Βιογραφικü
Ο Wystan Hugh Auden γεννÞθηκε στην Υüρκη, στην Αγγλßα, 21 ΦλεβÜρη 1907. αλλÜ μεγÜλωσε στο ΜπÝρμιγχαμ, σ' επαγγελματικÞ οικογÝνεια μεσαßας τÜξης Ο πατÝρας του, Δρ George Auden, Þτανε σχολικüς ιατρüς, ανþτερος υπÜλληλος για το ΜπÝρμιγχαμ και καθηγητÞς της δημüσιας υγεßας στο εκεß πανεπιστÞμιο. Μετακομßσαν οι γονεßς του στο Harborne του ΜπÝρμιγχαμ κι απü τα 8 του στÜλθηκε μακρυÜ, οικüτροφος, πρþτα στο Surrey και το Σχολεßο Gresham στο Norfolk, αλλÜ επÝστρεφε στο ΜπÝρμιγχαμ για τις διακοπÝς. Σποýδασε στην Εκκλησßα Χριστοý, στο ΠανεπιστÞμιον Οξφüρδης. ΤελικÜ κατÜφερε μüνο να πÜρει Γ' βαθμßδας εκπαßδευση. ΜετÜ απü την Οξφüρδη πÞγε να ζÞσει για 1 Ýτος στη Weimar του Βερολßνου, που στην ανεκτικÞ ατμüσφαιρα του, η ομοφυλοφυλßα του θα μποροýσε να εκφραστεß πιο ανοιχτÜ.
Η ποßησÞ του εßναι γνωστÞ για το υφολογικü και τεχνικü επßτευγμÜ της, την εμπλοκÞ της με τη πολιτικÞ, την ηθικÞ, την αγÜπη, τη θρησκεßα και τη ποικιλßα της στον τüνο, τη μορφÞ και το περιεχüμενο. ΜερικÜ απü τα πιο γνωστÜ ποιÞματÜ του εßναι για την αγÜπη, üπως το Funeral Blues, το Funeral Blues ΙΙ σε πολιτικÜ και κοινωνικÜ θÝματα, üπως η 1η Σεπτεμβρßου 1939 κι η Ασπßδα του ΑχιλλÝα, σε πολιτιστικÜ και ψυχολογικÜ θÝματα, üπως η εποχÞ του Üγχους και σε θρησκευτικÜ θÝματα, üπως Προς το παρüν και Horae Canonicae.
ΜετÜ την επιστροφÞ στην Αγγλßα, δßδαξε σε 2 σχολεßα αρρÝνων απü το 1930 ως το 1935. Το 1935 Ýκανε γÜμο με την Eρρικα Mαν (Erika Julia Hedwig Mann, 1905-1969) λεσβßα κüρη του μεγÜλου γερμανοý μυθιστοριογρÜφου Thomas Mann, προκειμÝνου να της παρασχεθεß βρεττανικü διαβατÞριο για να δραπετεýσει απü το Γ' ΡÜιχ. Αν και το ζεýγος δεν Ýζησε ποτÝ μαζß, παρÝμειναν φßλοι και δε χρειÜστηκε ποτÝ να χωρßσουν. Σε νεαρÞ ηλικßα επηρεÜστηκε απü τη ποßηση των Thomas Hardy, Robert Frost, William Blake, Emily Dickinson, Gerard Manley Hopkins και τον αρχαßο αγγλικü στßχο. Στην Οξφüρδη το ταλÝντο του ως ποιητÞ Þταν αμÝσως προφανÝς και διαμüρφωσεν ισüβιες φιλßες με 2 συνÜδελφους συγγραφεßς: Stephen Spender και Christopher Isherwood.
Το 1928, δημοσßευσε τη 1η συλλογÞ ποιημÜτων του. Η ποιητικÞ συλλογÞ που δημοσßευσεν üμως το 1930, τονε καθιÝρωσε σαν η κýρια φωνÞ της νÝας γενιÜς. Απü τüτε, Ýχει θαυμαστεß για τεχνικÞ και δεξιοτεχνßα, για τη δυνατüτητα να γρÜφει ποιÞματα με σχεδüν κÜθε δυνατÞ μορφÞ, να εισÝρχεται στα τρÝχοντα γεγονüτα, για το χαρακτηριστικü του γλωσσικüν ιδßωμα, αλλÜ και για το εýρος της ευφυÀας του. ¢ντλησεν εýκολα απü μιαν εξαιρετικÞ ποικιλßα των γραμμÜτων, των μορφþν τÝχνης, των κοινωνικþν και πολιτικþν θεωριþν και των επιστημονικþν και τεχνικþν πληροφοριþν.
Εßχεν αξιοπρüσεκτο πνεýμα και μιμÞθηκε συχνÜ τις μορφÝς γραψßματος Üλλων ποιητþν üπως Dickinson, Yeats και Henry James. Η ποßησÞ του εξιστορεß συχνÜ, κυριολεκτικÜ Þ μεταφορικÜ, Ýνα ταξßδι Þ μια αναζÞτηση και τα ταξßδια, του παρεßχαν το πλοýσιο υλικü για το στßχο του. ΕπισκÝφτηκε τη Γερμανßα, την Ισλανδßα και τη Κßνα, ενßσχυσε τον ισπανικü εμφýλιο πüλεμο, και το 1939, επισκεπτüμενος τις ΗΠΑ, τη ΝÝα Υüρκη, Ýδωσε μια δημüσια ανÜγνωση με τον Isherwood και τον Louis MacNeice. Εκεß συνÜντησε τον ποιητÞ, ΤσÝστερ KÜλμαν, που επρüκειτο να γßνει εραστÞς και σýντροφος για το υπüλοιπο της ζωÞς του, αν κι η σχÝση Þταν συχνÜ προβληματικÞ. ¸τσι αποφÜσισε να μεßνει μüνιμα εκεß. ΑυτÞ η απομÜκρυνση απü την Αγγλßα, ακριβþς με το ξεκßνημα του Β' Παγκ. Πολ., θεωρÞθηκεν απü πολλοýς ως προδοσßα κι η φÞμη του Ýπεσε κÜπως. ¸γινε αμερικανüς πολßτης το 1946, επÝστρεφεν üμως στην Ευρþπη, κατÜ τη διÜρκεια των θερινþν διακοπþν, απü το 1948 κι ýστερα, πρþτα στην Ιταλßα κι Ýπειτα στην Αυστρßα.
Απü το 1956 ως το 1961 Þτανε καθηγητÞς ποßησης στο πανεπιστÞμιο της Οξφüρδης, μια θÝση που απαιτοýσε μüνο, να δßνει τρεις διαλÝξεις κÜθε χρüνο, Ýτσι πÝρασε μüνο μερικÝς εβδομÜδες στην Οξφüρδη κατÜ τη διÜρκεια της καθηγεσßας του. Οι πεποιθÞσεις του Üλλαξαν ριζικÜ απ' αυτÝς της νεανικÞς σταδιοδρομßας του στην Αγγλßα, üταν Þταν Ýνθερμος υποστηρικτÞς του σοσιαλισμοý και της φροûδικÞς ψυχανÜλυσης και της πιü πρüσφατης φÜσης του στην ΑμερικÞ, üταν η κýρια ανησυχßα του Ýγινε ο χριστιανισμüς κι η θεολογßα των σýγχρονων προτεσταντικþν θεολüγων.
Παραγωγικüς ποιητÞς, συγγραφÝας, Þταν επßσης εξαιρετικüς θεατρικüς συγγραφÝας, λιμπρετßστας, συντÜκτης και δοκιμιογρÜφος. ΓενικÜ επαναπροσδιüρισε τα μÝγιστα, τον αγγλικü στßχο/ποιητÞ του 20οý αιþνα. Η εργασßα του Ýχει ασκÞσει σημαντικÞν επιρροÞ στις επüμενες γενιÝς ποιητþν και στις δυο πλευρÝς του Ατλαντικοý. ΔιετÝλεσε πρüεδρος της ακαδημßας των αμερικανþν ποιητþν, απü το 1954 ως το 1973 και πÝρασε το μεγαλýτερο μÝρος του δεýτερου μισοý της ζωÞς του, μεταξý των 2 σπιτιþν του, στην ΝÝα Υüρκη και την Αυστρßα.
ΠÝθανε στη ΒιÝννη 29 ΣεπτÝμβρη 1973, σ' ηλικßα 66 ετþν.
Δημοσßευσε περßπου 400 ποιÞματα, συμπεριλαμβανομÝνων 7 μεγÜλων ποιημÜτων. Η ποßησÞ του Þταν εγκυκλοπαιδικÞ σ' Ýκταση και μÝθοδο, κυμαινüμενη σε ýφος απü τον σκοτεινü μοντερνισμü του εικοστοý αιþνα Ýως τις διαυγεßς παραδοσιακÝς φüρμες üπως μπαλÜντες και λßμερικ, απü doggerel ως haiku και villanelles σ' Ýνα ορατüριο των ΧριστουγÝννων κι Ýνα μπαρüκ eclogue σε αγγλοσαξονικÜ μÝτρα. Ο τüνος και το περιεχüμενο των ποιημÜτων του κυμαßνονταν απü κλισÝ ποπ τραγουδιþν ως σýνθετους φιλοσοφικοýς στοχασμοýς, απü τα καλαμπüκια στα δÜχτυλα των ποδιþν του ως τα Üτομα και τ' αστÝρια, απü τις σýγχρονες κρßσεις ως την εξÝλιξη της κοινωνßας.
¸γραψε επßσης περισσüτερα απü 400 δοκßμια και κριτικÝς για τη λογοτεχνßα, την ιστορßα, τη πολιτικÞ, τη μουσικÞ, τη θρησκεßα και πολλÜ Üλλα θÝματα. ΣυνεργÜστηκε σε θεατρικÜ Ýργα με τον Christopher Isherwood και σε λιμπρÝτα üπερας με τον Chester Kallman και συνεργÜστηκε με μια ομÜδα καλλιτεχνþν και κινηματογραφιστþν σε ντοκιμαντÝρ τη 10ετßα του 1930 και με το πρþιμο μουσικü συγκρüτημα New York Pro Musica τις 10ετßες του 1950 και του 1960. ΣχετικÜ με τη συνεργασßα Ýγραψε το 1964: "Η συνεργασßα μου Ýφερε μεγαλýτερη ερωτικÞ χαρÜ . . . απü οποιεσδÞποτε σεξουαλικÝς σχÝσεις εßχα".
Aμφιλεγüμενα ξαναÝγραψε Þ απÝρριψε μερικÜ απü τα πιο διÜσημα ποιÞματÜ του üταν ετοßμασε τις μεταγενÝστερες εκδüσεις του. ¸γραψε üτι απÝρριπτε ποιÞματα που Ýβρισκε βαρετÜ Þ ανÝντιμα με την Ýννοια üτι εξÝφραζαν απüψεις που δεν εßχε ποτÝ υποστηρßξει, αλλÜ εßχε χρησιμοποιÞσει μüνον επειδÞ Ýνιωθε üτι θα Þταν ρητορικÜ αποτελεσματικÝς. Τα απορριφθÝντα ποιÞματÜ του περιλαμβÜνουν την Ισπανßα και τη 1η ΣεπτÝμβρη 1939. Ο λογοτεχνικüς εκτελεστÞς του, ¸ντουαρντ ΜÝντελσον, υποστηρßζει στην εισαγωγÞ του στα ΕπιλεγμÝνα ΠοιÞματα üτι η πρακτικÞ του ¼ντεν αντανακλοýσε την αßσθηση της πειστικÞς δýναμης της ποßησης και την απροθυμßα του να τη καταχραστεß. ΕπιλεγμÝνα ποιÞματα περιλαμβÜνουν μερικÜ ποιÞματα που απÝρριψε ο Auden και πρþιμα κεßμενα ποιημÜτων που αναθεþρησε.
Ο Auden Üρχισε να γρÜφει ποιÞματα το 1922, σε ηλικßα 15 ετþν, κυρßως στο στυλ ρομαντικþν ποιητþν του 19ου αι., ειδικÜ του Wordsworth κι αργüτερα ποιητþν με αγροτικÜ ενδιαφÝροντα, ειδικÜ του Thomas Hardy. Στα 18 του ανακÜλυψε τον T.S. Eliot κι υιοθÝτησε ακραßα εκδοχÞ του στυλ του. ΒρÞκε τη δικÞ του φωνÞ στα 20 του, üταν Ýγραψε το 1ο ποßημα που αργüτερα συμπεριλÞφθηκε στη συλλογÞ του, Απü την πρþτη κιüλας πτþση. Αυτü κι Üλλα ποιÞματα του τÝλους της 10ετßας του 1920 Ýτειναν να εßναι σε αποκομμÝνο, αüριστο ýφος που υπαινßσσεται, αλλÜ δεν δηλþνει Üμεσα, τα θÝματα της μοναξιÜς και της απþλειας. 20 απ' αυτÜ τα ποιÞματα εμφανßστηκαν στο 1ο του βιβλßο Poems (1928), Ýνα φυλλÜδιο που τυπþθηκε με το χÝρι απü τον Stephen Spender.
Το 1928 Ýγραψε το 1ο του δραματικü Ýργο, Paid on Both Sides, με υπüτιτλο A Charade, που συνδýαζε ýφος και περιεχüμενο απü τις ισλανδικÝς σÜγκα με αστεßα απü την αγγλικÞ σχολικÞ ζωÞ. Αυτü το μεßγμα τραγωδßας και φÜρσας, με Ýνα ονειρικü παιχνßδι μÝσα σε Ýνα Ýργο, εισÞγαγε το μικτü ýφος και περιεχüμενο μεγÜλου μÝρους του μεταγενÝστερου Ýργου του. Αυτü το δρÜμα και 30 σýντομα ποιÞματα εμφανßστηκαν στο 1ο δημοσιευμÝνο βιβλßο του ΠοιÞματα (1930, 2η Ýκδοση με 7 ποιÞματα που αντικαταστÜθηκαν, 1933). Τα ποιÞματα του βιβλßου Þτανε κυρßως λυρικοß και γνωμικοß στοχασμοß για τη προσδοκþμενη Þ ανολοκλÞρωτη αγÜπη και για θÝματα προσωπικÞς, κοινωνικÞς κι εποχιακÞς ανανÝωσης. Μεταξý αυτþν των ποιημÜτων Þταν ¹ταν το ΠÜσχα καθþς περπατοýσα, Η μοßρα εßναι σκοτεινÞ, Κýριε, κανÝνας εχθρüς κανενüς κι ΑυτÞ η σεληνιακÞ ομορφιÜ. ¸να επαναλαμβανüμενο θÝμα σ' αυτÜ τα πρþιμα ποιÞματα εßναι η επßδραση των οικογενειακþν φαντασμÜτων, ο üρος του Auden για τις ισχυρÝς, αüρατες ψυχολογικÝς επιδρÜσεις των προηγοýμενων γενεþν σε οποιαδÞποτε ατομικÞ ζωÞ (και ο τßτλος ενüς ποιÞματος). ¸να παρÜλληλο θÝμα, παρüν σε üλο το Ýργο του, εßναι η αντßθεση μεταξý της βιολογικÞς εξÝλιξης (μη επιλεγμÝνης και ακοýσιας) και της ψυχολογικÞς εξÝλιξης των πολιτισμþν και των ατüμων (εκοýσια και σκüπιμη ακüμη και στις υποσυνεßδητες πτυχÝς της)
=======================
Funeral Blues I
ΣταμÜτα χρüνε πια κι εσεßς τηλÝφωνα σιγÞστε...
Με κÜποιο κüκαλο γλυκü συχÜστε το σκυλß...
ΣιωπÞστε πιÜνα. Σιγανü τýμπανο ξεκινÞστε...
ΒγÜλτε το φÝρετρο σιγÜ, που μοιρολüι καλεß...
Ας κÜνουν τ' αερüπλανα κýκλους εκεß ψηλÜ,
γρÜφοντας "ΧΑΘΗΚΕ", στο σκοτισμÝνον ουρανü...
ΦορÝστε κρÝπια πÝνθιμα στα περιστÝρια τα λευκÜ...
Με μαýρα γÜντια, οι τροχονüμοι να βγουν' στο δειλινü...
¹ταν ΒορρÜς και Νüτος μου, Δýση κι ΑνατολÞ μου,
της ΚυριακÞς η ανÜπαυση κι οι καθημερινÝς μου,
απüγιομα, μεσÜνυχτα, σιωπÞ μα και φωνÞ μου!
ΛÜθος... Για πÜντα πßστεψα ετοýτες τις χαρÝς μου...
Τ' αστÝρια πια να σβÞσουνε, καμμιÜ δε τα 'χω χρεßα...
Κρýψτε το φως του φεγγαριοý... Και βγÜλτε μου παρακαλþ
τον Þλιο απ' τη πρßζα... Χαθεßτε με τη μßα,
δÜση κι ωκεανοß... Τßποτε πια για 'με δε θα 'ν' καλü...
Funeral Blues II
Aχ! η πανÝμορφη κοιλÜδα που μαζß περπατÞσαμε
πλÜι στο ποτÜμι -πολý πολý περπατÞσαμε-
λουλοýδια στρωμÝνα στα πüδια μας και πÜνωθÝ μας πουλιÜ
γλυκÜ φλυαροýσανε για την ΑτÝλειωτην ΑγÜπη
ακοýμπησα πÜνω σου θυμÜμαι -"¸λα να παßξουμε"
αλλÜ εσý... με κοßταξες δÞθεν αυστηρÜ... κι Üρχισες να τρÝχεις...
Κεßνη τη ΠαρασκευÞ -καλÜ το θυμÜμαι- πριν τα Χριστοýγεννα
που πÞγαμε μαζß στον Επßσημο Χορü αγκαζÝ
τüσο λεßο το πÜτωμα κι η ορχÞστρα Ýπαιζε δυνατÜ
Þμασταν τüσον üμορφοι κι οι δυο μας -γÝμισα περηφÜνεια-
-"ΚρÜτα με σφιχτÜ κι ας χορÝψουμε μÝχρι να ξημερþσει"
αλλÜ εσý...
Κεßνη τη βραδιÜ -πως να ξεχÜσω- στην ¼περα
που η μουσικÞ θαρρεßς κι ανÜβλυζε μες απü κÜθ' αστÝρι
διαμÜντια πÝρλες στραφταλßζανε τη μουσικÞ του ¸ρωτα
κομψÜ κοστοýμια ασημÝνια και χρυσÜ φορÝματα
-"Αχ! θαρρþ πως εßμαι στη ΠαρÜδεισο" ψιθýρισα
αλλÜ εσý...
Αχ! η ομορφιÜ σου üπως Ýνας ολÜνθιστος κÞπος
λυγερüκορμα με κοιτοýσες üπως ο Πýργος του 'Αιφελ
üταν το βÜλς Ýπαλλε γλυκÜ Ýξω στον μþλο
-"Αχ! κρÜτα με για πÜντα αγÜπη μου θα 'μαστε üμορφα μαζß"
αλλÜ εσý...
Αχ! χτες το βρÜδυ σ' ονειρεýτηκα μοναδικÞ μου ΑγÜπη
εßχες στο 'να σου χÝρι τον Þλιο και το φεγγÜρι στ' Üλλο
η θÜλασσα πÜλι Þτανε γαλÜζια και πρÜσινο το χορτÜρι
καθ' αστÝρι λßκνιζε με χαρÜ κι απü 'να ντÝφι
-"ΔÝκα χιλιÜδες μßλια βαθιÜ σε λÜκο βρßσκομαι"
αλλÜ εσý... με κοßταξες δÞθεν αυστηρÜ... κι Ýφυγες...
Η Πτþση Της Ρþμης
Τα κýματα χτυπÜνε τα μουρÜγια·
Σ’ Ýνα χωρÜφι χÝρσο αφηρημÝνο
ΔÝρνει η βροχÞ Ýνα ρημαγμÝνο τραßνο·
Φυγüδικοι μες σε σπηλιÝς και βρÜχια.
ΠÝπλοι νυχτιÜτικοι αλλοπαρμÝνοι·
Αυτüς απ’ το Δημüσιο Ταμεßο
Τους οφειλÝτες πÜει στο πειθαρχεßο,
Σε οχετοýς επαρχιþν κρυμμÝνοι.
ΤελετουργικÝς μαγεßες με ζÞλο
Τις πüρνες του ναοý για ýπνο στÝλνουν·
¼λοι οι γραφιÜδες και οι λüγιοι θÝλουν
¸να φανταστικü δικü τους φßλο.
Στοχαστικüς ο ΚÜτων την αρχαßα
Πειθαρχßα μπορεß να εγκωμιÜζει,
Μα ο στιβαρüς ο Ναýτης στασιÜζει
Για το ψωμß και για τα αναγκαßα.
Του Καßσαρα ζεστü διπλü κρεβÜτι
καθþς στο ροζ διπλüτυπο κοιτÜω:
"ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΩ"
Που ‘γραφε ο υπÜλληλος για να πει κÜτι.
Δßχως υπÜρχοντα και δßχως λýπη,
ΜικρÜ πουλιÜ με κüκκινα ποδÜρια,
Απ’ της φωλιÜς τ’ αυγÜ και τα χορτÜρια»
Κοιτοýν την πüλη Üρρωστη απ’ τη γρßπη.
Πολý μακριÜ αποδþ σε Üλλα μÝρη
ΚοπÜδια τÜρανδοι στην ησυχßα
Σε κÜμπους σπαρμÝνους με χρυσÜ βρýα
Μßλια και μßλια τρÝχουν σαν αγÝρι...
Αν ¹ξερα Θα Σου 'Λεγα
Ο χρüνος δε θα δεßξει τßποτα,
αλλ' αυτü στο 'πα,
ο χρüνος ξÝρει μüνο αυτü
που πρÝπει να πληρþσουμε.
Αν μποροýσα να σου πω,
αν Þξερα, θα στο Ýλεγα.
Αν εßναι να κλαßμε
üταν παßζουν οι κλüουν,
αν εßναι να σκοντÜφτουμε
σαν παßζουν μουσικοß,
ο χρüνος θα το δεßξει,
αλλÜ κι αυτü στο 'πα.
Δεν Ýχω να σου πω
κÜτι περισποýδαστο,
αν και καθþς σ' αγαπþ
πιüτερο απ’ üσο μπορþ να πω,
αν μποροýσα να σου πω
τι θα γενεß, θα στο 'λεγα.
¼ταν φυσÜνε οι Üνεμοι,
Ýρχονται απü κÜπου
και σßγουρα υπÜρχει λüγος
που τα φýλλα μαραßνονται.
Ο χρüνος θα δεßξει Þ δε θα δεßξει,
αλλÜ κι αυτü στο εßπα.
ºσως τα ρüδα θÝλουνε
στ' αλÞθεια να ανθßσουν
και τ' üνειρο να θÝλει σοβαρÜ
να μεßνει μαζß μας.
Κι αν Þξερα τι να πω,
θα στο 'λεγα.
ΦαντÜσου να φεýγαν
üλα τα λιοντÜρια,
να στÝρευαν οι ποταμοß,
να το 'σκαγαν οι φαντÜροι.
Ο χρüνος θα 'λεγε:
σας το 'πα πως θα γßνει.
Κι εγþ, αν Þξερα,
θα στο 'λεγα.
Η Πüλη ΑυτÞ
Πες πως η πüλη αυτÞ
Ýχει δÝκα μýρια ψυχÝς
Üλλοι ζουν σε μÝγαρα,
Üλλοι σε τρýπες μικρÝς
κι üμως δεν Ýχει θÝση πια για μας,
δεν Ýχει θÝση αγÜπη μου, για μας.
Εßχαμε κÜποτε μια πατρßδα
και μας φαßνονταν üλα καλÜ,
ψÜξε μÝσα στον ¢τλαντα
και θα τηνε βρεßς κειδÜ
τþρα να πÜμε κει δεν ημποροýμε,
αγÜπη μου, να πÜμε κει δεν ημποροýμε.
Στο κοιμητÞρι του χωριοý
Ýνα σμιλÜγκι μεγαλþνει
κÜθε Üνοιξη απ' την αρχÞ
μες στο Üνθος του φουντþνει
τα παλιÜ διαβατÞρια
δεν μποροýνε να το κÜνουν,
αγÜπη μου, δεν μποροýν να το κÜνουν.
Ο πρüξενος εßπε χτυπþντας
το γραφεßο του εμπρüς
"Αν δεν Ýχεις το διαβατÞριο,
τυπικÜ θεωρεßσαι νεκρüς"
üμως να που ακüμα ζοýμε,
αγÜπη μου, να που ακüμα ζοýμε.
ΠÞγα σε μια επιτροπÞ,
Ýκατσα να ξαποστÜσω
με παρακÜλεσαν ευγενικÜ
του χρüνου να ξαναπερÜσω
üμως σÞμερα ποý θα πÜμε,
αγÜπη μου, σÞμερα ποý θα πÜμε;
¹ρθα σε μια συγκÝντρωση
σηκþθηκε ο ομιλητÞς να πει
"Αν τους αφÞσουμε να μπουν,
θε να μας κλÝψουν το ψωμß"
Μιλοýσε για σÝνα και για μÝνα,
αγÜπη μου, για σÝνα και για μÝνα.
Σαν ν' Üκουσα μπουμπουνητÜ
στα ουρÜνια να κατρακυλοýν
Þταν ο Χßτλερ στην Ευρþπη,
που Ýλεγε "ΠρÝπει να εξοντωθοýν".
Α, εμÜς εßχε στο νου του,
αγÜπη μου, εμÜς εßχε στο νου του.
Εßδα μια σκυλßτσα που φοροýσε
μια ζακÝτα κουμπωμÝνη,
εßδα μια πüρτα ολÜνοιχτη
και μια γÜτα να μπαßνει:
üμως δεν Þταν Γερμανοεβραßοι,
αγÜπη μου, δεν Þταν Γερμανοεβραßοι.
ΤρÜβηξα στο λιμÜνι,
στο μüλο στÜθηκα μπροστÜ,
εßδα τα ψÜρια να τρÝχουν στο νερü,
δε ζοýνε στη σκλαβιÜ:
μüλις τρßα μÝτρα μακρυÜ μου,
αγÜπη μου, τρßα μÝτρα μακρυÜ μου.
ΠερπÜτησα σ' Ýνα δÜσος,
εßδα στα δÝνδρα τα πουλιÜ
δεν εßχανε πολιτικοýς
και κελαηδοýσαν χαρωπÜ:
δεν Þταν Üνθρωποι σαν και μας,
αγÜπη μου, δεν Þταν σαν και μας.
Στον ýπνο μου ονειρεýτηκα χιλιüροφα κτßρια
με χßλιες πüρτες και χßλια παραθýρια
οýτε Ýνα δεν Þταν δικü μας,
αγÜπη μου, δεν Þταν δικü μας.
ΣτÜθηκα μÝσα στο χιüνι
που 'πεφτε σε μια ανοιχτÞ πεδιÜδα
δÝκα χιλιÜδες στρατιþτες
που βαδßζανε αρÜδα:
ΨÜχναν για μας τους δυο,
αγÜπη μου, ψÜχναν για μας τους δυο.
Musée des Beaux Arts
ΠοτÝ δεν κÜναν λÜθος για τον πüνο
Οι Παλιοß ΔασκÜλοι
πüσο κατÜλαβαν τη θÝση του
Στην ανθρþπινη ζωÞ
πþς φτÜνει και μας βρßσκει
Την þρα που ο Üλλος τρþει
Þ ανοßγει Ýνα παρÜθυρο
Þ Ýστω περπατÜει βαριεστημÝνα
Πþς, üταν οι γÝροντες προσμÝνουν,
μ' ευλÜβεια και πÜθος,
Το θαýμα της ΓÝννησης,
πρÝπει πÜντα να υπÜρχουν παιδιÜ
Που δεν το πολυθÝλουν να συμβεß
και γλιστροýν με παγοπÝδιλα
Σε μια λιμνοýλα στην Üκρη του δÜσους.
ΠοτÝ αυτοß δε λησμüνησαν
¼τι και το πιο φριχτü μαρτýριο
πρÝπει να συντελεστεß
Με κÜποιο τρüπο, σε μια γωνιÜ,
σ' Ýναν τüπο λερü
Εκεß που ο σκýλος ζει
τη σκυλßσια ζωÞ του
και τ' Üλογο του βασανιστÞ
Ξýνει τ' αθþα του καποýλια
σ' Ýνα δÝντρο.
Στον ºκαρο του ΜπρÝγκελ,
λüγου χÜρη: πþς καθετß
Γυρßζει αμÝριμνα
τη πλÜτη στη καταστροφÞ
Μπορεß ο ζευγολÜτης
να τον Üκουσε τον παφλασμü,
Την Ýρημη κραυγÞ,
μα δεν Þταν γι' αυτüν κακü μεγÜλο
Ο Þλιος Ýλαμπε, Ýτσι üπως Ýπρεπε,
πÜνω στ' Üσπρα πüδια
Που χÜνονταν στο πρÜσινο νερü
Και το λεπτοφτιαγμÝνο ακριβü καρÜβι,
Που σßγουρα εßδε κÜτι εκπληκτικü,
Ýνα παιδß να πÝφτει απ´τον αιθÝρα,
Εßχε να πÜει σε κÜποιο προορισμü
κι Þσυχα αρμÝνισε πÝρα.
ΤελικÜ Το Μυστικü Βγαßνει Στη Φüρα...
ΤελικÜ το μυστικü βγαßνει στη φüρα κι Ýτσι πÜντα συμβαßνει,
γßνεται πικÜντικη ιστορßα, σε στενü φßλο ειπωμÝνη
την þρα του τσαγιοý στην πλατεßα, η γλþσσα ποθεß να λυθεß˙
δßχως φωτιÜ καπνüς δεν βγαßνει, το σιγανü ποτÜμι εßναι το βαθý.
Πßσω απ´το πτþμα στη δεξαμενÞ, το φÜντασμα που τριγυρνÜ
πßσω απ´την κυρßα που χορεýει κι’ εκεßνον που μεθοκοπÜ,
πßσω απ´ την αποσταμÝνη üψη, τον στεναγμü και την ημικρανßα
πÝρα απü κεßνα που βλÝπει το μÜτι, υπÜρχει πÜντα μια ιστορßα.
Τ’ απρüσμενο τραγοýδι λαγαρÞς φωνÞς, ψηλÜ στον τοßχο της μονÞς
το μýρο της αφροξυλιÜς, των αθλητþν εικüνες στους κοιτþνες
θερινÜ παιχνßδια του κροκÝ, το φιλß, ο βÞχας και η χειραψßα,
κρýβουνε πÜντα πονηρü Ýνα μυστικü, μια μýχια, κρυφÞ αιτßα.