ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Arouet Francois Marie (Voltaire): ÐåöùôéóìÝíïò ÖéëÞäïíïò Öéëüóïöïò

  Francois Marie Arouet (1694-1778)

                                        Βιογραφικü

     Πρüκειται για μιαν απü τις μεγαλýτερες διÜνοιες στη γαλλικÞ ιστορßα. ΥπÞρξε μÝγας μελετητÞς, φιλüσοφος, ποιητÞς, συγγραφÝας θεατρικþν αλλÜ και μεγÜλων Ýργων, Þταν ευφυÝστατος, με σπÜνιαν αßσθηση χιοýμορ κι ετοιμüλογος. Γνωστüς για το αιχμηρü πνεýμα, τα φιλοσοφικÜ κεßμενα και την υπερÜσπιση των αστικþν ελευθεριþν, συμπεριλαμβανομÝνης της ελευθερßας της θρησκεßας και του δικαιþματος σε δßκαιες δßκες. ΕιλικρινÞς υποστηρικτÞς της κοινωνικÞς μεταρρýθμισης παρÜ τους αυστηροýς νüμους λογοκρισßας στη Γαλλßα και τις σκληρÝς ποινικÝς ρÞτρες για κεßνους που τους πατοýν. Επßσης Þταν απü τους κορυφαßους εκπροσþπους του Ντεúσμοý (Deisme λÝγεται η Üποψη πως λογικÞ μÜλλον, παρÜ θεßα αποκÜλυψη Þ παρÜδοση, πρÝπει να τοποθετοýνται στη βÜση της πßστης στο Θεü. Οι ντεúστÝς απορρßπτουν την οργανωμÝνη θρησκεßα και προωθοýνε τη λογικÞ ως τον κρßσιμο παρÜγοντα στη λÞψη ηθικþν αποφÜσεων. Η λογικÞ αυτÞ βÜση εßθισται να θεμελιþνεται στο κοσμολογικü επιχεßρημα (επιχεßρημα σχετικÜ με το Πρþτο Αßτιο), το τελεολογικü επιχεßρημα (επιχεßρημα του Σχεδιασμοý), καθþς κι Üλλες πλευρÝς αυτοý που ονομαζüταν φυσικÞ θρησκεßα. Ο ντεúσμüς κατÝληξε να ταυτιστεß με την κλασσικÞ πεποßθηση üτι ο Θεüς δημιοýργησε μεν τον κüσμο, αλλÜ δεν παρεμβαßνει πλÝον στη λειτουργßα του, μολονüτι τοýτο δεν αποτελεß απαραßτητο συστατικü του ντεúσμοý.).
     ΓεννÞθηκε στις 21 ΝοÝμβρη 1694 στο Παρßσι, 5ο παιδß ενüς συμβολαιογρÜφου, του Francois Arouet (1650-1722), που Þταν δευτερεýων ανþτερος υπÜλληλος του Υπουργεßου Οικονομικþν και της Marie Μarguerite d' Aumart (1660-1701), κüρη ευγενοýς οικογÝνειας του Poitou, που üμως πÝθανε, üταν ο μικρüς Þταν 7 ετþν. ¸λαβε τις πρþτες του σπουδÝς σε ιησουÀτικο κολλÝγιο εκεß, το Louis-le-Grand. ¼πως θα πει ο ßδιος αργüτερα, εκεß δεν Ýμαθε, παρÜ μüνο λατινικÜ κι ηλιθιüτητες. Ωστüσο εκεß Ýμαθε κι ελληνικÜ, ισπανικÜ, ιταλικÜ κι αγγλικÜ. Στα 17 του παρατÜ το κολλÝγιο και μελετÜ μüνος του ΝομικÜ, για 2 χρüνια περßπου. Σýγκαιρα üμως, πιÜνει φιλßες στον αριστοκρατικü κýκλο, λüγω των χιουμοριστικþν του στßχων και της ευφρÜδειÜς του. Πριν αφοσιωθεß πλÞρως στο γρÜψιμο, εργÜζεται σα γραμματÝας στον ΓÜλλο πρεσβευτÞ στην Ολλανδßα, üπου κι ερωτεýεται μια γαλλßδα πρüσφυγα, τη Catherine Olympe Dunoyer.
     Σýντομα üμως αναγκÜζεται να επιστρÝψει στο Παρßσι, γιατß ο πατÝρας του επÝμενε, να τονε σπουδÜσει ΝομικÜ κι Ýτσι ο Βολταßρος προσποιÞθηκε πως σποýδαζε και πως εργαζüτανε σε κÜποιο δικηγüρο σα βοηθüς, μα πραγματικÜ Ýγραφε, Ýγραφε μανιωδþς. ¼ταν ο πατÝρας του ανακÜλυψε την αλÞθεια, επÝμεινε κι αυτÞ τη φορÜ τον Ýστειλε στην επαρχßα να σπουδÜσει. Στα 1717, λüγω μιας καυστικÞς σÜτιρÜς του που ενüχλησε τη γαλλικÞ κυβÝρνηση, -πιο συγκεκριμÝνα, τον ßδιο το βασιλιÜ Λουδοβßκο 15ο και τον αντιβασιλÝα του, Φßλιππο τον 2ο της ΟρλεÜνης- συλλαμβÜνεται κι αναγκÜζεται να περÜσει 11 μÞνες Ýγκλειστος στη Βαστßλλη. Μες στη φυλακÞ, δε χÜνει χρüνο, ξαναγρÜφει τον "Οιδßποδα" -τον εßχε γρÜψει πριν μερικÜ χρüνια μα στη φυλακÞ τον συμπληρþνει και τονε βελτιþνει-, που 'ναι κι η πρþτη του μεγÜλη θεατρικÞ επιτυχßα. Βγαßνει απü τη φυλακÞ üταν διαπιστþνεται πως εßχε γßνει λÜθος. ΑνεβÜζει τον "Οιδßποδα" στο Theatre Francais στις 18 ΝοÝμβρη 1717 κι η παρÜσταση μÝνει για 45 βραδιÝς. Τüτε αποφασßζει να χρησιμοποιÞσει το καλλιτεχνικü ψευδþνυμο Βολταßρος. ΑυτÞ η επιτυχßα τον ανÝβασε στα μÜτια üλου του κüσμου, þστε να κερδßσει αρκετÜ χρÞματα και να στραφεß στις επενδýσεις -ιδιαßτερα στη Compagnie des Indes (Εταιρεßα Των Ινδιþν)- και τον Ýμπασε και με τα δυο πüδια στο Γαλλικü Διαφωτισμü.
     Συνεχßζοντας τη θεατρικÞ του παραγωγÞ, τÝλειωσε το "Artemire" ΦλεβÜρη του 1720. Το Ýργο απÝτυχε και δεν το δημοσßευσε ποτÝ στο σýνολü του, αν κι αργüτερα αναπλÜστηκε μ' επιτυχßα και κÜποια μÝρη του ξαναχρησιμοποιηθÞκανε σ' Üλλες εργασßες. ¢λλα Ýργα του που δημοσιευθÞκανε στη διÜρκεια αυτÞς της περιüδου Þταν η τραγωδßα "ΜαριÜννα" (Marianne) κι η κωμωδßα "Ο ΑδιÜκριτος" (L' Ιndiscret).




     Το 1726, προσεβλÞθη απü Ýναν ισχυρü νεαρü ευγενÞ, τον Chevalier de Rohan κι απÜντησε με πολý Üσχημο τρüπο, χλευÜζοντÜς δημüσια. Τονε καλεß σε μονομαχßα μα η οικογÝνεια Rohan, Ýχοντας μεγÜλην επιρροÞ στο παλÜτι, Ýκανε χρÞση ενüς lettre de cachet, για ν' αποφýγει οποιαδÞποτε προβλÞματα. Κεßνη την εποχÞ, üταν Ýνα πρüσωπο μ' επιρροÞ Þθελε να διωχθεß κÜποιος εχθρüς του, που üμως δεν τονε βÜραινε κανÝνα Ýγκλημα, μποροýσε να προμηθευτεß Ýνα μυστικü Ýνταλμα που περßπου Ýλεγε πως εßναι δυνατü να τιμωρηθεß κÜποιος, χωρßς δßκη, ακüμα και χωρßς να 'χει κÜνει κÜτι επιλÞψιμο, αρκεß και μüνο ν' απειλεß τη τÜξη και τη Βασιλεßα. ¸τσι τη μÝρα της μονομαχßας κατÜφερε αυτü το πλÞγμα στον θρασý νεαρü εξυπνÜκια, που Þδη δεν επßχαιρε ιδιαιτÝρας συμπÜθειας απü το ΠαλÜτι και του δοθÞκανε δυο επιλογÝς: Εξορßα Þ φυλÜκιση. ΦυσικÜ üταν δε δικÜζεται κÜποιος Þ δε κατηγορεßται για κÜτι, δεν Ýχει καν το δικαßωμα να υπερασπßσει τον εαυτü του. (Αυτü το γεγονüς δε, Þτανε και το Ýναυσμα για να ξεκινÞσει αργüτερα ολÜκερον αγþνα για τη βελτßωση των γαλλικþν νüμων και δικαστηρßων.) Ο Βολταßρος επιλÝγει οργßλος, την εξορßα κι απü το 1726 ως το 1729 Ýζησε στην Αγγλßα, που την... ερωτεýτηκε πραγματικÜ.
     Γοητεýτηκε απü τις θεωρßες του φιλüσοφου John Locke και τις ιδÝες του φυσικομαθηματικοý κι επιστÞμονα, Sir Isaac Newton. ΜÝσω του φßλου του λüρδου Bolingbroke Þρθε σ' επαφÞ με τα πνευματικÜ αναστÞματα της αγγλικÞς λογοτεχνßας της εποχÞς. ΜελÝτησε τη συνταγματικÞ μοναρχßα της Αγγλßας και την ελευθερßα λüγου και θρησκεßας, που επικρατοýσε κει. ΕνδιαφÝρθηκε ιδιαßτερα για το φιλοσοφικü ορθολογισμü του χρüνου και τη μελÝτη των φυσικþν επιστημþν. ΜελÝτησε πολý τον Shakespeare, που ακüμα δεν Þταν ευρÝως γνωστüς στη λοιπÞν Ευρþπη, για να τον απορρßψει αργüτερα με την ησυχßα του. Επßσης Ýγραψε στ' αγγλικÜ τα πρþτα δοκßμιÜ του, το "Δοκßμιο Για Την ΕπικÞ ποßηση" και το "Δοκßμιο Για Τους Γαλλικοýς Εμφυλßους ΠολÝμους", που δημοσιεýθηκαν το 1727. Η πιο ενδιαφÝρουσα παραγωγÞ του στην Αγγλßα Þταν η συγγραφÞ της ιστορßας του ΚÜρολου 12ου της Σουηδßας που παραμÝνει κλασσικÞ στο χþρο της βιογραφßας.
    Τον εßχε συνεπÜρει λοιπüν που 'χε βρει εκεß μια καινοýρια ιδÝα, τις εργασßες του Νεýτωνα, που αντιπροσþπευαν εκεßνο που μποροýσε να εßναι το αντßθετο του αρχαßου, κλειστοý αριστοκρατικοý συστÞματος που εßχε γνωρßσει στη Γαλλßα. Ο Νεýτωνας εßχε δημιουργÞσει Ýνα σýστημα νüμων που δεßχνανε λεπτομερþς και μ' εξαιρετικÞν ακρßβεια πως κινιüταν κÜθε τμÞμα του σýμπαντüς μας. Οι πλανÞτες λικνßζονταν στο διÜστημα με ρυθμü και στην κατεýθυνση που περιÝγραφαν οι νüμοι του Νεýτωνα. Μια οβßδα που θα εκτοξευüτανε στον αÝρα θα 'πεφτε ακριβþς στο σημεßο κεßνο που 'δειχναν οι υπολογισμοß του Νεýτωνα για τη τροχιÜ της üτι Ýπρεπε να πÝσει. ΠρÜγματι Þτανε σα να ζοýσαμε μÝσα σε Ýνα γιγαντιαßο κουρδιστü ρολüι κι üλοι οι νüμοι του Νεýτωνα Þταν απλÜ τα γρανÜζια που το κÜναν να δουλεýει. Αλλ' αν μποροýσαμε ν' απαιτοýμε μιαν ορθολογικÞ εξÞγηση του μεγÜλου σýμπαντος πÝρα απü τον πλανÞτη μας, δεν θα 'πρεπε να απαιτοýμε το ßδιο εδþ κÜτω στη γη; Η Γαλλßα εßχε Ýνα βασιλιÜ που απαιτοýσε υποταγÞ με την αιτιολογßα πως Þταν ο αντιβασιλÝας του Θεοý επß γης. Οι αριστοκρÜτες αντλοýσανε την εξουσßα τους απü το βασιλιÜ κι Þταν Ýλλειψη σεβασμοý ν' αμφισβητηθεß αυτü. ΑλλÜ τι θα συνÝβαινε αν μποροýσε να εφαρμοστεß η ßδια ανÜλυση που χρησιμοποιüταν απü τον Νεýτωνα στην επιστÞμη για ν' αποκαλýψει το ρüλο του χρÞματος Þ της ματαιοδοξßας Þ των Üλλων κρυφþν δυνÜμεων του πολιτικοý κüσμου, επßσης;




     ΑυτÜ αναρωτιüτανε προβληματισμÝνος ο Βολταßρος, καθþς επÝστρεφε μετÜ 3 χρüνια εξορßας, πßσω στο Παρßσι. ¢ρχισε λοιπüν να προωθεß τις νÝες του ιδÝες με ιδιωτικÝς επιστολÝς και τυπωμÝνα δοκßμια. Θα υποστÞριζε σ' üλη του τη ζωÞ το καινοýριο üραμα του Νεýτωνα. ¹ταν Ýνας καλüς υποστηρικτÞς. Αλλ' ακüμη κι Ýνας ικανüς συγγραφÝας, üσο πρüθυμος κι αν εßναι να προωθÞσει κÜποιο συγκεκριμÝνο διανοητÞ, δε μπορεß ν' αλλÜξει Ýνα ολÜκερο Ýθνος απü μüνος του. ¸πρεπε να μπορÝσει να θÝσει τα ταλÝντα του σ' Ýνα καθοδηγητικü κÝντρο που θα μποροýσε να τα πολλαπλασιÜσει. ΣυνÝχισεν üμως τη λογοτεχνικÞ του παραγωγÞ. Δημοσßευσε το επικü ποßημα "ΕρρικειÜς" (Henriade), με θÝμα τους θρησκευτικοýς πολÝμους στη Γαλλßα, üπου σατßριζε τη θρησκευτικÞ μισαλλοδοξßα. Το Ýργο του αυτü προκÜλεσε εντýπωση στο αναγνωστικü κοινü και κυκλοφüρησε σε 300.000 αντßτυπα. ΣυνÜμα παρουσßασε αρκετÝς τραγωδßες μεταξý των οποßων και οι "Βροýτος" (Brutus, 1730), "ΖαÀρα" (Zaire, 1733), "Εριφýλη" (Eriphile) & "ΑγγλικÜ ΓρÜμματα" (Letters Concerning The English Nation) δημοσιευμÝνο στ' αγγλικÜ το 1733 και στα γαλλικÜ ως "Lettres Philosophiques
" το 1734, μπορεß να ειπωθεß πως Ýδωσε þθηση στην αγγλικÞ φιλοσοφικÞ σκÝψη κι επιστÞμη, που χαρακτÞρισε τη περßοδο του Διαφωτισμοý. Το βιβλßο επßσημα απαγορεýθηκε στη Γαλλßα. Η ΒασιλικÞ Ακαδημßα Επιστημþν Þτανε πολý οπισθοδρομικÞ, εξαιρετικÜ προσηλωμÝνη στο τρüπο σκÝψης της παλιÜς φρουρÜς. Τα ΠαρισινÜ σαλüνια δε διαφÝρανε και πολý. Χρειαζüτανε βοÞθεια. Και βρÞκε απροσδüκητα!
     Μια βραδιÜ του 1733, στην ¼περα και μÜλιστα καθüτανε δßπλα του. Εßχε üνομα και μÜλιστα μακρý, πρÜμα που 'δειχνε το αριστοκρατικü της καταγωγÞς και του γÜμου της και τη λÝγαν Εμιλß, -επß το συντομþτερο. ΑλλÜ γνωριστÞκανε καλλßτερα, στους γÜμους του Δοýκα του ΡισελιÝ, του πρþην εραστÞ της. ΜÜλιστα τη βρÞκε σχεδüν πÜνω στην þρα που 'τανε και πÜλι κυνηγημÝνος απü το γαλλικü καθεστþς, λüγω ακριβþς αυτþν των απüψεων, περß ελευθερßας κι η αφορμÞ Þταν Ýνα βιβλßο που Ýγραψεν εκθειÜζοντας τα βρεττανικÜ τελωνεßα. Αυτü το πÞρανε προσβολÞ, οι κυβερνþντες τη Γαλλßα, μα τελικÜ ο Βολταßρος ξÝφυγε και τον Ýκρυψε η νÝα του αυτÞ γνωριμßα. "ΣκÝφτεται üπως εγþ εκτüς απü Ýνα σημεßο" μονολογοýν κι ερωτεýονται. Ποý διαφωνοýνε; Στο ερþτημα που τη βασανßζει σαν αληθινÞ φυσικÞ ερευνÞτρια. "Τι εßναι γαμþτο η ενÝργεια; Πüση ενÝργεια Ýχει Ýνα σþμα που κινεßται"; Ο Νεýτωνας Ýχει Þδη απαντÞσει. Ο Βολταßρος τον υποστηρßζει κι εκλαúκεýει τις απüψεις του, σ' Ýνα βιβλßο: "Eléments De La Philosophie De Newton" το γρÜφει το 1736, αλλÜ το εκδßδει με τ' üνομÜ του το 1738 κι εßναι προφανÝς πως τον Ýχει βοηθÞσει σημαντικÜ η Εμιλß. Ο συλλογισμüς του Νεýτωνα οδηγεß στο συμπÝρασμα πως η ενÝργεια χÜνεται κι ο παντοδýναμος την αναπληρþνει σα κÜποιος που κουρντßζει συνεχþς το μηχανοκßνητο ρολüι του σýμπαντος. ΣιγÜ μη συμφωνÞσει η Εμιλß. ΕπαναφÝρει το ερþτημα μ' επιμονÞ. Οι κυρßες στους παρισινοýς κýκλους αποροýν κι ειρωνεýονται."Μα ποιÜ εßναι αυτÞ να τα βÜλει με τον Νεýτωνα"; Το ßδιο πιστεýει ο Βολταßρος για τον εαυτü του, üχι üμως και για τη καλÞ του. Η Εμιλß χρησιμοποιεß το μυαλü της, üσο ελεýθερα χρησιμοποιεß το σþμα της. Ο Βολταßρος Þταν Ýνθερμος οπαδüς της επιστÞμης. Με την Εμιλß τον Ýνωσε Ýνας παρÜνομος δεσμüς και δεκÜδες... πειρÜματα.


    
     "Εßχα κουραστεß απü τη τεμπÝλικη, καβγατζßδικη ζωÞ του Παρισιοý", θυμüταν αργüτερα, "απü τα βασιλικÜ προνüμια, τους κομματισμοýς, τις ßντριγκες και τις δολοπλοκßες ανÜμεσα στους μορφωμÝνους. Το 1733 συνÜντησα μια νεαρÞ κυρßα που συνÝβαινε να σκÝφτεται σχεδüν üπως εγþ..." Ο φιλüσοφος την ερωτεýτηκε και τελικÜ, τον ερωτεýτηκε κι εκεßνη. Μαζß μοιρÜζονταν βαθιÜ ενδιαφÝροντα, üπως για τη πολιτικÞ μεταρρýθμιση. Και πÜνω απ' üλα, μοιρÜζονταν τη κλßση για τη προαγωγÞ της επιστÞμης. Ο σýζυγüς της εßχε Ýναν εγκαταλελειμÝνο πýργο στο Cirey-sur-Blaise, στη NA Γαλλßα. Γιατß λοιπüν να μη τονε χρησιμοποιÞσουνε γι' αυθεντικÞν επιστημονικÞν Ýρευνα; Τονε ζητÜ κι ο σýζυγος της τονε προσφÝρει. Αποφασßζουν να τον ανακαινßσουν μαζß με το Βολταßρο. Εκεßνη την εποχÞ αυτüς της αλλÜζει την ορθογραφßα του ονüματüς της: Αντß Chastellet, σε Chatelet.
     ΜÝσα σε δυο χρüνια ο πýργος εßχε τελειþσει κυρßως μ' Ýξοδα του ενθουσιασμÝνου φιλοσüφου κι Ýτσι ο σýζυγος δε βγÞκε δα και τüσο πολý ζημιωμÝνος. Πολý ευχÜριστος στη θωριÜ, εκπληκτικÞ θÝα, του φτιÜξανε θαυμÜσιους κÞπους κι εγκατασταθÞκαν εκεß. Για τους δυο ερωτευμÝνους μελετητÝς, αυτü Þταν Ýνα ασφαλÝς κι Þρεμο λιμÜνι, απüμακρο απü την αναταραχÞ της ζωÞς του Παρισιοý και της Βαστßλλης.  Η Εμιλß εßχε το δικü της επαγγελματικü εργαστÞριο, υπÞρχε μια προσωπικÞ πτÝρυγα για το Βολταßρο, υπÞρχεν επßσης Ýνας διακριτικüς διÜδρομος που συνÝδεε την κρεβατοκÜμαρÜ του με τη δικÞ της. Οι περιστασιακοß επισκÝπτες απü τις Βερσαλßες, Ýβλεπαν μιαν üμορφη γυναßκα να μÝνει πρüθυμα μÝσα (φανταστεßτε μια γυναßκα κοσμικÞ, που λαχταροýσε τüσα και τüσα πρÜγματα και να 'χει εγκλειστεß ουσιαστικÜ, σ' Ýνα πýργο κοντÜ στα σýνορα ΣαμπÝν και Λωρραßνης), δουλεýοντας στο γραφεßο της μÝχρι αργÜ το απüγευμα, με εßκοσι κεριÜ γýρω απü σωροýς υπολογισμþν και μεταφρÜσεων. Ο προηγμÝνος επιστημονικüς εξοπλισμüς εßχε τοποθετηθεß στη μεγÜλη αßθουσα. ΔημιουργÞσανε τερÜστιαν επιστημονικÞ βιβλιοθÞκη κι Ýνα επιστημονικü εργαστÞριο με τον πιο σýγχρονο εξοπλισμü της Ευρþπης.
     ¼ταν τους επισκÝφτηκε ο Henault, Ýγραψε χαρακτηριστικÜ: "Ο πýργος Ýχει θαυμÜσια θÝα. Οι δυο τους εßναι βυθισμÝνοι στις ασχολßες τους: Εκεßνος γρÜφει στßχους στο γραφεßο του κι εκεßνη με τρßγωνα και διαβÞτες στο δικü της να μελετÜ. Η αρχιτεκτονικÞ του σπιτιοý εßναι ρομαντικÞ κι εκπληκτικÜ θαυμÜσια".
     Ο Βολταßρος ερχüτανε στο γραφεßο της, üχι μüνο γιατß Þθελε να κουβεντιÜσουνε για τον ÝρωτÜ τους -αν και δε μποροýσε ν' αντισταθεß εντελþς σ' αυτü-, αλλÜ και για ν' αντιπαραβÜλλει τα λατινικÜ κεßμενα του Νεýτωνα με κÜποια απü τα πιο πρüσφατα σχüλια των Ολλανδþν. ΜερικÝς φορÝς η Ντι ΣατλÝ πλησßασε πολý στο να κÜνει το αρχικü Üλμα προς τις μελλοντικÝς ανακαλýψεις. ΕκτÝλεσε μια παραλλαγÞ του πειρÜματος του ΛαβουαζιÝ με τη σκουριÜ κι αν οι κλßμακες που 'τανε σε θÝση να επεξεργαστεß μηχανικÜ Þταν ελÜχιστα πιο ακριβεßς, ßσως να 'ταν εκεßνη που θα 'χε ανακαλýψει το νüμο της διατÞρησης της μÜζας πριν ακüμη γεννηθεß ο ΛαβουαζιÝ. Το 1737 υποβÜλλει μιαν εργασßα στη ΓαλλικÞν Ακαδημßα Τεχνþν, για το βραβεßο κεßνης της χρονιÜς. Η Εμιλß υπüβÜλλει κι εκεßνη, μα το κÜνει κρυφÜ. ¼ταν τελικÜ τ' αποτελÝσματα τους δßνουνε χαμÝνους και τους δυο, μüνο τüτε του το εκμυστηρεýεται. Εκεßνος γελÜ με τη ξεροκεφαλιÜ της. Το βραβεßο κεßνη τη χρονια το κÝρδισε ο Euler.
     Οι επιστημονες-επισκÝπτες, üπως ο Koenig (ΚÝνιχ) κι ο Μπερνοýλι, μερικÝς φορÝς Ýμεναν επß εβδομÜδες Þ και μÞνες. Ο Βολταßρος Þταν ευχαριστημÝνος που η εýθραυστη, νευτþνεια επιστÞμη κÝρδιζε Ýδαφος μÝσω των προσπαθειþν τους. ΑλλÜ üταν εκεßνος κι η Εμιλß μπλÝκανε στους περιπαικτικοýς, χλευαστικοýς καβγÜδες τους, δεν Ýμοιαζε ακριβþς με τον κοσμογυρισμÝνο και πολυδιαβασμÝνο Üντρα που αποφασßζει πüτε θα αφÞσει τη νεαρÞ του ερωμÝνη να νικÞσει. Εκεßνη Þταν η αληθινÞ ερευνÞτρια του φυσικοý κüσμου κι εκεßνη που αποφÜσισε πως υπÞρχε Ýνα βασικü ερþτημα στην Ýρευνα του οποßου Ýπρεπε να στραφεß: Τι εßναι η ενÝργεια; Η ενÝργεια του πÜθους!





                       Ο Πýργος τους τüτε και σÞμερα
     
     Καυγαδßζουνε συχνÜ για το θÝμα του Νεýτωνα.
     Η Εμιλι Ýχει Ýνα κουσοýρι, μιλÜ πολý γρÞγορα ειδικÜ üταν τσακþνονται και τüσο περισσüτερο üσο αυτüς δÝν ÜφÞνει την νεαρÞ ερωμÝνη του να τον νικÞσει:
 -"ΧÜνεις τον χρüνο σου καλÞ μου και δε βÜζεις γλþσσα μÝσα".
     ΣκÝφτεται γρÞγορα αλλÜ στο ερευνητικü της Ýργο εßναι αργÞ και μεθοδικÞ.
     Η επιστημονικÞ κοινüτητα εßναι διχασμÝνη.
     Η αγγλüφωνη υποστηρßζει Νεýτωνα, η γερμανüφωνη ΛÜιμπνιτς.
     Η Γαλλßα κι η ντι ΣατλÝ θα δþσουνε τη τελικÞν απÜντηση:
 -"Νεýτωνα κÜνεις λÜθος. Η ενÝργεια εξαρτÜται απü το τετρÜγωνο της ταχýτητας. Ο Θεüς χρειÜστηκε στην αρχÞ αλλÜ üχι και στη συνÝχεια"! 
     Στον πýργο της σχεδιÜζει και πραγματοποιεß το πεßραμα που το αποδεικνýει.
     Αυτü το τετρÜγωνü της ταχýτητας θα εμφανιστεß και στη διÜσημη εξßσωση του ΑúνστÜιν πολλÝς εκατονταετßες μετÜ.
     Η γυναßκα εßναι τρακüσα χρüνια μπροστÜ.
     Το ξÝρει και το ζει. Στη βιβλιοθÞκη, στο εργαστÞριο, στο κρεββÜτι της.
 -"ΑπÜντησα. ΤÝλος! Καιρüς για διακοπÝς καλÝ μου". 
     Ταξιδεýει με τον καλü της (το Βολταßρο βÝβαια), διασκεδÜζει, συνεχßζει να κÜνει υπολογισμοýς αλλÜ με τη τρÜπουλα, μεταφρÜζει, γρÜφει, χαßρεται. ΚÜποιες φυσικÝς θεωρßες κι απλοß μαθηματικοß τýποι εßναι το τÝλος πολýπλοκων διαδρομþν Ýρωτα και πÜθους. Ενα βρÜδυ ο Βολταßρος πηγαßνει στη κρεβατοκÜμαρÜ της χωρßς αυτÞ να τονε περιμÝνει και τη βρßσκει μ' Ýναν εραστÞ. Η Εμιλß του εξηγεß üτι το εßχε ανÜγκη αλλÜ δεν δεν Þθελε να τον ενοχλÞσει, καθþς Þξερε πως δεν Þταν καλÜ και χρειαζüταν ανÜπαυση.
     ΑυτÞ η δουλειÜ την απορρüφησε πÜρα πολý. Εν τω μεταξý με τον Βολταßρο δεν εßναι πια και τüσο μαζß. ¸χει ερωτευτεß, απü την 'Ανοιξη του 1748 Ýνα νεαρü αυλικü κι ελÜσσονα ποιητÞ, ονüματι Marquis de Saint-Lambert. Συνεχßζει να δουλεýει και να περνÜ με τον νÝο εραστÞ της μερικÝς στιγμÝς. Σε μιαν απ' αυτÝς μÝνει ξανÜ Ýγκυος, στα 43 της. ΞÝρει πως θα 'ναι πολý δýσκολα τα πρÜματα μιας κι εßναι πια πολý μεγÜλη, μα θÝλει να χαρßσει τοýτο το παιδß στον ποιητÞ της. Για να μη ρεζιλÝψει τον Üντρα της, üπως του 'χεν υποσχεθεß, συμβουλεýεται τον Βολταßρο που δεν Ýχουνε πÜψει στιγμÞ να 'ναι καλοß φßλοι. Εκεßνος της συνιστÜ να προσποιηθεß πως το παιδß εßναι του Üντρα της και συνεπþς θα πρÝπει να τηρÞσει τα... δÝοντα. ΠρÜγματι Ýτσι συμβαßνει και συνεχßζει να δουλεýει ακüμα πιο πυρετþδικα και με προγραμματισμü. Απü πολý νωρßς το πρωß, μÝχρι πολý αργÜ το βρÜδυ, ενþ σταμÜτησε τελεßως τη κοσμικÞ ζωÞ και δεχüταν μüνο λßγους φßλους κι αυτü σπÜνια. Λες κι Ýνιωθε το τÝλος να 'ρχεται...
Τη 1η ΣεπτÝμβρη 1749, παραδßνει το Ýργο και 3 μÝρες μετÜ γεννÜ Ýνα κοριτσÜκι. Εßναι σε κακü χÜλι μα τελικÜ γεννÜ καλÜ. Το κοριτσÜκι üμως πεθαßνει στις 5 μÝρες κι εκεßνη καταβÜλλεται σημαντικÜ. ΚοντÜ σε τοýτο, Ýρχεται να προστεθεß και μια μüλυνση, καταπÝφτει με ψηλü πυρετü -δυστυχþς οι γιατροß της δεν εßναι σα κι αυτÞν, 300 χρüνια μπροστÜ- κι Ýτσι, 10 μÝρες μετÜ τη γÝννα της πεθαßνει κι η ßδια, παρουσßα του συζýγου, του Βολταßρου και του νεαροý μαρκÞσιου. Η Γαλλßα εßχε κερδßσει τη μοναδικÞ ακüμα και σÞμερα μετÜφραση της Principia στα γαλλικÜ, (ανατυπþθηκε πρüσφατα το 1966), μα εßχε χÜσει μια πÜρα πολý σπουδαßα γυναßκα κι επιστÞμονα... 



     Ο Βολταßρος, μετÜ το θÜνατü της εξÝδωσε üλα της τα Ýργα. Ακüμα κι αυτÜ που διαφωνοýσαν μ' αυτüν. Η αλληλογραφßα τους 8 τüμοι, δυστυχþς, χÜθηκε. Ο Βολταßρος θα γρÜψει γι' αυτÞν:
   "Δεν Ýχασα μιαν ερωμÝνη αλλÜ τον μισü εαυτü μου, μια ψυχÞ για την οποßα μοιÜζει να φτιÜχτηκε η ψυχÞ μου!"
     Στο Cirey, ο Βολταßρος δοýλεψε πÜνω σε πειρÜματα φυσικÞς και χημεßας. Το 1736 Üρχισε τη μακροχρüνια αλληλογραφßα του με τον κατÜ 20 χρüνια νεüτερü του διÜδοχο του θρüνου της Πρωσßας Φρειδερßκο (τον μετÝπειτα Φρειδερßκο Β´). ΕπιπλÝον, Ýγραψε τα Στοιχεßα της νευτþνειας φιλοσοφßας (Éléments de la philosophie de Newton, 1736), το οποßο Ýφερε την αναγνþριση της νευτþνειας φυσικÞς στην Ευρþπη, μια κωμικÞ εκδοχÞ των θρýλων για την ΙωÜννα της Λωρραßνης Η παρθÝνος (La Pucelle, 1755) και τα δρÜματα ΜωÜμεθ (Mahomet, 1742), Μερüπη (Mérope, 1743), και Σεμßραμις (Sémiramis, 1748). ΜÝσω της επιρροÞς της ΜαντÜμ Πομπαντοýρ (Madame de Pompadour), Ýγινε βασιλικüς ιστοριογρÜφος και μÝλος της ΓαλλικÞς Ακαδημßας.
     ΠρωτοστÜτης και πλÝον σκληρüς κριτικüς του Þταν αυτÞ την περßοδο ο αβÜς Desfontaines, και κορωνßδα των κριτικþν του Desfontaines Þταν το βιβλßο Le Voltairomanie, σε απÜντηση ενüς λßβελου του Βολταßρου με τον τßτλο Ο Προληπτικüς (Le Preservatif). Τον Απρßλιο του 1739 πραγματοποßησε Ýνα ταξßδι στις ΒρυξÝλλες, οι οποßες Þταν η Ýδρα του για κÜποιο χρονικü διÜστημα, εξ αιτßας μερικþν νομικþν υποθÝσεων των du Châtelets. Ο Φρειδερßκος, βασιλιÜς πλÝον της Πρωσßας απü το 1740, κατÝβαλε πολλÝς προσπÜθειες να απομακρýνει τον Βολταßρο απü τη Madame Du Châtelet, αλλÜ ανεπιτυχþς, και Ýτσι κÝρδισε την εγκÜρδια Ýχθρα της αρνοýμενος διαρκþς Þ παραλεßποντας να την προσκαλÝσει. ΕπιτÝλους, τον ΣεπτÝμβριο του 1740, ο δÜσκαλος και ο μαθητÞς συναντÞθηκαν για πρþτη φορÜ στο Κλεβ (Cleves), και τρεις μÞνες αργüτερα, τον ΝοÝμβριο, στο Βερολßνο μετÜ απü πρüσκληση του Φρειδερßκου.
     Ο Βολταßρος επισκÝφτηκε ξανÜ το Βερολßνο και το Πüτσδαμ το 1743 στο πλαßσιο διπλωματικÞς αποστολÞς, για να πεßσει τον Φρειδερßκο, να συμμαχÞσει με την Γαλλßα, χωρßς üμως αποτÝλεσμα. (Πüλεμος της ΑυστριακÞς ΔιαδοχÞς, 1740-48). ΜετÜ το θÜνατο της Madame Du Châtelet δÝχτηκε την πρüσκληση του Φρειδερßκου να ζÞσει στην αυλÞ του (1750-53). Οι σχÝσεις του με το Φρειδερßκο Þταν γενικÜ θυελλþδεις. Η παρÝμβαση του Βολταßρου στη φιλονικßα μεταξý Maupertuis και König οδÞγησε στην ανανÝωση της ψυχρüτητας εκ μÝρους του Πρþσου μονÜρχη και το 1753 ο Βολταßρος εγκατÝλειψε βιαστικÜ την Πρωσßα. Απü απüσταση οι δýο Üνδρες συμφιλιþθηκαν αργüτερα και η αλληλογραφßα τους επαναλÞφθηκε.
     Ανεπιθýμητος στη Γαλλßα ο Βολταßρος εγκαταστÜθηκε στη Γενεýη, üπου αγüρασε το κτÞμα "Les Délices" και απÝκτησε επßσης Ýνα ακüμα σπßτι κοντÜ στη ΛωζÜνη. Οι αρχÝς της Γενεýης αντιτÝθηκαν σýντομα στις ιδιωτικÝς θεατρικÝς παραστÜσεις, που πραγματοποιοýνταν στο σπßτι του Βολταßρου, ενþ εξοργßστηκαν ακüμα περισσüτερο λüγω του Üρθρου "Genève" που γρÜφτηκε για την Εγκυκλοπαßδεια του Ντιντερü, με την υποκßνηση του Βολταßρου, απü τον Ντ’ ΑλαμπÝρ. Το Üρθρο, που δÞλωνε üτι οι καλβινιστÝς πÜστορες της Γενεýης εßχαν δει το φως και εßχαν πÜψει να πιστεýουν στην οργανωμÝνη θρησκεßα, ξεσÞκωσε μια βßαιη διαμÜχη.Αργüτερα επιχεßρησε να μεταβεß στην Ρωσßα αλλÜ η Αικατερßνη Β´ του αρνÞθηκε την εßσοδο πιεζüμενη απü την ΡωσικÞ εκκλησßα και τις σφοδρÝς αντιδρÜσεις του ρωσικοý λαοý.
     Το 1759, αγüρασε το κτÞμα ΦερνÝ (Ferney) κοντÜ στα γαλλο-ελβετικÜ σýνορα üπου Ýζησε μÝχρι και λßγο καιρü πριν το θÜνατο του. Το ΦερνÝ Ýγινε σýντομα η διανοητικÞ πρωτεýουσα της Ευρþπης. Ο Βολταßρος παρÝμεινε ενεργüς καθ' üλη τη διÜρκεια αυτþν των ετþν, παρÜγοντας σταθερÞ ροÞ βιβλßων, θεατρικþν Ýργων και Üλλων δημοσιεýσεων. ¸γραψε επßσης εκατοντÜδες επιστολÝς στον κýκλο των φßλων του. ¹ταν πÜντα μια φωνÞ της λογικÞς. ΥπÞρξε ειλικρινÞς κριτικüς της θρησκευτικÞς αδιαλλαξßας και των θρησκευτικþν διþξεων. Τα τελευταßα Ýτη του παρÞγαγε αρκετÜ Ýργα με κριτικÞ προς την οργανωμÝνη εκκλησßα. Στο ΦερνÝ οικοδüμησε Ýνα παρεκκλÞσι με την επιγραφÞ "Deo Erexit Voltaire". ΟδÞγησε επßσης την εκστρατεßα για την εκκßνηση δßκης, στην οποßα ο ουγενüτος Ýμπορος Jean Calas βρÝθηκε Ýνοχος της δολοφονßας του μεγαλýτερου γιου του και εκτελÝστηκε. Το Κοινοβοýλιο των Παρισßων κÞρυξε κατüπιν το 1765 τον Calas και üλη την οικογÝνειÜ του αθþους.



     Το 1778, διανýοντας το 84ο Ýτος του, παρευρÝθηκε στην πρþτη απüδοση της τραγωδßας του ΕιρÞνη (Irène), στο Παρßσι. Το ταξßδι του και η υποδοχÞ του Þταν μια αποθÝωση, αλλÜ η συγκßνηση τον κατÝβαλε και πÝθανε λßγο αργüτερα στην πρωτεýουσα στις 30 ΜÜη 1778. ΠροκειμÝνου να Ýχει χριστιανικÞ κηδεßα εßχε υπογρÜψει μια μερικÞ ανÜκληση των γραπτþν του. Αυτü θεωρÞθηκε ανεπαρκÝς απü την εκκλησßα, αλλÜ αρνÞθηκε να υπογρÜψει μια γενικüτερη ανÜκληση. Σε Ýναν φßλο Ýδωσε την ακüλουθη γραπτÞ δÞλωση: "Πεθαßνω λατρεýοντας το Θεü, που αγαπÜ τους φßλους μου, που δεν μισεß τους εχθροýς μου και που απεχθÜνεται την καταπßεση". ¸νας ηγοýμενος μετÝφερε κρυφÜ το πτþμα του Βολταßρου σε Ýνα αβαεßο στην πüλη Champagne, üπου θÜφτηκε. Τα λεßψανÜ του διακομßστηκαν στο Παρßσι το 1791 κι ενταφιÜστηκαν στο ΠÜνθεον.
     Η θεατρικÞ παραγωγÞ του ανÝρχεται μεταξý 50-60 Ýργων, που ορισμÝνα εßναι γνωστÜ μüνο απü αναφορÝς Þ απεικονßσεις. Εßναι εκ πρþτης üψεως αξιοπρüσεκτο üτι ο Βολταßρος, του οποßου η κωμικÞ ικανüτητα Þταν αναμφισβÞτητα πολý αξιολογüτερη απü την τραγικÞ, Ýχει γρÜψει πολλÝς τραγωδßες αρκετÜ αξιüλογες, αλλÜ μüνο μια μÝτρια, δεýτερης κλÜσης, κωμωδßα, τη Nanine. Οι Üλλες προσπÜθειÝς του σε αυτÞν την κατεýθυνση εßναι εßτε μικρÞς αξßας και σχεδüν ασÞμαντες, εßτε, üπως στην περßπτωση του κÜπως διÜσημου Ecossaise, αντλοýν üλο το ενδιαφÝρον τους üντας προσωπικοß λßβελοι. Οι τραγωδßες του, αφ' ετÝρου, εßναι εργασßες εξαιρετικÞς αξßας. Αν και ο Βολταßρος δεν κατεßχε οýτε την τÝλεια στιχουργßα του Ρακßνα, οýτε την ευγενÞ ποιητικüτητα του ΚορνÞλιου, ξεπÝρασε αυτÝς τις ελλεßψεις, κατÜ τη γνþμη των ειδικþν, στην πλοκÞ του δýσκολου και τεχνητοý παιχνιδιοý της γαλλικÞς τραγωδßας ΖαÀρα (Zaire), μεταξý εκεßνων üπου η αγÜπη αναγνωρßζεται ως βασικü κßνητρο, και Μερüπη (Merope), μεταξý εκεßνων üπου αυτü το κßνητρο εßναι αποκλεισμÝνο κι υποταγμÝνο. ¹ξερε πως η κοινÞ γνþμη της εποχÞς του απÝδιδε τα εýσημÜ της σ' Ýναν ικανü και πετυχημÝνο δραματουργü κι Þταν αποφασισμÝνος να κερδßσει αυτÜ τα εýσημα. ΕπομÝνως Ýθεσε üλη τη θαυμαστÞ του ευφυÀα σ' αυτü το στüχο.
     ¼σον αφορÜ στα ποιÞματÜ του, (απü τα οποßα ξεχωρßζουν δýο μακροσκελÞ, η ΕρρικειÜδα (Henriade) και η ΠαρθÝνος (Puccele), ενþ υπÜρχουν και πολλÜ μικρüτερα) η αξßα τους εßναι Üνιση. Η ΕρρικειÜς με καθολικÞ συγκατÜθεση υφßσταται ως διδασκüμενο σχολικü βιβλßο. ΓραμμÝνο σχεδüν κατÜ δουλικÞ μßμηση του Βιργιλßου, χρησιμοποιεß τεχνικÜ Ýνα απρüσφορο μÝτρο -το αλεξανδρινü δßστιχο (το οποßο καθßσταται μονüτονο στις δραματικÝς αφηγÞσεις)- και χωρßς να διακρßνεται οýτε για τον ενθουσιασμü Þ την κατανüησÞ του θÝματος, δεν μπορεß παρÜ να εßναι μßα ανεπαρκÞς προσπÜθεια. Η ΠαρθÝνος, αν και κατþτερης ηθικÞς αξßας, εßναι πολý καλýτερο απü λογοτεχνικÞ Üποψη. Το ποßημα εßναι ασυστηματοποßητο ως Ýναν βαθμü και αποτελεß λßβελο ενÜντια στη θρησκεßα και την ιστορßα. ΔιαφÝρει απü το πρüτυπο του, Orlando Furioso (Mαινüμενος ΟρλÜνδος) του Αριüστο, üντας, üχι üπως εκεßνο, Ýνα μεßγμα ρομαντισμοý και παρωδßας, αλλÜ Ýνας εν μÝρει ανιαρüς ιστüς απλÞς και φτηνÞς παρωδßας. ΜεγÜλο μÝρος της διασκεδαστικÞς του αξßας εξαρτÜται απλÜ απü το γεγονüς üτι υπÞρχαν και υπÜρχουν πολλοß Üνθρωποι που πιστεýουν βαθιÜ στο χριστιανισμü και αυτοß οι αστεúσμοß καταφÝρνουν να τους ταρÜξουν καθιστþντας την αποστροφÞ τους κωμικÞ προς Üλλους. Εντοýτοις, παρ’ üλα τα ελαττþματÜ της η ΠαρθÝνος καταφÝρνει να εßναι διασκεδαστικÞ.
     Στα δευτερεýοντα ποιÞματÜ του εßναι αλÞθεια üτι δεν υπÜρχει τßποτα, Þ σχεδüν τßποτα, που να τα κÜνει να αξßζουν να φÝρουν το üνομα της ποßησης -οýτε πÜθος, οýτε αßσθηση της ομορφιÜς της φýσης, μüνο μια στενÞ "κριτικÞ της ζωÞς," μüνο συμβατικÞ και περιορισμÝνη επιλογÞ της γλþσσας, περιορισμÝνη και μονüτονη προσωδßα και καθüλου απü εκεßνη την αüριστη αßσθηση, που Ýχει ειπωθεß σωστÜ, üτι καθορßζει την ποιητικÞ ουσßα. ΑλλÜ υπÜρχει απÝραντο πνεýμα, μια θαυμÜσια αντßληψη του μÝτρου και της γλþσσας, που το γοýστο της εποχÞς υπαγüρευε στον ποιητÞ, περιστασιακÜ εμφανßζεται ενικüς αριθμüς με την υπüθεση μιας κÜπως τεχνητÞς χÜρης και μια περßεργη ικανüτητα διÜνθισης του λüγου με τον τρüπο γραφÞς και το ýφος.
     Το 3ο τμÞμα των εργασιþν του αποτελεßται απü τα μυθιστορÞματα και τα αφηγÞματα του. ΑυτÝς οι παραγωγÝς -ασýγκριτα οι πιο αξιüλογοι καρποß της μεγαλοφυÀας του- συντßθονταν συνÞθως ως τεýχη, με κýριο σκοπü την πολεμικÞ στη θρησκεßα Þ την πολιτικÞ. Το Candide επιτßθεται στη θρησκευτικÞ και φιλοσοφικÞ αισιοδοξßα, το L'Homme aux quaranteecus σε ορισμÝνες κοινωνικÝς και πολιτικÝς πρακτικÝς της εποχÞς, ενþ το Zadig κι Üλλα στις παραδεδειγμÝνες μορφÝς ηθικÞς και μεταφυσικÞς ορθοδοξßας, ενþ μερικÜ εßναι λιβελλογραφικÝς σÜτιρες στη Βßβλο, την ατÝρμονη πηγÞ του βολταιρικοý πνεýματος.



     ΑλλÜ (üπως πÜντα συμβαßνει στην περßπτωση του λογοτεχνικοý Ýργου üπου η μορφÞ ταιριÜζει ακριβþς στη μεγαλοφυÀα του συντÜκτη) ο σκοπüς στα καλýτερα απü αυτÜ εξαφανßζεται σχεδüν εξ ολοκλÞρου. Σε αυτÝς τις εργασßες εμφανßζεται, περισσüτερο απ' üτι σε οποιεσδÞποτε Üλλες, η ιδιαßτερη ποιüτητα του Βολταßρου -ειρωνικü, χωρßς υπερβολÞ, ýφος. ¼τι το διδÜχθηκε εν μÝρει απü τον ¢γιο Ευρυμüνδο, Þ ακüμα περισσüτερο απü τον ¢ντονι ΧÜμιλτον και μερικþς ακüμη και απü το πολÝμιü του Le Sage, εßναι απüλυτα σωστü, αλλÜ αυτüς του Ýδωσε την τελειüτητα και την ολοκλÞρωση. Αν μπορεß να επιλεχτεß μßα ιδιαιτερüτητα, αυτÞ εßναι ο απüλυτος Ýλεγχος και η απλüτητα της λεκτικÞς επεξεργασßας. Ο Βολταßρος δεν εμμÝνει σε αυτü το σημεßο, μÝνει απλÜ για να γελÜσει με αυτü που Ýχει πει, διευκρινßζει Þ σχολιÜζει τα αστεßα του, καγχÜζει με αυτÜ.
     Το 4ο τμÞμα του Ýργου του, το ιστορικü, εßναι το ογκωδÝστερο üλων εκτüς της αλληλογραφßας του, και μερικÜ μÝρη του εßναι μεταξý των πλÝον πολυδιαβασμÝνων, αλλÜ απÝχουν πολý ως προς το να εßναι και τα καλλßτερα. Οι μικρÝς πραγματεßες του για τον ΚÜρολο το 12ο και το ΜεγÜλο ΠÝτρο εßναι πρÜγματι πρüτυπα οξυδερκοýς κι ευφυοýς αφÞγησης αν κι ως Ýνα βαθμü χαρακτηρßζονται απü επιφανειακÞ κατανüηση και ταξινüμηση. Τα αποκαλοýμενα ΕποχÞ του Λουδοβßκου ΙΔ´ (Siècle de Louis XIV) και ΕποχÞ του Λουδοβßκου ΙΕ´ (Siècle de Louis XV) (το τελευταßο κατþτερο του πρþτου αλλÜ παρÜ ταýτα πολýτιμο) περιÝχουν μια μεγÜλη σýμμειξη ενδιαφÝροντος υλικοý, που επεξεργÜζεται απü Ýνα Üτομο μεγÜλης οξυδÝρκειας και με αξεπÝραστη ικανüτητα στη γραφÞ, ο οποßος εßχε επßσης πρüσβαση σε πολλÝς σημαντικÝς εμπιστευτικÝς πληροφορßες. ΑλλÜ ακüμη και σε αυτÜ τα βιβλßα οι ατÝλειες εßναι παροýσες, εμφανιζüμενες üμως εντονüτερα στο μοναδικü ανακÜτεμα που τιτλοφορεßται Essai sur les moeurs, στο Annales de l'Empire και στις δευτερεýουσες ιστορικÝς εργασßες. ΑυτÝς οι ατÝλειες εßναι μια σχεδüν συνολικÞ απουσßα οποιασδÞποτε κατανüησης της αποκαλοýμενης απü τüτε φιλοσοφßας της ιστορßας, η σταθερÞ παρουσßα χονδροειδοýς προκατÜληψης, η συχνÞ ανακρßβεια στις λεπτομÝρειες και, προ πÜντων, μια πλÞρης ανικανüτητα για να εξετÜσει οτιδÞποτε πÝρα απü τη στενÞ σκοπιÜ ενüς μισü-πεσιμιστÞ και μισο-αυτοúκανοποιοýμενου φιλοσüφου του 18ου αι.
     Στη φιλοσοφßα του, βασισμÝνη στο σκεπτικισμü και τον ορθολογισμü, Þταν βαθιÜ επηρεασμÝνος απü το Λοκ (Locke) καθþς επßσης και απü τους Montaigne και Bayle. ΠαρÜ το πÜθος του για τη σαφÞνεια και τη λογικÞ, συχνÜ υπÞρξε ανακüλουθος προς τον εαυτü του. ¸τσι ενþ αρχικÜ υποστÞριζε üτι η ανθρþπινη φýση Þταν τüσο αμετÜβλητη üσο αυτÞ των ζþων αργüτερα εξÝφρασε την πεποßθηση για εξÝλιξη και βαθμιαßο εξανθρωπισμü της κοινωνßας μÝσω της δρÜσης των τεχνþν, των επιστημþν και του εμπορßου. Στη πολιτικÞ υποστÞριζε τη μεταρρýθμιση αλλÜ Ýνιωθε φρßκη για την αμÜθεια και τον πιθανü φανατισμü των ανθρþπων καθþς και για τη βßα της επανÜστασης. ¼σον αφορÜ τη θρησκεßα θεωροýσε πως ο χριστιανισμüς Þταν μια καλÞ πßστη για καμαριÝρες και ρÜφτες, αλλÜ για την ανþτερη τÜξη πρüτεινε Ýναν απλü θεúσμü. ΑντιτÜχθηκε στον αθεúσμü και τον υλισμü του ΕλβÝτιου και του Χüλμπαχ. Εßναι παροιμιþδης η θÝση του üτι "αν ο Θεüς δεν υπÞρχε, θα 'πρεπε να εφευρεθεß", που περιÝχεται σ' Ýνα απü τα ποιÞματÜ του. ΤÝλος η επιρροÞ του στην εκλαÀκευση της επιστÞμης και της φιλοσοφßας του καιροý του Þταν ιδιαßτερα σημαντικÞ.



