Βιογραφικü
¹τανε λυρικüς ποιητÞς και πεζογρÜφος του 20οý αι.. Οι εικüνες του εστιÜζονται στη δυσκολßα της κοινωνßας σε μιαν εποχÞ δυσπιστßας, μοναξιÜς και βαθειÜς ανησυχßας -θÝματα που τονε τοποθετοýνε σα ποιητÞ μεταξý παραδοσιακÞς και νεüτερης ποßησης. Τα 2 διασημüτερα Ýργα του εßναι: ΣονÝττα Στον ΟρφÝα κι Ελεγεßες Του Ντουßνο. ¸γραψεν επßσης πιüτερα απü 400 ποιÞματα στα γαλλικÜ, που τ' αφιÝρωσε στη πατρßδα επιλογÞς του: το καντüνι ΒαλÝ (Valais) στην Ελβετßα, üπου τελικÜ και πÝθανε.
Ο ΡÜινερ Μαρßα Ρßλκε (Karl William Johann Josef Maria Rilke) γεννÞθηκε στη ΠρÜγα, στις 4 ΔεκÝμβρη 1875, γιος του Τζüζεφ (1838) και της Σοφß Ρßλκε (1851), επωνομαζüμενος ΡενÝ. Το 1884 χωρßσαν οι γονεßς του κι ο μικρüς ΡενÝ, Ýμεινε με τη μητÝρα. Παρακολουθεß μÝση εκπαßδευση σε κÜποιο στρατιωτικü γυμνÜσιο και το 1891 μπαßνει στην ΕμπορικÞ ΣχολÞ του Λιντς. ΓρÜφει τα πρþτα του ποιÞματα. Το 1894 πρωτοεμφανßζεται στο προσκÞνιο με τη πρþτη του συλλογÞ "Life & Songs". Την επüμενη χρονιÜ ολοκληρþνει τις σπουδÝς του και γßνεται δεκτüς στο ΠανεπιστÞμιο της ΠρÜγας για να σπουδÜσει Ιστορßα ΤÝχνης, Ιστορßα Λογοτεχνßας & Φιλοσοφßα. Εßναι μüλις 20 ετþν. Εκδßδει τη 2η ποιητικÞ του συλλογÞ "Larenopfer". Το 1896 εγκαταλεßπει τη ΠρÜγα και πηγαßνει να σπουδÜσει στο Μüναχο, ΑισθητικÞ, Ιστορßα ΤÝχνης & ΔαρβινικÞ Θεωρßα. ΚÜνει μερικÜ ταξßδια στο μεταξý και τον Απρßλη συναντÜ στο Μüναχο τη Λου ΣαλομÝ-ΑντρÝας.
¹ταν μÜλλον ο πιο σημαντικüς Üντρας στη ζωÞ της, παρüλο που 'χανε 14 χρüνια διαφορÜ: αυτÞ 36 κι αυτüς 22. Την ακολοýθησε στο Βερολßνο τον Οκτþβρη του ßδιου Ýτους και για πολλοýς μÞνες φιλοξενÞθηκε στην üμορφη βßλα του καθηγητÞ ΑντρÝας, στην εξοχÞ. Βοηθοýσε τη Λου να σχßζει ξýλα και να πλÝνει τα πιÜτα. ΚÜνανε πολλοýς περιπÜτους στο δÜσος κι üπως διηγεßται η ßδια: "...τα μικρÜ ελÜφια μυρßζανε τις τσÝπες των παλτþν μας καθþς περπατοýσαμε ξυπüλητοι..." ΚατÜ τη γνþμη της, εκεßνος Þταν ο πιο ολοκληρωμÝνος Ýρωτας που 'χε ποτÝ. Εßναι επßσης δυνατüν, (αφορÜ σε κεßνο που λÝγαμε πιο πÜνω) να 'ταν εκεßνος ο πρþτος Üντρας της σαρκικÞς ζωÞς της. Εντωμεταξý παρουσιÜζει Üλλη μια ποιητικÞ του συλλογÞ. Ταξιδεýει μüνος τις χρονιÝς 1898-9, σταματÜ τις σπουδÝς του και παρÜλληλα γρÜφει ζþντας σ' Ýνα üνειρο.
Λου & Ρßλκε στη Ρωσßα μαζß
Τον ΜÜρτη του 1899 η Λου δÝχτηκε να ταξιδÝψει μαζß του στη Ρωσßα. ¹ταν αξÝχαστη εμπειρßα. "Γεγονüτα που δεν εßχανε τßποτε το παρÜξενο μας μετÝφεραν σ' Ýνα μýθο: Ýνα λιβÜδι στο ηλιοβασßλεμα, στην Üκρη ενüς χωριοý, Ýνα γρÞγορο Üλογο που γýριζε στο παχνß του τη νýχτα Þ το πßσω μÝρος του Κρεμλßνου üπου ακουγüταν ο εκκωφαντικüς Þχος της καμπÜνας", θα γρÜψει αργüτερα εκεßνη. ΠÞγανε στο χωριü ΓιασνÜια-ΠολιÜνα να βροýνε τον Τολστüι που 'χεν εγκαταλεßψει τη φιλολογßα και περνοýσε μια βαθειÜ θρησκευτικÞν εμπειρßα. Τονε προσκÜλεσαν να κÜνει μαζß τους Ýνα περßπατο και μετÜ απü μακρÜ σιωπÞ, ο Τολστüι ρþτησε τον Ρßλκε με τß ασχολεßται. Εκεßνος απÜντησε δειλÜ, πως ασχολεßται με τη ποßηση. ¼λο το υπüλοιπο της μÝρας, οι δυο ερωτευμÝνοι επισκÝπτες υποχρεþθηκαν ν' ακοýνε τις επινοÞσεις του τρομεροý γÝροντα κατÜ της ποßησης κι υπÝρ της μη χρησιμüτητας των ποιητþν, εν γÝνει.
3 χρüνια περßπου κρÜτησεν η σχÝση τους αυτÞ, με πÜθος κι Ýρωτα, μα üταν εκεßνος Üρχισε να γßνεται üλο και πιο εξαρτημÝνος απ' αυτÞ, ξýπνησε ξανÜ μÝσα της η ανÜγκη για ανεξαρτησßα. Διακüπτει τη σχÝση τους το ΦλεβÜρη του 1901. Ο ποιητÞς συντετριμμÝνος της αφιερþνει Ýνα στßχο:
Σαν Ýτοιμος στÝργω κοντÜ σου
κι Þρεμα χαμογελþ που σφÜλλεις.
ΞÝρω, με τη μοßρα θα τα βÜλεις
üταν θα μεßνεις μοναχιÜ σου.
Θε να ξαναγυρÝψεις πÜλι...
των χεριþν μου την αγκÜλη...
Στη Λου μου ΡÜινερ Μαρßα Ρßλκε
Ο Ρßλκε πριν Η Λου στα 36 Ο Ρßλκε μετÜ
Στις 28 Απρßλη του ßδιου Ýτους, προφανþς γι' αντßδραση, παντρεýεται τη γλýπτρια ΚλÜρα ΓουÝστχοφ (Clara Westhoff, 1878-1954), φßλη της Πüλα Μüντερστον ΜπÝκερ, στη ΒρÝμη κι εγκαθßστανται κει. Στις 12 ΔεκÝμβρη Ýρχεται στον κüσμο η κüρη τους Ρουθ (1901-1972). Μην αντÝχοντας üμως και πολý αυτÞ την ...εκδßκηση, -προφανþς- ο Ρßλκε χωρßζει, αφÞνει την 9μηνη κüρη του στη μÜνα της και μετακομßζει στο Παρßσι. Συνεχßζει να ταξιδεýει συνεχþς και να γρÜφει ποιÞματα. Το 1906 χÜνει τον πατÝρα του και πηγαßνει στη ΠρÜγα για τη κηδεßα. Γνωρßζει τη Φερστßν Μαρß, το 1909, συνÜπτει σχÝση και ταξιδεýουν μαζß. Το 1912, συνεχßζοντας να γρÜφει και να ταξιδεýει, συναντÜ την Ελεονüρα Ντιοýς, στη Βενετßα και μÝνει κÜμποσο μαζß της. Και πÜλι γρÜψιμο και πÜλι ταξßδια και το 1920 συναντÜ στη Γενεýη τη Βαλεντßνε Κοσλüφσκα. Το 1922, τη πιο παραγωγικÞ του χρονιÜ, ολοκληρþνει τις "Ελεγεßες Του Δοýναβη", Ýνα απü τα κοσμÞματα της παγκüσμιας λογοτεχνßας και την επüμενη χρονιÜ παντρεýεται η κüρη του Ρουθ, τον Δρα Καρλ ΣιÝγκερ.
