ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

Óá÷ëßêçò ÓôÝöáíïò: Ôáëáíôïý÷ïò ÊáôåñãÜñçò ÐïéçôÞò

                                                 Βιογραφικü

     Πριν ξεκινÞσω το Üρθρο οφεßλω να πω πω το συγκεκριμÝνο, δε θα μποροýσα να το φτιÜξω, αν δεν εßχα τρομερÞ βοÞθεια απü τη Μαρßα ΘαλασσινÞ (κατÜ κüσμον Μαρßα ΑρκουλÞ), την οποßαν ευχαριστþ πÜρα πολý και της εκφρÜζω το βαθýτατο σεβασμü μου!  Επßσης υπÜρχει πλÝον  και το ΓΛΩΣΣΑΡΙ του,  üπου μπορεßτε να το ανοßξετε δßπλα παρÜλληλα, þστε διαβÜζοντας και βρßσκοντας λÝξη Üγνωστη, να μπορεßτε να ανατρÝχετε εκεß!

     Ο κρητικüς σατιρικüς ποιητÞς Þ καλýτερα στιχουργüς, που Ýζησε στο δεýτερο μισü του 14ου αι. στην πüλη και στο διαμÝρισμα του ΧÜνδακα στη βενετοκρατοýμενη ΚρÞτη, ΣτÝφανος Σαχλßκης εßναι 1ος εκπρüσωπος της κρητικÞς λογοτεχνßας που Ýγραψε τα Ýργα του σε δημþδη γλþσσα και θεωρεßται απü πολλοýς μελετητÝς «πατÝρας της κρητικÞς λογοτεχνßας» (ΚαπλÜνης 2011, 1). Εßναι, επßσης 1ος νεοÝλληνας ποιητÞς που χρησιμοποßησε ομοιοκαταληξßα. Η σημαντικüτερη ειδολογικÞ συμβολÞ του εßναι η συγγραφÞ της πρþτης γνωστÞς ποιητικÞς αυτοβιογραφßας στα νÝα ελληνικÜ με τßτλο «ΑφÞγησις ΠαρÜξενος Του Ταπεινοý Σαχλßκη». Πρüκειται, βÝβαια, για πρþιμο πειραματισμü που ßσως βασßζεται σε δυτικÜ πρüτυπα.
     Για τη ζωÞ του μποροýμε να αντλÞσουμε λßγες πληροφορßες απü Ýγγραφα της εποχÞς κι απü τα αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα των Ýργων του. ΓεννÞθηκε στον ΧÜνδακα (παλαιüτερη ονομασßα του Ηρακλεßου) γýρω στο 1331 απü εýπορη φεουδαρχικÞ ελληνικÞ οικογÝνεια. Ο πατÝρας του ΙωÜννης (ΤζανÜκης) Σαχλßκης εßχε αναπτýξει εμπορικÞ, οικονομικÞ και πολιτικÞ δραστηριüτητα, üμως εßχε αρκετÜ χρÝη (van Gemert 1980, 36-40). Η μητÝρα του Μαρßα Σαχλßκενα πÝθανε λßγο πριν απü τον Οκτþβρη του 1334, üταν δηλαδÞ ο ΣτÝφανος Þταν σε πολý μικρÞ ηλικßα. ΜετÜ τη μεγÜλη επιδημßα πανþλης που Ýπληξε ολÜκερη την Ευρþπη απü το 1348 μÝχρι το 1351 κι απü την οποßα Ýχασε τον πατÝρα και την αδερφÞ του ΕλÝνη, επÝζησεν κι Þταν απ' τους που βρÝθηκαν ξαφνικÜ πλοýσιοι σ' Ýνα κüσμο που 'χε χÜσει τον προσανατολισμü του, και που η μüνη του σιγουριÜ Þταν ο φρικαλÝος θÜνατος. ΑπÝμεινε μοναδικüς κληρονüμος της σημαντικÞς οικογενειακÞς περιουσßας, μÝγα μÝρος της οποßας κατασπατÜλησε, κÜνοντας Üσωτη ζωÞ με τις πüρνες (πολιτικÝς) του ΚÜστρου κι ßσως παßζοντας τυχερÜ παιχνßδια (van Gemert 1980, 43-44).

Ο κýρης και η μÜνα μου, εκεßνοι οποý με εκÜμαν
κατÜχερα εκ το στüμα μου ουδÝν Ýλειψε το γÜλα,
και εις μιÜν οι Üτυχοι γονεßς εις το σχολεßον με εβÜλαν
στα γρÜμματα μ' εβÜλασιν, φρüνεσιν να μανθÜνω...
και Ýμαθα τα γρÜμματα, þστε ενηλικþθην
κι επρüκοπτα εις την παßδευσιν þσπου εμεγαλþθην.
ΑμÞν απεßν εγÝνομουν χρονþν δεκατεσσÜρων...
Þρχισα τον δÜσκαλον να τον αποχωρßζω
και τα στενÜ του ΚÜστρου μας τριγýρω να γυρßζω.
ΑργÜ και πüτε το χαρτß επιÜνα να διαβÜζω,
αμÞ Þθελα να περπατþ δια να περιδιαβÜζω...
τα καλαμÜρια, τα χαρτιÜ üλα τα λακτοπÜτουν...
κι εφαßνετü μου το σκολειüν ωσÜν κακüν θηρßον.
Ολßγα γρÜμματα Ýμαθα και τüτε τα εξαφÞκα,
και εις το σκολειüν των πολιτικþν εγýρεψα και εμπÞκα.

     Σýμφωνα με τα λιγοστÜ στοιχεßα που εßναι γνωστÜ για τη ζωÞ του ανÞκε στην τÜξη των αρχοντορωμαßων. ¹δη απü τα 14 του παρÜτησε το σχολεßο κι Üρχισε να συχνÜζει στα καταγþγια και τα χαμαιτυπεßα του ΚÜστρου, προτιμþντας να κÜνει παρÝα με πειρατÝς, απατεþνες, πüρνες (πολιτικÝς) και με εγκληματßες, παρÜ τις νουθεσßες των κηδεμüνων και των δασκÜλων του. Θα γοητευθεß απü την Ýντονη νυχτερινÞ ζωÞ της πρωτεýουσας και οι κýριες ενασχολÞσεις του θα αποτελÝσουν τα τυχερÜ παιχνßδια (ζÜρια), η οινοποσßα και η συντροφιÜ με τις πüρνες.
     Απü το 1356 και για τα επüμενα 4 χρüνια, συγκαταλεγüταν ανÜμεσα στα μÝλη του Μεßζονος Συμβουλßου του ΧÜνδακα, üμως το 1361 η επανεκλογÞ του απορρßφθηκε για 1η φορÜ, ενþ την επüμενη χρονιÜ η απüρριψη Þταν οριστικÞ. ¸ζησε Ýτσι ασýδοτα σπαταλþντας ολÜκερη τη περιουσßα. Κατüπιν μετανιωμÝνος αποτραβÞχτηκε απü τη δρÜση στην ηρεμßα της υπαßθρου. Μην αντÝχοντας üμως τη πληκτικÞ ζωÞ, ξαναγυρνÜ στο ΧÜνδακα, κÜνει το δικηγüρο, πλουτßζει, για να ξαναρχßσει τη παλιÜ αμαρτωλÞ ζωÞ και να καταλÞξει πÜλι στη φυλακÞ, γýρω στα 1370,  για διÜστημα μισοý Þ ενüς χρüνου, ýστερα απü καταγγελßα της ερωμÝνης του πüρνης Κουταγιþτενας (van Gemert 1980, 48). Το Ýργο του επηρεÜστηκε Üμεσα απü τη φυλÜκισÞ του, αφοý εßναι πιθανü πως εκεß Ýγραψε τα 1α του ποιÞματα. Απü τη φυλακÞ ιστορεß τις ερωτικÝς του περιπÝτειες, και συμβουλεýει τους νÝους να μη πÜθουν τα üσα Ýπαθεν αυτüς. Ιδιαßτερες συμβουλÝς απευθýνει στον ΦραντζισκÞ, το γιο κÜ­ποιου φßλου του. 3 πρÜγματα του λÝει πρÝπει ν' αποφεýγει: «της νýχτας τα γυρßσματα, τα ζÜρια, και τις πολιτικÝς (πüρνες)». Απü το 1371 και για την επüμενη 10ετßα Ýζησε στην επαρχßα, στο χωριü Πενταμüδι, üπου του ‘χεν απομεßνει οικογενειακü φÝουδο.
     ΜετÜ το 1382 ο Σαχλßκης επÝστρεψε στο ΧÜνδακα, üπου Üσκησε (μÜλλον ανεπιτυχþς) το επÜγγελμα του δικηγüρου. Παρ’ üλα τα Ýσοδα που πρÝπει να ‘χε απü τα κτÞματα και απü τη δικηγορßα, δεν κατορθþνει να τα βγÜλει πÝρα οικονομικÜ. ΚατÜ τα χρüνια 1390-91 τα χρÝη του τον πλακþνουν. ΑυτÞ τη φορÜ για τον οικονομικü του ξεπεσμü δεν Ýφταιγαν οι «πολιτικÝς», δηλαδÞ οι αγοραßες γυναßκες του ΚÜστρου, αλλÜ πιθανüτατα αιτßα στÜθηκαν τα τυχερÜ παιχνßδια -ζÜρια (van Gemert 1980, 55-58). Οι πληροφορßες απü Ýγγραφα για το πρüσωπü του σταματÜνε στο ΔεκÝμβρη 1391. Δεν αποκλεßεται να Ýζησε μερικÜ χρüνια ακüμη, η οικονομικÞ του κατÜσταση, πÜντως, δεν βελτιþθηκε. ΠÝθανε πιθανüτατα γýρω στα 1403.

