοκτονία του Δημοσθένη, γεγονότα που συνέβησαν λίγους μήνες αργότερα (322). Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα, όπου θάφτηκε μ' εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν "οικιστή" της πόλης κι έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα Αριστοτέλεια κι ονόμασαν έναν από τους μήνες "Αριστοτέλειο". Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής. Φεύγοντας από την Αθήνα, διευθυντή της σχολής άφησε το μαθητή του Θεόφραστο, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο. Έτσι το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.
Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και μαζί με το δάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί τη φωτεινή δυάδα της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου κόσμου. Κορυφαίος φιλόσοφος κι επιστήμονας της κλασσικής εποχής, ιδρυτής της περιπατητικής φιλοσοφίας, ο συστηματικότερος, μεθοδικότερος και πολυμερέστερος νους του αρχαίου κόσμου κι ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές όλων των εποχών, θεμελιωτής και πρόδρομος πλήθους παλαιότερων και νεότερων κλάδων της επιστήμης. Υπήρξε σοφός μεγαλοφυής, εγκυκλοπαιδικός, φυσιοδίφης, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητας. Ως άνθρωπος είχε πιστούς φίλους, αλλά και φοβερούς αντίπαλους (Επίκουρος, Τίμαιος, Ευβουλίδης κ.ά.), που κάποιες φορές τον παρουσίαζαν ως φιλάργυρο, φιλήδονο, ραδιούργο, μηχανορράφο, ακόμα ως οργανωτή δολοφονίας του Αλέξανδρου κλπ.
Αντίθετα, από αξιόπιστες πηγές μαθαίνουμε πως υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ' όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του τη βρίσκουμε διάχυτη στη διαθήκη του. Μέσα σ' αυτή φροντίζει για τη μνήμη των γονέων και του αδερφού του και δε λησμονεί ούτε την οικογένεια του πατρικού φίλου Πρόξενου, που τον ανέθρεψε. Φροντίζει για τη 2η γυναίκα του, την Ερπυλλίδα και το γιο που απέκτησε μαζί της, το Νικόμαχο. Ακόμα για τη κόρη του Πυθιάδα, καρπό του 1ου του γάμου. Η μεγάλη του όμως φιλανθρωπία φαίνεται στο σημείο κείνο της διαθήκης, που ορίζει να μη πουληθεί κανείς από τους δούλους που τον υπηρέτησαν, αλλά να ελευθερώνονται μόλις ενηλικιώνονται.
Δεν έδειξε ενδιαφερον στη δημοσίευση των έργων του με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα πολλά απ' αυτά. Ποτέ δε δημοσίευσε τα βιβλία του, εκτός από τους διαλόγους του. Η ιστορία των πρωτότυπων συγγραμμάτων του περιγράφεται από τον Στράβωνα στη Γεωγραφία του κι από τον Πλούταρχο στο βιβλίο Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας. Τα χειρόγραφα των παραδόσεών του μείνανε στα χέρια του μαθητή του, Θεόφραστου. Ο Θεόφραστος τα άφησε στον Νηλέα από τη Σκήψη κι από αυτόν έμειναν στους κληρονόμους του. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν στον Απελλικώνα από τη Τηΐα/Τέω για μεγάλο ποσό. Ο Σύλλας μετά τη κατάληψη των Αθηνών (86 π.Χ.) πήρε τη βιβλιοθήκη του Απελλικώνα και τα μετέφερε στη Ρώμη. Εκεί πρωτοδημοσιεύτηκαν (60 π.Χ.) από τον Ίωνα φιλόλογο Τυραννίωνα από την Αμυσό και στη συνέχεια από τον περιπατητικό φιλόσοφο Ανδρόνικο το Ρόδιο.
Οι Αλεξανδρινοί υπολόγιζαν ότι έγραψε 400 περίπου συνολικά βιβλία. Ο Διογένης Λαέρτιος υπολόγισε το έργο του σε στίχους και βρήκε ότι έφταναν τις 44 μυριάδες, δηλ. 440.000. Μεγάλο μέρος από το έργο του αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή "εξωτερικών" μαθημάτων κι ήτανε γραμμένα σε μορφή διαλογική. Από αυτά σώθηκε μόνο η Αθηναίων Πολιτεία, σ' έναν πάπυρο που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του αντιστοιχούνε στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του και που λέγονται "ακροαματικές ή εσωτερικές". Γι' αυτό κι είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο κι όχι σε διάλογο. Αρκετά από τα βιβλία του έχουν υποστεί επεμβάσεις κι επεξεργασίες και γενικά η κατάστασή τους δεν είναι καλή. Από το τεράστιο έργο του τελικά σώθηκαν 47 βιβλία και μερικά αποσπάσματα από τα άλλα. Δε θεωρούνται όμως όλα γνήσια.
Εκτός από τη γνώμη του τη σχετική με τις ιδέες του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει κι άλλες αρχές. Δεν αποκρούει την ηδονή, αλλά προτιμά τη πιο τέλεια, αυτή δηλαδή που πηγάζει από τη διάνοια. Ο σκοπός των ανθρώπινων ενεργειών, κατ' αυτόν, είναι η ευδαιμονία, που ορίζει ως ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Η αρετή, όταν κυριαρχεί στα πάθη και στις ορμές, τα ρυθμίζει, παίζοντας το ρόλο του μέτρου ανάμεσα στις δύο ακρότητες, δηλαδή στην υπερβολή και την έλλειψη. Έτσι π.χ. η "πραότης" είναι αρετή ως μεσότητα της οργής και της αναισθησίας, η "ανδρεία", επειδή βρίσκεται ανάμεσα στη θρασύτητα και στη δειλία, κι η "αιδώς", επειδή κατέχει το μέσο της αδιαντροπιάς και της κατάπληξης, που είναι ακρότητες. Συμπλήρωμα της αρετής είναι και τα αγαθά του σώματος (δύναμη, υγεία, ομορφιά) και τα αγαθά της τύχης (πλούτος, ευγενική καταγωγή κλπ.). Σύμφωνα μ' αυτά, ευτυχισμένος είναι κείνος που ενεργεί με τις επιταγές της αρετής και συγχρόνως έχει μερίδιο και στα άλλα αγαθά, τα "εκτός αγαθά", όπως τα ονομάζει.
Ταλαντεύεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Κάθε πράγμα, κατ' αυτόν, αποτελείται από ύλη και πνεύμα, που 'ναι μεταξύ τους αδιάσπαστα ενωμένα. Η ύλη είναι παθητική, είναι η δυνατότητα του πράγματος, ενώ το πνεύμα ενεργητικό, δηλαδή η δύναμη που μεταβάλλει τη δυνατότητα σε πραγματικότητα. Ο κόσμος είναι ενιαίος κι αιώνιος, ενώ η οικουμένη έχει σχήμα σφαίρας με κέντρο τη γη. Με το να δέχεται τη καταγωγή των γνώσεων από τις αισθήσεις, πλησιάζει πολύ τον υλισμό. Τέλος με την τυπική λογική βλέπει την αντικειμενική πραγματικότητα "στατικά" κι όχι μες στην αέναη μεταβολή και κίνησή της.
Είναι γεγονός ότι οι πολιτικές του αντιλήψεις διαφέρανε σε πολλά σημεία από τις πολιτικές θεωρήσεις του Πλάτωνα. Σ' αντιπαράθεση με την άποψη του πως οι φιλόσοφοι πρέπει να 'ναι οι βασιλείς, σημειώνει: "Δεν είναι απλώς περιττό για ένα βασιλιά να 'ναι φιλόσοφος, αλλ' αποτελεί μειονέκτημα. Καλλίτερα ένας βασιλιάς να συμβουλεύεται τους αληθινούς φιλοσόφους. Έτσι θα μπορούσε να γεμίσει τη βασιλική του εξουσία με καλές πράξεις κι όχι με καλά λόγια".
Μεγάλη είναι η συνεισφορά του στη φυσική φιλοσοφία. Μελέτησε την ύλη, τις μεταβολές, την κίνηση, το χώρο, το χρόνο και το διάστημα. Συνέβαλλε καθοριστικά στην ανάπτυξη και εξέλιξη της αστρονομίας -δίνοντας έμφαση στους κομήτες-, της χημείας -δίνοντας έμφαση σε ορισμένες διαδικασίες όπως η καύση-, της μετεωρολογίας -καθώς επιδόθηκε στη σπουδή των νεφών-, κι αναμφισβήτητα της μαθηματικής επιστήμης με τη συστηματοποίηση του αφαιρετικού-συμπερασματικού τρόπου σκέψης.
Στα κείμενα του Αριστοτέλη γίνεται, για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αρχαίας φιλοσοφίας, λόγος για νομοθετημένη κοινή παιδεία (Πολιτικά θ 1337 α 33), γιατί μέσω αυτής της ομοιόμορφης διαδικασίας, όπως πίστευε, ο άνθρωπος καθίσταται πολίτης, δηλαδή αποκτά τη δυνατότητα να "μετέχει κρίσεως κι αρχής", με τελικό αποτέλεσμα να "μετέχουν της πολιτείας πάντες οι πολίτες".
Η παιδεία, κατ' αυτόν, συντελεί ώστε ο άνθρωπος-πολίτης να γίνεται "αγαθός, σπουδαίος και φρόνιμος". Τα χαρακτηριστικά του "σπουδαίου" είναι: α) "έκαστα κρίνει ορθώς" και διακρίνει "εν εκάστοις το αληθές" και β) η κατάκτηση της αρετής. Ο "σπουδαίος πολίτης φθάνει στην "ευδαιμονίαν". Οι θεμελιώδεις παράγοντες της παιδείας είναι "η φύσις, το έθος κι ο λόγος". Οι "σπουδαίοι" κι "ευδαίμονες πολίτες", αποτελούνε τη βάση για την ευδαιμονία της πόλης, αφού "η επιμέλεια πέφυκεν εκάστου μορίου βλέπειν προς την του όλου επιμέλειαν".
Πόσο επίκαιρες είναι οι θέσεις του για την απόκτηση της γνώσης στη κοινωνία της μάθησης; Είναι προφανής η δυσκολία απάντησης στο ερώτημα αυτό, ακόμη κι αν δεχθούμε πως η επιστήμη από την εποχή του έχει κάνει σημαντικά βήματα επιδιώκοντας μια ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας -αν κι είναι αμφίβολο αν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να οδηγηθεί στη γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας- ενώ η γνώση προκύπτει από μια ατέρμονη διαδικασία μάθησης.
Οι θέσεις του Αριστοτέλη που αφορούν το επιστημολογικό (γνωσιολογικό) ζήτημα- αλλά και το οντολογικό (μεταφυσικό) και το ηθικό (αξιακό) -μας προσφέρουν σημαντικά εργαλεία ανάλυσης του διερευνώμενου ζητήματος, προκειμένου να οδηγηθούμε σε ουσιαστικές απαντήσεις. Ειδικότερα, ο Αριστοτέλης προσφέρει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της νόησης και της μάθησης. Η θεώρηση αυτή, η οποία επεκτείνεται σε πολλά έργα του, δεν περιορίζεται μόνο στη διατύπωση των κανόνων της απαγωγικής και της επαγωγικής μεθόδου για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά προχωρεί και στον προσδιορισμό του σκοπού και του περιεχομένου της μάθησης, της αγωγής και της εκπαίδευσης.
Σκοπός της μάθησης, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η επίτευξη της τελείωσης, η οποία έγκειται στην πραγμάτωση των ιδιαίτερων δυνατοτήτων της νόησης που διαθέτει ο άνθρωπος, "ενδελέχεια". Η "τελείωση" του ανθρώπου, ταυτίζεται με την ευδαιμονία, που δεν νοείται μόνον ως ευχαρίστηση ή ικανοποίηση από την απόλαυση υλικών ή πνευματικών αγαθών, αλλά ως ενέργεια της ψυχής η οποία τείνει προς την τελείωση με την κινητοποίηση του θεωρητικού και του πρακτικού νου προς την επιδίωξη του αγαθού. Ο άνθρωπος προβαίνει στην επιτέλεση των άριστων ενεργειών, που είναι οι διανοητικές και ηθικές αρετές, με την ενεργοποίηση της θεωρητικής και της πρακτικής νόησης. Η αγωγή, κατά συνέπεια, έχει ως αποστολή να συντελέσει στην πραγμάτωση του σκοπού της ύπαρξης, στην επίτευξη της ευδαιμονίας, ασκώντας στον άνθρωπο στην επιτέλεση της αρετής.
Η επίδραση των αρχών του Μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου Αριστοτέλη στη Φυσική και την Αστρονομία, σημειώστε ότι η γεωκεντρική -ανθρωποκεντρική θεώρηση του Σύμπαντος, διατυπωμένη από τη μεγαλύτερη, κατά γενική ομολογία, διάνοια όλων των εποχών, τον κύριο εκπρόσωπο των φυσικών φιλοσόφων Αριστοτέλη, έμοιαζε να εξηγεί τόσα πολλά, ώστε να κυριαρχήσει για σχεδόν 2.000 χρόνια. Οι πειραματικοί φυσικοί, με κύριο εκφραστή τους το Γαλιλαίο, κατέρριψαν τη γεωκεντρική άποψη του Αριστοτέλη, αλλά όχι και την ανθρωποκεντρική. Για τη διατήρηση του ανθρώπου στο κέντρο του Σύμπαντος, διατυπώθηκαν στη συνέχεια πολλές απόψεις μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς η επιστήμη της Αστρονομίας εξελίσσονταν ταχύτατα.
Σήμερα ο άνθρωπος, πλούσιος σε επιστημονικές γνώσεις για το Σύμπαν, επιχειρεί μιαν αλλιώτικη ανθρωποκεντρική προσέγγιση με τη διατύπωση της ανθρωπιστικής αρχής. Το ανθρωπιστικό αξίωμα, επηρεασμένο από την Αριστοτελική κοσμολογική φιλοσοφική θεώρηση, επιχειρεί να προσδώσει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην παρουσία του Ανθρώπου στο Σύμπαν.
Για Τα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη και τον τρόπο που ο Μεγάλος φιλόσοφος αντιμετώπιζε το φυσικό φαινόμενο της χαλαζόπτωσης, ας σταθούμε ιδιαίτερα στο σύγγραμμά του περί Μετεώρων, που αποτελείται από 4 βιβλία. Στα βιβλία αυτά αναλύονται το σύνολο σχεδόν των γνωστών μετεωρολογικών φαινομένων. Αποτελέσανε πράγματι το μοναδικό κλασσικό σύγγραμμα Μετεωρολογίας επί 20 σχεδόν αιώνες, μέχρι δηλαδή τον 17ο αι. που ανακαλύφθηκε το θερμόμετρο, το βαρόμετρο κι άλλα όργανα Φυσικής, που βέβαια αποτέλεσαν επανάσταση και νέα εξέλιξη στην επιστήμη της Μετεωρολογίας. Μέχρι κι ειδική αναφορά γίνεται σαν επεξήγηση του γνωστού και τότε φυσικού φαινομένου της χαλαζόπτωσης.
Όσον δε αφορά στην ανάγνωση της Αριστοτελικής σύλληψης της πρώτης ύλης, μέσα από τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει στο χώρο της Φυσικής των Στοιχειωδών Σωματιδίων, φαίνεται πως οι ανακαλύψεις στον κόσμο της μικροσκοπικής κλίμακας, προσφέρουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό για τη στήριξη της βασικής της θέσης, ότι για την κατανόηση της δομής και του χαρακτήρα του φυσικού κόσμου, καλούνται σήμερα οι Φυσικοί επιστήμονες να χρησιμοποιήσουν εξηγητικά σχήματα που έχουν έναν έντονο Αριστοτελικό χαρακτήρα. Αυτό όμως, γίνεται ιδιαίτερα σαφές, όταν προχωρήσουμε στη διερεύνηση της εκπληκτικής αναλογίας που υπάρχει στον τρόπο που προσπάθησε να ορίσει τη πρώτη ύλη ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, ως το "έσχατον υποκείμενον" της μεταβολής, με την αντίστοιχη εικόνα που αναδύεται σήμερα μέσα από την εξερεύνηση του θαυμαστού κόσμου της ύλης στο εσωτερικό της σύστασης του ατόμου.
Τα 4 Στοιχεία της Φύσης & ο ’νθρωπος, του Αριστοτέλη
__________________________________________________________
ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Ενότητα 11 Α1 1
Ἐπειδὴ ὁρῶμεν πᾶσαν πόλιν οὖσαν τινὰ κοινωνίαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν συνεστηκυῖαν ἕνεκεν ἀγαθοῦ τινος (πάντα γὰρ πράττουσι πάντες χάριν τοῦ δοκοῦντος εἶναι ἀγαθοῦ), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν στοχάζονταί τινος ἀγαθοῦ, καὶ μάλιστα δὲ ἡ κυριωτάτη πασῶν καὶ περιέχουσα πάσας τὰς ἄλλας τοῦ κυριωτάτου πάντων.
Αὕτη δ' ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.
Επειδή βλέπουμε πως η κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας (κοινωνικής συμβίωσης) κι ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού, (πράγματι, ό,τι κάνουν οι άνθρωποι το κάνουνε για καλό), είναι φανερό πως όλες τους επιδιώκουνε κάποιο αγαθό και, φυσικά, αυτή που είναι ανώτερη απ' όλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες, επιδιώκει το ανώτερο απ' όλα τα αγαθά.
Αυτή είναι η λεγόμενη πόλη ή κοινωνία πολιτική.
Ενότητα 15 Γ1 1-2
Τῷ ἐπισκοποῦντι περὶ πολιτείας, καὶ τίς καὶ ποία τις ἑκάστη, πρώτη σχεδὸν σκέψις ἰδεῖν περὶ πόλεως, τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις. Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πρᾶξιν πεπραχέναι τὴν πόλιν, οἱ δ' οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον· ὁρῶμεν δὲ πᾶσαν τὴν πραγματείαν τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου οὖσαν περὶ πόλιν, ἡ δὲ πολιτεία ἐστὶ τάξις τις τῶν οἰκούντων τὴν πόλιν.
Ἐπεὶ δ' ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν μὲν ὅλων συνεστώτων δ' ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ζητητέος ὁ πολίτης· ἡ γὰρ πόλις ἐστὶν πλῆθός τι πολιτῶν. Ὥστε σκεπτέον τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ἐστὶ ὁ πολίτης. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις· οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ τις ὃς ὢν πολίτης ἐν δημοκρατίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης ἐν ὀλιγαρχίᾳ.
Για όποιον ασχολείται με τον τρόπο διακυβέρνησης {και ψάχνει να βρει} ποια είναι η ουσία και ποια τα χαρακτηριστικά της κάθε επιμέρους πολιτείας, το πρώτο σχεδόν θέμα για διερεύνηση {είναι} να δει τι είναι άραγε μια πόλη. Γιατί σήμερα υπάρχουν διαφορετικές γνώμες πάνω σ' αυτό το θέμα, καθώς άλλοι λένε πως τη τάδε συγκεκριμένη πράξη την έκανε η πόλη, άλλοι όμως {λένε ότι} όχι η πόλη, αλλά η {συγκεκριμένη} κυβέρνηση ή ο τύραννος· έπειτα βλέπουμε πως όλη η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη έχει να κάνει με την πόλη· τέλος, το πολίτευμα είναι ένας τρόπος οργάνωσης αυτών που ζουν στην πόλη.
Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα κείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρώτα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι πολίτης· διότι η πόλη είναι σύνολο πολιτών. Επομένως πρέπει να εξετάσουμε ποιον πρέπει ν' αποκαλούμε πολίτη και τι είναι πολίτης. Πράγματι, για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες· δεν υπάρχει δηλαδή μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης αυτής· διότι αυτός που είναι πολίτης σε δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν είναι πολίτης σ' ολιγαρχικό.
Ενότητα 16 Γ1, 3-4/6-12
Ὁ πολίτης οὐ πολίτης ἐστὶν τῷ οἰκεῖν που (καὶ γὰρ μέτοικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ' οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς κοινωνοῦσιν ἀπὸ συμβόλων)· (...) ἁπλῶς δὲ οὐδενὶ τῶν ἄλλων πολίτης ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς. (...)
Ἐκ τούτων οὖν φανερὸν τίς μὲν ἐστιν ὁ πολίτης· ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς ἀρχῆς, λέγομεν εἶναι πολίτην ἤδη ταύτης τῆς πόλεως, πόλιν δέ, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν, τὸ πλῆθος τῶν τοιούτων ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς.
Ο πολίτης δεν είναι πολίτης με κριτήριο, ότι είναι εγκαταστημένος σ' ένα συγκεκριμένο τόπο (διότι κι οι μέτοικοι κι οι δούλοι μοιράζονται {με τους πολίτες} ένα κοινό τόπο)· ούτε {είναι πολίτες} αυτοί που απ' όλα τα πολιτικά δικαιώματα έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στα δικαστήρια ως εναγόμενοι κι ως ενάγοντες (το δικαίωμα αυτό το έχουν και άλλοι, χάρη σε ειδικές συμφωνίες). (...) Με το πιο αυστηρό νόημα της λέξης τίποτε άλλο δεν ορίζει τόσο τον πολίτη όσο η συμμετοχή στις δικαστικές λειτουργίες και στ' αξιώματα. (...)
Απ' αυτά γίνεται λοιπόν φανερό τι είναι ο πολίτης: αυτός που έχει τη δυνατότητα να μετέχει στη πολιτική και δικαστική εξουσία λέμε πως είναι πολίτης αυτής της πόλης· πόλη είναι τότε, με την ακριβέστερη σημασία της λέξης, ένας αριθμός τέτοιων ατόμων αρκετός, ώστε να εξασφαλίζεται η αυτάρκεια στη ζωή τους.
Ενότητα 20 Θ2 1-4
Φανερὸν οὖν ὅτι νομοθετητέον μὲν περὶ παιδείας καὶ ταύτην ποιητέον κοινήν· τίς δ' ἔσται ἡ παιδεία καὶ πῶς χρὴ παιδεύεσθαι, δεῖ μὴ λανθάνειν. Νῦν γὰρ ἀμφισβητεῖται περὶ τῶν ἔργων. Οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν ἄριστον βίον, οὐδὲ φανερὸν πότερον πρέπει πρὸς τὴν διάνοιαν μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος· ἔκ τε τῆς παιδείας ἐμποδὼν ἡ σκέψις ταραχώδης καὶ δῆλον οὐδὲν πότερον δεῖ ἀσκεῖν τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττά (πάντα γὰρ ταῦτα εἴληφε κριτάς τινας)· οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον περί τε τῶν πρὸς ἀρετὴν (καὶ γὰρ εὐθὺς τὴν ἀρετὴν οὐ τὴν αὐτὴν πάντες τιμῶσιν, ὥστ' εὐλόγως διαφέρονται καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς).
Οὐ μὲν οὖν ἄδηλον ὅτι τῶν χρησίμων δεῖ διδάσκεσθαι τὰ ἀναγκαῖα· ὅτι δὲ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν ἔργων ἐλευθερίων τε καὶ τῶν ἀνελευθερίων φανερόν, καὶ ὅτι τῶν χρησίμων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν τοιούτων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον. Βάναυσον δ' εἶναι δεῖ νομίζειν τοῦτο τὸ ἔργον καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι ἀπεργάζονται τὸ σῶμα ἢ τὴν διάνοιαν τῶν ἐλευθέρων ἄχρηστον πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς.
Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να ορίσουμε νόμους που να ρυθμίζουν την παιδεία, ότι η παιδεία πρέπει να 'ναι ίδια για όλους. Ποιος, τώρα, θα είναι ο χαρακτήρας αυτής της παιδείας και με ποιον τρόπο θα πρέπει να μορφώνονται οι νέοι, είναι δύο πράγματα που δεν πρέπει να διαφύγουν της προσοχής μας. Γιατί σήμερα υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Δεν έχουν, πράγματι, όλοι την ίδια γνώμη για το τι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι είτε προς την κατεύθυνση της κατάκτησης της αρετής είτε προς την κατεύθυνση του καλύτερου δυνατού τρόπου ζωής· ούτε είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να έχει στόχο της την καλλιέργεια και άσκηση του νου ή τη διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα. Αν ξεκινήσουμε από την εκπαίδευση που παρέχεται σήμερα, η έρευνά μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη σύγχυση και δεν είναι καθόλου φανερό ποια πρέπει να εξασκούμε: αυτά που είναι ωφέλιμα για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση (όλες αυτές οι απόψεις έχουν βρει τους υποστηρικτές τους). Ούτε υπάρχει καμιά απολύτως συμφωνία για το ποιες σπουδές οδηγούν στην αρετή (εδώ δεν έχουν την ίδια ιδέα για την αρετή όλοι αυτοί που την τιμούν!), ώστε είναι φυσικό να υποστηρίζουν διαφορετικές γνώμες κι ως προς την άσκησή της.
Δεν υπάρχει, βέβαια, αμφιβολία πως από τα ωφέλιμα πράγματα, τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν αυτά που 'ναι αναγκαία για τη ζωή, όχι, βέβαια, όλα, δεδομένου πως οι ασχολίες διακρίνονται σ' αυτές που ταιριάζουν και σ' αυτές που δεν ταιριάζουν σε λεύτερους ανθρώπους· όπως επίσης είναι φανερό ότι κι από τα χρήσιμα πράγματα, τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν όσα δεν κάνουν αυτόν που τα μαθαίνει ευτελή και τιποτένιο. Ευτελή και τιποτένια πρέπει να θεωρούμε κάθε ασχολία, τέχνη ή μάθηση που κάνει το σώμα ή το μυαλό των ελεύθερων ανθρώπων άχρηστο για τα έργα και τις πράξεις της αρετής.
Ενότητα Β 1270
Λανθασμένες είναι κι οι ρυθμίσεις για τους εφόρους. Παρά το ότι είναι η σημαντικότερη εξουσία, ωστόσο προέρχονται απ' όλο το λαό και πολλές φορές συμβαίνει να παίρνουν το αξίωμα πολύ φτωχοί άνθρωποι, που χρηματίζονται εξαιτίας της φτώχειας τους. Αυτό έχει αποδειχθεί πολλές φορές και πριν, τώρα όμως και με τους Ανδρίους. Ορισμένοι εξαγοράστηκαν κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καταστρέψουν την πόλη. Κι επειδή η εξουσία τους είναι τόσο μεγάλη και τυραννική, αναγκάστηκαν κι οι βασιλιάδες να τους κολακέψουν μ' αποτέλεσμα να βλάψουν το πολίτευμα και μ' αυτό τον τρόπο, αφού από αριστοκρατικό έγινε δημοκρατικό.
Η εξουσία τούτη πράγματι εξασφαλίζει τη συνοχή του πολιτεύματος (ο λαός παραμένει ήρεμος, γιατί συμμετέχει στο σημαντικότερο αξίωμα, και το αποτέλεσμα συμφέρει ανεξάρτητα από το αν οφείλεται στο νομοθέτη ή σε τυχαία περιστατικά). Γιατί για να διατηρηθεί η πόλη πρέπει όλα τα τμήματά της να θέλουν την ύπαρξη και τη διατήρησή της. Κι αυτό γίνεται με τους βασιλιάδες, εξαιτίας των τιμών που τους αποδίδουν, με τους διακεκριμένους πολίτες, εξαιτίας της παρουσίας τους στη γερουσία (αφού το αξίωμα αποδίδεται ως επιβράβευση για την αρετή τους) και με το λαό, εξαιτίας της εκλογής του στο αξίωμα των εφόρων (αφού οι έφοροι προέρχονται από το λαό).
Ο τρόπος απονομής του αξιώματος είναι παιδαριώδης. Έπρεπε να εκλέγονται απ' όλο το λαό και όχι όπως γίνεται τώρα. 'Aλλωστε, δεν είναι διακεκριμένοι πολίτες κι επειδή παίρνουν σοβαρές αποφάσεις, θα 'τανe καλύτερo να κρίνουν με βάση γραπτή νομοθεσία κι όχι αυθαίρετα. Ούτε όμως η ζωή τους συμβαδίζει με τους νόμους. Οι έφοροι ζουν μ' άνεση, ενώ οι άλλοι με σκληρούς περιορισμούς, μ' αποτέλεσμα να μην αντέχουν τη ζωή τους και να καταπατούν τους νόμους, για ν' απολαύσουν κρυφά τις σωματικές ηδονές.
........................................................................................................................
ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ
Ενότητα 1η Β1 1-3
Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ᾿ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. Εξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται· οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ᾿ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ᾿ ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. Οὔτ᾿ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.
Επειδή, λοιπόν, η αρετή είναι δύο ειδών, διανοητική κι ηθική, η μεν διανοητική κατά κύριο λόγο στηρίζει και την προέλευσή της και την αύξησή της στη διδασκαλία, γι' αυτό έχει ανάγκη από την εμπειρία και το χρόνο· η δε ηθική είναι αποτέλεσμα συνήθειας απ' όπου κι έχει λάβει το όνομά της που μικρή διαφορά παρουσιάζει από το έθος. Απ' αυτό γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως· διότι τίποτα απ' όσα είναι έτσι από τη φύση, δε μπορεί ν' αποκτήσει μ' εθισμό μιαν άλλην ιδιότητα, όπως για παράδειγμα η πέτρα που από τη φύση της πέφτει προς τα κάτω, δε μπορεί να συνηθίσει να κινείται προς τα πάνω, ούτε κι αν χιλιάδες φορές ρίχνοντάς τη κάποιος προς τα πάνω προσπαθεί να τη συνηθίσει σ' αυτό· ούτε η φλόγα προς τα κάτω, (μπορεί ν' αποκτήσει τη συνήθεια να κινείται) ούτε τίποτε άλλο από τα πράγματα που γεννιούνται από τη φύση με μιαν ορισμένη ιδιότητα, είναι δυνατόν ν' αποκτήσει διαφορετικές συνήθειες. Οι αρετές, λοιπόν, δε γεννιούνται μέσα μας, ούτε σύμφωνα με τη φύση ούτε αντίθετα σ' αυτὴν, αλλά αφενός (σε μας που) έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αφετέρου να τελειοποιούμαστε (σ' αυτές) με τον εθισμό.
Ενότητα 2η Β1 4
Ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ᾿ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν) τὰς δ᾿ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί· οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ᾿ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.
Ακόμα δε όσες ιδιότητες υπάρχουν σε μας από τη φύση, πρώτα τις παίρνουμε ως δυνατότητες κι ύστερα προχωράμε στις αντίστοιχες ενέργειες (πράγμα που 'ναι φανερό στη περίπτωση των αισθήσεων)· διότι δεν αποκτήσαμε τις (αντίστοιχες) αισθήσεις επειδή είδαμε πολλές φορές ή ακούσαμε πολλές φορές, αλλά αντίθετα, (πρώτα) έχοντάς τις, κάναμε χρήση τους, δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήση τους)· τις αρετές όμως τις αποκτάμε αφού πρώτα τις ασκήσουμε, όπως ακριβώς (συμβαίνει) και στις άλλες τέχνες· διότι όσα πρέπει αφού μάθουμε να πράττουμε, αυτά πράττοντάς τα τα μαθαίνουμε, όπως για παράδειγμα γίνονται (κάποιοι) οικοδόμοι με το να οικοδομούν και κιθαριστές με το να παίζουν κιθάρα· έτσι λοιπόν αφενός γινόμαστε δίκαιοι πράττοντας δίκαιες πράξεις, αφετέρου σώφρονες με το να επιτελούμε σώφρονα έργα κι ανδρείοι με το να κάνουμε ανδραγαθήματα.
Ενότητα 3η Β1 5-7
Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν· οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, καὶ τὸ μὲν βούλημα παντὸς νομοθέτου τοῦτ᾿ ἐστίν, ὅσοι δὲ μὴ εὖ αὐτὸ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν, καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης. Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται, ὁμοίως δὲ καὶ τέχνη· ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ κακοὶ γίνονται κιθαρισταί. Ανάλογον δὲ καὶ οἰκοδόμοι καὶ οἱ λοιποί πάντες· ἐκ μὲν γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί. Εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν, οὐδὲν ἂν ἔδει τοῦ διδάξοντος, ἀλλὰ πάντες ἂν ἐγίνοντο ἀγαθοὶ ἢ κακοί.
Κι αυτό το επιβεβαιώνει κι ότι γίνεται στις πόλεις· οι νομοθέτες, δηλαδή, με την άσκηση κάνουν τους πολίτες καλούς, κι αυτή είναι η επιθυμία κάθε νομοθέτη, όσοι όμως δεν το καταφέρνουν δεν πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν, και σ᾿ αυτό το σημείο διαφέρει το καλό πολίτευμα από το πολίτευμα το λιγότερο καλό (το κατώτερο). Ακόμη για τους ίδιους λόγους και με τα ίδια μέσα και γεννιέται κάθε αρετή και καταστρέφεται, και το ίδιο γίνεται και με την τέχνη· γιατί από το παίξιμο της κιθάρας και οι καλοί και οι κακοί γίνονται κιθαριστές. Με ανάλογο τρόπο λοιπόν γίνεται το ίδιο και με τους οικοδόμους και με όλους τους υπόλοιπους· από την καλή, δηλαδή, κατασκευή οικιών θα προέλθουν οι καλοί οικοδόμοι, από την κακή (κατασκευή) οι κακοί. Γιατί, εάν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, καθόλου δε θα χρειαζόταν ο άνθρωπος που θα δίδασκε (ο δάσκαλος), αλλά όλοι θα μπορούσαν να γίνουν καλοί ή κακοί.
Ενότητα 4η Β1 7-8
Οὔτω δὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει· πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι, πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί. Ομοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχει καὶ τὰ περὶ τὰς ὀργάς· οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται, οἳ δ᾿ ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, οἳ μὲν τοῦ οὐτωσί ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσί. Καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται. Διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι· κατὰ γὰρ τὰς τούτων διαφορὰς ἀκολουθοῦσιν αἱ ἕξεις. Οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν.
Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις αρετές· διότι όταν ασχολούμαστε μ' όσα συμβαίνουν στη συναλλαγή μας με τους άλλους ανθρώπους, γινόμαστε άλλοι δίκαιοι κι άλλοι άδικοι, όταν πάλι ασχολούμαστε μ' όσα έχουν μέσα τους το στοιχείο του φόβου και συνηθίζουμε στο φόβο ή το θάρρος, (γινόμαστε) άλλοι ανδρείοι άλλοι δειλοί.Το ίδιο συμβαίνει και με τις επιθυμίες και τις οργές· άλλοι δηλαδή γίνονται σώφρονες και πράοι, άλλοι ασυγκράτητοι κι οξύθυμοι, άλλοι με το να συμπεριφέρονται μ' αυτό το συγκεκριμένο τρόπο σ' αυτά, άλλοι (με το να συμπεριφέρονται) διαφορετικά (με κείνο τον τρόπο). Με λίγα λόγια, από τις όμοιες ενέργειες διαμορφώνονται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Γι' αυτό πρέπει να προσδίδουμε μιαν ορισμένη ποιότητα στις ενέργειές μας· γιατί στις διαφορές αυτών (των ενεργειών) προσαρμόζονται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Το ν' αποκτάμε, λοιπόν, από τη πιο μικρή ηλικία τη μια ή την άλλη συνήθεια δεν έχει μικρή σημασία αλλά μεγάλη ή καλύτερα τεράστια.
Ενότητα 5η Β3 1-2
Σημεῖον δὲ δεῖ ποεῖσθαι τῶν ἕξεων τὴν ἐπιγιγνομένην ἡδονὴν ἢ λύπην τοῖς ἔργοις (ὁ μὲν γὰρ ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν ἡδονῶν καὶ αὐτῷ τούτῳ χαίρων σώφρων ὁ δ᾿ ἀχθόμενος ἀκόλαστος, καὶ ὁ μὲν ὑπομένων τὰ δεινὰ καὶ χαίρων ἢ μὴ λυπούμενός γε ἀνδρεῖος, ὁ δὲ λυπούμενος δειλός. Περὶ ἡδονὰς γὰρ καὶ λύπας ἐστίν ἡ ἠθικὴ ἀρετή· διὰ μὲν γὰρ τὴν ἡδονὴν τὰ φαῦλα πράττομεν, διὰ δὲ τὴν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα. διὸ δεῖ ἦχθαί πως εὐθὺς ἐκ νέων, ὡς ὁ Πλάτων φησίν, ὥστε χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ· ἡ γὰρ ὀρθὴ παιδεία αὕτη ἐστίν.
Πρέπει να ορίσουμε ως κριτήριο των έξεων την ηδονή ή τη λύπη που προκύπτει από τις πράξεις. Όποιος, δηλαδή, απέχει από τις σωματικές ηδονές κι αυτή η ίδια η αποχή του προκαλεί χαρά είναι σώφρων· κείνος όμως που ενοχλείται είναι ακόλαστος· κι αυτός που υπομένει τα δεινά και χαίρεται ή τουλάχιστον δε λυπάται γι᾿ αυτό, είναι ανδρείος ενώ όποιος λυπάται είναι δειλός. Η ηθική αρετή έχει σχέση με τις ηδονές και τις λύπες. Διότι χάρη της ηδονής κάνουμε ευτελή έργα, εξαιτίας της λύπης όμως απέχουμε από τα καλά. Γι' αυτό πρέπει να διαπαιδαγωγείται ο άνθρωπος άμεσως από τη νεανική ηλικία, όπως λέει ο Πλάτωνας, έτσι ώστε να χαίρεται και να λυπάται για τα πράγματα που πρέπει. Πράγματι αυτή είναι σωστή παιδεία.
Ενότητα 6η Β6 1-4
Δεῖ δὲ μὴ μόνον οὕτως εἰπεῖν, ὅτι ἕξις, ἀλλὰ καὶ ποία τις. Ῥητέον οὖν ὅτι πᾶσα ἀρετή, οὗ ἂν ᾖ ἀρετή, αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ εὖ ἀποδίδωσιν, οἷον ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετὴ τόν τε ὀφθαλμὸν σπουδαῖον ποιεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ · τῇ γὰρ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετὴ εὖ ὁρῶμεν. ῾Ομοίως ἡ τοῦ ἵππου ἀρετὴ ἵππον τε σπουδαῖον ποιεῖ καὶ ἀγαθὸν δραμεῖν καὶ ἐνεγκεῖν τὸν ἐπιβάτην καὶ μεῖναι τοὺς πολεμίους. Εἰ δὴ τοῦτ᾿ ἐπὶ πάντων οὕτως ἔχει καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἀρετὴ εἲη ἂν ἡ ἕξις ἀφ᾿ ἧς ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται καὶ ἀφ᾿ ἧς εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει. Πῶς δὲ τοῦτ᾿ ἔσται, (ἤδη μὲν εἰρήκαμεν, ἔτι δὲ καὶ) ὧδ᾿ ἔσται φανερόν, ἐὰν θεωρήσωμεν ποία τίς ἐστιν ἡ φύσις αὐτῆς.
Δε πρέπει μόνο να πούμε γενικά πως η αρετή είναι συνήθεια, αλλά πρέπει να πούμε και τι είδους είναι. Πρέπει να πούμε ότι κάθε αρετή, οποιουδήποτε πράγματος κι αν είναι, και αυτό το ίδιο πράγμα τελειοποιεί, και κάνει το έργο του να εκτελείται αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, η αρετή του ματιού κάνει και το ίδιο το μάτι και το έργο του έξοχο, αφού με την αρετή του ματιού είναι που βλέπουμε καλά. Μ' όμοιο τρόπο κι η αρετή του αλόγου κάνει και το ίδιο τ' άλογο σπουδαίο κι ικανό να καλπάζει, να φέρει αναβάτη και ν' αντιμετωπίζει τους εχθρούς. Αν αυτό είναι έτσι σ' όλα τα πράγματα, τότε κι η αρετή του ανθρώπου πρέπει να 'ναι η συνήθεια λόγω της οποίας ο άνθρωπος γίνεται καλός και λόγω της οποίας μπορεί να εκτελεί καλά το δικό του έργο. Πώς θα γίνει αυτό (έχουμε ήδη κάνει λόγο), αλλά θα γίνει ακόμα περισσότερο φανερό από το εξής, εάν δηλαδή εξετάσουμε ποια είναι ακριβώς η φύση αυτής (της αρετής).
Ενότητα 7η Β6 4-8
Εν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ' ἔλαττον τὸ δ' ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς... Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ' ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἕν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν, πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει· τοῦτο δ᾿ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν. Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἕξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα· ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται· τοῦτο δὲ μέσον ἐστι κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. Τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον· οὐ γὰρ εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἓξ μνᾶς προστάξει· ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἢ ὀλίγον· Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. Ομοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης. Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολήν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ' αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς.
Σε καθετί λοιπόν που παρουσιάζει συνοχή και που μπορεί να διαιρεθεί, είναι δυνατό να πάρει κανείς ένα κομμάτι μεγαλύτερο, ένα κομμάτι μικρότερο ή ένα κομμάτι ίσο με τ' άλλο και μάλιστα είτε σε σχέση με το ίδιο το πράγμα είτε σε σχέση με μας... Λέω λοιπόν μέσο του πράγματος αυτό που απέχει εξίσου από το καθένα από τα δυο άκρα, το οποίο ακριβώς είναι ένα και το ίδιο για όλους και σε σχέση με μας, αυτό που δεν είναι πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο· κι αυτό δεν είναι ένα ούτε το ίδιο για όλους. Όπως, αν τα δέκα είναι πολλά ενώ τα δύο λίγα, λαμβάνουν τα έξι ως μέσο για το πράγμα· γιατί αυτό υπερέχει κι υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων· αυτό λοιπόν είναι το μέσον σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής. Το μέσο όμως σε σχέση με μας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται έτσι, γιατί αν για κάποιον είναι πολύ να φάει δέκα μνες ενώ δυο λίγο, ο προπονητής δεν θα τον προστάξει έξι· γιατί ίσως κι αυτό είναι πολύ ή λίγο γι' αυτόν που θα τη λάβει· γιατί για το Μίλωνα μπορεί να 'ναι λίγο, ενώ γι' αυτόν που μόλις ξεκινά να γυμνάζεται, πολύ. Το ίδιο για το τρέξιμο και τη πάλη. Έτσι λοιπόν και κάθε ειδήμονας αποφεύγει από τη μία και την υπερβολή και την έλλειψη, ενώ από την άλλη, ψάχνει να βρει το μέσο κι αυτό επιλέγει, μέσο όμως όχι του πράγματος αλλά σε σχέση με μας.
Ενότητα 8η Β6 9-10
Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα (ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις ὅτι οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι, ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης, οἱ δ' ἀγαθοί τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται), ἡ δ' ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική. Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν· αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.
Αν κάθε επιστήμη εκπληρώνει έτσι σωστά το έργο της, αποβλέποντας στο μέσο και σ' αυτό οδηγώντας τα έργα (γι' αυτό συνηθίζουν να λένε στο τέλος για τα καλά έργα ότι δεν είναι δυνατό ούτε ν' αφαιρέσει ούτε να προσθέσει κανείς τίποτα, επειδή η υπερβολή κι η έλλειψη καταστρέφουν το τέλειο, ενώ η μεσότητα το σώζει κι οι καλοί τεχνίτες, όπως λέμε, εργάζονται αποβλέποντας σ' αυτό) κι η αρετή, που είναι ακριβέστερη και καλύτερη κάθε τέχνης, όπως ακριβώς κι η φύση, μπορεί να 'χει για στόχο το μέσο. Εννοώ την ηθική· γιατί αυτή είναι για τα πάθη και τις πράξεις και σ' αυτά υπάρχει η υπερβολή κι η έλλειψη και το μέσο.
Ενότητα 9η Β6 10-13
Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ· τὸ δ᾿ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ᾿ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστί τῆς ἀρετῆς. ῾Ομοίως δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον. ῾Η δ᾿ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολή ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται· ταῦτα δ᾿ ἂμφω τῆς ἀρετῆς. Μεσότης τις ἄρα ἐστίν ἡ αρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.
Για παράδειγμα, είναι δυνατό να αισθανόμαστε και φόβο και θάρρος κι επιθυμία κι οργή κι ευσπλαχνία και γενικά ευχαρίστηση και λύπη σε βαθμό μεγαλύτερο ή μικρότερο και τα δυο αυτά όχι καλά. Το να αισθανόμαστε όμως τη στιγμή που πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει και για το λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, αυτό είναι το μέσο κι άριστο πράγμα που είναι χαρακτηριστικό της αρετής. Μ' όμοιο τρόπο και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή κι έλλειψη και μέσο. Η αρετή αναφέρεται στα συναισθήματα και στις πράξεις που η υπερβολή κι η έλλειψη αποτυγχάνουν και κατακρίνονται, ενώ το μέσον επαινείται κι είναι το σωστό· και τα δυο αυτά ανήκουνε στην αρετή. Η αρετή, λοιπόν, είναι μια μεσότητα αφού στοχεύει στο μέσο.
Ενότητα 10η Β6 14-16
Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν (τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον, τὸ δ᾿ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου), τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)· καὶ διὰ ταῦτ᾿ οὖν τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ᾿ ἀρετῆς ἡ μεσότης· ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί. Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ᾿ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ᾿ ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ᾿ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ᾿ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.
Άλλωστε η αποτυχία μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως οι Πυθαγόρειοι υπέθεταν, το αγαθό όμως με το πεπερασμένο), ενώ το να πράττει κανείς το σωστό μ' ένα μόνο τρόπο (γι' αυτό και το ένα είναι εύκολο, το δε άλλο δύσκολο, είναι εύκολο ν' αποτύχουμε στο σκοπό μας, δύσκολο δε να τον πετύχουμε). Γι' αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η υπερβολή κι η έλλειψη είναι ιδιότητες της κακίας και η μεσότητα της αρετής· καλοί μπορούμε να γίνουμε με έναν μόνο τρόπο, κακοί όμως με πολλούς τρόπους. Είναι, λοιπόν, η αρετή συνήθεια που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, και είναι μια μεσότητα αναφορικά με μας, που καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα με τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος. Είναι όμως μεσότητα ανάμεσα σε δυο κακίες, που η μια βρίσκεται από τη πλευρά της υπερβολής κι η άλλη από την πλευρά της έλλειψης. Κι ακόμα είναι μεσότητα διότι άλλες μεν κακίες υπολείπονται κι άλλες υπερέχουν από το πρέπον και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει κι επιλέγει το μέσο.