ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Faulkner William Cuthbert: Óôï÷áóôÞò ÁíÜëáöñïò Åêðëçêôéêüò



                                       Βιογραφικü

     ΕπιφανÞς γιος του αμερικανικοý Νüτου κι απ' τους σπουδαιüτερους συγγραφεßς που με τη γραφÞ και το ýφος του ανανÝωσε τη τεχνικÞ του μυθιστορÞματος του 20οý αιþνα. Η φÞμη του δημιουργÞθηκε απü τα μυθιστορÞματα, διηγÞματα, αλλÜ κι απü λßγα ποιÞματα κι απü μερικÜ σενÜρια. ΣυγκαταλÝγεται στους μεγÜλους συγγραφεßς του Νüτου, üπως οι: Mark Twain, Robert Penn Warren, Flannery O'Connor, Truman Capote, Eudora Welty, & Tennessee Williams.
     Ο Ουßλιαμ Φüκνερ γεννÞθηκε στο Νιου ¼λμπανι του ΜισισιπÞ 25 ΣεπτÝμβρη 1897, αλλ' απü νÞπιο (η οικογÝνεια μετακüμισε, üταν αυτüς Þτανε 4 ετþν), Ýζησε σ' Üλλη περιοχÞ του μεγÜλου ποταμοý, τη κωμüπολη Οξφüρδη της κομητεßας ΛαφαγÝτ, που χρησιμοποßησε σα μοντÝλο για τη φανταστικÞ πüλη (Yoknapatawpha County) που αναφÝρεται σ' üλο το Ýργο του και που κει Ýζησε ως το τÝλος της ζωÞς του.

     ¹τανε το μεγαλýτερο παιδß του Murry Cuthbert Falkner (17/8/1870 – 7/8//1932) και της Maud Butler (27/11/1871 – 1610/1960). Αργüτερα Üλλαξε τ' üνομÜ του σε Faulkner. Τ' Üλλα του αδÝλφια Þταν οι: Murry Charles "Jack" Falkner (26/6/1899 – 24/12/1975), ο επßσης συγγραφÝας John Falkner (24/9/1901 – 28/3/1963), -που επßσης Üλλαξε τ' üνομÜ του üπως κι ο αδερφüς του- κι ο Dean Swift Falkner (15/8/1907 – 10/11/1935). Ο παπποýς του, William Clark Falkner, Þταν εξÝχουσα φυσιογνωμßα στο Νüτο, υπηρÝτησε σα συνταγματÜρχης στο Confederate Army, ßδρυσε μια σιδηρογραμμÞ δßνοντας τ' üνομÜ του σε μια μικρÞ πüλη, το Falkner, κοντÜ στο Tippah County, κι Ýγραφε κι εκεßνος νουβÝλες, ιδρýοντας Ýτσι παρÜδοση λογοτεχνþν στο οικογενειακü δÝντρο των Φüκνερ. Η φυσιογνωμßα του παπποý, περιγρÜφεται αδρÜ στο πρüσωπο του συνταγματÜρχη Τζον Σαρτüρις, στο ομþνυμο Ýργο του εγγονοý του.
     ΕγκατÝλειψε νωρßς τις σπουδÝς του κι επιδüθηκε στη συγγραφÞ στßχων, μικρþν πεζþν, στο πιλοτÜρισμα αεροπλÜνου και περιπλανÞσεις στο Νüτο. ΕπειδÞ Þτανε κοντüς, 1,67 μ, δε μποροýσε να καταταχτεß στον αμερικανικü στρατü. ¸τσι κατατÜχθηκε στη καναδικÞ αεροπορßα και μετÜ στην αγγλικÞ, μα δε πρüφτασε ν' αναλÜβει καμμιÜ πολεμικÞ δρÜση, τη περßοδο του Α' Παγκ. Πολ. Τüτε Þτανε που Üλλαξε τ' üνομÜ του (1918), εξ αιτßας ενüς λÜθους του εκδüτη του, στη τýπωση του ονüματος. ¼ταν το εßδε το θεþρησε σα σημÜδι και το Üφησε Ýτσι.
    Ο μεγÜλος αμερικανüς μυθιστοριογρÜφος ΣÝργουντ ¢ντερσον (Sherwood Anderson) τον Ýπεισε ν' αξιοποιÞσει το πλοýσιο υλικü του για το Νüτο και να το εντÜξει στο λογοτεχνικü Ýργο του. ¸γραψε διηγÞματα και μυθιστορÞματα εμπνευσμÝνα απü μοτßβα και καταστÜσεις της ζωÞς στο Νüτο, καταγρÜφοντας και ψυχογραφþντας με μοναδικü και πλÞρως διεισδυτικü τρüπο τις ανθρþπινες υπÜρξεις, τα πÜθη, τις διαστροφÝς και τα βασανιστικÜ αδιÝξοδα τους, σε συνθÞκες ηθικοý κι υλικοý ξεπεσμοý, παρÜλληλα με τη τυφλÞ και τραγικÞ προσκüλληση τους στο μεγαλειþδες παρελθüν, το αμετÜκλητα χαμÝνο. Ακüμα και στα αστυνομικÜ του Ýργα (üπως "Το Ιερü") εßχε μιαν ευαισθησßα που ανÜγκασε τον ΑντρÝ Μαλρü (André Malraux να πει πως Þτανε "παρεßσφρυση της αρχαßας ελληνικÞς τραγωδßας στα αστυνομικÜ διηγÞματα". Κακü, διαφθορÜ, ενορχηστρωμÝνα και παιγμÝνα στο Νüτο με ρυθμοýς γοτθικοýς.
     Στις αρχÝς της 10ετßας του '40 τονε κÜλεσε ο ΧÜουαρντ Χοξ (Howard Hawks) στο Χüλιγουντ για να γßνει σεναριογρÜφος σε ταινßες που θα σκηνοθετοýσε αυτüς. Αυτü Ýγινε δεκτü με χαρÜ, γιατß υπÞρχε μεγÜλη ανÜγκη για χρÞματα και το Χüλιγουντ πλÞρωνε αδρÜ. ¸τσι, Ýγραψε σενÜριο για τις ταινßες: "Ο ΜεγÜλος ¾πνος", βασισμÝνο στο βιβλßο του ΡÝιμοντ ΤσÜντλερ (Raymond Chandler) και το "Να ¸χεις Και Να Μην ¸χεις" του ¸ρνεστ ΧεμινγουÝι (Ernest Hemingway). Ο Φüκνερ συνδÝθηκε φιλικÜ με τον σεναριογρÜφο του Χοξ, τον A. I. Bezzerides, καθþς και με το ζεýγος ηθοποιþν, ΛορÞν Μπακüλ (Lauren Bacall) και ΧÜμφρι Μπüγκαρτ (Humphrey Bogart).
     Για την εποχÞ του στο Χüλιγουντ κυκλοφορεß μια ιστορßα. ¼ταν υπÝγραψε συμβüλαιο για να γρÜφει σενÜρια, ζÞτησε απü τον Χοξ να του επιτρÝψει να γρÜφει σπßτι του γιατß δυσκολευüταν να συγκεντρωθεß στο γραφεßο. Ο Χοξ το δÝχτηκε κι ο Φüκνερ Ýφυγε. ΜερικÝς μÝρες αργüτερα, üταν δεν εßχε λÜβει μÞτε λÝξη απü κεßνον, τηλεφþνησε στο ξενοδοχεßο που διÝμενε και του 'πανε πως ο Φüκνερ εßχε αδειÜσει το δωμÜτιο εδþ και μερικÝς μÝρες. ¼πως Þτανε φυσικü, εßχε πÜει "σπßτι" του στο ΜισσισιπÞ για να γρÜψει.
     Σα νÝος στην Οξφüρδη, εßχε συνδεθεß ερωτικÜ με την Estelle Oldham δημοφιλÞ κüρη του ΔημÜρχου Lemuel και της Lida Oldham κι Þλπιζε κÜποια στιγμÞ να τη παντρευτεß. ¼μως εκεßνη Ýβγαινε και μ' Üλλους την ßδια περßοδο κι Ýνας απ' αυτοýς, ο Cornell Franklin, της Ýκανε πρüταση, πριν απü κεßνον, το 1918. Οι γονεßς της τη πßεσαν να δεχτεß γιατß ο νεαρüς Þταν απü καλÞ κι Ýξτρα φιλικÞ οικογÝνεια, αλλÜ παρÜλληλα τελεßωνε τις σπουδÝς του σα δικηγüρος και θ' αναλÜμβανε καλÞ θÝση. Ευτυχþς για τον Φüκνερ, ο γÜμος αυτüς διαλýθηκε 10 χρüνια μετÜ και μετÜ το διαζýγιο (Απρßλης 1929), παντρεýτηκε την εκλεκτÞ του, τον Ιοýνιο του 1929 στη College Hill Presbyterian Church, στην Οξφüρδη. ΚÜνανε το μÞνα του μÝλιτος στο Mississippi Gulf Coast της Pascagoula κι üταν επιστρÝψανε, μεßνανε με συγγενεßς μÝχρι να βροýνε δικü τους σπßτι. Την επüμενη χρονιÜ αγορÜσανε το Rowan Oak, -το ποýλησε η κüρη του Τζιλ, μετÜ το θÜνατο της μητÝρας, το 1972 στο ΠανεπιστÞμιο του ΜισσισιπÞ.
     Εßναι γνωστü πως σýναψε 3 εξωσυζυγικÝς σχÝσεις. Η 1η Þταν με τη γραμματÝα του Χοξ και script-girl, Meta Carpenter. Η 2η διÞρκεσε απü το 1949 ως το 1953, με τη νεαρÞ συγγραφÝα, Joan Williams, που τονε θεωροýσε μÝντορÜ της κι Ýκανε αργüτερα τη σχÝση τους θÝμα στη νουβÝλα της "The Wintering" (1971). Επßσης εßχε και μιαν ερωτικÞ περιπÝτεια με τη Jean Stein, επιμελÞτρια και συγγραφÝα, αλλÜ και κüρη του κινηματογραφιστÞ Jules Stein. Επßσης αξßζει ν' αναφερθεß πως στη ζωÞ του για μεγÜλο χρονικü διÜστημα εßχε πρüβλημα αλκοολισμοý. Εκεßνος ισχυριζüτανε πως το ποτü τονε βοηθοýσε üταν στÝρευε η Ýμπνευση και τον Ýκανε δημιουργικüτερο. Πιστεýεται üμως πως Ýπινε για να ξεχÜσει την απλÞ κι Üδεια ζωÞ του, την οικονομικÞ πßεση και την ενßοτε παντελÞ Ýλλειψη ρομÜντσου. Αυτü ακοýγεται καλýτερο για τον εξαιρετικÜ ταλαντοýχο συγγραφÝα, απü το να θÝλει να τσιγκλÞσει τη μοýσα με ποτü.
Για μικρÜ διαστÞματα γνþρισε τη καλλιτεχνικÞ μποÝμικη ζωÞ στη ΝÝα Υüρκη και το Παρßσι.

     ΚÝρδισε μεγÜλα βραβεßα και διακρßσεις. Το 1946 Þταν ανÜμεσα στους 3 φιναλßστ για το Ellery Queen Mystery Magazine Award και βγÞκε 2ος. Το 1949 τιμÞθηκε με το Νüμπελ Λογοτεχνßας. Δþρισε μÝρος του ποσοý που κÝρδισε, για τη θεμελßωση ενüς ιδρýματος που να στηρßζει το ξεκßνημα των νÝων συγγραφÝων. Δþρισε Üλλο Ýνα μÝρος του ποσοý για να ενισχýσει τις σπουδÝς των Αφρο-Αμερικανþν στο Νüτο. ΚÝρδισεν επßσης και 2 Βραβεßα Ποýλιτζερ. Το 1ο το 1955 για το "A Fable"  (1954) και το 2ο το 1963 με τη νουβÝλα "The Reivers" (1962). Επßσης κÝρδισε 2 National Book Awards, το 1951 για τις "ΑστυνομικÝς Ιστορßες" και το 1955 πÜλι για το "A Fable".
     Απü το 1957 και μÝχρι το θÜνατü του, δßδαξε σα συγγραφÝας, στο ΠανεπιστÞμιο της Βιρτζßνια. Το 1959 Ýπαθε ατýχημα, πÝφτοντας απü το Üλογο που ßππευε κι Ýκτοτε υπÝφερε συνεπεßα των τραυματισμþν του αυτþν. ΠÝθανε απü καρδιακÞ προσβολÞ στις 6 Ιουλßου 1962, σ' ηλικßα 65 ετþν, στο Wright's Sanitorium στη Byhalia του ΜισσισιπÞ. Το μικρü σπßτι στη 624 Pirate's Alley, στη ΝÝα ΟρλεÜνη, δßπλα στον καθεδρικü του St. Louis, üπου διÝμενε üταν Ýγραψε τη "ΠληρωμÞ Του Στρατιþτη", εßναι Μουσεßο Βιβλßων Φüκνερ σÞμερα κι επßσης χρησιμοποιεßται σαν αρχηγεßο της Pirate's Alley Faulkner Society. Στις 3 Αυγοýστου 1987, το Αμερικανικü Κεντρικü Ταχυδρομεßο, τýπωσε γραμματüσημα των 22 σεντς με τη προσωπογραφßα του, προς τιμÞν του.
     ¸
ργα του: "Η ΠληρωμÞ Του Στρατιþτη" (1925) "Σαρτüρις" (1929) "ΒουÞ Κι ΑντÜρα" (1929) "Καθþς Ψυχορραγþ" (1930), "Το Ιερü" (1931), "ΑυγουστιÜτικο Φως" (1932), "Δρ Μαρτßνο κι Üλλες ιστορßες" (1934), "Αβεσσαλþμ, Αβεσσαλþμ" (1936) "ΚατÝβα ΜωυσÞ" (1942) "ΡÝκβιεμ Για Μια ΜοναχÞ" (1951) κ.Ü. ¸γραψεν επßσης 2 ποιητικÝς συλλογÝς που τυπωθÞκανε σε μικρü τιρÜζ, "The Marble Faun" (1924) κι "A Green Bough"  (1933) και μιαν ακüμα συλλογÞ αστυνομικþν διηγημÜτων "Knight's Gambit" (1949).



