ΚαλÝστε με να περÜσω μια νýχτα μÝσα στο στüμα σας
Διηγηθεßτε μου τα νειÜτα των ποταμþν
ΠιÝστε τη γλþσσα μου επÜνω στο γυÜλινο μÜτι σας
Δþστε μου το πüδι σας για παραμÜνα
Κι ας κοιμηθοýμε αδερφÝ του αδερφοý μου
Αφοý τα φιλιÜ μας πεθαßνουν πιο γρÞγορα απ’ τη νýχτα.
Βιογραφικü
Η Τζüυς Μανσοýρ (Joyce Mansour) Þτανε ΓαλλοΑιγýπτια σουρρεαλßστρια ποιÞτρια γεννημÝνη ωστüσο στην Αγγλßα. ΓεννÞθηκε 25 Ιουλßου 1928 στο Μπüουντεν, στην Αγγλßα ως Τζüυς Πατρßτσια ΑντÝς, (Joyce Patricia Ades) απü ΑιγυπτιοΕβραßους γονεßς. Σποýδασε στην Αγγλßα, στην Ελβετßα και στην Αßγυπτο. ¸ζησε στο ΚÜιρο κι Þτανε πρωταθλÞτρια της Αιγýπτου στα 100 μÝτρα, ικανÞ ιππεýτρια και με ρεκüρ στο βÜδην και στο Üλμα σε ýψος. ¼ταν εγκατÝλειψε τον αθλητισμü στα 20 της Üρχισε να γρÜφει ποßηση. Εκδßδει τη 1η της ποιητικÞ συλλογÞ ΚραυγÝς (Cris 1953) που χαιρετßστηκε θερμÜ απü το υπερρεαλιστικü περιοδικü Medium και μÜγεψε τον ΑντρÝ Μπρετüν που επικοινþνησε μαζß της ενüσω Þταν ακüμα στην Αßγυπτο. ¼ταν πÞγε στο Παρßσι με το σýζυγü της, Ýγιναν αχþριστοι με τον ακαταμÜχητο πατÝρα του υπερρεαλισμοý. Εßχε 1η επαφÞ με το γαλλικü σουρρεαλισμü üταν μετακüμισε εκεß το 1953, üπου εξÝδωσε 16 βιβλßα ποßησης και γενικÜ Ýγινε πασßγνωστη και καθιερþθηκε σαν σουρρεαλßστρια κι Ýγραψε εκτüς απü ποßηση, πρüζα και θεατρικÜ.
Το 1947 Ýκαμε τον 1ο της γÜμο, στα 19 της, μα λüγω θανÜτου του συζýγου της, Ýληξε Üδοξα, στους 6 μÞνες. 2 Ýτη μετÜ, Ýκαμε το 2ο γÜμο με τον Σαμßρ Μανσοýρ κι Ýτσι μοιρÜζονταν στιγμÝς μεταξý ΚαÀρου και Παρισιοý. ΚÜπου κει ξεκινÜ να γρÜφει στα γαλλικÜ. ΣυνεργÜστηκε και συγχρωτßσθηκε με ονüματα üπως: Alechinsky, Enrico Baj, Hans Bellmer, Gerardo Chávez, Jorge Camacho, Pierre Molinier, Reinhoud, Max Walter Svanberg, κ.Ü..
Τον Απρßλη του 1967 παßζεται στο Παρßσι το μοναδικü της μονüπρακτο Le Bleu des Fonds. ΜετÜ τη διÜλυση της υπερρεαλιστικÞς ομÜδας, το 1969, συνεργÜζεται με τα περιοδικÜ Bulletin de liaison surrealiste και La Femme surrealiste. Το 1983, παßρνει μÝρος στην εκδÞλωση üπου συμμετεßχαν ο Ionesco, η Nathalie Sarraute, ο Alain Robbe-Grillet και η Florence Delay για το ανÝβασμα του θεατρικοý της Virginia Woolf Freshwater.
Εδþ περßπατος με τον ΑντρÝ Μπρεττüν, στο Παρßσι
ΑρχÝς του 1986 δημοσιεýει τη τελευταßα της ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο Trous Νoirs. Λßγο αργüτερα πÝθανε απü καρκßνο του μαστοý 27 Αυγοýστου 1986, στο Παρßσι, σε ηλικßα μüλις 58 ετþν.
Ο σýζυγüς της καταθÝτει πως Þτανε λυτρωμÝνη απü τις υλικÝς μÝριμνες, δεν Þξερε να βρÜσει οýτε αυγü, Þταν ιδιαιτÝρως προσηλωμÝνη στις δραστηριüτητες των φßλων της, δεν διÝθετε καμßα πειθαρχßα στο γρÜψιμο και δεν Ýδινε εικüνα συγγραφÝα. Ο ßδιος δεν την εßχε δει ποτÝ του να γρÜφει, τα χειρüγραφÜ της τα Ýδινε στο γιο της, για να της διορθþσει τα ορθογραφικÜ.
Η «μικρÞ μÜγισσα κατÜφερε να μαυλßσει τους τελευταßους μεγÜλους υπερρεαλιστÝς», γρÜφτηκε μετÜ το θÜνατü της. Η ποßησÞ της εßναι ακαριαßα, αφορÜ αποκλειστικÜ üσους αντÝχουνε το σþμα σε üλες του τις σαρκικÝς υπερβολÝς, μ’ üλα του τα πÜθη, σ’ αυτοýς που μποροýν να κοιτÜξουνε τον υπερρεαλισμü σαν Ýνα εßδος υλοποιημÝνου, μερικÝς φορÝς τερατüμορφου, ερωτισμοý.
¢γρια σαν μαινüμενη λÝαινα, ýπουλη σαν πεινασμÝνη ýαινα, σκληρÞ σαν ατσÜλι, σωματοβüρα σα γερακßνα που αναζητÜ τροφÞ, η ποßηση της Τζοûς Μανσοýρ. ΕπιθετικÞ σαν τßγρης που κυνηγÜ το θÞραμÜ της, ειρωνικÞ σαν το εßδωλο του θανÜτου που προβÜλει πÜνω στον καθρÝφτη των ερþτων μας. ΠροκλητικÞ των αισθÞσεþν μας, ανατρεπτικÞ των ελπιδοφüρων βεβαιοτÞτων μας, σκοτεινÜ ερωτικÞ κι αλλüκοτα πÝνθιμη. ΠολλαπλÜ βßαιη κι ενστικτþδης εισδýει τροπαιοφüρα στα στοιχειωμÝνα ερωτικÜ μας üνειρα. Μια ποßηση ξαφνικÞ αστραπÞ, που μας Ýρχεται απü το πουθενÜ και μας κεραυνοβολεß ανελÝητα. ¸νας ποιητικüς λüγος ακανθþδης, ξηρüς, ατσÜλινος, σουβλερüς. ΛÝξεις που σαν πρüκες τρυπÜνε τη σÜρκα σου, λÝξεις κοφτερÝς λεπßδες που χαρÜσσουνε τις φλÝβες σου, λÝξεις κολασμÝνες που συνδαυλßζουνε τους απüκρυφους πüθους σου. Σε τυφλþνει η ερωτικÞ τους αγριüτητα, συσκοτßζει κÜθε προσδοκþμενη βεβαιüτητα της σκÝψης σου. ΛÝξεις που μας φανερþνουνε το μεδοýλι τους, καθþς ρßχνονται με βßα πÜνω στην Üσπρη σελßδα.
Εικüνες ποιητικÞς απελπισßας, φρικτÞς ευωχßας, εφιαλτικÞς μÝθεξης. Εικüνες που τεμαχßζουνε την ßδια την ερωτικÞ της επιθυμßα. Το αντρικü σþμα υπÜρχει, μüνο και μüνο για να εξαντλÞσει πÜνω του, την αχαλßνωτη φαντασßα της. Διαμερισματοποιεßται για να αναδειχθεß ο μεγαλειþδης ερωτικüς της οραματισμüς. ΠροβÜλει τεμαχισμÝνο σα σπασμÝνο Üγαλμα μες απü την Üμμο του Ýρωτα, που κουρνιÜζουνε πÜνω στα μÝλη του ερωτευμÝνες κουροýνες. Κτηνþδης ερωτικÜ η ματιÜ της κι ενßοτε πρüστυχη, Þ καθαρÜ λεσβιακÞ. ΚολασμÝνο το ερωτικü της βλÝμμα üταν μας μιλÜ για το αντρικü μüριο, üμως ο λüγος της δε χÜνει την αθωüτητÜ του.
¸να γυναικεßο κοßταγμα «παγερÞ πυρκαγιÜ» (στßχος της) που πυρπολεß την ατμüσφαιρα. ¸να βλÝμμα που χαúδεýει ανατριχιαστικÜ το σþμα του ¢λλου, Ýνα βλÝμμα που θωπεýει τα αντρικÜ μÝλη φλεγüμενο απü γυναικεßο πüθο σεξουαλικÞς ελευθερßας. Το αντρικü σþμα στην ποßηση αυτÞς της αγαπημÝνης ποιÞτριας των Σουρρεαλιστþν, εßναι το ιερü σþμα των μυστικþν εραστþν της ελευθερßας. Η παμφÜγα ηδονÞ που οδηγεß στη γυναικεßα χειραφÝτηση. Η ανεμßζουσα ποιητικÞς της ταυτüτητα. Η ακüρεστη δßψα της να υπερβεß τα üρια των ερωτικþν της οραμÜτων, της προσωπικÞς της ελευθερßας, της σωματικÞς ελευθερßας κÜθε γυναικεßας φýσης.
Η Μανσοýρ οικοδομεß Ýνα γυναικεßο ερωτισμü μες στα ποιÞματÜ της, Ýνα τραχý ερωτισμü, Ýναν αστüλιστο αλλÜ Ýμορφο ερωτισμü, πρωτüγνωρο για την εποχÞ της. Μας ξαφνιÜζουν οι εικüνες της, μας εκπλÞσσουν τα ξεδιÜντροπα ερωτικÜ της γουργουρητÜ, η Ýλλειψη οποιασδÞποτε ερωτικÞς, συστολÞς, ηθικÞς ντροπαλüτητας, σεξουαλικÞς σεμνüτητας, λεκτικþν υπαινιγμþν. ΝωπÝς ροκανισμÝνες των αισθÞσεων μνÞμες περνÜνε μπρος στα μÜτια μας μ’ επιθανÜτια χÜρη.
Mansour Et Breton (video document)
Συντρßμμια χειρονομιþν εικονογραφοýνται με δεξιüτητα ζωγρÜφου σ’ ερωτικü οßστρο. ΤρυφερÜ αγγßγματα, οιμωγÝς γυναικεßας ευαισθησßας και ψελλßσματα αγÜπης, φωτογραφßζονται με απρüβλεπτη καθαρüτητα, ρεαλισμü κι εκφραστικü θÜρρος, ýφος στεγνü αλλÜ λαμπερü. Η γυναικεßα ποßησÞ της, επαλÞθευσε τις προσδοκßες των υπερρεαλιστþν δημιουργþν της εποχÞς της και το κßνημÜ τους, για τη γυναικεßα χειραφÝτηση, τη σωματικÞ τους αυτοδιÜθεση, τη σεξουαλικÞ τους απελευθÝρωση, εκδÞλωση κι αποδοχÞ των πιο απüκρυφων ερωτικþν τους ενστßκτων. Ο καθαρüς γυναικεßος ποιητικüς της λüγος, πÝρ’ απü το τι προσδοκοýσανε κι επιδßωκαν οι σουρεαλιστÝς καλλιτÝχνες, στοχεýει ακüμα παραπÝρα, να οδηγÞσει τον γυναικεßο ερωτισμü σε μονοπÜτια των ενστßκτων που δεν εßχαν μÝχρι τüτε αναδυθεß στην επιφÜνεια.
Η γυναßκα μÝσα στην ποßηση της Μανσοýρ, η γυναßκα μ’ üλο το εýρος της σεξουαλικüτητÜς της, μπορεß πλÝον να μιλÞσει ανοιχτÜ γι’ αυτü που σεξουαλικÜ επιθυμεß απü το Üλλο φýλο. Να το εξερευνÞσει η χειραφετημÝνη ματιÜ της. Να περιγρÜψει τι περιμÝνει απü τον σεξουαλισμü του, το πþς βλÝπει τον Üντρα επιβÞτορα της αγÜπης της, τον πως τον θÝλει στους χþρους συνεýρεσÞς των, πως τον επιθυμεß. Εßναι η γυναßκα που απορρßπτει την πανÜρχαια κι εθιμικÞ ταυτüτητα του ρüλου της, μες στην ιστορßα, εßτε ως «Εýα» εßτε ως «ΜÞδεια» εßτε ως παρθÝνα «ΚασσιανÞ», εßτε ως σýζυγος «Πηνελüπη», της εßναι ξÝνη η επιλογÞ της «¢λκηστης», δεν την ενδιαφÝρει να μπει στα αντρικÜ ερωτικÜ κÜδρα των νεαρþν ακüλουθων της «Βεατρßκης».
Η Μανσοýρ τολμÜ üπως τüλμησε κι η «ΓκαλÜ», η γυναßκα Μοýσα των υπερρεαλιστþν και τολμÜ θαρραλÝα και δυναμικÜ, εκεßνη πλÝον χρησιμοποιεß τον Üντρα και το σþμα του, üχι σαν ερωτικü σýντροφο για να βεβαιþσει τον καρποφüρο ρüλο της μητρüτητÜς της, αλλÜ σαν ερωτικü αντικεßμενο πüθου που θα επιβεβαιþσει τις πιο απüκρημνες σεξουαλικÝς της φαντασιþσεις. ¸να υπüστρωμα Φροûδικþν αξιþν και θÝσεων κρυφοκαßει στο Ýργο της, üπως και στο σýνολο σχεδüν των σουρρεαλιστþν δημιουργþν, για την εκπλÞρωση της γυναικεßας σεξουαλικüτητας, την αποδοχÞ των πλÝων αχαρτογρÜφητων σεξουαλικþν ανθρþπινων ενστßκτων.
Η ποßηση της Μανσοýρ, της ποιÞτριας με το οξý και διαπεραστικü των πüθων μας βλÝμμα, τον Ýντονο και κυρßαρχο (για τον καθωσπρεπισμü μας) αναιδÞ σεξουαλικü της λüγο, το απροσποßητο της ÝκφρασÞς της, τις καθαρÝς κι ασκüνιστες απü κÜθε κοινωνικÞ ηθικÞ εικüνες της, τις λÝξεις πρüκες που χαρÜσσουν το σþμα των αισθημÜτων μας, λÝξεις που κουβαλοýν το βÜρος μüνο της σκληρüτητÜς τους, ξεδιπλþνεται μπρος μας σα φουρτουνιασμÝνη θÜλασσα λαγνεßας. ¸νας ωκεανüς που πλημμυρßζει κÜθε φοβßα μας, που παρασÝρνει στα ερεβþδη του βÜθη κÜθε ερωτικü ενδοιασμü μας και που με τον πλοýτο ζωÞς που κουβαλÜ και μεταφÝρει μÝσα του η ερωτικÞ του αρμýρα και κυματικÞ αγριÜδα, απομακρýνει τα φοβερÜ κι εκδικητικÜ γλαροποýλια του θανÜτου. Του θανÜτου που κρÜζει ερωτικÜ κι εκμαυλιστικÜ. Η ποßησÞ της, εßναι η γÝφυρα των νÝων μοντÝρνων καιρþν που η γυναικεßα ερωτικÞ χειραφÝτηση βαδßζει.
«…Ο λüγος της ενδßδει στην ασÝλγεια, στη σεξουαλικÞ φρενßτιδα που διακλαδßζεται στον κανιβαλισμü, στη λαγνεßα, στο λεσβιασμü, στο βßτσιο, στο μακÜβριο, στη διαστροφÞ, σ’ üλες τις παρενÝργειες του ερωτικοý παροξυσμοý, επιστρατεýοντας και την αναισχυντßα, προκειμÝνου να διασαλπßσει πως εßναι απαρÜδεκτος ο θÜνατος», Ýγραψε ο ¸κτωρ ΚακναβÜτος γι’ αυτÞν. Ο ΑντρÝ Μπρετüν ονüμασε αυτü το σκανδαλþδες κορßτσι του υπερρεαλισμοý και της μαγγανεßας «Κονδυλþδες τÝκνο του ανατολικοý παραμυθιοý».
Να πως αναφÝρεται σ’ αυτÞν ο Pierre Drachline (Le Monde, 30.8.1986), σε κεßμενü του με αφορμÞ τον θÜνατü της (27 Αυγοýστου 1986):
«ΕπαναστατημÝνη απü Ýνστικτο κι ερωτευμÝνη με την ελευθερßα, η Joyce Mansour βρßσκει στον υπερρεαλισμü την ηχþ των πüθων της και την απüρριψη των αρχþν της αστικÞς ηθικÞς. ¼μως, παρüτι παßρνει ενεργü μÝρος στην üλη ζωÞ του υπερρεαλιστικοý κινÞματος, ακολουθεß μια προσωπικÞ πορεßα στη πεζογραφßα και στη ποßηση, στην οποßα Ýχει θÝση μßα σεξουαλικÞ εικονοπλασßα, συχνÜ βßαιη και ταγμÝνη αποκλειστικÜ στη θεραπεßα της ομορφιÜς. Εξυμνεß το Üτομο το απελευθερωμÝνο απ’ üλα τα δεσμÜ».
Για την ιστορßα αξßζει να σημειωθεß πως τη ποßησÞ της την Ýκανε γνωστÞ στο ελληνικü κοινü ο υπερρεαλιστÞς ποιητÞς κι εκδüτης του περιοδικοý ΠÜλι ΝÜνος Βαλαωρßτης, στα τÝλη του 1966, üταν στο περιοδικü που εξÝδιδε, στο τεýχος 6/ΔεκÝμβρης 1966, και στις σελßδες 23-25, μετÝφρασε ποιÞματÜ της απü τη συλλογÞ: Απü Τα ΣπαρÜγματα.
Φωτ Marion Kalter: Τed Joans, Joyce Mansour, ΝÜνος Βαλαωρßτης & Alain Jouffroy (εßδωλο καθρÝφτη) στο "A la cloche des halles" στο Παρßσι, 1966.
Πρüκειται περß ποßησης σπαρακτικÞς. ΜελαγχολικÞ κι οδυνηρÞ γραφÞ. ΥπερρεαλιστικÝς εικüνες και θÜνατος. Ο θÜνατος ως ρυθμιστÞς του χωροχρüνου. Ο τüπος κι ο χþρος που ξεδιπλþνει τη γραφÞ της. Η Μανσοýρ εßναι στ’ αλÞθεια αυτü που κÜποτε εßχε γρÜψει ο Maurice Chappaz:
«Το να μνημονεýεις την Τζüις Μανσοýρ σ’ Ýνα πανüραμα σχετικü με τον Ýρωτα, εßναι σα να μνημονεýεις Ýναν απü τους κýκλους της κüλασης».
¼ταν η Mansour εκφρÜζεται ποιητικÜ, πρÜγμα που γι’ αυτÞν εßναι το ßδιο με το να ζεß και να σκÝφτεται, μια ελευθερßα αλλüκοτη αναπηδÜ μια κι Ýξω απ’ τα ποιÞματÜ της τÜ διαποτισμÝνα μ’ Ýναν ερεβþδη και κραυγαλÝο ερωτισμü διαβρωμÝνο συχνÜ απ’ το χιοýμορ. Ο Andre Breton, με αφορμÞ την νουβÝλλα της Les Gisants satisfaits, δεν διστÜζει να την χαρακτηρßσει «οραματßστρια». ¸να αδρü φυσιογνωμικü πορτραßτο της ποιÞτριας καθþς κι Ýνα, Ýντονα φωτισμÝνο, ανÜγλυφο του ποιητικοý ταμπεραμÝντου της δßνει παρακÜτω ο Philippe Andoin στο Ýργο του: Les Surrealistes (εκδ. Seuil, Paris 1973).
"[…] Ωστüσο üλα τα μÜτια στρÜφηκαν σε μια νεαρÞ ταξιδιþτισσα, ποý μüλις εßχε φθÜσει απü τη Αßγυπτο. Εßναι μια καταπληκτικÞ ομορφιÜ, παρατηρþντας το οξý προφßλ της, τη βαριÜ περικεφαλαßα των κατÜμαυρων μαλλιþν της, τα χεßλη της, τα βλÝφαρÜ της, τα γραμμÝνα φρýδια, θα ορκιζüταν κανεßς πþς μüλις δραπÝτευσε απü το ανÜκτορο üπου οι γραφιÜδες και οι ιερεßς του Þλιου επαγρυπνοýν στις πριγκηπÝσσες, κüρες του ΑκÝνατον.
ΑυτÞ η νεαρÞ γυναßκα εßναι μια απü τις μεγαλýτερες ποιÞτριες που Ýχει αγκαλιÜσει το υπερρεαλιστικü κßνημα. ΑπλÞ, κÜπως επιφυλακτικÞ αλλÜ πρüσχαρη διατηρþντας Ýνα ßχνος αγγλικÞς προφορÜς του καλýτερου τýπου, Ýφερε για διÜβασμα ποιÞματα που η σφοδρüτητÜ της, στον τüνο και στην εικüνα, Ýκοβε την ανÜσα. Η πιο Üγρια πρüκληση, το πιο διεστραμμÝνο τσαλαπÜτημα, η αßσθηση της σαρκικÞς αποχαλßνωσης ζωογονημÝνη και φτασμÝνη στο πýρωμα, η φρενßτις του πüθου, μεγιστοποιημÝνου στο μÝτρο κοσμικοý εφιÜλτη, üπου üλα ξαναγυρßζουν στο χÜος, üπου το καθετß δαγκÜνει, γδÝρνει, πορνεýεται και αιμÜσσει, τÝτοιο θα Þταν το περιεχüμενο της ποßησης της Joyce Mansour, αξιοσημεßωτο και μüνο μ’ αυτÜ, αν üλος αυτüς ο σÜλος δεν υποβασταζüταν απü την ανεξÜντλητη κυριαρχßα του Ýρωτα, που οι αμßμητοι τüνοι του τη ξεσηκþνουν, τον ανασποýν με εμπυωμÝνα αßματα, τον οργανþνουν τον εξαγνßζουν".
Ο δε ΚακνÜβατος στο πρüλογο του βιβλßου της που μετÝφρασε ο ßδιος αναφÝρει:
«Εκεßνο που δεσπüζει στην ποßησÞ της εßναι η δßχως μεταπτþσεις αναφορÜ της στο χαοτικü διÜστημα ανÜμεσα ¸ρωτα και ΘανÜτου… που εκδηλþνεται üχι σπÜνια σε τüνους ντελßριου. ΦτÜνει στο σημεßο να ωθÞσει τον Ýρωτα σ’ επßθεση, ρßχνοντÜς τον πÜνω στα τεßχη του θανÜτου, να τα παραβιÜσει, να εισβÜλλει στην ενδοχþρα του. Ο οραματισμüς της, γι’ αυτü δεν ορρωδεß μπροστÜ στο μακÜβριο: ωθεß την ερωτικÞ αναζÞτηση, την ερωτικÞ Ýλξη και επαφÞ να συνεχßζεται ανÜμεσα στους ενταφιασμÝνους, εκεß, μÝσα στον τÜφο, ενþ η σÞψη προχωρεß ραγδαßα, και üχι ανÜμεσα στις ψυχÝς τους που διÝφυγαν σε κÜποια ουρÜνια ενδιαιτÞματα που θÝλει μια Üλλη μεταφυσικÞ εξαλλοσýνη, στους αντßποδες της δικÞς της. ΘÝλει τον Ýρωτα να διαπερνÜ το θÜνατο πÝρα για πÝρα διüτι βλÝπει το θÜνατο ακατανßκητο δüκανο να πολιορκεß τον Ýρωτα σαν να’ ναι το περßγραμμÜ του. Τον Ýρωτα διαπερατü απü τον θÜνατο. Τον θÜνατο διαμπερÞ απü τον Ýρωτα. Τον Ýρωτα εντεταγμÝνο στους κþδικες της μορφογÝνεσης. Τον θÜνατο φÜση της ανακýκλωσης των μορφþν. Και εßναι γι’ αυτü η ποιÞτρια πληγωμÝνη, εßναι μελαγχολικÞ, εßναι πικρÞ, εßναι αηδιασμÝνη, εßναι δραματικÞ, εßναι χλευαστικÞ, εßναι αναστατωμÝνη, εßναι επαναστατικÞ… Και εßναι ασýστολη. Ο λüγος της ενδßδει στην ασÝλγεια, στη σεξουαλικÞ φρενßτιδα που διακλαδßζεται στον κανιβαλισμü, στη λαγνεßα, στο λεσβιασμü, στο βßτσιο, στο μακÜβριο, στη διαστροφÞ, σ’ üλες τις παρενÝργειες του ερωτικοý παροξυσμοý, επιστρατεýοντας και την αναισχυντßα, προκειμÝνου να διασαλπßσει πως εßναι απαρÜδεκτος ο θÜνατος».
ΕΡΓΑ ΤΗΣ
-Cris, εκδ. Seghers, 1953 (ΚραυγÝς)
-Dechirures, εκδ. Minuit, 1955 (ΣπαρÜγματα).
-Jules Cesar, εκδ. Seghers, 1956 (Ιοýλιος Καßσαρ).
-Les Gisants satisfaits, εκδ. J.-J. Pauvert, 1958.
-Rapaces, εκδ. Seghers, 1960 (¼ρνια).
-Carre blanc, εκδ. Le soleil noir, 1966.
Les Damnations, εκδ. Visat, 1967.
-Le Bleu des fonds, εκδ. Le soleil noir, 1968, (Το γαλÜζιο των βυθþν).
-Phallus et momies, εκδ. Daily Bul, 1969.
-Ca, εκδ. Le soleil noir, 1970.
-Histoires nocives, εκδ. Gallimard, 1973.
-Faire signe au machiniste, εκδ. Le soleil noir, 1977.
-Trous noirs, εκδ. La pierre d’ Alun, 1986 (Μαýρες τρýπες).
ΠοιÞματα απü τις συλλογÝς Cris, Rapaces, Dechirures, (Ýχουν εκδοθεß με τον τßτλο ΕρωτικÜ 1975, β´ Ýκδ. 1978)
=========================
Μελαγχολικü Σαν Την ¸ρημο
ΜακÜριοι εßναι οι μοναχικοß
κεßνοι που σπÝρνουν ουρανü στην αδηφÜγα Üμμο
κεßνοι που αναζητοýν το ζωντανü
κÜτω απ' τις φοýρλες του ανÝμου
κεßνοι που τρÝχουνε λαχανιασμÝνα
μετÜ απ' üνειρο που ξÝφτισε,
¼τι αυτοß Ýσονται το Üλας της γης
ΜακÜριοι üσοι παραφυλÜνε
πÜνω απ' τους ωκεανοýς της ερÞμου
κεßνοι που ακολουθοýν την αλεποý
και πÝρα απü τον αντικατοπτρισμü
ο στρουφιχτüς ο Þλιος χÜνει
τα φτερÜ του στον ορßζοντα
το αιþνιο θÝρος γελÜ στον υγρü τÜφο
κι αν ακουστεß μια δυνατÞ κραυγÞ
στα βρÜχια που 'χουν βυθιστεß,
¼τι κανεßς τους δεν ακοýει τßποτα
Η Ýρημος συνεχßζει να κραυγÜζει,
υπü τον απαθÝστατο ουρανü
με βλÝμμα καρφωμÝνο σταθερÜ üπως τ' αητοý,
στη διÜρκεια της μÝρας ο θÜνατος ρουφÜ τη πÜχνη
το φßδι πνßγει το ποντßκι
ο βεδουÀνος στη σκηνÞ του
το χρüνο ακοýει να σÝρνεται
πα' στο χαλßκι της αγρýπνιας,
¼λα εßναι κεß προσμÝνοντας
μια λÝξη που 'χει Þδη ειπωθεß
Αλλοý
απ' τη συλλογÞ: (Posthumes Εt Divers 1970) "ΜεταθανÜτια Και ΔιÜφορα"
Αυθüρμητες Φλüγες
Τη νýχτα ο ουρανüς εßναι εν ολÜνοιχτο φýλο
η φωτιÜ που χýνει στο ατÜραχο νερü, πεθαßνει
το σþμα χÜνει την ικμÜδα του
πολý πριν τα μεσÜνυχτα
θÝλοντας να πεθÜνει, πεθαßνει Þδη
ο Χρüνος εßναι ο επικÞδειος θüλος
για κεßνονε που μπλÝχτηκε προληπτικüς
Τα πτþματα νιþθουν το θÜνατü τους
πολý μετÜ τα σαρÜντα τους
χους καταπßνει μοναχÜ τα Þδη ξεχασμÝνα
οι νεκροß αναπνÝουν
το βλÝμμα τους τρυπÜ τα πÜντα
το στüμα τους στρεβλü σαν ψεýτικο
απ' το τερÜστιο χασμουρητü
απ' το τελευταßο φτÜρνισμα
ρουφηγμÝνο απü την τελευταßα Ýκπληξη
με το λüξυγκα απü το τελευταßο ρÝψιμο
Αν η ΑγÜπη εßναι γιος του ματιοý
η φωτιÜ εßναι ο γιος του ξýλου
κι ο Üνεμος ο γιος του τßποτα
Ακüμα και τα δÜση μποροýν να ελπßζουν
για μια φωτιÜ-σκοýπα
ΥπÜρχει πüνος μεγαλýτερος απü του ¸ρωτα το κεντρß,
απ' το δικü μου;
Το üξος ξαναξυπνÜει τις πληγÝς
κι ακονßζει τις μýτες των Üστρων η αγρýπνια
μια ανÜσα απüτομη πολý, εξανεμßζεται
Αν ο Θεüς Þταν χαρταετüς
ποιÜ στο διÜολο Þταν η Γεωργßα ΣÜνδη;
ΥπÜρχουνε Σταυροδρüμια
ΥπÜρχουν σταυροδρüμια που τη νýχτα
η χαρÜ πηδÜ στη ρÜχη
κεßνου που τα διαβαßνει
μια τÝτοια παγερÞ αυγÞ με παγωμÝνο αγÝρα
ο αποκεφαλισμüς πεθαßνει
στεκÜμενος πιο κÜτω
κορμß με κορμß στη λασπουριÜ
γεμßζουνε το φοýρνο
τα σκουλÞκια
με τρεις δεσιÝς φροντßζουνε
τις Üκρες των ριζþν
της σÜρκας
ΚρÝας θυσιαστηρßου
κüσμημα σÞψης
χωρßς Üλλην επιβÜρυνση παρÜ τα χÝρια τους
δεμÝνα πισθÜγκωνα
ΛουτρÜ αßματος στη Γη της Επαγγελßας
προσπÝκτους για λßπασμα
στο βÜθος-βÜθος του καθρÝφτη
υπÜρχουνε φτυσιÝς
γρατζουνßσματα στο χιüνι
οι ψευδαισθÞσεις εξασθενοýν
στα μÜτια των συντρüφων μας
χνοÞ κι ιδρþτας της αυταρχικÞς γυναßκας
που γυμνÞ στο πÜτωμα δονεßται απ' το μßσος
¨Προχωρεßτε μπρος" κραυγÜζει ο ΕυαγγελιστÞς
εßναι πια πολý αργÜ
το πηγÜδι στεγνü ως κι οι μýγες φευγÜτες
στο σýμφυρμα της πρασινÜδας
Ýνα λεπτü Üρωμα ποδαρßλας αιωρεßται
κι ακüμα
καρφþματα απü φαλλü
προσφÝρονται σαν πυροσβεστÞρες
ρυθμßζοντας τον Þλιο
ΥπÜρχουνε πτþματα ζωντανÜ στο στüμα των παιδιþν
ριγÝ θρηνþντας
στο υδραγωγεßο που τρÝχει
πÜνω απ' τη κοιλÜδα
Αýριο που θα πιοýμε το αßμα των πατÝρων μας
απ' τη συλλογÞ: (Faire signe au machiniste 1977) "ΓνÝφω Στο Δημιουργü"
μτφρ:ΠÜτροκλος ΧατζηαλεξÜνδρου ΦλεβÜρης 2018
------------------
Ενýπνια Ψιχßων
Δεν εßναι απü λÜθος μου
αν τα μποýτια μου εßναι καλοχυμÝνα
μες στο πετσß μου
Δεν θÝλησα να ξεσηκþσω το μορφασμü του πüθου σου
¼ταν Ýβγαλα τη φοýστα μου
φασκιωμÝνος απü ευτυχßα κατÜχτησες τη σχισμÞ μου
Δεν εßναι απü λÜθος μου
αν Þχησε ο συναγερμüς
και παγιδεýτηκε το χÝρι σου
ξεριζþθηκε καταδικÜστηκε ανατρÜπηκε
κι απ’ το λαιμü κρεμÜστηκε
üμοιο με κοýκλα απü κρÝμα
Δεν εßναι απü λÜθος μου
¹θελα να σε συγχωρÞσω
Απ' τη συλλογÞ: "¼ρνια" μτφρ ¸κτωρ ΚακναβÜτος
-----------------
ΥπÜρχει αßμα στο κßτρινο τ’ αυγοý
ΥπÜρχει νερü στην πληγÞ της σελÞνης
ΥπÜρχει σπÝρμα στον κüτυλο του ρüδου
ΥπÜρχει Ýνας Θεüς στην εκκλησιÜ
Που τραγουδÜει και χασμουριÝται.
--
ΕξÞγησα στο ριγωτü γατß
Τους λüγους τις εποχÝς τους κανüνες της κουκουβÜγιας
Την προδοσßα των φßλων τον Ýρωτα των καμποýρηδων
Και τα γεννητοýρια του χταποδιοý με τα σπασμωδικÜ πλοκÜμια
Ποý σÝρνει στο κρεβÜτι μου και δεν αγαπÜει τα χÜδια
Ο ριγωτüς γÜτος Üκουσε χωρßς να ανοιγοκλεßσει τα μÜτια του
-Χωρßς ν’ απαντÞσει
Κι’ üταν Ýφυγα
Η ριγωτÞ του πλÜτη γελοýσε.
--
Δεν υπÜρχουν λÝξεις
Μüνο τρßχες
Στον κüσμο χωρßς πρασινÜδα
¼που τα βυζιÜ μου εßναι βασιλιÜδες
Δεν υπÜρχουν χειρονομßες
ΜονÜχα το δÝρμα μου
Και τα μερμÞγκια που εßναι πλÞθος ανÜμεσα στα μελßρρυτα πüδια μου
ΦορÜνε τις προσωπßδες της σιωπÞς üταν εργÜζονται
¸ρχονται η νýχτα και η ÝκτασÞ σου
Και το βαθý μου σþμα αυτü το μαλÜκιο χωρßς σκÝψη
Καταπßνει το ταραγμÝνο σου üργανο
Την þρα που γεννιÝται
--
Μια φωλιÜ απü εντüσθια
ΠÜνω στο ξεραμÝνο δÝντρο του γεννητικοý σου οργÜνου
¸να μαýρο κυπαρßσσι üρθιο μÝσα στην αιωνιüτητα
Αγρυπνþντας πÜνω στους νεκροýς που τρÝφουν τις ρßζες του
Δυü ληστÝς σταυρωμÝνοι σε κοτολÝτες αρνιοý
Ειρωνεýονται τον τρßτο ποý üταν τελειþσει η αποστολÞ του
¸φαγε τον κρεÜτινο σταυρü του
ΨημÝνο.
--
Ζοýμε κολλημÝνοι στο ταβÜνι
ΠνιγμÝνοι απ’ τις μπαγιÜτικες αναθυμιÜσεις της καθημερινÞς ζωÞς
Ζοýμε καρφωμÝνοι στα χαμηλþτερα βÜθη της νυχτüς
Τα δÝρματÜ μας ξεραμÝνα απü την κÜπνα των παθþν
ΓυρνÜμε γýρω απ’ το νηφÜλιο πüλο της αûπνßας
Δßδυμοι στην αγωνßα χωρισμÝνοι απü την Ýκταση
Ζþντας τον θÜνατü μας στο λαιμü του τÜφου.
--
Εßμαι η νýχτα
ΑυτÞ η νýχτα η παγωμÝνη απü την κρýα ηλιθιüτητα της σελÞνης
Εßμαι το χρÞμα
Το χρÞμα που γεννÜει το χρÞμα χωρßς να ξÝρει γιατß
Εßμαι ο Üνθρωπος
Ο Üνθρωπος που πιÝζει τη σκανδÜλη και σκοτþνει τη συγκßνηση
Για να ζÞσει καλýτερα.
ΕρωτικÜ
μτφρ. ¸κτωρ ΚακναβÜτος 1978.
ΓυμνÞ θÝλω να δειχτþ στα ωδικÜ σου μÜτια
θÝλω να με δεις να ουρλιÜζω απü ηδονÞ
τα λυγισμÝνα κÜτω απü το μεγÜλο βÜρος μÝλη μου
σε ανüσιες να σε σμπρþχνουν πρÜξεις
τα ßσια μαλλιÜ της αφημÝνης κεφαλÞς μου
να μπλÝκονται στα νýχια σου
απ'την παραφορÜ καμπυλωμÝνα
τυφλüς να κρατιÝσαι ορθüς και αφοσιωμÝνος
απ'του μαδημÝνου μου κορμιοý το ýψος
να ξανοßγεις.
ΚραυγÝς
Αγαπþ τις κÜλτσες σου...
Το μπηγμÝνο καρφß στο ουρÜνιο μÜγουλü μου
¢σε με να σ' αγαπþ
ΞÝχασÝ με
Μην τρþτε τα παιδιÜ των Üλλων
Οι τυφλÝς μηχανουργßες των χεριþν σου
¢νθρωπο Üρρωστο απü χßλιους λüξυγκες
Σ' ανασηκþνω στα χÝρια μου
Σε εßδα μÝσα απ' το κλειστü μου μÜτι
Γυναßκα üρθια εξαντλημÝνη μαδημÝνη
ΚÜλεσÝ με μÝ το τελευταßο μου üνομα
Ο Üνθρωπος που αμýνεται
¹μουν δειλÞ στο θÜνατü του
Το κενü στο κεφÜλι μου επÜνω
Χτες το βρÜδυ εßδα το πτþμα σου
ΦτερÜ παγωμÝνα
¸νας γÝρος κι' η γριÜ του...
Σ' αρÝσει να πÝφτεις στο ξεστρωμÝνο μας κρεβÜτι
ΠερßμενÝ με
ΚαθισμÝνη στο κρεβÜτι μ' ανοιχτÝς τις γÜμπες
ΕγωιστικÜ μ' αγαπÜει εκεßνη
Δεν εßναι απü λÜθος μου...
ΘÝλεις την κοιλιÜ μου για να τρÝφεσαι
Στην ακτÞ που μαντεýουμε...
Ναι Ýχω δικαιþματα πÜνω σου
Μ' αρÝσει να παßζω με τα μικροπρÜγματα
¸να χταπüδι γλυκερü και χρυσαφÝνιο
Η αμαζüνα Ýτρωγε το τελευταßο της στÞθος
Οι φτερωμÝνες γÜμπες της καμποýρας γριÜς
Θα ψαρεýω την Üδεια ψυχÞ σου
Εßμαι κουρασμÝνη
Καλοκαθüσουνα
Πßθηκε που 'πιθυμÜς μια σýζυγο Üσπρη
Ο λαιμüς σου κομμÝνος
ΝÝγρα νεκρÞ στην Üσπρη Üμμο
ΑσÜλευτα καποýλι με καποýλι
ΦοβÜται ταρÜζεται
Οι μýγες πÜνω στο κρεβÜτι
Η σκιÜ σου χωρßς στüμα
ΜÝσα στο κüκκινο βελοýδο της κοιλιÜς σου
Η ανÜσα σου μÝσα στο στüμα μου
Πüσοι Ýρωτες Ýκαναν να κραυγÜζει...
ΓυμνÞ θÝλω να δειχτþ στα ωδικÜ σου μÜτια
Το μικρü κορμß σου ισχνü...
Πυρετüς το αιδοßο σου Ýνας κÜβουρας
Μια γυναßκα παρßστανε τον Þλιο
Να σε προκαλοýν τα στÞθια μου
Τα βßτσια των αντρþν
ΣπαρÜγματα
ΚÜλεσÝ με να περÜσω...
ΥπÜρχει αßμα στο κροκÜδι του αυγοý
ΕξÞγησα στη ριγωτÞ γÜτα
Δεν υπÜρχουν λÝξεις
Μια φωλιÜ σπλÜχνων
Εßδα τις ηλεκτρικÝς κüκκινες τρßχες...
Ζοýσαμε κολλημÝνοι στο ταβÜνι
¸νας Üντρας αναπαυüταν...
Αν το Üλογο εßναι η πατρßδα του νομÜδα
η μýγα στο παραβÜν του τυφλοý
και το στÞθος ο στüχος του καρκßνου
ο πüλεμος δεν εßναι παρÜ το üνειρο του τουφεκιοý.
Εßμαι η νýχτα
¼λα τα πρωινÜ Ýνας ξαναμμÝνος αετüς
Κορμß μικρü κακοκαμωμÝνο
Το γÝλιο μου πετÜει ψηλÜ
Πþς ν' Üλαφρþσω...
Εßδα τη γαλÜζια αλογüτριχα...
Παιδοýλα που κλαßει στο κρεβÜτι της
Στις σκοτεινÝς της απελπισιÜς σπηλιÝς
Τρεις χοντρογυναßκες κι Ýνας γÝρος Üντρας
¢νοιξε της νυχτüς τις πüρτες
Το κüκκινο σεντüνι
Το κßτρινο ανÜψανε
ΩσÜν αυγü μες σε κλουβß ...
Τα 8 σχεδιÜζονται
ΑνÜμεσα στ' αδÝξια χÝρια του
Το μυαλü μου φýρανε
ΣιωπÞ γιατß ο ßσκιος . . .
Μες στων νεκρþν τα στüματα
Ο θÜνατος εßναι μια μαργαρßτα ποý κοιμÜται
Πüδια γυμνÜ þς τον λαιμü
Μια γυναßκα γονατισμÝνη . . .
ΘÝλω να φýγω δßχως αποσκευÝς για τα ουρÜνια
Στο δωμÜτιü σου στολισμÝνο . . .
Μη χρησιμοποιεßτε σαν δüλωμα
Ανεβεßτε μαζß μου τα σκαλιÜ που κατεβÜζουν
¸να πüδι χωρßς παποýτσι
Χüρευε μαζß μου μικρü βιολοντσÝλο
Πüδια σφιχτοδεμÝνα
¸να χÝρι φýτεψα παιδιοý
Της θυρωρßνας μου το θολωμÝνο μÜτι
ΒαρÝθηκα τα ποντßκια
ΧτυπÜ το τηλÝφωνο
Μες στη γαλÜζια κλινικÞ...
Η παλßρροια φουσκþνει...
Οι σπασμοß που δονοýνε το παχý κορμß σου
¢νοιξε το δßχως χεßλια στüμα του
Ζυγßσανε τον λευκασμÝνο με Üσβεστη Üντρα
ΠÝταξες τα μÜτια μου στη θÜλασσα
Το πρüσωπü μου φωτßζεται . . .
Δεν θÝλω πια το φρüνιμο σου πρüσωπο
ΠλατÜγιζαν τα ρουθοýνια σου
Τη νýχτα εßμαι το αλÜνι . . .
Κυματßζανε βιολιÜ σε ουρÜνια σκοýρα
Εßσαι ανÞσυχη αδελφÞ μου;
Η κρυφÞ γραφÞ
ΨυχÞ μου κλÜψε που η γη εßναι γυμνÞ
Το νερü γουγλουκßζει κÜτω
Μου 'δωσε κýπελλα απü αλÜβαστρο
Σ’ αρÝσει να πÝφτεις στο ξεστρωμÝνο μας κρεβÜτι
οι παλιοß ιδρþτες μας δεν σ’ αηδιÜζουν
τα λερωμÝνα, απü ξεχασμÝνα üνειρα, σεντüνια μας
οι κραυγÝς μας που στο σκοτεινü δωμÜτιο αντηχοýνε
üλα ετοýτα ξεσηκþνουνε το αχüρταγο κορμß σου,
το Üσχημü σου πρüσωπο επιτÝλους λÜμπει
που οι χτεσινοß μας πüθοι εßναι üνειρα αυριανÜ σου
Η ανÜσα σου μÝσα στο στüμα μου
τα ξερÜ σου χÝρια τα νýχια σου τα σουβλερÜ
δεν αφÞνουνε ποτÝ το κρεμεζß λαρýγγι μου
κρεμεζß απ’ την ντροπÞ την ηδονÞ τη γλýκα
τα μελανιασμÝνα χεßλια σου βυζαßνουνε το αßμα μου
κι οι στιλβωμÝνες σÜρκες μου θα σε ξεσηκþνουν πÜντα
ενþ τα μÜτια μου θα μÝνουνε κλεισμÝνα.
Πüσοι Ýρωτες Ýκαναν να κραυγÜζει το κρεβÜτι…
ΘÝλω να κοιμηθþ πλÜι πλÜι μαζß σου
Τι εßναι το χÝρι μου;
Το πτþμα της γιαγιÜς μου
Η ροδαλÞ μεμβρÜνη
ΒρÞκα Ýνα μανδραγüρα
ΘυμÞσου
Μια σταγüνα απü κορÜλλι
Η θýελλα χαρÜζει περιθþριο ασημÝνιο
¸να ποντßκι
¼λα τα βρÜδια σαν εßμαι μüνη
ΒρÝχει μες στο γαλανü κοχýλι που 'ναι η πüλη
Τη νýχτα εßμαι βατρÜχι
ΘυμÜμαι τη μÞτρα της μητÝρας μου
Μια τριανταφυλλιÜ σκαρφαλþνει...
Σας εßδα αγκαλιασμÝνους μες στον Üνεμο
¢κουσÝ με
------------------
Ο Üνθρωπος που αμýνεται
μπροστÜ σε δικαστÞριο πιθÞκων
Ο Üνθρωπος που ρωτÜ, ο Üνθρωπος που ικετεýει
Το κεφÜλι του κρýβεται ανÜμεσα στις μαλλιαρÝς του
γÜμπες
κι οι πßθηκοι περιμÝνουν
κι οι πßθηκοι κατηγοροýνε συνηγοροýν γελÜνε
πριν να καταβροχθßσουνε τον Üνθρωπο
τη σÜπια αυτÞ μπανÜνα
----------------
ΠÝταξες τα μÜτια μου στη θÜλασσα
ξερßζωσες απü τα χÝρια μου τα üνειρÜ μου
ξÝσκισες τον μελανιασμÝνο αφαλü μου
και μες στα πρÜσινα των μαλλιþν μου φýκια π’ ανεμßζουν
το Ýμβρυο Ýχεις πνßξει
---------------------------------
Αφüτου σε γνþρισα
ψυχÞ της ψυχÞς μου
η κÜθε νεροφßδα που ρουφþ αλλÜζει σε φαντÜσματα
Οι θλιβερÝς φαγοýρες
των γυναικþν που’ ναι κλειστÝς στον Ýρωτα
βαραßνουν πÜνω στις γÜμπες μου σαν φωλιÝς βατρÜχων
κι η νεραγκοýλα των νερüλακκων ανοßγει μπροστÜ σου
σαν στüμα βρþμικο καταυγασμÝνο απü κοροúδßα
Ομορφαßνεις το δρüμο μου
ψυχÞ του απÝραντου ÝρωτÜ μου
üπως Ýνα φýλλο πÜνω σε τÜφο
üπως Ýνα δÜκρυ μÝσα στη σοýπα
Σε κοχεýω τη νýχτα τεντωμÝνη στο Ýσχατο,
ρισκÜροντας να τσακιστþ
τον ερχομü σου ευχüμενη που ακüμα δεν με ξÝρεις
Κοßτα που μια μπßλια ολολυγμþν πÜει να σπÜσει,
στα ξεχαρβαλωμÝνα μου σαγüνια ανÜμεσα τσιρßζει
¢τιτλο
Μην τρþτε τα παιδιÜ των Üλλων
γιατß θα σÜπιζεν η σÜρκα τους
Μες στα γαρνιρισμÝνα στüματÜ σας
Μην τρþτε του καλοκαιριοý τα κüκκινα λουλοýδια
Γιατü ο χυμüς τους εßναι παιδιþν
ΕσταυρωμÝνων αßμα
Μην τρþτε των φτωχþν το κατÜμαυρο καρβÝλι
Γιατß εßναι ζυμωμÝνο με τα ξινÜ τους δÜκρυα
Και ρßζα θα πιανε στα μακρουλÜ κορμιÜ σας
Μην τρþτε να πεθÜνουνε να μαραθοýνε τα κορμιÜ σας
Στρþνοντας το φθινüπωρο στην πενθοýσαν γην
ΕπÜνω
------------------
ΠρÝπει να εισπνÝει κανεßς τον θÜνατο
για να γιατρÝψει το πνεýμα του
Το σφεντÜμι γλεßφει τον αγÝρα
Δßχως καλÝμι
ΠεριμÝνω την στροφÞ του δρüμου
Στüμα ξερü απο αγρýπνια
ΚυριευμÝνη απü φüβο
-----------------
Δεν γνωρßζεις το νυχτερινü μου πρüσωπο
Τα μÜτια μου Üλογα τρελÜ για απεραντοσýνη
το στüμα μου στολισμÝνο με αßμα Üγνωστο
το δÝρμα μου
Στýλοι οδηγοß τα δÜχτυλÜ μου μαργαριταρÝνια απü τον πüθο
θα οδηγοýν τα βλÝφαρÜ σου ßσα στα αυτιÜ μου
στις ωμοπλÜτες μου
προς την ολÜνοιχτη εξοχÞ της σÜρκας μου
Τα σκαλοπÜτια των πλευρþν μου στενεýουνε στη σκÝψη
πως η φωνÞ σου θα μποροýσε να γεμßσει το λαρýγγι μου
πως τα μÜτια σου θα μποροýσαν να γελÜσουν
Δεν γνωρßζεις τη χλομÜδα των þμων μου
τη νýχτα
üταν οι φλüγες των εφιαλτþν αλλüφρονες
απαιτοýν σιωπÞ
και συσφßγγονται οι μαλθακοß της πραγματικüτητας τοßχοι
Δεν ξÝρεις πως των ημερþν μου οι ευωδιÝς πεθαßνουνε
πÜνω στη γλþσσα μου
üταν οι πονηροß Ýρχονται με αιωροýμενα μαχαßρια
πως μÝνει ολομüναχος ο περÞφανος ÝρωτÜς μου
üταν βουλιÜζω μες στη λÜσπη της νýχτας
----------------------
Θα ψαρεýω την Üδεια ψυχÞ σου
ΜÝσα στο φÝρετρο üπου το σþμα σου μουχλιÜζει
Θ ανασýρω την Üδεια ψυχÞ σου
Θα ξεριζþσω τα τσακισμÝνα της φτερÜ
Τα απολιθωμÝνα üνειρÜ της
Θα τη χÜψω
------------------
Να σε προκαλοýνε τα στÞθια μου
θÝλω τη λýσσα σου
θÝλω να δω τα μÜτια σου να βαραßνουν
τα μÜγουλÜ σου να ρουφιοýνται να χλωμιÜζουν
θÝλω τ'ανατριχιÜσματÜ σου
ανÜμεσα στα σκÝλια μου θÝλω ν'αστρÜψεις
πÜνω στο καρπερü του κορμιοý μου χþμα
οι πüθοι μου χωρßς ντροπÞ να εισακουστοýνε.
--------------------
ΘÝλω να κοιμηθþ πλÜι πλÜι μαζß σου
μαλλιÜ μπερδεμÝνα
αιδοßα γαντζωμÝνα
με το στüμα σου για προσκεφÜλι.
ΘÝλω να κοιμηθþ μαζß σου ρÜχη ρÜχη
δßχως να μας χωρßζει ανÜσα
δßχως λÝξεις να μας περισποýνε
δßχως μÜτια να μας διαψεýδουν
δßχως ροýχα.
ΘÝλω να κοιμηθþ μαζß σου στÞθος στÞθος
συσπασμÝνη και ιδρωμÝνη
λαμπυρßζοντας με χßλια σýγκρυα
απ’ την αδρÜνεια φαγωμÝνη
της Ýκστασης τρελÞ
πÜνω στο ßσκιο σου να ‘χω ξεμεßνει
καταχτυπημÝνη απü τη γλþσσα σου
για να πεθÜνω ανÜμεσα στο δüντια σου λαγοý
τα σÜπια
ευτυχισμÝνη.
----------------
Τα χÝρια σου κορφολογοýσανε
μÝς στο ξεσκÝπαστο μου στÞθος
στρουφουλιÜζοντας ξανθÝνιες μποýκλες
τρυγþντας ρüγες
κÜνοντας τις φλÝβες μου να τρßζουν
πÞζοντÜς μου το αßμα
μÝσα στο στüμα μου η γλþσσα σου
χüντραινε απü μßσος
το χÝρι σου σημÜδευε με ηδονÞ
το μÜγουλο μου
πÜνω στη ρÜχη μου τα δüντια σου
εγρÜφανε βλαστημιÝς
----------------
Η σκιÜ σου χωρßς στüμα
χωρßς πüρτα η κÜμαρÞ σου
τα μÜτια σου χωρßς βλÝμμα
χωρßς Ýλεος χωρßς χρþμα
οι πατημασιÝς σου πÜνε
χωρßς ν’ αφÞνουνε αχνÜρια
προς Ýνα φως απü φωνÝς
ασßγαστες, που εßναι η κüλασÞ μου.
----------------------
¢σε με να σ’ αγαπþ
αγαπþ τη γεýση απ’ το παχý σου αßμα
μÝσα στο δßχως δüντια στüμα μου
η πυρÜδα του μου καßει το λαρýγγι
αγαπþ τον ιδρþτα σου
μ’ αρÝσει να χαúδεýω τις μασχÜλες σου
περßρρυτες απü χαρÜ
Üσε με να σ’ αγαπþ
Üσε με να γλεßφω τα κλειστÜ σου μÜτια
Üσε με να τα τρυπÞσω με τη
σουβλερÞ γλþσσα
και τη γοýβα τους να γεμßσω σÜλιο
Üσε με να σε τυφλþσω.
------------------------
Τραγοýδι για πüδια
Δþδεκα μικρÜ δÜχτυλα
εσταυρωμÝνα πÜνω σε καρφιÜ
Δþδεκα δÜχτυλα μικρÜ
παραχωμÝνα μες στη λÜσπη
Εγþ η ερημικÞ
εκτοξεýω της γÜμπες μου δßχως γüνατα
Ρßχνω τα πüδια μου στη θÜλασσα
και κοιμÜμαι πÜνω στη νοτισμÝνη Üμμο
γιατß τα δþδεκα μικρÜ δÜχτυλα
εßναι δικÜ σου.
-----------------
ΚÜλεσε με να περÜσω μες στο στüμα σου τη νýχτα
διηγÞσου μου των ποταμþν τα νιÜτα
πßεσε τη γλþσσα σου πÜνω στο γυÜλινü μου μÜτι
δüς μου τροφü την κνÞμη σου.
¾στερα ας κοιμηθοýμε του αδελφιοý μου αδÝλφι
μια και πεθαßνουν τα φιλιÜ μας
πιο γρÞγορα παρÜ η νýχτα.
………………………………………….
Θα κυλιÝμαι κατÜ σÝνα
διασχßζοντας το χþρο τον ασýνορο τον Üπατο
ξυνÞ σαν ρüδου κÜλυκας
θα σ’Ýβρω Üνθρωπε αχαλßνωτε
νηστευτÞ καταπιωμÝνε μες στο βüρβορο
Üγιε της ευκαιρßας
και θα κÜνεις απü μÝνα
το κρεβÜτι σου και το ψωμß σου
τα ιεροσüλυμÜ σου.
...........................................................
Στις σκοτεινÝς της απελπισιÜς σπηλιÝς
μονÜχη γυροφÝρνω
μονÜχη γεýομαι κρÝατα μιαρÜ
μονÜχη πεθαßνω μονÜχη μου επιζþ
δßχως αυτιÜ τα ουρλιαχτÜ των σφÜγιων
να μην ακοýω.
Απü λÝξεις Üδειο το στüμα μου γογγýζει.
Εßμαι ο Ýρωτας üταν τον Ýπλασε ο θεüς.
Εßμαι εγþ.
Εßμαι ο εχθρüς.
μτφρ.:¸κτωρ ΚακναβÜτος
------------------
ΑμÝσως
για την S
¼λ' αυτÜ γιατß μ' αρÝσει να κÜνω Ýρωτα κÜτω απ' το νερü
Ν' αλεßφω τα μαλλιÜ μου με αρþματα ομßχλης και χολÞς
και να παρασýρομαι στο βÜθος του καναπÝ
μ' Ýνα καμποýρη ιπποκüμο
κι Ýνα δÜχτυλο αλητεßας
¼λ' αυτÜ γιατß ξÝρεις πως Üλλοτε Þμουνα κλÝφτρα.
Γιατß ¸χω ΟλÜκερη ΖωÞ ΜπροστÜ Μου
ΜÜταια ζητþ Ýνα καθρÝφτισμα της χαρÜς μου
Στη τρýπα που νüμιζα θα βρω τη καρδιÜ σου
Ýσκαψα τη τρýπα αυτÞ στο κÝντρο του κορμιοý σου
μ' Ýβενο κι ελεφαντüδοντο με πεßνα κι αßμα
Για να κρýψω εκεß τα γυαλιÜ μου
να γρÜψω βιστικÜ το φüβο μου
να μÜθω αν υπÜρχουν στ' αλÞθεια φρÜουλες για το πρüγευμα
Þ μüνο μαýρο λουκÜνικο
Αντιμνημονικü Αυτεμβüλιο
για τον Ragnar von Holten
Η κεντρüμολη οχλοβοÞ φυτρþνει στην ομßχλη
το Ýμβρυο χτυπÜ τη πüρτα της ηδονισμÝνης μÞτρας
η κραυγÞ-γιαταγÜνι σχßζει τον αÝρα το αßμα τα μÜτια ξεχýνονται
στον υγρü γαλÜζιο λαιμü
της αιγυπτιακÞς χοÜνης
λÝνε πως γεννÞθηκα
δýσκολα
στην Αγγλßα
ο πατÝρας μου Üλογο μαλθακü
στραβοπüδης και κουφιοκÝφαλος
περιδιÜβαζε γραφειοκρÜτης ανÜμεσα σε ξÝνες χþρες και στο χαλß
η μÜνα μου ποτÝ δεν Ýμαθε πως κÜπνιζα βαριÜ τσιγÜρα
το κοπÜδι Ýφτασε καθυστερημÝνο λαχανιÜζοντας για το "χαλÜλι"
χυλοß και γουργουρßσματα
της ψÜθας
καρκßνος
χÞρα στα δεκαεννιÜ μου χρüνια
üρθια ανÜμεσα σε δυο κεριÜ
εßδα στο κüκκινο σεντüνι των αδÜκρυτων κλεισμÝνων μου βλεφÜρων
δÝκα διαβατÞρια ανÝκδοτα
μτφρ: ΤÜσος Κüρφης
-----------------------------
ΕγωιστικÜ μ’αγαπÜει εκεßνη,
της αρÝσει που πßνω τα νυχτερινÜ της σÜλια
της αρÝσει που περπατþ τ’αλατισμÝνα χεßλια μου
πÜνω στις Üσεμνες γÜμπες της, πÜνω στα πεσμÝνα στÞθια της
της αρÝσει που θρηνþ της νιüτης μου τις νýχτες
ενþ αυτÞ στερεýει τα μοýσκλα
που απ’τις Üνομες επιθυμßες της αγανακτοýνε
Δεν εßναι απü λÜθος μου αν τα νýχια σου μακραßνουν
Δεν εßναι απü λÜθος μου αν τα μαλλιÜ σου μεγαλþνουν
Δεν εßναι απü λÜθος μου αν κανεßς δεν σ’Ýκλαψε
Δεν εßναι απü λÜθος μου αν πÜγωσες αγαπημÝνε
Δεν προσδüκησα το θÜνατü σου
--------------------
Ναι Ýχω δικαιþματα πÜνω σου
Σε εßδα να στραγγαλßζεις τον κüκορα
Σε εßδα να ξεπλÝνεις τα μαλλιÜ σου μÝσα στο βρωμüνερο
των υπονüμων
Σε εßδα μεθυσμÝνο απü την μπüχα των σφαγεßων
το στüμα γεμÜτο κρÝας
τα μÜτια πλημμυρισμÝνα μ’ üνειρα
να βαδßζεις κÜτω απü το βλÝμμα ανθρþπων ξεπνοúσμÝνων
Μ’αρÝσει να παßζω με τα μικροπρÜγματα
Τ’αγÝννητα πρÜγματα ρüδινα στα μÜτια μου της τρÝλας
ξýνω, σουβλßζω, σκοτþνω, γελþ.
ΝεκρÜ τα πρÜγματα δεν σαλεýουν πια
κι’εγþ νοσταλγþ τον πυρετü μου της τρÝλας
λυπÜμαι τα εκφυλισμÝνα γονικÜ μου
θα’θελα ν’αφανßσω των ονεßρων μου το αßμα
καταργþντας Ýτσι τη μητρüτητα.
--------------------
Το μπηγμÝνο καρφß στον ουρÜνιο μÜγουλü μου
τα κÝρατα που βλασταßνουν πßσω απ’τ’αυτιÜ μου
οι πληγÝς μου που δεν γιατρεýονται ποτÝς
το αßμα μου που γßνεται νερü που διαλýεται που ευωδιÜζει
τα παιδιÜ μου που στραγγαλßζω εισακοýοντας τις ευχÝς τους
üλα ετοýτα με κÜνουν Κýριü σας και Θεü σας
----------------------
ΥπÜρχει
Ýνας ξεμοναχιασμÝνος βρÜχος αδιαßρετος
κÜτω απü το νταντελÝνιο μου θηκÜρι
Ýνα μικρü πουλÜκι με λοξÜ μÜτια
που τσιμπÜει την επιφÜνεια του φλογισμÝνου μου βλÝφαρου
Ýνας περιπαθÞς Üσπρος σκýλος
ανÜμεσα στα δÜχτυλÜ μου üταν υπογρÜφω
μια γλυκιÜ ευωδιÜ απü γÜλα üταν σκοτþνω
---------------------------
Γυναßκα üρθια εξαντλημÝνη μαδημÝνη
οι μαýρες γÜμπες της σαν να πενθοýν τη νιüτη τους
ακουμπÜ την κυρτωμÝνη ρÜχη της στον εχθρικü τοßχο
ΡÜχη κυρτωμÝνη απ’ των ανδρþν τα üνειρα
Δε βλÝπει πως η αυγÞ επιτÝλους Þρθε
Τüσο Þταν η νýχτα της ατελεßωτη
---------------------------
ΥπÜρχει αßμα στο κροκÜδι του αυγοý
υπÜρχει νερü πÜνω στην πληγÞ του φεγγαριοý
υπÜρχει σπÝρμα πÜνω στον ýπερο του ρüδου
υπÜρχει Ýνας θεüς μες στην εκκλησßα
που τραγουδÜ και πλÞττει
--------------------
Η αμαζüνα Ýτρωγε το τελευταßο της στÞθος
νýχτα πριν την τελευταßα μÜχη
το φαλακρü της Üλογο ρουφοýσε τη θαλασσινÞ φρεσκÜδα
κüμπαζε
λýσσαε
χρεμÝτιζε το φüβο του
που οι θεοß κατηφορßζανε απ’ τα βουνÜ της επιστÞμης
μαζß τους φÝρνοντας Üντρες
και τα τεθωρακισμÝνα
--------------------------------------
Μ’ αρÝσει να παßζω με μικροπρÜγματα
Τ’ αγÝννητα πρÜγματα ρüδινα στα μÜτια μου της τρÝλας
ξýνω, σουβλßζω, σκοτþνω, γελþ.
ΝεκρÜ πρÜγματα δε σαλεýουν πιÜ
κι εγþ νοσταλγþ τον πυρετü μου της τρÝλας,
λυπÜμαι τα εκφυλισμÝνα γονικÜ μου
θα ‘θελα ν’ αφανßσω των ονεßρων μου το αßμα
καταργþντας Ýτσι την μητρüτητα
---------------------
Ο θÜνατος εßναι μια μαργαρßτα που κοιμÜται
στα πüδια μιας μαντüνας σε οργασμü
κι οι χßλιες ντελικÜτες δυσωδßες
ζοφερÝς σαν μια μασχÜλη
σαν μια καρδιÜ αιματωμÝνες
κι αυτÝς μες στα κορμιÜ κοιμοýνται
των γυμνωμÝνων γυναικþν
που πλαγιÜζουν στα λιβÜδια
Þ στους δρüμους ζητιανεýουν
τη φρÜουλα του Ýρωτα
την ψευτοχρυσωμÝνη
---------------------
Καθρεφτιζüμουνα στη βοýρτσα των νυχιþν μου
θυμÜζοντας την τετρÜγωνη κοιλιÜ μου
τα δüντια μου θηρßου
τα ενσαρκωμÝνα μÜτια μου
περιμÝνοντας να καταφτÜσει το αβÝβαιο
βαρýτιμα ντυμÝνη με αφρü απü σαποýνι και σκατÜ
μικροýλης παπαγÜλος μÝσα σε κλουβß καταχρυσωμÝνο
αηδιασμÝνη που δεν κÜνω τßποτα με κýρος
---------------------------------
ΠνιγμÝνη σε βυθü ανιαροý ονεßρου
μαδοýσα τον Üντρα
τον Üντρα αυτÞ την αλειμμÝνη μαýρο λÜδι αγκινÜρα
που με την τροχισμÝνη γλþσσα μου μαχαιρþνω, γλεßφω
τον Üντρα που τουφεκÜω, που αρνιÝμαι
αυτüν τον Üγνωστο που εßναι αδελφüς μου
και που μου στρÝφει το Üλλο μÜγουλο
üταν χýνω το μÜτι του το κλαψιÜρικο τ’ αρνßσιο:
το Üντρα που για τα κοινÜ εßναι νεκρüς, δολοφονημÝνος
χτες προχτÝς και πριν και πÜλι
μες στα φτωχÜ του πεσμÝνα πανταλüνια υπερανθρþπου
Αφοý Δεν Εχεις ΚνÞμες
Αφοý εßσαι γÝρος και δßχως ατοý
Αφοý λαχανιαζεις και ιδρþνεις μÝσα στο σκοτÜδι
Αφοý τα χÝρια σου αναζητοýνε μιαν υγρÞ γωνιÜν για ν’ αποθÜνουν
Θ’ αγκυλþνω το τραγικü σου κοýτσουρο με βελüνες φßνες βαμμÝνες στο μÝλι
Και συ νησιþτη της νýχτας
θα χαχανßζεις με τ’ αγκαθερü σου στüμα
Αφοý εßσαι Üλαλος μ’ üλο σου τον τρüμο κι οι μÝρες σου εßναι μετρημÝνες
Αφοý δεν Ýχεις κνÞμες
------------------------
Τι κÜνεις üταν το χρÞμα δεν απαντÜ στην επßκληση
Σε ποιο θεü πιστεýεις üταν το νερü βρωμßζει
üταν το σÜπιο ψωμß ολολýζει κÜτω απü το κρεβÜτι
üταν η πανοýκλα σκεπÜζει το κορμß σου
με τις σκοτεινÝς πληγÝς της
Τι κÜνεις üταν η αυγÞ βογκÜ
ΠρÝπει να τραγουδÜς αγαπημÝνη μου
τα τραγοýδια των μυρουδιþν
Η αναισχυντßα των κραυγþν σου
πρÝπει να περιδιαβÜζει μÝσα στο σκοτÜδι των κοιμητηρßων
ΤÝλεια χτενισμÝνο το μαγεμÝνο αιδοßο στιλβωμÝνο
Τι κÜνεις üταν μÝσα στο χÝρι σου
χιλιοκομματιÜζεται ο πüλεμος
Τι κÜνεις üταν η αυγÞ χλωμιÜζει
--------------------
Τη νýχτα εßμαι το αλÜνι στου εγκεφÜλου τη χþρα
τεντωμÝνο επÜνω σε φεγγÜρι απü μπετüν
η ψυχÞ μου ανασαßνει δαμασμÝνη απ’ τον Üνεμο
και τη μεγÜλη μουσικÞ των μισüτρελων
που μασÜνε Üχυρα απü φεγγαρßσιο μÝταλλο
και πετοýνε και πετοýν και πÝφτουν
στο κεφÜλι μου
αμολημÝνοι
χορÝυω το χορü της χαοσýνης
πÜνω στης μεγαλομανßας χορεýω το Üσπρο χιüνι
ενþ πßσω απü το παρÜθυρü σου εσý
ζαχαρωμÝνη απü λýσσα
λεκιÜζεις των ονεßρων σου το στρþμα
περιμÝνοντÜς με
----------------------
ΧτυπÜ το τηλÝφωνο
κι απαντÜ το πÝος σου
βραχνιασμÝνου κανταδüρου η φωνÞ του
κÜνει τις ανßες μου να φρßσσουν
και το σφιχτü αυγü που εßναι η καρδιÜ μου
τηγανßζει
---------------
Το μυαλü μου φýρανε
απ’ το φθινüπωρο και δþθε
αιτßα ο αστακüς
που κÜτω απ’ το κρεβÜτι μου γαβγßζει.
ΚÜθε πρωß χαρÜματα
το μÜτι μου εßναι κλειστü
απ’ το φθινüπωρο και δþθε
αιτßα ο κüρφος μου απü
ξýλο ροδιÜς
που σκληραßνει.
Το κρεβÜτι μου εßναι σταυρüς
απ’ το φθινüπωρο και δþθε
αιτßα το κορμß σου
που προστÜζει
και γελÜ
üσο εγþ κοιμÜμαι.
¸ρχονται τα πρωτοβρüχια.
-------------
Η μÝλισσα που τον καιρü της χÜνει
σε ανθüν επÜνω συσπασμÝνη
ο μαýρος Üνδρας με Üψητες μασχÜλες
που κρýβει το κεφÜλι του μÝσα στα χÝρια
και που μÝσα στη σκιÜ της σκιÜς βαδßζει
της σκιÜς της σκιÜς
το χÝρι σου που σÝρνεται στο σεντüνι σÜμπως
λεκÝς απü λßπος
το χÝρι σου που πια δεν θÝλει σηκωθεß
üλα τα χαμÝνα τοýτα τα σπαταλημÝνα τα θρηνþδη
σαν τη νýστα εκεßνου που την αυγÞ
θε να πεθÜνει και το ξÝρει
της καρδιÜς μου το υνß μÝσα στο βÜλτο
το αüρατü του ανοßγει αυλÜκι
πÜνω στις φτÝρνες της η νýχτα τρÝμει
θεÝ πüσο φοβÜμαι.
-------------------
ΚÜνεις γκριμÜτσες και μαδιÝται η καρδιÜ μου
μιλþ με τη μýτη
λýνονται τα μαλλιÜ μου
γελÜς
ανοßγεις το στüμα
αλαφρωμÝνο κι Üδειο σαν μια λεχþνα
πηδþ στην αγκαλιÜ σου
μια κουστωδßα χωρατÜ
μπροβαßνει ξÜφνου
το κρεβÜτι μου βουλιÜζει μες στη νýχτα
τα φουστÜνια μου πÝφτουν
γελÜς.
------------------------
ΞÝχασÝ με
ν’ ανασÜνουνε τα σπλÜχνα μου
της απουσßας σου το φρÝσκο αγÝρι
να μποροýνε να βαδßζουνε οι κνÞμες μου
δßχως ν’ αναζητοýν τη σκιÜ σου
να γßνει η üρασÞ μου üραμα
να ξαποστÜσει η ζωÞ μου
ξÝχασÝ με θε μου να με θυμÜμαι.
--------------------
Των χεριþν σου οι τυφλÝς μηχανουργßες
μÝσα στους κüλπους μου τους ανατριχιασμÝνους
της παραλυμÝνης γλþσσας σου οι αργÝς κινÞσεις
μÝσα στα παθητικÜ αυτιÜ μου
η ομορφιÜ μου üλη μÝσα στα δßχως
κüρες μÜτια σου πνιγμÝνη
μες στη κοιλιÜ σου ο θÜνατος
που το μυαλü μου τρþει
üλα ετοýτα μιαν αλλüκοτη με κÜνουν κüρη.
-------------------------
Το κενü στο κεφÜλι μου επÜνω
μÝσα στο στüμα μου ο ßλιγγος
κι εσý στη ρÜχη μου
πÜνω στη στÝγη γÜτος
που Ýνα μÜτι μασουλÜει γλυκερü
μÜτι προσκυνητÞ που το θεü του
αναζητÜει.
------------------
Η σκιÜ σου χωρßς στüμα
χωρßς πüρτα η κÜμαρÞ σου
τα μÜτια σου χωρßς βλÝμμα
χωρßς Ýλεος χωρßς χρþμα
οι πατημασιÝς σου πÜνε
χωρßς ν’ αφÞνουνε αχνÜρια
προς Ýνα φως απü φωνÝς
ασßγαστες, που εßναι η κüλασÞ μου.
--------------
Μες στο κüκκινο βελοýδο της κοιλιÜς σου
στων μυστικþν κραυγþν σου μÝσα το μαυρÜδι
Ýχω εισδýσει
κι η γη χορεýοντας τραγουδþντας αιωρεßται
κüκκινη απ’ τα σπλÜχνα σου η γη
απü το δηλητÞριο δαγκωμÝνα
το αßμα Ýνας δαßμονας τυφλüς
των νυχτþν σου ποταμüς αüμματος
ροκανßζει τις αστÜθειÝς σου
το κÜψιμο απ’ τους εμπαιγμοýς σου
μÝσα στο κüκκινο του θανÜτου σου
ατλÜζι
μες στον τρισκüτεινο διÜδρομο των
ομματιþν σου μπÞκα
κι η γη χορεýει τραγουδÜ αιωρεßται
και ξεβιδþνεται απü αγαλλßαση η κεφαλÞ μου.
------------------
ΓυμνÞ θÝλω να δειχτþ στα ωδικÜ σου μÜτια
θÝλω να με δεις να ουρλιÜζω απü ηδονÞ
που τα λυγισμÝνα κÜτω απü μεγÜλο βÜρος μÝλη μου
σε ανüσιες σε σπρþχνουν πρÜξεις
που τα ßσια μαλλιÜ της ασημÝνης κεφαλÞς μου
μπλÝκονται στα νýχια σου
απʼ την παραφορÜ καμπυλωμÝνα
που τυφλüς κρατιÝσαι ορθüς κι αφοσιωμÝνος
ξανοßγοντας απü του μαδημÝνου μου κορμιοý το ýψος.
Το κορμß σου ισχνü ανÜμεσα στα σατινÝνια μου σεντüνια…
---------------
Πυρετüς, το αιδοßο σου Ýνας κÜβουρας
Πυρετüς, οι γÜτες που τρÝφονται απʼ τα θαλερÜ βυζιÜ σου
Πυρετüς η βιÜση απʼ των νεφρþν σου τα σαλÝματα.
Των κανßβαλων βλεννþν σου η λαιμαργßα,
το σφßξιμο απü τα λοýκια σου που σκιρτοýνε κι απαιτοýνε
μου ξεσχßζουν τα πÝτσινα δÜχτυλα
μου ξεριζþνουν τα πιστüνια.
Πυρετüς, σφουγγÜρι ψüφιο απʼ την παραλυσßα πρησμÝνο
πιλαλÜει το στüμα μου στο μÜκρος της γραμμÞς
του ορßζοντÜ σου
σε θÜλασσα φρενßτιδας Üφοβος ταξιδιþτης…
Εßναι νýχτα
κι η γαλÞνια γρατσουνιÜ üπου πεθαßνει το κενü λαχανιασμÝνο
δÝρνεται παλεýει ανοßγεται και κουλουριÜζεται ηδονικÜ
πÜνω στο αργοσÜλευτο πÝος του εξερευνητÞ Νþε.
¼λα Τα ΒρÜδυα
¼λα τα βρÜδια σαν εßμαι μüνη
την αγÜπη μου σου διηγοýμαι
στραγγαλßζω Ýνα λουλοýδι
η φωτιÜ αργοσβÞνει
χωνεμÝνη απü θλßψη.
Μες στον καθρÝφτη που η σκιÜ μου αποκοιμιÝται
κατοικοýνε πεταλοýδες.
¼λα τα βρÜδια σαν εßμαι μüνη
μελετþ το μÝλλον στων ετοιμοθÜνατων
τα μÜτια
την ανÜσα μου ανακατþνω με της
κουκουβÜγιας το αßμα
και με τους τρελοýς μαζß η καρδιÜ μου
πιλαλÜει κρεσÝντο.
--------------------
¸ρχεται η νýχτα κι η ÝκστασÞ σου γυμνÞ
θÝλω να με δεις να ουρλιÜζω απü ηδονÞ
Να σε προκαλοýν τα στÞθια μου
θÝλω τη λýσσα σου
θÝλω να δω τα μÜτια σου να βαραßνουν
τα μÜγουλÜ σου να ρουφιþνται να χλωμιÜζουν
θÝλω τ’ ανατριχιÜσματÜ σου
ανÜμεσα στα σκÝλια μου θÝλω ν’ αστρÜψεις
πÜνω στο καρπερü του κορμιοý σου χþμα
οι πüθοι μου χωρßς ντροπÞ να εισακουστοýνε
Αφοý σε προκαλοýν τα στÞθια μου θÝλω τη λýσσα σου
θÝλω να δω τα μÜτια σου να βαραßνουν
τα μÜγουλÜ σου να ρουφιüνται να χλομιÜζουν
θÝλω τα ανατριχιÜσματÜ σου
θÝλω ανÜμεσα στα σκÝλια μου να γενεßς κομμÜτια
πÜνω στο καρπερü του κορμιοý σου χþμα
οι πüθοι μου χωρßς ντροπÞ να εισακουστοýνε.
Τα βßτσια των αντρþν εßναι η επικρÜτειÜ μου
οι πληγÝς τους τα γλυκßσματÜ μου
αγαπÜω να μασþ τις χαμερπεßς τους σκÝψεις
γιατß η ασκÞμια τους κÜνει την ομορφιÜ μου.
-------------------
¢νοιξε το δßχως χεßλια στüμα του
για να σαλÝψει ατροφικÞ μιÜ γλþσσα
Ýκρυψε το παρφουμαρισμÝνο πÝος του
με χÝρι μπλÜβο απü ντροπÞ και θÜνατο
κι ýστερα με βÞμα ηχηρü
πÝρασε μες απ' το κεφÜλι μου θρηνþντας.
-------------------
Των χεριþν σου οι τυφλÝς μηχανουργßες
μÝσα στους κüλπους μου τους ανατριχιασμÝνους
της παραλυμÝνης γλþσσας σου οι αργÝς κινÞσεις
μες στα παθητικÜ αυτιÜ μου
η ομορφιÜ μου üλη μÝσα στα δßχως
κüρες μÜτια σου πνιγμÝνη
μες στη κοιλιÜ σου ο θÜνατος που το μυαλü μου τρωει
üλα ετοýτα μιαν αλλüκοτη με κÜνουν κüρη.