Αρχαίοι: Επιγράμματα ΙΙΙ

                     ΑΓΑΘΙΑΣ

Ει ποτέ μεν κιθάρης επαφήσατο πλήκτρον ελούσα
κούρη, Τερψιχόρης αντεμέλιζε μίτοις.
Ει ποτέ δε τραγικώ ροιζήματι ρήξατο φωνήν,
αυτής Μελπομένης βόμβον απεπλάσατο.
Εί δε και Αγλαΐης κρίσις ίστατο, μάλλον αν αυτή
Κύπρις ενικήθη, κάν εδίκαζε Πάρις.
Σιγή εφ’ ημείων, ίνα μη Διόνυσος ακούσας
των Αριαδνείων ζήλον έχοι λεχέων.

Αν παίξει με τη λύρα της η κόρη,
τη μελωδία θα φθονεί κι η Τερψιχόρη.
Αν τραγικούς στίχους μιλεί σα μαγεμένη,
θα λες ότι ακούς τη Μελπομένη.
Σε κρίσεις ομορφιάς και με κριτή τον Πάρη,
την Αφροδίτη θα νικούσε και στη χάρη.
Σιωπώ μήπως κι ο Διόνυσος φθονήσει,
που έχω την Αριάδνη* μου αγαπήσει!

 * Ο Διόνυσος είχεν ερωτευτεί όντως μιαν Αριάδνη και προφανώς ο ποιητής έχει πετύχει μιαν Αριάδνη επίσης…

                     
ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
μνήμα καταφθιμένον πυροφόροιο Γέλα.
Αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον Άλσος άν είποι
καί βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.

Αισχύλο του Ευφορίωνα σκέπει τούτο το χώμα,
εξ Αθηνών, που πέθανε στη καρπερή τη Γέλα.
Για την αντρειά του μάρτυρες, ο σκουρομάλλης Πέρσης
που τηνε γνώρισε καλά, και τ’ Άλσος Μαραθώνα.

       ΑΚΗΡΑΤΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ

Ἕκτορ Ὁμηρείῃσιν ἀεὶ βεβοημένε βίβλοις,
ϑειοδόμου τείχευς ἕρκος ἐρυμνότερον,
ἐν σοὶ Μαιονίδηςἀνεπαύσατο,
σοῦ δὲ ϑανόντος, Έκτορ,
ἐσιγήϑη καὶ σελὶς ᾿Ιλιάδος.

Έκτορα ξακουστέ, στο θεόχτιστο το κάστρο
τ’ Ομηρικού έπους, ήσουν το πλέον τείχος,
μετά από σένα ξεκουράστηκε κι ο γέρος.
Όταν σκοτώθηκες εσύ, της Τροίας τ’ άστρο,
σβήστηκε των σελίδων του κι ο ήχος.

* Μαιονίδης εννοείται ο Όμηρος

                     ΑΛΚΜΑΝ

Εὕδουσι δ᾽ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
πρώονές τε καὶ χαράδραι
φῦλά τ᾽ ἑρπέτ᾽ ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖα
θῆρές τ᾽ ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν
καὶ κνώδαλ᾽ ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλός·
εὕδουσι δ᾽ οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων.

Κοιμούνται γκρέμια, κορυφές, φαράγγια και βουνά,
κοιμούνται τα σερνάμενα, στη μαύρη γης χωμένα,
κοιμούνται οι μέλισσες και τ’ άγρια τα θεριά,
κοιμούνται όσα τρέφει η γης, στο βύθος ξαπλωμένα
του πόντου κήτη πορφυρά, και έξω στη στεριά,
κοιμούνται και αυτά τα μακρυφτέρουγα πουλιά.

Οὔ μ’ ἔτι, παρθενικαὶ μελιγάρυες ἱαρόφωνοι,
γυῖα φέρην δύναται· βάλε δὴ βάλε κηρύλος* εἴην,
ὅς τ’ ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ’ ἀλκυόνεσσι ποτήται
νηδεὲς ἦτορ ἔχων, ἁλιπόρφυρος ἱαρὸς ὄρνις.

Ω! πια δε μου βαστούν τα γόνατά μου άλλο,
γλυκόλαλες, μελίρρυτες παρθένες, όπως πρώτα,
θα ‘θελα να ‘μουν αλκυών στο κύμα το μεγάλο,
να γλείφω πάνω τον αφρό ξυστά λαφροπετώντα’,
με τ’ άλλα αλκυονόπουλα κι άτρομος στη καρδιά μου,
την άνοιξη να προμηνώ στα ροδογάλαζα φτερά μου.

 * Κηρύλος είναι η αρσενική αλκυών.

Πολλάκι δ᾽ ἐν κορυφαῖς ὀρέων, ὅκα
σιοῖσι ϝάδηι πολύφανος ἑορτά,
χρύσιον ἄγγος ἔχοισα, μέγαν σκύφον,
οἷά τε ποιμένες ἄνδρες ἔχοισιν,
χερσὶ λεόντεον ἐν γάλα θεῖσα
τυρὸν ἐτύρησας μέγαν ἄτρυφον ἀργεϊφόνταν.

Στα κορφοβούνια τα ψηλά, πολλές φορές,
εκεί πούποτε χαίρονται θεοί και οι θεές,
κρατώντας μαλαμάτινο στο χέρι αγγείο
τρανό σαν κείνο που ‘χουν οι βοσκοί,
άρμεξες μόνη, λιονταρίσιο γάλα από κει,
κι έφτιαξες χλωροτύρι όμορφο και θείο.

                      ΑΜΜΙΑΝΟΣ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις, οἰκτρὲ Νέαρχε,
ὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες.

Το χώμα, Νέαρχε σκληρέ, να το ‘χεις ελαφρύ σου,
για να ξεθάψουν εύκολα οι σκύλοι το κορμί σου.


Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα, Παῦλε,
ὡς οὗτοι πάντες, γράμματα μὴ μαθέτω.

Ρήτωρ σαν άλλοι, να γενεί, αν θέλει το παιδί σου,
Παύλε, άστο αγράμματο, η ευθύνη γιεδική σου.

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι
καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις, φίλτατε, μυιοσόβην.
κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως· οὗτος γὰρ ὁ πώγων
φθειρῶν ποιητής, οὐχὶ φρενῶν γέγονεν.

Τρέφεις το μούσι φίλε μου και το ‘χεις για σοφία,
θαρρείς πως είναι ποίηση και το ‘χεις να καυχιέσαι.
Ταχιά σπεύσε και ξύριστο, ο πώγων είν’ εστία
ψειρών κι άλλων ρυπαρών, όσο και να χτυπιέσαι.

            ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Ο ΣΙΔΩΝΙΟΣ

Ο πριν εγώ και ψήρα και αρπάκτειραν ερύκων σπέρματος
υψιπετή Βιστονίαν γέρανον, ρινού χερμαστήρος
εύστροφα κώλα τιταίνων, Αλκιμένης, πτανών είργον
άπωθε νέφος, και με τις αυτήτειρα παρά σφυρά
διψάς έχιδνα σαρκί τον εκ γενύων πικρόν ενείσα
χόλον ηλίου χήρωσεν, ίδ’ ως τα κατ’ αιθέρα
λεύσσων τουμ’ ποσίν ουκ ιδάην πήμα κυλινδόμενον.

Ο Αλκιμένης είμαι ‘γω που με σφεντόνα κυνηγούσα
Βιστόνους γερανούς, ψαρόνια, -όλο τους το σμάρι-
που ψήλαθε φτεροκοπώντας, στη σπορά ορμούσα’.
Το πόδι μου το δάγκασε διμούτσουνη οχιά
και με φαρμάκι στο κορμί, δε βλέπω ήλιο πια.
Ψηλά κοιτούσα συνεχώς και δεν πήρα χαμπάρι
τον όλεθρο, που ύπουλα ερχόταν να με πάρει.

                     ΑΝΥΤΗ

Θάεο τὸν Βρομίου κεραὸν τράγον, ὡς ἀγερώχως
ὄμμα κατὰ λασιᾶν γαῦρον ἔχει γενύων
κυδιόων ὅτι οὗ θάμ᾿ ἐν οὔρεσιν ἀμφὶ παρῇδα
βόστρυχον εἰς ῥοδέαν Ναῒς ἔδεκτο χέρα.

Για δες το Βρώμιο τράγο με τα κέρατα μεγάλα,
πως μας κοιτά καμαρωτός κουνώντας το γενάκι,
αφού η Ναΐς με το τριανταφυλλένιο της χεράκι.
συχνά τους βόστρυχούς του τους πυκνούς γαργάλα.

Μνᾶμα τόδε φθιμένου μενεδαΐου εἵσατο Δᾶμις
ἵππου, ἐπεὶ στέρνον τοῦδε δαφοινὸς Ἄρης
τύψε, μέλαν δέ οἱ αἷμα ταλαυρίνου διὰ χρωτός
ζέσσ᾿, ἐπὶ δ᾿ ἀργαλέᾳ βῶλον ἔδευσε φονᾶ.

Ο Δάμης έστησε το μνήμα τούτο, να ‘χει
το γενναίο του άτι που ‘πεσε στη μάχη.
Στο στέρνο ‘τρώθη, πότισε το ξερό χώμα
το αίμα που ‘χυσε, το εύρωστό του σώμα.

Ἑρμᾶς τᾷδ᾿ ἕστακα παρ’ ὄρχατον ἠνεμόεντα
ἐν τριόδοις πολιᾶς ἐγγύθεν ἀιόνος,
ἀνδράσι κεκμηῶσιν ἔχων ἄμπαυσιν ὁδοῖο·
ψυχρὸν δ᾿ ἀχραὲς κράνα ὑποπροχει.

Είμ’ ο Ερμής. Με στήσανε σ’ αυτόν εδώ τον τοίχο,
στον κήπο μες στο τρίστρατο, για να γροικώ τον ήχο
τ’ ανέμου στη κατάλευκη, απ’ τα κύματα, ακτή.
Ανάπαψου περαστικέ, νεράκι πιες απ’ τη πηγή.

Πολλάκις τώδ’ ολοφυδνά κόρας επί σάματι Κλείνα
μάτηρ ωκύμορον παιδ’ εβόασε φίλαν,
ψυχάν αγκαλέουσα Φιλαινίδος, ά προ γάμοιο
χλωρόν υπέρ ποταμού χεύμ’ Αχέροντος έβα.

Πολλάκις μάταια στης θυγατρός το μνήμα
τ’ άγουρου χάρου της, παρθένο θύμα,
η δόλια η Κλείνα φώναζε να μη διανύσει,
η Φιλαινίδα της η νια, που ‘χε κινήσει,
το μαυρόνερο τ’ Αχέροντα, μα να γυρίσει.

Ίζευ άπας υπό καλά δάφνας ευθαλέα φύλλα,
ωραίου τ’ άρυσαι νάματος αδύ πόμα,
όφρα τοι ασθμαίνοντα πόνοις θέρεος φίλα γυία
αμπαύσης, πνοιά τυπτόμενα Zεφύρου.

Όποιος κι αν είσαι κάθισε στης δάφνης τη σκιούλα,
απόλαυσέ τη τη δροσιά, απ’ τα ωραία φύλλα,
πιες απ’ το γάργαρο νερό, στη δροσερή πηγή
και ξεκουράσου απ’ το κάμα στου ανέμου τη χνοή.

Έσταθι τάδε, κράνεια βροτοκτόνε, μηδ’ έτι
λύτρον χάλκεον αμφ’ όνυχα στάζε φόνων δαΐων,
άλλ’ ανά μαρμαρέον δόμον ημένα αιπύν Αθάνας,
αγγέλειν ανόρεαν Κρητός Εχεκρατίδα.

Εδώ ανετέθη το φονικό δόρυ, που πρέπει
να πάψει να στάζει η χάλκινη λεπίδα,
πια το αίμα των εχτρών. Ανάπαψή του,
στης Αθηνάς το μαρμαρένιο τον ναό λαλώντας,
τη δόξα του Κρητός πολεμιστή, Εχεκρατίδα.

               ΑΝΩΝΥΜΑ

 -Τίς άδε;
 -Βάκχα.
 -Τίς δέ νιν ξέσε;
 -Σκόπας.
 -Τίς δ’ εξέμηνε, Βάκχος ή Σκόπας;
 -Σκόπας.  

 -Ποιά είν’ αυτή εδώ;
 -Η Βάκχα.
 -Ποιος τη σκάλισεν;
 -Ο Σκόπας.
 -Ποιος την έκαμε μαινάδα,  ο Βάκχος ή ο Σκόπας;
 -Ο Σκόπας.

Είθ’ άνεμος γενόμην, 
συ δε σας στείχουσα παρ’ αυγάς
στήθεα γυμνώσαις,
και με πνέοντα λάβοις.

Άνεμος να γινόμουνα μακάρι,

και την αυγή να περπατώ εκεί
που γδύνεται τα στήθεια της αυτή
και μένα στην αγκάλη της να πάρει.

Βοΐδιον ηυλητρίς και Πυθιάς, αί ποτ’ ερασταί,
σοί, Κύπρι, τας ζώνας τάς τε γραφάς έθεσαν.
Έμπορε και φορτηγέ, τό σόν βαλλάντιον οίδεν
και πόθεν αι ζώναι και πόθεν οι πίνακες.

Βοΐδιον η αυλητρίς κι η Πυθιάς, πολυαγαπημένες,
σ’ αφιερώσαν Κύπριδα, ζώνες τους και πορτραίτα.
Έμπορα και καπετάνιε, οι τσέπες οι αδειασμένες,
ξέρουν πως γίνανε και ζώνες και πορτραίτα.

Ούτω μοι, μελία ταναά, ποτί κίονα μακρόν
ήσο πανομφαίω Ζηνί μένουσ’ ιερά.
Ήδη γάρ χαλκός τε γέρων αυτά τε τέτρυσαι
πυκνά κραδαινόμενα δαΐω εν πολέμω.

Εκεί μείνε στον κίονα, δόρυ μου δοξασμένο,
πλάι, στον ιερό ναό του Δία αφιερωμένο.
Η άκρη σου η χάλκινη εφθάρη αγαπητέ μου
κι εσύ πια γέρασες πολύ για… κραδασμούς πολέμου.

Τών αυτού τις έκαστος απολλυμένων ανιάται.
Νικόδικου δέ φίλοι και πόλις ήδε γ’ όλη. 

Καθένας θρηνεί τους δικούς του νεκρούς, όπως όλοι.
Τον Νικόδικο κλαίν’ οι δικοί του κι ολάκερη η πόλη.

Ει τις γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκει
ναυηγός πλώει δις βυθόν αργαλέον.

Αν όποιος χώρισε με μια γυναίκα παίρνει κι άλλη,
σα ναυαγός που σ’ ωκεανό βουτά ξανά, με το κεφάλι!

Χαίρει τις, Θεόδωρος επεί θάνον.
Άλλος επ’ αυτώ χαιρήσει.
Θανάτω πάντες οφειλόμεθα.

Κάποιος Θόδωρος στη θανή μου γελάει.
Σε κεινού θα γελά κάποιος άλλος.
Ο καθείς τη θανή του σε κάποιον χρωστάει…

Ουκ επιδών νυμφεία λέχη κατέβη τον άφυκτον,
Γόργιππος, ξανθής Φερσεφόνης θάλαμον.

Προτού σε κλίνη, ο Γόργιππος, να δει γυναίκας σώμα,
τη Περσεφόνη αντάμωσε, βαθιά στο μαύρο χώμα.

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε · φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσης
πρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος.

Απόφυγε αλμυρό φιλί του Αλφειού στο στόμα
γιατί φιλά τ’ς Αρέθουσας τον κόλπο της ακόμα.

Οίδε πότ’ Αιγαίοιο βαθύρροον οίδμα πλέοντες
Εκβατάνων πεδίω κείμεθ’ ενί μεσάτω.
Χαίρε, κλυτή ποτέ πατρίς, Ερέτρια,
χαίρετ’ Αθήναι, γείτονες Ευβοίης,
        χαίρε θάλασσα φίλη.

Αυτοί που κάποτε του Αιγαίου
το βαθύρροο κύμα πέρασαν,

καταμεσίς στων Εκβατάνων
τη πεδιάδα είναι θαμμένοι.
Χαίρε, κάποτε ξακουστή πατρίδα Ερέτρια,
χαίρετ’ Αθήναι, γείτονες της Εύβοιας,
       χαίρε θάλασσα αγαπημένη.

Τώνδέ ποτ’ εν στερνοίσι τανυγλώχινας οϊστούς
λούσεν φαίνισσα θούρος ‘Αρης ψακάδι.
Αντί δ’ ακοντοδόκων ανδρών μνημεία θανόντων
άψυχ’ εμψύχων άδε κέκευθε κόνις.

Κάποτ’ ο άγριος Άρης έπλυνε τις μυτερές του αιχμές,
μ’ άλικο αίμα, μπήγωντάς τες στα κορμιά ετούτων.
Τούτο τ’ άψυχο μνήμα, αντί ζωντανούς,
σκεπάζει κονταροχτυπημένα παλικάρια.Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστων
ὄργανον, ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας
ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόν,οἷος ἐκείνας
ψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας.
νῦν δ’ ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ· τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχου
καὶ χερός· ἡ δ’ ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται.

Με τη σφεντόνα τ’ άσφαλτα ο Αρίστων κυνηγούσε,
-αφού τις παραφύλαγε-, και σκότωνε τις χήνες.
Μέχρι τον Άδη που ‘φτασε, πέτρα του δε σφαλούσε,
τώρα πάνω απ’ το μνήμα του πετάν ψηλά εκείνες.

Θηρών μέν κράτιστος εγώ,
θνατών δ’ όν εγώ νύν φρουρώ
τώδε τάφω λάινος εμβεβαιώς.
Άλλ’ ει μή θυμόν γε Λέων
εμόν ως όνομ’ είχεν, ουκ άν εγώ
τύμβω τώδ’ επέθηκα πόδας.

Λέων, ο βασιλιάς των ζώων είμαι ‘γω,
τώρα μαρμάρινος εδώ τον άριστο φρουρώ,
σ’ αυτό το μνήμα ακοίμητα στημένος.
Αν όμως ο Λέοντας δεν ήταν αντρειωμένος,
-ως τ’ όνομα-, δεν θα έβαζα κι εγώ
τα πόδια μου σ’ αυτό τον τάφο εδώ!

Οι μέν εμέ κτείναντες ομοίων αντιτύχοιεν, Ζευ ξένι’.
Οι δ’ υπό γάν θέντες όναιντο βίου.

Δία φιλόξενε, ας πάθουνε τα ίδια,
αυτοί που μ’ αφαιρέσαν τη ζωή.
Και όσοι με κηδέψαν με λουλούδια,
μακάριοι, να ευτυχήσουνε αυτοί.

Κόνων δίπυχης, η γυνή
δε τεσσάρων, εν τη κλίνη δε
των ποδών ισουμένων, σκόπει,
Κόνωνος που το χείλος έρχεται.

Κόνων, το μπόι σου δυο πήχες.
Τέσσερις της γυνής που είχες.
Στη κλίνη κι έχοντας τα πόδια ίσα,
το στόμα σου θα  της έπινε τα… τσίσα!

Την καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα,
την βαρύμισθον, την τοις βουλομένοις
χρυσόν αμεργομένην, γυμνήν μοι
δια νυκτός όλης παρέκλινεν όνειρος
άχρι φίλης ηούς προίκα χαριζομένην.
Ουκέτι γουνάσομαι την βάρβαρον ουδ’ επ’ εμαυτώ
κλαύσομαι, ύπνον έχων κείνα χαριζόμενον.

Για Τη Σθενελαΐδα*
Την ακριβή εταίρα που ‘καψε πόλεις και χωριά
κι άρμεγε το χρυσάφι όσων τη ποθούσα’,
τζάμπα την είχα γω μια ολάκερη νυχτιά
ως την αυγή, σε όνειρο που τόσο λαχταρούσα.
Τώρα δε θα με δει ξανά, φτωχός να της προσπέσω,
να κλαίω μπρος στα πόδια της να τη παρακαλέσω,
τι έχω τον ύπνο φίλο μου, που όλα της τα κάλλη
τζάμπα κι απλόχερα μου τα δωρεί, πάλι και πάλι.

Το επίγραμμα αυτό ενώ είναι μεν Ανώνυμο, έχει αποδοθεί και στους Ρουφίνο, Μελέαγρο και Μάρκο Αργεντάριο.

Πέμπω σοι μύρον ηδύ,
μύρω παρέχων χάριν,
ου σοί. Αυτή γαρ μυρίσαι
και το μύρον δύνασαι.

Μύρο σου στέλνω υπέροχο, γλυκύ
κι όχι σ’ εσέ, σε κείνο κάνω προσφορά.
Γιατί μπορείς και στ’ άρωμα εσύ,
πιο όμορφη να δώσεις ευωδιά.

Στρογγύλη, ευτόρνευτε, μονούατε, μακροτράχηλε,

υψαύχην στεινώ φθεγγομένη στόματι,
Βάκχου και Μουσέων ιλαρή λάτρι και Κυθερείης,
ηδύγελως, τερπνή συμβολικών ταμίη,
τιφθ’, οπόταν νήφω, μεθύεις συ μοι, ην δε μεθυσθώ,
εκνήφεις; αδικείς συμποτικήν φιλίην.

Μονόλαβο ολοστρόγγυλο και καλοδουλεμένο
κανάτι, με ψηλό λαιμό και στόμα στενεμένο,
με Κύπριδος, Μουσών και Βάκχου φλυαρώντας,
στου συμποσίου έμορφη γλυκά χαμογελώντας,
λογάκια μεθυσμένα, με μεθάς χωρίς να πιω.
Συμποτική μου φίλη μ’ αδικείς: Με άφησες στεγνό!

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί, εἰ βούλοιο, κεραυνῷ
βάλλε, καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη.
Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμέντα
οὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαλλόμενον.

Ρίξε φωτιά και κάψε με, χιόνι και πάγωσέ με
και αν μου θέλεις το κακό, κεραυνοβόλησέ με.
Πέτα με αν θες απ’ τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη
τι άλλο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει;

Καί πενίη καί ἔρως
δύο μοι κακά·
καί τό μέν οἴσω κούφως,
πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι.

Τη φτώχεια και τον Έρω
τα βάσανα τα δυο,
τη φτώχεια υποφέρω,
στον Έρωτα πονώ!

ὦ ξεῖν΄͵ εὔυδρόν ποτ΄ ἐναίομεν ἄστυ Κορίνθου͵
νῦν δ΄ ἅμ΄ Αἴαντος νᾶσος ἔχει Σαλαμίς.
ἐνθάδε Φοινίσσας νῆας καὶ Πέρσας ἑλόντες
καὶ Μήδους͵ ἱερὰν Ἑλλάδα ῥυσάμεθα.

Ξένε, στην αφνειό Κόρινθο κάποτε ζούσαμε,
τώρα στου Αίαντα τη Σαλαμίνα εξαπλώσαμε.
Όταν τα πλοία των Περσών κατενικούσαμε
την όμορφη πατρίδα μας Ελλάδα, τη γλυτώσαμε

Όμφαξ ουκ επένευσας.ότ’ ής σταφυλή,παρεπέμψω.
μή φθονέσης δούναι κάν βραχύ τής σταφίδος.

Κι όταν μικρούλα ήσουνα, μκρή σαν αγουρίδα,
μ’ αρνήθηκες, μα κι ώριμη, ποτέ μου δεν σε είδα,
τουλάχιστον μη μ’ αρνηθείς τη γεύση από σταφίδα.

Γυμνήν είδε Πάρις με, και Αγχίσης, και Άδωνις.
τούς τρείς οίδα μόνους. Πραξιτέλης δέ πόθεν;

Πάρις, Αγχίσης κι Άδωνις μ’ είδαν γυμνή μονάχα,
Ο Πραξιτέλης πότε, πού και πώς με πέτυχ’ έτσι τάχα;

Άνθρωπ’, ου Κροίσου λεύσεις τάφον,
αλλά γαρ ανδρός χερνητέω μικρός τύμβος.
Εμοί δ’ ικανός.

Διαβάτη δεν βλέπεις του Κροίσου το μνήμα,
φτωχού, εδώ βλέπεις το μνήμα λιτό.
Με τα κόπια μου ‘στήθη και μου ‘ν’ αρκετό.


Ἠράσθην, ἐφίλουν, ἔτυχον, κατέπραξ’, ἀγαπῶμαι.
τίς δέ καί ἧς καί πῶς, ἡ θεός οἶδε μόνη.

Βρήκα κι αγάπησα σφοδρά
και μ’ έρωτα υποφέρω,

μα τί και πώς, δε μαρτυρώ,
‘γω μόνο θα το ξέρω!


Ου βροτός ο γλύπτης.οίαν δέ σε Βάκχος εραστάς*
είδεν υπέρ πέτρας έξεσε κεκλιμέναν.

Αθάνατος ο γλύπτης σου
-όπως σε είδε ο Βάκχος,

σε σκάλισε να σε γλεντά
επάνω του ένας βράχος.


* Αυτό δεν το έχω μεταφράσει-μετρίσει εγώ κι ειλικρινά το βρίσκω υπέροχα μοναδικόΠ.Χ.

               ΑΡΙΣΤΟΤΈΛΗΣ

Ποῦ ἕκαστος τῶν Ἑλλήνων τέθαπται
καὶ τί ἐπιγέγραπται ἐπὶ τῶι τάφωι.

Πού κάθε Έλληνα ευρίσκουμε θαμμένο
και τί πάνω στο μνήμα του, γραμμένο!

Ἐπὶ Τεύκρου κειμένου ἐν Σαλαμῖνι τῆς Κύπρου
Ἰῶν ὠκυμόρων ταμίην Τελαμώνιον ἥδε
Τεῦκρον ἀποφθίμενον γῆ Σαλαμὶς κατέχει.

Το γιο του Τελαμώνα, τον Τεύκρο, πια νεκρό,
που με θανατηφόρα βέλη σκορπούσε πανικό,
δέχτηκ’ η Σαλαμίς της Κύπρου. αεί φρουρό.

(δεν έχω το πρωτότυπο, βοήθεια όποιος το ‘χει!)

Τον μακροσαϊτευτή τοξότη, του Λυκάονα λαμπρό γιο,
τον Πάνδαρο απ’ τη Ζέλεια, σκέπει το μνήμα εδώ.

               ΑΣΚΛΗΠΙΆΔΗΣ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω, τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίραν,
ἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετ’ Ἔρως.
ἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶ
πρωτοβόλου, δι’ ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς.

Κρατώ την Αρχεάνασσα, του Κολοφώνα εταίρα
εταίρα που ρυτίδιασε στων εραστών τα χέρια.
Ακόμα όμως ίσταται σ’ έρωτος καλοκαίρια
όπως στου πρωτανθού της τη φωτιά την υπερτέρα.

Φείδη παρθενίης. Και τί πλέον;
Ου γαρ ες Άιδην ελθούσ’ ευρήσεις τον φιλέοντα, κόρη.
Εν ζωίσι τα τερπνά τα Κύπριδος.
Εν δ’ Αχερόντι οστέα και σποδίη, παρθένε, κεισόμεθα.

Φυλάς τη παρθενιά και τί κερδίζεις;
Στον Άδη δε θα ‘ρθει ο εραστής.
Τες ηδονές της Κύπριδος, στη ζήση αποκομίζεις.
Σκόνη κι οστά, κόρη, στο τάφο σου θα βρεις!

                 ΑΥΣΟΝΙΟΣ

Non unus vitae color est nec carminis unus 
Lector: habet tempus pagina quaeque suum.
Est quod mane legas, est et quod vespere. Laetis
Seria miscuimus, temperie ut placeant.
Hoc mitrata Venus probat hoc galeata Minerva,
Stoicus has partes, has Epicurus amat.
Salva mihi veterum maneat dum regula morum,
Ludat permissis sobria Musa iocis.

Δεν έχει μόνον ένα χρώμα η ζωή,
ούτε κι η ποίηση εν’ αναγνώστη μόνο.
Κάθε βιβλίο τη δική του ‘χει στιγμή:
τη νύχτα άλλο διάβαζες και άλλο το πρωί.
Για ναν’ ωραίο, μπλέχουμε τ’ αστείο με τον πόνο.
Στέργει στο εν η Κύπριδα, στο άλλο η Αθηνά,
το μεν στέργει Επίκουρος, Στωικός άλλο αγαπά.
Όσον εντός μου επιζεί κανόνας των παλιών ηθών,
έτσι κι η Μούσα να μου δίν’ αστεία ορίων επιτρεπτών.

Αυτός είναι ξακουστός λατίνος επιγραμματοποιός και συγγραφέας κι υπάρχει στο Στέκι, ΕΔΩ! …

ΑΥΤΟΜΕΔΩΝ Ο ΚΥΖΙΚΗΝΌΣ

Την από της Ασίης ορχηστρίδα,
την κακοτέχνοις σχήμασιν
εξ απαλών κινυμένην ονύχων,
αινέω, ουχ ότι πάντα παθαίνεται,
ουδ’ ότι βάλλει τας απαλάς
απαλώς ώδε κι ώδε χείρας,
αλλ’ ότι και τρίβακος περί πάσσαλον
ορχήσασθαι οίδε
και ου φεύγει γηραλέας ρυτίδας
γλωττίζει, κνίζει, περιλαμβάνει
ήν δ’ επιρρίψει το σκέλος,
εξ άδου την κορύνην ανάγει.

Τη χορεύτρα απ’ την Ασία που περίεργα ποζάρει
κι απαλά μπήγει τα νύχια, επαινώ όχι για το πάθος
ούτε π’ απαλά τυλίγει με τα ροδαλά της χέρια,
τον πάσσαλο τον γηραλέο και τριγύρω του κοζάρει,
μα που ξέρει να χορεύει πάνω του χωρίς το λάθος,
τις ρυτίδες του ρουφώντας τον φιλεί γλυκά και πλέρια,
τονε τρίβει, τον σκεπάζει, γύρω-γύρω τον μελώνει
κι αν τα σκέλια πάνω βάλει κι απ’ τον Άδη τον σηκώνει.

Ἄνθρωποι δείλης, ὅτε πίνομεν· ἢν δὲ γὲνηται
ὄρθρος, ἐπ’ ἀλλήλους θῆρες ἐγειρόμεθα.

Τα βράδυα που τα πίνουμε ανθρώπους μας λογίζουν,
μα το πρωί μαλλώνουμε σα ζώα που μουγκρίζουν!

                       ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Τίκτει δέ τε θνατοῖσιν εἰρήνα μεγαλάνορα
πλοῦτον καὶ μελιγλώσσων ἀοιδᾶν ἄνθεα.
Δαιδαλέων τ᾽ ἐπὶ βωμῶν θεοῖσιν αἴθεσθαι
βοῶν ξανθᾷ φλογὶ μηρί᾽ εὐμάλλων τε μήλων
γυμνασίων τε νέοις αὐλῶν τε καὶ κώμων μέλειν.
ἐν δὲ σιδαροδέτοις πόρπαξιν αἰθᾶν ἀραχνᾶν ἱστοὶ πέλονται,
ἔγχεα τε λογχωτὰ ξίφεα τ᾽ ἀμφάκεα δάμναται εὐρώς.
χαλκεᾶν δ᾽ οὐκ ἔστι σαλπίγγων κτύπος,
οὐδὲ συλᾶται μελίφρων ὕπνος ἀπὸ βλεφάρων ἀῷος ὃς θάλπει κέαρ.
συμποσίων δ᾽ ἐρατῶν βρίθοντ᾽ ἀγυιαί, παιδικοί θ᾽ ὕμνοι φλέγονται.

Γεννά η Ειρήνη πλούτο, με χαρά και ισχύ
και δένουν άδωντας γλυκά στις γλάστρες τα λουλούδια.
Καιν’ οι φωτιές στους καλλοσκάλιστους βωμούς,
ίσια στον ουρανό πηγαίνει η τσίκνα απ’ το σφαχτό
κι οι νέοι σκέφτονται το πάλεμα, το γλέντι, τον αυλό.
Σε λαβές ασπίδων, οι αράχνες ‘φαίνουνε ιστούς
και σπαθιά, λόγχες, δόρατα ρέβουνε στις σκουριές.
Δεν ηχούν σάλπιγγες, ύπνο να κλέψουνε πρωί,
π’ ευφραίνει τη καρδιά κι ηδαίνει το μυαλό.
Γιομίζουν στράτες. κι όλοι με γιορτές ερωτικές,
στις… φλόγες των φωνών με παιδικά τραγούδια.

                ΒΑΣΣΟΣ

Ου μέλλω ρεύσειν χρυσός ποτε,
βους δε γένοιτο άλλος,
χω μελίθρους κύκνος επηόνιος.
Ζηνί φυλασσέσθω τάδε παίγνια,
τη δε Κορίννη τους οβολούς
δώσω τους δύο, κου πέτομαι.

Εγώ δε θα γενώ ποτέ Χρυσή Βροχή,
σε Ταύρο άλλος ας μεταμορφωθεί,
ή σε Κύκνο καλλίφωνο στους αιγιαλούς.
Θ’ αφήσω τα τερτίπια αυτά στο Δία.
Στη Κορίννα μου θα δώσω δύο οβολούς
και θα πετάξουμε, φτερών δεν έχω χρεία!

            ΓΛΑΥΚΟΣ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΗΣ

Οὐ κόνις οὐδ’ ὀλίγον πέτρης βάρος, ἀλλ’ Ἐρασίππου
ἥν ἐσορᾷς, αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος·
ὤλετο γὰρ σὺν νηί· τὰ δ’ ὀστέα ποῦ ποτ’ ἐκείνου
πύθεται, αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν.

Δε βρίσκεται σ’ αυτή τη γη, τ’ Εράσιππου το μνήμα,
μα στης θαλάσσης κρύβεται, το άγριο το κύμα.
Βούλιαξε με το πλοίο του και ξέρουν μόν’ οι γλάροι
που βρίσκεται και σήπεται το δόλιο παλικάρι.

                        ΓΛΥΚΩΝ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδέν·
πάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα.

Όλα είναι γέλιο, σκόνη κι όπως πάντα το μηδέν,
καθώς απ’ το παράλογο, το παν δημιουργηθέν.

                 ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ

Καππαδόκην ποτ’ ἔχιδνα κακὴν δάκεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ
κάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου.

Τον Καππαδόκη τον κακό κι οχιά να τον τσιμπήσει,
φαρμακερό το αίμα του! Εκείνη θα ψοφήσει.

           ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ

Ἡράκλειτος ἐγώ· τὶ μ’ ἄνω κάτω ἔλκετ’, ἄμουσοι;
οὐχ ὑμῖν ἐπόνουν,τοῖς δὲ μ’ ἐπισταμένοις.
εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι, οἱ δ’ ἀνάριθμοι
οὐδείς. ταύτ’ αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη.

Εγώ είμ’ ο Ηράκλειτος, άσχετοι μη τραβάτε,
γι’ αυτούς που ξέραν κόπιαζα κι εσείς αλλού να πάτε.
Μύριους στον έναν εύρισκα, σε μύριους ούτε ένα
και Περσεφόνη τούτα δω τα λέω και σε σένα!

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαι
οὐκέτι χρεμπτομένη οὔτ’ ἀπομυσσομένη.

Ενθάδε κείται η κεφαλή του κυνικού Γοργία.
Οι μύξες κι οι ροχάλες του, έχουνε πια αργία!

                 ΔΙΟΣΚΟΥΡΊΔΗΣ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείνας
ἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα.
Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶν
ἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον,
ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα· τὰ δ’, ἠύτε πνεύματι φύλλα,
ἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα,
μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισιν,
καὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι.

Στα χόρτα τη καλλίπυγο Δωρίδα, τη ξαπλώνω
στων λουλουδιών τη γιόρταση, αθάνατος ξαμώνω.
Τα πόδια της τ’ ατέλειωτα, τη ράχη μου τυλίξαν
της Κύπριδος τον καλπασμό, τρέχει για να κερδίσει
και σαν τα φύλλα σ’ άνεμο, τα μάτια ανοιγοκλείσαν
κι αυτή μαζί με μένανε ξέπνοη έχει χύσει!

       ΔΙΟΦΑΝΗΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΣ

Τριλληστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτ’ ἂν ὄντως·
ἀγρυπνεῖ, θρασύς ἐστιν, ἐκδιδύσκει.

Ο Έρωτας με τρεις ληστές μοιάζει σαν κάνει γιούρια
θρασύς σε γδύνει, ακοίμητος, δεν κάνει καλαμπούρια!

       ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΡΕΦΕΡΕΝΔΑΡΙΟΣ

Όμματα δινεύεις κρυφίων ινδάλματα πυρσών,
χείλεα δ’ ακροβαφή λοξά παρεκτανύεις
και πολύ κιχλίζουσα σοβείς ευβόστρυχον αίγλην,
εκχυμένας δ’ ορόω τας σοβαράς παλάμας.
Άλλ ου σης κραδίης υψαύχενος ώκλασεν όγκος,
ούπω εθηλύνθης, ουδέ μαραινομένη.

Κρυφές φωτιές πετούν τα μάτια της που μ’ αντικρύζουν,
σειέεται ολάκερη με τα χέρια της τελείως ανοιχτά,
γελά και τα υπέροχα, λαμπερά μαλλιά ανεμίζουν,
και με τα χείλη τα βαμμένα της χαμογελά πλατιά.
Μα δε μαλάκωσε, μένει αλαζονική η καρδιά της,
τί κι αν ο χρόνος ρίχνει στάχτη στα μαλλιά της.

      ΕΥΗΝΌΣ Ο ΑΣΚΑΛΩΝΊΤΗΣ

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν, ὅμως ἔτι καρποφορήσω,
ὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί, τράγε, θυομένῳ. (εις άμπελον)

Τράγε απ’ τη ρίζα κι αν με φας πάλι ‘γω θα βλαστήσω,
για όταν θα σε σφάξουνε σπονδή εγώ να χύσω.


                            ΖΩΝΑΣ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπελλον,
ἇς γενόμην καὶ ὑφ’ ᾇ κείσομ’ ἀποφθίμενος.

Δώσ’ μου να πίνω αχόρταγ’ απ’ τη κούπα τη γλυκειά,
που δεν επλάσθη εκ πηλού και γέννησε και μένα,
και τώρα επί της κείτομαι, γλυκά και κουρασμένα.

                    ΗΓΗΣΙΠΠΟΣ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαι
καὶ σκόλοπες· βλάψεις τοὺς πόδας, ἢν προσίῃς.
Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω. Ἀλλά πάρελθε
οἰμώζειν εἶπας πολλά, πάρελθε μόνον.

Εγύρεψα το μνήμα μου μ’ αγκάθια να το ζώσουν
έτσι ώστε όσοι έρχονται τα πόδια να ματώσουν.
Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει πλαγιάσει
και φύγε γιατί λες πολλά, και μ’ έχεις πια κουράσει!

                     ΗΔΥΛΟΣ

Οίνος και προπόσεις κατεκοίμισαν Αγλαονίκην
αι δόλιαι και έρως ηδύς ο Νικαγόρεω, ης παρά
Κύπριδι ταύτα μύροις έτι πάντα μυδών
τα κείνται παρθενίων υγρά λάφυρα πόθων,
σάνδαλα και μαλακαι, μαστών ενδύματα,
μίτραι ύπνου και σκυλμών των τότε μαρτύρια.

Κρασί με δόλιες πρόποσες, από το Νικαγόρα
κι έρως ηδύς, κοιμίσανε την έρμη Αγλαονίκη.
Παρθένας αναθήματα, υγρά ‘π’ τα μύρα, τώρα
-σανδάλια και στηθόδεσμος- είναι στην Αφροδίτη.
Πειστήρια ύπνου άσφαλτα και έρωτος ξενύχτι!

                ΘΥΜΟΚΛΗΣ

Μέμνῃ που, μέμνῃ, ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον
Ὥρη κάλλιστον, χὤρη ἐλαφρότατον
ὥρην οὐδ’ ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις
νῦν, ἴδε, πάντ’ ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται.

Θυμάσαι τί σου έλεγα πριν κάμποσο καιρό;
Η άνοιξη υπέροχη μα δε κρατάει πολύ.
Δεν τη προφταίνει και το πιο γοργό πουλί!
Ιδές τώρα τα άνθη σου κάτω στη γη σωρό!

ΙΟΥΛΙΑΝΌΣ ΑΠΌ ΥΠΆΡΧΩΝ


Στέφος πλέκων ποθ’, εύρον
εν τοίς ρόδοις Έρωτα.
καί τών πτερών κατασχών,
εβάπτισ’ εις τον οίνον.
λαβών δ’ έπιον αυτόν.
καί νύν έσω μελών μου
πτεροίσι γαργαλίζει.

Σου έπλεκα στεφάνια χρόνια
με ρόδα, Έρω, τυλιγμένα.
Τώρα τα έχω ποτισμένα
-κι αφού φτερούγες σου βουτήξω-
στον κράσο. Πίνω διψασμένα
και καθως μέσα μου κυλάει
με τα φτερά με γαργαλάει.

             ΙΦΙΩΝ Ο ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ

Ιφίων τοδ’ έγραψε Κορίνθιος,
ουκ ένι μώμος χερσίν,
επεί δόξας έργα πολύ προσφέρει.

Ιφίων ο Κορίνθιος με χέρια κουρασμένα,
ετούτο δω εσκάλισε, μη τα κατηγορείτε,
γιατί για έργα πιότερο να πείτε,
δόξας κι ανδρείας μόνο ‘ναι πλασμένα.

                   ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ο Λύκτιος Μένιτας τά τόξα ταύτ’ επειπών έθηκε.
“Τή κέρας τοί δίδωμι καί φαρέτρην, Σαράπι.
Τούς δ’ οϊστούς έχουσιν Εσπερίται”.

Λύκτιος Μένιτας προσφέρει τα όπλα αυτά:.
“Χαρίζω το τόξο κι άδεια φαρέτρα μονάχα
στον Σαράπι. Τα βέλη μου μείνανε τάχα
στων Εσπερίτων τα ξαπλωμένα κορμιά”.

Εἶπέ τις, Ἡράκλειτε, τεὸν μόρον, ἐς δὲ με δάκρυ
ἤγαγεν· ἐμνήσθην δ’, ὁσσάκις ἀμφότεροι
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν· ἀλλὰ σὺ μέν που,
ξεῖν’ Ἁλικαρνησεῦ, τετράπαλαι σποδιή·
αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες, ᾗσιν ὁ πάντων
ἁρπακτὴς Ἀϊδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ.

Μου είπανε Ηράκλειτε, πως έφυγες στον Άδη
και δάκρυσα θυμούμενος πόσες είδαμε δύσεις
μαζί, μα τώρα πάει πια που είπες να μ’ αφήσεις,
στάχτη και χώμα γίνηκες, μα η αηδών σου άδει.
Κι ο Άδης ο πικρότατος που όλα τα θερίζει,
όσο κι αν θέλει να μπορεί, αυτήν δεν την αγγίζει.

                    ΚΎΡΙΛΛΟΣ

Πάγκαλον εστ’ επίγραμμα τό δίστιχον. ήν δέ παρέλθης
τούς τρείς, ραψωδείς, κουκ επίγραμμα λέγεις.

Λιτό, ουσιώδες, δίστιχο επίγραμμα, έχει κάλλος,
με τρεις και άνω θεωρώ πως φλυαρείς μεγάλως.

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιν,
τοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος.

Είναι η ζωή μία στιγμή,
γι’ αυτόν που τη γλεντάει
και μια στιγμή όλη η ζωή,
για κείνον που πονάει.
                                                           (σημ: Αυτά τα 2 δεν τα ‘χω μτφρ, εγώ)
                       ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ; ἴσχεο τέχνης·
οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι.

Τον Ινδό και να τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς
όπως δεν μπορείς να κάμεις και τας νύκτας πιο λευκάς!

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις,
τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι.

Αν τρως γοργά, μα στο τρεχιό καθυστερείς ακόμα,
τρώγε με τα ποδάρια σου και τρέχε με το στόμα!

                        ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΣ

Εζήτουν, πινάκων πόθεν ούνομα τούτω καλέσσω,
και παρά σοι αληθείς εύρον, όθεν λέγοντας,
πείνης γαρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκας,
όργανα του λιμού, πειναλέους πίνακας.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το λένε “πίναξ”,
το πιάτο, που μου σέρβιρες σαν ήμουν καλεσμένος,
σπίτι σου για το δείπνο. Αν είμαι πεινασμένος
το μέγα πιάτο τ’ αδειανό, γω θα το λέω: “πείναξ”!

Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον, Ἒρως, ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι
πρόσθες, ἳν’ ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς.

Έρωτα κάνε ν’ αγαπώ ή να με αγαπούνε,
φωτιά σβήσ’ απ’ τις σάρκες μου ή άστες να καούνε.

Βουλόμενός ποθ’ ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντος,
νῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν.

Κάτισχνος ο Διόφαντος πολύ, και μη το ψάχνεις,
αφού σκέψου κρεμάστηκε με νήμα μιας αράχνης!

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδρον,
τὸν δ’ υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι.
τάς νύκτας δ’ αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτος
πτώσεις, συνδέσμους, σχήματα, συζυγίας.

Η Ζηνωνίς για δάσκαλο, Μένανδρο πήρε τάχα,
να δασκαλέψει τον υιό στα γράμματα, μονάχα.
Μα κάθε νύχτα μελετά αυτή ούλες τις πτώσεις,
φωνές, συνδέσμους πάνω του, κι ούλες τις εξισώσεις.

       ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΣ ΗΠΑΤΙΚΟΣ

Την φιλοπουληγέλωτα κόρην επί νυκτός όνειρον
είχον επισφίγξας πήχεσιν ημετέροις.
Πείθετό μοι ξύμπαντα, και ουκ αλέγιζεν εμείο
κύπριδι παντοίη σώματος απτομένου.
Αλλά βαρύζηλός τις Έρως, και νύκτα λοχήσας
εξέχεεν φιλίην, ύπνον αποσκεδάσας.
Ώδέ μοι ουδ’ αυτοίσιν εν υπναλέοισιν ονείροις
άφθονός εστιν Έρως κέρδεος ηδυγάμου.

Εχτές το βράδυ είδα στ’ όνειρό μου,
το γελαστό κορίτσι πως κρατούσα στο πλευρό μου.
Χωρίς ναζάκια τα ‘διν’ όλα στη στιγμή
κι εγώ απλά τη χάιδευα σ’ όλο της το κορμί.
Όμως ο Έρωτας ο φθονερός παραφυλούσε,
πήρε τον ύπνο μου τη πιο ακατάλληλη στιγμή.
Να κόψει τ’ όνειρο θαρρείς καραδοκούσε
και μου αρνείται, εμπαθώς, μια νύχτα ερωτική.

Μνήμη καὶ Λήθη, μέγα χαίρετον· ἡ μὲν ἐπ’ ἔργοις
Μνήμη τοῖς ἀγαθοῖς, ἡ δ’ ἐπὶ λευγαλέοις.

Λήθη και Μνήμη να ‘ν’ καλά κι όλα καλώς φτιαγμένα,
για να θυμούμαι τα καλά και τ’ άλλα ξεχασμένα.

Λῆξον, Ἔρως, κραδίης τε καὶ ἥπατος· εἰ δ’ ἐπιθυμεῖς
βάλλειν, ἄλλο τί μου τῶν μελέων μετάβα.

Έρω, στο ήπαρ, στη καρδιά, σταμάτα να τοξεύεις
‘χώ κι άλλα μέλη στο κορμί αν θες να σημαδεύεις.

Κιχλίζεις, χρεμέτισμα γάμου προκέλευθον ιείσα,
ήσυχά μοι νεύεις, πάντα μάτην ερέθεις,
ώμοσα την δυσέρωτα κόρην, τρισίν ώμοσα πέτρες,
μήποτε μειλιχίοις όμμασιν εισιδέειν.
Παίζε μόνη το φίλημα, μάτην πόππυζε σεαυτή
χείλεσιν γυμνοτάτοις, ου τινι μισγομένοις.
Αυτάρ εγών ετέρην οδόν έρχομαι, εισί γαρ άλλαι
κρέσσονες ευλέκτρον Κυπρίδος εργάτιδες.

Χαζογελά κι ηδονικά με προκαλεί,
κορτάρει και με νόημα μου νεύει,
μάταια κοπιάζει μ’ όλα τούτα η τρελλή,
δύστροπη κοπελλιά που τόσο με παιδεύει,
σε τρεις πέτρες ορκίστηκα, γλυκά να μη τη δω.
Μόνη ας κάνει ότι δίνει τάχαμου φιλιά
με χείλη ανοιχτά, που δε φιλούν ποτές.
Έχει καλλίτερες κι εγώ για κει τραβώ,
στη Κύπρη και στον έρωτα πιστές κι… εργατικές!

Παρμενίς, ουκ έργω, το μεν ούνομα καλόν ακούσας
ωισάμην, σοι δε μοι πικρότερη θανάτου.
Και φεύγεις φιλέοντα, και ου φιλέοντα διώκεις,
όφρα πάλιν εκείνον και φιλέοντα φύγης.
Κεντρομανές δ’ άγκιστρον έφυ στόμα, και ‘με
δακόντα ευθύς έχει ροδέου χείλεος εκκρεμέα.

Δεν είσαι συ πραγματική σαν Παρμενίς. *
το όνομά σου μόνον όμορφα ηχείς,
και θάνατου, μου ‘σαι ακόμα πικροτέρα.
Διώχνεις αυτόν που σ’ αγαπάει
και κυνηγάς αυτόν που δε σε πάει,
για να τον διώξεις όταν σε ζητά.
Αγκίστρι έχει το στόμα σου και να,
που πιάστηκα να κρέμομαι σε χείλη κοραλλιά.

 * Παρμενίς, από το ρήμα παραμένω, σημαίνει πιστή, άρα της λέει πως είναι μόνο κατ’ όνομα κι όχι στην ουσία του ονόματός της!

        ΜΑΡΚΟΣ ΑΡΓΕΝΤΆΡΙΟΣ

Αίρε τα δίκτυα ταύτα, κακόσχολε, μηδ’ επίτηδες
ισχίον ερχομένη σύστρεφε, Λυσιδίκη.
Ου σε περισφίγγει λεπτός στολιδώμασι πέπλος,
πάντα σου βλέπεται γυμνά και ου βλέπεται.
Ει τόδε σοι χαρίεν καταφαίνεται, αυτός ομοίως
ορθόν έχω βύσσω τούτο περισκεπάσω.

Σήκωσ’ τα δίχτυα σου πλανεύτρα Λυσιδίκη,
που περπατείς κουνώντας τους γοφούς.
Το πέπλο σου το ελαφρύ δε σε καλύπτει,
κρύβει-δεν κρύβει, τους τερπνούς σου θησαυρούς.
Εάν αυτό εσύ το λες χαριτωμένο,
με ίδιο πέπλο κρύβω αυτό που ‘ν’ σηκωμένο!

Την ισχνήν Διόκλειαν, ασαρκότερην Αφροδίτην, όψεαι;
Αλλά καλοίς ήθεσιν τερπομένην,
Ου πολύ μοι το μεταξύ γενήσεται, αλλ’ επί λεπτά
στέρνα πεσών ψυχής κείσομαι εγγυτάτω.

Είδατε την όμορφη Διόκλεια την ισχνή;
Σαν Αφροδίτη μοιάζει, πιο λιγνή.
Μα τους καλούς της τρόπους θα χαρώ.
Στο στήθος της αν πέσω, το λεπτό,
τίποτ’ ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτό
και στη ψυχή της μέσα θα βρεθώ!

Στέρνα περὶ στέρνοις, μαστῷ δ’ ἔπι μαστὸν ἐρείσας
χείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας
Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα, τὰ λοιπὰ
σιγῶ, μάρτυς ἐφ’ οἷς λύχνος ἐπεγράφετο.

Στο κόρφο μου να σε κρατώ, στα στήθεια μου απάνω,
της Κύπριδος γλυκά φιλιά στα χείλια σου να βάνω,
σάρκα με σάρκας ένωση, π’ όλα τα μέλη λύνει…
σιωπώ! Για τ’ άλλα μάρτυρας, θα είναι η… Σελήνη!

Αντιγόνην έστεργε Φιλόστρατος, ήν δέ παλαισταίς
ό τλήμων Ίρου πέντε πενιχρότερος,
εΰρε δ’ ύπό κρυμού γλυκύ φάρμακον, άντία γάρ σχών
γούνατ’ έκοιμήθη, ξείνε,μετ’ Αντιγόνης.

Την Αντιγόνη πόθησε ο Φιλόστρατος, του Ίρα
Μα ο δόλιος ήτανε φτωχός, μηδέ στον ήλιο μοίρα.
Στη παγωνιά όμως σκέφτηκε να βάλει γόνυ-γόνυ
αντίκρυ, κι αύθις πλάγιασε, ξένε, την Αντιγόνυ!!!

Μήνη χρυσόκερως, δέρκῃ τάδε, καὶ πυριλαμπεῖς
ἀστέρες, οὓς κόλποις Ὠκεανὸς δέχεται,
ὥς με μόνον προλιποῦσα μυρόπνοος ᾤχετ΄ Ἀρίστη,
ἑκταίην δ΄ εὑρεῖν τὴν μάγον οὐ δύναμαι.
ἀλλ΄ ἔμπης αὐτὴν ζητήσομεν· ἦ ῥ΄ ἐπιπέμψω
Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας.

Η χρυσοκέρατη σελήνη και τα φλογισμέν’ άστέρια
που λάμπουνε, τα βλέπουν όλ’ αυτά
που δέχεται ο πόντος στη ποδιά του,
πως μ’ άφησε η μυρόπνοη Αρίστη σκάζοντάς το
και έξι μέρες δεν μπορώ τη μάγισσα να βρω.
Αλλά θα συνεχίσω να τη ψάχνω μ’ ιχνευτές
τους ασημένιους σκύλους* της Κυπρίδος.

*Όντως η Κύπρις είχε λαγωνικά κατά τη μυθολογία, αργυρούς σκύλους.

ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ

Α φίλερως χαροποίς Ασκληπιάς οία γαλήνης
όμμασι συμπείθει πάντας ερωτοπλοείν.

Φιλήδονη Ασκληπιάς, με βλέμμα μπλε ηρεμίας,
άπαντες πείθεις πάντοτε σ’ ερώτων τρικυμίας.

Ουκέτι Τιμαρίου, το πριν γλαφυροίο κέλητος,
πήγμα φέρει πλωτόν Κύπριδος ειρεσίη,
αλλ’ επί μεν νώτοισι μετάφρενον, ως κέρας ιστώ,
κυρτούται, πολιός δ’ εκλέλυται πρότονος,
ιστία δ’ αιωρητά χαλά σπαδονίσματα μαστών,
εκ δε σάλου στρεπτάς γαστρός έχει ρυτίδας,
νέρθε δε πανθ’ υπέραντλα νεώς, κοίλη δε θάλασσα
πλημύρει, γόνασιν δ’ έντρομός εστι σάλος.
Δύστανός γ’ ος ζωός ετ’ ων Αχερουσίδα λίμνην
πλεύσετ’ άνωθ’ επιβάς γραός επ’ εικοσόρου.

Στης Τιμαρίου τη φρεγάτα, το κουπί της,
-κάποτ’ ωραία- δε ξεκουνά, της Αφροδίτης.
Κυρτώσαν οι ώμοι της, σαν το σαθρό κατάρτι,
και τ’ ασημιά της μαλλιά, σα ξεφτισμένοι κάβοι
και χαλαρά, σαν τα πανιά, της κρέμονται τα στήθη,
Μπόρα θαρρείς έχει αυλακώσει τη κοιλιά της.
Μπάζει το σκάφος τα νερά, πρώρα και πρύμνη,
τα γόνατά της τρίζουνε, πλημμύρισε τ’ αμπάρι.
Αχ! δυστυχής ό που καράβι σάπιο πάρει
και ζωντανός περνά τ’ Αχέροντα τη λίμνη.

Όρθρε, τί νυν, δυσέραστε,,
βραδύς περί κόσμων ελίσση,
άλλος επεί Δημούς θάλπεθ’ υπό χλανίδι;
Άλλ’ ότε ταν ραδηνάν κόλποις έχων, ωκύς επέστης,
ως βάλλων επ’ εμεί φως επιχαιρέκακον.

Αυγή, σκληρή στους εραστές, γιατί αργείς μονάχα,
σαν η Δημώ στη κλίνη της ζεσταίνει κάποιον άλλο;
Ενώ όταν την είχα ‘γω, πως βιάστηκες να ρίξεις
το φως σου το χαιρέκακο, γοργά, στο τσάκα-τσάκα!

Έγχει και πάλιν ειπέ, πάλιν, πάλιν, Ηλιοδώρας,
ειπέ, συ δ’ ακρίτω το γλυκύ μίσγ’ όνομα,
και μοί τον βρεχθέντα μύροις, και χθιζόν έοντα,
μναμόσυνον κείνας αμφιτίθει στέφανον.
Δακρύει φιλέραστον, ιδού, ρόδον, ούνεκα κείναν
άλλοθι κου κόλποις αμετέροις εσορά.

Βάλε κρασί και πες ξανά: “στη ‘γειά σου Ηλιοδώρα”,
σμίξε το απίθανο πιοτό με το γλυκό ονομά της,
Το στέφανο, -το χτεσινό- λουσμένο στ’ άρωμά της,
φόρα το συ και έλα μου, κείνη να μου θυμίζει,
αχ δες το ρόδο του Έρωτα, για κείνη πως δακρύζει,
που μακρυά, σ’ άλλη αγκαλιά, τη βλέπω να ‘ναι τώρα.

Ήδη λευκόϊον θάλλει, θάλλει δε φίλομβρος νάρκισσος,
θάλλει δ’ ουρεσίφοιτα κρίνα. Ήδη δ’ η φιλέραστος,
αν άνθεσιν ώριμον άνθος, Ζηνοφίλα Πειθούς αδύ
τέθηλε ρόδον. Λειμώνες, τί μάταια κόμαις επί φαιδρά
γελάτε: Α γαρ παις κρέσσων αδύπνοων στεφάνων.

Ανθίζει τώρα ολόλολευκος, όμορφος μενεξές,
κι ο νάρκισσος που λαχτάραει τη βροχή,
τα κρίνα ανθίζουνε στων λόφων τις πλαγιές.
Κι η Ζηνοφίλα, σα το ρόδο της Πειθούς κι αυτή,
ανθίζει ηδυπαθής σαν άνθος μέσα στ’ άλλα.
Τι καμαρώνετε αγροί για τ’ ανθισμένα σας μαλλιά;
Μες στα υπέροχα άνθη σας καλλίστη η κοπελλιά.

Το σκύφος αδύ γέγηθε, λέγει δ’ ότι τας φιλέρωτος
Ζηνοφίλας ψαύει του λαλίου στόματος.
Όλβιον * είθ’ υπ’ εμείς νυν χείλεσι χειλέα θείσα
απνευστί ψυχάν ταν εν εμοί προπίοι.

Τι τυχερό το κύπελλο που της φιλά τα χείλη
όπως το στόμα με κρασί βρέχει η Ζηνοφίλη…
Ας ήτανε τα χείλη της ν’ αγγίξουν τα δικά μου
και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου.

Νυξ μακρή και χείμα, μέσην δ’ επί Πλειάδα δύνει,
καγώ παρ προθύροις νίσσομαι υόμενος
τρωθείς της δολίης κείνης, πόθω ου γαρ έρωτα
Κύπρις, ανιηρόν δ’ εκ πυρός ήκε βέλος.

Μεγάλη η νύχτα και ψυχρή κι η Πούλια πάει να δύσει
κι εγώ μπροστά στη πόρτα της, μούσκεμα στη βροχή,
τρελλός στον πόθο κι η καημένη μου ψυχή
φαρμακωμένη απ’ την άπιστη θα σβύσει.
Έρωτα, Κύπρις, δεν μου χάρισες γλυκύ,
στό στήθος μου βέλος καυτό έχεις βυθίσει!

Γυμνήν ην εσίδης Καλλίστιον, ω ξένε, φήσεις:
“Ήλλακται διπλούν γράμμα Συρηκοσίων”.

Αν αντικρύσεις γυμνή, ω ξένε, την Καλλίστιον
θα δεις πως είν’ επίσης και καλλίσχιων!!!

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώρας,
δάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη.
Φησί μέν, ἀλλά φυγεῖν οὔ μοι σθένος· ἡ γάρ ἀναιδής
αὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ.

Μέσα η ψυχή μου το μηνά, την Ηλιοδώρα χάνω,
τις ζήλειες και τα δάκρυα, λέει πως παρατάει.
Μα ό,τι κι αν πει δε δύναμαι ακόμα να το κάνω,
γιατί προβλέπει μεν σωστά, μ’ ακόμα αγαπάει!


Εὕδεις, Ζηνοφίλα, τρυφερὸν θάλος· εἲθ’ ἐπὶ σοί νῦν
ἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις,
ὡς ἐπὶ σοὶ μήδ’ οὗτος, ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγων,
φοιτήσαι, κάτεχον δ’ αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος.

Κοιμάσαι Ζηνοφίλα μου, ολόφρεσκο βλαστάρι.
Χωρίς φτερά να τρύπωνα στα βλέφαρά σου τάχα,
ούτ’ Ύπνος να μη σ’ άγγιζε που ‘χει και Δία πάρει
αλλά κι άλλος κανείς, μικρή, εγώ… εγώ… μονάχα!

Παμμῆτορ γῆ, χαῖρε· σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲ
Αἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής.

Γη Μάννα μας σε χαιρετώ, ο νιός δεν ήταν βάρος
όσο που ήταν ζωντανός, ο Αισιγένης, κι έτσι
και συ ‘λαφριά να του γενείς, σα που τον πήρ’ ο Χάρος!

Εν τόδε, παμμήτειρα θεών, λίτομαί σε, φίλη Νύξ,
ναί λίτομαι, κώμων σύμπλανε, πότνια Νυξ.
εί τις υπό χλαίνη βεβλημένος Ηλιοδώρας
θάλπεται, υπναπάτη χρωτί χλιαινόμενος,
κοιμάσθω μέν λύχνος, ο δ’ εν κόλποισιν εκείνης
ριπτασθείς κείσθω δεύτερος Ενδυμίων.

Σε ικετεύω, δέσποινα Νύχτα κι αγαπημένη,
μητέρα όλων των θεών και κοσμογυρισμένη,
αν άλλος στα σκεπάσματα της Ηλιοδώρας μοχθεί
κι η φλόγα από τη σάρκα της τονε κρατάει ξύπνο,
στείλ’ του τον ύπνο, Νύχτα μου, σβύσε τους και το λύχνο,
στην αγκάλη της, ως Ενδυμίωνας, να αποκοιμηθεί.

                  ΜΊΜΝΕΡΜΟΣ

Ημεῖς δ΄͵ οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη
ἔαρος͵ ὅτ΄ αἶψ΄ αὐγῆις αὔξεται ἠελίου͵
τοῖς ἴκελοι πήχυιον ἐπὶ χρόνον ἄνθεσιν ἥβης
τερπόμεθα͵ πρὸς θεῶν εἰδότες οὔτε κακὸν
οὔτ΄ ἀγαθόν· Κῆρες δὲ παρεστήκασι μέλαιναι͵
ἡ μὲν ἔχουσα τέλος γήραος ἀργαλέου͵
ἡ δ΄ ἑτέρη θανάτοιο· μίνυνθα δὲ γίνεται ἥβης
καρπός͵ ὅσον τ΄ ἐπὶ γῆν κίδναται ἠέλιος.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τοῦτο τέλος παραμείψεται ὥρης͵
αὐτίκα δὴ τεθνάναι βέλτιον ἢ βίοτος·
πολλὰ γὰρ ἐν θυμῶι κακὰ γίνεται· ἄλλοτε οἶκος
τρυχοῦται͵ πενίης δ΄ ἔργ΄ ὀδυνηρὰ πέλει·
ἄλλος δ΄ αὖ παίδων ἐπιδεύεται͵ ὧν τε μάλιστα
ἱμείρων κατὰ γῆς ἔρχεται εἰς Ἀΐδην·
ἄλλος νοῦσον ἔχει θυμοφθόρον· οὐδέ τίς ἐστιν
ἀνθρώπων ὧι Ζεὺς μὴ κακὰ πολλὰ διδοῖ.

Αὐτίκα μοι κατὰ μὲν χροιὴν ῥέει ἄσπετος ἱδρώς,
πτοιῶμαι δ’ ἐσορῶν ἄνθος ὁμηλικίης
τερπνὸν ὁμῶς καὶ καλόν, ἐπεὶ πλέον ὤφελεν εἶναι
ἀλλ΄ ὀλιγοχρόνιον γίνεται ὥσπερ ὄναρ
ἥβη τιμήεσσα· τὸ δ΄ ἀργαλέον καὶ ἄμορφον
γῆρας ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτίχ΄ ὑπερκρέμαται͵
ἐχθρὸν ὁμῶς καὶ ἄτιμον͵ ὅ τ΄ ἄγνωστον τιθεῖ ἄνδρα͵
βλάπτει δ΄ ὀφθαλμοὺς καὶ νόον ἀμφιχυθέν.
Τὸ πρὶν ἐὼν κάλλιστος, ἐπὴν παραμείψεται ὥρη,
οὐδὲ πατὴρ παισὶν τίμιος οὔτε φίλος.

Εμείς σαν της λουλουδιαστής της Άνοιξης τα φύλλα
π’ ανοίγουνε και γρήγορα τον ήλιο τους ρουφάνε,
γραμμένο μας απ’ τους Θεούς, νιότης ανατριχίλα
να ‘χουμε μόνο μια στιγμή, γι ‘αυτό στο νου σου βάνε
και το καλό και το κακό. Δυο Μαύρες είναι Μοίρες
πάντα στο πλάι μας: η μια κακά στερνά κρατάει
κι η άλλη χάρο. Η νιότη μας λίγο μόνο βαστάει,
όσο του ήλιου ‘πα’ στη γη οι επουράνιες γύρες.
Κι όταν περνά ‘ποπάνω μας αυτή η φίνα φάση,
καλλίτερος ο θάνατος παρά κάποιος να ζήσει.
Γιατί η δόλια μας ψυχή πίκρες θε να γιομίσει,
φτώχεια στου μεν το σπιτικό με όλα τα κακά της
και που δεν έκανε παιδιά και θέλει ν’ αποκτήσει
κι έτσι με τη λαχτάρα του στον Άδη θα περάσει.
Άλλος μ’ αρρώστιες και δεινά να τρώνε τη ζωή του,
κανείς δε μένει αλώβητος στο Διά και την ευχή του.

Αμέσως σ’ όλο το κορμί, κρύος ιδρώς ποτάμι,
τρομάζω όταν δίπλα μου της νιότης βλέπω τ’ άνθη
χαρούμενη, πανέμορφη, που να ‘ταν κι άλλη τόση.
Όμως, σαν όνειρο κυλά κι η νιότη πάει, ‘χάθη,
το γήρας πάνω στο κορμί έρχεται να σε ζώσει,
και πέφτει ‘πα’ στη κεφαλή, μίζερο να κρεμάται
και άχρηστο σε καθιστά κι αγνώριστο σε κάμει,
μηδέ τα μάτια βλέπουνε κι ο νους δε συλλογάται.
Κι αν ήσουν πριν πανέμορφος, τα νιάτα σαν περάσου’
δεν είσαι πλέον αρεστός, μήτε και στα παιδιά σου.

Αἲ γὰρ ἄτερ νούσων τε καὶ ἀργαλέων μελεδωνέων
ἑξηκονταέτη μοῖρα κίχοι θανάτου.

Χωρίς αρρώστιες, βάσανα, αν πέρναγ’ η ζωή μου,
ας μου ‘μελλε στα εξήντα μου να έρθει η θανή μου.

Την σαυτού φρένα τέρπε, δυσηλεγέων δε πολιτών,
άλλος τις σε κακώς, άλλος άμεινον ερεί.

Εύφρανε νου, με των κακών συμπολιτών τα κάλλη,
π’ άλλος φριχτά κι άλλος καλά για σένανε θα ψάλλει.

                      ΝΙΚΑΡΧΟΣ

Πέντε μετ’ άλλων Χάρμος εν Αρκαδία δολιχεύων,
θαύμα μέν, αλλ’ όντως έβδομος εξέπεσεν.
εξόντων, τάχ’ ερείς, πώς έβδομος, είς φίλος αυιού,
θάρσει, Χάρμε, λέγων, ήλθεν εν ιματίω.
έβδομος ούν ούτω παραγίνεται, ει δ’ έτι πέντε
είχε φίλους, ήλθ’ άν, Ζωϊλε, δωδέκατος

Με πέντε διαγωνίστηκε ο Χάρμος στη τρεχάλα,
και έβδομος τερμάτισε, θαύμα μα γεγονός!
Μα ήταν έξι” ίσως πεις, “πως έβδομος αυτός;”
Ο φίλος με χιτώνα, στο στίβο όρμησε πηλάλα
Θάρρος Χάρμε” φώναξε και πέρασε μπροστά του!
Σκέψου Ζωίλε, ακόμα πέντε να ‘χε συντροφιά του,
θα έβγαινε δωδέκατος και πίσω η… σκιά του!!!

Πορδὴ ἀποκτέννει πολλοὺς ἀδιέξοδος οὖσα·
πορδὴ καὶ σώζει τραυλὸν ἱεῖσα µέλος.
οὐκοῦν εἰ σώζει, καὶ ἀποκτέννει πάλι πορδή,
τοῖς βασιλεῦσιν ἴσην πορδὴ ἔχει δύναµιν

Η πορδή πολλούς σκοτώνει αν δεν βγει και ζοριστεί,
μα και σώζει αν τραυλίσει ή κι αν βγει τραγουδιστή.
Αφού σώζει και σκοτώνει, με τη βρωμερή λαλιά,
τότε είν’ η δυναμή της ίση με του βασιλιά.

Μὴ μύρα, μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζου·
μηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς · ἐς κενὸν ἡ δαπάνη.
ζῶντί μοι,εἴ τι θέλεις, χάρισαι· τέφρην
δὲ μεθύσκων πηλὸν ποιήσεις, κοὐχ ὁ θανὼν πίεται.

Με μύρα και με στέφανα τον τάφο μη στολίσεις
και μην ανάψεις τη πυρά, έξοδο περιττό.
Αν θες δίνε μου όσο ζω. Σπονδή στη στάχτη αν χύσεις
λάσπη θα κάνεις, μη θαρρείς πως σαν νεκρός θα πιω.

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος Διόδωρον
Σωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους
τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν·
ἀλλὰ πιεσθεὶς τέθνηκεν, γέγονεν δ’ ὀρθότερος κανόνος.

Στο Διόδωρο, είπεν ο Σωκλής, το φουκαρά καμπούρη,
με τρεις κοτρώνες στη ράχη θα τονε ισιώσει,
μα ήτανε βαριές πολύ και τον έχει σκοτώσει.
Και τώρα σα τη καλαμιά ίσιος, μες στο κιβούρι!

Ουκ αποθνήσκειν δει με;
Τι μοι μέλει, ην τε ποδαγρός ην τε δρομεύς γεγονώς
εις Άϊδην υπάγω; Πολλοί γαρ μ’ αρούσιν,
έα χωλόν με γενέσθαι.
Τώνδ’ ένεκεν γαρ ίσως ούποτ’ εώ θιάσους.

Αφού στα σίγουρα μια μέρα θα πεθάνω,
τί με ποδάγρα, τί σα δρομεύς, στον Άδη φτάνω;
Άλλοι θε να με πάνε και κουτσό, στη κάσα πάνω.
Γι’ αυτό κι εγώ, όσο ζω, γλέντι δε χάνω!

Ευμεγέθης πείθει με καλή γυνή,
αν τε και ακμής άπτητ’, αν τε και ή Σιμύλε,
πρεσβυτέρη. Η μεν γαρ με νέα περιλήψεται,
ήν δε παλαιή,  γραία τε και ρυσή, Σιμύλε, λιχμάσεται.

Με φτιάχνει Σίμυλε ψηλή κι ώρια γυνή, στο είπα
είτε μικρή, είτε κοντά στα γηρατειά.
Γιατί η νέα θα μου κάνει μια σφιχτή αγκαλιά
κι η άλλη, η γραία, θα μου κάνει ωραία πίπα!

Οὑ δύναμαι γνῶναι, πότερον χαίνει Διόδωρος
ἢ βδῆσ’ · ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω.

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν κλάνει ή χασμουριέται
γιατί το στόμα κι ο πωπός ίδια σ’ αυτόν περνιέται.

                       ΝΟΣΣΙΣ

ἅδιον οὐδὲν ἔρωτος· ἃ δ᾽ ὄλβια, δεύτερα πάντα
ἐστίν· ἀπὸ στόματος δ᾽ ἔπτυσα καὶ τὸ μέλι.
τοῦτο λέγει Νοσσίς· τίνα δ᾽ ἁ Κύπρις οὐκ ἐφίλασεν,
οὐκ οἶδεν τήνα γ᾽, ἄνθεα ποῖα ῥόδα.

Από τον Έρωτα ουδέν γλυκύτερο δε βάνω
μέχρι το μέλι έφτυσα, και τίποτε πιο πάνω.
Εγώ το λέω η Νοσσίς, κι όποια δεν έχει ερωτευτεί
στα χόρτα μέσα, τ’ άνθεα δε βρίσκει: τα πατεί.

Καίροισάν τοι ἔοικε κομᾶν ἄπο τὰν ᾽Αφροδίταν
ἄνθεμα κεκρύφαλον τόνδε λαβεῖν Σαμύτας·
δαιδαλέος τε γάρ ἐστι, καὶ ἁδύ τι νέκταρος ὄσδει,
τοῦ, τῷ καὶ τήνα καλὸν ῎Αδωνα χρίει.

Με χαρά δέχετ’ η Κύπρις μιαν ωραία προσφορά:
της Σαμύτας το διχτάκι που τυλίγει τα μαλλιά.
Πράγματι φίνα τεχνική και κείνο πως μυρίζει!
Όπως το νέκταρ που η θεά τον Άδωνι ραντίζει.

Έλτοῖσαι ποτὶ ναὸν ἰδώμεθα τᾶς Ἀφροδίτας
τὸ βρέτας, ὡς χρυσῷ δαιδαλόεν τελέθει.
εἵσατό μιν Πολυαρχὶς ἐπαυρομένα μάλα πολλὰν
κτῆσιν ἀπ’ οἰκείου σώματος ἀγλαίας.

Ελάτε πάμε στο ναό να δούμε τ’ς Αφροδίτης
τ’ άγαλμα τ’ ολοστόλιστο, που ‘ναι μες στο χρυσό.
Η Πολυαρχίς το στόλισε και το ‘στησεν εδώ
με πλούτο που εμάζεψε με το λαμπρό κορμί της.

Θαυμαρέτας μορφὰν ὁ πίναξ ἔχει· εὖ γε τὸ γαῦρον
τεῦξε τό θ’ ὡραῖον τᾶς ἀγανοβλεφάρου.
σαίνοι κέν σ’ ἐσιδοῖσα καὶ οἰκοφυλαξ σκυλάκαινα
δέσποιναν μελάθρων οἰομένα ποθορῆν.

Τη Θαυμαρέτη ο πίνακας, περίτεχνα εικονίζει
που παίζοντας τα βλέφαρα μορφές πολλές αλλάζει
κι ο σκύλος φύλαξ, την ουρά σα παλαβός λικνίζει,
γιατί θαρρεί τη δέσποινα την ίδια του κοιτάζει.

ΌΜΗΡΟΣ

Οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν.
φύλλα τὰ μὲν τ’ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δὲ
θ’ ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρῃ·
ὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ’ ἀπολήγει.

Θνητές γενιές, σκορπάτε σαν τα φύλλα,
σοφή, στη θέση σας άλλα θα βάλει η φύση,
ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσει,
το φύσημα τ’ αγέρα σαν ανατριχίλα.

                ΠΑΛΛΑΔΆΣ

Άν μετ’ Αλεξάνδρειαν ες Αντιόχειαν απέλθης
καί μετά τήν Συρίην Ιταλίας επιβής,
τών δυνατών ουδείς σε γαμήσει, τούτο γάρ
αιεί οιομένη πηδάς εις πόλιν εκ πόλεως.

Και αν στην Αλεξάνδρεια πας, την Αντιόχεια αφήσεις
κι αν τη Συρία παρατάς και προς την Ιταλία πας,
να γαμηθείς μ’ άντρα σωστό ποτέ σου μη νομίσεις,
μα προσδοκάς κι από μια πόλη σ’ άλληνε πηδάς.

Εἰπέ, πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα
γαίης ἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον.
σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόν,
καὶ τότ’ ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην.
εἰ δ’ ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖς,
πῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα;

Πες μας εσύ πώς μέτρησες τα πέρατα του κόσμου,
που από λίγο χώμα ‘ναι πλασμένο το κορμί σου;
Δεν έμαθες καλά-καλά τον ίδιο τον εαυτό σου.
Το Σύμπαν υπολόγισε, μα πρώτιστα μετρήσου.
Τη λάσπη αυτή που σε κρατά, η Αφέντρα,
μάθε τη κι έπειτα μετράς των άμετρων τα μέτρα.

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καλλιόπη θεός ἐστιν·
ἡ σὴ Καλλιόπη Ταβλιόπη λέγεται.

Η Καλλιόπη, κάθε ποιητή μούσα του τιμημένη,
μα ‘σέ η Ταβλιόπη* σου ‘ναι πιο… δοξασμένη!

Ῥῷ καὶ λάμδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζει·
λοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ.
τοὔνεκά μοι, βέλτιστε, τόδε ζῷον πεφύλαξο
εἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας.

Με ένα γράμμα κόλακας, κοράκου ξεχωρίζει
και η λαλιά τους όμοια περίπου ψιθυρίζει.
Γι’ αυτό λοιπόν απόφυγε τα δύο αυτά κτήνη,
γιατί ο κόλαξ, κόρακας των ζωντανών εγίνη.

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνος,
καὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες.

Κουρεύς και ράπτης ήρθανε στα χέρια μια μέρα,
γοργά οι βελόνες κάναν το ξυράφι πάρα πέρα!

Πρωτομάχου πατρὸς καὶ Νικομάχης γεγαμηκὼς

θυγατέρα͵ Ζήνων͵ ἔνδον ἔχεις πόλεμον.
ζήτει Λυσίμαχον μοιχὸν φίλον͵
ὅς σ΄ ἐλεήσας ἐκ τῆς Πρωτομάχου λύσεται Ἀνδρομάχης.

Toυ Πρωτομάχου το βλαστό, τη κόρη Νικομάχης
νυμφεύτηκες, ω! Ζήνωνα, κι όλο αμάχες θα ‘χεις.
Βρες της ένα Λυσίμαχο, για να σε… βοηθήσει,
η Ανδρο-μάχη να παφτεί, χαλάλι το γαμήσι!

Ώμοσα μυριάκις ἐπιγράμματα μηκέτι ποιεῖν·
πολλῶν γὰρ μωρῶν ἔχθραν ἐπεσπασάμην.
ἀλλ᾿ ὁπόταν κατίδω τοῦ Παφλαγόνος
τὸ πρόσωπον Πανταγάθου, στέξαι τὴν νόσον οὐ δύναμαι.

Μύριες φορές ορκίστηκα το επίγραμμά να πάψω,
νοσώ, διό πολλούς κάκιωσα, που ‘τυχε να τους “θάψω”.
Μα σαν τη μούρη δω ξανά αυτού του Παφλαγόνα
Παντάγαθου, η αρρώστια μου μ’ αδράχνει απ’ τη λαγόνα!

Χαλκοτύπος τόν Έρωτα μεταλλάξας, εποίησε
τήγανον, ουκ αλόγως ότι καί αυτό φλέγει.

Χαλκωματάς τον Έρωτα θα κάνει κατσαρόλα
σωστά, γιατί μόνον αυτός τα κατακαίει όλα.

Πολλά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἄκρου.

Μέχρι στα χείλη το ποτήρι σου να φέρεις,
πολλά σου μέλλει να συμβούν και δεν το ξέρεις.

Γραμματικοῦ θυγάτηρ ἔτεκεν φιλότητι μιγεῖσα
παιδίον ἀρσενικόν, θηλυκόν, οὐδέτερον.

Κόρη φιλόλογου τίκτει τρις τηρούσα ισορροπία
θήλυ άρρεν κι… ουδέτερο για την ιεραρχία!

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶ,
τοὺς δ’ ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου.

Μη κλαις όσους αφήσανε του γλυκού ήλιου μας το φως
μα κλάψε αυτούς που χάροντα προσμένουν διαρκώς!

Πολλά λαλείς, ω άνθρωπε,
χαμαί δέ τίθη μετά μικρόν. σίγα,
καί μελέτα ζών έτι τόν θάνατον.

Άνθρωπε πολλά μας λες γι’ αυτό λιγάκι σιώπα
κι εσύ σε λίγο θε να μπεις βαθιά μέσα στο χώμα.
Το θάνατο μελέτησε για όσο ζεις ακόμα.

Σιγῶν παρέρχου τὸν ταλαίπωρον βίον,
αὐτὸν σιωπῇ τὸν χρόνον μιμούμενος·
λαθὼν δὲ καὶ βίωσον, εἰ δὲ μή, θανών.

Όπως ο Χρόνος σιωπηλά, θα σου γλιστρήσει,
ζήσε κι εσύ βουβός τη μίζερη σου ζήση
κρυφή. Kρυφός κι ο θάνατός σου ας ορίσει.

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν· ἔχει δ’ ἀγαθὰς δύο ὥρας,
τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ.

Κάθε γυναίκα στη ζωή πίκρα μεγάλη φέρει,
δυο στιγμές είναι κανείς οπού την υποφέρει:
η μια είναι σαν τη γαμά
κι η άλλη σαν τη χαιρετά.

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θ’ ὑπὸ γαῖαν ἄπειμι·
καὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος;

Ήρθα γυμνός κι έτσι γυμνός στο ύστερο θα φύγω,
προς τι να σκάω τάχατε, να λυώνω λίγο-λίγο;

Πλουτεῖς· καὶ τὶ τὸ λοιπόν; ἀπερχόμενος
μετὰ σαυτοῦ τὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος;
τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον·
οὐ δύνασαι δὲ ζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα.

Μαζεύεις πλούτη, τί μ’ αυτό; Ξοδεύεις τη ζωή σου
και δε μπορείς μ’ αυτά ζωή, να πάρεις παραπάνω.
Ε! μάζευε! μα μη θαρρείς πως θα ‘ρθουνε μαζί σου.

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδ’ ἀποθνῄσκει·
καὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας.
οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα πολλὰ λαχόντες,
οὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου.

Όποιος δεν έζησε ποτέ, ποτέ του δεν πεθαίνει,
γιατί ο φτωχός το βίο του όμοια νεκρός περνάει.
Ο τυχερός με τα λεφτά και που καλοπερνάει,
αυτός λογίζει απώλεια, στο χώμα όταν μπαίνει.

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμασθε
ὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως.

Όλοι Χάρο δουλεύουμε, τρεφόμενοι στ’ αλώνια,
όπως τα σφάγια πρόβατα, μεζέδες στα σαλόνια.

* η λέξη Τάβλι, στην αρχαιότητα είχε την έννοια του παιγνιδιού με ζάρια (πεσσούς) με σκοπό το τζόγο. Το κλασσικό παιγνίδι ανανακαλύφθηκε αργότερα….

                    ΠΑΡΜΕΝΊΩΝ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας, Ὀλύμπιε, χρυσός, ἵν’ ἡ παῖς
ὡς δώρῳ πεισθῇ, μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην.

Δία, τη κόρη θάμπωσες, Δανάη, με το χρυσάφι,
κι όχι με βιά ή γαλιφιές, το φόβο σου για να ΄χει!

Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ, κἀγώ δέ σέ χρυσοῦ·
πλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι.

Κι αν αυτός το έκαμε κι εγώ να σε χρυσώσω,
μα απ’ το Δία πιο πολλά δεν έχω να σου δώσω!

             ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΣ

Βόστρυχον ωμογέροντα τί μέμφεαι όμματα θ’ υγρά
δακρύσιν; Ημετέρων παίγνια ταύτα παθών,
φροντίδες απρήκτοιο πόθου τάδε, ταύτα βελέμνων
σύμβολα και δολιχής έργα νυχεγρεσίης.
Και γαρ που λαγόνεσσι ρυτίς παναώριος ήδη,
και λαγαρόν δειρή δέρμα περικρεμάται.
Οππόσον ηβάσκει φλογός άνθεα, τόσσον εμείο
άψεα γηράσκει φροντίδι γυιοβόρω.
Αλλά κατοικτείρασα δίιδου χάριν, αυτίκα γαρ μοι
χρως αναθηλήσει κρατί μελαινομένω.

Τα μαλλιά μου τα σταχτιά μη μου χλευάζεις
και με τα όμορφα υγρά σου μάτια μη μου κλαις.
Τα πάθια μου κι οι στείροι πόθοι μου, λογιάζεις,
είν’ αποδείξεις απ’ του Έρωτα το τόξο, σαγιτιές.
και πως οι τόσες νύχτες μου, μου ήτανε πικρές.
Ρυτιδωμένα τα λαγόνια μου κι απ’ το λαιμό,
το δέρμα μου έχει κρεμάσει πλαδαρό.
Τι μέσα μου κι αν καίει σφριγηλή κι εφηβική
φλόγα του πάθους, που εσύ μου ξεσκεπάζεις.
Τη χάρη κάνε μου κι εμέ να λυπηθείς,
τότε θα γίνει η σάρκα μου η γριά, νεανική
και τα μαλλιά μου σαν κοράκου θα τα δεις.

Πρόκριτός εστι Φιλίννα τεή ρυτίς ή οπός ήβης πάσης,
ιμείρω δ’ αμφίς έχειν παλάμαις μάλλον σέο μήλα
καρηβαρέοντα κορύμβης ή μαζόν νεαρής όρθιον ηλικίης.
Σον γαρ φθινόπωρον υπέρτερον είαρος άλλης,
χείμα σον αλλοτρίου θερμότερον θέρεος.

Προτιμώ Φιλίννα τις ρυτίδες σου, από της ήβης τους χυμούς,
μες στις παλάμες μου τα στήθια σου κι όχι νεανικούς μαστούς.
Το Φθινοπώρι σου καλλίτερο απ’ τις Άνοιξες των κοριτσιών
και ο Χειμώνας σου θερμότερος, απ΄ όλων των Καλοκαιριών.

Ρίψομεν, χαρίεσσα, τα φάρεα, γυμνά δε γυμνοίς
αμπελάση γυίοις γύια περιπλοκάδην,
μηδέν έοι το μεταξύ, Σεμιράμιδος γαρ εκείνο
τείχος εμοί δαιέει λεπτόν ύφασμα σέθεν,
στήθεα δ’ ευξεθώ, τα τε χείλεα, τάλλα δε σιγή
κρυπτέον, εχθαίρω την αθυροστομίην.

Γδύσου κι άσε τη σάρκα μου στη σάρκα σου να σμίξει
κι ανάμεσό μας τίποτε, τα μέλη μας μπλεγμένα.
Κι αυτό το τούλι της θεάς που σε έχει τυλίξει,
σαν τείχος αδιαπέραστο μου φαίνεται εμένα.
Στήθος με στήθος, στόματα διπλά μανταλωμένα,
κι ολόγυρά μας η σιωπή, τα λόγια μας να κρύψει.

Ιππομένην φιλέουσα νόον προσέρεισα Λεάνδρω,
εν δε Λεανδρείοις χείλεσι πηγνυμένη,
εικόνα την Ξάνθοιο φέρω φρεσί,
πλεξαμένη δε Ξάνθον, ες Ιππομένην νόστιμον ήτορ άγω.
Πάντα τον εν παλάμησιν αναίνομαι,
άλλοτε δ’ άλλον αιέν αμοιβαίοις πήχεσι
δεχνύμενη αφνειήν κυθέρεια υπέρχομαι.
Ει δε τις ημίν μέμφεται, εν πενίην μιμνέτω οιογάμω.

Τον Ιππομένη όταν γλυκά-γλυκά φιλώ,
του Λέανδρου το φίλημα θυμάμαι,
κι όταν σ’ αυτού τα χείλια μου κολλώ,
του Ξάνθου τη μορφή θα συλλογάμαι,
κι όταν έχω αυτόν στην αγκαλιά μου,
τον Ιππομένη θα ζητά η καρδιά μου.
Πάντα τον άντρα απαρνιέμαι, τον σιμά μου.
Σαν τους αλλάζω μες στης κλίνης μου τη κοίτη,
απολαμβάνω τη Κυθέρειαν Αφροδίτη.
Κι αν με ψέγει κάποια, ας μένει αυτή πιστή
στο σπίτι της, στο ταίρι της, και μονογαμική.

Εσβέσθη φλογεροίο πυρός μένος.
Ουκέτι κάμνω, αλλά καταθνήσκω ψυχόμενος Παφίη.
Ήδη γαρ μετά σάρκα δι’ οστέα και φρένας έρπει
παμφάγον ασθμαίνων ούτος ο πικρός Έρως.
Και φλοξ εν τελεταίς, ότε θύματα πάντα λάφυξεν,
φορβής ηπανίη ψύχεται αυτομάτως.

Σβήστηκ’ αυτή που μ’ έκαιγε, η δυνατή φωτιά.
Ήταν μεγάλη μα εγώ δεν υποφέρω πια.
Από τη Κύπρη σβύνω, που μου στέλνει παγωνιά.
Ήδη στη σάρκα μου, στα κόκκαλά μου, στη καρδιά,
Έρωτας έχει μπει, παμφάγος και βαθιά.
Απομεινάρι μένω στης θυσίας τη φωτιά,
που σαν τελειώσει, θα ‘ναι όλα στάχτη πια.

Χθιζά μοι Ερμώνασσα φιλακρήτους
μετά στέμμασιν αυλείας αμφιπλέκοντι θύρας
εκ κύλικος επέχυεν ύδωρ, αμάθυνε δε χαίτην
ην μόλις ες τρισσήν πλέξαμεν αμφιλύκην.
Ευφλέχθην δ’ έτι μάλλον υφ’ ύδατος,
εκ γαρ εκείνης λάθριον είχε κύλιξ
πυρ γλυκερών στομάτων.

Χτες που κρεμούσα στη πόρτα της
στεφάνια καλοπλεγμένα μεθυσμένος,

με κατάβρεξε η Ερμώνασσα με κύπελλο.
Χάλασε το πρωινό το χτένισμά μου
που ‘λεγα πως θα κρατήσει τρεις ημέρες.

Το νερό όμως μ’ έκαψε, μάλλον γιατί το κύπελλο
είχε πάρει όλη τη φλόγα των χειλιών της.

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος· ἰοδόκην γὰρ
εἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην.
Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν· ἐξότε γάρ μοι
λὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα,
ἀστεμφής, ἀδόνητος ἐνέζεται, οὐδὲ μετέστη,
εἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων.

Δε θα χτυπήσεις Έρωτα, κανέναν πια με βέλος,
σε μένα τη φαρέτρα σου, την άδειασες και τέλος.
Κι ουδέ πετώντας θα γυρνάς και κόσμο θα τρομάζεις,
αφού πάνω στο στήθος μου έρχεσαι και αράζεις.
Στέκεσαι πάνω μου, με καις, και είμαι η χαρά σου,
τώρα που πλέον έκοψες αχ! και τα δυο φτερά σου!


Μαζοὺς χερσὶν ἔχω, στόματι στόμα, καὶ περὶ δειρὴν
ἄσχετα λυσσώων βόσκομαι ἀργυφέην,
οὔπω δ᾽ ᾽Αφρογένειαν ὅλην ἕλον· ἀλλ᾽ ἔτι κάμνω,
παρθένον ἀμφιέπων λέκτρον ἀναινομένην.
ἥμισυ γὰρ Παφίῃ, τὸ δ᾽ ἄρ᾽ ἥμισυ δῶκεν ᾽Αθήνῃ·
αὐτὰρ ἐγὼ μέσσος τήκομαι ἀμφοτέρων.

Τα στήθια της έχω στα χέρια,
τα φρούτα-χείλια της στο στόμα
και το λευκό της το λαιμό
με πόθο αβάσταχτο τρυγώ,
μα δεν τη κέρδισα ακόμα.
Με ερωτόλογα παρθένα τριγυρνώ,
π’ αρνιέται στη κλίνη μου να πέσει.
Στην Αθηνά έδωσε το ένα της μισό,
στη Κύπριδα τον άλλο εαυτό
κι εγώ λυώνω στη μέση.

                        ΠΛΑΤΩΝ

Αἰὼν πάντα φέρει·
δολιχὸς χρόνος οἶδεν ἀμείβειν
οὔνομα καὶ μορφὴν
καὶ φύσιν ἡδὲ τύχην.

Τα πάντα όλα φέρνει ο καιρός:
ξέρει ν’ αλλάζει ο χρόνος που κυλά,
μορφές κι ονόματα, φύση και τύχη.

Αστήρ πρίν μέν έλαμπες ενί ζωοίσιν Εώος.
νύν δέ θανών λάμπεις Έσπερος εν φθιμένοις.

Σαν άστρο έλαμπες τ’ς αυγής
πριν κατεβείς στον Άδη.
Κι Αποσπερίτης στων νεκρών
πια φέγγεις το σκοτάδι.

Άλσος δ’ ως ικόμεσθα βαθύσκιον,εύρομεν ένδον
πορφυρέοις μήλοισιν εοικότα παίδα Κυθήρης.
ουδ έχεν ιοδόκον φαρέτρην,ου καμπύλα τόξα.
αλλά τά μέν δένδρεσσιν υπ’ ευπετάλοισι κρέμαντο,
αυτός δ’ εν καλύκεσσι ρόδων πεπηδημένος ύπνω
εύδεν μειδιόων.ξουθαί δ’ εφύπερθε μέλισσαι
κηροχύτου μέλιτος λαροίς επί χείλεσι ραίνον.

Μες στου δάσους τη σκιά στον ύπνο δοσμένο,
ίδιο Κύπρης, ροδομάγουλο γιο πλαγιασμένο.
Βέλη, τόξα, φαρέτρα, στο κλαρί κρεμασμένα,
είδα, με χαρούμενα ρόδα τριγύρω ανθισμένα,
κοιμισμένος γελούσε. Κι από πάνω μελίσσι,
να γλυκάνει τα χείλη του, μέλι είχε χύσει.

Αστέρας εισαθρείς αστήρ εμός.
είθε γενοίμην Ουρανός,
ως πολλοίς όμμασιν εις σε βλέπω.

Αστέρι μου, τ’ άστρα κοιτάς, αχ να ‘μουν ουρανός σου,
μ’ άπειρα μάτια να σε δω, σε μένα φανερώσου.


Τήν ψυχήν, Αγάθωνα φιλών, επί χείλεσιν έσχον.
ήλθε γάρ η τλήμων ως διαβησομένη.

Σαν σε φιλώ Αγάθωνα και η ψυχή μου ακόμα
τρέχει και θέλει να σε βρει και μου ‘ρχεται στο στόμα.

                      ΠΟΣΕΊΔΙΠΠΟΣ

Ά Κύπρον,ά τε Κύθηρα,καί ά Μίλητον εποιχνείς,
καί καλόν Συρίης ιπποκρότου δάπεδον,
έλθοις ίλαος Καλλιστίω, ή τόν εραστήν
ουδέ ποτ’ οικείων ώσεν από προθύρων.

Θεά, σε Κύπρο, Κύθηρα, Μίλητο κατοικώντας
και στη Συρία τη κλαγγή των όπλων σου γροικώντας
Βοήθα τη Καλλίστιον την έμορφη πολύ
γιατί δε νήστεψ’ ούτε μέρα το φιλί!

                ΠΡΟΚΛΟΣ

Πρόκλος ἐγὼ γενόμην Λύκιος γένος,
ὃν Συριανὸς ἐνθάδ’ ἀμοιβὸν ἐῆς θρέψε διδασκαλίης.
Ξυνὸς δ’ ἀμφοτέρων ὅδε σώματα δέξατο τύμβος·
αἴθε δὲ καὶ ψυχὰς χῶρος ἕεις λελάχοι.

Εγώ είμαι ο Πρόκλος γεννηθείς εις τη Λυκία,
κι ανατραφείς με Συριανού διδασκαλία.
Τα δυο κορμιά τα δέχτηκε μαζί αυτό το μνήμα,
άμποτε τάχα κι οι ψυχές να είναι σίμα-σίμα!

                     ΠΤΟΛΕΜΑΊΟΣ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδ’ οὔνομα · πλὴν ὅτι θνῄσκειν
τοὺς παρ’ ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω.

Πού βρίσκομαι και πως με λεν, μη θες να μάθεις, ξείνε!
Αυτοί που θά ‘ρθουν να με βρουν νεκροί θέλω να είναι.

                          ΡΟΥΦΙΝΟΣ

Πέμπω σοι, Ῥοδόκλεια, τόδε στέφος, ἄνθεσι καλοῖς
αὐτὸς ἐφ’ ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις.
Ἔστι κρίνον, ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τ’ ἀνεμώνη
καὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον.*
Ταῦτα στεψαμένη, λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσα·
ἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος.

Σου πέμπω το στεφάνι αυτό μ’ ώριους άνθούς φτιαγμένο
και που με τα χεράκια μου το έχω εγώ πλεγμένο,
με Κρίνους, Ρόδα, Ανεμώνες, Ναρκίσσους και ΊΟΝ,
ολόφρεσκα, υγρά και των χρωμάτων θείον,
κι όταν στεφανωθείς μ’ αυτό, Ροδόκλεια μη γελάσεις:
στο άνθος και στο μαρασμό μαζί μ’ αυτό θα μοιάσεις.

 *Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδα:
κρίνον, ῥοδέη, ανεμώνη, νάρκισσος, ἴον : κρανίον.

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴν,

οὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶν.
Πᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες.

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνε,
οι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε –
γιατί μετά την ένωση, τερπνές παύουνε να ’ναι.

Κάλλος έχεις Κύπριδος, Πειθούς στόμα,
σώματος ακμήν ειαρινών Ωρών, φθέγμα δε Καλλιόπης,
νουν και σωφροσύνην Θέμιιδος και χείρας Αθήνης.
Συν σοι δ’ αι Χάριτες τέσσαρές εισί, Φίλη.

Κάλλος έχεις της Κύπριδος, Πειθούς έχεις το στόμα,
Καλλιόπης τη γλυκειά φωνή, της Άνοιξης το σώμα,
Θέμιδος νου και φρόνηση, χείρες απ’ τη Παλλάδα.
Με σένα, Φίλη, οι Χάριτες γενήκανε τετράδα!

Λουσάμενοι, Προδίκη, πυκασώμεθα καί τόν άκρατον
έλκωμεν κύλικας μείζονας αιρόμενοι.
Βαιός ο χαιρόντων εστίν βίος,
είτα τα λοιπά γήρας κωλύσει,
καί τό τέλος θάνατος.

Προδίκη, μ’ άνθη στα μαλλιά στολισμένοι, σα λουστούμε,
ξέχειλα, μ’ οίνο ανέρωτο, μεγάλα ποτήρια ας πιούμε.
Μικρές οι χάρες της ζωής -και μέγιστο το βάρος-,
τις παίρνουν τα γεράματα και στο αντίο ο Χάρος.

Ουκ έλεγον, Προδίκη, “Γηράσκομεν”;
Ου προεφώνουν “Ήξουσιν ταχέως αι διαλυσίφιλοι”;
Νύν ρυτίδες και θρίξ πολιή καί σώμα ρακώδες
και στόμα τάς προτέρας ουκέτ’ έχον χάριτας.
Μή τίς σοι, μετέωρε, προέρχεται ή κολακεύων λίσσεται;
Ως δέ τάφον σε παρερχόμεθα.

Δεν στα ‘λεγα προβλέποντας, “Γερνάμε και θα ‘ρθούνε
γοργά να μας χωρίσουνε, Προδίκη οι οχτροί μας”;
Ρυτίδες, κάτασπρα μαλλιά κι ερείπιο το κορμί μας.
Το στόμα σου απώλεσε τη πρωτινή του χάρη.
Προσπέφτει παρακαλετά ξανά κανένα παλικάρι;
Τώρα όλοι σε προσπερνούν, σα τάφο σε κοιτούνε!

Ευρώπης τό φίλημα, και ήν άχρι χείλεος έλθη,
ηδύ γε, κάν ψαύση μούνον άκρου στόματος,
ψαύει δ’ ουκ άκροις τοίς χειλέσιν,
άλλ’ ερύσασα το στόμα την ψυχήν εξ ονύχων ανάγει.

Το φιλί της Ευρώπης γλυκύ κι αν ακόμα
με τα χείλη απαλά σ’ αγγίξει στο στόμα.
Γιατί μόλις σου φράξει όλο γλύκα τα μύχια,
τη ψυχή σου αρπά απ’ τα χείλ’ ως τα νύχια!

Ήρισαν αλλήλοις Ροδόπη, Μελίτη, Ροδόκλεια,
των τρισσών τίς έχει κρείσσονα μηριόνην
καί με κριτήν είλοντο καί ως Θεαί αι περίβλεπτοι
έστησαν γυμναί, νέκταρι λειβόμεναι.
Και Ροδόπης μέν έλαμπε μέσος μηρών πολύτιμος
οία ροδών πολλώ σχιζόμενος ζεφύρω .(..)
Της δέ Ροδοκλείης υάλω ίσος, υγρομέτωπος οία
καί εν νηώ πρωτογλυφές ξόανον. Αλλά πέπονθε
Πάρις διά τήν κρίσιν ειδώς,
τάς τρείς αθανάτας ευθύ συνεστεφάνουν.

Μαλλώνανε τρεις κοπελιές, ποιά το ‘χει πιο ωραίο:
Η Ροδόπη, η Ροδόκλεια και η Μελίτη αντάμα
και στάθηκαν ίδιες θεές, γυμνούλες να τις κρίνω.
Της πρώτης έλαμπε ακριβό στο μέσο, το μηραίο,
σαν κόκκινο τριαντάφυλλο που τρέμει στο αγιάζι.
(η Μελίτη λείπει…)
Της δεύτερης λαμπύριζεν υγρό κι όλο αντάρα,
σαν το γλυπτό που τέλειωσε και σε ναό σταλάζει.
Αλλά εγώ γνωρίζοντας του Πάρι τη λαχτάρα,
βράβευσα, όμοια και τις τρεις, με το δικό μου κρίνο!

Μήτ’ ισχνήν λίην περιλάμβανε μήτε παχείαν,
τούτων δ’ αμφοτέρων τήν μεσότητα θέλε.
Τή μέν γάρ λείπει σαρκών χύσις,
η δέ περισσήν κέκτηται.
Λείπον μή θέλε, μηδέ πλέον.

Μην αγκαλιάζεις πολύ λεπτή μηδέ παχειά,
να θες το μέσον από αυτές τις δυό.
Της μιας της λείπουν κρέατα κι η άλλη περισσειά.
Μη πεθυμάς το παραπάνω, ή το λειψό.

Μισώ τήν αφελή, μισώ τήν σώφρονα λίαν.
Η μέν γάρ βραδέως, ή δέ θέλει ταχέως.

Μισώ την αγαθή και τη πολύ μετρημένη.
Η μια το θέλει αργά-αργά κι η άλλη ξελιγωμένη.

Εκβάλλει γυμνήν τις, επήν εύρη ποτέ μοιχόν,
ως μή μοιχεύσας, ως από Πυθαγόρου, είτα τέκνον,
κλαίουσα κατατρίψεις τό πρόσωπον
και παραριγώσεις μαινομένου προθύροις;
Έκμαξαι, μή κλαίε, τέκνον. Χευρίσομεν άλλον,
τόν μή καί τό βλέπειν ειδότα καί το δέρειν.

Βγάζει ποτέ κανείς τη δική του τη γυνή
όταν τη πιάσει άπιστη, έξω απ’ το σπίτι του γυμνή,
λες και αυτός δεν έκανε, -του Πυθαγόρα μαθητής;
Έλα κορίτσι μου, μη κλαίς, χαλάς το πρόσωπό σου
και θα κρυώσεις έξω από τη πόρτα του τρελλού;
Σκουπίσου και μη κλαις θα βρούμε ταιριαστό σου
που να μη δέρνει  βλέπει, ή να είναι τιμητής!

Παρθένος αργυρόπεζος ελούετο, χρυσέα
μαζών χρωτί γαλακτοπαγεί μήλα διαινομένη.
Πυγαί δ’ αυτόμαται περιηγέες ειλίσσοντο,
ύδατος υγροτέρω χρωτί σαλευόμεναι.
Τον δ’ υπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπτάμενη χείρ
ούχ’ όλον Ευρώταν, άλλ’ όσον ηδύνατο.

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθια,
που σάλευαν, μήλα χρυσά, στο γαλατένιο σώμα.
Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε, αλήθεια,
να είναι πιότερο υγροί κι απ’ το νεράκι ακόμα…
Φουσκώνει το μουνάκι της, μπροστά το χέρι βάζει,
μα όσο και να το ‘θελε, όλο δεν το σκεπάζει.

                    ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΚΕΊΟΣ

Σώσος και Σωσώ, Σώτερ, σοι τόνδε ανέθεσαν στέφανον.
Σώσος μεν σωθείς, Σωσώ δε, ότι Σώσος εσώθη.

Ο Σώσος κι η Σωσώ, σου αναθέτουν αυτό το στεφάνι, ω Σωτήρα.Ο Σώσος γιατί σώθηκε κι η Σωσώ γιατί σώθηκε ο Σώσος.

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ πολλὰ νοσήσας

ὀψὲ μέν, ἀλλ’ ἔθανον. ἔρρετε πάντες ὁμοῦ.

Φαγί πολύ, πιοτί πολύ και χάνομαι, τρεχάτε
πέθανα κι όσοι τρέξατε, στο διάολο να πάτε.

Ουδέν εν ανθρώποισι μένει χρήμα έμπεδον αιεί.

Κανένα πράγμα δεν μένει για πάντα δεμένο με τους ανθρώπους.

Των γαρ ηλιθίων απείρων γένεθλα.

Άπειρη η γενιά των ηλιθίων.

Νόμος εστί θεός, Tούτον αεί πάντοτε τίμα.

Ο Νόμος είναι Θεός. Τίμα τον πάντοτε.

Ό τοι Χρόνος οξύς οδόντας και πάντα ψήχει και τα βιαιότατα.

Ο Χρόνος έχει γερά δόντια κι όλα τα μασά, ακόμα και τα σκληρότατα.

Ει δ’ άρα τιμήσαι θυγάτερ Διός, όστις άριστος, Δήμος Αθηναίων εξετέλεσσε μόνος.

Αν σκόπευες να τιμήσεις τον άριστο, Αθηνά, η Αθήνα το ‘καμε από μόνη της.

Ουδέ καλάς σοφίας εστίν χάρις ει μή τις έχει σεμνάν υγείαν.

Ούτε κι η σοφία έχει χάρη, αν λείπει η καλή υγεία.

Τό γάρ γεγενημένον, ουκέτ’ άρεκτον έσται.

Ό,τι έγινε πια δε ξεγίνεται.

Τό δοκείν και τάν αλάθειαν βιάται.

Η εντύπωση βιάζει και την αλήθεια.

Τίς γάρ αδονάς άτερ θνατών
βίος ποθεινός ή ποία τυραννίς;
Τάς άτερ ουδέ Θεών
ζηλωτός αιών.

Ποιά ζωή ή ποιά εξουσία
ποθητή ‘ναι άνευ ηδονής;
Χωρίς της, δε θα ζήλευε κανείς
των Αιωνίων Θεών τη Παρουσία.

Έστι και σιγάς εκίνδυνον γέρας.

Υπάρχει και σιωπής ακίνδυνο βραβείο.

Ο δ’ αύ θάνατος κίχε καί τόν φυγόμαχον.

Βρίσκει ο Χάρος και αυτόν που αποφεύγει τη μάχη.

Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.

Για τους Έλληνες μαχόμενοι Αθηναίοι στο Μαραθώνα,
σύντριψαν τους πλούσιους Μήδους σ’ ένα δίκαιον αγώνα.

Ω ξειν’,
αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις,
ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.

Ω! ξένε που περνάς διαβάτης,
πες στη πατρίδα μας τη λατρεμμένη
ότι βρισκόμαστε εδώ πεσμένοι,
πιστοί και πάντα στο πρόσταγμά της.

     Λίγο πριν το τέλος, άφησα μια… “μονομαχία” μεταξύ Τιμοκρέοντα & Σιμωνίδη. Ο μεν σατίρισε σα φλύαρο, παρτάκια κι επιδειξιομανή και του έκαμε ένα επίγραμμα, κι ο Σιμωνίδης δεν απάντησε μα όταν πέθανε ο Τιμοκρέων του έβαλε ένα επιτύμβιο επίγραμμα. Πιο κάτω παραθέτω και τα δυο με σειρά εμφανίσεως.

                     Τιμοκρέων

Κηία με προσήλθε φλυαρία ουκ εθέλοντα
ουκ εθέλοντά με προσήλθε Κηία φλυαρία.

Δίχως αιτία μ’ έπιασε της Τζιάς πολυλογία
πολυλογία μ’ έπιασε της Τζιάς, δίχως αιτία.

                    Σιμωνίδης

Πολλὰ πιὼν καὶ πολλὰ φαγὼν καὶ πολλὰ κάκ᾿ εἰπὼν
ἀνθρώπους κεῖμαι Τιμοκρέων ῾Ρόδιος.

Αφού ήπια κι έφαγα πολλά κι αδίκων και δικαίων
τα ΄χωσα. Τώρα ‘δώ πέρα κείτομαι Ρόδιος Τιμοκρέων.

                       ΣΚΥΘΗΝΌΣ

Ορθόν νυν έστηκας, ανώνυμον, ουδέ μαραίνη,
εντέτασαι δ’ ως αν μήποτε παυσόμενον, αλλ’ ότε
μοι Νεμεσηνός όλον παρέκλινεν εαυτόν
πάντα διδούς, α θέλω, νεκρόν απεκρεμάσο.
Τείνεο και ρήσσου και δάκρυε, πάντα ματαίως,
ουχ έξεις έλεον χειρός αφ ημετέρης.

Τώρα σηκώθηκες ορθό κι είσαι νταβραντισμένο,
σαν είχα τον Νεμεσηνό, καθόσουνα πεσμένο.
Πέος χτυπήσου, δάκρυσε, τσίτωσε μανιασμένα,
το έλεος της χούφτας μου δεν θα ‘βρεις από μένα.

               ΤΟΥΔΙΚΙΟΣ ΓΑΛΛΟΣ

Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδη,
τῷ μέν ὑπέρ νηδύν, τῷ δ’ ὑπό, τῷ δ’ ὄπιθεν,
εἰσδέχομαι φιλόπαιδα, γυναικομανῆ, φιλυβριστήν.
Εἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί, μή κατέχου.

Εγώ η Λυδή η ξακουστή, μπορώ με τρεις να πέσω
κοχύλι, χείλη κι άβατο, μπορώ να τους διαθέσω,
βιτσιόζο, γόη, παιδεραστή κι ότι κι αν πεις,
περάστε μάγκες το λοιπόν, ελάτε και οι τρεις.

                  ΦΙΛΟΔΗΜΟΣ

Ψαλμός και λαλιή και κώτιλον όμμα
και ωδή Ξανθίππης και πυρ

άρτι κατεχόμενον, ω ψυχή, φλέξει σε.
Το δ’ εκ τίνος ή πότε και πώς, ουκ οίδα.
Γνώση δύσμορε, τυφομένη.

Με λάγνο βλέμμα άσμα, με γλυκειά φωνή
και της Ξανθίππης η φωτιά, σε σιγοψήνει.
Άχου ψυχή μου! Θα σε κάψει σα καμίνι.
Δε θα γνωρίζεις πώς, ή πότε και γιατί
και θα τα μάθεις όταν στάχτη θα ‘χεις γίνει.

Κράμβην Αρτεμίδωρος, Αρίσταρχος δε τάριχον,
βολβίσκους δ’ ημίν δώκεν Αθηναγόρας,
ηπάτιον Φιλόδημος, Απολλοφάνης δε δύο μνας
χοιρείου, και τρεις ήσαν απ’ εχθές έτι΄
ωόν και στεφάνους και σάμβαλα και μύρον ημίν
λάμβανε, παι΄ δεκάτης ευθύ θέλω παράγειν.

Το λάχανο Αρτεμίδωρος, ο Αρίσταρχος παστό,
κρεμμύδια Αθηναγόρας, Φιλόδημος σκωταριά,
ο Απολλοφάνης δυο μνων αξίας χοιρινά,
χώρια όσα μείναν από χτες και είναι αρκετά.
Παιδί, τρέχα, τη κούπα, στέφανα και πιατικά
και μύρα, δέκα ακριβώς, το δείπνο να σερβιριστώ.

Οσσάκι Κυδίλης υποκόλπιος, είτε κατ’ ήμαρ
είτ’ αποτολμήσας ήλυθον εσπέριος,
οιδ’ ότι παρ’ κρημνόν τέμνω πόρον, οιδ’ ότι ριπτώ
πάντα κύβον κεφαλής αιέν ύπερθεν εμής.
αλλά τι μοι πλέον εστί ; η γαρ θρασύς ηδ’, όταν έλκη
πάντοτ’ Έρως αρχήν ουδ’ όναρ οίδε φόβου.

Κάθε που θα βρεθώ στην αγκαλιά σου ω! Κυδίλη,
-είτε τη νύχτα ή τη μέρα σε γυρέψω-
ξέρω πως πάω ίσια στου γκρεμού τα χείλη
και το κεφάλι μου στα ζάρια θα το παίξω.
Το ξέρω μα τί μ’ ωφελεί; Ο Έρως γίνεται θρασύς:
κάμει άφοβο τον άνθρωπο που σέρνει, παρευθύς.

Μικκή και μελανεύσα Φιλαίνιον, αλλά σελίνων
ουλοτέρη και μινού χρώτα τερεινοτέρη
και κεστού φωνεύσα μαγώτερα και παρέχουσα
πάντα και αιτήσαι πολλάκι φειδομένη.
τοιαύτην στέργοιμι Φιλαίνιον, άχρις αν εύρω
άλλην, ω χρυσέη Κύπρι, τελειοτέρην.

Κοντούλι και μελαχροινό, η Φιλαινιό η καημένη,
με το σγουρό, σα σέλινου, μαλλί, χαριτωμένη,
το δερματάκι της γλυκό και απαλό σα χνούδι,
με τη φωνή της σε μεθά σ’ ερωτικό τραγούδι,
μου δίνει ό,τι της ζητώ, ξεχνά την αμοιβή της.
Τέτοιο ‘ναι το κορίτσι μου κι εσύ χρυσή μου Κύπρις
φύλαξέ μου τηνε σιμά ως βρω καλλίτερή της.

Νυκτερινή, δίκερως, φιλοπάννυχε, φαίνε, Σελήνη,

φαίνε δι ευτρήτων βολλομένη θυρίδων.
αυγαζε χρυσέην Καλλίστιον, ες τα φιλεύντων
έργα κατοπτέυειν ου φθονος αθανάτη.
ολβίζεις και τηνδε και ημέας, οίδα, Σελήνη,
και γαρ συ ψυχήν έφλεγεν Ενδυμίων.

Λάμψε νυχτόβια δέσποινα, αθάνατη Σελήνη,
γλυκά απ’ τις γρίλλιες, φώτισε μου Εκείνη,
γλυστρώντας πάνω στη Καλλίστιον τη ξανθή,
συ που θωρείς όλων των εραστών τα μύχια.
Ξέρω μας μακαρίζεις και μένα και αυτή,
κι εσύ ‘χες πέσει  κάποτε στου Έρωτα τα νύχια.

Εξήκοντα τελεί Χαριτώ λυκαβαντίδας ώρας
αλλ’ έτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κάν στέρνοις έτι κείνα τα λύγδινα κώνια
μαστών έστηκεν, μίτρης γυμνά περιδρομάδος
και χρώς αρρυτίδωτος έτ’ αμβροσίην,
έτι πειθώ πάσαν, έτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
Αλλά πόθους οργώντας όσοι μη φεύγετ’, ερασταί,
δεύρ’ ίτε, τής ετέων ληθόμενοι δεκάδος.

Εξήντα πια η Χαριτώ, μα χρόνια δε μετράνε,
κοράκου κώμη και βυζιά, έχει που σε κεντάνε,
από τη σάρκα της σταλά, μύρο και αμβροσία
και δέρμα ατσαλάκωτο, χαρίτων πανδαισία.
Εσείς λοιπόν που θέλετε να δώσετε παράδες
σπεύστε και μη μετρήσετε των χρόνων τις δεκάδες!

Κήν ρίψης επί λαιά και ην επί δεξιά ρίψης
Κριναγόρη, κενεού σαυτόν ύπερθε λέχους,
ει μη σοι χαρίεσσα παρακλίνοιτο Γέμελλα,
γνώση κοιμηθείς ουχ ύπνον, αλλά κόπον.

Όσο κι αν στρουφογέρνεις στο κρεββάτι σου
το άδειο, ω! Κριναγόρα, ερωτικό σου,
αν η γλυκειά Γεμέλλα δεν ειν’ πλάι σου,
ύπνος να διώξει, δε θα ‘ρθει, τον κάματό σου!

Ἡ κομψή͵ μεῖνόν με. τί σοι καλὸν οὔνομα; ποῦ σε

ἔστιν ἰδεῖν; ὃ θέλεις͵ δώσομεν. οὐδὲ λαλεῖς;
ποῦ γίνῃ; πέμψω μετὰ σοῦ τινα. μή τις ἔχει σε;
ὦ σοβαρή͵ ὑγίαιν΄. οὐδ΄ Ὑγίαινε λέγεις;
καὶ πάλι καὶ πάλι σοι προσελεύσομαι·
οἶδα μαλάσσειν καὶ σοῦ σκληροτέρας. νῦν δ΄ ὑγίαινε͵ γύναι.

Έι ομορφούλα, πού τραβάς, πες μου το τ’ όνομά σου
και από μένα ό,τι θες, να σέ ιδω λίγο στάσου.
Δε μου μιλάς; Τί σκέφτεσαι; Να σ’ εύρω, που αράζεις;
Θα ψάξω πάλι να σε βρω. Μην τα ‘χεις με κανένα;
Σοβάρεψες κι ούτ’ ένα “γειά”, από το στόμα βγάζεις.
Θα σ’ εύρω, έννοια σου και δεν μου ξεγλυστράς εμένα,
γιατί έχω ρίξει πιο σκληρές, ματάκια μου, από σένα!
Τα ξαναλέμε το λοιπόν. Προς ώρας, άντε γειά σου!

Ἠράσθην· τίς δ΄ οὐχί; κεκώμακα· τίς δ΄ ἀμύητος
κώμων; ἀλλ΄ ἐμάνην· ἐκ τίνος; οὐχὶ θεοῦ;
ἐρρίφθω· πολιὴ γὰρ ἐπείγεται ἀντὶ μελαίνης
θρὶξ ἤδη͵ συνετῆς ἄγγελος ἡλικίης.
καὶ παίζειν ὅτε καιρός͵ ἐπαίξαμεν· ἡνίκα
καιρὸς οὐκέτι͵ λωιτέρης φροντίδος ἁψόμεθα.

Ηράσθην, παρασύρθηκα -και ποιός δεν τοχει πάθει;
Λωλάθηκα! Κάποια Θεά; Μα τέλος πια τα λάθη,
διό γέρασα και άσπρισα, το γήρας με προφταίνει
και πρέπει να συμμαζευτώ, για τόσο που μου μένει.
Σαν νιός το έπαιξα κι εγώ τ’ ωραίο παιγνιδάκι,
τώρα μου πρέπει φρόνηση, φροντίδα και… τσαγάκι!

Ἠράσθην Δημοῦς Παφίης γένος· οὐ μέγα θαῦμα·
καὶ Σαμίης Δημοῦς δεύτερον· οὐχὶ μέγα·
καὶ πάλιν Ὑσιακῆς Δημοῦς τρίτον· οὐκέτι ταῦτα
παίγνια· καὶ Δημοῦς τέτρατον Ἀργολίδος.
αὐταί που Μοῖραί με κατωνόμασαν Φιλόδημον͵
ὡς αἰεὶ Δημοῦς θερμὸς ἔχοι με πόθος

Κάποια Παφιώτισσα Δημώ ηράσθην, -τι είρωνεία
μετά μια Σαμιώτισσα Δημώ, -χωρίς αστεία,
τρίτη, απ’ τις Υσιές Δημώ, -πάγωσα σαν την είδα
και μια τέταρτη Δημώ, από την Αργολίδα.
Οι Μοίρες κάτι ξέρανε και δώσαν τ’ όνομά μου:
Φιλό-δημος! Κάποια Δημώ θα παίρνει τα μυαλά μου!

Πέντε δίδωσιν ἑνὸς τῇ δεῖνα ὁ δεῖνα τάλαντα͵
καὶ βινεῖ φρίσσων καί͵ μὰ τόν͵ οὐδὲ καλήν·
πέντε δ΄ ἐγὼ δραχμὰς τῶν δώδεκα Λυσιανάσσῃ͵
καὶ βινῶ πρὸς τῷ κρείσσονα καὶ φανερῶς.
πάντως ἤτοι ἐγὼ φρένας οὐκ ἔχω͵ ἢ τό γε λοιπὸν
τοὺς κείνου πελέκει δεῖ διδύμους ἀφελεῖν.

Της δίνει πέντε τάλλαρα, για να τηνε γαμήσει,
και τρέμει σα παιδόπουλο κι αυτή δε πιάνει μία.
Εγώ στη Λυσιάνασσα δίνω πέντε δραχμούλες
κι είναι κουκλί και δώδεκα φορές θε να με… ψήσει.
Δε λαχταρώ και γεύομαι τα πάντα μ’ ηρεμία!
Ή ‘μαι τρελλός ή αυτουνού, να κόψουν τις… αυγούλες!


Αντικράτης ήδει τα σφαιρικά μάλλον Αράτου
πολλώ, την ιδίην δ’ ουκ ενόει γένεσιν,
διστάζειν γαρ έφη, πότερ’ εν Κριώ γεγένηται
ή Δίδυμος ή τοις Ίχθυσιν αμφοτέροις.
εύρηται δε σαφώς εν τοις τρισί, και γαρ οχευτής
και μωρός μαλακός τ’ έστί και οψοφάγος.

Ο Αντικράτης γνώριζε καλά αστρονομία,
καλλίτερα απ’ τον Άρατο, που δε σκάμπαζε μία,
όμως δε γνώριζε πότε είχ’ ο ίδιος γεννηθεί:
Δίδυμος τάχα ή Κριός ή μήπως στον Ιχθύ;
Μπλεκόταν πού ‘χεν ίδιον τριών αστερισμών:
Ακόλαστος, μουνόδουλος, βλαξ κι εκ των αγαθών!

Κύπρι γαληναίη φιλονύμφιε, Κύπρι δικαίοις
σύμμαχε, Κύπρι Πόθων μήτερ αελλοπόδων,
Κύπρι, των ημίσπαστων από κροκέων εμέ παστών,
τον χιόσι ψυχήν Κελτίσι νειφόμενον,
Κύπρι, τον ησύχιόν με, τον ουδενί κωφά λαλεύντα,
τον σέο πορφυρέω κλυζόμενον πελάγει,
Κύπρι φιλομίστειρα, φιλόργιε, σώζέ με, Κύπρι,
Ναϊακούς ήδη, δεσπότι, προς λιμένας.

Κύπρις προστάτις δίκαιη, της υμεναίου γαλήνης,
και των γοργοτρικυμισμένων πόθων χορηγός,
εμένα μ’ εξορίσανε εκ της γαμήλιας κλίνης
ψυχή μου που σα πάγος Κέλτικης χιονιάς εγίνης,
εγώ, φιλήσυχος, δεν λέω χαζομάρες σε κανένα,
στο πέλαγος το ρόδινό σου, είμαι τώρα ναυαγός,
Προστάτις όσων ψάχνουνε λιμάνι, σαν κι εμένα,
βόηθα ω! Κύπρι, στης Ναϊάδος, να ‘βρω απάνεμο λιμένα.

Ο πριν εγώ και πέντε και εννέα, νυν, Αφροδίτη,
εν μόλις εκ πρώτης νυκτός ες ηέλιον.
οιμοί μοι και τούτο κατά βραχύ, πολλάκι δ’ ήδη
ημιθανές θνήσκει τούτο το Τερμέριον.
ω Γήρας Γήρας, τι ποθ’ ύστερον ην αφίκηαι,
ποιήσεις, ότι νυν ώδε μαραινόμεθα;

Εγώ που πρώτα το ‘καμα πέντε κι εννιά φορές
ολημερίς, τώρα με ζόρι και βαριά, το κάνω μία.
Κι αυτή κρατά λιγώτερο και ύστερα, μαθές,
ω! Κύπρις, το Εργαλείο μου ψοφά τυραννισμένο.
Αν από τώρα κρέμεται έτσι δα μαραμένο,
τι θα γενεί σα φτάσουνε τα γηρατειά με βία;

“Γινώσκω, χαρίεσσα, φιλείν πάλιν τον φιλέοντα,
και πάλι γινώσκω τον μεν δακόντα δακείν
μη λύπει με λίην στέργοντά σε μηδ’ ερεθίζειν
τας βαρυοργήτους σοί θέλε Πιερίδας.”

Ταύτα εβόων αιεί και προύλεγον, ταύτ’ αλλ’ ίσα πόντωι
Ιονίωι μύθων έκλυες ημετέρων.
τοιγάρ νυν συ μεν ώδε μέγα κλαίουσα βαΰζεις
ημείς δ’ εν κόλποις ήμεθα Ναϊάδος.

Ξέρω χαρά μου, αυτήν που μ’ αγαπά να αγαπώ,
μα και δαγκώνω αυτούς που με δαγκώνουν.
Μη θλίβεσαι και προκαλείς, σαν σε φιλώ
τις Μούσες, που αλίμονό μας αν θυμώνουν“.

Τα κύματα εχάζευες, σαν στα ‘λεγα αυτά,
της Ιονίου και τα θεωρούσες παραμύθια.
Κι ιδού τώρα που οδύρεσαι στ’ αλήθεια,
ενώ κρατώ την όμορφη Ναϊάδα αγκαλιά.

Δημώ με κτείνει και Θέρμιον΄η μεν εταίρη
η Δημώ δ’ ούπω Κύπριν επισταμένη,
και της μεν ψαύω, της δ’ ου θέμις. ου μα σε , Κύπρι,
ουκ οίδ’ ήν ειπείν δει με ποθεινοτέρην.
Δημάριον λέξω την παρθένον΄ου γαρ έτοιμα
βούλομαι, αλλά ποθώ παν το φυλασσόμενον.

Η Θέρμιον και η Δημώ με βαλαντώνουν.
Εταίρα η μια κι η άλλη άμαθη παρθένα.
Τη μια τη παίρνω μα η άλλη δε μ’ αφήνει.
Δεν ξέρω ποιά ‘ναι ποθητότερη για μένα.
Λέω η μικρή Δημώ κι η Κύπρις ας με κρίνει,
δεν θέλω τα έτοιμα, μα τα δεόντως φυλαγμένα.

Ω ποδός, ω κνήμης, ω τον απόλωλα δικαίως μηρών,
ω γλουτων, ω κτενός, ω λαγόνων, ώμοιν, ω μαστών,
ω του ραδινοίο τραχήλου, ω χειρών, ω των μαίνομαι ομματίων,
ω κατατεχνοτάτου κινήματος, ω περιάλλων γλωττισμών,
ω των μώμεθα φαναρίων. Ει δ’ Οπτική και Φλώρα
και ουκ άδουσα τα Σαπφούς, και Περσεύς Ινδής ηράσατ’ Ανδρομέδης.

Αχ τα πόδια, αχ η κνήμη, -Θε μου χάνομ’- οι μηροί της,
οι γλουτοί της, τα λαγόνια, -παλαβώνω- η σχισμή της,
οι ώμοι της, ο τρυφερός αυχένας, τα βυζάκια της,
τα χέρια, τα τσακίσματα, τα όμορφα ματάκια της,
ψίθυροι που μ’ ανάβουν, τα γλυκά φιλάκια της.
Κι αν είναι Ιταλίς η Φλώρα, τί μ’ αυτό;
Τι κι αν ποτέ της δεν τραγούδησε Σαπφώ;
Ινδή, Περσεύς, την Ανδρομέδα δεν ηράσθη, σας ρωτώ;

Καὶ νυκτὸς μεσάτης τὸν ἐμὸν κλέψασα σύνευνον
ἦλθον καὶ πυκινῇ τεγγομένη ψακάδι.
τοὔνεκ΄ ἐν ἀπρήκτοισι καθήμεθα κοὐχὶ λαλεῦντες
εὕδομεν͵ ὡς εὕδειν τοῖς φιλέουσι θέμις;

Ήρθα σ’ εσέ νυχτιάτικα, το ταίρι μου γελώντας,
γίνηκα λούτσα στη βροχή και είμαι μουσκεμένη,
και στέκεσαι έτσι αμίλητος το πάτωμα κοιτώντας.
Μα πρέπει λες έτσι άπραγοι να ‘ναι οι ερωτευμένοι;


κι ένα δικό μου

ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Κρύβει τα δυο της τα βυζάκια, η αγάπη μου
και μου γελά μ’ αυτά τα μάτια τα μεγάλα.
Νιώθει καλά, γιατί δε ξέρει το μεράκι μου,
πως κείνα θα ‘πρεπε να κρύβει κι όχι τ’ άλλα!

ΣΗΜ: Σχεδόν όλα είναι δικής μου μέτρισης εκτός όπου γράφω κάτι άλλο.
ΠΡΟΣΟΧΉ: Δε λέω μετάφρασης, λέω μέτρισης, δηλαδή απόδοση με μέτρο όσο μπόρεσα καλύτερα (Μέτρο+Ρίμα=μέτριση)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *