Βιογραφικü
Ο Μαρßνος ΦαλιÝρος γεννÞθηκε κι Ýζησε στη ΚρÞτη κι εßναι Ýνας απü τους σημαντικüτερους εκπροσþπους της πρþτης περιüδου της κρητικÞς λογοτεχνßας. Τα βιογραφικÜ στοιχεßα που γνωρßζουμε για αυτüν προÝρχονται απü Ýγγραφα του Κρατικοý Αρχεßου της Βενετßας, που ανακÜλυψε και δημοσßευσε ο A. van Gemert.
ΠοιητÞς ευγενικÞς βενετικÞς καταγωγÞς, ο Μαρßνος ΦαλιÝρος γεννÞθηκε περßπου το 1397 και πÝθανε το 1474. Μαζß με τον Σαχλßκη (περ. 1330-1401) και τον ΛεονÜρδο (Þ ΛινÜρδο) Ντελλαπüρτα (περ. 1330-1419/20) εßναι οι 3 σημαντικüτεροι ποιητÝς της ΚρÞτης πριν την ¢λωση. Καταγüταν απü μια βενετοκρητικÞ αριστοκρατικÞ οικογÝνεια (των Falier). Πρüκειται για μια απü τις οικογÝνειες των Βενετþν που εγκαταστÜθηκαν στη ΚρÞτη το 1211, üταν η ΚρÞτη (το 1209) περιÞλθε στη βενετικÞ κυριαρχßα. Ο πατÝρας του ποιητÞ, ΜÜρκος, Þταν ο μüνος απüγονος της οικογÝνειας στη ΚρÞτη κι η μητÝρα του, Agnese, προερχüταν απü την αριστοκρατικÞ οικογÝνεια Ghisi που διοικοýσε τις κυκλÜδες. Ο Μαρßνος Þταν Ýνας απü τους ισχυρüτερους γαιοκτÞμονες της ΚρÞτης. Παντρεýτηκε γýρω στο 1418 την Fiorenza Zeno, κüρη του διοικητÞ της ¢νδρου Pietro Zeno κι απÝκτησε 9 παιδιÜ. ¹ταν μÝλος του Μεßζονος Συμβουλßου του ΧÜνδακα (Ηρακλεßου) και της ΣυγκλÞτου. Απü τις υπÜρχουσες πληροφορßες δε φαßνεται να ‘χεν αποκτÞσει μεγÜλη μüρφωση, σßγουρα üμως Þτανε σε θÝση να παρακολουθεß τις ιταλικÝς λογοτεχνικÝς εξελßξεις. Ο ßδιος Þταν κÜτοχος μιας τερÜστιας κτηματικÞς περιουσßας στη κεντρικÞ και νοτιοανατολικÞ ΚρÞτη. Το 1426 προθυμοποιÞθηκε ν' αρματþσει με δικÜ του Ýξοδα μια γαλÝρα για να πολεμÞσει τους Τοýρκους. Τον επüμενο χρüνο υπηρετοýσε ως «supracomitus», δηλαδÞ ως καπετÜνιος σε Ýνα απü τα δýο πολεμικÜ πλοßα που διÝθετε η ΚρÞτη για τις αμυντικÝς ανÜγκες της Βενετßας. Στα χρüνια της Συνüδου της Φλωρεντßας (1438-39) υποστÞριζε την Ýνωση των δýο Εκκλησιþν.
Η μüρφωσÞ του δεν πρÝπει να Þταν μεγÜλη. Εßχε λογοτεχνικÜ ενδιαφÝροντα και κατÝγραψε στην ιστορßα της ελληνικÞς λογοτεχνßας αξιüλογες λογοτεχνικÝς επιδüσεις. Στη μορφÞ, τα πρüτυπα και το περιεχüμενü της η ποιητικÞ παραγωγÞ του εμπνÝεται περισσüτερο απü τη ΔυτικÞ-ΙταλικÞ λογοτεχνικÞ παρÜδοση. Τα ποιÞματÜ του Ýχουν γßνει αντικεßμενο πολυετþν μελετþν κι Ýχουν εκδοθεß σε σýγχρονες κριτικÝς εκδüσεις με εισαγωγÞ και σχüλια απü τους Ολλανδοýς φιλολüγους A. van Gemert και W. Bakker. ΓρÜφει τα ελληνικÜ που Üκουγε γýρω του, στους δρüμους και στις ορθüδοξες εκκλησßες. ¹δη στα 1400, Ýπειτα απü περßπου 2 αιþνες ζωÞς στη ΚρÞτη, οι Βενετοß εßχανε γλωσσικÜ εξελληνισθεß. Το περßπλοκο ýφος του κι η χρÞση σπÜνιων λÝξεων κι εκφραστικþν τρüπων φανερþνουν üτι μητρικÞ γλþσσα του ποιητÞ Þταν τα ελληνικÜ. Τη λüγια βυζαντινÞ λογοτεχνßα, üπως φυσικÜ και τα αρχαßα ελληνικÜ, δεν φαßνεται να τα Þξερε. Οι σχετικÜ λßγοι αρχαúσμοß εßναι σχεδüν üλοι παρμÝνοι απü την εκκλησιαστικÞ γλþσσα. Απü τη δημþδη μεσαιωνικÞ λογοτεχνßα μÜλλον εßχε διαβÜσει ερωτικÜ-ιπποτικÜ μυθιστορÞματα. Εκτüς απü τα ελληνικÜ, Þξερε βÝβαια τα ιταλικÜ και τα βενετσιÜνικα και φαßνεται να επηρεÜζεται απü τη δυτικÞ λογοτεχνßα της εποχÞς του.
Στο ΦαλιÝρο αποδßδονται με ασφÜλεια 5 ποιητικÜ Ýργα: 2 ερωτικÜ üνειρα, το Ιστορßα και ¼νειρο και το Ερωτικüν Ενýπνιον, 2 παραινετικÜ-παρηγορητικÜ, η Ρßμα ΠαρηγορητικÞ κι οι Λüγοι Διδακτικοß του πατρüς προς τον υιüν κι, ακüμη, το θρησκευτικü, ο ΘρÞνος εις τα ΠÜθη και την Σταýρωσιν του Κυρßου και Θεοý και ΣωτÞρος ημþν Ιησοý Χριστοý. Πιθανüτατα üλα τα ποιÞματÜ του συντÝθηκαν στην περßοδο 1418-30, με τα 2 ερωτικÜ üνειρα να θεωροýνται τα παλαιüτερα Ýργα του. Εßναι γραμμÝνα σε ομοιοκατÜληκτους 15σýλλαβους στßχους και παρουσιÜζουν ενδιαφÝρον απü λαογραφικÞ, γλωσσικÞ και γραμματολογικÞ Üποψη. ΕπιπλÝον, üλα τα ποιÞματÜ του, αποπνÝουνε δυτικü πνεýμα, μ' εξαßρεση, βÝβαια, τους Λüγους διδακτικοýς που, üμως, αποτελοýνε πολýτιμη πηγÞ πληροφοριþν για τη καθημερινÞ ζωÞ των αρχοντικþν βενετικþν οικογενειþν της ΚρÞτης (van Gemert 2007, 158).
Τα θρησκευτικÜ ποιÞματÜ του εßναι συντομüτερα. Το "Ρßμα ΠαρηγορητικÞ" απευθýνεται, με σκοπü τη παρηγορßα, στον φßλο του Benedetto da Molin, επßσης αριστοκρÜτη βενετικÞς καταγωγÞς, που Ýχασε την οικογÝνεια και τη περιουσßα του. Το "Λüγοι διδακτικοß του πατρüς προς τον υιüν", Ýχει θεματολογßα σχετικÞ με τη χριστιανικÞ διδασκαλßα (κυρßως τα αμαρτÞματα και τις αρετÝς) στο 1ο μÝρος, ενþ το 2ο περιÝχει πρακτικÝς συμβουλÝς για την οικογενειακÞ ζωÞ. Το τελευταßο Ýργο του, "ΘρÞνος εις τα ΠÜθη και την Σταýρωσιν του Κυρßου και Θεοý και ΣωτÞρος ημþν Ιησοý Χριστοý" Ýχει διαλογικÞ μορφÞ: πρüκειται για θρÞνο της Παναγßας, που εντÜσσεται αφηγηματικÜ σε μια συζÞτηση ανÜμεσα σε 2 Üτομα που παρατηροýν μια ζωγραφικÞ απεικüνιση της Σταýρωσης.
Και τα δýο ερωτικÜ ποιÞματÜ του, Ýχουνε διαλογικÞ μορφÞ (σε αυτü διαφαßνεται επßδραση του ιταλικοý ποιητικοý εßδους contrasto) και θεατρικü χαρακτÞρα. Στο πρþτο Ýργο, που εßναι και εκτενÝστερο, εκτüς απü τον αφηγητÞ και την κοπÝλα, που λÝγεται Αθοýσα, συμμετÝχουν, η Μοßρα κι η υπηρÝτρια της Αθοýσας, Ποθοýλα. Το δεýτερο Ýργο, που εßναι και συντομüτερο, παραδßδεται χωρßς üνομα ποιητÞ σε Ýνα απü τα χειρüγραφα που διÝσωσαν το Ιστορßα και ¼νειρο, γι' αυτü εικÜζεται üτι και το 2ο ποßημα εßναι Ýργο του ΦαλιÝρου, το οποßο ενδÝχεται να Ýχει υποστεß προσθÞκες στο τÝλος. Σε αυτü ο ποιητÞς ονειρεýεται την αγαπημÝνη του που συνοδεýεται απü τον προσωποποιημÝνο ¸ρωτα. Και τα δýο üνειρα διακüπτονται απüτομα, το πρþτο απü το τσßμπημα ενüς ψýλλου, και το δεýτερο απü το λÜλημα ενüς κüκορα.
Το Ýργο αποδßδεται στον ΦαλιÝρο -αν κι Ýχει παραδοθεß χωρßς τßτλο κι üνομα συγγραφÝα- κυρßως για 3 λüγους: 1) το ποßημα "Ιστορßα & ¼νειρο" (του ΦαλιÝρου) φαßνεται να 'ναι σα συνÝχεια του "Ερωτικοý Ενυπνßου" και μια εκτενÝστερη επεξεργασßα του ßδιου περßπου θÝματος, 2) τα 2 ποιÞματα Ýχουν αρκετοýς üμοιους στßχους και 3) το υλικü των 2 ποιημÜτων εßναι παρüμοιο, δηλαδÞ συνδυασμüς διδακτικοý κι ερωτικοý διαλüγου μες στο πλαßσιο ενüς ερωτικοý ονεßρου, παρüλο που η δομÞ, η πλοκÞ, καθþς κι η δρÜση των προσþπων/χαρακτÞρων παρουσιÜζουν διαφορÝς. ΠÜντως, το "Ερωτικüν Ενýπνιον" θα πρÝπει να θεωρηθεß ως πρþιμο Ýργο του, γιατß, σε σýγκριση με την "Ιστορßα & ¼νειρο", εßναι δεßγμα ενüς Üπειρου κι αρχÜριου ποιητÞ, ως συντομüτερο κι απλοýστερο.
Ο Λßνος Πολßτης (1999, 46) στην Ιστορßα της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας παρατηρεß:
«Το Ýντονο και κÜπως ρεαλιστικü ερωτικü στοιχεßο, μαζß με την αλληγορικÞ διÜθεση και την αφÞγηση του ονεßρου, δßνουν στα ποιÞματα αυτÜ (εννοεß την "Ιστορßα & ¼νειρο" κι "Ερωτικüν Ενýπνιον") κÜτι το εντελþς ξεχωριστü κι ευχÜριστο».
Το ποßημα ανÞκει στο εßδος του ερωτικοý ονεßρου, της ιστορßας δηλαδÞ που διηγεßται την ονειρεμÝνη ερωτικÞ ευτυχßα Þ επιτυχßα και το απογοητευτικü ξαφνικü ξýπνημα την þρα που η επιθυμßα του πρωταγωνιστÞ κοντεýει να ικανοποιηθεß. ΠοιÞματα που διηγοýνται üνειρα Þ ορÜματα, ειδικÜ σε σýγκριση με τη Δýση, εßναι σπÜνια στη μεσαιωνικÞ ελληνικÞ λογοτεχνßα. Το μüνο εßδος που εßχε κÜποια διÜδοση Þταν το üραμα του ΚÜτω Κüσμου, που αποτελεß και το αφηγηματικü πλαßσιο σε πολλÜ πρþιμα δημþδη κεßμενα (βλ. ΛαμπÜκης 1982, 156-214), τα περισσüτερα απü τα οποßα εγγρÜφονται στη 1η φÜση της κρητικÞς λογοτεχνßας -ανÜμεσÜ τους ξεχωρßζουν ο εμβληματικüς Απüκοπος (α' Þ β' μισü του 15ου αι.) του ΜπεργαδÞ κι η "Ρßμα ΘρηνητικÞ" του Πικατüρου (πιθανüτατα β' μισü 15ου αι.).
Το ερωτικü üνειρο ως λογοτεχνικü εßδος εßναι γνωστü κυρßως απü την ολλανδικÞ και γερμανικÞ λογοτεχνικÞ παρÜδοση. ΣυνÞθως αποτελεßται απü ονειρικÞ επßσκεψη απü τον/την αγαπημÝνο/η, τις προτÜσεις του Üνδρα και το ξýπνημα την αυγÞ απü κüκορα/φýλακα Þ απü Þχους που ακοýγονται απü Ýξω.
Το ερωτικü üνειρο το βρßσκουμε μüνο ως μικρü επεισüδιο στα ερωτικÜ μυθιστορÞματα των παλαιολüγειων χρüνων. Αντßθετα, στη Δýση το üνειρο Þ το üραμα Þταν Ýνας απü τους δημοφιλÝστερους τýπους της μεσαιωνικÞς ποßησης. Χρησßμευε ως πλαßσιο για Ýργα πολλþν ειδþν, μεταξý αυτþν και τα ποιÞματα ερωτικοý περιεχομÝνου, επειδÞ εßναι ο πιο Üμεσος τρüπος για να μεταφερθεß ο εραστÞς στον περιπüθητο τüπο του Ýρωτα και να περιγρÜψει τις ονειρευτÝς ηδονÝς και την απüγνωση του ξαφνικοý ξυπνÞματος. ΠÜντως, το üνειρο, ως αυτοτελÝς ποßημα, εßναι γνωστü απü τα ελληνιστικÜ χρüνια. Το βλÝπουμε να εμφανßζεται σε μερικÜ επιγρÜμματα κι επßσης να ενσωματþνεται και στα μεταγενÝστερα μυθιστορÞματα, λüγια και δημþδη. Στη λατινικÞ λογοτεχνßα το συναντÜμε στον Οβßδιο, ενþ φαßνεται να 'ναι γνωστü και πριν απü την ΑναγÝννηση και σε Üλλες ευρωπαúκÝς χþρες (λ.χ. Γερμανßα, Ολλανδßα κ.Ü.).
Οι φßλοι κι αδερφοß στους οποßους απευθýνεται στα ποιÞματÜ του πρÝπει να ανÞκαν στους ßδιους κýκλους με τον ποιητÞ· απü τη μια, ζοýσαν μÝσα στο πολιτιστικü κλßμα της Βενετßας παρακολουθþντας κι εκτιμþντας τη λογοτεχνικÞ της κßνηση, απü την Üλλη, Þτανε κÜτοχοι και της ελληνικÞς γλþσσας. Γι’ αυτοýς τους ανθρþπους που ζοýσαν ανÜμεσα στους 2 κüσμους προορßζονταν τα ποιÞματα του ΦαλιÝρου.
Το "Ιστορßα & ¼νειρο" εßναι 758 ομοιοκατÜληκτοι πολιτικοß στßχοι. ΓρÜφτηκε το 1418 εποχÞ του αρραβþνα Þ γÜμου του ποιητÞ με την Fiorenza Zeno. Ο ΦαλιÝρος προσÝδωσε επιπλÝον στο ερωτικü üνειρο θεατρικÞ μορφÞ, με τρεις σκηνÝς και τÝσσερα πρüσωπα. Ο ΦαλιÝρος εßναι ο ερωτευμÝνος, που αφηγεßται. Η Μοßρα εßναι η Τýχη-προξενÞτρα, προσωποποιημÝνη. Η Αθοýσα εßναι η αγαπημÝνη του, το üνομα της οποßας παραπÝμπει στο üνομα της μνηστÞς και μετÝπειτα συζýγου τοý ποιητÞ Fiorenza. Η Ποθοýλα εßναι η υπηρÝτριÜ της. Το üνομÜ της παραπÝμπει στον ¸ρωτα Þ Πüθο, γιο της Αφροδßτης. Ο ποιητÞς-αφηγητÞς περιγρÜφει Ýνα üνειρü του. Ονειρεýτηκε üτι τον επισκÝφτηκε η Μοßρα του και του Ýφερε Ýνα μÞνυμα üτι η αγαπημÝνη του θα ενδþσει. Τον οδÞγησε στο σπßτι της. Η υπηρÝτρια Ποθοýλα τοý ανοßγει και προσπαθεß να πεßσει τη κυρÜ της να τον δεχτεß. Η Αθοýσα δÝχεται να του μιλÞσει μüνο απü το παρÜθυρο. Στο παρÜθυρο εξελßσσεται το μεγαλýτερο μÝρος του ποιÞματος, που εßναι ο διÜλογος ανÜμεσα στον ΦαλιÝρο και την Αθοýσα. Επιχειρεß να τη φιλÞσει και να τη χαúδÝψει. ΑυτÞ αρνεßται κι εκεßνος περιορßζεται να τη πεßσει για την ειλικρινÞ του αγÜπη. Η Αθοýσα πεßθεται μüνο απü τον üρκο του. Τη στιγμÞ που πÜει να του ανοßξει τη πüρτα ο ποιητÞς ξυπνÜει απü το τσßμπημα ενüς ψýλλου!
Ο Μαρßνος ΦαλιÝρος πιθανüτατα εßχε υπüψη του κι εμπνεýστηκε απü τη ποßηση του σýγχρονου βενετοý πολιτικοý, ουμανιστÞ και ποιητÞ Leonardο Giustinian που στα ποιÞματÜ του περιλαμβÜνονταν και διÜλογοι ερωτευμÝνων στο παρÜθυρο. ¹ταν δημοφιλÝστατα κι απαγγÝλλονταν Þ τραγουδιüνταν σε γÜμους και γιορτÝς. Πιθανüτατα εßχαν φθÜσει και στη ΚρÞτη μÝσα απü την ανελλιπÞ επικοινωνßα με τη Βενετßα. Δεν μπορεß να αποκλειστεß η πιθανüτητα το ποßημα του ΦαλιÝρου να γρÜφτηκε για να απαγγελθεß στο γÜμο του. Το ποßημα παραδüθηκε σε 3 χειρüγραφα του 16ου αιþνα: 1) Ambr. gr. Y. 89 Sup., 2) Neapol. gr. III. B. 27, 3) Vat. gr. 1583 (αντιγρ. Ανδρ. Νοýκιος).
Ο διÜλογος στο παρÜθυρο μεταξý δýο ερωτευμÝνων αποτελεß λογοτεχνικü στοιχεßο/ θÝμα, που απαντÜ μüνο στο Ýπος του Βασιλεßου ΔιγενÞ Ακρßτη. Δεν απαντÜ αλλοý στη ΜεσαιωνικÞ ΕλληνικÞ Λογοτεχνßα. Το θÝμα της αυγÞς/ συνÜντηση ερωτευμÝνων την αυγÞ απαντÜ στο ΔιγενÞ Ακρßτη και σ' üλα τα ερωτικÜ μυθιστορÞματα των παλαιολογεßων χρüνων (14ος – 15ος αι.). Ο ΦαλιÝρος φαßνεται üτι εμπνεýστηκε απü δυτικÜ πρüτυπα. Ειδικüτερα, ο διÜλογος στο παρÜθυρο μεταξý δýο ερωτευμÝνων και μÜλιστα την αυγÞ αποτελεß το βασικü χαρακτηριστικü των ιταλικþν contrasti και pastourella. Πρüκειται για ποιητικÜ εßδη. Τα contrasti γνþρισαν μεγÜλη διÜδοση στην ιταλικÞ λογοτεχνßα απü το 13ο μÝχρι το 15ο αιþνα.
Η "Ρßμα ΠαρηγορητικÞ" εßναι 302 ομοιοκατÜληκτοι πολιτικοß στßχοι και χρονολογεßται πριν το 1426. Παραδßδεται σε τρßα χειρüγραφα: 1) Ambr. gr. Y. 89 Sup., 2) Laur. Ashburnh. 1549 (αντιγρ. Μιχ. Κυριακüπουλος), 3) Neapol. gr. III. B. 27. Απευθýνεται στο φßλο του Benedetti da Molin, μÝλος της βενετικÞς αριστοκρατßας στην ΚρÞτη, που Ýχασε τη σýζυγο, τα παιδιÜ και την περιουσßα του. Προσπαθεß να τον παρηγορÞσει. Του επισημαßνει üτι ο Üνθρωπος, ως Ýλλογο ον μπορεß να κατανοÞσει την αστÜθεια του κüσμου, το θÜνατο ως απελευθÝρωση και την καλοσýνη και την επιεßκεια του Θεοý. Πρüκειται για μια consοlatio (παρηγορητικÞ λογοτεχνßα), εßδος που γνþρισε μεγÜλη διÜδοση στη ΔυτικÞ Ευρþπη, απ' üπου πρÝπει να εμπνεýστηκε ο ποιητÞς στη ΚρÞτη.
Ο "ΘρÞνος εις τα ΠÜθη και τη ΣτÜυρωση του Κυρßου και Θεοý και ΣωτÞρος ημων Ιησοý Χριστοý" εßναι 404 ομοιοκατÜληκτοι πολιτικοß στßχοι. Χρονολογεßται πριν το 1420 (πρþιμο Ýργο). Εκδüθηκε στη Βενετßα το 1543-44. Παραδßδεται σε Ýνα χειρüγραφο: Tubing. Mb 27, αντßγραφο της βενετικÞς Ýκδοσης. Πρüκειται για Ýνα μοιρολüγι της Παναγßας, γραμμÝνο üπως και το "Ιστορßα & ¼νειρο" σε δραματικÞ μορφÞ. Εμφανßζονται να συνομιλοýν η Θεοτüκος, ο ΙωÜννης, η ΜÜρθα, η Μαρßα η ΜαγδαληνÞ, ο Χριστüς, οι Εβραßοι, ο Λογγßνος κι Ýνας εκατüνταρχος. Κεßμενα σε πεζÞ κι Ýμμετρη μορφÞ με θÝμα το μοιρολüγι της Παναγßας γρÜφτηκαν και διακινÞθηκαν και στον ελληνüφωνο χþρο. Φαßνεται üμως üτι ο ΦαλιÝρος εμπνεýστηκε απü αντßστοιχα κεßμενα που γρÜφτηκαν στην ΔυτικÞ Ευρþπη κι εßναι γνωστÜ ως Planctus Mariae (θρÞνος της Θεοτüκου). Τα κεßμενα αυτÜ μÝσω Ιταλßας Ýφτασαν και στη ΚρÞτη. Ο Leonardo Giustinian Ýγραψε τις "Laudi dialogate", που προορßζονταν να απαγγÝλονται τη ΜεγÜλη ΠαρασκευÞ.