    ΣΗΜ.: Στον Βολταßρο αποδßδεται λανθασμÝνα η φρÜση "Διαφωνþ με αυτü που λες, αλλÜ θα υπερασπιστþ μÝχρι θανÜτου το δικαßωμÜ σου να το λες". Στη πραγματικüτητα η φρÜση αυτÞ γρÜφτηκε πρþτη φορÜ απü την Evelyn Beatrice Hall στο βιογραφικü βιβλßο της The Friends of Voltaire.
-------------------------------------------------------

ΕΡΓΑ:

Œdipe (Οιδßποδας), 1718, τραγωδßα
La Henriade (ΕρρικειÜς), 1728, Ýπος σε Ýξι Üσματα για τον Ερρßκο Δ´ της Γαλλßας
Histoire de Charles XII (Ιστορßα του Καρüλου ΙΒ' [της Σουηδßας]), 1730
Brutus (Βροýτος), 1730, τραγωδßα
Zaïre (ΖαÀρα), 1732, τραγωδßα
Le temple du goût, 1733, ποιητικü αφÞγημα σε πρüζα και στßχους
Lettres philosophiques ou Lettres anglaises (ΦιλοσοφικÝς Þ ΑγγλικÝς επιστολÝς), 1734
Adélaïde du Guesclin (ΑδελαÀδα ντυ ΓκεσλÝν), 1734, τραγωδßα
Le Mondain (Ο κοσμικüς), 1736
Alzire, ou les Américains, (Αλζßρα Þ Οι Αμερικανοß), 1736, τραγωδßα
Traité de métaphysique (Δοκßμιο μεταφυσικÞς), 1736
L’enfant prodigue (Ο Üσωτος υιüς), 1736, κωμωδßα
Le Songe de Platon (Το üνειρο του ΠλÜτωνα), 1737, φιλοσοφικü διÞγημα
Essai sur la nature du feu et sur sa propagation, (¸ρευνα περß της φýσεως της φωτιÜς και περß της διαδüσεþς της), 1738
Éléments de la philosophie de Newton (Στοιχεßα της νευτþνειας φιλοσοφßας), 1738
Zulime (Ζουλßμ), 1740, τραγωδßα
Le fanatisme ou Mahomet le prophète (Ο φανατισμüς Þ ΜωÜμεθ ο προφÞτης), 1741, τραγωδßα
Mérope (Μερüπη), 1743, τραγωδßα
Zadig ou La Destinée (Ζαντßγκ Þ Το πεπρωμÝνο), 1748, φιλοσοφικü διÞγημα
Le monde comme il va (Ο κüσμος üπως πÜει), 1748, φιλοσοφικü διÞγημα
Semiramis, 1748, τραγωδßα
Le Siècle de Louis XIV (Η αιþνας του Λουδοβßκου ΙΔ'), 1751
Micromégas (ΜικρομÝγας), 1752, φιλοσοφικü διÞγημα
Micromégas (ΜικρομÝγας), 1752, φιλοσοφικü διÞγημα
L'Orphelin de la Chine (Το ορφανü της Κßνας), 1755, δρÜμα
Poème sur le désastre de Lisbonne (Ποßημα για την καταστροφÞ της Λισαβüνας), 1756
Étude sur les mœurs (ΣπουδÞ περß των ηθþν), 1756
Histoire des voyages de Scarmentado écrite par lui-même, (Ιστορßα των ταξιδιþν του ΣκαρμεντÜντο υπü του ιδßου), 1756, φιλοσοφικü διÞγημα
Memoires (Απομνημονεýματα), 1759
Candide ou l'optimisme (Καντßντ Þ Η αισιοδοξßα Ο αγαθοýλης ), 1759, φιλοσοφικü διÞγημα
Histoire de l’empire de Russie sous Pierre le Grand (Ιστορßα της αυτοκρατορßας της Ρωσßας υπü τον ΠÝτρο τον ΜÝγα), 1759
La Pucelle d'Orléans (Η ΠαρθÝνος της ΟρλεÜνης), 1762, ποßημα ηρωικü-κωμικü
Ce qui plait aux dames (¼,τι αρÝσει στις κυρßες), 1764, φιλοσοφικü διÞγημα
Dictionnaire philosophique (Φιλοσοφικü λεξικü), 1764
Jeannot et Colin (Ζαννü και Κολßν), 1764, φιλοσοφικü διÞγημα
De l'horrible danger de la lecture (Περß των φρικτþν κινδýνων της ανÜγνωσης), 1765, λιβελογρÜφημα
Le Philosophe ignorant (Ο αδαÞς φιλüσοφος), 1766
Traité sur la tolérance (Πραγματεßα περß της ανεκτικüτητας), 1767
L'ingénu, 1767, φιλοσοφικü διÞγημα
Princesse de Babylone (Πριγκßπισσα της Βαβυλþνος), 1767, φιλοσοφικü διÞγημα
Les lettres de Memmius (Οι επιστολÝς του ΜÝμμιου), 1771
Il faut prendre un parti (ΠρÝπει να πÜρουμε θÝση), 1772
Le Cri du Sang Innocent (Η κραυγÞ του αθþου αßματος), 1775
De l’âme (Περß ψυχÞς), 1776
Dialogues d’Euhémère (ΔιÜλογοι του ΕυÞμερου), 1777

Üλλες ελληνικÝς μεταφρÜσεις
ΦιλοσοφικÞ κριτικÞ, Εκδ. Ιω.ΚαμπÜνης, 1971, ΑθÞνα
Περß των διχονοιþν των εν ταις εκκλησßαις της Πολωνßας. Δοκßμιον ιστορικüν και κριτικüν. ΜετÜφρ. ΕυγÝνιος Βοýλγαρης, Επιμ. Βασßλης ΛÜζαρης. «Πουκαμισας», Αθ. 2008.


=====================


                                       Ο Αγαθοýλης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I:
Πþς ο Αγαθοýλης ανατρÜφηκε σ' Ýναν ωραßο πýργο και πþς διþχτηκε απ' εκεß.

Ζοýσε στη Βεστφαλßα, στον πýργο του κυρßου βαρþνου Τοýντερ-τεν- τρονκ, Ýνας νÝος, που η φýση τοýχε δþσει το μαλακþτερο χαρακτÞρα. Η φυσιογνωμßα του φανÝρωνε την ψυχÞ του. Η κρßσις του Þτανε πολý σωστÞ και το πνεýμα του πολý απλü: γι' αυτüν το λüγο, νομßζω, τον ωνüμασαν Αγαθοýλη. Οι παλιοß υπηρÝτες του σπιτιοý εßχαν την υποψßα, πως Þτανε γυιüς της αδελφÞς του κυρßου βαρþνου κι ενüς τιμßου ευπατρßδη απü τα περßχωρα, που η δεσποινßς αυτÞ δε δÝχτηκε ποτÝς να τον παντρευτÞ, γιατß, δε μποροýσε να δεßξει περισσüτερες απü εβδομÞντα μια γεννιÝς, ενþ το υπüλοιπο του γεννεαλογικοý του δÝνδρου χανüτανε μÝσα στο αßσχος του χρüνου.
Ο κýριος βαρþνος Þταν Ýνας απü τους δυνατþτερους Üρχοντες της Βεστφαλßας, γιατß ο πýργος του εßχε πüρτα και παρÜθυρα. ΜÜλιστα η μεγÜλη του σÜλα Þταν στολισμÝνη με χαλιÜ. ¼λα τα φυλακüσκυλλÜ τους τα μεταχειριζüτανε σε þρα ανÜγκης, για κυνÞγι. Οι σταυλßτες του Þσαν και κυνηγοß του. Ο εφημÝριος του χωριοý Þταν ο ιδιαßτερος του παππÜς. Τον ωνüμαζαν üλοι ΑφÝντη και γελοýσαν, üταν διηγüτανε καμιÜ ιστορßα!
Η κυρßα βαρωνÝσσα, που ζýγιαζε πÜνω-κÜτω τριακüσιες πενÞντα λßτρες, εßχε γι' αυτü τη γενικÞν εχτßμηση και δεχüτανε τον κüσμο με αξιοπρÝπεια, που την Ýκαμνε ακüμα πιο επιβλητικÞ. Η κüρη της η Κυνεγüνδη, ηλικßας δεκαεπτÜ χρονþν, Þτανε ροδοκüκκινη, δροσÜτη, παχουλÞ, ορεχτικÞ.
Ο γυιüς του βαρþνου φαινüτανε σε üλα Üξιος του πατÝρα του. Ο καθηγητÞς Παγγλþσσης Þτανε το μαντεßο του σπιτιοý κι ο μικρüς Αγαθοýλης Üκουε τη διδασκαλßα του μ' üλη την καλÞ πßστη της ηλικßας του και του χαρακτÞρα του.
Ο Παγγλþσσης δßδασκε τη μεταφυσικü-θεολογο-κοσμολογο- μηδαμινολογßα. Απüδειχνε θαυμÜσια, πως δεν υπÜρχει αποτÝλεσμα χωρßς αιτßα και πως σ' αυτüν τον κüσμο, τον καλýτερον απ' üλους, ο πýργος του ¢ρχοντα βαρþνου Þταν ωραιüτερος απ' üλους τους πýργους κι η κυρßα η καλýτερη απ' üλες τις βαρωνÝσσες.
Εßναι αποδειγμÝνο, Ýλεγε, πως τα πρÜγματα δε μποροýν νÜναι αλλιþς, διüτι, αφοý üλα Ýγιναν για κÜπιο σκοπü, üλα αναγκαστικÜ Ýγιναν για τον καλýτερο σκοπü. ΠαρατηρÞστε καλÜ, πως οι μýτες Ýγιναν για να φοροýν γυαλιÜ, κι Ýτσι Ýχομε γυαλιÜ. Τα πüδια εßναι ολοφÜνερα, κανωμÝνα για να φοροýν παποýτσα, κι Ýτσι Ýχουμε παποýτσα. Οι πÝτρες επλÜσθηκαν για να πελεκιοýνται και για να κÜμνομε πýργους, Ýτσι ο ΑφÝντης Ýχει Ýνα υπερβολικÜ ωραßον πýργο: ο μεγαλýτερος βαρþνος της επαρχßας οφεßλει νÜχει την καλýτερη κατσßκα, και επειδÞ τα γουροýνια Ýγειναν για να τρþγονται, τρþμε χοιρινü κρÝας üλον το χρüνο. Συνεπþς, εκεßνοι, που παραδÝχονται, πως üλα εßναι καλÜ, εßπαν μια ανοησßα, Ýπρεπε να πουν, πως üλα εßναι καλýτερα!
Ο Αγαθοýλης Üκουε προσεχτικÜ και πßστευε αθωüτατα. Γιατß Ýβρισκε τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη εξαιρετικÜ üμορφη, αν και δεν Ýλαβε ποτÝ το θÜρος να της το πη. ¸φτανε στο συμπÝρασμα, πως μετÜ την ευτυχßα νÜχει κανεßς γεννηθÞ βαρþνος του Τοýντερ-τεν-τρονκ, ο δεýτερος βαθμüς της ευτυχßας Þτανε να υπÜρχει η δεσποινßς Κυνεγüνδη, ο τρßτος να τη βλÝπει καθημερινÜ, και ο τÝταρτος ν' ακοýει τον ΔιδÜσκαλο Παγγλþσση, τον μεγαλýτερο φιλüσοφο της επαρχßας και συνεπþς üλης της Γης!
Μια μÝρα, η δεσποινßς Κυνεγüνδη, περιδιαβÜζοντας κοντÜ στο παλÜτι, μÝσα στο μικρü δÜσος που τ' ωνομÜζανε πÜρκο, εßδε μÝσα σε κÜτι χαμüκλαδα τον δüχτορα Παγγλþσση, που Ýδινε Ýνα μÜθημα φυσικÞς πειραματικÞς στην καμαριÝρα της μητÝρας της, μια μικροýλα μελαχροινÞ και πολý καλüβολη. Και καθþς η δεσποινßς Κυνεγüνδη εßχε μεγÜλη κλßση για τις επιστÞμες, παρατηροýσε χωρßς ν' ανασαßνει τα δευτερωμÝνα πειρÜματα, στα οποßα βρÝθηκε θεατÞς. Εßδε καθαρÜ τον αποχρþντα λüγο του δüχτορα, τις αιτßες και τ' αποτελÝσματα, κι επÝστρεψε üλη ταραγμÝνη, üλη σκεφτικÞ, üλη γεμÜτη απü την επιθυμßα να γßνει σοφÞ, συλλογιζüμενη πως μποροýσε πολý καλÜ να γßνει κι αυτÞ ο αποχρþν λüγος του νεαροý Αγαθοýλη, üπως κι αυτüς δικüς της.
Γυρßζοντας στο παλÜτι συνÜντησε τον Αγαθοýλη και κοκκßνισε. Ο Αγαθοýλης κοκκßνισε κι αυτüς. Τον καλημÝρισε με μια φωνÞ κομμÝνη. Ο Αγαθοýλης της μßλησε χωρßς να ξÝρει τι Ýλεγε. Την Üλλη μÝρα, μετÜ το δεßπνο, καθþς βγαßνανε απü την τραπεζαρßα, η Κυνεγüνδη και ο Αγαθοýλης βρεθÞκανε πßσω απü Ýνα παραβÜν η Κυνεγüνδη Üφησε να της πÝση το μαντÞλι, ο Αγαθοýλης το σÞκωσε, εκεßνη τοýπιασε το χÝρι αθþα, ο νÝος φßλησε αθþα το χÝρι της νεαρÜς δεσποινßδος με μια ζωηρüτητα, Ýνα αßσθημα, μια χÜρη ολüτελα ξεχωριστÞ, τα στüματÜ τους συναντÞθηκαν, τα μÜτια τους εφλογßστηκαν, τα πüδια τους τρεμουλιÜσανε, τα χÝρια τους παραστρÜτησαν. Ο Κýριος βαρþνος του Τοýντκρ- τεν-τρονκ πÝρασε πλÜι απü το παραβÜν, και βλÝποντας αυτÞν την αιτßα κι αυτü το αποτÝλεσμα, Ýδιωξε τον Αγαθοýλη απü τον πýργο με δυνατÝς κλωτσιÝς στον πισινü, η Κυνεγüνδη λιποθýμησε, μüλις συνÞλθε μπατσßστηκε απü την κυρßα βαρωνÝσσα: και üλα Ýγιναν θλιβερÜ μÝσα στο ωραιüτερο και ευχαριστüτερο παλÜτι, που Þταν δυνατü να υπÜρξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II: Τι Ýπαθε ο Αγαθοýλης με τους ΒουλγÜρους.

Ο Αγαθοýλης, διωγμÝνος απü τον επßγειο παρÜδεισο, περπÜτησε πολýν καιρü χωρßς να ξÝρει για ποý, κλαßοντας, σηκþνοντας τα μÜτια του στον ουρανü, στρÝφοντας τα συχνÜ προς τ' ωραιüτερο των παλατιþν, που εßχε μÝσα του την ωραιüτερη απü τις βαρωνÝσσες. ΚοιμÞθηκε νηστικüς μÝσα στους αγροýς ανÜμεσα σε δυο αυλÜκια, το χιüνι Ýπεφτε σε μεγÜλες τουλοýπες. Ο Αγαθοýλης καταμουσκεμÝνος, εσýρθηκε την Üλλη μÝρα προς την γειτονικÞ πüλη Βαλντμπεργ- κοφφ-τραρμπει-ντικντüρφφ, απÝνταρος, πεθαμÝνος απü πεßνα και κοýραση. ΣταμÜτησε θλιβερÜ στην πüρτα μιας ταβÝρνας. Δυο Üνθρωποι, ντυμÝνοι γαλÜζια, τον παρατÞρησαν:
Σýντροφε, λÝγει ο Ýνας, να Ýνας νÝος πολý καλοφκιασμÝνος και που Ýχει το απαιτοýμενο ανÜστημα.
Προχþρησαν προς τον Αγαθοýλη και τον πÞραν να δειπνÞση με πολλÞν ευγÝνεια.
Κýριοι, τους εßπε ο Αγαθοýλης με γοητευτικÞ μετριοφροσýνη, μου κÜμνετε πολλÞ τιμÞ, μα δεν Ýχω να πληρþσω το ρεφενÝ μου.
Α! κýριε, του εßπε ο Ýνας απü τους γαλÜζιους, οι Üνθρωποι του δικοý σου αναστÞματος και της δικιÜς σου αξßας δεν πληρþνουν ποτÝς τßποτε. Δεν εßσασθε ψηλüς πÝντε πüδια και πÝντε δÜχτυλα;
ΜÜλιστα, κýριοι, αυτü εßναι το ανÜστημÜ μου, εßπε κÜμνοντας μßαν υπüκλιση.
Α! Κýριε, καθÞστε στο τραπÝζι, üχι μονÜχα θα πληρþσουμε για σας, μα δε θα δεχτοýμε ποτÝς Ýνας Üνθρωπος σαν και σας να μην Ýχει χρÞματα. Οι Üνθρωποι εßναι κανωμÝνοι ν' αλληλοβοηθιοýνται.
¸χετε δßκαιο, εßπεν ο Αγαθοýλης, αυτü μοýλεγε πÜντα ο κýριος Παγγλþσσης και παρατηρþ καλÜ, πως üλα εßναι Üριστα.
Τον παρακÜλεσαν να δεχτÞ λßγα σκοýδα. Τα παßρνει και κÜνει να δþσει απüδειξη, αλλÜ κεßνοι δεν το επιτρÝπουν και κÜθουνται στο τραπÝζι.
Δεν αγαπÜτε τρυφερÜ.....;
Ω! ναι, απÜντησε, αγαπþ τρυφερÜ τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
¼χι, εßπε ο Ýνας απü τους κυρßους, σας ρωτοýμε, αν αγαπÜτε τρυφερÜ τον βασιλÝα των ΒουλγÜρων.
Καθüλου, απÜντησε κεßνος, γιατß δεν τον εßδα ποτÝ!
Πþς! εßναι ο πιο χαριτωμÝνος απü τους βασιλιÜδες και πρÝπει να πιοýμε στην υγειÜ του.
Ω! με πολλÞν ευχαρßστησι, κýριοι. Και Þπιε.
Αυτü φτÜνει, του εßπαν, ιδοý εσεßς στÞριγμα, υπερασπιστÞς, Þρως των βουλγÜρων! ΕκÜματε την τýχη σας και εξασφαλßσατε τη δüξα σας.
Του βÜζουν αμÝσως τα σßδερα στα πüδια και τον πÜνε στο σýνταγμα. Τον βÜζουν να κλßνη δεξιÜ, αριστερÜ, να βγÜζη την τουφεκüβεργα, να ξαναβÜζη την τουφεκüβεργα, να πÝφτη πρηνηδüν, να πυροβολÞ, να περπατÞ γρÞγορα και του δßνουν τριÜντα ξυλιÝς, την επομÝνη κÜμνει την Üσκηση του κÜπως λιγþτερο Üσκημα και τρþει μüνο εßκοσι ξυλιÝς, τη μεθεπομÝνη του δßνουν μüνο δÝκα και θεωρεßται απü τους συντρüφους του ως θαýμα.
Ο Αγαθοýλης τÜχε χÜσει και δεν καταλÜβαινε καθüλου πως Þτανε Þρωας. ¸να ωραßο ανοιξιÜτικο πρωß αποφÜσισε να πÜει να περπατÞση, βαδßζοντας ολüισα μπροστÜ του, και πιστεýοντας πως Þτανε προνüμιο του ανθρωπßνου γÝνους, καθþς και του ζωικοý, να μεταχειρßζονται τα πüδια τους, üπως τους αρÝσει. Δεν εßχε κÜμει δυο λεýγες και να τÝσσερις Üλλοι Þρωες Ýξ ποδιþν ýψους τον πλησιÜζουν, τον δÝνουν και τον πÜνε σε μια φυλακÞ. Τον ρωτÞσανε δικαστικÜ τι προτιμοýσε καλýτερα: να ραβδισθÞ τριανταÝξ φορÝς απü üλο το σýνταγμα Þ να δεχθÞ με μιας δþδεκα μολυβÝνιες σφαßρες στο κρανßο. ΜÜταια εßπε, πως οι θελÞσεις εßναι ελεýθερες και πως δεν Þθελε οýτε τüνα οýτε τÜλλο, Ýπρεπε να διαλÝξη, αποφÜσισε εν ονüματι του θεßου δþρου, που ονομÜζουν ελευθερßα, να ραβδισθÞ τριανταÝξ φορÝς και Ýφαγε τις δυο. Το σýνταγμα εßχε δυο χιλιÜδες Üντρες. ¸φαγε λοιπüν τÝσσερις χιλιÜδες ξυλιÝς, που απ' το σβÝρκο ως τον πισινü του ξεγýμνωσαν üλα τα ποντßκια και τα νεýρα. Ενþ ετοιμαζüντανε ν' αρχßσουν την τρßτη βüλτα, ο Αγαθοýλης μη βαστÜνοντας πια, ζÞτησε ως χÜρη να ευαρεστηθοýν να λÜβουν την καλωσýνη να του τινÜξουν τα μυαλÜ, του κÜμανε αυτü το χατÞρι, του δÝνουν τα μÜτια, τον βÜζουν να γονατßση. ΑυτÞν τη στιγμÞ περνÜ ο βασιλιÜς των ΒουλγÜρων και πληροφορεßται το Ýγκλημα του καταδßκου: κι üπως αυτüς ο βασιλιÜς Þτανε μεγαλοφυÞς, κατÜλαβε, απ' ü,τι του εßπεν ο Αγαθοýλης, πως Þταν Ýνας νεαρüς μεταφυσικüς, που αγνοοýσε ολüτελα τα πρÜγματα του κüσμου τοýτου και του Ýδωσε χÜρη με μια καλοκαγαθßα, που θα υμνεßται σ' üλες τις εφημερßδες και σ' üλους τους αιþνες. ¸νας γÝρος χειροýργος εγιÜτρεψε τον Αγαθοýλη σε τρεις βδομÜδες με μαλαχτικÜ διδαγμÝνα απü το Διοσκορßδη. Εßχε τþρα λιγÜκι δÝρμα και μποροýσε να περπατÞ, üταν ο βασιλιÜς των ΒουλγÜρων κÞρυξε πüλεμο στο βασιλιÜ των ΑβÜρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III: Πþς ο Αγαθοýλης Ýφυγε απü τους ΒουλγÜρους και τι απüγινε

Τßποτε δεν Þτανε τüσο ωραßο, τüσο ευκßνητο, τüσο καλÜ συνταγμÝνο σαν τα δυο εχθρικÜ στρατεýματα. Οι τρομπÝτες, τα φλÜουτα, τα üμποα, τα τοýμπανα, τα κανüνια αποτελοýσαν μιαν αρμονßα, που παρüμοια δεν υπÞρξε ποτÝ στην Κüλαση. Τα κανüνια πρþτα-πρþτα ρßξανε κÜτου Ýξη σχεδüν χιλιÜδες απü κÜθε μεριÜ. ¸πειτα τα ομαδικÜ πυρÜ απÜλλαξαν τον καλýτερο των κüσμων απü ενιÜ ως δÝκα χιλιÜδες κατεργαρÝους, που του λÝρωναν την επιφÜνεια. Η ξιφολüγχη Ýγινε επßσης ο αποχρþν λüγος του θανÜτου μερικþν χιλιÜδων ανθρþπων. Το üλον μποροýσε πολý καλÜ να λογαριαστÞ σε καμιÜ τριανταριÜ χιλιÜδες ψυχÝς. Ο Αγαθοýλης, που Ýτρεμε σαν φιλοσοφος, κρýφτηκε üσο μποροýσε καλýτερα κατÜ τη διÜρκεια αυτοý του ηρωικοý μακελλιοý.
ΤÝλος, ενþ οι δυο βασιλιÜδες Ýκαναν δοξολογßες, καθÝνας στο στρατüπεδü του αποφÜσισε να πÜη σ' Üλλον τüπο να φιλοσοφÞ για τις αιτßες και τ' αποτελÝσματα. ΠÝρασε πÜνω απü τους σωροýς των σκοτωμÝνων και κεßνων που ξεψυχοýσαν κι Ýφτασε πρþτα σ' Ýνα γειτονικü χωριü. Ολüκληρο Þτανε στÜχτη. ¹ταν Ýνα χωρßο αβαρικü, που οι Βοýλγαροι τüχαν κÜψει, σýμφωνα με τους νομοýς του δημοσßου δικαßου. Εδþ γÝροι κατατρýπιοι απü σφαßρες, Ýβλεπαν να πεθαßνουν οι σφαγμÝνες γυναßκες τους, βαστþντας τα παιδιÜ τους στα ματωμÝνα τους βυζιÜ, εκεß κορßτσια ξεκοιλιασμÝνα, αφοý ικανοποßησαν τις φυσικÝς ανÜγκες μερικþν ηρþων, ξεψυχοýσαν, Üλλοι μισοκαμμÝνοι φþναζαν να τους αποτελειþσουν σκοτþνοντÜς τους. ΜυαλÜ Þτανε σκορπισμÝνα απÜνω στη γη πλÜι σε κομμÝνα χÝρια και πüδια.
Ο Αγαθοýλης τüσκασε üσο μποροýσε γρηγορþτερα σ' Ýνα Üλλο χωριü: αυτü Þτανε Βουλγαρικü και οι ¢βαροι Þρωες τüχαν περιποιηθÞ με τον ßδιο τρüπο. Ο Αγαθοýλης πÜντα βαδßζοντας πÜνω σε μÝλη, που σπÜραζαν Þ ανÜμεσα σε ρημÜδια, Ýφτασε τÝλος, üξω απü το θÝατρο του πολÝμου, Ýχοντας μερικÜ τρüφιμα μÝσα στο δισÜκκι του και μη ξεχνþντας ποτÝ τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη. Τα τρüφιμα του τÝλειωσαν γρÞγορα, üταν Ýφτασε στην Ολλανδßα, αλλ' Ýχοντας ακουσμÝνα πως üλος εδþ ο κüσμος Þτανε πλοýσιος και καλοß χριστιανοß, δεν αμφÝβαλλε πως θα τον μεταχειριζοντανε τüσο καλÜ, üσο στον πýργο του κυρßου βαρþνου πριν διωχτÞ για τα ωραßα μÜτια της δεσποινßδας Κυνεγüνδης.
ΖÞτησε ελεημοσýνη απü πολλÜ σοβαρÜ προσþπατα, μα üλοι του απαντοýσαν, πως αν εξακολουθοýσε να κÜμνη αυτü το επÜγγελμα, θα τον κλεßνανε σε κανÝνα σωφρονιστÞριο για να μÜθη να δουλεýη. Απευθýνθηκε κατüπι σ' Ýναν Üνθρωπο, που μüλις εßχε πÜψη να μιλÞ μüνος μιαν ολüκληρη þρα περß ευσπλαχνßας μπροστÜ σε μια μεγÜλη σýναξη ανθρþπων. Ο ρÞτορας αυτüς, κυττÜζοντÜς τον λοξÜ, του εßπε:
Τι Ýρχεστε να κÜμετε εδþ. Σας Ýφερε κανεßς καλüς σκοπüς;
Δεν υπÜρχει διüλου αποτÝλεσμα χωρßς αιτßα, απÜντησε με μετριοφροσýνη ο Αγαθοýλης, üλα εßναι αλληλÝνδετα αναγκαστικÜ και κανωμÝνα για τον καλýτερο σκοπü. Με διþξαν κοντÜ απü τη Δεσποινßδα Κυνεγüνδη, πÝρασα απü ραβδισμοýς και πρÝπει τþρα να ζητιανεýω το ψωμß μου, üσο να μπορÝσω να το κερδßζω. ¼λ' αυτÜ δε μποροýσαν να συμβοýν αλλιþς.
Φßλε μου, του εßπεν ο ρÞτορας και πιστεýεις πως ο ΠÜπας εßναι ο Αντßχριστος.
Δεν τüχα ως τüρα ακοýσει να το λÝνε, απÜντησε ο Αγαθοýλης, μα εßτε εßναι εßτε δεν εßναι, εγþ δεν Ýχω ψωμß!
Δεν εßσαι Üξιος να το φας, εßπεν ο Üλλος: Φεýγα, κατεργÜρη, Üθλιε μη με λερþνης με την παρουσßα σου.
Η γυναßκα του ρÞτορα εßχε βγÜλει το κεφÜλι της στο παρÜθυρο και βλÝποντας Ýναν Üνθρωπο, που αμφÝβαλλε πως ο ΠÜπας εßναι ο Αντßχριστος, τοýρριξε στο κεφÜλι Ýνα τσουκÜλι γεμÜτο. . . .
Ω! ουρανοß! Σε τι σημεßο φτÜνει ο θρησκευτικüς ζÞλος των γυναικþν!

¸νας Üνθρωπος, που δεν εßχε καθüλου βαφτισθÞ, Ýνας αγαθüς αναβαφτιστÞς, ονομαζüμενος ΙÜκωβος, εßδε το σκληρü κι ατιμωτικü τρüπο, που μεταχειρßστηκαν Ýναν αδερφü του, Ýνα ον δßπουν, Üπτερον, Ýμψυχον. Τον επÞρε σπßτι του, τον καθÜρισε, τοýδωσε ψωμß και μπýρα, του χÜρισε δýο φιορßνια, θÝλησε μÜλιστα να τον μÜθη να δουλεýη στο εργοστÜσιü του, που Ýφκιανε περσικÜ χαλιÜ στην Ολλανδßα. Ο Αγαθοýλης σχεδüν προσκυνþντας τον αναφþνησε!
Ο διδÜσκαλος Παγγλþσσης τþπε πολý σωστÜ πως üλα εßναι Üριστα σ' αυτü τον κüσμο, γιατß εßμαι Üπειρα πιο συγκινημÝνος, με τη δικÞ σας υπÝρτατη γενναιüτητα παρÜ λυπημÝνος με τη σκληρüτητα αυτοý του κυρßου με το μαýρο μανδýα και της κυρßας γυναßκας του.
Την Üλλη μÝρα, περιδιαβÜζοντας, συνÜντησε Ýνα ζητιÜνο, γεμÜτον πληγÝς, με μÜτια σβυσμÝνα, την Üκρη της μýτης φαγωμÝνη, το στüμα στραβωμÝνο, τα δüντια μαýρα, που μιλοýσε με το λαρýγγι, βασανιζüμενος απü Ýνα σφοδρü βÞχα και που σε κÜθε του βÞξιμο φτυοýσε κι Ýνα δüντι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV: Πþς ο Αγαθοýλης συνÜντησε τον παλιü δÜσκαλο της φιλοσοφßας, δüχτορα Παγγλþσση και τι απÝγινε.

Ο Αγαθοýλης, περισσüτερο απü συμπÜθεια παρÜ απü φρßκη, Ýδωσε σ' αυτüν τον τρομαχτικü ζητιÜνο τα δýο φιορßνια, ποýχε λÜβει απü τον Ýντιμο του αναβαφτιστÞ, τον ΙÜκωβο. Το φÜνταγμα τον εκýτταξε στα μÜτια, δÜκρυσε και ρßχτηκε στο λαιμü του. Ο Αγαθοýλης τρομαγμÝνος πισωδρüμησε.
Αλλßμονο! εßπεν ο Ýνας Üθλιος στον Üλλον Üθλιο, δεν αναγνωρßζετε πια τον αγαπημÝνο σας Παγγλþσση;
Τι ακοýω! Σεις, αγαπημÝνε μου διδÜσκαλε! Σεις σ' αυτÜ τα φριχτÜ χÜλια! Τι συμφορÜ λοιπüν σας βρÞκε; Γιατß δεν εßσθε πια στον ωραιüτερο των πýργων; Τι απÝγινε η δεσποινßς Κυνεγüνδη, το μαργαριτÜρι των κοριτσþν, το αριστοýργημα της φýσης;
Δεν βαστþ πια, εßπεν ο Παγγλþσσης.

Ευθýς ο Αγαθοýλης τον ωδÞγησε στο σταýλο του ΑναβαφτιστÞ, üπου τοýδωσε να φÜγη λιγÜκι ψωμß. κι üταν ο Παγγλþσσης ανÜλαβε,
Λοιπüν, τον ξαναρωτÜ, η Κυνεγüνδη;. . . . .
ΑπÝθανε, απÜντησεν ο Üλλος.
Ο Αγαθοýλης στ' Üκουσμα αυτÞς της λÝξης λιποθýμησε. Ο φßλος του τον ξανÜφερε στις αισθÞσεις του με λßγο κακü ξßδι, που βρÝθηκε κατÜ τýχη μÝσα στο σταýλο. Ο Αγαθοýλης ξανÜνοιξε τα μÜτια.
Η Κυνεγüνδη απÝθανε! Α! Üριστε των κüσμων ποý εßσαι; κι απü τι αρρþστια πÝθανε; ºσως Üραγε γιατß μ' εßδε να με διþχνουν απü τον ωραßον πýργο του κυρßου πατÝρα της με δυνατÝς κλωτσÝς;
¼χι! απÜντησε ο Παγγλþσσης. Την ξεκοßλιασαν Βοýλγαροι στρατιþται, αφοý πρþτα την εβßασαν üσο μπορεß να συμβÞ αυτü σε Üνθρωπο. ΣπÜσανε το κεφÜλι του κυρßου βαρþνου, που θÝλησε να την υπερασπισθÞ, την κυρßα βαρωνÝσσα την κüψανε κομματÜκια κομματÜκια, ο αγαπητüς μου μαθητÞς Ýπαθε τα ßδια με την αδελφÞ του, üσο για τον πýργο, δεν Ýμεινε πεßρα σε πεßρα, οýτε αποθÞκη, οýτε πρüβατο, οýτε πÜπια, οýτε δÝνδρο. ¼μως εκδικηθÞκαμε καλÜ, γιατß οι ¢βαροι κÜμανε τα ßδια σε μια γειτονικÞ βαρωνεßα, που ανÞκε σ' Ýναν Βοýλγαρο ευπατρßδη. ΠÜνω σ' αυτÞ τη διÞγησι, ο Αγαθοýλης λιποθýμησε Üλλη μια φορÜ. Μα üταν συνÞλθε και εßπε ü,τι Ýπρεπε να πη, ρþτησε για την αιτßα και το αποτÝλεσμα και για τον αποχρþντα λüγο, που κατÜντησε τον Παγγλþση σε μια τüσο οιχτρÞ κατÜστασι.
Αλλßμονο, εßπεν ο Üλλος. Εßναι ο Ýρωτας: ο Ýρωτας ο παρηγορητÞς του ανθρωπßνου γÝνους, ο διατηρητÞς του κüσμου, η ψυχÞ üλων των üντων, πüχουν αισθÞσεις, ο τρυφερüς Ýρωτας!
Αλλßμονο! εßπεν ο Αγαθοýλης. Τüνε γνþρισα αυτüν τον Ýρωτα, αυτüν το βασιληÜ των καρδιþν, αυτÞ την ψυχÞ της ψυχÞς μας. ΠοτÝς δε μου κüστισε περισσüτερο απüνα φιλß και εßκοσι κλωτσιÝς στον πισινü. Πþς μια τüσο ωραßα αιτßα μπüρεσε να προκαλÝση σε σας Ýνα τüσο αποτρüπαιο αποτÝλεσμα;
Ο Παγγλþσσης απÜντησε ως εξÞς:
Ω αγαπημÝνε μου Αγαθοýλη, Ýχεις γνωρßσει την ΠακÝττα, αυτÞ την νüστιμη ακüλουθο της σεβαστÞς μας βαρωνÝσσας.
Γεýτηκα στην αγκÜλη της τις χαρÝς του παραδεßσου, που μου φÝραν αυτÜ τα δεινÜ της κüλασης, απü τα οποßα με βλÝπετε φαγωμÝνον. ¹τανε η ßδια μολυσμÝνη κι ßσως απÝθανε απ' αυτÜ. Η ΠακÝττα εßχε πÜρει αυτü το δþρο απü Ýναν κορδελιÝρο (1) πολý σοφüν, ο οποßος εßχε ανεýρει την πρþτη πηγÞ του κακοý, αυτüς τüχε πÜρει απü μια γρηÜ κüμησσα, που τüχε πÜρει απüναν αξιωματικü του ιππικοý,
που το χρεωστοýσε σε μια μαρκησßα, που τüχε πÜρει απüναν υπηρÝτη, που τüχε πÜρει απü Ýναν ιησουßτη, ο οποßος üντας δüκιμος, τüχε πÜρει απ' ευθεßας απü Ýναν σýντροφο του Χριστοφüρου Κολüμβου. ¼σο για μÝνα δεν θα το δþσω σε κανÝνα, γιατß πεθαßνω.
Ω Παγγλþση, φþναξε ο Αγαθοýλης, να μια παρÜξενη γενεαλογßα! Δεν Þταν ο διÜβολος ο πρþτος σπüρος της;
Καθüλου, απÜντησε ο μÝγας αυτüς Üνθρωπος. ¹ταν Ýνα πρÜγμα απαραßτητο στον καλýτερο των κüσμων, Ýνα συστατικü του αναγκαßο, γιατß αν ο Κολüμβος δεν Üρπαζε σ' Ýνα νησß της ΑμερικÞς αυτÞν την αρρþστεια, που φαρμακþνει üλη τη γενεÜ, που συχνÜ μÜλιστα την εμποδßζει ολüτελα και που εßναι, φανερÜ, το αντßθετο του μεγÜλου σκοποý της φýσης, δε θÜχαμε οýτε τη σοκολÜτα οýτε την κοκκινüμπογια της κοχενßλλης. ΠρÝπει ακüμα να παρατηρÞσομε, πως ßσαμε σÞμερα, αυτÞ η αρρþστεια εßναι ξεχωριστÜ της δικÞς μας ηπεßρου, üπως οι θεολογικοß καυγÜδες. Οι Τοýρκοι, οι Ινδοß, οι ΠÝρσες, οι ΚινÝζοι, οι Σιαμαßοι, οι ΓιαπωνÝζοι δεν την γνωρßζουν ακüμα, αλλ' υπÜρχει αποχρþν λüγος να τη γνωρßσουν κι αυτοß σε μερικοýς αιþνες. Στο αναμεταξý Ýκαμε θαυμαστÞ πρüοδο αναμεταξý μας και πιο πολý σ' αυτοýς τους μεγÜλους στρατοýς, που αποτελοýνται απü μισθοφüρους, οι οποßοι αποφασßζουν για την τýχη των Κρατþν. Μποροýμε να βεβαιþσομε, πως, üταν τριÜντα χιλιÜδες Üνθρωποι πολεμοýν ταχτικÞ μÜχη ενÜντια σε δυνÜμεις ισÜριθμες, υπÜρχουν περßπου εßκοσι χιλιÜδες σιφιλιδικοß απü κÜθε μÝρος.
Ιδοý τι εßναι αξιοθαýμαστο, εßπεν ο Αγαθοýλης. ΑλλÜ πρÝπει να σε γιατρÝψομε.
Και πþς μπορþ; εßπε ο Παγγλþσσης. Δεν Ýχω πεντÜρα, φßλε μου, και σ' üλη την Ýχταση αυτÞς της σφαßρας δε μπορεß κανεßς οýτε αφαßμαξη να κÜνη οýτε μια πλýση, χωρßς να πληρþση κανεßς Üλλος γι' αυτüν.
Αυτüς ο τελευταßος λüγος Ýκαμε τον Αγαθοýλη να πÜρη μιαν απüφαση.
ΠÞγε κι Ýπεσε στα πüδια του εκλεκτικοý αναβαφτιστÞ Ιακþβου και του ζωγρÜφισε τüσο συγκινητικÜ τα χÜλια, στα οποßα εßχε καταντÞσει ο φßλος του, þστε ο αγαθüς Üνθρωπος δε δßστασε να συντρÝξη τον δüχτορα Παγγλþσση. Και τον εγιÜτρεψε μ' ÝξοδÜ του. Ο Παγγλþσσης κατÜ τη θεραπεßα Ýχασε μüνο τüνα μÜτι και τον' αυτß. ¸γραφε καλÜ κι Þξερε τÝλεια την αριθμητικÞ. Ο αναβαφτιστÞς ΙÜκωβος τον Ýκαμε λογιστÞ του. ΜετÜ απü δυο μÞνες βρÝθηκε στην ανÜγκη να πÜη στη Λισσαβþνα για υποθÝσεις του εμπορικÝς και πÞρε μÝσα στο πλοßο του τους δυο φιλοσüφους. Ο Παγγλþσσης του εξÞγησε, πως üλα Þταν üσο δεν μποροýσε καλýτερα. Ο ΙÜκωβος δεν εßχε την ßδια γνþμη.
ΠρÝπει, Ýλεγεν, οι Üνθρωποι νÜχουν διαφθεßρη τη φýση, γιατß δεν γεννÞθηκαν λýκοι κι Ýγειναν λýκοι. Ο Θεüς δεν τους Ýδωσε οýτε κανüνια των εικοσιτεσσÜρων, οýτε μπαγιοννÝτες, κι Ýφκιασαν μπαγιονÝτες και κανüνια για να αλληλοσκοτþνονται. Θα μποροýσα να λογαριÜσω ακüμα τις χρεωκοπßες και τη Δικαιοσýνη, που κατÜσχει τις περιουσßες των χρεωκüπων για να κλÝψη τους δανειστÝς.
¼λ' αυτÜ Þσαν απαραßτητα, απαντοýσε ο μονüφθαλμος δüχτορας, και οι ατομικÝς δυστυχßες κÜμνουν την καθολικÞ ευτυχßα, σε τρüπο, που üσο υπÜρχουν περισσüτερες ατομικÝς δυστυχßες, τüσο περισσüτερο το σýνολο εßναι καλýτερα.
Ενþ συζητοýσαν ο ουρανüς σκοτεßνιασε, οι Üνεμοι φýσηξαν απü τα τÝσσερα σημεßα τουρανοý και το καρÜβι τüπιασε η τρομερþτερη τρικυμßα μπροστÜ στο λιμÜνι της Λισσαβþνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V: Τρικυμßα, ναυÜγιο, σεισμüς και τι απÝγινε ο Παγγλþσσης, ο Αγαθοýλης κι ο αναβαφτιστÞς ΙÜκωβος.

Οι μισοß επιβÜτες Üρρωστοι, ξεψυχþντας απ' αυτÝς τις ανυπüφορες αγωνßες, που το κοýνημα του καραβιοý προξενεß στα νεýρα και σ' üλα τα υγρÜ του σþματος, που ταρÜζονται σε αντßθετες διευθýνσεις, δεν εßχαν οýτε καν τη δýναμη ν' ανησυχÞσουν για τον κßνδυνο. Οι Üλλοι μισοß ξεφωνοýσαν και προσευχüντανε. Τα πανιÜ Þτανε σκισμÝνα, τα κατÜρτια σπασμÝνα, το καρÜβι ανοιγμÝνο. ΣÜλευε üποιος μποροýσε, κανεßς δε συνενοοýτανε, κανÝνας δεν κυβερνοýσε. Ο αναβαπτιστÞς βοηθοýσε λιγÜκι στην κυβÝρνησι του καραβιοý, Þτανε πÜνω στη γÝφυρα: Ýνας ναýτης θυμωμÝνος τüνε χτυπÜ απüτομα και τον ξαπλþνει στα σανßδια: Αλλ' απü το χτýπημα, που τοýδωσε, τινÜχτηκε κι ο ßδιος τüσο δυνατÜ, ποýπεσε Ýξω απü το καρÜβι με το κεφÜλι κÜτω. ¸μενε κει κρεμασμÝνος και γαντζωμÝνος απü Ýνα κομμÜτι σπασμÝνου καταρτιοý. Ο αγαθüς ΙÜκωβος τρÝχει να τον βοηθÞση, τον βαστÜει να ξανανÝβη, αλλ' απü την προσπÜθεια, που κÜμνει, γλυστρÜει και πÝφτει στη θÜλασσα μπροστÜ στα μÜτια του ναýτη, που τον αφÞνει να χαθÞ χωρßς να γυρßση να τον ιδÞ. Ο Αγαθοýλης πλησιÜζει, βλÝπει τον ευεργÝτη του που ξαναφαßνεται μια στιγμÞ και που βυθßζεται για πÜντα. ΘÝλει να ριχτÞ στη θαλασσα, ο φιλüσοφος Παγγλþσσης τον εμποδßζει, αποδεßχνωντÜς του, πως ο κüρφος της Λισσαβþνας κατασκευÜσθηκε επßτηδες για να πνιγÞ σ' αυτüν ο αναβαφτιστÞς. Ενþ το απüδειχνε a priori, το καρÜβι ανοßγει στη μÝση κι üλοι χÜνονται εξüν απü τον Παγγλþσση, τον Αγαθοýλη και αυτüν τον βÜναυσο ναýτη, ποýχε πνßξη τον ενÜρετο αναβαφτιστÞ, ο κατεργÜρης κολýμπησε πετιχυμÝνα ως την παραλßα üπου ο Παγγλþσσης και ο Αγαθοýλης εßχαν φτÜσει πÜνω σε μια σανßδα.
¼ταν συνÞλθαν λιγÜκι βÜδισαν προς τη Λισσαβþνα, τους Ýμειναν ολßγα χρÞματα, με τα οποßα Ýλπιζαν να γλυτþσουν απü την πεßνα, αφοý γλýτωσαν απü την τρικυμßα.
Μüλις επÜτησαν το πüδι τους στην πüλη, κλαßοντας το θÜνατο του ευεργÝτη τους, και νοιþθουν να τρÝμει η γης κÜτου απü τα πüδια τους. Η θÜλασσα υψþνεται βρÜζοντας μÝσα στο λιμÜνι και σπÜζει τα αγκυροβολημÝνα καÀκια. Φλογοστρüβιλοι με στÜχτες σκεπÜζουν τους δρüμους και τις δημüσιες πλατεßες. Τα σπßτια γκρεμßζονται, οι στÝγες αναποδογυρßζονται πÜνω στα θεμÝλια, τα θεμÝλια σκορπßζονται. ΤριÜντα χιλιÜδες κÜτοικοι κÜθε ηλικßας και κÜθε γÝνους πλακωθÞκαν κÜτου απü τα ερεßπια. Ο ναýτης Ýλεγε σφυρßζοντας και βλασφημþντας: ΚÜτι θα βγÜλουμε δω πÝρα.
Ποιος εßναι ο αποχρþν λüγος αυτοý του φαινομÝνου; Ýλεγεν ο Παγγλþσσης.
Να! η τελευταßα μÝρα του κüσμου, φþναξε ο Αγαθοýλης. Ο ναýτης τρÝχει αβÜσταχτος μÝσα στα χαλÜσματα, αντιμετωπßζει το θÜνατο για ναýρη χρÞματα, βρßσκει, τα παßρνει, μεθÜ, κι αφοý κοιμÞθηκε για να χωνÝψει το κρασß, αγορÜζει την εýνοια της πρþτης καλüβολης κοπÝλλας, που συναντÜ πÜνω στα ερεßπια των γκρεμισμÝνων σπιτιþν κι ανÜμεσα στους πεθαμÝνους και σ' αυτοýς που ξεψυχοýσαν. Ο Παγγλþσσης ωστüσο τüνε τραβοýσε απü το μανßκι:
Φßλε μου, τοýλεγε, αυτü δεν εßναι σωστü. Παραβαßνετε την παγκüσμια λογικÞ, ξοδεýετε Üσκημα τον καιρü σας.
ΞεροκÝφαλο, του απÜντησε ο Üλλος, εßμαι ναýτης γεννημÝνος στην Παλαβßα, πÜτησα τÝσσερις φορÝς πÜνω στον εσταυρωμÝνο σε τÝσσερÜ μου ταξεßδια στην Ιαπωνßα, βρÞκες τον Üνθρωπü σου με την παγκüσμιÜ σου λογικÞ!
ΜερικÜ κομμÜτια πÝτρας πλÞγωσαν τον Αγαθοýλη, που ξαπλωμÝνος στο δρüμο και σκεπασμÝνος απü χαλÜσματα, Ýλεγε στον Παγγλþσση:
Αλλßμονο! βρε μου λιγÜκι κρασß και λÜδι, πεθαßνω.
Αυτüς ο σεισμüς δεν εßναι κÜτι νÝο, απÜντησε ο Παγγλþσσης. Η πüλη της Λßμας δοκßμασε τα ßδια τινÜγματα πÝρσυ στην ΑμερικÞ. ºδιες αιτßες, ßδια αποτελÝσματα. ΥπÜρχει ασφαλþς Ýνα μακρý στρþμα θειÜφι κÜτου απü τη γης απü τη Λßμα ως τη Λισσαβþνα.
Τßποτε δεν εßναι πιθανþτερο απ' αυτü. ¼μως, για το θεü, λßγο λÜδι και κρασß.
Πþς πιθανü; απÜντησε ο φιλüσοφος. Υποστηρßζω, πως το πρÜγμα εßναι αποδειγμÝνο.
Ο Αγαθοýλης Ýχασε τις αισθÞσεις του κι ο Παγγλþσσης τοýφερε λιγÜκι νερü απü μια γειτονικÞ βρýση.
Την Üλλη μÝρα, αφοý βρÞκαν μερικÜ φαγþσιμα, γλυστρþντας ανÜμεσα στα χαλÜσματα, αναστÞλωσαν λιγÜκι τις δυνÜμεις των. ¸πειτα βοηθÞσανε μαζß με τους Üλλους στο φρüντισμα εκεßνων, που γλýτωσαν απü το θÜνατο. Μερικοß κÜτοικοι, που τους εßχαν βοηθÞση, τους δþσαν Ýνα τüσο ωραßο δεßπνο, üσο εßναι δυνατü μÝσα σε τÝτοια καταστροφÞ. Εßναι αλÞθεια, πως Þτανε λιγÜκι θλιβερü, γιατß οι συμπüτες βρÝχαν το ψωμß τους με δÜκρυα. Αλλ' ο Παγγλþσσης τους παρηγüρησε, βεβαιþνοντÜς τους, πως τα πρÜγματα δε μποροýσαν να γßνουν αλλιþς. Γιατß Ýλεγε, üλ' αυτÜ εßναι üσο μποροýνε καλýτερα, γιατß αν υπÜρχη Ýνα ηφαßστειο στη Λισσαβþνα, αυτü δε μποροýσε νÜναι αλλοý γιατß εßναι αδýνατο τα πρÜγματα να μην εßναι κει που εßναι, γιατß üλα εßναι καλÜ.
¸νας κοντüς Üνθρωπος, μαýρος, που σχετιζüτανε με την ΙερÞ ΕξÝταση, καθισμÝνος πλÜι του, Ýλαβε ευγενικÜ το λüγο και εßπε!
Εßναι φανερü, πως ο κýριος δεν πιστεýει στο προπατορικü αμÜρτημα, γιατß αν üλα εßναι Üριστα, τüτε δεν υπÜρχει οýτε αμÜρτημα οýτε τιμωρßα.
Ζητþ πολý ταπεινÜ συγγνþμη απü την εξοχüτητÜ σας, απÜντησε ο Παγγλþσσης πολý ευγενικþτερα. Η πτþση του ανθρþπου και η κατÜρα του Θεοý μπαßνουν αναγκαστικÜ μÝσα στον Üριστο των κüσμων.
Ο κýριος δεν πιστεýει λοιπüν στην ελευθερßα; εßπε ο μαýρος Üνθρωπος
Η εξοχüτητÜ σας θα με συγχωρÞση, εßπε ο Παγγλþσσης. Η ελευθερßα μπορεß να συνυπÜρχη με την απüλυτη αναγκαιüτητα, γιατß Þτανε αναγκαßο νÜμαστε ελεýθεροι. Γιατß επß τÝλους η ετεραρχικÞ θÝλησις, . . .
Ο Παγγλþσσης δεν πρüφθασε να τελειþση τη φρÜση, üταν ο μαýρος Üνθρωπος Ýκαμε Ýνα σημÜδι στον ακüλουθü του, που του σερβßριζε κρασß του Πορτü Þ του Οπüρτο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI: Πþς Ýκαμαν Ýνα ωραßο Üουτο-ντα-φε για να σταματÞσουν οι σεισμοß και πþς ο Αγαθοýλης μαστιγþθηκε

ΜετÜ το σεισμü, ποýχε γκρεμßσει τα τρßα τÝταρτα της Λισσαβþνας, οι σοφοß του τüπου δεν μπüρεσαν να βρουν Üλλο μÝσο πιο αποτελεσματικü για να προλÜβουν την τÝλεια καταστροφÞ απü το να δþσουν στο λαü Ýνα ωραßο Üουτο- ντα-φε. Εßχεν αποφασισθÞ απü το ΠανεπιστÞμιο της
ΚοÀμπρας, πως το θÝαμα μερικþν ανθρþπων ψημÝνων με σιγανÞ φωτιÜ σε μεγÜλη επßσημη τελετÞ, εßναι Ýνα αλÜνθαστο μυστικü για να εμποδßσουν τη γης να τρÝμη.
ΠιÜσαν λοιπüν Ýναν Βισκαúανü, γιατß εßχε παντρεφτÞ τη νουνÜ του και δυο ΠορτογÜλους, οι οποßοι τρþγοντας Ýνα κοτüπουλο, πÝταξαν το λαρδß του. Προ μικροý εßχαν δÝσει, μετÜ το δεßπνο, τον δüχτορα Παγγλþσση και τον μαθητÞ του τον αφελÞ, τον Ýνα γιατß μßλησε και τον Üλλο γιατß Üκουσε με ýφος επιδοκιμαστικü. Και τους δυο τους βÜλανε χωριστÜ μÝσα σε κÜτι διαμερßσματα υπÝροχης δροσερüτητος, μÝσα στα οποßα ποτÝ κανεßς δεν μποροýσε να ενοχληθÞ απü τον Þλιο.
ΜετÜ οχτþ μÝρες τους ντýσανε και τους δυο με Ýνα κßτρινο ρÜσο και στüλισαν το κεφÜλι τους με μια μßτρα απü καρτüνι: η μßτρα και το ρÜσο του Αγαθοýλη εßχε ζωγραφισμÝνες φλüγες ανÜποδες και διαβüλους χωρßς ουρÜ και νýχια, οι διÜβολοι üμως του Παγγλþση εßχαν και ουρÜ και νýχια και οι φλüγες Þσαν üρθιες. ΕβÜδισαν, Ýτσι ντυμÝνοι σα σε λιτανεßα κι Üκουσαν Ýνα λüγο πολý παθητικü, ακολουθημÝνον απü μιαν ωραßα ψαλμουδιÜ με ßσα.
Ενþ ετραγουδοýσαν μαστßγωναν τον Αγαθοýλη στον πισινü με ρυθμü, το Βισκαúανü και τους δýο ΠορτογÜλους, που δε θελÞσανε να φÜνε λßπος, τους κüψανε και τον Παγγλþση τον κρεμÜσανε, αν και αυτü δεν Þτανε συνÞθεια. Την ßδια μÝρα Ýγινε νÝος σεισμüς με τρομαχτικοýς κρüτους.
Ο Αγαθοýλης τρομαγμÝνος, απομονωμÝνος, απελπισμÝνος, üλος τρÝμοντας, Ýλεγε μÝσα του!
ΕÜν αυτüς εßναι ο καλýτερος των κüσμων, τüτε τι εßναι οι Üλλοι; ΠÜλι καλÜ, που μüνο με μαστßγωσαν. Το ßδιο Ýπαθα στους ΒουλγÜρους. Αλλ' ω αγαπημÝνε μου Παγγλþσση!
Μεγαλýτερε των φιλοσüφων, Ýπρεπε να σε ιδþ κρεμασμÝνον χωρßς να ξÝρω γιατß! Ω αγαπημÝνε μου αναβαφτιστÞ! Üριστε των ανθρþπων, Ýπρεπε να σε ιδþ να πνßγεσαι μÝσα στο λιμÜνι! Ω! δεσποινßδα Κυνεγüνδη, μαργαριτÜρι των παρθÝνων, Ýπρεπε να σου Ýχουν σκßση την κοιλιÜ!
Ξεκßνησε λοιπüν μüλις στεκÜμενος στα πüδια του, αφοý του βγÜλαν λüγο, τüνε μαστßγωσαν του δþσαν Üφεση αμαρτιþν και ευλογßα, üταν μια γρηÜ τον εζýγωσε και τοýπε: Παιδß μου, λÜβε θÜρρος, ακολοýθα με.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII: Πþς μßα γρηÜ φρüντισε για τον Αγαθοýλη και πþς ξανÜβρε κεßνην, που αγαποýσε

Ο Αγαθοýλης δεν πÞρε καθüλου θÜρρος, ακολοýθησε üμως τη γρηÜ μÝσα σ' Ýνα χαμüσπιτο. Τοýδωσε Ýνα βÜζο με αλοιφÞ να τριφτÞ, τον Üφησε να φÜγη και να πιÞ, τοýδειξε Ýνα κρεββατÜκι αρκετÜ καθαρü και κοντÜ στο κρεββÜτι Ýνα κοστοýμι ροýχα.
ΦÜτε, πιÝτε, κοιμηθÞτε, του εßπε, και η παναγßα της Ατüσσας, και ο αφÝντης μας ο ¢ης-Αντþνης της ΠÜδοβας, και ο αφÝντης μας ο ¢γιος ΙÜκωβος της ΚομποστÝλλας ας σας προστατÝψουν. Θα ξανÜρθω αýριο.
Ο Αγαθοýλης πÜντα απορþντας για τα üσα εßδε, üσα υπÝφερε, και ακüμα περισσüτερο για το σπλÜχνος της γρηÜς, θÝλησε να της φιλÞση το χÝρι.
Δεν εßναι το δικü μου χÝρι που πρÝπει να φιλÞσετε, του εßπε. Θα ξανÜρθω αýριο. ΤριφτÞτε με την αλοιφÞ, φÜτε, κοιμηθÞτε.
Ο Αγαθοýλης, παρ' üλα του τα βÜσανα, Ýφαγε και κοιμÞθηκε. Το πρωß η γρηÜ τοýφερε το πρüγευμÜ του, ξÝτασε τη ρÜχη του, την Ýτριψε η ßδια με μιαν Üλλη αλοιφÞ, τοýφερε κατüπι να γευματßση και το βρÜδι ξαναγýρισε και τοýφερε να δειπνÞση. Την μεθαυριανÞ μÝρα τοýκαμε τις ßδιες περιποιÞσεις.
ΠοιÜ εßστε, τη ρωτοýσε πÜντα ο Αγαθοýλης. Ποιος σας Ýδωσε τüση καλωσýνη; Πþς μπορþ να σας το ανταποδþσω;

Η αγαθÞ γριÜ δεν απαντοýσε τßποτε. Το βρÜδυ ξανÜρθε χωρßς να του φÝρη να δειπνÞση.
ΕλÜτε μαζß μου, του λÝγει και μη βγÜζετε τσιμουδιÜ.
Τον παßρνει απü το μπρÜτσο και βαδßζει μαζß του στην εξοχÞ ως Ýνα τÝταρτο της λεýγας. ΦτÜνουν σ' Ýνα σπßτι μοναχικü τριγυρισμÝνο απü κÞπους και κανÜλια.
Η γριÜ χτυπÜ μια μικρÞ θýρα. Ανοßγουν. Οδηγεß τον Αγαθοýλη απü μια σκÜλα κρυφÞ σε μια χρυσÞ σÜλλα, τον αφÞνει πÜνω σ' Ýναν καναπÝ απü πολýχρωμο μεταξüπανο, κλει την πüρτα και φεýγει. Ο Αγαθοýλης νüμιζε, πως ονειρευüτανε και του φαινüταν η üλη του προτητερινÞ ζωÞ Ýνα üνειρο θανατερü και η τωρινÞ στιγμÞ Ýνα üνειρο γλυκü.
Η γριÜ ξαναφÜνηκε σε λßγο. Κρατοýσε με κüπο απü το μπρÜτσο μια γυναßκα, που Ýτρεμε, ποýχε ανÜστημα μεγαλüπρεπο, κι Ýλαμπε ολüκληρη μÝσα σε πετρÜδια κι Þτανε σκεπασμÝνη μ' Ýναν πÝπλο.
ΤραβÞχτε αυτüν τον πÝπλο, εßπε η γριÜ στον Αγαθοýλη.
Ο νÝος πλησιÜζει, σηκþνει τον πÝπλο με φοβισμÝνο χÝρι. Τι στιγμÞ! Τι ξÜφνισμα! Νομßζει πως βλÝπει τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη. Τη βλÝπει πραγματικÜ, Þταν η ßδια. Οι δυνÜμεις του παραλυοýνε, δε μπορεß να προφÝρη λÝξη, πÝφτει στα πüδια της. Η Κυνεγüνδη πÝφτει πÜνω στον καναπÝ. Η γριÜ τους χýνει μυρωδιÝς, αναλαβαßνουν τις αισθÞσεις τους, ομιλοýν: στην αρχÞ λÝνε λÝξεις κομμÝνες, ερωτÞσεις κι απαντÞσεις διασταυροýμενες, στενÜζουνε, κλαßνε, ξωφωνßζουν. Η γριÜ τους συμβουλεýει να κÜμνουν λιγþτερο θüρυβο και τους αφÞνει μüνους.
Πþς! Εßστε σεις; της λÝγει ο Αγαθοýλης, ζÞτε! Σας ξαναβρßσκω στην Πορτογαλλßα! Δε σας εβßασαν λοιπüν; Δε σας ξεκοιλιÜσανε, üπως με βεβαßωσε ο φιλüσοφος Παγγλþσσης;
Ναι, εßπε η ωραßα Κυνεγüνδη, αλλÜ δεν πεθαßνει κανεßς πÜντα απ' αυτÜ τα δυο δυστυχÞματα.
Αλλ' ο μπαμπÜς σας κι η μαμÜ σας σκοτωθÞκανε;
Αυτü εßναι πÜρα πολý αληθινü, εßπε η Κυνεγüνδη κλαßοντας.
Κι ο αδερφüς σας;
Τον αδερφü μου τον σκοτþσαν επßσης.
Και γιατß βρßσκεστε στη Πορτογαλλßα; Και πþς μÜθατε, πως Þμουνα κι εγþ εδþ; Και με τι παρÜξενη σýμπτωση με φÝρατε σ' αυτü το σπßτι;
Θα σας τα πω üλ' αυτÜ, απÜντησε η κυρßα, μα πρÝπει προτýτερα να μου διηγηθÞτε ü,τι σας συνÝβη μετÜ απ' το αθþο εκεßνο φßλημα, που μου δþσατε, και τις κλωτσιÝς που λÜβατε.
Ο Αγαθοýλης υπÜκουσε με βαθýτατο σεβασμü. Και, αν και κουρασμÝνος, αν και η φωνÞ του Þταν αδýνατη κι Ýτρεμε, αν και η ραχοκοκαλιÜ του πονοýσε ακüμα λßγο, της διηγÞθηκε με τον πιο απροσποßητο τρüπο ü,τι του συνÝβη απü τη στιγμÞ του αποχωρισμοý τους. Η Κυνεγüνδη ýψωνε τα μÜτια στον ουρανü. ¸κλαψε για το θÜνατο του αγαθοý αναβαφτιστÞ Ιακþβου, και κατüπι μßλησε ως εξÞς στον Αγαθοýλη, που δεν Ýχανε λÝξη και την κατÜτρωγε με τα μÜτια του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII: Ιστορßα της Κυνεγüνδης

¹μουνα στο κρεββÜτι μου και κοιμüμουνα βαθυÜ, üταν ευδüκησεν ο ουρανüς να στεßλη τους ΒουλγÜρους στον ωραßο μας πýργο του Τοýντερ- τεν-τρονκ. ΣφÜξανε τον πατÝρα μου και τον αδελφü μου και κÜμανε τη μητÝρα μου κομματÜκια. ¸νας ψηλüς βοýλγαρος Ýξη ποδιþν, βλÝποντας, πως σ' αυτü το θÝαμα Ýχασα τις αισθÞσεις μου, Üρχισε να με βιÜζη. Αυτü με συνÝφερε, ανÜλαβα τις αισθÞσεις μου, πÜλαιψα, δÜγκασα, γρατσοýνισα, Þθελα να βγÜλω τα μÜτια αυτοý του χοντροβοýργαρου, μη ξÝροντας, πως ü,τι συνÝβαινε μÝσα στον πýργο του πατÝρα Þταν Ýνα πρÜγμα συνειθισμÝνο. Ο αγριÜθρωπος μοýδωσε μια μαχαιριÜ στο αριστερü μÝρος της κοιλιÜς, που Ýχω ακüμη το σημÜδι.
Αλλοßμονο! Ελπßζω να το ιδþ, εßπεν ο απλοúκüς Αγαθοýλης.
Θα το ιδÞτε, εßπεν η Κυνεγüνδη. Αλλ' ας εξακολουθÞσομε.
ΕξακολουθÞστε, εßπε ο Αγαθοýλης. ΞαναπÞρε το νÞμα της διÞγησÞς της.
Τüτες Ýνας Βοýλγαρος αξιωματικüς μπαßνει. Με βλÝπει μÝσα στα αßματα, αλλ' ο στρατιþτης δεν ταρÜζεται. Ο αξιωματικüς θυμþνει για την Ýλλειψη σεβασμοý, που τοýδειχνε αυτüς ο χτηνþδης στρατιþτης και τον σκοτþνει απÜνω μου. ¾στερα βÜζει να μ' επιδÝσουν και με φÝρνει αιχμÜλωτο στη σκηνÞ του. Εκεß Ýπλενα τα λßγα πουκÜμισα, που εßχε, του μαγεßρευα, μ' εýρισκε πολý νüστιμη, πρÝπει να το ομολογÞσω, και δε θ' αρνηθþ, πως Þτανε κι αυτüς πολý καλοφκιασμÝνος κι εßχε το δÝρμα λευκü κι απαλü. Αλλ' Ýξω απ' αυτÜ, λßγο πνεýμα, λßγη φιλοσοφßα. Φαινüτανε καλÜ, πως δεν εßχε μορφωθÞ απü τον δüχτορα Παγγλþση, Στο τÝλος των τριþν μηνþν, αφοý Ýχασε τα χρÞματÜ του κι αφοý με χüρτασε, με ποýλησε σ' Ýναν Εβραßο ονομαζüμενο δον ΙσσÜχαρ, που εμπορευüτανε στην Ολλανδßα και στην Πορτογαλλßα και που αγαποýσε με πÜθος τις γυναßκες. Αυτüς ο Εβραßος αφοσιþθηκε πολý σε μÝνα, αλλÜ δεν κατþρθωσε να με νικÞση. Του αντιστÜθηκα καλýτερα απ' üτι στο Βοýλγαρο στρατιþτη. ¸να Ýντιμο πρüσωπο μπορεß να βιαστÞ μια φορÜ, μα η αρετÞ του δε χÜνεται. Ο Εβραßος για να με δαμÜση, μ' Ýφερε σ' αυτü το εξοχικü σπßτι, που βλÝπετε. Πßστευα ως τþρα, πως δεν υπÞρχε τßποτε στη γη τüσο ωραßο σαν τον πýργο του Τοýντερ-τεν-τρονκ: εßχα απατηθεß.
Ο μÝγας ΙεροξεταστÞς με παρατÞρησε μια μÝρα στη λειτουργßα. Με κýτταξε πολý με τα γυαλιÜ του και μου παρÜγγειλε, πως εßχε να μου μιλÞση για πολý μυστικÝς υποθÝσεις. Με ωδÞγησε στο παλÜτι του, του εßπα την καταγωγÞ μου μοý παρÜστησε, πüσο Þτανε κατþτερο της τÜξης μου ν' ανÞκω σ' Ýναν Ισραηλßτη. Πρüτεινε απü μÝρος μου στον δον ΙσσÜχαρ να με παραχωρÞση στο σεβασμιþτατο. Ο δον ΙσσÜχαρ, που εßναι ο τραπεζßτης της αυλÞς κι Üνθρωπος μεγÜλης υπüληψης δε δÝχτηκε να κÜμη τßποτε. Ο ΙερεξεταστÞς τον απεßλησε μ' Ýνα Üουτο-ντα-φε. ΤÝλος ο Εβραßος μου φοβισμÝνος Ýκλεισε μια συμφωνßα κατÜ την οποßα το σπßτι κι εγþ θ' ανÞκαμε και στους δυο απü κοινοý. Ο Εβραßος θÜχε για τον εαυτü του τις ΔευτÝρες, τις ΤετÜρτες και τα ΣÜββατα και ο ΙερεξεταστÞς τις Üλλες μÝρες της βδομÜδας. Εßναι Ýξη μÞνες τþρα, που βαστÜει αυτÞ η σýμβαση, αλλ' üχι και χωρßς καυγÜδες, γιατß συχνÜ δε μποροýνε να ορßσουν, αν η νýχτα του ΣαββÜτου ανÞκει στον παλαιü η στο νÝο νüμο! ¼σο για μÝνα αντιστÜθηκα ως τþρα και στους δυο, και νομßζω πως γι' αυτü το λüγο με αγαποýνε πÜντα.
ΤÝλος για ν' απομακρýνουν τη συφορÜ των σεισμþν και για να φοβßσουν τον δον ΙσσÜχαρ, ευαρεστÞθηκε ο σεβασμιþτατος ΙεροξεταστÞς να τελÝση Ýνα Üουτο- ντα-φε. Μου Ýκαμε την τιμÞ να με καλÝση. Με βÜλανε σε πολý καλÞ θÝση. ΠροσφÝρανε στις κυρßες αναψυχτικÜ μεταξý της λειτουργßας και της εκτÝλεσης. Μ' Ýπιασε, αληθινÜ, φρßκη βλÝποντας να καßνε αυτοýς τους δυο Ιουδαßους κι αυτü το χρηστü Βισκαúανü, ποýχε παντρεφτÞ τη νουνÜ του. ΑλλÜ ποια Þταν η ÝκπληξÞ μου, ο τρüμος μου, η ταραχÞ μου, σαν εßδα μÝσα σ' Ýνα κßτρινο ρÜσο και κÜτου απü μια μßτρα κÜποιον, που Ýμοιαζε του Παγγλþσση. ¸τριβα τα μÜτια μου, Ýβλεπα προσεχτικÜ, εßδα να τον κρεμοýν, Ýπεσα λιπüθυμη. Μüλις συνÞρθα, εßδα εσÜς γυμνωμÝνον τσιτσßδι. Αυτü Þτανε το αποκορýφωμα της φρßκης, του τρüμου, του πüνου της απελπισßας. Θα σας πω αληθινÜ, πως το δÝρμα σας εßναι πολý πιο λευκü και πιο ρüδινο απü του βουλγÜρου αξιωματικοý. ΑυτÞ η θÝα διπλασßασε üλα τα αισθÞματα, που με καταπιÝζανε, που με κατατρþγαν. Φþναξα, θÝλησα να πω: ΣταθÞτε, βÜρβαροι! Μα η φωνÞ μου πνßγηκε και τα λüγια θÜταν ανþφελα. Αφοý σας μαστιγþσανε καλÜ: πως συμβαßνει, Ýλεγα, ο αγαπητüς Αγαθοýλης κι ο σοφüς Παγγλþσσης να βρßσκονται στη Λισσαβþνα, ο Ýνας για να φÜγη εκατü καμουτσικιÝς κι ο Üλλος να κρεμαστÞ κατÜ διαταγÞ του σεβασμιþτατου ΙεροξεταστÞ, του οποßου εßμαι η ερωμÝνη; Ο Παγγλþσσης λοιπüν μ' εßχε πολý σκληρÜ απατÞσει, üταν μοýλεγε, πως üλα εßναι Üριστα στον κüσμο.
ΤαραγμÝνη, τρομαγμÝνη, Üλλοτες Ýξω φρενþν κι Üλλοτε Ýτοιμη να πεθÜνω απü αδυναμßα, εßχα το κεφÜλι μου γεμÜτο απü τη σφαγÞ του πατÝρα μου, της μητÝρας μου, του αδερφοý μου, γεμÜτο απü το θρÜσος του βοýλγαρου παλιοστρατιþτη, απü τη μαχαιριÜ, που μοýδωσε, απü τη σκλαβιÜ μου, απü το επÜγγελμÜ μου της μαγεßρισσας, απü τον Βοýλγαρο αξιωματικü μου, απü τον Üθλιü μου δον ΙσσÜχαρ, απü το σιχαμερü μου ΙεροξεταστÞ, απü το κρÝμασμα του δüχτορα Παγγλþσση, απü το μεγÜλο αυτü miswerer το μουρμουριστü ενþ σας μαστιγþνανε, και προ πÜντων απü το φιλß, που σας Ýδωσα πßσω απü το παραβÜν την ημÝρα, που σας εßχα δει για τελευταßα φορÜ. Δüξασα το θεü, που σας ξανÜφερνε σε μÝνα ýστερ' απü τüσες δοκιμασßες. Σýστησα στη γριÜ μου να σας περιποιηθÞ και να σας φÝρη εδþ, μüλις θα Þτανε δυνατü. ¸καμε πολý καλÜ την παραγγελßα μου. Απüλαυσα την ανÝκφραστη χαρÜ να σας ξαναúδþ, να σας ακοýσω, να σας μιλÞσω. ΠρÝπει να πεινÜτε πολý, Ýχω μεγÜλη üρεξη, ας αρχßσουμε απü το φαγητü.
Να τους λοιπüν καθισμÝνοι οι δυο τους στο τραπÝζι.! Και μετÜ το δεßπνο ξανακÜθονται στον ωραßο καναπÝ, για τον οποßο μιλÞσαμε παραπÜνω. Ενþ Þσαν εκεß, ιδοý φτÜνει ο σινιüρ δον ΙσσÜχαρ, ο Ýνας απü τους κυρßους του σπιτιοý! ¹τανε ΣÜββατο. Ερχüτανε να εξασκÞση τα δικαιþματÜ του και να εκφρÜση το μεγÜλο του Ýρωτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX: Τι συνÝβη στην Κυνεγüνδη, στον Αγαθοýλη, στο μÝγαν ΙεροξεταστÞ και στον Εβραßο.

Αυτüς ο ΙσσÜχαρ Þταν ο πιο χολερικüς Εβραßος, που υπÞρξε στη φυλÞ του ΙσραÞλ απü την εποχÞ της αιχμαλωσßας της Βαβυλþνας.
Πþς! εßπε, σκýλλε Γαλιλαßε, δε μας φτÜνει ο Κýριος ΙεροξεταστÞς; ΠρÝπει κι αυτüς ο κανÜγιας να κÜμνη μαζß μου μοιρασÜ;
ΛÝγοντας τοýτα τραβÜ Ýνα μακρý μαχαßρι, που τüχε πÜντα μαζß του και νομßζοντας, πως ο αντßπαλος του Þταν Üοπλος, ρßχνεται πÜνω του. Αλλ' ο αγαθüς μας Βεστφαλιανüς εßχε πÜρει Ýνα ωραßο σπαθß απü τη γριÜ μαζß με το κοστοýμι. ΤραβÜει το σπαθß του, αν και Þταν Üνθρωπος μαλακüς, και σου ξαπλþνει τον Ισραηλßτη ξερüν πÜνω στις πλÜκες, στα πüδια της ωραßας Κυνεγüνδης.
Παναγßα ΠαρθÝνε! φþναξεν εκεßνη, τι θα κÜνομε τþρα; ¸νας Üνθρωπος σκοτωμÝνος σπßτι μου! Αν η δικαιοσýνη Ýρθη, Þμαστε χαμÝνοι. ΕÜν δεν εßχαν κρεμÜσει τον Παγγλþσση, εßπεν ο Αγαθοýλης, θα μας Ýδινε καλÞ συμβουλÞ σ' αυτÞ μας την απüγνωση, γιατß τανε μÝγας φιλüσοφος. Τþρα που λεßπει, ας συμβουλευτοýμε τη γριÜ.
¹τανε πολý μυαλωμÝνη κι Üρχισε να λÝγη τη γνþμη της, üταν μια Üλλη θýρα ανοßγει. ¹τανε μια μετÜ τα μεσÜνυχτα, Üρχιζε η ΚυριακÞ. ΑυτÞ η μÝρα ανÞκε στο σεβασμιþτατο ΙεροξεταστÞ. Μπαßνει και βλÝπει το μαστιγωμÝνον Αγαθοýλη με το σπαθß στο χÝρι, Ýναν σκοτωμÝνον χÜμου, τη Κυνεγüνδη ξþφρενη και τη γριÜ δßνοντας συμβουλÝς.
Ιδοý τι συνÝβη αυτÞ τη στιγμÞ μÝσα στην ψυχÞ του Αγαθοýλη και πþς σκÝφτηκε: ΕÜν ο Üγιος Üνθρωπος καλÝση βοÞθεια, θα με κÜψη ασφαλþς στη φωτιÜ και μπορεß να κÜνη το ßδιο και στην Κυνεγüνδη. Μ' Ýχει μαστιγþσει ανελÝητα, εßναι ο αντßπαλüς μου, Üρχισα τþρα να σκοτþνω, δεν υπÜρχει καιρüς για δισταγμοýς.
ΑυτÝς οι σκÝψεις υπÞρξαν καθαρÝς και γρÞγορες, και δßχως να δþση καιρü στον ΙεροξεταστÞ να συνÝρθη απü την ÝκπληξÞ του, τον τρυπÜ πÝρα ως πÝρα και τον ρßχνει πλÜι στον Εβραßο.
Να κι Üλλος, εßπε η Κυνεγüνδη. Δεν υπÜρχει γλυτωμüς, εßμαστε αφωρισμÝνοι, η τελευταßα μας þρα Ýφτασε. Πþς Ýγινε σεις, που γεννηθÞκατε τüσο Þμερος να σκοτþνετε σε δυο λεφτÜ Ýναν Εβραßο κι Ýναν επßσκοπο!
Ωραßα μου Κυνεγüνδη, απÜντησεν ο Αγαθοýλης, üταν κανεßς εßναι ερωτευμÝνος, ζηλιÜρης και μαστιγωμÝνος απü τα ιεροδικεßα, δε γνωρßζει πια τον εαυτü του!
Τüτες η γριÜ Ýλαβε το λüγο και εßπε: ΥπÜρχουν τρßα ανδαλοýσια Üλογα στο σταýλο με τις σÝλλες τους και τα χÜμουρÜ τους. Ο γενναßος Αγαθοýλης ας τα ετοιμÜση, η κυρßα Ýχει χρυσαφικÜ και διαμÜντια, ας ανεβοýμε γρÞγορα στ' Üλογα, αν και δε μπορþ να κÜτσω παρÜ στο Ýνα κωλομÝρι, κι ας το δßνομε για τα ΓÜδειρα. ΚÜμνει τον ωραιüτερο καιρü του κüσμου κι εßναι πολý ευχÜριστο να ταξιδεýη κανεßς με τη νυχτερινÞ δροσιÜ.
Ευθýς ο Αγαθοýλης σελλþνει τα τρßα Üλογα. Η Κυνεγüνδη, η γριÜ κι αυτüς κüβουν τριÜντα μßλλια μονοροýφι. Ενþ αυτοß απομακρυνüντανε, η ΙερÜ ΕξÝταση φτÜνει στο σπßτι, θÜβουν τον σεβασμιþτατο σε μßαν ωραßα εκκλησßα και ρßχνουν τον ΙσσÜχαρ στα σκουπßδια. Ο Αγαθοýλης, η Κυνεγüνδη κι η γριÜ Þσαν τþρα στη μικρÞ πüλη ΑβασÝνα, ανÜμεσα στα βουνÜ της ΣιÝρρα ΜορÝνα και μιλοýσαν ως εξÞς μÝσα σε μια ταβÝρνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ: Σε τι Üθλια χÜλια ο Αγαθοýλης, η Κυνεγüνδη κι η γριÜ φτÜνουνε στα ΓÜδειρα και πως μπαρκαρßζονται.

Ποιος λοιπüν μπüρεσε να μου κλÝψει τις πιστüλες (2) μου και τα διαμαντικÜ μου, Ýλεγε κλαßοντας η Κυνεγüνδη. Ποý νÜβρη κανεßς ΙεροξεταστÝς κι Εβραßους να του δþσουν Üλλες;
Αλοßμονο! εßπεν η γριÜ, υποψιÜζομαι Ýναν αιδεσιμþτατον πατÝρα κορδελιÝρο, που κοιμÞθηκε ψες στο ßδιο ξενοδοχεßο μαζß μας στο Μπανταγιüς. Ο θεüς φυλÜξοι να κÜμω κρßση Üδικη! ¼μως μπÞκε δυο φορÝς στο δωμÜτιü μας κι Ýφυγε πολý προτÞτερα απü μας.
Αλλßμονο! εßπεν ο Αγαθοýλης. Ο καλüς Παγγλþσσης μου εßχε συχνÜ αποδεßξει, πως τα αγαθÜ της γης εßναι κοινÜ σ' üλους τους Üνθρωπους και πþς üλοι Ýχουν σ' αυτÜ ßσα δικαιþματα. Αυτüς ο κορδελιÝρος θα Ýπρεπε, σýμφωνα μ' αυτÞ τη θεωρßα, να μας αφÞση με τι ν' αποτελειþσουμε το ταξßδι μας. Δε σας απομÝνει λοιπüν τßποτες, ωραßα Κυνεγüνδη;
Οýτε Ýνα μαραβεντß (3) εßπεν αυτÞ.
Τι ν' αποφασßσουμε; εßπεν ο Αγαθοýλης.
Ας πουλÞσομε Ýνα απü τα τ' ÜλογÜ μας, εßπεν η γρηÜ. Εγþ θα κÜτσω στα καποýλια του ζþου, πßσω απü τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη, αν και δε μπορþ να βαστιÝμαι παρÜ στο Ýνα κωλομÝρι, και θα φτÜσομε στα ΓÜδειρα.
ΜÝσα στο ßδιο ξενοδοχεßο Þταν Ýνας ηγοýμενος Βενεδικτßνος, αγüρασε φτηνÜ το Üλογο. Ο Αγαθοýλης, η Κυνεγüνδη κι η γριÜ πÝρασαν απü τη ΛουκÝνα, τη Χßλλα, τη Λεμπρßξα και φτÜσανε τÝλος στα ΓÜδειρα. Εκεß ετοßμαζαν Ýνα στüλο και μαζεýανε στρατü για να τιμωρÞσουν τους αιδεσιμþτατους Ιησουßτες πατÝρες της ΠαραγουÜης, γιατß κÜπιο τÜγμα τους κßνησε επανÜσταση εναντßο των βασιλÝων της Ισπανßας και της Πορτογαλßας κοντÜ στη πüλη της Αγßας ΜετÜληψης. Ο Αγαθοýλης, επειδÞ εßχε υπηρετÞσει στο βουλγαρικü στρατü, Ýκαμε τα βουλγαρικÜ γυμνÜσια μπροστÜ στο στρατηγü του μικροý στρατοý με τüση χÜρη, σβελτωσýνη, δεξιüτητα, περηφÜνεια και λυγερÜδα, που του δþσανε να διευθýνη Ýνα σþμα πεζικοý. Να τονε λοιπüν αξιωματικü! Μπαρκαρßζεται με τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη, τη γριÜ, δυο υπηρÝτες και τα δυο ανδαλοýσια Üλογα, που ανÞκαν Üλλοτες στον κýριο μÝγαν ΙεροξεταστÞ της Πορτογαλλßας. Σ' üλο το ταξßδι μιλÞσανε πολý για τη φιλοσοφßα του Üτυχου Παγγλþσση.
Πηγαßνομε σ' Üλλον κüσμο, Ýλεγεν ο Αγαθοýλης: σ' αυτüν, χωρßς αμφιβολßα, üλα θÜναι Üριστα, γιατß πρÝπει να ομολογÞσομε, πως μπορεß κανεßς να κλαßη λιγÜκι με ü,τι γßνεται στο δικü μας απü Üποψη φυσικÞ και ηθικÞ.
Σας αγαπþ μ' üλη μου την καρδιÜ, Ýλεγε η Κυνεγüνδη, μα Ýχω ακüμα την ψυχÞ μου κατατρομαγμÝνη απü ü,τι εßδα κι απü ü,τι Ýπαθα.
¼λα θα παν καλÜ, απαντοýσε ο Αγαθοýλης, Þδη η θÜλασσα αυτοý του νÝου κüσμου εßναι καλýτερη απü τις θÜλασσες της Ευρþπης μας, εßναι πιο γαλÞνια και οι Üνεμοι σταθερþτεροι. Ασφαλþς ο νÝος κüσμος εßναι ο καλýτερος των κüσμων.
¢μποτες! Ýλεγεν η Κυνεγüνδη, υπÞρξα Ýως τþρα τüσο φριχτÜ δυστυχÞς στο δικü μας, þστε η καρδιÜ μου σχεδüν εßναι κλεισμÝνη στις ελπßδες.
ΠαραπονιÝστε, τους εßπε η γρηÜ, αλοßμονο! δεν επÜθατε συφορÝς σαν τις δικÝς μου.
Η Κυνεγüνδη Üρχισε σχεδüν να γελÜ κι εýρισκε αυτÞ την αγαθÞ γυναßκα παρÜ πολý διασκεδαστικÞ με το να λÝγη πως Þτανε πιο δυστυχισμÝνη απü κεßνην.
Αλοßμονο! της εßπε, αν δεν Ýχετε βιασθÞ απü δυο βουλγÜρους, αν δεν ελÜβατε δυο μαχαιριÝς στην κοιλιÜ, αν δε σας χαλÜσανε δυο πýργους σας, αν δε σφÜξανε μπροστÜ στα μÜτια σας δυο πατÝρες, δυο μητÝρες κι αν δεν εßδατε δυο εραστÝς σας μαστιγωμÝνους σ' Ýνα Üουτο-ντα-φε, δε βλÝπω πþς θα μποροýσατε να με υπερβÞτε. ΠροσθÝστε, πως γεννÞθηκα βαρþνη με εβδομηνταδυü γενεÝς κι üτι κατÜντησα μαγÝρισσα.
Δεσποινßς, απÜντησε η γριÜ. Δεν ξÝρετε την καταγωγÞ μου. κι αν σας Ýδειχνα τον πισινü μου, δε θα μιλοýσατε, üπως μιλÞσατε και θα σταματοýσατε στην κρßση σας.
ΑυτÜ τα λüγια προκÜλεσαν υπερβολικÞ περιÝργεια στο πνεýμα της Κυνεγüνδης και του Αγαθοýλη. Η γριÜ τους μßλησε ως εξÞς:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI: Η ιστορßα της γριÜς

Δεν εßχα πÜντα τα μÜτια θαμπÜ και κüκκινα ολογýρω. Η μýτη του δεν Üγγιζε πÜντα το πηγοýνι μου και δεν Þμουνα πÜντα υπηρÝτρια. Εßμαι η κüρη του πÜπα Ουρβανοý Χ και της πριγκιπÝσσας Παλεστρßνα. Μ' ανÜθρεψαν ως τα δεκατÝσσερÜ μου χρüνια μÝσα σ' Ýνα παλÜτι, που μπροστÜ του üλοι οι πýργοι των Γερμανþν βαρþνων σας δε θα μποροýσανε να χρησιμÝψουν οýτε για σταýλοι. κι Ýνα μου μονÜχα φουστÜνι κüστιζε περισσüτερο απ' üλα τα πλοýτη της Βεστφαλßας. ΜεγÜλωνα σε ομορφιÜ, χÜρες, ταλÝντα μÝσα σε απολαýσεις, σεβασμοýς κι ελπßδες. ¢ρχισα να εμπνÝω Ýρωτα. Το στÞθος μου Ýδενε, και τι στÞθος! Λευκü, στερεü, φκιασμÝνο σαν της Αφροδßτης των Μεδßκων. Και τι μÜτια! τι βλÝφαρα! τι τσßνορα μαýρα! Τι φλüγες καßγανε μÝσα στις κüρες των ματιþν μου και σβÞνανε την αχτιδοβολιÜ των Üστρων, üπως μου λÝγαν οι ποιητÝς του τüπου. Οι γυναßκες, που με ντýνανε και με ξεντýνανε πÝφτανε σ' Ýκσταση κυττÜζοντÜς με απü μπροστÜ κι απü πßσω.
ΑρραβωνιÜστηκα μ' Ýναν πρßγκηπα της ΜÜσσα-ΚαρρÜρας. Τι Πρßγκηπας! Τüσο ωραßος üσο κι εγþ, καμωμÝνος απü γλυκÜδες και χÜρες, λÜμποντας απü πνεýμα και καßοντας απü Ýρωτα. Τον αγαποýσα, üπως αγαποýν για πρþτη φορÜ, ειδωλολατρικÜ, παρÜφορα, Οι γÜμοι μας ετοιμαστÞκαν, Þτανε μια τελετÞ, μια μεγαλοπρÝπεια ανÜκουστη, γιορτÝς αμαξÜδες, üπερες-μποýφφες αδιÜκοπες κι üλη η Ιταλßα μου Ýκαμε σοννÝτα, που κανÝνα δεν Þτανε της προκοπÞς. ¢γγιζα τη στιγμÞ της ευδαιμονßας μου, üταν μια γριÜ μαρκησßα, που Þτανε πρþτα ερωμÝνη του πρßγκηπÜ μου, τον προσκÜλεσε σπßτι της να του προσφÝρη σοκολÜτα, πÝθανε σε λιγþτερο απü δυο þρες με τρομαχτικοýς σπασμοýς. ΑλλÜ τοýτο εßναι μηδαμινü. Η μητÝρα μου πÜνω στην απελπισßα της και λιγþτερο λυπημÝνη απü μÝνα, θÝλησε ν' απομακρυνθÞ για λßγον καιρü απü Ýναν τüπο Ýτσι καταραμÝνο. Εßχε κÜποιο πολý ωραßο χτÞμα κοντÜ στη ΓαÝτα. ΜπαρκαριστÞκαμε σε μια ντüπια γαλÝρα, κατÜχρυση σαν την ¢για ΤρÜπεζα του ¢γιου ΠÝτρου της Ρþμης. Και να Ýνας κορσÜρος απü τη ΣÜλη χýνεται απÜνω μας και μας διπλαρþνει, οι στρατιþτες μας αμυνθÞκανε, σαν στρατιþτες του πÜπα: γονÜτισαν üλοι τους κλαßοντας και ζητþντας απü τον κουρσÜρο Üφεση αμαρτιþν, που δßνεται στους πεθαμÝνους.
ΑμÝσως τους γδýσανε τσιτσßδι σαν μαúμοýδες, καθþς και τη μητÝρα μου, τις κυρßες της τιμÞς και μÝνα. Εßναι κÜτι αξιοθαýμαστο η προσοχÞ με την οποßα αυτοß οι κýριοι γδýνουν τον κüσμο. Αλλ' üτι μ' εξÝπληξε περισσüτερο Þτανε, που βÜλανε σε üλους μας το δÜχτυλο σ' Ýνα μÝρος, üπου μεις δεν αφÞνομε συνÞθως να μας βÜλουν Üλλο τßποτε απü το σερβιτσÜλι. ΑυτÞ η τελετÞ μου φÜνηκε πολý παρÜξενη: να πþς κρßνει κανεßς üλα, üταν δεν Ýχει βγει απü τον τüπο του. ¸μαθα αμÝσως, πως θÝλανε να ιδοýν, μÞπως κρýψαμε κει τßποτε διαμÜντια! Εßναι Ýθιμο καθιερωμÝνο απü αμνημονεýτων χρüνων μεταξý των πολιτισμÝνων λαþν, που διαπλÝουν τις θÜλασσες. ¸μαθα, πως οι κýριοι καλüγεροι ιππüτες της ΜÜλτας δεν το παραλεßπουν ποτÝ, üταν πιÜνουνε Τοýρκους και Τοýρκισσες: εßναι νüμος του διεθνοýς δικαßου, που δεν παραβαßνεται ποτÝς.
Δε θα σας πω, πüσο εßναι σκληρü για μια νÝα πριγκιπÝσσα να τη φÝρνουνε σκλÜβα στο Μαρüκο μαζß με τη μητÝρα της: καταλαβαßνετε καλÜ, τι τραβÞξαμε μÝσα στο μαροκινü καρÜβι! Η μητÝρα μου Þτανε ακüμη αρκετÜ üμορφη: οι κυρßες της τιμÞς, οι καμαριÝρες μας εßχαν περισσüτερα θÝλγητρα απ' üσα μπορεß κανεßς να βρη σ' üλη την ΑφρικÞ: üσο για μÝνα Þμουνα θαμπωτικÞ, Þμουνα η ßδια ομορφιÜ, η ßδια χÜρη κι Þμουνα κορßτσι. Δεν Ýμεινα για πολý. Αυτü το Üνθος, που Þτανε φυλαγμÝνο για τον ωραßο πρßγκιπα της ΜÜσσα-ΚαρρÜρας, μου πÜρθηκε απü τον κουρσÜρο καπετÜνιο. ¹ταν Ýνας απαßσιος νÝγρος, που πßστευε μÜλιστα, πως μου κÜμνει μεγÜλη τιμÞ. Ασφαλþς Ýπρεπε νÜχουμε η κυρßα ΠριγκιπÝσσα του Παλεστρßνα κι εγþ πολý δυνατÞ κρÜση για να βαστÜξουμε σε üσα πÜθαμε ßσαμε να φτÜξουμε στο Μαρüκο. Αλλ' ας τ' αφÞσομε. Εßναι πρÜγματα τüσο συνειθισμÝνα, που δεν αξßζουνε τον κüπο να τα διηγιÝται κανεßς.
¼ταν εφτÜσαμε, το Μαρüκο Ýπλεε μÝσα στο αßμα. ΠενÞντα γιοι του σουλτÜνου ΜουλÝι-ΙσμαÞλ εßχαν πüλεμο μεταξý τους, πενÞντα εμφýλιοι πüλεμοι, μαýρων ενÜντια σε μαýρους, μαýρων ενÜντια σε μελαχροινοýς, μιγÜδων ενÜντια σε μιγÜδες: Þταν Ýνα αδιÜκοπο μακελειü σ' üλη την Ýκταση της αυτοκρατορßας.
Μüλις ξεμπαρκαριστÞκαμε, δυο μαýροι μιας φατρßας εχθρικÞς με τον κορσÜρο μας παρουσιαστÞκανε να του πÜρουν τη λεßα του. Εßμεθα μετÜ τα διαμÜντια και το χρυσÜφι ü,τι εßχε πολυτιμüτερο. ΒρÝθηκα μÜρτυρας σε μια μÜχη, που παρüμοια δεν Ýχετε στα δικÜ σας κλßματα της Ευρþπης. Οι βüρειοι λαοß δεν Ýχουν το αßμα τüσο αψý. Δεν Ýχουν τη λýσσα για τις γυναßκες, που εßναι κοινÞ σ' üλη την ΑφρικÞ. Θαρρεßς, πως οι Ευρωπαßοι σας Ýχουν γÜλα στις φλÝβες τους, βιτριüλι, φλüγα τρÝχει στις φλÝβες των κατοßκων του ¢τλαντος και των γειτονικþν μερþν. ΠολεμÞσανε με τη μανßα των λιονταριþν, των τßγρηδων, των φειδιþν της χþρας τους, για το ποιος θα μας πÜρη. ¸νας Μαýρος Üρπαξε τη μητÝρα μου απü το δεξß μπρÜτσο, ο υπολοχαγüς του καπετÜνιου μου την κρατοýσε απü το αριστερü, Ýνας μαýρος στρατιþτης την Ýπιασε απü τüνα πüδι, Ýνας απü τους κουρσÜρους την κρατοýσε απü τ' Üλλο. ¼λες μας οι κοπÝλλες βρεθÞκανε σε μια στιγμÞ να τραβιüνται απü τÝσσερις νομÜτους. Ο καπετÜνιος μου μ' Ýκρυβε απü πßσω του. Κρατοýσε το λÜζο στο χÝρι και σκüτωνε üποιον αντιστεκüτανε στη λýσσα του. ΤÝλος εßδα üλες μας τις Ιταλßδες και τη μητÝρα μου σκισμÝνες, σφαγμÝνες απü τα τÝρατα, που τις διαμφισβητοýσαν. Οι σκλÜβοι, οι σýντροφοß μου, οι κουρσÜροι μας, στρατιþτες, ναýτες, μαýροι μελαχροινοß, Üσπροι, μιγÜδες και τÝλος ο καπετÜνιος μου, üλοι σκοτωθÞκανε κι Ýμενα εγþ ξεψυχþντας απÜνω σ' Ýνα σωρü πτþματα. Παρüμοιες σκηνÝς γινüντανε, καθþς üλοι ξÝρουν, σε μιαν Ýκταση περισσüτερη απü τριακüσιες λεýγες χωρßς να ποραλεßπη κανÝνας εκεß τις πÝντε προσευχÝς κÜθε μÝρα, που διατÜζει ο ΜωÜμεθ.
Με πολýν κüπο κατþρθωσα να βγω απ' αυτü το πλÞθος των ματωμÝνων πτωμÜτων, που Þτανε σωρüς, και σýρθηκα κÜτου απü μια πορτοκαλλιÜ στην üχθη ενüς γειτονικοý ρυακιοý. ¸πεσα κει απü την τρομÜρα την κοýραση, τη φρßκη, την απελπισßα, την πεßνα. Σε λßγο οι καταβλημÝνες μου αισθÞσεις παραδοθÞκανε σ' Ýναν ýπνο, που Ýμοιαζε περισσüτερο με λιποθυμßα παρÜ με ανÜπαυση. ¹μουνα σ' αυτÞν την κατÜσταση αδυναμßας κι αναισθησßας και ανÜμεσα ζωÞς και θανÜτου, üταν Ýνοιωσα να με πλακþνει κÜτι, που σÜλευε απÜνω στο σþμα μου. ¢νοιξα τα μÜτια κι εßδα Ýναν Üνθρωπον Üσπρο, που αναστÝναζε κι Ýλεγε ανÜμεσα στα δüντια του. Ω τι συφορÜ να μην Ýχης αρχßδια!
ΞαφνισμÝνη και χαροýμενη, που Üκουσα τη γλþσσα της πατρßδας μου κι üχι λιγþτερο απορþντας για τα λüγια, που μουρμοýριζε αυτüς ο Üνθρωπος, του απÜντησα, πως υπÞρχανε μεγαλýτερες δυστυχßες απ' αυτÞν που παραπονιüτανε. Του εξÞγησα σε λßγες λÝξεις τις φρικαλεüτητες, που εßχα υποστÞ και ξανÜπεσα λιπüθυμη. Μ' Ýφερε σ' Ýνα γειτονικü σπßτι, μ' Ýβαλε στο κρεββÜτι, μοýδωσε να φÜγω, με περιποιÞθηκε, με παρηγüρησε, μου Ýκαμε διÜφορες κολακεßες και μοýπε πως δεν εßδε ποτÝς τßποτε τüσο ωραßο σαν κι εμÝνα και πως ποτÝ δε λυπÞθηκε τüσο, που Ýχασε αυτü, που κανεßς δε μποροýσε να του το ξαναδþση.
ΓεννÞθηκα στη ΝεÜπολη, μου εßπε. Εκεß μουνουχßζουν δυο ως τρεις χιλιÜδες παιδιÜ το χρüνο, τα μισÜ πεθαßνουνε, τα μισÜ κÜμνουν μια φωνÞ ωραιüτερη απü των γυναικþν κι οι Üλλοι γßνονται κυβερνÞτες κρατþν. Μου κÜμανε αυτÞ την εγχεßρηση με πολý μεγÜλη επιτυχßα κι Ýγινα ψÜλτης, στο εκκλησÜκι της κυρßας πριγκιπÝσσας του Παλεστρßνα.
Της μητÝρας μου, Ýκραξα εγþ.
Της μητÝρας σας! φþναξε κλαßοντας. Πþς! Εßσαστε σεις εκεßνη η μικροýλα πριγκηπÝσσα, που την ανÜθρεψα ως την ηλικßα των Ýξη χρονþν και που φαινüταν απü τüτε, πως θα γινüτανε τüσο ωραßα, üσο εßστε σεις;
Εßμαι η ßδια! Η μητÝρα μου τετρακüσια βÞματα απü δω, εßναι κομματÜκια κÜτου απü Ýνα σωρü πτþματα.
Του διηγÞθηκα, τι μας συνÝβη. Μου διηγÞθηκε επßσης τις περιπÝτειÝς του κι Ýμαθα, πως τον εßχε στεßλει στο σουλτÜνο του Μαρüκου μια χριστιανικÞ Δýναμη για να κλεßση μ' αυτüν το μονÜρχη συνθÞκη, με την οποßαν θα του προμηθεýανε μπαροýτι, κανüνια, καρÜβια κι αυτüς θα βοηθοýσε στο ξεπÜτωμα του εμπορßου των Üλλων χριστιανþν. Η αποστολÞ μου τÝλειωσε, εßπε ο Ýντιμος ευνοýχος, Θα μπαρκαριστþ στην Κιοýτα και θα σας πÜω πßσω στην Ιταλßα. Μα τι συφορÜ να μην Ýχης αρχßδια!
Τον ευχαρßστησα με δÜκρυα üλο τρυφερüτητα, αλλ' αντßς να με πÜη στην Ιταλßα μ' Ýφερε στο ΑλγÝριο και με ποýλησε στον μπÝη αυτÞς της χþρας. Μüλις εßχα πουληθÞ, αυτÞ η πανοýκλα, ποýχε κÜμει το γýρο της ΑφρικÞς, της Ασßας, της Ευρþπης, Ýπεσε στο ΑλγÝριο με μανßα. ¸χετε δει σεισμοýς, αλλÜ, δεσποινßς, πÜθατε ποτÝς πανοýκλα;
ΠοτÝς! απÜντησε η βαρωνÝσσα.
Αν την παθαßνατε, επανÜλαβε η γριÜ, θα ομολογοýσατε, πως εßναι πολý χειρüτερη απü Ýνα σεισμü.
Εßναι πολý συνειθισμÝνη στην ΑφρικÞ, κüλλησα. ΦαντασθÞτε, τι κατÜρα για την κüρη ενüς πÜπα, δεκαπÝντε χρονþν, που σε τρεßς μÞνες δοκßμασε τη φτþχεια, τη σκλαβιÜ, εβιÜστηκε σχεδüν κÜθε μÝρα, εßδε την μητÝρα της κομμÝνην στα τÝσσερα, δοκßμασε την πεßνα και τον πüλεμο και να πεθαßνη πανωλικÞ στην ΑφρικÞ! Ωστüσο δεν πÝθανα, αλλ' ο ευνοýχος μου κι ο μπÝης μου και σχεδüν üλο το σαρÜι πεθÜνανε.
¼ταν οι πρþτες καταστροφÝς αυτÞς της φριχτÞς πανοýκλας περÜσανε, πουλÞσανε τις σκλÜβες του μπÝη. ¸νας Ýμπορος μ' αγüρασε και μ' Ýφερε στο Τοýνεζι. Με ποýλησε σ' Ýναν Üλλον Ýμπορο, που με ξαναποýλησε στην Τρßπολη, απü την Τρßπολη ξαναπουλÞθηκα στην ΑλεξÜντρεια, απü την ΑλεξÜντρεια στη Σμýρνη, απü τη Σμýρνη στην Πüλη. ΤÝλος με πÞρε Ýνας αγÜς των γιανιτσÜρων, που σε λßγο Ýλαβε διαταγÞ να πÜη να βοηθÞση το Αζüφ, που το πολιορκοýσαν οι Ροýσσοι.
Ο ΑγÜς, που Þταν Üνθρωπος πολý γαλÜντης, πÞρε μαζß του üλο το σαρÜι του και μας τοποθÝτησε σ' Ýνα μικρü φροýριο απÜνω στη Μαιþτιδα λßμνη, που το φυλÜγανε δυο μαýροι ευνοýχοι και εßκοσι στρατιþτες. Σκοτþσανε Üφθονους Ροýσσους, μα μας το πληρþσανε καλÜ: Οι γιανιτσÜροι περÜσανε το Αζüφ διÜ πυρüς και σιδÞρου χωρßς να χαριστοýν οýτε σε γÝνος οýτε σε ηλικßα. ¸μεινε μüνο το δικü μας μικρü φροýριο. Οι εχθροß θελÞσανε να μας πιÜσουν με την πεßνα. Οι εßκοσι γιανιτσÜροι ωρκιστÞκανε να μην παραδοθοýνε ποτÝ. Η Ýσχατη πεßνα στην οποßα καταντÞσανε τους ανÜγκασε να φÜνε τους δυο ευνοýχους μας απü φüβο μην παραβιÜσουν τον üρκο τους. ΜετÜ εßκοσι μÝρες αποφασßσανε να φÜνε τις γυναßκες.
Εßχαμε κÜποιον ιμÜμη πολý ευσεβÞ και πολý πονüψυχο, που τους Ýβγαλε Ýναν ωραßο λüγο, με τον οποßον τους Ýπεισε να μη μας σκοτþσουν ολüτελα. Κüψτε, εßπε μονÜχα Ýνα κωλομÝρι απü κÜθε κυρßα, θα κÜμετε πολý καλü τσιμποýσι. Αν χρειαστÞ να ξανακÜνετε το ßδιο, θÜχετε ακüμα Üλλα τüσα κωλομÝρια σε λßγες μÝρες. Ο ουρανüς θα σας αναγνωρßση αυτÞ τη φιλÜνθρωπη πρÜξη και θα σας βοηθÞση.
Εßχε μεγÜλην ευγλωττßα, τους Ýπεισε: μας κÜμανε αυτÞ τη φρικαλÝα εγχεßρηση, ο ιμÜμης μας Ýβαλε το ßδιο βÜλσαμο, που βÜζουν στα παιδιÜ, που σουνετßζουν: üλες εßμαστε του θανÜτου.
Μüλις οι γιανιτσÜροι εßχαν τελειþσει το φαγß, που τους προμηθÝψαμε, κι οι Ροýσσοι φτÜνουν απÜνω σε ανÜβαθα καÀκια. Οýτε Ýνας γιανßτσαρος δε γλýτωσε. Οι Ρþσσοι δε δþσανε καμμιÜ προσοχÞ στην κατÜσταση, που βρισκüμαστε! ΥπÜρχουν παντοý χειροýργοι ΓÜλλοι: Ýνας απ' αυτοýς, που Þτανε πολý ικανüς, μας φρüντισε, μας θερÜπεψε. Και θα θυμÜμαι σ' üλη μου τη ζωÞ, πως, üταν οι πληγÝς μου κλεßσανε καλÜ, μοýκανε προτÜσεις. ¢λλωστε, εßπε σε üλες μας να μας παρηγορÞση. Μας βεβαßωσε, πως σε πολλÝς πολιορκßες το ßδιο Ýχει συμβÞ και πως αυτü Þτανε ο νüμος του πολÝμου.
¼ταν οι συντρüφισσες μου μπορÝσανε να περπατÞσουνε, τις πÞγανε πεζÝς ως τη Μüσχα. ΒÜλανε κλÞρο κι Ýπεσα σ' Ýνα βογιÜρο, που μ' Ýκαμε κηπουρü του, και μοýδινε εßκοσι καμουτσικιÝς την ημÝρα. Αλλ' αυτüς ο ΑφÝντης μετÜ δýο χρüνια καταδικÜστηκε στο θÜνατο του τροχοý μαζß με Üλλους τριÜντα βογιÜρους για κÜποιαν αυλικÞ ραδιουργßα, δεν Ýχασα την ευκαιρßα, τüσκασα, πÝρασα üλη τη Ρουσσßα, Ýγινα πολýν καιρü υπηρÝτρια σε μια ταβÝρνα της Ρßγας, κατüπι στο Ροστüκ, στο Βßσμαρ, στη Λειψßα, στην ΚÜσσελ, στην ΟυτρÝχτη, στη Λεàδη, στη ΧÜγη, στη Ρüτερνταμ: γÝρασα μÝσα στην αθλιüτητα και το üνειδος, Ýχοντας τον μισü μονÜχα πισινü μου, θυμοýμενη πÜντα, πως Þμουνα κüρη ενüς πÜπα. ΘÝλησα εκατü φορÝς να σκοτωθþ, αλλ' αγαποýσα ακüμα τη ζωÞ. ΑυτÞ η γελοßα αδυναμßα εßναι ßσως Ýνα απü τα πιο απαßσια μας Ýνστιχτα, διüτι, τι υπÜρχει πιο ανüητο απü το να κουβαλοýμε διαρκþς Ýνα βÜρος, που θÝλομε πÜντα να το ρßξομε απü πÜνω μας; να μας κÜνη φρßκη η ýπαρξη μας κι üμως να τη διατηροýμε; τÝλος να χαηδεýομε το φßδι, που μας τρþγει, üσο που να μας φÜγη ολüτελα την καρδιÜ;
Εßδα στους τüπους, που η μοßρα μ' Ýκαμε να περÜσω, και στις ταβÝρνες που δοýλεψα, Ýναν Üπειρο αριθμü προσþπων, που μισοýσανε την ýπαρξÞ τους, αλλ' εßδα μονÜχα δþδεκα, που δþσανε θεληματικÜ τÝλος στη δυστυχßα τους, τρεις νÝγρους, τÝσσερις εγγλÝζους, τÝσσερις απü τη Γενεýη κι Ýνα γερμανü καθηγητÞ, ονομαζüμενο Ρüμπεκ. Στο τÝλος Ýγινα υπηρÝτρια του δον ΙσσÜχαρ μ' Ýβαλε σε σας, ωραßα μου δεσποινßς. Αφωσιþθηκα στη μοßρα σας κι απασχολÞθηκα περισσüτερο για τις δικÝς σας δυστυχßες παρÜ για τις δικÝς μου. Δε θα σας μιλοýσα μÜλιστα ποτÝς για τα δεινοπαθÞματÜ μου, αν δεν μ' εßχατε πειρÜξει λιγÜκι κι αν δεν Þτανε συνÞθεια, μÝσα στο πλοßο, να διηγοýνται οι Üνθρωποι ιστορßες για να σκοτþνουν την ανßα. ΤÝλος, δεσποινßς, Ýχω πεßρα, ξÝρω τον κüσμο, λÜβετε την ευχαρßστηση να παρακαλÝσετε κÜθε επιβÜτη να σας διηγηθÞ την ιστορßα του κι αν ευρεθÞ Ýνας, που να μην Ýχη συχνÜ καταραστÞ τη ζωÞ του, που να μην εßπε συχνÜ μÝσα του, πως εßνε ο δυστυχÝστερος των ανθρþπων, ρßξτε με στη θÜλασσα με το κεφÜλι κÜτου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII: Πþς ο Αγαθοýλης αναγκÜστηκε να χωριστÞ απü την ωραßα Κυνεγüνδη κι απü τη γριÜ.

Η ωραßα Κυνεγüνδη, αφοý Üκουσε την ιστορßα της γριÜς, της Ýκαμε üλες τις φιλοφρονÞσεις, που οφεßλονται σ' Ýνα πρüσωπο της σειρÜς της και της αξßας της. ΔÝχτηκε την πρüταση, παρακÜλεσε üλους τους επιβÜτες, τον Ýνα μετÜ τον Üλλο, να της διηγηθοýνε τη ζωÞ τους. Ο Αγαθοýλης και κεßνη ομολογÞσανε, πως η γριÜ εßχε δßκιο.
Εßναι μεγÜλη ατυχßα, Ýλεγεν ο Αγαθοýλης, που ο σοφüς Παγγλþσσης κρεμÜστηκε παρÜ το Ýθιμο σ' Ýνα Üουτο-ντα- φε. Θα μας Ýλεγε θαυμÜσια πρÜγματα για το φυσικü και ηθικü κακü, που σκεπÜζουνε τη γη και θα Ýνοιωθα αρκετÝς δυνÜμεις για να τολμοýσα να του φÝρω με πολý σεβασμü μερικÝς αντιρρÞσεις.
Ενþ καθÝνας διηγüτανε την ιστορßα του, το πλοßο προχωροýσε. Προσεγγßσανε στο ΒουÝνος-¢υρες. Η Κυνεγüνδη, ο λοχαγüς Αγαθοýλης κι η γριÜ πÞγανε στον ΚυβερνÞτη Ντ' ΙμπαρÜα, υ ΦιγγουÝρα, υ ΜασκαρÝνες, υ Λαμποýρδος, υ Σοýζα. Αυτüς ο κýριος εßχε μιαν αλαζονεßα ανÜλογη με τα τüσα του ονüματα. Μιλοýσε στους ανθρþπους με την ευγενικþτερη περιφρüνηση, σηκþνοντας τη μýτη τüσο ψηλÜ, υψþνοντας τüσο ανελÝητα τη φωνÞ του, παßρνοντας Ýναν τüνο τüσο επιβλητικü, προσποιοýμενος Ýνα βÜδισμα τüσο αγÝρωχο, που üσοι τüνε χαιρετοýσαν αισθανüντανε τη διÜθεση να τονε δεßρουν. Αγαποýσε τις γυναßκες μανιακÜ. Η Κυνεγüνδη του φÜνηκε το ωραιüτερο πρÜγμα, που εßδε στη ζωÞ του. Το πρþτο, που Ýκαμε, Þτανε να ρωτÞση, αν Þτανε γυναßκα του λοχαγοý. Το ýφος με το οποßον Ýκαμε την ερþτηση αυτÞ, ανησýχησε τον Αγαθοýλη.
Δεν τüλμησε να πη, πως Þτανε γυναßκα του, γιατß πραγματικÜ δεν Þτανε, δεν τüλμησε να πη, πως Þταν αδερφÞ του, γιατß επßσης δεν Þτανε. Και αν και αυτü το ασÞμαντο ψÝμα Þταν κÜποτε πολý της μüδας στους παλαιοýς και μποροýσε νÜναι ωφÝλιμο και στους νεþτερους, η ψυχÞ του ωστüσο Þτανε πολý καθαρÞ, þστε να μη προδþση την αλÞθεια.
Η Δεσποινßς Κυνεγüνδη, εßπε πρüκειται να μου κÜνη την τιμÞ να με παντρευτÞ και παρακαλοýμε την εξοχüτητÜ σας να ευαρεστηθÞ να μÜς στεφανþση.
Ο Δον ΦερνÜδος ντ' ΙμπαρÜα, υ Φιγγουüρα, υ ΜασκαρÝνες, υ Λαμποýρδος, υ Σοýζα, στρßβοντας το μουστÜκι, μειδßασε πικρÜ και διÜταξε τον λοχαγüν Αγαθοýλη να πÜη να επιθεωρÞση το λüχο του. Ο Αγαθοýλης υπÜκουσε. Ο κυβερνÞτης Ýμεινε με τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη. Της εξÝφρασε το πÜθος του, τη διαβεβαßωσε, πως αýριο θα την πατρευüτανε ενþπιον της Εκκλησßας, Þ αλλÝως, üπως θα Þτανε ευχαριστüτερο στα θÝλγητρÜ της. Η Κυνεγüνδη του ζÞτησε Ýνα τÝταρτο της þρας να συνÝρθη, να συμβουλευτÞ τη γριÜ κι αποφασßση.
Η γριÜ εßπε στην Κυνεγüνδη:
Δεσποινßς, Ýχετε εβδομÞντα δυο γενιÝς κι οýτε Ýνα üβολο. Απü σας εξαρτÜται να γßνετε η γυναßκα του μεγαλýτερου Üρχοντα της Νüτιας ΑμερικÞς, ο οποßος Ýχει Ýνα πολý ωραßο μουστÜκι. ΜÝσα σε τüσους κινδýνους δοκιμÜστηκε η ερωτικÞ σας πßστη, Ýχετε βιασθÞ απü τους βουλγÜρους, Ýνας Εβραßος κι Ýνας ΙεροξεταστÞς απüλαυσαν τις χÜρες σας. Οι δυστυχßες δßνουνε δικαιþματα. Ομολογþ, πως αν Þμουνα στη θÝση σας, δε θÜχα κανÝνα δισταγμü να παντρευτþ τον κýριο ΚυβερνÞτη και να κÜμω πλοýσιο τον κýριο λοχαγüν Αγαθοýλη.
Ενþ η γριÜ μιλοýσε μ' üλη τη φρüνηση, που η ηλικßα και η πεßρα δßνουν, βλÝπουνε να μπαßνη Ýνα μικρü καÀκι στο λιμÜνι, Ýφερνε Ýνα δικαστÞ και αστυνüμους, να τι εßχε συμβÞ.
Η γρηÜ εßχε καλÜ μαντÝψει, πως Þταν Ýνας κορδελιÝρος με τα φαρδομÜνικα, ποýκλεψε τα χρÞματα και τα κοσμÞματα της Κυνεγüνδης στην πüλη Βαλδαγιüς, üταν φεýγανε βιαστικÜ με τον Αγαθοýλη. Αυτüς ο καλüγερος θÝλησε να πουλÞση μερικÜ πετρÜδια σ' Ýναν Ýμπορο. Ο Ýμπορος τ' αναγνþρισε, πως Þτανε του μεγÜλου ΙεροξεταστÞ. Ο κορδελλιÝρος, πριν τον κρεμÜσουνε, μολüγησε, απü ποý τÜχε κλÝψει, υπÝδειξε τα πρüσωπα και το δρüμο ποýχανε πÜρει. Η φυγÞ της Κυνεγüνδης και του Αγαθοýλη Ýγινε πια γνωστÞ. Τους κυνÞγησαν ως τα ΓÜδειρα, στεßλανε, χωρßς να χÜνουνε καιρü, Ýνα πλοßο κατüπι τους. Το πλοßο εßχε φτÜσει τþρα στο λιμÜνι του ΜπουÝνος-¢υρες. ΑμÝσως διαδüθηκε η φÞμη, πως Ýνας αλκÜδης (δÞμαρχος) εßχε αποβιβασθÞ και πως κυνηγοýσανε το δολοφüνο του σεβασμιþτατου ΑρχιεροξεταστÞ. Η συνετÞ γριÜ εßδε αμÝσως τι Ýπρεπε να κÜμουν.
Δε μπορεßτε να φýγετε, εßπε στη Κυνεγüνδη, και δεν Ýχετε τßποτε να φοβηθÞτε, δεν σκοτþσατε σεις το σεβασμιþτατο, Üλλωστε ο κýριος ΚυβερνÞτης που σας αγαπÜ, δε θ' αφÞση να σας κακομεταχειριστοýν. Μεßνετε.
ΤρÝχει αμÝσως στον Αγαθοýλη.
Φýγετε, του λÝγει, Þ σε μια þρα θα σας ψÞσουνε στη φωτιÜ. Δεν Ýχετε στιγμÞ να χÜνετε.
ΑλλÜ πþς να χωριστÞ απü την Κυνεγüνδη και ποý να καταφýγη;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙΙ: Πþς δεχτÞκανε τους Αγαθοýλη και Κακαμπü οι ΙησουÀτες της ΠαραγουÜης

Ο Αγαθοýλης εßχε φÝρει μαζß του απü τα ΓÜδειρα Ýναν υπηρÝτη, που üμοιοι του βρßσκονται πολλοß στις αχτÝς της Ισπανßας και στις αποικßες. ¹τανε κατÜ το Ýνα τÝταρτο ισπανüς, γιος ενüς μιγÜδα απü το ΤουκουμÜν. Εßχε κÜνει ψÜλτης, νεωκüρος, ναýτης, καλüγερος διανομÝας, στρατιþτης, λακÝς. Ονομαζüτανε Κακαμπüς κι αγαποýσε πολý τον κýριü του, γιατß ο κýριος του Þταν υπερβολικÜ καλüς Üνθρωπος. ΣÝλλωσε τα δυο Üλογα üσο πιο γρÞγορα μποροýσε.
Εμπρüς, κýριÝ μου, ας ακολουθÞσαμε τη συμβουλÞ της γριÜς, ας φýγομε κι ας τρÝχομε δßχως να κυττÜμε πßσω μας.
Ο Αγαθοýλης Ýκλαψε:
Ω αγαπημÝνη μου Κυνεγüνδη! ΠρÝπει να σ' εγκαταλεßψω την þρα, που ο κýριος ΚυβερνÞτης επρüκειτο να μας στεφανþση! Κυνεγüνδη, φερμÝνη απü τüσο μακρυÜ, τι θ' απογßνης;
Θα γßνη üτι μπορεß, εßπεν ο Κακαμπüς. Οι γυναßκες δεν χÜνονται ποτÝς. Ο Θεüς τις φροντßζει. Δρüμο.
Ποý με πÜς; Ποý πÜμε; Τι θα κÜνουμε χωρßς την Κυνεγüνδη; Ýλεγεν ο Αγαθοýλης;
Στ' üνομα του Αγßου Ιακþβου της ΚομποστÝλλας, εßπεν ο Κακαμπüς, ως τþρα πηγαßνατε να πολεμÞσετε τους Ιησουßτες, ας πÜμε τþρα να πολεμÞσουμε γι' αυτοýς. ΞÝρω καλÜ τους δρüμους, θα σας φÝρω στο βασßλειü τους, θα καταγοητευθοýν αποχτþντας Ýνα λοχαγü, που ξÝρει τα βουλγαρικÜ γυμνÜσια. Θα κÜμετε τερÜστια περιουσßα. ¼ταν κανεßς δεν Ýχει τýχη σ' Ýνα κüσμο, την βρßσκει σ' Üλλονε. Εßναι μεγÜλη ηδονÞ να βλÝπει κανεßς και να κÜμνη νÝα πρÜγματα.
¸χεις λοιπüν πÜει στη ΠαραγουÜη; εßπεν ο Αγαθοýλης.

Ε! βÝβαια, εßπεν ο Κακαμπüς. ¸καμα επιστÜτης στο κολλÝγιο της ΑνÜληψης και ξÝρω τη διοßκηση των λος πÜδρες, üπως ξÝρω τα σοκÜκια των Γαδεßρων. Εßναι κÜτι θαυμÜσιο αυτÞ η διοßκηση. Το βασßλειο Ýχει κüρα πιüτερο απü τριακüσες λεýγες διÜμετρο, εßναι διαιρεμÝνο σε τριÜντα επαρχßες. Οι λος πÜδρες τÜχουν üλα κι ο λαüς τßποτε: εßναι το αριστοýργημα της λογικÞς και της δικαιοσýνης. ¼σο για μÝνα δε βρßσκω τßποτες θειüτερο απü τους λος πÜδρες, που εδþ μεν πολεμοýνε το βασιλÝα της Ισπανßας και το βασιλÝα της Πορτογαλλßας, αλλÜ στην Ευρþπη εßναι μαζß τους: που σκοτþνουν εδþ τους Ισπανοýς, αλλÜ στη Μαδρßτη τους αποστÝλλουν στους ουρανοýς. Αυτü μ' ενθουσιÜζει. Προχωροýμε: θα γßνετε ο πιο ευτυχισμÝνος απü üλους τους ανθρþπους. Τι ευχαρßστηση θα λÜβουν οι λος πÜδρες, üταν μÜθουνε, πως τους Ýρχεται Ýνας λοχαγüς, που ξÝρει τα βουλγαρικÜ γυμνÜσια!
¼ταν φτÜσανε στα πρþτα φυλÜκια, ο Κακαμπüς εßπε στο φρουρü, üτι Ýνας λοχαγüς ζητοýσε να μιλÞση στον κýριο διοικητÞ. ΠÞγανε να ειδοποιÞσουνε τη μεγÜλη φρουρÜ. ¸νας αξιωματικüς ΠαραγουαúÜνος Ýτρεξε στον διοικητÞ να του μεταδþσει την εßδηση. Τον Αγαθοýλη και τον Κακαμπü πρþτα πρþτα τους αφüπλισαν, τους πÞρανε τα δυο τους ανδαλοýσια Üλογα. ¸πειτα τους οδÞγησαν ανÜμεσα σε δυο σειρÝς στρατιþτες. Ο διοικητÞς στÝκεται στην μιαν Üκρη με τον τρικÝρατο σκοýφο στο κεφÜλι, με το ρÜσο ανασηκωμÝνο, το σπαθß στο πλευρü, το κοντÜρι στο χÝρι. ¸καμε Ýνα σημεßο, αμÝσως εικοσιτÝσσερις στρατιþτες περικυκλþνουν τους δυο ξÝνους. ¸νας λοχßας τους λÝγει, πως πρÝπει να περιμÝνουνε, πως ο διοικητÞς δε μπορεß να τους μιλÞση, πως ο αιδεσιμþτατος πατÞρ της επαρχßας δεν επιτρÝπει σε κανÝναν Ισπανü ν' ανοßξη το στüμα του, παρÜ μüνο επß παρουσßα του και να μεßνη περισσüτερο απü τρεις þρες στον τüπο.
—Και ποý εßναι ο αιδεσιμþτατος πατÞρ της επαρχßας; εßπεν ο Κακαμπüς.
—Εßναι στην παρÜταξη, αφοý λειτοýργησε, απÜντησε ο λοχßας και δε μπορεßτε να φιλÞσετε τα σπιροýνια του παρÜ σε τρεις þρες.
—ΑλλÜ, εßπεν ο Κακαμπüς, ο κýριος λοχαγüς, που πεθαßνει της πεßνας, üπως κι εγþ, δεν εßναι ισπανüς, εßναι Γερμανüς. Δεν μποροýμε να γευματßσουμε περιμÝνοντας την αιδεσιμüτητÜ του;
Ο λοχßας Ýτρεξε αμÝσως να μεταδþση αυτÞ την πληροφορßα στο διοικητÞ.
—Ευλογητüς ο Θεüς! φþναξε, αφοý εßναι γερμανüς, μπορþ να του μιλÞσω. Ας τον φÝρουνε στη φυλλωσιÜ μου. ΑμÝσως φÝρνουνε τον Αγαθοýλη σ' Ýνα κιüσκι με κολüννες απü πρÜσινο και χρυσü μÜρμαρο και με καφÜσια, ποýχανε μÝσα παπαγÜλους, κολýβρια, φραγκüκοττες κι üλα τα σπανιþτερα πουλιÜ. ¸να θαυμÜσιο γεýμα Þτανε ετοιμασμÝνο μÝσα σε χρυσÜ πιÜτα, κι ενþ οι Παραγουιανοß τρþγανε καλαμπüκι μÝσα σε ξýλινα πινÜκια στον ανοιχτü κÜμπο, μÝσα στη κÜψα του Þλιου, ο αιδεσιμþτατος πατÞρ διοικητÞς μπÞκε στη φυλλωσιÜ.
¹ταν Ýνα πολý ωραßο παλληκÜρι, με γεμÜτο πρüσωπο, πολý λευκü, πλοýσιο σε χρþματα, με τα φρýδια καμαρωτÜ, το μÜτι ζωηρü, το αυτß ρüδινο, τα χεßλη κüκκινα, το ýφος περÞφανο, αλλÜ μια περηφÜνεια οýτε ισπανικÞ οýτε ιησουιτικÞ. Ξαναδþσανε τα üπλα στον Αγαθοýλη και στον Κακαμπü ποý τους τÜχανε πÜρει, καθþς και τα δυü ανδαλοýσια Üλογα. Ο Κακαμπüς τους Ýβαλε να φÜνε βρþμη κοντÜ στη φυλλωσιÜ, Ýχοντας πÜντα τα μÜτια του σ' αυτÜ απü φüβο κανενüς ξαφνικοý.
Ο Αγαθοýλης φßλησε τον ποδüγυρο του ρÜσου του διοικητÞ και κατüπι καθÞσανε στα τραπÝζι.
Εßστε λοιπüν Γερμανüς; του εßπε ΓερμανικÜ ο Ιησουßτης.
ΜÜλιστα, αιδεσιμþτατε πÜτερ, εßπεν ο Αγαθοýλης. κι ο Ýνας κι ο Üλλος, προσφÝροντας αυτÝς τις λÝξεις, κυτταζüντανε με μια υπÝρτατη απορßα και μια συγκßνηση, που δεν μποροýσανε να την κρýψουν.
κι απü πιο μÝρος της Γερμανßας εßσαστε, τοýπε ο Ιησουßτης.
Απü τη βρωμοεπαρχßα της Βεστφαλßας, εßπεν ο Αγαθοýλης. ΓεννÞθηκα στον πýργο του Τοýντερ-τεν-τρονκ.
ΟυρανÝ! εßναι δυνατüν, φþναξε ο διοικητÞς.
Τι θαýμα! φþναξε ο Αγαθοýλης.
Εßστε σεις; εßπεν ο διοικητÞς.
Αυτü δεν εßναι δυνατü! εßπε ο Αγαθοýλης.
ΠÝφτουνε κι οι δυο ανÜσκελα, μετÜ αγκαλιÜζονται, χýνουνε ποταμοýς δÜκρυα.
Πþς! εßστε σεις λοιπüν, αιδεσιμþτατε πÜτερ, ο αδερφüς της ωραßας Κυνεγüνδης! Σεις, που σας σκοτþσανε οι Βοýλγαροι! Σεις ο γυιüς του κυρßου βαρþνου! Σεις Ιησουßτης στην ΠαραγουÜη! ΠρÝπει να ομολογÞσουμε πως αυτüς ο κüσμος εßναι παρÜξενο πρÜγμα! Ω! Παγγλþση! Παγγλþση! πþς θα χαιρüσουν, αν δεν εßχες κρεμαστÞ!
Ο διοικητÞς διÜταξε να τραβηχτοýν οι νÝγροι σκλÜβοι και οι Παραγουιανοß, που σερβßριζαν κρασß μÝσα σε ποτÞρια απü ορυχτü κρýσταλλο. Ευχαρßστησε χßλιες φορÝς το Θεü και τον ¢γιο ΙγνÜτιο, Ýσφιγγε τον Αγαθοýλη μÝσα στην αγκαλιÜ του, τα πρüσωπÜ τους Þτανε λουσμÝνα στα δÜκρυα.
Θα ξαφνιζüσαστε πολý περισσüτερο, θα συγκινüσαστε περισσüτερο και θα γινüσαστε πιο τρελλüς απü χαρÜ, εßπε ο Αγαθοýλης, αν σας Ýλεγα, πως η δεσποινßς Κυνεγüνδη, η αδερφÞ σας, που τη θεωρεßτε ξεκοιλιασμÝνη, εßναι üλη υγεßα!
Ποý;
Εδþ κοντÜ, στου κυρßου ΚυβερνÞτη του ΜπουÝνος ¢υρες κι ερχüμουν να σας πολεμÞσω.
ΚÜθε λÝξη που λÝγανε σ' αυτÞ τη συνδιÜλεξη, πρüσθετε θαýμα στο θαýμα. Η ψυχÞ τους ολüκληρη πετοýσε πÜνω στη γλþσσα τους, Üκουε μÝσα στ' αυτιÜ τους και σπιθοβολοýσε στα μÜτια τους. κι üπως Þσαν Γερμανοß, μεßνανε πολý στο τραπÝζι, περιμÝνοντας τον αιδεσιμþτατο πατÝρα της επαρχßας. κι ο διοικητÞς μßλησε ως εξÞς τον αγαπημÝνο του Αγαθοýλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙV: Πþς ο Αγαθοýλης σκüτωσε τον αδερφü της αγαπητÞς του Κυνεγüνδης

ΘÜχω πÜντα, σ' üλη μου τη ζωÞ, ζωντανÞ στη μνÞμη μου τη φριχτÞν ημÝρα, που εßδα να σκοτþνουν τον πατÝρα μου και τη μητÝρα μου και να βιÜζουνε την αδερφÞ μου. ¼ταν φýγανε οι Βοýλγαροι, δε βρÞκαμε πουθενÜ αυτÞ τη λατρευτÞ αδερφÞ, βÜλανε σ' Ýνα αμÜξι τη μητÝρα μου, τον πατÝρα μου και μÝνα, δυο υπηρÝτριες και τρßα παιδιÜ σφαγμÝνα, για να μας πÜνε να μας θÜψουνε σε μια εκκλησιÜ Ιησουιτþν, δýο λεýγες μακρυÜ απü τον πýργο των προγüνων μου. ¸νας Ιησουßτης μας Ýρριξε αγιασμü, τρομερÜ αλατισμÝνο, μερικÝς στÜλες μπÞκανε στα μÜτια μου, ο πÜτερ παρετÞρησε, πως το βλÝφαρü μου σÜλεψε λιγÜκι, Ýβαλε το χÝρι του πÜνω στην καρδιÜ μου και την Ýνοιωσε να χτυπÜ. Με περιποιηθÞκανε και σε τρεις εβδομÜδες δε μοýμεινε σημÜδι. ΞÝρετε, αγαπητÝ μου Αγαθοýλη, πως Þμουν υπερβολικÜ ωραßος, Ýγινα ακüμη περισσüτερο, Ýτσι ο αιδεσιμþτατος πατÞρ Κρουστ, ο ηγοýμενος, αισθÜνθηκε για μÝνα την τρυφερüτερη φιλßα, μοýδωσε το Ýνδυμα του δοκßμου, μετÜ λßγον καιρü με στεßλανε στη Ρþμη. Ο πατÞρ στρατηγüς εßχε ανÜγκη να στρατολογÞση νÝους Γερμανοýς Ιησουßτες, γιατß οι αφÝντες της ΠαραγουÜης δÝχονται üσα μποροýνε λιγþτερο τους Ισπανοýς Ιησουßτες, προτιμοýνε τους ξÝνους, γιατß μποροýνε να τους διευθýνουνε καλýτερα, θεωρÞθηκα κατÜλληλος απü τον αιδεσιμþτατο πατÝρα στρατηγü να πÜω να δουλÝψω σ' αυτÞ την Üμπελο. ΑναχωρÞσαμε Ýνας Πολωνüς, Ýνας ΤυρολÝζος κι εγþ. Με τιμÞσανε, üταν Ýφθασα, με το αξßωμα του υποδιακüνου και του υπολοχαγοý: εßμαι σÞμερα ταγματÜρχης και παπÜς. Θα δεχθοýμε γενναßα τα στρατεýματα του βασιλÝα της Ισπανßας, σας λÝω, πως θα τ' αφορßσουμε και θα τα νικÞσουμε. Η Θεßα Πρüνοια σας στÝλνει εδþ να μας συντρÝξετε. Μα εßναι πραγματικÜ αληθινü, πως η αδελφÞ μου Κυνεγüνδη εßναι δω κοντÜ, στου κυβερνÞτη του ΜπουÝνος-¢υρες;
Ο Αγαθοýλης του βεβαßωσε με üρκο, πως τßποτε δεν Þταν αληθινþτερο απ' αυτü. Τα δÜκρυÜ τους ξαναρχßσανε να τρÝχουν.
Ο βαρþνος δεν μποροýσε να κουρασθÞ φιλþντας τον Αγαθοýλη, τον ονüμαζε αδερφü του, σωτÞρα του.
Α! ßσως, του εßπε, θα μπορÝσουμε μαζß, αγαπητÝ μου Αγαθοýλη, να μποýμε νικητÝς στην πüλη και να πÜρουμε την αδερφÞ μου Κυνεγüνδη.
Αυτü εýχομαι κι εγþ, εßπεν ο Αγαθοýλης, γιατß λογÜριαζα να την παντρευτþ και το ελπßζω ακüμα.
Σεις, αυθÜδη! του απÜντησε ο βαρþνος, θÜχετε την αναßδεια να παντρευθÞτε την αδερφÞ μου, πüχει εβδομÞντα- δυο γενιÝς! Σας βρßσκω πολý ξετσßπωτο να τολμÜτε να μιλÜτε για Ýνα σχÝδιο τüσο θρασý!
Ο Αγαθοýλης απολιθωμÝνος απü τοýτα τα λüγια, του απÜντησε:
ΑßδεσιμþτατÝ μου πÜτερ, üλες οι γενιÝς του κüσμου δεν Ýχουνε καμιÜ σημασßα. ΑπÝσπασα την αδελφÞ σας απü τα χÝρια ενüς Εβραßου κι ενüς ΙεροξεταστÞ, Ýχει μεγÜλες υποχρεþσεις σε μÝνα και θÝλει να με παντρευθÞ. Ο διδÜσκαλος Παγγλþσσης μοýπε πολλÝς φορÝς, πως οι Üνθρωποι εßναι ßσοι και ασφαλþς θα την παντρευτþ.
Αυτü θα το ιδοýμε, κατεργÜρη, του εßπε ο Ιησουßτης βαρþνος του Τοýντερ-τεν-τρüνκ και συγχρüνως τοýδωσε μια δυνατÞ χτυπιÜ με το πλατý μÝρος του σπαθιοý του πÜνω στο πρüσωπο. Ο Αγαθοýλης την ßδια στιγμÞ τραβÜ το δικü του και το μπÞγει ως το μανßκι μÝσα στην κοιλιÜ του βαρþνου Ιησουßτη.
ΘεÝ μου! εßπε, σκüτωσα τον παλιü μου κýριο, το φßλο μου, τον κουνιÜδο μου! Εßμαι ο καλýτερος Üνθρωπος του κüσμου και να που Ýχω σκοτþσει ως τþρα τρεις ανθρþπους, και μÝσα σ' αυτοýς τους τρεις οι δýο εßναι παπÜδες.
Ο Κακαμπüς, που φýλαγε σκοπüς στην εßσοδο της φυλλωσιÜς Ýτρεξε μÝσα.
Δε μας μÝνει Üλλο απü το να πουλÞσουμε ακριβÜ τη ζωÞ μας, τοýπε ο αφÝντης του. Θα μποýνε, χωρßς αμφιβολßα, στη φυλλωσιÜ, πρÝπει να πεθÜνουμε με τα üπλα στο χÝρι.
Ο Κακαμπüς ποýχε δη πολλÜ τÝτια, δεν τÜχασε καθüλου. ΠÞρε το ρÜσο του Ιησουßτη, μα üπως του τüβγαζε, Üρχισε να κλαßη. Αλλοßμονο! ü,τι φοροýσε ο βαρþνος, το φüρεσε του Αγαθοýλη, τοýδοσε τον τετρÜγωνο σκοýφο του σκοτωμÝνου και τον ανÝβασε στο Üλογο. ¼λ' αυτÜ γßνανε σ' Ýνα λεφτü.
Τþρα δρüμο! αφÝντη μου, üλοι θα σας πÜρουνε για Ιησουßτη, που πÜει να δþση διαταγÝς, και θα περÜσουμε τα σýνορα πριν μπορÝσουνε να τρÝξουνε κατüπι μας.
Πετοýσε, λÝγοντας αυτÜ, και φþναζε ισπανικÜ!
Τüπο, τüπο στον αιδεσιμþτατο πÜτερ ταγματÜρχη!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV: Τι συνÝβη στους δυο ταξιδιþτες με δυο κορßτσια, δυο μαúμοýδες και με τους Üγριους, ΑυτιÜδες

Ο Αγαθοýλης κι ο σýντροφος του Þσαν μακρυÜ απü τα χαρακþματα και κανÝνας δεν Þξερε ακüμα στο στρατüπεδο το θÜνατο του Γερμανοý Ιησουßτη. Ο Üγρυπνος Κακαμπüς εßχε φροντßσει να γεμßση τη βαλßτσα του ψωμß, ζαμπüνι, σοκολÜτα, φροýτα και μερικÝς μποτßλιες κρασß. ΜπÞκανε βαθυÜ με τ' ανδαλοýσια τους Üλογα σ' Ýναν Üγνωστο τüπο, üπου δε βρÞκανε κανÝνα δρüμο. ΤÝλος Ýνα ωραßο λειβÜδι üλο ρυÜκια παρουσιÜστηκε μπροστÜ τους. Ο Κακαμπüς προτεßνει στον κýριü του να φÜνε και του δßνει πρþτος το παρÜδειγμα.
Πþς θÝλεις, του Ýλεγε ο Αγαθοýλης να φÜγω ζαμπüνι, üταν Ýχω σκοτþσει το γυιü του κυρßου βαρþνου και βρßσκομαι καταδικασμÝνος να μην ξαναúδþ ποτÝ στη ζωÞ μου την ωραßα Κυνεγüνδη; Τι θα μου χρησιμÝψη να παρατεßνω τις ÜθλιÝς μου μÝρες, αφοý εßμαι αναγκασμÝνος να τις σÝρνω μακρυÜ της üλο τýψεις κι απελπισßα; Και τι θα πη η εφημερßδα του Τρεβοý;
Μιλþντας Ýτσι, δεν Ýπαψε να τρþγει. Ο Þλιος βασßλευε. Οι δυο χαμÝνοι ταξιδιþτες ακοýσανε κÜποιες μικρÝς φωνÝς που μοιÜζανε γυναικεßες. Δεν ξÝρανε, αν αυτÝς οι φωνÝς Þτανε χαρÜς Þ πüνου, üμως πεταχτÞκανε ορμητικÜ επÜνω με την ανησυχßα και τον τρüμο, που εμπνÝουν üλα σ' Ýναν τüπο Üγνωστο. ΑυτÜ τα ξεφωνητÜ προερχüντανε απü δυο κορßτσια ολüγυμνα, που τρÝχανε ανÜλαφρα στην Üκρη του λειβαδιοý, ενþ δυο μαúμοýδες τις κυνηγοýσανε και τις δαγκÜνανε τους πισινοýς. Ο Αγαθοýλης τις συμπüνεσε κι üπως εßχε μÜθει να σημαδεýη καλÜ απü τους ΒουλγÜρους, θα μποροýσε να χτυπÞση φουντοýκι μÝσα στο θÜμνο του, χωρßς να γγßξη τα φýλλα. Σηκþνει λοιπüν το δßκαννο του ισπανικü τουφÝκι, τραβÜ και σκοτþνει τις δυο μαúμοýδες.
Ευλογητüς ο Θεüς! αγαπημÝνε μου Κακαμπü! ¸σωσα απü μεγÜλο κßνδυνο αυτÜ τα δυο δυστυχισμÝνα πλÜσματα, Αν Ýκανα αμαρτßα σκοτþνοντας Ýναν ιεροξεταστÞ κι Ýναν Ιησουßτη, την επανþρθωσα σþζοντας τη ζωÞ των δυο κοριτσιþν. Εßναι, φαßνεται, κορßτσια καλÞς τÜξης και τοýτη η περιπÝτεια μπορεß να μας δþση μεγÜλα ωφελÞματα σ' αυτü τον τüπο.
¹θελε να εξακολουθÞση, μα η γλþσσα του πιÜστηκε, Üμα εßδε τα δυο κορßτσια ν' αγκαλιÜζουνε τρυφερÜ τις δυο μαúμοýδες, να ξεσποýνε σε κλÜματα πÜνω στα σþματÜ τους και να γεμßζουνε τον αÝρα απü τα πιο πονεμÝνα ξεφωνητÜ.
Δεν περßμενα τüση ψυχικÞ αγαθüτητα, εßπε τÝλος στον Κακαμπü, ο οποßος του απÜντησε.
ΚÜνατε τþρα δα μια περßφημη δουλειÜ! Σκοτþσατε τους ερωμÝνους των κοριτσþν.
Τους ερωμÝνους! εßναι δυνατü; Με κοροúδεýεις, Κακαμπü. Πþς να σε πιστÝψω;
ΑγαπητÝ μου κýριε, απÜντησε ο Κακαμπüς. ΞαφνιÜζεστε πÜντα με üλα. Γιατß βρßσκετε τüσο παρÜξενο να υπÜρχουνε μερικοß τüποι, üπου οι μαúμοýδες δÝχονται τις περιποιÞσεις των γυναικþν; Οι μαúμοýδες εßναι τÝταρτα ανθρþπων, üπως εγþ τÝταρτο Ισπανοý.
Αλλοßμονο, επανÜλαβε ο Αγαθοýλης, θυμοýμαι, πως Ýχω ακοýσει να λÝη ο διδÜσκαλος Παγγλþσης, üτι τον παλιü καιρü παρüμοια γεγονüτα Ýχουνε γßνει και οι τÝτοιες μßξεις γεννÞσανε τους αιγιπÜνες, τους φαýνους, τους σατýρους, που πολλοß μεγÜλοι Üντρες της αρχαιüτητας τους εßχανε δει. Μα τα νüμιζα üλ' αυτÜ παραμýθια.
Οφεßλετε τþρα να πεισθÞτε, εßπε ο Κακαμπüς, πως εßνε αλÞθεια, και βλÝπετε, πþς τη θεωροýν üσοι δε λÜβανε κÜποια μüρφωση. Μα ü,τι φοβοýμαι εßναι, μÞπως αυτÝς οι κυρßες μας σκαρþσουνε καμιÜν Üσκημη δουλειÜ.
ΑυτÝς οι βÜσιμες σκÝψεις αναγκÜσανε τον Αγαθοýλη ν' αφÞση το λειβÜδι και να χωθÞ μÝσα σ' Ýνα δÜσος. Εδεßπνησαν εκεß με τον Κακαμπü, κι οι δýο τους, αφοý καταρÜστηκαν τον ΙεροξεταστÞ της Πορτογαλλßας, τον ΚυβερνÞτη του ΜπουÝνος ¢υρες και το βαρþνο, κοιμÞθηκαν πÜνω στα βρýα. ¼ταν ξýπνησαν, νοιþσαν πως δεν μποροýσαν να σαλÝψουν, η αιτßα Þτανε, πως τη νýκτα οι ΑυτιÜδες, οι κÜτοικοι του τüπου, στους οποßους οι δýο κυρßες τους εßχανε καταγγεßλει, τους δÝσανε με σκοινιÜ απü δεντρüφλουδο. ¹τανε περικυκλωμÝνοι απü καμιÜ πενηνταριÜ ΑυτιÜδες ολüγυμνους, ωπλισμÝνους με βÝλη, ρüπαλα και μπαλτÜδες απü πÝτρα. Μερικοß βÜζανε να βρÜσει Ýνα μεγÜλο καζÜνι' Üλλοι ετοιμÜζανε σοýβλες κι üλοι τους φωνÜζανε: Εßναι Ιησουßτης! Ýνας Ιησουßτης! Θα εκδικηθοýμε, θα κÜνουμε ωραßο τσιμποýσι! ΦÜμε τον Ιησουßτη! ΦÜμε τον Ιησουßτη!
Σας εßχα πει σωστÜ, αγαπητÝ μου κýριε, φþναξε θλιβερÜ ο Κακαμπüς, πως αυτÜ τα δυο κορßτσια θα μας σκαρþνανε Üσκημη ιστορßα!
Ο Αγαθοýλης βλÝποντας το καζÜνι και τις σοýβλες, φþναξε:
Ασφαλþς θα μας ψÞσουν Þ θα μας βρÜσουν! Α! τι θÜλεγε ο διδÜσκαλος Παγγλþσης, αν Ýβλεπε, πως εßναι κανωμÝνη η καθαρÞ ανθρþπινη φýση. ¼λα εßναι καλÜ! Ýστω: μα ομολογþ, πως εßναι πολý σκληρü νÜχω χÜσει τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη και να σουβλιστþ απü τους ΑυτιÜδες.
Ο Κακαμπüς δεν τÜχανε ποτÝς.
Μην απελπßζεστε απü τßποτε, εßπε στον απαρηγüρητο Αγαθοýλη. Καταλαβαßνω λßγο τη γλþσσα αυτþν των λαþν, θα τους μιλÞσω.
Μην παραλεßψης, του εßπε ο Αγαθοýλης, να τους παραστÞσης, τι φριχτÞ απανθρωπιÜ εßναι να ψÞνουνε τους ανθρþπους και πüσο εßναι αντιχριστιανικü!
Κýριοι, εßπε ο Κακαμπüς, φαντÜζεστε, πως θα φÜτε σÞμερα Ýνα Ιησουßτη; Πολý καλÜ! Τßποτε δεν εßναι δικαιüτερο απü το να μεταχειρßζεται κανεßς Ýτσι τους εχθροýς του. ΠραγματικÜ το φυσικü δßκαιο μας διδÜσκει να φονεýουμε τον πλησßον μας κι Ýτσι γßνεται σ' üλη τη γη. Aν εμεßς δεν κÜμνουμε χρÞση του φαγþματος των εχθρþν μας, τοýτο οφεßλεται στο üτι βρßσκομε Üλλη Üφθονη τροφÞ. ΑλλÜ σε σας δε συμβαßνει το ßδιο. ΒÝβαια αξßζει περισσüτερο να τρþγη κανεßς τους εχθροýς του παρÜ ν' αφÞνη στα κορÜκια τον καρπü της νßκης του. ΑλλÜ κýριοι, δε θα θÝλατε να φÜτε τους φßλους σας. Νομßζετε, πως πρüκειται να περÜσετε στη σοýβλα Ýνα ιησουßτη κι üμως εßναι ο υπερασπιστÞς σας, ο εχθρüς των εχθρþν σας, που πρüκειται να ψÞσετε. Εγþ Ýχω γεννηθÞ στον τüπο σας, ο κýριος, που βλÝπετε, εßναι ο αφÝντης μου κι üχι μονÜχα δεν εßναι ιησουßτης, μα Ýχει σκοτþσει προ ολßγου Ýνα ιησουßτη και του πÞρε τα ροýχα. Να το λÜθος σας. Για να βεβαιωθÞτε για ü,τι σας λÝγω, πÜρτε το ρÜσο του και φÝρτε το στα πρþτα χαρακþματα του βασιλεßου των λος πÜδρες. Δε θα σας χρειαστÞ πολýς καιρüς. Μπορεßτε πÜντα να μας φÜτε, αν βρÞτε, πως σας εßπα ψÝματα. Αλλ' αν σας εßπα την αλÞθεια, γνωρßζετε πολý καλÜ τις αρχÝς του δημοσßου δικαßου, τα Ýθιμα, τους νüμους για να μη μας κÜνετε χÜρη.
Οι ΑυτιÜδες βρÞκανε αυτÞ την κουβÝντα πολý λογικÞ. ΔιαλÝξανε δυο απü τους καλýτερους να πÜνε γρÞγορα να πληροφορηθοýνε την αλÞθεια. Οι δυο απεσταλμÝνοι εκτελÝσανε την αποστολÞ τους σαν φρüνιμοι Üνθρωποι και γυρßσανε σε λßγο φÝρνοντας καλÜ νÝα. Οι ΑυτιÜδες λýσανε τους δýο αιχμαλþτους και τους κÜνανε πλÞθος περιποιÞσεις, τους προσφÝρανε κορßτσια, τους δþσανε αναψυχτικÜ και τους συνωδÝψανε ως τα σýνορα του κρÜτους των φωνÜζοντας εýθυμα:
Δεν εßναι καθüλου Ιησουßτης! Δεν εßναι καθüλου Ιησουßτης!
Ο Αγαθοýλης δεν Ýπαψε να θαυμÜζη τον απελευθερωτÞ του.
Τι λαüς! Ýλεγε. Τι Üνθρωποι! Τι Þθη! Αν δεν εßχα την τιμÞ να δþσω μια μεγÜλη σπαθιÜ περνþντας πÝρα-πÝρα το κορμß του αδερφοý της δεσποινßδας Κυνεγüνδης, θα εßχα φαγωθÞ χωρßς Üλλο. ¼μως παρ' üλα αυτÜ η καθαρÞ φýση εßναι αγαθÞ, αφοý αυτοß εδþ οι Üνθρωποι, αντß να με φÜνε, μου κÜνανε χßλιες τιμÝς, üταν μÜθανε, πως δεν Þμουνα ιησουßτης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI: Ο Αγαθοýλης κι ο Κακαμπüς φτÜνουνε στο ΕλδορÜδο και τι βλÝπουν εκεß

¼ταν φτÜσανε στα σýνορα των ΑυτιÜδων:
ΒλÝπετε, εßπε ο Κακαμπüς στον Αγαθοýλη, πως αυτü εδþ το ημισφαßριο δεν εßναι καλýτερο απü τÜλλο. ΠιστÝψετÝ με,ας γυρßσουμε στην Ευρþπη με το συντομþτερο δρüμο.
Πþς να γυρßσουμε; εßπε ο Αγαθοýλης. Και που να πÜμε; Αν πÜω στην πατρßδα μου, εκεß οι Βοýλγαροι και οι ¢βαροι σφÜζουνε τα πÜντα. Αν γυρßσω στην Πορτογαλλßα, θα με ψÞσουνε. Αν μεßνουμε σ' αυτüν εδþ τον τüπο, κινδυνεýουμε κÜθε στιγμÞ να μας περÜσουνε στη σοýβλα. ΑλλÜ πþς ν' αποφασßσω ν' αφÞσω το μÝρος του κüσμου, που η δεσποινßς Κυνεγüνδη κατοικεß;
Ας στρßψουμε προς τη ΓαûÝννα, εßπεν ο Κακαμπüς, θα βροýμε κει ΓÜλλους, που γυρßζουνε üλο τον κüσμο: θα μπορÝσουνε να μας βοηθÞσουνε. Ο Θεüς ßσως μας λυπηθÞ.
Δεν Þταν εýκολο να πÜνε στη ΓαûÝννα, ξÝρανε καλÜ προς ποιο μÝρος Ýπρεπε να βαδßσουν, αλλÜ παντοý βουνÜ, ποτÜμια, γκρεμοß, ληστÝς, Üγριοι, υπÞρχαν παντοý τρομερÜ εμπüδια. Τ' ÜλογÜ τους ψοφÞσανε απü την κοýραση, οι προμÞθειÝς τους τελειþσανε, τραφÞκαν Ýνα ολüκληρο μÞνα με Üγριους καρποýς και βρεθÞκανε τÝλος κοντÜ σ' Ýνα μικρü ποταμÜκι, που σ' üλο του το ρÝμα εßχε κοκοφοßνικες, μ' αυτοýς διατηρÞσανε τη ζωÞ τους και τις ελπßδες τους.
Ο Κακαμπüς, που Ýδινε πÜντα καλÝς συμβουλÝς σαν τη γριÜ, εßπε στον Αγαθοýλη:
Δε μποροýμε πια, περπατÞσαμε αρκετÜ, βλÝπω μια μικρÞ βÜρκα στην üχθη, ας τη γεμßσουμε κοκοκÜρυδα, ας ριχτοýμε εμεßς μÝσα κι ας αφεθοýμε στο ρÝμα να μας πÜη, Ýνα ποτÜμι φÝρνει πÜντα σε κÜποιο κατοικημÝνο μÝρος. Αν δε βροýμε πρÜγματα ευχÜριστα, θα βροýμε τουλÜχιστο πρÜγματα νÝα.
Εμπρüς! εßπε ο Αγαθοýλης, ας αφεθοýμε στη θεßα πρüνοια. ΠλÝξανε μερικÝς λεýγες ανÜμεσα σε üχθες, Üλλοτε ανθισμÝνες, Üλλοτε χÝρσες, Üλλοτε ομαλÝς, Üλλοτε απüκρημνες. Το ποτÜμι φÜρδαινε πÜντα, τÝλος χανüτανε κÜτου σε μια καμÜρα απü βρÜχους τρομαχτικοýς, που υψωνüντανε ως τον ουρανü. Οι δυο ταξιδιþτες εßχανε το θÜρρος, να εγκαταλειφτοýνε στα κýματα κÜτου απ' αυτÞ την καμÜρα. Το ποτÜμι, στενεýοντας σ' αυτü το μÝρος, τους Ýσερνε με μια φριχτÞ ταχýτητα. ΜετÜ εικοσιτÝσσερις þρες ξανÜειδαν την ημÝρα, αλλ' η βÜρκα τους τσακßστηκε ανÜμεσα στις πÝτρες, χρειÜστηκε να συρθοýνε απü βρÜχο σε βρÜχο σ' Ýνα διÜστημα μιας ολüκληρης λεýγας, τÝλος ανακαλýψανε Ýναν απÝραντο ορßζοντα περικλεισμÝνο απü βουνÜ ασßμωτα.
Ο τüπος Þτανε καλλιεργημÝνος κι απü ευχαρßστηση απλÞ κι απü ανÜγκη, παντοý το χρÞσιμο Þτανε ενωμÝνο με το ευχÜριστο: οι δρüμοι Þτανε γεμÜτοι Þ καλýτερα στολισμÝνοι με αμÜξια απü υλικü λαμπερü, κουβαλþντας Üντρες και γυναßκες μοναδικÞς ομορφιÜς, και που τα σÝρνανε μεγÜλα κüκκινα πρüβατα, που ξεπερνοýσανε, στη γρηγορÜδα τα καλýτερα Üλογα της Ανδαλουσßας, του ΖετουÜν και του ΜεκινÝζ.
Να, ωστüσο, εßπε ο Αγαθοýλης, Ýνας τüπος, που αξßζει καλýτερα απü τη Βεστφαλßα. ΠÞδησε στη γη με τον Κακαμπü κοντÜ στο πρþτο χωριü που απαντÞσανε. ΜερικÜ παιδιÜ του χωριοý, φορþντας χρωματιστÜ μεταξüρρουχα καταξεσκισμÝνα, παßζανε τις αμÜδες στο Ýμπα του χωριοý. Οι δυο μας Üνθρωποι του Üλλου κüσμου διασκεδÜζανε κοιτÜζοντÜς τα: οι αμÜδες τους Þτανε πολý πλατιÝς και στρογγυλÝς, κßτρινες, κüκκινες, πρÜσινες, και λαμποκοποýσαν εξαιρετικÜ. Τους Þρθε επιθυμßα να μÜσουνε μερικÝς, Þτανε μÜλαμμα, σμαρÜγδια, ρουμπßνια, που το μικρüτερü τους θα μποροýσε νÜναι το μεγαλýτερο στüλισμα του θρüνου της Μογγολßας.
Χωρßς αμφιβολßα, εßπεν ο Κακαμπüς, αυτÜ τα παιδιÜ, θÜναι τα βασιλüπουλα του τüπου, που παßζουνε τις αμÜδες.
Ο δÜσκαλος του χωριοý παρουσιÜστηκε αυτÞ τη στιγμÞ για να τα μπÜση στο σκολειü.
Να, εßπε ο Αγαθοýλης, ο παιδαγωγüς της βασιλικÞς οικογÝνειας.
Οι μικροß διαβολÜκηδες πÜψανε αμÝσως το παιχνßδι τους αφÞνοντας καταγßς τις αμÜδες τους κι ü,τι τους χρησßμεψε στη διασκÝδασß τους. Ο Αγαθοýλης τα μαζεýει, τρÝχει στον παιδαγωγü και του τα παρουσιÜζει ταπεινÜ, δßνοντÜς του να καταλÜβη με σημεßα, üτι οι βασιλικÝς τους υψηλüτητες εßχανε λησμονÞσει το χρυσÜφι τους και τα πολýτιμα πετρÜδια τους. Ο δÜσκαλος του χωριοý χαμογελþντας τα πÝταξε χÜμω, παρατÞρησε μια στιγμÞ το πρüσωπο του Αγαθοýλη με πολλÞν απορßα κι εξακολοýθησε το δρüμο του.
Οι ταξιδιþτες δεν παραλεßψανε να μαζÝψουνε χρυσÜφι, ρουμπßνια και σμαρÜγδια.
Ποý εßμαστε; φþναζε ο Αγαθοýλης. ΠρÝπει τα βασιλüπουλα αυτοý του τüπου νÜναι πολý καλÜ αναθρεμμÝνα, αφοý τα μαθαßνουν να περιφρονοýνε το χρυσÜφι και τα πολýτιμα πετρÜδια.
Ο Κακαμπüς θÜμαζε σαν τον Αγαθοýλη. ΠλησιÜσανε τÝλος στο πρþτο σπßτι του χωριοý, Þτανε χτισμÝνο σαν ευρωπαúκü παλÜτι. ΠλÞθος κüσμος σφιγγüτανε στην πüρτα κι ακüμα περισσüτερο μÝσα, μια πολý ευχÜριστη μουσικÞ ακουüτανε και μια ηδονικÞ μυρωδιÜ κουζßνας τους Ýφτανε. Ο Κακαμπüς πλησßασε στην πüρτα κι Üκουσε να μιλοýνε περουβιανÜ, Þτανε η μητρικÞ του γλþσσα, γιατß üλος ο κüσμος ξÝρει, πως Κακαμπüς εßχε γεννηθÞ στο ΤουκουÜν, σ' Ýνα χωριü που δεν ξÝρανε Üλλη γλþσσα απ' αυτÞν.
Θα σας κÜνω το διερμηνÝα, λÝγει στον Αγαθοýλη. Ας μποýμε, εßναι ταβÝρνα.
Ευθýς δυο γκαρσüνια και δυο κοπÝλλες του ξενοδοχεßου, ντυμÝνοι χρυσÜ φορÝματα, με μαλλιÜ δεμÝνα με κορδÝλλες, τους προσκαλοýνε να κÜτσουνε στο τραπÝζι. Τους σερβßρανε τÝσσερες σοýπες γαρνιρισμÝνες καθεμßα με δυο παπαγÜλους, Ýνα μποýτι βραστü που ζýγιζε διακüσιες λßτρες, δυο μαúμοýδες ψητÝς εξαßσιας γεýσης, τριακüσια κολýβρια σ' Ýνα πιÜτο και εξακüσια μυγοποýλια σ' Ýνα Üλλο, επßσης ραγγοý εκλεχτþτατα, γλυκßσματα νοστιμþτατα üλα μÝσα σε πιÜτα απü ορυχτü κρýσταλλο. Τα γκαρσüνια κι οι κοπÝλλες του ξενοδοχεßου τους κερνοýσανε διÜφορα λικÝρ φκιασμÝνα απü ζαχαροκÜλαμο.
Οι συμπüτες Þσαν οι περισσüτεροι Ýμποροι κι αμαξÜδες, üλοι τους ασýγκριτα ευγενικοß, που κÜνανε μερικÝς ερωτÞσεις στον Κακαμπü με την πιο μεγÜλη διÜκριση κι απαντÞσανε στις δικÝς τους με τρüπο ικανοποιητικü.
¼ταν τελεßωσε το φαγß, ο Κακαμπüς νüμισε, καθþς κι ο Αγαθοýλης, üτι πληρþσανε καλÜ το λογαριασμü τους, ρßχνοντας απÜνω στο τραπÝζι δýο απ' αυτÜ τα πλατιÜ κομμÜτια του χρυσαφιοý, ποýχαν μαζÝψει. Ο ξενοδüχος κι η ξενοδüχα σπÜσανε στα γÝλια και βαστοýσανε πολλιþρα τα πλευρÜ τους. ΤÝλος συνÞλθανε.
Κýριοι, εßπε ο ξενοδüχος, βλÝπουμε καλÜ, πως εßστε ξÝνοι, δεν εßμαστε συνηθισμÝνοι να βλÝπουμε ξÝνους. ΣυχωρÝστε μας, αν αρχßσαμε να γελÜμε, üταν μας προσφÝρατε για πληρωμÞ τα χαλßκια των μεγÜλων μας δρüμων. Δεν Ýχετε, χωρßς αμφιβολßα, χρÞματα του τüπου, μα δε χρειÜζονται για να φÜτ' εδþ. ¼λα τα ξενοδοχεßα τα ιδρυμÝνα για την ευκολßα του εμπορßου πληρþνονται απü το κρÜτος. Δεν εßσαστε τυχεροß εδþ, γιατß ναι φτωχü το χωριü, μα κÜθε αλλοý θα φιλοξενηθÞτε, üπως σας αξßζει.
Ο Κακαμπüς εξηγοýσε στον Αγαθοýλη üλα τα λüγια του ξενοδüχου κι ο Αγαθοýλης τον Üκουε με τον ßδιο θαυμασμü και το ßδιο ξÜφνισμα, που ο φßλος του Κακαμπüς του τα μετÜδινε.
Ποιος τüπος λοιπüν εßναι αυτüς, λÝγανε κι ο Ýνας κι ο Üλλος, Üγνωστος απ' üλο τον Üλλο κüσμο κι üπου üλη η φýση εßναι τüσο διÜφορη απü τη δικÞ μας; Εßναι πιθανþς ο τüπος üπου üλα εßναι καλÜ: γιατß πρÝπει απολýτως να υπÜρχη Ýνας τÝτοιος τüπος! κι ü,τι κι αν εßπε ο διδÜσκαλος Παγγλþσης, συχνÜ παρατÞρησα, πως üλα Þτανε κακÜ στη Βεστφαλßα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII: Τι εßδανε στη χþρα του ΕλδορÜδο

Ο Κακαμπüς παρÜστησε στον ξενοδüχο üλη του την περιÝργεια. Ο ξενοδüχος του εßπε:
Δεν ξÝρω πολλÜ πρÜγματα, μα δεν εßμαι δυσαρεστημÝνος. ¸χουμ' εδþ Ýνα γÝρο, πρþην αυλικü, που εßναι ο πιο σοφüς Üνθρωπος του βασιλεßου κι ο πιο ομιλητικüς! ΑμÝσως οδηγεß τον Κακαμπü στου γÝρου. Ο Αγαθοýλης Ýπαιζε τþρα το δεýτερο ρüλο κι ακολουθοýσε τον υπηρÝτη του. ΜπÞκανε σ' Ýνα σπßτι πÜρα πολý απλü, γιατß η πüρτα Þτανε μüνο απü ασÞμι και τα κουφþματα των διαμερισμÜτων μüνο απü χρυσÜφι, αλλÜ δουλεμÝνα με τüσο γοýστο, που τα πλουσιþτερα κουφþματα δε μποροýνε να τους παραβγοýνε. Ο αντιθÜλαμος, αληθινÜ, δεν Þτανε στολισμÝνος παρÜ μüνο με ρουμπßνια και σμαρÜγδια, αλλ' η τÜξη, που Þσαν üλα βαλμÝνα αντικαθιστοýσε αρκετÜ αυτÞ την Ýσχατη απλüτητα.
Ο γÝρος υποδÝχτηκε τους ξÝνους απÜνω σ' Ýνα σοφÜ που το στρþμα του Þτανε κανωμÝνο απü φτερÜ κολυβρßων, και τους πρüσφερε λικÝρ σε ποτÞρια απü διαμÜντι, κατüπι ικανοποßησε την περιÝργειÜ τους ως εξÞς:
Εßμαι εκατüν εβδομÞντα δυο χρονþν κι Ýμαθα απü το μακαρßτη πατÝρα μου, υπασπιστÞ του βασιλιÜ, τις καταπληχτικÝς επαναστÜσεις του Περοý, που τις εßδε με τα μÜτια του. Το βασßλειο, που βρισκüμαστε, εßναι η παλιÜ πατρßδα των ΙνκÜς, που βγÞκανε απ' εδþ πολý απερßσκεπτα για να πÜνε να υποτÜξουν Ýνα Üλλο μÝρος του κüσμου και που τÝλος καταστραφÞκανε απü τους Ισπανοýς.
Οι πρßγκηπες της φυλÞς τους, που δε φýγανε απü τον τüπο τους, Þσαν σοφþτεροι. ΝομοθÝτησαν με τη συγκατÜθεση του Ýθνους κανεßς κÜτοικος να μη βγη στο μÝλλον απü το μικρü μας βασßλειο, κι αυτü διατÞρησε την αγνüτητÜ μας και την ευτυχßα μας. Οι Ισπανοß Ýχουνε μια συγχισμÝνη ιδÝα για τον τüπο μας, τον ωνüμασαν ΕλδορÜδο, κι Ýνας ¢γγλος ονομαζüμενος ιππüτης ΡÜλαúχ κατþρθωσε να πλησιÜση ως εδþ προ εκατü χρüνια. Αλλ' üπως Þμαστε περικυκλωμÝνοι απü βρÜχους αζýγωτους κι απü γκρεμοýς, σταθÞκαμε Ýως τþρα εξασφαλισμÝνοι απü την αρπαχτικüτητα των λαþν της Ευρþπης, που Ýχουνε μιαν ακατανüητη μανßα για τα χαλßκια και τη λÜσπη της γης μας και που για να τ' αποχτÞσουνε, θα μας σκοτþνανε üλους ως τον τελευταßο.
Η συνομιλßα βÜσταξε αρκετÜ, κουβεντιÜσανε για τη μορφÞ του πολιτεýματος, τα Ýθιμα, τις γυναßκες, τα δημüσια θεÜματα, τις τÝχνες. ΤÝλος ο Αγαθοýλης, ποýχε πÜντα κλßση προς τη μεταφυσικÞ, ρþτησε μÝσον του Κακαμπü εÜν στον τüπο τους υπÞρχε θρησκεßα. Ο γÝρος κοκκßνησε λιγÜκι.
Πþς λοιπüν! εßπε, μπορεßτε ν' αμφιβÜλλετε; ΜÞπως μας θεωρεßτε αχÜριστους;
Ο Κακαμπüς ρþτησε ταπεινÜ ποια Þτανε η θρησκεßα του ΕλδορÜδο. Ο γÝρος κοκκßνησε Üλλη μια φορÜ.
ΜÞπως μπορεß να υπÜρχουν δυο θρησκεßες; εßπε. ¸χουμε νομßζω, τη θρησκεßα üλων των ανθρþπων, λατρεýουμε το Θεü απ' το βρÜδυ ως το πρωß.
Λατρεýετε Ýνα Θεü; ρþτησε ο Κακαμπüς, χρησιμεýοντας πÜντα ως διερμηνÝας των αποριþν του Αγαθοýλη.
Φανερü, εßπε ο γÝρος, πως δεν υπÜρχουνε οýτε δυο, οýτε τρεις, οýτε τÝσσερις. Ομολογþ, πως οι Üνθρωποι του κüσμου σας κÜνουνε πολý παρÜξενες ερωτÞσεις.
Ο Αγαθοýλης δεν Ýπαψε να ρωτÜ το γÝρο. ΘÝλησε να μÜθη, πþς προσευχüντανε στο ΕλδορÜδο.
Δεν προσευχüμαστε καθüλου, εßπε ο αγαθüς και σεβÜσμιος σοφüς. Δεν Ýχουμε τßποτε να του ζητÞσουμε, μας τÜδωσε üλα, üσα μας χρειÜζονται, τον ευχαριστοýμε ακατÜπαυτα.
Ο Αγαθοýλης εßχε την περιÝργεια να ιδÞ κανÝνα παπÜ, ρþτησε ποý εßναι. Ο αγαθüς γÝρος χαμογÝλασε.
Φßλοι μου, εßπε, εßμαστε üλοι παπÜδες. Ο βασιλιÜς κι üλοι οι αρχηγοß οικογενειþν ψÝλνουνε ýμνους ευχαριστÞριους πανηγυρικÜ κÜθε πρωß και πÝντε Ýως εξ χιλιÜδες μουσικοß τους συνοδεýουνε.
Πþς! δεν Ýχετε καθüλου καλογÝρους που διδÜσκουνε, συζητοýνε, κυβερνοýνε, ραδιουργοýνε και που ψÞνουνε τους ανθρþπους, που δε συμφωνοýνε μαζß τους;
ΘÜπρεπε νÜμαστε τρελοß, εßπε ο γÝρος, εδþ εßμαστε üλοι σýμφωνοι και δεν καταλαβαßνω, τι θÝλετε να πÞτε με τους καλογÝρους σας.
Ο Αγαθοýλης σ' üλον αυτü το διÜλογο στεκüτανε εκστατικüς κι Ýλεγε μÝσα του:
Αυτüς ο τüπος διαφÝρει πολý απü τη Βεστφαλßα κι απü τον πýργο του κυρßου βαρþνου. Αν ο δικüς μας ο Παγγλþσσης Ýβλεπε το ΕλδορÜδο, δε θÜλεγε πλÝον πως ο πýργος του Τοýντ-τεν-τρονκ Þτανε ü,τι καλýτερο υπÞρχε πÜνω στη γη, εßναι βÝβαιο, πως πρÝπει κανεßς να ταξιδεýη!
ΜετÜ απ' αυτÞ τη μακρυÜ συνομιλßα, ο αγαθüς γÝρος διÜταξε να ζÝψουνε μια καρüτσα μ' Ýξη πρüβατα κι Ýδωσε δþδεκα υπηρÝτες του στους δυο ταξιδιþτες, για να τους οδηγÞσουνε στο ΠαλÜτι.
ΣυχωρÝστε με, τους εßπε, αν η ηλικßα μου με στερεß την τιμÞ να σας συνοδÝψω. Ο βασιλιÜς θα σας δεχθÞ με τρüπο, που δε θα μεßνετε δυσαρεστημÝνοι και θα παραβλÝψετε τα Ýθιμα του τüπου, αν μερικÜ δε σας αρÝσουν.
Ο Αγαθοýλης και ο Κακαμπüς ανεβαßνουνε στην καρüτσα, τα Ýξι πρüβατα πετοýσανε και σε λιγþτερο απü τÝσσερις þρες φτÜνουνε στο παλÜτι του βασιλιÜ, που βρισκüτανε σε μιαν Üκρη της πρωτεýουσας. Η πýλη Þτανε διακüσια εßκοσι πüδια ψηλÞ κι εκατü πλατυÜ, εßναι αδýνατο να εκφρασθÞ απü τι υλικü Þτανε, καταλαβαßνει κανεßς εýκολα πüση τερÜστια υπεροχÞ Ýπρεπε νÜχη σχετικÜ μ' αυτÜ τα χαλßκια και μ' αυτÞν την Üμμο που τα ονομÜζομε μεις χρυσÜφι και πολýτιμα πετρÜδια.

Εßκοσι κοπÝλλες της φρουρÜς υποδεχτÞκανε τον Αγαθοýλη και τον Κακαμπü, μüλις κατεβÞκανε απü την καρüτσα, τους ωδηγÞσανε στο λουτρü και τους ντýσανε με φορÝματα κανωμÝνα απü χνοýδι κολυβριοý, ýστερα οι ανþτεροι αξιωματικοß, οι ανþτερες αξιωματικßνες του στÝμματος τους ωδηγÞσανε στο διαμÝρισμα της μεγαλειüτητüς του, ανÜμεσα σε δυο σειρÝς απü χßλιους μουσικοýς, καθεμιÜ σýμφωνα με το Ýθιμο. ¼ταν πλησιÜσανε στην αßθουσα του θρüνου, ο Κακαμπüς ρþτησε Ýναν ανþτερο αξιωματικü, τι Ýπρεπε να κÜνουνε για να χαιρετÞσουνε την μεγαλειüτητÜ του: αν πρÝπει να πÝσουνε στα γüνατα Þ να συρτοýνε με την κοιλιÜ, αν πρÝπει να βÜλουνε τα χÝρια στο κεφÜλι Þ στον πισινü, αν φιλοýνε τη σκüνη της σÜλλας: μ' Ýνα λüγο ποια εßναι η εθιμοτυπßα.
Η συνÞθεια, εßπε ο ανþτερος αξιωματικüς, εßναι ν' αγκαλιÜζουνε το βασιλιÜ και να τον φιλοýνε απü τα δυο μÜγουλα.
Ο Αγαθοýλης κι ο Κακαμπüς πηδÞσανε στα λαιμü του βασιλιÜ, ο οποßος τους δÝχτηκε με τη μεγαλýτερη καλωσýνη, που μπορεß κανεßς να φαντασθÞ και τους προσκÜλεσε ευγενικÜ στο δεßπνο.
Στο αναμεταξý τους σεργιανßσανε να ιδοýν την πüλη, τα δημüσια χτßρια, ψηλÜ ως τα σýγνεφα, τις αγορÝς με τις χßλιες κολüννες, τις βρýσες του καθÜριου νεροý, τις βρýσες του ρüδινου νεροý και των λικÝρ απü ζαχαροκÜλαμο, που τρÝχουνε ακατÜπαυτα σε μεγÜλες πλατεßες, στρωμÝνες μ' Ýνα εßδος πετραδιþν, που σκορποýσανε μια μυρουδιÜ üμοια με του μοσκοκαρφιοý και της κανÝλλας. Ο Αγαθοýλης ζÞτησε να ιδÞ το δικαστÞριο, τη βουλÞ. Του εßπανε πως δεν υπÞρχανε και πως δεν κÜνουνε δßκες. Ρþτησε, αν υπÞρχανε φυλακÝς, και του εßπαν üχι. ¼,τι τον ξÜφνισε περισσüτερο και τον ευχαρßστησε περισσüτερο, Þτανε το ΜÝγαρο των Επιστημþν, μÝσα στο οποßο εßδε μια γαλαρßα δυο χιλιÜδες βÞματα μÜκρος, üλο γεμÜτην απü üργανα μαθηματικÞς και φυσικÞς.
Αφοý σεργιανÞσανε üλο το απüγευμα σχεδüν το χιλιοστü μÝρος της πολιτεßας, τους ωδηγÞσανε στο βασιλιÜ. Ο Αγαθοýλης κÜθησε στο τραπÝζι ανÜμεσα στη ΜεγαλειüτητÜ του και στον υπηρÝτη του τον Κακαμπü και πλÞθος κυρßες. ΠοτÝς δεν Ýγινε λαμπρüτερο γεýμα, και ποτÝς δεν Ýδειξε κανεßς περισσüτερο κÝφι απ' üσο η μεγαλειüτητÜ του. Ο Κακαμπüς εξηγοýσε τα καλÜ λüγια του βασιλιÜ στον Αγαθοýλη κι αν και μεταφρασμÝνα, φαινüντανε πÜντα καλÜ λüγια. Απ' üλα, που θαýμασε ο Αγαθοýλης, αυτü δεν Þτανε το λιγþτερο εκπληχτικü.
ΠÝρασαν Ýνα μÞνα φιλοξενοýμενοι Ýτσι. Ο Αγαθοýλης Ýλεγε πÜντα στον Κακαμπü:
Εßναι αλÞθεια, φßλε μου, Üλλη μια φορÜ, πως ο πýργος, που γεννÞθηκα, δεν αξßζει τον τüπο, που βρισκüμαστε τþρα, μα επß τÝλους η δεσποινßς Κυνεγüνδη δεν εßναι εδþ κι Ýχετε χωρßς αμφιβολßα, κÜποιαν ερωμÝνη στην Ευρþπη. Αν μεßνουμε εδþ, θα εßμαστε, üπως üλοι οι Üλλοι, ενþ αν γυρßσουμε στον κüσμο μας, μονÜχα μ' Ýξι πρüβατα φορτωμÝνα απü τα χαλßκια του ΕλδορÜδου, θα εßμαστε πιο πλοýσιοι απ' üλους μαζß τους βασιλιÜδες, δε θα φοβüμαστε τους ιεροξεταστÝς και θα μπορÝσουμε εýκολα να ξαναπÜρουμε τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
Αυτüς ο λüγος Üρεσε του Κακαμπü, εßναι τüσο ευχÜριστο να τρÝχη κανεßς στον κüσμο, νÜχη υπüληψη στους συμπατριþτες του, να διηγÝται με στüμφο ü,τι εßδε στα ταξßδιÜ του, þστε οι δυο ευτυχισμÝνοι αποφασßσανε να μην εßναι πια ευτυχισμÝνοι και να ζητÞσουνε την Üδεια απü τη μεγαλειüτητÜ του να φýγουνε.
ΚÜμνετε ανοησßα, τους εßπε ο βασιλιÜς, ξÝρω καλÜ, πως ο τüπος μου εßναι ασÞμαντος, μα üταν κανεßς εßναι βολεμÝνος κÜπου, πρÝπει να μÝνει. Δεν Ýχω βÝβαια το δικαßωμα να κρατþ τους ξÝνους, αυτü εßναι τυραννßα που δεν υπÜρχει οýτε στα Þθη μας οýτε στους νüμους μας, üλοι οι Üνθρωποι εßναι ελεýθεροι: φýγετε, üταν θÝλετε, αλλ' η Ýξοδος εßναι πολý δýσκολη. Εßναι αδýνατο ν' ανεβÞτε τορμητικü ποτÜμι, με το οποßον Þρθατε εδþ σαν απü θαýμα, και που τρÝχει κÜτου απü τη καμÜρα των βρÜχων. Τα βουνÜ, που περιγυρßζουνε το βασßλειü μου, Ýχουνε ýψος δÝκα χιλιÜδων ποδιþν κι εßναι ßσα σαν τοßχοι, πιÜνουνε το καθÝνα σε πλÜτος περισσüτερο απü δÝκα χιλιÜδες λεýγες, δε μπορεß κανεßς να κατÝβη απ' αυτÜ παρÜ απü γκρεμοýς. ¼μως, επειδÞ το θÝλετε απüλυτα να φýγετε, θα δþσω διαταγÞ στους μηχανικοýς να κÜνουνε μια μηχανÞ, που να μπορÞ να σας μεταφÝρη με Üνεση. ¼ταν θα σας φÝρουνε απ' το πßσω μÝρος των βουνþν, κανεßς δε θα μπορÝση να σας συνοδÝψη: γιατß οι υπÞκοοß μου, ωρκιστÞκανε να μη βγοýνε ποτÝς απü τον περßβολü τους κι εßναι αρκετÜ φρüνιμοι, που να μη παραβοýνε τον üρκο τους. ΖητÞστε μου Üλλωστε ü,τι ευαρεστεßσθε.
Δε ζητοýμε απü τη μεγαλειüτητÜ σας, εßπεν ο Κακαμπüς, παρÜ λßγα πρüβατα φορτωμÝνα τρüφιμα, χαλßκια και λÜσπη του τüπου.
Ο βασιλιÜς γÝλασε:
Δεν καταλαβαßνω, εßπε, τι γοýστο βρßσκουνε οι Ευρωπαßοι στην κßτρινη μας λÜσπη, αλλÜ πÜρετε üση θÝλετε κι Üμποτε να σας χρησιμÝψη.
¸δωσε διαταγÞ αμÝσως στους μηχανικοýς του να κÜνουνε μια μηχανÞ για να σηκþσουνε ψηλÜ αυτοýς τους δυο παρÜξενους ανθρþπους Ýξω απü το βασßλειο.
Τρεις χιλιÜδες Üξιοι φυσικοß δουλÝψανε γι' αυτÞν, Þταν Ýτοιμη σε δεκαπÝντε μÝρες και δεν κüστισε περισσüτερο απü εßκοσι εκατομμýρια λßρες στερλßνες, νüμισμα του τüπου.
ΒÜλανε μÝσα στη μηχανÞ τον Αγαθοýλη και τον Κακαμπü, βÜλανε ακüμα δυο μεγÜλα κüκκινα πρüβατα με σÝλλες και με χαλινÜρια για να τους χρησιμÝψουνε για καβÜλλα, εÜν θα περνοýσανε τα βουνÜ, εßκοσι πρüβατα σαμαρωμÝνα, κατÜφορτα απü τρüφιμα, Üλλα τριÜντα φορτωμÝνα με διÜφορα δþρα απü ü,τι ο τüπος Ýχει πιο αξιοπερßεργο και πενÞντα φορτωμÝνα μÜλαμα, πετρÜδια και διαμÜντια. Ο βασιλιÜς φßλησε τρυφερÜ τους δυο τυχοδιþχτες.
¹ταν Ýξοχο θÝαμα η αναχþρησÞ τους και ο μεγαλοπρεπÞς τρüπος με τον οποßον υψωθÞκανε αυτοß και τα πρüβατÜ τους πÜνου απü τα βουνÜ. Οι φυσικοß τους αποχαιρετßσανε, αφοý τους φÝρανε σε μÝρος ασφαλισμÝνο κι ο Αγαθοýλης δεν εßχε πια Üλλη επιθυμßα κι Üλλη σκÝψι απü το να πÜη να προσφÝρη τα πρüβατÜ του στη δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
¸χουμε, εßπε, με τι να πληρþσουμε τον ΚυβερνÞτη του ΜπουÝνος- ¢υρες, αν η δεσποινßς Κυνεγüνδη ημπορεß να ξετιμηθÞ. Ας βαδßσουμε προς την ΓαûÝννη, ας μποýμε σ' Ýνα καÀκι και θα ιδοýμε κατüπι ποιο βασßλειο μποροýμε ν' αγορÜσουμε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII: Τι τους συνÝβη στη ΣουρινÜμ και πþς ο Αγαθοýλης γνþρισε το Μαρτßνο

Η πρþτη μÝρα των δýο ταξιδιωτþν μας υπÞρξε πολý ευχÜριστη. Εßχανε πολý θÜρρος με την ιδÝα πως Þσαν οι κÜτοχοι περισσüτερων θησαυρþν απ' üσους η Ασßα, η Ευρþπη και η ΑφρικÞ μποροýσανε να μÜσουνε. Ο Αγαθοýλης ενθουσιασμÝνος Ýγραφε τ' üνομα της Κυνεγüνδης απÜνου στα δÝνδρα. Τη δεýτερη μÝρα δυο απü τα πρüβατÜ τους βουλιÜξανε μÝσα στα Ýλη και χαθÞκανε μαζß με τα φορτþματÜ τους. Δυο Üλλα πρüβατα ψοφÞσανε απ' την κοýραση λßγες μÝρες αργüτερα, εφτÜ Þ οχτþ ψοφÞσανε κατüπι απü την πεßνα σε μια Ýρημο, Üλλα πÝσανε σε λßγες μÝρες μÝσα σε γκρεμοýς. ΤÝλος μετÜ εκατü μερþν πορεßα τους μεßνανε μονÜχα δυο πρüβατα. Ο Αγαθοýλης εßπε στον Κακαμπü:
Φßλε μου, βλÝπεις πüσο τα πλοýτη αυτοý του κüσμου εßναι φθαρτÜ, δεν υπÜρχει τßποτε σταθερü Ýξω απü την αρετÞ κι απü την ευτυχßα του να ξαναúδοýμε την δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
Τ' ομολογþ, εßπε ο Κακαμπüς, αλλÜ μας μÝνουνε ακüμα δυο πρüβατα με περισσüτερους θησαυροýς απ' üσους θα μποροýσε ν' αποχτÞση ποτÝς ο βασιλιÜς της Ισπανßας και διακρßνω πολý μακρυÜ μια πολιτεßα και θαρρþ, πως εßναι η ΣουρινÜμ, που ανÞκει στους Ολλανδοýς. Εßμαστε στο τÝλος των ταλαιπωριþν μας και στην αρχÞ της ευτυχßας μας.
Ζυγþνοντας στην πολιτεßα, απαντÞσανε Ýνα νÝγρο ξαπλωμÝνο στο χþμα, που φοροýσε μονÜχα μισü φüρεμα δηλ. μισü πανταλüνι απü γαλÜζιο πανß. Του λεßπανε η αριστερÞ γÜμπα και το δεξß χÝρι.
Ε! ΘεÝ μου, του εßπε ο Αγαθοýλης, τι κÜνεις εδþ φßλε μου σε τÝτοια φριχτÞ κατÜσταση;
ΠεριμÝνω τον αφÝντη μου, απÜντησε ο νÝγρος, τον κýριο ΒÜντερ ΝτÝντουρ, τον περßφημο μεγαλÝμπορο.
ΜÞπως ο κýριος ΒÜντερ ΝτÝντουρ σ' Ýκανε σ' αυτÜ τα χÜλια;
ΜÜλιστα, κýριε, απÜντησε ο νÝγρος. ΑυτÞ εßναι η συνÞθεια, μας δßνουν Ýνα πανÝνιο βρακß για φορεσιÜ δυο φορÝς το χρüνο. ¼ταν δουλεýουμε στα ζαχαροποιεßα κι ο τροχüς μας αρπÜξη το δÜχτυλο μας κüβουνε το χÝρι, üταν αποπειραθοýμε να φýγουμε, μας κüβουνε το πüδι, μου τýχανε κι οι δυο αυτÝς περßπτωσες. ΑυτÜ κοστßζει η ζÜχαρη, που τρþτε στην Ευρþπη. Ωστüσο, üταν η μητÝρα μου με ποýλησε για δυο σκοýδα παταγωνικÜ στις αχτÝς της ΓουινÝας, μοýλεγε: « Αγαπητü μου παιδß, ευλüγα τα φετßς, λÜτρευÝ τα πÜντα και θα σε κÜνουνε να ζÞσης ευτυχÞς, Ýχεις την τιμÞ νÜσαι σκλÜβος των αφεντÜδων μας των λευκþν και κÜμνεις Ýτσι πλοýσιους τον πατÝρα σου και τη μητÝρα σου». Αλßμονο! δεν ξÝρω, αν τους Ýκανα πλοýσιους, üμως αυτοß δε με κÜνανε εμÝνα! Οι σκýλλοι, οι μαúμοýδες κι οι παπαγÜλοι εßναι χßλιες φορÝς λιγþτερο δυστυχισμÝνοι απü μας, τα ολλαντικÜ φετßς τα οποßα μ' Ýχουνε προσηλυτßσει, μου λÝνε κÜθε ΚυριακÞ, πως εßμαστε üλοι παιδιÜ του ΑδÜμ, λευκοß και μαýροι. Δεν εßμαι γεννεαλüγος, αλλ' αν αυτοß οι ιεροκÞρυκες λÝνε την αλÞθεια, θα παραδεχθÞτε, πως δεν εßναι δυνατü να μεταχειρισθÞ κανεßς με φριχτüτερο τρüπο τους συγγενεßς του.
Ω! Παγγλþσση, φþναξε ο Αγαθοýλης, δεν εßχες φαντασθÞ τÝτοια βδελυγμßα, θ' αρνηθþ κÜθε αισιοδοξßα!
Τι ' ναι η αισιοδοξßα; ρωτοýσε ο Κακαμπüς.
Αλßμονο! εßπε ο Αγαθοýλης, εßναι η λýσσα να υποστηρßζης, πως üλα εßναι καλÜ, üταν εßναι κακÜ! Κι Ýχυνε Üφθονα δÜκρυα κοιτÜζοντας το νÝγρο, και κλαßοντας μπÞκανε στη ΣουρινÜμ.
Το πρþτο πρÜμα που ρþτησαν Þτανε αν υπÜρχη στο λιμÜνι κανÝνα καÀκι που μπορεß να τους πÜη στο ΜπουÝνος ¢υρες. Αυτüς, στον οποßο απευθυνθÞκανε, Þτανε Ýνας Ισπανüς πλοßαρχος που προσεφÝρθηκε να τους υπηρετÞση τßμια. Τους Ýδωσε ραντεβοý σε μια ταβÝρνα. Ο Αγαθοýλης κι ο Κακαμπüς πÞγανε και τον περιμÝνανε με τα δυο τους πρüβατα.
Ο Αγαθοýλης, ποýχε την καρδιÜ στα χεßλια, διηγÞθηκε στον Ισπανü üλες του τις περιπÝτειες και του ωμολüγησε, πως Þθελε ν' απαγÜγη την δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
Αδυνατþ να σας πÜω στο ΜπουÝνος ¢υρες, εßπε ο πλοßαρχος: θα με κρεμÜσουνε, καθþς και σας. Η ωραßα Κυνεγüνδη εßναι η ευνοοýμενη μαιτρÝσσα του ΚυβερνÞτη.
Η πληροφορßα αυτÞ τοý 'ρθε του Αγαθοýλη σαν κεραυνüς, Ýκλαψε πολý. ΤÝλος τρÜβηξε ιδιαιτÝρως τον Κακαμπü.
Ιδοý αγαπητÝ μου φßλε, του εßπε, τι πρÝπει να κÜνεις. ¸χουμε καθÝνας στις τσÝπες μας πÝντε Ýως Ýξι εκατομμυρßων διαμÜντια, εßσαι πιο επιτÞδειος απü μÝνα, πÞγαινε να πÜρης τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη στο ΜπουÝνος ¢υρες. Αν ο ΚυβερνÞτης παρουσιÜση δυσκολßες, δüστου Ýνα εκατομμýριο: αν δεν υποχωρÞ, δüστου δυο, συ δε σκüτωσες κανÝνα ιεροξεταστÞ, δε θα σε υποψιαστοýν, θα ναυλþσω Üλλο πλοßο και θα πÜω να σε περιμÝνω στη Βενετßα: εßνε τüπος ελεýθερος, üπου δεν Ýχει κανεßς να φοβηθÞ οýτε ΒουλγÜρους, οýτε ΑβÜρους, οýτε Εβραßους, οýτε ΙεροξεταστÝς.
Ο Κακαμπüς χειροκρüτησε αυτÞ τη σοφÞ λýση. ¹τανε απελπισμÝνος, αν θα χωριζüτανε απü Ýναν καλüν αφÝντη που τοýχε γßνει φßλος εγκÜρδιος. Αλλ' η χαρÜ να του φανÞ χρÞσιμος νßκησε τη λýπη που θα τον Üφηνε. ΦιληθÞκανε κλαßοντας: ο Αγαθοýλης του σýστησε να μην ξεχÜση την αγαθÞ γριÜ: Ο Κακαμπüς Ýφυγε την ßδια μÝρα: Þτανε πολý καλÞ καρδιÜ αυτüς ο Κακαμπüς.
Ο Αγαθοýλης Ýμεινε ακüμα λßγον καιρü στο ΣουρινÜμ και περßμενε üσο νÜβρη κανÝναν Üλλον πλοßαρχο να τον πÜη στην Ιταλßα, αυτüν και τα δυο πρüβατα, που του εßχαν απομεßνει. ΠÞρε υπηρÝτες κι αγüρασε ü,τι του χρησßμευε για Ýνα τüσο μακρý ταξεßδι. ΤÝλος ο κýριος ΒÜντερ ΝτÝντουρ, αφÝντης ενüς μεγÜλου καραβιοý, παρουσιÜζεται σ' αυτüν. Πüσα θÝλετε, τüνε ρþτησε ο Αγαθοýλης, για να με πÜτε κατ' ευθεßαν στη Βενετßα, εμÝνα, τους ανθρþπους μου, τις αποσκευÝς μου κι αυτÜ τα δυο πρüβατα;
Ο πλοßαρχος ζÞτησε δÝκα χιλιÜδες πιÜστρα, ο Αγαθοýλης δεν αντÝτεινε.
Ω! ω! εßπε μÝσα του ο πονηρüς ΒÜντερ ΝτÝντουρ, αυτüς ο ξÝνος δßνει μονομιÜς δÝκα χιλιÜδες πιÜστρα! ΠρÝπει νÜναι πολý πλοýσιος.
¾στερα, χαλþντας την συμφωνßα μετÜ Ýνα λεπτü, δÞλωσε, πως δε μπορεß να ταξιδÝψη μ' ολιγþτερα απü εßκοσι χιλιÜδες.
Ε! καλÜ, θα τα λÜβης, εßπε ο Αγαθοýλης.
ΟυÜ! εßπε χαμηλüφωνα ο Ýμπορος, αυτüς ο Üνθρωπος δßνει εßκοσι χιλιÜδες πιÜστρα με την ßδια ευκολßα, που Ýδωσε δÝκα.
ΤÜστριψε πÜλι και τοýπε, πως δε μποροýσε να τον πÜη στη Βενετßα μ' ολιγþτερα απü τριÜντα χιλιÜδες πιÜστρα.
Θα λÜβης λοιπüν τριÜντα, απÜντησε ο Αγαθοýλης.
Ω ω! εßπε πÜλι μÝσα του ο Ολλανδüς Ýμπορος, τριÜντα χιλιÜδες πιÜστρα δεν κοστßζουν τßποτε σ' αυτü τον Üνθρωπο! χωρßς αμφιβολßα τα δυο πρüβατα εßναι φορτωμÝνα Üπειρους θησαυροýς. Ας μην επιμεßνω περισσüτερο: ας πληρωθοýμε πρþτα τις τριÜντα χιλιÜδες πιÜστρα κι Ýπειτα βλÝπουμε.
Ο Αγαθοýλης ποýλησε δυο μικρÜ διαμÜντια, που το μικρüτερü τους Üξιζε περισσüτερο απ' üλα τα χρÞματα, που ζητοýσε ο πλοßαρχος. Τον προπλÞρωσε, τα δυο πρüβατα μπαρκαριστÞκανε πρþτα. Ο Αγαθοýλης ακολουθοýσε μÝσα σε μια μικρÞ βÜρκα για να σμßξη το πλοßο στο λιμÜνι, ο πλοßαρχος προλαβαßνει, ανοßγει τα πανιÜ, ξεκινÜει, ο αÝρας εßναι πρßμος. Ο Αγαθοýλης απελπισμÝνος και κατÜπληχτος τον χÜνει σε λßγο απü τα μÜτια του.
Αλßμονο! να μια κατεργαριÜ Üξια του παλαιοý Κüσμου. Ξαναγýρισε στη παραλßα συντριμμÝνος απü τη λýπη: γιατß, επß τÝλους, Ýχασε περιουσßα δÝκα βασιλιÜδων.
Πηγαßνει αμÝσως στον Ολλανδü δικαστÞ, κι üπως Þτανε λιγÜκι ταραγμÝνος, χτυπÜ απüτομα την πüρτα, μπαßνει, εκθÝτει το δυστýχημÜ του, φωνÜζει λιγÜκι περισσüτερο απ' ü,τι Ýπρεπε. Ο δικαστÞς πρþτα τον βÜζει να πληρþση δÝκα χιλιÜδες πιÜστρα για το θüρυβο, που Ýκανε, κατüπι τον Üκουσε υπομονητικÜ, του υποσχÝθηκε να εξετÜση την υπüθεσÞ του, μüλις ο Ýμπορος ξαναγυρßση, και τον Ýβαλε να πληρþση Üλλες δÝκα χιλιÜδες πιÜστρα για Ýξοδα ακροÜσεως.Αυτüς ο τρüπος Ýφερε σε τÝλεια απελπισßα τον Αγαθοýλη. Εßχε, αλÞθεια, δοκιμÜσει δυστυχÞματα χßλιες φορÝς μεγαλýτερα, αλλ' η ψυχραιμßα του δικαστÞ και του πλοιÜρχου, που τον Ýκλεψε, ερÝθισε τη χολÞ του και τον βýθισε σε μαýρη μελαγχολßα. Η κακßα των ανθρþπων παρουσιαζüτανε στα μÜτια του μ' üλη της την ασχημιÜ και τρεφüταν üλο με θλιβερÝς σκÝψεις. ΤÝλος, επειδÞ Ýνα γαλλικü καρÜβι Þταν Ýτοιμο να φýγη για το Μπορντþ, αφοý πια δεν εßχε να μπαρκαρßση πρüβατα φορτωμÝνα διαμÜντια, νοßκιασε μια καμπßνα στη σωστÞ τιμÞ της και κοινοποßησε, ενþ ακüμα Þτανε στην πüλη, πως θα πληρþση το ταξßδι, την τροφÞ και δυο χιλιÜδες πιÜστρα σε üποιον τßμιο Üνθρωπο θÜθελε να τον συνοδÝψη στο ταξßδι, με τον üρο, πως αυτüς ο Üνθρωπος θÜτανε ο πιο απογοητευμÝνος απü την κατÜστασÞ του κι ο πιο δυστυχισμÝνος της επαρχßας.
ΠαρουσιαστÞκανε πλÞθος υποψÞφιοι, που ολüκληρος στüλος δε θα μποροýσε να τους χωρÝση. Ο Αγαθοýλης θÝλοντας να διαλÝξη μεταξý τους τον πιο ολοφÜνερα δυστυχισμÝνο, ξεχþρισε καμιÜ εικοσαριÜ που φαινüντανε πιο κοινωνικοß και που üλοι αξιοýσανε να προτιμηθοýνε. Τους μÜζεψε μÝσα στην ταβÝρνα του, τους Ýδωσε να φÜνε με τον üρο, πως καθÝνας τους θα ορκιζüτανε να διηγηθÞ την ιστορßα του δßνοντας την υπüσχεση, πως θα διαλÝξη τον πιο αξιολýπητο, τον πιο δικαιολογημÝνα δυσαρεστημÝνο απü την κατÜστασÞ του και πως θÜδινε στους Üλλους κÜποιο δþρο. Η συντροφιÜ κρÜτησε ως τις τÝσσερες το πρωß.
Ο Αγαθοýλης ακοýοντας üλες τους τις περιπÝτειες θυμüτανε ü,τι τοýλεγε η γριÜ, üταν ερχüτανε στο ΒουÝνος ¢υρες, και το στοßχημα που Ýβαλε, πως δεν υπÞρχε κανÝνας μÝσα στο καρÜβι, που να μη του συνÝβηκαν οι πιο μεγÜλες δυστυχßες. Συλλογιζüτανε τον Παγγλþσση σε κÜθε περιπÝτεια, που του διηγüντανε. Αυτüς ο Παγγλþσσης, Ýλεγε μÝσα του, θα δυσκολευüτανε ν' αποδεßξη την αλÞθεια του συστÞματüς του. ΘÜθελα νÜταν εδþ. Ασφαλþς, αν üλα εßναι καλÜ, αυτü συμβαßνει μüνο στο ΕλδορÜδο και σε κανÝνα μÝρος του Üλλου κüσμου.
ΤÝλος προτßμησε Ýνα δυστυχισμÝνο σοφü, ποýχε δουλÝψει δÝκα χρüνια για τους βιβλιοπþλας του ¢μστερνταμ. ΣκÝφτηκε, πως δεν υπÜρχει Üλλο επÜγγελμα στον κüσμο, που ν' απαγοητεýη περισσüτερο.
Αυτüς ο σοφüς, που Þταν Üλλωστε Ýνας αγαθüς Üνθρωπος, τον εßχε κλÝψει η γυναßκα του, τον εßχε δεßρει ο γυιüς του, τον εßχε εγκαταλεßψει η κüρη του, ακολουθþντας Ýναν ΠορτογÜλλο.
Προ μικροý τον εßχαν απολýσει απü μια μικρÞ θÝση, με την οποßα ζοýσε. Οι ιεροκÞρυκες του ΣουρινÜμ τον καταδßωκαν ως σοσινιανü. ΠρÝπει να ομολογÞσουμε, πως κι οι Üλλοι Þτανε τουλÜχιστο τüσο δυστυχισμÝνοι, üσο κι αυτüς. Αλλ' ο Αγαθοýλης Ýλπιζε, πως ο σοφüς θα τον Ýκαμνε να ξεχνÜ τις λýπες του στο ταξßδι, οι αντßπαλοι του σοφοý βρßσκανε, πως ο Αγαθοýλης τους αδßκησε πολý, αλλÜ τους κατεýνασε δßνοντας στον καθÝνα εκατü πιÜστρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XΙX: Τι συνÝβη στο ταξßδι του Αγαθοýλη και του Μαρτßνου

Ο γÝρο-σοφüς, που ονομαζüτανε Μαρτßνος, επιβιβÜσθηκε τÝλος με τον Αγαθοýλη για το Μπορντþ. κι ο Ýνας κι ο Üλλος εßχανε πολλÜ ιδεß και πολλÜ πÜθει. κι üταν το καρÜβι θÜνοιγε πανιÜ απü το ΣουρινÜμ για την Ιαπωνßα περνþντας απü το ακρωτÞρι της ΚαλÞς Ελπßδας θÜχανε καιρü να συζητÞσουνε σε üλο τους το ταξßδι για το φυσικü και ηθικü κακü.
Ωστüσο ο Αγαθοýλης υπερτεροýσε κÜπως τον Μαρτßνο, στο üτι Ýλπιζε πÜντα να ξαναúδÞ τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη, ενþ ο Μαρτßνος δεν Ýλπιζε τßποτα: επß πλÝον εßχε χρυσÜφι και διαμÜντια, και μολονüτι εßχε χÜσει εκατü μεγÜλα πρüβατα κüκκινα, φορτωμÝνα απü τους πιο μεγÜλους θησαυροýς της γης, μολονüτι εßχε πÜντα στην καρδιÜ του την ατιμßα του ολλανδοý πλοιÜρχου, ωστüσο, σαν συλλογιζüταν αυτÜ, που του μεßνανε στις τσÝπες, και σαν μιλοýσε για την Κυνεγüνδη, μÜλιστα στο τÝλος του φαγητοý, Ýκλινε τüτε προς το σýστημα του Παγγλþσση.
Μα σεις, κýριε Μαρτßνε, εßπε στο σοφü, τι σκÝπτεστε για üλ' αυτÜ; Ποια εßναι η ιδÝα σας για το ηθικü κακü και για το φυσικü κακü;
Κýριε, απÜντησε ο Μαρτßνος, οι παπÜδες μου με κατηγüρησαν ως σοσινιανü, αλλ' η πραγματικÞ αλÞθεια εßναι, πως εßμαι μανιχαßος.
Με κοροúδεýετε, εßπε ο Αγαθοýλης, δεν υπÜρχουνε πια μανιχαßοι στον κüσμο.
Εßμ' εγþ! εßπεν ο Μαρτßνος, σωστÜ στραβÜ, δε μπορþ να σκεφτþ αλλιþτικα.
ΠρÝπει νÜχετε το διÜβολο μÝσα σας, εßπε ο Αγαθοýλης. Ανακατεýεται τüσο πολý στα πρÜγματα του κüσμου τοýτου, εßπε ο Μαρτßνος, που μπορεß πολý καλÜ νÜναι μÝσα μου, üπως και παντοý αλλοý, αλλÜ σας ομολογþ, πως ρßχνοντας το βλÝμμα μου απÜνου σ' αυτÞ τη σφαßρα Þ καλýτερα τη σφαιρßτσα, σκÝπτομαι, πως ο Θεüς την εγκατÜλειψε üλην σε κÜποιο πνεýμα κακοποιü, εξüν απü το ΕλδορÜδο. Δεν Ýχω διüλου ιδωμÝνα πολιτεßα, που να μη θÝλη την καταστροφÞ της γειτονικÞς πολιτεßας, οýτε οικογÝνεια που να μη θÝλη το ξεπÜτωμα Üλλης οικογÝνειας. Παντοý οι αδýνατοι μισοýνε τους δυνατοýς, που μπροστÜ τους σÝρνονται κι οι δυνατοß τους μεταχειρßζονται σαν κοπÜδια και πουλοýνε το μαλλß τους και το κρÝας τους. ¸να εκατομμýριο δολοφüνοι καταταγμÝνοι σε συντÜγματα, τρÝχοντας απü τη μια στην Üλλη Üκρα της Ευρþπης, σκοτþνουνε και ληστεýουνε με πειθαρχßα για να κερδßσουνε το ψωμß τους, γιατß δεν υπÜρχει επÜγγελμα εντιμüτερο απ' αυτü. Και στις πολιτεßες που φαßνονται πως χαßρονται την ειρÞνη κι üπου οι τÝχνες ανθοýνε, οι Üνθρωποι κατατρþγονται απü περισσüτερες επιθυμßες, φροντßδες κι ανησυχßες, απ' üσα δοκιμÜζει δεινÜ μια πολιορκημÝνη πολιτεßα. Οι μυστικÝς λýπες εßναι πολý δριμýτερες απü τα δημüσια δεινÜ. Μ' Ýνα λüγο, Ýχω τüσα ιδεß και τüσα υποφÝρει, þστε εßμαι μανιχαßος.
ΥπÜρχουν ωστüσο και καλÜ, απαντοýσε ο Αγαθοýλης.
ºσως, Ýλεγε ο Μαρτßνος, αλλÜ δεν το γνωρßζω.
Κει που συζητοýσαν, ακοýσανε μια κανονιÜ. Ο κρüτος διπλασιÜζεται απü μια στιγμÞ σε Üλλη. Παßρνουν καθÝνας τα κιÜλια του. Διακρßνουνε δυο καρÜβια που πολεμοýσανε σε απüσταση περßπου τριþν μιλλιþν, ο Üνεμος Ýφερε και τüνα και τÜλλο τüσο κοντÜ στο γαλλικü καρÜβι, που λÜβανε την ευχαρßστηση να βλÝπουνε τη μÜχη με τÝλειαν Üνεση. ΤÝλος τüνα απü τα δυο καρÜβια Ýρριξε στο Üλλο μια ομοβροντßα τüσο χαμηλÜ και τüσο πετυχημÝνη που το βýθισε ολüτελα. Ο Αγαθοýλης κι ο Μαρτßνος διακρßνανε πολý καθαρÜ καμμιÜ εκατοστÞ ανθρþπους πÜνω στη γÝφυρα του πλοßου που βυθιζüτανε. Σηκþναν üλοι τους τα χÝρια στον ουρανü και ξεφωνßζανε με φρßκη. Σε μια στιγμÞ üλα καταπιοθÞκανε!
ΚαλÜ! εßπε ο Μαρτßνος, να πþς οι Üνθρωποι φÝρνονται αναμεταξý τους.
Εßναι αλÞθεια, εßπε ο Αγαθοýλης, πως υπÜρχει κÜτι διαβολικü σ' αυτÞ την υπüθεση.
Ενþ μιλοýσε, παρατÞρησε κÜτι λαμπερü κüκκινο, που κολυμποýσε κοντÜ στο καρÜβι τους. ΚατεβÜσανε τη βÜρκα να ιδοýνε τι Þτανε, Þταν Ýνα απü τα πρüβατÜ του, που εßχε χÜσει Üλλα εκατü τÝτοια, φορτωμÝνα χοντρÜ διαμÜντια του ΕλδορÜδο.
Ο ΓÜλλος καπετÜνιος παρατÞρησε σε λßγο, πως ο καπετÜνιος του καραβιοý που νßκησε Þταν ισπανüς και του βυθισμÝνου Þταν Ýνας ολλανδüς πειρατÞς. ¹ταν ο ßδιος που Ýκλεψε τον Αγαθοýλη. Τ' Üπειρα πλοýτη, που αυτüς ο κακοýργος εßχε αρπÜξει, θαφτÞκανε μÝσα στη θÜλασσα μαζß με τον ßδιο και δε σþθηκε παρÜ Ýνα πρüβατο.
ΒλÝπετε, εßπε ο Αγαθοýλης στο Μαρτßνο, üτι το Ýγκλημα καμμιÜ φορÜ τιμωριÝται, αυτüς ο κατεργÜρης ο πλοßαρχος Ýλαβε την τýχη, που του Üξιζε.
ΜÜλιστα, εßπε ο Μαρτßνος, αλλ' εßναι σωστÜ νÜχουνε χαθÞ μαζß του κι οι ταξειδιþτες, που Þσαν στο καρÜβι του; Ο Θεüς τιμþρησε τον απατεþνα, ο διÜβολος Ýπνιξε τους Üλλους.
Ωστüσο το γαλλικü κι ισπανικü καρÜβι εξακολουθÞσανε το δρüμο τους κι ο Αγαθοýλης εξακολοýθησε τις συζητÞσεις του με το Μαρτßνο. ΣυζητÞσανε δεκαπÝντε μÝρες συνεχþς κι εßχανε προχωρÞσει τüσο στο θÝμα, üσο και την πρþτη μÝρα. Μα επß τÝλους μιλοýσαν, Ýλεγαν τις ιδÝες τους, παρηγοριüντανε. Ο Αγαθοýλης χÜηδευε το πρüβατü του:
Αφοý σε ξαναβρÞκα, Ýλεγε, ελπßζω να ξαναβρþ και την Κυνεγüνδη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX: Αγαθοýλης και Μαρτßνος πλησιÜζουν στις αχτÝς της Γαλλßας και συζητοýνε

Εßδαν επß τÝλους τις αχτÝς της Γαλλßας.
¹ρθατε ποτÝ στη Γαλλßα κýριε Μαρτßνε; εßπε ο Αγαθοýλης.
ΜÜλιστα, εßπε ο Μαρτßνος, Ýχω διατρÝξει πολλÝς επαρχßες. Αλλοý οι μισοß κÜτοικοι εßναι τρελοß, αλλοý πολý πονηροß, αλλοý πολý μαλακοß και πολý κουτοß, αλλοý κÜνουνε πνεýμα, και παντοý η πρþτη απασχüληση εßναι ο Ýρωτας, η δεýτερη να κακολογοýνε κι η τρßτη να λÝνε ανοησßες.
ΑλλÜ κýριε Μαρτßνε, Ýχετε ιδεß το Παρßσι;
Ναι, τüχω ιδεß το Παρßσι. Εκεß εßναι üλα τα εßδη των ανθρþπων, Ýνα χÜος, μια σαλÜτα, üπου καθÝνας ζητεß την ηδονÞ κι üπου σχεδüν κανεßς δεν τη βρßσκει, τουλÜχιστο üπως μου φÜνηκε. ¸μεινα λßγον καιρü, üταν Ýφτασα μου κλÝψαν ü,τι εßχα οι λωποδýτες στην αγορÜ του Σαιν-Ζερμαßν, με πÞρανε και μÝνα για κλÝφτη και με κλεßσανε οχτþ μÝρες στη φυλακÞ, Ýπειτα Ýκαμα το διορθωτÞ σε κÜποιο τυπογραφεßο, για να κερδßσω τ' απαιτοýμενα για την επιστροφÞ μου με τα πüδια στην Ολλανδßα, Γνþρισα üλους τους κανÜγηδες, συγγραφεßς ραδιοýργους, θεüληπτους. ΛÝγεται, πως υπÜρχουν Üνθρωποι πολý ευγενικοß σ' αυτÞ την πüλη, ας το πιστÝψουμε.
¼σο για μÝνα, δεν Ýχω καμιÜ περιÝργεια να ιδþ τη Γαλλßα, εßπε ο Αγαθοýλης. Μαντεýετε εýκολα, πως üταν κανεßς Ýχει ζÞσει Ýνα μÞνα στο ΕλδορÜδο, δε φροντßζει να ιδÞ τßποτε επß της γης παρÜ μüνο τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη. Θα την περιμÝνω στη Βενετßα, θα διασχßσουμε τη Γαλλßα για να πÜμε στην Iταλßα, δε θα με συνοδÝψετε;
Πολý ευχαρßστως, εßπε ο Μαρτßνος, λÝγουν, πως η Βενετßα εßναι καλÞ μονÜχα για τους ευγενεßς ΒενετσÜνους, και πως, ωστüσο, δÝχονται πολý καλÜ τους ξÝνους ποýχουνε παρÜδες. Εγþ δεν Ýχω, Ýχετε σεις, θα σας ακολουθÞσω παντοý.
Μια στιγμÞ! Πιστεýετε, πως η γης Þτανε πρþτα θÜλασσα, üπως διατεßνεται αυτü το χοντρü βιβλßο του καπετÜνιου;
Δεν πιστεýω τßποτα, εßπε ο Μαρτßνος, οýτε σ' üλα τα ονειροπολÞματα, που μας διηγοýνται αυτü τον τελευταßο καιρü.
ΑλλÜ για ποιο σκοπü λοιπüν πλÜστηκε αυτüς ο κüσμος;
Για να μας κÜνη να λυσσÜξουμε, εßπε ο Μαρτßνος.
Δε σας εκπλÞσσει πολý, εξακολοýθησε ο Αγαθοýλης, ο Ýρωτας αυτþν των δυο κοριτσιþν της χþρας των ΑυτιÜδων για τις δυο μαúμοýδες, που σας Ýχω μιλÞσει;
Καθüλου, εßπε ο Μαρτßνος, δε βλÝπω τι παρÜξενο υπÜρχει σ' αυτü το πÜθος. ¸χω δη τüσα αλλüκοτα πρÜγματα, þστε δεν υπÜρχει πλÝον τßποτε αλλüκοτο.
Πιστεýετε, πως οι Üνθρωποι σφαζüντανε πÜντα αναμεταξý τους, üπως το κÜνουνε σÞμερα; Πως Þτανε πÜντα ψεýτες, δüλιοι, Üπιστοι, αχÜριστοι, κλÝφτες, αχαρακτÞριστοι, επιπüλαιοι, Üνανδροι, φθονεροß, λαßμαργοι, μÝθυσοι, φιλÜργυροι, φßλαρχοι, αιμüδιψοι, συκοφÜντες, παραλυμÝνοι, φανατικοß, υποκριτÝς και μωροß;
ΠαραδÝχεστε, εßπε ο Μαρτßνος, πως τα γερÜκια τρþγανε πÜντα περιστÝρια, üταν τα βρßσκανε;
ΒÝβαια, δεν υπÜρχει αμφιβολßα.
Ε! λοιπüν, αν τα γερÜκια εßχανε πÜντα την ßδια φýση, πως θÝλετε νÜχουν αλλÜξει οι Üνθρωποι τη δικιÜ τους;
Ω! υπÜρχει μεγÜλη διαφορÜ, εßπε ο Αγαθοýλης. Γιατß η ελευθερßα της βουλÞσεως....
Συζητþντας Ýτσι φτÜσανε στο Μπορντþ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI: Τι τους συνÝβηκε στη Γαλλßα

Ο Αγαθοýλης Ýμεινε στο Μπορντþ τüσο μονÜχα καιρü, üσος του χρειαζüτανε να πουλÞση μερικÜ βüτσαλα του ΕλδορÜδο και να πετýχη Ýνα καλü αμÜξι με δυο θÝσεις, γιατß δε μποροýσε πια να στερηθÞ τον φιλüσοφü του Μαρτßνο, μονÜχα λυπÞθηκε πολý, που χωρßστηκε το πρüβατü του, αφÞνοντÜς το στην Ακαδημßα των επιστημþν του Μπορντþ, η οποßα Ýθεσε ως θÝμα για το βραβεßο κεßνης της χρονιÜς «γιατß το μαλλß αυτοý του προβÜτου Þτανε κüκκινο», και το βραβεßο δüθηκε σ' Ýνα σοφü απü τη βüρεια Γαλλßα, ο οποßος απüδειξε με το Α συν Β πλην Γ δια Ζ, πως το πρüβατο þφειλε νÜναι κüκκινο και πως θα πεθÜνη απü βλογιÜ.
Ωστüσο üλοι οι ταξιδιþτες, που συνÜντησε στις ταβÝρνες του δρüμου, του λÝγανε!
ΠÜμε στο Παρßσι.
ΑυτÞ η γενικÞ σπουδÞ του γÝννησε επß τÝλους την επιθυμßα να ιδÞ αυτÞν την πρωτεýουσα, δεν θ' απομακρυνüτανε και πολý απü το δρüμο της Βενετßας.
ΜπÞκε στην πüλη απü το προÜστειο του Σαιν-Μαρσþ και θÜρρεψε, πως βρισκüτανε στο χειρüτερο χωριü της Βεστφαλßας.
Μüλις ο Αγαθοýλης εγκαταστÜθηκε σ' Ýνα ξÝνο δοχεßο, τον Ýπιασε ελαφρüς πυρετüς απü τους πολλοýς κüπους. ΕπειδÞ εßχε στο δÜχτυλο Ýνα τερÜστιο διαμÜντι κι εßχανε παρατηρÞση μÝσα στις αποσκευÝς του μια βαλßζα τρομερÜ βαριÜ, βρεθÞκανε αμÝσως γýρω του δυο γιατροß, χωρßς να τους καλÝση, μερικοß επιστÞθιοι φßλοι, που δεν τον αφÞσανε ποτÝς μüνο του, και δυο θρησκüληπτες γυναßκες, που του ζεσταßνανε τις σοýπες. Ο Μαρτßνος Ýλεγε:
Θυμοýμαι, πως αρρþστησα κι εγþ στο Παρßσι στο πρþτο μου ταξßδι, Þμουνα πολý φτωχüς, Ýτσι δεν εßχα οýτε φßλους, οýτε γυναßκες οýτε γιατροýς κι Ýγιανα.
Εν τω μεταξý χÜρη στα γιατρικÜ και τις αφαßμαξες η αρρþστια του Αγαθοýλη χειροτÝρεψε. ¸νας παπÜς της συνοικßας Þρθε με πολý γλυκÜδα να του ζητÞση Ýνα γραμμÜτιο πληρωτÝον στο νεκροφüρο. Ο Αγαθοýλης αρνÞθηκε, οι θρησκüληπτες τον βεβαιοýσαμε, πως Þτανε καινοýργια μüδα, ο Αγαθοýλης απÜντησε, πως δεν Þτανε καθüλου Üνθρωπος της μüδας. Ο Μαρτßνος θÝλησε να πετÜξει απ' το παρÜθυρο αυτüν τον κýριο. Ο παπÜς ορκιζüτανε πως δε θα θÜψει τον Αγαθοýλη, ο Μαρτßνος ορκιζüτανε, πως θα θÜψη τον παπÜ, αν εξακολουθοýσε να τους ζαλßζη. Ο καυγÜς Üναψε: Ο Μαρτßνος αρπÜζει τον παπÜ απü τον þμο και τον πετÜει üξω, αυτü προκÜλεσε μεγÜλο σκÜνδαλο και τους κÜνανε αγωγÞ.
Ο Αγαθοýλης Ýγιανε, και κατÜ την ανÜρρωσÞ του εßχε πολý καλÞ συντροφιÜ στο φαγητü του. Παßζανε δυνατü παιχνßδι. Ο Αγαθοýλης αποροýσε πολý, πþς ποτÝ δεν του ερχüντανε οι Üσσοι, ο Μαρτßνος δεν αποροýσε καθüλου!
Μεταξý εκεινþν, που τüνε συργιανßζανε στη πüλη, Þταν κι Ýνας κοντüς αββÜς Περιγουρδßνος, απ' αυτοýς τους πρüθυμους ανθρþπους, πÜντα ευκßνητος πÜντα περιποιητικüς, αδιÜντροπος, χαηδευτικüς, ικανüς για üλα, απ' αυτοýς που παραμονεýουνε τους ξÝνους, üταν περνοýνε, τους διηγοýνται τη σκανταλιστικÞ ιστορßα της πüλης και τους προσφÝρουνε ηδονÝς σε οποιαδÞποτε τιμÞ. Αυτüς οδÞγησε πρþτα-πρþτα τον Αγαθοýλη και το Μαρτßνο στην Κομεντß, Παßζανε μια νÝα τραγωδßα. Ο Αγαθοýλης βρÝθηκε καθισμÝνος πλÜι σε μερικοýς, που ξÝραν απü τραγωδßες. Αυτü δεν τον εμπüδισε να κλαßη σε σκηνÝς, παιγμÝνες τÝλεια. ¸νας απü τους ειδικοýς, που Þτανε πλÜι του, τοýπε σε κÜποιο διÜλειμμα:
¸χετε πολý Üδικο να κλαßτε, αυτÞ η ηθοποιüς εßναι πολý κακÞ, ο ηθοποιüς, που παßζει μαζß της, εßναι πολý χειρüτερος, το Ýργο εßναι ακüμα πιο χειρüτερο απü τους ηθοποιοýς, ο συγγραφÝας δεν ξÝρει λÝξι αραβικÜ, κι üμως η σκηνÞ υποτßθεται στην Αραβßα: Επß πλÝον εßναι Ýνας Üνθρωπος, που δεν πιστεýει στις Ýμφυτες ιδÝες, θα σας φÝρω αýριο εßκοσι μπροσοýρες εναντßον του.
Κýριε; πüσα θεατρικÜ Ýργα Ýχετε στη Γαλλßα; εßπε ο Αγαθοýλης στον αββÜ.
ΠÝντε Ýως Ýξι χιλιÜδες.
Εßναι πολλÜ; εßπε ο Αγαθοýλης. Πüσα απ' αυτÜ εßνε καλÜ;
ΔεκαπÝντε Ýως δεκÜξι; απÜντησε ο Üλλος.
ΠολλÜ! εßπε ο Μαρτßνος.
Του Αγαθοýλη του Üρεσε πολý μια ηθοποιüς, που Ýπαιζε τη βασßλισσα ΕλισσÜβετ, σε μια πολý περολογικÞ τραγωδßα, που την παρασταßνουν κÜποτε.
ΑυτÞ η ηθοποιüς εßπε στο Μαρτßνο, μου αρÝσει πολý, ομοιÜζει υπερβολικÜ με τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη, θα χαιρüμουνα πολý αν τÞνε γνþριζα.
Ο Περιγουρδßνος αββÜς προσεφÝρθηκε να τον εισαγÜγη στην ηθοποιü. Ο Αγαθοýλης, αναθρεμμÝνος στη Γερμανßα, ρþτησε, ποια Þτανε η ετικÝττα και πþς φÝρνονται στη Γαλλßα προς τη βασßλισσα της Αγγλßας.
ΚατÜ τις περιστÜσεις, εßπε ο αββÜς. Στις επαρχßες τις πÜνε στην ταβÝρνα, στο Παρßσι τις σÝβονται, σαν εßναι ωραßες, και τις πετοýνε στα σκουπßδια, σαν πεθαßνουνε.
Τις βασßλισσες στα σκουπßδια! εßπε ο Αγαθοýλης.
ΜÜλιστα, εßπε ο Μαρτßνος. Ο κýριος αββÜς Ýχει δßκιο. ¹μουνα στο Παρßσι, üταν η δεσποινßς Μονßμη πÝρασε απ' αυτÞ τη ζωÞ στην Üλλη. Της αρνηθÞκανε, üπως λεν εδþ, τις τιμÝς της ταφÞς, δηλ. το να σαπßση μ' üλους τους ζητιÜνους της συνοικßας σ' Ýνα Üθλιο νεκροταφεßο. Τη θÜψανε χωριστÜ απü τους συντρüφους της στη γωνιÜ της οδοý της Βουργουνδßας, αυτü θα της εκüστισε πολý, γιατß το πνεýμα της Þτανε πολý ευγενικü.
Αυτü εßνε μεγÜλη αγÝνεια, εßπε ο Αγαθοýλης.
Τι θÝλετε, εßπε ο Μαρτßνος, οι εδþ κÜτοικοι εßν' Ýτσι κανωμÝνοι, üλες τις αντιφÜσεις, που μπορεßτε να φανταστÞτε, üλες τις δυνατÝς ασυμφωνßες θα τις βρÞτε στην κυβÝρνηση, στα δικαστÞρια, στις εκκλησßες, στα θεÜματα αυτοý του αλλüκοτου Ýθνους.
Εßναι αλÞθεια πως γελοýνε πÜντα στο Παρßσι; εßπε ο Αγαθοýλης.
Ναι, εßπε ο αββÜς, αλλÜ σαν μανιακοß, γιατß κλαßονται για üλα ξεσπþντας στα γÝλια, επßσης κÜνουνε γελþντας τις πιο μυσαρÝς πρÜξεις.
Ποιο Þτανε αυτü το χοντρογοýρουνο, που μου κακολογοýσε τüσο το δρÜμα, που μ' Ýκανε να κλαßω, και τους ηθοποιοýς, που μου αρÝσανε τüσο;
Εßν' Ýνας φαρμακüψυχος, που κερδßζει τη ζωÞ του κακολογþντας üλα τα δρÜματα κι üλα τα βιβλßα, μισεß οποßον πετυχαßνει, üπως οι ευνοýχοι μισοýνε τους Üρτιους, εßν' Ýνα απ' αυτÜ τα φßδια της φιλολογßας, που τρÝφονται απü λÜσπη και φαρμÜκι, εßν' Ýνας λιβελλογρÜφος.
Τι θα πει λιβελλογρÜφος; ρþτησε ο Αγαθοýλης.
Εßν' Ýνας που κÜνει φυλλÜδες, Ýνας Φρερþνος. (4) ¸τσι ο Αγαθοýλης, ο Μαρτßνος κι ο Περιγουρδßνος, συνομιλοýσανε απÜνου στη σκÜλα βλÝποντας να περνÜ ο κüσμος μετÜ το τÝλος της παρÜστασης.
Αν και βιÜζομαι πολý να ξαναúδþ τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη, εßπε ο Αγαθοýλης, θÜθελα üμως να δειπνÞσω με τη δεσποινßδα Κλαιρüν, γιατß μου φÜνηκε θαυμαστÞ κοπÝλλα.
Ο αββÜς δεν Þτανε Üνθρωπος, που μποροýσε να πλησιÜση τη δεσποινßδα Κλαιρüν, η οποßα Ýβλεπε μονÜχα πρüσωπα της υψηλÞς περιωπÞς.
Εßνε στα νεýρα της απüψε, εßπε, μα θα λÜβω την τιμÞ να σας οδηγÞσω σε μια κυρßα καθþς πρÝπει, üπου θα γνωρßσετε το Παρßσι, σα νÜχατε μεßνει σ' αυτü τÝσσερα χρüνια.
Ο Αγαθοýλης, που Þτανε φυσικÜ περßεργος, δÝχτηκε να τον οδηγÞσουνε στην κυρßα αυτÞ, στο βÜθος του προαστεßου του Αγßου Ονωρßου. Παßζανε εκεß φαραþ. Δþδεκα θλιβεροß πονταδüροι κρατοýσανε στα χÝρια μια τρÜπουλα με τσακισμÝνα χαρτιÜ, üπου κÜθε τσÜκιση σÞμαινε και μια χασοýρα.
Μια βαθειÜ σιωπÞ βασßλευε, ωχρüτητα Þτανε απλωμÝνη στα πρüσωπα των πονταδüρων, ανησυχßα στου μπανκαδüρου η οικοδÝσποινα καθισμÝνη πλÜι στον ανελÝητον αυτü μπανκαδüρο, παρακολουθοýσε με μÜτια αλωποýς üλες τις πÜρολες και τα σιÝτε, που κÜθε παßχτης σημÜδευε στα χαρτιÜ του τσακßζοντÜς τα, με μια προσεχτικüτητα αυστηρÞ, μα ευγενικÞ, και δε θýμωνε καθüλου απü φüβο μη χÜση την πελατεßα της.
Η κυρßα Ýλεγε πως ονομαζüτανε μαρκησßα ΠαρολινιÜκ. Η κüρη της, ως δεκαπÝντε χρονþν, Þτανε μαζß με τους πονταδüρους κι ειδοποιοýσε μ' Ýνα κλεßσιμο του ματιοý τις διÜφορες κατεργαριÝς των δυστυχισμÝνων αυτþν ανθρþπων, που προσπαθοýνε να επανορθþσουνε μ' αυτü τον τρüπο τις σκληρüτητες της τýχης. Ο Περιγουρδßνος αββÜς, ο Αγαθοýλης κι ο Μαρτßνος μπÞκανε, κανεßς δε σηκþθηκε, οýτε τους χαιρÝτισε, οýτε τους εßδε. ¼λοι Þτανε βαθýτατα απασχολημÝνοι με τα χαρτιÜ τους.
Η κυρßα βαρþνη του Τοýντερ-τεν-τρονκ Þτανε πιο φιλοφρονητικÞ, εßπε ο Αγαθοýλης.
Ωστüσο ο αββÜς πλησßασε στ' αυτß της κυρßας μαρκησßας, η οποßα μισοσηκþθηκε, ετßμησε τον Αγαθοýλη μ' Ýνα χαριτωμÝνο μειδßαμα και το Μαρτßνο με μια κßνηση της κεφαλÞς ολüτελα αριστοκρατικÞ, εßπε να δþσουνε κÜθισμα και μια τραπουλüχαρτα στον Αγαθοýλη, ο οποßος Ýχασε πενÞντα χιλιÜδες φρÜγκα σε δυο τÜγια, μεθ' ü δειπνÞσανε πολý εýθυμα, κι üλοι θαυμÜσανε, που ο Αγαθοýλης δεν ταρÜχτηκε απü το χÜσιμü του. Οι λακÝδες λÝγανε αναμεταξý τους στη γλþσσα των λακÝδων:
ΠρÝπει νÜναι κανÝνας Üγγλος μυλüρδος!
Το δεßπνο Þτανε üπως τα περισσüτερα δεßπνα του Παρισιοý: στην αρχÞ σιωπÞ, κατüπι μια αντÜρα απü λüγια, που δε μπορεß κανεßς να ξεχωρßση τßποτα, ýστερα οικειüτητες, οι περισσüτερες ηλßθιες, ψεýτικα νÝα, κακÝς κρßσεις, λßγη πολιτικÞ και πολλÞ κακολογßα, μιλÞσανε επßσης για τα καινοýργια βιβλßα.
Εßδατε, εßπε ο Περιγουρδßνος αββÜς, το μυθιστüρημα του κυρßου ΓκωσσÜ, διδÜκτορος της Θεολογßας;
ΜÜλιστα, απÜντησε Ýνας απü τους συνδαιτυμüνες, μα δε μπüρεσα να το τελειþσω. ¸χουμε πλÞθος αδιÜντροπα Ýντυπα, μα üλα μαζß δε φτÜνουνε την αδιαντροπιÜ του ΓκωσσÜ, διδÜκτορος της Θεολογßας. Εßμαι τüσο αηδιασμÝνος απü τοýτη την απειρßα των μυσαρþν βιβλßων, που μας πλημμυροýνε, þστε αποφÜσισα να ποντÜρω στο φαραþ.
Και τα «ΑνÜμικτα» του αρχιδιακüνου ΤρουμπλÝ, πþς σας φαßνονται; εßπε ο αββÜς.
Α! εßπε η κυρßα ντε ΠαρολινιÜκ, τι πληχτικüς θνητüς! Πþς σας λÝγει με σπουδαιüτητα ü,τι üλος ο κüσμος το ξÝρει. Πþς συζητεß σοβαρÜ ü,τι δεν αξßζει τον κüπο οýτε ελαφρÜ να σημειωθÞ! Πþς ιδιοποιεßται, δßχως πνεýμα, το πνεýμα των Üλλων! Πþς καταστρÝφει ü,τι κλÝβει! Πþς με αηδιÜζει! ΑλλÜ δε θα με αηδιÜση πια, εßναι πολý νÜχη διαβÜση κανεßς λßγες σελßδες του αρχιδιακüνου.
¹τανε στο τραπÝζι Ýνας κýριος σοφüς, με καλαισθησßα, που υποστÞριζε ü,τι Ýλεγε η Μαρκησßα. ΜιλÞσανε κατüπιν για τραγωδßες, η κυρßα ρþτησε, γιατß υπÜρχουνε τραγωδßες, που παßζονται κÜποτε και που δε μπορεß κανεßς να τις διαβÜση. Ο Üνθρωπος με την καλαισθησßα εξÞγησε πολý καλÜ, πως Ýνα Ýργο μπορεß νÜχη κÜποιο ενδιαφÝρο και καμιÜ αξßα: Απüδειξε με λßγα λüγια, πως δεν αρκεß ν' αναπτýξη κανεßς μιαν Þ δýο απü τις θÝσεις εκεßνες, που βρßσκονται σ' üλα τα μυθιστορÞματα και που γοητεýουνε πÜντα τους θεατÝς:
ΑλλÜ πρÝπει νÜναι κανεßς καινοýργιος, χωρßς νÜναι παρÜδοξος, συχνÜ υψηλüς και πÜντοτε φυσικüς, να γνωρßζη την ανθρþπινη καρδιÜ και να την κÜμνη να μιλÞ, νÜναι μεγÜλος ποιητÞς, χωρßς τα πρüσωπα του Ýργου να φαßνονται ποιητÝς, να γνωρßζη τÝλεια τη γλþσσα του, να τη μιλÞ καθαρÜ, με συνεχÞ αρμονßα, χωρßς ποτÝ η ρßμα να ζημιþνη το νüημα. ¼ποιος, επρüσθεσε, δεν τηρεß αυτοýς τους κανüνες, μπορεß να κÜνη μιαν Þ δυο τραγωδßες, που να χειροκροτηθοýνε στο θÝατρο, μα [δεν] θα λογαριαστÞ ποτÝ μεταξý των καλþν συγγραφÝων. ΥπÜρχουνε πολý λßγες καλÝς τραγωδßες! Üλλες εßναι διαλογικÜ ειδýλλια καλογραμÝνα, καλοριμαρισμÝνα, Üλλες εßναι πολιτικÝς συζητÞσεις, που αποκοιμßζουν Þ πλατυασμοß αποκρουστικοß, Üλλες εßναι üνειρα τρελλοý σε ýφος βÜρβαρο, κουβÝντες κομμÝνες, μακρυÝς αποστροφÝς προς τους θεοýς, γιατß δεν ξÝρουνε να μιλοýνε στους ανθρþπους, ψεýτικοι κομπασμοß, κοινοτυπßες πομπþδικες.
Ο Αγαθοýλης Üκουσε αυτÞν την ομιλßα με προσοχÞ, σχημÜτισε μεγÜλη ιδÝα για τον συζητητÞ! κι üπως η κυρßα Μαρκησßα εßχε φροντßσει να τον βÜλη πλÜι της, Ýγειρε στ' αυτß της και τη ρþτησε, ποιος Þταν αυτüς ο Üνθρωπος, που μιλοýσε τüσο καλÜ!
Εßν' Ýνας σοφüς, εßπε η κυρßα, που δεν ποντÜρει ποτÝς, και που ο αββÜς μου τüνε φÝρνει κÜποτε στο δεßπνο.
Γνωρßζει τÝλεια το ζÞτημα των τραγωδιþν και των βιβλßων, κι Ýκαμε και μια τραγωδßα που την σφυρßξανε, κι Ýνα βιβλßο, που κανÝνα του αντßτυπο δε βγÞκε απü το μαγαζß του εκδüτη του, εξüν Ýνα, που μου αφιÝρωσε.
ΜεγÜλος Üνθρωπος! Εßπε ο Αγαθοýλης, εßν' Ýνας δεýτερος Παγγλþσσης.
Τüτες γυρßζοντας προς αυτüν, του εßπε:
Κýριε, πιστεýετε, χωρßς αμφιβολßα, πως üλα εßναι καλÜ στον ηθικü και στο φυσικü κüσμο και πως τßποτα δε μποροýσε νÜναι αλλιþτικα;
Εγþ, κýριε, του απÜντησε ο σοφüς, δεν πιστεýω τßποτ' απ' üλα αυτÜ:
Βρßσκω, πως üλα πÜνε ανÜποδα σε μας, πως κανεßς δε ξÝρει οýτε ποια εßναι η θÝση του, οýτε ποια η δουλιÜ του, οýτε τι κÜμνει, οýτε τι πρÝπει να κÜμνη κι Ýξω απü το δεßπνο, που εßναι αρκετÜ εýθυμο κι üπου φαßνεται αρκετÞ ενüτητα, üλος ο Üλλος καιρüς περνÜ με καυγÜδες: Ζανσενßστες εναντßον μολινιστþν, Üνθρωποι του παρλαμÝντου εναντßον ανθρþπων της εκκλησßας, Üνθρωποι των γραμμÜτων εναντßον ανθρþπων των γραμμÜτων, αυλικοß εναντßον αυλικþν, τραπεζßτες εναντßον του λαοý, γυναßκες εναντßον ανδρþν, συγγενεßς εναντßον συγγενþν, εßν' Ýνας αιþνιος πüλεμος.
Ο Αγαθοýλης του απÜντησε:
Εßδα πολý χειρüτερα, αλλ' Ýνας σοφüς, που κατüπι του συνÝβη το δυστýχημα να τον κρεμÜσουνε, μ' Ýμαθε, πως üλ' αυτÜ εßναι θαυμÜσια, οι Þσκιοι ενüς ωραßου πßνακος.
Ο κρεμασμÝνος σας κορüιδευε τον κüσμο, εßπε ο Μαρτßνος, οι Þσκιοι σας εßναι στßγματα φοβερÜ.
Οι Üνθρωποι κÜνουνε τα στßγματα, εßπε ο Αγαθοýλης, και δε μποροýνε να κÜνουνε κι αλλιþς.
¿στε δεν εßναι δικü τους λÜθος, εßπε ο Μαρτßνος.
Οι περισσüτεροι πονταδüροι, που δεν καταλαβαßνανε τßποτε απ' αυτÜ τα λüγια, πßνανε, κι ο Μαρτßνος συζÞτησε με το σοφü, κι ο Αγαθοýλης διηγÞθηκε μερικÝς του περιπÝτειες στην οικοδÝσποινα.
ΜετÜ το δεßπνο, η Μαρκησßα οδÞγησε τον Αγαθοýλη στην κÜμαρÜ της και τον Ýβαλε να καθßση σ' Ýναν καναπÝ.
Ε! καλÜ, του εßπε, αγαπÜτε πÜντα τρελÜ τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη του Τοýντερ-τεν-τρονκ;
ΜÜλιστα, κυρßα, απÜντησε ο Αγαθοýλης.
Η Μαρκησßα συνÝχισε μ' Ýνα τρυφερü μειδßαμα.
ΑπαντÜτε σαν Ýνας νÝος της Βεστφαλßας, Ýνας ΓÜλλος θα μοýλεγε: εßναι αλÞθεια, πως αγÜπησα την δεσποινßδα Κυνεγüνδη, αλλÜ βλÝποντÜς σας, φοβοýμαι, μη δεν την αγαπþ πια!
Αλßμονο! Κυρßα, εßπε ο Αγαθοýλης, θ' απαντÞσω, üπως σας αρÝσει.
Το πÜθος σας γι' αυτÞν Üρχισε, üταν εσηκþσατε απü χÜμου το μαντÞλι της, επιθυμþ να μου σηκþσετε την καλτσοδÝττα.
Μ' üλη μου την καρδιÜ, εßπε ο Αγαθοýλης. Και τÞνε σÞκωσε.
Αλλ' επιθυμþ να μου την ξαναβÜλετε στην θÝση της, εßπε η κυρßα.
κι ο Αγαθοýλης την ξανÜβαλε.
ΒλÝπετε, εßπε η κυρßα, εßστε ξÝνος! ΚÜμνω συχνÜ τους εραστÝς μου του Παρισιοý να ξεροσταλιÜζουν επß δεκαπÝντε μÝρες, αλλÜ παραδßνομαι σε σας απü την πρþτη νýχτα, γιατß πρÝπει να φανþ φιλüξενη σ' Ýνα νÝον της Βεστφαλßας.
Η ωραßα εßχε παρατηρÞσει δýο τερÜστια διαμÜντια στα δýο χÝρια του νεαροý ξÝνου και τα παßνεσε με τüση καλÞ πßστη, þστε απü τα δÜχτυλα του Αγαθοýλη περÜσανε στα δÜχτυλα τα δικÜ της.
¼ταν ο Αγαθοýλης Ýφυγε με τον αββÜ Περιγουρδßνο αισθÜνθηκε κÜποιες τýψεις, που Ýκανε απιστßα στη δεσποινßδα Κυνεγüνδη. Ο κýριος αββÜς συμμερßστηκε τη στενοχþρια του. Πολý λßγο εßχε λÜβει μÝρος στις πενÞντα χιλιÜδες λßβρες, ποýχασε ο Αγαθοýλης στα χαρτιÜ και στην αξßα των δýο μπριλλαντιþν, που μισü τÜδωσε, μισü του τα κλÝψανε. Το σχÝδιο του αββÜ Þτανε να εκμεταλλευτÞ, üσο μποροýσε, τα πλεονεκτÞματα, που τοýδινε η γνωριμßα του Αγαθοýλη. Του μßλησε πολý για την Κυνεγüνδη, κι ο Αγαθοýλης του εßπε, πως θα ζητοýσε συγγνþμη απü την ωραßα του για την απιστßα, που της Ýκανε, üταν θα την Ýβλεπε στη Βενετßα.
Ο Περιγουρδßνος διπλασßασε τις φιλοφρονÞσεις, τις περιποιÞσεις του κι Ýδειχνε τρυφερü ενδιαφÝρο για ü,τι Ýλεγε ο Αγαθοýλης, για ü,τι Ýκαμνε, για ü,τι Þθελε να κÜνη.
¸χετε λοιπüν, κýριε, του εßπε, ραντεβοý στη Βενετßα;
ΜÜλιστα, κýριε αββÜ, απÜντησε ο Αγαθοýλης. Εßναι απüλυτη ανÜγκη να πÜω να συναντÞσω τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
Τüτε, καθþς τον ξανÜπιασε η ευχαρßστηση να μιλÞ για ü,τι αγαποýσε, διηγÞθηκε, κατÜ την συνÞθειÜ του, Ýνα μÝρος απü τις περιπÝτειÝς του μ' αυτÞ τη περßφημη ΒεστφαλιανÞ.
Νομßζω, εßπε ο αββÜς, πως η δεσποινßς Κυνεγüνδη εßναι πολý Ýξυπνη και γρÜφει χαριτωμÝνες επιστολÝς.
ΠοτÝς δεν Ýλαβα επιστολÞ της, εßπε ο Αγαθοýλης: γιατß, φαντασθÞτε, επειδÞ με διþξαν απü τον πýργο για τον ÝρωτÜ της, δε μπüρεσα να της γρÜψω, λßγο κατüπι Ýμαθα, πως εßχε πεθÜνει, αργüτερα την ξαναβρÞκα και την ξανÜχασα και της Ýστειλα απü δυüμιση χιλιÜδες λεýγες Ýναν αγγελιοφüρο, απü τον οποßον περιμÝνω απÜντηση.
Ο αββÜς Üκουε προσεχτικÜ και φαινüτανε λιγÜκι ρεμβþδης. ΑποχαιρÝτησε σε λßγο τους δυο ξÝνους, αφοý πρþτα τους φßλησε τρυφερÜ. Την επομÝνη ο Αγαθοýλης Ýλαβε, μüλις ξýπνησε, μιαν επιστολÞ, που Ýλεγε τα εξÞς!
« Κýριε πολυαγαπημÝνε μου. Δω κι οχτþ μÝρες εßμαι Üρρωστη σ' αυτÞν εδþ την πüλη, μαθαßνω, πως εßστε και σεις εδþ, θα πετοýσα στην αγκαλιÜ σας, αν μποροýσα να κινηθþ. ¸μαθα, πως περÜσατε απü το Μπορντþ, Üφησα εκεß τον πιστü το Κακαμπü και τη γριÜ, που σε λßγο θÜρτουνε να με βροýνε. Ο κυβερνÞτης του ΜπουÝνος ¢υρες μου τα πÞρε üλα, αλλÜ μου μÝνει η καρδιÜ σας. ΕλÜτε, η παρουσßα σας θα μου ξαναδþση τη ζωÞ Þ θα με σκοτþση απü χαρÜ. »
ΑυτÞ η χαριτωμÝνη επιστολÞ, αυτÞ η ανÝλπιστη επιστολÞ, γÝμισε ανÝκφραστη χαρÜ τον Αγαθοýλη, η αρρþστια της αγαπημÝνης του Κυνεγüνδης τüνε βýθισε στη λýπη.
Μ' αυτÜ τα δυο αντßθετα συναισθÞματα, παßρνει το χρυσÜφι του και τα διαμÜντια του, βÜζει να τον οδηγÞσουνε με το Μαρτßνο στο ξενοδοχεßο, που Ýμενε η δεσποινßς Κυνεγüνδη. Μπαßνει τρÝμοντας απü τη συγκßνηση, η καρδιÜ του χτυπÜ, η φωνÞ του πιÜνεται, θÝλει ν' ανοßξη τους μπερντÝδες του κρεββατιοý, ζητÜ να φÝρουνε φως.
Μη για το Θεü, λÝγει η υπηρÝτρια, το φως θα τη σκοτþση! Και ξαφνικÜ κλεßνει τους μπερντÝδες.
ΑγαπημÝνη μου Κυνεγüνδη, λÝγει ο Αγαθοýλης κλαßοντας, πþς εßστε; Αν δε μπορεßτε να με ιδÞτε, μιλÞστε μου τουλÜχιστο.
Δε μπορεß να μιλÞση, λÝγει η υπηρÝτρια.
ΤραβÜει Ýνα χÝρι καλοθρεμμÝνο απü το κρεββÜτι, που ο ¢γÜθοýλης το πüτιζε πολýν καιρü με δÜκρυα, το γεμßζει διαμÜντια, αφÞνοντας Ýνα σακκß γεμÜτο χρυσÜφι απÜνου στο κÜθισμα.
ΑπÜνω στους ενθουσιασμοýς του φτÜνει Ýνας αστυνüμος ακολουθημÝνος απü τον Περιγουρδßνο αββÜ κι απü Ýνα απüσπασμα.
Να τους, λÝγει, οι δυο ýποπτοι ξÝνοι!
Τους πιÜνει αμÝσως και διατÜζει τους γενναßους του να τους πÜνε στη φυλακÞ.
Δε μεταχειρßζονται Ýτσι τους ξÝνους στο ΕλδορÜδο, εßπε ο Αγαθοýλης.
Εßμαι περισσüτερο απü κÜθε Üλλη φορÜ μανιχαßος, εßπε ο Μαρτßνος.
ΑλλÜ, κýριε, ποý μας πÜτε; ρþτησε ο Αγαθοýλης.
Στο μπουδροýμι, απÜντησε ο αστυνüμος.
Ο Μαρτßνος ξανÜβρε την ψυχραιμßα του και σκÝφτηκε, πως η κυρßα, που Ýκαμνε την Κυνεγüνδη, Þτανε μια λωποδýτισσα, ο κýριος Περιγουρδßνος αββÜς Ýνας λωποδýτης, κι ο αστυνüμος Ýνας Üλλος λωποδýτης, απü τον οποßον θα μποροýσαν εýκολα να γλυτþσουνε.
Αντß να υποβληθη στις διατυπþσεις της δικαιοσýνης, ο Αγαθοýλης, φωτισμÝνος απü τη συμβουλÞ του Μαρτßνου, κι εξ Üλλου πÜντα ανυπüμονος να ιδÞ την αληθινÞ Κυνεγüνδη, προτεßνει στον αστυνüμο τρßα μικρÜ διαμÜντια, που καθÝνα θα κüστιζε τρεις χιλιÜδες πιστüλες πÜνου-κÜτου.
Α! κýριε, εßπε ο Üνθρωπος με το φιλντισÝνιο μπαστοýνι, κι αν εßχετε κÜνει üλα τα εγκλÞματα, που μπορεß να φανταστÞ κανεßς, εßστε ο πιο Ýντιμος Üνθρωπος του κüσμου! Το καθÝνα τρεßς χιλιÜδες πιστüλες! Κýριε, μπορþ να σκοτωθþ για σας, αντß να σας οδηγÞσω στη φυλακÞ. ΠιÜνουν üλους τους ξÝνους, αλλ' αφÞστε σε μÝνα την υπüθεση, Ýχω Ýναν αδερφü στη ΛιÝππη της Νορμανδßας, θα σας στεßλω εκεß, κι αν Ýχετε κανÝνα διαμÜντι να του δþσετε, θα σας φροντßση, üπως κι εγþ.
Και γιατß πιÜνουν üλους τους ξÝνους; ρþτησε ο Αγαθοýλης.
Ο Περιγουρδßνος αββÜς, Ýλαβε τüτε το λüγο, και εßπε:
Γιατß Ýνας ζητιÜνος απü τη χþρα της Ατρεβατßας Üκουσε να λÝμε ανοησßες, αυτü μονÜχα τον þθησε σε πατροχτονßα, üχι üπως εκεßνη του 1610, το ΜÜη το μÞνα, αλλÜ σαν εκεßνη του 1594 το μÞνα ΔεκÝμβρη, και σαν εκεßνες Üλλων χρüνων κι Üλλων μηνþν απü Üλλους αλÞτες, που εßχαν ακοýσει ανοησßες.
Ο αστυνüμος τüτες εξÞγησε τι συνÝβαινε.
Α! τα τÝρατα! φþναξε ο Αγαθοýλης. ΤÝτοιες φρικαλεüτητες σ' Ýνα λαü, που χορεýει και τραγουδεß! Δε θα μπορÝσω να φýγω, üσο το γρηγορþτερο απ' αυτü τον τüπο, üπου μαúμοýδες και τßγρεις παßζουνε μαζß. Εßδα αρκοýδες στον τüπο μου, ανθρþπους εßδα μüνο στο ΕλδορÜδο.
Για τüνομα του Θεοý, κýριε αστυνüμε, στεßλε με στη Βενετßα, üπου πρÝπει να περιμÝνω τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
Δε μπορþ να σας στεßλω αλλοý παρÜ στην ΚÜτω Νορμανδßα, εßπε ο σακαρÜκας.
ΑμÝσως λÝγει να του βγÜλουνε τα σßδερα, λÝγει πως Ýκανε λÜθος, διþχνει τους ανθρþπους του κι οδηγεß στη ΔιÝππη τον Αγαθοýλη και το Μαρτßνο και τους αφÞνει στα χÝρια του αδερφοý του.
ΥπÞρχε στο λιμÜνι Ýνα μικρü καÀκι ολλανδικü.
Ο Νορμανδüς, χÜρη σε Üλλα τρßα μικρÜ διαμÜντια Ýγινε ο πιο φιλοφρονητικüς Üνθρωπος του κüσμου, μπαρκαρßζει τον Αγαθοýλη και τους ανθρþπους του στο καÀκι, που επρüκειτο να κÜνη πανιÜ για το Πüρτσμουθ της Αγγλßας. Δεν Þτανε βÝβαια ο δρüμος της Βενετßας, αλλ' ο Αγαθοýλης πßστευε, πως θα γλýτωνε απü την κüλαση κι ελογÜριαζε να ξαναπÜρη το δρüμο για τη Βενετßα σε πρþτη ευκαιρßα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII: Αγαθοýλης και Μαρτßνος τραβÜν για την Αγγλßα. Τι βλÝπουν εκεß.

Αχ! Παγγλþσση! Παγγλþσση! Αχ! Μαρτßνιε, Μαρτßνε! Αχ! αγαπημÝνη μου Κυνεγüνδη! Τι εßναι αυτüς ο κüσμος; λÝγει ο Αγαθοýλης απÜνου στο ολλανδικü καρÜβι.
ΚÜτι τρελü κι απαßσιο, απαντοýσε ο Μαρτßνος.
Γνωρßζετε την Αγγλßα; Εßναι κι εκεß Ýτσι τρελοß, üπως στη Γαλλßα;
¢λλου εßδους τρελοß, εßπε ο Μαρτßνος. ΞÝρετε, πως αυτÜ τα δýο Ýθνη βρßσκονται σε πüλεμο για λßγα στρÝμματα χιüνια προς το μÝρος του ΚαναδÜ, και πως ξοδεýουνε γι' αυτü τον πüλεμο πολý περισσüτερα απ' üσο κοστßζει ολüκληρος ο ΚαναδÜς; Το να σας πω ακριβþς σε ποιüν τüπο υπÜρχουνε περισσüτεροι για δÝσιμο, η ασθενÞς μου μüρφωση δε μου το επιτρÝπει, ξÝρω μονÜχα, πως γενικÜ οι Üνθρωποι, που θα ιδοýμε, εßναι υπερβολικÜ χολερικοß.
Μιλþντας Ýτσι ζυγþσανε στο Πüρτσμουθ, πλÞθος κüσμου εßχε γεμßσει την παραλßα και παρατηροýσε με προσοχÞ Ýναν Üνθρωπο πολý χοντρü γονατισμÝνο, με τα μÜτια δεμÝνα, πÜνω στη γÝφυρα ενüς πλοßου του στüλου, τÝσσερις στρατιþτες, τοποθετημÝνοι απÝναντß του, του τραβÞξανε καθÝνας τρεις σφαßρες στο κρανßο, με τον πιο γαλÞνιο τρüπο του κüσμου, κι üλος ο συναθροισμÝνος λαüς γýρισε σπßτι του ικανοποιημÝνος.
Τι ναι λοιπüν üλ' αυτÜ; φþναξε ο Αγαθοýλης, και ποιος δαßμονας εξουσιÜζει παντοý;
Ρþτησε ποιος Þτανε αυτüς ο χοντρüς Üνθρωπος, που τον σκοτþσανε με τüση πομπÞ.
Εßν' Ýνας ναýαρχος, του απαντÞσανε.
Και γιατß τον σκοτþσανε αυτüν το ναýαρχο;
Γιατß δε σκüτωσε πολýν κüσμο εναυμÜχησε μ' Ýνα ΓÜλλο ναýαρχο κι αποδεßχθηκε, πως δεν τον επλησßασε αρκετÜ.
ΑλλÜ, εßπε ο Αγαθοýλης, ο γÜλλος ναýαρχος Þτανε τüσο μακρυÜ απü τον Üγγλο, üσο τοýτος απü τον Üλλον!
Αυτü εßναι αναμφισβÞτητο, του αποκριθÞκανε, μα σ' αυτüν τον τüπο θεωρεßται καλü, απü καιρü σε καιρü να σκοτþνουν Ýνα ναýαρχο για να κÜνουνε γενναßους τους Üλλους.
Ο Αγαθοýλης τüσο ταρÜχθηκε και τüσο αγανÜχτησε απ' ü,τι Ýβλεπε, þστε δε θÝλησε οýτε να πατÞση το πüδι του στη στεριÜ και συμφþνησε με τον ολλανδü πλοßαρχο (κι ας τον Ýκλεβε κι αυτüς σαν τον Üλλον του ΣουρινÜμ), για να τον φÝρη χωρßς αναβολÞ στη Βενετßα.
Ο πλοßαρχος ετοιμÜστηκε σε δυο μÝρες, περÜσανε πλÜι απü τις ακτÝς της Γαλλßας, περÜσαν αντßκρα απü τη Λισσαβþνα κι ο Αγαθοýλης ανατρßχιασε. ΜπÞκανε στα στενÜ του ΓιβραλτÜρ και στη Μεσüγειο, και τÝλος φτÜσανε στη Βενετßα.
Ευλογητüς ο Θεüς! εßπε ο Αγαθοýλης, αγκαλιÜζοντας το Μαρτßνο. Εδþ θα ξαναúδþ την ωραßα Κυνεγüνδη. ¸χω πεποßθηση στον Κακαμπü, και στον εαυτü μου. ¼λα εßναι καλÜ, üλα πÜνε καλÜ, üλα πÜνε üσο το δυνατü καλýτερα!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIΙΙ:  Περß ΠακÝττας και του αδελφοý ΓαρουφÜλη.

Μüλις Þρθε στη Βενετßα, ζÞτησε τον Κακαμπü σ' üλες τις ταβÝρνες, σ' üλα τα καφενεßα, σ' üλα τα πορνεßα, και δεν τον βρÞκε πουθενÜ. ¸στελνε κÜθε μÝρα να ψÜχνουν üλα τα καρÜβια κι üλες τις βÜρκες, καμιÜ εßδηση απü τον Κακαμπü!
Πþς! Ýλεγε στο Μαρτßνο, εßχα τον καιρü να περÜσω απü το ΣουρινÜμ στο Μπορντþ, να πÜω απü το Μπορντþ στο Παρßσι, απü το Παρßσι στη ΔιÝππη, απü τη ΔιÝππη στο Πüρτσμουθ, να παραπλεýσω την Πορτογαλßα και την Ισπανßα, να διασχßσω üλη τη Μεσüγειο, να μεßνω μερικοýς μÞνες στη Βενετßα, κι η ωραßα Κυνεγüνδη δεν Þρθε ακüμα!
ΣυνÜντησα, αντßς αυτÞν, μιαν τιποτÝνια, κι Ýναν περιγουρδßνο αββÜ! Η Κυνεγüνδη πÝθανε χωρßς Üλλο! Δε μου μÝνει παρÜ να πεθÜνω. Αχ πüσο θÜτανε καλýτερα νÜμενα στον παρÜδεισο του ΕλδορÜδο παρÜ να γυρßσω σ' αυτÞν την καταραμÝνη Ευρþπη. Πüσο Ýχετε δßκιο, καλÝ μου Μαρτßνε! ¼λα εßναι πλÜνη και συφορÜ!
Τον Ýπιασε μαýρη μελαγχολßα και δεν Ýλαβε μÝρος στην üπερα alla moda οýτε στις Üλλες διασκεδÜσεις του καρναβαλιοý, οýτε μια γυναßκα δεν τοýδωσε τον παραμικρüτερο πειρασμü. Ο Μαρτßνος του εßπε:
Εßστε πολý απλοúκüς, αλÞθεια, να φαντÜζεστε πως Ýνας υπηρÝτης μιγÜς, πüχει πÝντε ως Ýξι εκατομμýρια στις τσÝπες του, θα πÜη να ζητÞση την ερωμÝνην σας στην Üκρη του κüσμου, για να σας τÞνε φÝρη στη Βενετßα. Θα την πÜρη για τον εαυτü του, αν την εýρη: αν δεν την εýρη, θα πÜρη μιαν Üλλη: σας συμβουλεýω να ξεχÜστε τον υπηρÝτη σας τον Κακαμπü και την ερωμÝνη σας την Κυνεγüνδη.
ΑλλÜ τα λüγια αυτÜ δεν παρηγορÞσανε τον Αγαθοýλη. Η μελαγχολßα του μεγÜλωσε κι ο Μαρτßνος δεν Ýπαυε να του αποδεßχνη, πως υπÞρχε πολý λßγη αρετÞ και πολý λßγη ευτυχßα πÜνω στη γη, εξüν απü το ΕλδορÜδο, üπου üμως κανεßς δε μποροýσε να πÜη.
Ενþ συζητοýσανε γι' αυτü το σπουδαßο θÝμα, περιμÝνοντας πÜντα την Κυνεγüνδη, ο Αγαθοýλης παρατÞρησε Ýνα νεαρü θεατßνο (5) στην πλατεßα του Αγßου ΜÜρκου, που κρατοýσε στο μπρÜτσο του μια κοπÝλλα. Ο θεατßνος φαινüτανε πολý δροσερüς, παχουλüς, δυνατüς. Τα μÜτια του λÜμπανε, το ýφος του Þτανε üλο πεποßθηση, το ανÜστημÜ του ψηλü, το βÜδισμÜ του περÞφανο. Η κοπÝλλα Þτανε πολý üμορφη και τραγουδοýσε, κýτταζεν ερωτικÜ το θεατßνο της και απü καιρü σε καιρü του τσιμποýσε τα παχυÜ του μÜγουλα.
Θα παραδεχτÞτε, τουλÜχιστο, εßπε ο Αγαθοýλης στο Μαρτßνο, πως αυτοß εδþ οι Üνθρωποι εßναι ευτυχισμÝνοι. ¸ως τþρα σ' üλη την οικουμÝνη βρÞκα, εξüν απü το ΕλδορÜδο, μονÜχα δυστυχισμÝνους, μα γι' αυτÞ την κοπÝλα και για τοýτο τον θεατßνο στοιχηματßζω, πως εßναι πολý ευτυχισμÝνα πλÜσματα.
Στοιχηματßζω, πως üχι! εßπε ο Μαρτßνος.
ΠαρακÜλεσÝ τους, αν θÝλης, εßπε ο Αγαθοýλης, να δειπνÞσουνε μαζß μας και θα ιδÞς, αν γελιÝμαι.
Ευθýς τους πλησιÜζει, τους χαιρετÜ και τους προσκαλεß νÜρθουνε στο ξενοδοχεßο του να φÜνε μακαρüγια, πÝρδικες της Λομβαρδßας, χαβιÜρι μαýρο, και να πιοýνε κρασß του ΜοντεπουλστιÜνο, δÜκρυα του Χριστοý, κυπριþτικο και σαμιþτικο.
Η δεσποινßς κοκκßνησε, ο θεατßνος δÝχτηκε κι εκεßνη τον ακολοýθησε κοιτÜζοντας τον Αγαθοýλη μ' Ýκπληξη και ταραχÞ, ενþ δÜκρυα θαμπþνανε τα μÜτια της. Μüλις μπÞκε στο δωμÜτιο του Αγαθοýλη, τοýπε:
Πþς λοιπüν, κýριε Αγαθοýλη, δεν αναγνωρßζετε πια την ΠακÝττα;
Σ' αυτÜ τα λüγια ο Αγαθοýλης, που δεν την εßχε Ýως τþρα προσÝξει, απÜντησε:
Αλßμονο, δυστυχισμÝνο μου παιδß, σεις λοιπüν εφÝρατε τον δüχτορα Παγγλþσση στα üμορφα χÜλια, που τον εßδα;
Αλßμονο, κýριε, εßμ' εγþ, εßπε η ΠακÝττα. ΒλÝπω, πως τÜχετε πληροφορηθÞ üλα. ¸μαθα üλα τα τρομερÜ δυστυχÞματα, που πÝσανε σ' το σπßτι της κυρßας ΒαρωνÝσσας και στη δεσποινßδα Κυνεγüνδη. Σας ορκßζομαι, πως η μοßρα μου δεν υπÞρξε λιγþτερο θλιβερÞ. ¹μουνε πολý αθþα, üταν με γνωρßσατε. ¸νας κορδελιÝρος, που Þτανε ο εξομολογητÞς μου, με πλÜνεψε. Οι συνÝπειες υπÞρξανε φριχτÝς, βρÝθηκα στην ανÜγκη να φýγω απü τον πýργο λßγο αργüτερα απü τüτε, που ο κýριος βαρþνος σας εßχε διþξει με δυνατÝς κλωτσιÝς στον πισινü. Αν Ýνας περßφημος γιατρüς δε με λυπüτανε, θα πÝθαινα. ¸κανα λßγον καιρü, απü ευγνωμοσýνη, μαιτρÝσσα αυτοý του γιατροý. Η γυναßκα του, που λýσσαε απü ζÞλεια, μ' Ýδερνε κÜθε μÝρα ανελÝητα, Þτανε μανιακÞ. Αυτüς ο γιατρüς Þτανε ο πιο Üσχημος απ' üλους τους Üντρες κι εγþ η πιο δυστυχισμÝνη απ' üλα τα πλÜσματα, αφοý Ýτρωγα ξýλο για Ýναν Üντρα, που δεν τον αγαποýσα. ΞÝρετε, κýριε, πüσο εßναι επικßνδυνο, για μια ζηλιÜρα νÜναι γυναßκα γιατροý. Αυτüς, μην υποφÝροντας τις γκρßνιες της, της Ýδωσε μια μÝρα, για να τη γιατρÝψη απü κÜποιο μικρü συνÜχι, Ýνα γιατρικü τüσο αποτελεσματικü, που πÝθανε σε δυο þρες με φριχτοýς σπασμοýς. Οι γονεßς της κυρßας καταγγεßλανε το γιατρü για φüνο κι εκεßνος τüσκασε κρυφÜ, μα βÜλανε μÝνα στη φυλακÞ. Η αθωüτητÜ μου δε θα μ' Ýσωζε, αν δεν Þμουνα λιγÜκι üμορφη. Ο δικαστÞς μ' απÜλλαξε με τον üρο να διαδεχτÞ το γιατρü. Σε λßγο με υποσκÝλισε μια Üλλη, με διþξανε χωρßς να με πλερþσουνε κι αναγκÜστηκα να εξακολουθÞσω αυτü το απαßσιο επÜγγελμα, που σας αρÝσει τüσο εσÜς των αντρþν και που εßναι για μας Üβυσσο αθλιüτητας. ¹ρθα να εξασκÞσω την εργασßα μου στη Βενετßα. Αχ! κýριε, δε μπορεßτε να φανταστÞτε, τι θα πη νÜσαστε υποχρεωμÝνη να χαηδεýετε με την ßδια αδιαφορßα Ýνα γÝρο Ýμπορο, Ýνα δικηγüρο, Ýναν καλüγερο, Ýνα γονδολιÝρο, Ýναν αββÜ, νÜσαστε εκθεμÝνη σ' üλους τους εξευτελισμοýς, σ' üλους τους διασυρμοýς, να καταντÜτε συχνÜ στο σημεßο να δανεßζεστε Ýνα πουκÜμισο, να πηγαßνετε να σας το σηκþνη Ýνας Üντρας συχαμερüς: να σας κλÝβη ο Ýνας, ü,τι κερδßσατε απü τον Üλλο, να σας φορολογοýν οι αστυνüμοι και να σας περιμÝνουνε στο βÜθος του μÝλλοντüς σας φριχτÜ γηρατειÜ, Ýνα νοσοκομεßο και μια κοπριÜ, ε! τüτε θα συμπερÜνετε, πως εßμαι Ýνα απü τα πιο δυστυχισμÝνα πλÜσματα του κüσμου.
¸τσι η ΠακÝττα Üνοιγε την καρδιÜ της στον καλüν Αγαθοýλη, μÝσα σ' Ýνα δωμÜτιο, μπροστÜ στο Μαρτßνο, ο οποßος Ýλεγε στον Αγαθοýλη.
ΒλÝπετε, πως Ýχω κερδßσει Ýως τþρα το μισü στοßχημα.
Ο αδελφüς ΓαρουφÜλης εßχε μεßνει στην τραπεζαρßα κι Ýπινε απü λßγο- λßγο προσμÝνοντας το δεßπνο.
ΑλλÜ, εßπε ο Αγαθοýλης στην ΠακÝττα, εßχατε το ýφος τüσο εýθυμο, τüσο ευχαριστημÝνο, üταν σας συνÜντησα, τραγουδοýσατε, χαηδεýατε το θεατßνο με μια χÜρη ολüτελα φυσικÞ, μου φανÞκατε τüσο ευτυχισμÝνη, üσο τþρα λÝτε, πως εßσαστε δυστυχισμÝνη.
Αχ! κýριε, απÜντησε η ΠακκÝττα, κι αυτü ακüμα εßναι μια απü της αθλιüτητες του επαγγÝλματος. Χτες μ' Ýκλεψε και μ' Ýδειρε Ýνας αξιωματικüς και πρÝπει σÞμερα να φαßνομαι, πως Ýχω κÝφι, για ν' αρÝσω σ' Ýναν καλüγερο.
Ο Αγαθοýλης δε ζÞτησε περισσüτερα, ωμολüγησε, πως ο Μαρτßνος εßχε δßκιο. ΚαθÞσανε στο τραπÝζι με την ΠακÝττα και το θεατßνο, το δεßπνο στÜθηκε πολý ευχÜριστο και στο τÝλος μιλÞσανε με κÜμποση εμπιστοσýνη.

ΠατÝρα μου, εßπε ο Αγαθοýλης στον καλüγερο, μου φαßνεστε, πως η μοßρα σας Ýχει ευνοÞσει σε βαθμü, που üλοι να σας ζηλεýουνε, Το Üνθος της υγεßας λÜμπει στο πρüσωπü σας, η φυσιογνωμßα σας δεßχνει την ευδαιμονßα, Ýχετε μια πολý ωραßα κοπÝλλα για να σας διασκεδÜζη, και μοιÜζετε πολý ευχαριστημÝνος, που εßσαστε θεατßνος.
Μα την πßστη μου, εßπε ο αδελφüς ΓαρουφÜλης θα πεθυμοýσα üλ' οι θεατßνοι να πνιγοýνε στο βÜθος της θÜλασσας. Εκατü φορÝς μου Þρθε ο πειρασμüς να βÜλω φωτιÜ στο μοναστÞρι και να πÜω να γßνω τοýρκος. Οι γονεßς μου με αναγκÜσανε στην ηλικßα των δεκαπÝντε μου χρüνων, να ζωστþ αυτü το απαßσιο ρÜσο, για ν' αφÞσουνε περισσüτερη περιουσßα σ' Ýναν καταραμÝνο μεγαλýτερο αδερφü μου, που Üμποτες ο Θεüς να τον πνßξη!
Η ζÞλεια, η διχüνοια, η λýσσα, κατοικοýνε στα μοναστÞρια. Εßναι αλÞθεια, πως Ýβγαλα μερικοýς κακοýς λüγους, απü τους οποßους κÝρδισα λßγα χρÞματα, αλλ' ο ηγοýμενος μοýκλεψε τα μισÜ, τα υπüλοιπα τα διαθÝτω να διατηρþ γυναßκες, αλλ' üταν επιστρÝφω το βρÜδυ στο μοναστÞρι, εßμ' Ýτοιμος να σπÜσω το κεφÜλι μου στους τοßχους του κοιτþνα, κι üλοι οι συνÜδερφοι μου Ýχουνε την ßδια επιθυμßα.
Ο Μαρτßνος γυρßζοντας προς τον Αγαθοýλη με τη συνειθισμÝνη του ψυχραιμßα:
Ε! λοιπüν του λÝγει, κÝρδισα üλο το στοßχημα!
Ο Αγαθοýλης Ýδωσε δυο χιλιÜδες πιÜστρα στην ΠακÝττα και χßλια στον αδερφü ΓαρουφÜλη.
Σας απαντþ, εßπε, πως μ' αυτÜ τα χρÞματα τους Ýκανα ευτυχεßς.
Δεν το πιστεýω καθüλου, εßπε ο Μαρτßνος, θα τους κÜνετε μ' αυτÜ τα χρÞματα πολý πιο δυστυχεßς.
Ας γßνη ü,τι θÝλη, αλλ' Ýνα πρÜγμα με παρηγορεß: βλÝπω, πως ξαναβρßσκει κανεßς συχνÜ πρüσωπα που δεν Ýλπιζε
ποτÝς να τα συναντÞση. Εßναι πολý πιθανü, αφοý ξαναβρÞκα το κüκκινü μου πρüβατο και την ΠακÝττα, να ξανασυναντÞσω επßσης την Κυνεγüνδη.
Εýχομαι, εßπε ο Μαρτßνος, να σας δþση μιαν ημÝρα την ευτυχßα, αλλÜ γι' αυτü αμφιβÜλλω πολý.
Εßστε πολý σκληρüς, εßπε ο Αγαθοýλης.
Γιατß Ýχω ζÞσει πολý, εßπε ο Μαρτßνος.
ΑλλÜ παρατηρÞστε αυτοýς τους γονδολιÝρους, εßπε ο Αγαθοýλης, τραγουδοýν ακατÜπαυτα.
Να τους ιδÞτε σπßτι τους με τις γυναßκες τους και τα κουτσοýβελÜ τους, εßπε ο Μαρτßνος. Ο δüγης Ýχει τις πßκρες του, οι γονδολιÝροι τις δικÝς τους. Εßναι αλÞθεια, πως γενικÜ η τýχη ενüς γονδολιÝρου εßναι προτιμüτερη απü του δüγη, αλλÜ βλÝπω τη διαφορÜ τüσο ασÞμαντη, þστε δεν αξßζει τον κüπο να σημειωθÞ.
Μιλοýνε, εßπε ο Αγαθοýλης, για κÜποιον συγκλητικü ΠοκοκουρÜντη, που κατοικεß σ' αυτü το ωραßο παλÜτι στη ΜπρÝντα και που δÝχεται αρκετÜ φιλüφρονα τους ξÝνους. Ισχυρßζονται πως εßναι Ýνας Üνθρωπος, που δε γνþρισε ποτÝ πßκρες.
ΘÜθελα να ιδþ Ýνα τüσο σπÜνιο ον, εßπε ο Μαρτßνος.
Ο Αγαθοýλης αμÝσως Ýστειλε να ζητÞση την Üδεια απü τον εξοχþτατο ΠοκοκουρÜντη να πÜη την επομÝνη να τον επισκεφθÞ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXΙV: Επßσκεψη στον ΠοκοκουρÜντη ΒενετσÜνο Üρχοντα.

Ο Αγαθοýλης κι ο Μαρτßνος πÞγανε με γüνδολα στη ΜπρÝντα και φτÜσανε στο παλÜτι του Üρχοντα ΠοκοκουρÜντη. Οι κÞποι Þταν εξαßσιοι και στολισμÝνοι με ωραßα μαρμÜρινα αγÜλματα του παλατιοý η αρχιτεχτονικÞ κομψüτατη. Ο οικοδεσπüτης ηλικßας εξÞντα χρονþν, υποδÝχτηκε πολý ευγενικÜ τους δýο περßεργους αλλÜ με πολý ολßγη προθυμßα, κι αυτü σýγχισε τον Αγαθοýλη και δεν Üρεσε του Μαρτßνου.
Και πρþτα-πρþτα δυο κορßτσια καθαροντυμÝνα σερβßρανε σοκολÜτα καλÜ αφρισμÝνη. Ο Αγαθοýλης δεν κρατÞθηκε απü το να επαινÝση την ομορφιÜ, τους καλοýς τρüπους και την επιδεξιωσýνη τους.
Εßναι πολý καλÜ κορßτσια, εßπε ο συγκλητικüς ΠοκοκουρÜντης: τις βÜζω κÜποτε να κοιμοýνται στο κρεββÜτι μου γιατß μαι πολý αηδιασμÝνος απü τις κυρÜδες της πολιτεßας, απü τις κοκκεταρßες τους, τις ζÞλιες τους, τους καυγÜδες τους, τα νεýρα τους, τις μικρολογιÝς τους, τις αλαζονεßες τους, τις ανοησßες τους κι απü τα σονÝττα, που πρÝπει να τις κÜμνω Þ να παραγγÝλω να τις κÜμνουν: αλλÜ μ' üλα αυτÜ, κι αυτÝς η δυο κοπÝλλες αρχßζουνε να μου γßνονται κουραστικÝς.
Ο Αγαθοýλης μετÜ το γεýμα περιδιαβÜζοντας μÝσα σε μια μακρυÜ γαλαρßα, θαýμαζε την ομορφιÜ των ζωγραφικþν πινÜκων. Ρþτησε ποιανοý μεγÜλου τεχνßτη Þτανε οι δυο πρþτοι.
Εßναι του ΡαφαÞλου, εßπε ο συγκλητικüς, τους αγüρασα πολý ακριβÜ απü ματαιüτητα δω και λßγα χρüνια, λÝγουν, πως εßναι ü,τι ωραιüτερο υπÜρχει στην Ιταλßα, αλλÜ μÝνα δε μου αρÝσουνε καθüλου: το χρþμα εßναι πολý σκοτεινü, τα πρüσωπα δεν εßναι αρκετÜ στρογγυλεμÝνα και δεν ξεκüβουν αρκετÜ, οι ενδυμασßες δε φαßνονται καθüλου νÜναι απü ýφασμα: με Ýνα λüγο, ü,τι κι αν λÝνε, δε βρßσκω σ' αυτÝς μιαν αληθινÞ ομοιüτητα με τη φýση: αλλÜ τÝτοιου εßδους δεν υπÜρχουν. ¸χω πολλοýς πßνακες, μα δεν τους προσÝχω πια.
Ενþ περιμÝνανε το δεßπνο, ο ΠοκοκουρÜντης Ýβαλε να παßξουνε Ýνα κοντσÝρτο. Ο Αγαθοýλης βρÞκε τη μουσικÞ υπÝροχη.
Αυτüς ο θüρυβος, εßπε ο ΠοκοκουρÜντης, ημπορεß να διασκεδÜση για μισÞ þρα, αλλ' αν βαστÜξει περισσüτερο, κουρÜζει üλους, αν και κανεßς δεν τολμÜ να το ομολογÞση. Η μουσικÞ σÞμερα εßναι μονÜχα η τÝχνη, που εκτελεß πρÜγματα δýσκολα, ü,τι εßναι δýσκολο, δε μπορεß ναρÝση πολλÞ þρα.
Θα προτιμοýσα ßσως την üπερα, αν δεν εßχαν εýρει, το μυστικü να φτιÜνουνε τερατουργÞματα που μ' εξοργßζουν. ¼ποιος θÝλει ας πηγαßνη να βλÝπη κακÝς τραγωδßες βαλμÝνες σε μουσικÞ, καμωμÝνες για Ýνα Þ δυο γελοßα τραγοýδια, üπου δοκιμÜζεται η αξßα του λαρυγγιοý μιας ηθοποιοý, ας χλωμιαßνη απü ηδονÞ üποιος θÝλει Þ οποßος μπορεß, βλÝποντας Ýνα μουνοýχο να τσαμπουνÜ το ρüλο του Καßσαρα Þ του ΚÜτωνα και να περιφÝρεται μ' Ýνα ýφος αδÝξιο πÜνου στα σανßδια: üσο για μÝνα Ýπαψα απü πολýν καιρü να ενδιαφÝρομαι γι' αυτÝς τις μιζÝριες, που αποτελοýνε σÞμερα τη δüξα της Ιταλßας και που οι ηγεμüνες τις πληρþνουνε τüσο ακριβÜ.
Ο Αγαθοýλης το αμφισβÞτησε λιγÜκι, αλλÜ με πολλÞ διÜκριση. Ο Μαρτßνος Þτανε τÝλεια σýμφωνος με το συγκλητικü.
Καθßσανε στο τραπÝζι, και μετÜ Ýνα Ýξοχο δεßπνο, περÜσανε στη βιβλιοθÞκη. Ο Αγαθοýλης βλÝποντας Ýναν ¼μηρο μεγαλüπρεπα δεμÝνο, παßνεσε τον εκλαμπρüτατο για την καλαισθησßα του.
Να! Ýνα βιβλßο, που Þταν η απüλαυση του δüχτορα Παγγλþσση, του καλýτερου φιλοσüφου της Γερμανßας.
Δεν εßναι και δικÞ μου, εßπε ψυχρÜ ο ΠοκοκουρÜντης: με κÜνανε Üλλοτες να πιστεýω, πως ευχαριστιüμουνα διαβÜζοντÜς τον, αλλ' αυτÞ η συνεχÞς επανÜληψη μαχþν, που üλες μοιÜζουν αναμεταξý τους, αυτοß οι θεοß που ενεργοýνε πÜντα, χωρßς να κÜμνουνε τßποτε το οριστικü, αυτÞ η ΕλÝνη, που εßναι η αιτßα του πολÝμου και που μüλις εμφανßζεται στο Ýργο, αυτÞ η Τροßα, που την πολιορκοýνε και δεν την κυριεýουνε ποτÝ, üλ' αυτÜ μου προξενοýσανε την πιο θανÜσιμη πλÞξη. Ρþτησα μερικοýς σοφοýς, αν Ýπλητταν üσο κι εγþ σ' αυτü το διÜβασμα: üλοι οι ειλικρινεßς Üνθρωποι μου ομολογÞσανε, πως το βιβλßο τους Ýπεφτε απ' τα χÝρια, αλλ' Ýπρεπε πÜντα να το Ýχουνε στη βιβλιοθÞκη, σαν Ýνα μνηνεßο της αρχαιüτητας, üπως αυτÜ τα σκουριασμÝνα νομßσματα, που δεν περνοýνε πια.
Η εξοχüτητÜ σας σκÝπτεται τα ßδια και για το Βιργßλιο; ρþτησε ο Αγαθοýλης,
ΠαραδÝχομαι, εßπε ο ΠοκοκουρÜντης, πως το δεýτερο, το τÝταρτο και το Ýχτο βιβλßο της ΑινειÜδας του εßναι Ýξοχα, αλλÜ για τον ευσεβÞ του Αινεßα, το δυνατü ΚλοÜνθη και το φßλο του τον ΑχÜτη και το μικρüν ΑσκÜνιο και τον ηλßθιο βασιλιÜ Λατßνο και τη χωριÜτισσα ΑμÜτα και την Üνοστη Λαβινßα, πιστεýω, πως δεν υπÜρχει τßποτε πιο κρýο και πιο δυσÜρεστο. Προτιμþ τον ΤÜσσο και τους μýθους του Αριüστου, που σε κÜνουνε να κοιμÜσαι üρθιος.
Να τολμÞσω να σας ρωτÞσω, κýριε, εßπε ο Αγαθοýλης, αν δε σας δßνει μεγÜλη ευχαρßστηση το διÜβασμα του Ορατßου;
¸χει γνωμικÜ, εßπε ο ΠοκοκουρÜντης, που μποροýνε να ωφελÞσουν Ýναν Üνθρωπο του κüσμου και που üντας βαλμÝνα σε στßχους ενεργητικοýς, χαρÜζονται ευκολþτερα στη μνÞμη: αλλÜ λßγο μ' ενδιαφÝρει το ταξßδι του στο ΒρινδÞσιο κι η περιγραφÞ του ενüς κακοý δεßπνου κι οι χαμÜλικοι καυγÜδες μεταξý ενüς κÜποιου Πουπßλου, που τα λüγια του, λÝγει, Þτανε γεμÜτα Ýμπυο, κι ενüς Üλλου, που τα λüγια του Þτανε γεμÜτα ξßδι. ΔιÜβασα μ' Ýσχατη αηδßα τους χονδροειδεßς στßχους του ενÜντια στις γριÝς και τις μÜγισσες, και δε βλÝπω, τι αξßα Ýχει το να λÝγη στο φßλο του ΜαικÞνα, πως, αν τον λογαριÜση μεταξý των λυρικþν ποιητþν, θα χτυπÞση τÜστρα με το υψηλü του μÝτωπο. Οι μωροß τα θαυμÜζουν üλα σ' Ýναν ποιητÞ αναγνωρισμÝνο. Εγþ διαβÜζω για τον εαυτü μου, αγαπþ μονÜχα ü,τι μου κÜνει.
Ο Αγαθοýλης εßχε μÜθη να μην κρßνη τßποτα μüνος του κι αποροýσε πολý απ' ü,τι Üκουε. Αλλ' ο Μαρτßνος εýρισκε τον τρüπο της σκÝψης του ΠοκοκουρÜντη πολý λογικü:
Ω, να Ýνας ΚικÝρωνας, εßπε ο Αγαθοýλης, αυτüν το μεγÜλον Üντρα, εßμαι βÝβαιος, πως δεν παýετε να τον διαβÜζετε.
Δεν τον διαβÜζω ποτÝς, απÜντησε ο ΒενετσÜνος, Τι μ' ενδιαφÝρει, αν υπερÜσπισε το Ραβßριο Þ τον ΚλουÝντιο; ¸χω αρκετÝς δßκες, που κρßνω: περισσüτερο θα μου κÜνανε τα φιλοσοφικÜ του Ýργα, μα σαν εßδα πως αμφÝβαλλε για üλα, συμπÝρανα, πως Þξερα üσα κι αυτüς και πως δεν εßχα ανÜγκη απü κανÝνανε, για να τ' αγνοþ üλα.
Α! να ογδüντα τüμοι μιας ακαδημßας των επιστημþν, φþναξε ο Μαρτßνος, μπορεß να υπÜρχη δω μÝσα κÜτι καλü.
Θα υπÞρχε, εßπε ο ΠοκοκουρÜντης, αν Ýνας απü τους συγγραφεßς αυτþν των ανακατεμÝνων σωρþν εßχε εφεýρει την τÝχνη να κÜμνη καρφßτσες, μα σε üλ' αυτÜ τα βιβλßα υπÜρχουνε μονÜχα κοýφια συστÞματα και τßποτα ωφÝλιμο.
Ω! πüσα θεατρικÜ Ýργα βλÝπω εδþ, εßπε ο Αγαθοýλης, ΙταλικÜ, ΙσπανικÜ, ΓαλλικÜ.
Ναι, απÜντησε ο συγκλητικüς, εßναι τρεις χιλιÜδες και δεν Ýχει οýτε τρεις ντουζßνες καλÜ. ΑυτÝς τις συλλογÝς λüγια, που üλες μαζß δεν αξßζουνε μια σελßδα του ΣενÝκα, κι üλους αυτοýς τους χοντροýς τüμους θεολογßας, δεν τους ανοßγω ποτÝ, οýτ' εγþ οýτε κανεßς Üλλος.
Ο Μαρτßνος παρατÞρησε θÝσεις γεμÜτες αγγλικÜ βιβλßα.
Νομßζω, πως Ýνας δημοκρÜτης πρÝπει να βρßσκη ευχαρßστηση στα περισσüτερα απ' αυτÜ τα Ýργα, τα γραμμÝνα με τüση ελευθερßα.
Ναι, απÜντησε ο ΠοκοκουρÜντης, εßναι καλü να γρÜφη κανεßς ü,τι σκÝπτεται: αυτü εßναι το προνüμιο του ανθρþπου. Σ' üλη μας την Ιταλßα γρÜφουν ü,τι δεν σκÝπτονται, αυτοß που κατοικοýνε στην πατρßδα των ΚαισÜρων και των Αντωνßνων, δεν τολμοýνε νÜχουνε μιαν ιδÝα χωρßς την Üδεια ενüς Ιακωβßνου. ΘÜμουν ευχαριστημÝνος απü την ελευθερßα, που εμπνÝει τους ¢γγλους διανοουμÝνους, αν η εμπÜθεια κι η προκατÜληψη δεν καταστρÝφαν ü,τι Üξιο Ýχει αυτÞ η πολýτιμη ελευθερßα. Ο Αγαθοýλης παρατÞρησε Ýνα Μßλτωνα και ρþτησε αν θα εýρισκε ο ΠοκοκουρÜντης αυτüν τον συγγραφÝα μεγÜλον Üνθρωπο.
Ποιüν; εßπεν ο ΠοκοκουρÜντης, αυτüν το βÜρβαρο, που υπομνηματßζει φλυαρþτατα το πρþτο κεφÜλαιο της «ΓενÝσεως» σε δÝκα βιβλßα και σε στßχους τραχεßς; αυτüν τον χονδροειδÞ μιμητÞ των ΕλλÞνων, που παραμορφþνει τη δημιουργßα, κι ο οποßος, ενþ ο ΜωυσÞς παρασταßνει τον Αιþνιο να κÜμνη τον κüσμο με το λüγο, βÜζει τον Μεσσßα να παßρνη Ýνα μεγÜλο διαβÞτη απ' üνα ερμÜριο τουρανοý και να το δßνει του Θεοý να σχεδιÜση το Ýργο του; Εγþ θα εχτιμÞσω εκεßνον, που χÜλασε την κüλαση και το διÜβολο του ΤÜσσου, που μεταμορφþνει τον Εωσφüρο Üλλοτε σε βÜτραχο, Üλλοτε σε πυγμαßο; που τον βÜζει να επαναλαβαßνη εκατü φορÝς τα ßδια λüγια; που τον βÜζει να συζητÞ Θεολογßα; ο οποßος μιμοýμενος σοβαρÜ την κωμικÞν εýρεση των πυροβüλων üπλων απü τον Αριüστο, βÜζει τους διαβüλους να τραβοýνε κανονιÝς στον ουρανü; Οýτε σε μÝνα οýτε σε Üλλον κανÝνα στην Ιταλßα δε μπορÝσανε ν' αρÝσουν üλες αυτÝς οι θλιβερÝς παραδοξüτητες. Ο γÜμος της Αμαρτßας και του θανÜτου και τα φßδια, που γεννÜ η Αμαρτßα, προκαλοýνε τον Ýμετο κÜθε ανθρþπου με λεπτü γοýστο, κι η μακρυÜ του περιγραφÞ ενüς νοσοκομεßου εßναι καλÞ μονÜχα για νεκροθÜφτες. Αυτü το σκοτεινü, αλλüκοτο, κι αηδιαστικü ποßημα περιφρονÞθηκε στη γÝννησÞ του, το θεωρþ σÞμερα, üπως το θεωρÞσανε στην πατρßδα του οι σýγχρονοß του. Το κÜτου-κÜτου λÝγω ü,τι σκÝπτομαι και πολý λßγο με μÝλει, τι σκÝπτονται οι Üλλοι για μÝνα.
Ο Αγαθοýλης Þτανε λυπημÝνος απ' αυτÜ τα λüγια, σεβüτανε τον ¼μηρο, αγαποýσε λßγο το Μßλτωνα.
Αλßμονο! εßπε πολý σιγÜ στο Μαρτßνο ω! τι ανþτερος Üνθρωπος! μουρμοýρισε ανÜμεσα στα δüντια του. Τι μεγαλοφυßα αυτüς ο ΠοκοκουρÜντης! Τßποτε δεν μπορεß να του αρÝση.
Αφοý Ýτσι επιθεωρÞσανε üλα τα βιβλßα, κατεβÞκανε στον κÞπο. Ο Αγαθοýλης παßνεσε üλες του τις ομορφιÝς.
Δεν ξÝρω τßποτε τüσο κακοý γοýστου, εßπε ο οικοδεσπüτης, εßναι μικροπρÜγματα, αλλÜ απü αýριο θα φυτÝψω Üλλα με σχÝδιο πολý ευγενικþτερο.
¼ταν οι δυο φιλοπερßεργοι αποχαιρετÞσανε την εξοχüτητÜ του:
Λοιπüν, εßπε ο Αγαθοýλης στο Μαρτßνο, θα ομολογÞσετε, πως αυτüς, εßναι ο πιο ευτυχισμÝνος απü üλους τους ανθρþπους, γιατß ναι πÜνω απü ü,τι κατÝχει.
Δε βλÝπετε, πως τον αηδιÜζει ü,τι κατÝχει; Ο ΠλÜτων εßπε, δω και τüσον καιρü, πως τα καλýτερα στομÜχια δεν εßναι κεßνα, που αρνιοýνται üλες τις τροφÝς.
ΑλλÜ, εßπε ο Αγαθοýλης, δεν υπÜρχει ηδονÞ στο να κριτικÜρη κανεßς τα πÜντα, να αισθÜνεται ελαττþματα, εκεß που οι Üλλοι νομßζουνε, πως βλÝπουν ομορφιÝς;
ΠÜ να πη, απÜντησε ο Μαρτßνος, πως εßναι μια ηδονÞ το να μην Ýχης καμμιÜ ηδονÞ!
Ω! καλÜ, εßπε ο Αγαθοýλης, δεν υπÜρχει λοιπüν Üλλος ευτυχÞς απü μÝνα, üταν θα ξαναúδþ τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
Εßναι πÜντα καλü να ελπßζη κανεßς, εßπε ο Μαρτßνος. Ωστüσο οι μÝρες, οι μÞνες περνοýσανε. Ο Κακαμπüς δεν ερχüτανε καθüλου κι ο Αγαθοýλης Þτανε τüσο βυθισμÝνος στη λýπη του, που οýτε καν συλλογßστηκε, πως η ΠακÝττα κι ο αδερφüς ΓαρουφÜλης δεν Þρθανε να τον ευχαριστÞσουνε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV:  Για Ýνα δεßπνο, που Ýκανε ο Μαρτßνος μ' Ýξι ξÝνους και ποιοι Þτανε αυτοß.

¸να βρÜδι, που ο Αγαθοýλης κι ο Μαρτßνος πηγαßνανε να καθÞσουνε στο τραπÝζι μαζß με τους ξÝνους, που μÝνανε στο ßδιο ξενοδοχεßο, Ýνας Üνθρωπος καρβουνοπρüσωπος τον πλησßασε απü πßσω και πιÜνοντÜς τον απü το μπρÜτσο του εßπε:
ΕτοιμαστÞτε ν' αναχωρÞσετε μαζß μας, μην αρνηθÞτε. Γυρßζει και βλÝπει τον Κακαμπü. Ε, μονÜχα η θÝα της Κυνεγüνδης θα μποροýσε να τον εκπλÞξη και τον χαροποιÞση περισσüτερο. Λßγο Ýλειψε να τρελαθÞ απü χαρÜ. ΑγκαλιÜζει τον αγαπημÝνο του φßλο.
Η Κυνεγüνδη εßν' εδþ, χωρßς Üλλο; Ποý εßναι; ΠÞγαινÝ με κοντÜ της, για ν' αποθÜνω απü χαρÜ!
Η Κυνεγüνδη δεν εßν' εδþ, εßπεν ο Κακαμπüς, εßναι στην Κωσταντινοýπολη.
Α! ουρανÝ! στην Πüλη! ΑλλÜ και στην Κßνα νÜτανε, θα πετοýσα Ýως εκεß, πÜμε!
Θα φýγουμε μετÜ το δεßπνο, εßπε ο Κακαμπüς. Δε μπορþ να σας πω περισσüτερα, εßμαι σκλÜβος, ο αφÝντης μου με περιμÝνει, πρÝπει να πÜω να του σερβßρω στο τραπÝζι, μη λÝτε λÝξη, φÜτε και νÜστε Ýτοιμος.
Ο Αγαθοýλης, μισüς χαρÜ, μισüς λýπη, γοητευμÝνος, που ξανÜδε τον πιστü του υπηρÝτη, ξαφνισμÝνος, που τον εßδε σκλÜβο, γεμÜτος απü τη σκÝψη να ξανÜβρη την αγαπημÝνη του, με την καρδιÜ ταραγμÝνη το πνεýμα Üνω κÜτω, κÜθισε στο τραπÝζι με το Μαρτßνο, που παρακολουθοýσε με ψυχραιμßα üλες αυτÝς τις περιπÝτεις, μαζß με τους Üλλους Ýξι ξÝνους, που εßχαν Ýρθει να περÜσουνε τα καρναβÜλια στη Βενετßα.
Ο Κακαμπüς, που Ýχυνε κρασß σ' Ýναν απ' αυτοýς τους Ýξι ξÝνους, πλησßασε στ' αυτß του αφÝντη του, κατÜ το τÝλος του δεßπνου, και τοýπε:
Η ΜεγαλειüτητÜ σας ημπορεß ν' αναχωρÞση üποτε θÝλη, το καρÜβι εßναι Ýτοιμο.
Αφοý εßπε αυτÝς τις λÝξεις, βγÞκε Ýξω. Οι Üλλοι, που τρþγανε στο ßδιο τραπÝζι, κοιταζüντανε μ' Ýκπληξη χωρßς να προφÝρουνε λÝξη, üταν Ýνας δεýτερος υπηρÝτης πλησιÜζει τον αφÝντη του και του λÝγει:
Το φορεßο της ΜεγαλειüτητÜ σας εßναι στην ΠÜδοβα κι η βÜρκα Ýτοιμη. Ο αφÝντης Ýκαμε Ýνα σημÜδι κι ο υπηρÝτης βγÞκε Ýξω. ¼λοι οι Üλλοι ξανακοιταχτÞκανε πÜλι κι η κοινÞ Ýκπληξη διπλασιÜστηκε. ¸νας τρßτος υπηρÝτης πλησßασε επßσης Ýναν τρßτο ξÝνο και τοýπε:
Η ΜεγαλειüτητÜ σας δε θα μεßνη πολýν καιρü εδþ, θα τα ετοιμÜσω üλα. κι ευθýς εξαφανßστηκε.
Ο Αγαθοýλης κι ο Μαρτßνος δεν αμφιβÜλανε πως εßχαν εμπρüς τους μασκαρÜδες του καρναβαλιοý. ¸νας τÝταρτος υπηρÝτης εßπε στον τÝταρτον αφÝντη.
Η μεγαλειüτητÜ σας θ' αναχωρÞση, üποτε θÝλη, και βγÞκε Ýξω σαν τους Üλλους.
Ο πÝμπτος υπηρÝτης εßπε τα ßδια στον πÝμπτο αφÝντη. ΑλλÜ ο Ýχτος υπηρÝτης, μßλησε διαφορετικÜ στον Ýχτο αφÝντη, που καθüτανε πλÜι στον Αγαθοýλη.
Μα την πßστη μου, Μεγαλειüτατε, δε θÝλουνε πια να κÜνουνε πßστωση στη μεγαλειüτητÜ σας, οýτε και σε μÝνα,και μπορεß αξιüλογα απüψε να μας φυλακßσουνε και σας και μÝνα, πÜω να φροντßσω για τον εαυτü μου! Χαßρετε!
Αφοý üλοι οι υπηρÝτες εξαφανιστÞκανε, οι Ýξι ξÝνοι, ο Αγαθοýλης κι ο Μαρτßνος μÝνανε βυθισμÝνοι σε βαθειÜ σιγÞ. Επß τÝλους ο Αγαθοýλης τη διÜκοψε!
Κýριοι, εßπε, να μια μοναδικÞ αστειüτητα. Γιατß Þσαστε üλοι βασιλιÜδες; ¼σο μια μÝνα, σας ομολογþ, πως δεν εßμαι βασιλιÜς, καθþς κι ο φßλος ο Μαρτßνος.
Ο αφÝντης του Κακαμπü Ýλαβε τüτε με πολλÞ σοβαρüτητα το λüγο και εßπε ΙταλικÜ!
Δεν αστειεýομαι καθüλου! ΟνομÜζομαι ΜεχμÝτ ο Γος. ¸κανα ΣουλτÜνος πολλÜ χρüνια, εßχα εκθρονßσει τον αδερφü μου, ο ανεψιüς μου μ' εκθρüνισε, κüψανε τον λαιμü των βεζýρηδþν μου, αποτελειþνω τις μÝρες της ζωÞς μου μÝσα στο παλιü ΣαρÜι. Ο ανεψιüς μου, ο μÝγας σουλτÜνος Μαχμοýτ, μου επιτρÝπει να ταξιδεýω κÜποτε για την υγεßα μου, κι Ýτσι Þρθα να περÜσω τα καρναβÜλια στη Βενετßα.
¸νας νÝος, που βρισκüτανε πλÜι στον ΑχμÝτ μßλησε κατüπι και εßπε:
ΟνομÜζομαι ΙβÜν, Þμουν αυτοκρÜτορας πασþν των Ρωσσιþν, μ' εκθρüνισαν, üταν ακüμα Þμουνα στην κοýνια, τον πατÝρα μου και τη μητÝρα μου τη φυλακßσανε, μ' αναθρÝψανε μÝσα στη φυλακÞ, Ýχω κÜποτε την Üδεια να ταξιδεýω, συνοδευμÝνος απü τους φυλακÝς μου, κι Þρθα να περÜσω τα καρναβÜλια στη Βενετßα.
Ο τρßτος εßπε:
Εßμαι ο ΚÜρολος ΕδουÜρδος, βασιλιÜς της Αγγλßας, ο πατÝρας μου, μου παραχþρησε τα δικαιþματÜ του στη βασιλεßα, πολÝμησα για να τα υποστηρßξω, ξερριζþσανε την καρδιÜ απü οχτακüσιους του κüμματüς μου, και τους τη χτυπÞσανε στα μοýτρα, με βÜλανε στη φυλακÞ, πÜω στη Ρþμη να επισκεφτþ τον πατÝρα μου, εκθρονισμÝνον üπως κι εγþ κι ο παποýς μου, κι Þρθα να περÜσω τα καρναβÜλια στη Βενετßα.
Ο τÝταρτος εßπε:
Εßμαι βασιλιÜς των ΠολÜκων, η τýχη του πολÝμου μου στÝρησε τις κληρονομικÝς μου χþρες κι ο πατÝρας μου Ýπαθε το ßδιο, αφÞνομαι στη Θεßα Πρüνοια, üπως ο ΣουλτÜνος ΑχμÝτ, ο αυτοκρÜτορας ΙβÜν κι ο βασιλιÜς ΚÜρολος ΕδουÜρδος, στους οποßους Üμποτε ο Θεüς να δßνει χρüνια πολλÜ, κι Þρθα να περÜσω τα ΚαρναβÜλια στη Βενετßα.
Ο πÝμπτος εßπε:
Κι εγþ εßμαι βασιλιÜς των ΠολÜκων, Ýχασα δυο φορÝς το βασßλειü μου, αλλ' η Πρüνοια μου Ýδωσε Üλλο κρÜτος, στο üποιο Ýκανα τüσα αγαθÜ, üσα δεν κÜνανε üλοι οι βασιλιÜδες των Σαρματþν μαζß στις üχθες του Βιστοýλα. ΑφÞνομαι κι εγþ στη Θεßα Πρüνοια, κι Þρθα να περÜσω τα καρναβÜλια στη Βενετßα.
¸μενε να μιλÞση ο Ýχτος μονÜρχης.
Κýριοι, εßπε, δεν εßμαι τüσο μÝγας ΑφÝντης üπως εσεßς, αλλ' επß τÝλους υπÞρξα βασιλιÜς, üπως κÜθε βασιλιÜς, εßμαι ο Θεüδωρος, μ' εκλÝξανε βασιλιÜ της ΚορσικÞς, με ωνομÜσανε, Μεγαλειüτατον, αλλÜ τþρα μüλις μ' ονομÜζουνε Κýριο, Ýκοψα νομßσματα και δεν Ýχω οýτ' Ýνα δηνÜριο, Εßχα δυο γραμματεßς της Επικρατεßας, και δεν Ýχω Ýναν υπηρÝτη, εßχα καθÞσει σε θρüνο κι Ýμεινα πολýν καιρü, στη Λüντρα, φυλακÞ πÜνω στ' Üχερα, φοβοýμαι πολý, μην πÜθω τα ßδια κι εδþ, αν κι Þρθα να περÜσω, üπως οι ΜεγαλειüτητÝς σας, τα καρναβÜλια στη Βενετßα.
Οι Üλλοι πÝντε βασιλιÜδες ακοýσανε αυτÜ τα λüγια μ' ευγενικÞ συμπÜθεια: Ο καθÝνας απ' αυτοýς Ýδωκε εßκοσι τσεκßνια στο βασιλιÜ Θεüδωρο, για ν' αγορÜση ροýχα και πουκÜμισα, ο Αγαθοýλης του χÜρισε Ýνα διαμÜντι, πüκανε δυο χιλιÜδες τσεκßνια.
Ποιος νÜναι Üραγε αυτüς ο Üνθρωπος, λÝγανε οι πÝντε βασιλιÜδες, που μπορεß να δßνη εκατü φορÝς περισσüτερα απü μας και τα δßνει; ΜÞπως Þσαστε και σεις βασιλιÜς, κýριε;
¼χι, κýριοι, και δεν το επιθυμþ καθüλου! Την þρα, που φεýγανε απü το τραπÝζι, φτÜσανε στο ßδιο ξενοδοχεßο Ýξι γαληνüτατες υψηλüτητες, που εßχανε χÜσει ομοßως τα κρÜτη τους εξ αιτßας του πολÝμου και που Þρθανε να περÜσουνε τα καρναβÜλια στη Βενετßα. Αλλ' ο Αγαθοýλης δεν τους πρüσεξε καθüλου: Þτανε ολüτελα απασχολημÝνος να πÜη νÜβρη την αγαπημÝνη του Κυνεγüνδη στην Κωνσταντινοýπολη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVI: Ταξßδι του Αγαθοýλη στην Κωνσταντινοýπολη

Ο πιστüς Κακαμπüς εßχε καταφÝρει τον τοýρκο πλοßαρχο, που θα μετÝφερνε το σουλτÜνο ΑχμÝτ στην Κωσταντινοýπολη, να δεχτÞ στο καρÜβι τον Αγαθοýλη και το Μαρτßνο. κι ο Ýνας κι ο Üλλος επιβιβαστÞκανε, αφοý πρþτα προσκυνÞσανε την Üθλια ΜεγαλειüτητÜ του. Ο Αγαθοýλης, ενþ βαδßζανε προς το καρÜβι, Ýλεγε στο Μαρτßνο:
Να, ωστüσο, Ýξι ξεθρονισμÝνοι βασιλιÜδες, με τους οποßους δειπνÞσαμε! κι επß πλÝον μÝσα σ' αυτοýς τους Ýξι υπÞρχε κι Ýνας, που τοýκανα ελεημοσýνη. ºσως υπÜρχουνε πολλοß Üλλοι πρßγκιπες πιο κακüτυχοι. Εγþ Ýχασα μüνο Ýξι πρüβατα και τþρα πετþ στην αγκαλιÜ της Κυνεγüνδης. ΑγαπητÝ μου Μαρτßνε, Üλλη μια φορÜ ο Παγγλþσης εßχε δßκιο, πως üλα εßναι καλÜ.
Το εýχομαι, εßπε ο Μαρτßνος.
ΑλλÜ, επανÜλαβε ο Αγαθοýλης, να μια περιπÝτεια πολý ολßγο αληθοφανÞς, που μας Ýτυχε στη Βενετßα. Δεν Ýχει ποτÝς ακουστÞ Þ ειπωθÞ, πως Ýξι βασιλιÜδες ξεθρονισμÝνοι δειπνÞσανε μαζß σε μια ταβÝρνα.
Αυτü δεν εßναι περισσüτερο παρÜξενο, εßπε ο Μαρτßνος, απü τα περισσüτερα πρÜγματα, που μας συμβÞκανε. Εßναι πολý κοινü πρÜγμα να ξεθρονßζονται βασιλιÜδες. κι εξüν απü την τιμÞ, που λÜβαμε να δειπνÞσομε μαζß τους, εßναι κÜτι, που δεν αξßζει το προσÝξουμε περισσüτερο. Δεν ενδιαφÝρει με ποιους συντρþγει κανεßς, αρκεß να τρþγει καλÜ!
Μüλις ο Αγαθοýλης μπÞκε στο καρÜβι, πÞδησε στο λαιμü του παλιοý του υπηρÝτη, του φßλου του Κακαμπü.
Ε, λοιπüν; τον ερþτησε, τι κÜμνει η Κυνεγüνδη; Εßναι πÜντα θαýμα ομορφιÜς; Μ' αγαπÜ πÜντα; Πþς εßναι; Της αγüρασες κανÝνα παλÜτι στην Πüλη;
ΑγαπητÝ μου κýριε, απÜντησε ο Κακαμπüς, η Κυνεγüνδη πλÝνει στην Προποντßδα τα πιÜτα ενüς πρßγκιπα, που δεν Ýχει αρκετÜ πιÜτα. Εßναι σκλÜβα στο σπßτι ενüς παλιοý ηγεμüνα, που ονομÜζεται Ραγκüνσκης, στον οποßον ο μÝγας σουλτÜνος δßνει τρßα σκοýδα την ημÝρα κι Üσυλο, ΑλλÜ το πιο θλιβερü, εßναι, που Ýχασε την ομορφιÜ της και που Ýγινε φριχτÜ Üσκημη.
Αχ! ωραßα Þ Üσκημη, εßπε ο Αγαθοýλης, εßμαι τßμιος Üνθρωπος και καθÞκο μου εßναι να την αγαπþ παντοτεινÜ. ΑλλÜ πþς μπüρεσε να ξεπÝση σ' αυτÞ την ελεεινÞ κατÜσταση με τα πÝντε Ýως Ýξι εκατομμýρια, που εßχες πÜρει μαζß σου;
ΚαλÜ, εßπε ο Κακαμπüς, μου χρειαστÞκανε να δþσω δυο στο σενüρ ντον ΦερνÜνδο ντ' ΙμπαρÜα, υ ΦιγγουÝρα, υ ΜασκαρÝνες, υ Λαμποýρδος, υ Σοýζα, κυβερνÞτη του ΜπουÝνος-¢υρες, για να λÜβω την Üδεια να ξαναπÜρω τη δεσποινßδα Κυνεγüνδη, Ýνας πειρατÞς κατüπι μας ξεγýμνωσε απ' ü,τι μας Ýμεινε. Αυτüς ο πειρατÞς μας Ýφερε στο ακρωτÞριο ΜαταπÜν, στη ΜÞλο, στην Ικαρßα, στη ΣÜμο, στην ΠÝτρα, στα ΔαρδανÝλλια, στο ΜαρμαρÜ, στο Σκοýταρι. Η Κυνεγüνδη κι η γριÜ υπηρετοýνε σ' αυτüν τον πρßγκιπα, για τον οποßον σας μßλησα, κι εγþ εßμαι σκλÜβος του ξεθρονισμÝνου σουλτÜνου.
Τι τρομερÜ δυστυχÞματα δεμÝνα τüνα με τÜλλο σαν αλυσßδα! εßπε ο Αγαθοýλης. Μα το κÜτω-κÜτω μου μÝνουν ακüμα λßγα διαμÜντια, θα λευτερþσω εýκολα την Κυνεγüνδη. Εßναι μεγÜλη συφορÜ, που Ýγινε τüσο Üσκημη.
¸πειτα, γυρßζοντας στο Μαρτßνο:
Ποιος, νομßζετε, πως εßναι πιο αξιολýπητος απü το σουλτÜνο ΑχμÝτ, τον αυτοκρÜτορα ΙβÜν, το βασιλιÜ ΚÜρολο- ΕδουÜρδο και μÝνα;
Δεν ξÝρω, εßπε ο Μαρτßνος, θÜπρεπε νÜμαι μÝσα στις καρδιÝς σας για να το γνωρßζω.
Αχ! εßπε ο Αγαθοýλης, αν Þταν εδþ ο Παγγλþσσης, θα τüξερε και θα μας το μÜθαινε.
Δεν ξÝρω με ποια ζυγαριÜ ο Παγγλþσσης σας μποροýσε να ζυγιÜζη τα δυστυχÞματα των ανθρþπων να εχτιμÜ τις λýπες τους. ¼,τι πιστεýω εßναι, πως υπÜρχουν εκατομμýρια Üνθρωποι πÜνω στη γη πιο αξιολýπητοι απü το βασιλιÜ ΕδουÜρδο, τον αυτοκρÜτορα ΙβÜν και το σουλτÜνο ΑχμÝτ.
Αυτü εßναι πολý πιθανü, εßπε ο Αγαθοýλης.
Σε λßγες μÝρες φτÜσανε στο Βüσπορο. Ο Αγαθοýλης πρþτα- πρþτα ξαγüρασε τον Κακαμπü πολý ακριβÜ, και, δßχως να χÜνη καιρü, ρßχτηκε σε μια γαλÝρα με τους συντρüφους του, για να πÜη στις αχτÝς της Προποντßδας να ζητÞση την Κυνεγüνδη, üσο Üσκημη κι αν Þτανε.
ΥπÞρχανε μÝσα στους κατÜδικους, που τραβοýσανε κουπß, δυο, που τραβοýσανε πολý κακÜ και στους οποßους ο λεβαντßνος πλοßαρχος Ýδινε απü καιρü σε καιρü μερικÝς χτυπιÝς μ' Ýνα βοýνευρο στις γυμνÝς τους πλÜτες. Ο Αγαθοýλης μ' Ýνα πολý φυσικü κßνημα τους κοιτοýσε προσεχτικÜ και τους πλησßασε με σπλÜχνος. ΜερικÜ χαραχτηριστικÜ του μεταμορφωμÝνου προσþπου των του φανÞκανε, πως μοιÜζουνε λιγÜκι με του Παγγλþσση και του δυστυχισμÝνου Ιησουßτη, αυτοý του βαρþνου, του αδερφοý της Κυνεγüνδης. ΑυτÞ η σκÝψη τον συγκßνησε και τον λýπησε. Τους παρατÞρησε ακüμα πιο προσεχτικþτερα.
ΑληθινÜ, εßπε στον Κακαμπü, αν δεν εßχα ιδεß με τα μÜτια μου να κρεμÜνε το δüχτορα Παγγλþσση κι αν δεν εßχα τη δυστυχßα να σκοτþσω το βαρþνο, θα πßστευα, πως εßναι αυτοß, που τραβοýνε κουπß μÝσα σ' αυτÞ τη γαλÝρα.
Μüλις ακοýσανε τα ονüματα Παγγλþσσης και βαρþνος, οι δυο κατÜδικοι βγÜλανε μεγÜλο ξεφωνητü, σταματÞσανε πÜνω στον μπÜγκο τους, αφÞνοντας τα κουπιÜ τους να πÝσουνε.
Ο λεβαντßνος πλοßαρχος Ýτρεξε καταπÜνω τους και οι χτυπιÝς του βοýνευρου πÝφτανε βροχÞ.
ΣτÜσου! στÜσου! Üρχοντα, φþναξε ο Αγαθοýλης, θα σας δþσω üσα χρÞματα θÝλετε.
Πþς! εßναι ο Αγαθοýλης, Ýλεγε ο Ýνας απü τους κατÜδικους.
Πþς! εßναι ο Αγαθοýλης, Ýλεγε ο Üλλος.
Εßναι üνειρο; Ýλεγε ο Αγαθοýλης, εßμαι ξýπνιος; εßμαι μÝσα σ' αυτÞ τη γαλÝρα; Αυτüς εßναι ο κýριος βαρþνος, που τον σκüτωσα; Αυτüς εßναι ο διδÜσκαλος Παγγλþσσης, που τον εßδα να τον κρεμÜνε;
Εßμαστε μεις, εßμαστε μεις! απαντοýσαν εκεßνοι.
Πþς! αυτüς εßναι ο μÝγας φιλüσοφος; Ýλεγε ο Μαρτßνος.
Ε! κýριε λεβαντßνε πλοßαρχε, πüσα θÝλετε για την αγορÜ του κυρßου Τοýντερ-τεν-τρονκ, ενüς απü τους πρþτους βαρþνους της αυτοκρατορßας, και του κυρßου Παγγλþσση, του βαθýτερου μεταφυσικοý της Γερμανßας;
Σκýλλε χριστιανÝ, απÜντησε ο λεβαντßνος πλοßαρχος, αφοý αυτοß οι δυο σκυλλοχριστιανοß κατÜδικοι εßναι βαρþνοι και μεταφυσικοß, κι αυτÜ θÜναι μεγÜλα αξιþματα στον τüπο τους, θα μου δþσης πενÞντα χιλιÜδες τσεκßνια.
Θα τα λÜβετε, κýριε, οδηγÞστε με σαν αστραπÞ στην Κþσταντινοýπολη και θα πληρωθÞτε αμÝσως. Αλλ' üχι, οδηγÞστε με στη δεσποινßδα Κυνεγüνδη.
Ο λεβαντßνος πλοßαρχος με την πρþτη προσφορÜ του Αγαθοýλη εßχε γυρßσει την πλþρη προς την Πüλη και το καÀκι Ýτρεχε με τα κουπιÜ γρηγορþτερα απ' üσο Ýνα πουλß σκßζει τους αÝρες.
Ο Αγαθοýλης φßλησε εκατü φορÝς τον Παγγλþσση και το βαρþνο.
Και πþς συνÝβη να μη σας Ýχω σκοτþσει, κýριε βαρþνε; και σεις, αγαπητÝ μου Παγγλþσση, πþς βρßσκεστε στη ζωÞ, αφοý σας κρεμÜσανε; Και γιατß κι οι δυο εßστε καταδικασμÝνοι σε καταναγκαστικÜ Ýργα στην Τουρκßα;
Εßναι αλÞθεια, πως η αγαπημÝνη μου αδερφÞ βρßσκεται σ' αυτüν τον τüπο; ρωτοýσε ο βαρþνος.
Ναι, απαντοýσε ο Κακαμπüς.
ΞαναβλÝπω λοιπüν τον αγαπητü μου Αγαθοýλη, Ýλεγε ο Παγγλþσσης.
Ο Αγαθοýλης τους παρουσßασε το Μαρτßνο και τον Κακαμπü. ΦιληθÞκανε üλοι τους. Μιλοýσανε üλοι μαζß. Η γαλÝρα πετοýσε, σε λßγο Þσαν μÝσα στο λιμÜνι. Φþναξαν Ýναν Εβραßο, στον οποßον ο Αγαθοýλης ποýλησε για πενÞντα χιλιÜδες τσεκßνια Ýνα διαμÜντι, που κüστιζε εκατü χιλιÜδες. Ο Εβραßος ωρκιζüτανε στ' üνομα του ΑβραÜμ, πως δε μποροýσε να δþση περισσüτερα. ΠλÞρωσε αμÝσως τη ξαγορÜ του βαρþνου και του Παγγλþσση. Ο τελευταßος Ýπεσε στα πüδια του ευεργÝτη του και τÜβρεξε με δÜκρυα. Ο βαρþνος τον ευχαρßστησε με μια κλßση της κεφαλÞς και υποσχÝθηκε να επιστρÝψη αυτÜ τα χρÞματα σε πρþτη ευκαιρßα.
Αλλ' εßναι δυνατü η αδερφÞ μου να βρßσκεται στην Τουρκßα;
Τßποτε δεν εßναι δυνατþτερο απ' αυτü, απÜντησε ο Κακαμπüς, αφοý πλÝνει τα πιÜτα ενüς πρßγκιπα της Τρανσυλβανßας.
ΦωνÜξανε αμÝσως Üλλους δυο Εβραßους, ο Αγαθοýλης, ποýλησε κι Üλλα διαμÜντια, και φýγανε üλοι τους με μιαν Üλλη γαλÝρα για να πÜνε να βροýνε την Κυνεγüνδη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVII: Τι συνÝβη σε Αγαθοýλη, Κυνεγüνδη, Παγγλþσση, Μαρτßνο κλπ.

Συγγνþμην Üλλη μια φορÜ. εßπε ο Αγαθοýλης στον βαρþνο, αιδεσιμþτατε πÜτερ, που σας Ýδωκα μια σπαθιÜ πÝρα ως πÝρα.
Ας μη ξαναμιλÞσουμε γι' αυτü, απÜντησε ο βαρþνος, ομολογþ, πως υπÞρξα λιγÜκι ζωηρüς, αλλ' αφοý θÝλετε να μÜθετε ποια τýχη μ' Ýρριξε σε καταναγκαστικÜ Ýργα, θα σας πω, πως αφοý με γιÜτρεψε απü τις πληγÝς μου ο αδερφüς φαρμακοποιüς του κολλεγßου, Ýνα σþμα Ισπανικü μας επετÝθηκε και μ' αιχμαλþτησε. Με βÜλανε φυλακÞ στο ΒουÝνος ¢υρες, λßγο καιρü μετÜ που η αδερφÞ μου εßχε αναχωρÞσει. ΖÞτησα να με πÜνε στη Ρþμη, στον αδερφü στρατηγü. Εκεß με διωρßσανε στην Κωσταντινοýπολη παπÜ του πρεσβευτÞ της Γαλλßας. Δεν εßχα οχτþ μÝρες, που ανÜλαβα τα καθÞκοντÜ μου, üταν συνÜντησα κÜποιο βρÜδυ Ýνα νεαρü τσογλÜνι, πολý ωραßα φκιασμÝνο. ¸καμνε ζÝστη: το παιδß θÝλησε να κÜνη μπÜνιο, δεν Ýχασα την ευκαιρßα να κÜνω κι εγþ Ýνα μπÜνιο. Δεν Þξερα, πως θÜτανε θανÜσιμο Ýγκλημα για Ýνα χριστιανü να βρεθÞ ολüγυμνος μ' Ýνα νεαρü μουλσουμÜνο. ¸νας καδÞς διÜταξε να μου δþσουν εκατü ξυλιÝς στις πατοýσες των ποδιþν και με καταδßκασε σε καταναγκαστικÜ Ýργα. Δεν πιστεýω νÜχη γßνη ως τþρα φριχτüτερη αδικßα. ΑλλÜ θÜθελα να ξÝρω, γιατß η αδερφÞ μου βρßσκεται στην κουζßνα ενüς Τρανσυλβανοý ηγεμüνα, πüχει καταφýγει στην Τουρκßα.
ΑλλÜ σας, αγαπητÝ μου Παγγλþσση, πþς συνÝβη να σας ξαναúδþ; εßπε ο Αγαθοýλης.
ΑληθινÜ, εßπε ο Παγγλþσσης, με εßδατε κρεμασμÝνο, φυσικÜ þφειλα να καþ ζωντανüς, αλλÜ θυμÜστε, πως εßχε πιÜσει καταιγßδα, τη στιγμÞ, που πηγαßνανε να με ψÞσουν, η καταιγßδα Þτανε τüσο σφοδρÞ, που απελπιστÞκανε, πως θ' ανÜβανε τη φωτιÜ, με κρεμÜσανε λοιπüν γιατß δεν μπορÝσανε να κÜνουνε τßποτε καλýτερο, Ýνας χειροýργος αγüρασε το σþμα μου, το πÞγε σπßτι του για να του κÜνει ανατομßα. Μοýκαμε στην αρχÞ μια σταυροειδÞ τομÞ απü τον αφαλü Ýως τον þμο. ΑλλÜ κανεßς δεν μπορεß νÜχει κρεμαστÞ τüσο κακÜ, üσο εγþ. Ο εκτελεστÞς των υψηλþν Ýργων της ΙερÜς ΕξÝτασης, που Þτανε υποδιÜκονος, Ýκαιε τους ανθρþπους, να ποýμε την αλÞθεια, θαυμÜσια, αλλÜ δεν Þτανε συνειθισμÝνος να τους κρεμÜ: το σκοινß Þτανε βρεμÝνο, δε λýγιζε και δÝθηκε Üσκημα, τÝλος ανÜπνεα ακüμα. ΑυτÞ η τομÞ μ' Ýκανε να βγÜλω μια τρομερÞ φωνÞ, που ο χειροýργος μου Ýπεσε τ' ανÜσκελα, και νομßζοντας, πως Ýσκιζε το διÜβολο, Ýφυγε πεθαμÝνος του φüβου και μÜλιστα, καθþς Ýτρεχε, γκρεμßστηκε απü τη σκÜλα. Η γυναßκα του, απüνα πλαγινü δωμÜτιο, Ýτρεξε, σαν Üκουσε το θüρυβο: με εßδε ξαπλωμÝνο στο τραπÝζι με τη σταυροειδÞ τομÞ μου, τρüμαξε περισσüτερο απü τον Üνδρα της, τοýδωσε γρÞγορα κι Ýπεσε πÜνω του στη σκÜλα. ¼ταν συνÞρθανε λιγÜκι, Üκουσα τη γυναßκα του χειροýργου να λÝη στον Üντρα της:
Γιατß, καλÝ μου, σου κατÝβηκε να κÜνης ανατομßα σ' Ýναν αιρετικü; δεν ξÝρεις, πως ο διÜβολος κατοικεß πÜντα μÝσα στο σþμα αυτþν των ανθρþπων; ΠÜω γρÞγορα να φωνÜξω Ýναν παπÜ να τον ξορκßση. Μ' Ýπιασε τρεμοýλα, σαν Üκουσα αυτÞν την απüφαση κι Ýμασα τις λßγες δυνÜμεις, που μ ' απüμειναν, για να φωνÜξω:
ΛυπηθÞτε με!

ΤÝλος Ýνας ΠορτογÜλλος μπαρμπÝρης Ýδειξε κουρÜγιο: ξανÜραψε το δÝρμα μου, ακüμα κι η γυναßκα του με φρüντισε, σηκþθηκα στο πüδι μÝσα σε δεκαπÝντε μÝρες. Ο μπαρμπÝρης μου βρÞκε δουλιÜ, κι Ýγινα λακÝς ενüς ΜαλτÝζου ιππüτη, που πÞγαινε στη Βενετßα, αλλ' επειδÞ ο κýριüς μου δεν εßχε να με πληρþση, μπÞκα στην υπηρεσßα ενüς ΒενετσÜνου εμπüρου και τον ακολοýθησα στην Κωσταντινοýπολη.
Μια μÝρα μου κατÝβηκε να μπω σ' Ýνα τζαμß, Þτανε μÝσα μονÜχα Ýνας γÝρος ΙμÜμης και μια νÝα θρÞσκα, πολý νüστιμη, που προσευχüτανε, το στÞθος της Þτανε üλο ξεσκÝπαστο: εßχε ανÜμεσα στα δυο βυζιÜ της Ýνα ωραßο μπουκÝττο απü λαλÝδες, τριαντÜφυλλα, ανεμþνες, βατρÜχια, ζουμποýλια, ηρÜνθεμα.
ΞαφνικÜ της πÝφτει το μπουκÝττο, το σÞκωσα και το ξανÜβαλα στη θÝση του με πολλÞ προθυμßα και σεβασμü. ¢ργησα üμως τüσο πολý σ' αυτÞ τη δουλιÜ, που ο ΙμÜμης θýμωσε και βλÝποντας, πως εßμαι χριστιανüς, φþναξε βοÞθεια. Με πÞγανε στον κατÞ, ο οποßος Ýβαλε να μου δþσουν εκατü ξυλιÝς μ' Ýνα πÝταυρο στις πατοýσες των ποδιþν, και μ' Ýστειλε στα καταναγκαστικÜ Ýργα. Μ' αλυσσοδÝσανε ακριβþς στην ßδια γαλÝρα και στον ßδιο μπÜγκο με τον κýριο βαρþνο. ¹τανε μαζß μας τÝσσερις νÝοι απü τη Μασσαλßα, πÝντε ναπολιτÜνοι παπÜδες, και δυο καλογÝροι απü την ΚÝρκυρα, που μας εßπανε, πως παρüμοια επεισüδια συμβαßνουνε κÜθε μÝρα. Ο κýριος βαρþνος υποστÞριζε, πως αδικÞθηκε πολý περισσüτερο απü μÝνα, εγþ υποστÞριζα, πως Þτανε λιγþτερο κακü να ξαναβÜλη κανεßς Ýνα μπουκÝττο στο στÞθος μιας γυναßκας, παρÜ να βρεθÞ ολüγυμνος μ' Ýνα τσογλÜνι. Συζητοýσαμε ακατÜπαυτα και τρþγαμε εßκοσι χτυπιÝς με βοýνευρο την ημÝρα, üταν η αιτιþδης αλληλουχßα των γεγονüτων του κüσμου τοýτου σας Ýφερε στη γαλÝρα μας, üπου μας ξαγορÜσατε.
ΚαλÜ λοιπüν, αγαπητÝ μου Παγγλþσση, του ο Αγαθοýλης, üταν σας κρεμÜσανε, σας σκßζανε, σας τσακßζανε στο ξýλο και τραβοýσατε κουπß στις γαλÝρες, σκεφτüσαστε πÜντα, πως üλα εßνε Üριστα σ' αυτü τον κüσμο;
¸χω πÜντα την πρþτη μου γνþμη, απÜντησε ο Παγγλþσσης, γιατß επß τÝλους εßμαι φιλüσοφος, δεν ταιριÜζει ν' αναιρþ τα λüγια μου. Ο ΛÜιμπνιτς δε μπορεß νÜχει λÜθος, κι εξ Üλλου η προûπÜρχουσα Αρμονßα εßναι τ' ωραιüτερο πρÜγμα του κüσμου, üσο και το πλÞρες κι η αιθÝρια ýλη.

XXIΙX ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Πþς ο Αγαθοýλης ξανÜβρε την Κυνεγüνδη και τη γριÜ

Ενþ ο Αγαθοýλης, ο βαρþνος, ο Παγγλþσσης, ο Μαρτßνος κι ο Κακαμπüς διηγüντανε τις περιπÝτειÝς τους, και συζητοýσανε για τα γεγονüτα τα τυχαßα Þ μη τυχαßα του κüσμου τοýτου και για τις αιτßες και τ' αποτελÝσματα, για το ηθικü κακü και το φυσικü κακü, για την ελευθερßα και την αναγκαιüτητα, για τις παρηγοριÝς, που μπορεß νÜχη κανεßς, üταν βρßσκεται στα κÜτεργα στην Τουρκßα, πλησιÜσανε τις αχτÝς της Προποντßδας, στο σπßτι του Τρανσυλβανοý πρßγκιπα. Τα πρþτα πρÜγματα, που εßδαν, Þτανε η γριÜ κι η Κυνεγüνδη, που απλþνανε πετσÝτες στα σκοινιÜ να στεγνþσουνε.
Ο βαρþνος κιτρßνισε, σαν τις εßδε. Ο τρυφερüς ερωτευμÝνος Αγαθοýλης, σαν εßδε την ωραßα του Κυνεγüνδη μαυρισμÝνη, με τα μÜτια βαθουλωμÝνα, το στÞθος πεσμÝνο, τα μÜγουλα ζαρωμÝνα, τα χÝρια κüκκινα και ροζωμÝνα, πισωδρüμησε τρßα βÞματα, üλος φρßκη, και προχþρησε κατüπι με καλωσýνη.
Εκεßνη φßλησε τον Αγαθοýλη και τον αδερφü της: οι δυο τους τη γριÜ: ο Αγαθοýλης τις ξαγüρασε και τις δυο.
ΥπÞρχε Ýνα μικρü χτÞμα κει κοντÜ, η γριÜ πρüτεινε στον Αγαθοýλη να εγκατασταθοýν εκεß, περιμÝνοντας þσπου üλοι τους να βροýνε καλýτερη τýχη. Η Κυνεγüνδη δεν Þξερε, πως εßχε ασκημÞνει, γιατß κανεßς δεν της τüχε πει: θýμισε στον Αγαθοýλη τις υποσχÝσεις του μ' Ýνα τüνο τüσο απüλυτο, που ο καλüς Αγαθοýλης δεν τüλμησε ν' αρνηθÞ. ΔÞλωσε λοιπüν στο βαρþνο, πως θα παντρευüτανε την αδερφÞ του.
Δε θ' ανεχτþ ποτÝς, απÜντησε ο βαρþνος, τÝτοια ταπεßνωση απü μÝρος της και τÝτοια αυθÜδεια απü μÝρος σας, αυτÞν την ατιμßα δε θα την ανεχτþ ποτÝ! γιατß τα παιδιÜ της αδερφÞς μου δε θα μπορÝσουνε να μπουν στο εκκλησιαστικü στÜδιο της Γερμανßας. ¼χι! η αδερφÞ μου θα παντρευτÞ μοναχÜ Ýνα βαρþνο της αυτοκρατορßας.
Η Κυνεγüνδη ρßχτηκε στα πüδια του και τα Ýβρεξε με δÜκρυα, εκεßνος Þτανε ανÝνδοτος.
ΘεοπÜλαβε, του φþναξε ο Αγαθοýλης, σε γλýτωσα απü τα κÜτεργα, πλÞρωσα την ξαγορÜ σου, πλÞρωσα την ξαγορÜ της αδερφÞς σου, που Ýπλυνε πιÜτα, που εßναι Üσκημη κι Ýχω την καλωσýνη να την κÜνω γυναßκα μου κι Ýχεις την απαßτηση ακüμα ν' αρνιÝσαι. Θα σε ξανασκοτþσω, αν υπακοýσω στην οργÞ μου.
Μπορεßς να με σκοτþσης Üλλη μια φορÜ, αλλÜ δε θα παντρευτÞς την αδερφÞ μου, ενüσω εγþ ζω!

                              ΣυμπÝρασμα

Ο Αγαθοýλης, στο βÜθος της καρδιÜς του, δεν εßχε καμιÜν επιθυμßα να παντρευτÞ την Κυνεγüνδη, αλλ' η Ýσχατη αναßδεια του βαρþνου τον Ýκανε ν' αποφασßση το γÜμο, και η Κυνεγüνδη τον επßεζε τüσο πολý, που δε μπüρεσε ν' αναιρÝση το λüγο του. Συβουλεýτηκε τον Παγγλþσση, το Μαρτßνο, και τον πιστü Κακαμπü. Ο Παγγλþσσης εσýνταξε Ýνα ωραßο υπüμνημα, με το οποßο απüδειχνε, πως ο βαρþνος δεν εßχε κανÝνα δικαßωμα πÜνω στην αδερφÞ του και πως εκεßνη μποροýσε, σýμφωνα με τους νüμους της αυτοκρατορßας, να παντρευτÞ τον Αγαθοýλη εξ αριστερÜς χειρüς. Ο Μαρτßνος γνωμοδüτησε να ρßξουνε το βαρþνο στη θÜλασσα. Ο Κακαμπüς πρüτεινε να τον παραδþσουνε στο λεβαντßνο πλοßαρχο να τον ξαναβÜλουνε στα καταναγκαστικÜ Ýργα, και μετÜ να τον στεßλουνε στον πατÝρα στρατηγü στη Ρþμη με το πρþτο καÀκι. Η γνþμη του θεωρÞθηκε πολý καλÞ, η γριÜ την ενÝκρινε, δεν εßπανε τßποτε της αδερφÞς του, με λßγα χρÞματα το σχÝδιο εκτελÝσθηκε κι εßχανε την ευχαρßστηση, που πιÜσαν Ýναν ιησουßτη και τιμωρÞσανε την αλαζονεßα ενüς Γερμανοý βαρþνου.
¹τανε πολý φυσικü να φανταστÞ κανεßς, πως ο Αγαθοýλης ýστερ' απü τüσες συμφορÝς, παντρεμÝνος με την αγαπημÝνη του και ζþντας με το φιλüσοφο Παγγλþσση, το φιλüσοφο Μαρτßνο, το συνετü Κακαμπü και τη γριÜ, Ýχοντας εξ Üλλου φερμÝνα τüσα πολλÜ διαμÜντια απü την πατρßδα των παλαιþν ΙνκÜς, θα περνοýσε την πιο ευχÜριστη ζωÞ στον κüσμο. ΑλλÜ τον εßχανε τüσο κατακλÝψει οι Εβραßοι þστε δεν τοýμενε τßποτες Üλλο απü το μικρü του χτÞμα, η γυναßκα του ασκημαßνοντας μÝρα με την ημÝρα περισσüτερο γινüτανε πεισματιÜρα κι ανυπüφορη, η γριÜ Þτανε αρρωστιÜρα κι ακüμα πιο μουρμοýρα απü τη Κυνεγüνδη. Ο Κακαμπüς, που δοýλευε στο περιβüλι και πÞγαινε να πουλÞ λαχανικÜ στην Κωσταντινοýπολη, Þτανε κατασκοτωμÝνος απü τη δουλιÜ και καταριüτανε τη μοßρα του. Ο Παγγλþσσης Þτανε απελπισμÝνος, που δεν Ýλαμπε σε κανÝνα πανεπιστÞμιο της Γερμανßας. ¼σο για το Μαρτßνο, Þτανε σταθερÜ πεπεισμÝνος, πως παντοý εßναι κανεßς εξßσου κακÜ: και δεχüτανε τα πρÜγματα υπομονετικÜ! Ο Αγαθοýλης ο Παγγλþσσης κι ο Μαρτßνος συζητοýσανε κÜποτε μεταφυσικÞ και ηθικÞ. ΒλÝπανε συχνÜ να περνοýνε κÜτου απü τα παρÜθυρα της Ýπαυλης καÀκια φορτωμÝνα εφÝντηδες, πασÜδες, κατÞδες, που τους Ýστελνε ο σουλτÜνος εξορßα στη ΛÞμνο, στη ΜυτιλÞνη στην Ερζεροýμ, βλÝπανε να Ýρχονται Üλλοι κατÞδες, Üλλοι πασÜδες, Üλλοι εφÝντηδες, που αντικαθιστοýσανε τους εξωρισμÝνους και που τους εξορßζανε κι αυτοýς με τη σειρÜ τους, βλÝπανε κεφÜλια καθαρισμÝνα απü τα αßματα, παραγεμισμÝνα με Üχερα, που τα πηγαßνανε να τα παρουσιÜσουνε στην ΥψηλÞ Πýλη. ΑυτÜ τα θεÜματα διπλασιÜσανε τις συζητÞσεις κι üσον δε συζητοýσανε, η ανßα Þτανε τüσο υπερβολικÞ, που η γριÜ τüλμησε μια μÝρα να τους πη:
ΘÜθελα να ξÝρω τι ναι χειρüτερο: νÜχεις βιαστÞ εκατü φορÝς απü νÝγρους πειρατÝς, να σοýχουν κüψει τüνα κωλομÝρι, νÜχης ξυλοκοπηθÞ απü τους ΒουλγÜρους, νÜχης μαστιγωθÞ και κρεμαστÞ σ' Ýνα Üουτο- νταφÝ, νÜχης σκιστÞ με το μαχαßρι, νÜχης τραβÞξη κουπß σε γαλÝρα, νÜχης üλες τις δυστυχßες, που Ýχουμε μεις περÜσει, Þ να μÝνης δω, χωρßς να κÜμνης τßποτα;
Εßναι σπουδαßο το θÝμα, απÜντησε ο Αγαθοýλης, αυτÜ τα λüγια προκαλÝσανε νÝες σκÝψεις,
κι ο Μαρτßνος Ýβγαλε το συμπÝρασμα, πως ο Üνθρωπος Ýχει γεννηθÞ για να ζη μÝσα σε σπασμοýς ανησυχßας Þ μÝσα στο λÞθαργο τη πλÞξης. Ο Αγαθοýλης δε συμφωνοýσε, αλλÜ και δεν βεβαßωνε τßποτα. Ο Παγγλþσσης ομολογοýσε, πως εßχε πÜντα φριχτÜ υποφÝρει, αλλ' αφοý υποστÞριξε μια φορÜ, πως üλα Þτανε θαυμÜσια, το υποστÞριζε πÜντα, αν και δεν το πßστευε καθüλου.
¸να γεγονüς επιβεβαßωσε τελειωτικÜ τα αποτρüπαια αξιþματα του Μαρτßνου κι Ýκανε τον Αγαθοýλη ν' αμφιβÜλη περισσüτερο απü κÜθε φορÜ και τον Παγγλþσση να τα χÜση. Εßδανε μια μÝρα να ζυγþνουνε στο χτÞμα τους η ΠακÝττα κι ο αδερφüς ΓαρουφÜλης σε κατÜσταση Ýσχατης δυστυχßας. Εßχανε φÜγει πολý γρÞγορα τις τρεις χιλιÜδες πιÜστρα, χωρßσανε, τα ξαναφκιÜσανε, ξαναμαλλþσανε, τους βÜλανε στη φυλακÞ, το σκÜσανε, και τÝλος ο αδερφüς ΓαρουφÜλης τοýρκεψε! Η ΠακÝττα ξακολουθοýσε παντοý το επÜγγελμÜ της και δεν κÝρδιζε τßποτα.
Τüχα προβλÝψει, εßπε ο Μαρτßνος στον Αγαθοýλης, πþς το ρεγÜλο σου γρÞγορα θα τρωγüτανε και θα τους Ýκαμνε πιο δυστυχεßς. ¸χετε φÜγει εκατομμýρια πιÜστρα σεις κι ο Κακαμπüς, και δεν εßστε πιο ευτυχÞς απü την ΠακÝττα και τον αδερφü ΓαρουφÜλη.
Αχ! Αχ! εßπε ο Παγγλþσσης στην ΠακÝττα, ο ουρανüς λοιπüν σας στÝλνει σε μας. ΔυστυχισμÝνο μου παιδß! ξÝρετε, πως μου κοστßσατε την Üκρη της μýτης, Ýν' αυτß κι Ýνα μÜτι; Πþς γενÞκατε! Ε! τι ναι αυτüς ο κüσμος.
ΑυτÞ η νÝα περιπÝτεια τους Ýκανε να φιλοσοφÞσουνε περισσüτερο απü κÜθε Üλλη φορÜ.
ΥπÞρχε κει γýρω Ýνας δερβßσης περßφημος, που θεωριüτανε ο καλýτερος φιλüσοφος της Τουρκßας, πÞγανε να τον συμβουλευτοýνε, ο Παγγλþσσης Ýλαβε το λüγο κι εßπε:
ΔιδÜσκαλε, ερχüμαστε να σας παρακαλÝσουμε να μας πÞτε για ποιο λüγο πλÜστηκε αυτü το αλλüκοτο ζþο ο Üνθρωπος.
Τι σ' ενδιαφÝρει; του εßπε ο δερβßσης, αυτü δεν εßναι δικÞ σου δουλειÜ!
ΑλλÜ, σεβασμιþτατε πÜτερ, υπÜρχουνε τüσα κακÜ πÜνου στη γη.
Τι σημαßνει, αν υπÜρχουνε κακÜ Þ καλÜ;
Τι πρÝπει λοιπüν να κÜνω;
Να μουλλþνης! εßπε ο δερβßσης.
Θα κολακευüμουνα πολý, αν θÝλατε να συζητÞσω μαζß σας ολßγο για τις αιτßες και τ' αποτελÝσματα, για τον Üριστο των κüσμων, για την πηγÞ του κακοý, για τη φýση της ψυχÞς και για την προûπÜρχουσα αρμονßα.
Ο δερβßσης μüλις τÜκουσε αυτÜ τους Ýκλεισε την πüρτα κατÜμουτρα.
Ενþ γινüτανε αυτÞ η συνομιλßα, διαδüθηκε η εßδηση, πως μüλις προ ολßγου εßχανε στραγγαλßσει στην Πüλη δυο βεζýρηδες, και το μουφτÞ και πως εßχανε παλουκþσει πολλοýς φßλους των. Αýτη η καταστροφÞ Ýκανε μεγÜλο θüρυβο για κÜμποσες þρες. Ο Παγγλþσσης, ο Αγαθοýλης κι ο Μαρτßνος, επιστρÝφοντας στο μικρü τους χτÞμα, απαντÞσανε Ýναν αγαθü γÝροντα, που δροσιζüτανε στην πüρτα του κÜτου απü πυκνÝς πορτοκαλιÝς. Ο Παγγλþσσης, που Þτανε τüσο περßεργος, üσο και λογικευτÞς, τον ρþτησε, πþς λεγüτανε ο μουφτÞς που στραγγαλßσανε.
Δεν ξÝρω τßποτα, απÜντησε ο αγαθüς Üνθρωπος και δεν Ýμαθα ποτÝς τüνομα κανενüς μουφτÞ και κανενüς βεζýρη. Αγνοþ ολüτελα το πρÜμα, για το οποßο μου μιλÜτε, εßμαι της γνþμης, πως γενικÜ üσοι ανακατεýονται στα πολιτικÜ χÜνονται καμιÜ φορÜ Üθλια και πως το αξßζουν. ΑλλÜ δε ρωτþ ποτÝς να μÜθω τι κÜνουνε στην Κωσταντινοýπολη. ΑρκιÝμαι να στÝλνω εκεß να πουλþ τους καρποýς του περιβολιοý μου.
Αφοý εßπε αυτÜ τα λüγια, κÜλεσε τους ξÝνους να μποýνε στο σπßτι: οι δυο του κüρες και τα δυο του αγüρια τους προσφÝρανε πολλþν ειδþν σερμπÝτια, που τα κÜνανε οι ßδιοι, καúμÜκι με ζαχαρωμÝνα κομματÜκια κßτρο, πορτοκÜλλια, λεμüνια, γλυκολÝιμονα, ανανÜδες, φυστßκια, καφÝ της ΜÝκκας, που δεν Þτανε καθüλου ανακατεμÝνος με καφÝ της Βαταβßας και των νησιþν. ΜετÜ οι δυο κüρες αυτοý του καλοý μουσουλμÜνου βÜλανε μυρωδιÝς στα γÝνια του Αγαθοýλη, του Παγγλþσση και του Μαρτßνου.
ΘÜχετε, εßπε ο Αγαθοýλης στον Τοýρκο, κανÝνα μεγÜλο και λαμπρü χτÞμα.
¸χω μονÜχα εßκοσι στρÝμματα, απÜντησε ο Τοýρκος τα καλλιεργþ με τα παιδιÜ μου, η δουλειÜ διþχνει απü μας τρßα μεγÜλα κακÜ: την ανßα, την αμαρτßα και τη φτþχεια.
Ο Αγαθοýλης γυρßζοντας στο χτÞμα του Ýκανε βαθυοýς συλλογισμοýς απÜνου στα λüγια του Τοýρκου. Εßπε στον Παγγλþσση και στο Μαρτßνο!
Αυτüς ο αγαθüς γÝρος μου φαßνεται, πως δημιοýργησε μια τýχη πολý προτιμüτερη απü των Ýξι βασιλιÜδων, με τους οποßους λÜβαμε τη τιμÞ να δειπνÞσουμε.
Τα μεγαλεßα, εßπε ο Παγγλþσσης, εßναι πολý επικßνδυνα, σýμφωνα με τις γνþμες üλων των φιλοσüφων. Γιατß, επß τÝλους, ο Εγλþν, βασιλιÜς των Μωαβιτþν, δολοφονÞθηκε απü τον Αþδ, ο Αβεσαλþμ κρεμÜστηκε απü τα μαλλιÜ του και τρυπÞθηκε με τρεις κονταριÝς, ο βασιλιÜς ΝαβÜβ, γυιüς του ΙεροβοÜμ, σκοτþθηκε απü το ΒαασÜ, ο βασιλιÜς ΕλÜ απü το Ζαμβρß, ο Οχοσßας απü τον Ιεχοý, η ΑθÜλεια απü τον ΙοúÜδα, οι βασιλιÜδες Ιωακεßμ, Ιεχωνßας, Σεδεκßας, γενÞκανε σκλÜβοι. ΞÝρετε τι τÝλος λÜβανε ο Κροßσος, ο ΑστυÜγης, ο Δαρεßος, ο Διονýσιος των Συρακουσþν, ο Πýρρος, ο ΠερσÝας, ο Αννßβας, ο Ιουγοýρθας, ο Αριüβιστος, ο Καßσαρας, ο ΠομπÞιος, ο ΝÝρωνας, ο ¼θωνας, ο ΒιτÝλλιος, ο Δομιτανüς, ο ΡιχÜρδος II της Αγγλßας, ο ΕδουÜρδος II, ο Ερρßκος VI, ο ΡιχÜρδος III, η Μαρßα Στοýαρτ, ο ΚÜρολος I, οι τρεις Ερρßκοι της Γαλλßας, ο αυτοκρÜτορας Ερρßκος IV; ΞÝρετε...
ΞÝρω επßσης, εßπε ο Αγαθοýλης, πως πρÝπει να καλλιεργοýμε το περιβüλι μας.
¸χετε δßκιο, εßπε ο Παγγλþσσης, γιατß üταν ο Üνθρωπος εβÜλθηκε στον κÞπο της ΕδÝμ, εβÜλθηκε για να τον καλλιεργÞ: κι αυτü αποδεßχνει, πως ο Üνθρωπος δεν εßναι καμωμÝνος για την ανÜπαυση.
Ας δουλεýουμε, χωρßς να συζητοýμε, εßπε ο Μαρτßνος, εßναι ο μüνος τρüπος να κÜνουμε τη ζωÞ υποφερτÞ.
¼λη η μικρÞ συντροφιÜ δÝχτηκε αυτü το σχÝδιο, κι ο καθÝνας αρχßνησε να εξασκÞ τα ταλÝντα του. Η Κυνεγüνδη αληθινÜ πολý Üσκημη, μα γßνηκε μια Ýξοχη ζαχαροπλÜστισα. Η ΠακÝττα κεντοýσε κι η γριÜ φρüντιζε για τ' ασπρüρρουχα. Ως κι αυτüς ο αδερφüς ΓαρουφÜλης δοýλευε. Γßνηκε καλüς μαραγκüς και μÜλιστα τßμιος Üνθρωπος, κι ο Παγγλþσης Ýλεγε καμμιÜ φορÜ στον Αγαθοýλη:
¼λα τα γεγονüτα εßναι αλληλÝνδετα στον καλýτερον απü τους κüσμους, γιατß το κÜτου-κÜτου αν δεν σας διþχνανε απü Ýναν ωραßο πýργο με δυνατÝς κλωτσιÝς στον πισινü για τον Ýρωτα της δεσποινßδας Κυνεγüνδης, αν δεν περνοýσατε απü την ιερÜ εξÝταση, αν δεν εßχατε διατρÝξει την ΑμερικÞ με τα πüδια, αν δεν εßχατε δþσει μια γερÞ σπαθιÜ στο βαρþνο, αν δεν εßχατε χÜσει üλα σας τα πρüβατα της ευλογημÝνης χþρας του ΕλδορÜδο, δε θα τρþγατε εδþ κßτρα γλυκü και φυστßκια.
ΚαλÜ τα λες, αποκρßθηκε ο Αγαθοýλης, αλλÜ πρÝπει να δουλεýουμε το περιβüλι μας 

 1) Φραγκισκανü καλüγερο.
 2) Τα χρÞματÜ μου.
 3) 1/2 λεφτü.
 4) Κριτικüς της εποχÞς, εχθρüς του Βολταßρου.
 5) Θεατßνοι· τÜγμα καλογερικü.

                                Τ  Ε  Λ  Ο  Σ


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers