Βιογραφικü
Ο ΛορÝντζος Μαβßλης Þταν ΕπτανÞσιος λυρικüς ποιητÞς και συνθÝτης σκακιστικþν προβλημÜτων. ΘυσιÜστηκε για την ΕλλÜδα κατÜ τους Βαλκανικοýς ΠολÝμους. Θεωρεßται ο μεγαλýτερος σονετογρÜφος της ΕλλÜδας.
ΓεννÞθηκε στις 6 ΣεπτÝμβρη 1860 στην ΙθÜκη, üπου ο πατÝρας του Παýλος υπηρετοýσε τüτε εκεß πρüεδρος των δικαστηρßων της Ιονßου Πολιτεßας. Ο παπποýς του, Δον ΛορÝντζος Μαβßλης, ΙσπανικÞς καταγωγÞς, Þτανε πρüξενος της πατρßδας του στη ΚÝρκυρα, üπου πÞρε γυναßκα Κερκυραßα κι εγκαταστÜθηκεν εκεß. Η μητÝρα του ποιητÞ Þταν επßσης Κερκυραßα κι ονομαζüταν ΙωÜννα Καποδßστρια-Σοýφη. ΠÝρασε τα παιδικÜ της χρüνια σ' Ýνα αγρüκτημα, üπου Ýμαθε κι αγÜπησε τη γλþσσα του λαοý, τα τραγοýδια και τις παροιμßες και την αγÜπη της αυτÞ τη μετÝδωσε στο γιο της. Τα περισσüτερα χρüνια της ζωÞς του τα πÝρασε λοιπüν εκεß κι αυτüς.
ΕξωτερικÜ Þταν μεγαλüσωμος με γαλανÜ μÜτια και ξανθÜ μαλλιÜ. Το 1880 αποφÜσισε να πÜει στη Γερμανßα για να σπουδÜσει φιλολογßα και φιλοσοφßα. Οι σπουδÝς του συνεχßστηκαν επß 14 Ýτη. ΕπηρεÜστηκε απü τις θεωρßες του Νßτσε, τη ΚριτικÞ Του Καθαροý Λüγου του ορθολογικοý ΙμμÜνουελ Καντ και απü τη Βουλησιαρχßα του απαισιüδοξου Αρθοýρου ΣοπενχÜουερ. Ακüμα ασχολÞθηκε με τα σανσκριτικÜ φιλοσοφικÜ κεßμενα και μετÝφρασε αποσπÜσματα απü το ινδικü Ýπος ΜαχαμπχαρÜτα. ΚατÜ τη παραμονÞ του στη Γερμανßα ασχολÞθηκε με τη σýνθεση λυρικþν ποιημÜτων (κυρßως σονÝτων, και σκακιστικþν προβλημÜτων που δημοσιεýτηκαν σε γερμανικÜ Ýντυπα.
Παρακολοýθησε τα γυμνασιακÜ μαθÞματα στο εκπαιδευτÞριο «Καποδßστριας», κι εßχε δÜσκαλο ελληνιστÞ τον ΙωÜννη Ρωμανü. Αυτüς τονε σýστησε στην ΑναγνωστικÞ Εταιρεßα, üπου σýχναζαν τüτε üλοι οι Üνθρωποι των γραμμÜτων. Εκεß γνþρισε τον ΙÜκωβο ΠολυλÜ, σοφü εκδüτη του Δ. Σολωμοý. ¸μαθε την ΙταλικÞ, ΙσπανικÞ, ΓερμανικÞ κι ΑγγλικÞ. Το 1878 γρÜφτηκε στη φιλοσοφικÞ σχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν και την εγκατÝλειψε μετÜ Ýνα χρüνο για να σπουδÜσει στην Γερμανßα, φιλολογßα, γλωσσολογßα και φιλοσοφßα. Το 1887 συμμετεßχε στο τουρνουÜ της Φρανκφοýρτης. 2 χρüνια αργüτερα Ýλαβε μÝρος στο σκακιστικü τουρνουÜ της πρωτεýουσας της νüτιας Σιλεσßας, Βρüτσλαβ (Breslau), με το üνομα Sillibam. Το 1890 στις 16 Ιουνßου αναγορεýτηκε διδÜκτωρ της φιλοσοφßας του Πανεπιστημßου ¸ρλαγκεν της Βαυαρßας και κατÝβηκε στη ΚÝρκυρα. Δε δÝχτηκε καμßα θÝση για να μη παραβεß τις ηθικÝς αρχÝς του. ¸να μικρü απüσπασμα επιστολÞς του (προς Κεφαλληνü) μας δßνει συμπυκνωμÝνο το πρüγραμμα της περαιτÝρω προοπτικÞς του:
«¼,τι κατορθþσω εις την ζωÞ μου, θα το κατορθþσω μÝνοντας συνεπÞς, χωρßς ν' απαρνηθþ οýτε μια μüνο πρÜξη, οýτε μια μüνο στιγμÞ της περασμÝνης μου ζωÞς, Þ αλλιþς δε θα κατορθþσω τßποτε».
Το 1896 συμμετεßχε στην επανÜσταση της ΚρÞτης, πολεμþντας μαζß με τους αντÜρτες στα κρητικÜ βουνÜ. Και το 1897, πÜλι εθελοντÞς, κατÜ τον ελληνοτουρκικü πüλεμο συγκÝντρωσε 70 Κερκυραßους εθελοντÝς και πÞγαν να πολεμÞσουν στην ¹πειρο, üπου και τραυματßστηκε στο χÝρι. Τα Ýξοδα της εκστρατεßας των εθελοντþν τα κÜλυπτε ο ßδιος. Εκεßνος που δεν Þταν πατριþτης μüνο στο λüγο και στη ποßηση, αλλÜ και στη πρÜξη, πολεμÜ εθελοντÞς για την απελευθÝρωση της Ηπεßρου, Μακεδονßας & ΚρÞτης. Το 1909 γßνεται ο ενθουσιþδης κÞρυκας του ξεσηκωμοý και την επüμενη χρονιÜ εκλÝγεται βουλευτÞς Κερκýρας, του κüμματος των ΦιλελευθÝρων του Ελευθερßου ΒενιζÝλου στην αναθεωρητικÞ ΒουλÞ.
Το 1911 υπερασπßζοντας τη δημοτικÞ γλþσσα ως αντιπρüσωπος και μÝλος της ΑναθεωρητικÞς ΣυνÝλευσης Κερκýρας μες στην ΕλληνικÞ ΒουλÞ εßπε απευθυνüμενος στους καθαρευουσιÜνους, τα παρακÜτω λüγια, Ýτσι þστε ιστορικÞ να μεßνει η αγüρευσÞ του για την υπερÜσπιση της δημοτικÞς γλþσσας üταν συζητιüταν το Üρθρον 107 του συντÜγματος. «Δεν υπÜρχει γλþσσα χυδαßα» εßπε «μüνο χυδαßοι Üνθρωποι!».("Εφημερßς των συζητÞσεων της ΒουλÞς", Β' ΑναθεωρητικÞ ΒουλÞ, 1911, σελ. 689, συνεδρßασις 36) Ο Üκαμπτος χαρακτÞρας του και το üτι δεν προσαρμüστηκε στο ρεýμα της συναλλαγÞς που επικρατοýσε, το λεγüμενο ρουσφÝτι, συνετÝλεσε στο να μη εκλεγεß βουλευτÞς στις επüμενες εκλογÝς.
Εκτüς απü μερικÜ ποιÞματα που δημοσßευσε σε περιοδικÜ της εποχÞς, δεν εξÝδωσε καμßα ποιητικÞ συλλογÞ üσο ζοýσε. Τα ¢παντÜ του κυκλοφüρησαν με τη φροντßδα του φßλου του Κ. Θεοτüκη στην ΑλεξÜνδρεια το 1915. Μετριοφροσýνη τον χαρακτÞριζε πÜντα, üσον αφορÜ στο Ýργο του. Αυτüς ο εκπληκτικüς μÜστορας του σονÝτου (14στιχο ποßημα που αποτελεßται απü 2 4στιχα και 2 3στιχα) Ýστελνε τους στßχους του στον ΠαλαμÜ με την υποσημεßωση: «Για το συρτÜρι σου». Οι κριτικοß του καιροý του αναγνþρισαν στο πρüσωπü του Ýνα τεχνßτη απαρÜμιλλο. ΟρισμÝνοι τον κατηγüρησαν γι' αυτÞ του τη τελειομανßα, χαρακτηρßζοντÜς τη σα μια νεκρÞ πεταλοýδα που μπορεßς να θαυμÜσεις τα ψυχρÜ φτερÜ της. Ο Γρηγüριος Ξενüπουλος πιο εýστοχα, ßσως, απ' üλους παρατÞρησε: ...«ΣτÜθηκε Ýνας απ' τους σπÜνιους εκεßνους ποιητÝς που το καλýτερü τους ποßημα εßναι η ζωÞ τους». Και πρÜγματι:
Στον Βαλκανικü Πüλεμο του 1912, παρÜ τα 53 του χρüνια κατετÜγη εθελοντÞς λοχαγüς των Γαριβαλδινþν Ερυθροχιτþνων. (Ονομαζüταν Γαριβαλδινοß οι εθελοντÝς ¸λληνες και ξÝνοι απü το üνομα του αρχηγοý τους, Ιταλοý στρατηγοý, ΓαριβÜλδι. Ερυθροχßτωνες λÝγονταν λüγω του κüκκινου χιτþνα που φοροýσαν.) Εκεßνη την εποχÞ, Þτανε το βασιλüπουλο του παραμυθιοý για μια μεγÜλη ποιÞτρια, τη κυρßα Θεþνη Δρακοποýλου Þ Μυρτιþτισσα, üπως φιλολογικÜ επÝλεξε να ονομÜζεται. Η αγÜπη αυτÞ, üσο σαγηνευτικü δüλωμα κι αν Þταν, δε μπüρεσε να τονε κρατÞσει κοντÜ της. Η φωνÞ της πατρßδας κÜλυψε τη φωνÞ της καρδιÜς. «Σ' αγαπþ/ δεν μπορþ/ τßποτ' Üλλο να πω/ πιο βαθý, πιο απλü, πιο μεγÜλο!» Ýγραφε για κεßνον η ερωτευμÝνη ποιÞτρια. Μ' αυτüς τραβοýσε για τα μεγÜλα ιδανικÜ «στην κορφÞ της ζωÞς, üπου ροδßζει/ της ΛευτεριÜς αμüλευτος αγÝρας/ και σαν Þχος αθÜνατης φλογÝρας/ η ποßηση, αηδüνι θεßο, καλοκαρδßζει...» ¼χι πως δεν αγαποýν κι οι ποιητÝς «μα τους θεριεýει ο πüθος του θανÜτου/ με τ' αγιασμÝνα δαφνοστÝφανÜ του».
Στις 28 Νοεμβρßου 1912 στο χωριü Δρßσκος, κοντÜ στα ΓιÜννενα, οι Τοýρκοι εξαπÝλυσαν σφοδρÞ αντεπßθεση κατÜ των εθελοντþν που Þδη εßχανε προχωρÞσει πολý. ΜÜχεται ηρωικÜ, επικεφαλÞς των στρατιωτþν του που αποδεκατßζονται απ' τα εχθρικÜ βüλια... Σε μια στιγμÞ της μÜχης μια σφαßρα του διατρυπÜ τα δυο μÜγουλα χαλþντας και πολλÜ δüντια του. Ενþ μεταφÝρεται αιμüφυρτος στο προσωρινü νοσοκομεßο Ýνα δεýτερο βüλι τονε βρÞκε στο στüμα. Εκεßνη τη στιγμÞ Ýφτανε στο χειρουργεßο κι ο αρχηγüς, ΑλÝξανδρος Ρþμας. Τον εßδε και κατÜλαβε. «Σε συγχαßρω απ' τη καρδιÜ μου!» λÝει δßνοντÜς του το χÝρι. Εκεßνος μÜζεψε τις στερνÝς του δυνÜμεις, στÜθηκε προσοχÞ και πÞρε το χÝρι του αρχηγοý. Το αßμα που 'τρεχε σ' üλο το δρüμο απ' τις πληγÝς των παρειþν του, πÜγωνε στο λαιμü και του δυσκüλευε την αναπνοÞ. Δε μποροýσε να μιλÞσει. Τους κÜνει νοÞματα να του δþσουν χαρτß, να γρÜψει. Τα αßματα στÜζουν απ' üλες τις μεριÝς κι οι βολÝς του πυροβολικοý ακοýγονται τþρα κοντýτερα. ΑλλÜ δε προφταßνει οýτε να γρÜψει. Ο παπα-Φþτης του κλεßνει τα μÜτια. Ο Πιπßνος ΓαριβÜλδης, ο μüνος εκεßνη τη στιγμÞ στρατιωτικüς, στÝκεται προσοχÞ και τονε χαιρετÜ. ¼λοι σταυροκοπιοýνται. Εßναι πλÝον νεκρüς, ξαπλωμÝνος στο πεζοýλι της Αγßας ΠαρασκευÞς. Τον Ýχουνε σκεπÜσει με τον ματωμÝνο μανδýα του. ¸χει περÜσει πλÝον στην αιωνιüτητα κερδßζοντας «δþρα Üγια τρßα: ΘΑΝΑΤΟ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΙ ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ», üπως το 'θελε.
Απü τüτε στοßχειωσε, η ανÜμνηση και το επιβλητικü του üραμα, στη ψυχÞ και στη ποßηση της γυναßκας που τüσο πολý τον αγÜπησε και τüσο λßγο τονε χÜρηκε, της Μυρτιþτισσας. Λßγα χρüνια αργüτερα, Ýρημη, στην ΚÝρκυρα, πÝθανε κι η αδερφÞ του η ΕσθÞρ. Την Ýθαψαν με τις μαýρες πÝρλες και τα κρüσινα γÜντια.
Τα σονÝτα του εßχαν Üρτια μορφÞ κι εξαßρετο περιεχüμενο, το οποßο πÜντως χαρακτηρßζεται απü ολοφÜνερη απαισιοδοξßα. Με 11σýλλαβους στßχους, εßναι πολý πιο επεξεργασμÝνα και περßτεχνα απü των συγχρüνων του κι εισÜγει νÝα στοιχεßα, üπως το να αρχßζει η πρüταση στη μÝση του στßχου, να υπÜρχει διÜλογος, κλπ. ΤÝλος σαν εξαßρετος σκακιστÞς, θα μποροýσε να θεωρηθεß ως ο πρþτος ¸λληνας συνθÝτης σκακιστικþν προβλημÜτων με διεθνÞ φÞμη.
========================
ΛÞθη
Καλüτυχοι οι νεκροß που λησμονÜνε
την πßκρια της ζωÞς. 'Οντας βυθßσει
ο Þλιος και το σοýρουπο ακλουθÞσει,
μην τους κλαις, ο καημüς σου üσος και να 'ναι.
ΤÝτοιαν þρα οι ψυχÝς διψοýν και πÜνε
στης λησμονιÜς την κρουσταλλÝνια βρýση
μα βοýρκος το νερÜκι θα μαυρßσει,
σÜ στÜξει γι' αυτÝς δÜκρυ üθε αγαπÜνε.
Κι αν πιοýν θολü νερü ξαναθυμοýνται,
διαβαßνοντας λιβÜδια απü ασφοδÞλι,
πüνους παλιοýς, που μÝσα τους κοιμοýνται.
Σα δε μπορεßς παρÜ να κλαις το δεßλι,
τους ζωντανοýς τα μÜτια σου ας θρηνÞσουν:
θÝλουν, μα δε βολεß να λησμονÞσουν.
Στη ΔημοτικÞ
Εßσ´ Ýμορφη, σεμνÞ χωριατοποýλα
και στον ανθü της νιüτης λουλουδßζεις,
δροσερÞ και γελοýμενη ροδßζεις
üπως στον ουρανü ροδßζ´ η αυγοýλα.
Καθþς μες το τριαντÜφυλλο η δροσοýλα
üμοια λÜμπει το δÜκρυ σου αν δακρýζεις.
Σα νýφη στο χορü γλυκογυρßζεις,
και καμαρþνεις σαν βασιλοποýλα.
¼λοι αντÜμ´ ας φιλοýν οι Üλλοι μßα
γριÜ φτιασιδωμÝνη, Üσχημη, κρýα,
που κλαßει τα μαραμÝνα της τα νιÜτα.
Εγþ σÝν´ αγαπþ, σÝν´ αγκαλιÜζω.
Αν τη φωνÞ σου ακοýσω αναγαλλιÜζω,
λυþνομαι στα φιλιÜ σου τα δροσÜτα.
ΟμορφιÜ
Σε σταυροδρüμια αγÝλαστα, üπου σκλÜβοι
της δουλειÜς τυραγνιοýνται στο λιοβüρι,
σαν κολασμÝνοι, εμπüροι και μαστüροι,
κι üλους, απü το χτßστη ως το μανÜβη,
ΔιÜφορου δßψα μüνη τους ανÜβει
–περνÜς εσý τüμου σκολÜσεις κüρη,
σαν περιστÝρι, και το αγνü σου θþρι
τÝλεια κÜθε Üλλη επιθυμιÜ τους παýει.
ΜακριÜ απü τ´ ανθισμÝνα περιβüλια
και αφþτιστοι απ´ της τÝχνης την αχτßδα,
üμως για σε ξεχνοýν κÜθ´ Ýγνοια δüλια
και ειρηνεμÝνοι σαν απü Üγια ελπßδα
σε καμαρþνουν μουρμουρßζοντÜς σου·
«Η Παναγßα, πιτσοýνι μου, κοντÜ σου!»
Εις Το Γυρισμü Της
Τὸ γαλανü σου μÜτι
ΠÝρα τὸ μαῦρο σκüρπισε
ΣκοτÜδι ’ποῦ μ’ ἐκρÜτει
ΖωσμÝνον, ὅταν ἔλειπες
Καὶ μακρυὰ ’ς τὰ ξÝνα
Ταξεßδευες, παρθÝνα.
Τüτε συχνὰ τὸ κῦμα
Ρωτοῦσα τ’ ἀφροστüλιστο
Μὴ κἄπου εἰς ξÝνο κλßμα
Τὴν εὐμορφιὰ καθρÝφτισε,
Τὴν εὐμορφιÜ σου, ἐσÝνα,
Ἀγαπητὴ παρθÝνα.
Κι εἰς τῆς νυκτὸς τὴν ἅγια
ΓλυκειÜ, φεγγαροφþτιστη
ΓαλÞνη τüσα μÜγια
Ὅσα ’βλεπα μοῦ ἐνθýμιζαν
Τὴν νýκτα ποῦ μ’ ἐμÝνα
Ἀγροßκαες, παρθÝνα,
Τὴν δüλια ΦιλομÞλα
Π’ ἀντὶς μὲ δÜκρυα, ρÜντιζεν
Ἀπ’ τῆς ροúδιᾶς τὰ φýλλα,
Τὴν αὔρα μὲ λαλÞματα
Πικρὰ καὶ μελωμÝνα.
ΘυμÞσου τα, παρθÝνα!
ΘυμÞσου τα καὶ πÝς μου
Ὅτι δὲν ἐλησμüνησες
Ταῖς πßκραις ταῖς δικαῖς μου,
Ταῖς πßκραις ποῦ μ’ ἐμÜραναν
Ὣς νὰ μοῦ πῇς, παρθÝνα,
Δýο λüγια μελωμÝνα.
(ΚÝρκυρα 19 Μαρτßου 1884)
Εßδωλα
¢χαρÞ μου χαρÜ, φτωχοß μου στßχοι,
Της ζωÞς μου ακριβü, κρυφü καμÜρι,
Απü καθÜριο βγαßνετε ζυμÜρι
κι εßσαστε γεννημÝνοι üχι üπως τýχει.
Δεν κελαηδÜτε ανοýσιοι κι Üσκοποι Þχοι,
Σαν τραγοýδια ελαφρüμυαλου ερωτιÜρη,
Μα κι οýτε παραιρÜτε το συρτÜρι
Να βρεßτε αγοραστÞ τüσο τον πÞχυ.
Γιατ' εßσαστε ψυχοýλες και κορμÜκια
Των πüθων και των πüνων μου, που πλÞθια
ΠικρÜ μ' εσυχνοπüτισαν φαρμÜκια.
ΕßδωλÜ 'ναι οι χαρÝς, καημüς η αλÞθεια,
Και αλÞθεια εßν' η ζωÞ! Μα τι με μÝλλει:
Θωρþ εσÜς κι ο καημüς γÝνεται μÝλι.
Αμßλητα
ΠοτÜμι τρÝχει η ΑγÜπη και üσο τρÝχει
πληθαßνει και στ' ολüγλυκü της αßμα
δεßχνει της ευτυχιÜς το ουρÜνιο ψÝμα
και ο δρüμος της, θαρρεßς, σωμü δεν Ýχει.
Μα μπροστÜ της χωρßς να το παντÝχει
του πüνου η πικροθÜλασσα στο βλÝμμα
απλþνεται γεμÜτη δÜκρυα κι αßμα,
και τα πÜντα ρουφÜει, τα πÜντα βρÝχει.
ΧρυσομÜννα, εμαρÜθηκαν τα φýλλα
και χειμþνας πλακþνει· σε θωρÜω
κατÜματα με τρüμου ανατριχßλα.
Και σÝναν´ αλαφιÜζεται το πρÜο
Üρρωστο ανÜβλεμμÜ σου, σα να ερþτα·
θα χαροýμε Üλλην Üνοιξη σαν πρþτα;
Ποßησις
Στην μοναξιÜν, üπου ψηλüς κρημνüς σηκþνει
Την κεφαλÞ του προς τα σýγνεφα και αφÞνει
Τον καταρρÜκτη να βογγÜ και να φουσκþνει
Και τα μαρμÜρινα τα στÞθη του να πλýνει,
Εκεß που δÜσος το λαγκÜδι περιζþνει,
Ενþ μεσουρανεßς φιλÝρημη σελÞνη
Ασημοûφαντο λαμπρü μαγνÜδι απλþνει
Εις την απÝραντη του σýμπαντος γαλÞνη,
Αυτοý η καρδιÜ μ' απ' τη χαρÜ της ξεχειλßζει,
¼ταν ακοýω την αγÜπη μου να ψÜλλει
Των αθανÜτων ποιητþν τους θεßους στßχους.
Τüτε θαρρþ πως εμπροστÜ μου φτερουγßζει
ΑιθÝρια μοýσα μ' üλα τ' ουρανοý τα κÜλλη,
Θαρρþ πως αγρικþ της λýρας της τους Þχους.
Σ' ¸να Δολερü Φßλο
Αʹ
Τὰ δυü σου μαῦρα μÜτια μ’ ἐπλÜνεσαν
Ποῦ ἔχουν τüση φωτιÜ·
Ἡ ἀναλαμπαῖς τους πῶς, ἄχ! πῶς μοῦ ἄρεσαν
Εἰς τῆς ζωῆς μου τὴν κακονυχτιÜ!
Ἄδολη τὴν καρδιÜ σου ἐφανταζüμουν,
Ἄδολη καὶ χρυσῆ,
Φßλο παντοτεινὸ σ’ ὠνειρευüμουν,
Ἡ ὠνειρεμμÝνη ἐλπßδα μου ἤσουν Σý.
Ἀλλὰ καθὼς ἡ ζÜμπα ’ς τὸ χορτÜρι
ΛουφÜζει μουλωχτÜ,
Ὅμοια καὶ ’ς τοῦ προσþπου σου τὴ χÜρι
Ἡ ἀπÜτη ἐπαραμüνευε φριχτÜ.
Γιὰ πÜντα μ’ ἐφαρμÜκευσες· μιὰ μÝρα
Θὲ νὰ σ’ ἐκδικηθῶ!
Ὣς τþρα σ’ ἀγαποῦσα, ὡσὰν μητÝρα·
ΘÜ ’λθῃ μÝρα ποῦ θὰ σ’ ἀπαρνηθῶ.
(Μüναχο 18 ΜÜρτη 1885)
Βʹ
Γερνοῦν τὰ χελιδüνια, καὶ τ’ ἀερÜκι
Γλυκýτερα φυσᾷ·
Ἀλλὰ μÝσα μου βρÜζει τὸ φαρμÜκι
Καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς ἡ μÜνητα λυσσᾷ.
ΠρωÀ, πρωÀ λαλοῦν τὰ κορυδÞλια
Ψηλὰ ’ς τὸν οὐρανü,
Κι’ ἡ Χαραυγὴ μὲ τὰ ῥοδÜτα χεßλια
Γελοýμενη φιλεῖ τὸ πρÜσινο βουνü.
Καὶ ’ς τὸ δÜσο τὰ φýλλα λαχταρßζουν
Σὰν νὰ ἦσαν ζωντανÜ.
Καὶ τὰ νερὰ τῆς λßμνης λαμπυρßζουν
’Σ τὴν ἀνθηρὴν ὀχθηὰ γελῶντας σιγανÜ.
Ἄχ! κüσμε, πüσο εἶν’ εὔμορφ’ ἡ θωριÜ σου!
’Σ αὐτὸν ποῦ σὲ θωρεῖ,
Εἶναι κρυμμÝνα, κüσμε, τὰ θεριÜ σου·
Τὰ καπλÜνια, ἡ ὀχιαῖς, κι’ οἱ φßλοι οἱ δολεροß!
(Μüναχο 29 ΜÜρτη 1885)
ΦÜληρο
Eßχε üλα της τα μÜγια η νýχτα, μüνη
εσý Ýλειπες. AργÜ κινþ να φýγω,
μα ξÜφνου στη μπασιÜ του μπαρ ξανοßγω
αυτοκßνητο να γοργοζυγþνει.
M' ελπßδα σταματÜω. Nατο, πλακþνει.
Παραμερßζουν οι Üλλοι. ¢σειστος μπÞγω
Tη ματιÜ μου στα μÜτια σου. ¢λλο λßγο
ακüμα κι ο σοφÝρ σου με σκοτþνει.
Aρχοντοποýλα μ' Üφταστα πρωτÜτα,
με των EφτÜ νησιþν τες χßλιες χÜρες,
TετρÜξανθη ομορφιÜ γαλανομÜτα,
του θανÜτου δε με πιÜσανε τρομÜρες ,
γλυκýτατες με λιþσανε λαχτÜρες:
Να συντριφτþ κÜτω απü σε στη στρÜτα.
Πατρßδα
ΠÜλε ξυπνÜει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγÝρι
στὴν πλÜση μυστικῆς ἀγÜπης γλýκα,
σὰν νýφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προßκα,
λÜμπει ἐνῶ σβηÝται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστÝρι.
Πεταλοῦδες πετοῦν ταßρι μὲ ταßρι,
ἐδῶ βουßζει μÝλισσα, ἐκεῖ σφÞκα·
τὴ φýση στὴν καλÞ της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρßζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μÝρη.
ΚÜθε μοσχοβολιὰ καὶ κÜθε χρῶμα,
κÜθε πουλιοῦ κελÜηδημα ξυπνÜει
πüθο στὰ φυλλοκÜρδια μου κι ἐλπßδα
νὰ σοῦ ξαναφιλÞσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναúδῶ καὶ τὸ δικü σου ΜÜη,
ὄμορφÞ μου, καλÞ, γλυκειὰ πατρßδα.
Το Αριστοýργημα
Δεν στÝρνω εγþ σ' αγþνα τους φτωχοýς
Τους στßχους μου, που δÜφ[νες] δε γυρεýω.
ΑγÜπη μου, αφ' της γης τους θησαυροýς
Το γÝλιο σου μονÜχα εγþ ζηλεýω.
Και στους κρυφοýς μου μÝσα τους καημοýς,
Που με μια τýχην Üσπλαχνη παλεýω,
Τους ιλαροýς σου μüνον οφθαλμοýς
Σαν δÜση κ' ελπßδα μου αγναντεýω.
Και στο γλυκü τους φως αφ' την καρδιÜ μου
Σα λουλουδÜκια ανθßζουνε μικρÜ
Για σÝνα μοναχÜ τα ποιÞματÜ μου.
ΑγÜπη μου, ελπßδα μου, χαρÜ μου,
Μου τα βραβεýει κÜθε σου ματιÜ,
Κι ας μη γνωρßσει ο κüσμος τ' üνομÜ μου.
Στὴ Πατρßδα
Πατρßδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λÜμπει.
Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θÜλασσα κι οἱ κÜμποι,
πῶς λουλουδßζουν τὰ βουνÜ, τὰ δÜσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς
στÝρνοντÜς του θυμßαμα μυριÜδες μυρωδιÝς!
Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρßζ᾿ ἡ λßμνη,
χßλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστρÜφτουν χρþματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ᾿ ἀγÝρα τὰ πετοýμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.
Κι αὐτὸς σηκþνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνÜδι,
κι ἡ κÜθε στÜλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλßζει σὰν πετρÜδι,
κÜθε ἀχτßδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ
χαρÜ, ζωὴ καὶ δýναμη κι ἐλπßδα ὅπου κι ἂν μπεῖ.
ΦαντÜζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσý, καλὴ πατρßδα,
καὶ μÜγια σὰν τÜ μÜγια σου στὸν κüσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα.
Ἡ γῆ σου εἶναι παρÜδεισος, κι αἰþνια γαλανὸς
γýρω σου καθρεφτßζεται στὸ πÝλαγ᾿ ὁ οὐρανüς.
Κι οἱ νýχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλÜζια πÜστρα,
μὲ τ᾿ ἀηδονολαλÞματα, τρεμÜμενα σὰν τ᾿ ἄστρα,
μὲ τὸ φεγγÜρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχßας
στὴ μÝση τῆς ἀπÝραντης οὐρÜνιας ἡσυχßας.
Οἱ νýχτες σου δροσοβολοῦν χιλιüπλουμα λουλοýδια
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμÜραντα τραγοýδια,
σταλÜζουνε στὰ σπλÜγχνα τους θερÜπειο λησμονιᾶς,
ἐλευτεριᾶς ἀγÜλλιαση καὶ μßσος τυραννιᾶς.
ΜÜγεμ᾿ ἀσημοýφαντο, φῶς μαργαριταρÝνιο,
λιþνονται σ᾿ ἕνα χÜραμα ξανθü, μαλαματÝνιο.
ΓιομÜτος μüσχους καὶ δροσιὲς ὁ ΖÝφυρος τερπνᾶ
μÝσ᾿ ἀπ᾿ ἀγÜπης φαντασιὲς τὰ πλÜσματα ξυπνᾶ.
Κι ἀνÜμεσα στὰ χρþματ᾿ ἀπὸ χßλια οὐρÜνια τüξα,
προβαßνει πÜλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δüξα.
Καß, σὰν τοῦ μεγαλεßου σου σýμβολο φωτεινü,
ἕως τὸ χρυσὸ βασßλεμα λÜμπει στὸν οὐρανü.
ἙλλÜς, τὸ μεγαλεῖο σου βασßλεμα δὲν ἔχει,
καὶ δßχως γνÝφια τοὺς καιροὺς ἡ δüξα σου διατρÝχει.
Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτßσει ἐρθεῖ,
θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντÜμορφη, στεφανωμÝνη ὀρθÞ.
Excelsior!
Κρýο κροýσταλλο νερü τα ηλιοφρυμÝνα
χεßλια θα ογρÜνει. ΕβγενικιÜ ανθρωπüτη
θα τους φιλÝψει πλοýσιο φαγοπüτι.
ΚορμιÜ απü την πλÞθια χÜρη αλαφρημÝνα,
ΑγÜλματα θεþν ζωντανεμÝνα
θ´ αγναντÝψουν στη Νßμπρο εκεß την πρþτη
της λεφτεριÜς αστραφτερÞ λαμπρüτη.
Τα στÞθια θα χαροýν τα πονεμÝνα.
Και ανηφοροýν οι βλÜμηδες λεβÝντες
στ´ ατÝλειωτο φαρÜγγι üλο χαλßκι
Μονοσκοßνι με γÝλοια και κουβÝντες.
Μα Ýχουν ποδÜρια και καρδιÝς τσελßκι·
μα τους θεριÝβει η ελπßδα του θανÜτου
με τ´ αγιασμÝνα δαφνοστÝφανÜ του.
Μοýγχρωμα
ΦυσÜει τ´ αερÜκι μ´ ανÜλαφρη φüρα
και τες τριανταφυλλιÝς αργÜ σαλÝβει·
στες καρδιÝς και στην πλÜση βασιλÝβει
Ρüδινο σοýρουπο, þρα μυροφüρα,
ΧρυσÞ θυμητικþν ονεßρων þρα
που η ψυχÞ τη γαλÞνη προμαντÝβει,
την αιþνια γαλÞνη, και αγναντÝβει
σα για στερνÞ φορÜ κÜθε της γνþρα
αξÝχαστη· ξανθÝς κρινοτραχÞλες
αγÜπες, γαλανÜ βασιλεμÝνα
μÜτια ογρÜ και φιλιÜ και ανατριχßλες
και δÜκρυα· πλÜνα δþρα ζηλεμÝνα
της ζÞσης που αχνοσβυÝται και τελειþνει
σαν το θαμπü γιουλß που ολοÝνα λυþνει.
ΚαλλιπÜτειρα
«Ἀρχüντισσα Ροδßτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διþχνει μιὰ συνÞθεια ἀρχαßα
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνßψι, τὸν ΕὐκλÝα,
τρßα ἀδÝρφια, γιü, πατÝρα, Ὀλυμπιονßκες·
νὰ μὲ ἀφÞσετε πρÝπει, Ἑλλανοδßκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρþσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιÜ, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρßλι τοῦ ἩρακλÝα
παλεýουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρßκειες.
Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σüι μου θὰ φαντÜζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμÜραντα προνüμια·
μὲ μÜλαμα γραμμÝνο τὸ δοξÜζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμÜρου
ὕμνος χρυσüς, τοῦ ἀθÜνατου ΠινδÜρου.»
Λουτρü
ΔιαμÜντιν’ ἄστρα εἰς τὰ νερὰ
Τὰ φÝγγη τους πλαγιÜζουν,
Ποῦ ὀνεßρατα τῆς θÜλασσας
Τῆς κοιμισμÝνης μοιÜζουν,
Οὔτ’ ἕνα φýλλο τρÝμει
Καὶ ’ς τοὺς ἀνθοὺς μὲ τὰ πουλιÜ,
’Σ τὴ δροσερὴ μοσχοβολιὰ
Μὲ τὲς φτεροῦγες μαζωχτὲς
Γλυκοκοιμοῦντ’ οἱ ἀνÝμοι.
ἈγαπημÝνη λυγερὴ
Πανþρια σὰν τὴν Εὔα,
’Σὲ τοýτη τὴν παρÜδεισο
Νὰ δροσιστῇς κατÝβα!
Τῆς γýμνιας σου τὴ χÜρη
Ἂν φανερþσῃς μιὰ στιγμÞ,
Πουλιῶν κι’ ἀνÝμων στεναγμοὶ
Θὰ λαχταρßσουν ἔξαφνα
’Σὲ κÜθε ἀνθοῦ κλωνÜρι.
Θὰ σουφρωθοῦν τὰ πÝλαγα
Κι’ ἀργÜ, σὰν λαμπυρßδες,
Τῶν ἄστρων θÝλει ἀναδευτοῦν
Ὁλοῦθ’ ᾐ ἀντιφεγγßδες.
Κι’ ἂν εἰς τὸ κῦμα θἄμπῃς,
Ἡ κÜθε στÜλ’ ἀπὸ νερὸ
Μαργαριτὰρι λαγαρὸ
’Σ τὸν κüρφο σου θὰ φαßνεται
Καὶ σὰ θεὰ θὰ λÜμπῃς.
Θὰ σὲ λατρÝψω σὰ θεÜ,
Δßχως μιλιÜ, μακρυÜθε·
Ἁγνὴ θὰ μεßνῃς κι’ ἄσπιλη,
Τ’ ὀμüνω, σὰν τοῦ κÜθε
Ἄστρου τὰ φÝγγη τ’ ἅγια.
Ἔπειτα εὐθὺς ἂς τυφλωθῶ,
Ἤ σἂν ὁ Ἀχταßωνας ἂς χαθῶ,
Ἀφ’ οὗ εἶδα τῆς πεντÜμορφης
Τὰ γυμνωμÝνα μÜγια.
ΑνÜξιο Α'
Στο φως σου σταματþντας, μια γαλÞνη
θα ξαναβροýνε οι λογισμοß μου οι πλÜνοι,
και της απελπισιÜς τ´ Üυπνο καπλÜνι
για λßγο τ´ Üγριο νýχι θ´ απαλýνει.
Μα ο καημüς της πατρßδας δε μ´ αφÞνει·
αλλοιþς Þθε σου πλÝξω Ýνα στεφÜνι
που Üλλο üμοιο σαν κι αυτü να μην εφÜνη·
τüσο Þθελε η θωριÜ σου τ´ ομορφÞνει.
Του νησιοý μου τες μýριες ομορφÜδες
σαν κι εμÝνα κανÝνας δεν εχÜρη,
που üλο περνÜω πλαγιÝς, γιαλοýς, κορφÜδες,
μα σ´ εσÝ σταματþ· γιατß Ýχει χÜρη
κÜλλιο παρ´ Üλλη γης η ΚÝρκυρÜ μου,
μα μες στην ΚÝρκυρÜ μου εσý, κυρÜ μου.
ΑνÜξιο Β'
Πüσες φορÝς με τη ψυχÞ μου σ´ εßδα
ν´ ακουμπÜς σε μια μαρμαροκολþνα
του φεγγαροβρεμÝνου Παρθενþνα
σα σε κρßνο απαλü μÜγου Üστρου αχτßδα.
Και τþρα απ´ τη μεγÜλη Πυραμßδα
ανÜερα πλες με αθανασßας κορþνα,
σα να εζοýσες ισüθεη στον αιþνα
των ωραßων και υψηλþν αντιφεγγßδα.
Σα θα ξανÜμαι αγνÜντια σου, και ομπρüς μου
θα λÜμπουν τα δυο μÜτια σου, θα λÝω
πως βλÝπω üλα τα θÜματα του κüσμου,
πως αγκαλιÜζω ü,τι υψηλü και ωραßο,
και ξεψυχþντας στο φως της ειδÞς σου
τη γλýκα θ´ αγρικþ του παραδεßσου.
Στροφοýλες
(Επß Τýμβω)
Ψυχαροῦδες πετοῦν,
μιὰ τὴν ἄλλη ζητοῦν
μὲς στ' ἀγκÜθια κι’ ἀπÜνου στοὺς κρßνους·
ἔτσι ᾑ ῥßμες περνοῦν,
ἔτσι ᾑ ῥßμες γυρνοῦν
μὲς στοὺς ἔρωτες, μÝσα στοὺς θρÞνους.
Τὸ νερὸ ροβολᾷ
ἀπ’ τὸ βρÜχο ψηλὰ
καὶ ἀναδßνει γλυκýτατον ἦχο·
καὶ τὸ δÜκρυ γεννᾷ,
καὶ ἂς κυλÜῃ σιγανÜ,
εἰς τοῦ τÜφου τὴν πλÜκα τὸ στßχο.
Ἡ ἘλιÜ
Στὴ κουφÜλα σου ἐφþλιασε μελßσσι,
γÝρικη ἐλιÜ, ποὺ γÝρνεις μὲ τὴ λßγη
πρασινÜδα ποὺ ἀκüμα σὲ τυλßγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολßσει.
Καὶ τὸ κÜθε πουλÜκι στὸ μεθýσι
τῆς ἀγÜπης πιπßζοντας ἀνοßγει
στὸ κλαρß σου ἐρωτÜρικο κυνÞγι,
στὸ κλαρß σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθßσει.
Ὢ πüσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκÜνουν,
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κÜνουν,
ὁλοζþντανης νιüτης ὀμορφÜδες
ποὺ σὰ θýμησες μÝσα σου πληθαßνουν·
ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαßνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφÜδες.
ΙÜκωβος ΠολυλÜς
Στην κορφÞ της ζωÞς, üπου ροδßζει
της ΛεφτεριÜς αμüλευτος αγÝρας
και σαν Þχος αθÜνατης φλογÝρας
η ποßηση, αηδüνι θεßο, καλοκαρδßζει,
¢σκωσες διαμαντÝνιο μετερßζι
και στη μÝση, ομορφιÜς θÜμα και τÝρας,
Ναü της Μεγαλüψυχης ΜητÝρας
Ýστησες που σαν Þλιος πορφυρßζει.
ΠοτÝ στ´ αραχνιασμÝνο βÜραθρ´, üπου
μες τη μοýχλα και μες τη φαρμακßλα
οχιÝς κλωσσοýν οι κÜκητες τ´ αθρþπου,
ΠοτÝ δεν εκατÝβηκες· κ´ εκýλα
η φωνÞ σου βροντÞ κ´ Ýκαιε σα φλüγα
τους πονηροýς, -μα τους καλοýς ευλüγα.
ΧÜρρις
ΧερουβικÞς χαρÜς χρυσüς αθÝρας
σε φλüγισε πατþντας της Ηπεßρου
το χþμα, σα στην πλατωσιÜ του απεßρου
νÜστραφτε απü το -«εν τοýτω νßκα»- ο αιθÝρας,
Και σα λÜμψη παρουσßας δευτÝρας
μ´ αποκαλυπτικοý αγαλλßαση ονεßρου
νÜβλεπες στο βυθü του ΠαμπονÞρου
να γκρεμιστεß η ΤουρκιÜ, το ανßερο τÝρας.
Και σε λüγου σου τüτε Ýκαμες τÜμα
να φτÜσεις üπου μüνο αυτüς ξαμþνει
ποýναι ποιητÞς και μÜρτυρας συνÜμα.
Του Απüλλωνα üχι η χÜρη, η δüξα μüνη
σοý ´λειπε του θανÜτου –κι Ýνα βüλι
σ' Ýστειλ' Þρωα στο ηλýσιο περιβüλι.
Νßκος Κογεβßνας
Κι αν εßναι Üλλη ζωÞ, θÜναι για σÝνα
ο αθÝρας τουτηνÞς· βαθειÜ γαλÞνη
σιωπÞς παντοτεινÞς θα μεγαλýνει
τα πλÞθια μÜγια, σμßγοντÜς τα σ´ Ýνα
θερÜπιο θεúκü· τη μια παρθÝνα
που εφßλησες κι ο πüθος σου την κρßνει,
τα πÝντε σας παιδιÜ, που, γÞινοι κρßνοι,
ανθοýν κι αλλοιþς σου μοιÜζει το καθÝνα
πεντÜμορφο, και τ´ Üδολο της Γνþσης
ανÜμα και τη φþτιση του ωραßου
κι üσο δÜκρυα φτωχþν Ýχει στεγνþσεις
και, με τη λÜβρα τ´ Üξιου Κερκυραßου
για του νησιοý σου την ευδαιμονßα,
για το ΓÝνος, την Ýνθεη μανßα.
¢λκης ΠαλαμÜς
Γιατß δεν τον φαντÜζεσαι που ανÝβη
να ψÜλει σ´ Üλλη γη μ´ αγγÝλου λýρα
το τραγοýδι, τρισεýγενÞ σου κλÞρα,
που τ´ Üχτια κÜθε ζÞσης ειρηνεýει;
Σ´ üλο τ´Üπειρο μ´ Üγιρα βασιλεýει
ΜÝδουσας κεφαλÞ πÜνοπλη Μοßρα·
στης πßκρας την πεντÜμορφη πλημμýρα
μüνη η ομορφιÜ για λßγο αντιπαλεýει.
Και – ω μυστÞριο – καθþς διαβαßνει απ´ Üστρα
σ´ Üστρα φως, ζÝστα, δýναμη μαγνÞτη,
μες τη μενεξεδÝνια ουρÜνια πÜστρα
με μÜγια της ψυχÞς, σ´ Üλλον πλανÞτη
να κατεβαßνει φεγγαροστÜλαχτ´ εßδα
(γιατß τον κλαις;) σαν αρμονßας αχτßδα.
Angelica Farfalla
Στ´ ακýμαντα της θÜλασσας ατλÜζια
ακροπατþντας η ψυχÞ, σα νÜχει
μισοαπλωμÝνα τα φτερÜ, μονÜχη
κινÜει να βρει στην Üπειρη, γαλÜζια
μονÜξια, γιατρεμü για τα μαρÜζια
που τüσο την παθιÜζουν, και σα λÜχει
ν´ αντικρýσει τ´ ωριüπλουμο σελÜχι
κι üλα τ´ αστραφτερÜ χρυσÜ τσαπρÜζια
του ¹λιου, ορθοποδßζει ερωτεμÝνη
στης ασημοβολÞς το μονοπÜτι,
που ßσια τη βγÜνει στ´ Üσπιλα τεμÝνη
της ομορφιÜς κ´ εκεß, με την απÜτη
πως θα πορεýεται αιþνια ιεροδοýλα
στ´ Üγιο φως καßεται σαν πεταλουδοýλα.
Aνεμüμυλος
O κüσμος εßναι πλανερü μαγνÜδι
κεντισμÝνο με ρüδα και με βÜγια,
μ' Þλιους και μ' Üστρα, που το απλþν' η Maya
απÜνου στης AλÞθειας το σκοτÜδι.
Σ' αγαποýσαμε τüσο, Ýρμο ρημÜδι,
Γιατß στη μÝση απ' της ζωÞς τα μÜγια
στη ψυχÞ μας φανÝρονες την Üγια
Tου ΘανÜτου θωριÜ, τον κρýον ¢δη,
Tο Tßποτε κι ανÞξερα στα βÜθια
του εßναι μας εξýπναες μια λαχτÜρα
να γλυτþσουμε απ' üλα μας τα πÜθια,
τη πικρÞ να ξορκßσουμε κατÜρα
Tης ζωÞς και να μποýμε με μßας
στ' Üδυτα της θεúκÞς ανυπαρξßας.
ΥπερÜνθρωπος
Του μυστÞριου ανασÞκωσε την πÝτρα
και μη σκιαχτεßς το δÜγκωμα του αστρßτα.
Το τι ´ναι η αλÞθεια αδιÜκοπα αναζÞτα
και ιδÝς αν εßναι, ως λεν, ψυχοπονÝτρα.
Μßα μßα τες σαγιτιÝς του πüνου μÝτρα
και Üγρυπνος τες πληγÝς που ανοßγουν κοßτα
μηνýτρα φτÜνει η καθεμιÜ σαγßτα
απ´ της Üσπλαχνης Μοßρας τη φαρÝτρα.
Και α βρεις που ο Πüνος εßναι η μüνη ΑλÞθεια,
τüτες απ´ τ´ αντριωμÝνα σου τα στÞθια
την ταπεινüτη γδýσου της ορφÜνιας.
Στης ΟμορφιÜς, στης Δýναμης τη γλýκα,
με αλαλητü χαρÜς και περηφÜνειας
γßνε Θεüς σου και τη Μοßρα νßκα.
Νýχτα
ΤρεμÜμεν’ ἄστρα εἰς τὰ νερὰ τὰ φÝγγη τους πλαγιÜζουν,
Ποῦ ὀνεßρατα τῆς θÜλασσας τῆς κοιμισμÝνης μοιÜζουν·
Οὔτ’ ἕνα φýλλο τρÝμει
’Σ τὸ δÜσο καὶ μὲ τὰ πουλιὰ
’Σ τῶν δÝνδρων τὴ μοσχοβολιὰ
Μὲ ταῖς φτεροýγαις μαζωχταῖς γλυκοκοιμῶντ’ οἱ ἀνÝμοι.
Ἐκεῖ ποῦ ἡ πλÜση φαßνεται πὼς σὰν νεκρὴ σιγÜει,
Ἐκ’ ἡ φιλÝρημη ψυχὴ τοῦ ποιητῆ γροικÜει
ΑἰθÝριαν ἁρμονßα·
Ἀκοýει τ’ ἀστÝρια νὰ λαλοῦν,
Τὰ Χερουβὶμ ν’ ἀντιλαλοῦν
’Σ τὴ γαληνὴ τοῦ Σýμπαντος ἀπÝραντη ἐκκλησßα.
Ἑκεῖνα τὰ λαλÞματα ὁ ποιητὴς τ’ ἀκοýει,
Κ’ ἐκεῖ μαθαßνει ἔτσι γλυκὰ τὴ λýρα του νὰ κροýῃ,
Καὶ οὐρανικὰ νὰ ψÜλλῃ
Ὀνεßρατα μαγευτικÜ,
Ἐλπßδ’, ἀγÜπη, ἰδανικÜ,
Τῆς ὠμορφÜδας τὰ καλÜ, τῆς ἀρετῆς τὰ κÜλλη.
(Μüναχο, 27 Ιουλßου 1885)
Ειδýλλιον
Μὲ φωτßσματ’ ἀσημÝνια λÜμπυρßζουν
ᾙ ἐληὲς ὄξω ’ς τὴ λιακÜδα·
Μüνο ἐδῶ νερὰ δροσÜτα μουρμουρßζουν
Εἰς τ’ ἀπüσκια μὲς τὴν πλοýσια πρασινÜδα.
Μιὰ σκεπὴ μᾶς πλÝκουν ἄνθη ἐδῶ καὶ φýλλα
Ὅπου ὴ κÜψα δὲν περνÜει·
Μüνο ἀπανοýθε τὸ φῶς τὴν πρασινßλα
’Σ τὰ τετρÜξανθα μαλλιÜ σου ἀντιφωτÜει.
Ἔλ’, ἀγÜπη μου, γλυκὰ ν’ ἀναπαυθοῦμε
Δῶ σιμὰ ’ς τὴ νερομÜνα·
Γýρ’, ἐδῶθε, λυγερÞ, νὰ φιληθοῦμε,
Ἀλλ’ ἀγÜλια, μὴν ξυπνÞσωμε τὸν Πᾶνα!
’Σ τὸ χιονÜτο σου τὸν κüρφο ἕνα λουλοῦδι
Μαβὶ κι’ ἄγριο γÝρνει κÜτου·
Σὰν βραδυÜσῃ θὰ σοῦ ψÜλω ἕνα τραγοῦδι
Ποῦ θὲ νἄχῃ τὴ δροσιÜ, τὴ μυρωδιÜ σου.
Γýρε πÜλι, λυγερÞ, νὰ φιληθοῦμε,
Τὸ νερὸ σιγοκυλÜει·
Τὴ μουρμοýρα τὴ γλυκειÜ ποῦ τþρ’ ἀκοῦμε,
Ὁ σκοπὸς ποῦ θὰ σοῦ πῶ θὰ σ’ τὴ θυμÜῃ.
ΤÞρα ἐκεῖ ’ς τ’ ἀλαβαστρÝνιο σου ποδÜρι
Πεταλοýδα ὡραßα ζυγþνει·
Σὰν κι’ αὐτὴ μὲ πλÞθιο χρῶμα καὶ καμÜρι
Τὰ φτερÜ του ὁ κÜθε στßχος μου θ’ ἁπλþνῃ.
Δüς μου ἀκüμα ἕνα φιλÜκι, δüς μου κι’ ἄλλο!
Σὺ τοῦ τüπου εἶσ’ ἡ ΝαúÜδα.
Ἄχ! νὰ ἠμπüρια στὸ τραγοῦδι μου νὰ βÜλω
Τοῦ φιλιοῦ καὶ τοῦ κορμιοῦ σου τὴ γλυκÜδα!
Ψυχοφßλημα
ΧρυσÜρμενα ονεßρατ´ αργοπλÝνε
στο πÝλαγο του πüθου οι φαντασßες
και κατακεß αρμενßζουν üπου επÞες,
üπου τα δυο σου μÜτια γελοκλαßνε,
üπου απÜρθενος φÝγγεις, λατρεμÝνε
κρßνε της ομορφιÜς, κ´ οι μελωδßες
των τραγουδιþν σου σμßγουν τες μαγεßες,
που μες τ´ αγνÜ σου χεßλια σιγοπνÝνε.
ΧÜρου, καρδιÜ μου θλßβερη, κι αγÜλλου!
ΠÝρασε η μαýρη νýχτα κ´ η Üγρια μπüρα.
¢νθι και συ μικρü μες του μεγÜλο
Κüσμου το περιβüλι Üνοιξε τþρα.
Δεν Þξερε η ψυχÞ μου να φιλÞσει·
τþρα ξÝρει. Ω πανÜχραντο μεθýσι.
Αργυρüκουπα
ΚρουσταλλÝνιο, διÜφανο, γεμÜτο
απ´ Üδολο κρασß που πορφυρßζει,
με κοýνημα θερμü μ´ αßστημα ακρÜτο
Ýνα φτωχü ποτÞρι σ´ αντικρýζει,
σε λαχταρÜει, σε γγßζει και τ´ αφρÜτο
κρασß σαν αßμα χýνεται, σκορπßζει,
και το ποτÞρι μÝνει Üδειο ως τον πÜτο
γιατß το γγßξιμü σου το τσακßζει.
Μα συ στÝκεις ατÜραχτη και κρýα
αργυρüκουπα, πλοýσια ιστορισμÝνη,
με την περÞφανÞ σου θεωρßα.
Εßσαι να σ´ αγαποýν συνηθισμÝνη·
στης ζωÞς την πικρÞ χαροκοπßα
δε δεßχνεις με τι σ´ Ýχουν γεμισμÝνη.
¢νθρωπος
Σαν η ψυχÞ δüξας φορεß στεφÜνια
και για πλοýτο Þ για δýναμη φουσκþνει,
ενÜντιο λüγο Þ νüημα δε σηκþνει·
Συχþριο δε γνωρßζει η περηφÜνεια.
Μα απü αψýτερη καßεται κακοφÜνεια
–και υποψßα προσβολÞς της φαρμακþνει–
καρδιÜ που αδικοσÝρνεται στη σκüνη
και πικροπαραδÝρνει στην ορφÜνια.
Και τοýτη συμπαθÜει· τι, üσο τη σφÜζει
πλιο αλýπητα ο καημüς, τüσο κÜθ´ Üλλη
Ýγνοια εγδικÞτρα μÝσα της λουφÜζει
και χωνεýει σα σπßθα στην αθÜλη:
Μüνη η ΑγÜπη, Üγια λÜμπα, απü τη στÜχτη
ξεσπÜ αγνÜντια στην üχτρητα και στ´ Üχτι.
Εγκοßμηση
¢ρρωστε, ιδÝς, λαμπρÜ σβýνεται η μÝρα,
τριανταφυλλß προμÞνυμα του ΧÜρου·
τÝτοια ομορφÜδα στα γεμÜτα χÜρου
που τýχη σοý χαρßζει ανοιχτοχÝρα
και στο ναü που Üσπρος φαντÜζει πÝρα
–σα νÜγιναν κολþνες του μαρμÜρου
οι αρμονßες ενüς ýμνου του ΠινδÜρου
πÞζοντας ξÜφνου μες τον Üγιο αγÝρα–
Ýμπα, κοßμου κι ο ýπνος θα σε γιÜνει·
θα ονειρευτεßς την ομορφιÜ την ßδια
που με τ´ αρχαßο τραγοýδι θα γλυκÜνει
της καρδιÜς σου τα θλßβερα ξεσκλßδια·
«Τον αγαπÜ ο Θεüς πεθνÞσκει νÝος·
μην ξυπνÜς. Εßμαι ο ΘÜνατος ο ωραßος.»
AφιÝρωση
ΠÝτα, ΑγÜπη, στα ουρÜνια και χαιρÝτα
τη μÜννα μου και δεßχ´ της τα φτωχÜ μου
τοýτα τραγοýδια, κ´ Ýπειτα εδþ χÜμου
βλογημÝνα απ´ αυτÞν ξανÜφερÝ τα·
Μ´ Ýνα χαμüγελü της χρýσωνÝ τα,
και σαν πετρÜδια ατüφωτα, σαν Üμμου
χρυσοý κλωνιÜ, χαρÝς και βÜσανÜ μου,
θα γυαλßσουν μες τ´ Üτεχνα σονÝττα.
Σαν αλκυüνα, ΑγÜπη, με φτεροýγες
απλωμÝνες διαβαßνεις ιριδÝνια
κατÜστρωτες με φως ανÜερες ροýγες.
Στης ζωÞς τ´ Üγριο πÝλαο νεραúδÝνια
χαρßζεις καλοσýνη, üθε φωλιÜζεις
και μ´ üνειρα ουρανοý το ασπρογαλιÜζεις.
ΚαρδÜκι
Τ´ Üγνωρα ρεποθÝμελα του αρχαßου
ναοý στο Ýρμο ακροθαλÜσσιο πλÜι
χορταριασμÝνα κοßτονται. ΓελÜει
γýρου ομορφÜδα κüσμου πÜντα νÝου.
Κια λÝω που ακüμα απ´ την κορφÞ του ωραßου
βουνοý στ´ Üσπρα ντυμÝνη ροβολÜει
η αρχαßα ζωÞ κι αυτοý φεγγοβολÜει
λαμπρüς ναüς τεχνßτη Κερκυραßου.
Χρυσüνερο, σε βλÝπω γιατß μ´ Ýχει
μαγÝψει το νερü στην κρýα βρýση,
που μÝσαθε απü τ´ Üγιο χþμα τρÝχει.
¸τσι κÜποιος θεüς θα τüχει ορßσει.
Κι üποιος ξÝνος εκεß το χεßλι βρÝχει
στα γονικÜ του πλια δε θα γυρßσει.
ΚρÞτη
ΣειρÞνα πρασινüχρυση, με μÜτι
σαν της αγÜπης, με λαχτÜρας χεßλια,
αχτιδομÜλλα, ορθüβυζα, με χßλια
μýρια καμÜρια και λÝπια γεμÜτη,
τραγοýδι τραγουδÜς μες στη ροδÜτη
κατÜχνια του πελÜου και στην προσÞλια
του αγÝρος πλατωσιÜ και στα βασßλεια
της γης πνοÞ το σÝρνει μυρωδÜτη:
«Σαν το γÜλα της Αßγας Αμαλθεßας
θρÝφει θεοýς και το φιλß μου εμÝνα.
ΕλÜτε να χαρεßτε μες στης θεßας
αγκαλιÜς μου το σφßξιμο ενωμÝνα,
πρüσφυγες της ΖωÞς, δþρα Üγια τρßα:
θÜνατο, αθανασßα κι ελευτερßα».
Παλιοκαστρßτσα
Σαν πεθÜνω εδþ θÜρθω με τα μýρια
φαντÜσματα Üυπνα μÝσα σε Üυλα γνÝφια,
Þ σε ασημοβολÞς μαúκÜ σεντÝφια
τ´ Üγια της νýχτας να χαρþ μυστÞρια·
να ιδþ των ξωτικþν τα πανηγýρια,
των τελωνιþν τα θεüτρελλα κÝφια.
Του Νεραúδοχοροý να ακοýσω ντÝφια
και ΣÝρηνων τραγοýδια Þ και μαρτýρια.
Και Üμα στα αστÝρινÜ τους χρυσαμÜξια
οι αγγÝλοι φýγουν και ο ¹λιος φÝξει πßσω,
ýμνο στην τετραγÜλανη μονÜξια
πουλß τ´ Üγριου γιαλοý θα κελαηδßσω·
τεχνßτρα η πικροθÜλασσα παρÜξια
της λαλησιÜς μου θα βαστÜει το ßσο.
¸ρως & ΘÜνατος
Με εκοßταξε Ýνα σοýρουπο το ΜÜη,
το μοσκοβολισμÝνο ΜÜη το μÞνα,
και η ματιÜ της για πÜντα μοý επρομÞνα
ευτυχßα, που το ουδÝν δεν πεθυμÜει.
Μα ο πüθος δε χορταßνει üσο κι α φÜει,
μες την καρδιÜ μου μπÞγεται σα σφÞνα·
σα διψασμÝνη λυþνεται αλαφßνα
η ψυχÞ üση γλýκα κι α ρουφÜει.
ΜÜγο, ανÝσπερο φÝγγος του θανÜτου,
εσý, ναι, με γλυκιÜ παρηγορßα
πραàνεις καθενüς τα βÜσανÜ του.
Μες απ´ την αλαβÜστρινην υδρßα
ü,τι κι αν τÜζεις δßνεις κιüλας, αφανßζεις
την πεθυμιÜ, τους ýπνους αιωνßζεις.
Νßκη
ΕβρÝθηκ´ Ýνα ατßμητο βλησßδι!
Τþρα που οι αρχαßοι ξανÜζησαν αγþνες,
που της Πατρßδας δßνουν ζωογüνες
φλüγες αντριÜς, πολεμικÞς μισßδι.
Του ΓÝνους μας παμπÜλαιο στολßδι,
πþλαμψε στου ΗρακλÞ τους ελαιþνες
Ýπειτ´ απü εικοσιτρεßς και πÜλ´ αιþνες
ξαναστρÜφτουν οι ΩδÝς του Βακχυλßδη.
Σ´ εμÜς τον στÝρνει τþρα η ΕλλÜδα ΜÜννα
θρßαμβου αρραβþνα στη μεγÜλη ΠÜλη,
και το ΓÝνος μ´ ελπßδας θρÝφει μÜνα
που σ´ Üγιο Αγþνα θα νικÞσει πÜλι.
ΜÜννα! Τους νÝους σου Þρωες να εγκωμιÜσει
γεννηθÞτω ποιητÞς που να του μοιÜσει!.