===============


                                          Καπνüς   

      O ¢νσελμ Χüλαντ εßχε Ýρθει στο ΤζÝφερσον πριν πολλÜ χρüνια. Κανεßς δεν Þξερε απü που. ΑλλÜ τüτε Þταν νÝος κι ικανüς Üνθρωπος, Þ τουλÜχιστον μ' επιβλητικü παρÜστημα, αφοý μÝσα σε τρßα χρüνια εßχε παντρευτεß τη μοναχοκüρη ενüς ανθρþπου που 'χε οκτþ χιλιÜδες στρÝμματα της καλýτερης γης στη περιοχÞ και πÞγε να ζÞσει στο σπßτι του πεθεροý του, üπου δýο χρüνια αργüτερα η γυναßκα του γÝννησε δßδυμα αγüρια κι üπου λßγα ακüμη χρüνια μετÜ πÝθανε ο πεθερüς του κι Üφησε στον Χüλαντ üλη τη περιουσßα, που 'ταν στ' üνομα της γυναßκας του.
     ΑλλÜ ακüμη και πριν συμβεß αυτü το γεγονüς, εμεßς στο ΤζÝφερσον τον εßχαμε ακοýσει να μιλÜ λιγÜκι πιο δυνατÜ για «τη γη μου και τα σπαρτÜ μου» κι üσων απü μας που οι πατερÜδες κι οι παπποýδες εßχαν μεγαλþσει στη περιοχÞ, τον κοιτοýσαμε κÜπως λοξÜ και μ' Ýνα κÜπως κρýο βλÝμμα, Ýχοντας ακοýσει γι' αυτüν (απü λευκοýς και νÝγρους με τους οποßους εßχε κÜνει κατÜ καιροýς δουλειÝς) üτι εßναι αδßστακτος και βßαιος. Αλλ' απü σεβασμü στη γυναßκα και στον πεθερü του, του συμπεριφερüμασταν ευγενικÜ.
     ¼ταν πÝθανε κι η γυναßκα του, τα δßδυμα Þταν ακüμη μικρÜ, νομßζαμε üλοι πως αυτüς Þταν υπεýθυνος και πως η ζωÞ της εξαντλÞθηκε λüγω της βßαιης συμπεριφορÜς του βÜναυσου αυτοý ξενüφερτου. Κι üταν μια μÝρα, πριν Ýξι μÞνες, τον βρÞκαν νεκρü, με το πüδι πιασμÝνο στον αναβολÝα της σÝλας του αλüγου που καβαλοýσε και με πολλÜ κατÜγματα στο σþμα, γιατß το Üλογο προφανþς τον εßχε σýρει στις σιδηροδρομικÝς γραμμÝς (το Üλογο εßχε ακüμη στη πλÜτη και στις λαγüνες του σημÜδια χτυπημÜτων απü μια Ýκρηξη βßας του αφεντικοý του), κανεßς μας δεν τονε λυπÞθηκε, γιατß λßγο καιρü πριν εßχε κÜνει μια πρÜξη που για ανθρþπους αυτÞς της περιοχÞς, με τη συγκεκριμÝνη νοοτροπßα, κεßνο τον συγκεκριμÝνο καιρü, αποτελοýσε ασυγχþρητο Ýγκλημα.
     Τη μÝρα που πÝθανε μαθεýτηκε πως εßχε ανασκÜψει τους τÜφους στο οικογενειακü νεκροταφεßο, που υπÞρχαν οι σοροß των συγγενþν της γυναßκας του κι ανÜμεσα τους και τον τÜφο που βρισκüτανε τριÜντα χρüνια τþρα η γυναßκα του. ¸τσι, ο τρελαμÝνος, γεμÜτος μßσος, γÝρος θÜφτηκε ανÜμεσα στους τÜφους που εßχε επιχειρÞσει να συλÞσει και μερικÝς μÝρες αργüτερα Ýγινε το Üνοιγμα της διαθÞκης του. Και χωρßς καμιÜν Ýκπληξη, μÜθαμε το περιεχüμενο της διαθÞκης. Δε μας εξÝπληξε να μÜθουμε πως ακüμη κι απ' τον τÜφο εßχε δþσει το τελευταßο χτýπημα στους μοναδικοýς που μποροýσε πια να προσβÜλλει: αυτοýς που Þταν σÜρκα κι αßμα του.
     Τον καιρü του θανÜτου του πατÝρα τους οι δßδυμοι Þταν σαρÜντα χρüνων. Ο νεüτερος, ο ¢νσελμ τζοýνιορ, υποτßθεται πως Þταν ο ευνοοýμενος της μητÝρας του -ßσως επειδÞ Ýμοιαζε πιο πολý στον πατÝρα. ΠÜντως μετÜ το θÜνατο της, üταν οι δßδυμοι Þταν ακüμη παιδιÜ, ακοýγαμε για φασαρßες ανÜμεσα στον γÝρο ¢νσελμ και τον ¢νσελμ τζοýνιορ, ενþ ο Üλλος δßδυμος, ο Βιργßνιος, ανÝλαβε το ρüλο του μεσολαβητÞ κι Üντεχε, τελικÜ να τον βρßζουν οι Üλλοι δýο.
     Ο Βιργßνιος Þταν περßεργος Üνθρωπος. Κι ο νÝος ¢νσελμ Þτανε κÜτι το ιδιαßτερο -στα εßκοσι του Ýφυγε απ' το σπßτι κι Ýλειψε δÝκα χρüνια. Οταν γýρισε, Þταν Üντρας πλÝον και ζÞτησε απ' τον πατÝρα του επßσημα να διαιρεθεß η γη, που τþρα ανακαλýψαμε üτι ο γÝρος ¢
νσελμ τη διαχειριζüταν μüνον ως εκπρüσωπος των παιδιþν του και να του δοθεß το μερßδιο του. Ο γÝρος ¢νσελμ αρνÞθηκε βßαια. Ο τρüπος που το ζÞτησε Þταν αναμφßβολα εξßσου βßαιος, γιατß οι δυο τους, ο γÝρος κι ο νÝος ¢νσελμ, Ýμοιαζαν τüσο πολý. Το παρÜξενο Þταν üτι ο Βιργßνιος πÞρε το μÝρος του πατÝρα του. ¸τσι ακοýσαμε τüτε.
     Η γη, πÜντως, παρÝμεινε αδιαßρετη κι üπως μÜθαμε εκ των υστÝρων, στο μÝσο μιας υπερβολικÞς βß
αιης σκηνÞς, ακüμη και γι' αυτοýς -μια τüσο βßαιη σκηνÞ που οι νÝγροι υπηρÝτες Ýφυγαν τρÝχοντας απ' το σπßτι και κοιμÞθηκαν αλλοý κεßνο το βρÜδυ- ο νÝος ¢νσελμ Ýφυγε ξανÜ, παßρνοντας μαζß του Ýνα ζευγÜρι μουλÜρια που του ανÞκε. Κι απü κεßνη τη μÝρα μÝχρι το θÜνατο του πατÝρα του, ακüμη και μετÜ που αναγκÜστηκε κι ο Βιργßνιος να εγκαταλεßψει το σπßτι, ο Ανσελμ δεν ξαναμßλησε ποτÝ, οýτε με τον πατÝρα του οýτε με τον αδελφü του. ΑυτÞ τη φορÜ, üμως, δεν Ýφυγε απü την περιοχÞ. ΠÞγε στους λüφους («απ' üπου μπορεß να παρακολουθεß τι κÜνουν ο γÝρος κι ο Βιργßνιος», σκεφτÞκαμε üλοι μας και μερικοß δε δßστασαν να το ποýνε δημüσια) και για τα επüμενα δεκαπÝντε χρüνια Ýζησε μüνος του σε μια καλýβα με δýο δωμÜτια και βρüμικο πÜτωμα, σαν ερημßτης, μαγειρεýοντας μüνος του και κατεβαßνοντας στη πüλη πßσω απ' τα μουλÜρια του, üχι συχνüτερα απü τÝσσερις φορÝς το χρüνο.
     Λßγο νωρßτερα εßχε συλληφθεß και δικαστεß για παραγωγÞ ουßσκι. Δεν υπερασπßστηκε καθüλου τον εαυτü του, αρνÞ
θηκε να δηλþσει εßτε αθþος εßτε Ýνοχος, για την εν λüγω υπüθεση, αρνοýμενος Ýστω κι αυτÞ την ικανοποßηση του δικαστÞ. Του επιβλÞθηκε πρüστιμο κι Ýγινε Ýξαλλος σα τον πατÝρα του, üταν ο αδελφüς του προσφÝρθηκε να πληρþσει το πρüστιμο. ΠροσπÜθησε να επιτεθεß στον Βιργßνιο μες στο δικαστÞριο, ζÞτησε ο ßδιος να πÜει φυλακÞ κι οκτþ μÞνες αργüτερα του δüθηκε χÜρη λüγω καλÞς συμπεριφορÜς. Ετσι γýρισε στην καλýβα του -Ýνας μελαψüς, σιωπηλüς Üντρας, με σκαμμÝνο πρüσωπο, που τüσο οι γεßτονες üσο κι οι ξÝνοι τον απÝφευγαν συστηματικÜ.
    
Ο Üλλος δßδυμος, ο Βιργßνιος, παρÝμεινε σπßτι και δοýλευε τη γη που ο πατÝρας του δεν τη τßμησε üσο ζοýσε. (Ελεγαν για τον γÝρο ¢νσελμ: «Απ' üπου και να 'ρθε κι üπως και να μεγÜλωσε, σßγουρα δεν Þταν αγρüτης». Κι Ýτσι λÝγαμε μεταξý μας κÜτι που πρÝπει να 'ταν αλÞθεια: «ΑυτÞ εßναι η μοναδικÞ διαφορÜ ανÜμεσα σ' αυτüν και τον νÝο ¢νσελμ: üτι ο τελευταßος βλÝπει τον πατÝρα του να κακομεταχειρßζεται τη γη που η μητÝρα του εßχε προορßσει γι' αυτüν και το Βιργßνιο»). Κι üμως, ο Βιργßνιος παρÝμεινε. Δεν πρÝπει να Þταν πολý διασκεδαστικü γι' αυτüν και λÝγαμε αργüτερα πως ο Βιργßνιος üφειλε να ξÝρει πως μια τÝτοια συμφωνßα δεν εßχε μÝλλον. Κι ακüμη αργüτερα, λÝγαμε «ßσως δεν Þξερε».
    
Γιατß αυτüς Þταν ο Βιργßνιος. Δεν γνþριζες ποτÝ τι σκεφτüταν. Ο γÝρος ¢νσελμ κι ο νÝος ¢νσελμ Þταν σαν το νερü. Σκοτεινü νερü ßσως, αλλÜ οι Üνθρωποι μποροýσαν να καταλÜβουν με ποιους Ýχουν να κÜνουν. Κανεßς üμως δε μποροýσε να ξÝρει τι Ýπραττε Þ τι σκεφτüταν ο Βιργßνιος, παρÜ μüνον εκ των υστÝρων. Δε μÜθαμε τι εßχε συμβεß οýτε τüτε, üταν ο Βιργßνιος, που εßχε για δÝκα χρüνια αντÝξει μüνος, χωρßς τον νÝο ¢νσελμ, τελικÜ Ýφυγε κι αυτüς. Δεν εßπε τßποτα, οýτε καν στον ΓκρÜνμπι Ντοντζ.
     ΑλλÜ ξÝραμε üλοι μας τον γÝρο ¢νσελμ και τον Βιργßνιο και μπο
ροýσαμε να φανταστοýμε τι εßχε γßνει: Για Ýνα περßπου χρüνο απü τüτε που ο νÝος ¢νσελμ εßχε πÜρει τα μουλÜρια του κι εßχε πÜει στους λüφους, βλÝπαμε τον γÝρο ¢νσελμ να κατατρþγεται απ' το μßσος. Και μια μÝρα ξÝσπασε μÜλλον κÜπως Ýτσι:
 -«Νομßζεις üτι τþρα που 'φυγε ο αδελφüς σου μπορεßς να τεμπελιÜζεις και
να τα πÜρεις üλα»;
 -«Δεν τα θÝλω üλα» εßπε ο Βιργßνιος. «ΑπλÜ θÝλω το μερßδιο μου».
 -«Αχ», εßπε ο γÝρος ¢νσελμ. «ΜÞπως θα 'θελες να μοιραστεß τþρα α
κριβþς; ¼πως Þθελε κι ο αδελφüς σου, να διαιρεθεß üταν ενηλικιωθÞκατε»;
 -«Θα προτιμοýσα να 'χα λßγη γη και να τη δοýλευα σωστÜ παρÜ
να τη βλÝπω στη κατÜσταση που 'ναι τþρα», εßπε ο Βιργßνιος, πÜντα δßκαιος κι Þπιος -κανεßς στη περιοχÞ δεν τον εßχε δει ποτÝ να χÜνει τη ψυχραιμßα του, οýτε καν να 'ναι εκνευρισμÝνος, ακüμη και τüτε που ο ¢νσελμ προσπÜθησε να τον πολεμÞσει στο δικαστÞριο για κεßνο το πρüστιμο.
 -
«Θα το 'θελες, ε;» εßπε ο γÝρος ¢νσελμ. «Κι εγþ που τη δοýλευα και πλÞρωνα τους φüρους γι' αυτÞν, ενþ εσý κι ο αδελφüς σου βÜζατε λεφτÜ στην Üκρη, αφορολüγητα».
 -
«ΞÝρεις πολý καλÜ üτι ο ¢νσελμ δεν εξοικονüμησε ποτÝ οýτε δεκÜρα», εßπε ο Βιργßνιος. «Πες ü,τι θÝλεις γι' αυτüν, αλλÜ μη τονε κατηγορεßς για απληστßα».
 -
«Ναι, για τ' üνομα του Θεοý! Ηταν αρκετÜ Üντρας να εμφανιστεß και ν' απαιτÞσει ü,τι νüμιζε δικü του και να εξαφανιστεß üταν δε πÞρε τßποτα. ΑλλÜ συ περιφÝρεσαι δω γýρω, περιμÝνοντας να πεθÜνω γω, με κεßνη τη καταραμÝνη υποκρισßα σου. ΠλÞρωσε μου τους φüρους για το μερßδιο σου απü τüτε που πÝθανε η μÜνα σου και πÜρτο».
 -
«¼χι», εßπε ο Βιργßνιος. «Δεν το κÜνω αυτü».
 -
«Οχι», εßπε κι ο γÝρος ¢νσελμ. «¼χι. Και βÝβαια üχι. Γιατß να ξοδÝψεις λεφτÜ για το μισü üταν μπορεßς να περιμÝνεις και να τα πÜρεις üλα κÜποια μÝρα, χωρßς να Ýχεις ξοδÝψει δεκÜρα».
     Φανταζüμασταν τον γÝρο ¢νσελμ (μÝχρι αυτü το σημεßο τους βλÝπαμε να κÜθονται και να μι
λÜνε σα πολιτισμÝνοι Üνθρωποι) να σηκþνεται, με τα πλοýσια μαλλιÜ και τα πυκνÜ φρýδια του.
 -«¸ξω απ' το σπßτι μου!» εßπε. ΑλλÜ ο Βιργß
νιος δε κουνÞθηκε, δε σηκþθηκε, απλþς παρακολουθοýσε τον πατÝρα του. Ο γÝρος ¢νσελμ τονε πλησßασε με το χÝρι σηκωμÝνο. «Φýγε, φýγε απ' το σπßτι μου. Μα τον Θεü, θα...»
    
Τüτε Ýφυγε ο Βιργßνιος. Δε βιαζüταν, οýτε Ýτρεχε. ΜÜζεψε τα πρÜγματÜ του (κÜτι λßγα που 'χε) και πÞγε τÝσσερα Þ πÝντε μßλια μακριÜ να ζÞσει μ' Ýνα ξÜδελφü του, γιο ενüς μακρινοý συγγενÞ της μητÝρας του. Ο ξÜδελφος ζοýσε μüνος του, σε μια καλÞ φÜρμα, αν και βαριÜ υποθηκευμÝνη τþρα, γιατß οýτε ο ξÜδελφος Þταν αγρüτης, αλλÜ μισüς Ýμπορας και μισüς ιεροκÞρυκας -Þτανε κοντüς, απερßγραπτος Üντρας, με πυρüξανθα μαλλιÜ που μετÜ απü μια ματιÜ κανεßς δεν θα τον θυμüταν -και μÜλλον δεν εßχε επιτυχßα οýτε σ' αυτÝς τις δυο δουλειÝς του. Ο Βιργßνιος Ýφυγε χωρßς βιασýνη, χωρßς να Ýχει τßποτε απü την ηλßθια και βßαιη επιθετικüτητα του αδελφοý του -για την οποßα, κατÜ Ýναν εντελþς περßεργο τρüπο, δεν εßχαμε κι Üσχημη γνþμη. Η αλÞθεια εßναι πως τον Βιργßνιο πÜντα τον κοιτοýσαμε λοξÜ γιατß Þταν περισσüτερο συγκρατημÝνος απ' ü,τι Ýπρεπε. Εßναι στην ανθρþπινη φýση να εμπιστεýεσαι πιο γρÞγορα αυτοýς που δεν δεßχνουν να πιστεýουν στον εαυτü τους. ΛÝγαμε πως ο Βιργßνιος εßναι βαθýς τýπος. Δε δοκιμÜσαμε καμιÜν Ýκπληξη üταν μÜθαμε πως ο γÝρος ¢νσελμ εßχε αρνηθεß να πληρþσει φüρους για τη γη του και πως, δýο μÝρες πριν λÞξει η προθεσμßα, ο σερßφης βρÞκε στο ταχυδρομικü του κουτß, ανþνυμα, το ακριβÝς ποσü για τους φüρους των Χüλαντ. «Εμπιστευθεßτε τον Βιργßνιο», λÝγαμε, γιατß πιστεýαμε üτι δεν χρειαζüταν üνομα γι' αυτÜ τα λεφτÜ. Ο σερßφης ενημÝρωσε τον γÝρο ¢νσελμ.
 -
«ΒγÜλτο για ποýλημα κι Üντε στο διÜλο», εßπε ο γÝρος ¢νσελμ. «Αν νομßζουν üτι το παν που Ýχουν να κÜνουν üλοι τους εßναι να κÜθονται και να περιμÝνουν τα κουτσοýβελα...»
     Ο σερßφης Ýστειλε ειδοποßηση και στον νÝο ¢νσελμ.
 -«Δεν εßναι δικÞ μου γη», απÜντησε ο νÝος ¢νσελμ.
    
Ο σερßφης ενημÝρωσε τον Βιργßνιο. Ο Βιργßνιος Þρθε στη πüλη και κοßταξε ο ßδιος τα βιβλßα για τους φüρους.
 -«Τþρα Ýχω μüνον ü,τι βλÝπεις
πÜνω μου», εßπε. «ΦυσικÜ, αν την αφÞσει, ελπßζω να μπορÝσω να τη πÜρω. ΑλλÜ δε ξÝρω. Ενα καλü αγρüκτημα σαν κι αυτü δεν θ' αντÝξει για πολý». Κι αυτü Þταν üλο. Οýτε θυμüς, οýτε Ýκπληξη, οýτε λýπη. ΑλλÜ ο Βιργßνιος Þτανε βαθýς τýπος. Κανεßς μας δεν εξεπλÜγη üταν μαθεýτηκε πως ο σερßφης δÝχτηκε κεßνα τα λεφτÜ με το ανυπüγραφο σημεßωμα:

     ΧρÞματα για τους φüρους του αγροκτÞματος ¢νσελμ Χüλαντ. Στεßλτε απüδειξη στον ¢νσελμ Χüλαντ Τζοýνιορ.


 -«Εμπιστευθεßτε τον Βιργßνιο», λÝγαμε.
     Τον σκεφτüμασταν συχνÜ üλο τον επüμενο χρüνο, να '
ναι σε ξÝνο σπßτι, να δουλεýει ξÝνη γη και να παρακολουθεß το αγρüκτημα και το σπßτι που γεννÞθηκε και που 'τανε δικαιωματικÜ δικÜ του, να καταστρÝφονται σιγÜ-σιγÜ. Γιατß ο γÝρος δεν ενδιαφερüτανε πια για τßποτε: με κÜθε χρüνο που περνοýσε, τα καλÜ χωρÜφια μετατρÝπονταν üλο και περισσüτερο σε μια ζοýγκλα με χαντÜκια, αν κι ακüμη κÜθε ΓενÜρη ο σερßφης Ýβρισκε στην αλληλογραφßα του κεßνα τ' ανþνυμα χρÞματα κι Ýστελνε την απüδειξη στον γÝρο ¢νσελμ γιατß ο γÝρος εßχε σταματÞσει να 'ρχεται στη πüλη πια και το σπßτι γκρεμιζüτανε, χωρßς να σταματÜ κανεßς ποτÝ κει εκτüς απ' τον Βιργßνιο.
     ΠεντÝξι φορÝς το χρüνο ο Βιργßνιος ερχüτανε στο σπßτι, αλλÜ Ýφτανε μüνο μÝχρι
τη μπροστινÞ βερÜντα, γιατß πÜντα Ýβγαινε πρþτος ο γÝρος, ουρλιÜζοντας στο γιο του και χρησιμοποιþντας τις πιο Üγριες βρισιÝς. Ο Βιργßνιος τ' Üντεχε üλα σιωπηλÜ, μιλοýσε με τους λßγους νÝγρους που εßχαν μεßνει κι Ýχοντας δει με τα μÜτια του πως ο πατÝρας του Þτανε καλÜ, Ýφευγε. Και κανεßς Üλλος δε πÞγαινε ποτÝ κει, αν και μερικÝς φορÝς Ýβλεπαν απü μακριÜ το γÝρο στα θλιβερÜ του χωρÜφια να καβαλÜ το γÝρικο Üσπρο Üλογο, που τελικÜ τονε σκüτωσε.
    
Το περασμÝνο καλοκαßρι μÜθαμε üτι Üνοιγε τους τÜφους στο κÝδρινο Üλσος üπου αναπαýονταν πÝντε γενιÝς της οικογÝνειας της γυναßκας του. ¸νας νÝγρος το 'χε αναφÝρει κι ο αρμüδιος υπÜλληλος της διεýθυνσης υγεßας της περιοχÞς πÞγε κει πÝρα, βρÞκε το Üσπρο Üλογο δεμÝνο στο Üλσος και το γÝρο να βγαßνει απ' το Üλσος με μια καραμπßνα. Ο υπÜλληλος Ýφυγε και δυο μÝρες αργüτερα πÞγε Ýνας εκπρüσωπος της εισαγγελεßας εκεß και βρÞκε το γÝρο ξαπλωμÝνο δßπλα στο Üλογο, με το πüδι του πιασμÝνο στον αναβολÝα και στο σþμα του αλüγου τ' Üγρια σημÜδια του μπαστουνιοý -üχι βÝργα, αλλÜ μπαστοýνι- που το 'χε χτυπÞσει ξανÜ και ξανÜ και ξανÜ. Κι Ýτσι τον Ýθαψαν, ανÜμεσα στους τÜφους που 'χε συλÞσει.
    
Ο Βιργßνιος κι ο ξÜδελφος Þρθανε στη κηδεßα. Αυτοß οι δυο αποτελοýσανε, στην ουσßα, üλη τη κηδεßα. Γιατß ο ¢νσελμ Τζοýνιορ δεν Þρθε. Οýτε πλησßασε αργüτερα το σπßτι του, üπου ο Βιργßνιος Ýμεινε αρκετü καιρü για να το κλειδþσει και να ξεπληρþσει τους νÝγρους. ΑλλÜ κι αυτüς γýρισε μετÜ στου ξαδÝλφου του και σ' εýλογο χρονικü διÜστημα η διαθÞκη παρουσιÜστηκε για επικýρωση στο δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ. Το περιεχüμενο της διαθÞκης δεν αποτελοýσε μυστικü και üλοι το μÜθαμε. ¹τανε κανονικÞ και δε μας δημιοýργησε καμßα Ýκπληξη οýτε η ακρßβειÜ της, οýτε το περιεχüμενü της, οýτε η διατýπωσÞ της:

   ...με εξαßρεση αυτÜ τα δýο κληροδοτÞματα, δßνω και κληροδοτþ... τη περιουσßα μου στον μεγαλýτερü μου γιο Βιργßνιο, με τη προûπüθεση üτι θ' αποδειχτεß μπρος στον... κυβερνÞτη üτι Þταν ο αναφερüμενος Βιργßνιος ο οποßος πλÞρωνε τους φüρους της γης μου, ο κυβερνÞτης θα εßναι ο μοναδικüς κι αναμφισβÞτητος κριτÞς της απüδειξης
.

     Τα Üλλα δýο κληροδοτÞματα Þτανε:

     Στο νεüτερο γιο μου ¢νσελμ δßνω δυο πλÞρεις σειρÝς ιπποσκευþν για μουλÜρια με την προûπüθεση üτι αυτÞ η ιπποσκευÞ να χρησιμοποιηθεß απü τον ¢νσελμ για μßα επßσκεψη στο τÜφο μου. Αλλιþς αυτÞ η ιπποσκευÞ να γßνει και να παραμεßνει μÝρος της περιουσßας μου üπως περιγρÜφτηκε πιο πÜνω.

     Στον ξÜδελφο μου εξ αγχιστεßας ΓκρÜνμπι Ντοντζ δßνω Ýνα δολÜριο μετρητÜ, για να χρησιμοποιηθεß απ' αυτüν για την αγορÜ βιβλßου
Þ βιβλßων ýμνων, ως Ýνδειξη της ευγνωμοσýνης μου για τ' üτι τÜιζε και πρüσφερε στÝγη στον γιο μου Βιργßνιο απü τüτε που ο Βιργßνιος εγκατÝλειψε το σπßτι μου
.

     ΑυτÞ Þταν η διαθÞκη. Κι εμεßς παρακολουθοýσαμε για να ακοýσουμε Þ να δοýμε τι θα Ýλεγε ο νÝος ¢νσελμ. Και δεν ακοýσαμε οýτ' εßδαμε
τßποτα. ΜετÜ παρακολουθοýσαμε να δοýμε τι θα Ýκανε ο Βιργßνιος. Οýτε αυτüς Ýκανε τßποτα. ¹ δε ξÝραμε εμεßς τι Ýκανε Þ τι σκεφτüταν. ΑλλÜ Ýτσι Þταν ο Βιργßνιος. Ετσι κι αλλιþς, η υπüθεση εßχε τελειþσει. Το μüνο που 'χε κÜνει ο Βιργßνιος Þταν να περιμÝνει μÝχρι να κυρþσει ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ τη διαθÞκη και μετÜ μποροýσε να δþσει του ¢νσελμ το μερßδιο του -αν εßχε σκοπü να το κÜνει. ΠÜνω στο θÝμα αυτü Þμασταν χωρισμÝνοι σε δυο ομÜδες.
 -«Δεν εßχε ποτÝ προβλÞματα με τον ¢νσελμ», εßπαν κÜποιοι.
 -«Αν κρßνεις απ' αυτü, θα πρÝπει να μοιραστεß το
αγρüκτημα του μ' üλους στη περιοχÞ» απαντοýσανε κÜποιοι Üλλοι.
 -«ΑλλÜ Þταν ο Βιργßνιος που προσπÜθησε τüτε να πληρþσει το πρüστιμο του ¢νσελμ», Ýλεγαν οι πρþτοι.
 -«Κι Þταν ο Βιργßνιος πÜλι που πÞγε με το μÝρος του πατÝρα του üταν ο νÝος ¢νσελμ Þθελε να διαιρÝσει τη γη», λÝγαν οι Üλλοι. Κι Ýτσι περιμÝναμε και παρακολουθοýσαμε.
     Παρακολουθοýσαμε το δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ τþρα. ΞαφνικÜ, üλη η υπüθεση βρισκüτανε στα χÝ
ρια του, σαν να 'ταν Θεüς που στεκüτανε πÜνω απü το εκδικητικü κι αποδοκιμαστικü γÝλιο του γÝρου, που ακüμη και κÜτω απ' τη γη δε πÝθαινε κι επßσης πÜνω απ' αυτÜ τα δýο ασυμφιλßωτα αδÝλφια που για δÝκα χρüνια δεν Þθελε ο Ýνας να ξÝρει τßποτε για τον Üλλον. Κι üλοι νιþθαμε üτι μ' αυτÞ την τελευταßα του κßνηση ο γÝρος ¢νσελμ εßχε παρατραβÞξει το σκοινß. ΕπιλÝγοντας το δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ η παραφροσýνη του γÝρου εßχε κÜνει διÜνα, γιατß πιστεýαμε πως ο γÝρος ¢νσελμ εßχε διαλÝξει απü μας το μοναδικü με τüσην εντιμüτητα, τιμÞ και κοινÞ λογικÞ -με κεßνο το εßδος εντιμüτητας και τιμÞς που ποτÝ δεν εßχε το χρüνο να συγχÝεται και ν' αμφιβÜλλει για τον εαυτü του, απü το πολý διÜβασμα των νομικþν. Το γεγονüς και μüνο πως η επικýρωση ενüς αρκετÜ απλοý εγγρÜφου φαινüταν να του χρειÜζεται υπερβολικü χρüνο, Þταν Üλλη μια απüδειξη για μας üτι ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ Þταν ο μüνος απ' üλους μας που πßστευε πως η δικαιοσýνη εßναι κατÜ το μισü γνþση των νüμων και κατÜ το Üλλο μισü τυφλÞ εμπιστοσýνη στον εαυτü σου και στο Θεü.
    
Καθþς πλησßαζε η λÞξη της προθεσμßας που 'χεν οριστεß, παρακολουθοýσαμε το δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ στη καθημερνÞ του βüλτα απü το σπßτι στο γραφεßο, στην αυλÞ του δικαστηρßου. Κινοýνταν προσεκτικÜ και χωρßς βιασýνη -Ýνας χÞρος πÜνω απ' τα εξÞντα, επιβλητικüς, με Üσπρα μαλλιÜ και μ' Ýνα üρθιο κι αξιοπρεπÝς παρÜστημα που οι νÝγροι ονüμαζαν «πισþπλατο». Εßχε διοριστεß σýμβουλος πριν δεκαεπτÜ χρüνια. Εßχε λßγες νομικÝς γνþσεις, αλλÜ μεγÜλη δüση ακλüνητης κοινÞς λογικÞς κι εδþ και δεκατρßα χρüνια κανεßς δε διαφωνοýσε με την επανεκλογÞ του. Ακüμη κι αυτοß που 'ταν εξοργισμÝνοι απü το πρÜο και συγκαταβατικü ýφος του, τονε ψηφßζανε κατÜ καιροýς μ' Ýνα εßδος παιδικÞς εμπιστοσýνης και πßστης. Κι Ýτσι τον παρακολουθοýσαμε χωρßς ανυπομονησßα, ξÝροντας πως τελικÜ θα 'κανε το σωστü, üχι επειδÞ Þταν αυτüς που το 'κανε, αλλÜ γιατß δεν επÝτρεπε στον εαυτü του Þ σ' οποιονδÞποτε Üλλο να κÜνει τßποτα εκτüς απü το σωστü. Και κÜθε πρωß τονε βλÝπαμε να διασχßζει τη πλατεßα ακριβþς στις οκτþ και δÝκα και να πηγαßνει στα δικαστÞρια, üπου ο νÝγρος θυρωρüς, για να του ανοßξει το γραφεßο, τονε περßμενε ακριβþς για δÝκα λεπτÜ μüνο, με την ωρολογιακÞ ακρßβεια που το γνωστü μονüτονο σινιÜλο προδικÜζει την Üφιξη του τρÝνου. Ο δικαστÞς Ýμπαινε στο γραφεßο κι ο νÝγρος Ýπαιρνε θÝση σε μια πτυσσüμενη καρÝκλα, επιδιορθωμÝνη με σýρμα, στο γεμÜτο σημαßες διÜδρομο που χþριζε το γραφεßο απü την αßθουσα δικαστηρßου κι εκεß καθüταν üλη τη μÝρα ρεμβÜζοντας, üπως το 'κανε εδþ και δεκαεπτÜ χρüνια. Στις πÝντε το απüγευμα ο νÝγρος ξυπνοýσε, Ýμπαινε στο γραφεßο και μÜλλον ξυπνοýσε και τον δικαστÞ, που 'χε ζÞσει αρκετÜ για να ξÝρει üτι το βÜρος της κÜθε δουλειÜς βρßσκεται συνÞθως στα βιαστικÜ μυαλÜ κεßνων των θεωρητικþν που δεν Ýχουνε δικÞ τους δουλειÜ. ΜετÜ τους βλÝπαμε να διασχßζουν ξανÜ το δρüμο ο Ýνας πßσω απ' τον Üλλον και να στρßβουνε για το σπßτι τους, οι δυο κοιτÜζοντας εμπρüς και με περßπου δεκαπÝντε πüδια απüσταση μεταξý τους, περπατþντας τüσον üρθιοι που οι δýο ρεντιγκüτες φτιαγμÝνες απ' τον ßδιο ρÜφτη, στο μÝγεθος του δικαστÞ, κρÝμονταν απü τους þμους τους σα μονοκüμματα σανßδια, χωρßς να διακρßνονται η μÝση Þ οι γοφοß.
     ¸
να απüγευμα, λßγο μετÜ τις πÝντε, Üνθρωποι Üρχισαν να τρÝχουν ξαφνικÜ και να διασχßζουν την πλατεßα για να φτÜσουν στα δικαστÞρια. ΚÜποιοι Üλλοι τους εßδανε κι αρχßσανε κι αυτοß να τρÝχουν με τα πüδια βαριÜ στο πλακüστρωτο ανÜμεσα στις Üμαξες και στ' αυτοκßνητα, με τις φωνÝς τους τεταμÝνες κι επßμονες:
 -«Τß; Τß συμβαßνει»;
 -«Ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ», απλþθηκαν οι λÝξεις κι οι Üνθρωποι τρÝξανε και μπÞ
κανε στο διÜδρομο με τις σημαßες ανÜμεσα στην αßθουσα του δικαστηρßου και το γραφεßο, που ο γÝρο-νÝγρος με τη πολυφορεμÝνη του ρεντιγκüτα καθüταν με τα χÝρια ψηλÜ χτυπþντας τις παλÜμες του. ΠÝρασαν απü δßπλα του και τρÝξανε στο γραφεßο. Ο δικαστÞς καθüτανε στο τραπÝζι, ελÜχιστα μισοξαπλωμÝνος στη καρÝκλα, αρκετÜ Üνετα. Τα μÜτια του Þταν ανοικτÜ. Τον εßχανε πυροβολÞσει μια φορÜ ανÜμεσα στα μÜτια και γι' αυτü το λüγο φαινüτανε τþρα σα να 'χε τρßα στη σειρÜ. Η σφαßρα υπÞρχε, Þταν εκεß παρüλο που κεßνη τη μÝρα δεν υπÞρχε κανεßς στη πλατεßα κι ο γÝρο-νÝγρος που καθüταν üλη τη μÝρα στη καρÝκλα στο διÜδρομο δεν εßχε ακοýσει Þχο.
    
Ο ΓκÜβιν Στßβενς χρειÜστηκε πολý χρüνο, κεßνη τη μÝρα -αυτüς και το μικρü μπροýντζινο κουτß. Γιατß το ανþτατο ορκωτü δικαστÞριο δε μποροýσε στην αρχÞ να καταλÜβει ποý αποσκοποýσε- και δε μποροýσαν να το καταλÜβουν αυτü οýτε τα αδÝλφια, οýτε ο ξÜδελφος, οýτε ο γÝρο-νÝγρος. ΤελικÜ, ο προúστÜμενος των ενüρκων τονε ρþτησε απευθεßας:
 -«Ισχυρßζεσαι, ΓκÜβιν, üτι υπÜρχει σýνδεση μεταξý της
διαθÞκης του κ. Χüλαντ και του φüνου του δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ»;
 -
«Ναι» εßπε ο εισαγγελÝας της κομητεßας, «και θα υποστηρßξω κÜτι παραπÜνω απ' αυτü».
     ¼
λοι τον παρακολουθοýσαν: οι Ýνορκοι, τα δυο αδÝλφια. Μüνον ο γÝρο-νÝγρος κι ο ξÜδελφος δε τονε κοιτοýσαν. Ο νÝγρος φαινüταν να 'χε γερÜσει πενÞντα χρüνια μÝσα σε μια βδομÜδα. Εßχε αναλÜβει δημüσια θÝση ταυτüχρονα με τον δικαστÞ κι αυτü οφειλüτανε στο γεγονüς üτι εßχεν υπηρετÞσει την οικογÝνεια του δικαστÞ παραπÜνω απ' ü,τι θυμοýνταν μερικοß απü μας. ¹ταν μεγαλýτερος απ' τον δικαστÞ, αν και μÝχρι κεßνο το απüγευμα, πριν απü μια βδομÜδα, φαινüτανε σαρÜντα χρüνια νεüτερος -μια μαραμÝνη φιγοýρα, Üμορφη στην ογκþδη ρεντιγκüτα του, που 'φτανε στο γραφεßο δÝκα λεπτÜ πριν απü τον δικαστÞ, το Üνοιγε, το σκοýπιζε και ξεσκüνιζε το τραπÝζι χωρßς ν' αλλÜξει τη θÝση κανενüς απ' τα αντικεßμενα που βρßσκονταν πÜνω σ' αυτü. Τα 'κανε üλα με μια φροντισμÝνην ανεμελιÜ, καρπüς δεκαεπτÜ χρüνων εξÜσκησης και μετÜ αποχωροýσε για ýπνο στη καρÝκλα στο διÜδρομο. ΔηλαδÞ, Ýκανε πως κοιμÜται (Ο μüνος Üλλος δρüμος για να φτÜσει κανεßς στο γραφεßο Þταν μÝσω της στενÞς ιδιωτικÞς σκÜλας που 'βγαινε απü την αßθουσα δικαστηρßου, που χρησιμοποιοýνταν μüνο απ' τον προεδρεýοντα δικαστÞ κατÜ τη διÜρκεια της συνεδρßασης του δικαστηρßου και πÜλι Ýπρεπε να περÜσει κανεßς τον διÜδρομο σε απüσταση οκτþ ποδιþν απü τη καρÝκλα του νÝγρου, εκτüς αν ακολουθοýσε το διÜδρομο μÝχρι το σημεßο που σχημÜτιζε μια γωνßα κÜτω απü το μοναδικü παρÜθυρο του γραφεßου κι Ýμπαινε απ' το παρÜθυρο).
     Κανεßς Üντρας Þ γυναßκα δεν
εßχε περÜσει ποτÝ δßπλα απ' αυτÞ τη καρÝκλα χωρßς να δει τα ρυτιδωμÝνα βλÝφαρα του κατüχου της ν' ανοßγουν αιφνßδια πÜνω στα καφÝ, αβαθÞ μÜτια προχωρημÝνης ηλικßας. ΚαμιÜ φορÜ σταματοýσαμε και του μιλοýσαμε, για ν' ακοýσουμε τη φωνÞ του να κυλÜει με την υπερβολικÜ Üσχημη προφορÜ της πομπþδους κι ανοýσιας νομικÞς φρασεολογßας που 'χεν αποκτÞσει ασυνεßδητα, σα να 'χε κολλÞσει μικρüβιο και που αναπαρÞγαγε με μια εξ-Ýδρας βαθýτητα, που μας Ýκανε να παρακολουθοýμε τον ßδιο τον δικαστÞ με χαροýμενη και γεμÜτη στοργÞ διÜθεση. ¹ταν üμως γÝρος, ξεχνοýσε τα ονüματÜ μας και καμιÜ φορÜ μας μπÝρδευε. Και μπερδεýοντας τα πρüσωπÜ μας και τις γενιÝς μας ακüμη, ξυπνοýσε που και που απ' τον ýπνο του για να προκαλεß Üτομα που δεν υπÞρχαν και που 'χανε πεθÜνει πολý πριν. ΑλλÜ κανεßς δε κατÜφερε ποτÝ να περÜσει απü δßπλα του χωρßς να γßνει αντιληπτüς.
    
Οι Üλλοι στην αßθουσα παρακολουθοýσαν τον Στßβενς -οι Ýνορκοι γýρω απ' το τραπÝζι, τα δυο αδÝλφια που κÜθονταν στις απÝναντι πλευρÝς του πÜγκου, με τα ßδια σκοýρα, αετßσια πρüσωπα και τα χÝρια τους διπλωμÝνα με τον ßδιον τρüπο.
 -«Ισχυρßζεστε üτι ο φονιÜς του δικαστÞ
Ντιοýκινφιλντ βρßσκεται σ' αυτÞ την αßθουσα;» ρþτησε ο προúστÜμενος των ενüρκων. Ο εισαγγελÝας της κομητεßας τους κοßταξε, δηλαδÞ κοßταξε üλες τις φÜτσες που τον παρακολουθοýσαν.
 -«Θα ισχυριστþ κÜτι παραπÜνω απ'
αυτü», εßπε.
 -
«Να ισχυριστεßτε» εßπε ο ¢νσελμ, ο μικρüτερος δßδυμος. Καθüταν μüνος του, στη δικÞ του Üκρη του πÜγκου, μ' üλη την Ýκταση του πÜγκου μεταξý αυτοý και του αδελφοý του που δεν του 'χε μιλÞσει για δεκαπÝντε χρüνια, παρακολουθþντας τον Στßβενς μ' Üγρια, επßμονη και συνεχÞ ματιÜ.
 -
«Ναι» εßπε ο Στßβενς.
     Καθüτανε στην Üκρη του τραπεζιοý. ¢ρχισε να
μιλÜ χωρßς να κοιτÜ κανÝναν ιδιαßτερα και μιλοýσε μ' ελαφρý τüνο σα να 'λεγε ανÝκδοτα. ¸λεγε αυτÜ που Þδη γνωρßζαμε, ζητþντας μüνον επιβεβαßωση απ' τον Üλλον δßδυμο, τον Βιργßνιο. ¸λεγε για τον νÝο ¢νσελμ και τον πατÝρα του. Ο τüνος της φωνÞς του Þταν ευθýς κι ευχÜριστος. Φαινüταν να παßρνει το μÝρος των ζωντανþν, λÝγοντας πως ο νÝος ¢νσελμ εßχε φýγει απ' το σπßτι οργισμÝνος, μια κατανοητÞ οργÞ που αφοροýσε τον τρüπο που ο πατÝρας του μεταχειριζüταν τη γη που ανÞκε κÜποτε στη μητÝρα του και που την εν λüγω στιγμÞ δικαιωματικÜ το μισü της Þτανε δικü του. Ο τüνος Þτανε σωστüς, αληθοφανÞς, ειλικρινÞς κι ßσως, λßγο μεροληπτικüς για τον ¢νσελμ Τζοýνιορ. Αυτü Þταν. Εξαιτßας αυτÞς της φαινομενικÞς μεροληψßας, Üρχισε ν' αναφαßνεται μια εικüνα του νÝου ¢νσελμ που τον καταδßκαζε για κÜτι που τüτε ακüμη δε γνωρßζαμε. ¹τανε καταδικασμÝνος απ' τη μεγÜλη του επιθυμßα για δικαιοσýνη κι απü την αγÜπη για τη νεκρÞ μητÝρα του, παραμορφωμÝνες απü τη βßα που 'χε κληρονομÞσει απ' τον ßδιο Üνθρωπο που τον αδßκησε.
     Τα δυο αδÝλφια κÜθονταν εκεß, με κεßνο τον εντελþς
λεßο πÜγκο ανÜμεσÜ τους, ο νεüτερος παρακολουθþντας τον Στßβενς με κεßνο το βßαιο βλÝμμα που προσπαθοýσε μÜταια να συγκρατÞσει κι ο μεγαλýτερος μ' Ýν εξßσου Ýντονο βλÝμμα, αλλÜ με ανεξιχνßαστο πρüσωπο. Ο Στßβενς τþρα Ýλεγε πως ο νÝος ¢νσελμ εßχε φýγει οργισμÝνος και πως, Ýνα χρüνο αργüτερα, ο Βιργßνιος, ο πιο Þσυχος κι Þρεμος, που 'χε πÜνω απü μια φορÜ προσπαθÞσει να τους συμφιλιþσει, αναγκÜστηκε κι αυτüς με τη σειρÜ του να φýγει. ΞανÜ ο Στßβενς ζωγρÜφισε μιαν αληθοφανÞ κι ειλικρινÞ εικüνα: των δυο αδελφþν, χωρισμÝνων üχι απ' τον εν ζωÞ πατÝρα τους, αλλÜ απ' αυτü που 'χε κληρονομÞσει Ýκαστος απ' αυτüν κι επιπλÝον αποκλεισμÝνων απü τη γη που üχι μüνο δικαιωματικÜ Þταν δικÞ τους, αλλÜ üπου βρßσκονταν και τα λεßψανα της μητÝρας τους.
 -«¸τσι Þρθαν τα πρÜγματα. Τα δυο αδÝλφια παρακολουθοýσαν εξ αποστÜσεως τη καλÞ τους γη που σιγÜ-σιγÜ καταστρεφüτανε, το σπßτι που γεννÞθηκαν αυτοß κι η μητÝρα τους να γκρεμßζεται εξαιτßας ενüς τρελαμÝνου γÝρου που 'χε ξεπερÜσει τα üρια, που τους εßχε διþξει απ' το σπßτι και που δεν Ýκανε τßποτα γι' αυτοýς παρÜ να τους στερÞσει τη γη τους για πÜντα, θÝλοντας να τη πουλÞσει για να γλιτþσει μερικοýς φüρους. ΑλλÜ κÜποιος του ανÝτρεψε αυτÜ τα σχÝδια, κÜποιος με αρκετÞ προνοητικüτητα κι αρκετü αυτοÝλεγχο για να επιμεßνει στην Üποψη του üτι το ζÞτημα δεν αφοροýσε κανÝνα Üλλο τουλÜχιστον για üσο καιρü πληρþνονταν οι φüροι. ¢ρα, üτι εßχαν να κÜνουν Þταν να περιμÝνουν να πεθÜνει ο γÝρος. Ετσι κι αλλιþς, γÝρος Þταν, αλλÜ ακüμη κι αν Þταν νÝος, η αναμονÞ δε θα 'τανε πολý δýσκολη για Ýναν Üνθρωπο με τÝτοιον αυτοÝλεγχο κι ας μην Þξερε το περιεχüμενο της διαθÞκης του γÝρου. Αντßθετα, η αναμονÞ δεν θα Þταν τüσο εýκολη για Ýναν ανυπüμονο, βßαιο Üνθρωπο, ειδικÜ αν αυτüς ο βßαιος Üνθρωπος Þξερε Þ υποψιαζüτανε το περιεχüμενο της διαθÞκης που τον ικανοποιοýσε κι επιπλÝον θεωροýσε πως εßχε ανÝκκλητα αδικηθεß, το να χÜσει το καλü του üνομα και τα πολιτικÜ του δικαιþματα μÝσω της δρÜσης ενüς ανθρþπου που Þδη τον εßχε απογυμνþσει και του 'χε στερÞσει τα καλýτερα χρüνια της ζωÞς του ανÜμεσα σε ανθρþπους, αναγκÜζοντας τον να ζει σαν ερημßτης σε μια καλýβα πÜνω στο λüφο. ¸νας τÝτοιος Üνθρωπος δεν θα 'χε οýτε το χρüνο κι οýτε τη τÜση ν' ασχολεßται με το αν θα περιμÝνει κÜτι τÝτοιο Þ üχι».
     Τα δυο αδÝλφια τον κοιτοýσαν. Εκτüς απü τα μÜτια του ¢νσελμ, ολüκληρα τα σþματα τους φαßνονταν σα σκαλισμÝνα σε βρÜχο. Ο Στßβενς μιλοýσε Þρεμα, χωρßς να κοιτÜ κανÝναν ιδιαßτερα. ¹ταν εισαγγελÝας της κομητεßας περßπου για üσα χρüνια Þτανε σýμβουλος ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ. ¹ταν απüφοιτος του ΧÜρβαρντ: Ýνας Üνθρωπος με χαλαρÝς αρθρþσεις και πυκνÜ ξεχτÝνιστα γκρßζα μαλλιÜ, που μποροýσε να συζητÜ για τον ΑúνστÜιν με καθηγητÝς κολεγßου, αλλÜ και που περνοýσε ακüμη απογεýματα ολüκληρα με τους Üστεγους που ακουμποýσανε στους τοßχους των επαρχιακþν μαγαζιþν, μιλþντας μαζß τους τη γλþσσα τους. Ολ' αυτÜ τα ονüμαζε διακοπÝς.
 -«Αργüτερα πÝθανε ο πατÝρας, üπως θα μποροýσε να 'χε προβλÝψει κÜθε Üνθρωπος με αυτοÝλεγχο. Κι η διαθÞκη του παρουσιÜστηκε για επικýρωση κι ακüμη κι Üνθρωποι μακριÜ πÜνω στους λüφους Ýμαθαν τι Ýγραφε αυτÞ, μÜθαν üτι επιτÝλους αυτÞ η ταλαιπωρημÝνη γη θ' ανÞκε πλÝον στον δικαιωματικü της ιδιοκτÞτη. ¹ ιδιοκτÞτες, εφüσον ο ¢νσελμ Χüλαντ ξÝρει üσο κι εμεßς üτι ο Βιργßνιος δε θα 'παιρνε παραπÜνω απü το μερßδιο του, Üσχετα με τη διαθÞκη, οýτε τþρα, οýτε ποτÝ. Ο ¢νσελμ το ξÝρει αυτü επειδÞ ξÝρει üτι κι ο ßδιος στη θÝση του Βιργινßου αυτü θα Ýκανε. Γιατß εκτüς απü παιδιÜ του ¢νσελμ Χüλαντ, εßναι και παιδιÜ της Κορνηλßας ΜÜρντις. ΑλλÜ ακüμη και να μη το 'ξερε αυτü ο ¢νσελμ, θα 'ξερε üτι η γη που ανÞκε στη μητÝρα του κι üπου βρßσκονται τþρα τα λεßψανα της θα 'τανε πλÝον σε καλÜ χÝρια. ¢ρα κεßνη τη νýχτα, üταν Ýμαθε üτι Þταν νεκρüς ο πατÝρας του, ßσως πρþτη φορÜ απü τüτε που 'τανε παιδß, πριν ακüμη πεθÜνει η μητÝρα του, που ανÝβαινε η ßδια τη νýχτα για να δει αν κοιμÜται, ßσως πρþτη φορÜ απü τüτε, ο ¢νσελμ κοιμÞθηκε. Γιατß, βλÝπετε, üλα εßχανε πια δικαιωθεß: η προσβολÞ, η αδικßα, το χαμÝνο καλü üνομα κι η κηλßδα της φυλακÞς -üλα σα να 'ταν μüνον Ýνα κακü üνειρο. ΞεχασμÝνο πια, γιατß τα πρÜγματα Þτανε πÜλι εντÜξει. Στο μεταξý βλÝπετε, ο ¢νσελμ εßχε συνηθßσει τη ζωÞ του ως ερημßτη, εξÜλλου δε μποροýσε πια να την αλλÜξει, μετÜ τüσα χρüνια. ¹ταν πιο ευτυχισμÝνος εκεß Ýξω, μüνος. Και τþρα να ξÝρει πως üλα περÜσανε, σαν εφιÜλτης, πως η γη, η γη της μητÝρας του, η κληρονομιÜ της και το μαυσωλεßο της βρßσκονται πλÝον στα χÝρια του μοναδικοý ανθρþπου που μποροýσε να εμπιστευθεß, Ýστω κι αν δεν μιλιοýνταν. Δεν το καταλαβαßνετε»;
     Τον παρακολουθοýσαμε καθþς βρισκüμασταν γýρω απ' το τραπÝζι που δεν εßχε διαταραχθεß απü τη μÝρα που πÝθανε ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ, üπου ακüμη βρßσκονταν τα αντικεßμενα που αποτελοýσαν, μαζß με τη κÜννη του üπλου, τη τελευταßα θÝα του δικαστÞ και με τα οποßα üλοι Þμασταν εδþ και χρüνια εξοικειωμÝνοι -τα χαρτιÜ, το βρüμικο μελανοδοχεßο, το κοντüχοντρο στυλü που αγαποýσε ο δικαστÞς, το μικρü μπροýτζινο κουτß που με το βÜρος του κρατοýσε τα χαρτιÜ να μη τα σκορπßσει ο αÝρας. Στις Üκρες του ξýλινου πÜγκου, οι δυο δßδυμοι παρακολουθοýσαν τον Στßβενς, ακßνητοι και με διαπεραστικü βλÝμμα.
 -«Οχι, δεν το καταλαβαßνουμε», εßπε ο πρüεδρος. «Ποý αποσκοπεßτε; ΠοιÜ εßναι η σχÝση ανÜμεσα σ' üλα αυτÜ και τη δολοφονßα του δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ»;
 -«Να σας το εξηγÞσω» εßπε ο Στßβενς. «Ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ σκοτþθηκε ενþ επικýρωνε τη διαθÞκη. ¹ταν μια παρÜξενη διαθÞκη, αλλÜ üλοι το περιμÝναμε αυτü απ' τον κ. Χüλαντ. ¹ταν üμως νüμιμη κι οι δικαιοýχοι Þταν üλοι τους ικανοποιημÝνοι. Ολοι μας ξÝρουμε üτι το μισü της γης θα δοθεß στον ¢νσελμ την ßδια στιγμÞ που το θελÞσει. ¢ρα δεν υπÞρχε κανÝνα πρüβλημα. Η επικýρωση της Ýπρεπε να Þταν καθαρÜ τυπικü ζÞτημα. Κι üμως ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ την εßχε σ' εκκρεμüτητα για πÜνω απü δυο βδομÜδες üταν πÝθανε. Κι Ýτσι κεßνος ο Üνθρωπος που νüμιζε üτι το παν που 'χε να κÜνει Þταν να περιμÝνει...-»
 -«Ποιüς Üνθρωπος;» εßπε ο πρüεδρος.
 -«ΠεριμÝνετε» εßπε ο Στßβενς. «Το παν που 'χε να κÜνει κεßνος ο Üνθρωπος Þταν να περιμÝνει. ΑλλÜ δεν Þταν η αναμονÞ που τον ανησυχοýσε, γιατß Þδη περßμενε δεκαπÝντε χρüνια. Δεν Þταν αυτü. ¹τανε κÜτι Üλλο που θυμÞθηκε üταν Þτανε πλÝον αργÜ, κÜτι που δεν Ýπρεπε να 'χε ξεχÜσει. Γιατß πρüκειται για Üνθρωπο Ýξυπνο, μ' αυτοÝλεγχο και προνοητικüτητα. Μ' αρκετü αυτοÝλεγχο για να περιμÝνει δεκαπÝντε χρüνια την ευκαιρßα του και με αρκετÞ προνοητικüτητα για να Ýχει προετοιμαστεß για üλα τ' απρüβλεπτα, εκτüς απü Ýνα: τη μνÞμη του. Κι üταν Þτανε πολý αργÜ πια, θυμÞθηκε üτι υπÞρχε κι Üλλος Ýνας Üνθρωπος που θα θυμüταν αυτü που 'χε ξεχÜσει ο ßδιος. Κι αυτüς ο Üνθρωπος Þταν ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ. Κι αυτü το κÜτι που θα θυμüταν αυτüς εßναι üτι κεßνο το Üλογο δε μποροýσε να 'χε σκοτþσει τον κ. Χüλαντ». 
     ¼ταν η φωνÞ του σιþπησε, δεν ακοýστηκε Þχος σ' üλη την αßθουσα. Οι Ýνορκοι κÜθονταν σιωπηλοß γýρω απ' το τραπÝζι και κοιτοýσανε τον Στßβενς. Ο ¢νσελμ γýρισε την οργισμÝνη φÜτσα του μια φορÜ στον αδελφü του και μετÜ ξαναγýρισε το βλÝμμα του στον Στßβενς, μüνο που τþρα Ýγερνε λßγο μπροστÜ. Ο Βιργßνιος δεν εßχε κινηθεß και δεν υπÞρχε καμßα αλλαγÞ στη σοβαρÞ Ýκφραση του. ΑνÜμεσα σ' αυτüν και τον τοßχο καθüταν ο ξÜδελφος. Κρατοýσε τα χÝρια του ακουμπισμÝνα στα γüνατα και το κεφÜλι του Þτανε λßγο σκυμμÝνο, σα να βρισκüτανε στην εκκλησßα. Γι' αυτüν ξÝραμε μüνον üτι Þτανε κÜτι σα πλανüδιος ιεροκÞρυκας κι üτι κÜθε τüσο μÜζευε σειρÝς απü καχεκτικÜ Üλογα και μουλÜρια και τα πÞγαινε κÜπου üπου τ' αντÜλλασσε Þ τα πουλοýσε. ¹ταν Üνθρωπος που δε μιλοýσε συχνÜ και που στις συναλλαγÝς του μ' Üλλους ανθρþπους Ýδειχνε τüση ντροπαλüτητα κι Ýλλειψη αυτοπεποßθησης που üλοι τον λυπüμασταν, με το εßδος εκεßνο του οßκτου που νιþθει κανεßς μπρος σ' Ýν ανÜπηρο σκουλÞκι. Φοβüμασταν ακüμη και να του δημιουργÞσουμε το Üγχος ν' απαντÞσει με «ναι» Þ «üχι» σε μιαν ερþτηση. ΑλλÜ ακοýγαμε πως, τις ΚυριακÝς, στους Üμβωνες επαρχιακþν εκκλησιþν, γινüταν Üλλος Üνθρωπος κι η φωνÞ του Üλλαζε σε πραγματικÞ φωνÞ ιεροκÞρυκα, με δýναμη και συγκßνηση.
 -«Φανταστεßτε την αναμονÞ», εßπε ο Στßβενς, «του ανθρþπου που Þξερε εκ των προτÝρων τι θα γινüτανε και που κατÜλαβε τελικÜ üτι ο λüγος γιατß δεν γινüτανε τßποτα, γιατß κεßνη η διαθÞκη εßχε μπει στο γραφεßο του δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ και μετÜ προφανþς εßχε χαθεß, Þταν επειδÞ εßχε ξεχÜσει κÜτι που δεν Ýπρεπε να ξεχÜσει. ΔηλαδÞ το γεγονüς üτι ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ Þξερε κι αυτüς üτι δεν Þταν ο Χüλαντ που 'χε χτυπÞσει το Üλογο. Ο Üνθρωπος Þξερε üτι κι ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ γνþριζε πως ο Üνθρωπος που 'χε κτυπÞσει κεßνο το Üλογο με το μπαστοýνι τüσο δυνατÜ þστε να του αφÞσει σημÜδια στη πλÜτη Þταν αυτüς που πρþτα σκüτωσε τον κ. Χüλαντ και μετÜ του κρÝμασε το πüδι σε κεßνο τον αναβολÝα και χτýπησε το Üλογο για ν' αφηνιÜσει. ΑλλÜ το Üλογο δεν αφÞνιασε. Ο εν λüγω Üνθρωπος το Þξερε αυτü εκ των προτÝρων. ¹ξερε πολý καλÜ üτι το Üλογο δεν θ' αφÞνιαζε, αλλÜ το 'χε ξεχÜσει. Γιατß üταν Þταν ακüμη πουλÜρι, το εßχανε δεßρει τüσο δυνατÜ μια φορÜ, þστε απü τüτε και μüνο που 'βλεπε βÝργα στο χÝρι του καβαλÜρη ξÜπλωνε στο Ýδαφος, üπως ακριβþς Þξερε ο κ. Χüλαντ κι üπως Þξεραν üλοι του στενοý κýκλου της οικογÝνειας Χüλαντ. ¢ρα το Üλογο απλþς ξÜπλωσε πÜνω στο κορμß του κ. Χüλαντ. ΑλλÜ κι αυτü Þταν εντÜξει στην αρχÞ κι αυτü καλü Þταν. Ετσι σκεφτüταν εκεßνος ο Üνθρωπος για περßπου μια εβδομÜδα, ξαπλωμÝνος στο κρεβÜτι του τα βρÜδια και περιμÝνοντας, üπως περßμενε εδþ και δεκαπÝντε χρüνια. ΑλλÜ οýτε και τüτε που Þτανε πια αργÜ και συνειδητοποßησε üτι εßχε κÜνει Ýνα λÜθος, οýτε τüτε θυμÞθηκε üλ' αυτÜ που δεν Ýπρεπε να 'χε ξεχÜσει ποτÝ. ΜετÜ, üταν Þτανε πια αργÜ, τα θυμÞθηκε κι αυτÜ, üταν πλÝον εßχε ανακαλυφθεß το πτþμα και τα σημÜδια πÜνω στο Üλογο κι Þτανε πολý αργÜ πια ν' αφαιρεθοýνε. Τη στιγμÞ που τα θυμÞθηκε üλ' αυτÜ, τα σημÜδια θα 'χαν εξαφανιστεß Ýτσι κι αλλιþς. Κι υπÞρχε μüνον Ýνας τρüπος για να εξαφανιστοýν κι απ' το μυαλü των ανθρþπων. Φανταστεßτε τον εκεßνη τη στιγμÞ, τον τρüμο του, την οργÞ του, την αßσθηση του, üτι τον κορüιδεψε κÜποιος χωρßς να μπορεß να διορθþσει το λÜθος, την οργισμÝνη του επιθυμßα να γυρßσει για Ýνα λεπτü και μüνο το χρüνο πßσω, ν' ανατρÝψει Þ ν' αποτελειþσει κÜτι üταν εßναι πλÝον αργÜ. Γιατß το τελευταßο πρÜγμα που θυμÞθηκε üταν Þτανε πια αργÜ Þτανε πως ο κ. Χüλαντ εßχε αγορÜσει κεßνο το Üλογο απü το δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ, τον Üνθρωπο που καθüταν εδþ, σ' αυτü το τραπÝζι, ασχολοýμενος με την ισχý μιας διαθÞκης που χÜριζε σε κÜποιον δυο χιλιÜδες εκτÜρια της καλýτερης γης αυτÞς της κομητεßας. Κι εφüσον υπÞρχε μüνον Ýνας τρüπος για ν' αφαιρεθοýν εκεßνα τα σημÜδια, περßμενε, αλλÜ δεν Ýγινε τßποτα. Κι Þξερε γιατß δεν Ýγινε τßποτα. Και περßμενο üσο μπüρεσε, μÝχρι που πßστεψε üτι διακυβεýονται παραπÜνω απü κÜποια στρÝμματα γης. ¢ρα, τß Üλλο μποροýσε να κÜνει παρ' αυτü που 'κανε»;
     Πριν ακüμη τελειþσει ο Στßβενς μßλησε ο ¢νσελμ. Η φωνÞ του Þτανε σκληρÞ κι απüτομη.
 -«ΚÜνετε λÜθος», εßπε.
     ΜεμιÜς, τον κοιτÜξαμε üλοι üπως Ýσκυβε μπροστÜ στον πÜγκο, με τις λασπωμÝνες μπüτες του και τη πολυφορεμÝνη φüρμα του, αγριοκοιτÜζοντας τον Στßβενς. Ακüμη κι ο Βιργßνιος γýρισε και για μια στιγμÞ τονε κοßταξε. Μüνο ο ξÜδελφος κι ο γÝρο-νÝγρος δεν εßχανε κουνηθεß καθüλου. Δε φαßνονταν να παρακολουθοýνε.
 -«Ποý κÜνω λÜθος;» εßπε ο Στßβενς. ΑλλÜ ο ¢νσελμ δεν απÜντησεν αμÝσως. Αγριοκοßταζε τον Στßβενς.
 -«Θα πÜρει ο Βιργßνιος το σπßτι παρ' üλο που... που...»
 -«Παρ' üλο τß;» ρþτησε ο Στßβενς.
 -«ΕÜν αυτüς... üτι...»
 -«Εννοεßς τον πατÝρα σου; Αν πÝθανε Þ δολοφονÞθηκε»;
 -«Ναι», εßπε ο ¢νσελμ.
 -«Ναι. Εσý κι ο Βιργßνιος παßρνετε τη γη εßτε ισχýει εßτε üχι η διαθÞκη, δεδομÝνου, φυσικÜ, πως ο Βιργßνιος τη μοιρÜζεται μαζß σου. ΑλλÜ ο Üνθρωπος που σκüτωσε τον πατÝρα σου δεν Þτανε σßγουρος γι' αυτü και δε τολμοýσε να ρωτÞσει. ΕπειδÞ δεν Þθελε να ισχýσει αυτÞ η διαθÞκη».
 -«ΚÜνεις λÜθος», εßπε ο ¢νσελμ, με κεßνη τη σκληρÞ, απüτομη φωνÞ. «Εγþ τονε σκüτωσα, μα üχι εξαιτßας του καταραμÝνου αγροκτÞματος. Και τþρα φÝρτε το σερßφη».
     Και τþρα Þταν ο Στßβενς που, κοιτÜζοντας επßμονα το οργισμÝνο πρüσωπο του ¢νσελμ, εßπε Þρεμα:
 -«Κι εγþ λÝω πως εσý κÜνεις λÜθος, ¢νσελμ».
     Για μια στιγμÞ, μεßς που παρακολουθοýσαμε πÝσαμε απ' τα σýννεφα, σε μια ονειρικÞ κατÜσταση, σα να ξÝραμε εκ των προτÝρων τι θα γινüτανε, ταυτüχρονα üμως γνωρßζοντας üτι δεν εßχε καμιÜ σημασßα γιατß θα ξυπνοýσαμε σýντομα. ¹ταν σα να 'χε σταματÞσει ο χρüνος, παρακολουθþντας τα γεγονüτα απ' Ýξω και πÝρα απü το χρüνο, βλÝποντας μ' Üλλα μÜτια τον ¢νσελμ, σα να μη τον εßχαμε δει ποτÝ πριν. Ακοýστηκε Ýνας Þχος, Ýνας αργüς, μακρüσυρτος Þχος, καθüλου δυνατüς, ßσως Ýνας Þχος ανακοýφισης -κÜτι τÝτοιο. Ισως σκεφτüμασταν üλοι πως ο εφιÜλτης του ¢νσελμ πρÝπει να 'χε τελειþσει. ¹ταν σα να 'χαμε κι εμεßς ανατρÝξει ξαφνικÜ πßσω κεß που το παιδß ¢νσελμ Þτανε ξαπλωμÝνο στο κρεβÜτι του κι η μητÝρα του, που λÝγαν üτι του 'χε αδυναμßα, της οποßας τüσο τη κληρονομιÜ üσο και τη τελευταßα κατοικßα Ýχασε, τþρα Ýμπαινε στο δωμÜτιο να τονε κοιτÜξει για μια στιγμÞ πριν ξαναφýγει. Πολý παλιÝς αναμνÞσεις... Και το αγüρι που τüτε Þτανε ξαπλωμÝνο στο κρεβÜτι του, εßχε πια εξαφανιστεß, üπως üλοι μας το παθαßνουμε αυτü, γιατß Ýτσι πρÝπει πÜντα να γßνει κι Ýτσι γßνεται. Κεßνο το αγüρι Þταν νεκρü πια üσο Þταν κι οι προγονοß του σε κεßνο το συλημÝνο κÝδρινο Üλσος, ανÜμεσα λοιπüν σ' αυτü το αγüρι και τον Üντρα που κοιτοýσαμε τþρα, με λýπη ßσως, αλλÜ üχι με οßκτο, υπÞρχε Ýν αγεφýρωτο χÜσμα. ¸τσι χρειÜστηκε σε μας, üσο και στον ¢νσελμ, αρκετÞ þρα μÝχρι να πιÜσουμε το νüημα του τι Ýλεγε ο Στßβενς, ενþ αυτüς απλþς επανÝλαβε:
 -«Κι εγþ λÝω πως εσý κÜνεις λÜθος, ¢νσελμ».
 -«Τß;» εßπε ο Ανσε. Επειτα κινÞθηκε. Δε σηκþθηκε, παρüλαυτÜ κÜπως φαινüταν να ορμÜ μπροστÜ, βßαια: «Εßσαι ψεýτης. Εσý
 -«Εσý κÜνεις λÜθος, ¢νσελμ. Δε σκüτωσες εσý τον πατÝρα σου. Ο Üνθρωπος που σκüτωσε τον πατÝρα σου Þταν ο ßδιος που μπüρεσε να σχεδιÜσει και να προγραμματßσει να σκοτþσει τον γÝρο που καθüταν εδþ πÝρα στο γραφεßο καθημερινÜ, ανελλιπþς, μÝχρι που ερχüταν Ýνας γÝρος νÝγρος, που τονε ξυπνοýσε και του 'λεγε πως Þρθε η þρα να πηγαßνει σπßτι του -Ýνας Üνθρωπος που ποτÝ δεν Ýκανε σε Üντρα, γυναßκα Þ παιδß παρÜ μüνο καλü, γιατß πßστευε üτι ο Θεüς τονε βλÝπει. Δε σκüτωσες εσý τον πατÝρα σου. Απαßτησες απ' αυτüν ü,τι πßστευες πως Þτανε δικü σου κι üταν αυτüς αρνÞθηκε να σου το δþσει Ýφυγες μακριÜ και δε του ξαναμßλησες ποτÝ. ΜÜθαινες πως παραμελοýσε τη γη, αλλÜ κρÜτησες ειρηνικÞ στÜση, γιατß η γη δεν Þτανε τßποτ' Üλλο παρÜ "κεßνο το καταραμÝνο αγρüκτημα". ΚρÜτησες ειρÞνη μÝχρι που Ýμαθες πως Ýνας παρανοúκüς Ýσκαβε τους τÜφους που βρßσκονται η σÜρκα και το αßμα της μητÝρας σου. Τüτε, και μüνο τüτε, πÞγες σ' αυτüν για να διαμαρτυρηθεßς. ΑλλÜ εσý δεν Þσουνα ποτÝ Üνθρωπος που διαμαρτýρεται κι αυτüς δεν Þταν ποτÝ Üνθρωπος που ακοýει. Τονε βρÞκες εκεß, στο Üλσος, με τη καραμπßνα του. Δε νομßζω üτι Ýδωσες κι ιδιαßτερη προσοχÞ στη καραμπßνα. Υπολογßζω üτι απλþς του τη πÞρες απ' τα χÝρια, τον χτýπησες με τα δικÜ σου γυμνÜ χÝρια και τον Üφησες εκεß δßπλα στο Üλογο. Ισως νüμισες üτι πÝθανε. ¸πειτα κÜποιος Ýτυχε να περÜσει απü κει, αφοý συ εßχες φýγει και τονε βρÞκε. ºσως εκεßνος ο κÜποιος Þταν εκεß üλη την þρα, παρακολουθþντας. ΚÜποιος που τον Þθελε επßσης νεκρü, üχι απü θυμü κι οργÞ, αλλÜ απü ψυχρü υπολογισμü. Ισως για κÜποιο üφελος απü μια διαθÞκη. ¢ρα Þρθε κεß, βρÞκε ü,τι εßχες αφÞσει εσý και το αποτελεßωσε -κρÝμασε το πüδι του πατÝρα σου στον αναβολÝα και προσπÜθησε να χτυπÞσει το Üλογο για να φαßνεται πιστευτü, ξεχνþντας μες στη βιασýνη του κÜτι που δεν Ýπρεπε να 'χε ξεχÜσει. ΑλλÜ δεν Þσουν εσý. Γιατß εσý γýρισες σπßτι σου κι üταν Ýμαθες πως τον βρÞκαν, δεν εßπες τßποτε. Γιατß τüτε σκÝφτηκες κÜτι που δεν τüλμησες οýτε να το πεις δυνατÜ. Κι üταν Ýμαθες τι Ýγραφε η διαθÞκη, πßστεψες πως τþρα πια ξÝρεις. Και χÜρηκες. Γιατß εßχες ζÞσει μüνος μÝχρι που τα νιÜτα κι οι επιθυμßες σ' εγκατÝλειψαν και πλÝον το μüνο που
'θελες Þταν να 'σαι τüσο Þρεμος üσο Þρεμη εßναι κι η στÜχτη της μητÝρας σου. Κι επιπλÝον, τß θα μποροýσανε πια περιουσßα και θÝση στη κοινωνßα να σημαßνουν για Ýναν Üνθρωπο χωρßς πολιτικÜ δικαιþματα και μ' Ýνα κηλιδωμÝνο üνομα
»;
     Παρακολουθοýσαμε σιωπηλÜ καθþς η φωνÞ του Στßβενς Ýσβηνε στο μικρü δωμÜτιο που δεν σÜλευε οýτε ο αÝρας, λüγω της θÝσης του κÜτω απü τον τοßχο του δικαστικοý μεγÜρου.
 -«Δε σκüτωσες εσý οýτε τον πατÝρα σου, οýτε τον δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ, ¢νσελμ. Διüτι αν ο Üνθρωπος που σκüτωσε τον πατÝρα σου εßχε θυμηθεß Ýγκαιρα üτι ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ κÜποτε κατεßχε αυτü το Üλογο, ο δικαστÞς θα 'τανε ζωντανüς τþρα».
     Ανασαßναμε Þρεμα, καθισμÝνοι στο τραπÝζι που καθüταν ο δικαστÞς Ντιοýκινφιλντ üταν αναγκÜστηκε να κοιτÜξει κατÜφατσα τη κÜννη του πιστολιοý. Το τραπÝζι δε το 'χε αγγßξει κανεßς. ΠÜνω του βρßσκονταν ακüμη τα χαρτιÜ, οι πÝνες, το μελανοδοχεßο, το μικρü παρÜξενα σκαλισμÝνο μπροýντζινο κουτß, που του 'χε φÝρει η κüρη του απ' την Ευρþπη πριν απü δþδεκα χρüνια -για ποιον λüγο δεν Þξερε οýτε αυτÞ, οýτε ο δικαστÞς, γιατß Þταν κατÜλληλο μüνο γι' Üλατα μπÜνιου Þ καπνü κι ο δικαστÞς δε χρησιμοποιοýσε οýτε το να, οýτε τ' Üλλο- και που το χρησιμοποιοýσε σα βÜρος για να συγκρατεß χαρτιÜ, αλλÜ κι αυτü Þτανε περιττü, εφüσον στο δωμÜτο δε φυσοýσε οýτε αερÜκι. Κι üμως το 'χε κεß στο τραπÝζι, üλοι μας το ξÝραμε, τον εßχαμε δει πολλÝς φορÝς να παßζει μ' αυτü ενþ μιλοýσε, ν' ανοßγει το καπÜκι με το ελατÞριο και με το παραμικρü Üγγιγμα αυτü να κλεßνει μ' Ýναν δυνατü ξερü κρüτο.
     ¼ταν σκÝφτομαι üλ' αυτÜ, καταλαβαßνω πως το υπüλοιπο δεν Ýπρεπε να μας κοστßσει τüσο χρüνο. Τþρα πια μου φαßνεται üτι το ξÝραμε απü την αρχÞ. Ακüμη και τþρα νιþθω κεßνη την αηδßα χωρßς οßκτο που συνÞθως μεταφρÜζεται σε λýπη, σα να βλÝπεις Ýνα σκουλÞκι σουβλισμÝνο σε μια βελüνα και νιþθεις αηδιαστικÞ αναγοýλα -και θÝλεις να το αποτελειþσεις ακüμη και με γυμνü χÝρι, αν δεν Ýχεις τßποτε Üλλο, και σκÝφτεσαι: «Ελα. ΠολτοποßησÝ το. ΠÜτησε το να λιþσει, να τελειþνουμε μ' αυτü».
     ΑλλÜ δεν Þταν αυτü το σχÝδιο του Στßβενς. Διüτι εßχε Ýνα σχÝδιο και καταλÜβαμε εκ των υστÝρων üτι, εφüσον δεν μποροýσε να καταδικÜσει τον δρÜστη, Ýπρεπε να καταδικαστεß ο ßδιος ο δρÜστης, να πιαστεß σε παγßδα. ¹τανε λßγο Üδικος ο τρüπος του Στßβενς κι αργüτερα του το εßπαμε. («Αα», εßπε. «Δεν εßναι η δικαιοσýνη πÜντα Üδικη; Δεν αποτελεßται πÜντα απü Üνισα μÝρη αδικßας, τýχης και κοινοτοπßας;»).
     ΤÝλος πÜντων, τüτε δε μποροýσαμε ακüμη να καταλÜβουμε ποý αποσκοποýσε, üταν Üρχισε πÜλι να μιλÜ σε κεßνο τον τüνο -ελαφρü, σα να μας Ýλεγε ανÝκδοτο και με το χÝρι του τþρα στο μπροýντζινο κουτß. Αλλ' οι Üνθρωποι συγκινοýνται τüσο εýκολα απü προκαταλÞψεις. Δεν εßναι η πραγματικüτητα κι οι συνθÞκες της που μας εκπλÞσσουν, αλλ' η ξαφνικÞ συνειδητοποßηση ενüς πρÜγματος που 'πρεπε να ξÝρουμε, αν δεν Þμασταν τüσο απασχολημÝνοι να πιστεýουμε κÜτι, που αργüτερα αποδεικνýεται πως αποτελοýσε αλÞθεια μüνο και μüνον επειδÞ κÜποια στιγμÞ Ýτυχε να το πιστεýουμε.
     Ο Στßβενς μιλοýσε πÜλι για το κÜπνισμα, για το πþς Ýνας Üνθρωπος δεν απολαμβÜνει πρÜγματι τον καπνü, παρÜ μüνον üταν αρχßζει να πιστεýει üτι τονε βλÜπτει και πως οι μη καπνιστÝς χÜνουν μιαν απ' τις μεγαλýτερες απολαýσεις της ζωÞς ενüς ανθρþπου μ' ευαισθησßες: τη γνþση üτι υποκýπτει σ' Ýνα βßτσιο που μπορεß να τονε σκοτþσει.
 -«Καπνßζεις ¢νσελμ;» εßπε.
 -«¼χι», απÜντησε κεßνος.
 -«Οýτε συ, Ýτσι δεν εßναι Βιργßνιε»;
 -«¼χι», εßπε ο Βιργßνιος. «Κανεßς απü μας δε κÜπνισε ποτÝ του -ο μπαμπÜς, ο ¢νσελμ Þ εγþ. ΜÜλλον κληρονομικü εßναι».
 -«Ενα οικογενειακü χαρακτηριστικü», εßπεν ο Στßβενς. «Συμβαßνει το ßδιο και στην οικογÝνεια της μητÝρας σας; Στον δικü σας κλÜδο, ΓκρÜνμπι»;
     Ο ξÜδελφος κοßταξε τον Στßβενς για λιγüτερο απü μια στιγμÞ. Χωρßς να κινηθεß φαινüταν να τρÝμει ελÜχιστα μες στο φτηνü αλλÜ καθαρü κοστοýμι του.
 -«¼χι, κýριε. Δε κÜπνιζα ποτÝ».
 -«Ισως επειδÞ εßσαι ιεροκÞρυκας», εßπε ο Στßβενς. Ο ξÜδελφος δεν απÜντησε. Κοßταξε ξανÜ τον Στßβενς με την Þπια, αλλÜ σα χαμÝνη, φÜτσα του. «Εγþ πÜντα κÜπνιζα», συνÝχισε ο Στßβενς. «Απü τüτε που τελικÜ συνÞλθα απü το πρþτο τσιγÜρο στην ηλικßα των δεκατεσσÜρων χρüνων. Εßναι αρκετüς χρüνος για να γßνει κανεßς σχολαστικüς με τον καπνü. ¼πως εßναι οι περισσüτεροι καπνιστÝς, ανεξÜρτητα απ' τον τυποποιημÝνο καπνü κι απ' ü,τι λÝνε οι ψυχολüγοι. ¹, μÜλλον μüνο τα τσιγÜρα εßναι τυποποιημÝνα. ¹ εßναι τυποποιημÝνα μüνο για τους ανßδεους, τους μη-καπνιστÝς. ΠαρατÞρησα üτι οι μη-καπνιστÝς εßναι ικανοß να γßνουν Ýξαλλοι εξαιτßας του καπνοý, üπως κÜνουμε üλοι μας για πρÜγματα που δεν χρησιμοποιοýμε, που δεν Ýχουμε εξοικειωθεß, γιατß ο Üνθρωπος κυριαρχεßται απü προκαταλÞψεις Þ εσφαλμÝνες αντιλÞψεις. ΠÜρτε, για παρÜδειγμα, Ýνα που πουλÜ καπνü ενþ ο ßδιος δε καπνßζει, που βλÝπει Üπειρους πελÜτες να σχßζουνε το πακÝτο και ν' ανÜβουνε τσιγÜρο μπρος του. Τονε ρωτÜτε αν üλοι οι καπνοß μυρßζουν το ßδιο κι αν μπορεß να τους ξεχωρßσει απ' τη μυρωδιÜ. ¹ ßσως να φταßει το σχÞμα και το χρþμα του πακÝτου, γιατß οýτε οι ψυχολüγοι δε μας ξεκαθÜρισαν μÝχρι τþρα ποý ακριβþς σταματÜ η üραση κι αρχßζει η üσφρηση, Þ ποý σταματÜ η ακοÞ κι αρχßζει η üραση. ΑυτÜ μπορεß να σας τα εξηγÞσει κÜθε δικηγüρος».
     Ο πρüεδρος τον σταμÜτησε ξανÜ. Εßχαμε παρακολουθÞσει αρκετÜ σιωπηλÜ μÝχρι αυτü το σημεßο, αλλÜ πιστεýω πως üλοι νιþθαμε üτι το να κρατÜς το δολοφüνο συγχυσμÝνο Þταν μια στρατηγικÞ, αλλÜ να κρατÜ κι εμÜς τους ενüρκους, Þτανε κÜτι διαφορετικü.
 -«¸πρεπε να κÜνετε üλη αυτÞ την Ýρευνα πριν μας καλÝσετε», εßπε ο πρüεδρος. «ΑλλÜ ακüμη κι αν αποτελοýν απüδειξη αυτÜ, σε τι θα ωφελÞσουν αν δεν συλληφθεß ο δολοφüνος; Οι εικασßες εßναι καλÝς...-»
 -«ΕντÜξει», εßπε ο Στßβενς. «ΑφÞστε με λßγο ακüμη να κÜνω εικασßες κι αν δεν προχωρÞσουμε καθüλου, μου το επισημαßνετε, σταματþ και συνεχßζουμε üπως θÝλετε σεßς. Προφανþς σκÝφτεστε üτι με βÜση μüνον εικασßες παßρνω πολλÝς ελευθερßες. ΑλλÜ τον δικαστÞ Ντιοýκινφιλντ τον βρÞκαμε νεκρü, πυροβολημÝνο ανÜμεσα στα μÜτια, στη καρÝκλα του, εδþ, σ' αυτü το γραφεßο. Αυτü δεν εßναι εικασßα. Κι ο θεßος Τζομπ καθüταν üλη τη μÝρα στη καρÝκλα στο διÜδρομο κι οποιοσδÞποτε Ýμπαινε σ' αυτü το δωμÜτιο (εκτüς αν κατÝβαινε την ιδιωτικÞ σκÜλα απü την αßθουσα κι Ýμπαινε απ' το παρÜθυρο) Ýπρεπε να περÜσει σε απüσταση τριþν ποδιþν απ' αυτüν. Επß δεκαεπτÜ χρüνια δεν πÝρασε Üνθρωπος δßπλα απ' τον θεßο Τζομπ χωρßς να τον αντιληφθεß. Αυτü δεν εßναι εικασßα».
 -«Τüτε ποιÜ εßναι η εικασßα σας»;
     ΑλλÜ ο Στßβενς μιλοýσε πÜλι για καπνü και κÜπνισμα.
 -«Τη προηγοýμενη βδομÜδα σταμÜτησα στο κατÜστημα του ΟυÝστ για να πÜρω
καπνü κι ο ιδιοκτÞτης μου 'πε για κÜποιον που 'ταν επßσης απαιτητικüς σ' ü,τι αφορÜ στο κÜπνισμα του. Καθþς Ýβγαζε τον καπνü μου απü το κουτß, μου 'δωσε κι Ýνα κουτß τσιγÜρα. ¹τανε σκονισμÝνο, ξεβαμμÝνο, σα να το 'χε κρατÞσει πολý καιρü και μου 'πε üτι Ýνας τυμπανιστÞς του 'χε αφÞσει δυο πακÝτα χρüνια πριν
.
 -"Εχετε καπνßσει ποτÝ τÝτοια"; με ρþτησε.
 -"Οχι", εßπα. "ΠρÝπει να εßναι απü μεγαλοýπολη".
 ¸πειτα μου 'πε πως εßχε πουλÞσει το Üλλο πακÝτο ακριβþς εκεßνη τη μÝρα. Εßπε επßσης πως βρισκüτανε πßσω απ' τον πÜγκο, μισοδιαβÜζοντας εφημερßδα και προσÝχοντας ταυτüχρονα το μαγαζß, γιατß ο υπÜλληλος εßχε πÜει για φαγητü. Κι εßπε πως οýτε εßδε, οýτε Üκουσε τον Üντρα που μπÞκε, μÝχρι που σÞκωσε το κεφÜλι και τον εßδε μπρος του, τüσο κοντÜ που τρüμαξε. ¸νας μικρüσωμος, Üνθρωπος της πüλης, üπως Ýκρινε ο ΟυÝστ απ' τα ροýχα που φοροýσε και που ζÞτησε μια μÜρκα τσιγÜρων που ο ΟυÝστ δεν εßχε ακοýσει ποτÝ.
 -"Δεν τα Ýχω αυτÜ", εßπε ο ΟυÝστ. "Δεν τα εμπορεýομαι".
 -"Γιατß δεν τα εμπορεýεστε;" ρþτησε ο Üντρας.
 -"Δεν πουλιοýνται", εßπε ο ΟυÝστ. Και μου 'λεγε για τα ροýχα που φοροýσε, για το πρüσωπο του σα ξυρισμÝνη κÝρινη κοýκλα, για τ' ακßνητα μÜτια του και για τον νεκρü τüνο της φωνÞς του. ¼ταν ο ΟυÝστ κοßταξε τα ρουθοýνια του, κατÜλαβε τι δεν πÞγαινε καλÜ μ' αυτüν τον Üντρα. ΠρÝπει να 'τανε ντοπαρισμÝνος με κÜτι. "Δεν Ýχω παραγγελßες γι' αυτÜ", συνÝχισε μετ' ολßγου.
 -"Κι εγþ τι κÜνω;" εßπε ο Üλλος. "Σου πουλþ μυγοπαγßδα";
 ΤελικÜ, αγüρασε το Üλλο πακÝτο τσιγÜρα κι Ýφυγε. Κι ο ΟυÝστ εßπε üτι Þταν Ýξαλλος, ßδρωνε και σα να του Þρθε να κÜνει εμετü. Μου πε πως αν Þθελα να κÜνω καμιÜ διαβολιÜ και φοβüμουν να τη κÜνω ο ßδιος, ξÝρετε τß θα μποροýσα να 'κανα; Θα 'δινα κεßνου του τýπου δÝκα δολÜρια, θα του 'λεγα ποý 'ναι η διαβολιÜ, να τη κÜνει και να μη μου μιλÞσει ποτÝ ξανÜ. ΚÜπως Ýτσι αισθÜνθηκε, üταν Ýφυγε. Σα να 'πρεπε να ξερÜσει».
     Ο Στßβενς σταμÜτησε για μια στιγμÞ και μας κοßταξε. Εμεßς τονε παρακολουθοýσαμε.
 -«Κεßνος ο Üνθρωπος της πüλης Þρθε δþ απü κÜπου με αυτοκßνητο, Ýνα μεγÜλο ανοιχτü διθÝσιο αυτοκßνητο. ¸νας Üνθρωπος της πüλης που του 'χανε τελειþσει τα τσιγÜρα της μÜρκας του». ΣταμÜτησε πÜλι κι Ýπειτα γýρισε το κεφÜλι αργÜ προς τον Βιργßνιο Χüλαντ και τονε κοßταξε. Μας φÜνηκε πως αλληλοκοιτÜζονταν για Ýνα ολüκληρο λεπτü. «Κι Ýνας νÝγρος μου 'πε üτι το μεγÜλο αυτοκßνητο Þτο παρκαρισμÝνο στην αποθÞκη του Βιργινßου Χüλαντ τη νýχτα πριν απ' το φüνο του δικαστÞ». Και πÜλι τους παρακολουθοýσαμε πως αλληλοκοιτÜζονταν σταθερÜ, χωρßς αλλαγÞ Ýκφρασης στα πρüσωπα τους. Ο Στßβενς μιλοýσε σ' Ýναν Þρεμο, σκεπτικü, σχεδüν ρεμβαστικü τüνο. «ΚÜποιος προσπÜθησε να τον εμποδßσει να 'ρθει εδþ με κεßνο το μεγÜλο αυτοκßνητο, που ο καθÝνας που θα το 'χε δει μια φορÜ θα το θυμüτανε και θα το αναγνþριζε. ºσως κÜποιος να 'θελε να του απαγορÝψει να 'ρθει μ' αυτü και να τον απεßλησε. Μüνο που ο Üνθρωπος στον οποßον ο ΟυÝστ ποýλησε τα τσιγÜρα δεν θα ανεχüτανε καμιÜ απειλÞ».
 -«Με το "κÜποιος" προφανþς εννοεßτε μÝνα», εßπε ο Βιργßνιος. Δε κινÞθηκε και δε γýρισε το βλÝμμα του απ' το πρüσωπο του Στßβενς. Ο ¢νσελμ, üμως, κουνÞθηκε. Γýρισε το κεφÜλι του και κοßταξε τον αδελφü του. Επικρατοýσε αρκετÞ σιωπÞ, παρüλαυτÜ üταν Üρχισε να μιλÜ ο ξÜδελφος, δε μπορÝσαμε αμÝσως να τονε καταλÜβουμε. Απü τüτε που 'χαμε μπει στο δωμÜτιο κι ο Στßβενς εßχε κλειδþσει τη πüρτα, μßλησε μüνο μια φορÜ. Η φωνÞ του Þταν αδýνατη. Αν κι Þταν ακßνητος, εßχαμε πÜλι την εντýπωση πως Ýτρεμε ελαφρÜ. Μιλοýσε με κεßνη τη πτοημÝνη δειλßα με τη βασανιστικÞ επιθυμßα ν' ανοßξει η γη να τονε καταπιεß, με την οποßα Þμασταν üλοι εξοικειωμÝνοι.
 -«Ο τýπος για τον οποßον μιλÜτε, μÝνα Þρθε να δει», εßπε ο Ντοντζ. «ΣταμÜτησε να με δει. ¼ταν σταμÜτησε στο σπßτι, εßχε αρχßσει να νυχτþνει. ¸λεγε üτι προσπαθοýσε ν' αγορÜσει üλα τα μικρüσωμα Üλογα που χρησιμοποιοýν για κεßνο το -το παιχνßδι-».
 -«Πüλο;» ρþτησε ο Στßβενς.
     Ο ξÜδελφος δε κοιτοýσε κανÝναν ενþ μιλοýσε. ¹τανε σα να μιλοýσε στα χÝρια του, που κουνιοýνταν ελÜχιστα πÜνω απ' τα γüνατα του.
 -«ΜÜλιστα, κýριε. ¹τανε κι ο Βιργßνιος εκεß. Μιλοýσαμε γι' Üλογα. Το επüμενο πρωß μπÞκε στο αυτοκßνητο του κι Ýφυγε. Δεν εßχαμε τßποτ' Üλλο μαζß. Δε ξÝρω οýτε απü ποý Þρθε, οýτε ποý πÞγε».
 -«¹ ποιüν Üλλον Þρθε να δει», εßπε ο Στßβενς. «¹ τß Üλλο Þρθε να κÜνει. Δε το ξÝρετε». Ο Ντοντζ δεν απÜντησε. Δεν Þταν απαραßτητο, πÜλι εßχε κρυφτεß πßσω απü τη δειλßα του σα μικρü, αδýναμο Üγριο πλÜσμα σε μια φωλιÜ. «ΑυτÞ εßναι η εικασßα μου», εßπε ο Στßβενς.
     Και τüτε Ýπρεπε να καταλÜβουμε. ¹ταν εκεß, ολοφÜνερο, σα γυμνü χÝρι. ¸πρεπε να τον εßχαμε νιþσει -κÜποιον σε κεßνο το δωμÜτιο που αισθανüταν κÜτι που ο Στßβενς εßχε ονομÜσει τρüμο, οργÞ, Üγρια επιθυμßα να γυρßσει το χρüνο για Ýνα δευτερüλεπτο πßσω, ν' ανακαλÝσει, να διορθþσει. Αλλ' ßσως αυτüς ο κÜποιος δε το 'χε ακüμα αισθανθεß, δεν εßχε νιþσει ακüμη το χτýπημα, τη σýγκρουση σαν Üνθρωπος που για Ýνα-δυο δευτερüλεπτα δε συνειδητοποιεß πως Ýχει πυροβοληθεß. Γιατß τþρα Þταν ο Βιργßνιος που μßλησε, απüτομα και σκληρÜ.
 -«Πþς θα το αποδεßξετε αυτü»;
 «Ν' αποδεßξω τι, Βιργßνιε;» εßπε ο Στßβενς. ΠÜλι αλληλοκοιτÜζονταν, Þρεμα, σκληρÜ, σα δυο πυγμÜχοι. ¼χι ξιφομÜχοι, αλλÜ πυγμÜχοι Þ, το πολý, σα μονομÜχοι με πιστüλια.
 -«Ποιüς Þτανε που πλÞρωσε αυτü το γορßλα, τον μπρÜβο, να 'ρθει εδþ απ' το ΜÝμφις»;
 -«Δε πρÝπει ν' αποδεßξω τßποτα πÜνω σ' αυτü. Το 'πε ο ßδιος. Στο γυρισμü του για το ΜÝμφις χτýπησε Ýνα παιδß με το αυτοκßνητο, στο ΜπÜτενμπεργκ (Þταν ακüμη κÜτω απ' την επßδραση ναρκωτικοý, μπορεß να πÞρε Üλλη μια δüση αφοý τελεßωσε τη δουλειÜ του εδþ). Τονε πιÜσανε, τονε φυλακßσανε κι üταν το ναρκωτικü Üρχισε να χÜνει τη δρÜση του, τους εßπε ποý Þταν, ποιον εßχε πÜει να δει. Καθüταν εκεß στο κελß, τιναζüτανε και γρýλιζε, αφοý πρþτα του 'χανε πÜρει το πιστüλι με τον σιγαστÞρα».
 -«Α», εßπε ο Βιργßνιος. «Ωραßα. Αρα μÝνει μüνο ν' αποδεßξετε üτι κεßνη τη μÝρα μπÞκε σ' αυτü το δωμÜτιο. Και πþς θα το κÜνετε αυτü; Δßνοντας του γÝρου νÝγρου Üλλο Ýνα δολÜριο για να ξαναθυμηθεß»;
     ΑλλÜ ο Στßβενς δε φαινüταν να παρακολουθεß. Στεκüτανε στην Üκρη του τραπεζιοý, ανÜμεσα στις δυο ομÜδες κι ενþ μιλοýσε πÜλι σε κεßνο τον ελαφρü, ρεμβαστικü τüνο, κρατοýσε στα χÝρια του το μπροýντζινο κουτß, το κοιτοýσε και το γýριζε απ' üλες τις πλευρÝς.
 -«Ολοι ξÝρετε το ιδιαßτερο χαρακτηριστικü αυτοý του δωματßου. Πως δε φυσÜ ποτÝ οýτε αερÜκι εδþ μÝσα. Πως üταν καπνßζει κανεßς εδþ μÝσα, το ΣÜββατο ας ποýμε, ο καπνüς θα 'ναι ακüμη εδþ τη ΔευτÝρα üταν ο θεßος Τζομπ ανοßξει τη πüρτα, ακουμπþντας στον πßνακα ανακοινþσεων σα κοιμισμÝνο σκυλß. Αυτü εßναι κÜτι που üλοι το νιþσατε κÜποια φορÜ».
     Τþρα πια σκýβαμε üλοι λßγο μπρος, σαν τον ¢νσελμ, παρακολουθþντας τον Στßβενς.
 -«Ναι», εßπε ο πρüεδρος. «Το ξÝρουμε αυτü».
 -«Ναι» εßπε ο Στßβενς κι ακüμη φαινüτανε σα να μη παρακολουθεß, στριφογυρßζοντας το κουτß στα χÝρια του. «ΖητÞσατε την εικασßα μου. ΑυτÞ εßναι. ΑλλÜ γι' αυτÞ χρειÜζεται Ýνας Üνθρωπος που να ξÝρει να κÜνει υποθÝσεις -Ýνας Üνθρωπος που μπüρεσε να εμφανιστεß ξαφνου μπρος σ' Ýνα καταστηματÜρχη, που καθüτανε πßσω απ' τον πÜγκο του, με το 'να μÜτι στην εφημερßδα και τ' Üλλο στη πüρτα, χωρßς να τονε καταλÜβει ο καταστηματÜρχης. ¸νας Üνθρωπος της πüλης, που ζητοýσε τσιγÜρα που πουλιοýνται στη πüλη. Αυτüς ο Üνθρωπος Ýφυγε απ' το ντρÜγκστορ, διÝσχισε τη πλατεßα, μπÞκε στα δικαστÞρια κι ανÝβηκε τις σκÜλες, üπως üλοι. Ισως να τον εßδαν μια ντουζßνα Üνθρωποι, ßσως Üλλοι εßκοσι δεν τονε προσÝξανε καθüλου, επειδÞ υπÜρχουνε δυο μÝρη που δε κοιτÜμε τα πρüσωπα των Üλλων: στο ναü του αστικοý δικαßου και στις δημüσιες τουαλÝτες. Κι Ýτσι μπÞκε στην αßθουσα δικαστηρßου, κατÝβηκε την ιδιωτικÞ σκÜλα, μπÞκε στο διÜδρομο κι εßδε τον θεßο Τζομπ να κοιμÜται στη καρÝκλα του. ¸πειτα ακολοýθησε το διÜδρομο και σκαρφÜλωσε απ' το παρÜθυρο πßσω απ' το δικαστÞ. ¹ πÝρασε δßπλα απ' τον θεßο Τζομπ, ερχüμενος απü πßσω, βλÝπετε. Και να περÜσει σε απüσταση οκτþ ποδιþν απü Ýναν Üνθρωπο που κοιμÜται στη καρÝκλα του δε πρÝπει να 'ναι πολý δýσκολο για κÜποιον που μπορεß να εμφανιστεß ξαφνου μπρος σ' Ýνα καταστηματÜρχη που στÝκεται πßσω απ' τον πÜγκο του μαγαζιοý του. ºσως Üναψε και το τσιγÜρο απ' το πακÝτο που του 'χε πουλÞσει ο ΟυÝστ πριν καταλÜβει τη παρουσßα του ο δικαστÞς. ¹ μπορεß να κοιμüταν ο δικαστÞς, üπως καμιÜ φορÜ συνÞθιζε. ºσως ο Üνθρωπος στεκüταν εκεß και κÜπνιζε το τσιγÜρο του, παρακολουθþντας τον καπνü να απλþνεται αργÜ πÜνω απ' το τραπÝζι και να μαζεýεται προς τη πλευρÜ του τοßχου, σκεπτüμενος τα εýκολα χρÞματα, τα εýκολα ψιλÜ, πριν ακüμη τραβÞξει το πιστüλι. Και το πιστüλι πρÝπει να 'κανε λιγüτερο θüρυβο απ' το Üναμμα του σπßρτου προηγουμÝνως, γιατß εßχε προφυλαχθεß τüσο πολý για θüρυβο που ξÝχασε τη σιωπÞ. ¸πειτα γýρισε üπως Þρθε κι η ντουζßνα Üνθρωποι κι οι Üλλοι εßκοσι τον εßδανε και ταυτüχρονα δε τον Ýβλεπαν και στις πÝντε κεßνο το απüγευμα μπÞκε ο θεßος Τζομπ να ξυπνÞσει το δικαστÞ και να του ανακοινþσει πως Þρθε η þρα να γυρßσει σπßτι. Ετσι δεν εßναι, θεßε Τζομπ»;
     Ο γÝρος νÝγρος σÞκωσε το βλÝμμα του.
 -«Τον πρüσεχα, üπως εßχα υποσχεθεß στη κυρßα», εßπε. «Κι ανησυχοýσα γι' αυτüν, üπως εßχα υποσχεθεß στη κυρßα. Και μπαßνω δþ μÝσα και στην αρχÞ νüμισα üτι κοιμüτανε, üπως καμιÜ φορÜ...-»
 -«Περßμενε», εßπε ο Στßβενς. «ΜπÞκες και τον εßδες στη καρÝκλα του, üπως πÜντα και, καθþς πλησßαζες, πρüσεξες τον καπνü πßσω απ' το τραπÝζι, μπρος απ' τον τοßχο. Αυτü δε μου 'πες»;
     ΚαθισμÝνος στην επιδιορθωμÝνη καρÝκλα του, ο γÝρος νÝγρος Üρχισε να κλαßει. ¸μοιαζε με γÝρικη μαúμοý, κλαßγοντας αδýναμα με μαýρα δÜκρυα, σκουπßζοντας το πρüσωπο του με το ροζιασμÝνο χÝρι του που Ýτρεμε λüγω ηλικßας.
 -«Μπαßνω δþ μÝσα πολλÝς φορÝς κÜθε πρωß, για να καθαρßσω. ¼ταν υπÞρχε καπνüς στο δωμÜτιο κι Ýμπαινε ο δικαστÞς, που δεν εßχε τραβÞξει μÞτε τζοýρα στη ζωÞ του κι εισÝπνεε τον καπνü με κεßνη τη μεγÜλη μýτη του, μου 'λεγε: "Λοιπüν, Τζομπ, ξετρυπþσαμε üλα τα τρωκτικÜ του δικαστικοý σþματος με καπνü χθες βρÜδυ;"».
 -«¼χι», εßπε ο Στßβενς. «Πες μας για τον καπνü κεßνο το απüγευμα üταν μπÞκες να τονε ξυπνÞσεις για να πÜει σπßτι, κεßνη τη μÝρα που δεν εßχε περÜσει κανεßς απü δßπλα σου εκτüς απ' τον κýριο Βιργßνιο Χüλαντ εκεß πÝρα. Κι ο κ. Βιργßνιος δε καπνßζει κι οýτε ο δικαστÞς κÜπνιζε. Κι üμως, υπÞρχε καπνüς εδþ μÝσα. Πες τους τß μου εßπες».
 -«ΥπÞρχε καπνüς. Κι εγþ νüμιζα πως ο δικαστÞς κοιμüταν ως συνÞθως και πλησßασα να τονε ξυπνÞσω...-»
 -«Κι αυτü το μικρü κουτß βρισκüτανε στην Üκρη του τραπεζιοý, που το 'χε βÜλει, γιατß üση þρα μιλοýσε με τον κ. Βιργßνιο το 'παιζε στα χÝρια του κι üταν Üπλωσες το χÝρι σου να τον ξυπνÞσεις...-»
 -«Ναι, κýριε. ΠετÜχτηκε απ' το τραπÝζι κι εγþ νüμισα πως κοιμüτανε...-»
 -«Το κουτß πετÜχτηκε απ' το τραπÝζι. Κι Ýκανε θüρυβο κι εσý αναρωτÞθηκες πþς δε ξýπνησε ο δικαστÞς και κοßταξες κÜτω που βρισκüτανε το κουτß μες στον καπνü, με το καπÜκι ανοικτü και νüμισες üτι εßχε σπÜσει. Κι Üπλωσες το χÝρι σου κÜτω για να δεις, γιατß ο δικαστÞς το αγαποýσε το κουτß, γιατß του το 'χε φÝρει η δεσποινßς ¸μμα απü την Üλλη πλευρÜ του ωκεανοý, αν και δε το χρειαζüτανε για να κρατÜ τα χαρτιÜ στο γραφεßο του. ¢ρα Ýκλεισες το καπÜκι και το 'βαλες πßσω στο τραπÝζι. Και μετÜ ανακÜλυψες üτι ο δικαστÞς δε κοιμüτανε».
     ¸παψε να μιλÜ. ΑναπνÝαμε σιωπηλÜ ακοýγοντας τις ανÜσες μας. Ο Στßβενς φαινüταν να παρακολουθεß το χÝρι του καθþς αυτü στριφογýριζε το κουτß. Εßχε γυρßσει λßγο τη πλÜτη προς το τραπÝζι την þρα που μιλοýσε με το γÝρο-νÝγρο, Ýτσι þστε τþρα κοιτοýσε περισσüτερο τον πÜγκο παρÜ το τραπÝζι που κÜθονταν οι Ýνορκοι.
 -«Ο θεßος Τζομπ το λÝει αυτü χρυσü κουτß. Εßναι εξßσου καλü üνομα με οποιοδÞποτε Üλλο. Καλýτερο απü πολλÜ Üλλα. Γιατß üλα τα μÝταλλα εßναι περßπου ßδια, απλþς
τυχαßνει μερικοß να προτιμÞσουν το Ýνα στη θÝση του Üλλου. Κι üμως üλα τα μÝταλλα Ýχουνε κÜποια γενικÜ χαρακτηριστικÜ που 'ναι παρüμοια. ¸ν απ' αυτÜ εßναι το γεγονüς üτι οτιδÞποτε κλεισμÝνο σε μεταλλικü κουτß θα παραμεßνει για περισσüτερο καιρü αμετÜβλητο, παρÜ σε ξýλινο Þ χÜρτινο κουτß. Μπορεß να κλεßσεις καπνü, για παρÜδειγμα, σ' Ýνα μεταλλικü κουτß μ' Ýνα σφιχτü καπÜκι σαν κι αυτü και μια βδομÜδα αργüτερα θα 'ναι ακüμη κεß. Κι επιπλÝον, Ýνας χημικüς Þ Ýνας καπνιστÞς Þ Ýνας πωλητÞς καπνοý σαν τον δüκτορα ΟυÝστ μπορεß να πει απü τß προÝρχεται ο καπνüς, απü τß εßδος καπνοý, ιδιαßτερα αν πρüκειται για σπÜνια μÜρκα, που δε πουλιÝται στο ΤζÝφερσον και που 'τυχε ο ßδιος να Ýχει δυο πακÝτα και θυμÜται σε ποιον ποýλησε το Ýνα απ' αυτÜ
».
     Δε κινηθÞκαμε καθüλου. Απλþς καθüμασταν εκεß üταν ακοýσαμε γρÞγορα βÞματα στο πÜτωμα και μετÜ εßδαμε κÜποιον να χτυπÜ το χÝρι του Στßβενς που κρατοýσε το κουτß. Ακüμη και τüτε δεν παρακολουθοýσαμε προσεκτικÜ τον δρÜστη. ¼πως κι εκεßνος, εßδαμε το καπÜκι ν' ανοßγει απüτομα και το κουτß να γßνεται κομμÜτια κι απü μÝσα του να βγαßνει Ýνας εξασθενημÝνος καπνüς που διαλυüταν νωθρÜ. Σκýψαμε üλοι πÜνω απ' το τραπÝζι κοιτÜξαμε κÜτω κι εßδαμε την απελπιστικÞ μετριüτητα του κεφαλιοý του ΓκρÜνμπι Ντοντζ, που γονÜτιζε στο πÜτωμα και κυνηγοýσε τον καπνü που εξασθÝνιζε με τα χÝρια του.

 -«Ακüμη δε μπορþ να...» εßπε ο Βιργßνιος.
     ¹μασταν Ýξω πια, στην αυλÞ του δικαστικοý μεγÜρου οι πÝντε μας, ανοιγοκλεßνοντας τα μÜτια σα να 'χαμε μüλις βγει απü μια σπηλιÜ.
 -«¸κανες μια διαθÞκη, Ýτσι δεν εßναι;» εßπε ο Στßβενς. Ο Βιργßνιος Ýμεινε ακßνητος, κοιτþντας τον Στßβενς.
 -«Ω!», εßπε τελικÜ.
 -«Μια απü κεßνες τις απλÝς αμοιβαßες διαθÞκες τýπου συμβολαßου εμπιστοσýνης που γßνονται ανÜμεσα σε δυο συνεταßρους», εßπε ο Στßβενς. «Εσý κι ο ΓκρÜνμπι, ο καθÝνας δικαιοýχος και ταυτüχρονα εκτελεστÞς για τον Üλλον, με σκοπü την αμοιβαßα προστασßα της περιουσßας. Αυτü εßναι απλü. Ο ΓκρÜνμπυ πρÝπει να 'ταν αυτüς που το πρüτεινε αρχικÜ, λÝγοντας üτι σ' Ýκανε κληρονüμο του. ¢ρα, καλýτερα να σχßσεις το δικü σου αντßγραφο. ΒÜλε τον ¢νσελμ κληρονüμο σου, αν πρÝπει οπωσδÞποτε να κÜνεις μια διαθÞκη».
 -«Δε θα χρειαστεß να περιμÝνει τüσο πολý», εßπε ο Βιργßνιος. «Η μισÞ γη εßναι δικÞ του».
 -«Μεταχειρßσου τη σωστÜ, üπως ξÝρει ο ßδιος üτι θα κÜνεις», εßπε ο Στßβενς. «Του ¢νσελμ δε του χρειÜζεται η γη».
 -«Ναι», εßπε ο Βιργßνιος και κοßταξε αλλοý. «ΑλλÜ θα 'θελα...»
 -«Μεταχειρßσου τη σωστÜ. ΞÝρει πως αυτü θα κÜνεις».
 -«Ναι», εßπε ο Βιργßνιος. Κοßταξε πÜλι τον Στßβενς. «Λοιπüν, νομßζω üτι εγþ... üτι κι οι δυο μας σου χρωστÜμε...»
 -«Περισσüτερα απ' ü,τι νομßζεις», εßπε ο Στßβενς. Μιλοýσε αρκετÜ σοβαρÜ. «Και σε κεßνο το Üλογο. Μια εβδομÜδα μετÜ που πÝθανε ο πατÝρας σου, ο ΓκρÜνμπι αγüρασε ποντικοφÜρμακο αρκετü να σκοτþσει τρεις ελÝφαντες, μου 'πε ο ΟυÝστ. ΑλλÜ μετÜ θυμÞθηκε üτι εßχε ξεχÜσει για κεßνο το Üλογο και φοβÞθηκε να σκοτþσει τα ποντßκια του πριν κανονιστεß κεßνη η διαθÞκη. Γιατß εßναι Üνθρωπος Ýξυπνος και ταυτüχρονα χαζüς: Ýνας επικßνδυνος συνδυασμüς. ΑρκετÜ χαζüς þστε να πιστεýει üτι ο νüμος εßναι κÜτι σαν δυναμßτης: επιβÜλλει τα συμφÝροντα οποιουδÞποτε προλÜβει να τον αρπÜξει στα χÝρια του πρþτος, αν και πÜντοτε υπÜρχει κßνδυνος να του σκÜσει στα χÝρια, κι αρκετÜ Ýξυπνος þστε να πιστεýει üτι οι Üνθρωποι ωφελοýνται απ' το νüμο και προσφεýγουν σ' αυτüν μüνο για προσωπικοýς σκοποýς. Το ανακÜλυψα αυτü üταν το περασμÝνο καλοκαßρι Ýστειλε Ýνα νÝγρο να με δει και να με ρωτÞσει αν ο τρüπος που πεθαßνει κÜποιος μπορεß να επηρεÜσει την επικýρωση της διαθÞκης του. ¹ξερα ποιος εßχε στεßλει τον νÝγρο κι επßσης Þξερα üτι οποιαδÞποτε πληροφορßα κι αν γυρνοýσε στον Üνθρωπο που τον εßχε στεßλει, Þδη ο εν λüγω Üνθρωπος εßχε αποφασßσει να μη πιστÝψει τη πληροφορßα, γιατß προερχüταν απü Ýναν υπηρÝτη του νüμου, δηλαδÞ απü τον δυναμßτη. ¢ρα, αν εκεßνο το Üλογο Þταν Ýνα φυσιολογικü Üλογο Þ αν ο ΓκρÜνμπι το 'χε θυμηθεß Ýγκαιρα, τþρα θα Þσουν νεκρüς. Ο ΓκρÜνμπι, μπορεß να μην Þτανε διüλου καλýτερα απ' ü,τι εßναι τþρα, αλλÜ σý θα 'σουν νεκρüς».
 -«Ω!», εßπε ο Βιργßνιος Þρεμα, με σοβαρüτητα. «Νομßζω πως σου 'μαι υπüχρεως».
 -«Ναι», εßπε ο Στßβενς. «ΑνÝλαβες πολý μεγÜλη υποχρÝωση. ΧρωστÜς κÜτι στον ΓκρÜνμπι». Ο Βιργßνιος τονε κοßταξε. «Του χρωστÜς για κεßνους τους φüρους που πλÞρωνε εδþ και δεκαπÝντε χρüνια».
 -«Ω!», εßπε ο Βιργßνιος. «Νüμιζα üτι ο πατÝρας μου... Περßπου κÜθε ΝοÝμβρη ο ΓκρÜνμπι δανειζüτανε χρÞματα απü μÝνα και ποτÝ το ßδιο ποσü. Για ν' αγορÜσει εμπüρευμα, Ýλεγε. Μου επÝστρεφε πÜντα Ýνα ποσü. Ακüμη μου χρωστÜ... üχι. Εγþ του χρωστþ τþρα». ¹τανε πολý σοβαρüς, πολý βαρýς. «Οταν Ýνας Üνθρωπος αρχßσει να κÜνει κακü δεν Ýχει τüση σημασßα τι κÜνει, αλλÜ τι αφÞνει πßσω του».
 -«ΑλλÜ εßναι αυτü που κÜνει για το οποßο πρÝπει να τιμωρηθεß απü τρßτους. Γιατß οι Üνθρωποι που βλÜπτονται απ' αυτü που αφÞνει δε θα τονε τιμωρÞσουν. ¢ρα εßναι καλü για τους υπüλοιπους απü μας üτι αυτü που κÜνει τον απομακρýνει απ' αυτοýς που 'βλαψε. Τþρα, σας τον πÞρα εγþ απü τα χÝρια σας, Βιργßνιε, αßμα σου Þ μη».
 -«Καταλαβαßνω», εßπε ο Βιργßνιος. «Ετσι κι αλλιþς δεν θα...». ΞαφνικÜ κοßταξε τον Στßβενς. «ΓκÜβιν», εßπε.
 -«Τß;» ρþτησε ο Στßβενς.
     Ο Βιργßνιος τονε κοιτοýσε.
 -«ΜιλÞσατε πολý Ýξυπνα κεß μÝσα για χημεßα κι Üλλα τÝτοια, για τον καπνü. Πßστεψα μερικÜ απ' αυτÜ κι Üλλα üχι. Και σκÝφτομαι üτι αν σας Ýλεγα ποια πßστεψα και ποια üχι, θα γελοýσατε μαζß μου». Η Ýκφραση του Þταν πολý σοβαρÞ. Κι η Ýκφραση του Στßβενς Þτανε σοβαρüτατη. Κι üμως υπÞρχε κÜτι στα μÜτια του Στßβενς, στο βλÝμμα του, κÜτι ανυπüμονο, ενθουσιþδες και χωρßς καθüλου σαρκασμü. «Αυτü Ýγινε πριν απü μια βδομÜδα. Αν εßχατε ανοßξει κεßνο το κουτß για να δεßτε αν υπÞρχε ακüμη καπνüς μÝσα, θα 'χε βγει. Κι αν δεν υπÞρχε καθüλου καπνüς σε κεßνο το κουτß, ο ΓκρÜνμπι δε θα 'χε προδοθεß. Κι αυτÜ γßνανε πριν απü μια βδομÜδα. Πþς ξÝρατε üτι υπÞρχε αρκετüς καπνüς εκεß μÝσα»;
 -«Δεν το 'ξερα», εßπε ο Στßβενς. Το ξεφοýρνισε γρÞγορα, ζωηρÜ, χαροýμενα, σχεδüν ευτυχισμÝνα, λÜμποντας απü ικανοποßηση. «Δεν το 'ξερα. Περßμενα üσο το δυνατü περισσüτερο πριν μπεßτε üλοι στο δωμÜτιο. ΓÝμισα το κουτß με καπνü πßπας και το 'κλεισα. ΑλλÜ δεν Þξερα τι θα γινüταν. ¹μουνα πολý πιο φοβισμÝνος απ' τον ΓκρÜνμπι Ντοντζ. ΑλλÜ πÞγαν üλα καλÜ. Ο καπνüς παρÝμεινε στο κουτß σχεδüν μια þρα».

                                      _________  .  ________

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers