Ρoussin Νicolas, (1594-1665) Classicism
Ο μεγαλύτερος ζωγράφος του 17ου αιώνα. Λίγα ξέρουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του, αλλά απ' όταν εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, σ' ηλικία 35 ετών, όλη του η σταδιοδρομία καταγράφτηκε λεπτομερώς. Έζησεν όλη τη ζωή του στη Ρώμη, τελειοποιώντας το προσωπικό του στυλ, που θεμελιωνότανε στην αγάπη του για την αρχαιότητα. Ήτανε διανοούμενος κι έζησε περιστοιχισμένος πιότερο από μελετητές, παρά από ζωγράφους, ενώ οι πίνακές του είχανε μεγάλη ζήτηση, σε μικρό κύκλο εκλεπτυσμένων μαικηνών, που εκτιμούσανε το έργο του, λόγω πνευματικότητας της εικονικής φόρμας και των υπέροχων χρωμάτων. Έζησεν ήσυχα και δεν υπήρξε πολυ παραγωγικός, μα εκθειάστηκε και λατρεύτηκε πιότερο από κάθε άλλο της εποχής του. Η φήμη του διατηρήθηκε και μετά θάνατο και το ταλέντο του αναγνωρίστηκε ευρέως, καθώς θεωρήθηκεν υπέρμαχος του κλασσικισμού, ρεύματος που κυριάρχησε στη Γαλλική τέχνη, 2 ολάκερους αιώνες.
Γεννήθηκε στο Λεζ Αντέλ, της Γαλλίας, 15 Ιούνη 1594. γιος του Ζαν και της Μαρί Πουσέν. Αν κι ήτανε γιος φτωχών αγροτών, απέκτησε επιμελημένη μόρφωση. Το ενδιαφέρον του για τη τέχνη αφυπνίστηκε από τον ζωγράφο Κεντέν Βαρέν (Quentin Varin, 1570-1634) το 1612, σ' ηλικία 18 ετών. Έφυγε για τη Ρουέν και μετά για το Παρίσι, όπου γνώρισε τη τέχνη της ώριμης ιταλικής Αναγέννησης μέσα από τα χαρακτικά αντίγραφα έργων του Ραφαήλ.
Το 1619 προσπαθεί να περάσει στη Ρώμη, αλλά τον σταματά ένας πιστωτής του. 3 χρόνια μετά οι Ιησουΐτες του αναθέτουν να φιλοτεχνήσει 6 έργα, με θέμα τον 'Αγιο Ιγνάτιο και τον 'Αγιο Φραγκίσκο Ξαβιέ. Μετά από μια περίοδο φτώχειας, εγκαθίσταται στη Ρώμη το 1624 με τη βοήθεια του Ιταλού αυλικού ποιητή της Μαρίας Μεντίτσι, Τζανμπατίστα Μαρίνο, που του παρήγγειλε να φιλοτεχνήσει μια σειρά μυθολογικών σχεδίων για την εικονογράφηση των Μεταμορφώσεων του Οβιδίου. Κατά το διάστημα της παραμονής του εκεί, γνωρίζεται με σημαντικές προσωπικότητες. Μέσω αυτών καταφέρνει να λάβει συστατική επιστολή, για το σημαντικότερο μαικήνα της εποχής, τον Καρδινάλιο Φραντσέσκο Μπαρμπερίνι, που 2 χρόνια μετά του αναθέτει του έργο "Ο Θάνατος Του Γερμανικού". Μέσω του γραμματέα του καρδιναλίου, τον Κασιάνο νταλ Πότσο, έγινε ένθερμος θαυμαστής του αρχαίου ρωμαϊκού πολιτισμού και της κλασικής τέχνης.
Το 1629 το έργο του "Το Μαρτύριο Του Αγίου Εράσμου", για τη βασιλική του 'Αγιου Πέτρου, αντιμετωπίζεται ψυχρά. Ένα χρόνο μετά, παντρεύεται την Αν-Μαρί Ντιγκέ, κόρη ενός γάλλου ζαχαροπλάστη, με την οποία έζησε μέχρι το θάνατό της, δίχως να κάνουν παιδιά. Το 1635, αρχίζει να φιλοτεχνεί σειρά έργων, γνωστή ως "Βακχικά", για το Ρισελιέ και μεταξύ των ετών 1638-9, τα επιτεύγματα κι η εκτίμηση της τέχνης του στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ρώμης τραβήξανε τη προσοχή της γαλλικής βασιλικής Αυλής. Ο υπουργός του Λουδοβίκου ΙΓ΄ καρδινάλιος Ρισελιέ προσπάθησε να πείσει τον Πουσσέν να επιστρέψει στο Παρίσι και να γίνει μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Ζωγραφικής & Γλυπτικής. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, υποχώρησε στις συνεχείς πιέσεις και στα τέλη του 1640 επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές κι ονομάστηκε 1ος ζωγράφος του βασιλιά. Την επόμενη χρονιά, δέχεται να επιβλέψει τις εργασίες διακόσμησης της Μεγάλης Πινακοθήκης του Λούβρου. Αυτά τα 2 χρόνια στο Παρίσι ήτανε τα μόνα που 'ζησε μακρυά από τη Ρώμη.
Σύντομα, λόγω της μεγαλομανίας και της αλαζονικής συμπεριφοράς του, ο Πουσσέν άρχισε ν' αντιμετωπίζει προβλήματα με τους υπουργούς του βασιλιά και τους Γάλλους καλλιτέχνες. Οι δημιουργίες του δεν απέσπασαν τους αναμενόμενους επαίνους κι έτσι τον Σεπτέμβρη του
1642 αναχωρεί για τη Ρώμη, με δικαιολογία πως συνοδεύει τη σύζυγό του, -γιατί δέχτηκε πιέσεις να μείνει και να κάνει έργα με τα οποία δε συμφωνούσε- κι ουσιαστικά φεύγει για πάντα. Απογοητευμένος και ταπεινωμένος, εγκατέλειψε το Παρίσι και 2η φορά εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Στη περίοδο αυτή, ο Πουσσέν έζησε ως «καλλιτέχνης-φιλόσοφος», απέκτησε πολλούς θαυμαστές, προς τους οποίους διατύπωνε τις ιδέες του για τη ζωή και τη τέχνη.
Από το 1660 και μετά, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας και το 1664 πεθαίνει η γυναίκα του. Στις αρχές του 1665 έπαψε να ζωγραφίζει, αφού υποφέρει ήδη από ένα τρέμουλο των χεριών πράγμα που τον εμποδίζει. Στις 19 Νοέμβρη, πεθαίνει και βάσει επίμονης τελευταίας του θέλησης, με διαθήκη, θάβεται στην Εκκλησία Σαν Λορέντζο Ιν Λούτσινα, στη Ρώμη, την εκκλησία της ενορίας του, με μια σεμνή τελετή, σ' ηλικία 71 ετών.
Έζησε σε μιαν εποχή άνθησης της τέχνης του μπαρόκ, όταν οι καλλιτέχνες ακολουθούσανε το γενικό ρεύμα του ρωμαϊκού μπαρόκ, με σκοπό να διακριθούνε στη γενική τάση της εποχής. Αντίθετα, ο Πουσσέν, εμπνεόμενος από το μεγαλείο των έργων του Μαντένια και του Ραφαήλ, επιδίωξε να ξεπεράσει τη τεχνοτροπία της μόδας και ν' ανανεώσει την αισθητική φιλοσοφία της εποχής του.
Τα πρώιμα έργα του είναι εμπνευσμένα από τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη και τη μυθολογία, αντλώντας τη θεματολογία του από τις βιβλικές περιγραφές και την αρχαιότητα. Αργότερα, στράφηκε σε μια τεχνοτροπία, βασισμένη στη σπουδή των ανθρώπινων παθών, όπου κυριαρχεί το γυμνό ανθρώπινο σώμα κι επιβεβαιώνει το νέο αισθητικό προσανατολισμό του. Σε ορισμένους πίνακες με θρησκευτικό περιεχόμενο χρησιμοποιεί αρχιτεκτονικά στοιχεία και αστική σκηνογραφία, εμπνευσμένα από τον Βερονέζε. Τη τελευταία περίοδο της ζωής του, φιλοτέχνησε θαυμαστή σειρά πινάκων με τον τίτλο «Οι Τέσσερις Εποχές» (1660–1664, Μουσείο Λούβρου), που αποτελεί έν είδος πνευματικής διαθήκης του καλλιτέχνη.
Διάσημοι πίνακες του βρίσκονται σε κρατικά μουσεία και πινακοθήκες ή κι ιδιωτικές συλλογές σε πολλές χώρες του κόσμου. Μια επιλογή έργων του, βρίσκεται στις αίθουσες του Μουσείου Λούβρου στο Παρίσι.
==============================
Αυτοπροσοπωγραφία
Καλοκαίρι
Φθινόπωρο
Χειμώνας
'Ανοιξη
Απόλλων & Δάφνη
Βακχικά Εμπρός Από Το 'Αγαλμα Του Πανός
Κέφαλος & Ωρόρα
Τοπίο
Η Στέψη Του Σκιπίωνα
Ερωτιδείς
Αρκαδία
Καικιλία
Ο Δίας Τρέφεται Από Το Γάλα Της Αμαλθείας
Μίδας & Βάκχος
Νάρκισσος & Ηχώ
Η Έμπνευση Του Ποιητή
Ορφέας & Ευρυδίκη
Παν & Σύρινξ
Παρνάς & Απόλλων
Η Αρπαγή Των Σαββίνων
Φλώρα
Ξεκούραση Έρωτα & Αφροδίτης
Θάνατος
Χορός Πριν Τη Θυσία Του Χρυσού Μόσχου
Θάνατος Σαφείρας
Το Όραμα Του Παύλου
Η ΑΦροδίτη Σώνει Τον 'Αδωνι