     Η ακατÜσχετη τÜση του να γευθεß üλες τις απολαýσεις της ζωÞς που του πρüσφερε η πüλη, που μας την ζωντανεýει τüσο γραφικÜ και παραστατικÜ με τους στßχους του, δεν Þταν ßσως παρÜ μια αντßδραση στην αγωνιþδη αβεβαιüτητα των καιρþν, στο διαρκþς παρüν δÝος του θανÜτου, που σημÜδευαν τον ψυχισμü των ανθρþπων που επÝζησαν απü το μεγÜλο θανατικü.
     Ο Κρητικüς στιχουργüς εßναι ο πιο απερßφραστα περιγραφικüς, ο θριαμβευτικüτερα Üσεμνος, ο χωρßς καμιÜ φραστικÞ αναστολÞ καταγραφÝας της ευθυμßας, της ανεμελιÜς και της ελευθεριüτητας του καιροý του και του τüπου του, σε τüνους πολý πιο εκκωφαντικοýς απü οποιονδÞποτε χρονικογρÜφο που περιγρÜφει και στιγματßζει τα Þθη της εποχÞς εκεßνης στην Ευρþπη. Η σÜτιρα του Σαχλßκη εκπορεýεται απü προσωπικÝς πικρÝς εμπειρßες και κατευθýνεται, διεισδυτικÜ αλλÜ εγωιστικÜ, ενÜντια σε κοινωνικÝς ομÜδες Þ πρüσωπα που τον δυσκüλεψαν Þ του κατÝστρεψαν τη ζωÞ Þ, που για διÜφορους λüγους, του εßχαν δημιουργÞσει προσωπικÝς αντιπÜθειες.
     Στα Ýργα του «κηρýττει την ηθικÞ με την αυτÜρεσκη περιγραφÞ της ßδιας του της ανηθικüτητας», λÝει με πνευματþδη τρüπο ο Hesseling. Αποφεýγει ακüμη τις παρεμβολÝς βιβλικþν κι Üλλων αποφθεγματικþν φρÜσεων, που καταφεýγουν κατÜ κüρον Üλλοι ηθικοδιδακτικοß ποιητÝς, γεγονüς που κÜνει τα Ýργα τους ελÜχιστα ελκυστικÜ. Χαρακτηριστικü της απÞχησης που εßχαν τα ποιÞματÜ του στην εποχÞ τους, εßναι πως εßχαν γßνει τραγοýδια.   Στα Ýργα του Σαχλßκη βλÝπουμε Ýνα διÜχυτο μßσος κατÜ των γυναικþν και μÜλιστα των πορνþν, που φαßνεται να θεωρεß υπεýθυνες για το κατÜντημÜ του. Ιδιαßτερα τα βÜζει με τη Κουταγιþταινα (στο “ΒουλÞ των πολιτικþν”), για την οποßα εκφρÜζεται με μεγÜλη αισχρüτητα:

ΓαμιÝται η Κουταγιþταινα κι ο σκýλος της γαυγßζει
και κλαßσι τα παιδÜκια της κι εκεßνη χαχανßζει.


     Το ßδιο πρüσωπο φαßνεται να κρýβεται και κÜτω απü την ΠοθοτσουτσουνιÜ (στο “Αρχιμαυλßστρες”), στην οποßα ο ποιητÞς απευ­θýνει εν εßδη επωδοý την ερþτηση:

 ΕιπÝ με ΠοθοτσουτσουνιÜ, μαυλßζεις Þ γαμιÝσαι;

     Αλλοý τη βÜζει και καμαρþνει για τα προσüντα της:

 Εγþ 'μαι η ΠοθοτσουτσουνιÜ, εγþ 'μαι η ψωλοπüθα,
 εγþ 'μαι απÜνω εις üλες σας, εγþ 'μαι εδÜ κερÜ σας.

     Η περßπτωση του Σαχλßκη παρουσιÜζει ιδιαßτερο ενδιαφÝρον üχι μüνον επειδÞ Þταν ο πρþτος επþνυμος ΝεοÝλληνας στιχουργüς που εßχε την πρωτοβουλßα να εισαγÜγει την ομοιοκαταληξßα στον ελληνικü στßχο, αλλÜ και επειδÞ Þταν χωρßς Üλλο και Ýνας ευφυÞς και πρωτüτυπος δημιουργüς, γνþστης της βυζαντινÞς και της δυτικÞς λογοτεχνßας του καιροý του και ικανüς να αναδιαμορφþνει προς το ευρηματικüτερο, να διευρýνει και να εμπλουτßζει ü,τι δανειζüταν.
     ΟπωσδÞποτε δε πρωτοτυπεß εκφρÜζοντας τÝ­τοιο μßσος ενÜντια στις γυναßκες, παρüλο που οι προσωπικÝς του εμπειρßες και ταλαιπωρßες τον δικαιολογοýν απüλυτα, αλλÜ βρßσκε­ται στα πλαßσια μια γενικüτερης ποιητικÞς παρÜδοσης της εποχÞς, μιας παρÜδοσης μισογυνισμοý, üχι ειδικÜ ΚρητικÞς, αλλÜ πανευρωπαúκÞς, που Ýχει τις ρßζες της στο μεσαßωνα, κι αποτελεß μια χολωμÝνη αντßθεση στους αυλικοýς Ýρωτες των ιπποτικþν μυθιστοριþν, üπου η γυναßκα σχεδüν θεοποιεßται.
   Οι ποιητικÝς συμβÜσεις με τις οποßες εκφρÜστηκε αυτüς ο μισογυνισμüς Þσαν κατÜ βÜση τρεις.  Η 1η Þταν Ýνας μακρýς κατÜλογος με αποφθεγματικÝς ρÞσεις κατÜ των γυναικþν, απü τον ¼μηρο, τους αρχαßους και τη ΠαλαιÜ ΔιαθÞκη, μÝχρι τον τελευ­ταßο (ξÝνο) κερατωμÝνο βασιλιÜ. Η 2η Þτανε συμβου­λÝς σε νÝο που πρüκειται να παντρευτεß κι η 3η Ýνας διÜλογος ανÜμεσα σ' Ýναν υπερασπιστÞ και σ' Ýνα πολÝμιο των γυναικþν.   ΕπιρροÝς απü το Σαχλßκη κι απü ιταλικÜ πρüτυπα Ýχει το ποßημα «¸παινος των γυναικþν» με 735 οκτασýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους, μßα χλευαστικÞ περιγραφÞ των ηθικþν ελαττωμÜτων των γυναικþν αρχßζοντας απü τις ανýπαντρες, προχωρþντας στις παντρεμÝνες και τελειþνοντας στις χÞρες.

Πολλὰ ἐχαροκüπησα ἐγὼ καὶ ἐκεßνη ἀντÜμα·
ἦταν αὐθÝντρια καὶ κυρὰ καὶ δÝσποινα καὶ ντÜμα.
Πολλὰ παραδιαβÜσαμεν ἀντÜμα ἐμεῖς οἱ δýο:
ἀκüμη ὡς καὶ τὴν σÞμερον τὰ γÝνια μου μαδßω.
Διὰ ἐκεßνην τὴν πολιτικὴν στὴν φυλακὴν μ' ἐβÜλαν
καὶ ἀπεßτις μ' ἐρημÜξασιν, τüτε κοντὰ μ' ἐβγÜλαν.
Καὶ τÜ 'γραψα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὲς ἀρχιμαυλßστρες
καὶ τὰ παιδßα τοῦ σκολειοῦ πολλὰ τὰ τραγουδοῦσαν.
Καὶ ἀπεὶν ἐλευθερþθηκαν, ἡ Τýχη μου ἡ καμÝνη,
ὡς ἦτον νὰ μὲ πολεμᾶ πÜντοτε μαθημÝνη,
λÝγει μου:«Ἀγþμε εἰς τὸ χωριüν, νὰ κÜμης τὲς δουλειὲς σου,
καὶ ἄφες τοῦ ΚÜστρου τὰ στενÜ, ἄφες τὲς πελελιÝς σου».

     Μßμηση του Σαχλßκη και στο θÝμα ακüμη εßναι κι Ýνα Üλλο ποßημα ανþνυμου στιχουργοý, ο ΘρÞνος του Φαλßδου του πτωχοý σε 280 επτασýλλαβους Þ οκτασýλλαβους τροχαúκοýς στßχους, που αποτελοýν την αυτοβιογραφßα ενüς ευγενοýς νÝου, ο οποßος κατασπατÜλησε την περιουσßα του σε ασωτßες και βρÝθηκε στο τÝλος χρεοκοπημÝνος.
     Η χρονολογικÞ σειρÜ των Ýργων του δεν εßναι απüλυτα βÝβαιη. ΠÜντως, το συγγραφικü του Ýργο μπορεß να διαιρεθεß σε 2 περιüδους. 1η εßναι η περßοδος της φυλακÞς και περιλαμβÜνει σειρÜ διδακτικþν ποιημÜτων (Περß φßλων, Περß φυλακÞς) και την ομÜδα των ποιημÜτων για τις «πολιτικÝς» (Καταλüγιν της Πüθας Þ ¸παινος της ΠοθοτζουστουνιÜς, Η βουλÞ των πολιτικþν, Η γκιüστρα των πολιτικþν). Η 2η περßοδος τοποθετεßται στα μÝσα της 10ετßας του 1380 και περιλαμβÜνει 2 Ýργα σε ομοιοκατÜληκτα δßστιχα (ΑφÞγησις παρÜξενος του ταπεινοý Σαχλßκη & ΣυμβουλÝς στον ΦραντζισκÞ).
     Ο Σαχλßκης προüριζε τα στιχουργÞματÜ του, που κυκλοφοροýσαν σε χειρüγραφη μορφÞ, να διαβÜζονται κατÜ μüνας κι üχι να απαγγÝλλονται απü Ýν Üτομο μπρος σε ακροατÞριο, üπως συνÝβαινε συχνÜ κεßνη την εποχÞ. Συνεπþς, υπÞρχε αναμφßβολα γραπτÞ παρÜδοση των στιχουργημÜτων του. Ωστüσο, ο χυδαιολογικüς και σκανδαλοθηρικüς χαρακτÞρας ορισμÝνων απ’ αυτÜ και το διδακτικü περιεχüμενο των υπολοßπων τα καθιστοýσαν κεßμενα ελκυστικÜ και πρüσφορα για απομνημüνευση κι απαγγελßα. ΔημιουργÞθηκε, λοιπüν μια παρÜλληλη, προφορικÞ διÜδοσÞ τους Þδη απü την αρχÞ (ΠαναγιωτÜκης 1987, 15-16).
     Τα στιχουργÞματÜ του παραδßδονται σε 3 χειρüγραφα (P, N, M) που χρονολογοýνται τον 16ο αι.. Στο μεγÜλο διÜστημα που μεσολÜβησε ανÜμεσα στη σýνθεση των Ýργων και στις σωζüμενες καταγραφÝς τους, εßναι πολý πιθανü üτι τα χειρüγραφα με το αλþβητο κεßμενü του εßχαν χαθεß κι Ýκτοτε τα στιχουργÞματα αυτÜ παραδßδονταν προφορικÜ, καταγεγραμμÝνα σε διÜφορες απομνημονευμÝνες και, γι’ αυτü, ελλιπεßς και φθαρμÝνες μορφÝς (ΠαναγιωτÜκης 1987, 19-20).
     ¼πως προανεφÝρθη, προς το τÝλος της ζωÞς του, γýρω στα 1385-1390, γρÜφει αυτοβιογραφικü ποßημα με τον τßτλο ΑφÞγησις ΠαρÜξενος Του Ταπεινοý Σαχλßκη, üπου ιστορεß με πικρßα τα παθÞματα της ζωÞς του και κατηγορεß τη τýχη για τις συμφορÝς του. Το κεßμενο, που αποτελεßται απü 412 στßχους, σþζεται μüνο στο χειρüγραφο της ΝεÜπολης και περιÝχει, εκτüς απü τα καθαρÜ αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα, και διδακτικÝς περικοπÝς για τους χωρικοýς και τους «αβουγαδοýρους» (δικηγüρους). Η ομοιοκαταληξßα μÜς βοηθÜ να επισημÜνουμε ευκολüτερα τις παραλεßψεις στßχων, üχι üμως και τις παραλεßψεις διστßχων Þ μεγαλýτερων ενοτÞτων, που εßναι βÝβαιο üτι Ýχουν εκπÝσει σε διÜφορα σημεßα του στιχουργÞματος αυτοý (ΠαναγιωτÜκης 1987, 20).



     Στην αυτοβιογραφßα του παραπονιÝται για τη κακÞ του τýχη και για τα χρÝη του, για τα οποßα την ευθýνη φÝρουν οι «Üνομοι Εβραßοι» και μας διηγεßται πþς οδηγÞθηκε στη καταστροφÞ εξαιτßας των «πολιτικþν» κι ιδιαßτερα της Κουταγιþτενας. Στη συνÝχεια, δßνει μια γλαφυρÞ εικüνα της ζωÞς του των χρüνων 1374-1375 þς το 1382 στο πληκτικü χωριü, üπου εßχε αποσυρθεß. Η μüνη παρÝα που θα μποροýσε να ‘χει κεß εßναι οι χωριÜτες. Με αυτοýς, üμως, δεν εßχε τßποτε κοινü και τους περιγρÜφει ως Üξεστους, κουρελÞδες, φωνακλÜδες, μπεκρÞδες και μαχαιροβγÜλτες.
     Στη περιγραφÞ αυτÞ με τις πολλÝς της υπερβολÝς μιλÜ καθαρÜ ο εκπρüσωπος της νÝας -της αστικÞς- τÜξης, που Ýχει χÜσει την επαφÞ με την ýπαιθρο και τους ανθρþπους της (van Gemert 1980, 51). Στο τελευταßο μÝρος του ποιÞματος, καταγρÜφει τη σταδιοδρομßα του ως κανονικοý δικηγüρου (advocatus), που η αρχÞ της συμπßπτει μÜλλον με την επιστροφÞ του στο ΧÜνδακα (1382). Απü τα λüγια του μποροýμε να συμπερÜνουμε πως οι φτωχοß δε ξεχρÝωναν την αμοιβÞ των δικηγüρων, ενþ οι υπüλοιποι πλÞρωναν Ýνα ορισμÝνο ποσü Þ σε εßδος (κανßσκια). Για τους κανονικοýς δικηγüρους πρÝπει να Þταν πολý πιο εýκολο και λιγüτερο επικßνδυνο να παραβιÜσουν τα «καπιτουλÜριÜ» τους (δηλαδÞ τα δημüσια κατÜστιχα).
     ΠÜντως, δεßγματα Þ αποδεßξεις κατÜχρησης του αξιþματος του δικηγüρου απü τη πλευρÜ του Σαχλßκη δεν Ýχουν βρεθεß. ΒÝβαια, ενþ στον στßχο 342 περιγρÜφει το ενÜρετο παρελθüν του ως δικηγüρου («εγþ Ýπαιρνα ολιγüτερον παροý επαßρναν Üλλοι»), στους αμÝσως επüμενους στßχους περιλαμβÜνει και τον εαυτü του ανÜμεσα στους παραστρατημÝνους «αβουγαδοýρους» («üλους ας μας πνßξουσι, και κανεßς απ’ üλους μας φüβον Θεοý ουδÝν Ýχει»). Terminus post quem για τη συγγραφÞ της αυτοβιογραφßας του εßναι το 1383-1384, αφοý Üσκησε δηλαδÞ Ýνα ορισμÝνο διÜστημα τη δικηγορßα (van Gemert 1980, 51-55).
     Αυτü λοιπüν το ποßημα εκδüθηκε 1η φορÜ το 1896 απü τον S. Papadimitriou, στον οποßο οφεßλεται κι ο καθιερωμÝνος τßτλος του. Για πολý μεγÜλο χρονικü διÜστημα αυτÞ υπÞρξε η μοναδικÞ κριτικÞ Ýκδοση  του Ýργου, το οποßο δημοσιεýτηκε ξανÜ μüλις το 2003 απü τον Cristiano Luciani. ΜÜλιστα, ο ιταλüς μελετητÞς, πÝρα απü τις διαφορÝς που εισÞγαγε στο ßδιο το κεßμενο, πρüτεινε ως σωστüτερο τον τßτλο «Περß Χωριατþν & ΑβουκÜτων», σε αντιστοιχßα με τους τßτλους ποιημÜτων του απü τη 1η συγγραφικÞ του περßοδο (Περß φßλων και Περß φυλακÞς), παραλλÜσσοντας ελαφρþς τον τßτλο «Περß Χωριατþν & Δικηγüρων», που ‘χε προτεßνει νωρßτερα ο Hinterberger (1998, 187). ΕξÜλλου, πολý πρüσφατα κυκλοφüρησε καλαßσθητη χρηστικÞ Ýκδοση  του συνüλου της ποιητικÞς παραγωγÞς του Σαχλßκη, ιδιαßτερα διαφωτιστικÞ για τη γοητευτικÞ ζωÞ και το πρωτοποριακü του Ýργο (ΜαυρομÜτης & ΠαναγιωτÜκης 2015).



     Την εποχÞ που γρÜφει ο Σαχλßκης η ΚρÞτη εßναι Þδη 150 και πλÝον χρüνια τμÞμα της βενετικÞς επικρÜτειας και σχεδüν üλες οι καινοτομßες της ποßησÞς του Ýχουν το ανÜλογü τους στην ιταλικÞ λογοτεχνßα του 14ου αιþνα. Αυτü, üμως, δεν αναιρεß τη σημασßα τους:

   Το Ýργο του Σαχλßκη εßναι συντριπτικÜ αναγεννησιακü και σε γλωσσικü-μορφολογικü και σε θεματικü-ειδολογικü επßπεδο. Αυτü απü μüνο του ßσως εßναι αρκετü για να αναδεßξει τον Σαχλßκη ως τον πρþτο επþνυμο συγγραφÝα της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας: αν δεχüμαστε üτι η ΑναγÝννηση εßναι η πρþτη περßοδος των νεüτερων ευρωπαúκþν λογοτεχνιþν, τüτε αναγκαστικÜ, στη νεοελληνικÞ περßπτωση, εγκαινιÜζεται με τη ποßηση του Σαχλßκη. (ΚαπλÜνης 2011, 6-7).

     Ο Σαχλßκης συνομιλεß με την ιταλικÞ σατιρικÞ ποßηση της εποχÞς, ειδικüτερα φαßνεται να Ýχει επηρεαστεß απü τα σατιρικÜ Ýργα του Francesco di Vanozzo (van Gemert 1997, 66). ΘεματικÜ, θα μποροýσε να ισχυριστεß κανεßς üτι η ποßησÞ του συνεχßζει σε κÜποιο βαθμü, αλλÜ εμπλουτßζει κι επεκτεßνει τη ματιÜ κÜποιων πρωτοπüρων ποιητþν του 12ου αι. (ΓλυκÜς, Πτωχοπρüδρομος), που πρþτοι Ýστρεψαν το βλÝμμα τους στη καθημερινüτητα των απλþν ανθρþπων της εποχÞς τους. Η διαφορÜ üμως, εßναι üτι ο κρητικüς ποιητÞς στρÝφει το βλÝμμα του και σε Üλλες, λιγüτερο «καθωσπρÝπει», κατηγορßες ανθρþπων: πÝρα απü τις κεντρικÝς ηρωßδες πολλþν ποιημÜτων του, τις «πολιτικÝς» του ΧÜνδακα, εμφανßζονται ζαρÜκηδες, τοκογλýφοι, χωριÜτες, αστοß, ξÝνοι μισθοφüροι κ.Ü., με ρεαλιστικÝς λεπτομÝρειες για τη ζωÞ και τη καθημερινüτητÜ τους, συχνÜ με καυστικÞ σατιρικÞ διÜθεση. Ο κüσμος της ποßησÞς του εßναι πολýχρωμος, πολýβουος και τα ποιÞματÜ του αποτελοýν πλοýσια πηγÞ για τη μελÝτη της διαμüρφωσης τüσο των ταξικþν και των Ýμφυλων ταυτοτÞτων üσο και για την Ýννοια του κοινωνικοý περιθωρßου (ΚαπλÜνης 2011, 5-6).

     ¼λα τα ποιÞματÜ του εßναι γραμμÝνα σε 15σýλλαβο, με μßα σημαντικÞ καινοτομßα: εßναι ο 1ος Ýλληνας ποιητÞς που χρησιμοποιεß ομοιοκαταληξßα -που πρωτοεμφανßζεται στη ΒουλÞ των πολιτικþν- με διαφορÜ ßσως αιþνα απü τους επüμενους. Στο παρακÜτω Ýργο εφαρμüζει τη πολýστιχη ομοιοκαταληξßα, κυρßως 4 διαδοχικþν στßχων, ενþ στα μεταγενÝστερα Ýργα του χρησιμοποιεß το ομοιοκατÜληκτο 2στιχο, που σιγÜ-σιγÜ θα καθιερωθεß ως κυρßαρχη μορφÞ ομοιοκαταληξßας στην ελληνικÞ ποßηση (ΛεντÜρη 2007, 1981-1982). ΥπÜρχουν, πÜντως, σαφεßς ενδεßξεις üτι Ýγραφε και με ομοιοκαταληξßα και χωρßς, παρÜλληλα κι αδιακρßτως.
     Η γλþσσα του Σαχλßκη εßναι εντυπωσιακÜ "νεοελληνικÞ", με κÜποια κρητικÞ χροιÜ. Ο ποιητÞς δε διστÜζει να βÜλει τους ÞρωÝς του να μιλÜνε στη γλþσσα τους, γεγονüς που αυξÜνει την αληθοφÜνεια των λεγομÝνων και δημιουργεß συχνÜ κωμικü αποτÝλεσμα. ΧαρακτηριστικÞ εßναι, επßσης, η αθυροστομßα του, που συμβÜλλει στη παρουσßαση μιας ρεαλιστικÞς εικüνας της κοινωνßας και του κοινωνικοý περιθωρßου ειδικüτερα.
     Παρüλο που το συνολικü Ýργο του Σαχλßκη δεν Ýχει οýτε την αναγνþριση οýτε το εκτüπισμα του Ýργου των σýγχρονων ιταλþν ομοτÝχνων του (ΠετρÜρχης, ΒοκÜκιος), παραμÝνει για τη γραμματεßα μας ιδιαßτερα σημαντικü, καθþς μεταφÝρει στα νεοελληνικÜ γρÜμματα την ΑναγÝννηση τüσο σε γλωσσικü Þ μορφολογικü üσο και σε θεματικü Þ ειδολογικü επßπεδο (ΚαπλÜνης 2011, 4), αποτυπþνοντας μια γλαφυρÞ εικüνα της κρητικÞς κοινωνßας του 14ου αι..

=============================

      ΑφÞγησις ΠαρÜξενος Του Ταπεινοý Σαχλßκη

     Ποßημα του 14ου αιþνα, αποτελοýμενο απü 412 15σýλλαβους στßχους, üπου ο κρητικüς σατιρικüς ποιητÞς ΣτÝφανος Σαχλßκης εξιστορεß, σε ομοιοκατÜληκτα 2στιχα, με πικρßα τα παθÞματα της ζωÞς του. Θεωρεßται η 1η γνωστÞ ποιητικÞ αυτοβιογραφßα στα νÝα ελληνικÜ. Εκτüς απü τα καθαρÜ αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα, το Ýργο περιÝχει και διδακτικÝς περικοπÝς.



     (Σημ.: Οι τελßτσες σημαßνουν πως λεßπει μÝρος του ποιÞματος)


     Ο ποιητÞς παραπονιÝται για την κακÞ του τýχη και ξεκινÜ να απαριθμεß τα βÜσανÜ του. 

Σαχλßκη ἐσὲν ἡ μοῖρÜ σου, τÜ σου ἔχει καμωμÝνα ,
.................................................
πολλὰ κακὰ καὶ ἀπλÞρωτα  καὶ ἀριφνιμὸν  δὲν ἔχουν,

καὶ τοῦτο ἔνε  φανερüν, οἱ πÜντες τὸ κατÝχουν∙

ἄμε  καρτÝρει , βÜσταζε, παρηγοροῦ καὶ θÜρρει

καὶ γßνου πρὸς τὸ δßκαιüν σου ὑπομονῆς λιθÜρι

καὶ ἐκεßνη ὅσα σε ἥρπασεν , δýναται νÜ σου [τὰ] στρÝψῃ

τüσα καὶ πλειüτερα  καλÜ, καὶ νÜ σε θεραπεýσῃ ∙

δýναται ἡ τýχη τὸν τροχüν, πÜλιν νὰ τὸν γυρßσῃ

καὶ εἰς τὰ κακὰ τὰ σ’ ἔκαμε, νÜ σε παρηγορÞσῃ.

Καὶ μετὰ τοῦτον τὸν σκοπüν ἐβÜστουν  τὴν πικρßαν

καὶ ἀνÜμενα  τὴν τýχην μου νὰ πÝμπῃ ἰατρεßαν ∙

καὶ κεßνη ἡ τýχη μου ἡ κακÞ, ἡ μοῖρÜ μου ἡ θλιμμÝνη ,

ὡς  εἶχεν ὄρεξιν καλÞν , νὰ συχνοαναστενÜζω

[ὡς εἶχε πÜντα προθυμιÜν , διὰ νÜ με τσιγαρßζῃ ]

νὰ θλßβωμαι καὶ νὰ πονῶ καὶ πÜντα νὰ φωνιÜζω ,

οὐδὲν ἠθÝλησÝ ποτε ἡ τýχη νÜ ἀλλÜξῃ,

οὐ διὰ κακüν οὐδὲ καλüν, διὰ νÜ με καταλλÜξῃ ∙

ἀμμ’  ἤθελε νÜ με κρατῇ τὲς θλßψες φορτωμÝνον,

πÜντα ἄτυχον νὰ μὲ θωρῇ  καὶ πÜντα πονεμÝνον.

Λοιπὸν ἐξαγανÜκτησα  τῆς θλßψης τὸ γομÜριν

καὶ οὐδὲν ἠμπüρουν νὰ βαστῶ τοῦ πüνου τὴν ἀνÜγκην ∙

ἐπιÜσα τὸ κονδýλι μου χαρτὶν καὶ καλαμÜριν,

νὰ γρÜψω διὰ τὴν θλῖψßν μου, τὸ δολερὸν  γομÜριν.

Λοιπὸν ὅποιος ὀρÝγεται , νὰ μÜθῃ διὰ τὴν μοῖραν,

τὸ πῶς παßζει  τὸν ἄτυχον, ὡσὰν παιγνιþτης λýραν,

ἄς ἔλθῃ ν’ ἀναγνþσῃ ἐδῶ τοῦτο τὸ καταλüγι,

τὸ κÜτζα  καὶ στιχüπλεξα  καὶ μοιÜζει μοιρολüγι∙

διατß ἒν τιμὴ καὶ προκοπὴ καὶ φρüνησις τὸ γρÜμμα .

Ὁ κýρης καὶ ἡ μÜννα μου, ἐκεῖνοι ὁποῦ με ἐκÜμαν ,

κατÜχερα  ἐκ τὸ στüμα μου οὐδὲν ἔλειψε τὸ γÜλα,

καὶ εἰς μιὰν  οἱ ἄτυχοι γονεῖς εἰς τὸ σκολεῖον με ἐβÜλαν ∙

εἰς τὰ γρÜμματα με βÜλασιν, φρüνεσιν νὰ μανθÜνω,

.................................................

καὶ ἔμαθα τὰ γρÜμματα, ὥστε  ἐνηλικþθην

καὶ πρüκοπτα  εἰς τὴν παßδευσιν , ὥστε ὅπου ἐμεγαλþθην.

Ἀμμὴ  ἀπὴν ἐγÝνομουν χρονῶν δεκατεσσÜρων─

ΧριστÝ, νὰ με εἴχασιν ὑπᾷ  κανßσκιν  εἰς τὸν ΧÜρον!─

διατß ἤρχισεν ἡ μοῖρÜ μου, εἰς μιὰν νὰ μ’ ἐμποδßζῃ

..................................................

καὶ ἤρχισα τὸν διδÜσκαλον νὰ τὸν ἀποχωρßζω

καὶ τὰ στενὰ  τοῦ κÜστρου μας τριγýρου νὰ γυρßζω .

Ἀργὰ καὶ πüτε  τὸ χαρτὶν ἐπιÜνα νὰ διαβÜζω,

ἀμμὴ ἤθελα νὰ περπατῶ διὰ νὰ περιδιαβÜζω.

..................................................

καὶ ὁμοῦ  μετ’ ἄλλες συντροφιὲς ἤθελα νὰ γυρßζω.

Τὰ καλαμÜρια, τὰ χαρτιÜ, ὅλα τὰ λακτοπÜτουν ,

..................................................

ἘρμÞνευσÝ με νὰ ἀγαπῶ πολλὰ  τὴν ἁμαρτßα,

καὶ ἀφῆκα ὁ κακορρßζικος  γρÜμματα καὶ χαρτßα∙

ἐξýπνησÝ με  ἡ τýχη μου εἰς τὸ πολιτικαρεῖον ,

καὶ φαßνετü μου τὸ σκολειὸν ὡσὰν κακὸν θηρßον.

Ὁποῦ [γὰρ] ἦσαν γÜμοι καὶ χοροß, ἤθελα νὰ χορεýω,

μαυλßστριες καὶ πολιτικὲς ἤθελα νὰ γυρεýω∙

ὅλες τὲς ἔμαθα καλÜ, ὅλες ἐγνþρισÜ τες,

καὶ ἐξÝδραμα  καὶ γýρεψα καὶ παραδιÜβασÜ  τες.

ὈρÝγομουν νὰ περπατῶ μὲ τοὺς τραγουδιστÜδες,

μὲ τοὺς παιγνιþτας τοὺς καλοýς, τοὺς παραδιαβαστÜδες .

Ὀλßγα γρÜμματα ἔμαθα καὶ τüτε τὰ ἐξαφῆκα ,

καὶ εἰς τὸ σκολειὸν τῶν πολιτικῶν ἐγýρεψα  καὶ ἐμπῆκα.

Ἀφῆκα πᾶσαν φρüνεσιν καὶ παßδευσιν καὶ τÜξι(ν) ,

καὶ συμβουλὴν δὲν ἤθελα, τινὰς νὰ μὲ διατÜξῃ ∙

ἀμμÞ ἐγενüμην μÜστορας , τοὺς ἄλλους νὰ διατÜσσω,

καὶ οὐδὲν ἠμπüρουν τὰ καλὰ  ποτὲ νὰ τὰ χορτÜσω.   

Ἀπὸ μαυλßστριες, [καὶ] πολιτικὲς εἶπα ποτὲ νὰ μὴ ἔβγω ,

καὶ ἄλλους ἐκεῖ μὴ ἐμποροῦν, ἤξευρα νὰ παιδεýγω ∙

νὰ περπατῶ εἰς τὰ σκοτεινὰ  τὴν νýκταν ἐτρωγüμην,

....................................................

Ὡς  νυκτερßδα ἐγýριζα εἰς τὸ ξþπορτον τοῦ ΚÜστρου,

καὶ ὑπÞγαινα νὰ κοιμηθῶ μὲ τῆς ἡμÝρας τὸ ἄστρο(ν).

Οἱ συντροφιÝς, τὰ γιþματα καὶ οἱ δεῖπνοι κÜθ’ ἡμÝραν,

καὶ τὰ μεγÜλα ἀνÞφορα κατÞφορα μὲ φÝραν ∙

διατß οὐδὲν εἶχα ἐνθýμησιν , εἰς τὸ σπßτιν νὰ γυρßσω,

.....................................................

ἀμμὴ ὀρεγüμην καὶ ἤθελα πÜντα καλὰ νὰ ζÞσω,

καὶ τὸ ἐδικüν μου πÜντοτε διὰ νὰ τὸ χαρßσω.

ΟὐδÝν σε βÜνω  βασιλεÜ, οὐδὲ ἄρχοντα οὐδὲ ρῆγα ,

ποῦ νὰ ξοδιÜζῃ  περισσὰ  καὶ νὰ σοδιÜζῃ  ὀλßγα,

νὰ μηδὲν  ἔλθῃ εἰς πτωχιὰν καὶ νὰ μηδὲν ρημÜξῃ,

ν’ ἀγανακτÞσῃ πÜντοτε , νὰ βαρυαναστενÜξῃ.

Ἀφῆκα πᾶσα χÜριτα , καὶ πᾶσα καλωσýνη,

.....................................................

ἘξÝπεσα  καὶ πτþχαινα κ’ ἔχασα τὸ ἐδικüν μου,

καὶ τüτε σκüπησα  καλὰ τὸν πελελὸν  σκοπüν μου.

Ἐποýλησα τὰ σπßτια μου καὶ ἐποýλησα τοὺς τüπους ,

ὁποῦ με ἀφῆκαν  οἱ γονεῖς μὲ τοὺς πολλοὺς τοὺς κüπους.

Καὶ τüτε ἡ τýχη μου ἡ κακÞ, μÜθε τὸ τß μ’ ἐποῖκε ∙

ἀπὴν  καὶ ἐπῆρε τὰ πολλὰ καὶ τὰ μισὰ με ἀφῆκε,

τüτε ἤρχισεν ἡ τýχη μου, τÜχα νὰ [με] συμβουλεýῃ

κλεπτᾶτα  νὰ με συγελᾷ , καὶ νÜ με ἀζυγανεýῃ .

Καὶ λÝγει ἡ τýχη μου ἡ κακÞ, Ἐδὰ  ἔβγαλες τὰ χρÝη ,

ἔλειψαν  ἀπὸ πÜνω σου οἱ ἄνομοι ἑβραῖοι∙

τρῶγε καὶ πῖνε τολοιπüν , τρῶγε καὶ χαροκüπα ,

καὶ πῶς νὰ κροῦς καλὸν καιρüν , ἡμÝρα νýκτα σκüπα.

Λοιπüν ἐξεδιÜγερνα  εἰς τὴν ἀρχαßαν  μου τÜξι(ν)

καὶ ὁποῦ  νὰ κÜμῃ , τὰ ἔκαμα, ὀλßγα νὰ ὑποτÜξῃ .....

ὈρÝγομουν νὰ περπατῶ, καὶ νὰ περιδιαβÜζω ,

πᾶσα καλὴν χαροκοπιὰν ἤθελα νὰ διαβÜζω ∙

ἠγÜπουν τὸ μαυλισταρειüν , τὸ μÝγα μοναστῆριν,

....................................................

καὶ ὡς τὸ ἤθελεν ἡ τýχη μου, ἡ ἄτυχüς μου μοῖρα,

ηὗρα  τὴν Κουταγιþταιναν, τὴν πομπωμÝνην  χÞρα,

ὁποῦ ........... νὰ τὴν ἰδῶ, εἰς τὸ πολιτικαρεῖον,

..................... καὶ νὰ τῆς κροῦν τὴν λýραν.

Πολλὰ ἐχαροκüπησα ἐγὼ καὶ ἐκεßνη ἀντÜμα ,

ἦτον αὐθÝντρια καὶ κυρὰ καὶ δÝσποινα καὶ ντÜμα∙

πολλὰ παραδιαβÜσαμεν ἀντÜμα ἐμεῖς οἱ δýο,

ἀκüμη ὡς καὶ τὴν σÞμερον τὰ γÝνειÜ μου μαδßω .

ΔιÜ ἐκεßνην τὴν πολιτικὴν εἰς τὴν φυλακÞν με βÜλαν,

καὶ ἀπÞτις  με ρημÜξασιν, τüτε κοντὰ  με ἐβγÜλαν∙

καὶ τἄγραψα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὲς ἀρχαῖς μαυλßστριες...

καὶ τὰ παιδßα τοῦ σκολειοῦ, πολλὰ τὰ τραγουδοῦσαν.

καὶ ἀπὴν ἐλευθερþθηκεν  ἡ τýχη μου ἡ καμμÝνη ,

ὡς ἦτον νὰ με πολεμᾷ πÜντοτε μαθημÝνη,

λÝγει μου, Ἀγþμε  εἰς τὸ χωριüν, νὰ κÜμῃς τὲς δουλειÝς σου,

καὶ ἄφες  τοῦ ΚÜστρου τὰ στενÜ, ἄφες τὲς πελελιÝς σου∙

νὰ λεßπῃς ἐκ τὲς ἔξοδες , καὶ ἐκ τὲς ἐντυμασßες ,

νὰ μÞ σε τρῶν  πολυτικÝς, νὰ μηδὲ μαυλισßες.

Λεῖπε ἀπὸ τüσην ἔξοδον, καὶ γßνου νοικοκýρης,

ἄν ζÞσῃς, νὰ περισσευθῇς  καὶ πÜλι νὰ διαγεßρῃς ∙

ὅντα  τυχαßνῃ, γýρευσε, σποýδαζε  νὰ σοδιÜζῃς,

καὶ θÝλεις ἔχειν  εἰς καιρüν , ἄν πρÝπει, νὰ ξοδιÜζῃς.

ἘπÜμπωσÝ με ἡ τýχη μου, εἶπÝ μοι, γεῖρε , φýγε,

καὶ ἀπὸ τὸ ΚÜστρον με ἔβγαλεν, εἰς τὸ χωριüν με πῆγε.

ἘπÞν  με πῆγε εἰς τὸ χωριüν, καὶ ἀπὴν ἐσυνεπῆρα,

δὲν μ’ ἔμαθεν ἡ τýχη μου, ἡ δολερÞ μου μοῖρα,

ν’ ἀποκρατÞσω  κτÞματα, νὰ περνῶ μὲ ζευγÜριν ,

ἀμμὴ ἔμαθÝν με κυνηγüν, μὲ σκýλους μὲ ζαγÜριν .

Δὲν ἦτον εἰς τὸ σπßτι μου βωδιοῦ ἤ προβÜτου τρßχα∙

οὐδὲ μιτᾶτον ἔκαμα, ἀλλ’ οὐδὲ ἁλῶνιν εἶχα.

..........................................................

καὶ ἐγὼ σκýλους ἐλÞτευγα , καὶ ἔσυρνα τὰ ζαγÜρια.

Ὅλοι ἐκατευοδþνασιν  τὰ λοῦρα καὶ τὰ ’νßα ,

καὶ ἐγὼ εἰς τὰ ὄρη ἐγýριζα καὶ εἰς τὰ ψηλÜ βουνßα.

     ΚατÜ την παραμονÞ του στο χωριü, ο Σαχλßκης ασχολεßται αποκλειστικÜ με το κυνÞγι εκτρÝφοντας σκýλους, τη στιγμÞ που üλοι οι χωρικοß ασχολοýνται με την παραγωγÞ γεωργικþν προúüντων. ΑυτÞ του η επιλογÞ δεν του επιτρÝπει να ορθοποδÞσει οικονομικÜ.


Καὶ ἀπὴν  ἐδιÜβησαν  καιροὶ  καὶ εἶδα καλὰ τὸ πρᾶγμα ,

[ἄν ἒν  ζημßα  ὁ κüπος σου, πληθýνεις  τὴν πτωχιÜν σου.]

λÝγει μου πÜλι ἡ τýχη μου, Σαχλßκη κακομοßρη,

ἄτυχε, κακορρßζικε  καὶ κακονοικοκýρη ,

τß σε βγατßζουν οἱ λαγοß, τß σε φελοῦν  οἱ σκýλοι,

οἱ λαγωνÜροι , τοὺς  κρατεῖς , ὁποὖν καλοß σου φßλοι˙

καβαλλικεýεις  τὸ πουρνü , εἰς τοὺς λαγοὺς ἐβγαßνεις ,

καὶ κÜτω εἰς τὰ καματερÜ , ἤ εἰς τὰ βουνιὰ  ὑπαγαßνεις˙

καὶ ὅταν διαγÝρνῃς  τὸ βραδýν, πολλἆσαι  κουρασμÝνος.

Ἄρχον τινὰ οὐδὲν θεωρεῖς , ἄνθρωπον νἄχῃ χρῆσι ,

ἤ φρüνιμον  ἤ εὐγενῆν πÜντα νÜ σου συντýχῃ .

ΖευγÜδες  εἶναι καὶ βοσκοß, ἀγελαδοὶ καὶ σκÜπτες ,

βοýκολοι καὶ χοιροβοσκοὶ καὶ μετ’ ἐκεῖνοι  ρÜπτες.

Οὐδὲν κατÝχουν  νὰ σταθοῦν ποτÝ των εἰς ὁμÜδιν ,

………………………………………………………

Ἔχουσιν τÝτοια φρüνεσιν, ἔχουσιν τÝτοιαν τÜξι ,

καὶ θεωρῶντÜ τους κανεὶς νὰ πÝσῃ νὰ πλαντÜξῃ .

Ταχιὰ  ταχιὰ σηκþνονται εἰς τὴν δουλειὰν νὰ πᾶσιν,

καὶ ἀπὸ ταχιὰ βαστοῦν ψωμßν, ὁλÞμερα  νὰ φᾶσιν.

Καὶ ὅντε  μαζωθοῦν  ἀργÜ, ἔρχονται κουρασμÝνοι,

καὶ ἀπὸ τὸν κüπον τῆς δουλειᾶς πολλὰ τσιγαρισμÝνοι .

Καθεὶς ἀπομαζþνεται ἀπÝσω  εἰς τὸ κελλßν του,

καὶ ἔχει μὲ τὴν γυναῖκÜ του ὅλην τὴν συμβουλÞν  του.

Καὶ ἄν ἔλθη σκüλη καὶ ἑορτÞ καὶ ἐσμßξουσιν  ὁμÜδιν,

στοχÜσου  παραξüρδινον  καὶ φοβερüν σημÜδιν !

Ἄλλος φορεῖ τὸ σκοýλλινον βαμμÝνον κουρτσουβÜδιν ˙

ἄλλος [φορεῖ] φουστÜνι δßμιτον , ἄσπρον ἐξ ἐβαμπÜκι .

Φοροῦν στιβÜνια τραγικÜ  ὡσὰν εἴν μαθημÝνοι,

παποýτζια καὶ γουνÝλλες των, φοροῦν καμαρωμÝνοι˙

καὶ ἄλλος φορεῖ ὁλüτελα ἐξεχαρβαλωμÝνα,

καὶ ὁποὖνε  πλοýσιος τÜχατες, ἔνε καλιγωμÝνα .

Καὶ ὅλην τους τὴν παρηγοριÜν, ἔχουν εἰς τὴν ταβÝρναν ,

κüπελον  ἔχουσιν ὀρθὸν καὶ λÝγουσßν τον, κÝρνα.

Καὶ ἐκεῖνοι ἐβγÜνουν τὰ κρασιὰ καὶ κÜθονται καὶ πßνουν

καὶ νὰ εἶπες  οἱ παντÝρημοι , [ὅτι] εἰς τὴν κοπριὰ  τὸ χýνουν.

Καὶ ἀπüτες  πιοῦσιν περισσὸν  καὶ ἀπὴν καλοκαρδßσουν

μοῖρÜ τους ρßκτει εἰς ὄρχησμα , μοῖρα νὰ τραγουδÞσουν.

Καὶ μοῖρα πßνουν, κÜθουνται πÜντα καὶ τραγῳδοῦσιν,

καὶ νὰ εἶπες οἱ παντÝρημοι κορÜκοι  κηλαδοῦσι.

Καὶ ἀφüτις  πιοῦσιν περισσὰ καὶ γßνονται μεθοῦκλι

γßνονται ὡσὰν  τὸν μεθυστÞν , τὸν πελελὸν  τὸν κοýκλη .

Καὶ ἐκεῖνος ποῦ ἔχει δýναμιν, τÜχατες νὰ μαλþσῃ,

ἐκεῖνοι ὅπου ἔχουν δýναμιν, τÜχατε ὁπου ὠφελῶσι ,

ἀρχßζουν τὴν ἀθιβολὴν  καὶ πληρωμὸν  οὐκ ἔχουν,

καὶ λÝγουν καὶ ἀποκρßνονται , τὸ τß λÝν, δὲν κατÝχουν.

     Ο ποιητÞς περιγρÜφει τους καβγÜδες μεταξý των χωρικþν για διÜφορες αιτßες ως αποτÝλεσμα της οινοποσßας, που πολý συχνÜ τους φÝρνει στο σημεßο να «Ýρθουν στα χÝρια».

Καὶ δßχως νἄχουσι ἀφορμÞν, ὡσὰν καὶ ἀθιβολÝψουν ,

ἀρχßζουν εἰς τὸ μÜλωμα καὶ ὥστε νὰ ξετελÝψουν ,

ἄλλος βαστᾷ τὴν χεῖρÜ του, καὶ πρὸς τὸ σπßτιν τρÝχει,

……………………………………………………

Καὶ ὅπου ἔνε  κακορρßζικος  καὶ βÜνουν τον εἰς τὴν μÝση,

κροῦσιν  καὶ ξανακροῦσßν τον, ὥστε  νὰ δοῦν νὰ πÝσῃ.

Καὶ μερικοὺς ὁλüτελα  εἰς τὴν ὥραν  τοὺς σκοτþνουν,

καὶ νἆπες  ὅτι ὁποῦ  ἔχουσιν ἀθιβολὴν  μαλþνουν;……..

καὶ οἱ ἄλλοι μεσιτεýουσιν  ἤ χþρια τους μαλþνουν.

Ἀμμ’  ὅντε  πιοῦσι τὸ κρασßν, ὡσὰν ἒν μαθημÝνοι

μὲ πελατßκια καὶ ραβδιὰ καὶ ξεμαχαιρωμÝνοι ,

πληγþνονται καὶ χÜνονται, διατß οὐδὲν κατÝχουν ,

καὶ ὅπου ἠμπορεῖ ὀλιγþτερα , ὅλοι εἰς ἐκεῖνον τρÝχουν.

Ἀπὴν  διαβῇ  τὸ κÜμωμα , αὐτοὺς ἂν ἐρωτÞσῃς,

τεἶντα  ’χαν καὶ μαλþνασιν, πολλὰ  ν’ ἀγανακτÞσῃς˙

διατß δὲν εἶχαν ἀφορμÞν, ὑπüθεσιν  καμμßαν

…………………………………………………….

ΤÝτοια εἶνε τῶν χωριατῶν οἱ συντροφιὲς καὶ ἡ τÜξις

καὶ ἐσὺ ΧριστÝ, ὅπου δýνεσαι, ἐσὺ νὰ τοὺς πατÜξῃς.

Πßνει ὁ χωριÜτης τὰ κρασιὰ τὰ δυνατὰ καὶ ἀκρÜτα ˙

καὶ ἔχει το διὰ καμÜριν του, τῆς μεθυσιᾶς τὴν στρÜτα .

Ἄν ἔρθωμε εἰς τὸν παπᾶν, εἰς τὸν κουρÜτουρÜν του,

οὐδὲ ἔχει νοῦ ἐκ  τὴν μεθυσιÜν, οὐδεὶς εἰς τὴν φορÜν του .

ἈμμÞ ἀγαποῦσι τὰ κρασιὰ καὶ ἔχουν το διὰ τιμὴν τους ,

καὶ μερικοὶ διὰ τὸ κρασὶν χÜνουσιν τὸ ἐδικüν τους  ……

Καὶ ἔρχονται οἱ κακüτυχοι καὶ γßνονται ρημÜδιν,

καὶ τüτε ἀπομαζþνονται  μοῖρα  εἰς τὸ λειβÜδιν .

ἄλλοι ἀγαποῦν τὸ πÜλαιμα , ἄλλοι νὰ τραγῳδοῦσιν,

ἄλλοι νὰ παßζουν τὲς λακτὲς καὶ νὰ συρνομαδοῦσιν ˙

καὶ νὰ μηδὲν σοῦ φαßνονται, ἀμμὴ ληστÜδες εἶναι,

καὶ τραγουδοῦν οἱ ἄτυχοι, ὡσὰν κελαδοῦν οἱ χῆνες.

Τεἶντα καλὸν θωρεῖς  λοιπüν, εἶντα παρηγορßα

καὶ κÜθεσαι συνÝπαρτος  εἰς τοῦτα τὰ χωρßα;

Ἄμε  εἰς τὸ ΚÜστρον διÜγειρε , [καὶ] κατÜταξαι  εἰς τὴν χþραν,

νὰ λεßψῃς , κακορρßζικε, ἐκ τῆς πτωχιᾶς τὴν ψþραν .

Ἔπαρε  φßτζιον ἄτυχε, ὡσὰν τὸ πῆραν καὶ ἄλλοι,

καὶ ἂν τὸ κρατÞσῃς φρüνιμα , εἰς τιμÞν σε θÝλουν βÜλει .

ἘφÜνη μου ὅτι ἡ τýχη μου καλὴν πüρταν μου ἀνοßγει,

νὰ πÜρω φßτζιον νὰ κρατῶ, νὰ λεßψω ἐκ τὸ κυνῆγι.

Λοιπὸν ἐξαναγκÜστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ ΚÜστρον  πÜλιν,

ηὗρα τὸν δοῦκα φßλον μου, τοῦ ΚÜστρου τὸ κεφÜλιν ˙

καὶ ἐκεῖνüς με ἐσυμβοýλευσεν καὶ βÜνει με ἀβουκᾶτο ,

καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφÜνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδÝκτηκÜ  το.—

Τὸ φßτζιον, μοῦ εἶπεν, ἔπαρε, ὡς διὰ νὰ σὲ τιμÞσῃ,

καὶ ἐξÜδραμε  καὶ κρÜτει το καὶ θÝλει σὲ πλουτßσει˙

δὲν ἒν διὰ βλÜβος  τῆς ψυχῆς ἀμμὴ δι’ ὄφελüν σου,

…………………………………………………………

Τὸ φßτζιον ἐπαρÜλαβα μὲ πᾶσαν προθυμßαν

καὶ ἐνÝργουν  το τιμητικÜ , διχῶς ἀναμελεßαν .

………………………………………………………

καὶ φßλος καὶ ἀπαρÜδεκτος  εἰς ὅλους ἐγενüμην.

Καὶ ἀρχÞν ἀρχÞν  τὸ φßτζιüν μου μὲ πᾶσαν καλωσýνην

τὸ ἔκαμα  καὶ ἐπλÞρουν μου μὲ πᾶσαν δικαιοσýνην.

Καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλÞρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρþπων,

καὶ ἐξÝτρεχα καὶ ἐβüηθουν τους μὲ πᾶσαν δßκαιον  τρüπον.

Καὶ δßδασß μου πλÞρωμα  καὶ ἐγὼ ἀπηλüγιαζÜ το ,

καὶ εἰς τὴν ἀγÜπην τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ἐλογÜριαζÜ  το.

Καὶ ἐλÝγασι οἱ συντρüφοι μου, Διατß οὐδὲν ἐπαßρνεις,

ἀμμὴ κολÜζεσαι  εὔκαιρα  καὶ δωρεὰν  κοπιÜζεις.

Καὶ ὡς διὰ τὸ πλÞρωμα καὶ σὺ, ὡσὰν  τὸ παßρνουν ὅλοι,

καὶ ξÝτρεχε τὸ φßτζιüν σου καθημερνὴ καὶ σκüλη .

Τὸ φßτζιον τὸ ἐπαρÝλαβες, ἄν θÝλεις νὰ κερδαßνῃς ,

πÜσχε  καὶ πλοýσιους καὶ πτωχοὺς πÜντας ναὶ τοὺς ἐγδÝρνῃς .

Ἔπαιρνε ἀπ’ ὅλους πλÞρωμα, κÜμε καλὸν σακκοῦλιν ,

καὶ πÜντα ἀπὸ τὰ κανßσχιÜ σου πÝμπε εἰς τὸν φüρον ποýλιε .

Διὰ τὸν ἐμαυτüν σου μÜζωνε , καὶ καλὸν θÝλει σ’ ἔβγει,

καὶ ὅπου σε θÝλει δωριανÜ , δßχνε  τον καὶ νὰ φεýγῃ.

Ἀπ’ ὅλους ζÞτα καὶ ἔπαιρνε πÜντα τὸ πλÞρωμÜ σου

……………………………………………………….

Ἐπὴν  δὲν εἶσαι κανενüς, Σαχλßκη, κρατημÝνος ,

ὅντε  δουλεýεις  ἄνθρωπον, ἄς εἶσαι πληρωμÝνος.—

Καὶ ἐγὼ διατß ’μουν ’ς τὴν ἀρχὴν, εἰς τὸ φßτζιüν μου ἐμπασμÝνος

ἀλλὰ (ἀκüμη) εἰς τὴν κλεψιÜν, οὐδὲν ἤμουν μαθημÝνος,

ἐκεῖ ἔστεκα καὶ ἐθεþρουν  τους, ὡσὰν  λυσσÜρους σκýλους,

νὰ γδÝρνουσι καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ συγγενεῖς καὶ φßλους.

Ἐθþρουν [τους] καὶ διὰ λüγου τους  εἶχα ἐντροπὴν μεγÜλη,

καὶ νᾆπες, [ὅτι] ἔκλεψÜ τινος καὶ ἡ ποῖνÜ  με προβÜλλει .

Καὶ ὡσὰν (ἀρχὴν) ἐμπῇ κανεßς, νὰ πᾷ νὰ ταξιδεýσῃ,

καὶ μὲ ἄλλους νÜπτες  γÝροντες ἐσμßσῃ  καὶ διαμÝψῃ ,

οἱ νÜπτες τρῶν καὶ πßνουσιν, γελοῦν καὶ τραγουδοῦσι,

καὶ εἰς τὸ καρÜβιν τρÝχουσιν, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ πηδοῦσι,

καὶ ἐκεῖνοι ὅπου εἴνιε  ἀμÜθητοι κοßτονται  σκοτισμÝνοι ,

ξερνοῦν καὶ πÜλιν θÝτουσιν  ὡσὰν ἀρρωστημÝνοι,

ἐδßτης  ὡς πρωτßτερα ἐλÝγα καὶ ὡμιλοῦσαν ……………

καὶ ἐγὼ ἔστεκα καὶ ἐθεþρουν τους, ὡσὰν ξÝνον παραμýθιν .

ἘντρÝπομου  νὰ τοὺς θωρῶ, ἀνθρþπους νὰ πειρÜζουν

καὶ ἐκεῖνοι τὰ μαζþνασιν , ὡσὰν κλÝπτες νὰ μερÜζουν  …….

[καὶ ἐκεῖνοι τὰ μαζþνασιν] καὶ ἐγὼ ἐθεþρουν κ’ ἔσχουν .

Καὶ ἀρχὴν ἀρχὴν ἠθÝλησα τὸ φßτζιον νὰ τὸ ἀφÞσω

καὶ ἔλεγα, εἰς τüσην ἀδικιὰν κÝρδος οὐκ ἐψηφßσω .

Καὶ πÜλιν ἐξαδιÜγερνα  καὶ λÝγω πρὸς ἐμÝναν:

Ἂς τὸ κρατῶ  τὸ φßτζιüν μου, καλὰ καὶ ἐμπιστεμμÝνα.

     Ο ποιητÞς περιγρÜφει την ανÝντιμη συμπεριφορÜ των δικηγüρων απÝναντι στους φτωχοýς πελÜτες τους, παρομοιÜζοντας τη στÜση τους με αυτÞ των ναυτþν.

Λοιπὸν ἐγÝνουμου καὶ ἐγþ, τÝτοιος ὡσὰν τοὺς ἄλλους

καὶ κÜρφωσα εἰς τὰ μÜτιÜ μου διὰ τὰ δüσια  πÜλους .

Ἔδεσα καὶ τὴν γλῶσσÜ μου μὲ κανισχßου λητÜριν

καὶ τὰ αὐτιÜ μου ἐστοýππωσα  μὲ τοῦ κÝρδους τὸ λιθÜριν .

Ὁμολογῶ τὸ κρßμα  μου λÝγω καὶ τὴν αἰτιÜν  μου,

πολλοὶ ἂς τὴν ξεýρουν φανερὰ καὶ ἐμὲν τὴν ἁμαρτιÜν μου.

ἈλÞθεια ὡσὰν κατÝχουσιν , ὅσοι καὶ μὲ γνωρßσαν, ……..

ἐγὼ ἔπαιρνα ὀλιγþτερον, παροὺ  ἐπαßρναν ἄλλοι˙

ἀμμὴ  ὅλους ἂς μᾶς πνßξουσιν μὲ τρßχινον τζαβÜλι ˙

ὅτι κανεὶς ἀπ’ ὅλους μας φüβον Θεοῦ οὐδὲν ἔχει,

καὶ πÜντα ἔξοδον  δýναται, γυρεýει καὶ ἐξετρÝχει˙

νὰ τζαφαλþνῃ  καὶ ν’ ἁρπᾷ , νὰ πÜσχῃ  νὰ κερδαßνῃ,

……………………………………………………..

καὶ νὰ τὸ εἰπῶ κοντολογιÜ , ὅλοι οἱ ἀβουγαδοῦροι

ὅλοι μου ἐφÜνησαν ἐμÝν, παγκλÝπτες  καὶ γαδÜροι .

Ἄκουσε (πÜλι?) νὰ σοῦ εἰπῶ, τὸ τß βουλὴν κρατοῦσι ,

καὶ εἰς τß νοῦν , εἰς ποῖον σκοπüν, καὶ στρÜταν  περπατοῦσιν.

Εἰς τὴν ἀρχὴν εἰς μιὰν ὀμνεῖ , νὰ κÜμῃ  ἐμπιστευμÝνα

εἰς τὸ καπιτουλÜριν του, τὰ  ἔχει ἡ αὐθεντιὰ ὀρθωμÝνα .

Καὶ νὰ εἶπες [ὅτι] ὅρκον ἔκαμε, ὅ,τι ἔνε ἐκεῖ γραμμÝνο

νὰ μηδὲν  κÜμῃ τßποτες, ὡσὰν ἐκεῖ λεομÝνο˙

ἀμμὴ ὅλον τὸ ἐξανÜστροφον  νὰ κÜμῃ, νὰ κερδÞσῃ,

πιστεýει καὶ τὴν αὐθεντιÜν, τὸν ὅρκον νὰ γελÜσῃ .

ΔουλειÜν, κανßσκι ἢ ἐγγαρειÜ , οὐδὲν ἔνε κρατημÝνος

νὰ ἐπÜρῃ ἀπὸ ἄνθρωπüν τινα, καὶ ἤτις  ἔνε ὀμοσμÝνος .

Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ὁμιλεῖ διχῶς καλὸν κανßσκι.

ἄν ἔνε καὶ θωρῇ ἄνθρωπον νὰ πÝπτῃ  νὰ ἀποθνÞσκῃ.

Καὶ ἄν ὁμιλÞσῃ μιὰ φορÜ, ἀλλὰ νὰ δευτερþσῃ

διχῶς καλὸν κανßσκευμα , διχῶς νὰ τὸν πληρþσῃ;—

Ἄν ἒν καὶ συγγενεýγει τον, νὰ εἶπες δὲν τὸν γνωρßζει,

καὶ ὡσὰν  σιμþσῃ  πρὸς αὐτüν, αὐτὸς ἀποχωρßζει .

Ἄν τοῦ μιλῇς δὲν σοῦ μιλεῖ, καὶ οὐδὲν σου ἀπηλογᾶται ,

εὑρßσκει χþρια  ’θιβολÞν , ἀλλοῦ τὴν διηγᾶται.

Ὅ,τι τοῦ εἰπῇς οὐδÝν σου ἀκοýει, νἆπες, ὅτι ἐβουβþθη

οὐδὲν ἔχει ὀμμÜτια νÜ σε δῇ, νἆπες ὅτι ἐτυφλþθη.

Ἂν ἔνε καὶ ἀκοýσῃ σου, ὅταν στραφῇ καὶ δῇ σε,

……………………………………………………….

Καὶ σκοτεινὸν ἀνÜβλεμμα , νὰ δεßχνῃ μανισμÝνος ,

ὡσὰν νὰ τοῦ ἔκαμνες κακüν, νὰ σοὖτον  ὠργισμÝνος.

λÝγει του, καλὲ ἄνθρωπε, ἔλα εἰς ὥραν ἄλλη

καὶ τοýτην τὴν ὑπüθεσιν θÝλεις τὴν ἀνθιβÜλει ˙

δὲν ἒν καιρὸς  νὰ αὐκραστῶ ἐδᾶ  τὴν ὁμιλιÜν  σου,

ἄμε  καὶ ἀλλüτες  διÜγειρε , νὰ ὀρθþσω  τὴν δουλειÜν σου.

Ἄν ἒν  καὶ κανισκÝψῃ  τον, εἰς τὸ δευτÝρωμÜν  του

πρüθυμα καὶ ὀρεκτικὰ  ὑπÜγει εἰς τὸ κρßσιμüν του.

Ἀπὸ μακρεὰ τὸν χαιρετᾷ, καὶ γλυκοσυντηρᾷ  τον,

εἰς μιὰν  τοῦ ἀκοýει πρüθυμα καὶ καθαρὰ  τηρᾷ  τον,

καὶ καλοσυμβουλεýει  τον, γλυκοπαρηγορᾷ  τον.

Εἰς τὴν κρßσιν  τὸν ὑποκρατεῖ , μὲ ὅλην τὴν δýναμßν του

εἰς δßκαιüν του καὶ ἄδικον καὶ βλÝπει τὴν τιμÞν του.

ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1ον Ο ΖαριστÞς ( απüσπασμα )

Δεýτερον συμβουλεýω σε τα ζÜρια να μισÞσεις
και δι' αυτÜ την χεßρα σου ποτÝ να μη τη σεßσης.
Οργßσου των των αζαριþν, απü τον νουν σου ας Ýβγουν,
üτι üπ' αγαποýν αυτÜ της ατυχιÜς δουλεýγουν.
Δεν Ýχει νουν ο ζαριστÞς, γυρßζει σκοτισμÝνος,
δεν Ýχει χρÞσιν Þ τιμÞν, αμμ' εßναι ντροπιασμÝνος.
Αλλοý ερημιÜν επεθυμÜ, αλλοý θε να πτωχÜνη,
τα ξÝνα ροýχα 'ρÝγεται, και τα δικÜ του χÜνει.
Ο ζαριστÞς ορÝγεται πÜντα να ζητιανεýγη,
και μ' αδικιÜν ψηλοκοπÜ πÜντα να μηχανεýγη,
ο ζαριστÞς αγανακτÜ, θυμþνεται, μανßζει,
την πßστιν του και τον Χριστüν και τους αγιοýς υβρßζει.

Ο ζαριστÞς ουδÝν ψηφÜ, αν εν και ομüση ψüμαν,
υμνεß και πÜντ' αφιορκÜ το δολερüν του στüμαν,
κι επεθυμÜ <ο> κακüτυχος με ξÝνα να πλουτßση,
κι εκεßνος απü την πτωχειÜν πολλÜ θα 'γανακτÞση.
¼ταν δεν Ýχη ο ζαριστÞς, τα ροýχα του μαχεýγει,
και παßζει τα, και χρεþνεται, κι απü την χþρα φεýγει.
ΑμμÞ üταν κÜτση Üτυχος και παßξη το δικüν του,
τα ροýχα και δηνÝρια του, κι üλον το σπιτικüν του,
δßχω να φα, δßχως να πιÞ, κÜθεται χορτασμÝνος,
με την χολÞν του παιγνιδιοý εßναι θεραπαûμÝνος,
και μερονýκτιν κÜθεται, νÜ 'πες üτι εν' δεμÝνος,
νÜ 'πες üτι εκαρφþσαν τον και στÝκει καρφωμÝνος.

¼ταν κερδÝση ο ζαριστÞς 'ς τον Üνεμον σκορπßζει,
κι,ουδÝν πιστεýει ο Üτυχος, ουδÝ ποτÝ του ελπßζει,
üτι τα κÝρδεσεν γοργüν, εγρÞγορα τα χÜνει,
και γßνεται παντÝρημος. ΤÝλεια να πτωχÜνη
θÝλεις ιδεß τον ζαριστÞν κι αν εν και Ýχη χρÞσιν,
κι αν Ýχη πÝρπυρα πολλÜ, κι Ýχη λογÜριν βρýσιν.
Τρßα κομματσοýλια κüκκαλα νÜ 'χουν κουκοýδια μαýρα,
τον βÜνουσιν τον ζαριστÞν εις την ιστιÜν και λαýρα,
κυλεß τα <ο> κακορρßζικος κι αδýνατα τ' αμπþθει,
και γßνεται παντÝρημος κι εκεßνος δεν το γνþθει.

Κυλεß τα ζÜρια ο ζαριστÞς και 'δρþνει σαν να σκÜφτη,
χÜνει ψυχÞν και το κορμßν και τα παιδιÜ του βλÜφτει.
¼ταν κερδαßνει ο ζαριστÞς, πολλοß τον συντροφιÜζουν,
αμμÞ üταν χÜνη αφßνουν τον, κι ουδÝν τον ανεμνειÜζουν.
Κι üταν κερδÝση μιÜν φορÜν, χÜνει απ' οπßσω δÝκα,
και των παιδιþν του οργßζεται και δÝρνει την γυναßκα,
και γδýνεται κακüτυχος ν' αναπαυτÞ 'ς το στρþμαν,
νÜ ´πες üτι εστρþσαν του Üγκαθας με το χþμαν.
Ο ζαριστÞς ορÝγεται να κÜτση 'ς το παιγνßδιν,
τα κοκκαλÜκια να κυλÞ 'ς το μαγληνüν σανßδιν.

''Κερδαßνω'', ''χÜνω'', μοναχÜ εν üλη του η ομιλßα,
και φαßνεταß του νüστιμος η τÝτοιανα δουλεßα.
Και καßεται κακüτυχος κι εκεßνος δεν το γνþθει,
κι αφοý τονε ρημÜξουσι ετüτες μεταγνþθει.
Πολλοß απü βιÜν του παιγνιδιοý απÞγασιν κι εκλÝψαν,
κι ευρÞκασιν κι επιÜσαν τους, 'ς την φοýρκαν τους επÝψαν.

ΘÝλεις να δης 'ς τον ζαριστÞν Ýνα καλüν σημÜδιν;
Οπü 'ναι πλÝα μÜστορας, Ýνεν και πλÝα ρημÜδιν.
Κυλεß τα ζÜρια ο ζαριστÞς και τÜβλες παßζει ομÜδιν;
Ετüτες γßνεται πτωχüς, τÝλεια ερημÜδιν.
Ο μÜστορας ο ζαριστÞς θÝλει να προφητεýη,
και μ' αδικιÜν ψηλοκοπÜ πÜντα να μηχανεýη.
Τες εσοδιÝς και πραγματειÝς üσες κι αν Ýχει τρω τες,
και τα παιδιÜ του πιÜνουσιν των Χριστιανþν τες πüρτες.
Ο μÜστορας ο ζαριστÞς πιστεýει να ευγατßση,
και με το κÝρδος το κακüν ελπßζει να πλουτÞση.
Κ' εκεßνος μα την μοýζαν του, και την κακÞν του μοßραν
τα ροýχα του 'νεν Üτσαλα και γÝμουσιν την ψεßραν.

Ο λογισμüς του παιγνιδιοý ωσÜν εχθρüς τον βιÜζει,
το πρÜγμαν και τα ροýχα του <'ς> Üδηλα τα ξοδιÜζη,
κι αγανακτÜ την μοßραν του και κλαß το ριζικüν του,
το πως εκÜτσεν Üτυχος, κι Ýχασε το δικüν του,
κι ανεθυμÜται τες βολÝς οποý τον επτωχÜναν,
και λÝγει : ''Εξυγανεýσαν με και δι' αυτü εχÜνα,
αν εßχαν Ýλθει Ýνδεκα 'ς την εδικÞ μου χÝραν,
εκÝρδαινα τα πÝρπυρα κ' εßχα καλÞν ημÝραν.
ΕπτÜ 'θελα και δþδεκα κ' ηλθε μου τÝρνον κι Üσσο,
τα ζÜρια μοý λεγαν κακüν, κι ανÜκειτο να χÜσω,
απü δεκÜξη το κρατεß, 'ς την þκα πÜντ' αλλ' Üσσο,
Ýχασα τα δηνÝρια μου, και πÜλιν ας γελÜσω''.

Κ' εκεßνον οποý εκÝρδεσε, εκεßνον πÜλι ψÝγουν,
ουδÝν κατÝχει τες βολÝς των αζαριþν, να λÝγουν,
Üσχημα σει την χÝραν του, ρßκτει τα σαν ψημÝνος
,κι ουδÝν κατÝχει τßβοτας, δεν Ýνε μαθημÝνος.
Και τüτε λÝγουσιν γι' αυτüν, ''Üφες να ρθÞ και εις Üλλη'',
κ' εκεßνος εγλυκÜθηκε κι απ' εκατüν να βÜλη,
üσα κι αν μας εκÝρδεσε διπλÜ τα θÝλει χÜσει,
Ýρημον να τον κÜμωμεν, κι üλα να τα ξερÜση.
Και νÜ' βρουν πρωτοζαριστÞν και να τονε μπερδÝσουν,
να τοýσε βγÜλη το ταβλßν κι εμπρüς του να το θÝσουν.
¸χασαν τα δηνÝρια των,τα ροýχα των μαχεýσαν,
κι απü τα ζÜρια εγÝρθησαν Ýρημοι και μισσεýσαν,
κι αν χÜσουν δεν παιδεýουνται, θÜλουν να κδικαιωθοýσιν,
και πÜλιν να διαγεßρουσιν κ' εις το τÜβλι να ελθοýσιν,
θωρþντα να κερδÞσουσιν Ýχασαν üτι εßχαν,
και ει τι τους απüμεινεν ουδÝν αξßζει τρßχαν.

Ο ζαριστÞς καθημερνþς διÜ κÝρδος Ýχει θÜρρος,
κ' εκεßνος απ' την πτωχειÜν Ýχει μεγÜλο βÜρος.
Το κÝρδος üπου πεθυμÜ, ουδεν το πιτυχαßνει,
και πÜντοτε εις τον χαúμüν καθημερνως πτωχαßνει,
πιστεýει να ´ναι φρüνιμος κ' εκεßνος εν βουβÜλι,
το νουν του και το πρÜγμαν του 'ς τα ζÜρια να το βÜλη.
Με τ' αýριον με το σÞμερον θαρρεß για να πλουτÞση
<μα> σπßτια απü τα ζÜρια ποτÝ δεν θÝλει κτßσει,
Üμμε να Ýχη τßποτες πρÜγμα να το πουλÞση,
το σπßτιν του, το Ýχειν του, üλον να το ποντßση.
Εßδες το ψÜριν πως αρπÜ 'ς το πÝλαγος την ψßχα,
Üμμ' αποπßσω πßπτουν το τ' αγκßστρι με την τρßχα.

¸τσι το κÜμνει ο ζαριστÞς, üταν κερδÝση ολßγον,
ýστερον παßρνει ''τρþγουσα'' και πüνον με το ρßγον.
¼ταν πιστεýση ο ζαριστÞς, και κÜτσεν εντυμÝνος,
εγÝρθηκεν ολüγυμνος και παραπονεμÝνος,
εις το παιγνßδιν του θαρρεß, 'ς τον Üνεμον ελπßζει, 
κ' εις ταýκαιρα κ' εις τ' Üδηλα το πρÜγμαν του σκορπßζει,
üσο που χÜνει ο Üτυχος, πλιüτερα πεισματþνει,
κι αν αμαχεýση ροýχα του, πλÝον δεν τα γλυτþνει.
Ο ζαριστÞς εσμßγεται με σýντροφον, με φßλον,
και να κερδÝση πεθυμÜ κι αρÜσσει σαν τον σκýλον.
ΕιδωλολÜτρης γßνεται, να ζÜρια να εορτÜζη,
και ν' ατιμÜζη τον Θεüν, τον δαßμονα να κρÜζη,
κι αν Ýχει κýριν και γονεüν, εχÜσε την ευχÞ του,
Ýχασε και το πρÜγμαν του, χÜνει και την ψυχÞν του.
Θωρεßς, υιÝ μου ΦρατζισκÞ, τα κÜμνει το παιγνßδιν,
τα κοκκαλÜκια τα μικρÜ 'ς το μαγληνüν σανßδιν.

Λοιπüν, παιδß μου, Ýπρεπεν να τ' απολησμονÞσης,
αν θÝλης την καλÞν ζωÞν να την αποκερδßσης.
¢φες και τες πολιτικÝς, μßσησε και τα ζÜρια,
της νýκτας τα γυρßσματα, την πελελÞν αγγÜρεια.

2ον Η ΠολιτικÞ (πüρνη) (απüσπασμα)

ΚρυφÜ γαμιÝται η πολιτικÞ, εδþ και κει üπου θÝλει,
και φαßνεται της νüστιμον σαν ζÜχαρη και μÝλι.
ΜετÜ χαρÜς η πολιτικÞ θÝλει κρυφü γαμÞσι,
þστε ν' αποδιαντραπÞ, þστε ν' αποκινÞση,
και üποιος την κρατεß κρυφÜ, βιÜζεται να του παßρνη,
ροýχα και μπüτες και φελλοýς και ψοýνια να της φÝρνη.
και πριν να την αφÞσει αυτüς, Üλλον γυρεýει νÜβρη·
και παßρνει τοýτον σÞμερον και εκεßνον Ýχει αýρι.
Η πολιτικÞ τον κüπελον τον θÝλει να γελÜση,
την üψιν και την γνþμην της üλη της την αλλÜσσει.
φιλεß, περιλαμπÜνει τον, στα στÞθη τον μαλÜσσει
και κÜμνει τον ολüχαρον, και κÜμνει να γελÜση,
και λÝγει του: «ΟμμÜτια μου, ψυχÞ μου και καρδιÜ μου,
απαντοχÞ, ελπßδα μου, θÜρρος, παρηγοριÜ μου»,
και δεßχνει και ζηλεýει του üτι Üλλην καýχαν Ýχει,
και ως δια να δεßχνη üτι αγαπÜ, ψüματα τον ελÝγχει·
και αλß τον εýρη πελελüν και βÜλη τον σ' αγÜπη
και απü πολλÞς του πελελιÜς εκεßνος εξετρÜπη,
και τρω τον και ρημÜσσουν τον και χÜνουν την ζωÞν του·
ο που πιστεýει πολιτικÞς χÜνει και την τιμÞν του.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers