|
|
Κλασσικά
Kundera Milan:
Μουσική Λέξεις Σοφή Ανατομία |
Βιογραφικό
Ο Μίλαν Κούντερα, Γαλλο-Τσέχος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός. Θεωρείται απ' τους σημαντικότερους σύγχρονους Eυρωπαίους συγγραφείς. Ανήκει στη γενιά κείνη των λογοτεχνών που επηρεαστήκανε σαφώς από τον Β' Παγκ. Πολ. και τη γερμανική κατοχή. Παραδόξως, αυτή η πιεστική εμπειρία ενστάλλαξε στους καλλιτέχνες αυτούς, μια μαυρόασπρη οπτική του γενικού οράματός τους για τη πραγματικότητα. Μυστικοπαθής καθώς είναι δεν άφησε να διαρρεύσουνε πολλά για την ιδιωτική του ζωή καθώς, όπως ισχυρίζεται δεν είναι "για... πώληση" σαφώς επηρεασμένος απ' το τσέχικο στρουκτουραλισμό, που υποστηρίζει πως έκαστο καλλιτέχνημα κρίνεται μόνον απ' την αυτόνομη ουσία του, χωρίς να εισχωρούνε βιώματα και βιογραφικά στοιχεία του καλλιτέχνη. Ο ίδιος θεωρεί πως είναι αδύνατο να παραχθεί αντικειμενική γραφή της Πολιτικής Ιστορίας, όπως και βιογραφία ενός καλλιτέχνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: η επίσημη βιογραφία που επιτρέπει κι επιβάλλει να χρησιμοποιείται στα εξώφυλλα των βιβλίων του είναι: "Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε το 1929 στη Τσεχοσλοβακία κι από το 1975 ζει στη Γαλλία"! Γεννήθηκε σε μεσοαστική κι ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια 1η Απρίλη 1929 στο Μπρνο στη Τσεχοσλοβακία. όπου κι ολοκλήρωσε τη 2βάθμια εκπαίδευση. Αρχικά σπούδασε λογοτεχνία κι αισθητική στο Πανεπιστήμιο Καρόλου, σύντομα όμως μεταγράφεται στην Ακαδημία Εφαρμοσμένων Τεχνών Πράγας για να σπουδάσει κινηματογραφική σκηνοθεσία και τεχνική σεναρίου. Σπούδασεν επίσης φιλοσοφία και μουσική σύνθεση στη Πράγα. Το 1ο του επάγγελμα ήταν μουσικός jazz. Ο πατέρας του Λούντβικ Κούντερα (1891-1971) ήτανε σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας κι υπήρξε μάλιστα μαθητής του σπουδαίου Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček). Ο Μίλαν έμαθε πιάνο απ' τον πατέρα του κι αργότερα μουσικολογικές επιρροές υπάρχουνε συχνά στο έργο του. Σε κάποιο μυθιστόρημα, δε δίστασε να χρησιμοποιήσει νότες για να επισημάνει κάτι. Μετά την αποφοίτησή του, το 1952 διορίστηκε Λέκτορας Παγκόσμιας Λογοτεχνίας στην Ακαδημία Κινηματογράφου Πράγας. Ήταν ενεργό μέλος της Νεολαίας ΚΚΤ το 1948 (διαγράφτηκε 2 έτη μετά γι' αντικομματική δραστηριότητα κι αυτό του 'δωσε αφορμή να γράψει "Το Αστείο", μυθιστόρημα που τον έκανε γνωστό σ' όλο τον κόσμο) & 1956-70. Mέλος του Προεδρείου της Kεντρικής Eπιτροπής του K.K.T. (1963-1967), διώχθηκε λόγω ανορθόδοξων ιδεών το 1968. Λόγω πολιτικών του πεποιθήσεων απολύθηκε κι απ' τη δουλειά του στην Ακαδημία Μουσικής & Δραματικών Τεχνών Πράγας το 1969 και του αφαιρέθηκε η υπηκοότητα. Επίσης απαγορεύτηκε η κυκλοφορία βιβλίων του απ' τη λογοκρισία. Ήταν απαγορευμένα στη χώρα του μέχρι τη πτώση της κυβέρνησης με τη Βελούδινη Επανάσταση του 1989. Ένθερμος οπαδός του Ντούμπτσεκ επί χρόνια υποστηρικτής σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, έφτασε στο σημείο να διαφωνήσει δημοσία με το Χάβελ. Το 1945 πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα, με μια θαυμάσια μετάφραση ποιημάτων του Μαγιακόφσκη, στα τσέχικα, στο περιοδικό Gong. Το 1946 γράφει δικά του σουρεαλιστικά ποιήματα, σαφώς επηρεασμένος από το ξάδερφό του Λούντβικ Κούντερα -(1920-), γνωστού τσέχου ποιητή- και τα δημοσιεύει στο περιοδικό Mladé Archy (The Young Notebooks). Το 1953 εκδίδει μια ποιητική συλλογή με τίτλο: "Člověk zahrada širá" (Man Α Wide Garden). Ο Κούντερα αλλά και πολλοί σύγχρονοί του, είδανε σ' αυτό μιαν ανορθόξη φυγή απ' τη κλασική ποίηση γιατί θεωρούσανε πως η ποίηση πλέον έπρεπε να υπόκειται σε δουλεία προς τα ορθόδοξα επικοινωνιακά δεδομένα του κόμματος. Άλλωστε μετά τον ερχομό στην εξουσία του ΚΚΤ το 1948, πολλά κείμενα πολιτικής αριστερής προπαγάνδας γραφτήκανε κατά παραγγελίαν, που ωστόσο δεν αντιπροσωπεύανε την αλήθεια κι ήτανε γεμάτα κλισέ. Έτσι, τη δεκαετία '50-'60 ο Κούντερα θεωρούνταν διασημότητα στη πατρίδα του. Το 1957 γράφει τους "Μονολόγους", συλλογή ποιημάτων μ' έντονα ερωτικά στοιχεία. Το 1962 γράφει το θεατρικό: "Οι Κλειδοκράτορες" (Majitelé klíčů - The Owners of the Keys), που παίχτηκε με μεγάλην επιτυχία στο National Theatre Prague, σε πειραματική σκηνοθεσία του Otomar Krejča. Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται το παιγνίδισμα των χαρακτήρων, που αργότερα θα καταλάβει σημαντική θέση στο ώριμο έργο του. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα έργα του: "Το Βιβλίο Του Γέλιου Και Της Λήθης", "Το Αστείο", "Η Ζωή Είναι Αλλού", "Το Βαλς Του Αποχαιρετισμού", "Η Αθανασία", "Γελοίοι Έρωτες", τα θεατρικά: "Ο Ιάκωβος & Ο Αφέντης", "Οι Κλειδοκράτορες" (στα τσέχικα), "Η Αργοπορία", "Η Ταυτότητα", "Η Άγνοια", 2 δοκίμια: "Η Τέχνη Του Μυθιστορήματος" κι "Οι Προδομένες Διαθήκες", (στα γαλλικά). Το έργο του ανήκει στη μεγάλη παράδοση του κεντροευρωπαϊκού μυθιστορήματος (Rabelais, Diderot, Θερβάντες και Sterne) μαζί με κείνο των Μούζιλ, Μπροχ, Γκομπρόβιτς, Χάιντεγκερ και Κάφκα. Στα ώριμα έργα του δημιουργεί ανεξάρτητο, αυτόνομο κόσμο, που αναλύει, ανακρίνει και φιλοσοφεί συνεχώς, ωστόσο θα 'τανε λάθος να θεωρηθεί φιλόσοφος καθώς δεν ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη τεχνική ή τεχνοτροπία, -τουλάχιστον κατά τα γνωστά. Αγαπά τους ήρωές του, αγαπά το παιγνίδι της πλοκής που στήνει και με την αναλυτική ορθολογική του σκέψη, ξανοίγει άπειρους δρόμους ερμηνείας των γεγονότων που περιγράφει. Παίζοντας μ' αυτά τα σημάδια, καταφέρνει να διατηρεί τη δυνατότητα ν' αναδείξει την ανθρώπινη ύπαρξη, ανοιχτή σ' άπειρες πιθανότητες, πλαταίνοντας τα όρια της μιας και μοναδικής ζωής. Με τη σεξουαλικότητα των χαρακτήρων του αναλύει συμβολικά τη κοινωνικότητα που ενυπάρχει στο σεξ κι έτσι οι ήρωές του είναι λεύτεροι ν' ασχοληθούν με τα πιο ουσιώδη θέματα που αφορούνε στον Άνθρωπο. Πιστεύει επίσης πως ο άνθρωπος φαίνεται, στο σεξ του. Στα πρώιμα έργα του, στα τσέχικα, είναι ενταγμένος στο οικογενειακό και σπιτικό, καθησυχαστικό περιβάλλον και θεωρεί πως το κόμμα το περιβάλλει και το προστατεύει, πράγμα εξαιρετικά ασφαλές κι οικείο. Το αριστούργημά του, -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- θεωρείται "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι". Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται τη περίοδο της Άνοιξης της Πράγας το 1968, που οδήγησε στην εισβολή των Σοβιετικών τανκς την ίδια χρονιά. Ο κεντρικός του ήρωας, ο Τόμας, πετυχημένος γιατρός, ασκεί κριτική στο πολιτικό σύστημα με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του. Οι άλλοι σημαντικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι η Τερέζα, σύζυγός του και καλλιτεχνική φωτογράφος, η ερωμένη του Σαμπίνα, που θέλει ν' αποτεφρωθεί μετά το θάνατό της κι ο εραστής της, Φραντς, καθηγητής πανεπιστημίου, βυθισμένος στα βιβλία, ο οποίος προσπαθεί να απαλλαγεί από το κιτς της συζύγου του Μαρί-Κλοντ αλλά κατά ειρωνική τύχη πεθαίνει μπρος της. Το βάρος κι η αξία της ζωής για τον καθένα απ' τους παραπάνω χαρακτήρες είναι διαφορετικά, η ζωή όμως για τον Κούντερα έχει μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα. Κι αφού ζούμε μόνο μια φορά, τα πάντα μετράνε στη καθημερινότητά μας και στο τρόπο που τη βιώνουμε. Γι' αυτό κι η ζωή αποκτά άλλο βάρος για τον Τόμας που νιώθει ότι κάλλιστα θα μπορούσε να την αλλάξει με μιαν άλλη. Οι τέσσερις πρωταγωνιστές ζούνε τέσσερις ζωές κι ωστόσο συνθέτουν ένα κόσμο που στο τέλος παρουσιάζεται ενιαίος αλλά πεπερασμένος, βαρύς παρά την ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ένας κόσμος που φεύγει και δεν επιστρέφει. Το τελικό συμπέρασμα στην "Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι" επιβεβαιώνεται με πολύ πιο πειστικό τρόπο απ' όσο στα περισσότερα έργα του Σαρτρ ο αφορισμός τού τελευταίου ότι «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας». Τον Οκτώβρη του 2008 απέρριψε δημοσίευμα τσέχικου περιοδικού, που ισχυρίστηκε πως είχε συνεργαστεί στα τέλη της 10ετίας του '50 με το κομμουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας. Απορρίπτει πλέον τα έργα του που γραφτήκανε τη 10ετία '50-'60 κι ισχυρίζεται πως είναι αναφαίρετο δικαίωμα του εκάστοτε καλλιτέχνη να το κάνει, όταν πιστεύει πως κάποιο κομμάτι της δουλειάς του είναι ανώριμο ή εσφαλμένο ή ανεπιτυχές. Ο λόγος που το απορρίπτει, είναι γιατί νιώθει πως έγραψε "κατά παραγγελία του πολιτικού καθεστώτος". Έχει γράψει στα γαλλικά και στα τσέχικα. Επιμελείται προσωπικά τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του έτσι ώστε να 'χουνε κι αυτές ισχύ πρωτοτύπου. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως στις "Προδομένες Διαθήκες" δοκίμιο που γράφτηκε για να δώσει βοήθεια αλλά και για να τα βάλει με τους μεταφραστές των κλασσικών έργων γιατί συνήθως δε κάνουνε σωστά τη δουλειά τους, ουσιαστικά πετά το γάντι και στους δικούς του μεταφραστές, καταδεικνύοντας ουσιαστικά τη σύγχρονη γλωσσική κρίση. Το 1975 μετακόμισε στη Γαλλία, -2η πατρίδα του, για πάνω από 35 έτη, όπου ζει μόνιμα με τη γυναίκα του Βέρα- κι όταν φτάνει, διορίζεται διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Ρεν. Εκεί έχει την ευκαιρία να δει τις διαφορές της δυτικοευρωπαϊκής λογοτεχνίας, -παρόλο που 'χε σπουδάσει ήδη και γαλλική φιλοσοφία. Το 1984 απέκτησε γαλλική υπηκοότητα. Σήμερα ζει στο Παρίσι, είναι 81 ετών και πάντα περιμένουμε με λαχτάρα τη νέα του δουλειά...
----------------------------------------------------------------------------------------
Η Μητέρα
Ήταν εποχή που η Μαρκέτα δε χώνευε τη πεθερά της. Ήτανε τότε που ζούσαν με τον Κάρελ στους γονείς του (ο πεθερός της ζούσε ακόμα) και καθημερινά αντιμετώπιζε γκρίνια και προσβολές της μητέρας. Δεν άντεξαν πολύ και μετακόμισαν. Όσο πιο μακριά γίνεται απ' τη μητέρα, ήτανε τότε το σύνθημά τους. Εγκατασταθήκανε σε μια πόλη στην άλλη άκρη της χώρας, έτσι που βλέπανε τους γονείς του Κάρελ μόνο μια φορά το χρόνο. Κατόπιν μια μέρα, ο πεθερός πέθανε κι η μητέρα έμεινε μόνη. Συναντηθήκανε στη κηδεία τη βρήκανε ταπεινή κι αξιολύπητη και τους φάνηκε κοντύτερη απ’ ότι ήτανε. Κι οι δυο είχανε στη σκέψη τους την ίδια φράση: Μητέρα, δε μπορείς να μένεις τώρα εδώ μόνη, θα σε πάρουμε μαζί μας. Η φράση γυρόφερνε στο κεφάλι τους, αλλά δεν έφτασε στα χείλη. Ακόμα περισσότερο ακατάλληλη τους φάνηκε η στιγμή να της το πουν όταν την επομένη της κηδείας, σ’ ένα θλιβερό περίπατο, η λεπτοκαμωμένη κι αξιολύπητη καθώς ήταν, μητέρα άρχισε να τους κατηγορεί εριστικά γι' αυτά που της έκαναν από παλιά. -«Τίποτα ποτέ δε θα την αλλάξει», είπε κατόπιν ο Κάρελ, όταν πια κάθονταν στο τρένο. «Είναι θλιβερό αλλά για μένα θα ισχύει πάντα: μακριά απ' τη μητέρα». Αλλά κατόπιν κυλήσανε τα χρόνια κι αν είναι αλήθεια πως η μητέρα δεν άλλαξε, άλλαξε ίσως η Μαρκέτα, γιατί ξαφνικά της φάνηκε πως όσα καταλόγιζε κάποτε στη πεθερά της ήτανε στη πραγματικότητα αθώες ανοησίες κι αν κάποιος έκανε λάθος, έφταιγε αυτή που καθότανε κι έδινε σημασία σε τέτοιους ασήμαντους μικροκαβγάδες. Κοιτούσε τότε τη πεθερά της όπως το παιδί τον μεγάλο, ενώ τώρα άλλαξαν οι ρόλοι: Η Μαρκέτα είναι η ενήλικη κι η μητέρα, της φαίνεται απ' αυτή τη μεγάλη απόσταση μικρή κι ανυπεράσπιστη σα παιδί. Άρχισε να δείχνει επιείκεια κι ανεκτικότητα για τη πεθερά της και μάλιστα ν’ αλληλογραφεί μαζί της. Η γηραιά κυρία συνήθισε πολύ γρήγορα, άρχισε ν' απαντά τακτικά στη Μαρκέτα και κάθε φορά τη παρακαλούσε να της γράψει ξανά γιατί, όπως της έλεγε, μόνο τα γράμματά της τη βοηθάν να υποφέρει τη μοναξιά. Η φράση που γεννήθηκε στη κηδεία του πατέρα, άρχισε πάλι τον τελευταίο καιρό να γυροφέρνει στη σκέψη τους. Κι ήτανε πάλι ο γιος που αναχαίτισε τον αυθορμητισμό της νύφης κι αντί να της πουν: Μητέρα, θα σε πάρουμε κοντά μας, τη κάλεσαν να περάσει μαζί τους μια βδομάδα. Ήτανε Πάσχα κι ο δεκάχρονος γιος τους έφυγε για σχολικές διακοπές. Στο τέλος της εβδομάδας, τη Κυριακή, ήταν να 'ρθει η Εύα. Όλη τη βδομάδα, εκτός από τη Κυριακή, ήτανε πρόθυμοι να τη περάσουν με τη μητέρα. Της είπαν: Απ’ το Σάββατο ως το άλλο Σάββατο θα μείνεις σε μας. Την Κυριακή κάτι έχουμε. Κάπου θα πάμε. Τίποτα συγκεκριμένο δε της είπανε γιατί δεν ήθελαν να της μιλήσουνε για την Εύα. Ο Κάρελ της το επανέλαβε δις στο τηλέφωνο: Απ' το Σάββατο ως το άλλο Σάββατο. Τη Κυριακή έχουμε κάτι, κάπου θα πάμε. Κι η μητέρα τους είπε: Ναι, παιδιά μου, να 'στε καλά που με θυμηθήκατε κι ασφαλώς θα φύγω όποτε σεις το θελήσετε. Μόνο για λίγο να ξεφύγω απ' τη μοναξιά μου. Και το Σάββατο το βράδυ, όταν η Μαρκέτα θέλησε να συνεννοηθεί μαζί της, τι ώρα το πρωί πρέπει να τη πάνε στο σταθμό, η μητέρα τους δήλωσε απλά πως θα φύγει τη Δευτέρα. Η Μαρκέτα τη κοίταξε με έκπληξη κι η μητέρα συνέχισε: -«Ο Κάρελ μου 'πε πως τη Δευτέρα έχετε κάτι, πως κάπου θα πάτε και πως τη Δευτέρα το πρωί πρέπει να φύγω». Η Μαρκέτα φυσικά μπορούσε να πει: Μητέρα, λάθος κατάλαβες, φεύγουμε αύριο, αλλά δε βρήκε το κουράγιο. Δε μπόρεσε να σκαρφιστεί αμέσως κάτι, πού έχουν να πάνε. Κατάλαβε ότι ετοιμάσανε τη δικαιολογία πως θα λείψουνε πολύ πρόχειρα. Δεν είπε τίποτα και συμβιβάστηκε πως ότι η μητέρα θα μείνει μαζί τους και τη Κυριακή. Ανακουφίστηκε με τη σκέψη πως το δωμάτιο του εγγονού της, που τη βάλαν να μείνει, είναι στην άλλη άκρη του σπιτιού κι η μητέρα δε θα τους ενοχλήσει. -«Μη γίνεσαι κακός, σε παρακαλώ», είπε στον Κάρελ. «Κοίτα τη λίγο. Είναι αξιολύπητη. Ματώνει η καρδιά μου όταν τη βλέπω». Ο Κάρελ σήκωσε συγκαταβατικά τους ώμους. Η Μαρκέτα είχε δίκιο. Η μητέρα πράγματι άλλαξε. Ήταν μ' όλα ικανοποιημένη, ήτανε για όλα ευγνώμων. Ο Κάρελ μάταια περίμενε τη στιγμή που για κάτι ασήμαντο θα τσακώνονταν. Μια μέρα που κάνανε περίπατο, η μητέρα κοίταξε πέρα μακριά κι είπε: -«Τί όμορφο άσπρο χωριουδάκι είναι αυτό»; Δεν ήτανε χωριουδάκι, ήτανε ξερολιθιές μες στα χωράφια. Ο Κάρελ λυπήθηκε τρομερά τη μητέρα του όταν διαπίστωσε πόσον αδυνάτισε η όρασή της. Αλλ' αυτή η αδύνατη όραση σα να εξέφραζε κάτι πιο ουσιαστικό: Ό,τι γι' αυτούς ήταν μεγάλο, για τη μητέρα ήταν μικρό ό,τι γι' αυτούς ήτανε λιθάρια, για τη μητέρα ήτανε σπίτια. Αν θέλω να είμαι ακριβολόγος, αυτό το χαρακτηριστικό της μητέρας δεν ήταν νέο. Μόνο που κάποτε τους εξόργιζε. Για παράδειγμα, κάποτε κατέλαβαν τη χώρα τους μέσα σε μια νύχτα τα τανκς της μεγάλη γειτονικής χώρας. Πάθαν όλοι τέτοιο σοκ και νιώσανε τέτοια φρίκη, ώστε για πολύ καιρό κανείς δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Ήταν Αύγουστος και στον κήπο τους είχαν ωριμάσει τ' αχλάδια. Η μητέρα μια βδομάδα κιόλας πιο μπροστά κάλεσε κάποιον οικογενειακό φίλο φαρμακοποιό να 'ρθει να τα μαζέψουνε. Κι ο κύριος φαρμακοποιός δεν ήρθε κι ούτε που ζήτησε συγγνώμη. Η μητέρα δε μπορούσε να του το συγχωρέσει και τον Κάρελ και τη Μαρκέτα η εμμονή της τους πείραξε πολύ. Όλοι σκέφτονταν τα τανκς και συ σκέφτεσαι τ' αχλάδια, τη κατηγορούσαν. Κι όταν κατόπιν μετακομισανε, δε μπορούσαν να ξεχάσουνε για καιρό τη μικροπρέπειά της. Αλλ' είναι πράγματι τα τανκς σπουδαιότερα απ' τ' αχλάδια; Ο Κάρελ συνειδητοποίησε πως η απάντηση στο το ερώτημα δεν είναι και τόσο προφανής, όσο του φαινότανε πάντα, κι άρχισε μυστικά να συμπαθεί τη προοπτική της μητέρας, κατά την οποία μπρος είναι το μεγάλο αχλάδι και κάπου μακριά πίσω του είναι το τανκς, μικρούλικο σα χρυσοκάνθαρος, έτοιμος κάθε στιγμή να πετάξει και να χαθεί απ' τον ορίζοντα. Αχ, ναι, αφού η μητέρα είχε απόλυτο δίκιο: Το τανκς είναι θνητό και το αχλάδι αιώνιο. Κάποτε η μητέρα ζητούσε να ξέρει τα πάντα για το γιο της και θύμωνε όταν ο γιος συνέχιζε να κρατά τα μυστικά της ζωής του. Θελήσανε λοιπόν αυτή τη φορά να της δώσουνε χαρά κι άρχισαν να της μιλάνε για το τι κάνουν, τι τους συνέβη, τι σκέφτονταν. Παρατήρησαν όμως γρήγορα ότι η μητέρα τους ακούει από ευγένεια και στις διηγήσεις τους αυτή ανακατώνει το σκυλάκι της, που το άφησε τώρα που λείπει να το προσέχει ο γείτονας. Παλιά θα το θεωρούσε ο Κάρελ αυτό εγωκεντρισμό ή μικροπρέπεια, αλλά σήμερα ήξερε πως δεν είναι έτσι. Πέρασε περισσότερος χρόνος απ' όσο πίστευαν. Η μητέρα παραιτήθηκε απ' τη στραταρχική ράβδο του μητριαρχικού της ρόλου και μεταπήδησε σε έναν κόσμο διαφορετικό. Σ' ένα περίπατο που πήγανε τώρα σηκώθηκε θύελλα. Τη κρατούσαν απ' τις μασχάλες, ένας από δω κι άλλος από κει κι έπρεπε στη κυριολεξία να τη κουβαλούνε γιατί ο άνεμος θα την έπαιρνε σα φτερό. Ο Κάρελ συγκινημένος ένιωθε στα χέρια του το ασήμαντο βάρος της και κατάλαβε πως η μητέρα ανήκει πια σε μιαν αυτοκρατορία μ' άλλες υπάρξεις: πιο μικρές, πιο ελαφρές έτοιμες να σκορπιστούνε στον κάθε άνεμο σα φτερά.
Η Εύα έφτασε κατά το απόγευμα. Στο σταθμό πήγε να τη παραλάβει η Μαρκέτα, γιατί τη θεωρούσε περισσότερο δική της φίλη. Δε συμπαθούσε τις φίλες του Κάρελ. Με την Εύα όμως ήτανε διαφορετικά. Την Εύα τη γνώρισε πριν από τον Κάρελ. Ήτανε περίπου πριν από έξι χρόνια. Πήγαν με τον Κάρελ να ξεκουραστούνε σε μια λουτρόπολη. Η Μαρκέτα πήγαινε συχνά κι έκανε σάουνα. Μια φορά κει που καθόταν ιδρωμένη μ' άλλες κυρίες στα ξύλινα παγκάκια, πέρασε μέσα μια ψηλή γυμνή κοπέλα. Χαμογέλασε η μια στην άλλη αν κι ήταν άγνωστες και μόλις μια στιγμή αργότερα η κοπέλα έπιασε κουβέντα μαζί της. Επειδή ήτανε πολύ ευθύς τύπος κι η Μαρκέτα πάλι πολύ ευγνώμων για τη συμπάθεια που της έδειξε, δεν άργησαν να γίνουν φίλες. Τη Μαρκέτα τη μάγεψε η ιδιαιτερότητα της Εύας: Απ' τη πρώτη στιγμή κιόλας, ο τρόπος που άρχισε τη κουβέντα μαζί της! Λες και δεν ήτανε παρά ο τόπος μιας προκαθορισμένης συνάντησης! Δεν έχασε καθόλου χρόνο αρχίζοντας, όπως συνηθως, τη κουβέντα για τη σάουνα, ότι είναι υγιεινή κι ότι έχει σαν επακόλουθο ν' ανοίγει τρομερά η όρεξη, αλλά άρχισε να μιλά αμέσως για τον εαυτό της, περίπου όπως κάνουν οι άνθρωποι που γνωρίζονται με τη βοήθεια της στήλης των αγγελιών και προσπαθούνε στο πρώτο γράμμα να εξηγήσουνε στο μελλοντικό σύντροφο ποιοι και πως είναι. Ποιά είναι λοιπόν η Εύα, σύμφωνα με τη περιγραφή της ίδιας; Είναι ένας χαρούμενος κυνηγός αντρών. Δε τους κυνηγά για να τους τυλίξει. Τους κυνηγά ακριβώς όπως κυνηγούν οι άντρες τις γυναίκες. Δεν υπάρχει γι' αυτήν αγάπη, παρά μόνο φιλία και φιληδονία. Γι' αυτό έχει πολλούς φίλους: οι άντρες δε φοβούνται πως θέλει να τους παντρευτεί κι οι γυναίκες πάλι δε φοβούνται ότι θα 'θελε να τις χωρίσει. Διαφορετικά, αν καμμιά φορά θα παντρευόταν, ο άντρας της θα 'ταν ο καλύτερός της φίλος, που όλα θα του τα επέτρεπε και δε θα ζητούσε τίποτα απ' αυτόν. Όταν της τα 'πε όλ' αυτά πρόσθεσε στο τέλος πως η Μαρκέτα έχει όμορφο σκελετό και πως αυτό είναι πολύ σπάνιο χάρισμα γιατί, κατά την Εύα, πολύ λίγες γυναίκες έχουνε πράγματι όμορφο σώμα. Αυτός ο έπαινος βγήκε από μέσα της τόσον αυθόρμητα, που η Μαρκέτα ένιωσε μεγαλύτερη χαρά και απ' αυτήν ακόμα που θα της έδινε η φιλοφρόνηση ενός άντρα. Αυτή η κοπέλα της πήρε τα μυαλά. Η Μαρκέτα είχε την αίσθηση ότι πέρασε στην αυτοκρατορία της ειλικρίνειας κι έκλεισε ραντεβού με την Εύα μετά από δυο μέρες, την ίδια ώρα στη σάουνα. Αργότερα τη γνώρισε και στον Κάρελ αλλ' αυτός δε μπορούσε παρά να 'ναι πλέον σ' αυτή τη φιλία σταθερά ο δεύτερος. -«Έχουμε στο σπίτι τη μητέρα του Κάρελ», της είπε η Μαρκέτα σα να ζητούσε συγγνώμη, όταν τη πήρε απ' το σταθμό: «Θα σε συστήσω σα ξαδέρφη μου. Ελπίζω να μη σε πειράζει».
-«Κάθε άλλο», είπε η Εύα και ζήτησε απ' τη Μαρκέτα μερικές βασικές πληροφορίες για την οικογένειά της. Η μητέρα ποτέ δεν ενδιαφερόταν και τόσο για το συγγενολόι της νύφης, αλλά οι λέξεις όπως ξαδέρφη, ανιψιά, θεία, εγγονή τη ζέσταιναν: απαρτίζανε την άνετη ατμόσφαιρα των οικείων εννοιών.
Και πάλι επαληθεύτηκε αυτό που η μητέρα ήξερε από παλιά: ο γιος της είναι αθεράπευτα ιδιότροπος. Λες και η μητέρα του θα μπορούσε να τους είναι εμπόδιο στην συνάντησή τους με μια συγγενή! Τους καταλαβαίνει πως θέλουν να κουβεντιάσουν μόνοι. Αλλά μόνο γι’ αυτό να τη διώξουν μια μέρα νωρίτερα είναι ανοησία. Ευτυχώς αυτή ξέρει να βολεύει τα πράματα. Έκανε πως μπέρδεψε το πότε της είπαν να φύγει και κατόπιν σχεδόν τη διασκέδαζε το γεγονός πως η καλή Μαρκέτα δεν έχει το κουράγιο να της πει πως έπρεπε να φύγει απ' τη Κυριακή.
Ναι, πρέπει να το παραδεχτεί ότι τώρα είναι πολύ πιο καλοί απ' όσο ήταν. Πριν από χρόνια ο Κάρελ θα της έλεγε σκληρόκαρδα πως πρέπει να φύγει. Αυτό το χθεσινό μικρό της τέχνασμα της πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία. Τουλάχιστον δεν θα 'χουν αργότερα τύψεις πως ξαπόστειλαν τη μητέρα τους χωρίς σοβαρό λόγο μια μέρα νωρίτερα στη μοναξιά της.
Διαφορετικά, είναι πολύ ευχαριστημένη που γνώρισε τη νέα συγγενή. Είναι ένα αξιαγάπητο κορίτσι. Της θυμίζει τρομερά κάποιον. Αλλά ποιον; Δυο ολόκληρες ώρες έπρεπε να απαντά στις ερωτήσεις της. Πώς χτενιζόταν η μητέρα όταν ήτανε κορίτσι; Ασφαλώς και θα 'πλεκε τα μαλλιά της πλεξούδες. Μα φυσικά, ήτανε τότε ακόμη η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Η Βιέννη ήταν η πρωτεύουσα. Η μητέρα πήγαινε σε τσέχικο γυμνάσιο κι ήταν πατριώτισσα. Είχε όρεξη να τους τραγουδήσει μερικά τραγούδια που τραγουδούσανε τότε. Ή ακόμα και ποιήματα. Ασφαλώς και θυμάται κάμποσα απ' αυτά. Αμέσως μετά τον πόλεμο (μα φυσικά, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το 1918, όταν εγκαθιδρύθηκε η ανεξάρτητη Δημοκρατία, Θεέ μου, αυτή η ξαδέρφη δε ξέρει πότε εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία!) η μητέρα απάγγελλε ένα ποίημα σε μια σχολική σχολή. Γιόρταζαν το τέλος της Αυστροουγγρικής μοναρχίας, Γιόρταζαν το ανεξάρτητο κράτος τους! Και ξαφνικά, για φανταστείτε, στους τελευταίους στίχους, σκοτείνιασε μπρος στα μάτια της κι αυτή δεν ήξερε πια πώς να προχωρήσει. Σώπαινε, το μέτωπό της γέμισε ιδρώτα, νόμιζε πως από στιγμή σε στιγμή θα σωριαστεί κάτω από ντροπή. Και δω ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, ακούστηκε ένα μεγάλο χειροκρότημα! Όλοι νόμισαν πως το τελείωσε, κανείς δε κατάλαβε πως η τελευταία στροφή λείπει! Αλλά η μητέρα παρολαυτά, ήταν απαρηγόρητη και ντρεπότανε τόσο φοβερά ώστε πήγε τρέχοντας στο αποχωρητήριο και κλειδώθηκε μέσα κι ήρθε εκεί ο ίδιος ο διευθυντής του σχολείου και για πολύ χτυπούσε τη πόρτα και τη παρακαλούσε να σταματήσει το κλάμα και να βγει έξω, γιατί είχε μεγάλη επιτυχία.
Η ξαδέρφη γέλασε κι η μητέρα τη κοιτούσε στο πρόσωπο για πολύ:
-«Μου θυμίζετε κάποιον, Θεέ μου, ποιόν μου θυμίζετε…»
-«Κι όμως μετά τον πόλεμο δεν πήγαινες πια σχολείο», αντέτεινε ο Κάρελ.
-«Λες να μη ξέρω εγώ πότε πήγαινα σχολείο», είπε η μητέρα.
-«Αφού έβγαλες το γυμνάσιο τη τελευταία χρονιά του πολέμου. Υπαγόμασταν ακόμη στην Αυστροουγγαρία».
-«Πρέπει λοιπόν να μάθω πότε έβγαλα το γυμνάσιο», είπε η μητέρα θυμωμένα. Αλλά ξέρει πια αυτή τη στιγμή πως ο Κάρελ δε κάνει λάθος. Πράγματι, τέλειωσε το γυμνάσιο μες στον πόλεμο. Από πού όμως κουβαλά τούτη την ανάμνηση της σχολικής γιορτής μετά τον πόλεμο; Η μητέρα ξαφνικά έχασε τη σιγουριά της και σώπασε.
Και μετά σ' αυτή τη μικρή σιωπή ακούστηκε η φωνή της Μαρκέτας. Μιλούσε με την Εύα και τα λόγια της δεν είχανε καμμιά σχέση με την απαγγελία της μητέρας και με το έτος 1918. Η μητέρα αισθάνεται εγκαταλειμμένη μες στις αναμνήσεις, προδομένη από τη ξαφνική αδιαφορία κι εξασθένιση της μνήμης της.
-«Να σας αφήσω τώρα, παιδιά μου, εσείς είστε νέοι κι έχετε τι να πείτε», τους είπε και γεμάτη από ξαφνική δυσαρέσκεια έφυγε για το δωμάτιο του εγγονού της. Ο Κάρελ ήτανε πολύ συγκινημένος απ' τις τόσες ερωτήσεις που 'κανε η Εύα στη μητέρα του. Τη ξέρει δέκα χρόνια τώρα και πάντα παραμένει η ίδια. Ευθύς και τολμηρός τύπος. Γνωρίστηκαν (έμενε τότε ακόμα με τη Μαρκέτα στους γονείς του) σχεδόν το ίδιο αστραπιαία όπως ακριβώς τη γνώρισε μερικά χρόνια αργότερα κι η γυναίκα του. Πήρε μια μέρα στο γραφείο του ένα γράμμα από κάποια άγνωστη κοπέλα. Τον γνωρίζει τάχα εξ όψεως κι αποφάσισε να του γράψει, γιατί δεν υπάρχουνε γι' αυτή συμβατικότητες όταν της αρέσει κάποιος άντρας. Ο Κάρελ της αρέσει κι αυτή είναι γυναίκα-κυνηγός. Κυνηγός αξέχαστων εμπειριών. Δε παραδέχεται την αγάπη. Μόνο τη φιλία και φιληδονία. Στο γράμμα μέσα υπήρχε κι η φωτογραφία μιας γυμνής γυναίκας σε προκλητική πόζα. Ο Κάρελ στην αρχή φοβήθηκε ν' απαντήσει, γιατί νόμισε πως κάποιος του κάνει πλάκα. Αλλά στο τέλος δεν άντεξε. Απάντησε στη διεύθυνση που του όριζε το γράμμα και τη κάλεσε στο σπίτι ενός φίλου του. Η Εύα ήρθε, ψηλή, αδύνατη κι άσχημα ντυμένη. Έμοιαζε με λιγνό νεαρό ντυμένο με τα ρούχα της γιαγιάς του. Κάθισε απέναντί του κι άρχισε να του λέει πως δεν υπάρχουνε γι' αυτή συμβατικότητες όταν της αρέσει κάποιος άντρας. Πως παραδέχεται μόνο τη φιλία και τη φιληδονία. Το πρόσωπό της ήταν σκεπασμένο από αβεβαιότητα και προσπάθεια κι ο Κάρελ ένιωσε γι' αυτή μάλλον κάποιον αδερφικό οίκτο παρά πόθο. Αλλά κατόπιν σκέφτηκε πως ήτανε κρίμα να χάσει τέτοια ευκαιρία: -«Είναι υπέροχο», την ενθάρρυνε, «να συναντιούνται δυο κυνηγοί». Ήτανε τα πρώτα λόγια που επιτέλους διακόψανε την εξομολόγηση της Εύας και της έδωσαν αμέσως θάρρος, σπάζοντας τη βαριά σιωπή που σχεδόν ένα τέταρτο είχε πέσει ανάμεσά τους. Της είπε πως είναι όμορφη στη φωτογραφία που του 'χε στείλει και ρώτησε (με προκλητική φωνή κυνηγού) αν την ερεθίζει να επιδεικνύεται γυμνή. -«Είμαι επιδειξίας» είπε με τον ίδιο τόνο που θα 'λεγε πως είναι μπασκετμπολίστρια. Της είπε πως θα 'θελε να τη δει γυμνή. Ανασηκώθηκε χαρούμενα και ρώτησε αν στο σπίτι υπάρχει κανένα ραδιογραμμόφωνο. Ναι, ραδιογραμμόφωνο υπήρχε, αλλά ο φίλος του είχε μόνο δίσκους κλασικής μουσικής. Μπαχ, Βιβάλντι, όπερες του Βάγκνερ. Του Κάρελ του φάνηκε κάπως αλλόκοτο να ξεντυθεί η κοπέλα έχοντας συνοδεία μουσικής το τραγούδι της Ιζόλδης. Το ίδιο κι η Εύα δεν έμεινε ικανοποιημένη απ' τους δίσκους. -«Δεν υπάρχει καθόλου ποπ μουσική;» Όχι, δεν είχε ποπ. Δεν υπήρχε άλλη λύση, τελικά έβαλε στο πικάπ τη σουίτα για πιάνο του Μπαχ κι έκατσε σε μια γωνιά του δωματίου για να βλέπει καλύτερα. Η Εύα δοκίμασε να λικνιστεί στο ρυθμό της μουσικής αλλά σχεδόν αμέσως είπε πως με τέτοια μουσική δε γίνεται. -«Ξεντύσου και μη μιλάς!» της φώναξε αυστηρά. Η θεία μουσική του Μπαχ είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο κι η Εύα συνέχισε υπάκουα τα λικνίσματα. Η ακαταλληλότητα της μουσικής έκανε τη προσπάθειά της ιδιαίτερα κοπιαστική και του Κάρελ του φάνηκε πως ο δρόμος απ' το πρώτο βγάλσιμο της μπλούζας ως το τελευταίο βγάλσιμο της κυλότας θα πρέπει να 'ναι γι' αυτήν ατελείωτος. Το πιάνο ακουγότανε στο δωμάτιο, η Εύα συνέχισε τις χορευτικές της κινήσεις και πετούσε στο πάτωμα ένα-ένα τα ρούχα της. Τον Κάρελ δεν τον κοιτούσε καθόλου. Ήταν εντελώς συγκεντρωμένη στον εαυτό της και στις κινήσεις της, σαν το βιολιστή που εκτελεί από μνήμης κάποια δύσκολη σύνθεση και δε πρέπει να ρίξει ούτ' ένα βλέμμα στο κοινό. Όταν ήταν πια εντελώς γυμνή στράφηκε, ακούμπησε το μέτωπο στον τοίχο κι έχωσε το χέρι της στα σκέλια της. Ο Κάρελ βγάζοντας τα ρούχα του παρατηρούσε εκστατικά το τρέμουλο της πλάτης της Εύας που αυτοϊκανοποιούνταν. Ήτανε τόσο υπέροχο ώστε από τότε ο Κάρελ τη φύλαγε σαν τα μάτια του. Άλλωστε ήταν η μόνη απ’ τις γυναίκες που δεν παρενέβαινε στην αγάπη του Κάρελ για τη Μαρκέτα. -«Η γυναίκα σου πρέπει να καταλάβει πως την αγαπάς, αλλά πως είσαι και κυνηγός και πως το θήραμα δε τη βάζει σε κίνδυνο. Αλλ' αυτό δε το καταλαβαίνει καμμιά γυναίκα. Όχι, καμμιά γυναίκα δε νιώθει τον άντρα», συμπλήρωσε λυπημένα, λες κι ήταν η ίδια ο άντρας που δεν τον νιώθουν. Κατόπιν είπε στον Κάρελ πως θα κάνει τα πάντα για να τον βοηθήσει. Το δωμάτιο του εγγονού όπου πήγε να ξαπλώσει η μητέρα ήταν μόλις έξι μέτρα μακριά και χωρισμένο μόνο με δυο λεπτούς τοίχους. Η σκιά της μητέρας έπεφτε παντού κι η Μαρκέτα δεν ένιωθε άνετα. Η Εύα ευτυχώς ήταν ομιλητική. Στο διάστημα που δεν ειδώθηκαν συνέβησαν πολλά: μετακόμισε σ' άλλη πόλη και το πιο σπουδαίο, παντρεύτηκε εκεί μ' ένα σοφό ηλικιωμένο άντρα, που βρήκε στο πρόσωπό της τη πιστή του φίλη, γιατί όπως ξέρουμε, η Εύα έχει θεό της τη φιλία, ενώ τον έρωτα με τον εγωισμό και την υστερία του δεν τον παραδέχεται. Βρήκε επίσης καινούρια δουλειά. Κερδίζει αρκετά, αλλά τα ξοδεύει εύκολα. Αύριο πρέπει να 'ναι πάλι εκεί.
-«Τι; Ακόμη δεν ήρθες, φεύγεις κιόλας!» τρόμαξε η Μαρκέτα.
-«Στις πέντε το πρωί φεύγει το τρένο μου».
-«Πω πω! Και πρέπει να σηκωθείς τουλάχιστο στις τέσσερις! Αυτό είναι φρικτό!» κι ένιωσε αυτή τη στιγμή όχι βέβαια κακία, αλλά μάλλον κάποια πίκρα, που 'μεινε στο σπίτι τους η μητέρα του Κάρελ. Γιατί η Εύα παρόλο που μένει μακριά κι έχει ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή της, θυσίασε αυτή τη Κυριακή για τη Μαρκέτα κι αυτή δε μπορεί τώρα να της αφιερωθεί όπως θα το 'θελε καθώς το φάντασμα της πεθεράς πλανιέται ανάμεσά τους.
Η Μαρκέτα έχασε το κέφι της κι έτσι όπως συμβαίνει συχνά η μια δυσάρεστη κατάσταση να φέρνει την άλλη, χτύπησε κείνη τη στιγμή το τηλέφωνο. Ο Κάρελ σήκωσε το ακουστικό. Η φωνή του ήταν αβέβαιη, οι απαντήσεις του ύποπτα λακωνικές κι υπαινικτικές. Της Μαρκέτας της φάνηκε πως διαλέγει τις λέξεις προσεκτικά για να κρύψει την έννοια των φράσεών του. Ήτανε σίγουρη ότι κλείνει ραντεβού με κάποια γυναίκα.
-«Ποιός ήταν;» τον ρώτησε.
Ο Κάρελ είπε πως μια συνάδελφος απ' τη γειτονική πόλη έρχεται την άλλη βδομάδα και χρειάζεται τη βοήθειά του. Από κείνη τη στιγμή η Μαρκέτα δε ξεστόμισε λέξη. Ήτανε, λοιπόν, τόσο ζηλιάρα; Πριν από χρόνια, στη πρώτη περίοδο της αγάπης τους, αναμφίβολα ναι. Μόνο που τα χρόνια κυλήσανε κι αυτό που ζει σήμερα σα ζήλεια δεν είναι παρά συνήθεια. Ας το πούμε διαφορετικά: Κάθε ερωτική σχέση βασίζεται σε άγραφες συμβάσεις που οι εραστές τις κλείνουν απρόσεκτα τις πρώτες βδομάδες της αγάπης τους. Βρίσκονται ακόμη σε ονειρική κατάσταση αλλά συνάμα, χωρίς να το ξέρουνε, συντάσσουνε σαν αδιάλλακτοι δικηγόροι τις λεπτομέρειες του συμβολαίου. Ω! εραστές, τα μάτια σας δεκατέσσερα σ' αυτές τις επικίνδυνες πρώτες μέρες! Αν σερβίρετε στο σύντροφό σας το πρόγευμά του στο κρεβάτι, θα πρέπει να το συνεχίσετε αυτό για πάντα, αν δε θέλετε να κατηγορηθείτε αργότερα για έλλειψη αγάπης και προδοσία.
Απ' τις πρώτες βδομάδες κιόλας φάνηκε πως ο Κάρελ θα ‘ναι ο άπιστος κι η Μαρκέτα θα συμφιλιωθεί με το γεγονός αυτό, διατηρώντας μόνο το προνόμιο να 'ναι η πρώτη και καλύτερη κι ο Κάρελ απέναντί της να αισθάνεται ένοχος. Κανείς δεν ήξερε καλύτερα απ' τη Μαρκέτα πόσο θλιβερό είναι το να 'σαι ακριβώς η πρώτη και καλύτερη. Ήταν κι αυτή η πρώτη, η καλύτερη, γιατί δεν της είχε μείνει πια τίποτα καλύτερο.
Η Μαρκέτα ήξερε βέβαια, πως κατά βάθος αυτή η τηλεφωνική συνομιλία από μόνη της ήταν κάτι το ασήμαντο. Αλλά εδώ δε γίνεται λόγος για το τι ήταν παρά για το τι αντιπροσώπευε. Περίκλειε μιαν εύγλωττη συμπύκνωση της όλης κατάστασης της ζωής της: Κάνει τα πάντα εξαιτίας του Κάρελ και για τον Κάρελ. Φροντίζει για τη μητέρα του. Τον γνωρίζει με τη καλύτερή της φίλη. Τελικά του τη δωρίζει. Μόνο και μόνο για να τον ευχαριστήσει. Και γιατί τα κάνει όλα αυτά; Για ποιό λόγο τόσες προσπάθειες; Γιατί κουβαλά σαν το Σίσυφο τη πέτρα πάνω στο λόφο; Αλλά ό,τι και να κάνει ο Κάρελ με το πνεύμα του βρίσκεται κάπου αλλού. Κλείνει ραντεβού μ' άλλη γυναίκα και πάντα της ξεφεύγει.
Όταν πήγαινε γυμνάσιο ήταν αχαλίνωτη, ανήσυχη, γεμάτη ζωή. Ο γέρος καθηγητής των μαθηματικών αρεσκόταν να τη πειράζει:
-«Εσάς Μαρκέτα κανείς δε θα μπορεί να σας βάλει χαλινάρι. Λυπάμαι προκαταβολικά τον άντρα σας»!
Γέλασε περήφανα, τα λόγια αυτά ηχούσανε σα καλή προφητεία. Και κατόπιν ξαφνικά ούτε ξέρει πως, πήρε άλλο ρόλο, αντίθετα προς τις προσδοκίες της ένάντι στη θέληση και στην εκλογή της. Κι όλ' αυτά γιατί δεν έδωσε προσοχή κείνη τη βδομάδα όταν στα τυφλά συνέτασσε το συμβόλαιο. Δεν της κάνει πια κέφι να 'ναι συνεχώς αυτή η πρώτη, η καλύτερη. Όλα τα χρόνια του γάμου της τα 'νιωθε τώρα σαν ένα βαρύ τσουβάλι στον ώμο της. Η Μαρκέτα φαινόταν ολοένα και πιο πικραμένη και το πρόσωπο του Κάρελ σκεπάστηκε από σύννεφο θυμού. Την Εύα την έπιασε πανικός. Ένιωθε υπεύθυνη για τη συζυγική τους ευτυχία και γι' αυτό έγινε τώρα πιο ομιλητική προσπαθώντας να διαλύσει τη βαρειάν ατμόσφαιρα.
Αλλά ήτανε κάτι πάνω απ' τις δυνάμεις της. Ο Κάρελ ερεθισμένος απ' τη φανερή αδικία που του γινότανε δε ξεστόμισε ούτε λέξη. Η Μαρκέτα επειδή δε μπορούσε να κυριαρχήσει πάνω στη πίκρα που 'νιωθε κι ούτε να υποφέρει το θυμό του άντρα της, σηκώθηκε και πήγε στη κουζίνα.
Η Εύα στο μεταξύ προσπάθησε να πείσει τον Κάρελ να μην χαλάσει τη βραδιά που με τόση λαχτάρα την περίμεναν όλοι. Αλλά ο Κάρελ ήταν ανένδοτος:
-«Έρχεται κάποτε η στιγμή που ο άνθρωπος δε μπορεί να συνεχίσει άλλο. Κουράστηκα πια! Συνεχώς είμαι για κάτι κατηγορούμενος. Δε μου κάνει πια κέφι να νιώθω πάντα ένοχος! Για κάτι τέτοιες βλακείες! Για τέτοιες βλακείες! Όχι, όχι. Δε μπορώ πια να τη βλέπω. Δε μπορώ να τη βλέπω διόλου!» Συνέχισε σ' αυτό τον τόνο κι αρνιόταν ν' ακούσει το μεσολαβητικό κατευνασμό της Εύας.
Τον άφησε λοιπόν μόνο και πήγε στη Μαρκέτα που 'χε καταφύγει στη κουζίνα θεωρώντας πως έγινε κάτι που δεν έπρεπε να γίνει. Η Εύα προσπάθησε να της αποδείξει πως εκείνο το τηλεφώνημα δε δικαιολογεί υποψίες. Η Μαρκέτα που κατά βάθος ήξερε πως αυτή τη φορά δεν έχει δίκιο, απάντησε:
-«Δε μπορώ άλλο πια. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Χρόνο με το χρόνο, μήνα με το μήνα, συνέχεια στη μέση γυναίκες και ψέματα. Κουράστηκα πια. Κουράστηκα. Αρκετά».
Η Εύα κατάλαβε πως τα πράγματα με τους φίλους της δεν είναι και τόσο ρόδινα κι αποφάσισε να θέσει σ' εφαρμογή κείνο το αόριστο σχέδιο, που γι' αυτό ήρθε ως εδώ και που για την εντιμότητά του κάπως αμφέβαλλε. Αν θέλει να τους βοηθήσει, πρέπει να ενεργήσει ανεξάρτητα. Αυτοί αγαπιούνται μα χρειάζονται κάποιον να τους βοηθήσει να πετάξουν από πάνω τους το βάρος που κουβαλάνε. Να τους απελευθερώσει. Το σχέδιο λοιπόν που σκοπεύει να εφαρμόσει δεν είναι μόνο για το δικό της συμφέρον (ναι ήτανε βέβαιο πως πριν απ' όλα ήτανε για το δικό της συμφέρον κι ακριβώς αυτό τη βασάνιζε λίγο, γιατί σ' ό,τι αφορούσε τους φίλους δεν ήθελε ποτέ να ενεργεί συμφεροντολογικά), αλλά και για το συμφέρον της Μαρκέτας και του Κάρελ.
-«Τί πρέπει να κάνω;» είπε η Μαρκέτα.
-«Πήγαινε να τον δεις. Πες του να μη θυμώνει».
-«Κι όμως δε μπορώ να τον δω. Δε μπορώ να τον δω καθόλου».
-«Χαμήλωσε τότε τα μάτια. Θα 'ναι πιο συγκινητικό». Ευτυχώς η βραδιά δε χάλασε. Η Μαρκέτα φέρνει το μπουκάλι, προσφέρει του Κάρελ για να δώσει με τη σειρά του το σήμα εκκίνησης, όπως στην Ολυμπιάδα στο τελικό αγώνα δρόμου. Το κρασί τρέχει στα ποτήρια κι η Εύα πηγαίνει λικνιστικά ως το ραδιογραμμόφωνο, διαλέγει το δίσκο και κατόπιν με τη συνοδεία της μουσικής) δεν είναι αυτή τη φορά Μπαχ αλλά Ντιουκ Έλινγκτον) συνεχίζει να λικνίζεται στο δωμάτιο. -«Λες η μητέρα να κοιμάται;» ρωτά η Μαρκέτα. -«Θα ‘ταν πιο λογικό να πάμε να της πούμε καληνύχτα και να δούμε τι κάνει», τη συμβούλεψε ο Κάρελ. -«Μόνο που αν πάμε να της πούμε καληνύχτα θ' αρχίσει πάλι τη κουβέντα και θα φάμε κι άλλη ώρα. Ξέρεις, η Εύα θα σηκωθεί αύριο απ' τα χαράματα!» Η Μαρκέτα σκέφτεται πως έχασαν αρκετό χρόνο σήμερα. Παίρνει τη φίλη της απ' το χέρι κι αντί να πάει στη μητέρα, φεύγει με την Εύα στο μπάνιο. Ο Κάρελ μένει στο δωμάτιο με τη μουσική του Έλινγκτον. Είναι ευχαριστημένος που διαλυθήκανε πια τα σύννεφα του καβγά, αλλά για τον αγώνα δρόμου της βραδιάς δεν έχει και τόση όρεξη. Κείνο το μικρό επεισόδιο με το τηλεφώνο του φανέρωσε ξάφνου αυτό που δεν ήθελε να παραδεχτεί: πως είναι κουρασμένος και δεν έχει όρεξη για τίποτα. Πριν από κάμποσα χρόνια η Μαρκέτα του πρότεινε να κάνει έρωτα μ' αυτή και με την ερωμένη του που τη ζήλευε η Μαρκέτα τρομερά. Τον ερέθισε τόσο πολύ τότε μια τέτοια πρόταση! Ένα μικρό όργιο οι τρεις τους! Όμως δε του έφερε και τόση χαρά κείνη η βραδιά. Αντίθετα ήτανε φοβερή προσπάθεια! Δυο γυναίκες φιλιούνταν κι αγκαλιάζονταν, μα ούτε στιγμή δε σταμάτησαν να 'ναι αντίζηλες και να προσέχουν άγρυπνα σε ποιαν ο Κάρελ αφιερώνεται πιότερο και σε ποια είναι πιο τρυφερός. Ζύγιαζε προσεχτικά κάθε λέξη τους, μετρούσε κάθε τους χάδι και παραπάνω από εραστής ήτανε διπλωμάτης, σχολαστικά προσεχτικός, τυπικός και δίκαιος. Παρολαυτά απέτυχε. Ακριβώς πάνω στον οργασμό η ερωμένη του ξέσπασε σε βουβό κλάμα κι η Μαρκέτα έπεσε σε νεκρική σιγή. Αν μπορούσε να πιστέψει πως η Μαρκέτα του ζήτησε αυτό το μικρό όργιο μόνον από φιληδονία, -σαν η χειρότερη απ' τους δυο τους- αυτό θα τον χαροποιούσε. Αλλά επειδή απ' την αρχή ακόμα ήταν ορισμένο πως ο χειρότερος θα 'ναι αυτός, δεν είδε στην ανηθικότητά της παρά τη θλιβερή αυταπάρνηση, την ευγενική προσπάθειά της να ικανοποιήσει τις πολυγαμικές του έξεις και να τις μετατρέψει σε συστατικό συζυγικής ευτυχίας. Είναι για πάντα στιγματισμένος με τη πληγή της ζήλειας που της άνοιξε στην αρχή του έρωτά τους. Όταν την είδε πως φιλιέται μ' άλλη γυναίκα, ήθελε να πέσει μπρος στα γόνατά της να ζητήσει συγγνώμη. Αλλά τί λέμε τώρα, γίνεται να 'ναι τ' ανήθικα παιχνίδια ασκήσεις μετανοίας; Κι έτσι κάποτε σκέφτηκε πως αν θέλουν η ερωτική πράξη με τρεις να 'ναι ευχάριστη, δε πρέπει η Μαρκέτα να αισθάνεται πως συναντά την αντίζηλό της. Πρέπει να φέρει την ίδια τη φιλενάδα της που δε γνωρίζει τον Κάρελ και δεν ενδιαφέρεται γι' αυτόν. Γι' αυτό επινόησε κείνη τη πανούργα συνάντηση της Μαρκέτας με την Εύα στη σάουνα. Το κόλπο έπιασε. Οι δυο γυναίκες έγιναν αχώριστες φίλες, σύμμαχες, συνωμότισσες, που τον βίαζαν, έπαιζαν μαζί του, διασκεδάζανε και τα χρεώνανε στο λογαριασμό του και τον ποθούσανε κι οι δυο μαζί. Ο Κάρελ έλπιζε πως η Εύα θα καταφέρει να γιατρέψει τον καημό της Μαρκέτας κι αυτός επιτέλους θα μπορέσει να αισθανθεί ελεύθερος. Αλλά τώρα διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει πια τρόπος να τροποποιήσει στο παραμικρό ό,τι ήταν από χρόνια καθιερωμένο. Η Μαρκέτα είναι συνεχώς η ίδια κι αυτός είναι συνεχώς κατηγορούμενος. Γιατί λοιπόν γνώρισε την Εύα στη Μαρκέτα; Γιατί έκανε έρωτα μαζί τους; Κάθε άλλος από καιρό θα μπορούσε να κάνει τη Μαρκέτα χαρούμενη, ικανοποιημένη σεξουαλικά, ευτυχισμένη. Ο καθένας εκτός από τον Κάρελ. Έμοιαζε με τον Σίσυφο. Γιατί Σίσυφος; Μήπως πριν από λίγο την ίδια παρομοίωση δε βρήκε η Μαρκέτα για τον εαυτό της; Ναι, σα σύζυγοι όλ' αυτά τα χρόνια που περάσανε γίνανε δίδυμοι, είχανε το ίδιο λεξιλόγιο, τις ίδιες ιδέες, την ίδια μοίρα. Κι οι δυο δωρίσανε την Εύα ο ένας στον άλλο για να κάνει ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο. Κι οι δυο μοιάζαν να κουβαλάνε ψηλά στο λόφο τη πέτρα. Κι οι δυο είναι κουρασμένοι. Ο Κάρελ άκουσε το θόρυβο του νερού που 'τρεχε στο μπάνιο και το γέλιο των δυο γυναικών και σκέφτηκε πως ποτέ δε μπόρεσε να ζήσει όπως ήθελε, να 'χει τις γυναίκες που 'θελε και να τις έχει έτσι όπως ήθελε. Ήθελε να φύγει κάπου, όπου θα μπορούσε ένα γράψει την ιστορία του μόνος, κλεισμένος στον εαυτό του, μακριά από βλέμματα ερωτευμένων γυναικών. Κι έπειτα ίσως να μην άξιζε τον κόπο να γράψει την ιστορία της ζωής του, ήθελε απλά να 'ναι μόνος. Δεν ήτανε καθόλου φρόνιμο που η Μαρκέτα παρασύρθηκε από ανυπομονησία και δε θέλησε να πάει να πει της μητέρας καληνύχτα. Κοντά τους, οι σκέψεις της μητέρας ξαναζεσταθήκανε κι ιδιαίτερα απόψε άρχισαν να γίνονται ανήσυχες. Αιτία ήταν αυτή η συμπαθητική συγγενής, που συνεχώς της θυμίζει κάποιον απ' τα νιάτα της. Ποιόν όμως της θυμίζει; Τελικά το θυμήθηκε: Τη Νόρα! Ναι ίδια κορμοστασιά μ' εκείνα τα όμορφα μακριά πόδια. Της Νόρας της έλειπε η καλοσύνη κι η σεμνότητα κι η μητέρα θιγότανε συχνά απ' τη συμπεριφορά της. Αλλά τώρα δε σκέφτεται αυτό. Το πιο σπουδαίο γι' αυτήν είναι που απροσδόκητα βρήκε δω ένα κομμάτι απ' τα νιάτα της, ένα χαιρετισμό από απόσταση μισού αιώνα. Χαίρεται που όλα όσα έζησε κάποτε συνεχίζουν να την ακολουθούν, την περιτριγυρίζουνε και κουβεντιάζουν μαζί της. Αν και τη Νόρα ποτέ δε τη συμπάθησε, χαιρότανε τώρα που τη συνάντησε δω, μάλιστα εντελώς εξημερωμένη, μετενσαρκωμένη σε κάποια που 'ναι απέναντί της ευγενική. Όταν τα σκέφτηκε όλ' αυτά, ήθελε να πάει και να τους τα πει. Αλλά συγκρατήθηκε. Ήξερε πολύ καλά πως αν παρέμεινε και σήμερα εδώ είναι γιατί τους είπε το ψεμματάκι της και πως αυτοί οι δυο ανόητοι θέλουν να μείνουν με τη συγγενή μόνοι. Ας κουβεντιάσουν λοιπόν τα δικά τους ενδιαφέροντα. Αυτή εδώ στου εγγονού το δωμάτιο δεν πλήττει καθόλου. Μπορεί εδώ να πλέξει, να διαβάσει και κυρίως να σκεφτεί. Ο Κάρελ της ζάλισε το μυαλό. Ναι, είχε απόλυτο δίκιο, μα φυσικά, έβγαλε το γυμνάσιο μέσα στον πόλεμο. Τα μπέρδεψε λίγο. Αυτή η ιστορία με την απαγγελία και με την τελευταία στροφή που ξέχασε έγινε το λιγότερο πέντε χρόνια πιο μπροστά. Ο κύριος διευθυντής, πράγματι, χτυπούσε την πόρτα του αποχωρητηρίου, όπου κλειδώθηκε κι άρχισε να κλαίει. Μόνο που τότε ήταν μόλις δεκατριών ετών κι επρόκειτο για μια σχολική γιορτή παραμονής Χριστουγέννων. Στη σκηνή έλαμπε στολισμένο το χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα κι αυτή κατόπιν απάγγειλε ένα ποίημα. Στη τελευταία στροφή σκοτείνιασε μπροστά της κι αυτή δεν ήξερε πια πώς να συνεχίσει. Η μητέρα αισθάνεται ντροπή για την αδύνατη μνήμη της. Τί να πει στον Κάρελ; Πρέπει να παραδεχτεί ότι τα μπέρδεψε; Τη θεωρούν που τη θεωρούν γριούλα. Είναι βέβαια καλοί μαζί της, αυτό είναι αλήθεια, αλλά της μητέρας δεν της διαφεύγει πως της φέρονται σα σε μικρό παιδί, με κάποια επιείκεια που δεν της αρέσει. Αν τώρα έλεγε στον Κάρελ την αλήθεια, ότι μπέρδεψε την παιδική γιορτή των Χριστουγέννων με την πολιτική συγκέντρωση θα μεγάλωναν απέναντί της μερικά εκατοστά ακόμη κι αυτή θα ένιωθε ακόμη πιο μικρή. Όχι, όχι, δεν θα τους δώσει αυτή τη χαρά. Θα τους πει ότι σε κείνη τη γιορτή μετά τον πόλεμο είχε πραγματικά απαγγείλει. Είχε βγάλει βέβαια, το γυμνάσιο αλλά ο κύριος διευθυντής τη θυμόταν σαν την καλύτερη στην απαγγελία και την κάλεσε να πάρει μέρος ως πρώην μαθήτρια και ν’ απαγγείλει το ποίημα. Αυτό ήταν μεγάλη τιμή! Και η μητέρα τη δέχτηκε! Ήταν πατριώτισσα! Ούτε που μπορούν να φανταστούν πώς ήταν όταν μετά τον πόλεμο κατέρρευσε η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Τι χαρά! Τι τραγούδια και τι σημαίες! Και πάλι είχε μεγάλη διάθεση να τρέξει στο γιο και τη νύφη της και να τους μιλήσει για κείνον τον κόσμο και για τα νιάτα της. Άλλωστε τώρα ένιωθε σχεδόν υποχρεωμένη να πάει να τους δει. Είναι βέβαια αλήθεια πως τους υποσχέθηκε να μην τους ενοχλήσει, αλλά αυτό είναι μόνο η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως ο Κάρελ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν η μητέρα να απάγγειλε ποίημα σε σχολική γιορτή μετά τον πόλεμο. Η μητέρα είναι πια γριά, η μνήμη της έχει εξασθενήσει και δεν ήξερε τι εξήγηση να δώσει στον Κάρελ. Αλλά τώρα που επιτέλους θυμήθηκε πώς έγιναν τα πράματα, τότε δεν μπορεί να καμώνεται πως ξέχασε την ερώτηση του γιου της. Δεν θα ήταν ωραίο από μέρους της. Θα πάει να τους δει (δεν πιστεύει πως θα ‘χουν και τίποτα το σπουδαίο να κουβεντιάσουν) και θα τους ζητήσει συγγνώμη: Δεν θέλει να τους διακόψει κι οπωσδήποτε δεν θα ερχόταν, αν ο Κάρελ δεν ρωτούσε πώς γίνεται να έχει απαγγείλει σε σχολική γιορτή αφού είχε βγάλει πια το γυμνάσιο. Κατόπιν άκουσε πως κάποιος ανοίγει και κλείνει την πόρτα. Κόλλησε το αυτί της στον τοίχο. Άκουσε δύο γυναικείες φωνές και νέο άνοιγμα της πόρτας. Σε λίγο κάτι γέλια και το τρέξιμο του νερού στο μπάνιο. Σκέφτηκε πως τα κορίτσια ετοιμάζονται μάλλον να κοιμηθούν. Είναι λοιπόν η πιο κατάλληλή στιγμή, αν θέλει να κουβεντιάσει ακόμη λίγο μαζί τους. Η επιστροφή της μητέρας ήταν για τον Κάρελ σαν ένα χέρι που του άπλωνε με χαμόγελο κάποιος χαρούμενος θεός. Όσο κι αν φαινόταν ότι έφτασε σε ακατάλληλη στιγμή, άλλο τόσο έδειχνε ότι ήρθε στην κατάλληλη ώρα. Δεν χρειάστηκε ούτε καν να ζητήσει συγγνώμη, ο Κάρελ μόνος του άρχισε αμέσως τις εγκάρδιες ερωτήσεις, τι έκανε η μητέρα όλο αυτό το απόγευμα, αν δεν στενοχωρήθηκε μόνη της και γιατί δεν ήρθε να τους δει. Η μητέρα του εξήγησε πως οι νέοι έχουν πάντα αρκετά να πουν και πως οι γέροι πρέπει να το ξέρουν αυτό και να μην τους διακόπτουν. Κι αυτήν τη στιγμή ακούστηκαν από την πόρτα να μπαίνουν με χαχανίσματα οι δυο κοπέλες. Πρώτη ήταν η Εύα ντυμένη μ’ ένα βαθύ γαλάζιο νυχτικό, που τη σκέπαζε ακριβώς εκεί που τελείωναν τα μαύρα απόκρυφά της μέρη. Όταν είδε τη μητέρα τρόμαξε αλλά δεν μπορούσε πια να γυρίσει πίσω, έπρεπε να της χαμογελάσει και να διασχίσει το δωμάτιο ως την πολυθρόνα, όπου μέσα της ήθελε να κρύψει γρήγορα την ξετσίπωτη γύμνια της. Ο Κάρελ ήξερε πως αμέσως πίσω της έρχεται η Μαρκέτα και τη φαντάστηκε να ‘ναι ντυμένη με το επίσημο βραδινό της φόρεμα, που στον κοινό τους κώδικα σήμαινε ότι θα φοράει μόνο ένα κοράλλι τριγύρω στο λαιμό και μια κόκκινη βελούδινη ζώνη στη μέση. Ήξερε πως έπρεπε να κάνει κάτι για να αποτρέψει την είσοδό της και να σώσει τη μητέρα του απ’ την τρομάρα που θα ‘παιρνε. Αλλά τι έπρεπε να κάνει; ‘Έπρεπε μήπως να φωνάξει: Μην έρχεσαι δω; Ή: Ντύσου αμέσως, είναι δω η μητέρα; Ίσως θα μπορούσε να βρει και κάποιο πιο έξυπνο τρόπο για να σταματήσει τη Μαρκέτα, αλλά ο Κάρελ δεν είχε παραπάνω από ένα-δυο δευτερόλεπτα για να σκεφτεί και μες σ' αυτό το διάστημα δεν του 'ρθε καμμιά ιδέα. Τον κατέλαβε, αντίθετα, μια εύφορη νάρκωση που του εκμηδένισε όλη του τη βούληση. Δεν έκανε λοιπόν τίποτα και η Μαρκέτα πρόβαλε στο κατώφλι του δωματίου κι ήταν πραγματικά γυμνή, μόνο με το κοράλλι τριγύρω στο λαιμό και με την κόκκινη βελούδινη ζώνη στη μέση. Κι ακριβώς αυτή τη στιγμή η μητέρα στράφηκε προς την Εύα και της είπε με αγαθό χαμόγελο: -«Εσείς ετοιμάζεστε να πάτε κιόλας για ύπνο κι εγώ εδώ σας καθυστερώ». Η Εύα που είδε με την άκρη του ματιού της τη Μαρκέτα είπε πως όχι και σχεδόν το φώναξε σα να ήθελε με τη φωνή της να σκεπάσει το σώμα της φίλης της, που επιτέλους τώρα συνήλθε κι οπισθοχώρησε στο διάδρομο. Όταν σε λίγο γύρισε, φορώντας μια μακριά ρόμπα, η μητέρα επανέλαβε αυτά που πριν από λίγο είχε πει στην Εύα: -«Μαρκέτα, με συγχωρείτε που σας καθυστερώ εδώ, θα θέλατε μάλλον να πάτε για ύπνο». Η Μαρκέτα ήτανε κιόλας έτοιμη να συγκατανεύσει, αλλά ο Κάρελ τίναξε χαρούμενα το κεφάλι: -«Όχι δα μητέρα, είμαστε τόσο χαρούμενοι που είσαι εδώ μαζί μας». Κι έτσι η μητέρα μπόρεσε επιτέλους να τους διηγηθεί πώς έγινε με ‘κείνη την απαγγελία στη συγκέντρωση μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όταν διαλύθηκε η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία κι ο κύριος Διευθυντής κάλεσε την πρώην μαθήτρια του γυμνασίου του να ‘ρθει και ν’ απαγγείλει ένα πατριωτικό ποίημα. ΟΙ δυο νεαρές γυναίκες δεν καταλάβαιναν για ποιο πράγμα μιλάει η μητέρα, αλλά ο Κάρελ την άκουγε με ενδιαφέρον. Θέλει να συγκεκριμενοποιήσει το εξής: Η ιστορία της ξεχασμένης στροφής του ποιήματος δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Την άκουσε πολλές φορές και το ίδιο πολλές φορές την ξέχασε. Αυτό που τον ενδιέφερε δεν ήταν η ιστορία που θα έλεγε η μητέρα, παρά αυτό που θα έλεγε η ιστορία για τη μητέρα. Για τη μητέρα και τον κόσμο της που μοιάζει με μεγάλο αχλάδι και που πάνω του κάθισε το ρώσικο τανκς σα χρυσοκάνθαρος. Η πόρτα του αποχωρητηρίου που τη χτυπάει η καλοσυνάτη γροθιά του κυρίου καθηγητή ήταν το πρώτο επίπεδο και η σφοδρή ανυπομονησία των δυο γυναικών δεν φαινόταν καθόλου πίσω της. Του άρεσε πολύ αυτό του Κάρελ. Κοίταξε με ευχαρίστηση την Εύα και τη Μαρκέτα. Η γύμνια τους σπαρταρούσε ανυπόμονα κάτω απ’ το κοντό νυχτικό και τη μακριά ρόμπα. Με μεγάλη όρεξη έκανε ερωτήσεις για τον κύριο καθηγητή, για το γυμνάσιο, για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στο τέλος παρακάλεσε τη μητέρα το να τους απαγγείλει εκείνο το πατριωτικό ποίημα που είχε ξεχάσει τότε την τελευταία του στροφή. Η μητέρα έμεινε για μια στιγμή σκεφτική και κατόπιν με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση άρχισε να απαγγέλει το ποίημα που είπε στη σχολική γιορτή, όταν ήταν ακόμη δεκατριών ετών. Δεν ήταν ‘όμως πατριωτικό ποίημα, παρά στίχοι για το χριστουγεννιάτικο δέντρο και για το άστρο της Βηθλεέμ, αλλά αυτή τη διαφορά κανείς δεν την πρόσεξε, ούτε καν αυτή η ίδια. Σκεφτόταν μόνο αν θα θυμηθεί τους στίχους της τελευταίας στροφής. Και τους θυμήθηκε. Το λαμπρό άστρο της Βηθλεέμ οδήγησε τους τρεις μάγους ως τη Φάτνη. Μ’ αυτή την επιτυχία της ήταν γεμάτη έξαψη, χαμογέλασε και χαμήλωσε το κεφάλι. Η Εύα άρχισε να χειροκροτεί. Όταν η μητέρα την κοίταξε, θυμήθηκε ξαφνικά αυτό το σπουδαίο που είχε να τους πει: -«Ξέρεις, Κάρελ, ποια μου θυμίζει η ξαδέρφη σας; Τη Νόρα»! Ο Κάρελ κοίταξε την Εύα και δε μπορούσε να πιστέψει πως ακούει καλά: -«Τη Νόρα; Τη κυρία Νόρα;» Θυμήθηκε απ' τα παιδικά του χρόνια τη φίλη της μητέρας. Ήταν μια εκθαμβωτικά όμορφη γυναίκα, ψηλή, με υπέροχο πρόσωπο πριγκίπισσας. Ο Κάρελ δε τη συμπαθούσε γιατί ήταν αυστηρή και απρόσιτη, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Τί ομοιότητα υπάρχει, προς Θεού, ανάμεσα σ’ αυτήν και την χαρούμενη Εύα; -«Ναι!», συνέχισε η μητέρα. «Τη Νόρα! Μόνο κοίτα την! Αυτή η κορμοστασιά. Το βάδισμα. Το πρόσωπό της»! -«Για σήκω λίγο, Εύα», είπε ο Κάρελ. Η Εύα φοβόταν να σηκωθεί γιατί δεν ήτανε σίγουρη αν η κοντή νυχτικιά κρύβει αρκετά τ' απόκρυφά της. Αλλά ο Κάρελ τη πίεσε τόσον ώστε τελικά έπρεπε να υπακούσει. Σηκώθηκε και τα κατεβασμένα της χέρια τραβούσαν τη νυχτικιά προς τα κάτω. Ο Κάρελ τη περιεργαζόταν έντονα και ξαφνικά του φάνηκε πως πραγματικά μοιάζει της Νόρας. Αυτή η ομοιότητα ήταν απόμακρη, δύσκολα θα τη συλλάβει κανείς, εμφανιζόταν μόνο σε στιγμιαίες αστραπές που αμέσως έσβηναν, αλλά που ήθελε ο Κάρελ να τις παρατείνει, γιατί ποθούσε να δει στην Εύα την όμορφη κυρία Νόρα όσο γινόταν πιο πολύ. -«Γύρισε από πίσω», τη πρόσταξε. Η Εύα δεν ήθελε να γυρίσει, γιατί συνέχεια σκεφτότανε πως κάτω απ' τη νυχτικιά είναι γυμνή. Αλλά ο Κάρελ επέμενε, σε βαθμό που κι η μητέρα άρχισε να διαμαρτύρεται: -«Δε μπορείς λοιπόν, να μετατρέψεις τη δεσποινίδα με τα παραγγέλματά σου σε στρατιώτη!» -«Όχι, όχι θέλω να γυρίσει να τη δω από πίσω», επέμενε ο Κάρελ κι η Εύα επιτέλους υπάκουσε. Ας μη ξεχνάμε ότι η μητέρα έβλεπε πολύ άσχημα. Τα οριοθετήματα τα έπαιρνε για χωριουδάκι, την Εύα την παρομοίαζε με την κυρία Νόρα. Αλλά έφτανε κι ο ίδιος να κλείσει τα μάτια και θα μπορούσε εξίσου εύκολα να θεωρήσει τα οριοθετήματα για σπίτια. Μήπως άλλωστε δεν θαύμαζε όλη την εβδομάδα την προοπτική της μητέρας του; Έκλεισε λοιπόν τα μάτια κι είδε μπροστά του αντί για την Εύα την πανέμορφη φίλη της μάνας του. Είχε από αυτήν τη γυναίκα μιαν αξέχαστη και μυστική ανάμνηση. Ήταν περίπου τεσσάρων ετών, η μητέρα του μ’ αυτόν και τη Νόρα βρίσκονταν σε κάτι λουτρά (ιδέα δεν είχε πού ακριβώς ήταν) κι αυτός έπρεπε να τις περιμένει στα άδεια αποδυτήρια. Έστεκε εκεί υπομονετικά εγκαταλελειμμένος ανάμεσα στα κρεμασμένα γυναικεία ρούχα. Κάποια στιγμή μπήκε στην αίθουσα μια ψηλή, υπέροχη, γυμνή γυναίκα, γύρισε στο παιδί την πλάτη κι άπλωσε το χέρι στο κρεμαστάρι του τοίχου, όπου κρεμόταν το μαγιό της. Ήταν η Νόρα. Ποτέ δεν έχασε από τη μνήμη του την εικόνα αυτού του τεντωμένου γυμνού κορμιού. Ήταν μικρούλης, το κοιτούσε από κάτω σα συμμαζεμένος βάτραχος, σα να κοιτούσε σήμερα κάποιο πανύψηλο, πέντε μέτρα, άγαλμα. Ήταν τρομερά κοντά του κι όμως ήταν απέραντα μακριά. Δυο φορές μακριά του. Μακριά στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό το σώμα από πάνω του ορθωνόταν στα ύψη και χωριζόταν απ’ αυτόν με μια απροσδιόριστη χρονική έκταση. Αυτή η διπλή απόσταση προκάλεσε στο τετράχρονο αγόρι ίλιγγο. Ένιωσε τώρα μέσα του ξανά μιαν απέραντη ένταση. Κοιτούσε την Εύα (στεκόταν συνέχεια με την πλάτη γυρισμένη) κι έβλεπε την κυρία Νόρα. Ήταν τώρα μακριά της μόλις δυο μέτρα κι ένα ή δύο λεπτά. -«Μητέρα», είπε, «έκανες πολύ καλά που 'ρθες και κουβέντιασες μαζί μας. Τα κορίτσια όμως τώρα θέλουνε πια να κοιμηθούν». Η μητέρα σεμνά κι υπάκουα έφυγε για το δωματιάκι της κι αυτός αμέσως διηγήθηκε στις δυο γυναίκες την ανάμνηση που είχε από τη κυρία Νόρα. Κάθισε μπρος στην Εύα και τη γύρισε πάλι από πίσω για να μπορέσει με τα μάτια να διαβεί στα χνάρια εκείνου του παλιού αγορίστικου οράματος. Η κούραση έφυγε αμέσως. Τη ξάπλωσε στο πάτωμα. Ήτανε ξαπλωμένη μπρούμυτα, αυτός καθόταν δίπλα στις φτέρνες, γλιστρούσε πάλι με το βλέμμα στα πόδια της από κάτω προς τα πάνω ως τις εξαίσιες καμπύλες των πισινών της και κατόπιν όρμησε πάνω της κι έκανε έρωτα μαζί της. Κι ήταν αυτό το πήδημα πάνω στο σώμα της σαν ένα πήδημα στον απέραντο χρόνο, πήδημα αγοριού που περνά απ' τη παιδική στην αντρική ηλικία. Κι όταν μετά κουνιότανε πάνω της, μπρος και πίσω, του φαινότανε πως συνέχεια αντιγράφει αυτή τη κίνηση απ' τη παιδική ηλικία στην ωριμότητα και πάλι πίσω, κίνηση του αγοριού που ανήμπορα κοιτά το τεράστιο σώμα της γυναίκας, του άντρα που το σώμα αυτό το κλείνει σφιχτά μες στα χέρια του και το δαμάζει. Αυτή η κίνηση που συνήθως δε ξεπερνά τα δεκαπέντε εκατοστά, ήταν μακριά σα τρεις δεκαετίες. Κι οι δυο γυναίκες εναρμονίστηκαν μ' αυτή του την αγριότητα κι αυτός περνούσε έγκαιρα απ' τη κυρία Νόρα στη Μαρκέτα και κατόπιν πάλι στη κυρία Νόρα και πάλι πίσω. Όταν πια αυτό τράβηξε κάμποση ώρα, έπρεπε για λίγο να πάρει ανάσα. Ένιωθε υπέροχα, ένιωθε δυνατός όσο ποτέ άλλοτε. Βολεύτηκε στη πολυθρόνα και κοιτούσε τις δυο ξαπλωμένες στο κρεβάτι γυναίκες. Αυτή τη σύντομη στιγμή της μικρής ανάπαυλας δεν έβλεπε μπρος του τη κυρία Νόρα παρά τις δυο παλιές του φίλες, τους αυτόπτες μάρτυρες της ζωής του, τη Μαρκέτα και την Εύα κι έμοιαζε με μεγάλο σκακιστή που νίκησε τον αντίπαλο σε δυο σκακιέρες. Αυτή η παρομοίωση του άρεσε τρομερά και δε κρατήθηκε να μη φωνάξει γελώντας: -«Είμαι ο Μπόμπι Φίσερ! Είμαι ο Μπόμπι Φίσερ»! Ενώ ο Κάρελ φώναζε πως μοιάζει με τον Μπόμπι Φίσερ (που περίπου κείνη την εποχή κέρδισε στην Ισλανδία το παγκόσμιο πρωτάθλημα σκακιού), Η Εύα κι η Μαρκέτα ήτανε ξαπλωμένες κολλητά στο κρεβάτι κι η Εύα ψιθύρισε στ' αφτί της φίλης της: "Σύμφωνοι"; Η Μαρκέτα απάντησε πως είναι σύμφωνη και τη φίλησε ρουφηχτά στα χείλη. Όταν πριν από μια ώρα ήταν μαζί μόνες στο μπάνιο, η Εύα της ζήτησε να πάει κι αυτή κάποτε να την επισκεφθεί. Θα καλούσε ευχαρίστως και τον Κάρελ, μόνο που ο Κάρελ κι ο άντρας της Εύας είναι ζηλιάρηδες και δεν ανέχονταν τη παρουσία δεύτερου άντρα. Στην αρχή της Μαρκέτας της φαινόταν αδύνατον ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει, δεν είπε τίποτα, μόνο χαμογέλασε. Όταν όμως μερικά λεπτά αργότερα καθόταν στο σαλόνι και στ’ αυτιά της βούιζαν τα λόγια της πεθεράς της, η πρόταση της Εύας όσο ακατόρθωτη κι αν φαινόταν στην αρχή, τώρα γινόταν όλο και πιο βασανιστική. Το φάσμα του άντρα της Εύας βρισκόταν τώρα ανάμεσά τους. Κι όταν ο Κάρελ φώναζε πως ήταν τετράχρονο αγόρι, καθόταν ανακούρκουδα και κοιτούσε από κάτω την όρθια Εύα, της φάνηκε πως πραγματικά έγινε τεσσάρων ετών, πως μπροστά της δραπέτευσε στην παιδική του ηλικία κι αυτές έμειναν οι δυο τους μόνες, μόνες με το ασυνήθιστα δραστήριο σώμα του, το τόσο μηχανικά ικανό, που φαινόταν απρόσωπο, αδειασμένο, έτοιμο να δεχτεί την ψυχή οποιουδήποτε. Για παράδειγμα, ακόμα και την ψυχή του άντρα της Εύας, αυτού του εντελώς αγνώστου, χωρίς πρόσωπο και χωρίς μορφή άντρα. Η Μαρκέτα αφέθηκε να κάνει έρωτα μ’ αυτό το μηχανικό αντρικό σώμα, κοιτούσε κατόπιν το σώμα αυτό να εισχωρεί ανάμεσα στα σκέλια της Εύας, αλλά προσπαθούσε να μη δει το πρόσωπο, για αν μπορεί να νομίζει πως είναι σώμα αγνώστου. Ήταν σαν μια μασκαράτα. Ο Κάρελ φόρεσε στην Εύα τη μάσκα της Νόρας, στον εαυτό του τη μάσκα του παιδιού και η Μαρκέτα αφαίρεσε το κεφάλι του άντρα της από το σώμα του. Ήταν ακέφαλο αντρικό σώμα. Ο Κάρελ χάθηκε και το θαύμα έγινε: Η Μαρκέτα ήταν ελεύθερη και χαρούμενη! Μήπως μ’ αυτό θέλω να επιβεβαιώσω την υποψία του Κάρελ, πως τα μικρά σπιτικά τους όργια ήταν ως τώρα για τη Μαρκέτα μόνο αυταπάρνηση και ταλαιπωρία; Όχι, αυτό θα ήταν άδικη απλοποίηση. Η Μαρκέτα πραγματικά ποθούσε μ’ όλη της την ψυχή και μ’ όλο της το σώμα τις γυναίκες που θεωρούσε ερωμένες του Κάρελ. Και τις ποθούσε και με το πνεύμα: πιστή στην προφητεία του γέρου καθηγητή των μαθηματικών ήθελε –τουλάχιστον μέσα στα πλαίσια μιας άτυπης συμφωνίας- να έχει την πρωτοβουλία, να κινεί αυτή τα νήματα και να εκπλήσσει τον Κάρελ. Μόνο που όταν έπεσε γυμνή μαζί τους στο φαρδύ κρεβάτι, οι αισθησιακές φαντασιώσεις χάθηκαν απ’ το μυαλό της και κάθε απλό βλέμμα που έριχνε στον άντρα της τη γυρνούσε πίσω στο ρόλο της, στο ρόλο αυτής που είναι η καλύτερη και πληγώνεται. Ακόμα κι όταν ήταν μαζί με την Εύα, που την αγαπούσε και δεν την ζήλευε, η παρουσία του αγαπημένου της άντρα έπεφτε πάνω της καταθλιπτικά και φίμωνε τη χαρά των αισθήσεων. Τη στιγμή που τον αποκεφάλιζε, ένιωσε κάποιο άγνωστο και μεθυστικό χάιδεμα ελευθερίας. Αυτή η ανωνυμία του σώματος ήταν ξαφνικά η ανακάλυψη του παραδείσου. Με μια παράξενη ευχαρίστηση έβγαλε από μέσα της την τραυματισμένη και σε έντονη εγρήγορση ψυχή της και μεταμορφώθηκε σε ένα απλό σώμα χωρίς παρελθόν και χωρίς μνήμη, αλλά περισσότερο δεκτικό και ακόρεστο. Χάιδευε τρυφερά το πρόσωπο της Εύας, ενώ στο μεταξύ το σώμα χωρίς κεφάλι μ’ όλο του το βάρος παλλόταν πάνω της. Ώσπου, ξαφνικά, το ακέφαλο σώμα σταμάτησε να κουνιέται και με φωνή που θύμιζε αφύσικα τον Κάρελ επαναλάμβανε την απίστευτα ανόητη φράση: «Είμαι ο Μπόμπι Φίσερ! Είμαι ο Μπόμπι Φίσερ!» Ήταν σα να την ξύπνησε το ξυπνητήρι από όνειρο. Κι ήταν ακριβώς η στιγμή που σφίχτηκε πάνω στην Εύα (όπως ο κοιμισμένος ξυπνώντας χώνει το κεφάλι στο μαξιλάρι για να κρυφτεί από το ζοφερό φως της ημέρας) κι η Εύα τη ρώτησε: Σύμφωνοι; Κι αυτή συγκατάνευσε και κόλλησε τα χείλη της στα χείλη της Εύας. Την αγαπούσε πάντα, αλλά σήμερα για πρώτη φορά την αγαπούσε με όλες της τις αισθήσεις, γι' αυτή την ίδια, για το σώμα της και την επιδερμίδα της κι ήταν γεμάτη έξαρση απ' αυτή τη σαρκική αγάπη, λες και βρέθηκε μπρος σε μια ξαφνική αποκάλυψη. Μείνανε κατόπιν ξαπλωμένες μπρούμυτα, η μια δίπλα στην άλλη με ελαφρά ανασηκωμένα τα πισινά κι η Μαρκέτα ένιωθε στο πετσί της πως αυτό το τρομερά ικανό σώμα ρίχνει πάλι τα μάτια του πάνω της και σε λίγο θ' αρχίσει να συνουσιάζεται μαζί της. Προσπαθούσε να μην ακούει τη φωνή που ισχυριζόταν ότι βλέπει την όμορφη κυρία Νόρα, προσπαθούσε να 'ναι μόνον ένα κουφό σώμα που σφίγγεται πάνω στη γλυκιά φίλη και σ' έναν άντρα χωρίς κεφάλι.
Όταν πια τελείωσαν, η φίλη της αποκοιμήθηκε μέσα σε μια στιγμή. Η Μαρκέτα ζηλεύει αυτόν τον ζωώδη ύπνο της, θέλει να τον αναπνεύσει από το στόμα της, θέλει ν’ αποκοιμηθεί στο ρυθμό του. Σφίχτηκε πάνω της κι έκλεισε τα μάτια για να εξαπατήσει τον Κάρελ που πίστεψε πως και οι δυο κοιμήθηκαν κι αποσύρθηκε να ξαπλώσει στο διπλανό δωμάτιο. Το πρωί στις τέσσερις και μισή μπήκε στο δωμάτιό του. Τη κοίταξε μισοκοιμισμένος. -«Κοιμήσου, θα φροντίσω την Εύα μόνη μου», είπε και τον φίλησε τρυφερά. Ο Κάρελ γύρισε από την άλλη μεριά και ξανακοιμήθηκε. Στο αυτοκίνητο η Εύα την ξαναρώτησε: «Λοιπόν, σύμφωνοι;» Η Μαρκέτα δεν ήτανε τόσον αποφασιστική όπως χθες. Ναι ήθελε να ξεπεράσει κείνη τη παλιά άγραφη σύμβαση. Ναι ήθελε να σταματήσει να 'ναι αυτή η καλύτερη. Αλλά πώς να το κάνει και να μη καταστρέψει την αγάπη; Πώς να το κάνει, αφού αγαπά τόσο τον Κάρελ; -«Μη φοβάσαι», είπε η Εύα, «δε θα το πάρει χαμπάρι. Ανάμεσά σας κανονίστηκαν τα πράγματα μια για πάντα, έτσι ώστε να 'σαι εσύ αυτή που υποψιάζεται κι όχι αυτός. Δε πρέπει να φοβάσαι καθόλου πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να περάσει απ' το νου του». Η Εύα λαγοκοιμήθηκε στο κουπέ του τραίνου, η Μαρκέτα γύρισε απ’ το σταθμό και ξανακοιμάται (σε μια ώρα θα πρέπει να σηκωθεί για να πάει στη δουλειά) κι είναι τώρα η σειρά του Κάρελ να πάει τη μητέρα του στο σταθμό. Είναι το πρωινό των τρένων. Σε μερικές ώρες (αλλά ο Κάρελ και η Μαρκέτα θα βρίσκονται στη δουλειά) θα κατεβεί στην εξέδρα του σταθμού ο γιος τους για να βάλει τελεία και παύλα σ’ όλην αυτή την ιστορία. Ο Κάρελ είναι ακόμα γεμάτος από την όμορφη βραδιά. Ξέρει καλά, πως από χίλες ή δυο χιλιάδες συνουσίες (αλήθεια, πόσες φορές έκανε έρωτα στη ζωή του;) θα μείνουν μόνο δυο-τρεις ουσιαστικές κι αξέχαστες, ενώ οι υπόλοιπες θα ‘ναι μόνο επιστροφές, μιμήσεις, επαναλήψεις ή αναπολήσεις. Κι ο Κάρελ ξέρει πως ο χθεσινός έρωτας ήταν ένας απ’ αυτούς τους δυο-τρεις μεγάλους κι είναι πλημμυρισμένος από κάποια απέραντη ευγνωμοσύνη. Πηγαίνει τη μητέρα με τ’ αυτοκίνητο στο σταθμό κι η μητέρα σ' όλο τον δρόμο κουβεντιάζει. Τί λέει; Πρώτα-πρώτα τον ευχαριστεί: Πέρασε κοντά στο γιο της και τη νύφη της πάρα πολύ όμορφα. Κατόπιν αρχίζουν τα παράπονα: Την αδίκησαν πάρα πολύ. Τότε ακόμα που με τη Μαρκέτα έμεναν κοντά της. Της φερόταν απότομα, πολλές φορές και σκληρά, αδιάφορα, η μητέρα υπέφερε πολύ απ’ αυτό το φέρσιμό του. Ναι, παραδέχεται πως αυτή τη φορά ήταν καλοί μαζί της, διαφορετικοί από άλλοτε. Άλλαξαν, ναι. Αλλά γιατί έπρεπε ν’ αλλάξουν τόσο αργά; Ο Κάρελ ακούει την ατέλειωτη αλυσίδα της από κατηγορίες (την ήξερε από μνήμης) αλλά δεν θυμώνει πια καθόλου. Κοιτάει με την άκρη του ματιού τη μητέρα κι είναι πάλι έκπληκτος απ’ το πόσο μικρούλα είναι. Σαν όλη της η ζωή να μην είναι παρά μια σταδιακή διαδικασία συρρίκνωσης. Αλλά τι σμίκρυνση είναι αυτή; Είναι πραγματική σμίκρυνση ανθρώπου που εγκαταλείπει τις ενήλικες διαστάσεις του κι αρχίζει μια μακρινή πορεία ανάμεσα στα γερατειά και το θάνατο για να φτάσει σε κείνα τα πέρατα, όπου υπάρχει μόνο το τίποτα χωρίς διαστάσεις; Ή μήπως η σμίκρυνση αυτή είναι μόνο οπτική πλάνη που δημιουργείται απ’ την απομάκρυνση της μητέρας, απ’ το ότι ζουν σε διαφορετικό χώρο, απ’ το ότι τη βλέπει από μακρινή απόσταση και του φαίνεται σαν αρνάκι, σαν κοριτσάκι, σαν πεταλούδα; Όταν για μια στιγμή η μητέρα σταμάτησε την αλυσίδα των επιπλήξεων, ο Κάρελ τη ρώτησε: -«Και τι κάνει τώρα η κυρία Νόρα;» -«Τα ξέρεις, είναι πια γριούλα. Σχεδόν τυφλή». -«Τη βλέπεις καμμιά φορά;» -«Καλά, εσύ το ξέχασες;» είπε η μητέρα πειραγμένη. Οι δυο γυναίκες από παλιά χώρισαν, μάλωσαν και πικράθηκαν και ποτέ πια δεν πρόκειται να συμφιλιωθούν. Ο Κάρελ θα ‘πρεπε να το θυμάται. -«Και δεν ξέρεις πού ήμασταν μαζί σε διακοπές, όταν ήμουν μικρό παιδάκι;» -«Πώς δεν ξέρω», είπε η μητέρα και ονομάτισε κάποια τσέχικα λουτρά. Ο Κάρελ τα γνώριζε πολύ καλά τα λουτρά αυτά, αλλά ποτέ δεν ήξερε πως ακριβώς εκεί υπήρχαν τα αποδυτήρια, όπου είδε γυμνή την κυρία Νόρα. Είχε τώρα μπροστά στα μάτια του τις λοφοπλαγιές αυτών των λουτρών, την ξύλινη κιονοστοιχία με τους χαραγμένους κίονες, τους λόφους τριγύρω όπου έβοσκαν πρόβατα κι ακούγονταν από μακριά τα κουδουνάκια τους. Σ’ αυτήν τη φύση τοποθέτησε τώρα με τη φαντασία του (όπως ο καλλιτέχνης του κολάζ που κολλάει το σπασμένο κομμάτι πάνω σ’ άλλο κομμάτι) το γυμνό κορμί της κυρίας Νόρας κι απ’ το μυαλό του πέρασε η σκέψη πως η ομορφιά είναι σπίθα που γίνεται φλόγα, όταν μέσα από την απόσταση των χρόνων μας αγγίζουν ξαφνικά δυο διαφορετικές ηλικίες. Πως η ομορφιά είναι ένα σάρωμα στη χρονολογία κι εξέγερση ενάντια στο χρόνο. Κι ο Κάρελ ξεχείλιζε απ’ αυτή την ομορφιά κι από ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης γι’ αυτήν. Κατόπιν απροσδόκητα είπε: -«Μητέρα, λέγαμε με τη Μαρκέτα αν θα ‘θελες να ‘ρθεις να μείνεις μαζί μας. Δεν είναι καθόλου προβληματικό να βρούμε λίγο μεγαλύτερο σπίτι». Η μητέρα τον χάιδεψε στο χέρι. -«Είσαι πολύ καλός Κάρελ. Πολύ καλός. Χαίρομαι που μου το λες. Αλλά ξέρεις, το σκυλάκι που έχω συνήθισε πια εκεί. Κι έπειτα έχω και γνωστές γειτόνισσες». Κατόπιν ανεβαίνουν στο τρένο κι ο Κάρελ ψάχνει να βρει για τη μητέρα του κουπέ. Όλα του φαίνονται αρκετά γεμάτα και καθόλου άνετα. Στο τέλος τη βάζει να καθίσει σ’ ένα κουπέ της πρώτης θέσης και τρέχει στον εισπράκτορα να πληρώσει τη διαφορά. Κι όπως έχει το πορτοφόλι του στο χέρι, βγάζει απ’ αυτό ένα κατοστάρικο και το βάζει στην παλάμη της μητέρας, λες κι η μητέρα ήταν κανένα κοριτσάκι που το στέλνουν μακριά, σ’ άλλο μέρος, κι η μητέρα παίρνει αυτό το κατοστάρι χωρίς έκπληξη, φυσικά, σα μαθήτρια που συνήθισε να της χώνουν πότε-πότε στην τσέπη οι μεγάλοι κανένα χαρτονόμισμα. Και κατόπιν πια το τρένο φεύγει, η μητέρα είναι στο παράθυρο, ο Κάρελ στην εξέδρα και την αποχαιρετά με το χέρι για πολύ, ως τη τελευταία στιγμή.
------------------------------------------------------------------------------------------
(Σημ δική μου: Άλλο ένα κομμάτι που ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου στη φίλη Μόνα -κατά κόσμον Σταυρούλα Αντζουλάκου!)
Μίλαν Κούντερα από "Το Βιβλίο Του Γέλιου Και Της Λήθης" ΕΚΔ: Οδυσσέας 1982 μτφ: Ανδρέας Τσακάλης Επιμ: Εμμ. Μοσχονάς
|
|
|