Οι "Λüγοι διδακτικοß του πατρüς προς τον υιον" εßναι 326 ομοιοκατÜληκτοι πολιτικοß στßχοι που γρÜφτηκαν πριν το 1430. Παραδßδεται σε Ýνα χειρüγραφο (Vallicel. gr. 39, του πρþτου μισοý του 16ου αιþνα). Το ποßημα Ýχει ηθικοδιδακτικü-παραινετικü χαρακτÞρα. Απευθýνεται στον υιü του. Σκοπüς του εßναι να προσφÝρει χρÞσιμες συμβουλÝς για τον ενδεδειγμÝνο τρüπο ζωÞς. Στο πρþτο μÝρος κÜνει μια γενικÞ αναφορÜ στη χριστιανικÞ διδασκαλßα. Αντλεß απü την προσωπικÞ του εμπειρßα. Οι συμβουλÝς του αφοροýν στην οικογενειακÞ ζωÞ, τους φßλους, τη διαχεßριση της περιουσßας και τις κοινωνικÝς συναναστροφÝς. Παλαιüτερα πιστευüταν üτι ο ποιητÞς εßχε επηρεαστεß απü τους Στßχους του Αλεξßου Κομνηνοý-ΣπανÝα. Σýμφωνα üμως με τα πορßσματα της νεþτερης φιλολογικÞς Ýρευνας ο ποιητÞς εμπνεýστηκε και πÜλι εßχε ως πρüτυπο Ýνα δυτικü κεßμενο. Πρüκειται για μια λατινικÞ πεζÞ επιστολÞ με τßτλο "De cura rei familiaris" (Για τη διαχεßριση των οικογενειακþν υποθÝσεων), που αποδßδεται στον ¢γιο ΒερνÜρδο του Claervaux (12ος αι.), αλλÜ γρÜφτηκε απü κÜποιον Bernardus Silvester. Το κεßμενο γνþρισε μεγÜλη διÜδοση στη ΔυτικÞ Ευρþπη σε χειρüγραφη κι Ýντυπη μορφÞ. Προφανþς Ýφθασε στη ΚρÞτη μÝσω Ιταλßας, üπου και το γνþρισε ο Μαρßνος ΦαλιÝρος. Το κεßμενο του ΦαλιÝρου το ενσωμÜτωσε στο δικü του ποßημα ο ΜÜρκος ΔεφαρÜνας, Λüγοι διδακτικοß του πατρüς προς τον υιüν (μαζß με το αντßστοιχου περιεχομÝνου ποßημα του Σαχλßκη), το οποßο δημοσßευσε στη Βενετßα το 1543 και το 1644.
Η περßπτωση του Μαρßνου ΦαλιÝρου εßναι ενδεικτικÞ για δýο πρÜγματα:
1ο. Το πüσο η ΚρÞτη και οι ΚρÞτες μποροýσαν να γνωρßζουν μÝσω της Βενετßας τις πνευματικÝς εξελßξεις στην Ιταλßα και τη ΔυτικÞ Ευρþπη και να εμπνÝονται απü τις εκεß λογοτεχνικÝς εξελßξεις.
2ο. Το πüσο οι βενετοκρητικοß αριστοκρÜτες εßχαν εξελληνιστεß στις αρχÝς του 15ου αι., διακüσια χρüνια μετÜ την εγκατÜστασÞ τους στην ΚρÞτη, þστε να χρησιμοποιοýν για τη λογοτεχνικÞ τους Ýκφραση την ελληνικÞ γλþσσα και το 15σýλλαβο στßχο.
¸να πραγματικü constrasto, δηλαδÞ διÜλογος μεταξý ενüς νÝου και μιας κοπÝλας σε παρÜθυρο χωρßς το ονειρικü πλαßσιο, στο οποßο τοποθÝτησε το δικü του contrasto ο Μαρßνος ΦαλιÝρος στο Ιστορßα και ¼νειρο, εßναι το ποßημα που τιτλοφορεßται "ΡιμÜδα κüρης και νιου". Παραδßδεται στο χειρüγραφο Ambr. gr. Y. 89 Sup. πριν απü την Ιστορßα και ¼νειρο του ΦαλιÝρου, καθþς και στον κþδικα Vind. Theol. gr. 244. Στα χειρüγραφα το κεßμενο παραδßδεται χωρßς τη μνεßα του ποιητÞ του. ¸χει διατυπωθεß η Üποψη üτι πρÝπει να προÝρχεται απü τη γραφßδα του ΦαλιÝρου. Εκτüς απü την παρÜδοση στο ßδιο χειρüγραφο μαζß με τα δικÜ του κεßμενα, η μορφÞ, η γλþσσα και το θÝμα του θυμßζουν τα κεßμενÜ του. Η Ýρευνα δεν Ýχει καταλÞξει, αν πρüκειται για κεßμενü του Þ για κεßμενο που Ýγραψε κÜποιος που τον μιμÞθηκε. Στα δýο χειρüγραφα το χειρüγραφο παραδßδεται σε δýο διαφορετικÝς διατυπþσεις. Πρüκειται για δýο παραλλαγÝς. Η παραλλαγÞ του κþδικα Ambr. gr. Y. 89 Sup. εßναι συντομüτερη: 154 ομοικατÜληκτοι στßχοι, βρßσκεται πολý κοντÜ στο αρχικü χαμÝνο κεßμενο του ποιητÞ. Η παραλλαγÞ του κþδικα Vind. Theol. gr. 244 Ýχει μεγαλýτερη Ýκταση: 198 ομοιοκατÜληκτοι στßχοι. Στο τÝλος του κειμÝνου στην παραλλαγÞ αυτÞ Ýχει προστεθεß μια ηθικοδιδακτικοý περιεχομÝνου συμπλÞρωση. Το σýντομο ερωτικü ποßημα υπÞρξε δημοφιλÝστατο και διακινÞθηκε και προφορικÜ. Απü τη προφορικÞ παρÜδοσÞ του επιβßωσαν μÝχρι το 19ο αι. δýο συντομευμÝνες αποσπασματικÝς παραλλαγÝς του, που κατεγρÜφησαν στην ΚÝρκυρα και την Κω. ¸χει χαρακτηριστεß ως «Ýνα απü τα καλýτερα Ýργα της κρητικÞς λογοτεχνßας» (A. van Gemert). «Εκτüς απü την αφηγηματικÞ του χÜρη και τη γνÞσια δημοτικÞ του Ýκφραση, το τραγοýδι το χαρακτηρßζει και Ýνας αισθησιακüς ρεαλισμüς, που αντßστοιχü του βρßσκουμε σε μερικÜ δημοτικÜ τραγοýδια της αγÜπης και που δε χÜνει ποτÝ μια δροσιÜ και μια ευγÝνεια.» (Λ. Πολßτης).
Το "Ερωτικüν Ενýπνιον" Ýχει ισχνÞ παρÜδοση, καθþς σþζεται μüνο σ’ 1 χειρüγραφο κþδικα, τον Neapolitanus gr. III B. 27 (Ν), που χρονολογεßται στο 1/4 του 16ου αι. Πρþτος παρουσßασε το ποßημα ο Schmitt (1892), στη συνÝχεια, το δημοσßευσε, μαζß με τα υπüλοιπα Ýργα του ποιητÞ που Þτανε γνωστÜ κεßνη την εποχÞ, ο Γεþργιος Ζþρας στο περιοδικü ΚρητικÜ ΧρονικÜ (1948). Εγκυρüτερη, βÝβαια, θεωρεßται η κριτικÞ Ýκδοση των 2 ερωτικþν ονεßρων του, που εκπονÞθηκε απü τον ολλανδü νεοελληνιστÞ A. F. van Gemert (2006· 1η Ýκδ. 1980). Η τελευταßα αποτÝλεσε και τη πηγÞ των ανθολογοýμενων αποσπασμÜτων εδþ.
======================
Ερωτικüν Ενýπνιον
Στο ποßημα ο ΦαλιÝρος αφηγεßται, σε Ýκταση 130 ιαμβικþν 15σýλλαβων στßχων και σε μορφÞ επιστολÞς προς κÜποιον φßλο του, μεταξý Üλλων, και Ýνα ερωτικü üνειρο με πρωταγωνιστÝς τους προσωποποιημÝνους ¸ρωτα και Μοßρα, καθþς και τον ßδιο και την αγαπημÝνη του. Ο ποιητÞς δÝχεται ενυπνßως την επßσκεψη της καλÞς του και του ¸ρωτα, ο οποßος τον διδÜσκει για την «Ερωτοκρατßα». Η Μοßρα και ο ¸ρωτας πεßθουν τους δýο νÝους πως εßναι γραφτü απü τη γÝννησÞ τους ακüμα να σμßξουν. Το ξýπνημα γßνεται με τον κλασικü τρüπο, με το πρþτο λÜλημα του πετεινοý, τη στιγμÞ που το Ριζικü εßναι Ýτοιμο να ενþσει το ζευγÜρι.
Οι πρþτοι 10 στßχοι αποτελοýν την εισαγωγÞ του ποιÞματος. Ο ποιητÞς απευθýνεται σε κÜποιον φßλο του και δηλþνει την πρüθεση να του γρÜψει μια επιστολÞ. Σ’ αυτÞν σκοπεýει να μοιραστεß μαζß του, μεταξý Üλλων κι Ýνα ερωτικü üνειρο που εßδε. Το θÝμα του ποιÞματος δßνεται Ýτσι απü την αρχÞ του Ýργου. Η διÞγηση του ονεßρου ξεκινÜ με την εμφÜνιση της αγαπημÝνης του με τον μικρü ¸ρωτα (στ. 11-34). Ο προσωποποιημÝνος ¸ρωτας κρατÜει τüξο και βÝλη και ετοιμÜζεται να υπακοýσει στη διαταγÞ της κοπÝλας, πληγþνοντας τον ποιητÞ. Αυτüς καλωσορßζει την κüρη και τον μικρü ¸ρωτα και τον παρακαλεß να του δþσει θÜρρος και δýναμη, üπλα για να κερδßσει το αντικεßμενο του πüθου του (στ. 35-50).
Στους στßχους 51-100 ο ¸ρωτας καθησυχÜζει τον τρομαγμÝνο ποιητÞ και τον βεβαιþνει πως τον Ýστειλε ο Πρþτος ¸ρωτας με πλÞρη εξουσßα. Εßναι προορισμÝνο ο ποιητÞς και η κüρη να ζÞσουν και να πεθÜνουν μαζß. ¸τσι, το μüνο που Ýχουν να κÜνουν οι δýο ερωτευμÝνοι εßναι να απολαýσουν τα πλοýτη του ÝρωτÜ τους, χωρßς να χÜνουν χρüνο. Η διÞγησÞ τους διακüπτεται δýο φορÝς (στ. 57-66 και 85-92) απü παρενθÝσεις για τον ρüλο της Μοßρας.
Ο ποιητÞς, αφοý Üκουσε τα ενθαρρυντικÜ και ελπιδοφüρα λüγια του ¸ρωτα, πλησιÜζει την αγαπημÝνη του χαροýμενος. ¼μως, τη στιγμÞ που φτÜνει να την αγκαλιÜσει (στ. 101-104) εμφανßζεται η Μοßρα και τον διακüπτει. Εκεßνος την καλωσορßζει και της προσφÝρει κÜθισμα (στ. 105-116). Το λÜλημα του πετεινοý διακüπτει ξαφνικÜ το üνειρο (στ. 117-118) κι ο ποιητÞς μÜταια προσπαθεß να ξαναβρεß τη Μοßρα και την αγαπημÝνη του (στ. 119-124). Το ποßημα τελειþνει με την προτροπÞ στους αναγνþστες να μÜθουν πþς να συμπεριφÝρονται στον ¸ρωτα και να δεßχνουν την εκτßμησÞ τους σ’ αυτüν τον «φρικτü ρÞγα» που κυβερνÜ τις ζωÝς τους (στ. 125-130).
Φßλε, τὸ σπλÜχνος τὸ πολὺ τὸ ἔχομε μὲ βιÜζει
νὰ γρÜψω πρὸς ἐσὲν γραφὴ πονετικὴ νὰ μοιÜζη.
Λοιπὸν ὁ πüνος τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ κορμιοῦ ἡ θλßψη
καὶ τῶν χεριῶν ὁ τρομασμüς, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ λεßψη,
οὐδὲ μ’ ἀφÞνασιν ποτὲ νὰ πιÜσω τὸ κοντýλι,
οὐδὲ ἡ πρßκα μ’ ἄφηνε λüγος νὰ βγῆ ἐκ τὰ χεßλη.
Τþρα λοιπὸν ἀνÜσανα κι ἐπῆρα λßγο ἀÝρα
ἀπὸ τὰ τüσα βÜσανα τὰ ἔχω νýκτα μÝρα.
Καὶ θÝλω γρÜψει πρὸς ἐσὲν καὶ ὄνειρον ὁποὺ εἶδα
καὶ στÝργω νÜ’ ναι γιὰ καλü, τῆς τýχης μου μερßδα.
Ἔχοντα πÜντα εἰς λογισμὸν μßαν ἀπ’ ἄλλη χþρα
θωρῶ την κι ἦρθε εἰς ὕπνου μου πρὸς τῆς αὐγῆς τὴν ὥρα.
Ἔσυρνε καὶ γιὰ συντροφιὰ ἕνα παιδὶ μικροýλι,
φορεῖ φτερὰ χρυσüλαμπρα, ἦτον πολλὰ’ μορφοýλι
καὶ εἶχε ὀμπρὸς στὰ μÜτια του μιὰ μεταξÝνια σκÝπη.
Εἰσμιὸ θωρῶ καὶ βγÜνει τη καὶ στÝκει καὶ μὲ βλÝπει.
Βαστᾶ ταρκασοδüξαρο, σαÀτες πλουμισμÝνες,
ὡς ἔδειξαν μ’ ἐφÜνησαν νὰ ἦσαν αἱματωμÝνες,
ὅλες ἐξ αἵματος καρδιᾶς μ’ ἐφÜνησαν ὅτ’ ἦσαν.
Καὶ μὲ σπουδὴ στὴν κλßνη μου οἱ δυü τους ἐκαθßσαν.
Γρικῶ τὸ σπλαχνικὸ παιδß, λÝγει: «ΚυρÜ, κοιμᾶται
αὐτὸς ὁποý ’τον ἀφορμὴ κι ἐσÝνα δὲ θυμᾶται.
Ὅρισε τß ἔν’ τὸ ρÝγεσαι. Τὸν πῆρα ἐξουσιÜ μου
αὐτὸν ποὺ μÝλλει ν’ ἀγρυπνᾶ πλιὰ παρὰ σÝν, κυρÜ μου».
Κι ἐκεßνη λÝγει: «ΓÝμισε τοῦ Πüθου τὸ δοξÜρι
κι ἔβγαλε μιὰ φαρμακερὴ σαγßτα μὲ ξιφÜρι».
Σýντομα βλÝπω τὸ παιδὶ καὶ τὸ δοξÜρι πιÜνει
καὶ μιὰ σαγßτα δßστομη ἐκ τὸ ταρκÜσι ἐβγÜνει.
ΛÝγει πρὸς τὴν πολýπονη: «Ποῦ θÝλεις νὰ τὸν δþσω;
Νὰ τüνε δþσω στὴν καρδιὰ καὶ νὰ τὸν θανατþσω»;
Τüτες, μοῦ φÜνη, λÝγει του: «ΒÜρ’ του εἰς ἄλλον τüπο
νὰ τυραννᾶται σüτα ζῆ μὲ πüνον καὶ μὲ κüπο».
Κι ἐγὼ τὸ ἰδεῖν ἐτρüμαξα κι ἐδÜκρυωσεν τὸ φῶς μου
θωρþντας τüσο φοβερὸν ὄνειρο τὸ εἶχα ὀμπρüς μου.
Μ’ ἐφÜνηκεν ’τι ἐξýπνησα καὶ ἀνÜβλεψεν τὸ φῶς μου
καὶ ὁ Ἔρωτας ἐστÝκετον μὲ τὸ δοξÜρι ὀμπρüς μου.
Καὶ ἁπλþνω, πιÜνω σýντομα ἐκεßνη ποý ’χα γνþρα
καὶ χαιρετῶ: «Καλῶς ἠλθεν ἡ ξÝνη ἀπ’ ἄλλη χþρα,
χßλια καλῶς ἀπÝσωσε τὴν εἶχα πεθυμßα.
ΠÝ με, κυρÜ, τßς ἔναι αὐτὸς πὄχεις γιὰ συντροφßα
μὲ τὰ χρυσüλαμπρα φτερÜ, μὲ τ’ ὄμορφο δοξÜρι»;
ΛÝγει με: «Αὐτὸς ἔν’ ὁ Ἔρωτας ὁπὄχει τüση χÜρη.
Αὐτὸς μᾶς ἔσμιξε τὰ δυὸ μὲ τὸ γλυκý του βλÝμμα
καὶ μὲ τὸ τüξο ποὺ ρωτᾶς μᾶς ἔσφαξεν τὸ πνÝμα».
Κι ἐγὼ τ’ ἀκοýσει ἐστÝναξα κι ἐδÜκρυσεν τὸ φῶς μου
ἐβλÝποντας τὸν Ἔρωτα μὲ τὸ δοξÜρι ὀμπρüς μου.
ΔÝνω γοργὸ τὰς χεῖρας μου, τρÝχω καὶ προσκυνῶ τον,
τρÝμοντας καὶ δειλιÜζοντας ὅλος παρακαλῶ τον
γιὰ νὰ μοῦ δþση χÜριτα, θÜρρος γιὰ νὰ κερδÝσω
τὸ πεθυμᾶ ἡ καρδßτσα μου καὶ ἡ ψυχÞ μου ἀπÝσω.
Καὶ αὐτὸς γελþντας λÝγει με: «ΣτÝκε, μηδὲν δειλιÜζης
καὶ ἄντρεψε τὴν καρδßτσα σου καὶ μὴν ἀναστενÜζης.
Κι ἰδÝς, τὸ θÝλεις ζÞτηξε, ὅτ’ εἶμαι ὁρισμÝνος,
ἀπὸ τὸν Πρῶτον Ἔρωταν σ’ ἐσὲν ἀποσταλμÝνος
κι ἔχω ξουσιÜν, ὡς θὲς ἰδεῖ, νὰ κρßνω τοὺς ποθοῦσι,
αὐτοὺς ὁπὄχουν πεθυμιÜ, φλüγαν καὶ δὲ μποροῦσι
[Κι ἤξευρε, τὸ μελλÜμενο ἐκ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀθρþπου
οἱ Μοῖρες τὸ μοιραßνουσι, σὰ γεννηθῆ μὲ κüπου.
Γι’ αὐτὸ κι ἐσÝν’ ἡ Μοßρα σου ἂ σὄγραψε καὶ μÝλλει,
θÝλεις τὴν πÜρει, πßστεψε, στὸ πεῖσμα ποὺ δὲ θÝλει».
Κι ἐγὼ τοῦ λÝγω: «Ἔρωτα, ἂν ἔν’, σὰ λÝς, καὶ μοιÜζει
τοῦ καθενὸς καὶ ἂ μÝλλεται, δὲν πρÝπει νὰ κοπιÜζη,
λοιπὸν δὲν κÜμνει χρειὰ τινὰς οὐδüλως ν’ ἀγαπÞση,
ἀφεßτις ἔν’ μελλÜμενο ἡ Μοßρα νὰ τὸ ποßση˙
τοῦ καθενὸς καὶ ἂ μÝλλεται, πρÝπει γιὰ ν’ ἀνιμÝνη
σüτα νὰ ἔλθη ὁ καιρὸς τὸ πεθυμᾶ νὰ γÝνη»].
Αὐτεßν’ ἡ κüρη ἦρθε ψὲς στὴν Ἐρωτοκρατßα
κι ηὗρε τὸν Πρῶτον Ἔρωτα μ’ ὅλην τὴν συντροφßα.
Καὶ κλαßει καὶ θρηνοβολεῖ, ἀρχßζει καὶ δηγᾶται
καὶ πρὸς τὸν Πρῶτον Ἔρωτα πολλὰ παραπονᾶται.
Καὶ ἀρχßζει, λÝγει: «Ἔρωτα, ἀπὸ χρονῶν δεκÜξι
ἐγρÜφτηκα γιὰ δοýλη σου κι ἐγὼ κατὰ τὴν τÜξη
κι ἔβαλα εἰσμιὸν τὸν πüθο μου εἰς νιὸν ὁποὺ μ’ ἐφÜνη
πολλὰ καλὸς καὶ μετὰ μὲ νὰ ζÞση, ν’ ἀποθÜνη.
Καὶ αὐτὸς ἐμÝνα ἀγÜπησε στεριὰ κι ἐμπιστεμÝνα
κι εἶχα κι ἐγὼ τὸ θÜρρος μου γιὰ νὰ χαρῆ μ’ ἐμÝνα.
Τþρα τὸ πῶς μ’ ἐγßνηκε κι ἔβαλα σ’ ἄλλον πüθο;
Καὶ ἂν ἔν’ κι ἐσὺ τὸ θÝλησες, πÝς με το νὰ τὸ γνþθω,
νὰ μὴν πρικαßνω τὸ κορμὶ καὶ τὴν καρδιὰ νὰ φλÝγω
καὶ μὲ τὴν παραπüνεση τὴν τýχη μου νὰ κλαßγω».
Τüτες ἀρχßζει ὁ φοβερὸς ὁ Πρῶτος τῶν Ἐρþτων
καὶ λÝγει: «Κüρη, θÜρρεσε σ’ αὐτὸν καὶ ἄφες τὸν πρῶτον,
στερÝωσε τὴν ὄρεξη’ ς τοῦτον ποὺ λÝγεις τþρα,
καλὰ καὶ ἂ λεßπεται ἀπ’ ἐδῶ κι ἔναι σὲ ξÝνη χþρα.
[Γιατὶ ὅταν ἐγεννÞθηκες ἦρθε σ’ ἐμÝν’ ἡ Μοßρα
γελþντας καὶ χαιρÜμενη κι ἐκτýπησε στὴν θýρα.
ΛÝγει με: «ἘγεννÞθηκε μιὰ νιὰ τὴν ὥραν τοýτη
κι εἰς τ’ ὄνομα τοῦ ὁδεινὸς ἄμε καὶ γρÜψε μοý τη».
Κι εἶπε μου καὶ ἄλλα περισσὰ ἡ Μοßρα σου γιὰ σÝνα
κι εἰς τὸν τροχὸν τῆς Ἐρωτιᾶς ὅλα τÜ’ χω γραμμÝνα.
Γι’ αὐτὸν ἐγὼ κι ἡ Μοßρα σου, ἐγὼ καὶ αὐτὸς ὑστÝρου
μÝλλει σου εἰς πλοýτη καὶ τιμὴ οἱ τρεῖς μας νὰ σὲ φÝρου].
Καὶ νὰ τὸ ξεýρης καθαρÜ: σ’ ἄλλον νὰ μὴ ἀθιβÜνης,
γιατὶ σὲ μÝλλει μετ’ αὐτὸν νὰ ζÞσης, ν’ ἀποθÜνης».
Τὰ ἄκουσα κι εἶδα εἶπα σου καὶ θþρειε τὸν γιατρü σου
κι ἰδὲς τὸ γληγορþτερο νὰ γιÜνης τὸ κακü σου.
Γιατὶ καιρὸς ὁπ’ ἀπερνᾶ οὐδὲ γυρßζει πλÝο
καὶ τὸ’ χεις χρεßα γýρεψε κι ἄλλον οὐδὲ σοῦ λÝω.
Κι ἔχετε γειÜ, ἀφÞνω σας, καὶ ὁ καθεεὶς ἂς γνþθη:
γυρÝψετε τῆς ἐρωτιᾶς τὸ βιὸ τὸ σᾶς ἐδüθη».
Κι ἐγὼ τ’ ἀκοýσει, φßλε μου, ἐχÜρηεν ἡ ψυχÞ μου.
Εἰσμιὸν ἐσßμωσα κοντὰ στὴν πολυπüθητÞ μου
καὶ ἅπλωσα τὸ χερÜκι μου στ’ ὡριü της τὸ τραχÞλι
κι ἐσßμωσα τὰ χεßλη μου πρὸς τὰ δικÜ της χεßλη.
[Τüτες ἤκουον ἔκτυπον κι ἔκρουγεν εἰς τὴν θýρα.
ΛÝγω: «Τßς ἔναι;» ΛÝγει με: «Ἄνοιξε, ἐγþ’ μαι, ἡ Μοßρα».
Τüτες ἡ κüρη λÝγει μου: «ΔρÜμε νὰ τῆς ἀνοßξης
καὶ ἂν ἤσουν φρüνιμος ποτÝ, τþρα τὸ θÝλεις δεßξης».
ΤρÝχω μὲ τὸ ποκÜμισο καὶ ἀνοßγω της καὶ μπαßνει
κι ἀπὲ τὰ κÜλλη τÜ’ μορφα μ’ ἐφÜνη καὶ λαμπαßνει.
«Χßλια καλῶς ἀπÝσωσε, χßλια καλῶς τὴν εἶδα
τὴν σπλαχνικüτατην κερὰ καὶ Μοßρα μου, ἐλπßδα».
«ΖωÞν, χαρὰν καὶ γειὰν πολλὴ νÜ’ χετε», λÝγ’ ἡ Μοßρα,
καὶ μὲ τὸ βλÝμμα τὸ γλυκὺ τοὺς δυü μας ἐσυντÞρα.
ΒÜνω θρονὶν καὶ λÝγω της: «Ἔλα, κερÜ, νὰ ζÞσης,
θωρῶ σε’ τι ἦλθες μὲ σπουδÞ, κÜτσε νὰ ξατονÞσης»].
Τüτες ἔκραξε ἀλÝκτορας κι ἐμÝνα ξýπνησÝ με
καὶ τ’ ὄνειρον ὁπὄβλεπα ἐπῆγε καὶ ἄφηκÝ με.
[Καὶ πÜλι, λÝγω, ἂς κοιμηθῶ, μὲ τοýτην τὴν ὀλπßδα,
μÞνα γυρßση τ’ ὄνειρο˙ τÝτοιο καλὸ δὲν εἶδα.
Γυρßζω’ δῶ, γυρßζω’ κεῖ, τὴν Μοßραν δὲν ηὑρßσκω,
οὐδὲ τὴν νιὰν ποὺ κρÜτουνα˙ ὤχου καὶ πüσα πλÞσκω!
Ὁ πετεινὸς μοῦ τü’ φταισε˙ ἂ δὲ μÝ’ χε ξυπνÞσει,
ὁλοτελὶς ἡ Μοßρα μου μοῦ τὸ ἤθελε ξεφλÞσει ].
[Ἂς μÜθη ὁ νιὸς ὁπ’ ἀγαπᾶ σ’ ἐκεῖνο τὸ γυρεýει,
στὸν κüσμον ὅπου περπατεῖ, μὲ τß τρüπο νὰ ὁδεýη,
γιατὶ ἔν’ πολλὰ χρειαζüμενο στοὺς νιοὺς γιὰ νὰ κατÝχουν,
ὁποὺ ποθοῦν στὸν ἔρωτα, τὸ πῶς νὰ τὸν ξετρÝχουν.
Λοιπὸν τὸ ρÞγα τὸν φρικτὸν Ἔρωτα νὰ τιμοῦμε,
καὶ ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σᾶς πῶ στὴ ρßμα ποὺ δηγοῦμαι].
======================
Ιστορßα & ¼νειρο
Το κεßμενο εßναι, σýμφωνα με τους μελετητÝς, ο πρþτος θεατρικüς διÜλογος της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας. Πρüκειται για δραματοποιημÝνη διÞγηση μιας ερωτικÞς σκηνÞς, αποτελοýμενη απü μερικοýς θεατρικοýς διαλüγους που τους συνδÝει μεταξý τους ο αφηγητÞς. Ο τελευταßος, που σημειþνεται με το γρÜμμα Φ (ΦαλιÝρος), εßναι και ο κýριος χαρακτÞρας και διηγεßται σε πρþτο πρüσωπο στους «αδελφοýς» του Ýνα üνειρο που εßδε. Τα πρüσωπα που παρουσιÜζονται στο üνειρο εßναι τÝσσερα: ο ερωτοχτυπημÝνος αφηγητÞς ΦαλιÝρος, η εκλεκτÞ αγαπημÝνη του (η Αθοýσα), η Μοßρα, Ýνας συνδυασμüς Τýχης και προξενÞτρας, και η υπηρÝτρια της αγαπημÝνης, η Ποθοýλα. Ο πυρÞνας του Ýργου –που καταλαμβÜνει το μισü περßπου κεßμενο– εßναι ο διÜλογος των δýο ερωτευμÝνων στο σιδερüφραχτο παρÜθυρο, ενþ η δυσÜρεστη κατÜληξÞ του αποτελεß χαρακτηριστικü γνþρισμα των ερωτικþν ονεßρων. Η Μοßρα και η Ποθοýλα εßναι δευτερεýοντα πρüσωπα, ωστüσο ο ρüλος τους στην εξÝλιξη της ιστορßας εßναι καßριος, καθþς συμβÜλλουν στην ευτυχÞ Ýνωση του ζευγαριοý· τα πρüσωπα αυτÜ κατÜγονται απü τους χαρακτÞρες της μεσßτριας και της υπηρÝτριας, που απαντοýν στην παρÜδοση της λατινικÞς και ιταλικÞς κωμωδßας. Τüσο η Μοßρα üσο και η Ποθοýλα δεν διαθÝτουν παρÜ μüνο την üψη υπερÜνθρωπης δýναμης και Ýχουν μετατραπεß σε εντελþς ανθρþπινα πρüσωπα (την προξενÞτρα και την υπηρÝτρια) που συμμετÝχουν σ’ Ýναν διÜλογο γεμÜτο κωμικÜ στοιχεßα.
Παρüλο που το Ýργο δεν κρßθηκε Üξιο προς εκτýπωση απü το βενετικü τυπογραφικü δßκτυο -Þ, τουλÜχιστον, δεν σþζεται Þ μαρτυρεßται κÜποια πρþιμη βενετικÞ ÝκδοσÞ του- γνþρισε κÜποια διÜδοση, αν κρßνουμε απü τη χειρüγραφη παρÜδοσÞ του η οποßα περιλαμβÜνει τρεις κþδικες των αρχþν του 16ου αιþνα, τους Ambrosianus Y suppl. (Α), Vaticanus gr. 1563 (V) και Neapolitanus gr. III B 27 (N). ΒασισμÝνος κÜθε φορÜ και σε Üλλο χειρüγραφο, το κεßμενο εξÝδωσε, σε διαφορετικÝς χρονικÝς στιγμÝς, ο Γ. Ζþρας (1940, 1961 και 1971-72 αντßστοιχα). Ασφαλþς, η πιο ικανοποιητικÞ του παρουσßαση Ýγινε απü τον ολλανδü νεοελληνιστÞ Arnold van Gemert (2006· 1η Ýκδ. 1980), ο οποßος στηρßχθηκε στη συγκριτικÞ εξÝταση και των τριþν χειρογρÜφων. Το κεßμενο παρατßθεται εδþ βÜσει της δικÞς του Ýκδοσης.
Η Ιστορßα και ¼νειρο εκτεßνεται σε 758 ομοιοκατÜληκτους 15σýλλαβους στßχους και διακρßνεται σε τρεις σκηνÝς. Στην πρþτη σκηνÞ εμφανßζεται η Μοßρα για να ενθαρρýνει τον αφηγητÞ να πλησιÜσει την αγαπημÝνη του και στη δεýτερη η Μοßρα και ο ποιητÞς, αφοý μεταβαßνουν στο σπßτι της κοπÝλας, διαπραγματεýονται με την Ποθοýλα προκειμÝνου να τους ανοßξει. Στην τρßτη και τελευταßα σκηνÞ ο ΦαλιÝρος και η Αθοýσα συνομιλοýν απü το παρÜθυρο και την þρα που η κοπÝλα ενδßδει Ýνας ψýλλος τσιμπÜ τον ποιητÞ και το üνειρο διακüπτεται. Ο ΦαλιÝρος χρησιμοποιεß το μÝτρο και την ομοιοκαταληξßα με αξιοσημεßωτη φαντασßα και ποικιλßα, συνθÝτοντας Ýνα απολαυστικü ανÜγνωσμα.
Το ποßημα εßναι Ýνα ερωτικü üνειρο με κωμικο-ρεαλιστικÜ χαρακτηριστικÜ, που ο ΦαλιÝρος το διηγεßται με πολý κÝφι. Το üνειρο εδþ δεν εßναι μαντικü, αφοý η αγαπημÝνη δεν εßναι Üγνωστη üπως στα μαντικÜ üνειρα. Ως üνειρο επιθυμßας αναδεικνýει την ερωτικÞ ανυπομονησßα που φτÜνει στα üρια της απελπισßας και ασθÝνειας. Το μεγαλýτερο μÝρος του, üπως ειπþθηκε, καταλαμβÜνει Ýνας διÜλογος στο παρÜθυρο, στον οποßο ο ΦαλιÝρος προσπαθεß να πεßσει την Αθοýσα, με λüγια και χειρονομßες, να τον αφÞσει να μπει μÝσα. Σε αντßθεση με το ευγενÝς ιδεþδες του αυλικοý/ιπποτικοý Ýρωτα των δυτικþν και, σε μικρüτερο βαθμü, των βυζαντινþν μυθιστοριþν, στο ποßημα του ΦαλιÝρου βρßσκει κανεßς Ýναν καθαρÜ σωματικü Ýρωτα. Το ποßημα, ως ερωτικü üνειρο, ανÞκει βÝβαια στη δυτικÞ παρÜδοση. Η θεατρικÞ μορφÞ και το λογοτεχνικü εßδος του contrasto, δηλαδÞ του διαλüγου στο παρÜθυρο, ενισχýουν την Üποψη πως ο ΦαλιÝρος εμπνεýστηκε απü τη λαúκÞ λογοτεχνικÞ παραγωγÞ της Βενετßας του πρþτου μισοý του 15ου αιþνα και μÜλιστα, Üμεσα Þ Ýμμεσα, απü το ερωτικü Ýργο του Βενετοý συγχρüνου του, Leonardo Giustinian, αλλÜ και απü την ουμανιστικÞ κωμωδßα (14ος-15ος αιþνας) της εποχÞς του.
Το Ýργο προοριζüταν πιθανüτατα για τον γÜμο του με τη Fiorenza Zeno, γüνο αριστοκρατικÞς οικογÝνειας των ΚυκλÜδων, που Ýγινε το 1418. Το üνομα της αγαπημÝνης στο ποßημα, Αθοýσα, εßναι μÜλλον ελληνικÞ μετÜφραση του ονüματος της γυναßκας του. Συνηθιζüταν στους κýκλους των ευγενþν Βενετþν της ΚρÞτης να ανεβÜζονται στους γÜμους maritazzi με σατιρικÞ και ρεαλιστικÞ διÜθεση και βιογραφικοýς υπαινιγμοýς για τη ζωÞ του γαμπροý και της νýφης. ΥποθÝτουμε, λοιπüν, üτι ο ερωτικüς διÜλογος με την Αθοýσα πρÝπει να γρÜφτηκε γýρω σ’ εκεßνα τα χρüνια.
Τη λογοτεχνικÞ αξßα του ποιÞματος πρüσεξαν πολλοß αξιüλογοι μελετητÝς της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας. ΑναφÝρω χαρακτηριστικÜ τον Λßνο Πολßτη (1987, 22), ο οποßος στη ΣυνοπτικÞ ιστορßα της νÝας ελληνικÞς λογοτεχνßας σημειþνει για το ποßημα: «φανερþνεται μια λυρικüτερη διÜθεση και Ýνα τεχνικü μεταχεßρισμα της γλþσσας και του στßχου». Ο μελετητÞς του ΦαλιÝρου Γ. Ζþρας (1961, 13), στη δικÞ του Ýκδοση του Ýργου το 1961, παρατηρεß «τας ποιητικÜς εικüνας» και «τινÜ ζωηρüτητα και χÜριν εις το στιχοýργημα του ΦαλιÝρου», ενþ ο Arnold van Gemert, που επιμελÞθηκε την Ýκδοση των δýο ερωτικþν ονεßρων του ΦαλιÝρου το 1980, υπογραμμßζει το πολυπρισματικü ενδιαφÝρον του Ýργου.
Τüσο η Ιστορßα και ¼νειρο üσο και το συντομüτερο και απλοýστερο Ερωτικüν Ενýπνιον -που παραδßδεται αμÝσως μετÜ το πρþτο ποßημα (μüνο) στον Νεαπολιτικü κþδικα- ανÞκουν στο εßδος του ερωτικοý ονεßρου, της ιστορßας δηλαδÞ που διηγεßται την ονειρεμÝνη ερωτικÞ ευτυχßα Þ επιτυχßα και το απογοητευτικü ξαφνικü ξýπνημα την þρα που η επιθυμßα του πρωταγωνιστÞ κοντεýει να ικανοποιηθεß. ΠοιÞματα που διηγοýνται üνειρα Þ ορÜματα, ειδικÜ σε σýγκριση με τη Δýση, εßναι εξαιρετικÜ σπÜνια στη μεσαιωνικÞ ελληνικÞ λογοτεχνßα. Το ερωτικü üνειρο το βρßσκουμε μüνο ως μικρü επεισüδιο στα δημþδη μεσαιωνικÜ ερωτικÜ μυθιστορÞματα. Αντßθετα, στη Δýση το üνειρο Þ το üραμα Þταν απü τους δημοφιλÝστερους τýπους της μεσαιωνικÞς ποßησης. Χρησßμευε ως πλαßσιο για Ýργα πολλþν ειδþν, μεταξý αυτþν και τα ποιÞματα ερωτικοý περιεχομÝνου, επειδÞ εßναι ο πιο Üμεσος τρüπος για να μεταφερθεß ο εραστÞς στον περιπüθητο τüπο του Ýρωτα και να περιγρÜψει τις ονειρευτÝς ηδονÝς αλλÜ και την απüγνωση του ξαφνικοý ξυπνÞματος. ΠÜντως, το üνειρο, ως αυτοτελÝς ποßημα, εßναι γνωστü απü τα ελληνιστικÜ χρüνια. Το βλÝπουμε να εμφανßζεται σε μερικÜ επιγρÜμματα και επßσης να ενσωματþνεται και στα μεταγενÝστερα μυθιστορÞματα. Στη λατινικÞ λογοτεχνßα το συναντÜμε στον Οβßδιο, ενþ φαßνεται να εßναι γνωστü και πριν απü την ΑναγÝννηση και σε Üλλες ευρωπαúκÝς χþρες (λ.χ. Γερμανßα, Ολλανδßα κ.Ü.).
Οι στßχοι 1-8 αποτελοýν την εισαγωγÞ του ποιÞματος. Αφοý πληροφορÞσει τους αναγνþστες του για τα πρüσωπα του Ýργου, ο ΦαλιÝρος μÜς εισÜγει στο θÝμα του ποιÞματος: το ερωτικü üνειρο τον επισκÝφθηκε σε μια στιγμÞ που οι καημοß του Ýρωτα τον Ýριξαν σε Ýναν βαθý και βασανισμÝνο απü ερωτικÜ παρÜπονα ýπνο. ΜετÜ την εισαγωγÞ, ξεκινÜ η περιγραφÞ του ονεßρου με κÜθε λεπτομÝρεια. Απü τον στßχο εννιÜ, αρχßζει η πρþτη σκηνÞ του Ýργου με τον ποιητÞ και τη Μοßρα να συζητοýν στο δωμÜτιü του. Η προσωπικÞ Μοßρα του ποιητÞ εμφανßζεται στον ýπνο του και του φÝρνει το ευχÜριστο μÞνυμα πως η αγαπημÝνη του αρχßζει να ενδßδει. Η Μοßρα δεßχνει μητρικÞ φροντßδα για τον ΦαλιÝρο, που ανυπομονεß να σιγουρευτεß για την καλÞ εßδηση και δεν σταματÜ να παραπονιÝται για την οδýνη του ερωτικοý πüθου. Απü τον στßχο 80 και μÝχρι να τελειþσει η πρþτη σκηνÞ (στ. 172), η Μοßρα αγανακτεß με τα παρÜπονÜ του και τον βεβαιþνει üτι και η ßδια υποφÝρει για χατßρι του και δεν εßναι üσο παντοδýναμη και Üτρωτη νομßζει ο ΦαλιÝρος. Την αδυναμßα της την εξηγεß με αναφορÜ στην ΤριÜδα: Ριζικü, Τýχη, Μοßρα, τρßα πρüσωπα με μßα φýση, που συχνÜ βρßσκουν αφορμÝς για διενÝξεις και μπελÜδες.
Απü τον στßχο 173 αρχßζει η δεýτερη σκηνÞ του ποιÞματος, üπου ο ΦαλιÝρος συζητÜ με τη Μοßρα και την Ποθοýλα στην πßσω πüρτα του σπιτιοý της αγαπημÝνης του. Κι ενþ στην πρþτη σκηνÞ τα πρüσωπα που διαλÝγονταν Þταν δýο, ο ποιητÞς και η Μοßρα, τþρα εμφανßζεται στο üνειρο και η Ποθοýλα, η υπηρÝτρια της κοπÝλας, που ενθαρρýνει κι αυτÞ τον ερωτευμÝνο νÝο. Η Μοßρα οδηγεß τον ΦαλιÝρο στο σπßτι της αγαπημÝνης του και ανοßγει μια μυστικÞ πüρτα, απ’ üπου προβÜλλει η Ποθοýλα. Ο ΦαλιÝρος λιποθυμÜ απü την αγωνßα του δýο φορÝς και τελικÜ η πüρτα κλεßνει μπροστÜ του. Στον στßχο 297 ο ποιητÞς αρχßζει να συνÝρχεται και μÝχρι το τÝλος της δεýτερης σκηνÞς (στ. 394) δÝχεται τα ενθαρρυντικÜ λüγια της Μοßρας, ενþ εντωμεταξý η Ποθοýλα επωμßζεται την ευθýνη να πεßσει την αγαπημÝνη του να δεχτεß στο σπßτι της τον ερωτοχτυπημÝνο ΦαλιÝρο.
Η τρßτη -και τελευταßα- σκηνÞ του Ýργου ξεκινÜ απü τον στßχο 395. Στη σκηνÞ αυτÞ εμφανßζονται üλα τα πρüσωπα (ΦαλιÝρος, Αθοýσα, Μοßρα, Ποθοýλα) και συνομιλοýν μπροστÜ σ’ Ýνα παρÜθυρο, στο σπßτι της Αθοýσας. Αποτελεß το σημαντικüτερο μÝρος του ποιÞματος, μιας και πρüκειται για τον ερωτικü διÜλογο του ποιητÞ με την αγαπημÝνη του. Στους στßχους 395-422 ο ΦαλιÝρος αντικρßζει την καλÞ του και, αποσβολωμÝνος απü την ομορφιÜ της, χωρßς üμως να χÜνει χρüνο, εκδηλþνει την ερωτικÞ του επιθυμßα. Στους στ. 455-534 -κι ενþ στο μεταξý η Μοßρα και η Ποθοýλα μεσολαβοýν για να πεßσουν την Αθοýσα να ενδþσει- η κüρη παρουσιÜζεται επιφυλακτικÞ κι αντιστÝκεται στην ορμÞ του ποιητÞ. Τον αναγκÜζει να περιοριστεß μüνο στα λüγια, αν θÝλει να αποδεßξει üτι η αγÜπη του εßναι ειλικρινÞς. Τα δýο πρüσωπα ανταλλÜσσουν σκÝψεις για τον Ýρωτα κι τη σχÝση των δýο φýλων, με τον ΦαλιÝρο να μετÝρχεται κÜθε λεκτικü δüλωμα (τρυφερÝς προσφωνÞσεις, γλαφυρÝς διαβεβαιþσεις) για να τη κερδßσει. Η Αθοýσα, που και στους προηγοýμενους στßχους αντιστÝκεται στην ερωτικÞ ορμÞ του ΦαλιÝρου, συνεχßζει να εßναι συγκρατημÝνη κι επιφυλακτικÞ και δεßχνει πþς αντιδρÜ με σýνεση και λογικÞ απÝναντι στις υπερβολÝς του ποιητÞ. Ομολογεß üτι φοβÜται να πιστÝψει τις ανδρικÝς υποσχÝσεις και ζητÜ τη συνδρομÞ της Μοßρας και της Ποθοýλας, προκειμÝνου να αποφασßσει σωστÜ για το ερωτικü της μÝλλον. ΤελικÜ, στους στßχους 713-757 -κι αφοý η διαχυτικÞ συμπεριφορÜ του ΦαλιÝρου δεν τη πεßθει για την ειλικρßνεια των αισθημÜτων του- του ζητÜ να ορκιστοýν σ' εικüνισμα και μüνο τüτε αρχßζει να ενδßδει. Τη στιγμÞ που ετοιμÜζεται να του ανοßξει τη πüρτα, ο ποιητÞς ξυπνÜ απü το τσßμπημα ενüς ψýλλου κι Ýτσι το üνειρο χÜνεται Üδοξα. Στριφογυρßζει ψÜχνοντας να ξαναβρεß το üνειρü του, αλλÜ η ανατολÞ του Þλιου διþχνει κÜθε ελπßδα.
τοῦ εὐγενεστÜτου ἄρχοντος κυρßου Μαρßνου ΦαλιÝρου
Ὅπου θωρεῖς Φ μιλεῖ ὁ ΦαλιÝρος καὶ ὅπου θωρεῖς Μ μιλεῖ ἡ Μοßρα
καὶ ὅπου θωρεῖς Α μιλεῖ ἡ Ἀθοýσα καὶ ὅπου θωρεῖς Π μιλεῖ ἡ Ποθοýλα.
Φ.
Τῶν φαμελßτων, ἀδελφοß, τῆς Ἐρωτοκρατßας
καθὼς ἐδüθη μὲ πικριὲς τÝτοιας γλυκιᾶς αἰτßας
νὰ πÝφτουν ἀπὸ πüθου τους ἄθλιοι καὶ πονεμÝνοι,
διαπὰς μὲ παραπüνεσιν ἔστοντας βυθισμÝνοι,
ἴτις ἐγßνη πρὸς ἐμὲν κι ἔπεσα βυθισμÝνος,
ἄθλιος εἰς τὴν κλßνη μου καὶ παραπονεμÝνος˙
κι οἱ μÝριμνες τοῦ πüθου μου τüσα ποὺ μ’ ἐσκοτßσαν,
γιὰ νÜ ’ν’ πολλὲς καὶ δυνατÝς, εἰσμιὸν μ’ ἀποκοιμßσαν.
Κι ἐφÜνη μου στὸν ὕπνο μου κι ἦλθε τὸ Ριζικü μου
καὶ ἀπὸ τὸν φüβον νὰ τὸ πῶ τßποτις δὲν ἐτρüμου,
δὲν ἀποκüτου νὰ τὸ πῶ τὰ ρÝγουμουν ποθþντα,
ὁ νοῦς μου στὰ φερνÜμενα ποτÜποια νÜ ’ν’ φοβþντα,
μ’ ἀπüμεινα μὲ λογισμὸν δýσκολος κι ἐκειτÜμη
καὶ μετὰ πüθου καὶ χαρᾶς ἄρχισα κι ἐτρεμÜμη.
Καὶ ἀπÜνω ὅνταν ἐβοýλουμου νὰ τοῦ ζητÞσω ἐκεῖνο
τὸ δὲν ἠμπüρου νὰ βαστῶ οὐδὲ νὰ τ’ ἀπομεßνω,
διαπὰς ἀπεὶ μ’ ἐβýθισε εἰς λογισμὸν μεγÜλο
ὁπ’ ὧρες τοῦτο μ’ ἔφερνε, ὧρες ἐκεῖνον τ’ ἄλλο,
τὸ Ριζικü μου τὴν χαρὰ τὴν εἴχενε φερμÝνη,
γνωρßζοντα τὴν κüπιδα τὴν ἔχει ὁπ’ ἀνεμÝνει
καὶ ἀπεὶ μὀσßμωσε κοντὰ κι εἶδεν κι εἰς τὰ λαλÞση
δὲν ἔν’ τινὰς διὰ μÝσου μας διὰ νὰ μᾶς σκανδαλßση,
μὲ πρüσωπον πασßχαρο ἤρχισε ν’ ἀναφÝρνη,
οὐδὲν τοῦ φαßνοντα καιρὸς πλÝο νὰ παραδÝρνη.
Κι εἶπε μου:
Μ. Ποýρι ὁ σταλαγμὸς τοῦ πüθου βÜρει βÜρει
νὰ τρýπησε τὸ μÜρμαρο, νÜ ’λυσε τὸ λιθÜρι;
Τ’ ἄγριο θεριὸν ἐσýμπεσε νὰ σὲ ψυχοπονᾶται
καὶ μετὰ τü ’χεν ὄργητα ἄρχισε ν’ ἀγαπᾶται.
ΠÝσε, σκεπÜσου, τÝκνο μου. Τß ἔχεις καὶ ἀνακατþθης;
Γιὰ τὴν χαρὰν τὴν ἔλαβες βλÝπω τὸ κρυὸ δὲ γνþθεις.
Φ.
Ὦ Μοßρα μου γλυκüτατη, κÜθισ’ ἐδῶ κοντÜ μου,
χßλια καλῶς ἀπÝσωσεν τὸ παρηγüρημÜ μου.
Ἀλßμονον, ἀπÝθαινα ἂν ἤθελεν ἀργÞσει
ἄλλο δαμὶ ὁ πüθος σου νὰ μὲ παρηγορÞση.
Μ.
Γιαταῦτος ἐπροθýμεψα, γιὰ νὰ ’χω γνωρισμÝνο
τὸν πüθον πüσα δýνεται πρὸς τὸν ἐμπιστεμÝνο.
Δüξα σοι ὁ Θιὸς καὶ βλÝπω σε ὅλη ἀναγαλλιασμÝνη˙
χßλια καλῶς ἀπÝσωσεν ἡ ἀναζητημÝνη!
Κι ἐγὼ καλῶς τὸν ηὕρηκα τὸν πολυπαθημÝνο.
Φ.
Λὲς τὴν ἀλÞθεια καὶ καλὰ τü ’χεις ἐγνωρισμÝνο,
μÜ ’θελα νὰ τὸ γνþριζε ἴτις καλὰ κι ἐκεßνη
ὁποὺ κατὰ τὴν ὄρεξιν τὴν ἐδικÞν της κρßνει.
Μ.
Χαßρου καὶ χαßρομαι κι ἐγþ, καὶ ἂ λÜχη ὁ Θιὸς νὰ πÝψη
στρÜτα γοργὸ τὰ κüπια μας τὰ τüσα ν’ ἀντιμÝψη.
Φ.
Καὶ πüτε νÜ ’ρθε τὸ καλὸ ἐτοῦτο τὸ βοτÜνι,
ἡ χρεßα τῆς ἀγÜπης μου, ὁ χρüνος νὰ μὲ γιÜνη;
Μ.
Πßστεψε καὶ ἀγαπῶ πολλὰ νÜ ’χης τὴν ὄρεξÞ σου,
γιατὶ ἔχω ἀκριβüτατη φιλüτριαν τὴ ζωÞ σου.
Φ.
Ἐσὺ γρικᾶς τὰ πÜθη μου κι ἡ κρßση ἐσὲν ἐδüθη,
ὅτι ὁποὺ κρßνει μÝλλεται τὰ κρßνει νὰ τὰ γνþθη.
Καὶ ἂν ἔναι ἀλÞθεια καὶ ἀγαπᾶς νὰ γλυκαθῆ ἡ πικριÜ μου,
τþρα τὸ θÝλω στοχαστῆ μὲ δοκιμὴ στὴν χρειÜ μου.
Μ.
Πßστεψε, τὴν ἀγÜπη σου θÝλω καὶ τὴ ζωÞ σου˙
ἀμ’ ἤθελα νὰ σκÝπαζες καμπüσο τὸ κορμß σου!
Φ.
ὈιμÝ, ψυχÞ μου, τß ἔν’ τὸ λÝς; Τß ἔν’ τὸ γλυκὺ μαντÜτο;
Τὴν προθυμιὰν τῆς νιüτης μου μοῦ λὲς νὰ βÜλω κÜτω;
Ἐγὼ γρικῶ τὰ μÝλη μου καὶ πÜσχου νὰ πλαντÜξου
κι ἐσὺ μοῦ λÝς: Εἰς τὴν ἰστιὰν ἔμπα γοργü, φυλÜξου!
Μ. ΒλÝπου, σοῦ λÝγω.
Φ. ΒλÝπομαι καὶ ἄσι μ’ ἐδÜ, κυρÜ μου,
ἄσι μ’ ἐδὰ καὶ χαßρομαι σüτÜ ’ρθεν ἡ χαρÜ μου.
Μ.
ΚλÝψει σὲ θÝλει τὸ κακü, πρÜμα τὸ δὲ σ’ ἀρÝσει,
καὶ ἀπεßτις κρυÜν’ ἡ θÝρμη σου, στανιü σου θÝλεις πÝσει.
Φ.
Ἀπεßτις τὸ κακὸ θεριὸ τ’ ὡριὸ πουλὶν ἐφÜνη,
ὁπὄχει πüθο μÝσα του πῶς ἠμπορεῖ νὰ κρυÜνη;
Μὰ πÝ μου ποýρι : ἘμÝρωσε τ’ ἄγριο θεριὸν ἐκεῖνο;
Μ. Ἔχω καμπüσα νὰ σοῦ πῶ καὶ νὰ σοῦ ξεδιαλýνω
Φ. Ὀιμὲ καὶ πÝ μου τßποτες˙τὸ θÝλω ἐγὼ δὲ γνþθεις;
Μ.
Δὲν ἔν’ καιρüς, μὰ γνþθω το. Τß ἔχεις καὶ ἀνακατþθης;
Πρῶτας ἐντýσου κι ὕστερα θÝλομε συντυχαßνει.
Φ. Καὶ αὐτεῖνο ὁποὺ σοῦ φαßνεται τὸ λοιπονὶς ἂς γÝνη.
Μ. Μὰ πιÜσ’ τὰ ροῦχα σου γοργü.
Φ. ῎Εδε ποὺ μὲ λυπᾶσαι!
Μ. Πονεῖ μου, πßστεψε, πολλÜ, ὡσὰν τὸ χιüνι νÜ ’σαι.
Φ.
Τ’ ἄκρη μου μνοιÜζει νÜ ’ναι κρυÜ, μ’ ἅφτουν τὰ σωθικÜ μου˙
ἅπλωσ’ ἐδῶ καὶ θὲς ἰδεῖ πῶς λακταρεῖ ἡ καρδιÜ μου.
Μ.
Ὁ φüβος τῆς ἀγÜπης σου καὶ τῆς ἐπεθυμνιᾶς σου
κÜμνουν ζεστὰ τὰ μÝλη σου καὶ τρÝμεται ἡ καρδιÜ σου.
Φ. ΠοτÜποιο νÜ ’ν’ τὸ ἔλα σου δειλιþντα ἐκαταλυοýμου.
Μ. Πιστεýγω το˙ κι ἐγὼ γι’ αὐτὸν τὸν τρüπον ἐφοβοýμου.
Φ. Ὅλος τρομÜσσω, σὰν θωρεῖς.
Μ. ΒλÝπω σε καὶ λυποῦμαι,
μ’ ἂ θÝλει ὁ Θιüς, παρηγοριὰ θαρρῶ γοργὸ νὰ δοῦμε.
Φ.
Καὶ μετ’ αὐτὴν ὥσπερ τυφλὸ σýρνοντα ἀπὸ τὴ χÝρα
ἐπαßρνει με καὶ βγÜνει με στὸ νυκτικὸν ἀÝρα
καὶ ὁ νοῦς μου ἐδιαλογßζετο τὸ τÝλος νÜ ’ν’ ποτÜποιο.
Μὲ τῶν ἀστÝρων τὴν φωτιὰ ἔπαιρνα σὰν θαρÜπιο
κι ἐδῶ κι ἐκεῖ παγαßνοντας μὲ τὴν πιδεξιοσýνη
μὲ κüπον ἀποσþσαμε καὶ μὲ ἀγαλοσýνη
εἰς θýραν ἀπερßκοπην, παλιὰ καὶ ἀραχνιασμÝνη,
πολλὰ στριφνιὰ καὶ δυνατὰ ὁποý ’τον σφαλισμÝνη.
ΛÝγει μου:
Μ. Τß ἔχεις; ΒλÝπεις την; Γνωρßζεις την ἀκüμη.
Φ.
Κι ἐγὼ γιὰ τüτες καὶ δειλιὸς καὶ ἄφρονος ἐγενüμη
κι ἐσþπασα, δὲν ἤξευρα ἀπιλογιὰ νὰ δþσω.
Κι ἐκεßνη ὁποὺ τὰ γνþριζε τὰ σωθικÜ μου ἀπüσω,
Μ.
Τοýτη ἔναι ὁποὺ σ’ ἀντßσταινε, μοῦ λÝγει, ὁπὀπολÝμα,
τοýτη ἔναι ὁποὺ σοῦ κüπιαζε τὸ λεýτερü σου πνÝμα.
Μὰ ’δὰ σοῦ θÝλει ἀντιμευτῆ πλιὸ παρὰ ποὺ κοπιÜζεις,ὁ
πὄβανε ψυχÞ, κορμὶ γιαταῦτο νὰ πειρÜζης.
Κι ἡ πüρτα τοýτη μὲ κρουφὸ τρüπον ὀγιὰ ν’ ἀνοßγη,
πßστεψε, καὶ γιὰ νÜ ’ν’ στενÞ, τὴν ξεýρουσιν ὀλßγοι.
Φ. Καὶ μÝσα ’ς τοῦτον ἥπλωσε, μιὰ φινοκÜλα πιÜνει,
λÝγει μου:
Μ. Ἐδῶ καὶ ὁ πüθος σου.
Φ. καὶ τὲς ἀρÜχνες βγÜνει
μÝσα ἐκ τὴν πüρταν, ἔπασκε ὅλη νὰ τὴν παστρεýγη
κι ἐσκüπουν κι ἐθαυμÜζουμου τὸ τßντα νὰ γυρεýγη.
Δεýτερον πιÜνει τὸ κλειδß, λÝγει μου:
Μ. Ἐδῶ κι ἡ πßστη
ὁπὄδωσε τὴν δýναμη τοῦ πüθου σου κι ἐκτßστη.
Φ.
Καὶ τρßτον πιÜνει μιὰ βαριὰ καὶ κüφτει τοὺς περÜτες
τοὺς εἶχα στὴν ἀνÜγκη μου καθημερνοὺς πειρÜκτες.
ΛÝγει μου:
Μ. Ἐδῶ κι ἡ πßστη σου κι ἡ χÜρη τῆς καρδιᾶς σου,
ἐδῶ κι ἡ ταπεινüτητα, ἔ κι ἡ καλογνωμιÜ σου.
ΒλÝπεις πῶς κüφτου σßδερα, ξýλα, καὶ λυοῦν τὴν πÝτρα;
Τοῦτο τὸ μÝσο μ’ ἔφερε στὰ σημερνὰ τὰ μÝτρα.
Κι ἐχÜρηκα κι ἐδÜκρυσα στὰ καλοσυνεμÝνα,
τὴν κρßσιν καὶ τὸ δßκιο μου τü ’βλεπα εἰς ἐμÝνα,
κι ἐδüξαζα τὸν Ἔρωτα πρῶτον ὡς δουλευτÞς του
κι ἐκεßνη καὶ τὲς πρüλοιπες φßλαινες εὐχαρßστου
κι εἰσμιὸν μὀκßνησε γλυκιὰ μÝριμνα νὰ μοῦ μπαßνη.
Τüτες ἀνοßγει καὶ θωρῶ τρυγüνι καὶ προβαßνει.
Καὶ ὁ νοῦς μου νὰ συχαßρεται τὴν τýχη μου σκοπþντα,
διαπὰς χλωρὸν κλαδὶν ἐλιᾶς στὸ στüμαν του βαστþντα.
Καὶ ὁ σπλαχνικüτατος βοηθὸς πρὸς τὸν τσιγαρισμÝνο
μὲ πρüσωπον πασßχαρο καὶ καλοσυνεμÝνο
μοῦ λÝγει:
Π. Χαßροις, ἀδελφÝ, πῶς εἶσαι; Πῶς δοικᾶσαι;
Ἀκüμη δὲν ἐσþπασες νὰ κλαßγης, νὰ θρηνᾶσαι;
ἈγÜλλου κι ἔχεις τοὺς βοηθοὺς ὀμπρὸς εἰς τὴν κυρÜ σου:
τὸν πüθο σου, τὴν πßστη σου καὶ τὴν ἁπλüτητÜ σου.
Κι ἦτον ἀνÜγκη νÜ ’ν’ κι οἱ τρεῖς ὁμÜδι ὀκαὶ νὰ σμßξου,
ὅτι γιὰ νὰ μπορÝσουσιν ἔμπασμα νὰ σ’ ἀνοßξου.
Φ.
Ἀκüντα τßντα μὄλεγε τὸ σπλαχνικὸν τρυγüνι
ἐκ τὴν χαρὰν ἐκßνησε τὸ φῶς μου νὰ δακρυþνη
καὶ ἀπεßτις τὸν χαιρετισμὸν ἔδωκε πληρωμÝνο,
τοῦτο τῆς ἀπεκρßθηκα μὲ σχῆμα τιμημÝνο:
«Ὁποὺ πονεῖ δὲν ἔν’ καλὰ καὶ ὁπ’ ἀστενεῖ δὲ γιαßνει
καὶ δßχως κüπιδα καμιὰ δὲν στÝκει ὁπ’ ἀνιμÝνει
καὶ ὁποὺ βοηθᾶ τ’ ἀνÞμπορου καὶ τῶν ἀπολπισμÝνω
ἔργον πιτÞδειον πολεμᾶ καὶ πολυπαινεμÝνο.
Καὶ εὐχαριστῶ κι ἐσὲν πολλὰ καὶ τὴ γλυκιÜ μου Μοßρα
καὶ αὐτὸν τὸν Θιὸν ὁπ’ ἄνοιξεν τὴν τρßζινην τὴν θýρα».
Καὶ μÝσα ’ς τοýτην τὴ λαλιὰ ἄρχιζε σὰν ἡμÝρα
νὰ διαφωτßζη, νÜ ’ρχεται μ’ ἕναν γλυκὺν ἀÝρα,
κι ἐγὼ φοβþντας μÞ ’ν’ αὐγὴ – ἢ καὶ πουρνὸ κρατþντα -
καὶ πÝσω εἰσὲ πειρασμὸν γὴ ἀδÝξιο μελετþντα
λÝγω τῆς Μοßρας μου: «Γοργü, σποýδαξε νὰ στραφοῦμε»,
καὶ αὐτὴ γρικþντας καὶ τὸ πῶς κι ἔγνωθε πῶς φοβοῦμαι
ἀρχßζει νὰ συχνογελᾶ κι ἐμÝνα πλιὰ τρομÜρα
μ’ ἀνÝβαινε θωρþντα τη, νÜ ’ρθω εἰς λιγωμÜρα.
ΛÝγει μου:
Μ. Ἀκüμη πὄναι αὐγÞ; Νýκτα ’ν’ πολλὴ καὶ κÜθισ’.
Τß ἔχεις καὶ δßχως σκÜνδαλο δειλιαστικὸς ἐχÜθης;
Αὐτὴ ἡ λÜμψη τὴν θωρεῖς δὲν ἔναι τοῦ πλανÞτη,
οὐδ’ ἀπολπßσει θὲς ἐσὺ πριχοῦ νὰ βγῆς ’κ τὸ σπßτι,
ἀμ’ ἔν’ αὐγὴ τῆς μαρτυριᾶς, τὸ φῶς τῆς γῆς τοῦ ἡλßου
καὶ σýρνεται ἀνατÝλλοντα στὴ στρÜτα τοῦ πουλßου
καὶ ἔχει σῶμα σαρκικü, ἔχει καὶ ἀνθρþπου πνÝμα
καὶ αὐτÞ ’ναι ἥλιος καὶ ἄνθρωπος, οἱ δυü, κατὰ τὸ βλÝμμα.
Φ.
Καὶ ἀπÜνω ὅντεν ἐκßνησα νὰ πῶ τοῦ Ριζικοῦ μου
νὰ συβουλÝψη, νὰ μοῦ πῆ εἰς τÝτοιαν χρειὰν ὁποý ’μου,
τüτε μοῦ λÝγει:
Μ. Γýρισε, ἔν τηνε ποὺ προβÜνει,
ἔ καὶ ὁ γιατρὸς τοῦ πüθου σου ὁποὺ σὲ θÝλει γιÜνει.
Κι ἐγὼ τ’ ἀκοýσειν ἔτρεμα καὶ ἀγÜλλουμου ποθþντα
μοßραν ἀπὸ τὰ πρÜματα ὁποý ’χα συντηρþντα
καὶ ἀπüμεινα μὲ μßα χροιὰ καὶ μ’ ἕνα τÝτοιον σχῆμα
ὁποý ’τον νὰ μὲ δῆ τινὰς λýπηση κι ἕνα κρßμα.
Καὶ ὡς ἦλθε καὶ ὡς ἐπρüβαλε κι ἐφÜνην ἡ κυρÜ μου,
λÝγει μου:
Μ. Ἀνεντρανßσου την.
Φ. Καὶ μ’ ὅλην τὴν καρδιÜ μου
ξαμþνω νὰ τὴν στοχαστῶ κι ἐμÝναν ἡ φωτιÜ της,
ὥσπερ ἡ λÜμψη τοῦ ἡλιοῦ ὅντ’ ἔναι στὰ ψηλÜ της
θαμπþνει ὅσοι τὸν ἰδοῦ κι εἰσμιὸν τὸ φῶς τους σβÞνει,
ἔτσι κι ἐμÝναν ἔποικε ἡ λÜμψη της ἐκεßνη.
Κι ἤσβησε κι ἐσκοτεßνιασε ἴτις πολλὰ τὸ φῶς μου
’τι δὲν ἐξεκαθÜριζα καθüλου τß ἔναι ὀμπρüς μου.
Καὶ ὡς ἦτον ἀγαθüτατη, ἴδιον καὶ φυσικüν της
τὸν ξÝνο πüνο νὰ πονῆ ὡσὰν τὸν ἐδικüν της,
ἐγρßκησα τὴ Μοßρα μου μαζὶ μὲ τὸ τρυγüνι
ὀκ’ ἐλυπÞθηκε πολλÜ, κι εἰσμιὸν τὴν ὥρα ἁπλþνει
τὸ Ριζικὸ στὸ χÝρι μου καὶ σφßγγει καὶ κρατεῖ με
καὶ ὡς φρüνιμη γνωρßζοντα τοὺς πüνους μου πονεῖ με:
Μ.
Τß ἔχεις, παιδß μου, μὲ λαλεῖ, κι ἐχÜθης καὶ φοβᾶσαι;
Τþρα τυχαßνει ἀπüκοτος κατὰ τοῦ πüθου νÜ ’σαι.
Εἰς τüσο λßγο τßποτις τρομÜσσεις καὶ ἀποθαßνεις!
Πῶς θὲς γενῆ μὲ τὸ πουλὶ ἐκεῖνο τ’ ἀνιμÝνεις;
Ἄντρεψε τὴν καρδßτσα σου, συνÞφερε τὸ νοῦ σου
καὶ στÜσου μὲ τὴν συμβουλὴ γιὰ ’δὰ τοῦ Ριζικοῦ σου.
ΒλÝπω την καὶ κοντεýγεται κι ἔλα γοργὸ νὰ δοῦμε,
ὀκ’ ἐδεπὰ δὲν ἔν’ καιρὸς νὰ στÝκωμε ν’ ἀργοῦμε.
Φ.
Ὅντεν ὁ νοῦς μ’ ἐδιÜτασσε κι ἑρμÞνευÝ με ἡ φýση
τü ’τι ’τον χρειὰ ν’ ἀποκοτᾶ νὰ πιÜση καὶ ν’ ἀφÞση,
ἀπÜνω ὅνταν ἐμπαßναμε στὴν πüρταν, ἀφικροῦμαι,
ἀκῶ μιὰ σκλüπα κι ἔκραζε καὶ ἀρχßζω νὰ φοβοῦμαι
καὶ ’ς τοῦτον ἐξεσýρθηκα καὶ ὁ πüρος ἐσφαλßστη
κι ἐγὼ τὴν ὥρα ἐκ τὴν πικριὰν ἔπεσα κι ἐζαλßστη
κι ἐγρßκου νὰ μαζþνεται πρὸς τὴν καρδιὰ τὸ αἷμα
καὶ ἀγÜλια ἀγÜλια νὰ ζητᾶ νὰ βγῆ ἀπὸ μὲν τὸ πνÝμα.
Κι ἐκεßνη ὁποὺ μ’ ἐκÞδευγε, θωρþντα με πῶς ἤμου,
μὲ τὸ ψυχρüν της φýσισμα ἐκρÜτειε τὴν πνοÞ μου
καὶ μὲ τὸ μαντιλÜκιν της ὧρες καὶ μὲ τὴ χÝρα
μ’ ἐσφüγγιζε κι ἐχÜριζε παρηγοριὰ καὶ ἀÝρα
καὶ μὄλεγε:
Μ. Μηδὲ δειλιᾶς, μηδὲν κακοκαρδßζης,
μηδὲ γι’ αὐτεῖνο τὸ θαρρεῖς θελÞσης ν’ ἀπολπßζης.
ΤÝτοια συχνιὰ συγÝρνουσι πρὸς τοὺς ποθοκρατοῦντας.
Καὶ τßς τὸ ξεýρει κÜλλια σου μὲς στοὺς πολυπαθοῦντας;
ΦÝρε, σηκþσου καὶ ἄνοιξε τὰ μÜτια σου, παιδß μου,
γιατ’ εἶδα καὶ πολλὲς φορὲς ἦλθεν εἰς ἀκοÞ μου
ἐκεῖνον ὁποὺ φαßνεται καὶ μÜχει καὶ ἀντιτεßνει
ν’ ἀλλÜξη καὶ πολλὰ γοργὸ νὰ στρÝψη εἰς καλοσýνη
καὶ τὸ κακὸ νὰ γßνεται πολλὲς βολὲς βοτÜνι
κι ἐκεῖνον τὸν κρατοῦν νεκρὸν ν’ ἀνασταθῆ, νὰ γιÜνη.
Φ.
Καὶ οὐκ εἶχε λÝγοντα σωστὸν καὶ βλÝπω μιὰ λαμπÜδα
χιονÜτη καὶ γλυκüτατη ἦλθε μὲ μιὰ γλυκÜδα
ἀξεßκαστη κι ἐστÜθηκε τὴν ἐρωτιὰ γεμÜτη
κι ἕναν ἀπßδιν ὄμορφο, βασιλικὸν ἐκρÜτει
κι ἔδειχνε μὲ τὸ χÝριν της κι ἐλÜλειε κι ἐσυγÝλα,
καὶ ὡς ἔγνωθα καὶ τὸ ’θελα κι ἐκεῖνες πὼς τὸ θÝλα,
μὲ φüβον καὶ ντροπὴν πολλὴ καὶ ἀποκοτιὰν καὶ ἀγÜπη,
καλὰ καὶ μὲ τὰ πÜθη αὐτὰ ὅλα νὰ παρατρÜπη,
καὶ ἀπεßτις τῆς ἐσßμωσα κι εἶδα την καὶ θωρεῖ με
κι ἐγνþρισα μὲ τ’ ἄλλον της σημÜδι καὶ πονεῖ με,
μὲ γλþσσα καὶ μὲ πρüσωπον γλυκὺ καὶ ἀγαπημÝνο
τὸ ρüδο μου ἐχαιρÝτησα τὸ πολυζητημÝνο,
παινþντα τὴν ἀγÜπην της καὶ τὴν καλογνωμιÜν της
καὶ εὐχαριστþντα την πολλὰ μετὰ τὴν συντροφιÜν της:
«Ὦ πολυζητημÝνη μου, ὦ φῶς μου καὶ ψυχÞ μου,
καὶ ποιὰ καρδιὰ νὰ δηγηθῆ τὴν ἀναγÜλλιασÞ μου!
Δüξα σοι ὁ Θιὸς κι ἐπßτυχε ὁ δοῦλος τὴν κυρÜν του
νὰ τὴν θωρῆ καλüγνωμη κατὰ τὴν πεθυμνιÜν του.
Δüξα σοι ὁ Θιὸς ὀκαὶ ὁ καιρὸς καὶ ὁ τüπος προξενοῦσι ˙
ἀλßμονον ὁπ’ ἀγαποῦν νὰ σκýφτου νὰ φιλοῦσι!
Μὰ τοῦτο τὸ μεσüτοιχο, λÝγω, τὸ σιδερÝνο
εὑρßσκω νÜ ’ναι ὀγιὰ ἐχθρὸς καὶ νÜ ’ν’ κατακριμÝνο.
Ὦ Λουλουδοýσα, τß ἔν’ τ’ ἀργεῖς; ΚÜμε ν’ ἀναγαλλιÜσω,
βεργÝτα με τὸ χÝρι σου δουμÜκι νὰ τὸ πιÜσω,
χαιρÝτησÝ με σπλαχνικὰ καὶ μετὰ μὲ θαρρÝψου,
ἔπαρ’ κι ἐσὺ καὶ δῶσ’ κι ἐμὲ δρüσος καὶ θαραπÝψου.
Μηδὲν ὀκνῆς καὶ κÜμε το, ὅτι ὁ καιρὸς τὸ δßδει
νὰ φᾶμε μὲ γλυκüτητα τοῦ πüθου μας τ’ ἀπßδι.
Α.
Ἄσι με κι ἔχεις ὣς ἐδὰ πλιὰ παρὰ ποὺ τυχαßνει,
ὅτι πολλÜκις δεßχνει ὁ νοῦς ἕναν καὶ ἀλλÝως βγαßνει.
Ὅλοι γιὰ τὴν ξεφÜντωσιν τοῦ πüθου λιγωρᾶτε
καὶ σὰν σᾶς τÞνε δþσουσιν οὐδὲν τÞνε ψηφᾶτε.
Φ.
Ὡς ἄγρια νýμφη μὄδειξες, σῶπα, ἄσι με τὴν ὥρα,
βλÝπω σε νὰ διανεýεσαι μὲ θαυμαστὴν ἐγνþρα.
Καὶ ἀρÝσει μου ν’ ἀποκοτᾶς, νὰ δεßχνης καὶ φοβᾶσαι,
μετὰ τὴν ξεκαθÜριση πλιὰ θαρρετὴ γιὰ νÜ ’σαι.
Α.
ΝÜ ’ναι ποτὲ νὰ μ’ ἀγαπᾶς ἴσα κι ἐμπιστεμÝνα
ἐσὺ ποὺ δεßχνεις καὶ ψοφᾶς καὶ λιγωρᾶς γιὰ μÝνα;
ΝÜ ’ναι ποτὲ νὰ μὲ λαλῆς μ’ ἀλÞθεια καὶ μὲ φýση
ἢ σὰν αὐτὸν ὁποὺ χαλᾶ τὰ πÜσκει, ἀφεὶν τὰ κτßση;
Φ.
Κι ἐγὼ ὁ πτωχὸς ἐστÝναξα κι ἐδÜκρυσεν τὸ φῶς μου
ἀκüντα τÝτοιο ρþτημα παρÜξενον ὀμπρüς μου˙
φιλþντα τὰ ματÜκια της καὶ τÜ ’μνοστÜ της χεßλη
ἐπÝφτασιν τὰ δÜκρυα μου στ’ ὡριüν της τὸ τραχÞλι.
ΓλυκιÜ, μὲ παραπüνεση, πολλὰ τῆς ἀπεκρßθη:
Τß ἔν’ τὸ παρÜξενον αὐτὸ στὸ νοῦ σου ὁπὀγεννÞθη,
ὦ σπλαχνικü μου σκÜνδαλο, γλυκὺ καὶ πειρασμÝ μου,
ἴντα δηγᾶσαι, τß ἔν’ τὸ λὲς στὲς ἀναγÜλλιασÝς μου;
Ρωτᾶς με ἂν ἔν’ καὶ σ’ ἀγαπῶ μὲ δßχως δολοσýνη;
Ἄλλην οὐκ ἔχω παρὰ σÝν. Τßς νὰ τὸ ξεδιαλýνη
καὶ τÝτοιον πρÜγμα μὲ λαλεῖς; Ἄδικον μÝγαν ἔχεις
νὰ θὲς νὰ δεßχνης ἄγνωρη σ’ ἐκεῖνο τὸ κατÝχεις.
Τüσος καιρὸς δὲν σ’ ἔσωσεν οὐδὲ τὰ τüσα πÜθη,
ὁ νοῦς σου τὴν ἀγÜπη μου ἀκüμη νὰ τὴ μÜθη;
Δὲ μὲ θωρεῖς, δὲν τ’ ἄκουσες μὲ τὴν ἐμπιστοσýνη
τὸ πὼς τὸν πüθο σου βαστῶ μ’ ὅλην τὴ δικιοσýνη;
Ἀλßμονον, Ἀθοýσα μου, σφÜζεις με νὰ σ’ ἀκοýγω
καὶ ἀπὸ τὴν κÜψα βλÝπεις με ἐμὲν κι ἐσὲ νὰ λοýγω.
Α.
Δὲν ἔν’ κακὸ ὁπὄχει νοῦν τ’ ἀνÜντιο νὰ ντηρᾶται ˙
’ς τοῦτον ἂς εἶσαι θαρρετüς: ὁπ’ ἀγαπᾶ φοβᾶται.
Ἐμεῖς κρατοῦμε μετὰ σᾶς νÜ ’χωμε δικιοσýνη
καὶ ὡσὰν θωρῶ δὲν ἔχετε σ’ ἐμᾶς ἐλεημοσýνη
κι ἐσεῖς εἰς ὅ,τι φταßσετε ὅλα εἶν’ συμπαθημÝνα
καὶ τὰ δικÜ μας ἔχετε πÜντα κατακριμÝνα.
Ὅλα σ’ ἐμᾶς τῶν ἄτυχων συμπÝφτουσιν τὰ βÜρη
κι ἐκεῖνα τÜ ’χομε ντροπὴ ἔχετ’ ἐσεῖς καμÜρι.
Φ.
Καὶ δὲ μὲ σþνει ὁ μποδισμὸς καὶ ὁ σφÜκτης τῶν σιδÝρω,
μὰ μὲ τὲς δυσκολιὲς αὐτὲς μὲ κÜμνεις ν’ ἀναφÝρω
τÝτοιον καιρὸν τὸ δßκιο μου ὁπὄχω νὰ γυρεýγω
ψυχοýλα μου, νὰ σὲ φιλῶ καὶ νὰ σὲ κολακεýγω.
Δὲν ξεýρεις καὶ ὅντε τρῶ τινὰς δὲν πρÝπει νὰ δηγᾶται;
Εἰς κÜθεν λüγον μιὰ γουλιὰ χÜνει καὶ δὲ γρικᾶται.
Πῶς δὲ νοᾶς τὴν προτιμὴν τ’ ἀντρὸς κατὰ τὴν φýση
καὶ κατὰ τὴν συνÞθισιν, τὴν σαρκικὴν τὴν κρßση;
Μὲ δßκιο πρÝπει τὸ λοιπὸν νÜ ’ν’ τῆς ἀρσενικüτης
κυριüτατον τὸ θÝλημα, παρὰ τῆς γυναικüτης.
Ἀμ’ ἕνα πρÜμα τὰ κινᾶ : ὁπὄχει πλιὰ τὸν πüθο
γοργüτερα συγκλßνεται, ὅσο γρικῶ καὶ γνþθω.
Α.
Καλὰ λαλεῖς, ἀμ’ ἔπρεπε κριτὴς σ’ ἀλλüτρια φýση
ἢ θηλυκὸς γὴ ἀρσενικὸς θÝλοντα νὰ τ’ ἀρτýση.
Φ.
Φρüνιμα λÝς, μὰ μÝσα μας ἡ φιλεμÝνη κρßση
ἂς γßνεται καὶ τῶν ἀλλῶν καθεεὶς ἂς ἀφÞση.
Ὦ πωρικü μου ἀχüρταγο καὶ τῆς καρδιᾶς μου τ’ ἄθος,
μηδὲ φοβᾶσαι καὶ ἀπὸ μὲ νÜ ’ρθης ποτÝ σου εἰς λÜθος.
Στὸν ἄνθρωπον τὸν ἄχρηστον τινὰς μὴ δþση θÜρρη,
σ’ αὐτὸ νὰ πῶ, ὀκαὶ τινὰς δὲν ἔχει τß νὰ πÜρη.
Ἴτις τὸ δὲν ἠξεýρομε ὡσὰν τὸ δὲ θωροῦμε
ἐμᾶς τὸ γÝνος φυσικὰ μᾶς κÜμνει ν’ ἀγαποῦμε.
Κι ἐσὺ ὁποý ’σαι ὀμορφιÜ, στολßδι τῶν ἀνθρþπων
καὶ ὁποý ’σαι ὁμÜδι μετὰ μὲν ’ς ΚÜστρον καὶ σ’ ἕναν τüπον,
ὁπὄχεις τὸ κουφÜρι μου τþρα γιαπὰς γεμÜτο
μοßραν ἀπὸ τοῦ πüθου μας τ’ ἀχüρταγο δροσÜτο
καὶ ὁποὺ κρατῶ καὶ ὁποὺ φιλῶ καὶ ὁποὺ περιλαμπÜνω
καὶ ὁπὄχω ἐλπßδα στὲς πικριὲς ὅλες μου νὰ γλυκÜνω
-καὶ περιπλιὸ τ’ ἀπüκρυφο καὶ πολυαγαπημÝνο,
ἐκεῖνο τü ’χω πλιὰ ἀκριβὸ νὰ στÝκω ν’ ἀνιμÝνω,
καὶ ἄλλα πολλὰ τὰ δὲ μπορῶ, γλυκüτατü μου ταßρι,
ἔχει νὰ πῆ ἡ γλþσσα μου καὶ ὁ νοῦς μου ν’ ἀναφÝρη-
πῶς θÝλει νὰ μηδὲν κρατῶ καὶ νὰ μηδὲν φυλÜσσω
μὲ πßστιν τὴν ἀγÜπη μας τὴν τρÝμομαι νὰ χÜσω
θυμþντας μὴ ἔρθω εἰς δυσκολιÜ, σ’ ἐκεßνη τὴ βανßα,
καὶ πÝσω στὴν ἀζιγανιÜ, ντηροῦμαι μὴ ἔν’ ἐννοßα;
Μ’ ἂν ἔναι νὰ φοβοýμεστε καὶ τὴν τιμÞ σου ἐπῆρα,
σοῦ φÝρνω τὴν καλüγνωμην αὐτὴν τὴν ἴδια Μοßρα.
Καὶ αὐτὸν τὸ μÝσον ἔν’ καλὸ καὶ πρÝπει νὰ κρατοῦμε
καὶ τὸ λοιπὸν μηδὲν ἐβγῆς, κυρÜ μου: νὰ φιλοῦμε!
Π.
Καλὰ σοῦ λÝγει˙ καὶ γιὰ ’γὼ δὲν ἔχω ν’ ἀπιστÞσω,
ἀφÞνω σας καὶ πὰ νὰ δῶ καὶ πÜλι νὰ γυρßσω.
Α. Ὢ πüσο πρÝπει ν’ ἀγαπᾶ τινὰς τὴν ἐδικÞν του…
Φ. Ὅντε τὴν βλÝπει φρüνιμη καὶ ὀρθὴ στὴν ὄρεξßν του.
Α.
Καὶ αὐτὸ τυχαßνει νὰ γενῆ γιὰ μιὰ μεριὰ καὶ γι’ ἄλλη
καὶ ὁποὺ τοῦ λεßπει τßβοτες κλωνÜρι, νὰ τὸ βÜλη.
Φ.
Ὦ πειρασμὲ τοῦ πüθου μου καὶ διþκτη τοῦ καλοῦ μου
καὶ τὸ σκουλÞκι τῆς καρδιᾶς καὶ ὁ ξηλωμüς τοῦ νοῦ μου,
τÝτοιαν ἀγÜπην δυνατὴ κι ἔτις ἐμπιστεμÝνη
’ς τοῦτον τὸν κüσμον, πßστεψε, δὲν ἔναι γεννημÝνη.
Καὶ αὐτü, κυρÜ μου, τὸ πολὺ καὶ τὸ γλυκὺ τὸ ζῆλος
μὲ μαρτυρᾶ μὲ πλιὰ καρδιÜ : τὴν ἔχομεν ἀλλÞλως.
Καὶ τὸ λοιπὸν καταλλακτὰ βαστÜζομεν τὸν πüθο
καὶ διακριμÝνη μετ’ αὐτὸ τὴν διαφορÜ μας γνþθω.
ΜÜ τὴν ἀλÞθειαν ἔπρεπε, κυρÜ μου, ἀπὸ δικοῦ σου
νὰ μ’ ἐσπλαχνßστης μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ κÜλλη τοῦ κορμιοῦ σου.
Ἂν ἔν’ καὶ μ’ ἐκοπιÜσασι ὅλα μὲ δικιοσýνη,
τυχαßνει τþρα πρὸς ἐμὲ νÜ ’ρθουν μὲ καλοσýνη.
Φ.
Καὶ ὁπ’ ἀγαποῦνται μετ’ αὐτὰ πληγþνουνται καὶ γιαßνου,
ζοῦσι, κυρÜ, καὶ χαßρουνται καὶ δßχως φὰ χορταßνου.
Α. Πολλὰ κατÝχεις καὶ ἄφησ’ με.
Φ. Θὲς ποýρι νὰ σ’ ἀφÞσω;
Καὶ ἀπüκεις, συνοδοýλα μου, δßχως σου πῶς νὰ ζÞσω;
Α.
Μαγεýγου με τὰ λüγια σου καὶ πÝφτω καὶ πλανοῦμαι,
μὰ μ’ ὅλα αὐτεῖνα τοῦ ἀντρὸς τὲς δυσκολιὲς φοβοῦμαι.
Φ.
Ἤθελα νÜ ’χα τüσο νοῦ κι ἔτσι πιτÞδεια γλþσσα
ὡς ὅσον δßκιον ἔχουσι τὰ πÜθη μου τὰ τüσα,
ὅτι θαρρÝσειν ἤθελα νὰ σὲ καταπονÝσω
καὶ μ’ ἕναν ἀχαμνὸ σκοινὶ νὰ πιÜσω νὰ σὲ δÝσω.
Μὰ δὲ μπορῶ ν’ ἀντισταθῶ φοβþντα τὴ ζωÞ μου
στὰ χÝρια σου πολλὰ κλιτὴ τüσον καιρüν, ψυχÞ μου.
Γιὰ ’γὼ καλλιÜ ’χω νὰ κρατῶ τὰ πÜσχω σωπασμÝνα
καὶ μ’ ἔργο πλιὰ γοργüτερο νÜ ’ναι μαρτυρημÝνα.
Α.
Κι ἐγὼ πολλὰ τὸ ρÝγομαι καὶ οὐδ’ ἄλλο θÝλω τρüπον
καὶ ἂς ἔρθωμεν στὴ μαρτυριὰ κι ἐμεῖς τῶν δυῶν ἀνθρþπων,
σüτα ’ν’ ἐδῶ κι ἡ θαρρετÞ, καὶ ἂς ἔν’ καὶ πλιὰ δικÞ σου,
καὶ ἂς ποῦν τὸ δßκιον πασανὸς καὶ ἂς ποῦσι τὰ γρικÞσου.
Π.
Κι οἱ δυü σας δßκιον ἔχετε καὶ πασαεὶς κρατþντα
τὸ δßκιον του καλýτερο δικÜζεται ποθþντα.
Ξýπνα κι ἐσὺ καὶ λÜλησε.
Μ. Ἄκουσα τὰ δηγᾶται
καὶ ὁπὄχει δßκιο φαßνεται καὶ ποθομολογᾶται.
Φ.
Ἄκο τß λÝγει, τὸ λοιπὸν μὲ χεßλι καὶ μὲ μÜτι,
ἀλßμονον, Ἀθοýσα μου, δεῖξε κι ἐσὺ κομμÜτι.
Ὁ τüπος καὶ ὁ σωστὸς καιρὸς μὲ τὴν πιδεξοσýνη
δýνονται νὰ κατασαστοῦν μὲ διχωστὰς ὀδýνη.
Σ’ ἐσÝνα στÝκει καὶ ἄνοιξε. Σþνεις κι ἐσὲν κι ἐμÝνα,
καὶ κÜμε το, ψυχοýλα μου, γοργὸ καὶ ἀγαπημÝνα.
Καὶ ἂν ἔχεις πρὸς τὴν πßστη μου δειλßασιν καμßα,
θÝλω σοῦ μüσει μὲ ψυχὴν καθÜρια τþρα ’ς μßα
τὸ πὼς μὲ λüγον καὶ καρδιÜ, μὲ ὅλα μου τὰ ἤθη
οὐδÝποτÝ μου μετὰ μÝ, ψυχÞ μου, νὰ σ’ ἀρνÞθη,
οὐδÝποτÝ μου βοýλομαι ’τι νὰ σ’ ἀζιγανÝψω,
μὰ πλιὰ παρὰ ποὺ τÜσσομαι ὀλπßζω νὰ στερÝψω.
Α.
Καλὰ καὶ νὰ κρατῶ τὰ λὲς νÜ ’ρχωνται ἀπ’ ἀγÜπης
καὶ ἀπὸ στεριüτητα ψυχῆς, ἀπεὶν ἐποδιαντρÜπης,
θÝλω, γιὰ νÜ ’χωμεν καὶ αὐτὸν τὸν ὅρκο μαρτυρßα,
νὰ μüσης πρῶτα στὸν Χριστüν, δεýτερο στὴν Κυρßα,
ὅτι νὰ σὄναι ἡ τιμὴ γι’ ἀγÜπη φυλαμÝνη
καὶ ὁ εἷς τ’ ἀλλοῦ μας νὰ βαστᾶ ψυχὴν ἐμπιστεμÝνη.
Φ.
Οὐδ’ ἄλλο θÝλω νὰ γενῆ. Κι ἐσὺ λοιπüν, Ποθοýλα,
φÝρε γοργὸν τὸ κüνισμα, Χριστιανῶν τὴ βοýλα,
τýπωσε τὰ ’ρκωμοτικὰ ὅλα καὶ βοýλωσÝ τα
καὶ μÝσα στὸ σεντοýκι σου βÜλε καὶ κλεßδωσÝ τα.
Π.
Τþρα θωρῶ καὶ θὲ κοπῆ πᾶσα σας δυσκολßα
καὶ θÝλετ’ ἔρθει ἀνÝγνοιαστοι στοῦ πüθου τὴ φιλßα.
Α.
ΓονÜτισε καὶ βÜλ’ ἐδῶ τὴν χÝρα σου καὶ μüσε.
Φ.
Μετὰ χαρᾶς˙ καὶ ἂν κÜμνει χρειÜ, καὶ πλιüτερα μοῦ δῶσε.
«ΜνÝγω σου πρῶτα στὸν Χριστὸν καὶ στὴν Κυρὰ τοῦ κüσμου,
ὥστε νὰ πÜρη τὴν ζωὴν τοýτην ὁ θÜνατüς μου,
ν’ ἀποκρατῶ τὸν πüθο σου στεριὸν κι ἐμπιστεμÝνα ».
Μὰ ἤθελα καὶ ἀπὸ σὲ νὰ δῶ τὸ τÜσσεσαι μοσμÝνα.
Α.
Κι ἐγὼ αὐτὸν τὸν ἔποικες ὅρκο μνÝγω καὶ τÜσσω
ὄξω ἀπὸ τὴν ἀγÜπη μας ἄλλο νὰ μὴ λογιÜσω.
Φ.
Ὦ Λουλουδοýσα μου γλυκιÜ, ὦ τῆς καρδιᾶς μου πþρα,
ἔχεις τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδιὰ ἀναπαημÝνη τþρα;
Α.
Οἱ δυσκολιὲς ἐκüπησαν καὶ ὁ φüβος ἀπορρßκτη
καὶ ἡ ἀγÜπη ἡμÝρωσεν κι ἐδεßκτησεν κι ἐσφßκτη.
Φ.
Καὶ μετ’ αὐτεῖνον τὸν σκοπὸν τὸ φßλημα, κυρÜ μου!
Ὕπα ν’ ἀνοßξης κι ἔρχομαι μὲ τὴν ἐπεθυμνιÜ μου.
Καὶ μÝσα ’ς τοýτην τὴν χαρὰν τὴν δὲ μπορῶ ξεικÜσω,
γιατ’ εἶχα τῶν πολλῶν χρονῶν τὴν πεßναν νὰ χορτÜσω,
ἦλθεν εἷς ψýλλος ἄπονος κι ἐκαρδιοδÜκασÝ με
καὶ ἀπὸ τὴν ἐξεφÜντωσιν τὴν εἶχα ἐξýπνησÝ με.
Καὶ μεταφνßδιο ξýπνησα ὡσὰν παρατρεμμÝνος,
ἐχþνουμουν κι ἐκρýβγουμου ὡσὰν ἀστοχισμÝνος.
Κι ἐδῶθεν κεῖθ’ ἐγýριζα τÜχατες νὰ γυρßση
τ’ ὄνειρο πÜλι πρὸς ἐμὲ νὰ μὲ παρηγορÞση.
Καὶ μὲ τὸ ξανακýλισμα ὁ ἥλιος ἐβγῆκε
καὶ τοῦτο ὅλο τ’ ἄδικο ὁ ψýλλος μοῦ τὸ ποῖκε.
===========================
ΡιμÜδα Κüρης & ΝÝου
Το ποßημα ΡιμÜδα κüρης και νÝου Þ αλλιþς ΡιμÜτα κüρης και νÝου (Ζþρας 1955, 426· Βουτιερßδης 1976, 128), γραμμÝνο σε διαλογικÞ μορφÞ, εßναι Ýργο Üγνωστου ποιητÞ του 15ου Þ, το αργüτερο, των αρχþν του 16ου αιþνα. Σþζεται σε δýο παραλλαγÝς, μßα συντομüτερη που αποτελεßται απü 154 ιαμβικοýς 15σýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους και μßα εκτενÝστερη σε 198 στßχους, επÝκταση που μÜλλον οφεßλεται σε μεταγενÝστερες προσθÞκες (Beck 1993, 286). Το ανþνυμο αυτü Ýργο ανÞκει στη κρητικÞ λογοτεχνικÞ παραγωγÞ της λεγüμενης περιüδου της προετοιμασßας (14ος αι.-περ. 1580), ενþ οι μελετητÝς του αναφÝρουν κι Ýναν δεýτερο τßτλο: ΕρωτικÞ απÜτη (Ζþρας 1955, 426· Βουτιερßδης 1976, 128).
(Σημεßωση: ΕπÝλεξα να το βÜλω στο ΦαλιÝρο, για να μη το αφÞσω μονÜχο του και μιας κι ßσως üντως ανÞκει σ' αυτüν, οπüτε αν λανθÜνω ας ποýμε üτι λανθÜνω κατÜ το Þμισυ, Κι Ýπειτα, υπÜρχει κι Üλλος, επßσης σπουδαßος λüγος που αυτÜ τα δυο κεßμενα, το Üνωθεν και το κÜτωθεν, πρÝπει να γειτονεýουνε.)
ΠÜτροκλος ΧατζηαλεξÜνδρου
Πρüκειται για μια ερωτικÞ ιστορßα με θÝμα τη νυχτερινÞ αποπλÜνηση -ερωτικü εκβιασμü- της νεαρÞς πρωταγωνßστριας που αρνεßται να υποκýψει στον ορμητικü νÝο. Ο νεαρüς εραστÞς ζητÜ επßμονα απü τη κοπÝλα να ενδþσει στον ÝρωτÜ του, ωστüσο εκεßνη δεν υποχωρεß, απαιτþντας προηγουμÝνως διαβεβαßωση γÜμου. Αφοý Ýχει επαναλÜβει τις ερωτικÝς του προτÜσεις πολλÜκις, χωρßς αντßκρισμα, προσποιεßται πως εγκαταλεßπει τη προσπÜθεια, προκειμÝνου να τη καθησυχÜσει αλλÜ και να τη πιÜσει κυριολεκτικÜ στον ýπνο. ¸τσι, μετÜ απü διÜστημα σχεδüν ενüς Ýτους, εισβÜλλει κρυφÜ στο δωμÜτιο της νεαρÞς και κατορθþνει με βßαιο κι απατηλü τρüπο να την αποπλανÞσει ενþ κοιμÜται. Η ερωτικÞ του επιτυχßα τοý δßνει την Üνεση να μιλÜ με αυθÜδεια κι ειρωνεßα προς την αγαπημÝνη του, χλευÜζοντας τις αλλοτινÝς αντιστÜσεις της. Εκεßνη τον καταριÝται για την αναßδειÜ του και σπεýδει να προφυλÜξει με συμβουλÝς τις φßλες της απü την ιταμüτητα και την αισχρüτητα των ανδρþν.
Το ερωτικü στοιχεßο σμßγει εδþ με την κατÜρα της απαρνημÝνης. Το ποßημα διακρßνεται για την αφηγηματικÞ του χÜρη, καθþς και για Ýναν αισθησιακü ρεαλισμü ανÜμεικτο με ευγÝνεια και λυρισμü, στοιχεßα που βρßσκουμε σε δημοτικÜ τραγοýδια της αγÜπης (Πολßτης 1999, 51). Παρüλο που πρüκειται για ερωτικü εκβιασμü, τßποτα το χυδαßο Þ απρεπÝς στο λüγο δε χαρακτηρßζει το κεßμενο. Ο Βουτιερßδης (1976, 128) χαρακτηρßζει το ποßημα Ýνα «απü τα τεχνικþτερα δημþδη λογοτεχνικÜ μνημεßα της εποχÞς» ενþ ο ΚρουμπÜχερ (1900, 65) ως «γνÞσιο υπüδειγμα της δημοτικÞς ποßησης του 16ου αιþνα». ¢κρως τιμητικÞ για τον ποιητÞ της ΡιμÜδας εßναι η παρατÞρηση του A. F. van Gemert (2006, 92) üτι το ποßημα εßναι «μια ιστορßα στο ýφος του ΒοκÜκιου […] Ýνα απü τα καλýτερα Ýργα της πρþιμης κρητικÞς λογοτεχνßας», κρßση που επαληθεýεται κι απü το γεγονüς üτι παραλλαγÝς του ποιÞματος επιβßωσαν στη μεταγενÝστερη προφορικÞ παρÜδοση, με ευδιÜκριτα ßχνη μÝχρι και σÞμερα σε νησιÜ üπως η ΚÝρκυρα κι η Κως (Beck 1993, 286).
Το ýφος του ποιÞματος θυμßζει Ýντονα τη δημοτικÞ ποßηση, ενþ στην ιδÝα περß κρητικÞς καταγωγÞς του οδηγοýν ορισμÝνοι γλωσσικοß τýποι, καθþς κι η ομοιüτητÜ του στο θÝμα της ερωτικÞς επιθυμßας και συνÜντησης με τα 2 ερωτικÜ ποιÞματα του Μαρßνου ΦαλιÝρου (Ιστορßα και üνειρο & Ερωτικüν ενýπνιον). Ο εκδüτης των τελευταßων μÜλιστα, Arnold van Gemert, τεßνει να αποδþσει το Ýργο στο ΦαλιÝρο, συμφωνþντας σ’ αυτü με τον Στυλιανü Αλεξßου (van Gemert 1980, 23), υπüθεση που επαναλαμβÜνει και στην Ýκδοση των Λüγων διδακτικþν του κρητικοý ποιητÞ.
Το Ýργο παραδßδεται σε δýο χειρüγραφους μÜρτυρες του 16ου αιþνα, τους Vindob. theol. gr 244 (V) και Ambros. Υ 89 sup. (A) κι εκδüθηκε απü τον Émile Legrand 2 φορÝς, με βÜση αντßστοιχα τους δýο κþδικες: αρχικÜ στον τüμο Recueil de chansons populaires grecques το 1874 και λßγα χρüνια αργüτερα στον δεýτερο τüμο της Bibliotheque grecque vulgaire το 1881. Το ποßημα δεν Ýπαψε να απασχολεß τους μελετητÝς κι Ýτσι εκδüθηκε ξανÜ, απü τον ΓÜλλο Hubert Pernot (1931), που βασßστηκε στο 1ο απü τα παραπÜνω χειρüγραφα. ΑντιθÝτως, η επüμενη Ýκδοση Ýγινε με βÜση τον Üλλο κþδικα, απü τον Γεþργιο Θ. Ζþρα, ο οποßος δημοσßευσε τη ΡιμÜδα στο περιοδικü ΝÝα Εστßα (Ζþρας 1955α), ανατυπþνοντας την ßδια χρονιÜ το κεßμενο και στον τüμο Μνημεßα της ΜεσαιωνικÞς και ΝεωτÝρας Φιλολογßας μας (Ζþρας 1955β). Η τελευταßα συμβολÞ στη καλýτερη γνωριμßα του σýγχρονου αναγνωστικοý κοινοý με τον ερωτικü αυτü διÜλογο οφεßλεται στην Caracausi (2003)· πρüκειται για μια Ýκδοση αρκετÜ διαφορετικÞ απü τις προηγοýμενες, καθþς εßναι συνοπτικÞ, δηλαδÞ παρουσιÜζει και τις δýο παραλλαγÝς, συντομüτερη κι εκτενÝστερη, ενþ συνοδεýεται απü πλοýσιο σχολιασμü καθþς κι ιταλικÞ μετÜφραση.
Το ποßημα παρατßθεται εδþ üπως δημοσιεýτηκε απü το Ζþρα το 1955 -πρüκειται, πÝρα απü ελÜχιστες αλλαγÝς κυρßως στην ορθογραφßα, για την Ýκδοση του Legrand, του 1881. Ωστüσο, θα πρÝπει να επισημÜνουμε üτι, επειδÞ η Ýκδοση Ζþρα δεν εßναι αυστηρþς κριτικÞ, για τις ανÜγκες της παροýσας ανθολüγησης Ýχει δημιουργηθεß Ýνα καινοýριο κριτικü υπüμνημα, üπου τα σχüλια (τα οποßα φωτßζουν περισσüτερο την παρÜδοση του συγκεκριμÝνου ποιÞματος αλλÜ και τη ρευστüτητα των δημωδþν κειμÝνων εν γÝνει) γßνονται με βÜση το υπüμνημα της Ýκδοσης Pernot 1931, üταν οι επιλογÝς των δýο εκδοτþν ταυτßζονται, ενþ παρÜλληλα παρουσιÜζονται επιλεκτικÜ κι οι μεταξý τους αποκλßσεις.
Στους στ. 1-32 περιγρÜφεται η 1η νυχτερινÞ συνÜντηση των 2 νεων και σ’ αυτÞ γßνεται Þδη φανερÞ η διαφωνßα τους, που αποτελεß και τον πυρÞνα του κειμÝνου: ο νÝος, παρορμητικüς και με ανÝμελη διÜθεση, προσεγγßζει ερωτικÜ τη κοπÝλα και προσπαθεß να τη πεßσει να ενδþσει, ενþ εκεßνη, συνετÞ και μετρημÝνη, αντιστÝκεται σε αυθüρμητες κινÞσεις που δεν της εξασφαλßζουν συναισθηματικÞ και τυπικÞ δÝσμευση.
Στη 2η νυχτερινÞ συνÜντηση των νÝων (στ. 33-126) δßνονται βεβαιþσεις αγÜπης κι Ýρωτα και απü τους δýο. Ωστüσο, ο νÝος αρνεßται πεισματικÜ την υπüσχεση γÜμου που λαχταρÜ η κοπÝλα και επιχειρηματολογεß για τη στÜση του. Η ελευθεριÜζουσα οπτικÞ του για τον Ýρωτα ξενßζει την αγαπημÝνη του, που θυμþνει με την ωμüτητÜ του και τον διþχνει.
Στη τελευταßα ενüτητα (στ. 127-198) κι αφοý Ýχουνε προηγηθεß διαφωνßες και καβγÜδες για τη προοπτικÞ της σχÝσης, ο νÝος αποφασßζει να πÜψει τις προσπÜθειες ερωτικÞς αποπλÜνησης. ΜετÜ απü σχεδüν Ýν Ýτος απουσßας üμως, επανÝρχεται και καταφÝρνει να συνευρεθεß ερωτικÜ με τη κοπÝλα την þρα που κεßνη κοιμÜται. ¼ταν εκεßνη συνειδητοποιεß την ατßμωσÞ της, τονε καταριÝται και μιλÜ απαξιωτικÜ για το ανδρικü γÝνος.
Κüρη καὶ νιὸς δικÜζεται ἀπü ’να παραθýρι
μιὰ νýκτα, ὅσα πὤδωσεν αὐγῆς τὸ σημαντÞρι.
Ὁ νιþτερος ζητᾷ φιλὶ κ’ ἡ κüρη δακτυλßδι·
ὁ νιὸς τὸ δακτυλßδιν του τῆς κüρης δὲν τὸ δßδει,
μὰ μὲ κρυφὰ κομπþματα δþσει το θÝλει λÝγει·
καὶ πῶς καὶ τß καὶ ποταπῶς, μὲ τß τρüπον τὸ λÝγει:
«Ὅνταν ὁ σκýλος καὶ ὁ λαγὸς κÜμουν ἀδελφοσýνη,
κ’ ἡ κÜτα μὲ τὸ ποντικὸν κÜμνουν συντεκνοσýνη,
ὅντεν ὁ κüρακας γενῇ ἄσπρος σὰν περιστÝρι,
ὅντας ἰδῇς ἀσποýργιτα νὰ διþχνῃ τὸ ξυφτÝρι,
ὅντεν ἡ θÜλασσα σπαρθῇ σιτÜρι καὶ κριθÜρι,
ὅντεν ἰδῇς εἰς τὸ βουνὶ νὰ περπατῇ τὸ ψÜρι,
ὅντεν ἰδῇς τὸ πÝλαγος ν’ ἀρχßσῃ ν’ ἀποφρßσσῃ,
τüτες ἐμὲν καὶ σÝν, κυρÜ, θÝλουσιν εὐλογÞσει».
Ἡ κüρη ὡς ἦτον φρüνιμη, μὲ γνῶσιν ἐγροικÞθη,
καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν νιþτερον ἤτις ἐπιλογÞθη:
«Ὅντεν ὁ μÝγας οὐρανὸς πÝσῃ κÜτω ’ς τὸ χῶμα,
καὶ ἡ ἀλÞθεια, νιþτερε, φανερωθῇ γιὰ ψῶμα,
ὅντεν ἰδῇς τὴν θÜλασσαν καὶ ἀρχßσῃ νὰ γλυκÜνῃ,
ὅντε βρεθῇ γιὰ τοὺς νεκροὺς ἀνÜστασης βοτÜνι,
ὅντεν ὁ γÜúδαρος γενῇ ἄγγελος νὰ πετÜξῃ,
ὅντεν ὁ ἥλιος τ’ οὐρανοῦ τὴ στρÜτα του ν’ ἀλλÜξῃ,
ὅντεν ἰδῇς τζ’ ἀσπÜλαθους καὶ νὰ γενοῦν μυρσßνη,
ὅντεν γενοῦν οἱ μÝλισσες τοῦ λαγκαδßου σκῖνοι
ὅντε τὸ φÝγγος τ’ οὐρανοῦ πÝσῃ ’ς τὴ γῆ νὰ σβÞσῃ,
τüτες ἐσÝν, ἀφÝντη μου, θÝλω γλυκοφιλÞσει».
Καὶ μÝσα ’ς τ’ ὄχι κ’ εἰς τὸ ναß, μÝρωμα κ’ εἰς ἀγριÜδα,
ἔσωνε καὶ κατÜντανε τῆς μÝρας ἡ ἀσπρÜδα,
κ’ ἐκßνα ὁ κὺρ ἥλιος τοῦ δρüμου νὰ φουσκþνῃ,
τῆς νýκτας τὲς κουρφüβλεψες νὰ τὲς ξεφανερþνῃ.
Τüτες ὁ νιὸς ἐμßσσεψε ἀπὸ τὴν κορασßδα,
καὶ σὲ καμμιὰ συνÞβασιν δὲν ἤλθασιν, ὡς εἶδα.
Δεýτερη νýκτα ’ς ὧρες τρεῖς ἐκÜτζε τὸ φεγγÜρι,
ὁ νιὸς ἐγýρεψε νὰ μπῇ ’ς τῆς λυγερῆς τὴν χÜρι.
Καὶ ἀπεßτις ἀναπÜηκε ἡ στρÜτα τῶν ἀνθρþπων,
ὁ νιὸς αὐτεῖνος ἔσωσε ’ς τὸ μαθημÝνον τüπον.
Κ’ ἡ κüρη, ὡς ἦτον πρὸς αὐτὸν καμπüσο βαρεμÝνη,
ἐκÜθετο καὶ ’νßμενε, κ’ ἦτον ἐγνοιασμÝνη,
ὅτ’ ἤτονε ’ς τὸν ἔρωτα τοῦ πüθου πλανεμÝνη,
καὶ ’ς τῆς ἀγÜπης τὰ φιλιὰ ἦτον πεδουκλωμÝνη.
Ὅντεν ὁ νιὸς ἀπÝσωσεν ἔξω ’ς τὸ παραθýρι,
ἡ λυγερὴ ἀπὸ ραθυμιᾶς ἤτονε χρειὰ νὰ γýρῃ,
καὶ μὲ τοῦ δρüμου τὴ φιλιὰ ’ς τὸ παραθýρι σþνει,
ἔφτασεν καὶ ἀκκοýμπησε, κ’ ἔλαμψε σὰν τὸ χιüνι.
Καὶ ἀπῆν τὴν εἶδε ὁ νιþτερος, γλυκιὰ ἐχαιρÝτισÝ την,
καὶ ἀπὸ τὴν πßκραν τὴν πολλὴ ἐπαρηγüρησÝ την·
κ’ εἶπε της: «ΤÜχα, μÜτια μου, κρατεῖς μου κακοσýνη
’ς τὰ λüγια, ’ς τὴν ὑπüθεσιν τὴν ψεσινὴν ἐκεßνη!»
«Ἂ σοῦ ’χα θÝλει κÜκητα, δὲν ἤθελα προβÜλει·
δοσμÝνον ἔν ’ς τὸν ἄνθρωπον ἐσὲν καὶ ἀλλοῦ νὰ σφÜλῃ.
Καὶ ἂν ἤσφαλες ἐκ τὰς ἀρχὰς τὰ σýντυχες μετÜ σου,
δýνεσαι τþρα ἡ γνþμη σου ν’ ἀλλÜξῃ τὴν καρδιÜ σου·
καß, ἄν ἔν’ καὶ θÝλεις μου καλüν, μηδὲ μὲ πεισματþνῃς,
γιατὶ τὸν πüνο τῆς ἱστιᾶς τὴ φλüγα μὲ γεμþνεις.
Εἶτα καὶ θÝλεις μου κακüν, κ’ ἔχεις με ὁγιὰ ’χθρü σου,
ν’ ἀπÝχῃς καὶ νὰ μ’ ἀγαπᾷς ἔναι ’ς τὸν ὁρισμü σου·
ἂν ἔν’ καὶ ξεýρεις με γιὰ ’χθρὸν ’ς τὴν ἐδικÞ σου κρßσι,
ἔπρεπε νὰ μ’ ἀπαρνηθῇς ὡσὰν τὸ θÝλει ἡ φýσι».
«Ὦ γλυκοπεριστÝρα μου, πῶς μοῦ μιλεῖς, κυρÜ μου,
ὦ δρüσος τῆς ἀγÜπης μου καὶ γλýκα τῆς καρδιᾶς μου,
δὲν εἶσαι παρηγüρημα τῆς πßκρας μου τῆς τüσης,
θÝλημα ἔχεις νὰ μὲ ζῇς καὶ ’ξιὰ νὰ μὲ σκοτþσῃς.
Ἐσὺ κρατεῖς ’ς τὰ χÝρια μου τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς μου,
κ’ εἶσ’ ἄγγελος μὲ τὸ σπαθὶ νὰ πÜρῃς τὴν ψυχÞν μου·
κ’ ἤθελα νÜ ’το μπορετὸ νÜ ’στεκες πÜντα μπρüς μου
ἀλÞθεια ’ς τὴν ἐπιθυμιÜ, ’ς τὸν πüθον εἶσ’ ἐχθρüς μου,
διατὶ τÝτοια καμþματα μÜχην οὐδὲ κρατοῦσι,
οὐδὲ γιὰ μÜχην τÜ ’χουσι αὐτεῖνοι ὁποὺ ποθοῦσι.
Λοιπὸν γιὰ γλυκοποθητὴν σ’ ἔχω καὶ γιὰ κυρÜ μου,
γιατὶ γιὰ σÝν’ ὁ ἔρωτας ἔσφαξε τὴν καρδιÜ μου·
καὶ ’ς ὅ,τι θÝλεις μ’ ὥρισε νÜ ’μαι κ’ ἐγþ, τρυγüνα,
μὴ μοῦ ζητÞξῃς μοναχÜ, ἀφÝντρα μου, ἀρραβῶνα,
διατὶ γυρßζω ἐλεýθερος καὶ θὲ νὰ μὲ σκλαβþσῃς,
ἔχω καλλιὰ συζþντανον τοῦ ΧÜρου νὰ μὲ δþσῃς».
«Τὸ λοιπονὶς δὲ μ’ ἀγαπᾷς στεριὰ καὶ μπιστεμÝνα,
ἢ τßποτες κακὸ γροικᾷς, ὡσὰ θωρῶ, γιὰ μÝνα.»
«Ἴντα κακὸ θὲς νὰ γροικῶ, κυρÜ, ’ς τὴν εὐγενειÜ σου;
καὶ τß κακὸ μπορῶ νὰ πῶ μπρὸς τὰ συγγενικÜ σου;
Ὁ κýρις σου ἔναι εὐγενικüς, μᾶλλον καὶ ἡ μητÝρα,
καὶ σý ’σαι ἀστÝρας λαμπιρὸς νýκτα καὶ τὴν ἡμÝρα·
εἶσαι ’ς τὰ πλοýτη θησαυρüς, τῆς ἐμορφιᾶς ἡ χÜρι,
καὶ πᾶσα νιὸς ὀρÝγεται τÝτοιαν κüρην νὰ πÜρῃ».
«Ἀμμ’ ἂ γνωρßζῃς καὶ θωρῇς ’ς ἐμÝνα τÝτοια εἴδη,
γιατὶ περηφανεýγεσαι νὰ δþσῃς δακτυλßδι;»
«Διατὶ ποτὲ τ’ ἀντρüγυνα δὲν πÝφτου ’ς μιὰν καρδßαν,
μÜ, σὰν ἀπομακρýνουσι, χÜνουν τὴν ἐρωτßαν.
Σὰν κÜμουν ἕνα δυὸ παιδιὰ τὸν πüθον ἀπαρνοῦνται,
καὶ τὴν ἀγÜπην συχαßνονται, τὸν ἔρωτα λησμονοῦνται,
καὶ ὁπὦναι νιὸς καὶ δὲν πατεῖ ’ς τὸν ἔρωταν ἀπÜνω,
’ς τὴν συντροφιὰ τῶν ζωντανῶν ἐγὼ δὲν τὸν ἐβÜνω.
Ὡσὰν λαρδὶ κουρουπιαστὸ ὀκτὼ χρονῶν ἢ δÝκα,
ἐδÝτζι ἔναι ’ς τὸν ἄνθρωπον βλογητικὴ γυναῖκα ·
εὐλüγησεν ὁ Ἔρωτας τὸν κουρσεμÝνον πüθο,
πῶς θὲς ν’ ἀλλÜξω τὸ λοιπὸν ἐκεῖνον ὅπου γνþθω;
Λοιπüν, μαλαματÝνη μου, τοῦτον ὁ νοῦς σου σφÜνει
καὶ ἂς φᾶμεν τὴν ἀγÜπη μας μὲ διχωστὰ στεφÜνι·
καὶ ἂς πιοῦμεν ἀπὸ τῆς φιλιᾶς τὸ δροσισμÝνο μÝλι,
καὶ αὐτὰ τ’ ἀρρεβωνιÜσματα ὁ νοῦς σου μὴ τὰ θÝλῃ.
ΝÝα κοροῦλα βρßσκεσαι ἐρωτοπλουμισμÝνη,
σκüπισε ὅτι ὁ καιρὸς τὰ κÜλλη σου μαραßνει,
ψýγει καὶ συζαρþνει σε, σὲ γερατειὰ σὲ φÝρνει,
ὁ θÜνατος πλακþνει σε, καὶ τüτε τß κερδαßνεις;
Προδþσου τὸ λοιπονιθὲς καὶ ἄφες τὸ δακτυλßδι,
καὶ ἂς φᾶμε μὲ συνÞβασι βασιλικὸν ἀπßδι,
καὶ ἂς στÝκωμε τὴν νιüτη μας ἀλλÞλως μας ὁμÜδι,
καὶ ἂς ἤμεστεν ἐλεýθεροι ’ς τοῦ πüθου τὸ λιβÜδι,
ὁποý ’ν’ τὰ ρüδα τὰ πολλÜ, τὰ λοýλουδα καὶ τ’ ἄθη·
κ’ εἴτις ἐμπῇ ’ς τÝτοιαν ὁδüν, κ’ εἰς τÝτοιαν στρÜτα νÜ ’ρθῃ,
γἡ ἀγÜπη ἔναι ζÜχαρι, μÝλι καὶ γλυκορρßζι,
καὶ τὰ παιδιὰ ἐκ τὲς μÜννες τως ὁ ἔρωτας χωρßζει.
Καὶ πÜντις μÞ ’μαι χρυσοχὸς νὰ κÜμνω δακτυλßδια,
νὰ τὰ χαρßζω ἐδῶ κ’ ἐκεῖ σὰ μυρισμÝν’ ἀπßδια;
Ἡ νιüτη μου ’ς τὰ χÝρια σου μαζὶ μὲ τὸ κορμß μου,
ἴντα θÝλεις καλλιþτερο τὸ λοιπονßς, ψυχÞ μου;
«Ὦ Παναγßα, ποῦ τÜ ’μαθες καὶ ’ς ποιὸ σκολειὸν ἐμπῆκες
καὶ ξüμπιασες καὶ πῆρες τα; τßβοτες δὲν ἀφῆκες
ὡς νÜ ’θελες νὰ τü ’καμνες νÜ ’παιρνες τÝτοιαν κüρη,
καὶ μßλησες ἔτζι χοντρÜ, σὰ νÜ ’σουν ἐκ τὰ ὄρη.
Καὶ ἂν ἤμουν πÜλι τοýρκισσα ἢ σκλÜβας θυγατÝρα,
ἔτζι δὲ μοῦ ’θελες εἰπεῖ ἐτοýτη τὴν ἡμÝρα,
ὁποý ’σαι ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ ἀπὸ τοὺς τιμημÝνους,
καὶ ἀπὸ καλοὺς κ’ εὐγενικοὺς τοὺς τüπους γεννημÝνους,
ἔπρεπεν τοῦτον εἰς ἐσὲν ἐμÝνα νὰ διατÜσῃς,
ἂν ἔβλεπες νὰ πρüδιδα νὰ μὲ καταδικÜσῃς.
Μὰ σὺ δὲ ’μολογᾷς Θεüν, μὰ θὲ νὰ μὲ ’ντροπιÜσῃς·
σýρε καλῶς καὶ μὴ θαρρῇς τüτε νὰ μὲ γελÜσῃς».
Καὶ μὲ τοὺς ἀναστεναγμοὺς σφαλᾷ τὸ παραθýρι,
καὶ ὀμπρὸς ὀπßσω ἐγýρισε τοῦ πüθου τὸ ζαφεßρι.
Καὶ ὁ ἄγουρος ἐγÝλασε καß ’μοσε νὰ ξεδρÜμῃ,
εἴτι πεισματικὸν μπορεῖ τῆς λυγερῆς νὰ κÜμῃ.
Ἐμßσσεψε κ’ ἐφῆκε την, ὥστε νὰ λησμονÞσῃ,
καὶ μὲ καιρὸν νὰ θυμηθῇ ὀπßσω νὰ γυρßσῃ·
διατ’ ἤτονε πολυπαθὴς τῆς ἐρωτιᾶς κουρσιÜρης,
εἰς τοýτην ἔκαμνε κανεὶς εἰς τὴν φιλιὰν τῆς χÜρης·
τεχνßτης εἰς τὴν συντυχιÜ, δÜσκαλος εἰς τὴν πρᾶξι,
καὶ μοναχὴ τὴν ἄφηκεν ὁγιὰ νὰ μὴν πλατÜξῃ.
Καὶ δὲν ἀπÝρασε ἀπὸ κεῖ τρακüσιες μιὰ ἡμÝρα
κ’ ἦρθε καὶ ’πολησμüνησεν ἡ ἄσπρη περιστÝρα.
Καὶ τüτες εὐγωδþθηκεν ὁ νιὸς ἀρματωμÝνος,
τὸν πüθον ἐδικÜζετον καὶ τὴν φιλιὰν καημÝνος.
Ἄρχιζε καὶ δικÜζετον καὶ τὴν φιλιὰν ἐρþτα·
ὁ ἔρωτας τὸν ἔσωσεν ’ς τῆς λυγερῆς τὴν πüρτα.
Τὴν πρþτην πüρταν ἤνοιξε, τὴν δεýτερην ραγßζει,
οὐδ’ ἄνθρωπος τὸ γροßκησε, οὐδὲ σκυλὶ γαυγßζει.
Κι’ ηὗρε τὴν κüρην καὶ κοßτετον ’ς τ’ ὡριüν της τὸ κρεββÜτι,
προσκεφαλÜδι ὁλÜργυρο ’ς τὸ στῆθος της ἐκρÜτει.
Ὁ ἄγουρος σβÞνει τὸ κερß, καὶ τ’ ἄρματÜ του βγÜνει,
κ’ εἶπεν· «Ὁπ’ ἐγεννÞθηκε σÞμερον ἂς ποθÜνῃ!»
Εἰς τὴν κασσÝλα ἐκÜθισε, ἀτüς του ἐξυπολÞθη,
καὶ βγαßνει τὸ προσκÝφαλο ’κ τῆς λυγερῆς τὰ στÞθη.
ἌβουλÜ της ἐσÞκωσε, ’ς τὰ χÝρια της ἐμπῆκε,
καὶ τὸ ’πεθýμαν εἰς καιροýς, εἰς μιὰν ὥραν τὸ ποῖκε.
Καὶ ξýπνησεν ἡ λυγερὴ ’ς τὰ κανακßσματÜ της,
καὶ γνþρισε ὅτι ἔχασε εἰς μιὸν τὴν παρθενιÜ της.
Καὶ ὁ νιþτερος πεισματικὰ ἄρχισε νὰ τῆς λÝγῃ,
θωρῶντα πῶς ἐμÜνισε εἰς αὔτονε νὰ κλαßγῃ:
«Ἐσý ’σαι κεßνη πὤλεγες νὰ βÜλῃς δακτυλßδι;
βÜλε ἀρραβῶνα χÜμαρη, καὶ βλüγησι σφαγßδι!»
Καὶ μÝσα ’ς τὲς ἀγκÜλες της τὸν ἄγουρον ἐτÞρα,
κ’ ἔκλαιγεν καὶ βαραßνετον ’ς τὴν δολερÞν της μοῖραν.
Ὡς πÝρδικα μοιρολογᾷ, ὡσὰν τρυγüνα κλαßγει,
καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν νιþτερον τοῦτα τὰ λüγια λÝγει:
«Ἂ βουληθῇς νὰ μ’ ἀρνηθῇς καὶ νὰ μ’ ἀλησμονÞσῃς,
εἰς τὴν Τουρκιὰ ’ς τὰ σßδηρα πολλὰ ν’ ἀγανακτÞσῃς ·
σὲ τοýρκικα σπαθιὰ βρεθῇς, σὲ ΚατελÜνου χÝρια,
τὰ κριÜτα σου νὰ κüψουσι μὲ δßστομα μαχαßρια,
ἈρÜπηδες νὰ σ’ εὕρουσι καὶ Μῶροι νὰ σὲ σþσου,
καὶ σ’ ὄχλον σαρακÞνικον τρεῖς μαχαιρὲς σοῦ δþσου·
οἱ δυὸ νὰ ’γγßζου ’ς τὴν καρδιὰ κ’ ἡ ἄλλη ’ς τὰ μυαλÜ σου,
κ’ εἰς τὸν ἀφρὸν τῆς θÜλασσας νὰ βροῦσι τὰ μαλλιÜ σου·
τὰ πüδια καὶ τὰ χÝρια σου νὰ βροῦν εἰς παραγιÜλι,
καὶ τὰ μουσοýδια τὰ βαστᾷς ’ς τὴν ἄμμον νὰ τὰ βγÜλῃ
νὰ δρÜμου νÜ ’ρθουν νὰ σὲ ’δοῦ ἐκ τὰ συγγενικÜ σου,
ἡ μÜννα σου νὰ κουρευτῇ θωρῶντα τὰ μαλλιÜ σου.
Καὶ τüτες νÜ ’ρθω νὰ σὲ ’δῶ γιὰ παρηγüρημÜ μου,
’ς τὸ ξüδι σου νὰ ’γδικιωθῶ, νὰ δροσιστῇ ἡ καρδιÜ μου!»
Καὶ πÜλι κλαßει, θλßβεται, πÜλι μοιρολογᾶται,
καὶ μετὰ τὶς γειτüνισσες ἄκου τὸ τß δηγᾶται:
«Ἀκοýσετε, γειτüνισσες καὶ συνανÜθροφÝς μου,
καὶ σεῖς, κορÜσια, ξεýρετε, οἱ ξÝνες καὶ δικÝς μου·
ἀμÝριμνα μὴ κÜθεστε, τὸν ὕπνον μὴ ἀγαπᾶτε,
τὰ μεσημÝρια κοßτεστε, τὲς νýκτες ἀγρυπνᾶτε.
ΔιατÜσσω σας καὶ λÝγω σας γιὰ τὸ δικü μου βÜρος,
γιατὶ ὁ ὕπνος εἰς ἐμὲ ἦτον μεγÜλος ΧÜρος.
Τὸν πüθον εἶχα μÝσα μου ὡσὰν ἕνα παιγνßδι,
τινὸς οὐδὲν ἐπρüδιδα χωρὶς τὸ δακτυλßδι.
Μὰ στανικῶς, δυναστικῶς ἦλθε καὶ ἔπαρÝ με,
κι’ εἴτ’ ἤθελ’ ἔκαμε ’ς ἐμÝ, κ’ ὕστερα ἐνÝμπαιζÝ με.
Λοιπὸν ὁπὦναι φρüνιμη ἂς σφικτομανταλþνῃ,
διατὶ ὁ ἄνδρας τὴν γυνὴ πÜντα τÞνε κομπþνει.
Βρýσι, νερὸ τρεχÜμενο, ’ς τὰ λüγια ’ν’ ἡ γυναῖκα·
πιστεýγω το σὰν τὸ γροικῶ φρÜγκικα καὶ ρωμαῖκα.
Ἀπὸ πολλοὺς νὰ ’βρῇς τινα νὰ τὴν εὐλογηθοῦσι,
μὰ πλÝα εἶναι πßβουλος, ὁποὺ τὴ συγγελοῦσι ·
ἀρνοῦσι καὶ τοὺς ὅρκους των, τὸ θÝλουσι νὰ κÜμου,
μὸν νὰ χαροῦν λßγον καιρὸν ’ς τὰ ψþματα τοῦ γÜμου.
Μὴ μὲ κατηγορÞσετε γιατὶ σᾶς τ’ ὁρμηνεýγω,
ἀφῆν ἐμπῆκα ’ς τὸ χορü, χρειὰ μὦναι νὰ χορεýγω.
==========================
ΘρÞνος
Το ποßημα (404 στßχοι) εßναι δραματικÜ ανεπτυγμÝνος θρÞνος της Παναγßας, τελευταßο Ýργο του ΦαλιÝρου, γραμμÝνο στις 1ες 10ετßες του 15ου αιþνα. ΕντÜσσεται αφηγηματικÜ στη συζÞτηση ανÜμεσα σε 2 Üτομα, τον ποιητÞ/αφηγητÞ και τον Εβραßο Τζαδüκ, που παρατηροýνε ζωγραφικÞ απεικüνιση της Σταýρωσης. Τα πρüσωπα του πßνακα (Θεοτüκος, ΙωÜννης, Μαρßα η ΜαγδαληνÞ, ΜÜρθα, Χριστüς) διαλÝγονται στα εβραúκÜ κι ο Τζαδüκ μεταφρÜζει τα λüγια τους στον αφηγητÞ. ΠυρÞνας του Ýργου εßναι η σπαραχτικÞ Ýκφραση ψυχικοý πüνου απü τη Θεοτüκο, που θρηνεß και δÝχεται παρηγορητικÜ λüγια.
Παραδßδεται μüνο μÝσω ενüς χειρογρÜφου, του Tübingen Mb 27 (T), το οποßο αντιγρÜφηκε στα 1585. Το κεßμενο του ποιÞματος στον κþδικα αποτελεß αντιγραφÞ της κατÜ πÜσα πιθανüτητα μοναδικÞς Ýκδοσης του ΘρÞνου στα 1543/4, που σÞμερα λανθÜνει. Ο Β. Α. Μυστακßδης παρουσßασε το κεßμενο το 1922 σε μια κατÜ βÜση διπλωματικÞ Ýκδοση του χφ., που Ýχει περισσüτερο ιστορικÞ παρÜ φιλολογικÞ αξßα. ¸τσι, το ποßημα αποτελοýσε το μοναδικü Ýργο του ΦαλιÝρου που δεν εßχε αξιωθεß μιας σýγχρονης κριτικÞς Ýκδοσης, κενü που εντÝλει Þλθαν να καλýψουν οι Bakker και van Gemert με τη 1η επιστημονικÜ υπεýθυνη ÝκδοσÞ του το 2002, απü την οποßα αντλοýνται και τα παρακÜτω ανθολογοýμενα αποσπÜσματα.
Ο αφηγητÞς, κÜποιος Χριστüφιλος, λÝει üτι εßδε ζωγραφισμÝνη μια σκηνÞ της Σταýρωσης, στην οποßα τα λüγια που Ýλεγαν οι παρευρισκüμενοι Ýβγαιναν απü το στüμα τους με εβραúκÜ γρÜμματα. ΚατÜ παρÜκλησÞ του Ýνας Εβραßος, ο Τσαδüκ, μεταφρÜζει αυτÜ τα λüγια. Τα ομιλοýντα πρüσωπα σ’ αυτÞ τη σκηνÞ της Σταýρωσης εßναι η Θεοτüκος (που λÝει τα δýο τρßτα του κειμÝνου), ο ΙωÜννης, η ΜÜρθα, η Μαρßα η ΜαγδαληνÞ, ο Χριστüς, οι Εβραßοι κι ο Λογγßνος. Στο ποßημα αποτυπþνεται ο δραματικüς διÜλογος των προσþπων αυτþν.
Η δομÞ του ΘρÞνου εßναι απλÞ κι ισορροπημÝνη. Το Ýργο αρχßζει με Ýναν αφηγηματικü πρüλογο που λÝγεται απü τον Χριστüφιλο μπροστÜ απü τον πßνακα (στ. 1-12). Στον πρüλογο δßνονται στον αναγνþστη/ακροατÞ οι απαραßτητες πληροφορßες για το θÝμα του ποιÞματος. Ακολουθεß Ýνα δραμÜτιο -ü,τι διαδραματßζεται μÝσα στον πßνακα- που αρχßζει στον στ. 13 και τελειþνει με τον επßλογο της Θεοτüκου (στ. 299-312), üπου πλÝον τα πρüσωπα απευθýνουν τα λüγια τους το Ýνα στο Üλλο και üχι στον ακροατÞ/αναγνþστη. Πιθανüν ο ΦαλιÝρος συνÝλαβε το δραμÜτιο ως χωρισμÝνο σε επεισüδια που ξεκινοýν απü Ýναν απü του λüγους του Χριστοý. Τους τελευταßους τοýς χρησιμοποιεß ο ποιητÞς ως «σπονδυλικÞ στÞλη» του Ýργου. Η κατÜληξη τοý πλαισßου του δραματßου λÝγεται απü τον Χριστüφιλο και τον Τσαδüκ μπροστÜ απü τον πßνακα (323-330), σε αντιστοιχßα με τον πρüλογο.
Ο αρχικüς ΘρÞνος του ΦαλιÝρου αποτελεßται απü το πλαßσιο (στ. 1-12 και 323-330) και το δραματικü μÝρος (στ. 13-312), δηλαδÞ το αρχικü κεßμενο Üρχιζε και τελεßωνε με το Üνοιγμα και το κλεßσιμο του πßνακα της Σταýρωσης. Αργüτερα, σε κÜποιο σημεßο της γραπτÞς παρÜδοσης, εμπλουτßστηκε απü κÜποιον Üγνωστο, ικανü διασκευαστÞ που Þξερε να χρησιμοποιεß τις τεχνικÝς του δραματικοý λüγου, με το επεισüδιο της ΑποκαθÞλωσης και του επüμενου θρÞνου (Pietà), δηλαδÞ Ýνα δεýτερο δραμÜτιο. Απü τον μεταγενÝστερο διασκευαστÞ, επομÝνως, προστÝθηκαν στßχοι στο τÝλος του Ýργου και παρεμβλÞθηκαν και Üλλοι στο κýριο μÝρος - συνολικÜ 118 στßχοι στους αρχικοýς 286 του ΦαλιÝρου.
Ο ΘρÞνος δεν μπορεß να συγκριθεß με κανÝνα Üλλο ελληνικü Ýργο ως προς τη δραματικÞ του μορφÞ, παρÜ μüνο με την Ιστορßα και ¼νειρο του ßδιου ποιητÞ. Και τα δýο εντÜσσονται στην προσπÜθεια του ΦαλιÝρου να γρÜψει διαλογικÜ-δραματικÜ Ýργα, χωρßς ωστüσο να εßναι καθαρÜ θεατρικÜ, γιατß, εκτüς απü τα πρüσωπα του δρÜματος που συνομιλοýν χωρßς τη μεσολÜβηση κÜποιου τρßτου, υπÜρχει κι Ýνας αφηγητÞς. Στον ΘρÞνο τον ρüλο του αφηγητÞ δεν τον παßζει ο ποιητÞς, αλλÜ ο Χριστüφιλος -πιθανüν μια περσüνα του ΦαλιÝρου- που λÝει τον πρüλογο. Εßναι, επßσης, αυτüς που μεταφÝρει τη σκηνÞ, απü τον χþρο üπου βρßσκονται ο ßδιος και οι φßλοι του (εμεßς) στον πßνακα στη σκηνÞ της Σταýρωσης, και αναγγÝλλει το πρþτο πρüσωπο του δραμÜτιου, τη Θεοτüκο.
Ο ΦαλιÝρος φαßνεται πως Þταν Ýνας Üνθρωπος αρκετÜ διαβασμÝνος στη σýγχρονÞ του λατινικÞ και ιταλικÞ λογοτεχνßα, τüσο την κοσμικÞ üσο και τη διδακτικÞ και θρησκευτικÞ. Τα περισσüτερα θÝματα και μοτßβα που χρησιμοποιοýνται στον ΘρÞνο απαντοýν και μÝσα σε laude και σε Üλλα κεßμενα ιταλικÞς προÝλευσης. Στα χρüνια του ΦαλιÝρου η lauda, ως λογοτεχνικü εßδος, εßχε πια διαδοθεß σ’ üλη την Ιταλßα. Οι laude Þταν ýμνοι για θρησκευτικÜ θÝματα, αρχικÜ λυρικÞς φýσης, που εξελßχθηκαν σε αφηγηματικÝς και δραματικÝς συνθÝσεις, τραγουδιüντουσαν, απαγγÝλλονταν και τελικÜ παßζονταν. Αποτελοýν δραματικÜ κεßμενα με σκηνοθετικÝς οδηγßες χωρßς την παρουσßα αφηγητÞ, αν και ορισμÝνες δεν εßναι οýτε εντελþς αφηγηματικÝς οýτε απüλυτα δραματικÝς, κι Ýτσι βρßσκονται ανÜμεσα στα δýο εßδη. Ο ΦαλιÝρος γνþριζε τις laude αφομοιþνοντας καλÜ τις τεχνικÝς τους. Το μÝρος του ΘρÞνου που ονομÜζεται δραμÜτιο δεν εßναι τßποτε Üλλο παρÜ μια lauda, üχι εντελþς δραματικÞ, αλλÜ Ýνα μεικτü εßδος - στο μεγαλýτερο μÝρος της διÝπεται απü δραματικüτητα, ωστüσο εμπεριÝχει και αφηγηματικÜ στοιχεßα. ΠÜντως, το Ýνα και μοναδικü πρüτυπο του ΘρÞνου δεν Ýχει βρεθεß. Φαßνεται πως ο ΦαλιÝρος διασκευÜζει ελεýθερα τις πηγÝς του, προσθÝτει στοιχεßα και γενικÜ τα τοποθετεß σ’ Ýνα δικü του μοναδικü πλαßσιο, αποκλειστικü δημιοýργημÜ του.
¼σον αφορÜ τη παραστασιμüτητα του ΘρÞνου, θα μποροýσαμε να ποýμε τα εξÞς: στο ποßημα δεν υπονοοýνται μüνο λüγια (üπως οι λüγοι του Χριστοý απü τον Σταυρü), αλλÜ και δρÜση-κßνηση. Εκτüς απü τα δÜκρυα, τις χειρονομßες και τους θρÞνους των προσþπων, βρßσκουμε και παρακλÞσεις της Θεοτüκου για δρÜση. Δεν γνωρßζουμε αν ο ΦαλιÝρος σκεφτüταν να παραστÞσει τον ΘρÞνο στη σκηνÞ. ¼πως και το ποßημα Ιστορßα και ¼νειρο, πιθανüν ο ΦαλιÝρος να Ýγραψε τον ΘρÞνο για μια παρÜσταση, προορισμÝνη για Ýναν αρκετÜ στενü φιλικü κýκλο την ημÝρα της ΜεγÜλης ΠαρασκευÞς, σε κÜποια εκκλησßα.
Η γλþσσα του ΘρÞνου ενσωματþνει, κυρßως, κρητικÜ διαλεκτικÜ στοιχεßα του 15ου αιþνα με ελÜχιστα δÜνεια και με Ýναν περιορισμÝνο αριθμü αρχαúστικþν τýπων. Το ποßημα εßναι γραμμÝνο σε κλασικü δεκαπεντασýλλαβο στßχο, με τομÞ μετÜ την 8η συλλαβÞ και συχνοýς διασκελισμοýς, συνÞθως μÝσα στο δßστιχο, ενþ η ζευγαρωτÞ ομοιοκαταληξßα του εßναι πλοýσια και ενδιαφÝρουσα.
Ο ΘρÞνος του ΦαλιÝρου απασχüλησε σημαντικοýς μελετητÝς της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας. Ο Μ. Ι. Μανοýσακας (1965, 18) θεωρεß το Ýργο «αρκετÜ περßεργο και ενδιαφÝρον, γιατß αποδεικνýει πως το θρησκευτικü δρÜμα δεν Þταν Üγνωστο στην ελληνικÞ ΑνατολÞ, üπως πßστευαν ως τþρα». Ο Λßνος Πολßτης (1999, 46) παρατηρεß üτι «ξεφεýγει εντελþς απü τα καθιερωμÝνα, εßναι σýντομο και αποτελεß κÜτι σα δραματοποßηση της σταýρωσης του Χριστοý -Ýν υποτυπþδες “μυστÞριο”».
Αρχßζει με Ýναν πρüλογο, üπου δßνεται το πλαßσιο του θρÞνου της Θεοτüκου (στ. 1-12). Στους στßχους 1-10 ο Χριστüφιλος (πιθανüτατα προσωπεßο του ποιητÞ) αφηγεßται πþς βρÝθηκε με κÜποιους φßλους μπρος σ’ Ýνα πßνακα της Σταýρωσης και ζÞτησε απü τον Εβραßο Τσαδüκ να τους μεταφρÜσει τα λüγια του πßνακα. Οι στßχοι 11-12 μας εισÜγουν στον λüγο της Θεοτüκου κι Ýτσι απü εδþ ξεκινÜ ο θρÞνος της κι ο δραματικüς διÜλογüς της με τη ΜÜρθα και τον ΙωÜννη (στ. 13-72). Η θλßψη της Παναγßας εßναι ανεκδιÞγητη κι οι προσπÜθειες να την παρηγορÞσουν μÝνουν Üκαρπες. Τα 2 παρηγοροýντα πρüσωπα εκφρÜζουν τη βαθειÜ συμπüνια τους για τον πüνο της μητÝρας, δßχως üμως να μερþνουνε τη ψυχικÞ και σωματικÞ οδýνη της.
ΘρÞνος
Εἰς τὰ ΠÜθη καὶ τὴν Σταýρωσιν τοῦ Κυρßου
καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
ποιηθεὶς παρὰ τοῦ εὐγενεστÜτου ἄρχοντος
κυροῦ Μαρßνου τοῦ ΦαλιÝρου
Ὁ Χριστüφιλος
Κι ὁ νοῦς ἀναγυρßζοντα ὁμÜδι μὲ τ’ ἀμÜτι
τοῦ Ἰησοῦ τὴν σταýρωσιν, εἰς ἄδειο τüπο κÜτι
τὴν εἴδαμε ζωγραφιστὴ μαζὶ μὲ τοὺς ληστÜδες
κι ὀμπρὸς εἶχε τὴ μÜναν του κι ἀπὸ τοὺς μαθητÜδες,
τὴ ΜÜρθα, τὴ ΜαγδαληνÞ, κι ἄλλες ’κεῖ πÝρα ’στÝκα˙
καὶ τὰ ’δηγᾶτον πασαεὶς ἦσαν μὲ λüγια ’βραῖκα,
κι ἐφαßνετον κι ἐβγαßνασιν ἀπὸ τὰ στüματÜ των,
ἴτις ὀκ’ ἔδειχνε κÜθεὶς ἐκεῖνα τὰ ’δηγᾶτον˙
καὶ τὸν Τσαδὸκ ἐβÜλαμε νὰ μᾶς τὰ ξεδιαλýνη
κι ἐποῖκε το μετὰ χαρᾶς, μὲ φιλικὴν εἰρÞνη.
Κι οἱ πρῶτοι λüγοι ἐβγαßνασιν ἀπὸ τὴν ἄθλια μÜνα
μὲ δÜκρυα, μ’ ἀναστεναγμοýς, ὁπ’ ὅλους ἐπικρÜνα.
Ἡ Θεοτüκος
Ἐλᾶτε πÜντες, κλÜψετε καὶ μετὰ μὲ θλιβῆτε
καὶ τὸν υἱü μου στὸ σταυρὸ τὸν ἔχουν λυπηθῆτε.
ΠονÝσετε τὸν ἀγαθὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν τüση
κακοπαθειὰν ὁπὄλαβεν ὀγιὰ νὰ σᾶς γλυτþση.
Ἀλßμονο, συγκλÜψετε καμπüσο μετὰ μÝνα,
ὅτι στὸν πüνο μου βουθὸ δὲν ηὕρηκα κανÝνα.
Τοὺς Φαρισαßους καὶ γραμματεῖς κι αὐτεῖνο τὸν ΠιλÜτο,
τὸν Ἄννα καὶ τὸν ΚÜιαφα μ’ ὅλον τους τὸ φουσÜτο
ὥσπερ θεριὰ τοὺς συντηρῶ τοῦ υἱοῦ μου καταπÜνω
κι ὡς μÜνα του γλυκüτατη τὰ λογικÜ μου χÜνω.
Ὅλους θωρῶ κακοθελεῖς κι ὅλους χολικεμÝνους
κι ἀπὸ τοὺς μαθητÜδες του μοßρα σκανταλισμÝνους.
Μüνον ἐγþ ’μαι μοναχὴ καὶ μÝσα ’ς τüση κρßση,
ἀλßμονον, ἡ ταπεινὴ μÜνα καὶ τß νὰ ποßση;
Ἀλßμονο, τὸν ἄπιαστο θωρþντα τον πιασμÝνο
κι αὐτὸν τὸν μÝγα βασιλιὰ κλιτὸ καὶ σκλαβωμÝνο,
καὶ τὸν Χριστὸ τὸν ἄφταιστο τüσα κατακριμÝνο
κι ὅλο τ’ ἀγιüτατο κορμὶ ἄθλιο καὶ πληγωμÝνο!
Ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴ λýπηση μὲ πικροβασανßζει
κι ἀπὸ τὸν πüνο τὴν καρδιὰ γρικῶ νὰ λακταρßζη.
Ἡ ΜÜρθα
Κυρßα μου, παρηγοροῦ κι εἰρÞνεψε δαμÜκι,
ρßξ’ ἀπὸ σÝν, ΠανÜχραντε, τῆς θλßψης τὸ φαρμÜκι.
Ἀλßμονο, θωρþντα σε τὸ πῶς κακοπαθßζεις,
τὰ μÝλη μου φλογßζεις τα καὶ τὴν καρδιÜ μου σκßζεις.
Ἡ Θεοτüκος
Ὦ ἀδελφÜδες μου γλυκÝς, εἰς τὲς ἀρχὲς τοῦ πüνου,
διαπὰς εἰς τοῦ ἐγκαρδιακοῦ, παρηγοριὲς δὲ σþνου.
Μ’ ἂν ἔν’ κι ἐσεῖς συνθλßβεστε, οἱ ξÝνες, καὶ συγκλαῖτε,
πῶς ἔναι μπορεζÜμενο κι ἡ μÜνα ν’ ἀναπÝται;
Ὅντ’ ἔναι ἡ θλßψη σýνωρη, παρηγοριὲς δὲ θÝλει,
γιατὶ δὲν ἔχει ποῦ δεκτεῖ ζÜχαριν οὐδὲ μÝλι.
Ὅλα τῆς φαßνονται πικρὰ κι ὥσπερ φαρμÜκι τÜ ’χει,
ὥστε νὰ πÜψη ἡ γνþση μας κι ἡ σÜρκα ἀπὸ τὴ μÜχη.
ΥἱÝ μου, πÜσα σου πληγὴ πληγþνει τὴν καρδιÜ μου
καὶ τὰ καρφιὰ διαπερνοῦν μÝσα τὰ σωθικÜ μου
κι οἱ στÜξες τῶν αἱμÜτων σου στÜσσουν τὸ πρüσωπü μου
κι ἡ τζüια σου φλοβοτομᾶ μÝσα τὸν ὀμυαλü μου.
ΠÜσα σου πüνος διπλοτριπλὸς στρÝφεται πρὸς ἐμÝνα,
ἀλßμονον, καὶ πÜλι ζοῦν τὰ μÝλη τὰ καημÝνα.
Ὦ μÜνες, συμπονÝσετε τὸ τÝκνο καὶ τὴ μÜνα,
διαπὰς γνωρßζοντα γιατß καὶ πῶς τὸν ἐποθÜνα!
ΒουθÞσετÝ με, ἀλßμονο, πριχοῦ νὰ βγῆ ἡ ψυχÞ μου,
νὰ πιÜσω νὰ τ’ ἀναδεκτῶ καμπüσο τὸ παιδß μου,
τὰ μÝλη του τ’ ἁγιüτατα νὰ τὰ γλυκοφιλÞσω
κι ἀπÝκει εἰσμιὸν ὀπßσω του κι ἐγὼ νὰ ξεψυχÞσω.
Ὁ ἸωÜννης
Ὦ Κýρια καὶ ΔασκÜλισσα, μÝρωσε τὴν καρδιÜ σου
κι ὡς φρüνιμη κι ἁγιüτατη σβῆσε τη τὴν πικριÜ σου.
ἈνÜπαψε κι ἐσὲ κι ἐμᾶς, ὅτι, καθὼς νοοῦμε,
σωστὸν οὐκ ἔναι βüτανο ἄλλο νὰ γιατρευτοῦμε.
Κι ἡ μαρτυριὰ κι ἡ σýλληψις κι ἡ θαυμαστÞ σου γÝννα
τὰ μολογᾶ γιὰ νὰ βρεθῆς μητÝρα καὶ παρθÝνα.
Ἡ Θεοτüκος
ἸωÜννη μου, καλὰ λαλεῖς, μ’ ἂν ἔν’ κι αὐτὸς παθßζει
κατὰ τὴν ἀνθρωπüτητα, ὁποὺ τὰ πÜντα ’ρßζει,
πῶς τüσον πλιὰ ἡ σÜρκα μου δὲν πρÝπει νÜ ’ν’ δοσμÝνη
τοῦ πüνου καὶ γοργüτερα ἄθλια καὶ πικραμÝνη;
Ὁ ἸωÜννης
ΚυρÜ μου, ἡ σÜρκα τοῦ Χριστοῦ βαστÜζει τὸ βοτÜνι
κι ὀγιὰ τὴ ζÞση τῆς ψυχῆς, γιαταῦτο τὰ παθÜνει.
Κι ἴτις λοιπὸν ἐδüθηκε νὰ πÜθη αὐτὰ τὰ πÜθη,
γιὰ νὰ φτιαστοῦν μὲ θεúκὴ χÜρη τὰ πρῶτα λÜθη.
Καὶ τὸ λοιπὸν παρηγοροῦ κι ἔχε το γιὰ καμÜρι
αὐτὸν τὸν ἅγιο θÜνατον ὁποý ’κλινε νὰ πÜρη.
Συνεχßζεται ο θρÞνος της Θεοτüκου που εßχε ξεκινÞσει στον στßχο 13. Μες στα ξεσπÜσματα του μοιρολογιοý της εκφρÜζει την ανÜγκη να τιμωρηθοýν οι Εβραßοι για τον πüνο που προκÜλεσαν. Η Μαρßα η ΜαγδαληνÞ προσπαθεß, üπως και προηγουμÝνως, να τη παρηγορÞσει. Στους στßχους 95-96 ακοýμε για πρþτη φορÜ στο ποßημα λüγια του Χριστοý -ο Χριστüς θα μιλÞσει Üλλες 6 φορÝς. Απευθýνεται στη μητÝρα του και τον ΙωÜννη και τους ζητÜ να συμφωνÞσουν σε μια ανταλλαγÞ που θα μαλακþσει τον πüνο τους, να Ýχουνε στο εξÞς σχÝση μÜνας-γιου. Το κεßμενο συνεχßζεται με το δραματικü διÜλογο της Θεοτüκου με τον ΙωÜννη (στ. 97-124). Οι δυο τους δεßχνουνε ξαφνιασμÝνοι με τη δÞλωση του Κυρßου, αλλÜ δÝχονται ταπεινÜ να εκπληρþσουν το θÝλημÜ Του.
Ἡ Θεοτüκος
Ὦ Γεροσüλυμα πτωχüν, ὦ σπßτι τοῦ Θεοῦ μου,
τοῦτο τὸ μÝγα φταßσιμο τὸ ’ποῖκες πρὸς τοῦ υἱοῦ μου
εἰς πüση καταχþρεση καὶ χÜλαση μεγÜλη
σᾶς θÝλει φÝρει μιὰ γενιὰ κακὴ καὶ ξÝνη ἄλλη!
Κι ἐσεῖς ὁποὺ ’πληγþθητε καὶ φαßνεται καὶ ζεῖτε
μὲ τὸ μαχαßρι τὸ πικρὸ τῆς θλßψης, σωρευτῆτε˙
κι ἐσεῖς κι ἐγὼ τοὺς πüνους μου ἂς κλαßγωμεν ἀμÜδι
καὶ τοýτη τὴν πικρὰν ζωὴν ἂς ἔχωμεν ὡς Ἅδη.
Μαρßα ἡ ΜαγδαληνÞ
Ὦ ΡÞγισσα τῶν οὐρανῶν, ΔÝσποινα τοῖς ἀγγÝλοις,
ὅλους μας ἔχεις δοýλους σου κι ὅριζε τß ἔν’ τὸ θÝλεις.
Κι ἂν ἔν’ καὶ μὲ τὰ κλÜηματα, μὲ πüνους καὶ μὲ θρÞνη
ἐδýνετον κι ὁ πüνος σου κι ἡ θλßψη ν’ ἀλαφρýνη,
ὀγιὰ νὰ δþσωμε κι ἐσὲν κι ἐμᾶς παραμυθßα,
ἄλλο νὰ κÜμωμε εἴχαμε μὲ τüση πεθυμßα;
Ἡ Θεοτüκος
Ὦ ΜÜρθα μου γλυκüτατη κι ἐσý, ΜαγδαληνÞ μου,
κι ἐσεῖς οἱ πρüλοιπες ΜαριÝς, ὁποý ’στε εἰς συνδρομÞ μου,
ἐχÜσετε τὸ δÜσκαλο τὸν πολυαγαπημÝνο
κι ἐγþ, ἡ πτωχÞ, τὸν Κýριο μου τὸν εἶχα γεννημÝνο˙
ὅλες ὀρφανιστÞκαμε, μὰ ’γὼ περßσσια, ἡ μÜνα,
γιατὶ ὅλες μου γιὰ μιὰ φορὰ οἱ δüξες μοῦ ’λιγÜνα,
ὥστε ν’ ἀνÝβωμε κι ἐμεῖς στῶν οὐρανῶν τὰ πλοýτη.
Κι ἀπὸ τὸ στüμα τοῦ Χριστοῦ ἐβγαῖνα οἱ λüγοι τοῦτοι:
Ὁ Χριστüς
ΓυνÞ, αὐτοῦ ’ν’ τὸ τÝκνο σου, κι ἔπαρ’κι ἐσý, ἸωÜννη,
αὐτεßνην ὀγιὰ μÜνα σου νὰ σ’ἔχη ὀγιὰ βοτÜνι.
Ἡ Θεοτüκος
Ἐβὲ σ’ ἐμÝν, τὴν ἄτυχον, καὶ τß ’ν’ αὐτὰ τὰ λÝγει
ὁ υἱüς μου πρὸς τὴ μÜναν του θωρþντα νὰ κλαßγη!
Κýριε, πολλὰ παρÜξενη κατÜλλαξιν ἐβλÝπω
κι ὅλη μὲ κÜμνει τὴν πτωχὴ μÜνα καὶ παρατρÝπω.
Δοῦλο στὸν τüπο τ’ἀφεντὸς μοῦ δßδεις καὶ θαυμÜζω
καὶ μαθητὴ γιὰ δÜσκαλο, πρÜμα τὸ δὲν ξεικÜζω,
πλÜσμα γιὰ ΠλÜστη κι ἄνθρωπον εἰς τüπον τοῦ Θεοῦ μου
καὶ τὸν ἐξÜδελφο γιὰ υἱὸ κι ἐβγαßνω ἀπὸ τὸ νοῦ μου.
Μ’ ἀπεßτις θÝλεις νὰ γενῆ, στÝργω τὸν ὁρισμü σου,
καλὰ καὶ νÜ ’χω νὰ πονῶ γιὰ ’δῶ τὸ στερεμü σου.
ΥἱÝ, κι ἂν ἔν’ καὶ μ’ ἔκραξες γυναßκα κι ὄχι μÜνα,
γι’ αὐτὸ οὐκ ἐπληθýνασιν οἱ πüνοι οὐδ’ ἐλιγÜνα,
γιατὶ γρικῶ κι ἐφÜνη σου μὲ σπλÜγχνος νÜ ’χα πÜρει,
ἀλßμονον, ἡ μÜνα σου, βαρýτερο γομÜρι.
Ἔλα λοιπüν, ἸωÜννη μου, νὰ σ’ἔχω γιὰ παιδß μου
κι ὀγιὰ βουθὸ καὶ συντροφιὰ καὶ παρηγüρησÞ μου,
καὶ κÜμε σ’ὅσον ἠμπορεῖς κοντὰ νὰ μὲ σιμþσης
πρὸς τὸ σταυρü, τοὺς πüνους μου ἂν θÝλης ν’ ἀλαφρþσης.
Καὶ πιÜστε με νὰ πηαßνωμε κι ἡ δýναμÞ μου ’χÜθη,
ἀλßμονον, κυρÜδες μου, ἀπὸ τὰ τüσα πÜθη.
Ὁ ἸωÜννης
Ὦ Κýριε μου πανÜγαθε, πÜτερ καὶ δÜσκαλÝ μου,
τοῦτο τὸ σπλÜγχνος ἔν’ πολὺ ὁποý ’πραξες μετ’ ἔμου
κι οὐκ ἐμπορÝσειν ἤθελα νὰ σοῦ τὸ εὐχαριστÞσω,
ἀλλὰ τὰ ’ρßζεις προσκυνῶ καὶ θÝλω νὰ τὰ ποßσω.
Κι ἐσý, ΚυρÜ μου, δÝξαι με κι ἔχε με σὰν ὁρßζεις,
ὀκαὶ τὸ νοῦ μου καὶ καρδιὰ δικÞ σου τὴ γνωρßζεις,
κι αὐτὲς τὲς πρßκες λßγανε, ὅτι γοργὸν θὲς ἔχει
μαντÜτα πὼς ἐγÝρθηκε καὶ πὼς μᾶς ἀπαντÝχει.
Στο παρακÜτω απüσπασμα διαβÜζουμε τους τελευταßους στßχους (οι 103 στßχοι που ακολουθοýν εßναι, σýμφωνα με τους μελετητÝς του Ýργου, μεταγενÝστερη προσθÞκη ενüς διασκευαστÞ). Το ποßημα κλεßνει με τον καταληκτικü λüγο της Θεοτüκου (στ. 299-312), που, αφοý θρÞνησε σπαραξικÜρδια τον Υιü της και παρηγορÞθηκε απü τα υπüλοιπα πρüσωπα του Ýργου, Þρθε η þρα να απευθýνει τον λüγο στους Εβραßους, καθþς και σ’ üλους τους θεατÝς του πßνακα. ΠροτρÝπει τους Εβραßους να μετανοÞσουν και παρακινεß üλους τους ανθρþπους να δοξÜζουν και να ευχαριστοýν το Θεü. ΜετÜ τον επßλογο της Θεοτüκου, τον λüγο παßρνει ο Χριστüφιλος που εßχε προλογßσει το ποßημα. Αυτüς Þτανε που ζÞτησε αρχικÜ απü τον Τσαδüκ να μεταφρÜσει τα εβραúκÜ λüγια και τþρα του ζητÜ διακριτικÜ να μοιραστεß τον πüνο των χριστιανþν, μετανοþντας για τις αμαρτßες των Εβραßων. Η καταληκτικÞ σκηνÞ ολοκληρþνεται με τον Τσαδüκ, που παραδÝχεται την αλÞθεια üσων διÜβασε και δηλþνει με μεγαλοψυχßα üτι συμπÜσχει με τους χριστιανοýς στο Θεßο ΔρÜμα (στ. 323-330).
Ἡ Θεοτüκος
Ὦ κüσμε, κüσμε ἀνÝγνωρε κι ἄνθρωποι δßχως πßστη,
γιÜ πιÜστε, μελετÞσετε τὸν ἀγαθὸν τὸν Κτßστη
μὲ πüσους τρüπους, καὶ καινοýς, σᾶς ἔχει χαρισμÝνα
καὶ πüσα ἀξεßκαστα καλÜ, κι ἐσεῖς ποτὲ ’ς κανÝνα
οὐδὲν ἐδþκετε καμιὰ ’δε σκιὰν εὐχαριστßα:
τüσα ’ν’ ἡ γνþμη σας κακὴ μετὰ τὴν ἀπιστßα!
Σüτα ’ν’ καιρὸς ἐπÜρετε φωτιÜ, ἀναβλεπτῆτε,
τὴ στρÜτα τῆς Θεüτητος ἂν θÝλετε νὰ βρῆτε,
κι ἐτοῦτος ἔν’ ὁ ὕστερος ἥλιος μὲ τüση γνþση
ὁποý ’ρθε τ’ ἀπολεßποντα ὅλα νὰ τ’ ἀποσþση.
Λοιπὸν ὑμνεῖτε τὸ Θεὸ ὅλοι, μικροὶ μεγÜλοι,
καὶ μὲ καρδιὰ καὶ μὲ ψυχὴ καὶ καθαροýσα λÜλη,
εὐχαριστεῖτε τὸ Θεü, δοξÜζετε τὸν Κýριο,
ὁποὺ σᾶς ἐφανÝρωσε τÝτοιο ψηλὸ μυστÞριο.
Ὁ ἸωÜννης
Ὦ Κýρια μου, δὲν ἔν’ καιρὸς τὰ ’δῶ νὰ στÝκης πλÝα
κι ὅντε τὸν κατεβÜσουσιν, ἐτüτες ἔν’ καλλÝα
νÜ ’ρθουμε τὸν ἈφÝντη μας γιὰ νὰ τüνε δεκτοῦμε
καὶ νὰ τὸν περιλÜβωμε καὶ ν’ ἀποχωριστοῦμε.
Ἡ Θεοτüκος
Ἂς γÝνη ἀπεὶ σᾶς φαßνεται, στὸ σπßτιν ἂς στραφοῦμε
κι ὅντε τὸν κατεβÜσουσι, κÜμετε νὰ βρεθοῦμε,
γιατὶ δὲ μοῦ ’θελε φανεῖ νÜ ’γιανα τὰ κακÜ μου,
ἂν δὲ μοῦ τὸν ἐθÝσετε δουμὶ στὰ γüνατÜ μου,
νὰ πιÜσω τὸν ἈφÝντη μου, νὰ τὸν γλυκοφιλÞσω
κι ὅλον νὰ τὸν περιπλεκτῶ˙ τüτες νὰ τὸν ἀφÞσω.
Ὁ Χριστüφιλος
Τσαδüκ, πολλὰ ’κολÜστηκες, καθὼς καὶ ν’ ἀναγνþθης
τὰ τüσα πÜθη τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἔν’ κι ἐταπεινþθης,
θαρρῶ γιὰ καλοσýνη σου νὰ τüνε συμπονÝσης,
γιατß, καθὼς γνωρßζομε, δὲν ἔν’ αὐτὸς τῆς φταßσης.
Ὁ Τσαδüκ
ΜÜ τὴν ἀλÞθεια ἀρÝσει μου νὰ τÜ ’χω γνωρισμÝνα
κι ὡς δεßχνει ὁμοιÜζουν νÜ ’ν’ καλÜ, εἶναι κακὰ κριμÝνα.
Γιὰ ’μὲν πονεῖ ἡ καρδßτσα μου καὶ μετ’ αὐτὰ συγκλαßγω
καὶ τὲς ἀλýπητες καρδιὲς γιὰ ’γὼ πολλὰ τὲς ψÝγω.
==========================
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΕπεξηγÞσεις üρων κειμÝνου:
α). Το contrasto εßναι Ýνα εßδος διαλογικοý ποιÞματος, συνÞθως ερωτικÞς, αλλÜ κι ηθικÞς Þ πολιτικÞς θεματογραφßας, που ανθßζει το 13ο αι. και δεν ακολουθεß μια καλÜ καθορισμÝνη μετρικÞ στη συνÝχεια, κυμαßνεται απü μπαλÜντες σε δßστιχα, ως και τραγοýδια με στßχους ομοιοκαταληκτικοýς. ΜεγÜλη Üνθηση γνωρßζει στη μεσαιωνικÞ λατινικÞ φιλολογßα με ονüματα üπως: disputatio, conflictus, altercatio και στη συνÝχεια υιοθετÞθηκε απü τη νεολατινικÞ λογοτεχνßα με τα ονüματα bataille, στα γαλλικÜ disputation, ισπανικÜ disputa, streitgedicht στα γερμανικÜ.
To κοντρÜστο, που χρησιμοποιεß ψευδο-ρεαλιστικÞ γλþσσα κι αλληγορικÞ ηθικÞ, εμφανßζεται συνÞθως ανÜμεσα σε δýο εραστÝς, αλλÜ κι ανÜμεσα σε Üλλα Üτομα Þ αντικεßμενα και μÜλιστα, üπως στη θρησκευτικÞ ποßηση μεταξý του σþματος και της ψυχÞς, ζωÞ και θÜνατο, Χριστü και ΣατανÜ, δýο μÞνες του Ýτους, το καρναβÜλι κι η ΣαρακοστÞ, κρασß και νερü κλπ. Στο ρεαλιστικοý τýπου, η διαπλοκÞ των φωνþν που πραγματοποιÞθηκε στßχο-στßχο, η επιχειρηματολογßα, η στÜση του συνομιλητÞ ακολουθεß συχνÜ τη ζωντανÞ πραγματικüτητα, παρüμοιο με Ýνα rinfacciamento (μια «Ýναντßωση»).
Σýμφωνα με τον ορισμü του που δßνει ο Carlo Salinari «εßναι Ýνα εßδος αντιπαρÜθεσης, ευρÝως διαδομÝνο üπου η αντιπαρÜθεση αλλÜ και πολλÜκις η αλληλοκατηγüρια, γßνεται κι αναλüγως των περιγραφομÝνων χαρακτÞρων τους. Αυτοß ως εκ τοýτου, δεν Ýχουνε πραγματικÞ ψυχολογικÞν ανÜπτυξη, αλλÜ εßναι στερεüτυποι χαρακτÞρες, σχεδüν μÜσκες».
Πιο αξιüλογοι εκφραστÝς αυτοý του εßδους εßναι οι: Cielo d'Alcamo, Bonvesin de la Riva, Leonardo κι ως θρησκευτικÞ εκπαιδευτικÞ λογοτεχνßα, το contrasto του Jacopone Da Todi, μεταξý ζωντανþν και νεκρþν. Το εßδος αυτü σχεδüν εξαφανßζεται μετÜ τον 16ο αι. με ελÜχιστα δεßγματα, Üνευ σημασßας και μνημüνευσης.
β). Για τη pastourella το μüνο που βρÞκα εßναι πως εßναι Ýνα εßδος επßσης ερωτικþν διαλüγων βουκολικÞς προÝλευσης και θεματολογßας.
γ). Τα maritazzi Þ μαριτÜζια (εξελλ.) εßναι το μüνον εßδος που σε παραφθορÜ, κρατÜ ακüμα και σÞμερα. Συνηθßζεται σε γÜμους μα παßρνει το λüγο ο κουμπÜρος Þ ο πατÝρας Þ κÜποιος Þ κÜποιοι φßλοι των νιüνυμφων και να λÝει με μορφÞν αστεúσμοý αν κι üχι πÜντα Ýμμετρα και με ρßμα, πειρÜγματα για τον γαμπρü Þ τη νýφη Þ και παινÝματα, Ýτσι þστε να λαμπρýνει, να αλαφρýνει την ατμüσφαιρα απü το Üγχος και την Ýνταση με τα γÝλια. Αυτü λοιπüν üμως γινüταν απü παλιÜ, απü το 10ο αι. κι ßσως και παραπßσω, αλλÜ με Ýμμετρη και με ρßμα, μορφÞ και σßγουρα προετοιμαζüτανε μÝρες πριν, αν επρüκειτο περß μεγÜλου ποιÞματος, ειδÜλλως αν Þταν απλþς Ýνα δßστιχο, μπορεß να βγαινε κι αυθορμÞτως εκεßνη τη στιγμÞ.