Την ßδια χρονιÜ μπαßνει για πρþτη φορÜ σε σανατüριο, στη Γενεýη και μÝνει λßγους μÞνες για θεραπεßα. ΓρÜφει τα "ΓρÜμματα Σ' ¸να ΝÝο ΠοιητÞ". Παρüλη τη κλονισμÝνη του υγεßα, συνεχßζει και να γρÜφει και να ταξιδεýει. ºσως δεν υπÜρχει Üλλος που να ταξßδεψε πιüτερο σε τοýτο τον κüσμο. Λες και πÜσχιζε να ξεφýγει απü κÜτι Þ να προσπαθοýσε να συναντÞσει κÜτι. Το 1926 μπαßνει για δεýτερη φορÜ σε σανατüριο. Η αρρþστια εßναι λευχαιμßα και διαγιγνþσκεται μüλις τüτε. Βγαßνει και ταξιδεýει ξανÜ, μα το ΔεκÝμβρη της ßδιας χρονιÜς επιστρÝφει, πολý χειρüτερα. Μες στο σανατüριο, στις 13 ΔεκÝμβρη 1926, γρÜφει μιαν επιστολÞ προς την αγαπημÝνη του Λου και κλεßνοντας το, τη προσφωνεß στα ρþσικα, "Αντßο γλυκειÜ μου αγÜπη". Λßγο πριν πεθÜνει φÝρεται να εßπε: "ΡωτÞστε τη Λου τß πρüβλημα Ýχω. Εßναι το μüνο πρüσωπο στον κüσμο που μπορεß να ξÝρει καλλτερα απü τον καθÝνα". ¸πασχε απü Ýλκη στο στüμα, ο πüνος του τρυποýσε το στομÜχι και τα Ýντερα και το πÜλευε πλÝον με πολý χαμηλü ηθικü. Το πρωß στις 29 ΔεκÝμβρη ξεψυχÜ με ολÜνοιχτα μÜτια, σ' ηλικßα 51 ετþν, στα χÝρια του θερÜποντος ιατροý του, στο σανατüριο του Βαλμüν. Στις 2 ΓενÜρη 1927 θÜβεται στο κοιμητÞρι Ραρüν της Ελβετßας. ΛÝγεται μÜλιστα πως τριγýρω στο κρεββÜτι του υπÞρχανε σωροß κüκκινων ρüδων.
¸νας μýθος επιπλÝον που αναπτýχθηκε γýρω απü το θÜνατü του και τα τριαντÜφυλλα, μας λÝει το εξÞς: Για να τιμÞσει μιαν επιισκÝπτρια, την Αιγυπτßα καλλονÞ Nimet Eloui Bey, πÞγε στον κÞπο του να της μαζÝψει μερικÜ τριαντÜφυλλα. ΤρυπÞθηκε στο χÝρι απü Ýνα αγκÜθι, το χÝρι ολÜκερο πρÞστηκε κι επηρεÜστηκε και το Üλλο, κι Ýτσι πÝθανε. ΔηλαδÞ ο μýθος λÝει πως πÝθανε απü τÝτανο, καθþς πασßγνωστον, üτι τα αναερüβια μικρüβια του τετÜνου συχνÜ φωλιÜζουνε στ' αγκÜθια των λουλουδιþν.
¼πως και να 'χει, στο μνÞμα του αναγρÜφεται το επßγραμμα του:
Ρüδο, ω καθαρÞ αντßφαση,
τß ηδονÞ, του καθενüς ο ýπνος να 'ναι,
κÜτω απü τüσα βλÝφαρα.
Το αμφßσημο σýμβολο του ρüδου με το πλÞθος των "βλεφÜρων" του, δηλαδÞ των πετÜλων του, παραπÝμπει αρχικÜ στον ýπνο, την ανÜπαυση και τη λýτρωση που παρÝχει ο θÜνατος. Συγχρüνως üμως αισθητοποιεß τη δýναμη της ζωÞς, αφοý η χαρÜ, η "ηδονÞ" που προκαλεß η ομορφιÜ του διþχνει κÜθε σκÝψη ýπνου και παραßτησης. Γι' αυτü ο ποιητÞς το αποκαλεß "καθαρÞ αντßφαση".
Ο Ρßλκε: 1904 1916 1922
=================
Ο ΠÜνθηρας
Το βλÝμμα του κουρÜστηκε απü το πÝρα-δþθε
πßσω απü το κÜγκελο, που δε κρατιÝται Üλλο.
Του μοιÜζει να υπÜρχουνε χιλιÜδες σιδερüβεργες
και πßσω απü αυτÝς τις σιδερüβεργες το Τßποτα!
Η απαλÞ κι ευλýγιστη, γερÞ περπατησιÜ
που οδηγεß σε κýκλους που μικραßνουν,
μοιÜζει χορüς με δýναμη στο κÝντρο,
που ναρκωμÝνη πυργþνεται μια θÝληση.
Μüνο λßγες φορÝς ανοßγει τα βλÝφαρα,
αθüρυβα. ¸πειτα εισχωρεß μια εικüνα,
που διαπερνÜ τη γαλÞνη των μελþν του
κι εκεß στη καρδιÜ, παýει πια να υπÜρχει.
¢φιξη
ΞÝνο ü,τι λüγος στα χεßλη σου αυξÜνει
τα μαλλιÜ σου ξÝνα και το φüρεμÜ σου
ξÝνο εßναι και ü,τι ρωτÜ η ματιÜ σου.
Κι οýτε Ýνας φλοßσβος πια δε μας φτÜνει
απ' της δικÞς μας ζωÞς τη σφοδρüτη
στη δικÞ σου βαθειÜ σπανιüτη.
Σα κÜποια κονßσματα φαντÜζεις γραμμÝνα
που πÜνω απ' την Üδεια βωμοý, σκευοθÞκη
αιþνια τα χÝρια σταυρþνουν
αιþνια στεφÜνια κρατοýν παλιωμÝνα
και θÜματα αιþνια πÜντα οργανþνουν,
τα θÜματα αν Ýχουν καιρü σταματÞσει.
Εßσαι τüσον ωχρüς μα και τüσο ξÝνος.
Μüνο που κÜποτε φωτÜ τη μορφÞ σου
πüθος απελπισßας η επιστροφÞ σου,
üπου μÝσα στα ρüδα ο κüσμος χαμÝνος.
Και λαχτÜρα στο βλÝμμα βαθειÜ καθαρÞ
απü προσπÜθεια κι ανÜγκη πολλÞ τη χþρα,
που σαν Üνθισμα μες τη σιγÞ,
'γßνη πια το Ýργο απ´τα χÝρια σου τþρα.
(απüδοση Δ. Λιαντßνης)
Η ΓÝννηση Της Αφροδßτης
(Geburt Der Venus)
Εκεßνο το πρωß
¾στερα απü μια νýχτα γιομÜτη αντÜρα καλÝσματα και ταραχÞ
για μια ακüμη φορÜ ανÝβηκε το πÝλαγο στην κορυφÞ
και βüγγηξε.
Κι üταν αργÜ η κραυγÞ καταλÜγιασε πÜλι
βουλιÜζοντας μÝσα στην Üβυσσο τη βουβÞ
η θÜλασσα γÝννησε.
Στον Þλιο τον πρþτο λαμποκüπησε ο αφρüς της κüμης
και το κορßτσι υψþθηκε στην οýγια των γλαυκþν
κυμÜτων,
κατÜλευκο αμÞχανο και υγρü.
¸τσι σαν Ýνα πρÜσινο φýλλο ανÜδεψε,
τεντþθηκε και καμπυλþνοντας σε μια πρüκληση
νωχελικÞ ξεδßπλωσε το σþμα του
μÝσα στο δροσÜτο αγÝρι της αυγÞς.
ΚαθαρÜ ξεπρüβαλλαν τα γüνατα,
δυο φεγγÜρια ανεβασμÝνα
απü τα δαχτυλιδωτÜ σýγνεφα των μηρþν.
Οι κνÞμες υποχþρησαν μÝσα σε ßσκιους αχνοýς.
Και οι αρμοß του πÞραν να ζωντανεýουν
üπως το λαρýγγι του πüτη.
Και το σþμα Ýγειρε ανÜγερτο στο γýρο ποτηριοý
üπως ο νÝος καρπüς σ’ ενοý παιδιοý τα χÝρια.
Η μικρÞ δαχτυλÞθρα του αφαλοý
φýλαγε üλο το σκοτÜδι εκεßνου του ολüφωτου σþματος.
Πιο κÜτου κýμα μικρü σηκþθη αχνογελüχαρο
κýλησε σßγουρο και κýκλωσε τα ισχßα
üπου Ýνα Þσυχο κελÜρυσμα θρüιζε.
ΔιÜφανο üμως και χωρßς ßσκιους ακüμη
σαν το απüσταγμα απü σημýδες του Απρßλη
πρüβαλε το αιδοßο
Üδειο, ζεστü και αναμÝνοντας.
Τþρα οι þμοι ζυγαριÜστηκαν τÝλεια
πÜνω στο λυγερü κορμß.
Απü το δοχεßο του θηλυκοý σαν συντριβÜνι
τινÜχτηκε ο ρυθμüς
και γκρεμßζονταν τρÝμοντας
στους καταρρÜχτες των μαλλιþν
και στα μακρυÜ ωραßα χÝρια.
¾στερα αργÜ – αργÜ προσπÝρασε η üψη της.
Η θηλυκÜδα, ακατανßκητη ροπÞ,
Ýγινε αδιüρατη μες στο σκοτÜδι
και ετελεßωνε Þρεμα στο θεληματικü της πηγοýνι.
Τþρα ο λαιμüς Üστραφτε üπως αχτßνα,
και μÝσαθÝ του ανεβÞκαν οι χυμοß
üπως στο ýπερο του λουλουδιοý.
Σýγκαιρα τεντþθηκαν οι δýο βραχßονες,
κýκνων λαιμοß
üταν πλÝνε κατÜ την üχθη.
Και τüτε σ’ εκεßνου του σþματος το σκοτεινü
ξýπνημα εκßνησε σαν αýρα πρωινÞ
η πρþτη αναπνοÞ.
Τα κλαδιÜ των φλεβþν σχημÜτισαν ψιθυρßζοντας
Ýνα δÝντρο τρυφερü.
Και το αßμα Üρχισε να βουßζει
μÝσα απü το βαθý μυχü του.
Και τοýτος ο Üνεμος αýξαινε.
τüσο που χýθηκε με üλη τη βßα του
στα νÝα στÞθη.
Τα γÝμισε και τα φοýσκωσε σαν δυο πανιÜ
τεντωμÝνα απü την προσδοκßα του μακρυνοý.
Και αλÜφριο το κορßτσι το σπρþξανε στην στεριÜ.
¸τσι καταπλÝοντας Üραξε η θεÜ.
Πßσω της αναμεριÜζοντας πλατιÜ προς την
καινοýργια üχθη ανÝβαιναν üλο το πρωινü
τα λουλοýδια και τα καλÜμια
βρυαρÜ μπερδεμÝνα κι ανεβÜσταγα
üπως οι αφÝς στο αγκÜλιασμα.
Κι αυτÞ προχωροýσε να φτÜσει.
¼μως το μεσημÝρι, εκεßνη την þρα τη βαρειÜ,
σηκþθηκε το πÝλαγο μια ακüμη φορÜ
και στην ßδια εκεßνη θÝση που γÝννησε τη θεÜ
ξÝβρασε Ýνα δελφßνι
νεκρü, πορφυρü κι ανοιγμÝνο.
(απüδοση Δ. Λιαντßνης)
ΠÝμπτη ΩδÞ
Σηκωθεßτε και φοβÞστε τον τρομερü Θεü, γκρεμßστε τον.
ΧαρÜ πολÝμου, απü αιþνες τον Ýχει κακομÜθει.
Τþρα εσÜς να σπρþξει ο πüνος
εσÜς να σπρþξει Ýνας νÝος, πληγωμÝνος πüνος του πολÝμου,
μπροστÜ στο θυμü του.
Κι αν σας αναγκÜζει το αßμα, τρανωμÝνο απ' τους πατÝρες σας ψηλÜ
τρεχοýμενο αßμα, τüτε ας εßναι το συναßσθημα δικü σας.
Μη κÜνετε τα ßδια τα παλιÜ.
ΕξετÜστε, μÞπως εßστε ο πüνος.
Ο δρων πüνος.
Ο πüνος Ýχει κι αυτüς τη δικÞ του αγαλλßαση.
Ω! και μετÜ ξεδιπλþνει η σημαßα πÜνω σας,
στον αγÝρα που 'ρχεται απü τον εχθρü!
ΠοιÜ; Του πüνου.
Η σημαßα του πüνου.
Το βαρý που σας χτυπÜ πανß του πüνου.
ΚαθÝνας απü σας σκοýπισε το ιδρωμÝνο καφτü πρüσωπü του.
¼λων σας τα πρüσωπα εßναι μαζεμÝνα κει, σε κομμÜτια.
ΚομμÜτια του μÝλλοντος ßσως.
Να μη κρατοýσε συνεχþς μÝσα του το μßσος,
αλλÜ μονÜχα απορßα.
Γιατß, ο προαποφασισμÝνος πüνος, ο υπÝροχος θυμüς
κι αυτοß οι τυφλοß γýρω σας, θολþσανε το νου σας.
Απ' ¼λα Σχεδüν Τα ΠρÜγματα...
Απ' üλα σχεδüν τα πρÜγματα πνÝει αßσθηση
κι απü κÜθε αλλαγÞ μας γνÝφει. ΣκÝψου!
Η μÝρα, üταν προσπερνοýσαμε σα ξÝνοι,
αποφασßζει να προσφερθεß σα μελλοντικü δþρο.
Ποιüς υπολογßζει τη προσφορÜ μας;
Ποιüς μας χωρßζει απ' τα παλιÜ τα περασμÝνα χρüνια;
Τß μÜθαμε μεις απü τη πρþτη τη στιγμÞ,
αν üχι πως το κÜθε τι βρßσκεται κι αλλοý;
Αν üχι, πως κοντÜ μας το ψυχρü ζεσταßνεται;
Ω! σπßτι, ω βουνοπλαγιÜ, ω φως του δειλινοý,
για μια στιγμÞ μας φÝρνεις κατÜφατσα μ' αυτÜ.
ΣτÝκεσαι δßπλα μας τυλßγοντας τις αγκαλιÝς μας.
Σ' üλα τα πλÜσματα απλþνεται το μüνο διÜστημα:
το Ενδοσýμπαν. ΑπαλÜ μας προσπερνοýνε τα πουλιÜ.
Ω! εγþ που θÝλω να ριζþσω, κοιτþ Ýξω
και μÝσα μου βλασταßνει σα δÝντρο.
Ανησυχþ και μÝσα μου στÝκεται το σπßτι.
ΠροφυλÜγομαι και μÝσα μου υπÜρχει η σκÝπη.
Εγþ που 'γινα ο αγαπημÝνος, -στη μορφÞ μου
ησυχÜζει της ωραßας κτßσης το ομοßωμα, και κλαßει!
Σ' Αγαπþ
Κλεßσε τα μÜτια μου
Μπορþ να σε κοιτÜζω
Τ αυτιÜ μου σφρÜγισ´ τα
Να σ ακοýσω μπορþ
Χωρßς τα πüδια μου μπορþ να ρθω σ εσÝνα
Και δßχως στüμα θα μπορþ να σε παρακαλþ
ΣταμÜτησÝ μου την καρδιÜ και θα καρδιοχτυπþ με το κεφÜλι
Και αν κÜνεις το κεφÜλι μου συντρßμμια στÜχτη
Εγþ μÝσα στο αßμα μου θα σ Ýχω πÜλι
Χωρßς τα χÝρια μου μπορþ να σε σφιχταγκαλιÜσω
Σαν να χα χÝρια üμοια καλÜ με την καρδιÜ
ΣταμÜτησÝ μου την καρδιÜ και θα καρδιοχτυπþ με το κεφÜλι
Και αν κÜνεις το κεφÜλι μου συντρßμμια στÜχτη
Εγþ μÝσα στο αßμα μου θα σ Ýχω πÜλι
ΣταμÜτησÝ μου την καρδιÜ και θα καρδιοχτυπþ με το κεφÜλι
Και αν κÜνεις το κεφÜλι μου συντρßμμια στÜχτη
Εγþ μÝσα στο αßμα μου θα σ Ýχω πÜλι
(Μτφρ: ΚωστÞς ΠαλαμÜς)
¸κθετος ΠÜνω Στα ¼ρη Της ΚαρδιÜς
¸κθετος πÜνω στα üρη της καρδιÜς
κοßτα πüσο μικρüς εκεß, κοßτα:
των λüγων ο τελευταßος χþρος
και ψηλüτερα χþρος του συναισθÞματος.
Τον αναγνωρßζεις;
¸κθετος πÜνω στα üρη της καρδιÜς.
ΠÝτρινο Ýδαφος κÜτω απ' τα χÝρια.
Εδþ Üνθιζε βÝβαια κÜτι.
ΜÝσα απü τον βουβü γκρεμü,
φυτρþνει τραγουδþντας Ýνα ανýπαρκτο χορτÜρι.
¼μως ο Γνþστης...
Αχ αυτüς Üρχιζε να γνωρßζει και τþρα σιωπÜ,
Ýκθετος πÜνω στα üρη της καρδιÜς.
Εκεß τριγυρßζουν ασφαλþς μ' ακÝρια τη Συνεßδηση
μερικÜ μικρÜ σιγουρεμÝνα ζþα του βουνοý,
αλλÜζουν θÝση και στÝκουν.
Και το μεγÜλο κρυμμÝνο πουλß γυροφÝρνει
πÜνω απ' την αγνÞ Üρνηση των κορυφþν.
¼μως χωρßς ασφÜλεια, εδþ πÜνω στα üρη της καρδιÜς...
ΣονÝτο
Στη ζωÞ μου μÝσα τρÝμει δßχως παρÜπονο
κι αναστεναγμü, Ýνας πüνος σκοτεινüς.
Το χιüνι των ονεßρων μου, το κατÜλευκο χιüνι,
εßναι των σιωπηλþν μου ημερþν, ο αγιασμüς.
Συχνüτερα üμως προσπερνÜ το μÝγα ρþτημα
το μονοπÜτι μου -και νιþθω μικρüς και προχωρþ
ανεπηρÝαστος παραπÝρα, κοντÜ στη λßμνη,
το Üγριο κýμα της να μετρÞσω δε τολμþ.
Και τüτε πληθαßνει μÝσα μου μια θλßψη θολÞ
σαν το γκριζωπü μιας νýχτας θερινÞς
που μüνον Ýν αστÝρι τη φωτßζει, δω κι εκεß.
Τα χÝρια μου γυρεýουνε αγÜπη πιο σωστÞ
και με χαρÜ θα Ýλεγα μια προσευχÞ μονÜχα,
που το καφτü μου στüμα δε μπορεß να βρει...
Φθινüπωρο
Τα φýλλα πÝφτουν, πÝφτουν λες απü ψηλÜ,
σαν να ξερÜθηκαν οι κÞποι τ' ουρανοý.
πÝφτουν με Üρνηση στο στüμα του κενοý.
Και μες στη νýχτα πÝφτει η Γη βαριÜ,
απü τ' αστÝρια προς τη μοναξιÜ.
¼λοι μας πÝφτουμε. Το χÝρι αυτü που γρÜφει.
Δες τα üλα γýρω: χÜνονται στα βÜθη.
Εßναι üμως ΚÜποιος που την πτþση αυτÞ
στα δυο του χÝρια στοργικÜ τη συγκρατεß.
ΜοναξιÜ
Η μοναξιÜ μοιÜζει με τη βροχÞ. Τα βρÜδια
απ' του πελÜγους αναθρþσκει τον καθρÝφτη.
απü κοιλÜδες μακρινÝς κι απü λιβÜδια
στον ουρανü ανεβαßνει πÜντα, που την Ýχει.
Κι ýστερα, απü εκεß ψηλÜ, στην πüλη πÝφτει.
ΠÝφτει την þρα που το φως πια δεν αντÝχει,
üταν τους δρüμους βÜφουν πÜλι τα σκοτÜδια,
κι üταν τα σþματα χωρßζουν λυπημÝνα
δßχως να βρουν ü,τι ζητοýν, μÝνοντας ξÝνα.
κι üταν οι Üνθρωποι εκεßνοι, που μισοýνται,
πÜλι στο ßδιο στρþμα πÝφτουν και κοιμοýνται:
τη μοναξιÜ τη παßρνουν τüτε τα ποτÜμια...
Τß Θ' Απογßνεις Θε Μου Αν ΠεθÜνω;
Τß θ' απογßνεις, Θε μου, αν πεθÜνω;
Εγþ ειμαι το κανÜτι σου (αν σπÜσω;)
Εγþ ειμαι το ποτü σου (αν πικρÜνω;)
Εγþ ειμαι το Ýργο σου και το ÝνδυμÜ σου,
μαζß μου θα χαθεß το νüημÜ σου.
Αλλοý δεν πρüκειται να βρεις μια στÝγη Üλλη
να σε δεχτεß με λüγο απλü, ζεστü.
Θα σου λυθεß απ' το πüδι το σανδÜλι
το μεταξÝνιο σου, που εßμαι εγþ.
Το πανωφüρι σου πια θα σ' αφÞσει.
Το βλÝμμα σου, που στο πλευρü μου
το εßχα πÜντοτε εγþ προσκÝφαλü μου,
μÜταια τριγýρω þρα πολλÞ θα με ζητÞσει
κι üταν ο Þλιος τελικÜ γεßρει στη Δýση,
σε ξÝνης πÝτρας αγκαλιÜ θα ξενυχτÞσει.
Τß θ' απογßνεις, Θε μου; Αγωνιþ.
Νεκροτομεßο
ΝÜ τοι, παραταγμÝνοι, λες και πρÝπει
να τους δοθεß κι εδþ Ýνας ρüλος για να παßξουν,
þστε üλο αυτü το ψýχος που τους δρÝπει,
την παρουσßα του Üλλου δßπλα τους ν' αντÝξουν,
σα να μη τÝλειωσε τßποτε ακüμα.
Τß üνομα βρÝθηκε στην τσÝπη τους γραμμÝνο;
Της αηδßας τον λεκÝ απü το στüμα
οι νεκροκüμοι τοýς τον Ýχουν ξεπλυμÝνο,
üμως δεν βγÞκε. Ας Ýχουν τþρα στüμα καθαρü.
Τα γÝνια τους στα μÜγουλα εξÝχουν πιο σκληρÜ,
κι ας τους τα ευπρÝπισε μια Ýγνοια συνετÞ,
μη νιþσει απÝχθεια το ευαßσθητο κοινü.
Μüνο τα μÜτια τους Ýχουν αντιστραφεß
κÜτω απ' τα βλÝφαρα. κοιτοýν στα Ýνδον πια.
Αρχαúκüς Κορμüς Απüλλωνος
Στον μεγÜλο φßλο μου Αýγουστο ΡοντÝν
Δεν το γνωρßσαμε το ανÞκουστο κεφÜλι
üπου μεστþναν των ματιþν του οι βολβοß.
¼μως το στÞθος του φλογßζει σα κερß
κι εκεß το βλÝμμα, ριζωμÝνο τþρα σ' Üλλη
θÝση, ζει και διαρκεß. Το στÝρνο, αλλιþς,
δεν θα σε τýφλωνε κι απ' τη καμπÞ του ισχßου
δεν θα κυλοýσε ενüς γÝλιου ο μορφασμüς
þς το σημεßο που Þταν πρþτα του μορßου.
Αλλιþς, η πÝτρα θα 'στεκε ανÜπηρη, μισÞ
κÜτω απ' τους þμους που ερειπþθηκαν στη πτþση
και δεν θα σπßθιζε üπως Üγρια λεοντÞ
οýτε σαν Ýκρηξη Üστρου απü παντοý με τüση
λÜμψη: γιατß το κÜθε τι απü δω σε βλÝπει,
η κÜθε μια γωνιÜ. ΖωÞ ν' αλλÜξεις πρÝπει.
Βιβλßο Των Ωρþν
(απüσπασμα: μετ. Κ. ΠαλαμÜς)
Σβýσε τα μÜτια μου, μπορþ να σε κοιτÜζω,
τ' αυτιÜ μου σφρÜγισÝ τα, να σ' ακοýω μπορþ.
Χωρßς τα πüδια μου μπορþ να 'ρθω σε σÝνα
και δßχως στüμα θα μπορþ να σε παρακαλþ.
Κüψε τα χÝρια μου, θα σε σφιχταγκαλιÜζω,
σα να Þταν χÝρια, üμοια καλÜ, με την καρδιÜ.
ΣταμÜτησÝ μου την καρδιÜ και θα καρδιοχτυπþ με το κεφÜλι.
Κι αν κÜμεις το κεφÜλι μου σýντριμμα, στÜχτη,
εγþ μÝσα στο αßμα μου θα σ' Ýχω πÜλι.
Ερωτικü
Τη ψυχÞ μου πþς να συγκρατÞσω
στη δικÞ σου να μη ταιριÜζει ψυχÞ;
Πþς να τη κÜνω με κÜτι Üλλο να υψωθεß
πÜνω απü σÝνα; ΘÜθελα με ü,τι πια εχÜθη
μες στο σκοτÜδι να την ασφαλßσω
σε μια γωνιÜ Þρεμη και ξÝνη που να μη
δονεßται üταν της αναδεýονται τα βÜθη.
¼,τι σε 'σε και μÝνα φÝρνει ταραχÞ
κοντÜ μας φÝρνει, σα μια δοξαριÜ
που μια φωνÞν αφÞνει, μοναχÞ
απü τις δυο χορδÝς! Ποý εßμαστε δεμÝνοι;
Ποιü üργανο, ποιüς παßχτης εßναι, ω τραγοýδι, που μας δÝνει;
¢τιτλο
Αν μüνο μια φορÜ το παν απüλυτα σιωποýσε.
Αν το τυχαßο και συμπτωματικü
βουβαινüταν και το γÝλιο το γειτονικü,
αν ο θüρυβος των αισθÞσεþν μου ηρεμοýσε,
που τüσο μ’ εμποδßζει ν’ αγρυπνÞσω -:
με μια χιλιüμορφη σκÝψη θα δυνüμουν, ßσως,
ως τα πÝρατÜ σου να σε στοχαστþ
και (μüνο üσο κρατÜ Ýνα χαμüγελο) να σε κρατÞσω,
σε κÜθε ζωÞ να σε χαρßσω,
σαν Ýνα Ευχαριστþ.
Η Πεßρα Του ΘανÜτου
Την αναχþρηση αυτÞ, που δε μοιρÜζεται μαζß μας
τßποτα, δεν την ξÝρουμε. Δεν εßχαμε λüγο
να θαυμÜζουμε, ν’ αγαποýμε Þ να μισοýμε
τον θÜνατο, δεν εßχαμε παρÜ Ýνα στüμα μüνο
τραγικÞς μÜσκας παρÜξενα παραμορφωμÝνο.
ΓεμÜτος ρüλους εßναι ακüμη ο κüσμος,
που τους παßζουμε. Αν θÝλουμε ν’ αρÝσουμε, παßζει
κι ο θÜνατος, μ’ üλο που δεν του αρÝσει.
Μα, ως Ýφευγες, στη σκηνÞ τοýτη, ξÜφνου,
μι’ αχτßδα πραγματικüτητας τρýπωσε, απ’ τη χαραμÜδα
αυτÞν απ’ üπου Ýφευγες: αληθινü ηλιüφως,
πρÜσινο αληθινοý πρÜσινου, αληθινü δÜσος.
Παßζουμε συνεχþς. ΑπαγγÝλοντας και χειρονομþντας
και, πüτε-πüτε, ü,τι μÜθαμε δýσκολα, με φüβο,
αναιρþντας. μα η τüσο μακρυνÞ σου
παρουσßα, αφαρπασμÝνη απü τον ρüλο μας, μπορεß
να μας ξαφνιÜσει, κÜποτε, σα γνþση, που, απü κεßνη
την πραγματικüτητα, πÜνω μας χαμηλþνει,
Ýτσι, που, μια στιγμÞ, παρασυρμÝνοι, τη ζωÞ μας
παßζουμε, χωρßς να ’χουμε χειροκροτÞματα στον νοý μας.
Μτφρ: ¢ρης Δικταßος
ΜιλÜ Στον ¢νθρωπο Ο Θεüς...
ΜιλÜ στον Üνθρωπο ο Θεüς, μüνο προτοý τον φτιÜξει
κι Ýπειτα βγαßνει σιωπηλÜ μαζß του Ýξω απ’ τη νýχτα.
Και να τα λüγια που μιλÜ, προτοý ο καθεßς ν’ αρχßσει,
λüγια συννεφιασμÝνα:
Απ’ τις αισθÞσεις σου σπρωγμÝνος Ýξω,
ως με της νοσταλγßας το χεßλος τρÜβα.
Φüρεμα δος μου.
Ως πυρκαγιÜ μεγÜλωνε πßσω απ’ τα πρÜγματα, þστε
ν’ απλþνουν οι ßσκιοι τους πολý, κι ολÜ-
καιρο να με σκεπÜζουν πÜντα.
¢σε το κÜθε τι να σου συμβεß: Και ομορφιÜ και τρüμος.
Ο Üνθρωπος πρÝπει να τραβÜ μπροστÜ. ΚανÝνα
αßσθημα απüμακρο πολý δεν εßναι.
Να μη μ’ αποχωρßζεσαι.
Η χþρα, που τη λεν ζωÞ,
κοντεýει.
Απü τη σοβαρüτητÜ της θα την αναγνωρßσεις.
Δος μου το χÝρι.
Μτφρ: Δ. Οικονομßδης
Επßλογος
Ο θÜνατος εßναι μεγÜλος.
Εßμαστε δικοß του
κι üταν γελοýμε.
Κι εκεß ̟που θαρροýμε
π̟ως η ζωÞ μας ζþνει
τολμÜ να κλÜψει εντüς μας.