Βιογραφικü
O Τζüζεφ Χßλστρομ Κινγκ γεννÞθηκε 4 Ιουνßου 1972, εßναι το 2ο παιδß του μεγÜλου συγγραφÝα ΣτÝφεν Kινγκ και της Ταμπßθα, κι εßναι κι αυτüς συγγραφÝας, -που τονε βρßσκουμε με το üνομα που χρησιμοποιεß: Τζο Χιλ (Joe Hill). ¸χει δημοσιεýσει Þδη 2 νουβÝλες: "Κουτß Σε ΣχÞμα ΚαρδιÜς", "Κερασφüρος" "ΝσφερÜτου" κι Ýνα βιβλßο με διηγÞματα, "ΦαντÜσματα Του 20ου Αιþνα", που θα τα βροýμε στις Εκδüσεις BELL. Επßσης συμμετÝχει σε μια σειρÜ κüμιξ με τßτλο: "Locke & Key".
Θα πει κανεßς κι εýλογα, πως "το μÞλο κÜτω απü τη μηλιÜ θα πÝσει" και θα συμφωνÞσω, πλην üμως εκτιμþ πως ενþ φαινομενικÜ ανÞκει στην ßδια ομÜδα συγγραφÝων, απÝχει παρασÜγγας, üχι μüνον απü τον μεγÜλο κι ανυπÝρβλητο πατÝρα του, αλλÜ κι απü κÜθε Üλλον συγγραφÝα που χω διαβÜσει στο εßδος αυτü. ¼ταν ξεκßνησε να γρÜφει, θÝλησε αμÝσως να πÜρει αποστÜσεις απü το Ýργο του πατÝρα του και ν' αποφýγει τυχüν συγκρßσεις, εξ ου κι η επιλογÞ του ψευδωνýμου. Αργüτερα που κατÜφερε να πετýχει, τüτε παρουσßασε τη σýνδεση αυτÞ. ΠρÜγμα θαυμÜσιο κατÜ τη γνþμη μου.
ΓεννÞθηκε στο ¸ρνον του ΜÝην και μεγÜλωσε στο ΜπÜνγκορ κι ο μικρüς του αδερφüς ¼ουεν εßναι επßσης συγγραφÝας. Στα 9 του εμφανßζεται στη ταινßα του Τζορτζ ΡομÝρο, "ΚριπΣüου" (CreepShow), που 'χε γρÜψει και συμμετεßχε κι ο πατÝρας του, κι αυτü του δßνει μια ιδÝα για να γρÜψει Ýνα θαυμÜσιο κομμÜτι με τßτλο: "Ο Μπüμπι Κονρüι ΕπιστρÝφει Απü Τους Νεκροýς" κι υπÜρχει στα διηγÞματα που προανÝφερα (κι εßναι καταπληκτικü).
¸χει κερδßσει την Υποτροφßα ΡÝη ΜπρÜντμπερυ κι Ýχει πÜρει επßσης το Βραβεßο ΝÝου Πρωτοεμφανιζüμενου ΣυγγραφÝα ΕΦ, το 2006, το A. E. Coppard Long Fiction Prize 1999, για το διÞγημα "Καλýτερα Απü Το Σπßτι" (υπÜρχει κι αυτü στα διηγÞματα που προεßπα κι εßναι καταπληκτικü), και το 2006 World Fantasy Award for Best Novella για το "Εθελοýσιος Εγκλεισμüς" (υπÜρχει στο βιβλßο διηγημÜτων κι εßναι καταπληκτικü επßσης). ΤÝλος για τη συλλογÞ διηγημÜτων αυτÞ ολÜκερη, Ýχει πÜρει το Βραβεßο Μπραμ Στüκερ μαζß με το British Fantasy Award for Best Collection & Best Short Story για το "Η Καλýτερη Ιστορßα Τρüμου Της ΧρονιÜς" (που υπÜρχει μπλα μπλα μπλα κι εßναι θαυμÜσια). ¸χει δημοσιεýσει ιστορßες του σε πολλÜ περιοδικÜ κι Ýχουνε συμπεριληφθεß και σε ανθολογßες. Το 1ο του βιβλßο "Κουτß Σε ΣχÞμα ΚαρδιÜς" Ýφτασε στο Νο 8 του τοπ τεν στα μπεστ σÝλλερς της χρονιÜς (2007).
Ο Χιλ δε γρÜφει ιστορßες για να τρομÜξει, δε γρÜφει για να φρικÜρει, δε γρÜφει μÞτε για να εντυπωσιÜσει αν και φαßνεται πως επιζητεß τη καθιÝρωση χωρßς δεκανßκια. Ο Χιλ γρÜφει για να υπερβεß, να αιφνιδιÜσει, να εκπλÞξει, να κερδßσει, να πετÜξει. ΠρÜγμα που προς το παρüν καταφÝρνει, μÜλλον δßχως ιδιαßτερο κüπο. ΠραγματικÜ δε γνωρßζω αν πριν ετοιμÜσει μιαν ιστορßα, τη δεßχνει στον πατÝρα του κι αν εκεßνος συστÞνει διορθþσεις κι αλλαγÝς μÝχρι να δοθεß η τελικÞ μορφÞ. Αν με ρωτοýσε κανεßς θα λεγα πως δε το κÜνει. Ο Χιλ γρÜφει για να εμφανßσει, να επικοινωνÞσει τη μελαγχολικÞ μοναξιÜ του, Þτις εμφαßνεται σε üλα του σχεδüν τα διηγÞματα, που χω διαβÜσει. ΑληθινÜ, η μοναξιÜ κι η μοναχικüτητÜ του, σταλÜζει με πολý αξιοσÝβαστο τρüπο σε κÜθε φρÜση, σε κÜθε λÝξη, σε κÜθε παρÜγραφο -και πραγματικÜ, αναρωτιÝμαι γιατß. Και κÜτι επßσης που προκαλεß και δεßχνει üτι εßναι ακÝραιος συγγραφÝας: δε χρησιμοποιεß τη μανιÝρα του πατÝρα, κανÝνα στοιχεßο, πλην σπανßων περιπτþσεων, -πρÜγμα απολýτως φυσικü και κατανοητü.
Λοιπüν για να κλεßσω αυτü το προσωπικü μου αφιÝρωμα θα πω πως συνιστþ ανεπιφýλακτα το βιβλßο διηγημÜτων του κι ιδιαßτερα σε μη φßλους της ΕΦ, που φοβüνται να φρικÜρουν Þ να αηδιÜσουνε κλπ., να διαβÜσουνε τον Χιλ, γιατß οι ιστορßες του εßναι πιüτερο λογοτεχνικÝς, με επßφαση του οχÞματος της ΕΦ, παρÜ ΕΦ αυτÞ καθαυτÞ. ΠεριμÝνω να δω τη συνÝχειÜ του, με μεγÜλο ενδιαφÝρον και θα 'μαι πÜλι εδþ αν κι απü τþρα εßχει δεßξει εξαιρετικÜ στοιχεßα! ΠαρακÜτω θα δþσω 1-2 δεßγματα δουλειÜς του και θα δεßτε μüνοι σας τß εννοþ!
Θα βρεßτε επßσης "Το Πρüγευμα Της ΧÞρας", του ΕΔΩ
============
Ποπ Αρτ
Ο καλλßτερüς μου φßλος üταν Þμουνα δþδεκα χρονþν, Þταν φουσκωτüς. Τον Ýλεγαν ¢ρθουρ Ροθ, πρÜγμα που τον Ýκανε επßσης Ýνα φουσκωτü Εβραßο, παρ' üλο που, στις κατÜ καιροýς συζητÞσεις μας για τη μετÜ θÜνατον ζωÞ, δε θυμÜμαι να υιοθετοýσε κÜποια ιδιαßτερα εβραúκÞ σκοπιÜ. Οι συζητÞσεις Þταν η κυριüτερη ασχολßα μας -στη κατÜστασÞ του, η Ýντονη σωματικÞ δραστηριüτητα αποκλειüταν εξ ορισμοý- και το θÝμα του θανÜτου και το τß μπορεß ν' ακολουθεß μετÜ απ' αυτüν, ανÝκυπτε αρκετÜ συχνÜ. Νομßζω πως ο ¢ρθουρ Þξερε πως θα Þταν τυχερüς αν ζοýσε για να τελειþσει το λýκειο. ¼ταν τον γνþρισα, εßχε Þδη γλιτþσει απü του ΧÜρου τα δüντια δþδεκα φορÝς, μια για κÜθε χρüνο που Þταν ζωντανüς. Η μετÜ θÜνατον ζωÞ τον απασχολοýσε διαρκþς üπως κι η πιθανÞ ανυπαρξßα της.
¼ταν λÝω πως συζητοýσαμε, εννοþ απλþς üτι επικοινωνοýσαμε, επιχειρηματολογοýσαμε, κÜναμε ο Ýνας στον Üλλο σκüνη Þ εξυψþναμε ο Ýνας τον Üλλο μÝχρι τα ουρÜνια. Για να μεßνω πιστüς στα γεγονüτα, εγþ μιλοýσα -ο Αρτ δε μποροýσε. Φοροýσε Ýνα σημειωματÜριο περασμÝνο με σπÜγγο στο λαιμü του κι εßχε πÜντα κραγιüνια στη τσÝπη του. ΠαρÝδιδε τις σχολικÝς εργασßες γραμμÝνες με κραγιüνι, απαντοýσε στις ερωτÞσεις των διαγωνισμÜτων με κραγιüνι. Μπορεßτε να φανταστεßτε τους κινδýνους που θα εγκυμονοýσε Ýνα καλοξυσμÝνο μολýβι για Ýνα αγüρι βÜρους εκατü γραμμαρßων, φτιαγμÝνο απü πλαστικü και γεμισμÝνο με αÝρα.
Νομßζω πως Ýνας απü τους λüγους που γßναμε οι καλýτεροι φßλοι Þταν επειδÞ Þταν τüσο καλüς ακροατÞς. Χρειαζüμουν κÜποιον να με ακοýει. Η μητÝρα μου εßχε φýγει και με τον πατÝρα μου δε μποροýσα να μιλÞσω. Η μητÝρα μου μας εγκατÝλειψε üταν Þμουν τριþν, Ýστειλε στον μπαμπα μου Ýνα ασυνÜρτητο και μπερδεμÝνο γρÜμμα απü τη Φλüριντα για τις ηλιακÝς κηλßδες και τις ακτßνες γÜμα και την ακτινοβολßα που εκπÝμπεται απü τα καλþδια του ηλεκτρικοý ρεýματος, για το πως το εκ γενετÞς σημÜδι στην ανÜστροφη της αριστερÞς παλÜμης της εßχε μετακινηθεß ψηλÜ στο μπρÜτσο κι απü κει εßχε προχωρÞσει στον þμο της. ΜετÜ απ' αυτü, μερικÝς καρτ-ποστÜλ κι ýστερα τßποτα.
¼σο για τον πατÝρα μου, υπÝφερε απü ημικρανßες. Τα απογεýματα καθüταν και παρακολουθοýσε σαπουνüπερες στο σκοτεινιασμÝνο καθιστικü μας, με μÜτια υγρÜ, αξιολýπητος. Δεν ανεχüταν να τον ενοχλοýν. Δε μποροýσες να του πεις τßποτα. ¹ταν λÜθος ακüμα και να προσπαθÞσεις.
-"¼λο μιλÜς και μιλÜς", Ýλεγε, κüβοντÜς με στη μÝση μιας πρüτασης. "Το κεφÜλι μου πÜει να σπÜσει. Με σκοτþνεις μ' αυτü το μπλα-μπλα-μπλα αυτü, μπλα-μπλÜ-μπλα εκεßνο".
¼μως του Αρτ του Üρεσε να ακοýει και. σε αντÜλλαγμα εγþ του πρüσφερα προστασßα. Τα παιδιÜ με φοβοýνταν. Εßχα κακÞ φÞμη. Εßχα στη κατοχÞ μου Ýνα σουγιÜ με ελατÞριο και μερικÝς φορÝς τον Ýπαιρνα μαζß μου στο σχολεßο κι Üφηνα τ' Üλλα παιδιÜ να τον δουν, τους Ýτρεφε το φüβο. Το μüνο πρÜγμα που τον εßχα καρφþσει ποτÝ μου ωστüσο, Þταν ο τοßχος του δωματßου μου. ΞÜπλωνα στο κρεβÜτι μου και τον Ýριχνα στο φελλοτÜπητα του τοßχου, Ýτσι που να καρφþνεται με τη μýτη... -στακ!
Μια μÝρα που ο Αρτ Þρθε να μ' επισκεφθεß, εßδε τα σημÜδια στον τοßχο. Του εξÞγησα τι Þταν, το Ýνα Ýφερε το Üλλο και πριν το καταλÜβω, με ικÝτευε να τον αφÞσω να ρßξει κι αυτüς μια φορÜ το σουγιÜ.
-"Τß σ' Ýχει πιÜσει;" τον ρþτησα. "Δεν Ýχεις καθüλου νιονιü στο κεφÜλι σου; ΞÝχασÝ το. Αποκλεßεται".
¸βγαλε Ýνα κραγιüνι στο χρþμα της ψημÝνης σιÝνας. ¸γραψε:
Τüτε τουλÜχιστον ÜφησÝ με να τον δω.
¢νοιξα το σουγιÜ για να τον δει. Τον κοßταξε με γουρλωμÝνα μÜτια. Στη πραγματικüτητα, κοιτοýσε τα πÜντα με γουρλωμÝνα μÜτια. Τα μÜτια του Þτανε φτιαγμÝνα απü υαλþδες πλαστικü, κολλημÝνα στην επιφÜνεια του προσþπου του. Δε μποροýσε οýτε να πεταρßσει τα βλÝφαρα, οýτε τßποτ' Üλλο. ¼μως αυτü Þταν διαφορετικü απü το συνηθισμÝνο γουρλομÜτικο βλÝμμα του. ΚατÜλαβα üτι πραγματικÜ εßχε καθηλωθεß.
¸γραψε:
Θα προσÝχω, τ' ορκßζομαι σ' ü,τι Ýχω και δεν Ýχω,
σε παρακαλþ!
Του Ýδωσα το σουγιÜ. Πßεσε τη μýτη της λεπßδας στο πÜτωμα κÜνοντÜς τη να κρυφτεß μες στη λαβÞ. ΜετÜ πÜτησε το κουμπÜκι κι η λεπßδα ξαναπετÜχτηκε Ýξω. Ρßγησε, κοßταξε το χÝρι του. ¾στερα, χωρßς καμιÜ προειδοποßηση, τον εκσφενδüνισε στον τοßχο. ΒÝβαια δε καρφþθηκε με τη μýτη. Για να καταφÝρει κÜτι τÝτοιο χρειÜζεται εξÜσκηση, που δεν εßχε και συγχρονισμüς που, για να μαστε ειλικρινεßς, δε θ' αποκτοýσε ποτÝ. Ο σουγιÜς αναπÞδησε, γýρισε πÜλι φυσÝκι προς το μÝρος του. Αυτüς πετÜχτηκε στον αÝρα με τüση σβελτÜδα, που Þταν σα να βλεπα το φÜντασμÜ του να πηδÜ Ýξω απü το κορμß του. Το μαχαßρι προσγειþθηκε εκεß που στεκüταν μüλις πριν απü μια στιγμÞ και κýλησε με θüρυβο κÜτω απü το κρεβÜτι μου.
ΚατÝβασα τον Αρτ απü το ταβÜνι. ¸γραψε:
Εßχες δßκιο, Þταν ανüητο. Εßμαι Ýνας αποτυχημÝνος
-Ýνας ανεγκÝφαλος.
-"Αναμφßβολα" εßπα εγþ.
¼μως δεν Þταν αποτυχημÝνος, οýτε ανεγκÝφαλος. Ο μπαμπÜς μου Þταν αποτυχημÝνος. Τα παιδιÜ στο σχολεßο Þταν ανεγκÝφαλα. Ο Αρτ Þταν διαφορετικüς. ¹ταν üλο καρδιÜ. Απλþς Þθελε κÜποιος να τον αγαπÞσει.
Επßσης, μπορþ να πω χωρßς υπερβολÞ, üτι Þταν ο πιο Üκακος Üνθρωπος που γνþρισα ποτÝ μου. ¼χι μüνο δε θα πεßραζε οýτε μýγα, δε μποροýσε να πειρÜξει οýτε μýγα. Αν χτυποýσε μια με τη παλÜμη του κι ýστερα σÞκωνε το χÝρι, εκεßνη απομακρυνüταν βουßζοντας ατÜραχη. ¹ταν σαν εκεßνες τις Üγιες μορφÝς στις ιστορßες της Βßβλου, που μποροýν να θεραπεýσουν τα πετσοκομμÝνα και μολυσμÝνα μÝρη του κορμιοý σου, ακουμπþντας απλþς πÜνω τους το χÝρι τους. ΞÝρετε πως καταλÞγουν αυτÝς οι ιστορßες της Βßβλου. Τα Üτομα αυτοý του εßδους ποτÝ δεν επιβιþνουν για πολý. Οι ξοφλημÝνοι κι οι ανεγκÝφαλοι τους μπÞγουν καρφιÜ για να τους κüψουν τον αÝρα.
ΥπÞρχε κÜτι το ξεχωριστü στον Αρτ, Ýνα αüρατο κÜτι, που Ýκανε τ' Üλλα παιδιÜ να θÝλουν πολý απλÜ να τον πÜρουν με τις κλοτσιÝς. ¹ταν καινοýριος στο σχολεßο μας. Οι γονεßς του εßχαν μüλις μετακομßσει στη πüλη. Αυτοß Þταν φυσιολογικοß, γεμÜτοι με αßμα, üχι αÝρα. Η πÜθηση απü την οποßα υπÝφερε ο Αρτ εßναι μια απü κεßνες τις κληρονομικÝς ασθÝνειες που παßζουν κουτσü με τις γενιÝς, üπως η ΤÜι ΣÜξ ( ο Αρτ μου εßπε κÜποτε üτι εßχε Ýνα μεγÜλο θεßο, επßσης φουσκωτü, που μια μÝρα Ýπεσε σ' Ýνα σωρü φýλλα κι Ýσκασε πÜνω στο δüντι μιας τσουγκρÜνας που Þταν θαμμÝνη ανÜμεσÜ τους). τη πρþτη μÝρα μαθημÜτων, η κυρßα ΓκÜνον Ýβαλε τον Αρτ να σταθεß στο μπρος μÝρος της τÜξης κι εßπε σε üλους τα πÜντα γι' αυτüν, ενþ εκεßνος εßχε κρεμÜσει το κεφÜλι απü ντροπÞ.
¹ταν Üσπρος. ¼χι ΚαυκÜσιος, αλλÜ Üσπρος σαν τα μαρσμÜλλοους Þ σαν τον ΚÜσπερ το φαντασματÜκι. Μια γραμμÞ συγκüλλησης σα ραφÞ εκτεινüταν γýρω απü το κεφÜλι του και συνεχιζüταν στα πλευρÜ του. Εßχε μια πλαστικÞ βαλβßδα κÜτω απü το Ýνα χÝρι, απ' üπου μποροýσαν να τον φουσκþνουν με αÝρα.
Η κυρßα ΓκÜνον μας εßπε πως Ýπρεπε να μαστε πολý προσεχτικοß και να μη τρÝχουμε μες στη τÜξη με ψαλßδια Þ στυλü. ¸να τρýπημα Þταν πιθανü να τον σκοτþσει. Δε μποροýσε να μιλÜει, üλοι Ýπρεπε να προσπαθÞσουμε και να το αντιμετωπßσουμε αυτü με ευαισθησßα. Τα ενδιαφÝροντÜ του Þταν οι αστροναýτες, η φωτογραφßα και τα μυθιστορÞματα του ΜπÝρτραντ ΜÜλαμουντ.
Πριν του δεßξει μ' Ýνα ελαφρü σπρþξιμο, πως Þταν þρα να καθßσει, του Ýσφιξε λßγο ενθαρρυντικÜ τον þμο και καθþς τα δÜχτυλÜ της πιÝσαν το κορμß του, σφýριξε απαλÜ. Αυτüς Þταν ο μüνος τρüπος που Ýβγαζε ποτÝ του Þχο. Λυγßζοντας το κορμß του μποροýσε να παρÜγει σιγανÜ τριξßματα και τσιρßγματα. ¼ταν τον ζουλοýσαν Üλλοι, Ýβγαζε Ýνα απαλü μελωδικü σφýριγμα.
Προχþρησε αναπηδþντας προς το πßσω μÝρος της αßθουσας και κÜθισε στην Üδεια θÝση πλÜι μου. Ο Μπßλι Σπßαρς που καθüταν ακριβþς πßσω του, του πετοýσε πινÝζες στο κεφÜλι üλο το πρωß. Τις πρþτες φορÝς ο Αρτ Ýκανε πως δε κατÜλαβε. ¾στερα, üταν η κυρßα ΓκÜνον δεν κοιτοýσε, Ýγραψε στον Μπßλι Ýνα σημεßωμα. ¸λεγε:
Σε παρακαλþ σταμÜτα! Δε θÝλω να πω τßποτα στη κα ΓκÜνον, αλλÜ εßναι επικßνδυνο να μου πετÜς πινÝζες. Σοβαρολογþ!
Ο Μπßλι απÜντησε:
Τüλμα να δημιουργÞσεις πρüβλημα και μετÜ δε θα κÜνεις οýτε για μπÜλωμα σε σαμπρÝλα ποδηλÜτου. ΣκÝψου το καλÜ.
Τα πρÜγματα δεν Ýγιναν ευκολþτερα για τον Αρτ απü κει και πÝρα. Στο εργαστÞριο βιολογßας τον Ýβαλαν μαζß με τον ΚÜσιους Ντελαμßτρι, που χε μεßνει στην Ýκτη τÜξη για 2η χρονιÜ. ¹ταν Ýνα χοντρü παιδß με φουσκωμÝνο, κατσοýφικο πρüσωπο κι Ýνα αποκρουστικü στρþμα απü μαýρες τρßχες πÜνω απü το μονßμως σουφρωμÝνο στüμα του. Η Üσκηση που Ýπρεπε να κÜνουμε Þταν να διυλßσουμε ξýλο, πρÜγμα που απαιτοýσε τη χρÞση φλüγας γκαζιοý -ο ΚÜσιους Ýκανε τη δουλειÜ ενþ ο Αρτ παρακολουθοýσε κι Ýγραφε ενθαρρυντικÜ σημειþματα:
Δεν το πιστεýω üτι πÞρες μüνο τη βÜση σ' αυτü το πεßραμα πÝρυσι, -ξÝρεις πρÜγματι πως γßνεται η δουλειÜ!
και:
Οι γονεßς μου μου αγüρασαν Ýνα σετ με üργανα για πειρÜματα χημεßας, στα γενÝθλιÜ μου. Θα μποροýσες να Ýρθεις σπßτι μου και να παßξουμε τους τρελοýς επιστÞμονες κÜποια φορÜ. ΘÝλεις;
ΜετÜ απü 3-4 τÝτοια σημειþματα ο ΚÜσιους εßχε διαβÜσει αρκετÜ και του καρφþθηκε στο κεφÜλι πως ο Αρτ Þταν κÜποιου εßδους ομοφυλüφιλος... ιδιαßτερα μετÜ τη πρüσκλησÞ του για να πÜει σπßτι του και να παßξουνε το γιατρü Þ κÜτι τÝτοιο. Σε μια στιγμÞ που ο δÜσκαλος δεν τους πρüσεχε γιατß βοηθοýσε Üλλα παιδιÜ, ο ΚÜσιους Ýχωσε τον Αρτ κÜτω απü το τραπÝζι και τον Ýδεσε γýρω απü το πüδι του τραπεζιοý, σ' Ýνα τριζÜτο γαúδουρüκομπο, κεφÜλι, χÝρια, κορμß, üλα. ¼ταν ο κος Μßλτον ρþτησε που εßχε πÜει ο Αρτ, ο ΚÜσιους εßπε πως μÜλλον τον εßδε να φεýγει τρÝχοντας για τη τουαλÝτα.
-"ΑλÞθεια;" ρþτησε ο κος Μßλτον. "Τß ανακοýφιση. Δεν Þξερα καν αν αυτü το παιδß μποροýσε να πηγαßνει τουαλÝτα".
Μιαν Üλλη φορÜ ο Τζον ¸ρικσον Ýβαλε κÜτω τον Αρτ στο διÜλειμμα κι Ýγραψε πÜνω στο στομÜχι του: ΣΑΚΟΥΛΑ ΚΩΛΛΟΣΤΟΜΗΑΣ, με ανεξßτηλο μαρκαδüρο. ΜπÞκε Üνοιξη μÝχρι να σβÞσουν τα γρÜμματα.
Το χειρüτερο Þταν üταν το εßδε η μαμÜ μου. ¹ταν αρκετÜ δυσÜρεστο που χρειÜστηκε να μÜθει üτι τρþω της χρονιÜς μου σε καθημερινÞ βÜση. ΑλλÜ κεßνο που τη τÜραξε πραγματικÜ Þταν η ανορθογραφßα του κειμÝνου.
Και πρüσθεσε:
Δε ξÝρω τß περßμενε -εßμαστε στη ΣΤ" τÜξη. Δε θυμÜται πως εßναι η ΣΤ' τÜξη; ΛυπÜμαι αλλÜ, αν θÝλουμε να εßμαστε ρεαλιστÝς, πüσες πιθανüτητες υπÜρχουν να σε τουλουμιÜσει στο ξýλο ο μεγαλýτερος νικητÞς του διαγωνισμοý ορθογραφßας;
-"¸τσι καταπþς σου πηγαßνει η χρονιÜ...", απÜντησα εγþ, "πÜρα πολλÝς".
Να πως ο Αρτ κι εγþ γßναμε φßλοι:
ΠÜντα περνοýσα τα διαλεßμματα μüνος μου, σκαρφαλþνοντας πÜνω στο σýστημα αναρρßχησης, διαβÜζοντας αθλητικÜ περιοδικÜ. Καλλιεργοýσα τη φÞμη μου ως κακοποιοý στοιχεßου και πιθανοý μικροδιακινητÞ ναρκωτικþν. Για να ενισχýσω την εικüνα μου φοροýσα μαýρο τζιν μπουφÜν και δε μιλοýσα σε κανÝναν οýτε Ýκανα φßλους. ΠÜνω στο σýστημα αναρρßχησης -μια θολωτÞ μεταλλικÞ κατασκευÞ στην Üκρη της ασφαλτοστρωμÝνης Ýκτασης πßσω απü το σχολεßο- βρισκüμουν τρßα γεμÜτα μÝτρα πÜνω απü το Ýδαφος και μποροýσα να κατοπτεýω üλο το προαýλιο. Μια μÝρα, εßδα τον Μπßλι Σßαρς να σαχλαμαρßζει με τον ΚÜσιους Ντελαμßτρι και τον Τζον ¸ρικσον. Ο Μπßλι εßχε μια μπÜλα κι Ýνα ρüπαλο του μπÝιζμπολ κι οι τρεις τους προσπαθοýσαν να χτυπÞσουν τη μπÜλα þστε να περÜσει μÝσα απü Ýνα ανοιχτü παρÜθυρο του πρþτου ορüφου. ¾στερα απü δεκαπÝντε λεπτÜ αποτυχημÝνων προσπαθειþν, ο Τζον ¸ρικσον στÜθηκε τυχερüς κι Ýστειλε τη μπÜλα μÝσα. Ο ΚÜσιους εßπε:
-"ΔιÜολε, πÜει η μπÜλα. Χρειαζüμαστε κÜτι Üλλο να χτυπÜμε".
-"Ε," φþναξε ο Μπßλι, "κοιτÜξτε! Να ο Αρτ"!
Πρüφτασαν τον Αρτ που προσπαθοýσε να μεßνει μακρυÜ τους κι ο Μπßλι Üρχισε να τον πετÜ στον αÝρα και να τον χτυπÜ με το ρüπαλο, για να δει πüσο μακρυÜ μποροýσε να τον στεßλει. ΚÜθε φορÜ που τον χτυποýσε ακουγüταν Ýνα κοýφιο δυνατü Παφ! κι ο Αρτ τιναζüταν στον αÝρα, Ýπειτα προχωροýσε λßγο οριζüντια και κατÝβαινε πÜλι σιγÜ-σιγÜ προς το Ýδαφος. Μüλις οι φτÝρνες του αγγßζαν τη γη, Üρχιζε να τρÝχει, αλλÜ η ταχýτητα των ποδιþν του δε συγκαταλεγüταν στα προσüντα του. Ο Τζον κι ο ΚÜσιους μπÞκαν κι αυτοß στο παιγνßδι, αρπÜζοντας τον Αρτ και κλωτσþντας τον με σουτ-βολÝ, για να δοýνε ποιος θα τον Ýστελνε πιο ψηλÜ.
Κλþτσα-πÝτα, σιγÜ-σιγÜ φÝρανε τον Αρτ προς τη δικÞ μου Üκρη του προαυλßου. Εκεßνος κατÜφερε να τους ξεφýγει üσο χρειαζüταν για να τρÝξει και να χωθεß κÜτω απü το σýστημα αναρρßχησης. Ο Μπßλι τον πρüφτασε, τον χτýπησε δυνατÜ με το ρüπαλο στον πισινü και τον εκσφενδüνισε ψηλÜ. Ο Αρτ Ýφτασε στη κορφÞ του θüλου. ¼ταν το κορμß του Üγγιξε τις ατσαλÝνιες ρÜβδους, Ýμεινε κολλημÝνος εκεß, με το πρüσωπο προς τα πÜνω, απü το στατικü ηλεκτρισμü.
-"Ε," φþναξε ο Μπßλι. "ΠÝτα τον πÜλι εδþ κÜτω".
Δεν εßχα βρεθεß ποτÝ, μÝχρι κεßνη τη στιγμÞ, πρüσωπο με πρüσωπο με τον Αρτ. Παρüλο που παρακολουθοýσαμε πολλÜ κοινÜ μαθÞματα και μÜλιστα καθüμασταν δßπλα-δßπλα στη τÜξη της κας ΓκÜνον, δεν εßχαμε μÝχρι τüτε μιλÞσει οýτε μια φορÜ. Με κοßταξε με τα πελþρια πλαστικÜ μÜτια του και το λυπημÝνο ασÜλευτο πρüσωπü του και τον κοßταξα κι εγþ. ΒρÞκε το σημειωματÜριο που κρεμüταν στο λαιμü του, Ýγραψε βιαστικÜ Ýνα σημεßωμα με ανοιχτοπρÜσινο κραγιüνι, Ýσκισε το χαρτß και το κρÜτησε ψηλÜ να το διαβÜσω:
Δε με νοιÜζει τι κÜνουν, αλλÜ θα μποροýσες ν' απομακρυνθεßς; Δε μου αρÝσει να τρþω της χρονιÜς μου μπροστÜ σε θεατÝς.
-"Τß γρÜφει;" ρþτησε ο Μπßλι.
Κοßταξα το σημεßωμα, τον Αρτ και μετÜ τα συγκεντρωμÝνα αγüρια κÜτω. ΞαφνικÜ συνειδητοποßησα με Ýκπληξη üτι μποροýσα να τα μυρßσω και τα τρßα, üτι τα ρουθοýνια μου εßχαν γεμßσει απü μια νοτισμÝνη ανθρþπινη μυρωδιÜ, μια ξινÞ ιδρωτßλα. Μου γýρισε το στομÜχι.
-"Γιατß τον ενοχλεßτε;" ρþτησα.
-"ΑπλÜ παßζουμε μαζß του", μου απÜντησε ο Μπßλι.
-"Προσπαθοýμε να δοýμε πüσο ψηλÜ μποροýμε να τον κÜνουμε να πÜει", εξÞγησε ο ΚÜσιους. "Θα 'πρεπε να κατεβεßς κι εσý. Θα 'πρεπε να δοκιμÜσεις. Θα τον κλωτσÞσουμε και θα τον στεßλουμε μÝχρι τη στÝγη του σχολεßου".
-"¸χω μια πιο διασκεδαστικÞ ιδÝα", εßπα μ' Ýνα βλÝμμα που προσπÜθησα να δεßχνει πως Þμουν Ýνας διανοητικÜ καθυστερημÝνος ψυχοπαθÞς. "Τß θα λÝγατε αν κλωτσοýσα τις δικÝς σας χοντροκωλÜρες και τις Ýστελνα στη στÝγη του σχολεßου";
-"Τß ζüρι τραβÜς;" ρþτησε ο Μπßλι. "Μπας κι Ýχεις περßοδο";
¢ρπαξα τον Αρτ και πÞδηξα κÜτω. Ο ΚÜσιους χλþμιασε. Ο Τζον ¸ρικσον οπισθοχþρησε παραπατþντας. ΚρÜτησα τον Αρτ κÜτω απü το Ýνα μου μπρÜτσο, με τα πüδια του να προεξÝχουν προς τη μεριÜ τους και το κεφÜλι του στραμμÝνο προς την αντßθετη κατεýθυνση.
-"Εßστε κρετßνοι", εßπα. ΜερικÝς στιγμÝς απλÜ δεν εßναι κατÜλληλες για εξυπνÜδες. Και τους γýρισα τη πλÜτη. Ο αυχÝνας μου ανατρßχιασε στη σκÝψη üτι πιθανþς το ρüπαλο του Μπßλι θα με χτυποýσε απü στιγμÞ σε στιγμÞ στο κρανßο, αλλÜ ο Μπßλι δεν Ýκανε τßποτα, με Üφησε να φýγω.
ΠÞγαμε στο γÞπεδο του μπÝιζ-μπολ, καθßσαμε στο λοφßσκο του πßτσερ. Ο Αρτ μου Ýγραψε Ýνα σημεßωμα που Ýλεγε "ευχαριστþ" κι Üλλο Ýνα που Ýλεγε πως δε χρειαζüταν να κÜνω ü,τι Ýκανα, αλλÜ χαιρüταν που το 'χα κÜνει κι Ýνα τρßτο που Ýλεγε üτι μου χρωστοýσε χÜρη για τη βοÞθειÜ μου. ¸χωσα και τα τρßα στη τσÝπη, αφοý τα διÜβασα, χωρßς να σκεφτþ το γιατß. Εκεßνο το βρÜδυ, μüνος στο δωμÜτιü μου, Ýβγαλα απü τη τσÝπη μου μια μπÜλα απü τσαλακωμÝνα χαρτιÜ, Ýνα σβþλο σε μÝγεθος λεμονιοý, ξεχþρισα τα σημειþματα, τα ßσιωσα πιÝζοντÜς τα με το χÝρι πÜνω στο κρεβÜτι και τα ξαναδιÜβασα üλα. Δεν υπÞρχε κανÝνας καλüς λüγος για να μη τα πετÜξω, αλλÜ δε το 'κανα κι αντ' αυτοý, Üρχισα μια συλλογÞ. ¹ταν σαν κÜπου μÝσα μου να Þξερα Þδη απü τüτε, üτι μπορεß να 'θελα να 'χω κÜτι για να τον θυμÜμαι, üταν θα 'φευγε απü τη ζωÞ μου. Φýλαξα εκατοντÜδες σημειþματÜ του μες στον επüμενο χρüνο, κÜποια απ' αυτÜ μερικÝς λÝξεις μüνο, κÜποια Üλλα εξασÝλιδα μανιφÝστα. ¸χω ακüμα τα περισσüτερα, απü το πρþτο που μου 'δωσε, κεßνο που αρχßζει: "Δε με νοιÜζει τß κÜνουν", μÝχρι το τελευταßο, εκεßνο που τελειþνει:
ΘÝλω να δω αν εßναι αλÞθεια...
Αν ο ουρανüς ανοßγει στη κορυφÞ.
Στην αρχÞ ο πατÝρας μου δε συμπÜθησε τον Αρτ, αλλÜ üταν τον γνþρισε καλýτερα, πραγματικÜ τον μßσησε.
-"Γιατß περπατÜει Ýτσι;" ρþτησε. "Μπας κι εßναι κουνιστüς";
-"¼χι μπαμπÜ. Εßναι φουσκωτüς".
-"ΠÜντως φÝρεται σαν κουνιστüς". εßπε κεßνος. "Καλýτερα να μη κλεßνεσαι πολλÝς þρες μαζß του στο δωμÜτιü σου".
Ο Αρτ προσπÜθησε να γßνει αρεστüς -προσπÜθησε να χτßσει μια σχÝση με τον πατÝρα μου. ¼μως οι κινÞσεις που Ýκανε παρερμηνεýονταν, οι δηλþσεις του παρεξηγοýνταν. Ο μπαμπÜς μου εßπε κÜτι μια φορÜ για μια ταινßα που του Üρεσε. Ο Αρτ του Ýγραψε Ýνα σημεßωμα που επισÞμαινε üτι το βιβλßο Þταν ακüμα καλýτερο.
-"Νομßζει πως εßμαι αγρÜμματος", εßπε, μüλις Ýφυγε ο Αρτ.
Μιαν Üλλη φορÜ, ο Αρτ πρüσεξε τη στοßβα φθαρμÝνων ελαστικþν αυτοκινÞτου που υπÞρχε πßσω απü το γκαρÜζ μας κι ανÝφερε στον μπαμπÜ μου Ýνα πρüγραμμα ανακýκλωσης στο πολυκατÜστημα Σßαρς, που Ýπαιρναν τα παλιÜ σου λÜστιχα και σου δßναν 20% Ýκπτωση για να αγορÜσεις ολοκαßνουργα Γκουντγßαρ.
-"Νομßζει πως εßμαστε κακομοßρηδες", παραπονÝθηκε αυτüς, πριν καν απομακρυνθεß ο Αρτ, þστε να μην ακοýει. "Το ξιπασμÝνο"!
Μια μÝρα επιστρÝψαμε στο σπßτι μου απü το σχολεßο και βρÞκαμε τον πατÝρα μου μπρος απü τη τηλεüραση μ' Ýνα πßτμπουλ στα πüδια του. Το σκυλß πετÜχτηκε αμÝσως üρθιο γαυγßζοντας σαν υστερικü κι üρμησε στον Αρτ. Τα νýχια των ποδιþν του Ýκαναν Ýνα απαßσιο τρßξιμο καθþς γλυστροýσαν πÜνω στο πλαστικü στÞθος του. Ο Αρτ αρπÜχτηκε απü τον Ýναν þμο μου και πÞδησε στον αÝρα. Μποροýσε να πηδÜ πραγματικÜ πολý ψηλÜ, üταν χρειαζüταν. ΠιÜστηκε απü τον ανεμιστÞρα της οροφÞς -Þτανε σβηστüς ευτυχþς- κι Ýμεινε κρεμασμÝνος απü το πτερýγιü του, ενþ το πßτμπουλ γαýγιζε κι üλο Ýδινε σÜλτους για να τον φτÜσει απü κÜτω.
-"Τß διÜολο εßναι αυτü;" ρþτησα.
-"¸νας σκýλος για το σπßτι", εßπε ο πατÝρας μου. "ΠÜντα Ýλεγες πως Þθελες Ýναν".
-"¼χι Ýνα που να θÝλει να φÜει τους φßλους μου".
-"ΚατÝβα απü τον ανεμιστÞρα, ¢ρτι. Δεν εßναι φτιαγμÝνος για να κρÝμεσαι πÜνω του".
-"Αυτü το πρÜμα δεν εßναι σκýλος", εßπα. "Εßναι μπλÝντερ με τρßχωμα".
-"Λοιπüν θα του βρεις üνομα Þ να σκεφτþ εγþ;" με ρþτησε ο μπαμπÜς.
ΚρυφτÞκαμε στο δωμÜτιü μου -ο Αρτ κι εγþ- κι αρχßσαμε να ψÜχνουμε ονüματα.
-"ΣνüουΦλÝηκ", εßπα, "ΣοýγκαρΠÜι, ΣανσÜιν".
Τß θÜλεγες για ΧÜπι*; ΤαιριÜζει γÜντι, δε συμφωνεßς;
*(ΣΣ.ΧιονονιφÜδα, Ζαχαρüπιτα Þ Γλυκοýλης, ΛιακÜδα και Χαροýμενος, αντßστοιχα)
Αστειευüμασταν, αλλÜ ο ΧÜπι δεν Þταν αστεßο. Σε διÜστημα μüλις μιας βδομÜδας ο Αρτ εßχε τουλÜχιστον τρεις παραλßγο μοιραßες συναντÞσεις με τον κακÜσχημο σκýλο του πατÝρα μου.
Αν με πιÜσει στα δüντια του εßμαι τελειωμÝνος.
Θα με γεμßσει τρýπες.
¼μως ο ΧÜπι δεν επιδεχüταν κανενüς εßδους εκπαßδευση, Üφηνε κουρÜδες σκορπισμÝνες στο καθιστικü, που δýσκολα φαßνονταν πÜνω στη καφεπρÜσινη μοκÝτα. Ο μπαμπÜς μου πÜτησε μια φρÝσκια μια φορÜ ξυπüλητος κι Ýπαθε αμüκ. ΚυνÞγησε τον ΧÜπι σ' üλο το ισüγειο, κραδαßνοντας Ýνα ξυλüσφυρο του κροκÝ, Üνοιξε μια τρýπα στον τοßχο, Ýσπασε μερικÜ πιÜτα πÜνω στον πÜγκο της κουζßνας με μια λυσσασμÝνη σφυριÜ. Την επüμενη κιüλας μÝρα, περιÝφραξε με συρματüπλεγμα Ýνα μικρü κομμÜτι γης στη πλαúνÞ αυλÞ. Ο ΧÜπι μπÞκε μÝσα κι Ýμεινε κει. Ωστüσο ο Αρτ φοβüταν πια να 'ρχεται στο σπßτι μου και συναντιüμαστε στο δικü του. Μου φαινüταν παρÜλογο. ¹θελε πολλÞ þρα περπÜτημα για να φτÜσεις σπßτι του μετÜ το σχολεßο, ενþ το δικü μου Þταν σχεδüν δßπλα, μüλις Ýστριβες στη γωνßα.
-"Γιατß ανησυχεßς;", τον ρþτησα. "Ο ΧÜπι εßναι κλεισμÝνος στο μαντρß του. Εßναι πολý χαζüς για να βρει πως ανοßγει η πüρτα, ξÝρεις".
Ο Αρτ Þξερε... ωστüσο δεν Þθελε να 'ρχεται στο σπßτι μου κι üποτε τολμοýσε, συνÞθως Ýφερνε μαζß του και μερικÜ μπαλþματα για λÜστιχα ποδηλÜτων, για να βρßσκονται πρüχειρα, καλοý-κακοý.
Μüλις αρχßσαμε να πηγαßνουμε κÜθε μÝρα στο σπßτι του, μüλις μας Ýγινε συνÞθεια, αποροýσα με τον εαυτü μου που παλιüτερα Þθελα να πηγαßνουμε στο σπßτι μου, αντß για κει. ΣυνÞθισα στον ποδαρüδρομο -περπÜτησα αυτÞ την απüσταση τüσες φορÝς, που Ýπαψα να προσÝχω πως Þτανε τüσο μακρινÞ þστε να μοιÜζει ατÝλειωτη. ΜÝχρι και που περßμενα με ανυπομονησßα κεßνο τον απογευματινü περßπατο μες στις φιδογυριστÝς οδοýς των προαστßων, που περνοýσαμε απü σπßτια βαμμÝνα σε αποχρþσεις παστÝλ, λες κι Þταν σκηνικÜ σε ταινßα Ντßσνεú: λεμονß, σομüν, μανταρινß. ΚÜνοντας τη διαδρομÞ απ' το σπßτι μου μÝχρι τη κατοικßα των Ροθ, Ýνιωθα σα να διÝσχιζα ζþνες ολοÝνα πιο Þρεμες και τακτικÝς και σαν στη καρδιÜ üλης αυτÞς της γαλÞνης, να υπÞρχε το σπßτι του Αρτ.
Ο Αρτ δε μποροýσε να τρÝξει, να μιλÞσει Þ να πλησιÜσει οτιδÞποτε εßχε αιχμηρÝς Üκρες, αλλÜ στο σπßτι του βρßσκαμε πολλοýς τρüπους να διασκεδÜσουμε. ΒλÝπαμε τηλεüραση. Δεν Þμουν σαν τ' Üλλα παιδιÜ και μÝχρι τüτε δεν εßχα σχεδüν καμμιÜ επαφÞ με αυτÞν. Ο πατÝρας μου, üπως Ýχω πει, υπÝφερε απü τρομερÝς ημικρανßες. ¸μενε συνÝχεια σπßτι με σýνταξη αναπηρßας, εßχε εγκατασταθεß στο καθιστικü και μονοπωλοýσε τη συσκευÞ μας üλη μÝρα, παρακολουθþντας ανελλιπþς πÝντε διαφορετικÝς σαπουνüπερες. Προσπαθοýσα να μη τον ενοχλþ και σπÜνια καθüμουν να παρακολουθÞσω κÜποιο πρüγραμμα μαζß του -διαισθανüμουν üτι η παρουσßα μου Þταν γι' αυτüν Ýνας περισπασμüς, σε μια στιγμÞ που 'θελε ναναι συγκεντρωμÝνος.
Ο Αρτ θα Ýβλεπε πρüθυμα οτιδÞποτε Þθελα να παρακολουθÞσω εγþ, αλλÜ εγþ τα Ýχανα üταν Ýπιανα στα χÝρια μου το τηλεκοντρüλ. Δε μποροýσα να διαλÝξω, δεν Þξερα το πως. Εßχα χÜσει το κολÜι. Ο Αρτ εßχε ψþνιο με τη ΝΑΣΑ και παρακολουθοýσαμε ü,τι εßχε σχÝση με διÜστημα, ποτÝ δε χÜναμε την εκτüξευση ενüς διαστημικοý λεωφορεßου. Μια φορÜ, μου Ýγραψε:
ΘÝλω να γßνω αστροναýτης. Θα προσαρμοζüμουν πραγματικÜ πολý καλÜ, σε συνθÞκες Ýλλειψης βαρýτητας.
¹δη δεν Ýχω καθüλου βÜρος.
¹ταν την εποχÞ που κατασκεýαζαν το ΔιεθνÞ Διαστημικü Σταθμü. ΛÝγανε πüσο δýσκολο Þταν για τους ανθρþπους να περÜσουνε πολý χρüνο στο διÜστημα. Οι μýες ατροφοýν. Η καρδιÜ συρρικνþνεται στο Ýνα τρßτο απü το φυσιολογικü της μÝγεθος.
Τα πλεονεκτÞματα που συνηγοροýν για να στεßλουν εμÝνα στο διÜστημα, διαρκþς πληθαßνουν:
Δεν Ýχω μýες για να ατροφÞσουν.
Δεν Ýχω καρδιÜ να συρρικνωθεß.
Στο λÝω: Εßμαι ο ιδανικüς διαστημÜνθρωπος.
Θα 'πρεπε να βρισκüμουν Þδη σε τροχιÜ..
-"ΞÝρω κÜποιον που μπορεß να σε βοηθÞσει να φτÜσεις εκεß. ¢σε με μüνο να κÜνω Ýνα τηλεφþνημα στον Μπßλι Σπßαρς. ¸χει Ýνα πýραυλο που θÝλει να στον χþσει στον κþλο. Τον Üκουσα να μιλÜ γι' αυτü".
Ο Αρτ μου Ýριξε Ýνα βλοσυρü βλÝμμα κι Ýγραψε Ýνα μονολεκτικü σημεßωμα για απÜντηση.
Το Üραγμα μπρος στη τηλεüραση στο σπßτι του Αρτ δεν Þταν ωστüσο πÜντα μια εφικτÞ επιλογÞ. Ο πατÝρας του Þταν δÜσκαλος πιÜνου, παρÝδιδε ιδιαßτερα μαθÞματα σε παιδιÜ και το πιÜνο τους με τη μισÞ ουρÜ βρισκüταν στο καθιστικü μαζß με τη τηλεüρασÞ τους. Αν εßχε μÜθημα, Ýπρεπε να βροýμε κÜτι Üλλο να κÜνουμε. Πηγαßναμε στο δωμÜτιü του για να παßξουμε με τον υπολογιστÞ του, αλλÜ Ýπειτα απü εßκοσι λεπτÜ σαχλþν μελωδιþν που ακοýγονταν μÝσα απü τον τοßχο -μ' Ýνα σκληρü, Üρρυθμο πλινκ-πλινκ- ρßχναμε ξαφνικÜ ο Ýνας στον Üλλο Ýνα τρελαμÝνο βλÝμμα και φεýγαμε απü το παρÜθυρο χωρßς Üλλη συζÞτηση. Κι οι δυο γονεßς του Αρτ ασχολοýνταν με τη μουσικÞ, η μητÝρα του Ýπαιζε τσÝλο. ΘÝλανε κι ο Αρτ να μÜθει κÜποιο μουσικü üργανο, αλλÜ η φιλοδοξßα τους αυτÞ Þταν καταδικασμÝνη να διαψευστεß απü τη πρþτη στιγμÞ.
Οýτε πλαστικÞ καραμοýζα δε μπορþ να παßξω.
μου Ýγραψε κÜποτε ο Αρτ. Το πιÜνο αποκλειüταν. Ο Αρτ δεν εßχε δÜχτυλα, μüνον Ýναν αντßχειρα κι Ýνα φουσκωτü μαξιλαρÜκι κει που Ýπρεπε να εßναι κανονικÜ τα υπüλοιπα δÜχτυλα. Με τÝτοια χÝρια, εßχανε χρειαστεß χρüνια δουλειÜς μ' Ýναν οικοδιδÜσκαλο και μüνο για να μÜθει να γρÜφει ευανÜγνωστα με τα κραγιüνια. Για προφανεßς λüγους, τα πνευστÜ üργανα επßσης αποκλεßονταν. Ο Αρτ δεν εßχε πνευμüνια και δεν ανÜσαινε. ΠροσπÜθησε να μÜθει ντραμς, αλλÜ δε μποροýσε να τα χτυπÞσει αρκετÜ δυνατÜ με τις μπαγκÝτες, þστε να βγÜλει κÜποιο αποτÝλεσμα Ýστω και σ' αυτÜ. Η μητÝρα του, αγüρασε μια ψηφιακÞ φωτογραφικÞ μηχανÞ και του εßπε:
-"ΦτιÜξε μουσικÞ με τα χρþματα. ΦτιÜξε μελωδßες απü φως".
Η κυρßα Ροθ συνÝχεια πετοýσε κÜτι τÝτοια. Μιλοýσε για την ενüτητα του σýμπαντος, για την Ýμφυτη ευγÝνεια των δÝντρων και λυπüταν που πολλοß ανθρþποι δεν Ýνιωθαν ευγνωμοσýνη για τη μυρωδιÜ του φρεσκοκομμÝνου χορταριοý. Ο Αρτ μου εßπε πως üταν δεν Þμουνα παρþν, ρωτοýσε για μÝνα. Φοβüταν üτι δεν εßχα μια υγιÞ διÝξοδο για το δημιουργικü Εγþ μου. Εßπε üτι χρειαζüμουν κÜτι που να θρÝφει τον εσþτερο εαυτü μου. Μου αγüρασε λοιπüν Ýνα βιβλßο για οριγκÜμι και δεν Þταν καν τα γενÝθλιÜ μου.
-"Δεν Þξερα πως ο εσþτερος εαυτüς μου πεινοýσε", εßπα στον Αρτ.
Δεν το 'ξερες επειδÞ Ýχει Þδη πεθÜνει απü την ασιτßα.
Ýγραψε ο Αρτ.
Η μητÝρα του αναστατþθηκε πολý üταν Ýμαθε πως Þμουν Üθρησκος. Ο πατÝρας μου δε με πÞγαινε στην εκκλησßα, οýτε μ' Ýστελνε στο κατηχητικü. ¸λεγε πως η θρησκεßα Þταν απÜτη. Η κυρßα Ροθ Þταν υπερβολικÜ ευγενικÞ για να πει οτιδÞποτε για τον πατÝρα μου σε μÝνα, αλλÜ Ýλεγε διÜφορα γι' αυτüν στον Αρτ κι εκεßνος μου τα μεταβßβαζε. Εßπε πως αν ο πατÝρας μου παραμελοýσε τη φροντßδα για το σþμα μου, üπως παραμελοýσε και για το πνεýμα μου θα τον Ýκλειναν στη φυλακÞ και θα με δßνανε για υιοθεσßα, θα με υιοθετοýσε αυτÞ και θα μποροýσα να μÝνω σπßτι τους, στο δωμÜτιο των ξÝνων. Την αγαποýσα, Ýνιωθα τη καρδιÜ μου να σκιρτÜ üποτε με ρωτοýσε αν Þθελα Ýνα ποτÞρι λεμονÜδα. Θα 'κανα ü,τι μου ζητοýσε.
-"Η μαμÜ σου εßναι χαζÞ", εßπα στον Αρτ. "Τελεßως βλÞτο". Ελπßζω να το ξÝρεις αυτü. Δεν υπÜρχει ενüτητα στο σýμπαν. Ο καθÝνας κοιτÜ τη πÜρτη του. ¼ποιος νομßζει πως εßμαστε üλοι μας πνευματικÜ αδÝρφια, καταλÞγει να κÜθεται την þρα του διαλεßμματος κÜτω απü τη χοντροκωλÜρα του ΚÜσιους Ντελαμßτρι και να μυρßζει το σπασουÜρ του".
Η κυρßα Ροθ Þθελε να με πÜει στη ΣυναγωγÞ -üχι για να με προσηλυτßσει, απλÜ ως μια μορφωτικÞ εμπειρßα για να 'ρθω σ' επαφÞ με Üλλες κουλτοýρες και τα σχετικÜ-, αλλÜ ο πατÝρας του Αρτ της Ýκοψε τη φüρα, λÝγοντας: "Οýτε να το διανοηθεßς, δεν εßναι δικÞ σου δουλειÜ κι εßσαι τρελÞ;" Εκεßνη εßχε Ýνα αυτοκüλλητο στον προφυλακτÞρα του αυτοκινÞτου της που Ýδειχνε το ¢στρο του Δαβßδ και τη λÝξη: ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ, μ' Ýνα χοροπηδηχτü θαυμαστικü δßπλα της.
-"Λοιπüν Αρτ", εßπα μιαν Üλλη φορÜ, "Ýχω να σε ρωτÞσω κÜτι σχετικÜ μ' Ýνα εβραúκü ζÞτημα. Απ' ü,τι Ýχω καταλÜβει, εσý κι οι δικοß σου εßστε μια δρÜκα σκληροπυρηνικþν Εβραßων, σωστÜ";
Δε ξÝρω αν θα μας χαρακτÞριζα Ýτσι ακριβþς. Στη πραγματικüτητα, εßμαστε πολý χαλαροß στο θÝμα θρησκεßα. ¼μως πηγαßνουμε στη ΣυναγωγÞ, τηροýμε τις αργßες, -τÝτοια πρÜγματα.
-"Νüμιζα πως οι Εβραßοι κüβουν το πετσÜκι τους", εßπα κι Ýπιασα τ' αχαμνÜ μου. "Για τη πßστη τους. ΠÝσμου λοιπüν..."
¼μως ο Αρτ Þδη Ýγραφε:
¼χι, üχι εγþ. Εγþ δε χρειÜστηκε να το κÜνω. Οι γονεßς μου Þταν φßλοι μ' Ýνα προοδευτικü ραβßνο. Του μßλησαν γι' αυτü αμÝσως μüλις γεννÞθηκα. Για να μÜθουν ποιÜ Þταν η επßσημη θÝση της θρησκεßας μας.
-"Και τß εßπε";
Εßπε πως η επßσημη θÝση της θρησκεßας μας εßναι να γßνεται μια εξαßρεση για οποιονδÞποτε θα μποροýσε κυριολεκτικÜ να εκραγεß κατÜ τη διÜρκειÜ της. Οι γονεßς μου νομßσανε πως αστειευüταν, αλλ' αργüτερα η μαμÜ μου Ýκανε μια μικρÞ Ýρευνα σχετικÜ. Με βÜση αυτÜ που βρÞκε, φαßνεται πως απαλλÜσσομαι -σýμφωνα με το Ταλμοýδ. Η μαμÜ μου λÝει πως η ακροποσθßα πρÝπει νÜναι δÝρμα, διαφορετικÜ δε χρειÜζεται να κοπεß.
-"ΠαρÜξενο!" εßπα εγþ. "ΠÜντα νüμιζα πως η μαμÜ σου δεν Þξερε και πολλÜ απü αντρικÜ πουλιÜ. Τþρα αποδεικνýεται πως ξÝρει και καλοξÝρει. ΜÝχρι και που εßναι εξπÝρ. Ποιüς θα το 'λεγε! Κοßταξε, αν θελÞσει ποτÝ να κÜνει περισσüτερη Ýρευνα, Ýχω Ýνα ασυνÞθιστο δεßγμα να εξετÜσει".
Κι ο Αρτ Ýγραψε πως η μαμÜ του θα 'πρεπε να φÝρει μαζß της Ýνα μικροσκüπιο κι εγþ εßπα πως θα χρειαζüταν να σταθεß μερικÜ μÝτρα πßσω üταν θα κατÝβαζα το φερμουÜρ του παντελονιοý μου και πÜει λÝγοντας, -δε χρειÜζεται να τα πω, μπορεßτε να φανταστεßτε την υπüλοιπη συζÞτηση. Πεßραζα τον Αρτ για τη μητÝρα του με κÜθε ευκαιρßα που μου δινüταν, δε μποροýσα να κρατηθþ. ¢ρχιζα απü τη στιγμÞ που 'βγαινε απ' το δωμÜτιο, ψιθυρßζοντας πως για γριÜ κüτα, εßχε ακüμα καλü ζουμß και τß θα 'λεγε ο Αρτ αν ο πατÝρας του πÝθαινε κι εγþ τη νυμφευüμουν; Ο Αρτ απü την Üλλη, οýτε μια φορÜ δεν Ýκανε κÜποιο σχüλιο για τον μπαμπÜ μου. Αν Þθελε ποτÝ να με κολλÞσει στον τοßχο, θα κορüιδευε τη συνÞθειÜ μου να γλεßφω τα δÜχτυλÜ μου μετÜ το φαγητü Þ που μερικÝς φορÝς φοροýσα παρÜταιρες κÜλτσες. Δεν εßναι δýσκολο να καταλÜβει κανεßς γιατß ο Αρτ ποτÝ δε με πεßραξε για τον πατÝρα μου üπως τον πεßραζα εγþ για τη μητÝρα του. ¼ταν ο καλýτερüς σου φßλος εßναι Üσχημος -εννοþ πραγματικÜ Üσχημος, παραμορφωμÝνος-, δεν αστειεýεσαι μαζß του λÝγοντας üτι σπÜζει τους καθρÝφτες μüλις πÜει να κοιταχτεß. Σε μια φιλßα, ιδιαßτερα σε μια φιλßα μεταξý δυο μικρþν αγοριþν, επιτρÝπεται να προξενεßται μια ορισμÝνη ποσüτητα πüνου. Αυτü εßναι μÝχρι κι αναμενüμενο. ¼μως δε πρÝπει να πληγþσεις σοβαρÜ, δε πρÝπει ποτÝ, ü,τι κι αν γßνει, να προκαλÝσεις τραýματα που θ' αφÞσουν μüνιμα σημÜδια.
Το σπßτι του Αρτ Þταν επßσης το μÝρος που συνÞθως μαζευüμασταν για να διαβÜσουμε για το σχολεßο. Νωρßς το βρÜδυ, πηγαßναμε στο δωμÜτιü του για να μελετÞσουμε. Ο πατÝρας του εßχε τελειþσει πια με τα μαθÞματα, Ýτσι κανÝνα πλινκ-πλινκ δεν ακουγüταν απü το διπλανü δωμÜτιο για να μας αποσπÜ τη προσοχÞ. Χαιρüμουν να μελετþ στο δωμÜτιο του Αρτ, αντιδροýσα καλÜ στην ησυχßα και μου Üρεσε να εργÜζομαι σ' Ýνα μÝρος που Þμουν περιστοιχισμÝνος απü βιβλßα: ο Αρτ εßχε ρÜφια ολüκληρα με βιβλßα. ΑπολÜμβανα κεßνες τις þρες που μελετοýσαμε μαζß, αλλÜ συγχρüνως τις φοβüμουν. Γιατß σε κεßνες τις þρες της κοινÞς μελÝτης μας -ενþ Þμασταν τριγυρισμÝνοι απ' üλη κεßνη την Üνετη σιγαλιÜ- Þταν πιθανüτερο ο Αρτ να πει κÜτι για το θÜνατο. ¼ταν μιλοýσαμε, προσπαθοýσα πÜντα να ελÝγχω τη κουβÝντα, αλλÜ ο Αρτ Þταν πονηρüς, μποροýσε να χþσει το θÜνατο σ' üλα.
-"ΚÜποιος ¢ραβας επινüησε τον αριθμü μηδÝν", εßπα μια φορÜ. "Δεν εßναι παρÜξενο αυτü; ΚÜποιος Ýπρεπε να σκεφτεß το μηδÝν, απü το μηδÝν".
ΕπειδÞ δεν εßναι προφανÝς üτι και το τßποτα μπορεß να 'ναι κÜτι. ¼τι κÜτι που δε μποροýμε να μετρÞσουμε, οýτε να δοýμε, θα μποροýσε να υπÜρχει και να 'χει νüημα.
Το ßδιο συμβαßνει και με τη ψυχÞ, αν το καλοσκεφτεßς.
-"Σωστü Þ λÜθος;" εßπα μιαν Üλλη φορÜ, üταν μελετοýσαμε για Ýνα διαγþνισμα φυσικÞς. "Η ενÝργεια ποτÝ δε καταστρÝφεται, απλþς αλλÜζει μορφÞ".
Ελπßζω ναναι σωστü, -θα 'τανε καλü επιχεßρημα για να πιστÝψεις üτι συνεχßζεις να υπÜρχεις αφοý πεθÜνεις, ακüμα κι αν μεταμορφþνεσαι σε κÜτι τελεßως διαφορετικü απ' αυτü που Þσουν üσο ζοýσες.
Μου Ýλεγε πολλÜ για το θÜνατο και για το τι μπορεß ν' ακολουθοýσε μετÜ απ' αυτüν, αλλÜ κεßνο που θυμÜμαι καλýτερα Þταν αυτü που 'χε πει για τον πλανÞτη ¢ρη. Θα κÜναμε μια παρουσßαση μαζß κι ο Αρτ εßχε διαλÝξει ως θÝμα μας τον ¢ρη, ιδιαßτερα το αν θα πÞγαιναν ποτÝ Üνθρωποι εκεß και θα προσπαθοýσαν να τον εποικßσουν Þ üχι. Ο Αρτ αντιμετþπιζε μ' ενθουσιασμü τον εποικισμü του ¢ρη, τη δημιουργßα πüλεων κÜτω απü πλαστικÜ στÝγαστρα και το ν' αντλοýμε νερü απü τους παγωμÝνους πüλους. ¹θελε να πÜει κι ο ßδιος εκεß.
-"ºσως Ýχει πλÜκα να το φαντÜζεσαι, να το σκÝφτεσαι Ýτσι θεωρητικÜ", εßπα γω, "üμως στη πραγματικüτητα θα Þτανε σαχλαμÜρα. Σκüνη, κρýο της αρκοýδας, üλα κüκκινα. Θα τυφλωνüσουν αν Ýβλεπες γýρω σου συνÝχεια τüση κοκκινßλα. Δε θα 'θελες να το κÜνεις πραγματικÜ, -να φýγεις απ' αυτü τον κüσμο και να μην επιστρÝψεις ποτÝ".
Ο Αρτ με κοßταξε μερικÝς στιγμÝς, Ýπειτα Ýσκυψε το κεφÜλι κι Ýγραψε Ýνα σýντομο σημεßωμα μ' Ýνα κραγιüνι στο χρþμα που Ýχουνε τ' αυγÜ του κοκκινολαßμη:
¼μως θα πρÝπει να το κÜνω, Ýτσι κι αλλιþς. ¼λοι μας θα πρÝπει να το κÜνουμε.
ΜετÜ, Ýγραψε:
Στο τÝλος ζεις τη ζωÞ ενüς αστροναýτη, εßτε το θες εßτε üχι. Τ' αφÞνεις üλα πßσω σου για Ýνα κüσμο που σου εßναι τελεßως Üγνωστος. ¸τσι παßζεται το παιγνßδι.
Την Üνοιξη ο Αρτ επινüησε Ýνα παιγνßδι που τ' ονüμασε Κατασκοπευτικü Δορυφüρο. ΥπÞρχε Ýνα κατÜστημα στο κÝντρο της πüλης που πουλοýσε εßδη για πÜρτι, που μποροýσες ν' αγορÜσεις Ýνα μποýσελ μπαλüνια γεμισμÝνα με Þλιον για εßκοσι πÝντε σεντς. ¸παιρνα μερικÜ και συναντοýσα κÜπου τον Αρτ μ' αυτÜ. Εκεßνος εßχε μαζß του τη ψηφιακÞ φωτογραφικÞ μηχανÞ του. Μüλις του 'δινα τα μπαλüνια, σηκωνüταν απü το Ýδαφος κι υψωνüταν στον αÝρα. Καθþς ανÝβαινε, ο Üνεμος τον Ýσπρωχνε μακριÜ. ¼ταν Þταν ικανοποιημÝνος με το ýψος που 'χε πÜρει, Üφηνε μερικÜ μπαλüνια, σταματοýσε ν' ανεβαßνει κι Üρχιζε να παßρνει φωτογραφßες. ¼ταν πια Þταν Ýτοιμος να κατεβεß, απλÜ Üφηνε μερικÜ μπαλüνια ακüμα. Τον συναντοýσα κει που προσγειωνüταν και πηγαßναμε στο σπßτι του να δοýμε τα ενσταντανÝ που 'χε τραβÞξει, στο φορητü του υπολογιστÞ. Φωτογραφßες ανθρþπων να κολυμπÜνε στις πισßνες τους, να καρφþνουν τις σανßδες στις στÝγες των σπιτιþν τους, φωτογραφßες που δεßχναν εμÝνα να στÝκομαι στους Üδειους δρüμους με το πρüσωπο στραμμÝνο ψηλÜ σαν Ýνα μικροσκοπικü καφετß μπαλÜκι, τα χαρακτηριστικÜ μου πολý μακρινÜ για να διακρßνονται, φωτογραφßες που πÜντα τις ελβιÝλες του Αρτ να κρÝμονται μες στο κÜδρο, στη κÜτω Üκρη τους.
ΚÜποιες απü τις καλýτερες, Þτανε τραβηγμÝνες απü χαμηλü ýψος, πρÜγματα που απαθανÜτιζε üταν Þταν μüλις μερικÜ μÝτρα απü το Ýδαφος. Μια φορÜ πÞρε μüνο τρßα μπαλüνια και κρεμÜστηκε πÜνω απü τον περιφραγμÝνο χþρο του σκýλου, του ΧÜπι, στο πλαινü του σπιτιοý μου. Ο ΧÜπι περνοýσε τη μÝρα του αλυσοδεμÝνος και περιφραγμÝνος στο μαντρß του, γαυγßζοντας με λýσσα, γυναßκες που περνοýσαν με καροτσÜκια, το κουδοýνισμα του φορτηγοý του παγωτατζÞ, σκßουρους. Εßχε τσαλαπατÞσει üλο το χþρο μες στο μικρü κομμÜτι γης που του \χε παραχωρηθεß και το 'χε μετατρÝψει σε λÜσπη. ΟλüγυρÜ του υπÞρχανε σπαρμÝνοι δεκÜδες ξεραμÝνοι σωροß απü σκυλüσκατα. Στη μÝση αυτοý του απαßσιου σκατοτοπßου Þταν ο ßδιος ο ΧÜπι και σε üλες τις φωτογραφßες που 'χε τραβÞξει ο Αρτ, πηδοýσε στα πισινÜ του πüδια με το στüμα του ανοιχτü Ýτσι που να φαßνεται η ροζ κοιλüτητα στο εσωτερικü και τα μÜτια καρφωμÝνα στις αιωροýμενες ελβιÝλες του Αρτ.
Νιþθω Üσχημα. Τß φρικτü μÝρος για να ζει κανεßς!
-"ΠÜψε τις ευαισθησßες", εßπα. "Αν τα πλÜσματα σαν τον ΧÜπι επιτρÝπονταν να τριγυρνÜν ελεýθερα, θα κÜναν üλο τον κüσμο σαν τα μοýτρα τους. Δε θα 'θελε να ζει πουθενÜ αλλοý. ΚουρÜδες και λÜσπη, -αυτÞ εßναι η ιδÝα που 'χει ο ΧÜπι για τον ιδανικü κÞπο".
Διαφωνþ ΚΑΘΕΤΑ!
μου 'γραψε ο ¢ρθουρ, αλλÜ ο χρüνος δεν Ýχει αμβλýνει τη δικÞ μου Üποψη σ' αυτü το θÝμα. Πιστεýω ακρÜδαντα üτι κατÜ κανüνα, πλÜσματα του εßδους του ΧÜπι -κι εννοþ εδþ τüσο τα τετρÜποδα üσο και τους ανθρþπους- πιο συχνÜ τριγυρνοýν ελεýθερα παρÜ ζοýνε κλεισμÝνα σε κλουβιÜ κι αυτü που πρÜγματι επιθυμοýν εßναι Ýνας κüσμος γεμÜτος λÜσπη και σκατÜ, Ýνας κüσμος χωρßς Αρτ Þ χωρßς κανÝναν σαν κι αυτüν, üπου κανεßς δε θα συζητÜ για βιβλßα Þ για το Θεü Þ για τους κüσμους πÝρα απ' αυτüν, Ýνα μÝρος που η μüνη επικοινωνßα θα 'ναι οι υστερικÝς υλακÝς λιμασμÝνων και γεμÜτων μßσος σκυλιþν.
¸να ΣÜββατο πρωß, στα μÝσα Απριλßου, ο μπαμπÜς μου Üνοιξε τη πüρτα της κρεβατοκÜμαρας και με ξýπνησε πετþντας μου τις ελβιÝλες μου στο κρεβÜτι.
-"ΠρÝπει να σαι στον οδοντßατρο σε μισÞ þρα. ΒιÜσου".
ΠÞγα με τα πüδια -Þταν μüνο μερικÜ τετρÜγωνα πιο κÜτω κι Þδη καθüμουν στην αßθουσα αναμονÞς εßκοσι λεπτÜ, αποχαυνωμÝνος απ' την ανßα, üταν θυμÞθηκα πως εßχα πει στον Αρτ πως θα περνοýσα απü το σπßτι του μüλις ξυπνοýσα. Η γραμματÝας με Üφησε να χρησιμοποιÞσω το τηλÝφωνο για να τον ειδοποιÞσω. ΑπÜντησε η μαμÜ του:
-"Μüλις Ýφυγε να σε βρει στο σπßτι σου", μου εßπε.
Τηλεφþνησα στον μπαμπÜ μου.
-"Δεν Ýχει περÜσει απü δω. Δεν τον εßδα", μου εßπε.
-"Το νου σου μÞπως φανεß".
-"Ναι, καλÜ, Ýχω πονοκÝφαλο. Ο Αρτ ξÝρει να χρησιμοποιεß το κουδοýνι".
ΚÜθισα στη πολυθρüνα του οδοντßατρου με το στüμα ορθÜνοιχτο και γεμÜτο απü τη γεýση του αßματος και της μÝντας, παλεýοντας με την ανησυχßα μου και με μιαν ανυπομονησßα να φýγω. ºσως δεν εßχα εμπιστοσýνη στον πατÝρα μου και φοβüμουν üτι δε θα φερüτανε καλÜ στον Αρτ χωρßς να 'μαι εγþ παρþν. Η βοηθüς του οδοντßατρου üλο μου Üγγιζε τον þμο και μου 'λεγε να χαλαρþσω. ¼ταν τÝλειωσα και βγÞκα Ýξω, το βαθý κι Ýντονο γαλÜζιο του ουρανοý με αποπροσανατüλισε. Το φως του Þλιου Þταν τüσο ζωηρü που μου προκÜλεσε πονοκÝφαλο, μ' ενüχλησε στα μÜτια. Εßχα σηκωθεß απü το κρεβÜτι πριν απü δυο þρες, αλλÜ εξακολουθοýσα να νιþθω βαρýς και ζαβλακωμÝνος, σα να μην εßχα ξυπνÞσει ακüμα εντελþς. ¢ρχισα να τρÝχω.
Το πρþτο που εßδα πλησιÜζοντας σπßτι μου Þταν ο ΧÜπι üξω απ' το μαντρß του. Δε μου γαýγισε καν. ¹τανε ξαπλωμÝνος με τη κοιλιÜ στο γρασßδι και το κεφÜλι ανÜμεσα στα μπροστινÜ του πüδια. ΣÞκωσε δυο νυσταγμÝνα βλÝφαρα για να με παρακολουθεß να πλησιÜζω κι ýστερα τα Üφησε να πÝσουνε πÜλι βαριÜ. Η πüρτα του μαντριοý του στη πλαúνÞ πýλη, Þταν ανοιχτÞ.
Προσπαθοýσα να δω αν Þτανε ξαπλωμÝνος πÜνω σ' Ýνα σωρü κουρελιασμÝνου πλαστικοý, üταν Üκουσα το πρþτο αδýναμο χτýπημα. Γýρισα το κεφÜλι κι εßδα τον Αρτ στο πßσω κÜθισμα του στÝισον-βÜγκον του πατÝρα μου, να κοπανÜ απεγνωσμÝνα με τα χÝρια το παρÜθυρο. Πλησßασα κι Üνοιξα τη πüρτα. Την ßδια στιγμÞ ο ΧÜπι πετÜχτηκε üρθιος απ' το γρασßδι ξεσπþντας σε λυσσασμÝνα γαυγßσματα. ¢ρπαξα τον Αρτ και με τα δυο μου χÝρια, Ýκανα μεταβολÞ και το 'βαλα στα πüδια. Τα δüντια του ΧÜπι κλεßσανε πÜνω σ' Ýνα κομμÜτι απü το μπατζÜκι του παντελονιοý μου που ανÝμιζε. ¢κουσα Ýνα δυνατü χρατς, παραπÜτησα αλλÜ συνÝχισα να τρÝχω.
¿σπου μου μπÞκε Ýνας σφÜχτης στο πλευρü και δε φαινüτανε κανÝνα σκυλß πουθενÜ -Ýξι τετρÜγωνα τουλÜχιστον. ΚατÝρρευσα στην αυλÞ κÜποιου σπιτιοý. Το μπατζÜκι του παντελονιοý μου εßχε σκιστεß απü το πßσω μÝρος του γüνατος μÝχρι τον αστρÜγαλο. Για πρþτη φορÜ κεßνη τη μÝρα, κοßταξα προσεκτικÜ τον Αρτ. Η üψη του σου μÜτωνε τη καρδιÜ. ¹μουνα τüσο ξεπνοúσμÝνος που μπüρεσα να βγÜλω μüνον Ýνα αδýναμο, τρομαγμÝνο σφýριγμα -σαν τους Þχους που Ýκανε πÜντα ο Αρτ.
Το κορμß του εßχε χÜσει την ασπρÜδα του μαρσμÜλοου. Εßχε πÜρει μια σκοýρα χρυσοκαφετιÜ απüχρωση, που το 'κανε να μοιÜζει με μαρσμÜλοου üταν Ýχει üμως ψηθεß ελαφρÜ. ¸μοιαζε να 'χει ξεφουσκþσει περßπου στο μισü απü τις συνηθισμÝνες του διαστÜσεις. Το πιγοýνι του κρεμüτανε σακουλιασμÝνο και κολλοýσε στο κορμß του. Δε μποροýσε να κρατÞσει üρθιο το κεφÜλι του.
Ο Αρτ διÝσχιζε τη μπροστινÞ αυλÞ üταν του üρμηξε ο ΧÜπι απü τη κρυψþνα του, μες στους θÜμνους του φρÜχτη. Εκεßνη τη πρþτη κρßσιμη στιγμÞ, ο Αρτ κατÜλαβε üτι δε θα τα κατÜφερνε ποτÝ να ξεφýγει απü το σκýλο μας, βÜζοντÜς το στα πüδια. Το μüνο που θα κÝρδιζε απü μια τÝτοια προσπÜθεια θα 'ταν Ýνας πισινüς γεμÜτος μοιραßες τρýπες απü δαγκωνιÝς. Αντß γι' αυτü, λοιπüν, πÞδησε μες στο στÝισον-βÜγκον κι Ýκλεισε τη πüρτα. Τα παρÜθυρα Þταν αυτüματα -δε μποροýσε να τα κατεβÜσει. ¼ποια πüρτα κι αν Üνοιγε, ο ΧÜπι προσπαθοýσε να χþσει μÝσα τη μουσοýδα του για να τονε δαγκþσει. Η θερμοκρασßα Þταν εßκοσι εφτÜ βαθμοß Κελσßου Ýξω απü το αμÜξι και περισσüτερους απü τριÜντα εφτÜ μÝσα. Ο Αρτ εßδε με τρüμο τον ΧÜπι να ξαπλþνει στο γρασßδι πλÜι και να περιμÝνει. Δε ξανατüλμησε να κινηθεß. Ο ΧÜπι δεν κουνιüταν. ΜηχανÝς του γκαζüν βουßζαν μακριÜ. Το πρωινü περνοýσε. ΣιγÜ-σιγÜ, ο Αρτ Üρχιζε να ζαρþνει απ' τη ζÝστη. ¸νιωθε Üρρωστος κι εξαντλημÝνος. Το πλαστικü του δÝρμα Üρχισε να κολλÜ στα καθßσματα.
Και τüτε εμφανßστηκες εσý. Τη κατÜλληλη στιγμÞ.
Μου Ýσωσες τη ζωÞ!
¼μως τα μÜτια μου εßχανε θολþσει και δÜκρυα κυλÞσαν απü το πρüσωπü μου στο σημεßωμÜ του. Δεν εßχα εμφανιστεß τη κατÜλληλη στιγμÞ, -κÜθε Üλλο. Ο Αρτ δεν Þτανε ποτÝ ο ßδιος ξανÜ, μετÜ απ' αυτü. Το δÝρμα του συνÝχισε να 'χει Ýνα θαμπü κßτρινο χρþμα και συνÝχεια ξεφοýσκωνε. Οι γονεßς του τον φουσκþναν με μια τρüμπα και για λßγο Þταν μια χαρÜ, το κορμß του τσιτωμÝνο απü το οξυγüνο, αλλÜ στο τÝλος ζÜρωνε πÜλι και κρεμοýσε. Ο γιατρüς του 'ριξε μια ματιÜ κι αμÝσως εßπε στους γονεßς του να μην αναβÜλουν γι' Üλλη μια χρονιÜ το ταξßδι στο πÜρκο Ντßσνευ Γουüρλντ. Οýτε γω Þμουν ßδιος. Μελαγχüλησα. Δε μποροýσα να φÜω, πÜθαινα ξαφνικοýς στομαχüπονους, Þμουνα συνεχþς συλλογισμÝνος και σκυθρωπüς.
-"ΠÜψε πια να 'χεις τÝτοια μοýτρα", μου εßπε ο πατÝρας μου Ýνα βρÜδυ την þρα του φαγητοý. "Η ζωÞ συνεχßζεται. ΑντιμετþπισÝ το".
Και το αντιμετþπισα. ¹ξερα πως η πüρτα του μαντριοý του ΧÜπι δεν εßχε ανοßξει μüνη της. ΓÝμισα τρýπες τα λÜστιχα του στÝισον-βÜγκον κι Üφησα καρφωμÝνο στο Ýνα τους το σουγιÜ μου, þστε ο πατÝρας μου να μην Ýχει αμφιβολßα για τη ταυτüτητα του δρÜστη. ¸βαλε αστυνομικοýς να 'ρθουν και να κÜνουνε πως με συλλαμβÜνουν. Με πÞγαν μια βüλτα με το περιπολικü, μου κÜναν Ýνα μικρü κÞρυγμα και μετÜ εßπανε πως θα με πηγαßνανε πÜλι στο σπßτι "αν υποσχüμουν να Þμουνα καλü παιδß". Την επομÝνη μÝρα κλεßδωσα τον ΧÜπι στο αυτοκßνητο κι Ýχεσε στο κÜθισμα του οδηγοý. Ο πατÝρας μου μÜζεψε üλα τα βιβλßα που μου 'χε δþσει να διαβÜσω ο Αρτ, τον ΜπÝρναρντ ΜÜλαμουντ, τον ΡÝι ΜπρÜντμπερι, τον ¢ιζακ ΜπÜσεβιτς Σßνγκερ, και τα 'καψε στο μπÜρμπεκιου.
-"Τß λες γι' αυτü τþρα εξυπνÜκια;" με ρþτησε, ενþ τα περιÝλουζε με υγρü για αναπτÞρες.
-"ΚανÝνα πρüβλημα", εßπα 'γω. "Τα 'χα δανειστεß απü τη βιβλιοθÞκη με τη δικÞ σου κÜρτα".
Εκεßνο το καλοκαßρι, κοιμüμουνα πολý συχνÜ στο σπßτι του Αρτ.
Μη θυμþνεις. Δε φταßει κανεßς για ü,τι Ýγινε.
μου 'γραψε ο Αρτ.
-"ΠÜψε να εθελοτυφλεßς", εßπα 'γω, αλλÜ δε μποροýσα να πω τßποτ' Üλλο, γιατß με πιÜνανε τα κλÜματα και μüνο που τον Ýβλεπα.
Στα τÝλη Αυγοýστου, ο Αρτ μου τηλεφþνησε. ¹ταν μια κακοτρÜχαλη διαδρομÞ εξÞμιση χιλιομÝτρων μÝχρι τον üρμο ΣκÜρσγουελ, που 'θελε να συναντηθοýμε, αλλÜ Ýπειτα απü τüσους μÞνες που πÞγαινα ποδαρÜτα μετÜ το σχüλασμα, στο σπßτι του, εßχα πλÝον συνηθßσει στις μακρινÝς πεζοπορßες. Εßχα μπüλικα μπαλüνια μαζß μου, üπως μου 'χε ζητÞσει.
Ο üρμος ΣκÜρσγουελ εßναι μια απÜνεμη ακρογιαλιÜ με βüτσαλα, που οι Üνθρωποι πηγαßνουν να σταθοýν μες στη παλßρροια για να ψαρÝψουνε, φορþντας τις ψαρÜδικες μπüτες τους. Δεν υπÞρχε ψυχÞ, εκτüς απü δυο γÝρους ψαρÜδες και τον Αρτ, που καθüτανε σ' Ýνα υψωματÜκι κει που ο δρüμος κατηφüριζε προς τη παραλßα. Το κορμß του Ýδειχνε πλαδαρü και σακουλιασμÝνο και το κεφÜλι του üλο Ýπεφτε μπροστÜ, σκαμπανεβÜζοντας αδýναμα πÜνω στον ανýπαρκτο λαιμü του. ΚÜθισα δßπλα του. ΠÝρα μακρυÜ στη θÜλασσα, μισü μßλι Ýξω απ' την ακτÞ, τα σκοýρα μπλε κýματα σχηματßζαν αφρισμÝνες λωρßδες.
-"Τß τρÝχει;" ρþτησα.
Ο Αρτ σκÝφτηκε λιγÜκι κι ýστερα Üρχισε να γρÜφει. ¸γραψε:
ΞÝρεις üτι κÜποιοι Üνθρωποι Ýχουνε καταφÝρει να φτÜσουνε στο απþτερο διÜστημα χωρßς πυραýλους; Ο Τσακ Τßγκερ πÝταξε Ýνα αεριωθοýμενο υψηλþν επιδüσεων, τüσο ψηλÜ, που Üρχισε να κατρακυλÜ -κατρακýλησε προς τα πÜνω, κι üχι προς τα κÜτω.
¸φτασε τüσο ψηλÜ, που η βαρýτητα δε μποροýσε να τον κρατÞσει Üλλο. Το αεριωθοýμενü του κατρακυλοýσε Ýξω απü τη στρατüσφαιρα. ¼λο το χρþμα Ýλυωσε και χÜθηκε απ' τον ουρανü.
¸μοιαζε σαν ο γαλανüς ουρανüς να Þταν απü χαρτß και μια τρýπα ν' ανοιγüτανε σιγÜ-σιγÜ στο μÝσο του, σα να Ýκαιγες το χαρτß μ' Ýνα τσιγÜρο κι απü πßσω, üλα Þταν μαýρα. ¼λα Þταν γεμÜτα αστÝρια.
ΦαντÜσου να πÝφτεις ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ!!!
ΔιÜβασα το σημεßωμα κι ýστερα κοßταξα πÜλι το πρüσωπü του. ¸γραφε πÜλι και το δεýτερο μÞνυμÜ του Þτανε πιο απλü:
ΒαρÝθηκα. ΣοβαρÜ, δεν αντÝχω Üλλο. Ξεφουσκþνω 15 με 16 φορÝς τη μÝρα. ΧρειÜζομαι κÜποιον να με φουσκþνει σχεδüν κÜθε þρα. Νιþθω συνÝχεια χÜλια και το σιχαßνομαι.
Δεν εßναι ζωÞ αυτÞ.
-"Ω, üχι!" εßπα και τα μÜτια μου θüλωσαν. ΔÜκρυα αναβλýσανε και χυθÞκανε στα μÜγουλÜ μου. "Τα πρÜματα θα καλυτερÝψουν".
¼χι. Δε το νομßζω. Το θÝμα δεν εßναι αν θα πεθÜνω. Ε´ναι να βρω το που. Κι Ýχω αποφασßσει. Θα δω πüσο ψηλÜ μπορþ να φτÜσω. ΘÝλω να δω αν εßναι αλÞθεια...
Αν ο ουρανüς ανοßγει στη κορυφÞ.
Δε ξÝρω τß Üλλο του εßπα. ΠολλÜ πρÜγματα υποθÝτω. Του ζÞτησα να μη το κÜνει, να μη με αφÞσει. Εßπα πως δεν Þταν δßκαιο. Εßπα πως δεν εßχα Üλλους φßλους. Εßπα πως μÝχρι να τον γνωρßσω Þμουνα πÜντα μüνος. Μßλησα þσπου δεν Þξερα πια τι Ýλεγα και τα λüγια πνßγονταν σε οδυνηροýς, ασυγκρÜτητους λυγμοýς κι εκεßνος τýλιξε τα ζαρωμÝνα πλαστικÜ μπρÜτσα του γýρω μου και με κρÜτησε στην αγκαλιÜ του ενþ εγþ Ýκρυβα το πρüσωπü μου μες στο στÞθος του.
ΠÞρε τα μπαλüνια απü το χÝρι μου και τα Ýδεσε γýρω απü τον καρπü του. Εγþ Ýπιασα το Üλλο του χÝρι και προχωρÞσαμε μÝχρι την Üκρη του νεροý. Το κýμα Ýσκαγε παφλÜζοντας και γÝμιζε τις ελβιÝλες μου. Η θÜλασσα Þτανε τüσο κρýα, που Ýνιωσα τα κüκαλα στα πüδια μου να πονÜνε. Τον σÞκωσα, τον κρÜτησα και με τα δυο μου χÝρια και τον Ýσφιξα þσπου Ýβγαλε Ýνα μελαγχολικü τριγμü. Μεßναμε Ýτσι αγκαλιασμÝνοι για πολλÞν þρα. ¾στερα Üνοιξα τα μπρÜτσα μου. Τον Üφησα να φýγει. Ελπßζω αν υπÜρχει Üλλη ζωÞ, üτι δε θα κριθοýμε πολý αυστηρÜ για üσα λÜθη κÜναμε σ' αυτÞν εδþ, -üτι τουλÜχιστον θα μας συγχωρεθοýνε τα σφÜλματα που κÜναμε απü αγÜπη. Δεν Ýχω καμμιÜ αμφιβολßα πως Þταν κÜποιο αμÜρτημα, ν' αφÞσω Ýνα τÝτοιο φßλο να φýγει.
Υψþθηκε κι απομακρýνθηκε και το ρεýμα του αÝρα τον γýρισε Ýτσι που να κοιτÜ πÜλι πßσω προς εμÝνα, καθþς ταξßδευε μακριÜ πÜνω απü το νερü, με το αριστερü του χÝρι σηκωμÝνο ψηλÜ πÜνω απ' το κεφÜλι του και τα μπαλüνια δεμÝνα στον καρπü του. Το κεφÜλι του εßχε γεßρει, μοιÜζοντας να με παρατηρεß συλλογισμÝνα.
ΚÜθισα στην ακρογιαλιÜ και τον κοßταζα να φεýγει. Κοßταξα þσπου δε μποροýσα πια να τον ξÝχωρßσω απü τους γλÜρους που κÜνανε κýκλους στον αÝρα και βουτοýσανε στο νερü, μερικÜ μßλια μακριÜ. ¹ταν απλþς Ýνα ακüμα σκοýρο σημαδÜκι που αρμÝνιζε στον ουρανü. Δε κινÞθηκα. Δεν Þμουνα σßγουρος üτι μποροýσα να σηκωθþ. ΣιγÜ-σιγÜ ο ορßζοντας βÜφτηκε με σκοýρο τριανταφυλλÝνιο χρþμα κι ο γαλανüς ουρανüς ψηλÜ Ýγινε μαýρος. ΞÜπλωσα στη παραλßα και κοßταξα τ' Üστρα να προβÜλλουν μες στο σκοτÜδι, πÜνω απ' το κεφÜλι μου. Τα κοßταξα þσπου μ' Ýπιασε ßλιγγος και φαντÜστηκα πως σηκωνüμουν απ' το Ýδαφος κι Ýπεφτα προς τα πÜνω, μες στο σκοτÜδι.
Παρουσßασα συναισθηματικÜ προβλÞματα. ¼ταν Üρχισε πÜλι το σχολεßο, Ýκλαιγα μüλις Ýβλεπα Ýνα Üδειο θρανßο. Δε μποροýσα ν' απαντÞσω σ' ερωτÞσεις, οýτε να κÜνω τις εργασßες που μας Ýβαζαν για το σπßτι. Οι βαθμοß μου Þτανε χÜλια κι αναγκÜστηκα να επαναλÜβω την Ýβδομη τÜξη. Ακüμα χειρüτερα κανεßς δε πßστευε πως Þμουν επικßνδυνος πια. Τ' Üλλα παιδιÜ πÜψανε να με φοβοýνται üταν με εßδαν να πλαντÜζω στο κλÜμα μερικÝς φορÝς. Δεν εßχα πια το σουγιÜ μου, τον εßχε κατασχÝσει ο πατÝρας μου. Ο Μπßλι Σπßαρς με ξυλοφüρτωσε μια μÝρα μετÜ το σχüλασμα, μου 'κανε τα χεßλη κιμÜ, μου χαλÜρωσε Ýνα δüντι. Ο Τζον ¸ρικσον μ' Ýβαλε κÜτω κι Ýγραψε ΣΑΚΟΥΛΑ ΚΩΛΟΣΤΟΜΙΑΣ στο μÝτωπü μου με μαρκαδüρο. Ακüμα προσπαθεß να μÜθει να το γρÜφει σωστÜ. Ο ΚÜσιους Ντελαμßτρι μου 'στησε καρτÝρι, μ' Ýσπρωξε στο χþμα και πÞδησε πÜνω μου, συνθλßβοντÜς με με το βÜρος του, βγÜζοντας üλο τον αÝρα απü τα πνευμüνια μου. ¸νιωθα το μÝσα μου να ξεφουσκþνει, κι εßμαι σßγουρος πως ο Αρτ θα το 'χε καταλÜβει απολýτως αυτü.
ΑπÝφευγα το σπßτι των Ροθ. ¹θελα περισσüτερο απü κÜθε τι να ξαναδþ τη μητÝρα του Αρτ, αλλÜ Ýμενα μακριÜ. Φοβüμουνα πως αν της μιλοýσα θ' Üφηνα να ξεχυθοýν απü μÝσα μου üλα üτι εßχε βρεθεß εκεß στο τÝλος, üτι εßχα σταθεß μες στον αφρü των κυμÜτων κι εßχα αφÞσει τον Αρτ να φýγει. Φοβüμουν αυτü που μπορεß να 'βλεπα στα μÜτια της: τον πüνο της και το θυμü της.
Λιγüτερο απü Ýξι μÞνες αφüτου το ξεφοýσκωτο πτþμα του Αρτ βρÝθηκε να επιπλÝει στο κýμα, κοντÜ στη παραλßα του ΣκÜρσγουελ, μια πινακßδα που 'γραφε ΠΩΛΕΙΤΑΙ, μπÞκε Ýξω απü τη μονοκατοικßα των Ροθ. Δε ξαναεßδα ποτÝ κανÝνα τους. Η κυρßα Ροθ μερικÝς φορÝς μου Ýγραφε γρÜμματα, ρωτοýσε πþς εßμαι και τß κÜνω, αλλÜ ποτÝ δεν απÜντησα. ΤÝλειωνε τα γρÜμματÜ της, Με ΑγÜπη.
ΑσχολÞθηκα με το στßβο στο λýκειο και τα πÞγα καλÜ στο Üλμα επß κοντþ. Ο προπονητÞς μου Ýλεγε πως ο νüμος της βαρýτητας δεν ßσχυε για μÝνα. Ο προπονητÞς δεν Þξερε τη τýφλα του σε θÝματα βαρýτητας. ¼σο ψηλÜ κι αν Ýφτανα για μια στιγμÞ, Ýπεφτα πÜντα στο τÝλος, üπως üλοι οι Üλλοι. Το Üλμα επß κοντþ μου εξασφÜλισε μια πολιτειακÞ υποτροφßα, για να πÜω στο κολλÝγιο. ¸μεινα κλεισμÝνος στον εαυτü μου. Κανεßς στο κολλÝγιο δε με Þξερε κι επιτÝλους, μπüρεσα να ξαναχτßσω την απü καιρü χαμÝνη εικüνα μου, σα πιθανüς επικßνδυνος κι αντικοινωνικüς. Δε πÞγαινα σε πÜρτι. Δεν Ýβγαινα ραντεβοý. Δεν Þθελα να γνωρßσω κανÝναν.
Περπατοýσα στους κÞπους του κολλεγßου Ýνα πρωß, üταν εßδα να 'ρχεται προς το μÝρος μου Ýνα νεαρü κορßτσι, με μαλλιÜ τüσο μαýρα που 'χανε τη ψυχρÞ γαλαζωπÞ στιλπνüτητα του πετρελαßου. Φοροýσε φαρδý πουλüβερ και φοýστα μÝχρι τον αστρÜγαλο, üπως οι βιβλιοθηκÜριοι, ροýχα χωρßς ßχνος θηλυκüτητας, που üμως δε μποροýσαν να κρýψουνε το γεγονüς πως εßχε εκπληκτικü κορμß, λεπτοýς γοφοýς, στητÜ, μεστÜ στÞθη. Τα μÜτια της εßχανε βλÝμμα απλανÝς και μοιÜζανε φτιαγμÝνα απü γαλÜζιο γυαλß, το δÝρμα της Þταν εξßσου λευκü σαν του Αρτ. ¹ταν η πρþτη φορÜ που Ýβλεπα φουσκωτü Üνθρωπο, απü τüτε που ο Αρτ εßχε φýγει μακριÜ με τα μπαλüνια του. ¸νας μικρüς που ερχüτανε πßσω μου της σφýριξε με θαυμασμü. ΣτÜθηκα παρÜμερα και καθþς ο μικρüς με προσπερνοýσε, του 'βαλα τρικλοποδιÜ κι εßδα τα βιβλßα του να σκορπßζονται παντοý.
-"ΜÞπως εßσαι ψυχÜκιας;" στρßγγλισε.
-"Ναι!" εßπα. "Ακριβþς".
Τη λÝγανε Ρουθ Γκüλντμαν. Εßχε Ýνα στρογγυλü λαστιχÝνιο μπÜλωμα στη φτÝρνα του ποδιοý, εκεß που εßχε πατÞσει πÜνω σ' Ýνα θραýσμα σπασμÝνου γυαλιοý, üταν Þταν μικρÞ κι Ýνα μεγαλýτερο τετρÜγωνο μπÜλωμα στον αριστερü της þμο, κει που την εßχε τρυπÞσει Ýνα μυτερü κλαδß μια μÝρα που φυσοýσε. Τα μαθÞματα κατ' οßκον κι η υπερπροστασßα των γονιþν της την εßχανε γλυτþσει απü Üλλες βλÜβες. Κι οι δυο σπουδÜζαμε αγγλικÞ φιλολογßα. Ο αγαπημÝνος της συγγραφÝας Þταν ο ΚÜφκα, επειδÞ καταλÜβαινε το παρÜλογο. Ο αγαπημÝνος μου συγγραφÝας Þταν ο ΜÜλαμουντ, επειδÞ καταλÜβαινε τη μοναξιÜ.
ΠαντρευτÞκαμε τον ßδιο χρüνο που αποφοßτησα. Παρüλο που εξακολουθþ να 'χω αμιφβολßες για την αιþνια ζωÞ, μεταστρÜφηκα στην εβραúκÞ θρησκεßα χωρßς καμμιÜ παρακßνηση απü μÝρους της, ικανοποιþντας επιτÝλους την επιθυμßα μου να 'χω Ýνα στοιχεßο πνευματικüτητας στη ζωÞ μου. Μπορεßς να το πεις αυτü πραγματικÜ μεταστροφÞ; ΟυσιαστικÜ δεν εßχα θρησκευτικÝς πεποιθÞσεις για να μεταστραφþ απ' αυτÝς. ¼πως και να 'χει, ο γÜμος μας Ýγινε σýμφωνα με το εβραúκü τυπικü, με το ποτÞρι κÜτω απü λευκü πανß, που στη συνÝχεια Ýσπασα με το τακοýνι της μπüτας μου.
¸να απüγευμα της μßλησα για τον Αρτ.
Πüσο θλιβερü! ΛυπÜμαι πολý!
μου 'γραψε με τη κηρομπογιÜ της. Εßχε ακουμπÞσει το χÝρι της στο δικü μου.
Τß Ýπαθε; Του τÝλειωσε ο Üερας;
-"Του τÝλειωσε ο ουρανüς", απÜντησα εγþ.
Τ Ε Λ Ο Σ