Βιογραφικό
Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Σεφεριάδη) γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μ. Ασίας, το 1900. Η οικογένεια του μετοίκησε στην Αθήνα το 1914. Εκεί τελείωσε το γυμνάσιο και συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Σύντομα όμως αναχώρησε για το Παρίσι όπου ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών στη Νομική Επιστήμη (1918-1924). Εκεί συναναστρέφεται επιφανείς προσωπικότητες από τον κόσμο των γραμμάτων και της πολιτικής με αποτέλεσμα να δεχθεί βαθύτατες επιρροές και προσανατολισμούς προς τα νεωτεριστικά ρεύματα που άλλαξαν ριζικά την υφή της λογοτεχνίας, κατά τη περίοδο μετά τον A' Παγκ. Πόλεμο.
Την ίδια εποχή ξεσπά η κρίση στα Μικρασιατικά Παράλια μ' αναπάντεχη συνέπεια καταστροφή κι αφανισμό του εναπομείναντος ελληνικού πολιτισμού -η Σμύρνη, η γενέθλια πόλη του, παραδίδεται στις φλόγες κι ερημώνεται. Όλες αυτές οι εξελίξεις στον ελλαδικό κι ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, τονε πλημμυρίζουν μ' έντονα συναισθήματα, που του δημιουργούνε τις πρώτες ανάγκες για έκφραση μέσα από τη ποίηση. Στην επαγγελματική του καριέρα ακολουθεί τον διπλωματικό κλάδο κι εργάζεται ως Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης κι αργότερα ως Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος Πρεσβειών και Διευθυντής Τύπου σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού.
Κατά τη λογοτεχνική του καριέρα ασχολήθηκε με τη ποίηση, το δοκίμιο και τη μετάφραση. Η πρώτη του λογοτεχνική έκφραση ήταν το έργο "Στροφή" που δημοσιεύθηκε το 1931. Μέσα από τα έργα του κατόρθωσε να εισαγάγει καινοτόμες παρεμβάσεις στον πολιτισμικό χώρο της Ελλάδας, με λόγο που ουσιαστικά ανέτρεπε το κατεστημένο. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που εισήγαγε το πνεύμα του σουρεαλισμού στη ποίηση. Είχε δεχθεί βαθύτατους επηρεασμούς από τη Γαλλική ποίηση και κατά τη διάρκεια της καριέρας του ασχολήθηκε με τη μετάφραση αρκετών ξένων ποιητών. Παράλληλα, καταπιάστηκε με τη συγγραφή μυθιστορημάτων όπως το "Έξι Νύχτες Στην Ακρόπολη", αλλά και δοκιμίων όπως το "Ερωτόκριτος".
Το 1963 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας κι ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ σε διάφορα πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπως το Cambridge. Νωρίτερα έχει τιμηθεί με το έπαθλο Κωστής Παλαμάς και με το βρετανικό βραβείο ποίησης Φόυλ. Αργότερα, και πιο συγκεκριμένα το 1969, συντάσσει κι εκδίδει σ' Ελλάδα κι εξωτερικό τη "Διακήρυξη Ενάντια Στη Δικτατορία".
Έζησε όπως έγραφε. Η ποίησή του σαφώς δε μπορεί να χαρακτηριστεί χαρούμενη, ωστόσο είναι στοχαστική κι αρκετά σύνθετη, όχι όμως και σκοτεινή. Χρησιμοποιεί γλώσσα απερίφραστη που αφήνει καθαρά νοήματα προς τον αναγνώστη κι οι στίχοι του έχουνε τη μελαγχολία και την απαισιοδοξία του ανθρώπου που βίωσε τις εθνικές περιπέτειες. Για κείνον, «...από την άλλη πλευρά του σκοταδιού υπάρχει το φως, το μαύρο κι αγγελικό...», καθώς πίσω από την άρνηση, δε μπορεί, παρά να υπάρχει πάντα μια πίστη που προφυλάσσει από τη διάλυση και το μηδενισμό. Με αληθινή αγάπη για την Ελλάδα και τον άνθρωπο, εξέφρασε όσο κανένας άλλος την πορεία του ελληνισμού ή όπως καλύτερα ο ίδιος έλεγε "τη ρωμιοσύνη".
"...για να πεις αυτό που θέλεις να πεις, πρέπει να φτιάξεις μιαν άλλη γλώσσα και να τη θρέψεις για χρόνια και χρόνια μ' ό,τι αγάπησες, μ' ό,τι έχασες, μ' ό,τι δε θα ξαναβρείς ποτέ..."
Πέθανε τον Σεπτέμβρη του 1971. Το έτος 2000 ανακηρύχθηκε Έτος Γεωργίου Σεφέρη, με την ευκαιρία των 100 χρόνων απ' τη γέννησή του. Από τότε και με την ευκαιρία αυτή, διοργανώνονται μια σειρά από εκθέσεις κι άλλες λογοτεχνικές εκδηλώσεις στη μνήμη του, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Τον Οκτώβρη του 2001, κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Φραγκφούρτης, η Ελλάδα τιμήθηκε για την ανεκτίμητη προσφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό, που μερίδιό της ανήκει στον Σεφέρη, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της σύγχρονης εποχής.
----------------------------------------------------------------------------------------
Υστερόγραφο
Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.
Κύριε, όχι μ' αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σα μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες με τόσα χρώματα.
Κύριε όχι μ' αυτούς, η φωνή τους
δε βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται κει κολλημένα σε κίτρινα δόντια.
Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ' ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δε ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε να είμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας,
πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν' ανασαίνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ' ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης.
Κύριε, όχι μ' αυτούς.
Ας γίνει αλλιώς το θέλημά Σου.
Ασίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
Μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώυτας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Ομηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, Θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..." και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές
τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε...". Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την υφή του πάνω στις πέτρες.
Η Τελευταία Μέρα
Ηταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: "Δεν είναι γραίγος είναι
σιρόκος" είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσια καρφωμένα στη πλαγιά κι η
Θάλασσα γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
"Δεν είναι γραίγος είναι σιρόκος" η μόνη απόφαση που
ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε
τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.
"Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη" έλεγε η
φίλη περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά, "την
άνοιξη που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στη κλειστή θάλασσα. Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πως θα πεθάνουμε;"
Ενα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στη ψιλή βροχή.
Πως πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο... Κανένας δε το
συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά
χρονικά της εποχής των Σταυροφόρων ή της -εν Σαλαμίνι- ναυμαχίας.
Κι όμως ο Θάνατος είναι κάτι που γίνεται.
Πως πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το Θάνατό του, το δικό του Θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κανείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε, όλα παραδομένα.
Μήτε τα χέρια μας.
Κι οι γυναίκες μας ξενοδουλεύοντας στα κεφαλόβρυσα και τα παιδιά μας στα λατομεία.
H φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου ένα τραγούδι σακατεμένο:
"Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες..."
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς.
Ενα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
"Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας;
Πάμε στο σπίτι μας ν' ανάψουμε το φως"...
Το Σπίτι Κοντά Στη Θάλασσα
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι
είταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίιτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που πάιζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθεί, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθεί να μ' αποχαιρετήσει
ή μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
'Αρνηση
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο τη ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας. Λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή.