ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Ìõñôéþôéóóá: ÄõíáìéêÞ Óýã÷ñïíç Óáðöþ...

 Βιογραφικü

     Η Μυρτιþτισσα Þταν Ελληνßδα ποιÞτρια και μεταφρÜστρια. ΑγαπÞθηκε üσο λßγες γυναßκες στην εποχÞ της, τüσο για την ομορφιÜ της, üσο και για το πνεýμα και τα ερωτικÜ της ποιÞματα. Απü τις σημαντικüτερες γυναικεßες φυσιογνωμßες στο χþρο της νεοελληνικÞς ποßησης.
     Η Θεþνη Δρακοποýλου, üπως Þτανε το πραγματικü της üνομα, γεννÞθηκε το 1885 στο ΜπεμπÝκι, προÜστιο της Πüλης. Ο πατÝρας της, ΑριστομÝνης Δρακüπουλος, Þτανε γιος της Θεþνης ΚαλαμογδÜρτη κι εγγονüς του ΑνδρÝα ΚαλαμογδÜρτη, γüνου αρχοντικÞς ΠατρινÞς οικογÝνειας. ¹τανε διπλωμÜτης κι υπηρετοýσεν εκεß ως πρþτος διερμηνÝας της ΕλληνικÞς Πρεσβεßας. Εßχεν üλα τα μÝσα και τη καλλιÝργεια να της προσφÝρει τη μüρφωση που απαιτοýσεν η πρþιμη καλλιτεχνικÞ της ιδιοσυγκρασßα. 6 χρüνια μετÜ τη γÝννηση της κüρης του διορßστηκε γενικüς πρüξενος της ΕλλÜδας στη τουρκοκρατοýμενη τüτε ΚρÞτη, üπου μετακüμισε μαζß με την οικογÝνειÜ του. ΜετÜ απü παραμονÞ 2 χρüνων στο νησß, η οικογÝνεια εγκαταστÜθηκε οριστικÜ στην ΑθÞνα, üπου η Θεþνη φοßτησε στη ΣχολÞ Χιλ της ΠλÜκας.



     Απü μαθητικÞ ηλικßα εßχε κλßση προς τη ποßηση και το θÝατρο. Στα 16 προκÜλεσε θüρυβο γýρω απ' τ' üνομÜ της, üταν απÞγγειλε στον Παρνασσü το ποßημα του ΠαλαμÜ, Ξýπνα, Ξýπνα, -Ýνα σπαραξικÜρδιο θρηνολüγημα για το παιδß του. Τελειþνοντας τις εγκýκλιες σπουδÝς στην ΑθÞνα, παρακολοýθησε μαθÞματα στη ΒασιλικÞ ΔραματικÞ ΣχολÞ Εθνικοý ΘεÜτρου. Στη συνÝχεια πÞρε μÝρος σ’ ερασιτεχνικÝς παραστÜσεις αρχαßου δρÜματος και συνεργÜστηκε με τη ΝÝα ΣκηνÞ του Κωνσταντßνου ΧρηστομÜνου
ΓρÜφει η ßδια για κεßνη τη περßοδο:

   "[....] ΛÜβαινα μÝρος εδþ κι εκεß σε κÜτι ερασιτεχνικÝς παραστÜσεις αρχαßων δραμÜτων κι αργüτερα πÜλι σε καλλßτερο και καλλιτεχνικüτερο επßπεδο με τον καταπληχτικü ΧρηστομÜνο. ΛÝγανε πως εßχα ταλÝντο, μα δε μ' Üφησαν να το καλλιεργÞσω. ¸πειτα βιαστικÜ, σα να με εßχανε πÜρει τα χρüνια, με πÜντρεψαν. Εßναι ωστüσο βÝβαιο πως εγþ προετοßμασα στο γιο μου το δρüμο που τονε πÝρασε μετÜ τüσο θριαμβευτικÜ, γιατß ως την þρα που το γÝννησα, το μüνο πρÜγμα που μ' απασχολοýσε, το μüνο που πρüσεξα στο Παρßσι, σε κεßνη τη μεγαλοýπολη που πÞγα μετÜ το γÜμο μου, Þτανε το θÝατρο. Ο γÜμος μου στÜθηκε Üτυχος. Εγþ η ßδια δÝχτηκα να παντρευτþ Ýνα ξÜδερφü μου που 'χε Ýρθει τüτε απ' το Παρßσι να μας δει και τονε προτßμησα απ' üλους τους νÝους που γνþριζα. Δεν τον αγÜπησα, üμως Ýλεγα πως το συγγενικü μας αßμα θα 'σμιγε σιγÜ-σιγÜ και τις ψυχÝς μας. Εßχα Üδικο. ¼σο καλüς κι αν Þταν, ευγενικüς, μορφωμÝνος, üσο κι αν αγÜπησε και φρüντισε κι αυτüς üπως μποροýσε τη μüρφωση του παιδιοý μας, στο βÜθος Ýμεινε ξÝνος για μÝνα. Αγαποýσε ωστüσο κι αυτüς πολý το θÝατρο και με βοÞθησε στο Παρßσι να πηγαßνω και ν' ακοýω τα μαθÞματα που δßνανε φτασμÝνοι ηθοποιοß στην επßσημη ΔραματικÞ ΣχολÞ του ΚρÜτους. Οι καλλßτερÝς μου þρες Þταν εκεßνες που περνοýσα σε κεßνη την αßθουσα".



     Την ßδια εποχÞ ερωτεýεται τον κατÜ 6 χρüνια μεγαλýτερü της ποιητÞ ΠÝτρο ΖητουνιÜτη (1875-1909). Ο ÝρωτÜς τους θα ‘χει Üδοξο τÝλος, μετÜ τις απειλÝς της οικογÝνειÜς της προς τον νεαρü ποιητÞ απü τη ΛειβαδιÜ, για διακοπÞ της σχÝσης του. Το 1903 η 18χρονη τüτε Θεþνη ερωτεýεται παθιασμÝνα τον 36χρονο, Þδη επιτυχημÝνο συγγραφÝα Γρηγüρη Ξενüπουλο. Αυτüς üμως εßχε μüλις νυμφευτεß τη Χριστßνα Κανελλοποýλου, τη 2η σýζυγü του. Η σýντομη αλλÜ θυελλþδης σχÝση τους δεν κρÜτησε πολý αλλÜ παραμÝνει θρυλικÞ για üσα Ýγραψε (ποιÞματα κι επιστολÝς) η νÝα γυναßκα για το αντικεßμενο του ÝρωτÜ της. Για τον Ξενüπουλο δεν Ýγραψε μüνο ερωτικÜ ποιÞματα αλλÜ και μερικÝς απü τις διασημüτερες ερωτικÝς επιστολÝς που Ýχουνε γραφτεß στην ελληνικÞ γλþσσα. Εκεßνος περιÝγραψε τη σχÝση τους (αλλÜζοντας τα ονüματα) στο περßφημο μυθιστüρημÜ του Οι Μυστικοß Αρραβþνες που δημοσιεýθηκε το 1915 και περιελÜμβανε μÝσα αποσπÜσματα απü τις επιστολÝς της. ¼ταν το 1938 δημοσßευσε την αυτοβιογραφßα του αποκÜλυψε για 1η φορÜ πως η πρωταγωνßστρια του μυθιστορÞματος Þταν στη πραγματικüτητα η Μυρτιþτισσα κι οι περßφημες επιστολÝς Þτανε γραμμÝνες απ' αυτÞν.

     ΜετÜ το χωρισμü τους αποφÜσισε να γßνει ηθοποιüς -Ýλαβε μÜλιστα μÝρος και σε θεατρικÝς παραστÜσεις του Εθνικοý ΘεÜτρου (Το 1904 Ýλαβε μÝρος στη παρÜσταση της Αντιγüνης του ΣοφοκλÞ κι Ýπαιξεν επßσης στο Δημοτικü και το Εθνικü ΘÝατρο) αλλÜ η οικογÝνειÜ της αντÝδρασε. Την ανÜγκασε να σταματÞσει και να παντρευτεß το μακρυνü εξÜδελφü της Σπýρο ΠαππÜ. Εκεßνος που υπηρετοýσε στο διπλωματικü σþμα, ζοýσε μüνιμα στο Παρßσι κι αγαποýσε το θÝατρο, Ýτσι της επÝτρεψε να συνεχßσει τις σπουδÝς της στη ΓαλλικÞ ΚρατικÞ ΔραματικÞ ΣχολÞ. Μαζß απÝκτησαν Ýνα παιδß, τον Γιþργο. ¼μως Ýνας γÜμος χωρßς Ýρωτα δεν μποροýσε να κρατÞσει για τη Θεþνη. Ο γÜμος της  Þτανε βραχýβιος, αφοý Ýγινε παρÜ τη θÝλησÞ της και μετÜ απü μερικÜ χρüνια επÝστρεψε στην ΑθÞνα, üπου εργÜστηκε σαν καθηγÞτρια απαγγελßας στο Ωδεßο Αθηνþν. 
     Το μοναχοπαßδι τους Þταν ο μεγÜλος ηθοποιüς του θεÜτρου Γιþργος ΠαππÜς (ο ηθοποιüς που τüσο παρÜφορα ερωτεýτηκε η Μελßνα Μερκοýρη þστε αποφÜσισε να γßνει κι αυτÞ ηθοποιüς). Η Θεþνη Þτανε παραπÜνω απü περÞφανη για το γιο της που κατÜφερε να πραγματοποιÞσει το δικü της νεανικü üνειρο. ¼μως ο γιος της, στο απüγειο της καρριÝρας του, επικεφαλÞς του θιÜσου Γιþργος ΠαππÜς-¸λλη ΛαμπÝτη-ΔημÞτρης Χορν πÝθανε στα 55 μüλις (1903-1958). Το πλÞγμα για τη ποιÞτρια Þταν αβÜσταχτο.


 
     Ατυχßες οικογενειακÝς την ανÜγκασαν να εγκαταλεßψει τη σκηνÞ, να δοθεß στη περιπλÜνηση και τη παρηγοριÜ των ταξιδιþν. ΚαθοριστικÞ για την ποιητικÞ της Ýκφραση στÜθηκε η γνωριμßα κι ο ÝρωτÜς της με τον ποιητÞ ΛορÝντζο Μαβßλη. ΜετÜ τον δραματικü θÜνατü του στη μÜχη του Δρßσκου το 1912 κατÜ τη διÜρκεια των Βαλκανικþν ΠολÝμων, η Μυρτιþτισσα στρÜφηκε στη ποßηση για να εκφρÜσει τον πüνο της. Το 1919 κυκλοφüρησε η πρþτη της ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο Τραγοýδια. ΣημαντικÞ για τη ζωÞ της στÜθηκε επßσης η βαθειÜ φιλßα που τη συνÝδεε με τον ΠαλαμÜ, που της στÜθηκε καθοδηγητÞς, στη ποιητικÞ της πορεßα, απü την ηλικßα των 27 κι ýστερα. Στη συνÝχεια και για 6 χρüνια εργÜστηκεν ως καθηγÞτρια απαγγελßας στο Ελληνικüν Ωδεßο.
     Αν η βιογραφßα της δεν Ýχει να παρουσιÜσει εντυπωσιακÜ απρüοπτα, ποικßλες üμως εßναι οι φÜσεις  απü τις οποßες πÝρασεν η ψυχικÞ της περιπÝτεια, ανακλÜσεις της οποßας συναντοýμε στα ποιÞματÜ της. Οι στßχοι της, -μαζß με κεßνους της Αιμιλßας ΔÜφνη- αποτÝλεσαν τη πρþτη ουσιαστικÞ κι αξιüλογη προσφορÜ γυναικεßας τÝχνης στο τüπο μας. ΣυνεργÜστηκε με τα περιοδικÜ της Αλεξανδρεßας: "ΓΡΑΜΜΑΤΑ", "ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΤΕΧΝΗ" καθþς επßσης και με τα δικÜ μας: "ΝΟΥΜΑ", "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ" και σ' αραιÜ διαστÞματα, με νεüτερα περιοδικÜ κι εφημερßδες. Δßνοντας Ýνα συνεχÝς παρþν αποδεßχτηκε σημαντικÜ πολýγραφη μεταξý των Üλλων γυναικþν συναδÝλφων της, απüχτησε δε το τßτλο της αντιπροσωπευτικÞς Ελληνßδας ποιÞτριας, χαρακτηριζομÝνη μÜλιστα ως η νÝα Σαπφþ, στην εποχÞ της. Σημαντικü να προσθÝσουμε πως ο μÝγας ποιητÞς της εποχÞς, ΚωστÞς ΠαλαμÜς, Ýσπευδε να προλογßζει μαγεμÝνος το κÜθε της βιβλßο, πρÜγμα που δεßχνει απü μüνο του τη μεγÜλη σπουδαιüτητα αυτÞς της γυναικεßας τρυφερÞς λαλιÜς.


     ΤιμÞθηκε με κρατικÜ βραβεßα ποßησης, το 1932 για τα Δþρα Της ΑγÜπης και το 1939 για τις ΚραυγÝς. ΜετÜ τον πρüωρο χαμü του γιου της, τον οποßο υπεραγαποýσε, εξÝδωσε το βιβλßο Ο Γιþργος ΠαππÜς Στα ΠαιδικÜ Του Χρüνια (1962). ΑσχολÞθηκε, επßσης, με τη μετÜφραση ξÝνων λογοτεχνþν κι ελλÞνων κλασικþν, που δημοσιευτÞκανε σε περιοδικÜ Þ κυκλοφορÞσανε σε αυτοτελÞ βιβλßα. ΕξÝδωσεν επßσης τα ποιητικÜ Ýργα Τραγοýδια (1919), Κßτρινες Φλüγες (1925) (με πρüλογο του ΠαλαμÜ, 1925), Δþρα Της ΑγÜπης (1932, Βραβεßο Ακαδημßας Αθηνþν) και ΚραυγÝς (1939, Κρατικü Βραβεßο) ενþ το 1953 κυκλοφüρησε Ýνα συγκεντρωτικü Ýργο με τßτλο ΠοιÞματα.



     Τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς της υπÝφερε απü διαβÞτη. ΠÝθανε Ýπειτα απü καρδιακÞ προσβολÞ στην ΑθÞνα ΚυριακÞ 4 Αυγοýστου 1968, σε ηλικßα 83 ετþν. Η ταφÞ της Ýγινε στον οικογενειακü τÜφο της οικογÝνειας Δρακοποýλου στο Α' Νεκροταφεßο Αθηνþν. Το αρχεßο της οικογÝνειας ΚαλαμογδÜρτη δþρισε τα ΠοιÞματα στο ξÜδελφü της Γεþργιο Παπαδιαμαντüπουλο κι αυτüς με τη σειρÜ του στη ΔημοτικÞ ΒιβλιοθÞκη.

     Η ποßηση της αποτελεß σταθμü στο γυναικεßο νεοελληνικü ποιητικü λüγο, ενþ Þτανε και διÝξοδος στο ρομαντικü και συναισθηματικü χαρακτÞρα της. Τα ποιÞματÜ της εßναι αμιγþς ερωτικÜ και συγκινοýν με τη γνησιüτητα της λαúκÞς ιδιοσυγκρασßας της. Κυριαρχεßται απü Ýντονο λυρισμü, ενþ συχνÜ θÝματÜ της εßναι η φýση και το δßπτυχο Ýρως-θÜνατος. ¢νθρωπος με ιδιαßτερες ευαισθησßες, κατεξοχÞν ερωτικÞ ποιÞτρια, Ýγραφε με πÜθος κι ειλικρßνεια για τον Ýρωτα, απελπισμÝνα. ¼πως  παρατÞρησε κι ο ΠαλαμÜς, δεν επιμÝνει, ιδßως στις 1ες της συλλογÝς, στην επεξεργασßα του στßχων και παρουσιÜζει χαλαρüτητα στο ýφος, μειονεκτÞματα, που καλýπτονται συχνÜ απü τον πηγαßο θερμü λυρισμü της.



     Οι σχÝσεις της (ερωτικÝς Þ πλατωνικÝς) με Üλλους ποιητÝς και συγγραφεßς την καθüρισαν. ΜετÜ το διαζýγιü της την περßμενε Ýνας Üλλος καθοριστικüς γι' αυτÞν Ýρωτας με τον ποιητÞ ΛορÝντζο Μαβßλη. Γι' αυτüν γρÜφει Ýνα απü τα διασημüτερα ποιÞματÜ της: Σ' Αγαπþ. ¹ταν μüνον 27 üταν ο 52χρονος Μαβßλης σκοτþνεται στη μÜχη του Δρßσκου στη διÜρκεια του 1ου Βαλκανικοý ΠολÝμου στον οποßο κατετÜγη ως εθελοντÞς. Ο ΚαζαντζÜκης την αποκÜλεσε "σταυρωμÝνη ποιÞτρια της αγÜπης". Η μακρüχρονη φιλßα με τον ΠαλαμÜ, η γνωριμßα με: ΠαπαδιαμÜντη, Σικελιανü και  ΚαβÜφη τη σημÜδεψαν ενþ Þταν αυτÞ που φρüντισε στις τελευταßες þρες της ζωÞς της στο σανατüριο την επßσης μεγÜλη ποιÞτρια Μαρßα Πολυδοýρη.


===============


           Τß ¢λλο ΚαλÝ Μου...  *

Τß Üλλο, καλÝ μου, ζητÜς απü μÝνα
και στÝκεις θλιμμÝνος μπροστÜ στη μορφÞ μου,
αφου κι η καρδιÜ μου, αφοý κι η ψυχÞ μου,
-κι ας εßσαι νεκρüς- πλημμυροýν απü ΣÝνα;

Τα θεßα τραγοýδια σου Ýνα προς Ýνα
τα ζει κÜθε νýχτα η ψÜλτρα φωνÞ μου,
γενÞκαν αυτÜ μοναχÞ προσευχÞ μου,
αγνÞ προσευχÞ, γεννημÝνη απü ΣÝνα!

Γιατß με κοιτÜζεις με μÜτια θλιμμÝνα;
ΛαμπÜδα σου ανÜβω την ßδια ψυχÞ μου
και μÝρα τη μÝρα σκορπÜ κι η ζωÞ μου
για ΣÝνα, τα ρüδα της τα χλωμιασμÝνα.

* (τοýτο το ποßημα γρÜφτηκε μÜλλον για το ΛορÝντζο Μαβßλη κι ανÞκει στη ποιητικÞ συλλογÞ της: "Κßτρινες Φλüγες" που εκδüθηκε πρþτη φορÜ το 1925, 13 χρüνια μετÜ τον θÜνατο του.)

ΝεκρÝ ¸ρωτÜ Μου!

Νýχτα, φεγγÜρι,
και συ μπροστÜ μου
ζωντανεμÝνος,
νεκρÝ ¸ρωτÜ μου!

ΚÜτι μου δεßχνει
το θεßο σου χÝρι,
πüτε το κýμα
πüτ' Ýνα αστÝρι.

Σου λÝω: "ΚαλÝ μου
Üργησες τüσο!
Τß θα μπορÝσω
πια να σου δþσω
";

Μου λες: "Το φως μου
θα σε φωτßζει
κι η Üυλη ζωÞ μου
θα σε στολßζει
"!

Και περπατοýμε
και το φεγγÜρι
μας στεφανþνει
ουρÜνια χÜρη!

ΞÜφνου σε χÜνω.
Κι αντικρινÜ μου
το ξÝρο δÝντρο
για συντροφιÜ μου!

              Ποιüς Εßσαι Συ;

Ποιüς εßσαι συ που στÜθηκες πεισματικÜ μπροστÜ μου,
και των ματιþν σου τα πετρÜδια
σαν πυρωμÝνα κÜρβουνα ξεσκßζουν και τρυποýν
τα τρßδιπλÜ μου τα σκοτÜδια;
Ποιüς εßσαι συ που τÜραξες βαθιÜ τη μοναξιÜ μου;

Δε βλÝπεις απ' τον κüσμο αυτü πως εßμαι πια φευγÜτη;
ΜÞτε γυρεýω τßποτα, μÞτε μπορþ να δþσω.
Τα φλογισμÝνα μÜτια σου του κÜκου με πονοýν.
Και μοναχÜ το χÝρι να σ’ απλþσω,
θα ’ναι κι αυτü μια βδελυρÞ, που δε μου στÝκει, απÜτη.

Το ντýμα μου το σÜρκινο, μου το 'λυωσε η ψυχÞ μου,
κι Ýπεσε απÜνω του βαρýς της λησμονιÜς ο λßθος.
Τα γÞινα τα στολßδια μου ξεφτßσανε κι αυτÜ.
κι εßν’ η καρδιÜ σε τÝτοιο βýθος!
Φýγε, το δρüμο τþρα πια θα πÜρω μοναχÞ μου.

Εßμαι του ßδιου μου εαυτοý μια ανÜλαφρη σκιÜ,
νερÜκι π' αργοσþνουμαι μακρυÜ απü τη πηγÞ μου.
Γýρισε πßσω, εγþ τραβþ για τ' Üυλα τα νησιÜ.
Κι αν μου τρυπÜ τα σπλÜγχνα μου του πüθου σου η ματιÜ,
του κÜκου! στÜλα αιμÜτινη δεν τρÝχει απ’ τη πληγÞ μου.

      Μηδ' Ο Πüνος μου...

ΜÞδ' ο πüνος μου δε σε κρατÜ
μηδÝ πια τα δÜκριÜ μου,
κÜθε μÝρα φεýγεις μακριÜ
κι üλο πιο μακριÜ μου.

ΤυλιγμÝνον μες στη συγνεφιÜ
και στη καταχνιÜν, αλλοιÜ μου
δε σε ξεχωρßζει καθαρÜ
η θαμπÞ ματιÜ μου.

Κι αν χαθεßς για με παντοτινÜ
θλιβερÝ ¸ρωτÜ μου,
πÜνε της ψυχÞς μου τα φτερÜ,
πÜει και το χρυσÜφι της καρδιÜς μου...

         Τα ΒÞματα

Τα βÞματα, τα βÞματÜ σου
τα γνþριμα τ’ αγαπημÝνα
που εßναι χαμÝνα.

¸χω ποθÞσει τη μιλιÜ σου,
τα μÜτια σου, τα δυο σου χÝρια.

Κι Ýχω διψÜσει τα φιλιÜ σου
και πια με σφÜζουνε μαχαßρια.
Σαν θυμηθþ τα βÞματÜ σου,
καßγονται ξαφνικÜ τ’ αστÝρια.
Βρßσκομαι μες την αγκαλιÜ σου.
Τα βÞματα, τα βÞματÜ σου.

Τα βÞματα, τα βÞματÜ σου,
μες στ' üνειρÜ μου τρομαγμÝνα,
φτÜνουν σε μÝνα.
¸χω ξεχÜσει τη μιλιÜ σου,
τα μÜτια σου, τα δυο σου χÝρια.

Κι Ýχω διψÜσει τα φιλιÜ σου
και πια με σφÜζουνε μαχαßρια.
Σαν θυμηθþ τα βÞματÜ σου,
καßγονται ξαφνικÜ τ' αστÝρια.
Βρßσκομαι μες την αγκαλιÜ σου.
Τα βÞματα, τα βÞματÜ σου.

            ΠÜθος

Ω! τα μÜτια, τα μÜτια σου
που üλο χρþματ' αλλÜζουν,
με γητεýουν τα μÜτια σου
και βαθιÜ με σπαρÜζουν.

Μες στα χÝρια -τα χÝρια σου-
τα γερÜ τ' ατσαλÝνια,
τρεμουλιÜζουν τα χÝρια μου
σα πουλιÜ λαβωμÝνα!

Και το σþμα, το σþμα σου,
νευρικü κι αντρειωμÝνο,
πως το λιþνει το σþμα μου
το βαριÜ κουρασμÝνο.

                     Στο Γιο Μου... 
**

Τα πλοßα που λαχτÜριζες μακριÜ για να σε φÝρουν
στις χþρες που 'ν' σαν üνειρο, στις χþρες που μαγεýουν

κÜθε παιδιοý τη νια καρδιÜ π' üλο ποθεß και θÝλει
να δει, ν' αγγßξει, να γευτεß της γης üλο το μÝλι!

Την Üγια θýρα της ζωÞς τρεμÜμενη σ' ανοßγω
και κρýβω τη λαχτÜρα μου και τον καημü μου πνßγω.

Μα εßναι μεγÜλος μου καημüς κι εßναι πικρÞ η ψυχÞ μου...
Ω! διÜφανο αγριολοýλουδο βγαλμÝνο απ' τη πνοÞ μου.

ΜονÜχα συ, φωτßζοντας βαθιÜ τη σκοτεινιÜ μου,
το νεκρωμÝνο ξýπναγες, παλμü μες στη καρδιÜ μου.

Τþρα σε χÜνω. Αμßλητη, αδÜκρυτη και μüνη,
βλÝπω τη νýχτα να 'ρχεται βαριÜ και να με ζþνει...

** (ο γιος της Þταν ο γνωστüς τüτε πρωταγωνιστÞς του δραματικοý θεÜτρου Γιþργος ΠαππÜς)

              Voluptas

ΕλÜτε, ο κüσμος üλος εßμαι 'γω.
Μες απ' τα χρυσοκüκκινα μαλλιÜ μου
απ' τη ματιÜ κι απü τα δÜχτυλÜ μου
της ηδονÞς πετιÝται το στοιχειü.
ΕλÜτε, ο κüσμος üλος εßμαι 'γω.

Με ρüδα ευωδιασμÝνο Ýχω το στρþμα
κι επÜνω του -μεθυστικü πιοτü-
χυμÝνο τ' αλαβÜστρινü σου σþμα.
¼μως αγÜπη μη γυρεýετε απο μÝνα,
δε θα με δεßτε μπρος σας να λυγßσω
και πÜνε τα τραγοýδια σας χαμÝνα.

ΜÝσα μου Üγριες νιþθω επιθυμßες
και τις ερωτευμÝνες σας καρδιÝς
πως θα 'θελα να μπüρεια να μασÞσω
μες στα λευκÜ μου δüντια τα γερÜ,
σα φρÝσκα μυγδαλÜκια τραγανÜ
και τον αιμÜτινο χυμü τους να ρουφÞξω!

ΔÜκρια δε θÝλω, δε ζητþ,
παρÜ φωτιÜ για τη φωτιÜ μου,
τα σαρκικÜ φιλιÜ μου
στüμα που στÜζει φλüγα να γευτεß.

Ω! τι με νοιÜζει τüτες κι αν κοπεß
το νÞμα απü της Μοßρας μου τ' αδρÜχτι,
αφοý θα νιþθω πως θα σκορπιστεß
απü ηδονÞ το εßναι μου σε στÜχτη.

       Σ' Αγαπþ...

Σ' αγαπþ, δε μπορþ
τßποτ' Üλλο να πω
πιο βαθý, πιο απλü,
πιο μεγÜλο!

Μπρος στα πüδια σου 'δþ
με λαχτÜρα σκορπþ
το πολýφυλλο ανθü
της ζωÞς μου.

Ω! Μελßσσι μου! ΠιÝς
απ' αυτüν τις γλυκÝς,
τις αγνÝς ευωδιÝς
της ψυχÞς μου!

Τα δυο χÝρια μου, να!
στα προσφÝρω δετÜ
για να γýρεις γλυκÜ
το κεφÜλι

Κι η καρδιÜ μου σκιρτÜ,
κι üλη ζÞλεια ζητÜ
να σου γßνει ως αυτÜ
προσκεφÜλι!

Και για στρþμα, καλÝ,
πÜρε üλην εμÝ,
σβÞσ' τη φλüγα σε με
της φωτιÜς σου,

ενþ δßπλα σου εγþ
τη ζωÞ θ' αγροικþ
να κυλÜ στο ρυθμü
της καρδιÜς σου...

Σ' αγαπþ, τß μπορþ,
ακριβÝ, να σου πω
πιο βαθý, πιο απλü,
πιο μεγÜλο;                   (Κßτρινες Φλüγες)

    ¸ρωτας ΤÜχα...

¸ρωτας τÜχα να 'ν' αυτü
που Ýτσι με κÜνει να ποθþ
τη συντροφιÜ σου,
που σα βραδιÜζει, τριγυρνþ
τα φωτισμÝνα για να δω
παρÜθυρÜ σου;

¸ρωτας να 'ναι η σιωπÞ
που üταν σε βλÝπω μου το κλει
σφιχτÜ το στüμα,
που κι üταν μεßνω μοναχÞ,
στÝκω βουβÞ κι εκστατικÞ
þρες ακüμα;

¸ρωτας να 'ν' Þ συφορÜ
με κÜποιου αγγÝλου τα φτερÜ
που χει φορÝσει
κι Ýρχετ' ακüμη μια φορÜ
με τÝτια δþρα τρυφερÜ
να με πλανÝσει;

Μα ü,τι και να 'ναι το ποθþ
και καλþς να 'ρθει το κακü
που 'ν' απü σÝνα,
θα γßν' υπÝρτατο αγαθü
στα πüδια σου αν σωριαστþ
τ' αγαπημÝνα...                        (Τα Δþρα Της ΑγÜπης)

ΚωμικοτραγικÞ ΣυνÝχεια

¼ταν κατασιγÜστηκε το πÜθος,
η ερωτικÞ μας Ýληξε ιστορßα.
Απ' της ψυχÞς μου ξÝφυγες το βÜθος
και σου 'γινα μια ξÝνη, μια Κυρßα.

Μ' απ' της καρδιÜς την ακαταστασßα
κι απ' τ' αναστατωμÝνα τα μυαλÜ μου
νοιþθω πως -ω, η αιþνια τραγωδßα!-
με ρýθμιζε μονÜχα το αßσθημÜ μου.

Κι üμως για χρüνια ßσως υπÜρχει ακüμα
η ξεχαρβαλωμÝνη μηχανÞ μου.
Μια μαριονÝττα με ξυλÝνιο στüμα,
γελþ σαν μου τραβοýνε το σχοινß μου.

ΓρÜφω και στßχους, τραγουδþ τη Φýση
που απ' τα κλειστÜ μου τζÜμια τη κοιτÜζω,
αυτÞ, που μ' εßχε απüλυτα μεθýσει
κι ακüμα απ' τ' ÜρωμÜ της ευωδιÜζω!

Τη μüνωση αποφεýγω που ποθοýσα,
μην ανταμþσω κει τον εαυτü μου.
(ΑλÞθεια, πÜντα ωστüσο ανησυχοýσα
γι' αυτüν τον ακατÜλυτον οχτρü μου.)

Των σαλονιþν ρουφþ την ατμοσφαßρα,
με θÝλγουνε των κοριτσιþν τα νιÜτα,
τραβÜ τη προσοχÞ μου μια τσαγιÝρα,
που τη κρατÜν δυο χÝρια ντελικÜτα.

Με παßρνουν στη ταβÝρνα ποιητÜδες,
πßνω κρασß και σÜμπως να ξεχνιÝμαι,
μιλþ με θÝρμη, μπαßνω στους καυγÜδες
τους φιλολογικοýς και λÝω... και λÝμε...

Κι εßναι μαζß και θλιβερü κι αστεßο,
να συνεχßζουμ' Ýτσι αυτÞ τη ζÞση,
εμεßς, που πια ξοφλÞσαμε απ' το βßο,
σαν Ýχουμε θανÜσιμα αγαπÞσει!

        Θα ΞεχÜσω ΠοτÝ;

Θα ξεχÜσω ποτÝ της σκλαβιÜς το χειμþνα
με το τζÜκι που πÜγωσ’ εκεß στη γωνιÜ του,
με του λýχνου το φως που üσο πÜει και χλωμιÜζει
κι η ψυχÞ σε πηγμÝνο σκοτÜδι βουλιÜζει;

Θα ξεχÜσω ποτÝ της σκλαβιÜς τον Απρßλη
που σερνüταν μουγγÜ μες στις Üχαρες στρÜτες,
των πουλιþν τις φωνÝς üπου ηχοýσαν το δεßλι
σÜμπως κλÜμα πνιχτü απ’ ανθρþπινα χεßλη;

Θα ξεχÜσω ποτÝ τη γυναßκα που εβüγγα
με το βρÝφος απÜνω στον Üδειο μαστü της
και κοιτþντας μακριÜ με μιαν Ýκφραση τρüμου
εξεψýχαγε αργÜ σε μιαν Üκρη του δρüμου;

Θα ξεχÜσω ποτÝ τ’ αμολüγητο δρÜμα,
τα κορμιÜ που στο κÜρο τα σþριαζε η πεßνα,
τα σκυλιÜ που απ’ το σπßτι τα διþχναν με βßα,
και σε βλÝπαν με μÜτια γεμÜτα απορßα;

Για μια στÜλα ψωμß ποý εßχε απλþσει να πÜρει,
νηστικü καθþς Þταν το δüλιο παιδÜκι
του το σπÜσαν το χÝρι οι οχτροß· τÝτοιο κρßμα
θα το πλýνει ποτÝ των αιþνων το κýμα;

Κι üλα κεßνα τα νιÜτα ποý πÞρε το ρÝμα
τüση φλüγα που εσβÞστη απ’ του πüλεμου τ’ Üχτι,
τις καρδιÝς που’ ναι στüχος, θροφÞ του θανÜτου,
κι’ απομÝνουν στη γης, λßγες στÜλες αιμÜτου,

Θα μπορÝσω ποτÝ, βλογημÝνη üταν φτÜσει
κολυμπþντα στο φως η ελεýτερη  μÝρα,
θα μπορÝσω τις φρßκες που ζω να ξεχÜσω,
να γευτþ τη χαρÜ και ΛαμπρÞ να γιορτÜσω;

          Ω Ναι Το ΞÝρω

Ω, ναι, το ξÝρω, ο θÜνατος για μÝνανε
θε να 'ρθει ωραßος!
Σαν τη ζωÞ μου, Ýτσι κι αυτüς δε γßνεται
να εßναι τυχαßος.

Θα ξεκινÞσει μιαν αυγοýλα ρüδινη
τ’ ΑπριλομÜη,
τ’ αηδüνι απü του κÞπου μÝσα τ' Üνθισμα
θα κελαηδÜει.

Θα στÞνουνε χορü τ' ασημοπρÜσσινα
φýλλα στη λεýκα,
και θα με ραßνουν μýρο απ' το ρετσßνι τους,
πλÞθος τα πεýκα.

Θα ρÝει το αßμα μου ως χυμüς ολüδροσος
κÜτω απ' τη φλοýδα,
Þρεμη θα 'ναι μου η καρδιÜ κι ανÜλαφρη
σαν πεταλοýδα.

"Κýριε", θα πω, "στη ζÞση μου αν επüνεσα,
Ýφτασ’ η þρα,
το μÝτωπü μου να! το θεßο το χνþτο Σου
τ’ αγγßζει τþρα!".

Θα πÝφτει αργÜ το βρÜδυ απ' το παρÜθυρο
διÜπλατο μπρος μου,
θα μπουν κλαριÜ και φýλλα, δÜσο ολÜκερο,
κüσμος δικüς μου.

Κι ενþ το "χαßρε" τους γαλÞνιο, απßκραντο,
θα ηχεß βαθιÜ μου
γλυκÜ θα σβÞνω, σαν το ηλιοβασßλεμα
στη κÜμαρÜ μου...

          ¢τιτλο

Και τ' ανθοστüλιστο μπαλκüνι,
üλο απü ρüδα, γιασεμιÜ,
ο Þλιος το μεταμορφþνει
σε ΜποτιτσÝλεια ζωγραφιÜ.

Κι αντικρυνÜ το περιβüλι
βαθýσκιωτο, παλαιικü,
μας μεταφÝρει απü τη πüλη,
σ´Ýν' Üλλο κüσμο εξωτικü.

Μια σπÜνια εμορφιÜ κυκλþνει,
αγÝρινη το σπßτι αυτü,
και κεßνη που τη συμπληρþνει,
εßν' η γλυκýτατη Λητþ!


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers