Πωλ Βαλερý
Αυτοπορτραßτο του
Βιογραφικü
O Πωλ Βαλερý, γεννÞθηκε 30 Οκτþβρη 1871, απü Κορσικανü πατÝρα (Barthelemy Valery) και μητÝρα ΓενοβÝζα (Fanny Grassi), στο Sete, μια πüλη στη μεσογειακÞ ακτÞ Herault, αλλÜ ανατρÜφηκε στο ΜονπελιÝ, απü το 1884, Ýνα μεγαλýτερο αστικü κÝντρο κει κοντÜ. Σ' ηλικßα 7 ετþν επισκÝφθηκε με τη μητÝρα του το Λονδßνο. ΜετÜ τη παραδοσιακÞ ρωμαιοκαθολικÞ στοιχειþδην εκπαßδευση και τον θÜνατο του πατÝρα του, (το ΜÜρτη του 1887), το 1888 εγρÜφεται για να σπουδÜσει νομικÜ στο ΠανεπιστÞμιο του ΜονπελιÝ. ΓενικÜ Þταν μÝτριος μαθητÞς κι αν κι Þτανε κοινωνικüς κι επικοινωνιακüς χαρακτÞρας, πÜντα κρατοýσε μÝσα του Ýνα μυστικü κÞπο, που κει αποσυρüταν, üταν Þθελε, για να ταÀσει την οργιþδη, ευαßσθητη κι ερωτικÞ φαντασßα του, μ' εικüνες εξ ολοκλÞρου δικÝς του. ΔιαβÜζει Ουγκþ (Hugo), ΓκωτιÝ (Gautier), Μπωντλαßρ (Baudelaire), Βερλαßν (Verlaine) και τüτε ξεκινÜ να γρÜφει τα πρþτα του ποιÞματα. Τüτε περßπου, ανακαλýπτει και το Musee Fabre The Dictionnaire De l' Architecture του Viollet-le-Duc και το The Grammar Of Ornament του Owen Jones κι αρχßζει να σχεδιÜζει, να σκιτσÜρει και να ζωγραφßζει. ¸νας φßλος του, ο Pierre Feline, τονε μπÜζει στη χþρα των μαθηματικþν και της μουσικÞς, ιδιαßτερα κεßνης του ΒÜγκνερ (Wagner).
Λßγον αργüτερα, Ýρχεται κι η πρþτη δημοσιεýση ποιημÜτων του και φυσικÜ νιþθει ευτυχÞς και περÞφανος. ΔιαβÜζει ΜαλαρμÝ (Mallarme), Πüε (Poe) & Huysmans. Την επüμενη χρονιÜ παρουσιÜζεται για τη στρατιωτικÞ του θητεßα και παρÜλληλα γνωρßζεται με τη κυρßα De Rovira, που θ' αποτελÝσει το πρþτο ερωτικü του σκßρτημα και τη πρþτη ερωτικÞ του απογοÞτευση, που θα του επιφÝρει μια πρüσκαιρη τρικυμßα στο μυαλü. Το 1890 γνωρßζεται και συνÜπτει φιλικÞ σχÝση με τους, Pierre Louys κι Andre Gide και την επüμενη χρονιÜ δημοσιεýει τα του ΝÜρκισσου. Το φθινüπωρο του ßδιου χρüνου, επισκÝπτεται τον ΜαλαρμÝ κι αποφασßζει να εγκατασταθεß στο Παρßσι, για üλη την υπüλοιπη ζωÞ του. Το 1893 ξεκινÜ να μελετÜ επιστημονικÜ: Faraday, Maxwell, Lord Kelvin, Riemann, Lobatchevsky, Russel, Cantor, Poincare. ΣυνÜπτει φιλßα με τον Marcel Schwob, που τονε μπÜζει στους ¢γγλους συγραφεßς και πιο συγκεκριμÝνα στους: Stevenson, Defoe, Meredith. Την επüμενη χρονιÜ πιÜνει διαμÝρισμα στην οδü Gay-Lussac και μελετÜ στη βιβλιοθÞκη το συγγραφικü, επιστημονικü Ýργο του ΛεονÜρντο Ντα Βßντσι.
Το 1900, παντρεýτηκε τη Jeannie Gobillard, κοινÞ φßλη του ΜαλαρμÝ και συγγενÞς της ζωγρÜφου Berthe Morisot κι αποκτÞσανε μαζß 3 παιδιÜ: Claude, Agathe και Francois. ΓενικÜ, εργÜστηκε σε διÜφορες δουλειÝς κι Üργησε πολý ν' ασχοληθεß αποκλειστικÜ και μüνο με το γρÜψιμο, στην ηλικßα των 50 ετþν. Το 1925 εκλÝγεται μÝλος της Ακαδημßας Παρισιοý κι Ýκτοτε κÜνει διαλÝξεις και μελÝτες, για πολιτιστικÜ και λογοτεχνικÜ θÝματα, σ' üλη την Ευρþπη. Το 1931 ιδρýει το College Internationale De Cannes, ιδιωτικü σχολεßο που δßδασκε, γαλλικÞ γλþσσα, πολιτισμü κι ιστορßα και λειτουργεß ακüμα και σÞμερα. To 1932 Ýδωσε πνοÞ στον εορτασμü των 100 χρüνων απü το θÜνατο του Johann Wolfgang Von Goethe. Το 1937 διορßστηκε διευθυντÞς στο ΠανεπιστÞμιο Νßκαιας. Στο Β' Παγκ. Πολ., η κυβÝρνηση των δοσιλüγων του Vichy, αφαßρεσε πολλÜ απü τα προνüμιÜ του.
Ο Πολ Βαλερß πÝθανε στις 20 Ιουλßου 1945 και θÜφτηκε 5 μÝρες αργüτερα, στο κοιμητÞρι της γενÝτειρÜς του, το Sete, σ' ηλικßα 74 ετþν.
========================
Το ΚοιμητÞρι ΠλÜι Στη ΘÜλασσα
ΜÞ, φßλα ψυχÜ, βßον ἀθÜνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανÜν.
Πßνδαρος: Πυθιüνικοι, ΙΙΙ
Η στÝγη τοýτη η Þρεμη, που περιστÝρια τη πατÜνε,
ανÜμεσα στα πεýκα και στους τÜφους πÜλλεται· και νÜ ’ναι
η Μεσημβρßα η δßκαιη εκεß, με τις φωτιÝς της να συνθÝτει
τη θÜλασσα, τη θÜλασσα που πÜντα ξαναρχßζει! Σκýβει
αυτüς που σκÝφτεται, ω, ýστερα και νιþθει πως τον ανταμεßβει
των θεþν το βλÝμμα εκεßνο που η γαλÞνη επÜνω του αποθÝτει!
Μα ποιü Ýργο δßχως λÜμψεις καθαρÝς διαμÜντια üλο βρßσκει
μες στους ασýλληπτους αφροýς, και βρßσκοντÜς τα τÜ αναλßσκει,
και ποιÜ εßναι η ειρÞνη που να εγκυμονεßται μοιÜζει – ποια και πüση;
¼ταν στην Üβυσσο απü πÜνω στÝκεται Þλιος μεσημÝρι,
και αμÜλαγα Ýργα, που ’βγαν απü αιτßα αιþνια, υπερεξαßρει,
ο Χρüνος πÜντα σπινθηροβολεß και το ¼νειρο εßναι γνþση.
Ταμεßο στÝρεο, απλÝ ΝαÝ στην ΑθηνÜ αφιερωμÝνε,
γαλÞνης μÜζα και δεξαμενÞ ορατÞ, της στÝρνας μÝνε,
νερü πηγαßο, σýνοφρυ, ΟφθαλμÝ που μÝσα σου επιλÝγεις
τüσο πολý ýπνο να φυλÜς κÜτω απü φλüγινο μαγνÜδι,
ω εσý ΣιωπÞ μου!… ω οικοδüμημα μες στην ψυχÞ, με υφÜδι
ολüχρυσο τα χßλια κεραμßδια κÝντησες της ΣτÝγης!
ΝαÝ του Χρüνου, που σου συνοψßζει τους καιροýς ο στüνος,
ιδοý, ανεβαßνω στο σημεßο αυτü και συνηθßζω μüνος,
καθþς μες στο θαλασσινü μου βλÝμμα βρßσκομαι κλεισμÝνος·
και πÝμποντας προς τους θεοýς την υπερτÜτη προσφορÜ μου
ατÜραχοι σπινθηρισμοß, γαλÞνιοι, σπÝρνουνε σιμÜ μου,
σε τοýτο το ýψωμα, το κραταιü θρÜσος, το νÜ ’μαι επηρμÝνος.
ΣιγÜ, κι Ýτσι üπως λειþνεται, να γßνει απüλαυση η οπþρα,
που αν, üμως, λεßψει, σε ηδονÞ η απουσßα της αλλÜζει, τþρα
μÝσ’ σ’ Ýνα στüμα χÜνεται, κι εκεß το σχÞμα του πεθαßνει,
κι εγþ, Ýτσι, εδþ, στον τüπο αυτü, ρουφþ τον μÝλλοντα καπνü μου,
ενþ ο ουρανüς στη φαγωμÝνη μου ψυχÞ, στον ψυχισμü μου,
τραγοýδι για τις αλλαγÝς στεναζουσþν ακτþν υφαßνει.
Ωραßε ουρανÝ, εσý αληθινÝ ουρανÝ, για δες με πþς αλλÜζω!
ΜετÜ απü τüσην Ýπαρση και την αλλüκοτη που βγÜζω
νωθρüτητα, Ýναν üκνο που ’χει σφρßγος να του περισσεýει,
εγκαταλεßπομαι στον χþρο τοýτον που λαμποκοπÜει,
και ο ßσκιος μου στους οßκους των νεκρþν επÜνω περπατÜει,
ενþ η κßνησÞ του η εýθραυστη γνωρßζει να με τιθασεýει.
Φως την ψυχÞ μου απü του ηλιοστÜσιου τους πυρσοýς φαιδρýνει
για να σε υπερασπßζομαι περßφημη δικαιοσýνη
του φωτισμοý, με τ’ ανοικτßρμονÜ σου üπλα στην αρÜδα!
Σ’ επαναφÝρω αμüλυντη και αγνÞ στις πρωτινÝς σου θÝσεις:
κοιτÜξου!… Μ’ επαναφορÜ φωτüς υπü προûποθÝσεις
συμβαßνει μüνο: τη μισÞ απαιτεß του σκüτους σκυθρωπÜδα.
Για μÝνα, ω, μüνο, και σ’ εμÝνα, ναι, σ’ εμÝ τον ßδιο, που εßναι σ’
εγγýτητα με μια καρδιÜ και στου ποιÞματος τις κρÞνες,
ανÜμεσα κενοý και γνÞσιων συμβÜντων επαλλÞλων,
ο αντßλαλος προσμÝνω ν’ αρθρωθεß του εντüς μου μεγαλεßου,
πικρÞ μια στÝρνα, ζοφερÞ, σκοτεινιασμÝνη του ανηλßου
νεροý, üπου πÜντα ηχεß μες στην ψυχÞ μελλοντικü Ýνα κοßλον!
Γνωρßζεις, ψεýτικη εσý ειρκτÞ των φυλλωμÜτων, ναι, γνωρßζεις,
ω κüλπε, που τις κÜτισχνες αυτÝς κιγκλßδες ροκανßζεις,
σαν κλεßνω ερμητικÜ τα μÜτια μου, ποιοß μυστικοß ιμÜντες
με σÝρνουν, ποιü κορμß στο τÝλος του το οκνü με παρασýρει,
ποιü μÝτωπο, στη γη για να το χþσει απü τα οστÜ το σýρει;
Εδþ μια σπßθα συλλογιÝται τους δικοýς μου μεταστÜντες.
ΜÝρος ιερü, απü μια Üυλη φωτιÜ γεμÜτο, και κλεισμÝνο·
χωμÜτινο Ýνα θραýσμα, σπÜραγμα, στο φως προσκομισμÝνο –
μου αρÝσει ο τüπος τοýτος ο σπαρμÝνος üλο λýχνους, και üντως
με τÝρπει: σýνθεμα χρυσοý και λßθων, που απü σýσκια γÝμει
δεντριÜ, και που το μÜρμαρο απ’ τις τüσες τις σκιÜσεις τρÝμει·
εδþ, Ýμπιστος, στο σκÝπασμα των τÜφων μου κοιμÜται ο πüντος!
ΘαυμÜσια, εξαßσια Σκýλλα, τους παγανιστÝς μακριÜ μου κρÜτα!
Με το χαμüγελο üταν του ποιμÝνος βüσκω εγþ τα πρÜτα
–τα μυστηριþδη πρüβατÜ μου, μüνος απ’ αρχÞς Ýως τÝλους,
το ολüλευκο κοπÜδι εκεß, üπου οι Þσυχοß μου τÜφοι ορßζουν–
τα φρüνιμα να διþχνεις περιστÝρια εσý, που γουργουρßζουν,
τα μÜταια απüπεμπε üνειρα και τους περßεργους αγγÝλους!
Εδþ που βρßσκομαι, το μÝλλον εßναι σχüλη και ακηδßα.
ΜονÞρες, ξεκομμÝνο ξýνει το Ýντομο την ξηρασßα·
τα πÜντα εκÜηκαν, ανεμοσκορπιστÞκαν, σε δαýτη
την αδυσþπητη –μακÜρι νÜ ’ξερα κι εγþ ποιÜ– ουσßα…
ΤερÜστια γßνεται η ζωÞ μεθþντας απ’ την απουσßα·
η πßκρα εßναι γλυκýτατη, και φωτεινü το πνεýμα αστρÜφτει.
Σε τοýτο ’δþ το χþμα οι πεθαμÝνοι εßναι καλÜ κρυμμÝνοι –
στη γης αυτÞ που θÜλπει το μυστÞριü τους· το ξεραßνει.
Η Μεσημβρßα εκεß ψηλÜ –ψηλÜ και δßχως να κινεßται–
στοχÜζεται ενδομýχως, βρßσκει την ισχý των νοημÜτων…
ΓεμÜτε νου και κορεσμÝνε, διÜδημα εκ των τελειοτÜτων,
εγþ εßμαι εντüς σου η αλλαγÞ που μυστικþς επιτελεßται.
Τους φüβους σου να ελÝγχεις Ýχεις μüνο τη βοÞθειÜ μου!
Οι μεταμÝλειες μου, οι αμφιβολßες μου, τα εμπüδιÜ μου
εßν’ ελαττþματα: ü,τι το τρανü διαμÜντι σου ψευτßζει…
Μα μÝσα εκεß στη νýχτα τους, που απü τα μÜρμαρα βαραßνει,
Ýνας –ας ποýμε– λαüς στων δÝντρων εßν’ τις ρßζες και επιμÝνει
το μÝρος σου να παßρνει απü καιρü και να σε υποστηρßζει.
Σε μι’ απουσßα τελεßως Ýχουν διαλυθεß πυκνÞ, δασεßα,
και η κüκκινη Üργιλος κατÜπιε το λευκü τους εßδος· στα ßα,
ναι, στα Üνθη, που το ροýφηξαν, το δþρο της ζωÞς εδüθη!
Ποý πÞγαν των κεκοιμημÝνων οι γνωστÝς, συνÞθεις φρÜσεις;…
Η ατομικÞ τους τÝχνη;… της ψυχÞς του ποý ’ναι οι ανατÜσεις;
Κει μÝσα που τα δÜκρυα επλÜθονταν, πλαγγüνα τþρα κλþθει.
Των κοριτσιþν τσιρßδες που πιαστÞκαν αιφνιδιασμÝνα,
τα μÜτια και τα δüντια και τα τσßνορÜ τους τα κλαμÝνα,
το ελκυστικü τους στÞθος που με τη φωτιÜ παßζει με κÝφι.,
επßσης το αßμα που αστραφτοκοπÜ στα πρüθυμÜ τους χεßλη,
τα λοßσθια δþρα, τ’ ακροδÜχτυλα που τους φρουροýν την ýλη,
το καθετß στο χþμα μπαßνει και στην παιδιÜ επιστρÝφει!
Κι εσý μεγÜλη μου ψυχÞ, εßσ’ εδþ, στης προσμονÞς τη ρÜχη,
πιστεýοντας πως τ’ üνειρο της πλÜνης χρþματα δεν θÜ ’χει
σαν κεßνα που χρυσü το κýμα σ’ Ýνσαρκες ματιÝς συσταßνει;
Θα τραγουδÜς, αλÞθεια, κι üταν πια καπνüς θε νÜ ’χεις γßνει;
Εμπρüς! Τα πÜντα φεýγουν! Πüρος μου κανÝνας δεν θα μεßνει·
ακüμα και αυτÞ η ανυπομονησßα η αγßα, ναι, πεθαßνει!
Αθανασßα κÜτισχνη, μαυρειδερÞ, επιχρυσωμÝνη,
παρηγορÞτρα εσý, φρικιαστικÜ δαφνοστεφανωμÝνη,
που φτιÜχνεις απ’ τον θÜνατο Ýνα στÞθος μητρικü και τÝλειο,
το ψεýδος το πανÝμορφο και την ευλαβικιÜν απÜτη!
Ποιüς δεν τα ξÝρει;… Ποιüς αρνιÝται üτι εßναι μες σε τοýτα κÜτι;:
σ’ ετοýτο το κρανßο το Üδειο και στο αιþνιο ετοýτο γÝλιο!
ΠατÝρες μυχιüτατοι, κεφÜλια δßχως καν ενοßκους,
που κÜτω απü το βÜρος τüσων φτυαρισμÜτων, μες στους οßκους
του χþματος βρισκüσαστε, μπερδεýοντÜς μας πια το βÞμα,
και το σαρÜκι το πραγματικü, το μüνιμο σκουλÞκι,
δεν εßναι εκεß για σας τους κοιμωμÝνους, μÞτε σας ανÞκει·
ζει απü τη ζωÞ και δεν με αφÞνει – ακüμα κι Ýξω απü το μνÞμα!
ΑγÜπη νÜ ’ναι Þ μÞπως τÜχα για τον εαυτü μου μßσος;
Το μυστικü του δüντι εßναι κοντÜ, και τüσο δßπλα μου ßσως,
που, ναι, τα ονüματα üλα, πιθανüν, μπορεß να του ταιριÜζουν!
Ποιü τ’ üφελος! Θωρεß και θÝλει και ονειρεýεται και αγγßζει!
Το τÝρπει η σÜρκα μου, και στη στρωμνÞ μου νÜ ’ρθει ανηφορßζει·
¼λα üσα ζω σε αυτü το ζωντανü ον ν’ ανÞκω με αναγκÜζουν.
Ω ΖÞνων! ΖÞνων Üσπλαχνε! Ω ΖÞνων ΕλεÜτη, μ’ Ýχεις
τρυπÞσει þς πÝρα με το φτερωμÝνο βÝλος που κατÝχεις,
που πÜλλεται και που πετÜ και ας μην πετÜει. ΚατÜ τ’ Üλλα
παιδß με κÜνει ο Þχος του, και με σκοτþνει αυτü το βÝλος!
Αχ, ο Þλιος!… ΜÝσα στην ψυχÞ σκιÜ χελþνας εßναι, τÝλος,
ο ωκýπους Αχιλλεýς: ακßνητος με βÞματα μεγÜλα!
¼χι, üχι!… Ορθüς στην αιþνια μεßνε εποχÞ – μην κÜνεις βÞμα!
Κορμß μου, πιÜσε σýντριψε το ορθοφρονοýν ετοýτο σχÞμα!
Και στÞθος μου, εσý ροýφηξε τη γÝννηση του αγÝρα απ’ Ýξω!
ΔροσιÜ καλÞ με μια ευκρασßα εκεß, που η θÜλασσα αναδßνει,
μου ξαναδßνουν την ψυχÞ μου… Ω δýναμη, þ της Üρμης δßνη!
Για ν’ αναβλýσω πÜλι ζωντανüς, στο κýμα τþρα ας τρÝξω!
Ναι! ΘÜλασσα μεγÜλη, πüντε εσý, της μÜνητας κοιτßδα,
του πÜνθηρα ω τομÜρι, μα και χιλιοτρýπητη χλαμýδα,
που με εßδωλα χιλιÜδες χρüνια τþρα ο Þλιος την αργÜζει,
ω απüλυτη ýδρα, απ’ τη γλαυκÞ σου σÜρκα πÜντα μεθυσμÝνη,
που η ουρÜ σου σπßθες εκτοξεýει και εßσαι πÜλι δαγκωμÝνη
σε κÜποια μÝσα ταραχÞ που της σιωπÞς στ’ αλÞθεια μοιÜζει,
σηκþνεται ο Üνεμος!… Οφεßλω να γευτþ ü,τι η ζωÞ μοý δßνει!
Ο απÝραντος αγÝρας το βιβλßο μου μοý ανοιγοκλεßνει·
Το κýμα ως χους, ως κονιορτüς τολμÜ απ’ τα βρÜχια ν’ αναβλýσει!
ΛαμπρÝς σελßδες για πετÜξτε – και το λÜμπος σας μην κρýψτε!
Και κýματα εýθυμα, νερÜ φαιδρÜ μου, ελÜτε και συντρßψτε
την Þρεμη τη στÝγη αυτÞ που φλüκοι Ýχουνε ραμφßσει.
ΣπαρÜγματα ΝÜρκισσου
Cur aliquid vidi?
Ι
¸λα και λÜμψε επιτÝλους, αγνü τÝρμα αυτÞς της φυγÞς!
Καθþς το ελÜφι, απüψε, που διψασμÝνο πηγαßνει προς της πηγÞς
Τη μεριÜ κι üλο τρÝχει þσπου πιÜνεται σε καλÜμια πικρÜ
¸τσι κι εγþ απ' τη δßψα γκρεμßζομαι λßγο πριν τα νερÜ.
Πþς να δροσßσω αυτü τον κατÜξερο Ýρωτα;
Θα πρÝπει να πÜψω της πηγÞς την Ýξαψη πρþτα:
Νýμφες μου, νýμφες, αν μ' αγαπÜτε, κοιμηθεßτε ακüμα!
ΚÜθε ψυχοýλα εßναι φρßκη και ξÜφνιασμα στο δικü σας το σþμα.
Το ελÜχιστο φýλλο, üταν πÝφτει στα δÜση.
ΞυπνÜ και ραγßζει ολÜκερη πλÜση.
Κι ας φεýγει κι ας κρýβεται σ' ßσκιους βαθιÜ,
Ο ýπνος σας εßναι για με, ευτυχßα ανßκητη απü σπαθιÜ,
ΕπιτÝλους, αυτüς ο αναßτιος φüβος ας φýγει!
Το πρüσωπο μου ας μεßνει σαν üνειρο που δε καταλÞγει
Που μüνο Ýνας θεüς που 'χει φýγει μπορεß να θυμÜται!
Νýμφες μου σεις που κοιμÜστε και συ ουρανÝ,
μη σταματÜτε να με κοιτÜτε!
Ονειρευτεßτε, ονειρευτεßτε με!... Δßχως εσÜς, ωραßες πηγÝς,
Η ομορφιÜ μου, ο πüνος μου, μÜταιες θα 'ταν πληγÝς.
¼,τι πιο πÜνω αγαπþ θα 'ψαχνα δßχως ελπßδα.
Το κορμß μου ολÜκερο χαμÝνη θα 'ταν φροντßδα.
Και το βλÝμμα μου λυπημÝνο κι ανÞξερο
Αλλοý θα ζητοýσε τον οßστρο...
ºσως προσμÝνατεπρüσωπο αδÜκρυτο κι Üθλιβο,
Εσεßς που μονÜχα τα Üνθη και τα κλαριÜ
Και τ' αγÝρωχο ýψος Ýχετε μÜθει,
Δεχτεßτε αυτÞ την ανταýγεια απ' ανθρþπινα πÜθη,
Ω Νýμφες!... Υπακοýω στις μαγεμÝνες πλαγιÝς.
Που με φÝρνουν κοντÜ σας και μου δεßχνουν μονοπÜτια, βραγιÝς.
ΝερÜ μου ακýμαντα, νερÜ βαθιÜ, τα κορμιÜ σας
απü την Üπνοια εßναι λιωμÝνα!
Εßμαι μüνος!... Ας μ' αφÞσουν κι εμÝνα
¸τσι να 'μαι: οι θεοß, οι Þχοι, οι θρÞνοι, τα κýματα!
Μüνος!... Κι üμως πÜλι στον εαυτü μου πηγαßνω με κλÜματα.
¼πως κÜποιος πηγαßνει σε κÜποια πηγÞ που κρýβει Ýνα φýλλωμα...
Απ' τα üρη ψηλÜ ο αÝρας παýει τþρα το ρÞμαγμα·
Η φωνÞ των πηγþν ξÜφνου αλλÜζει, μου μιλÜ για το βρÜδυ·
Ακοýω την ελπßδα, με ακοýν τα νερÜ, ποýναι Þσυχα λÜδι.
ΜÝσα στην Üγια σκιÜ ακοýω τη χλüη να μεγαλþνει.
Και το πανοýργο φεγγÜρι τον καθρÝφτη του παντοý να γυρßζει
ΜÝχρι μÝσα βαθιÜ στα μυστικÜ της πηγÞς που κρυþνει...
ΜÝχρι μÝσα βαθιÜ οτα μυστικÜ της ψυχÞς που να μÜθει δειλιÜζει,
ΜÝχρι μÝσα βαθιÜ στην αγÜπη για τον πικρü κρυμμÝνο εαυτü,
Τßποτε πια απ' το αμßλητο βρÜδυ δεν μπορεß κανεßς να ελπßζει...
Στο κορμß μου η νýχτα κρυφÜ διαδßδει üτι αγαπÜω μüνο αυτü.
ΔροσερÞ η φωνÞ της στις ευχÝς μου αποκρßνεται·
Και αμÝσως μετÜ μες στην αýρα ιδοý υποκρßνεται,
Του ναοý της ο τρüμος εßναι αβÜσταχτος.
Στη σιωπÞ παραδßδεται, εßν' ο τüπος αυτüς ανυπüταχτος.
Τß γλυκü, ακüμα να σε κρατÜ στη ζωÞ, η μÝρα,
¼ταν πια σα ρüδο του Ýρωτα σκορπÜ στον αγÝρα,
Μες στο αßμα αργÜ να κυλÜ, φορτωμÝνη
Τρυφεροýς θησαυροýς και να μοιÜζει γερμÝνη
Μες στη μνÞμη, σε θÜνατο ολüγεμο και πορφυρü
ΕυτυχισμÝνη ωστüσο, τα 'χει üλα αρπÜξει σα λÜφυρο
Τ' αφÞνει κατüπιν και χÜνεται μ' üλο τον τρýγο
ΚαταλÞγει σ' üνειρο, που το βρÜδυ κρýβεται λßγο.
Σ' Ýνα τüσον Þσυχο τüπο βουλιÜζεις βαθιÜ στο Εγþ!
Η ψυχÞ σου μÝχρι που φεýγει ψÜχνει για Ýνα Θεü
Τον ζητÜει στο Ýρημο κýμα, ßδιο με κýκνο
Που αφÞνει στο πÝρασμα λαμπρüτατο λßκνο...
Στο κýμα αυτü ποτÝ δεν Þρθαν να πιοýνε τα πλÞθη!
Μüνο κι Üλλοι χαμÝνοι που 'ρθαν να βροýνε τη λÞθη
Και να τþρα απ' τη δýσμοιρη γη Ýνα μνÞμα ολοφþτεινο ανοßγει...
¼μως δε βγαßνει καθüλου γαλÞνη απü 'κει, μüνο φüβοι και ρßγη!
¼ταν η μαýρη ηδονÞ, που κοιμÜται η λÜμψη,
Σα φýλλωμα εμπρüς μου ξαναπετÜξει,
Τüτε, ω σþμα μου τυραννικü, θα 'χεις δαμÜσει
Τη σκιÜ, θÜχεις το φüβο της αφÞσει στα δÜση.
Για την αιþνια νýχτα της μüνο συ θα λυπÜσαι!
Για σÝνα δω üλα εßναι πλÞξη, ΝÜρκισσε!
¼λα σε κρÜζουν, σε δÝνουν στο λαμπρü σου κορμß
Που στÝλνει πÜνω σου των νερþν η κρýα ορμÞ!
Ας θρηνÞσω τη μοιραßα σου λÜμψη, τη τüσον αγνÞ,
Γιατß μüνον εγþ σου παραστÝκομαι, πηγÞ,
Τα δικÜ μου τα μÜτια τρυγοýν απü σÝνα κρýα ανταýγεια και κυανÞ,
Της ψυχÞς μου τα μÜτια κοιτÜζουνε σαν Ýκπληκτη μαρμαρυγÞ!
ΒÜθη, ω βÜθη κι üνειρα σεις, που με κοιτÜτε,
Καθþς θα κοιτÜζατε μιαν Üλλη ζωÞ,
ΠÝστε μου, μÝνα δεν εßναι που μüνο κοιτÜτε,
Το κορμß μου δεν εßναι δικÞ σας ροÞ;
ΠÜψτε πια, ω πνεýματα μαýρα, αυτü το μαρτýριο
Που κατατρÝχει μια ψυχÞ που αγρυπνÜ
Μην ψÜχνετε μÝσα σας, στους ουρανοýς, το ελιξÞριο
Για το θαýμα της ýπαρξης που τüσο πονÜ:
Στην πηγÞ θα το βρεßτε, εßναι το σþμα μου, Ýνα μυστÞριο...
Κρατεßστε στα μÜτια σας το εξαßσιο θÞραμα,
Αιχμαλωτεßστε μαζß και τον Üρρωστο Ýρωτα για τον εαυτü του
Οι βλεφαρßδες σας, μεγÜλες σα δßχτυα θα εßναι κρÜμα
Απü μετÜξι κι απü τη λÜμψη του ωραßου αιχμαλþτου-
Μη πιστÝψετε üμως üτι θα πÜει ποτÝ σε Üλλο μÝρος.
Αυτüς μονÜχα στο κρýσταλλο μÝνει·
Τßποτε δεν μπορεß, üσο κι αν επιμÝνει,
Να τον πÜρει αυτüν απ' τα νερÜ, þσπου γßνεται γÝρος...
¸ρως
¸ρως;
ΚÜποιος φωνÜζει ¸ρως... Α, χλευαστÞ!
Ηχþ μακρινÞ που φÝρνει μÞνυμα!
Απü το γÝλιο της ο βρÜχος πÝφτει, σπÜει την καρδιÜ μου σαν την κλωστÞ
Και η σιωπÞ σαν απü θαýμα,
Παýει!... μιλÜ, γεννιÝται ξανÜ μες στα νερÜ...
¸ρωτας;...
¸ρωτας μαýρος!... Εσεßς μου το λÝτε καλÜμια πικρÜ,
Και την πληγÞ μουστον Üνεμο γυρνÜτε μ' αγκÜθια!
ΣπηλιÝς, την ψυχÞ μου ανοßγετε κι Üλλο βαθιÜ,
Η σκιÜ σας πονÜει, τρÝμει η φωνÞ της και ξεψυχÜει...
Ο ψßθυρος σας, κλαδιÜ, σα φÞμη αντηχÜει,
ΣπαρÜζει και σÝρνεται με του δÜσους τα πνεýματα,
Σα χρυσÜφι λεπτü παραδÝρνει στης μοßρας τα νεýματα...
Θεοß ασυγκßνητοι, üλα με μÝνα τþρα πια επιδßδονται!
Τα μυστικÜ μου στους πÝντε ανÝμους ευθýς διαδßδονται,
ΓελÜει ο βρÜχος, το δÝντρο θρηνεß, με το δικü του το θρÞνο,
Στους ουρανοýς, την ýπαρξη μου ολüκληρη τεßνω,
Τη δýναμη της εκεß θÝλω να χÜσει!
Τι κρßμα! Μες στην αγκÜλη που γεννÜει τα δÜση,
Μια λÜμψη δειλÞ αμφßβολης þρας υπÜρχει,..
Εκεß, απü Ýνα περßσσευμα μÝρας προβÜλλει ο νυμφßος,
Ολüγυμνος και στων νερþν πιασμÝνος τη λυπημÝνη απüχη.
¼μορφος δαßμονας, ηδονικüτατος, κρýος!
Εßσαι εσý, γλυκü μου κορμß, απü φεγγÜρια και ρüδα,
Ω μορφÞ μου υπÜκουη, τις ευχÝς μου εμπüδια!
Και τι φÝρνουν τα χÝρια, ωραßα και μÜταια δþρα!
Τα χÝρια μου αργÜ μες στο χρυσÜφι γÝρνουνε τþρα
Παýουν πια να ζητοýν τον αιχμÜλωτο που τα φýλλα κρατοýν
Η καρδιÜ μου μüνο φωνÜζει, μα οι Θεοß δεν ακοýν!...
Τß ωραßο το στüμα σου μÝνει σ' αυτÞ τη βουβÞ βλασφημßα!
Πüσο μου μοιÜζεις!... ΑλλÜ πüσο πιο üμορφη Ýχεις φυσιογνωμßα,
Καθαρüτατη στα μÜτια μου μπρος, αυτÞ η εφÞμερη αθανασßα,
Το κορμß σου ολüφεγγο μαργαριτÜρια και τα μαλλιÜ σου ωραßα μετÜξια
Γιατß üλ' αυτÜ Þρθ' η σκιÜ και τα μαýρισε,
Η νýχτα γιατß μας χωρßζει, ω ΝÜρκισσε,
Γιατß να μας κüβει σαν κρýο μαχαßρι που κüβει Ýνα μÞλο!
Τι Ýχεις; πες μου.
Σε κοýρασ' ο θρÞνος μου;...
Να σου στεßλω
Πασκßζω λßγη πνοÞ, αδελφÝ μου, στα χεßλη.
Μα η διÜφανη κÜμα τρÝμει πολý, Ýξω μας κλεßνει σαν Πýλη!
Πþς τρÝμεις!... ΑλλÜ τα λüγια που λÝω
Εßναι μüνο ψυχÞ που διστÜζει και καßω
Απü τη μνÞμη που σÝρνει το δüλιο κεφÜλι...
Να σε πιω θα μποροýσα, εßμαι τüσο κοντÜ, μου Ýρχεται ζÜλη.
Πρüσωπο μου!... ¸νας σκλÜβος γυμνüς εßν' η δßψα που Ýχω
ΜÝχρι τþρα εßχα μÜθει απ' τον εαυτü μου ν' απÝχω,
Να τον αγαπÜω δεν Þξερα οýτε πþς να τον βρω!
Σε βλÝπω, σκλÜβε γυμνÝ, στης καρδιÜς μου κÜθε ßσκιο αβρü
Υπακοýω, υπακοýω στον πüθο, μüνο σ' αυτüν.
ΒλÝπω στο μÝτωπο την καταιγßδα, βλÝπω τη λÜμψη των μυστικþν,
ΒλÝπω, τι θαýμα να βλÝπω, το στüμα αυτü να χαρÜζει
Να προδßδει... επÜνω στο κýμα λουλοýδι απü σκÝψη να ζωγραφßζει
Και τι γεγονüτα σκορπÜει στα μÜτια!
Τι Ýπαρση και νωχÝλεια ως πÝρα στα πλÜτια.
ΚαμιÜ νýμφη παιδοýλα τÝτοια δεν Ýχει
Καμßα! Με τα νÜζια που κÜνει, üταν τρÝχει,
ΚαμιÜ απ' τις νýμφες, καμιÜ δε με θÝλγει, γι' αυτü
Μüνο σÝνα αγαπÜω, Εγþ μου αστÝρευτο!...
ΙΙ
ΠηγÞ, ω πηγÞ, ψυχρü μου παρüν.
ΤρυφερÞ συγκατÜβαση στη δßψα των üντων,
Που πρüθυμα τρÝχουν στη φωλιÜ τσυ θανÜτου.
Για σε üλ' αυτÜ εßναι üνειρο, παγερÞ αδελφÞ του αναπüτρεπτου.
Δεν προφταßνεις τη μοßρα να δεις κι αμÝσως αλλÜζει,
Το πρüσωπü της κατÜ τη φυγÞ πÜντα κοιτÜζει,
Ο ýπνος σου, ω κýμα, τα ýψη μαγεýει!
Απ' τα üντα που νßβεις κανÝνα δε σε μολεýει
Και τα χρüνια περνοýν απü πÜνω σα νÝφη
¼μως γνωρßζεις το καθετß που σου γνÝφει
ΑστÝρια, τριαντÜφυλλα, εποχÝς, τα κορμιÜ, τις αγÜπες τους!
ΤÝτοια νýμφη διÜφανη, με πυκνÞ ομορφιÜ, δεν εßδαν ποτÝ τους
Ν' ανθßζει, να παßρνει ζωÞ απ' ü,τι γλυκÜ την αγγßζει.
Στο βρÜχο της μÝσα σοφßα συνÜζει,
Τη σκιÜ της ημÝρας χαρÜζει στα δÜση.
Γνωρßζει τα πÜντα που υπÞρξαν στην πλÜση...
ΣκεπτικÞ παρουσßα, νερü με την Þσυχη ανατριχßλα
Σκοτεινü θησαυρü συγκεντρþνεις απü μýθους και φýλλα,
Το πεθαμÝνο πουλß, το þριμο φροýτο, πÝφτουν αργÜ,
¼λ' αυτÜ και δαχτυλßδια παλιÜ η σιωπÞ σου τρυγÜ.
¼τι τρÝφεσαι φαßνεται απ' την απþλεια,
Η αιþνια üψη σου απαυγÜζει των μεγÜλων ερþτων
Την κρýα συντÝλεια...
Καθþς το φýλλωμα στον Üνεμο πλÝει,
Και τρÝμει και φεýγει κι απ' üλα τα μÝρη του κλαßει,
Το μαýρο Ýρωτα βλÝπεις να δÝρνεται σαν καταιγßδα.
Το φλογερü εραστÞ ν' αγκαλιÜζει τη λευκÞ παλλακßδα,
Να νικÜ τη ψυχÞ... Και ξÝρεις με τß τυφερüτη
Το εýρωστο χÝρι του περνÜ τη πυκνüτη
Της κüμης που κοσμεß το ωραßο κεφÜλι,
Απλþνεται βÝβαιο σα να 'ναι η μüνη αγκÜλη-
Κυριεýει τη σÜρκα, στ' αφτß ψιθυρßζει.
Ο αιþνιος Üνεμος τα μÜτια πικρßζει
Και βλÝπουν μονÜχα το αßμα που τα βλÝφαρα βÜφει,
Η τρομερÞ του πορφýρα σκοτεινιÜζει τα φþτα και τα εδÜφη.
¼που πÝρα βαδßζει Ýνα ζευγÜρι, μÜλλον τρεκλßζει
Κι οι δυο στενÜζουν... Η γη τους μαυλßζει
Τα κορμιÜ τους κλονßζονται, ακüμη παλεýουν
Απ' την Üμμο που το σμßξιμο κüβει να γλιτþσουν γυρεýουν
Η αγÜπη τους üμως σε λßγο πεθαßνει...
Η ανÜσα τους μüνο ανυπüτακτη μÝνει,
Η ψυχÞ που πιστεýει üτι τÜχα μ' Üλλη ψυχÞ ανασαßνει
ΑλλÜ συ, ακριβÞ μου πηγÞ, γνωρßζεις καλÜ τι συμβαßνει
Τι καρπü τÝτοιες μαγεμÝνες στιγμÝς πÜντοτε βγÜζουν!
Γιατß, üταν οι ερωτευμÝνες καρδιÝς ησυχÜζουν
¼ταν εßναι πια με ηδονÞ χορτασμÝνες
Κι üταν οι δυο εραστÝς χωριστοýν, βλÝπεις τι μαραμÝνες
Οι μÝρες τους εßναι μÝσα στο ψÝμα
Τι τρυφερÜ ο Ýνας του Üλλου πßνουν το αßμα!
Σε λßγο, πÜνσοφο κýμα μου, Üπιστο, πÜντοτε ßδιο,
Αυτοýς τους τρελοýς που τον Ýρωτα εßχαν πιστÝψει για πιστü κατοικßδιο
Ο χρüνος τþρα προς τα βρÜχια σου σÝρνει πικρÜ να στενÜζουν!
Με τα βÞματα τους εκεß τις μνÞμες μετροýν που συνÜζουν...
Μπρος στις üχθες σουφορτωμÝνοι σκιÝς και ωχρüτη
ΠετρωμÝνοι και βαθιÜ πληγωμÝνοι απü τ' ουρανοý την πολλÞ ωραιüτη
Που κρατÜ και θυμßζει των παλιþν ημερþν τους τη λÜμψη,
Εκεß πÝρα ζητοýν, στα ωραßα που Ýχουν χαθεß, την ανÜπαψη.
«ΑυτÞ εκεß η γωνιÜ στη σκιÜ Þταν δικÞ μας, πüσο Þσυχη!»
«Το κυπαρßσσι αυτü η αγÜπη μου πüσο το λÜτρευε, με τß ψυχÞ»
«Απü 'δω μας εδρüσιζε η ανÜσα της θÜλασσας πÝρα!»
Αλßμονο τþρα! Και τα τριαντÜφυλλα εßναι πικρÜ μες στον αγÝρα...
Λιγüτερη πßκρα φÝρνει ο καπνüς, η οσμÞ,
Απ' τα φýλλα που σÞπονται σε βρÜχου σχισμÞ!...
Τους πνßγει αυτüς ο αÝρας, δεν ξÝρουν στ' αλÞθεια αν περπατοýν
Με τα πüδια τους τρßβουν την απελπισßα που ζουν...
Το βÜδισμα τους πüτε αργü πüτε γρÞγορο, üπως οι σκÝψεις,
Που περνοýν στο κεφÜλι τους, σαν πληγÝς και σαν τýψεις!
Το χÜδι κι ο φüνος στα χÝρια τους μπλÝκονται
Η καρδιÜ τους πÜει να σπÜσει, üπου κι αν τþρα πορεýονται.
Ωστüσο παλεýει, κρατÜει μÝσα της λßγη ελπßδα.
¼μως στο πνεýμα τους καμιÜ ηλιαχτßδα.
Εßναι λαβýρινθος, εßναι κατÜρα!
Η τρελÞ μοναξιÜ τους ßδια με ýπνου γλυκιÜ συμφορÜ
ΞεγελÜ το παρüν η μυστικÞ ακοÞ τους
Παντοý ξεθÜβει φωνÝς που ποθεß η ψυχÞ τους.
Τßποτε δε γλιτþνει απ' την απüλυτη δýναμη των δικþν τους ονεßρων
¼μως οýτε ο Þλιος δεν μπορεß να νικÞσει το μηδÝν των απεßρων!
Στο χρυσÜφι μÝσα το βλÝμμα τους κι αν γυρνÜ.
Εßναι μαýρο, με τα δÜκρυα του τον Üδη κερνÜ,
Τον ποθεß πιο πολý κι απ' üλη της μÝρας τη χÜρη!
Και στο σþμα αυτü, απ' üπου ο Ýρωτας τα πÜντα Ýχει πÜρει
Και üπου η ψυχÞ με τη βßα στÝκει Üλλο,
Καßει σα φιλß Ýνα σφοδρü μυστικü και μεγÜλο...
¼μως εγþ, ΝÜρκισσε μου ακριβÝ, δεν Ýχω απορßα
ΠαρÜ μüνο για τη δικÞ μου ουσßα·
ΚÜθε Üλλος Ýχει για μÝνα καρδιÜ γεμÜτη μυστÞρια.
ΚÜθε Üλλος εßναι για μÝνα απουσßα.
Κορμß μου κυρßαρχο Ýχω μüνο εσÝνα!
Ο πιο ωραßος θνητüς πþς ν' αγαπÞσει Üλλο κανÝνα...
Γλυκüς, χρυσαφÝνιος, δεν εßναι σαν εßδωλο πιο ιερü
Απ' üλο το δÜσος που χÜνεται με τον καιρü
Κι ας εßναι ζωσμÝνο απü τüσα πουλιÜ και ουρανü;
Δεν εßναι σα δþρο πιο θεúκü απü κÜθε κρουνü,
Κι η μÝρα που σβÞνει ποιον Üλλο σκοπü
Υψηλüτερο Ýχει απ' το να φÝρνει στα μÜτια μου τ' ωραßο μου πρüσωπο;
Ας αρχßσει λοιπüν μεταξý μας η γλυκιÜ ανταπüδοση.
ΑδελφÝ μου ομüφωτε, απü σιωπÞ κι απü Ýκσταση!
Της ψυχÞς μου ω τÝκνο και των κυμÜτων, δÝξου αυτüν τον χαιρετισμü
Του καθρÝφτη αμýθητο χρυσωρυχεßο, μοιρÜσου μαζß μου τον κüσμο!
Η τρυφερüτητα μου σε σÝνα προστρÝχει
ΜεθÜ με τον πüθο που μüνο χορταßνει μ' ü,τι δεν Ýχει!
Με τις ευχÝς μου πþς μοιÜζεις εσý απαρÜλλαχτος!
Απαλüς πüσο δεßχνεις, δßχως Üλλο ανÝγγιχτος.
Εßσαι φως, μüνο φως, εßσαι η μια μüνο πτυχÞ
Απü Ýναν Ýρωτα ποýναι Ýνωση αδýναμη, Üψυχη!
Δυστυχþς εßναι η ßδια η νýμφη που μας χωρßζει!
θα μποροýσε κανεßς εκτüς απü δÜκρυα κÜτι Üλλο πια να ελπßζει;
Τι ωραßους κινδýνους θα μποροýααμε οι δυο μας να προτιμÜμε!
Μαζß δßχως φüβο να λαχταρÜμε.
Οι δυστυχßες μας σα χÝρια, σα δÜχτυλ,α, σφιχτÜ να πλεχτοýν,
Οι σιωπÝς μας τα ßδια üνειρα να ονειρευτοýν,
Η ßδια νýχτα να κλαßει στα μÜτια μας με σπαραγμοýς.
Να στηθοδερνüμαστε με τους ßδιους πικροýς στεναγμοýς
Να σφßγγουμ' οι δυο μας την ßδια καρδιÜ πρüθυμη μüνο εμÜς ν' αγαπÞσει...
ΕπιτÝλους αρνÞσου αυτÞ τη σιωπÞ, γυρεýω απÜντηση,
ΝÜρκισσε μου σκληρÝ, ωραßε κι απρüσιτε Ýρωτα.
Την ομορφιÜ μου κρατÜς, τη νýμφη, αν θες, ρþτα...
III
...Αυτü το καθÜριο κορμß Üραγε ξÝρει πüσο πολý με ταρÜζει;
Απü τι βÜθη ξεκινÜ η ορμÞ σου που τα σπλÜχνα μου σφÜζει,
Ω ερημßτη εσý της αβýσσου χωρÜει ο νους
Πως εßσαι τþρα στα σκοτεινÜ, εσý που Ýχεις πÝσει απ' τους ουρανοýς;
Εßσαι το κüσμημα του λυπημÝνου μου πüθου,
¸να χαμüγελο που τολμÜ να χαρÜζει στο κÝντρο του ζüφου,
Τüσο ακριβü, λεπτüτατο τüσο, που τρÝμω μη σβÞσει,
Αν τυχüν η καρδιÜ μου κÜτι Üλλο ελÜχιστο επιθυμÞσει!
Ποια πνοÞ σ' ανεβÜζει στο κýμα, ψυχρü μου, ωραßο τριαντÜφυλλο!
Αγαπþ... ΑγαπÜω!... Ποιος θα μποροýσε, λοιπüν, ν' αγαπÜ κÜτι Üλλο
Παρεκτüς το γλυκü εαυτü του;
Μüνον εσý κορμß μου, κορμß, ω αγÜπη των Üκρων.
Με φυλÜς και με βγÜζεις απ' τα νýχια των κρýων νεκρþν.
Μια προσευχÞ μες στη σιωπÞ τþρα απü μας ας ακουστεß
Μια προσευχÞ στους θεοýς που απ' την τüση αγÜπη Ýχουν συγκινηθεß
Γι' αυτü η μÝρα με εντολÞ τους μες στο λυκüφως Ýχει σταθεß!...
Εßθε, ω 'Αρχοντες ευτυχισμÝνοι, που θερμÜ συνιστÜτε της πλÜνης το χÜδι
Η λÜμψη απ' το ρüδο Þ το σμαρÜγδι
Το σκÞπτρο απ' τα üνειρα που σεις κρατÜτε να αναλÜβει
Εßθε αγνÞ και ßδια με πνεýμα καθÜριο που αναπαýει
ΨηλÜ στο στερÝωμα να με προσμÝνει
Και μÝσα εκεß με την αγÜπη μου νÜβρω κλßνη στρωμÝνη
Εßθε να βγεις απ' της νýμφης το κρýο πλευρü
ΚοιτÜζοντας με στα μÜτια, τον εαυτü μου Ýτσι να βρω,
Μες στη ζωÞ μου τρυφερÜ η μορφÞ σου να γεßρει,
Να σ' αγγßξω επιτÝλους!... Το γλυκü σου κορμß σαν τη γýρη
Να με τυλßξει, απü κÜθε καρπü, απü κÜθε γυναßκα, πολý πιο αγνü...
¼μως εßναι απü πÝτρα σκληρÞ ο ναüς, üπου εγþ τριγυρνþ.
¼που ζω... Γιατß απ' τα χεßλη σου εγþ ζω, αν üτι ζω πω!...
Κορμß μου, ακριβü μου κορμß, ο ναüς μου εßσαι, ω,
¼μως γιατß μου κρατÜς μακριÜ το δικü μου θεü...
Αν γαληνÝψω το στüμα σου, μ' Ýνα φιλß μου θα πιω
ΚÜθε φραγμü που μας χωρßζει απ' την υπÝρτατη ýπαρξη,
ΑυτÞ την Ýντρομη, συνεσταλμÝνη και μοιραßα απüσταση
Σε μÝνα ανÜμεσα και το νερü, στην ψυχÞ μου ανÜμεσα και τους θεοýς.
Αντßο... Νιþθεις και συ αυτοýς τους μýριους χαιρετισμοýς;
Γýρω μας τρÝμουν, αρχßζουν ταρÜζονται και οι σκιÝς!
¸να δÝντρο τυφλü με τα κλαδιÜ του σφιχτÜ αγκαλιÜζεται, δες,
Της ψυχÞς του γυρεýει το δÝντρο που χÜνεται ßσως...
Η ψυχÞ μου και μÝνα χÜνεται, να, στο δικü της Üγριο δÜσος.
Εκεß που η Ýνταση ξεπερνÜει τα μÝτρα...
Η ψυχÞ, η ψυχÞ μελανüφθαλμη, αγγßζει τα τÜρταρα
Μεγαλþνει, απλþνεται, üμως στο τßποτε πÜντα περνÜ...
Στο θÜνατο ανÜμεσα και τον εαυτü της, ΘεÝ μου, τι βλÝμμα γυρνÜ!
Θεοß! Της Üγιας ημÝρας τ' απομεινÜρια,
Στης επÜρατης μοßρας το δρüμο τραβοýν δßχως χνÜρια·
Γκρεμßζονται μÝσα στης Üβυθης μνÞμης την κüλαση
Αλßμονο! Ω Üθλιο σþμα, μην αποφεýγεις την Ýνωση...
Σκýψε... φιλÞσου. Συγκλονßσου ως της ýπαρξης σου τα Ýγκατα!
Ο απüρθητος Ýρωτας που Þρθες εδþ να μου τÜξεις με κλÜματα
Σαν Üγριο ρßγος, περνÜ, σπαρÜζει τον ΝÜρκισσο, φεýγει...
ΜιλÜ Ο ΝÜρκισσος
narcissae placandis manibus
Κρßνα, λυπημÝνα αδÝλφια μου, πεθαßνω
Απü ομορφιÜ και προς την αθþα γýμνια σας πηγαßνω
Και προς εσÝνα, Νýμφη, ω Νýμφη, Νýμφη της πηγÞς
¸ρχομαι κλαßγοντας, δÜκρυα προσφÝρω της σιγÞς.
Μια γαλÞνη απÝραντη με κρατÜει μα εγþ τη νιþθω σαν ελπßδα τρελÞ.
Η φωνÞ των πηγþν üλο αλλÜζει και για τη νýχτα μου μιλεß-
Ακοýω τη χλüη, τß ασημÝνια, να μεγαλþνει στην Üγια σκιÜ,
Και το φεγγÜρι, με τον καθρÝφτη του, Üπιστο πÜλι
ΨÜχνει ως μÝσα στης σωπασμÝνης πηγÞς τα μυστικÜ.
Μα εμÝνα η καρδιÜ μου μες στα καλÜμια μ' Ýχει ριγμÝνο,
Απü τη θεßα ομορφιÜ μου αργÜ να πεθαßνω!
Το μαγεμÝνο νερü μονÜχα μπορþ ν' αγαπÜω
Και τα χαμüγελα, τα τριαντÜφυλλα üλο ξεχνÜω.
Τη μοιραßα σου λÜμψη τþρα ας θρηνÞσω,
Τß γλυκÜ, τß θανÜσιμα, ω πηγÞ, σ' αγκÜλιαζω,
'Αραγε ποιον, εσÝνα Þ τα μÜτια μου εγþ να μισÞσω
Που την εικüνα μου Ýχω πιεß σα φαρμÜκι και γοργÜ παρακμÜζω.
Αλßμονο! Τß μÜταιο εßδωλο, τß δÜκρυα παντοτινÜ!
Μες απü δÜση γαλÜζια κι απ' τ' αδελφοý μου περνÜ
Την αγκαλιÜ, μια λÜμψη αχνÞ σαν þρα ακραßου δισταγμοý,
Κι ιδοý ο νυμφßος προβÜλλει ολüγυμνος απ' του φωτüς τα συντρßμμια
Στο νερü σχεδιÜζεται μßα üψη πνιγμοý...
ΔαßμονÜ μου ωραßε, ψυχρÝ και απρüσιτε, üπως τ' αγρßμια!
Στο νερü το κορμß μου απü κρýα δροσιÜ καμωμÝνο κι απü σελÞνη
ΜορφÞ μου υπÜκουη κι üμως σκληρÞ στων ματιþν τη γαλÞνη
Τα χÝρια μου απλþνονται σαν κρßνα αθþα κι ευγενικÜ!...
Η ικεσßα αυτÞ πþς τα κοýρασε Ýτσι σκληρÜ
Και Üπρακτα πÝφτουν στα φýλλα επÜνω και στα μαýρα νερÜ!
ΜÜταια κρÜζω, οι θεοß δεν Ýχουν ονüματα, τα κρατοýν μυστικÜ.
Χαßρε, ανταýγεια που σβÞνεις στο Þσυχο κýμα,
ΝÜρκισσε... και τ' üνομα σου ακüμη γλυκαßνει
Την καρδιÜ σαν ευωδιÜ. Φυλορροεß και πηγαßνει
Μαζß σου στο θÜνατο η τριανταφυλλιÜ Ýνα ρüδινο μνÞμα.
Στüμα μου, γßνε η τριανταφυλλιÜ, γßνε το φιλß
Που μια μορφÞ λατρεμÝνη τη γαληνεýει αγÜλι,
Γιατß η νýχτα ανÞσυχη φεýγει ξαναγυρνÜ
Και με λüγια μισÜ μιλÜει στα φßλυπνα Üνθη.
Το φεγγαρÜκι με της μυρτιÜς γλεντÜει τα πÜθη.
ΚÜτω απ' τα μýρτα αυτÜ τα νεκρÜ, ο ερωτÜς μου ξαγρυπνÜ
Για σÝνα δýστυχο κορμß που Üνθισες μüνο για τη μοναξιÜ
Για τον καθρÝφτη αυτüν στο δÜσος βαθιÜ που σε κοιτÜει μ' ακαταδεξιÜ.
Απ' τη ζωÞ σου μÜταια φεýγω μακριÜ,
ΟλοÝνα ο χρüνος μας ξεγελÜει με ψεýτικα δÜκρυα
Και με κρυμμÝνη χαρÜ μας προσπερνÜ.
Χαßρε, ΝÜρκισσε... Ιδοý το λυκüφως, καιρüς να πεθÜνεις!
Με το στεναγμü, ω καρδιÜ μου, τß ζωÞ να σημÜνεις,
Με τη φλογÝρα θαμμÝνη στα ουρÜνια πþς να ποιμÜνεις
Το κοπÜδι των Þχων της λýπηςπου περισσεýει.
ΑλλÜ στο θανÜσιμο κρýο, üπου μüλις φÝγγει τ' αστÝρι,
Προτοý η ομßχλη σα μνÞμα σκεπÜσει τα μÝρη,
ΚρÜτα καλÜ το φιλß μου που ανοßγει τα ýδατα üλα!
Γιατß η ελπßδα μονÜχα συντρßβει τα κρýσταλλα.
Ας με πλανÝψουν λοιπüν τα νερÜ, ας με πÜρουν στην εξορßα
Ας γßνει η ανÜσα μου αυλüς Þ Üρια
Κι ας μου κρατÞσει κι εμÝ η μουσικÞ κÜπου μιαν Üκρη.
Φýγε, επιτÝλους, ω ýπαρξη θεßα και ταραγμÝνη!
Και συ φλογÝρα συνüδεψε τον συγκινημÝνη
ΒρÝξε παντοý το φεγγÜρι μ' ασÞμι και δÜκρυ.
Μτφρ: ΒαγγÝλης ΚÜσσος