ΡÝη ΜπρÜντμπερι
Βιογραφικü
Ο ΡÝι ΝτÜγκλας ΜπρÜντμπερι (Ray Douglas Bradbury) Þταν Αμερικανüς συγγραφÝας και σεναριογρÜφος ΕΦ, τρüμου και μυστηρßου, απü τους σημαντικüτερους του 20ου αι.. Για την επßδρασÞ του στη λογοτεχνßα επιστημονικÞς φαντασßας του 20οý αιþνα, αποκαλεßτο «πατÝρας» της επιστημονικÞς φαντασßας. Αναγνωρßζεται ως ο συγγραφÝας του οποßου το Ýργο εξασφÜλισε στη σýγχρονη λογοτεχνßα ΕΦ ευρýτερη αναγνþριση. Του Üρεσε ιδιαßτερα ο Πüε, χÜρη στον οποßο ανακÜλυψε τη λογοτεχνßα μüλις στα 7 του χρüνια. Η συγγραφικÞ του καριÝρα ξεκßνησε σε ηλικßα 20 ετþν. Εßχε τη δικÞ του στÞλη σε περιοδικü με τßτλο Σοýπερ ΕπιστημονικÝς Ιστορßες. Η φÞμη του επεκτεινüταν συνεχþς και το ταλÝντο του αναγνωρßστηκε γρÞγορα. Στις αφηγÞσεις του η καθημερινüτητα μετασχηματßζεται σε ασυνÞθιστη και πολλÝς φορÝς επικßνδυνη δυστοπßα. ΔημοφιλÞς και χαρισματικüς, δεξιοτÝχνης στο να συνδυÜζει κοινωνικÞ και τεχνολογικÞ κριτικÞ, μαζß μ' εξαιρετικÜ γüνιμη κι υπÝροχη φαντασßα. Η πιο γνωστÞ του δουλειÜ, Τα ΧρονικÜ Του ¢ρη (1950), φανταστικÞ ιστορßα απü τη κοινωνßα του ¢ρη, ως πλανÞτη, Ýτσι κατÜ πως τη φαντÜστηκε και φυσικÜ με συνδÝσεις στη γη μας. ¸γινεν επßσης ταινßα (1966), αλλÜ και τηλεοπτικÞ σειρÜ (1980).
ΓεννÞθηκε στις 22 Αυγοýστου 1920 στο Γουüκιγκαν (Waukegan) του Ιλινüις, γιος του Leonard Spaulding Bradbury και της Esther Marie Moberg. Ο πατÝρας του Þταν εναερßτης στη τοπικÞ εταιρßα ηλεκτρισμοý κι η μητÝρα του μετανÜστρια απü τη Σουηδßα. Απü μικρüς Üρχισε να διαβÜζει συγγραφεßς επιστημονικÞς φαντασßας, üπως οι ¸ντγκαρ ¢λαν Πüε, ΧÝρμπερτ ΓουÝλς, Ιοýλιος Βερν κι ¸ντγκαρ ΡÜις ΜπÜροους. Το 1926 η οικογÝνεια ΜπρÜντμπερι μετακüμισε στο Τοýσον της Αριζüνα και το 1932 εγκαταστÜθηκε οριστικÜ στο Λος ¢ντζελες. Ο ΡÝι αποφοßτησε απü το Λýκειο του Λος ¢ντζελες το 1938 αλλÜ ελλεßψει χρημÜτων, δεν συνÝχισε στο κολλÝγιο. ¸πιασε δουλειÜ ως εφημεριδοπþλης και τις ελεýθερες þρες του χανüταν στις βιβλιοθÞκες. Εßπε σε κÜποια συνÝντευξÞ του:
Οι βιβλιοθÞκες με μεγÜλωσαν. Δεν πιστεýω στα κολλÝγια και τα πανεπιστÞμια. Πιστεýω στις βιβλιοθÞκες, επειδÞ οι πιο πολλοß φοιτητÝς δεν Ýχουν λεφτÜ. ¼ταν αποφοßτησα απü το Λýκειο, Þταν η εποχÞ της ΜεγÜλης ¾φεσης (Κραχ) και δεν εßχαμε λεφτÜ. Δεν μποροýσα να πÜω στο κολλÝγιο, Ýτσι πÞγαινα στη βιβλιοθÞκη τρεις φορÝς την εβδομÜδα για 10 χρüνια.
¸χοντας απαλλαγεß απü τη στρατιωτικÞ θητεßα λüγω προβλημÜτων ορÜσεως, Üρχισε να γρÜφει ιστορßες επιστημονικÞς φαντασßας σε διÜφορα αυτοσχÝδια περιοδικÜ (fanzine), επηρεασμÝνος απü Þρωες üπως ο Φλας Γκüρντον κι ο Μπακ Ρüτζερς. Το 1939 εξÝδωσε το δικü του φανζßν, με τßτλο Futuria Fantasia και τιρÜζ 100 αντιτýπων ανÜ τεýχος. Μεταξý 1941-7 δοýλεψε στο κινηματογραφικü περιοδικü Script. Το 1947 εξÝδωσε το 1ο του βιβλßο, μßα συλλογÞ διηγημÜτων με τßτλο Dark Carnival. Την ßδια χρονιÜ παντρεýτηκε τη ΜÜργκεριτ Μακ Κλιουρ (1922-2003), με την οποßα απÝκτησε 4 κüρες. Η 10ετßα του '50 Þταν η πιο παραγωγικÞ του, αφοý μας Ýδωσε τα 2 πιο γνωστÜ βιβλßα του ΕΦ, Τα ΧρονικÜ του ¢ρη και το ΦαρενÜιτ 451. Το 1950 κυκλοφüρησε το σπονδυλωτü μυθιστüρημα Τα χρονικÜ του ¢ρη, που περιγρÜφει την εισβολÞ των γÞινων στον ¢ρη και τη καταστροφÞ ενüς ειδυλλιακοý πολιτισμοý, που εßχαν αναπτýξει οι ντüπιοι στον Κüκκινο ΠλανÞτη. Το βιβλßο μεταφρÜστηκε σε 30 γλþσσες κι Ýγινε τηλεοπτικÞ σειρÜ.
Το γνωστüτερο Ýργο του εßναι το δυστοπικü μυθιστüρημα ΦαρενÜιτ 451, που κυκλοφüρησε το 1953. ΑναφÝρεται σε μßα κοινωνßα, üπου τα βιβλßα εßναι απαγορευμÝνα, η μνÞμη κι η γνþση αποτελοýν Ýγκλημα κι η αποχαýνωση του μÝσου πολßτη στη τηλεθÝαση εßναι το υπÝρτατο αγαθü που θα πρÝπει η κοινωνßα να προφυλÜξει. Εßναι μια εποχÞ που δεν υπÜρχουν πυροσβÝστες, αλλÜ πυροδüτες, Üνθρωποι που Ýχουν ταχθεß να προφυλÜσσουνε τη κοινωνßα, καßγοντας τα βιβλßα (οι 451 βαθμοß ΦαρενÜιτ, Þ 232 βαθμοß Κελσßου, υποτßθεται üτι εßναι η θερμοκρασßα στην οποßα καßγεται το χαρτß). Ο Þρωας, Ýνας απü τους πυροδüτες, μÝσα απü την προσωπικÞ του κρßση αφÞνει στην αισιοδοξßα μια ευκαιρßα: ¼σο θα υπÜρχουν ανÞσυχες συνειδÞσεις, η ελπßδα θα παραμÝνει. Γνωστüτερο Ýργο του επßσης, εκτüς των 2 προαναφερθÝντων, εßναι κι Ο ΕικονογραφημÝνος ¢νθρωπος (The Illustrated Man). ΠολλÜ απü τα Ýργα του Ýχουν διασκευαστεß για την τηλεüραση και τον κινηματογρÜφο.
Το ΦαρενÜιτ 451 μαζß με το 1984 του ¼ργουελ και το Θαυμαστü ΝÝο Κüσμο του ΧÜξλεú, αποτελοýν μßα Üτυπη 3λογßα, που αναφÝρεται στον ολοκληρωτισμü ενüς μÝλλοντος ελεγχüμενου απü τα τηλεοπτικÜ μÝσα και μια κατασταλτικÞ πολιτικÞ στο üνομα του κοινοý καλοý. Το μυθιστüρημα Ýγινε ευρýτερα γνωστü üταν μεταφÝρθηκε στη μεγÜλη οθüνη απü το γÜλλο σκηνοθÝτη ΦρανσουÜ Τρυφþ το 1966. Ο ΜπρÜντμπερι υποστÞριζε üτι αυτü Þτανε το μüνο του βιβλßο στο χþρο της ΕΦ, επιμÝνοντας üτι ο κýριος üγκος του Ýργου του Þτανε κυρßως φαντασßα (fantasy). Ο ΜπρÜντμπερι Ýγραψε 27 βιβλßα και περισσüτερες απü 600 σýντομες ιστορßες. Στη διÜρκεια της ζωÞς του εßχε πουλÞσει περισσüτερα απü 8.000.000 βιβλßα και τα Ýργα του εßχαν μεταφραστεß σε 36 γλþσσες.
Εκτüς απü το λογοτεχνικü του Ýργο, ο ΜπρÜντμπερι Ýγραψε δοκßμια για την τÝχνη και τον πολιτισμü, σενÜρια για το κινηματογρÜφο (Μüμπι Ντικ του Τζον Χιοýστον) και τη ΤιΒι Η Ζþνη του Λυκüφωτος, ΤÝταρτη ΔιÜσταση και τη σειρÜ Ο Αλφρεντ Χßτσκοκ ΠαρουσιÜζει, καθþς και θεατρικÜ Ýργα και συλλογÝς ποιημÜτων.. ΠαρÜ τις πολλÝς και συχνÜ ακριβεßς τεχνολογικÝς του προβλÝψεις στα Ýργα του, ο ßδιος εξÝφραζε τον σκεπτικισμü του για την αξßα του ßντερνετ, επειδÞ μειþνει την ικανüτητα του ανθρþπου να επικοινωνεß με τους γýρω του», αλλÜ και των ηλεκτρονικþν βιβλßων (e-books). «¸χουμε τüσα πολλÜ κινητÜ. ¸χουμε πολý ºντερνετ. ΠρÝπει να απαλλαγοýμε απü αυτÝς τις μηχανÝς. ¸χουμε πÜρα πολλÝς μηχανÝς στην εποχÞ μας Ýλεγε.
Τα τελευταßα 50 χρüνια ζοýσε στο Λος Αντζελες κι εßχε 4 κüρες με τη σýζυγü του Μαργαρßτα, 8 εγγüνια και πολλÝς γÜτες. Η σýζυγος Ýφυγε απü τη ζωÞ το 2003. Τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς του χρησιμοποιοýσε αναπηρικÞ καρÝκλα, λüγω εγκεφαλικοý επεισοδßου. ΠαρÝμενε, üμως, δραστÞριος κι εμφανιζüταν τακτικÜ σε λογοτεχνικÝς εκδηλþσεις στο Λος ¢ντζελες και προπαντüς συνÝχιζε να γρÜφει, τη στιγμÞ που Üλλοι στην ηλικßα του θα 'χανε δÝσει το πλοßο στο λιμÜνι. ΠÝθανε στο Λος ¢ντζελες στις 5 Ιουνßου 2012, σε ηλικßα 91 ετþν. Εßχε επιλÝξει το κοιμητÞριο που θα ταφεß (Westwood Village Memorial Park Cemetery του Λος ¢ντζελες), ακüμη και την επιγραφÞ στην επιτýμβια στÞλη, που γρÜφει «Ο συγγραφÝας του ΦαρενÜιτ 451». Ο γνωστüς σκηνοθÝτης Στßβεν Σπßλμπεργκ, μüλις πληροφορÞθηκε τον θÜνατü του ΡÝι ΜπρÜντμπερι, δÞλωσε: «¹ταν η μοýσα μου για το μεγαλýτερο μÝρος του Ýργου μου… Στον χþρο της επιστημονικÞς φαντασßας εßναι αθÜνατος».
Εßχε λÜβει πολλÝς διακρßσεις, μεταξý των οποßων το Εθνικü ΜετÜλλιο Τεχνþν των ΗΠΑ που του απÝνειμε ο Πρüεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους το 2004 και το μετÜλλιο της Ordre des Arts et des Lettres της Γαλλßας.
¸γραψεν επßσης και πολλÝς συλλογÝς διηγημÜτων και μυθιστορÞματα, χαρακτηριστικÜ αναφÝρονται:
1950: Τα χρονικÜ του ¢ρη (The Martian Chronicles)
1951: Ο εικονογραφημÝνος Üνθρωπος (The Illustrated Man)
1953: The Golden Apples Οf Τhe Sun
1953: ΦαρενÜιτ 451 (Fahrenheit 451 ταινßα 1966)
1957: Κρασß απü πικραλßδα (Dandelion Wine)
1962: ΚÜτι κολασμÝνο Ýρχεται προς τα δω (Something Wicked This Way Comes ταινßα 1983)
1972: Το δÝντρο των Αγßων ΠÜντων (The Halloween Tree)
1972: Στα χρüνια των πυραýλων (R Is for Rocket)
1980: The Last Circus & Τhe Executioner
1985: Ο θÜνατος εßναι μοναχικÞ υπüθεση (Death Is a Lonely Business)
1988: The Toynbee Convector
1990: A Graveyard For Lunatics
1996: ΠÝθανε ο σκýλος, κατÜ τ'Üλλα üλα καλÜ (Quicker Than the Eye)
1997: Driving Blind κ.Ü.
========================
¼λο Το Καλοκαßρι Σε Μια ΜÝρα
-"¸τοιμοι";
-"¸τοιμοι".
-"Τþρα";
-"Σýντομα".
-"Οι επιστÞμονες εßναι σßγουροι; Θα γßνει σÞμερα, ε";
-"Κοßτα, κοßτα. Δες μüνος σου"!
Τα παιδιÜ πιÝζονταν το 'να στ' Üλλο, σαν τüσα τριαντÜφυλλα, τüσα αγκÜθια, ανακατωμÝνα, κοιτÜζοντας προσεκτικÜ για τον κρυμμÝνο Þλιο. ¸βρεχε. ¸βρεχε για εφτÜ χρüνια. ΧιλιÜδες πÜνω σε χιλιÜδες οι μÝρες, ενωμÝνες και γεμÜτες απ' τη μιαν Üκρη ως την Üλλη με βροχÞ, με το τυμπÜνισμα και τη ροÞ του νεροý, το γλυκü κρυστÜλλινο πÝσιμο της μπüρας και το ξÝσπασμα της καταιγßδας, της τüσο βαριÜς, σα παλιρροúκÜ κýματα που σκεπÜζουν νησιÜ. Χßλια δÜση εßχαν συντριφτεß κÜτω απ' τη βροχÞ και ξαναμεγÜλωναν για να συντριφτοýν πÜλι. Αυτüς Þταν ο δρüμος της ζωÞς στον πλανÞτη Αφροδßτη κι αυτÞ Þταν η τÜξη των παιδιþν των πυραυλανθρþπων που εßχαν Ýρθει σ' Ýνα τüπο βροχÞς για να στÞσουν τον πολιτισμü και να ζÞσουν ως το τÝλος της ζωÞς τους.
-"ΣταματÜει,σταματÜει"!
-"Ναι, ναι"!
H Μαργκü Ýστεκε στο πλÜι αυτþν των παιδιþν που δεν μποροýσαν να θυμηθοýν ποτÝ Ýναν καιρü που δεν εßχε βροχÞ και βροχÞ και βροχÞ. ¹ταν üλα εννιÜχρονα κι αν πριν εφτÜ χρüνια υπÞρξε μÝρα, που ο Þλιος βγÞκε για μια þρα κι Ýδειξε το πρüσωπü του στον κατÜπληκτο κüσμο, δε μποροýσαν να την ανακαλÝσουν στη μνÞμη τους. ΜερικÝς φορÝς τη νýχτα, τ' Üκουγε ν' αναδεýονται στην ανÜμνηση κι Þξερε πως ονειρεýονταν και θυμοýνταν χρυσÜφι Þ Ýνα κßτρινο παστÝλ Þ Ýνα νüμισμα, αρκετÜ μεγÜλο για ν' αγορÜσουν τον κüσμο. ¹ξερε πως νüμιζαν üτι θυμοýνταν μια θÝρμη σαν Ýνα κοκκßνισμα στο πρüσωπο, στο σþμα, σε χÝρια και πüδια και στις τρεμÜμενες παλÜμες. Μα ýστερα πÜντα ξυπνοýσαν στο κεντητü τυμπÜνισμα, τ' ατελεßωτο πÝσιμο περιδÝραιων απü καθαρÝς χÜντρες, στις οροφÝς, το δρüμο, τους κÞπους, τα δÜση και τα üνειρÜ τους χÜνονταν.
¼λη τη μÝρα χθες, εßχαν διαβÜσει στην τÜξη για τον Þλιο. Για το πως Þταν σαν λεμüνι και το πüσο ζεστüς. Κι εßχαν γρÜψει μικρÝς ιστορßες, εκθÝσεις Þ ποιÞματα γι' αυτüν:
Ο Þλιος εßν' Ýνα ανθοýλι
π' ανθßζει για Ýνα λεπτοýλι
Αυτü Þταν το ποßημα της Μαργκü, διαβασμÝνο με Þσυχη φωνÞ στην ακßνητη αßθουσα, ενþ Ýξω Ýπεφτε βροχÞ.
-"Ααα, δεν το 'γραψες εσý αυτü", διαμαρτυρÞθηκε Ýνα απü τα αγüρια.
-"Το 'γραψα", εßπε η Μαργκü, "εγþ το 'γραψα".
-"Γουßλιαμ!" εßπε η δασκÜλα. Αλλ' αυτü Þτανε χτες. Τþρα η βροχÞ και τα παιδιÜ ζουλιοýνταν στα παχιÜ μεγÜλα παρÜθυρα.
-"Που εßναι η δασκÜλα";
-"Θα γυρßσει».
-"ΚαλÜ θα κÜνει να βιαστεß, θα το χÜσει"! ΣτρÜφηκαν μεταξý τους, σαν πυρετþδικη ρüδα, üλο λüγια. Η Μαργκü στεκüταν μüνη. ¹ταν Ýνα πολý λεπτεπßλεπτο κορßτσι που κοßταζε σαν να 'χε χαθεß στη βροχÞ για χρüνια κι αυτÞ της ξεθþριασε το γαλÜζιο των ματιþν της, το κüκκινο απü το στüμα και το κßτρινο απü τα μαλλιÜ. ¹ταν μια παλιÜ φωτογραφßα βγαλμÝνη απü Üλμπουμ χλομιασμÝνη κι αν μιλοýσε, η φωνÞ της θα 'ταν φÜντασμα. Τþρα Ýστεκε χþρια, ατενßζοντας τη βροχÞ και τον ηχηρü υγρü κüσμο πÝρα απü το τερÜστιο τζÜμι.
-"Τι κοιτÜς", εßπε ο Γουßλιαμ. Η Μαργκü δεν απÜντησε. "Να μιλÜς Üμα σου μιλÜνε". Την Ýσπρωξε. ¼μως αυτÞ δεν κινÞθηκε, μÜλλον, αφÝθηκε να κινηθεß απ' αυτüν και τßποτα Üλλο. Απομακρýνθηκαν απü κοντÜ της, δε θα τη κοßταζαν. Τους αισθÜνθηκε να φεýγουν μα κι αυτü γινüταν, γιατß δε θα 'παιζε καθüλου μαζß τους στα τοýνελ με τον Þχο της υπüγειας πüλης. Αν παßζανε κυνηγητü, ανοιγüκλεινε τα μÜτια και δεν τ' ακολουθοýσε. ¼ταν η τÜξη Ýλεγε τραγοýδια για την ευτυχßα, τη ζωÞ και τα παιχνßδια, τα χεßλια της ßσα που κινοýνταν. Μüνον üταν τραγουδοýσαν για τον Þλιο και το καλοκαßρι, τα χεßλη της κινοýνταν πραγματικÜ καθþς παρακολουθοýσε τα μουσκεμÝνα παρÜθυρα.
Κι Ýπειτα βÝβαια, το μεγαλýτερο απ' üλα τα εγκλÞματα, Þταν πως εßχε Ýρθει απü τη Γη μüλις πÝντε χρüνια πριν και θυμüταν πως Þταν ο Þλιος κι ο ουρανüς, üταν Þταν τεσσÜρων στο ΟχÜιο. Κι αυτÜ, εßχανε ζÞσει üλη τους τη ζωÞ στην Αφροδßτη, Þτανε μüνο δυο χρüνων üταν βγÞκε τελευταßα φορÜ ο Þλιος κι απü τüτε εßχανε ξεχÜσει και το χρþμα και τη ζÝση και το πως πραγματικÜ Þταν. ¼μως η Μαργκü θυμüταν.
-"Εßναι σα δεκÜρα", εßπε κÜποτε με μÜτια κλειστÜ.
-"¼χι, δεν εßναι!" φωνÜξανε τα παιδιÜ.
-"Εßναι σα φωτιÜ στη σüμπα", εßπε.
-"Λες ψÝματα, δε θυμÜσαι!" φωνÜξανε τα παιδιÜ.
¼μως θυμüταν κι Ýστεκε Þσυχα στο πλÜι ολωνþν και παρακολουθοýσε τα ζωγραφισμÝνα παρÜθυρα. Και κÜποτε, Ýνα μÞνα πριν, αρνÞθηκε να κÜνει ντους στο σχολικü μπÜνιο, εßχε κλεßσει σφιχτÜ τ' αυτιÜ της με τα χÝρια πÜνω απ' το κεφÜλι της, ουρλιÜζοντας πως το νερü δεν Ýπρεπε να την αγγßξει. ¸τσι, μετÜ απ' αυτü θολÜ, θολÜ το αισθανüταν, Þταν διαφορετικÞ κι Þξεραν τη διαφορÜ και την κρατοýσαν μακριÜ.
Γινüταν κουβÝντα πως ο πατÝρας της κι η μητÝρα της θα την Ýπαιρναν πßσω στη Γη τον επüμενο χρüνο, της φαινüταν ζωτικü να το κÜνουν, αν και θα σÞμαινε την απþλεια χιλιÜδων δολαρßων για την οικογÝνειÜ της. Κι Ýτσι τα παιδιÜ τη μισοýσαν για üλους αυτοýς τους λüγους, με τις μικρÝς και μεγÜλες συνÝπειες. Μισοýσαν το χιονüχλωμο πρüσωπο, τη σταθερÞ ησυχßα της, τη λεπτüτητα και το πιθανü της μÝλλον.
-"Φýγε!" Το αγüρι της Ýδωσε Üλλη μια σπρωξιÜ. "Τι περιμÝνεις"; Κι ýστερα, για πρþτη φορÜ, γýρισε και τον κοßταξε. Κι ü,τι περßμενε, βρισκüταν μπροστÜ της. "Λοιπüν, μη περιμÝνεις εδþ!" φþναξε τ' αγüρι Üγρια. "Δε θα δεις τßποτα"! Τα χεßλη της κουνÞθηκαν. «Τßποτα!» φþναξεν αυτüς. «¼λα Þταν Ýνα αστεßο, δεν Þταν;» Γýρισε στ' Üλλα παιδιÜ. «Τßποτα δε συμβαßνει σÞμερα, Ýτσι δεν εßναι;»
¼λα τον κοßταξαν κι ýστερα καταλαβαßνοντας, γÝλασαν κι Ýδωσαν τα χÝρια. -"Τßποτα, τßποτα"!
-"Ω, μα...», ψιθýρισε η Μαργκü με τα μÜτια της αβοÞθητα, «μα αυτÞ εßναι η μÝρα... οι επιστÞμονες προβλÝπουν... λÝνε... ξÝρουν πως ο Þλιος..."
-"¼λα εßν' αστεßο!" εßπε τ' αγüρι και τη γρÜπωσε σφιχτÜ. "Ει, üλοι, ας τη βÜλουμε σε μια ντουλÜπα πριν Ýρθει η δασκÜλα"!
-"Μη" εßπε η Μαργκü, πÝφτοντας πßσω. Χýθηκανε πÜνω της, τη πιÜσανε και τη μετÝφεραν, ενþ διαμαρτυρüταν κι ýστερα παρακαλοýσε κι Ýπειτα Ýκλαιγε, πßσω σ' Ýνα τοýνελ, Ýνα δωμÜτιο, μια ντουλÜπα, που χτýπησαν με δýναμη τη πüρτα και κλεßδωσαν. ΣταθÞκανε και κοιτÜξανε προς τη πüρτα και την εßδαν να τραντÜζεται απ' το χτýπημÜ της και το πÝταγμα του κορμιοý της πÜνω. 'Ακουσαν τις πνιγμÝνες της κραυγÝς, Ýπειτα, χαμογελþντας, Ýστριψαν, βγÞκαν Ýξω και πßσω στο τοýνελ, ακριβþς τη στιγμÞ που Ýφτανε η δασκÜλα.
-"¸τοιμοι, παιδιÜ;" ¸ριξε μια ματιÜ στο ρολüι της.
-"Ναι!" εßπαν üλοι.
-"Εßμαστ' üλοι εδþ";
-"Ναι"!
Η βροχÞ ελÜττωσεν ακüμη πιüτερο. Συνωστßστηκαν στη τερÜστια πüρτα. Η βροχÞ σταμÜτησε. ¹ταν üπως αν στη μÝση ενüς φιλμ για χιονοστιβÜδα, ανεμοστρüβιλο, τυφþνα, ηφαιστειακÞ Ýκρηξη, πρþτο κÜτι εßχε πÜει στραβÜ με τον ηχητικü εξοπλισμü σβÞνοντας και τελικÜ κüβοντας üλο τον Þχο, üλα τα φυσÞματα του αÝρα, τις αντηχÞσεις, τους κεραυνοýς κι Ýπειτα, δεýτερο, αφαιρÝθηκε το φιλμ απü τη μηχανÞ προβολÞς για ν' αντικατασταθεß απü σλÜιντ ειρηνικοý τροπικοý, που δε κουνιüταν, οýτε τρεμοýλιαζε. Το παγκüσμιο Ýδαφος, σε μια ακßνητη στÜση. Η ησυχßα Þταν τüσο απÝραντη κι απßστευτη, που νüμιζες πως εßχαν βουλþσει τ' αφτιÜ σου Þ πως εßχες χÜσει την ακοÞ σου ολοκληρωτικÜ. Τα παιδιÜ βÜλανε τα χÝρια στ' αφτιÜ. ΣτÝκονταν χωριστÜ. H πüρτα Üνοιξε κι η μυρωδιÜ του Þρεμου, του αναμÝνοντος κüσμου, μπÞκε μÝσα τους.
O Þλιος ξεπρüβαλε. Εßχε το χρþμα του πυρωμÝνου χαλκοý κι Þταν πολý μεγÜλος. Ο ουρανüς γýρω Þτανε πυρωμÝνο γαλÜζιο πλακÜκι. Κι η ζοýγκλα, καμÝνη απü το ηλιüφως, üπως τα παιδιÜ, που ελευθερωμÝνα απü τα ξüρκια τους, ξεχýθηκαν Ýξω στην Üνοιξη.
-"Λοιπüν μη πÜτε πολý μακριÜ", φþναξε η δασκÜλα πßσω τους, "το ξÝρετε, Ýχετε μüνο δυο þρες, δε θα θÝλατε να πιαστεßτε Ýξω!" Αλλ' αυτÜ τρÝχανε, γυρßζανε τα πρüσωπÜ τους ψηλÜ στον ουρανü, νιþθανε τον Þλιο στα μÜγουλα σα ζεστü μÝταλλο, βγÜζανε τα μπουφÜν τους και τον Üφηναν να κÜψει τα μπρÜτσα τους.
-"Ω, πολý καλýτερα απü τις λÜμπες ηλßου, ε";
-"Πολý, πολý καλýτερα"!
ΣταμÜτησαν να τρÝχουνε και σταθÞκανε στη μεγÜλη ζοýγκλα που κÜλυπτε την Αφροδßτη, που μεγÜλωσε και ποτÝ δε σταμÜτησε να επεκτεßνεται θυελλþδικα, ακüμη και καθþς τη παρακολουθοýσες. ¹ταν μια χταποδοφωλιÜ που Ýμπλεκε μεγÜλα μπρÜτσα απ' αγκÜθια üμοια με σÜρκα, αιωροýμενα, που ανθßζουνε σ' αυτÞ τη σýντομη Üνοιξη. Εßχε το χρþμα του λÜστιχου και της στÜχτης αυτÞ η ζοýγκλα, απü τα πολλÜ ανÞλιαγα χρüνια. Εßχε το χρþμα απ' τις πÝτρες, τ' Üσπρα τυριÜ και τη μελÜνη, εßχε το χρþμα του φεγγαριοý. Τα παιδιÜ απλþθηκαν Ýξω, γελþντας στο στρþμα της ζοýγκλας και τ' ακοýσανε να βογκÜ κÜτω τους, ελαστικü και ζωντανü. ΤρÝξαν ανÜμεσα στα δÝντρα, παßξανε κρυφτü, κυνηγητü, μα πιο πολý, κοιτÜζανε με μισοσφÜλιστα μÜτια τον Þλιο, þσπου δÜκρυα κυλÞσανε στα πρüσωπÜ τους, σηκþνανε τα χÝρια ψηλÜ σ' αυτÞ τη κιτρινÜδα και σ' αυτü το υπÝροχο γαλÜζωμα, αναπνÝανε το φρÝσκον αÝρα, ακοýγανε την ησυχßα, που τα περιÝκλειε σε μιαν ευλογημÝνη θÜλασσα Ανηχüτητας κι Ακινησßας. ΚοιτÜζανε τα πÜντα και γεýονταν τα πÜντα. ¾στερα, Üγρια σα θηρßα που το 'σκασαν απ' τις σπηλιÝς τους, τρÝξανε σε ζωηροýς κýκλους. ΤρÝξανε για μιαν þρα και δε σταματοýσαν να τρÝχουνε. Κι Ýπειτα; ΚαταμεσÞς εκεß που 'τρεχαν, Ýνα κορßτσι στρßγγλισε. ¼λοι σταματÞσανε. Το κορßτσι, üρθιο στο ξÝφωτο, εßχε σηκωμÝνο το χÝρι.
-"Ω, κοιτÜξτε, κοιτÜξτε!" εßπε τρÝμοντας. ΑργÜ, Þρθανε να δοýνε την ανοιγμÝνη της παλÜμη. Στο κÝντρο της, σα βεντοýζα και τερÜστια, μια μοναδικÞ σταγüνα βροχÞς. 'Αρχισε να κλαιει κοιτþντας την. Γýρισαν Þρεμα τα μÜτια στον ουρανü.
-"Ω, ω"! ΜερικÝς κρýες σταγüνες πÝσανε στις μýτες, τα μÜγουλα και τα στüματÜ τους. Ο Þλιος χλüμιασε πßσω απü το σÞκωμα της αραιÞς ομßχλης. 'Ανεμος φýσηξεν ανÜμεσÜ τους, ψυχρüς. Γυρßσανε κι αρχßσανε να περπατοýνε πßσω, προς το υπüγειο οßκημα, με τα χÝρια κατεβασμÝνα, τα χαμüγελα χαμÝνα. Ο θüρυβος ενüς κεραυνοý τα τρüμαξε και σα φýλλα πριν απü καινοýριο τυφþνα, συρθÞκανε το 'να πÜνω στ' Üλλο κι Ýτρεξαν. ΑστραπÞ χτýπησε δÝκα μßλια μακριÜ, πÝντε μßλια μακριÜ, Ýνα μßλι, μισü μßλι. Ο ουρανüς σκοτεßνιασε μεσονυχτιÜτικος με μια λÜμψη. ΣτÜθηκαν στο κατþφλι του υπüγειου για μια στιγμÞ, μÝχρι που 'βρεχε δυνατÜ. ¾στερα κλεßσανε τη πüρτα κι ακοýσανε το γιγÜντιο Þχο της βροχÞς να πÝφτει σε τüνους και χιονοστιβÜδες, παντοý και για πÜντα.
-"Θα κÜνει ακüμα εφτÜ χρüνια";
-"Ναι. ΕφτÜ". ΜετÜ Ýνα τους Ýκλαψε για λßγο.
-"Μαργκü"!
-"Τι";
-"Εßναι ακüμα στη ντουλÜπα που τη κλειδþσαμε".
-"Μαργκü"! ΣταθÞκανε, σα κÜποιος να τα 'χε καρφþσει σα σωρü παλοýκια στο πÜτωμα. ΑλληλοκοιταχτÞκανε κι ýστερα κοιτÜξανε μακριÜ. ΚοιτÜξανε τον κüσμο που τþρα Ýβρεχε κι Ýβρεχε κι Ýβρεχε, σταθερÜ. Τα πρüσωπÜ τους Þταν σοβαρÜ και χλωμÜ. ΚοιτÜζανε τα χÝρια και τα πüδια τους, με τα μοýτρα τους χÜμω.
-"Μαργκü"! ¸να απ' τα κορßτσια εßπε:
-"Λοιπüν..."; Κανεßς δε κουνÞθηκε.
-"Εμπρüς", ψιθýρισε το κορßτσι.
ΠερπÜτησαν αργÜ κÜτω στο χωλ, με τον Þχο της βροχÞς να πÝφτει. ΠερÜσανε το κατþφλι με τον Þχο της καταιγßδας και της βροντÞς, αστραπÞ στα μÜτια τους γαλÜζια και τρομερÞ. ΠερπατÞσαν αργÜ στη πüρτα της ντουλÜπας και στÜθηκαν δßπλα της. Πßσω απü τη κλειστÞ πüρτα, μüνον ησυχßα.
Ξεκλεßδωσαν τη πüρτα κι αφÞσανε τη Μαργκü να βγει.
"All Summer Ιn Α Day" (1954)
Μετφρ: ΓιÜννης ΑνδρÝου
------------------------------------
ΝυχτερινÞ ΣυνÜντηση
Πριν πÜρει την ανηφοριÜ για τους γαλÜζιους λüφους, ο Τüμας ΓκομÝζ σταμÜτησε για καýσιμα στο απüμακρο βενζινÜδικο.
-"Σα πολλÞ μοναξιÜ Ýχεις εδþ, ε παπποý;" Ýκανε ο Τüμας. Ο γÝρος σκοýπισε με το πανß του το παρμπρßζ του μικροý φορτηγοý.
-"Δεν εßναι κι Üσκημα".
-"Πως σου φαßνεται ο 'Αρης, παπποý";
-"Καλüς εßναι. ΠÜντοτε υπÜρχει κÜτι καινοýριο να δεις. ¼ταν πρωτüρθα δω πÝρσι το χα πÜρει απüφαση να μη περιμÝνω τßποτα, να μη ζητþ τßποτα και να μη με ξαφνιÜζει τßποτα. ΠρÝπει να ξεχÜσουμε τη Γη και τη ζωÞ που ξÝραμε κÜποτε. ΠρÝπει να μας απασχολεß μüνον αυτü που χουμε δω και το πüσο διαφορετικüν εßναι. Και μüνο που παρατηρþ τον καιρü εßναι μεγÜλη διασκÝδαση. Εßναι ο αρειανüς καιρüς. Καφτüς σα τη κüλαση τη μÝρα, παγερüς σα τον θÜνατο, τη νýχτα. Εßναι διασκÝδαση να βλÝπεις διαφορετικÜ λουλοýδια, διαφορετικÞ βροχÞ. ¹ρθα στον 'Αρη για να περÜσω τα γερÜματÜ μου κι Þθελα να βρω Ýνα τüπο που το καθετß εßναι διαφορετικü. ¸νας γÝρος Ýχει ανÜγκη απü διαφορετικÜ πρÜματα, ξÝρεις. Οι νεαροß δε κÜνουνε κÝφι να κουβεντιÜζουνε μαζß του και τους συνομÞλικοýς του τους βρßσκει φοβερÜ βαρετοýς. ¸τσι σκÝφτηκα πως το καλýτερο που χα να κÜνω Þταν να βρω Ýνα μÝρος üσο πιο διαφορετικü γινüταν, üπου θ' αρκοýσε ν' ανοßξω τα μÜτια για να δω και κÜτι ενδιαφÝρον. Αγüρασα τοýτο το βενζινÜδικο. Αν αρχßσει να πÝφτει πολλÞ δουλειÜ, θα τραβÞξω για κανÝναν Üλλο πιο παλιü δρüμο, που δε θα χει τüση κßνηση, üπου θα μπορþ να βγÜζω ßσα-ßσα, üσα χρειÜζομαι για να ζω και θα μου μÝνει χρüνος για ν' απολαμβÜνω τα διαφορετικÜ πρÜματα που υπÜρχουν εδþ".
-"ΑνακÜλυψες τη φιλοσοφßα της ζωÞς, παπποý", χαμογÝλασε ο Τüμας, με τα μελαχρινÜ του χÝρια ακουμπισμÝνα στο τιμüνι. ¸νιωθεν ωραßα. Δοýλευε σε μιαν απü τις νÝες αποικßες, δÝκα μÝρες σερß και δυο σχüλη και τþρα πÞγαινε σ' Ýνα γλÝντι.
-"Τßποτε δε με ξαφνιÜζει πια", συνÝχισεν ο γÝρος, "απλÜ κοιτÜζω. ΑπλÜ ρουφþ εμπειρßες. Αν δε μπορεßς να δεχτεßς τον 'Αρη Ýτσι üπως εßναι, καλýτερα να γυρßσεις στη Γη. Το καθετß εßναι τρελü δω πÝρα, το χþμα, ο αγÝρας, τα κανÜλια, οι ιθαγενεßς -δεν Ýχω δει κανÝναν ακüμη αλλ' ακοýω πως υπÜρχουν- ως και τα ρολüγια. Ακüμη και το δικü μου ρολüι συμπεριφÝρεται παρÜξενα. Ναι, ακüμη κι ο χρüνος εßναι τρελüς δω πÝρα. ¸ρχονται στιγμÝς που νιþθω σα να μαι ολομüναχος, δßχως δεýτερη ψυχÞ σ' üλο τον πλανÞτη. Θα βαζα και στοßχημα γι' αυτü. 'Αλλες φορÝς πÜλι νιþθω σαν οχτÜχρονο παιδß και μ' ανÜλογο μπüι, ενþ το καθετß γýρω μου εßναι ψηλüτερο. ΧριστÝ μου, αυτüς εßναι τüπος για Ýνα γÝρο! Μου χαρßζει ζωντÜνια και με κρατÜ ευτυχισμÝνο. ΞÝρεις σαν τι μοιÜζει ο 'Αρης; Με κÜτι που μου κÜνανε δþρο κÜποια Χριστοýγεννα πριν εβδομÞντα τüσα χρüνια. Δε ξÝρω αν τα χεις δει ποτÝ, λÝγονταν καλειδοσκüπια. Εßχανε χρωματιστÜ γυαλÜκια, χÜντρες και δε ξερωτß μες σ' Ýνα σωλÞνα. Τα κρατοýσες στον Þλιο, κοßταζες απü την Üλλη μεριÜ και το θÝαμα σου κοβε την ανÜσα. Δε μπορεßς να φανταστεßς τι σχÝδια Ýβλεπες! Λοιπüν κÜπως Ýτσι εßναι ο 'Αρης. ΑπüλαυσÝ τον. Μη ζητÜς τßποτ' Üλλο απ' αυτü που ναι. ΧριστÝ μου, το ξερες πως τοýτος δω ο δρüμος φτιÜχτηκε απü τους Αρειανοýς κι Ýχει ηλικßα πÜνω απü δεκÜξι αιþνες; Δες πüσο καλÜ κρατÜει ακüμα! ΕνÜμιση δολÜριο για τη βενζßνα, ευχαριστþ και καλÞ σου νýχτα".
Ο Τüμας πÞρε πÜλι τον αρχαßο δρüμο, γελþντας σιγανÜ. ¹τανε μακρýς δρüμος, που ξετυλιγüταν μες στο σκοτÜδι και τους λüφους. Κρατοýσε το τιμüνι και κατÜ καιροýς, Üπλωνε το χÝρι στο καλÜθι με το κολατσιü και τσßμπαγε κÜτι. Οδηγοýσε σταθερÜ για καμμιÜν þρα τþρα, δßχως να δει κανÝνα φως. Μüνον ο δρüμος που τραβοýσε μπρος, το βουητü της μηχανÞς του κι ο 'Αρης σιωπηλüς ολüγυρα. Ο 'Αρης Þτανε πÜντα σιωπηλüς κüσμος, αλλÜ η αποψινÞ νýχτα Þτανε πιο Þσυχη απü κÜθε Üλλη. Η Ýρημος κι οι Üδειες κοßτες των θαλασσþν Ýφευγαν αριστερÜ και δεξιÜ του, με τα βουνÜ ν' αχνοφαßνονται στο φüντο των Üστρων.
Απüψε η μυρωδιÜ του Χρüνου πλανιüτανε στον αγÝρα. Ο Τüμας χαμογÝλασε κι Ýπαιξε μ' αυτÞ τη φαντασßα στο νου του. ¹τανε κι αυτÞ μια σκÝψη. Ποια να ταν αλÞθεια η μυρωδιÜ του Χρüνου; Μýριζε σκüνη, ρολüγια κι ανθρþπους. Κι αν αναρωτιüσουνα ποιος να ταν ο Þχος του Χρüνου, αυτüς Þτανε σα νερü που κελÜρυζε σε μια σκοτεινÞ σπηλιÜ και σαν απüμακρες φωνÝς και σα χþμα που πεφτε σ' Üδεια καπÜκια κουτιþν και σα βροχÞ. Και για να το πÜει ακüμα πιο πÝρα, σαν τι να μοιαζε τÜχατες ο Χρüνος; Ο Χρüνος Ýμοιαζε σα νιφÜδες χιονιοý που πÝφτανε σιωπηλÜ σε σκοτεινü δωμÜτιο Þ σα βουβÞ ταινßα σε παλιü κινηματογρÜφο Þ σαν εκατü δισεκατομμýρια πρüσωπα να πÝφτουν αργÜ σα μπαλüνια, κÜτι προς το χÜος και το τßποτα. Κι απüψε -ο Τüμας Ýβγαλε το χÝρι απü το παρÜθυρο να νιþσει τον Üνεμο- μποροýσε σχεδüν ν' αγγßξει τον Χρüνο. Οδηγοýσε το φορτηγü του μες απü τους λüφους του Χρüνου... ¸νιωσεν ανατριχßλα στο σβÝρκο κι ανακÜθισεν απüτομα, κοιτÜζοντας το δρüμο μπροστÜ.
ΣταμÜτησε το φορτηγü σε μια μικρÞ, νεκρÞ, αρειανÞ πüλη, Ýσβησε τη μηχανÞ κι Üφησε τη σιγαλιÜ να τονε τυλßξει ολüγυρα. ΚÜθισε κει αγναντεýοντας, δßχως ν' ανασαßνει, πÝρα τ' Üσπρα κτßρια στο φεγγαρüφωτο. ¹ταν ακατοßκητα απü αιþνες. ΤÝλεια κι Üψογα, ερειπωμÝνα ναι, αλλÜ τÝλεια... 'Αναψε πÜλι τη μηχανÞ κι Ýκανε καναδυü χιλιüμετρα, μπορεß και παραπÜνω, πριν σταματÞσει ξανÜ. Εκεß βγÞκε απü τ' αμÜξι, πÞρε μαζß του το καλÜθι με το φαγητü και τρÜβηξε σ' Ýνα μικρüν ýψωμα απ' üπου μποροýσε ν' αγναντÝψει τη σκονισμÝνη πüλη που Üφησε πßσω του. 'Ανοιξε το θερμüς και γÝμισε τη κοýπα με καφÝ. ¸να νυχτοποýλι φτεροýγισε πÜνω απü το κεφÜλι του. Ο Τüμας Ýνιωθε πολý ωραßα εκεß, πολý γαλÞνια.
Θα χε περÜσει κανÜ πεντÜλεπτο, üταν ακοýστηκεν Ýνας Þχος. ΠÝρα στους λüφους, εκεß που στριβε ο αρχαßος δρüμος, το μÜτι του πÞρε μια κßνηση. ΔιÝκρινε αμυδρü φως και μετÜ Üκουσε κÜτι σα μουρμουρητü. Γýρισεν αργÜ με τη κοýπα του καφÝ στο χÝρι κι εßδε να προβÜλλει απü τους λüφους κÜτι παρÜξενο. ¹τανε μια μηχανÞ που μοιαζε σμαραγδοπρÜσινον Ýντομο, σαν αλογÜκι της Παναγßας, που ταξßδευε ντελικÜτο στον κρýο αγÝρα, δυσδιÜκριτο, μ' αμÝτρητα πρÜσινα πετρÜδια να τρεμοσβÞνουνε σ' üλο του το κορμß, ενþ τα μÜτια του λαμπýριζαν ßδια με κüκκινα πολυπρισματικÜ ρουμπßνια. Τα Ýξι πüδια της μηχανÞς ανεβοκατεβαßνανε στον αρχαßο δρüμο μ' Ýναν Þχο σα περαστικü πρωτοβρüχι κι απü τη ρÜχη της μηχανÞς, Ýνας Αρειανüς με μÜτια απü αναλυτü χρυσÜφι, ατÝνιζε ψÞλαθε τον Τüμας σα να κοßταζε στα βÜθη ενüς πηγαδιοý.
Ο Τüμας σÞκωσε το χÝρι και σκÝφτηκε: "ΚαλησπÝρα", αυτüματα, αλλÜ δε σÜλεψε τα χεßλη, γιατß τοýτος Þταν Αρειανüς. ΑλλÜ ο Τüμας εßχε ταξιδÝψει στα γαλÜζια ποτÜμια της Γης, εßχεν ανταμωθεß με ξÝνους στο δρüμο κι εßχε φÜει με ξÝνους ανθρþπους σε ξÝνα σπßτια, με μοναδικü του üπλο πÜντα το χαμüγελο. Δε κρατοýσε ντουφÝκι, οýτε κι Ýνιωθε την ανÜγκη για κÜτι τÝτοιο, τþρα, Ýστω κι αν η καρδιÜ του πετÜρισε για λßγο. Τα χÝρια του Αρειανοý Þτανε κι αυτÜ Üδεια. Για μια στιγμÞ μεßνανε κοιτÜζοντας ο Ýνας τον Üλλο στο δροσερüν αγÝρα. Πρþτος αντÝδρασεν ο Τüμας.
-"ΚαλησπÝρα!" εßπε
-"ΚαλησπÝρα!" εßπε κι ο Αρειανüς στη γλþσσα του. Δε κατÜλαβαν ο Ýνας τον Üλλο.
-"Εßπες καλησπÝρα;" ρωτÞσανε κι οι δυο.
-"Τι εßπες;" ρωτÞσανε πÜλι κι οι δυο, Ýκαστος σε διαφορετικÞ γλþσσα. ΣταθÞκανε κι οι δυο τους συνοφρυωμÝνοι.
-"Πως σε λÝνε;" ρþτησεν ο Τüμας στ' αγγλικÜ.
-"Τι γυρεýεις εδþ;" ρþτησεν ο Üλλος στ' αρειανÜ.
-"Που πηγαßνεις;" ρωτÞσανε κι οι δυο σαστισμÝνα.
-"Με λÝνε Τüμας ΓκομÝζ".
-"Με λÝνε ΜουÝ Κα". ΚανÝνας δε κατÜλαβε, αλλÜ με τα λüγια χτυπÞσανε το δÜχτυλο στο στÞθος τους και το μÞνυμα Ýγινε σαφÝς. ¾στερα ο Αρειανüς γÝλασε:
-"Περßμενε!" Ο Τüμας Ýνιωσεν Üγγιγμα στο κεφÜλι αν και κανÝνα χÝρι δε τον εßχεν ακουμπÞσει. "Ορßστε!" εßπεν ο Αρειανüς στ' αγγλικÜ. "Τþρα μποροýμε να συνεννοηθοýμε"!
-"¸μαθες τüσο γρÞγορα τη γλþσσα μου"!
-"Απλü πρÜγμα!" ΚοιτÜξανε για μια στιγμÞ, σιωπηλοß κι αμÞχανοι κι οι δυο, τη κοýπα με τον αχνιστü καφÝ στο χÝρι του Τüμας. "ΚÜτι διαφορετικü;" ρþτησεν ο Αρειανüς, κοιτþντας μια τον Τüμας και μια τη κοýπα, εννοþντας ßσως και τα δυο.
-"Να σου προσφÝρω μια κοýπα;" προθυμοποιÞθηκεν ο Τüμας.
-"Ευχαριστþ". Ο Αρειανüς κατÝβηκεν απü τη μηχανÞ του. Ο Τüμας γÝμισεν ακüμα μια κοýπα μ' αχνιστü καφÝ και τη πρüτεινε στον Üλλο. Τα χÝρια τους συναντηθÞκανε και -σαν ομßχλη- περÜσανε τονα μες απü τ' Üλλο.
-"Ιησοýς Χριστüς!" φþναξεν ο Τüμας, αφÞνοντας να του πÝσει η κοýπα.
-"Στ' üνομα των Θεþν!" Ýκανε κι ο Αρειανüς στη γλþσσα του. ΠαγωνιÜ και τρüμος τους εßχε τυλßξει. Ο Αρειανüς Ýσκυψε να πιÜσει τη κοýπα μα δε μπüρεσε να την αγγßξει.
-"ΧριστÝ μου!" ψÝλλισε πÜλι ο Τüμας. Ο Αρειανüς πÜσχισε πÜλι και πÜλι να πιÜσει τη κοýπα, μα στÜθηκεν αδýνατο. ΤελικÜ σηκþθηκε, Ýμεινε για λßγο συλλογισμÝνος και μετÜ τρÜβηξε μαχαßρι απü τη ζþνη. "¸ι!" φþναξεν αλαφιασμÝνος ο Τüμας.
-"Με παρεξÞγησες. ¸λα πιασ' το!" τονε παρüτρυνεν ο Αρειανüς και του το πÝταξε. Ο Τüμας Ýκαμε χοýφτα τις παλÜμες μα το μαχαßρι πÝρασε μες απü τα χÝρια του κι Ýπεσε στο χþμα. ¸σκυψε να το σηκþσει μα δε μπüρεσε να το αγγßξει καν και σηκþθηκε πÜλιν ανατριχιÜζοντας.
-"Τ' Üστρα!" εßπε.
-"Τ' Üστρα!" εßπε κι ο Αρειανüς, κοιτÜζοντας με τη σειρÜ του τον Τüμας. Τ' Üστρα φαßνονταν αστραφτερÜ και καθÜρια πßσω απü τη φιγοýρα του Αρειανοý, σα σπßθες ενσωματωμÝνες στη διÜφανη φωσφορικÞ μÜζα μιας θαλÜσσιας μÝδουσας. Μποροýσες να δεις τ' Üστρα να τρεμοφÝγγουνε σα βιολετιÜ μÜτια στο στομÜχι και το στÞθος του Αρειανοý και να στραφταλßζουνε σα κοσμÞματα στον καρπü του.
-"Μπορþ να δω απü μÝσα σου!" εßπεν ο Τüμας
-"Κι εγþ το ßδιο!" αποκρßθηκεν ο Αρειανüς, κÜνοντας παραπßσω. Ο Τüμας ψαχοýλεψε το κορμß του, Ýνιωσε τη ζεστασιÜ κι αναθÜρρησε. Εßμαι αληθινüς, σκÝφτηκε. Ο Αρειανüς Üγγιξε τη μýτη και τα χεßλη του. ¸χω σÜρκα, εßμαι ζωντανüς, εßπε σχεδüν απü μÝσα του. Ο Τüμας κοßταξε μ' ορθÜνοιχτα μÜτια τον ξÝνο:
-"Κι αν εγþ εßμαι αληθινüς, τüτε συ πρÝπει να 'σαι πεθαμÝνος".
-"¼χι, συ εßσαι πεθαμÝνος!"
-"Εßσαι φÜντασμα"!
-"Εßσαι οπτασßα"! Στεκüντανε δεßχνοντας ο Ýνας τον Üλλο, με τ' Üστρα να φÝγγουνε μες απü το κορμß τους σα στιλÝτα, σα παγοκρýσταλλα και σα πυγολαμπßδες. ΜετÜ, αρχßσαν να ψηλαφßζονται πÜλι, ο καθÝνας βρßσκοντας τον εαυτü του γερü, ζεστü, ταραγμÝνο, σαστισμÝνο, τρομαγμÝνο κι ο Üλλος παρÝκει Þταν ο εξωπραγματικüς, Ýνα φασματικü πρßσμα που λαμπýριζε με το φως των μακρινþν κüσμων. Εßμαι μεθυσμÝνος, σκÝφτηκεν ο Τüμας. Δε θα πω λÝξη σε κανÝναν αýριο για τοýτη την ιστορßα, τßποτα, το παραμικρü. ΣτÝκονταν εκεß στον αρχαßο δρüμο, σα μαρμαρωμÝνοι κι οι δυο.
-"Απü που Þρθες;" ρþτησε τελικÜ ο Αρειανüς.
-"Απü τη Γη".
-"Που εßναι αυτÞ";
-"Εκεß", ο Τüμας Ýδειξε τον ουρανü.
-"Πüτε";
-"ΦτÜσαμε πριν Ýνα χρüνο και βÜλε, δε το θυμÜσαι";
-"¼χι".
-"Κι üλοι σας εßχατε πεθÜνει, εκτüς απü ελÜχιστους. Εßσαι σπÜνιο εßδος, δε το 'ξερες";
-"Δεν εßναι αλÞθεια".
-"Ναι, νεκροß, üλοι σας. Εßδα τα κουφÜρια σας. ΜαυρισμÝνα μες σε δωμÜτια, σε σπßτια, εντελþς Üψυχα. ΧιλιÜδες τÝτοια".
-"Εßναι γελοßο αυτü που λες. Εßμαστε ολοζþντανοι!"
-"Φßλε μου δεχτÞκατε εισβολÞ, μüνο που δε το ξÝρετε. Ελüγου σου θα πρÝπει να ξÝφυγες".
-"Δε ξÝφυγα. Δεν υπÞρχε τßποτα να του ξεφýγω. Τι θες να πεις; Πηγαßνω τþρα σε μια γιορτÞ, στο κανÜλι, κοντÜ στα ¼ρη ΕνιÜλ. Εκεß Þμουνα και χτες το βρÜδυ. Δε βλÝπεις τη πüλη κει κÜτω;" ρþτησε δεßχνοντας ο Αρειανüς. Ο Τüμας κοßταξε κι εßδε τα ερεßπια.
-"Μπα, η πüλη που μου δεßχνεις εßναι νεκρÞ εδþ και χιλιÜδες χρüνια". Ο Αρειανüς γÝλασε.
-"'Ακου νεκρÞ! Εκεß κοιμÞθηκα χτες"!
-"Κι εγþ Þμουν εκεß τη περασμÝνη βδομÜδα και τη προπερασμÝνη και μüλις πριν λßγο πÝρασα μÝσα της. Εßναι σκÝτα ερεßπια. Δε βλÝπεις τις γκρεμισμÝνες κολþνες";
-"Τις κολþνες; Τις βλÝπω και πολý καθαρÜ μÜλιστα. Το φεγγαρüφωτο βοηθÜ. Οι κολþνες εßναι ολüρθες".
-"Η σκüνη σκεπÜζει τους δρüμους", εßπεν ο Τüμας.
-"Οι δρüμοι εßναι ολοκÜθαροι"!
-"Τα κανÜλια εßναι κατÜξερα κεß".
-"Τα κανÜλια εßναι γεμÜτα μενεξελß κρασß".
-"Η πüλη εßναι νεκρÞ".
-"Εßναι ολοζþντανη!" επÝμεινεν ο Αρειανüς, γελþντας πιο πολý τþρα. "Α κÜνεις μεγÜλο λÜθος. Δε βλÝπεις τα φþτα της γιορτÞς; ΥπÜρχουν üμορφες γüνδολες σα λεπτüκορμες κοπÝλες κι üμορφες κοπÝλες λεπτüκορμες σα γüνδολες, κοπελιÝς με το χρþμα της Üμμου, κοπελιÝς με φλογερÜ λουλοýδια στα χÝρια. Τις βλÝπω, μικροσκοπικÝς φιγοýρες, να τρÝχουνε στους δρüμους κει κÜτω. Εκεß πηγαßνω τþρα, στη γιορτÞ. Θα κÜνουμε βαρκÜδες στα νερÜ üλη νýχτα, θα τραγουδÞσουμε, θα πιοýμε, θα κÜνουμε Ýρωτα. Μα πως δε τα βλÝπεις";
-"Φßλε, η πüλη που λες εßναι πεθαμÝνη, σα σαýρα ξεραμÝνη απü τον Þλιο. Ρþτησε üποιον θες απü μας. Εγþ που λες πÜω στη ΠρÜσινη Πüλη απüψε. Εßναι η νÝα κοινüτητα που στÞσαμε κοντÜ στο δρüμο του Ιλλινüις. Τα χεις μπερδÝψει τα πρÜματα. ΦÝραμε μαζß Ýνα εκατομμýριο κυβικÜ πüδια ξυλεßα απü το ¼ρεγκον και δυο ντουζßνες τüνους καλÜ ατσÜλινα καρφιÜ και φτιÜξαμε με δαýτα τα ομορφüτερα χωριουδÜκια που δες ποτÝ. Απüψε θα καεß το πελεκοýδι σ' Ýνα απ' αυτÜ. Δυο ρουκÝτες φτÜνουν απü τη Γη με τις γυναßκες και τα κορßτσια μας. Θα χουμε χοροýς κι ουßσκι-" Ο Αρειανüς φÜνηκε να ταρÜζεται τþρα.
-"Προς τα κει εßπες";
-"Να κι οι ρουκÝτες". ο Τüμας προχþρησε στο φρýδι του λüφου κι Ýδειξε πÝρα χαμηλÜ. "Τις βλÝπεις";
-"¼χι".
-"Μα πανÜθεμÜ σε, κει εßναι! Εκεßνα τα μακρüστενα ασημÝνια πρÜματα".
-"Δε βλÝπω τßποτα". Τþρα Þταν η σειρÜ του Τüμας να γελÜσει.
-"Μα συ εßσαι τελεßως στραβüς"!
-"Σου λÝω πως βλÝπω θαυμÜσια. Εσý πρÝπει να σαι στραβüς"!
-"¼μως βλÝπεις τη καινοýρια πüλη, Ýτσι δεν εßναι";
-"ΒλÝπω μüνο τον ωκεανü με τα νερÜ σ' Üμπωτη".
-"Τα νερÜ που λες Ýχουν εξατμιστεß εδþ και σαρÜντα αιþνες".
-"¸λα, τÝρμα τ' αστεßα. Το παρατρÜβηξες".
-"Εßναι αλÞθεια σου λÝω". Ο Αρειανüς σοβÜρεψεν απüτομα.
-"Για πες μου πÜλι, στ' αλÞθεια δε βλÝπεις τη πüλη üπως στη περιγρÜφω; Με τις κολþνες της κατÜλευκες, τις ντελικÜτες βÜρκες της, τα φþτα της γιορτÞς -εγþ τα βλÝπω ολοκÜθαρα. Κι Üκου! Δεν ακοýς τη μουσικÞ; Δεν εßναι διüλου μακριÜ". Ο Τüμας αφουγκρÜστηκε και μετÜ κοýνησε το κεφÜλι αρνητικÜ.
-"Δεν ακοýω τßποτα".
-"Κι εγþ απü την Üλλη μεριÜ", εßπεν ο Αρειανüς, "δε μπορþ να δω üσα μου περιγρÜφεις. Τι να πει κανεßς"; Και πÜλι νιþσανε παγωνιÜ. ¹τανε σα να Ýρρεε πÜγος στις φλÝβες τους.
-"Λες να...";
-"Τι πρÜγμα";
-"Εßπες Þρθατε απü τον ουρανü";
-"Απü τη Γη".
-"Το 'Γη' εßναι Ýνα üνομα, Ýνα τßποτα", απÜντησεν ο Αρειανüς, "αλλÜ ...καθþς ανÝβαινα το πÝρασμα πριν απü καμιÜν þρα..." Üγγιξε το σβÝρκο του, "...Ýνιωσα..."
-"Μια παγωνιÜ μÞπως";
-"Ακριβþς".
-"Και τþρα τι νιþθεις";
-"ΠÜλι μια παγωνιÜ. ΚÜτι περßεργο. ¹τανε σα κÜτι ν' Üλλαξε στο φως, στους λüφους, στο δρüμο", μουρμοýρισεν ο Αρειανüς, "κÜτι το παρÜξενο στο δρüμο και στο φως και για μια στιγμÞ Ýνιωσα σα να μουν ο τελευταßος ζωντανüς στον κüσμο..."
-"Το ßδιο κι εγþ!" Ýκανε ο Τüμας κι Þταν σα να μιλοýσε σε παλιüν αγαπημÝνο φßλο, που αντÜλλασσε τα μυστικÜ της καρδιÜς του, νιþθοντας να τονε ζεσταßνει η κουβÝντα. Ο Αρειανüς Ýκλεισε τα μÜτια και μετÜ τ' Üνοιξε πÜλι.
-"Αυτü δε μπορεß να σημαßνει παρÜ Ýνα πρÜγμα. ΠρÝπει να 'χει να κÜνει με τον Χρüνο. Εßσαι μια εικüνα απü το Παρελθüν!"
-"¼χι, συ εßσαι απü το Παρελθüν", εßπεν ο ΓÞινος, Ýχοντας τον καιρü να συλλογιστεß καλýτερα.
-"Φαßνεσαι τüσο σßγουρος. Πως μπορεßς ν' αποδεßξεις ποιος εßναι απü το Παρελθüν και ποιος απü το ΜÝλλον; Σε ποια χρονιÜ εßμαστε";
-"Στο δυο χιλιÜδες Ýνα"!
-"Και τι σημαßνει αυτü για μÝνα"; Ο Τüμας το συλλογßστηκε κι ανασÞκωσε τους þμους.
-"Τßποτα".
-"Εßναι σα να σου λεγα πως εßμαστε στο 4462835 Σ. Ε. Κ. Δε σημαßνει τßποτα Þ και κÜτι λιγüτερο απü το τßποτα. Που εßναι το ρολüι για να μας δεßξει πως εßναι τ' Üστρα";
-"Μα τα ερεßπια το αποδεικνýουν! Μαρτυροýν üτι εγþ εßμαι το ΜÝλλον, εγþ εßμαι ο ζωντανüς ενþ συ εßσαι νεκρüς"!
-"Το καθετß μÝσα μου το αρνεßται αυτü. Η καρδιÜ μου χτυπÜ, το στομÜχι μου πεινÜ, το στüμα μου διψÜ. ¼χι, üχι, κανεßς μας δεν εßναι νεκρüς, οýτε ζωντανüς. Κι üμως εßμαστε πιο ζωντανοß απü καθετß Üλλο. Εßμαστε κÜπου ανÜμεσα, θα ταν ßσως το πιο σωστü. Δυο περαστικοß ξÝνοι που ανταμþσανε μες στη νýχτα, αυτü εßμαστε. Δυο περαστικοß ξÝνοι. Ερεßπια εßπες";
-"Ναι. ΦοβÜσαι";
-"Ποιος θÝλει να δει το ΜÝλλον; Ποιος το βλÝπει ποτÝ; ¸νας Üνθρωπος μπορεß ν' αντιμετωπßσει το Παρελθüν, αλλÜ να σκεφτεß πως -οι κολþνες εßναι γκρεμισμÝνες εßπες; Κι οι θÜλασσες Üδειες, τα κανÜλια ξερÜ, οι κοπελιÝς πεθαμÝνες και τα λουλοýδια μαραμÝνα;" Ο Αρειανüς Ýμεινε σιωπηλüς για μια στιγμÞ, αλλÜ μετÜ κοßταξε μπροστÜ. "Μα εßναι κει. Τα βλÝπω. Δε μου φτÜνει αυτü; Εßναι κει τþρα και με περιμÝνουν, ü,τι κι αν λες εσý". Και τον Τüμας τονε περßμεναν οι ρουκÝτες, εκεß μακριÜ κι η πüλη κι οι γυναßκες απü τη Γη.
-"Δε πρüκειται να συμφωνÞσουμε ποτÝ", μουρμοýρισε
-"Ας συμφωνÞσουμε να διαφωνÞσουμε", εßπεν ο Αρειανüς. "Τι σημασßα Ýχει ποιος εßναι το Παρελθüν και ποιüς εßναι το ΜÝλλον, αν εßμαστε κι οι δυο ζωντανοß; ¼,τι εßναι να γßνει θα γßνει, αýριο Þ και σε δÝκα χιλιÜδες χρüνια. Πως ξÝρεις αν εκεßνοι οι ναοß κει κÜτω δεν εßναι ναοß του δικοý σου πολιτισμοý εκατü αιþνες απü σÞμερα, ερειπωμÝνοι και γκρεμισμÝνοι; Δε το ξÝρεις. Τüτε μη ρωτÜς. ΑλλÜ η νýχτα δε κρατÜ πολý. Δες, οι σπßθες απü τις φωτιÝς της γιορτÞς πετÜνε κιüλας στον ουρανü, μαζß με τα πουλιÜ". Ο Τüμας Üπλωσε το χÝρι του. Ο Αρειανüς Ýκαμε το ßδιο. Οι παλÜμες τους δεν Üγγιξαν, πÝρασαν η μια μες στην Üλλη.
-"Θ' ανταμωθοýμε ξανÜ";
-"Ποιος ξÝρει; ºσως καμμιÜν Üλλη νýχτα".
-"Θα θελα να ρθω μαζß σου στη γιορτÞ".
-"Κι εγþ θα θελα να ρθω στη νÝα πüλη σας, να δω τα σκÜφη που λες, να δω κεßνους τους ανθρþπους και ν' ακοýσω τα üσα συνÝβησαν".
-"¸χε γεια", εßπεν ο Τüμας
-"ΚαλÞ σου νýχτα". Ο Αρειανüς ξεμÜκρυνε σιωπηλüς με το πρÜσινο μεταλλικüν üχημÜ του και χÜθηκε πÝρα στους λüφους. Ο Τüμας γýρισε στο φορτηγü και ξεκßνησε το ßδιο σιωπηλüς, προς την αντßθετη κατεýθυνση. ΘεÝ μου, τι üνειρο κι αυτü! αναστÝναξε, με τα χÝρια του στο τιμüνι, με τη σκÝψη στις ρουκÝτες, τις γυναßκες, το δυνατüν ουßσκι, τους χοροýς της Βιρτζßνια και το γλÝντι.
Τι παρÜξενον üραμα κι αυτü! σκεφτüταν ο Αρειανüς τραβþντας γοργÜ το δρüμο του, με τη σκÝψη στη γιορτÞ, τα κανÜλια, τις βÜρκες, τις γυναßκες με τα χρυσαφÝνια μÜτια και τα τραγοýδια.
Η νýχτα Þταν σκοτεινÞ. Τα φεγγÜρια εßχανε δýσει, τ' Üστρα λαμπυρßζανε στον Üδειο δρüμο, üπου τþρα απλωνüτανε σιγαλιÜ. Σε σÜλευε το παραμικρü κει, οýτε Þχος, οýτε αμÜξι, οýτε πρüσωπο, οýτε τßποτα. Κι Ýτσι Ýμεινε για üλη την υπüλοιπη, δροσερÞ, σκοτεινÞ νýχτα...
"Nightly Meeting"
ΜετÜφραση: Γιþργος ΜπαλÜνος
--------------------------------------------
ºκαρος ΜονγκολφιÝ ΕφευρÝτης
¹τανε ξαπλωμÝνος στο κρεβÜτι του κι ο Üνεμος φυσοýσε μπαßνοντας απü το παρÜθυρο, φυσοýσε πÜνω απü τ' αφτιÜ του κι απü το μισÜνοιχτο στüμα του σα να του ψιθýριζε στ' üνειρü του. ¹τανε σαν τον Üνεμο του χρüνου που ακουγüταν υπüκωφος στις δελφικÝς σπηλιÝς για να πει πως πρÝπει ν' ακουστεß απü το χθες, απü το σÞμερα κι απü το αýριο. ΟρισμÝνες φορÝς, κÜπου μακριÜ, κραýγαζε μια φωνÞ, δυο φωνÝς πιο μετÜ, πιο πολλÝς Ýπειτα, δÝκα, εßκοσι, μια ολüκληρη φυλÞ ανθρþπων που ξεφþνιζε μες απü το στüμα του, μα λÝγοντας διαρκþς τα ßδια λüγια:.
-"Κοßτα, κοßτα, το πετýχαμε"!
Γιατß Üξαφνα αυτüς, αυτοß, Ýνας, Þ πολλοß, εκσφενδονßζονταν μÝσα στ' üνειρο και πετοýσαν. Ο Üνεμος φυσοýσε σε μιαν ακýμαντη θÜλασσα, ζεστÞ εκεß που κολυμποýσε δýσπιστος.
-"Κοßτα, κοßτα! Το πÝτυχα"!
¼μως αυτüς δε προσκαλοýσε τον κüσμο να το δει. Το μüνο που 'κανε Þταν να μαστιγþνει τις αισθÞσεις του, να τις οξýνει, για να δει, να γευτεß, να οσμιστεß, ν' αγγßξει τον αÝρα, τον Üνεμο, το φεγγÜρι που υψωνüτανε στον ουρανü. Κολýμπησε ßσια στο βÜθος του ουρανοý. Η βαριÜ γη εßχε εξαφανιστεß.
"Μα, μια στιγμÞ", συλλογßστηκε, "για περßμενε! Απüψε... τι νýχτα Ýχουμε απüψε"; Κι η χθεσινÞ νýχτα φυσικÜ. Μια νýχτα πριν απü την πρþτη πτÞση ενüς πυραýλου για τη ΣελÞνη. ΠÝρ' απ' αυτü το δωμÜτιο, μες τη καφτÞν Ýρημο, εκατü γυÜρδες μακριÜ, ο πýραυλος με περιμÝνει.
Μια στιγμÞ! Ποιος πýραυλος; Πρüκειται π ρ α γ μ α τ ι κ Ü για πýραυλο;
ΣτÜσου! Συλλογßστηκε και γýρισε, ιδρωμÝνος, με μÜτια κλειστÜ, προς τον τοßχο, κι Ýβγαινε συριχτÞ η ανÜσα ανÜμεσα απü τα δüντια του. Βεβαιþσου! Εσý! Ποιος εßσαι πÜλι ε σ ý;
Εγþ; σκÝφτηκε. Το üνομÜ μου δηλαδÞ; ΤζεντÝντια ΠρÝντις, γεννηθεßς το 1938, απüφοιτος κολεγßου 1959, δßπλωμα πιλüτου σε πýραυλο 1971. ΤζεντÝντια ΠρÝντις.... ΤζεντÝντια ΠρÝντις....
Ο Üνεμος παρÝσυρε μακριÜ ψιθυρßζοντας το üνομÜ του! ¸κανε να τ' αρπÜξει ξεφωνßζοντας. ¸πειτα ηρεμþντας, περßμενε πüτε ο Üνεμος θα του ξανÜδινε πßσω τ' üνομÜ του. Περßμενε πολý κι υπÞρχε σιωπÞ κι Ýπειτα απü χßλιους χτýπους καρδιÜς, Ýνιωσε κÜτι να σαλεýει.
Ο ουρανüς ανοßχτηκε σαν απαλü γαλÜζιο λουλοýδι. Το Αιγαßο ανÝμιζε Üσπρες μαλακÝς βεντÜλιες μες απü το μακρινü κεßνον αφρü που 'χε το χρþμα του κρασιοý. Μες στο τραγοýδι των κυμÜτων που σκÜζουνε στην ακροθαλασσιÜ, Üκουσε το üνομÜ του.
ºκαρος.
Κι ακüμα μια φορÜ σε Ýνα ψιθυρισμü αναπνοÞς.
º κ α ρ ο ς.
ΚÜποιος τον Ýπιασε απü το χÝρι κι Ýνιωσε πως Þταν ο πατÝρας του που πρüφερε το üνομÜ του κι Ýδιωχνε απü πÜνω του τη νýχτα. Κι αυτüς, μικροκαμωμÝνος, μισοστραμμÝνος στο παρÜθυρο κι η ακτÞ απü πÜνω κι ο βαθýς ουρανüς, Ýνιωθε το πρþτο αγÝρι της αυγÞς να χαúδεýει τα χρυσÜ φτερÜ, τα κολλημÝνα με κερß πλÜι στο κρεβÜτι εκστρατεßας που κοιμüταν. ΧρυσÜ φτερÜ πÜλλονταν μισü-ζþντανα στα χÝρια του πατÝρα του κι ο ßλιγγος κÜτω απü τα πüδια του τον Ýκανε να τρÝμει σα φýλλο καθþς κοßταζε κεßνα τα φτερÜ και πÝρα απü τα φτερÜ, τ' απüτομα βρÜχια της ακτÞς.
-"ΠατÝρα, πως εßναι ο Üνεμος";
-"Για μÝνα εßναι αρκετüς. ΠοτÝ για σÝνα"!
-"ΠατÝρα, μη φοβÜσαι. Τα φτερÜ φαßνονται αδÝξια τοýτη τη στιγμÞ, αλλÜ τα κüκαλÜ μου θα τους δþσουνε δýναμη και το αßμα μου θα ζωογονÞσει το κερß"!
-"Και το δικü μου αßμα και τα δικÜ μου κüκαλα, θυμÞσου! Ο κÜθε Üνθρωπος δανεßζει τη σÜρκα του στα παιδιÜ του και τους ζητÜ να τη προσÝχουνε σα τα μÜτια τους. ºκαρε, θÝλω να μου υποσχεθεßς üτι δε θα πετÜς πολý ψηλÜ. Ο Þλιος κι ο δικüς μου γιος, η κÜψα του ενüς κι ο πυρετüς του Üλλου, μποροýνε να τα λιþσουν αυτÜ τα φτερÜ. Πρüσεχε"!
Κι Üπλωναν τα υπÝροχα χρυσÜ φτερÜ στο πρωινü και τα Üκουγαν στα χÝρια τους να ψιθυρßζουνε, να ψιθυρßζουνε τ' üνομÜ του Þ Ýνα üνομα Þ κÜποιο üνομα που πετοýσε, στριφογýριζε και κατακÜθιζε σα μικροýτσικο ποýπουλο στην απαλÞ ατμüσφαιρα.
ΜονγκολφιÝ.
Τα χÝρια του Üγγιξαν το πυρακτωμÝνο σκοινß, Üσπρο, κÜτασπρο πανß να λÜμπει κι η κλωστÞ στη βελüνα ν' ανÜβει και να ζεσταßνεται σα καλοκαßρι. Τα χÝρια του ταÀζανε μαλλß κι Üχυρο μια φλüγα ψιθυριστÞ.
ΜονγκολφιÝ.
Τα μÜτια του πετÜξανε ψηλÜ στο πρησμÝνο μπαλüνι που ταλαντευüταν αργÜ στον αÝρα, το γιγÜντιο τρÜβηγμα προς τα πÜνω, το θεüρατο ασημÝνιο αχλÜδι να παρασýρεται απü τον Üνεμο, þσπου να πλημμυρßζει απü τρεμÜμενα παλιρροιακÜ κýματα αýρας. Σιωπηλü, σα θεüς που γÝρνει νυσταλÝα πÜνω απü τη γαλλικÞ εξοχÞ, το ντελικÜτο τοýτο σýννεφο, τοýτο το πρησμÝνο ασκß γεμÜτο με συμπυκνωμÝνον αÝρα, θ' αποκοβüτανε σýντομα και θα λευτερωνüτανε. ΒουλιÜζοντας ψηλÜ, σε γαλÜζιους κüσμους σιγÞς, ο νους του, καθþς κι ο νους του αδερφοý του, θ' αρμενßζανε μ' αυτü το πÜνινο σýννεφο, βουβοß, μακÜριοι ανÜμεσα σε νησιÜ απü νÝφη που αναπαýονταν Üγριοι κεραυνοß. ΜÝσα σε κεßνο το αγεωγρÜφητο κενü της αβýσσου, που δε μποροýσαν ν' ανεβοýνε μÞτε κελÜηδημα πουλιοý, μÞτε φωνÞ ανθρþπου, θα βουβαινüταν ακüμα και το ßδιο το αερüστρατο. ¸τσι παρασυρμÝνοι σε τÝτοια βÜθη του ýψους, αυτüς, ο ΜονγκολφιÝ κι üλοι του οι Üντρες, θα μποροýσανε ν' ακοýσουνε την Üμετρη ανÜσα του Θεοý και την επιβλητικÞ περπατησιÜ της αιωνιüτητας.
-"Αααπ!..." σÜλεψε αυτüς, το πλÞθος σÜλεψε, σκεπÜστηκε απü τη σκιÜ του τερÜστιου μπαλονιοý. "Τα πÜντα Ýτοιμα, τα πÜντα λειτουργοýνε κανονικÜ..." ΚανονικÜ... Τα χεßλη του συσπαστÞκανε μες στ' üνειρü του. ΚανονικÜ... Σφýριγμα, ψßθυρος, δüνηση, ορμÞ προς τα ýψη. ΚανονικÜ... Απü τα χÝρια του πατÝρα του, κÜποιο παιχνßδι εκτοξεýτηκε στο ταβÜνι, στριφογυρßζοντας με το δικü του Üνεμο, μετÝωρο, ενþ αυτüς κι ο αδερφüς του το κοßταζαν να τρεμολÜμπει, να ψιθυρßζει, να σφυρßζει, το Üκουγαν να μουρμουρßζει τ' üνομÜ τους.
ΕφευρÝτης!
Κι ο ψßθυρος: ο Üνεμος, ουρανüς, σýννεφο, χÜος, φτερü, πτÞση...
-"Γουßλμπερ, ¼ρβιλ! ΚοιτÜξτε... Αχ!" ΣτÝναξε μες στον ýπνο του.
Βοοýσε το παιδικü ελικüπτερο, χτυποýσε στο ταβÜνι, μουρμοýριζε σαν αετüς, κορÜκι, σπουργιτüπουλο, γερÜκι και κοκκινολαßμης. Ψιθýριζε σαν αετüς, ψιθýριζε σα κορÜκι και στο τÝλος, φτεροýγισε στα χÝρια τους μ' Ýνα σφýριγμα του ανÝμου, μ' Ýνα θρüισμα απü Þχους καλοκαιριþν που 'τανε να 'ρθοýνε και μ' Ýνα τελευταßο φτεροýγισμα σα να ξεψυχοýσε, ψιθýρισε σα γερÜκι.
"¼νειρο εßναι..." χαμογÝλασε.
Εßδε τα σýννεφα να κυνηγιοýνται κÜτω απü τα πüδια του, στη θÜλασσα του Αιγαßου.
¸νιωσε το αερüστατο να ταλαντεýεται σα μεθυσμÝνο Ýτοιμο να παραδοθεß στον παρθÝνο Üνεμο.
¸νιωσε την Üμμο να υψþνεται σφυρßζοντας στις ακτÝς του Ατλαντικοý και να μεταμορφþνεται σ' απαλÝς δßνες που θα τονε σþζαν, αν κατÜ τýχην Ýπεφτε στη γη σαν Üπειρος νεοσσüς. Τρßζανε τ' αντερεßσματα του σκελετοý. Ηχοýσανε σα χορδÝς Üρπας κι αυτüς αιχμÜλωτος της μουσικÞς τους. ΠÝρα απü αυτü τo δωμÜτιο, αισθανüταν τον παραγεμισμÝνο με καýσιμα πýραυλο να γλιστρÜ πÜνω στο Ýρημο τερραßν, με διπλωμÝνα τα πÝντε του πτερýγια, με κρατημÝνη τη πýρινη αναπνοÞ του, Ýτοιμος να υπερασπιστεß τρßα δισεκατομμýρια ανθρþπους. Σε λßγο θα ξυπνοýσε και θα βÜδιζε με βÞματα αργÜ σ' αυτü τον πýραυλο.
Και θα στεκüταν στην Üκρη της απüτομης ακτÞς.
Θα στεκüταν στη δροσιÜ του θεüρατου αερüστατου.
Θα Ýνιωθε στο πρüσωπü του το μαστßγωμα της Üμμου.
Και θα σκÝπαζε τα παιδικÜ του χÝρια, τα παιδικÜ του πüδια, τα τρυφερÜ του δÜχτυλα με χρυσÜ φτερÜ, κολλημÝνα με χρυσü κερß.
Και θα 'νιωθε για τελευταßα φορÜ την αιχμαλωτισμÝνη ανθρþπινη ανÜσα, το ζεστü λαχÜνιασμα του δÝους και του θÜμπους που θα σηκþνανε τα ýψη στα üνειρÜ του.
Και θα βαζε μπρος τη μηχανÞ.
Και θα 'πιανε το χÝρι του πατÝρα του, να του ευχηθεß καλοτÜξιδα τα φτερÜ του, εδþ, μπρος στο γκρεμü.
¸πειτα θα Ýκανε μια περιστροφÞ και θα πηδοýσε...
Κι Ýπειτα θα 'κοβε τα σκοινιÜ για ν' απελευθερþσει το μεγÜλο αερüστατο.
¸πειτα θα μεßωνε τη ταχýτητα και θα ισορροποýσε το αεροπλÜνο στον αγÝρα.
Κι Ýπειτα θα κατÝβαζε τον διακüπτη για να πυροδοτÞσει τον πýραυλο. Μαζß κι οι δυο μ' Ýνα και μοναδικüν Üλμα, θ' Üρχιζαν να κολυμποýν στο κενü, να κυνηγοýνε τον Üνεμο, να πηδÜν απü ψηλÜ, ν' αρμενßζουνε και να γλιστροýνε με τα νþτα στραμμÝνα στον Þλιο, στο φεγγÜρι, στ' αστÝρια πÜνω απü τον Ατλαντικü, πÜνω απü τη Μεσüγειο. ΠÜνω απü εξοχÝς, αγριüτοπους, πÜνω απü πüλεις και πολιτεßες. ΜÝσα σ' αÝρινη σιγÞ ποýπουλο που θροÀζει, παρασυρμÝνοι απü τα κýματα ηφαιστεßου που σκÜει, ψηλÜ, κι üλο ψηλüτερα ανεβαßνοντας, θα γελοýσανε και θα φþναζαν ο Ýνας του Üλλου τ' üνομα, το üνομÜ του. ¹ Üλλων ονüματα, αγÝννητων ακüμα Þ Üλλων που πÝθαναν απü παλιÜ και χÜθηκαν απü φθινοπωρινοýς ανÝμους, απü τους ανÝμους της θÜλασσας Þ απü τη σιωπηλÞ ερημιÜ ενüς ανÝμου απü αερüστατο, ενüς ανÝμου χημικÞς φωτιÜς. Και θα 'νιωθε ο καθÝνας να σαλεýουνε τ' ανÜλαφρα ποýπουλα των φτερþν του και να βλασταßνουν βαθιÜ θαμμÝνα και να ξεπροβÜλλουν τρυπþντας τις ωμοπλÜτες! Και θ' Üφηνε ο καθÝνας πßσω του τον απüηχο του πετÜγματüς του, Ýναν Þχο που θα περικýκλωνε τη γη με τους ανÝμους και πÜλι θα τη περικýκλωνε και θα ξαναμιλοýσε, σ' Üλλα χρüνια στα παιδιÜ των παιδιþν των παιδιþν τους, που θα 'τανε βυθισμÝνα στον ýπνο κι üμως θ' ακοýγανε καθαρÜ τον ακοßμητο ουρανü του μεσονυχτßου.
ΨηλÜ, ακüμα πιο ψηλÜ πατÝρα! Μια ανοιξιÜτικη παλßρροια, μια καλοκαιρινÞ φουσκοθαλασσιÜ, Ýνας αστεßρευτος ποταμüς απü φτερÜ!
¸να κουδοýνι χτýπησε σιγÜ.
¼χι, ψιθýρισε. Θα ξυπνÞσω σε λßγο. Περßμενε...
Το Αιγαßο γλßστρησε κÜτω απü το παρÜθυρο και χÜθηκε. Οι δßνες του Ατλαντικοý, η γαλλικÞ εξοχÞ, διαλυθÞκανε κÜτω στην Ýρημο του ΝÝου Μεξικü. Μες στο δωμÜτιü του, πλÜι στο κρεβÜτι που κοιμüτανε, δε σÜλεψε κανÝνα ποýπουλο κολλημÝνο με κερß. Απ' Ýξω, δε ταλαντεýτηκε κανÝν αχλÜδι στον Üνεμο, δε μπÞκε μπρος καμιÜ μηχανÞ πεταλοýδας. Απ' Ýξω, μονÜχα Ýνας πýραυλος, Ýν εýφλεκτο üνειρο, που περßμενε την αφÞ των χεριþν του για να υψωθεß στα ουρÜνια.
Την τελευταßα στιγμÞ μες στον ýπνο του, κÜποιος ρþτησε τ' üνομÜ του.
¹ρεμα, Ýδωσε την απÜντηση üπως την εßχε ακοýσει üλες τις þρες απü τα μεσÜνυχτα κι εδþ.
-"ºκαρος ΜονγκολφιÝ ΕφευρÝτης".
Το επανÝλαβε αργÜ þστε αυτüς που τον ρωτοýσε να μπορεß να θυμηθεß τη διÜταξη των λÝξεων και την προφορÜ ßσαμε την τελευταßα απßστευτη συλλαβÞ.
-"ºκαρος ΜονγκολφιÝ ΕφευρÝτης".
-"Γεννηθεßς: εννιακüσια χρüνια προ Χριστοý. Δημοτικü: Παρßσι, 1783. ΓυμνÜσιο: Κßττυ Χüουκ, 1903, Αποφοßτηση, ξεκßνημα απü τη Γη στη ΣελÞνη: σÞμερα, αν θÝλει ο Θεüς, πρþτη Αυγοýστου 1971. ΘÜνατος κι ενταφιασμüς, καλþς εχüντων των πραγμÜτων: 'Αρης, καλοκαßρι του 1999, χρονιÜ της ΕορτÞς του Κυρßου".
¸πειτα ξýπνησε..
Σε λßγο διασχßζοντας την Ýρημο ΤαρμÜκ, Üκουσε κÜποιον να ξεφωνßζει...
Δε μποροýσε να ξεχωρßσει αν υπÞρχε κανεßς πßσω του. Κι αν Þτανε μια φωνÞ Þ πολλÝς, αν Þτανε νεανικÝς φωνÝς Þ γερασμÝνες, αν Þτανε κοντÜ Þ μακριÜ, αν δυνÜμωναν Þ αν κüπαζαν, αν του ψιθýριζαν Þ αν του φωνÜζανε και τα τρßα καινοýρια του ονüματα, οýτε κι αυτü μποροýσε να ξεχωρßσει. Δε στρÜφηκε να δει.
Γιατß ο Üνεμος δυνÜμωνε σιγÜ σιγÜ και τον Ýσπρωχνε αμετÜκλητα μες στην Ýρημο, προς τα εκεß που τονε περßμενε, σημαδεýοντας τον ουρανü, ο πýραυλος.
"Icarus Montgolfier Wright" (1956)
ΜετÜφραση: Φþντας Κονδýλης
-----------------------------------------
Χρυσαλλßδα
Ο Ρüκγουελ σιχαινüτανε το δωμÜτιο. Μýριζεν απαßσια. ¼χι τüσο γιατß ο Μακ ΓκουÜιρ βρωμοκοποýσε μπýρα, üχι τüσο γιατß η απλυσιÜ του ΧÜρτλεû σου 'κοβε την ανÜσα, üσο γι' αυτÞ την Ýντονη βρþμα -μια βρþμα σÜπιου εντüμου- που σκüρπιζε γýρω του το παγωμÝνο σþμα του Σμιθ, Ýτσι που κειτüτανε γυμνü και γεμÜτο πρÜσινες κηλßδες, πÜνω στο χειρουργικü τραπÝζι. Κι ακüμα, υπÞρχε διÜχυτη μυρωδιÜ απü λÜδι και γρÜσο που σκüρπιζε ολüγυρα Ýν' ακατανüητο μηχÜνημα, που γυÜλιζε σε μια γωνιÜ του μικροý δωματßου.
Ο Üνθρωπος Σμιθ Þτανε πια πτþμα. Ο Ρüκγουελ σηκþθηκε νευριασμÝνος απü το κÜθισμÜ του κι Ýβαλε το στηθοσκüπιο στη τσÜντα του:
-"ΠρÝπει να γυρßσω στο νοσοκομεßο. ΒιÜζομαι. Καταλαβαßνει ΧÜρτλεû. Ο Σμιθ Ýχει οχτþ þρες πεθαμÝνος. Αν χρειαστεßς πιüτερα στοιχεßα, προχþρησε στη νεκροψßα".
ΣταμÜτησε να μιλÜ καθþς ο ΧÜρτλεû ýψωνε Ýνα τρεμÜμενο, κοκαλιÜρικο χÝρι, δεßχνοντας το πτþμα, αυτü το πτþμα με το εýθραυστο πρÜσινο κÝλυφος που 'χεν απλωθεß και κÜλυπτε τþρα κÜθε ßντσα απü τη σÜρκα του:
-"ΕξÝτασÝ τον πÜλι, Ρüκγουελ. ΒγÜλε το στηθοσκüπιο. Μια τελευταßα φορÜ. Σε παρακαλþ!"
Ο Ρüκγουελ Ýκανε να διαμαρτυρηθεß, μα αναστÝναξε. ΞανακÜθισε κι Ýβγαλε το στηθοσκüπιο. Τι Üλλο θα μποροýσε να κÜνει. Ο ΧÜρτλεû Þταν συνÜδελφος. ΠρÝπει να φÝρεσαι ευγενικÜ στους συναδÝλφους σου γιατροýς. Ν' ακουμπÜς το στηθοσκüπιο σε μια παγωμÝνη πρÜσινη σÜρκα και να υποκρßνεσαι πως ακοýς...
Το μικρü αδιüρατα φωτισμÝνο δωμÜτιο Ýσκασε γýρω του. ¸σκασε και διαλýθηκε σ' Ýνα και μüνο πρÜσινο, παγωμÝνο σφυγμü. Χτýπησε σα γροθιÜ τ' αφτιÜ του Ρüκγουελ. Τονε χτýπησε. Εßδε τα ßδια του τα δÜχτυλα να τρÝμουνε καθþς Üγγιζαν το Üκαμπτο σþμα. 'Aκουσε κÜτι σα χτýπο καρδιÜς. ΒαθιÜ μες στο πρÜσινο κορμß, Üκουσε τη καρδιÜ να χτυπÜ. Μια φορÜ! Ακοýστηκε σαν ηχþ μες σε θαλÜσσιους βυθοýς. Ο Σμιθ Þταν νεκρüς. Δßχως ανÜσα, πετρωμÝνος. ΑλλÜ στο βÜθος αυτÞς της νÝκρας, η καρδιÜ του ζοýσε. Ζοýσε, και σÜλευε σα μικροσκοπικü αγÝννητο βρÝφος!
Τα νευρικÜ, χειρουργικÜ δÜχτυλα του Ρüκγουελ κινÞθηκαν με γρηγορÜδα. ¸σκυψε μπρος το κεφÜλι. Εßχε μαýρα μαλλιÜ με γκρßζες αποχρþσεις κι Ýνα κανονικü, Þρεμο κι ευχÜριστο κεφÜλι. Πλησßαζε τα τριανταπÝντε. 'Ακουγε συνÝχεια μες απü το στηθοσκüπιο. Κρýος ιδρþτας κυλοýσε στα απαλÜ μÜγουλÜ του. Ο σφυγμüς Þτανε κÜτι που δε μποροýσε να πιστÝψει. ΚÜθε τριανταπÝντε δευτερüλεπτα, Ýνας χτýπος καρδιÜς. Κι η ανÜσα του Σμιθ -πως να το πιστÝψεις πÜλι αυτü;- Ýβγαινε αδýναμη σα πνοÞ ανÝμου κÜθε τÝσσερα δευτερüλεπτα. Κßνηση πνευμüνων, αδιüρατη. Θερμοκρασßα; ΕξÞντα βαθμοß. Ο ΧÜρτλεû γÝλασε. Δεν Þταν γÝλιο χαρÜς. ¹ταν ηχþ πιο πολý που εßχε χαθεß.
-"Ζει λοιπüν!" εßπε κουρασμÝνα. "Ζει! Μ' Ýκανε κι απελπßστηκα πολλÝς φορÝς. Του Ýκανα ενÝσεις μ' αδρεναλßνη για να τονþσω αυτü το σφυγμü, αλλÜ δεν Ýφερε κανÝνα αποτÝλεσμα. Δþδεκα βδομÜδες εßναι σ' αυτÞ τη κατÜσταση. Κι οýτε μποροýσα πια να τη κρατÞσω μυστικÞ. Να γιατß σου τηλεφþνησα Ρüκγουελ. Ο Σμιθ πως να στο πω, εßναι κÜτι αφýσικο!"
Κι αυτü το αφýσικο του πρÜγματος αναστÜτωσε τον Ρüκγουελ. ¸νιωθε τþρα μια ανεξÞγητη ταραχÞ. ΠροσπÜθησε ν' ανοßξει τα βλÝφαρα του Σμιθ. Δε μπüρεσε. Γιατß τα βλÝφαρÜ του Þτανε κολλημÝνα απü μια ινþδη μεμβρÜνη. Η ßδια μεμβρÜνη Ýνωνε και τα χεßλη του. Η ßδια μεμβρÜνη Ýκλεινε και τα ρουθοýνια του. Πως μποροýσε λοιπüν ν' αναπνÝει;
-"Κι üμως αναπνÝει", εßπε ο Ρüκγουελ μουδιασμÝνος κι Ýνιωσε το στηθοσκüπιο να του πÝφτει απü τα χÝρια. Το σÞκωσε, κι εßδε τα δÜχτυλÜ του: Ýτρεμαν.
Ο ΧÜρτλεû, πανýψηλος, κοκαλιÜρης, Ýσκυψε νευρικÜ πÜνω απü το τραπÝζι.
-"Ο Σμιθ δεν Þθελε να σε φωνÜξω. Ωστüσο, εγþ σου τηλεφþνησα. Ο Σμιθ με προειδοποßησε πριν απü μιαν þρα. Δε Þθελε να 'ρθεις".
Τα μÜτια του Ρüκγουελ Üνοιξαν θεüρατα μες σε πυρετικοýς μαýρους κýκλους.
-"Πως σε προειδοποßησε; Αφοý δε μπορεß να κουνηθεß!"
Το πρüσωπο του ΧÜρτλεû, αιχμηρü σα ξυριστικÞ λεπßδα, σαγüνι μυτερü, μικρÜ αλλÞθωρα μÜτια, συσπÜστηκε νευρικÜ.
-"Ο Σμιθ... σκÝφτεται. Κι εγþ γνωρßζω τις σκÝψεις του. ΦοβÜται üτι θα τον εκθÝσεις στον κüσμο. Με μισεß. Γιατß; ΘÝλω να τον σκοτþσω! Να γιατß! Και μÜλιστα αυτÞ τη στιγμÞ". Ο ΧÜρτλεû Ýψαχνε στα τυφλÜ μÝσα στο λεκιασμÝνο σακÜκι του να βρει το πιστüλι, Ýνα πιστüλι απü γαλÜζιο ατσÜλι. "ΜÜρφυ πÜρτο αυτü. ΠÜρτο, προτοý τ' αδειÜσω πÜνω στο βρωμερü κορμß του Σμιθ!"
Ο ΜÜρφυ οπισθοχþρησε, μ' Ýντρομο το παχý, κüκκινο πρüσωπü του.
-"Δεν αγαπþ τα üπλα. ΠÜρτο εσý Ρüκγουελ".
Κι ο Ρüκγουελ, σα να Þταν κοφτερü νυστÝρι η φωνÞ του, εßπε:
-"ΠÝταξε το περßστροφο ΧÜρτλεû. Παραλογßζεσαι! Κι εßναι φυσικü Ýπειτα απü τρεις μÞνες που περιποιεßσαι Ýναν Üρρωστο. ¸χεις ανÜγκη απü ýπνο". ¸γλειψε τα χεßλη του. "Ποια εßναι η αρρþστια του Σμιθ;"
Ο ΧÜρτλεû Ýγειρε προς τα πßσω. Το στüμα του μισÜνοιξε, προφÝροντας αργÜ μερικÝς λÝξεις. Ο Ρüκγουελ νüμισε üτι τον Ýπαιρνε ο ýπνος.
-"¼χι αρρþστια, üχι", κατÜφερε να ψελλßσει: "Δε ξÝρω τι εßναι. Μα Ýνιωσα... πως να στο πω... να ζηλεýω, üπως ζηλεýει το μικρü παιδß üταν γεννιÝται το αδερφÜκι του. ΚÜτι λÜθος συμβαßνει με τον Σμιθ. ΚÜτι κακü. ΒοÞθησÝ με. Σε παρακαλþ, βοÞθησÝ με!"
-"Μα φυσικÜ", εßπε ο Ρüκγουελ χαμογελþντας: "Θα τον πÜμε στη δικÞ μου κλινικÞ. Δεν υπÜρχει κανεßς. Κι εßναι νομßζω το πιο κατÜλληλο μÝρος να τον υποβÜλλουμε σε εξονυχιστικÞ εξÝταση, γιατß βÝβαια... βÝβαια... ο Σμιθ εßναι το πιο απßστευτο φαινüμενο στην ιστορßα της ιατρικÞς. Τα πτþματα δεν ενεργοýν μ' αυτü τον τρüπο!" Δεν συνÝχισε παρακÜτω.
Ο ΧÜρτλεû σημÜδευε κιüλας με το περßστροφü του το στομÜχι του Ρüκγουελ.
-"Περßμενε! Περßμενε! Δεν... δεν πιστεýω να θÜψεις τον Σμιθ. Νüμιζα üτι θα με βοηθοýσες. Ο Σμιθ δεν εßναι καλÜ. Τον θÝλω σκοτωμÝνο! Εßναι επικßνδυνος! ΞÝρω πως εßναι!"
Τα βλÝφαρα του Ρüκγουελ πετÜρισαν. ¹τανε φανερü πια. Ο ΧÜρτλεû υπÝφερε απü ψυχονεýρωση. Δεν Þξερε τι Ýλεγε. Ο Ρüκγουελ ορθþθηκε μπροστÜ του, νιþθοντας μÝσα του Þρεμος και ψυχρüς.
-"Αν σκοτþσεις τον Σμιθ, θα σε καταγγεßλω για Ýγκλημα. ¸χεις πÜθει υπερκüπωση. ΔιανοητικÞ και ψυχικÞ. ΠÝταξε το πιστüλι απü τα χÝρια σου". Κοßταζαν στα μÜτια ο Ýνας τον Üλλο. Προχþρησε Þρεμα προς αυτüν, πÞρε το περßστροφο και τονε χτýπησε απαλÜ στη πλÜτη, απαλÜ και με κατανüηση. ¸πειτα Ýδωσε το περßστροφο στον ΜÜρφυ, που το κοßταζε σα να φοβüταν μÞπως το δαγκþσει. "ΚÜλεσε το νοσοκομεßο ΜÜρφυ. Θα πÜρω Üδεια μια βδομÜδα. ºσως και περισσüτερο. Πες τους üτι θα κÜνω Ýρευνες στη κλινικÞ μου". Το κüκκινο, πλατý πρüσωπο του ΜÜρφυ, σκυθρþπιασε:
-"Τι να το κÜνω τοýτο το περßστροφο;" Ο ΧÜρτλεû Ýκλεισε με πÜταγο τα δüντια του, ερμητικÜ.
-"ΦýλαξÝ το. Θα σου χρειαστεß... αργüτερα".
Ο Ρüκγουελ Ýνιωθε τη λαχτÜρα να φωνÜξει δυνατÜ στον κüσμο πως Þταν ο μüνος Üνθρωπος πÜνω στη Γη που 'χε στη κατοχÞ του το πιο αλλüκοτο ανθρþπινο ον στην ιστορßα. Ο Þλιος Ýλαμπε μες στο Ýρημο δωμÜτιο της κλινικÞς που ο Σμιθ, δßχως λÝξη να λÝει, κεßτονταν ασÜλευτος στο τραπÝζι, με κεßνο τ' üμορφο πρüσωπο του να 'χει παγþσει σε πρÜσινη, απαθÞ Ýκφραση. Προχþρησε Þρεμα μες στο δωμÜτιο. ¸βγαλε το στηθοσκüπιο και τ' ακοýμπησε πÜνω στο πρÜσινο στÞθος. 'Ακουσε το στηθοσκüπιο να βγÜζει παρÜξενο Þχο, üμοιο με τον Þχο που βγÜζει το μÝταλλο σα το χτυπÜς σ' Ýνα σκαθÜρι. Ο Μακ ΓκουÜιρ, üρθιος στο πλÜι, κοßταζεν αβÝβαια το σþμα του Σμιθ. Η ανÜσα του βρωμοκοποýσε. Πριν απü λßγο εßχε πιει αναρßθμητα μπουκÜλια μπýρα. Ο Ρüκγουελ Üκουγε με οδυνηρÞ Ýνταση.
-"ºσως να ταρακουνÞθηκε απü το νοσοκομειακü..." εßπε, κι αμÝσως Ýβγαλε μια κραυγÞ. Ευτυχþς, ο Μακ ΓκουÜιρ, με Ýνα βÞμα, βρÝθηκε πλÜι του.
-"Τι συμβαßνει;"
-"ΡωτÜς;" εßπε ο Ρüκγουελ κοιτÜζοντας γýρω του απελπισμÝνος. ¸πειτα Ýσφιξε τη γροθιÜ του: "Πεθαßνει ο Σμιθ!"
-"Πως το ξÝρεις; O ΧÜρτλεû εßπε üτι ο Σμιθ κÜνει τον ψüφιο κοριü. Στην Ýσκασε πÜλι..."
-"¼χι!" Ο Ρüκγουελ δοýλευε παρÜφορα τþρα πÜνω απü το σþμα του Σμιθ. ¸νεση, κι Üλλη Ýνεση. Κι αυτü το φÜρμακο! Και εκεßνο το φÜρμακο, οτιδÞποτε! ¼λα τα φÜρμακα. Μες στο σþμα του Σμιθ. Και να ορκßζεται. Δε μπορεß! ¸πειτα απ' üλη αυτÞ την αναστÜτωση δε θα τον Ýχανε τον Σμιθ. ¼χι! ¼χι τþρα. Το σþμα του Σμιθ τρανταζüταν ολüκληρο τþρα. ΖÜρωνε, τεντωνüταν, στριφογýριζε, Ýφτανε στη τÝλεια παραφροσýνη της κßνησης κι Ýβγαζε Ýναν Þχο σα να 'σκαγεν ηφαßστειο ξεχýνοντας λÜβα καυτÞ. Ο Ρüκγουελ πÜσχιζε να κρατÞσει την ψυχραιμßα του. Το 'βλεπε πια. Ο Σμιθ Þτανε σπÜνια περßπτωση. ΦυσιολογικÞ θεραπεßα δε σÞμαινε τßποτα γι' αυτüν. Τüτε λοιπüν; Τι;
Ο Ρüκγουελ κοιτοýσε. ΠÜνω στη σκληρÞ σÜρκα του Σμιθ Ýπεσε μια ηλιαχτßδα. ΖεστÞ ηλιαχτßδα. 'Αστραψε για μια στιγμÞ κι Ýσταζε πÜνω του αφοý ακροζυγιÜστηκε στην Üκρη του στηθοσκοπßου. Ο Þλιος. Καθþς κοιτοýσε, σýννεφα σκÝπασανε τον ουρανü. Κρýψανε τον Þλιο. Το δωμÜτιο σκοτεßνιασε. Το σþμα του Σμιθ ακινητοποιÞθηκε μες στη σιγÞ. ΣβÞσανε κι οι ηφαιστειακÝς παλßρροιες.
-"Μακ ΓκουÜιρ! Κλεßσε τις γρßλιες!" Ο Μακ ΓκουÜιρ τις Ýκλεισε. Η καρδιÜ του Σμιθ χτυποýσε αργÜ, πολý αργÜ τþρα, ρυθμßζοντας τους χτýπους της στη σπÜνια συχνüτητα της αναπνοÞς. "Ο Þλιος του κÜνει κακü. Εξουδετερþνει κÜποια λειτουργßα. Δεν ξÝρω τι ακριβþς, οýτε πως γßνεται κÜτι τÝτοιο, πÜντως του κÜνει κακü..." Ο Ρüκγουελ ησýχασε: "Θε μου θα 'ταν τρομερü να χÜσω τον Σμιθ. Για τßποτα στον κüσμο δε θα το 'θελα. Ο Σμιθ εßναι διαφορετικüς. Ενεργεß με τα δικÜ του κριτÞρια, εßν' ικανüς να κÜνει πρÜγματα που οι Üνθρωποι δε τα κÜνανε ποτÝ. ΞÝρεις κÜτι ΜÜρφυ;"
-"Τι;"
-"Ο Σμιθ δε νιþθει καμιÜ αγωνßα. Οýτε κι εßν' Ýτοιμος να πεθÜνει. Δε θα 'νιωθε καλýτερα πεθαμÝνος κι ας λÝει ο ΧÜρτλεû ü,τι θÝλει. Χτες βρÜδυ, καθþς τονε τοποθετοýσα πÜνω στο φορεßο για να τον μεταφÝρω στη κλινικÞ, κατÜλαβα ξαφνικÜ πως με συμπαθεß".
-"Δεν εßμαστε καλÜ! Πρþτα ο ΧÜρτλεû. Και τþρα συ. Πως το ξÝρεις üτι ο Σμιθ σε συμπαθεß. Σου το 'πε;"
-"Δε μου το 'πε. Αλλ' η συνεßδησÞ του λειτουργεß κÜτω απ' αυτÞ τη σκληρÞ σÜρκα. ¸χει επßγνωση ο Σμιθ. Ναι αυτü εßναι! ¸χει επßγνωση. Το πρÜγμα εßναι ξεκÜθαρο κι απλü. Ο Σμιθ παραλýει σιγÜ-σιγÜ. Σε λßγο θα πεθÜνει. Εßναι βδομÜδες τþρα που δεν Ýφαγε τßποτα. ¸τσι εßπε ο ΧÜρτλεû. Τονε συντηροýσε μ' ενδοφλÝβιους οροýς ως τη στιγμÞ που σκλÞρυνε τüσο πολý το πετσß του, þστε η βελüνα δε μποροýσε πια να τονε τρυπÞσει".
Τρßζοντας, Üνοιξε σιγÜ η πüρτα του θαλÜμου. ΣÞκωσε τα μÜτια του ο Ρüκγουελ κι εßδε τον ΧÜρτλεû, με ξεκοýραστο το τραχý του πρüσωπο Ýπειτα απü τüσες þρες ýπνο, με τα ßδια κεßνα γκριζüμαυρα μÜτια του, εχθρικü, να στÝκεται πανýψηλος στη πüρτα.
-"Αν φýγετε απü το θÜλαμο", εßπε σιγÜ, "θα καταστρÝψω τον Σμιθ μÝσα σε λßγα δευτερüλεπτα. Λοιπüν; Τι Ýχετε να πεßτε;"
-"Μη κÜνεις βÞμα!" εßπεν ο Ρüκγουελ και προχþρησε προς τον ΧÜρτλεû. ¸βραζε μÝσα του: "ΚÜθε φορÜ που θα 'ρχεσαι 'δþ μÝσα πρÝπει να σ' υποβÜλω σ' Ýρευνα. ΕιλικρινÜ, δε σου 'χω εμπιστοσýνη". Τον Ýψαξε. Δε βρÞκε üπλο. "Γιατß δεν μου εßπες τßποτα για τον Þλιο;"
-"Ε;" ΑργÜ κι απαλÜ του ξÝφυγε η λÝξη: "Α... βÝβαια! Το ξÝχασα. ΠροσπÜθησα να μετακινÞσω τον Σμιθ πριν απü πολλÝς βδομÜδες. Ο Þλιος τον χτýπαγε κι εßχε αρχßσει να πεθαßνει πραγματικÜ. Και φυσικÜ, σταμÜτησα τη προσπÜθεια να τον μετακινÞσω. ¸δινε την εντýπωση πως Þξερε τι θα συνÝβαινε. Αüριστα. ºσως και να το 'χε σχεδιασμÝνο. Δεν εßμαι σßγουρος. ¼σο μιλοýσε ακüμα κι Ýτρωγε σα λιμασμÝνος, πριν να πετρþσει τελεßως το κορμß του, μου σýστησε να μη τον μετακινÞσω επß δþδεκα βδομÜδες. Εßπε πως δεν του Üρεσε ο Þλιος. Εßπε πως ο Þλιος θα κατÝστρεφε τη ζωÞ. Εγþ νüμιζα πως αστειευüταν. Δεν αστειευüταν! ¸τρωγε σα ζþο, σα πεινασμÝνο, Üγριο ζþο που 'χε πÝσει σε κþμα. Και τþρα εδþ..." Ο ΧÜρτλεû σα να τονε καταρÜστηκε μες απü τα δüντια του: "ΜακÜρι να τον αφÞνατε στον Þλιο þσπου να ψοφÞσει".
Ο Μακ ΓκουÜιρ κινÞθηκε με τα διακüσια πενÞντα του κιλÜ.
-"'Ακουσε 'δþ. Αν προφτÜσουμε την αρρþστια του Σμιθ;" O ΧÜρτλεû κοßταξε το σþμα κι οι κüρες των ματιþν του μßκρυναν:
-"Ο Σμιθ δεν εßν' Üρρωστος. Μη μου πεßτε πως δεν αναγνωρßζετε τη σÞψη üταν την αντικρßσετε! Εßναι σα τον καρκßνο. Τον καρκßνο δεν τονε προλαβαßνεις, κληρονομεßς μια τÜση. Δεν Üρχισα να φοβÜμαι και να μισþ τον Σμιθ παρÜ πριν απü μια βδομÜδα, üταν ανακÜλυψα πως αναπνÝει κι υπÜρχει και συντηρεßται θαυμÜσια με σφραγισμÝνα τα ρουθοýνια και το στüμα. Δεν εßναι δυνατü να συμβαßνει κÜτι τÝτοιο. Δε πρÝπει να συμβαßνει!"
-"Τι θα συμβεß", Üρχισε να λÝει ο Μακ ΓκουÜιρ με τρεμÜμενη φωνÞ, "τι θα συμβεß αν εσý, εγþ κι ο Ρüκγουελ, γßνουμε πρÜσινοι ξαφνικÜ και μια πανοýκλα σαρþσει τη χþρα, μου λες;"
-"Τüτε", απÜντησεν ο Ρüκγουελ, "αν δεν κÜνω λÜθος, -ßσως και να κÜνω δηλαδÞ-, θα πεθÜνω. Αλλ' αυτü δε με φοβßζει καθüλου". ¸στριψε τη πλÜτη του στον Σμιθ και συνÝχισε τη δουλειÜ του.
Μια καμπÜνα. Δυο καμπÜνες. ΔÝκα, εßκοσι καμπÜνες, εκατü! Χßλιες! ΧιλιÜδες χιλιÜδων ηχηρÝς, θεüρατες, μεταλλικÝς καμπÜνες. ΓεννημÝνες στη στιγμÞ μες απü τη σιωπÞ, εκκωφαντικÝς, σκορπßζοντας στο χÜος το ουρλιαχτü τους. Χτυπþντας, τραγουδþντας με δυνατÝς και χαμηλÝς φωνÝς, τενüροι, μπÜσοι κι υψßφωνοι. ΤερÜστια γλωσσßδια που χτυπÜνε το μÝταλλο κι αναρριπßζουνε τον αγÝρα με το τρεμουλιαστü κýμα του Þχου! Μ' üλες μαζß κεßνες τις καμπÜνες να χτυποýν, ο Σμιθ δε μπüρεσε αμÝσως να καταλÜβει που βρισκüταν. ¹ξερε πως δε μποροýσε να δει -Þτανε σφραγισμÝνα τα βλÝφαρα του-, Þξερε πως δεν μποροýσε να μιλÞσει -Þτανε σφραγισμÝνα τα χεßλη του. Τα αφτιÜ του εßχανε κλεßσει ερμητικÜ, μα οι καμπÜνες σφυροκοποýσανε την ακοÞ του. Δεν μποροýσε να δει. Μα, ναι, βÝβαια, μποροýσε! Κι Þτανε σα να βρισκüτανε στο βÜθος μιας μικροσκοπικÞς μαυροκüκκινης σπηλιÜς, σÜμπως τα μÜτια του να στραφÞκανε προς τα μÝσα πÜνω στο κρανßο του. Κι αγωνιζüταν να κουνÞσει τη γλþσσα του και ξαφνικÜ, πασχßζοντας να ξεφωνßσει, κατÜλαβε üτι δεν εßχε γλþσσα κι üτι στη θÝση της υπÞρχε Ýνα κενü, Ýνα κενü που γýρευε μια γλþσσα, μα δε μποροýσε να την αποκτÞσει αυτÞ τη συγκεκριμÝνη στιγμÞ. Δεν εßχε γλþσσα λοιπüν. ΠαρÜξενο. Μα πως; ΠροσπÜθησε να σταματÞσει τις καμπÜνες. Κι οι καμπÜνες σταμÜτησαν, ευλογþντας τον με μια σιγÞ που τονε τýλιξε σε μια κρýα κουβÝρτα. ΠαρÜξενα πρÜγματα συντελοýνταν. ΠαρÜξενα. ΠροσπÜθησε να κουνÞσει κÜποιο δÜχτυλο, μα εßχε χÜσει τον Ýλεγχο. ¸να πüδι, Ýνα χÝρι, το κεφÜλι του, οτιδÞποτε. Τßποτε δε μποροýσε να κουνηθεß. Κορμß, μÝλη, ασÜλευτα, παγωμÝνα μÝσα σ' Ýνα στενüμακρο χþρο που 'χε τις διαστÜσεις φÝρετρου.
¸πειτα απü λßγο, Þρθε η ανÞκουστη ανακÜλυψη πως δεν ανÝπνεε πια.
"ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ!" κραýγασε. ΜÝσα του κραýγασε κι αυτÞ η εγκεφαλικÞ κραυγÞ ρουφÞχτηκε βαθιÜ, αναδιπλþθηκε, σβüλιασε και ταξßδεψε ρÜθυμα για να χαθεß σ' Ýνα μαυροκüκκινο αφρü. Σ' Ýνα κüκκινο, κοιμισμÝνο αφρü που αργÜ κι υπνωτισμÝνα τýλιξε τη κραυγÞ, τη στραγγÜλισε και την εξαφÜνισε, ανακουφßζοντας τον Σμιθ. "Δε φοβÜμαι", σκÝφτηκε. "Καταλαβαßνω αυτü που δεν καταλαβαßνω. Καταλαβαßνω πως δε φοβÜμαι κι ωστüσο δε ξÝρω γιατß. Δßχως γλþσσα, δßχως μýτη, δßχως πνεýμονες". ¼μως αυτÜ θα 'ρχονταν αργüτερα. Ναι οπωσδÞποτε θα 'ρχονταν, γιατß τþρα συνÝβαιναν μÝσα του παρÜξενα πρÜγματα...
Μες απü τους πüρους του κορμιοý του, δηλαδÞ μÝσα απü το κÝλυφος που κÜλυπτε το κορμß του, γλßστρησε σα βροχÞ ποτιστικÞ που φτÜνει ως τ' απüμακρα κýτταρÜ του δßνοντÜς του ζωÞ. Ανασαßνοντας μες απü δισεκατομμýρια βρÜγχια, εισπνÝοντας οξυγüνο, Üζωτο, υδρογüνο και διοξεßδιο του Üνθρακος. ΚατÜπληκτος. Η καρδιÜ του... η καρδιÜ του Üραγε χτυποýσε ακüμα; Μα βÝβαια χτυποýσε! ΑργÜ-αργÜ, πολý αργÜ. Κι Ýνας κοκκινωπüς, αμυδρüς ψιθυρισμüς, σα κýμα, Ýνα ποτÜμι που τονε τυλßγει παντοýθε, αργÜ, κι ακüμα πιο αργÜ, πιο αργÜ. Τι ωραßα! Τι Üνετα!
Οι κýβοι του θαυμÜσιου παιχνιδιοý συναρμολογÞθηκαν σιγÜ-σιγÜ και σταθερÜ, üσο κυλοýσαν οι μÝρες και γßνονταν βδομÜδες. Ο Μακ ΓκουÜιρ βοηθοýσε. ¹τανε χειροýργος που 'χεν αποσυρθεß κι εßχε χρηματßσει γραμματÝας του Ρüκγουελ για πολλÜ χρüνια. Δε πρüσφερε βÝβαια και τßποτα σπουδαßο, μα Þτανε καλüς για συντροφιÜ. Ο Ρüκγουελ παρατÞρησε üτι ο Μακ ΓκουÜιρ Ýκανε χοντρÜ αστεßα σε βÜρος του Σμιθ. Και μ' Ýναν αφýσικο εκνευρισμü. Προσπαθþντας να διατηρÞσει την ψυχραιμßα του. Μια μÝρα, üμως, ο Μακ ΓκουÜιρ σταμÜτησε το καλοσκÝφτηκε και μßλησε σÝρνοντας τη φωνÞ του:
-"Χε! Τþρα μου 'ρθε! Ο Σμιθ εßναι ζωντανüς. ¸πρεπε να 'ναι πεθαμÝνος. Μα εßναι ζωντανüς. Ο Θεüς να βÜλει το χÝρι του!" Ο Ρüκγουελ χαμογÝλασε:
-"Μα τι νομßζεις; ¼τι χαζεýω; Την Üλλη βδομÜδα, θα φÝρω Ýν' ακτινοσκοπικü μηχÜνημα και θ' ανακαλýψω τι κρýβεται κÜτω απü το κÝλυφος του Σμιθ". Ο Ρüκγουελ πÞγε να τρυπÞσει το κÝλυφος με μια βελüνα. Κι η βελüνα Ýσπασε πÜνω στο σκληρü üστρακο. ΠροσπÜθησε μ' Üλλη βελüνα κι Üλλη, þσπου στο τÝλος τα κατÜφερε. Τρýπησε το κÝλυφος, πÞρε αßμα και το 'βαλε στο μικροσκüπιο. ¸πειτα απ' þρες, Ýσπρωξεν Þρεμα Ýν' üροτεστ κÜτω απü τη μýτη του Μακ ΓκουÜιρ και μßλησε γρÞγορα: "ΘεÝ μου, δε μπορþ να το πιστÝψω. Το αßμα του εßναι μικροβιοκτüνο. ¸χυσα μÝσα του μια ποσüτητα στρεπτüκοκκων κι ο στρεπτüκοκκος εξοντþθηκε μÝσα σ' οχτþ δευτερüλεπτα! ¼ποια αρρþστια κι αν ρßξεις μες στο αßμα του, ο Σμιθ τις εξοντþνει üλες!"
Απü κει κι Ýπειτα, ως τη στιγμÞ κι Üλλων ανακαλýψεων, Þτανε ζÞτημα ωρþν. Ο Ρüκγουελ Ýμενε ξÜγρυπνος στριφογυρßζοντας στο κρεβÜτι του κι Ýμενε Ýκθαμβος καθþς ταξινομοýσε μια-μια, θεωρητικÜ, τις απßστευτες εκεßνες ιδÝες. Λüγου χÜρη...
ΜÝχρι πρüσφατα ο ΧÜρτλεû τÜιζε καθημερινÜ τον Σμιθ μ' ενδοφλÝβιες τροφÝς. Οýτε μια απü αυτÝς τις τροφÝς δεν εßχε καταναλωθεß! Αντßθετα, üλες εßχαν αποθηκευτεß, üχι βÝβαια σε τßποτα λιπαρÜ στρþματα, αλλÜ με μια ολωσδιüλου ασυνÞθιστη λýση: σε Ýνα ακτινικü υγρü υψηλÞς συμπýκνωσης μες στο αßμα του Σμιθ. Μια ουγκιÜ απü το υγρü αυτü μποροýσε να θρÝψει επß τρεις μÞνες Ýναν Üνθρωπο. Κυκλοφοροýσε μες σ' ολüκληρο το σþμα þσπου να χρειαστεß σε μια κατÜλληλη στιγμÞ και να χρησιμοποιηθεß. Πιο εξυπηρετικü κι απü το λßπος. Πολý πιο εξυπηρετικü! Ο Ρüκγουελ φλεγüταν απ' αυτÞ την ανακÜλυψη. ΜÝσα στο αßμα του Σμιθ Þταν αποθηκευμÝνο τüσον ακτινικü υγρü, üσο Ýφτανε για να κρατÞσει μÞνες. Ο Μακ ΓκουÜιρ üταν του το εßπε, κοßταξε με θλßψη τη θεüρατη κοιλιÜ του.
-"ΜακÜρι να μποροýσα κι εγþ ν' αποθηκÝψω μ' αυτü τον τρüπο τη τροφÞ μου". ΑλλÜ δεν Þταν μüνο αυτü. Ο Σμßθ χρειαζüταν ελÜχιστο αÝρα. Φαßνεται πως τον εξασφÜλιζε με κÜποια οσμωτικÞ διαδικασßα μÝσω του δÝρματος. Και χρησιμοποιοýσε ακüμα και το τελευταßο μüριο απ' αυτü τον αÝρα. ¼χι σπατÜλες.
-"Και βÝβαια", τελεßωσε τις εξηγÞσεις ο Ρüκγουελ, "η καρδιÜ του... ναι, σου φαßνεται απßθανο, η καρδιÜ του καθþς δεßχνει, μπορεß να ξεκουρÜζεται üποτε θÝλει..."
-"ΔηλαδÞ;"
-"Να σταματÜ. Να σταματÜ εντελþς!"
-"Μα τüτε θα πÝθαινε!" εßπε ο Μακ ΓκουÜιρ.
-"Για σÝνα και για μÝνα, ναι! Για τον Σμιθ, ßσως! Δεν εßναι βÝβαιο. ºσως...ΣκÝψου το, Μακ ΓκουÜιρ. Συνοψßζω: στον Σμιθ, υπÜρχει Ýνα σýστημα αυτοκαθαρισμοý του αßματος που δεν απαιτεß εξωτερικÞν ανανÝωση, αλλÜ διαθÝτει εσωτερικÞν αυτÜρκεια που μπορεß να το συντηρÞσει επß μÞνες, μ' ελÜχιστες πιθανüτητες διαταραχÞς. Δε γßνεται η οποιαδÞποτε αποβολÞ Üχρηστης ýλης, επειδÞ ακριβþς το κÜθε μüριο χρησιμοποιεßται πλÞρως, αυτοεξελßσσεται κι εßναι Ýτοιμο να εξοντþσει οποιοδÞποτε ζωικü μικρüβιο. Κι ýστερα ο ΧÜρτλεû, μας μιλÜει γι' αποσýνθεση!"
Ο ΧÜρτλεû ταρÜχθηκε üταν Üκουσε τον Ρüκγουελ να του μιλÜει για τις ανακαλýψεις του. Μα δε σταμÜτησε να επιμÝνει πως ο Σμιθ εßχε μπει στο στÜδιο της αποσýνθεσης, üτι Þταν επικßνδυνος.
-"Πως μποροýμε να ξÝρουμε", εßπεν ο Μακ ΓκουÜιρ, "üτι δε πρüκειται για κÜποια σοýπερ-μικροσκοπικÞ ασθÝνεια που εξουδετερþνει üλα τ' Üλλα βακτηρßδια τη στιγμÞ που κατατρþει το θýμα του; 'Αλλωστε κι ο ελþδης πυρετüς χρησιμοποιεßται συχνÜ απü την ιατρικÞ για τη καταπολÝμηση της σýφιλης. Γιατß τÜχα να μη πρüκειται για Ýνα νÝο βÜκιλο που κατανικÜ üλους τους Üλλους;"
-"Αξιüλογη παρατÞρηση", εßπε ο Ρüκγουελ. "Δεν εßμαστε Üρρωστοι üμως. ¹ κÜνω λÜθος;"
-"Μπορεß ο βÜκιλος να επωÜζεται στα σþματÜ μας".
-"ΤυπικÞ ιατρικÞ απÜντηση, ξεπερασμÝνης σχολÞς. ΚαμιÜ σημασßα δεν Ýχει τι συμβαßνει σ' Ýναν Üνθρωπο. Ο Üνθρωπος χαρακτηρßζεται ασθενÞς, üταν διαφοροποιεßται απü τη πεπατημÝνη αντßληψη περß υγεßας. Αυτü εßναι δικÞ σου ιδÝα ΧÜρτλεû", εßπε ο Ρüκγουελ, "üχι δικÞ μου. Οι γιατροß δεν ικανοποιοýνται παρÜ μüνο üταν φτÜνουν στη διÜγνωση και ταξινομοýν τη κÜθε περßπτωση ξεχωριστÜ. Εγþ πιστεýω πÜντως üτι ο Σμιθ εßν' υγιÞς πÝρα για πÝρα. Τüσο υγιÞς μÜλιστα, þστε σε κÜνει να τονε φοβÜσαι..."
-"Εßσαι τρελüς", εßπεν ο Μακ ΓκουÜιρ.
-"Μπορεß. Δε νομßζω üμως üτι ο Σμιθ χρειÜζεται ιατρικÞ επÝμβαση. ΑπεργÜζεται τη δικÞ του σωτηρßα. Εσý πιστεýεις üτι ο Σμιθ Ýχει μπει στο στÜδιο της αποσýνθεσης. Εγþ λÝω πως ...αναπτýσσεται".
-"Κοßτα το δÝρμα του", γκρßνιαξε ο Μακ ΓκουÜιρ.
-"Πρüβατο κÜτω απü δÝρμα λýκου. Εξωτερικþς, η σκληρÞ, εýθραυστη επιδερμßδα. Εσωτερικþς, μια ρυθμισμÝνη στην εντÝλεια αναδιοργÜνωση, μια αλλαγÞ. Γιατß; Θαρρþ πως βρßσκομαι στα πρüθυρα της ανακÜλυψης. ΑυτÝς οι αλλαγÝς μες στο σþμα του Σμιθ εßναι τüσο βßαιες, þστε χρειÜζονται Ýνα κÝλυφος για να προστατεýει τη δραστικüτητÜ τους. Κι üσο για σÝνα ΧÜρτλεû, θα 'θελα να μου απαντÞσεις τßμια: üταν Þσουν νÝος, φοβüσουν Þ üχι τα Ýντομα, τις αρÜχνες κι üτι Üλλο ενοχλητικü;"
-"Ναι".
-"ΣυνεννοηθÞκαμε λοιπüν. Εδþ πρüκειται για φοβßα. Μια φοβßα που τη προτÜσσεις στη παρουσßα του Σμιθ. Κι αυτü εξηγεß την απÝχθειÜ σου για την αλλαγÞ του".
Τις επüμενες βδομÜδες, ο Ροκγουελ Üρχισε ν' ανασκαλεýει με πολλÞ προσοχÞ τη προηγοýμενη ζωÞ του Σμιθ. ΕπισκÝφτηκε το ηλεκτρονικü εργαστÞρι που εßχε προσληφθεß και στη συνÝχεια αρρþστησε. ΜπÞκε μες στο θÜλαμο που πÝρασε τις πρþτες βδομÜδες της "αρρþστιας" του, με τον ΧÜρτλεû στο πλευρü του. ΕξÝτασε προσεκτικÜ τα μηχανÞματα που βρßσκονταν εκεß, σε κÜποια γωνιÜ του θαλÜμου. Κι εκεßνο το μηχÜνημα, κÜτι του Ýλεγε... για κÜτι ακτινοβολßες...
Ο Ρüκγουελ φεýγοντας απü τη κλινικÞ του, κλεßδωσε τον Σμιθ κι Ýβαλε τον Μακ ΓκουÜιρ να φυλÜ τη πüρτα σε περßπτωση που ο ΧÜρτλεû θα 'κανε καμιÜ ανοησßα. Ο Σμιθ Þταν εικοσιτριþν ετþν. Οι λεπτομÝρειες της ζωÞς του Þταν απλÝς. Εßχε εργαστεß πειραματικÜ, επß πÝντε χρüνια, σε ηλεκτρονικÜ εργαστÞρια. ΠοτÝ στη ζωÞ του δεν αρρþστησε απü σοβαρÞ ασθÝνεια.
Καθþς περνοýσαν οι μÝρες, ο Ρüκγουελ παραδινüταν σ' ατελεßωτους περιπÜτους. Περπατοýσε μονÜχος πÜνω στην ξερÞ λÜσπη που Ýζωνε την κλινικÞ. Αυτü του Ýδινε καιρü να σκεφτεß και να τοποθετÞσει σε βÜσεις λογικÝς την απßστευτη θεωρßα που Ýπαιρνε σιγÜ-σιγÜ μες στο μυαλü του μια ενιαßα μορφÞ.
Κι Ýνα απομεσÞμερο σταμÜτησε πλÜι σε κÜποιο γιασεμß που Üνθιζε τη νýχτα Ýξω απü τη κλινικÞ, σηκþθηκε στις μýτες των ποδιþν, χαμογελþντας και ξεκüλλησε απü Ýνα ψηλü κλαδß κÜτι μαýρο κι αστραφτερü. Το κοßταξε για λßγο και το 'βαλε στη τσÝπη. ¸πειτα μπÞκε στο κτßριο της κλινικÞς. Φþναξε τον Μακ ΓκουÜιρ που βρισκüταν στη βερÜντα. Πßσω απü τον Μακ ΓκουÜιρ σερνüταν ο ΧÜρτλεû απειλþντας θεοýς και δαßμονες, γκρινιÜζοντας. Καθßσανε κι οι τρεις τους σε μιαν αßθουσα αναμονÞς κι ο Ρüκγουελ τους εßπε:
-"Ο Σμιθ δε πÜσχει απü τßποτα. Δεν εßναι Üρρωστος. Τα μικρüβια δε μποροýν να ζÞσουν στο κορμß του. Δε κατοικεßται απü νερÜúδες, οýτε απü υπερφυσικÜ τÝρατα που τονε γÝμισαν ολüκληρο. Αυτü το λÝω για να δεßξω üτι δεν Üφησα τßποτα που να μη το ερευνÞσω. Απορρßπτω κÜθε φυσιολογικÞ διÜγνωση για τον Σμιθ. Προτεßνω τη πιο σημαντικÞ, τη πιο ευκüλως αποδεκτÞ πιθανüτητα της... εμπρüθεσμης κληρονομικÞς μεταλλαγÞς".
-"ΜεταλλαγÞς;" Ýκανε ο Μακ ΓκουÜιρ μ' αλλüκοτη φωνÞ. Ο Ρüκγουελ Ýβγαλε απü την τσÝπη του το λαμπερü αντικεßμενο. Το σÞκωσε στο φως.
-"ΒρÞκα τοýτο το πραγματÜκι κολλημÝνο σ' Ýνα θÜμνο στο κÞπο. Αυτü ακριβþς θα ερμηνεýσει τÝλεια τη θεωρßα μου. Αφοý μελÝτησα τα συμπτþματα του Σμιθ, εξετÜζοντας το εργαστÞριü του κι Ýνα σωρü απü τοýτα τα μικρÜ πραγματÜκια" - Ýκανε παßζοντας στα δÜχτυλÜ του το μαýρο αντικεßμενο, "βεβαιþθηκα. Πρüκειται για μεταμüρφωση. Για διαφοροποßηση των κυττÜρων, γι' αλλαγÞ και μεταλλαγÞ Ýπειτα απü τη γÝννηση. Να η απüδειξη. ΠιÜστο. Αυτü εßναι ο Σμιθ".
Κι Üπλωσε το αντικεßμενο στον ΧÜρτλεû. Ο ΧÜρτλεû το πÞρε απü τα χÝρια του διστακτικÜ.
-"Αυτü εßναι χρυσαλßδα απü κÜμπια", εßπε. Ο Ρüκγουελ συμφþνησε μ' Ýνα κοýνημα του κεφαλιοý.
-"Ακριβþς", εßπε.
-"Δε πιστεýω να εννοεßς üτι ο Σμιθ εßναι... χρυσαλßδα;"
-"Μα δεν το εννοþ απλþς. Το διακηρýττω!" απÜντησεν ο Ρüκγουελ. Στεκüταν üρθιος πÜνω απü το σþμα του Σμιθ μες στο σκοτÜδι. Ο ΧÜρτλεû κι ο Μακ ΓκουÜιρ κÜθονταν Þρεμα μÝσα στο θÜλαμο του ασθενÞ κι Üκουγαν. Ο Ρüκγουελ Üγγιξε απαλÜ τον Σμιθ. "Ας υποθÝσουμε πως, απü την Üποψη της ζωÞς, υπÜρχει κÜτι περισσüτερο απü το να γεννηθεßς, να ζÞσεις εβδομÞντα χρüνια και να πεθÜνεις. Ας υποθÝσουμε üτι υπÜρχει Ýν' ακüμα μεγαλýτερο βÞμα σ' αυτü που λÝμε ζωικÞ ýπαρξη κι üτι ο Σμιθ εßν' ο πρþτος απü μας που το πραγματοποιεß. ΚοιτÜζοντας μια κÜμπια, διαπιστþνουμε πως τη θεωροýμε Ýν' αντικεßμενο στατικü. ¼μως η κÜμπια μεταλλÜζει και μεταμορφþνεται σε πεταλοýδα. Γιατß; Δεν υπÜρχουν τελεσßδικες θεωρßες για να το εξηγÞσουν. Η μεταμüρφωση αυτÞ αποτελεß βασικÜ μια πρüοδο, μιαν εξελικτικÞ πορεßα. Το ζÞτημα εßναι πως Ýν' υποθετικÜ αμετÜβλητον αντικεßμενο μεταβÜλλεται σ' Ýν' ενδιÜμεσον αντικεßμενο, εντελþς αγνþριστο, μεταβÜλλεται σε χρυσαλßδα απü üπου ξεπηδÜ η πεταλοýδα. ΕξωτερικÜ, η χρυσαλßδα δημιουργεß την εντýπωση πως εßναι κÜτι νεκρü. Αυτü εßναι παραπλανητικü. Ο Σμιθ, üπως βλÝπετε, μας παραπλÜνησε. ΕξωτερικÜ εßναι νεκρüς. ΕσωτερικÜ üμως, περιδινÞσεις υγρþν ανασκευÞ των κυττÜρων, χημικÝς αναστατþσεις, μια κρυφÞ προετοιμασßα για Ýναν Üγριο σκοπü. Απü σκουλÞκι σε κουνοýπι, απü κÜμπια σε πεταλοýδα απü Σμιθ σε...;"
-"Ο Σμιθ εßναι χρυσαλßδα;" εßπε ο Μακ ΓκουÜιρ γελþντας βαριÜ.
-"Ναι".
-"Οι Üνθρωποι δεν λειτουργοýν μ' αυτü τον τρüπο".
-"Κüφτο Μακ ΓκουÜιρ. Αυτü το εξελικτικü στÜδιο εßναι πολý μεγÜλο για να το συλλÜβεις. Κοßταξε αυτü το σþμα και πες μου οτιδÞποτε Üλλο θÝλεις. ΔÝρμα, μÜτια, αναπνοÞ, κυκλοφορßα του αßματος. ΒδομÜδες τþρα αφομοßωνε τη τροφÞ του γι' αυτÞ τη χειμερßα νÜρκη. Γιατß Üραγε Ýτρωγε τüσο μεγÜλες ποσüτητες, τι τη χρειαζüταν αυτÞ την ακτινικÞ ουσßα στο αßμα του, αν üχι για τη μεταμüρφωσÞ του; Κι η αιτßα για üλα αυτÜ... οι ακτινοβολßες. ¸ντονες ακτινοβολßες απü τα χημικÜ üργανα στο εργαστÞριο του Σμιθ. ΠροσχεδιασμÝνο, Þ συμπτωματικü, δε ξÝρω. 'Αγγιξα μια πλευρÜ απü τη βασικÞ γενεσιουργü δομÞ του, κÜποια πλευρÜ απü την εξελικτικÞ διαδικασßα του ανθρþπου που δε προοριζüταν να λειτουργÞσει ßσως για χιλιÜδες χρüνια ακüμα".
-"Πιστεýεις üτι κÜποια μÝρα üλοι οι Üνθρωποι..."
-"Η μýγα δε μÝνει για πολý στα λιμνÜζοντα νερÜ, οýτε το σκουλßκι στο χþμα, Þ η κÜμπια πÜνω στο λαχανüφυλλο. ¼λ' αυτÜ μεταμορφþνονται, γεμßζοντας κýματα-κýματα το χþρο. Ο Σμιθ αποτελεß απÜντηση στο πρüβλημα 'Τι θα συμβεß μετÜ στον Üνθρωπο; Που πÜμε απü εδþ και πÝρα;' Εßμαστε αντιμÝτωποι με τη μοßρα να ζοýμε μÝσα σ' αυτü το σýμπαν. Ο Üνθρωπος, üπως εßναι σÞμερα, δεν εßναι Ýτοιμος να ορθωθεß ενÜντια στο σýμπαν. Η ελÜχιστη προσπÜθεια καταπονεß τον Üνθρωπο, η υπερκüπωση σκοτþνει τη καρδιÜ του, η αρρþστια το σþμα του. Ο Σμιθ ßσως να 'ν' Ýτοιμος να δþσει απÜντηση στο πρüβλημα των φιλοσüφων για το ποιος εßν' ο σκοπüς της ζωÞς. ºσως να μπορÝσει να δþσει στη ζωÞ καινοýριο σκοπü. Κι ο λüγος εßναι γιατß üλοι μας δεν εßμαστε τßποτα Üλλο απü ασÞμαντα Ýντομα, που αγωνιζüμαστε πÜνω σ' Ýνα πλανÞτη που μοιÜζει με το κεφÜλι της καρφßτσας. Ο σκοπüς του ανθρþπου δεν εßναι να παραμεßνει εδþ, ν' αρρωσταßνει και να γßνεται ασÞμαντος κι αδýναμος. Ωστüσο δεν ανακÜλυψε ακüμα το μυστικü της πληρÝστερης γνþσης. Κι üμως, Üλλαξε τον Üνθρωπο. ΦτιÜξε το δικü σου τÝλειο Üνθρωπο. Τον... τον υπερÜνθρωπü σου αν θες. ΕξαφÜνισε τη χυδαßα νοοτροπßα, χÜρισÝ του πλÞρη Ýλεγχο του εαυτοý σου: βιολογικü, νευρολογικü, ψυχολογικü. Προßκισε τον με ξεκÜθαρη, διορατικÞ σκÝψη, χÜρισÝ του μια ακαταπüνητη αρτηριακÞ λειτουργßα, Ýνα κορμß που μπορεß να ζει μÞνες πολλοýς χωρßς τροφÞ απü Ýξω, που να μπορεß να προσαρμüζεται σ' οποιοδÞποτε κλßμα και να σκοτþνει κÜθε αρρþστια. ΑπελευθÝρωσε τον Üνθρωπο απü τα δεσμÜ της σÜρκας κι απü τη μιζÝρια της σÜρκας και δε θα 'ναι πια κακüμοιρο τιποτÝνιο πλÜσμα που φοβÜται να ονειρευτεß επειδÞ ξÝρει πως ανÜμεσα σ' αυτüν και τη πραγματοποßηση των ονεßρων, μεσολαβεß τοýτο το εýθραυστο κορμß. Τüτε θα 'ν' Ýτοιμος να εξαπολýσει τον πüλεμο, το μüνο πüλεμο που αξßζει να γßνει: τη σýγκρουση του ξαναγεννημÝνου ανθρþπου μ' ολüκληρο το καταραμÝνο το σýμπαν!"
Κρατþντας την ανÜσα του, με φωνÞ βραχνÞ και με τη καρδιÜ του να χτυπÜ σα καμπÜνα, ο Ροκγουελ Ýσκυψε πÜνω απü τον Σμιθ, ακοýμπησε τα χÝρια του με σιγουριÜ πÜνω στη κρýα επιφÜνεια της χρυσαλßδας κι Ýκλεισε τα μÜτια. Τον εßχε κυριÝψει το θÜμπος. Η δýναμη, η ορμÞ κι η πßστη στο φαινüμενο Σμιθ, θα 'λεγες πως τονε διαπερνοýσε. Εßχε δßκιο. Το 'ξερε πως εßχε δßκιο. 'Ανοιξε τα μÜτια κι αντßκρισε τον Μακ ΓκουÜιρ και τον ΧÜρτλεû που δεν Þταν παρÜ μονÜχα σκιÝς μες στο αχνοφωτισμÝνο δωμÜτιο. ¸πειτα απü σιγÞ πολλþν δευτερολÝπτων, ο ΧÜρτλεû Ýσβησε το τσιγÜρο του.
-"Δε πιστεýω σ' αυτÞ τη θεωρßα".
-"Πως ξÝρεις üτι ο Σμιθ εσωτερικÜ, δεν εßναι μÜζα ζελατßνης;" εßπεν ο Μακ ΓκουÜιρ: "Του 'βγαλες ακτινογραφßα;"
-"Δε μποροýσα να το διακινδυνεýσω. Μπορεß να ενεργοýσεν αρνητικÜ στην αλλαγÞ του. ¼πως ο Þλιος".
-"Θα γßνει υπερÜνθρωπος λοιπüν; Και πως θα μοιÜζει;"
-"Θα περιμÝνουμε και θα δοýμε".
-"Πιστεýεις üτι μπορεß να μας ακοýει τþρα που μιλÜμε γι' αυτüν;"
-"Εßτε μπορεß να μας ακοýει, εßτε üχι, Ýνα εßναι βÝβαιο: μοιραζüμαστε Ýνα μυστικü που δε θα 'πρεπε να το ξÝρουμε. Ο Σμιθ δεν υπολüγισε üτι εγþ κι ο Μακ ΓκουÜιρ θα μπαßναμε στην ιστορßα. Κι Þταν υποχρεωμÝνος να καταβÜλει κÜθε προσπÜθεια. Μα Ýνας υπερÜνθρωπος δε θÝλει να ξÝρουν τßποτα γι' αυτüν οι Üνθρωποι. Οι Üνθρωποι διαθÝτουν Ýνα δικü τους, πρüστυχο τρüπο να ζηλεýουν, να υποβλÝπουν και να μισοýν. ¹ξερε πως δε θα 'ταν ασφαλÞς αν τον ανακÜλυπταν οι Üνθρωποι. ºσως αυτü να εξηγεß και το δικü σου μßσος ΧÜρτλεû".
Σþπαιναν üλοι τþρα, κι ακουγανε προσεκτικÜ. Τßποτα δεν ακουγüταν. Ο Ρüκγουελ Ýνιωθε το αßμα του να σφυρßζει στα μηνßγγια του. ¹ταν το μüνο που μποροýσε να ακοýσει. Κι υπÞρχε ο Σμιθ, üχι πια ο Σμιθ, μα Ýνα φορτßο που 'χεν απÝξω την Ýνδειξη ΣΜΙΘ, μ' εντελþς Üγνωστο περιεχüμενο.
-"Αν εßναι αλÞθεια üλ' αυτÜ που λες" εßπεν ο ΧÜρτλεû, "τüτε πραγματικÜ πρÝπει να τονε καταστρÝψουμε. ΣκÝψου τι δýναμη θα μποροýσε ν' ασκÞσει πÜνω σ' üλο τον κüσμο. Και αν η δýναμÞ αυτÞ προσβÜλλει το μυαλü του, üπως πιστεýω, τüτε θα προσπαθÞσει να μας σκοτþσει μüλις γλιτþσει, επειδÞ εßμαστε οι μüνοι που γνωρßζουμε τη περßπτωσÞ του. Θα μας μισεß επειδÞ φανÞκαμε αδιÜκριτοι".
-"Εγþ δε φοβÜμαι", εßπεν Þρεμα ο Ρüκγουελ. Ο ΧÜρτλεû δεν εßπε τßποτα. Η ανÜσα του μονÜχα ακουγüταν μες στο δωμÜτιο, τραχιÜ και δυνατÞ. Ο Ρüκγουελ Ýκανε το γýρο του τραπεζιοý και σÞκωσε το χÝρι του σ' αποχαιρετισμü.
-"Θαρρþ πως θα 'τανε καλýτερο να ποýμε καληνýχτα".
Η απαλÞ βροχÞ κατÜπιε το αυτοκßνητο του ΧÜρτλεû. Ο Ρüκγουελ Ýκλεισε τη πüρτα, Ýδωσε εντολÞ στον Μακ ΓκουÜιρ να κοιμηθεß κÜτω απüψε, σ' Ýνα κρεβÜτι εκστρατεßας, απÝναντι ακριβþς απü τη πüρτα του Σμιθ κι Ýπειτα ανÝβηκε τα σκαλοπÜτια για το δικü του κρεβÜτι. Καθþς γδυνüταν, στριφογýριζε μες στο μυαλü του και προσπαθοýσε να συναρμολογÞσει üλα κεßνα τα απßστευτα συμβÜντα των εβδομÜδων που πÝρασαν. ¸νας υπερÜνθρωπος. ΑλÞθεια! Γιατß üχι; Δýναμη, ενεργητικüτητα... ¸πεσε στο κρεβÜτι. Πüτε; Πüτε Üραγε, ποια ακριβþς στιγμÞ θα ξεπροβÜλλει απü τη χρυσαλßδα του ο Σμιθ; Πüτε;
Η βροχÞ Ýπεφτε ψιλÞ και διαπεραστικÞ πÜνω στη στÝγη της κλινικÞς.
Ο Μακ ΓκουÜιρ, μες σ' εκεßνο το θüρυβο της βροχÞς και των κεραυνþν, που κÜνανε τη Γη να σειÝται, κοιμüτανε του καλοý καιροý πÜνω στο κρεβÜτι εκστρατεßας, ροχαλßζοντας. ΚÜπου Ýτριξε μια πüρτα, αλλÜ ο Μακ ΓκουÜιρ δε σταμÜτησε το ροχαλητü. ¸να κýμα ψυχροý αÝρα μπουκÜρισε κÜτω στο χολ. Ο Μακ ΓκουÜιρ μοýγκρισε και γýρισε απü τ' Üλλο πλευρü. Μια πüρτα Ýκλεισε μαλακÜ κι ο Üνεμος σταμÜτησε. ΒÞματα πνßγονταν αθüρυβα πÜνω στο παχý χαλß, βÞματα αργÜ, που προχωροýσαν προσεκτικÜ, κι Ýτοιμα για το καθετß... βÞματα! Ο Μακ ΓκουÜιρ πετÜρισε τα βλÝφαρÜ του κι Üνοιξε τα μÜτια. Μες στο αχνü φως εßδε μια σιλουÝτα να στÝκεται απü πÜνω και να τον κοιτÜζει. ΟσμÞ απü λιωμÝνο Ýντομο γÝμιζε τον αÝρα. ¸να χÝρι σÜλεψε. Μια φωνÞ Üρχισε να μιλÜ. Ο Μακ ΓκουÜιρ Üφησε Ýνα ουρλιαχτü. Το χÝρι που σÜλεψε μÝσα στο φως Þταν πρÜσινο. ΠρÜσινο!
-"Σμιθ" ξεφþνισε ο Μακ ΓκουÜιρ και πετÜχτηκε. Χýθηκε προς την Ýξοδο του χολ κραυγÜζοντας: "ΠερπατÜει! Δεν μπορεß να περπατÞσει, μα περπατÜει!" Η πüρτα της εισüδου παραβιÜστηκε σχεδüν απü το βÜρος του Μακ ΓκουÜιρ που 'πεσε πÜνω της. 'Ανεμος και βροχÞ λυσσομανοýσανε γýρω του κι αυτüς Ýτρεχε μες στη θýελλα, τραυλßζοντας. ΜÝσα στο χολ, η σιλουÝτα Ýμεινε ασÜλευτη. Στον πρþτο üροφο, μια πüρτα Üνοιξε βιαστικÜ και φÜνηκε ο Ρüκγουελ να κατεβαßνει γρÞγορα τα σκαλοπÜτια. Το πρÜσινο χÝρι αποτραβÞχτηκε απü το φως και κρýφτηκε πßσω απü τη πλÜτη της σιλουÝτας.
-"Ποιος εßναι;" φþναξεν ο Ρüκγουελ και σταμÜτησε στα μισÜ. Η σιλουÝτα προχþρησε και στÜθηκε στο λßγο φως που χυνüταν απü ψηλÜ. Ο Ρüκγουελ συνοφρυþθηκε.
-"ΧÜρτλεû! Τι κÜνεις εδþ πÝρα; Γιατß ξαναγýρισες;"
-"ΚÜτι συνÝβη", εßπε ο ΧÜρτλεû. "Δε πας καλýτερα να φÝρεις τον Μακ ΓκουÜιρ; ¼ρμησε μÝσα στη βροχÞ ουρλιÜζοντας σαν τρελüς". Ο Ρüκγουελ δε φανÝρωσε τις σκÝψεις του. Κοßταξεν ερευνητικÜ τον ΧÜρτλεû με μια γρÞγορη ματιÜ, Ýπειτα προχþρησε βιαστικÜ προς την Ýξοδο του χολ, Üνοιξε τη πüρτα και βγÞκε στον κρýο Üνεμο της νýχτας.
-"Ε Μακ ΓκουÜιρ, γýρισε πßσω ανüητε!" Η βροχÞ μοýσκευε τον Ρüκγουελ καθþς Ýτρεχε. ΒρÞκε τον Μακ ΓκουÜιρ εκατü γυÜρδες μακριÜ απü το κτßριο, να σκοýζει:
-"ΠερπατÜει... ΠερπατÜει ο Σμιθ..."
-"Ανüητε. Ο ΧÜρτλεû Þταν. Ο ΧÜρτλεû ξαναγýρισε. Αυτü Þταν üλο".
-"Εßδα Ýνα πρÜσινο χÝρι να σαλεýει".
-"Ονειρεýτηκες".
-"¼χι, üχι!" φþναξεν ο Μακ ΓκουÜιρ κι Þταν κßτρινο το πρüσωπü του, υγρü. "Εßδα Ýνα πρÜσινο χÝρι, πßστεψÝ με! Γιατß ξαναγýρισε ο ΧÜρτλεû; Τι λüγο εßχε..." Τüτε ο Ρüκγουελ κατÜλαβε. Τα κατÜλαβε üλα. Ο ΧÜρτλεû... Η επιστροφÞ του... Ο φüβος Üρπαξε το νου του, μια παρÜφορη προειδοποιητικÞ θολοýρα, η πριονωτÞ κüψη μιας σιωπηλÞς κραυγÞς που ζητÜει βοÞθεια.
-"ΧÜρτλεû!" ¸σπρωξε βßαια τον Μακ ΓκουÜιρ κι üρμησε στο κτßριο ξεφωνßζοντας. Το χολ, η Üκρη του χολ... Κι η πüρτα του Σμιθ, ορθÜνοιχτη, σπασμÝνη. ¼ρθιος ο ΧÜρτλεû στη μÝση του θαλÜμου, με το περßστροφο στο χÝρι. Στην εßσοδο του Ρüκγουελ, στρÜφηκε. ΚινηθÞκανε κι οι δυο την ßδια στιγμÞ. Ο ΧÜρτλεû πυροβüλησε κι ο Ρüκγουελ Ýσβησε το φως. ΣκοτÜδι. Μια φλüγα απλþθηκε σ' üλο το μÞκος του δωματßου, φωτßζοντας το σκληρü σþμα του Σμιθ σÜμπως φλας φωτογραφικü. Ο Ρüκγουελ πÞδησε πÜνω στη φλüγα. Εßχε θεριÝψει η οργÞ του τþρα που κατÜλαβε πια γιατß εßχε γυρßσει ο ΧÜρτλεû. Πριν απü μια στιγμÞ, προτοý σβÞσουν τα φþτα, κÜτι Üρπαξε η ματιÜ του απü τα δÜχτυλα του ΧÜρτλεû. Τα δÜχτυλα του Þταν διÜστικτα απü πρÜσινους λεκÝδες.
ΓροθιÝς πιο μετÜ. Κι ο ΧÜρτλεû που σωριαζüτανε στο πÜτωμα καθþς Üναβαν τα φþτα κι ο Μακ ΓκουÜιρ, στÜζοντας, στο Üνοιγμα της πüρτας να τραυλßζει:
-"Τονε σκüτωσες; Σκüτωσες τον Σμιθ;" Ο Σμιθ δεν Ýπαθε τßποτα. Η σφαßρα εßχε περÜσει απü πÜνω του.
-"Αυτüς ο ηλßθιος! Αυτüς ο ηλßθιος!" ξεφþνιζεν ο Ρüκγουελ, üρθιος πÜνω απü το Üβουλο σχÞμα του ΧÜρτλεû: "Το πιο μεγÜλο ιστορικü φαινüμενο και γυρεýει να το καταστρÝψει!" Ο ΧÜρτλεû ψÝλλισε αργÜ.
-"¸πρεπε να το ξÝρω. Ο Σμιθ σε προειδοποßησε".
-"Ανοησßες! Ο Σμιθ..." Ο Ρüκγουελ σþπασε. ΚατÜπληκτος. Μα ναι. Τοýτη η Üξαφνη προαßσθηση... Ναι! Και κοßταξε κατÜματα τον ΧÜρτλεû:
-"Εσý, πÜνω! Θα σε κλειδþσω μÝσα κει üλη νýχτα. Μακ ΓκουÜιρ κι εσý! Να τονε φυλÜς". Ο Μακ ΓκουÜιρ γρýλισε:
_"Το χÝρι του! Κοßτα το χÝρι του ΧÜρτλεû. Εßναι πρÜσινο! Δεν Þταν ο Σμιθ κÜτω στο χολ. ¹ταν ο ΧÜρτλεû!" Ο ΧÜρτλεû κοßταζε τþρα τα δÜχτυλÜ του:
-"¼μορφα δεν εßναι;" εßπε με πßκρα. "Μου τα κÜψαν οι ακτινοβολßες. ¹μουν κι εγþ μες στην ακτßνα τους για πολλÝς μÝρες, üταν πρωτο-αρρþστησε ο Σμιθ. Τþρα θα γßνω κι εγþ... Ýνα πλÜσμα σαν τον Σμιθ. Εßμαι πολλÝς μÝρες σ' αυτÞ τη κατÜσταση. Δε σας εßπα τßποτα. ΠροσπÜθησα να το κρýψω. Απüψε δεν Üντεχα πια και γýρισα να τονε καταστρÝψω αυτüν τον Σμιθ για ü,τι μου 'κανε..."
Κεßνη την þρα ακριβþς ακοýστηκε ο Þχος. ¸νας Þχος ξερüς, σα να σπÜζει μια ξερÞ φλοýδα. ΠÜγωσαν κι οι τρεις. Τρßα μικροσκοπικÜ λÝπια ξεκüλλησαν απü τη χρυσαλßδα του Σμιθ και πÝσανε στο πÜτωμα. Στη στιγμÞ ο Ρüκγουελ βρÝθηκε πλÜι στο τραπÝζι.
-"Αρχßζει να σπÜει. Μια μικρÞ χαραματιÜ. Απü το λαιμü ως τον αφαλü. Σε λßγο θα βγει απü τη χρυσαλßδα". Τα σαγüνια του Μακ ΓκουÜιρ Ýτρεμαν:
-"Κι Ýπειτα; Τι θα γßνει Ýπειτα;" Τα λüγια του ΧÜρτλεû βγÞκαν σκληρÜ και κοροúδευτικÜ:
-"Θα βρεθοýμε μπρος σ' Ýναν υπερÜνθρωπο. Ερþτηση: Με τι μοιÜζει Ýνας υπερÜνθρωπος; ΑπÜντηση: Κανεßς δε ξÝρει". Κι Üλλος Þχος απü λÝπια που σκÜζουνε και ανοßγουν. Ο Μακ ΓκουÜιρ ανατρßχιασε:
-"Θα... θα του μιλÞσεις;"
-"Ασφαλþς".
-"Απü πüτε οι ... πεταλοýδες μιλÜνε;"
-"ΠÜψε πια Μακ ΓκουÜιρ. Για üνομα του Θεοý!"
ΑσφαλισμÝνος πια απü τους Üλλους δυο, που τους κλεßδωσε στον πρþτο üροφο, ο Ρüκγουελ κλειδþθηκε κι αυτüς στο θÜλαμο του Σμιθ και ξÜπλωσε σ' Ýνα κρεβÜτι εκστρατεßας, προετοιμασμÝνος να περιμÝνει üλη τη νýχτα, αυτÞ την ατελεßωτη, υγρÞ νýχτα, κοιτÜζοντας με προσοχÞ, ακοýγοντας με τεντωμÝνα αυτιÜ, συλλογισμÝνος. ΚοιτÜζοντας με τεταμÝνη προσοχÞ να ξεκολλοýνε και να πÝφτουνε τα μικρÜ λÝπια απü το σκληρü πετσß της χρυσαλßδας, καθþς το 'Αγνωστο πλÜσμα απü μÝσα, αγωνιζüταν μεθοδικÜ να βγει στο φως. Λßγες þρες μονÜχα. Λßγες þρες ακüμα αναμονÞς. Η βροχÞ γλιστροýσε μουρμουρßζοντας πÜνω απü το σπßτι. Πως Üραγε; Πως θα 'μοιαζε ο Σμιθ; Μια αλλαγÞ πιθανü στα αφτιÜ για εντονüτερη ακοÞ. Πρüσθετα μÜτια ßσως. Μια αλλαγÞ στη κατασκευÞ του κρανßου, στο σχÞμα του προσþπου, στα οστÜ του σþματος, στη τοποθÝτηση των οργÜνων, στην υφÞ του δÝρματος, χßλιες δυο Üλλες αλλαγÝς.
Ο Ρüκγουελ Ýνιωθε κατÜκοπος κι ωστüσο φοβüταν να κοιμηθεß. ΒαριÜ τα βλÝφαρÜ του, πολý βαριÜ. Κι αν εßχε κÜνει λÜθος; Τι θα γινüταν αν η θεωρßα του Ýβγαινε τελεßως λαθεμÝνη; Τι θα γινüταν αν μÝσα του ο Σμιθ Þταν μια κινοýμενη ζελÜτινη ουσßα; Κι αν Ýβγαινε τρελüς ο Σμιθ, Üρρωστος; Κι αν Þταν κÜτι τüσο διαφορετικü þστε να γßνει μια απειλÞ για τον κüσμο; ¼χι. ¼χι. Ο Ρüκγουελ κοýνησε σα μεθυσμÝνος το κεφÜλι. Ο Σμιθ Þταν τÝλειος. ΤÝλειος. Δε θα υπÞρχε χþρος στον Σμιθ για κακÞ σκÝψη. ΤÝλειος. ΣιγÞ θανÜτου βασßλευε στο κτßριο της κλινικÞς. Ο μüνος Þχος που ακουγüταν Þταν το ανεπαßσθητο τρßξιμο απü τα λÝπια της χρυσαλßδας που σκÜζανε και πÝφτανε στο σκληρü δÜπεδο...
Ο Ρüκγουελ κοιμÞθηκε. ΒουλιÜζοντας μες στο σκοτÜδι που εξαφÜνισε το δωμÜτιο καθþς χßμηξαν πÜνω του τα üνειρα. ¼νειρα, που ο Σμιθ σηκωνüτανε, περπατοýσε μουδιασμÝνος, μ' Üκαμπτες κινÞσεις κι ο ΧÜρτλεû που Üδραχνε Ýνα πÝλεκυ κι ο πÝλεκυς να στρÜφτει στον αÝρα και να πÝφτει πÜνω στη πρÜσινη πανοπλßα κεßνου του πλÜσματος. ΞανÜ και ξανÜ, πολλÝς φορÝς και να το κομματιÜζει και να το μεταβÜλλει σ' Ýναν εφιαλτικü πολτü. ¼νειρα... κι ο Μακ ΓκουÜιρ να τρÝχει σκοýζοντας μÝσα σε μιαν αιμÜτινη βροχÞ. ¼νειρα...
¹λιος καυτüς. ¹λιος καυτüς που Ýχει πλημμυρßσει το δωμÜτιο. Πρωß. Ο Ρüκγουελ Ýτριψε τα μÜτια. ¸νιωθε μιαν αüριστη δυσφορßα απü το γεγονüς üτι κÜποιος εßχεν ανεβÜσει τα πατζοýρια. ¹ταν κατεβασμÝνα εδþ κι αρκετÝς βδομÜδες. Αφησε μια κραυγÞ. Η πüρτα ανοιχτÞ. Το κτßριο της κλινικÞς βυθισμÝνο στη σιγÞ. Ατολμα και δειλÜ στρÝφει ο Ρüκγουελ το κεφÜλι του, κοιτÜζει το τραπÝζι. Εκεß θα 'πρεπε να 'ναι ξαπλωμÝνος ο Σμιθ. Δεν Þταν. Τßποτα δεν υπÞρχε πÜνω στο τραπÝζι. Τßποτα, εξüν απü το φως του Þλιου. Αυτü και... μερικÜ υπολεßμματα σκασμÝνης χρυσαλßδας. Υπολεßμματα.
Εýθραυστα κομμÜτια, Ýνα προφßλ που 'πεσε και κüπηκε στα δýο, Ýνα συντρßμμι απü κÝλυφος ποδιοý, Ýνα χνÜρι χεριοý, Ýνα αποτýπωμα στÞθους, να τι εßχε απομεßνει απü τον Σμιθ! Ο Σμιθ Þτανε φευγÜτος. Ο Ρüκγουελ τρßκλισε ως το τραπÝζι, σωριÜστηκε. Μπουσουλþντας σα παιδß ανÜμεσα σε κεßνους τους πÜπυρους απü το δÝρμα του Σμιθ που τριζοβολοýσαν. ¸πειτα στρÜφηκε απüτομα, σα να 'ταν μεθυσμÝνος, χßμηξε Ýξω απü το δωμÜτιο και πÜτησε βαριÜ πÜνω στις σκÜλες ξεφωνßζοντας.
-"ΧÜρτλεû! Τι τον Ýκανες; ΧÜρτλεû! Νüμιζες üτι μπορεßς να τονε σκοτþσεις, ε; Νüμιζες üτι μπορεßς ν' αρπÜξεις το σþμα του, ν' αφÞσεις πßσω μερικÜ λεßψανα για να με ξεγελÜσεις και να χÜσω τα ßχνη;" ¹τανε κλειδωμÝνη η πüρτα της κÜμαρας που 'χανε κοιμηθεß ο Μακ ΓκουÜιρ κι ο ΧÜρτλεû.. Ψηλαφþντας ο Ρüκγουελ, τη ξεκλεßδωσε. Τους βρÞκε και τους δυο εκεß. "Εδþ εßστε!" ψÝλλισε κατÜπληκτος. "Τüτε λοιπüν, δε κατεβÞκατε. ¹ μÞπως ξεκλειδþσατε τη πüρτα, κατεβÞκατε, παραβιÜσατε τη κÜμαρÜ μου, σκοτþσατε τον Σμιθ και... üχι, üχι!"
-"Τι Ýπαθες; Τι συμβαßνει;"
-"Ο Σμιθ Ýφυγε! Πες μου σý Μακ ΓκουÜιρ: μÞπως ο ΧÜρτλεû βγÞκε καθüλου απ' αυτü το δωμÜτιο;"
-"¼χι. ¼λη νýχτα τη πÝρασε δþ μÝσα".
-"Τüτε... μüνο μια εξÞγηση υπÜρχει. Ο Σμιθ βγÞκε απü τη χρυσαλßδα του και το 'σκασε, üσο κοιμüμασταν εμεßς! Δε θα τονε δω ποτÝ, ποτÝ που να πÜρει ο διÜβολος! Τι ηλßθιος που 'μουν να κοιμηθþ!"
-"Αυτü τα λÝει üλα!" δÞλωσεν ο ΧÜρτλεû. "Ο Üνθρωπος αυτüς εßν' επικßνδυνος. Αλλιþς θα 'πρεπε να μεßνει και να μας αφÞσει να τονε δοýμε. Ο Θεüς ξÝρει τι σüι πρÜμα εßναι".
-"¼πως και να 'χει το πρÜγμα, εμεßς πρÝπει να ψÜξουμε να τονε βροýμε. Δε μπορεß να 'ναι μακριÜ. ΠρÝπει να ψÜξουμε να τονε βροýμε! ΓρÞγορα ΧÜρτλεû. Μακ ΓκουÜιρ!" Ο Μακ ΓκουÜιρ κÜθισε κÜτω βαρýς.
-"Εγþ δε το κουνÜω. Ας πÜει να κουρεýεται. ΑρκετÜ ως εδþ".
Ο Ρüκγουελ δεν περßμενε να ακοýσει περισσüτερα. ΚατÝβηκε τα σκαλιÜ. Απü κοντÜ και ο ΧÜρτλεû. ¸πειτα απü λßγο κατÝβηκε λαχανιασμÝνος κι ο Μακ ΓκουÜιρ. Ο Ρüκγουελ üρμησε στο χολ, σταμÜτησε μπρος στα μεγÜλα παρÜθυρα που βλÝπανε στην Ýρημο και στα βουνÜ που λÜμπανε στον πρωινü Þλιο. Κοßταξεν Ýξω, δεξιÜ κι αριστερÜ κι αναρωτιüταν αν χÜθηκε πια κÜθε ελπßδα να βρεθεß ο Σμιθ. Το πρþτο υπερ-δημιοýργημα. Το πρþτο ßσως σε μια καινοýρια ατελεßωτη σειρÜ. ºδρωσε. ¼χι! Δε θα 'φευγεν ο Σμιθ δßχως ν' αποκαλýψει τον εαυτü του τουλÜχιστον στον Ρüκγουελ. Δε μποροýσε να φýγει! ¹ μÞπως μποροýσε; Η πüρτα της κουζßνας Üνοιξε αργÜ, πολý αργÜ.
ΚÜποιο πüδι ξεπρüβαλλε στο Üνοιγμα της πüρτας. Κι Üλλο πüδι μετÜ. ¸να χÝρι υψþθηκε και στηρßχτηκε στον τοßχο. Καπνüς απü τσιγÜρο φÜνηκε να βγαßνει μες απü ζαρωμÝνα χεßλη.
-"Ποιος με ζητÜει;"
¸ντρομος ο Ρüκγουελ στρÜφηκε. Εßδε την Ýκφραση στο πρüσωπο του ΧÜρτλεû, Üκουσε τον Μακ ΓκουÜιρ να πνßγεται απü τη κατÜπληξη. Κι οι τρεις τους μßλησαν ταυτüχρονα. Μια μüνο λÝξη. Σα να Ýδιναν το σýνθημα:
-"Σμιθ". Ο Σμιθ απÝπνεε μυρωδιÜ τσιγÜρου. ¹τανε ροδαλü το πρüσωπü του, σα ηλιοκαμÝνο θαρρεßς. ΓαλÜζια και σπινθηροβüλα τα μÜτια του. Ξυπüλητος. Το γυμνü του κορμß τυλιγμÝνο σ' Ýνα παλιü μπουρνοýζι του Ρüκγουελ.
-"ΜÞπως μπορεßτε να μου πεßτε που βρßσκομαι; Θα 'θελα να μÜθω τι Ýκανα τους τελευταßους τρεις-τÝσσερις μÞνες. Νοσοκομεßο εßν' αυτü; ¹ τßποτ' Üλλο;"
Ο τρüμος σφυροκοποýσε το μυαλü του Ρüκγουελ. ΑνελÝητα. Ο Ρüκγουελ κατÜπιε το σÜλιο του.
-"Γεια σου Σμιθ! Εγþ... τοýτο δω... Δε θυμÜσαι αλÞθεια; Τßποτα;" Ο Σμιθ Ýδειξε με τα δÜχτυλÜ του:
-"ΘυμÜμαι που πρασινßζανε σιγÜ-σιγÜ, αν εννοεßτε αυτü. Περ' απü αυτü... τßποτα" Βýθισε το ροδαλü χÝρι του στα καστανÜ του μαλλιÜ, με την αρρενωπÞ ομορφιÜ του νιογÝννητου πλÜσματος που χαßρεται ν' ανασαßνει και πÜλι. Ο Ρüκγουελ οπισθοχþρησε κι Ýπεσε πÜνω στον τοßχο. ΣÞκωσε τα χÝρια κι Ýκρυψε με φρßκη το πρüσωπü του κουνþντας το κεφÜλι. Μη πιστεýοντας σ' ü,τι βλÝπανε τα μÜτια, ψÝλλισε:
-"Τι þρα βγÞκες απü τη χρυσαλßδα;"
-"Τι þρα βγÞκα απü... απü που;" Ο Ρüκγουελ τον οδÞγησε μες απü το χολ στο επüμενο δωμÜτιο κι Ýδειξε το τραπÝζι. "Δε καταλαβαßνω τι εννοεßτε", εßπεν ο Σμιθ μ' αυθüρμητη ειλικρßνεια: "Απλοýστατα, πριν απü μισÞ þρα, ανακÜλυψα πως στεκüμουν ολüγυμνος στη μÝση του δωματßου".
-"Αυτü εßναι üλο;" εßπε ο Μακ ΓκουÜιρ αναθαρρεýοντας. ¸δειχνεν ανακουφισμÝνος. Ο Ρüκγουελ εξÞγησε τα πÜντα γýρω απü τη χρυσαλßδα. Ο Σμιθ συνοφρυþθηκε:
-"Εßναι τερατþδες! Εσεßς ποιοι εßστε;" Ο Ρüκγουελ του σýστησε τους Üλλους.
Ο Σμιθ αγριοκοßταξε τον ΧÜρτλεû: "ΕσÝνα σε θυμÜμαι. ¹σουν αυτüς που μ' επισκÝφτηκε üταν αρρþστησα για πρþτη φορÜ. ΘυμÜμαι. Στο ακτινολογικü. Μα εßναι ανüητο. Τι αρρþστια εßναι αυτÞ;" Τα νεýρα στο πρüσωπο του ΧÜρτλεû πÞγαν να σπÜσουν.
-"¼χι αρρþστια, üχι! Δε ξÝρεις τßποτα λοιπüν;"
-"Βρßσκομαι σε μια παρÜξενη κλινικÞ μαζß με παρÜξενους ανθρþπους. Βρßσκομαι γυμνüς σ' Ýνα δωμÜτιο κοντÜ σ' Ýναν Üντρα που κοιμÜται πÜνω σ' Ýνα κρεβÜτι εκστρατεßας. Βγαßνω Ýξω και περιφÝρομαι στη κλινικÞ, πεινασμÝνος. Μπαßνω στη κουζßνα, βρßσκω φαγητü, τρþω, ακοýω ανÜστατες φωνÝς κι Ýπειτα βρßσκομαι κατηγοροýμενος επειδÞ λÝει ξεπÞδησα μες απü μßα χρυσαλßδα. Τι θÝλετε να φανταστþ; Παρεμπιπτüντως σας ευχαριστþ για το μπουρνοýζι, για το φαγητü και για το τσιγÜρο που δανεßστηκα. Δεν Þξερα ποιος Þσασταν κι Ýπειτα δεßχνατε πεθαμÝνος απü τη κοýραση".
-"Ω, δεν υπÜρχει λüγος να μ' ευχαριστεßτε". Ο Ρüκγουελ δε θ' αφηνüταν να το πιστÝψει. Τα πÜντα διαλýονταν. Με κÜθε λÝξη που πρüφερε ο Σμιθ, εξανεμßζονταν κι οι ελπßδες του σα τη διαλυμÝνη χρυσαλßδα. "Πως αισθÜνεσαι;"
-"Περßφημα. Νιþθω πολý δυνατüς. Εßναι καταπληκτικü, üταν σκεφτεßτε πüσο καιρü Þμουν σ' αυτÞ τη κατÜσταση".
-"ΠρÜγματι, καταπληκτικü!" εßπεν ο ΧÜρτλεû.
-"ΦαντÜζεστε τι αισθÜνθηκα üταν αντßκρισα το ημερολüγιο στον τοßχο. ¼λοι τοýτοι οι μÞνες κýλησαν σα το νερü. ΑναρωτιÝμαι τι Ýκανα üλον αυτü τον καιρü".
-"Το ßδιο κι εμεßς".
-"¸λα τþρα ΧÜρτλεû, Üφησε τον Þσυχο", γÝλασε ο Μακ ΓκουÜιρ. "ΕπειδÞ ακριβþς τον μισοýσες..."
-"Με μισοýσε;" ανασηκþθηκαν τα φρýδια του Σμιθ: "ΕμÝνα; Γιατß;"
-"Να γιατß!" εßπεν ο ΧÜρτλεû βγÜζοντας στο φως τα δÜχτυλÜ του: "Οι καταραμÝνες οι ακτινοβολßες σου. ΚÜθε νýχτα κÜθομαι πλÜι σου σε κεßνο το νοσοκομεßο! Τι θα κÜνω τþρα με τοýτο δω; Τι μπορþ να κÜνω;"
-"ΧÜρτλεû" εßπεν ο Ρüκγουελ προειδοποιητικÜ. "ΚÜτσε κÜτω! ΗρÝμησε!"
-"Οýτε θα κÜτσω, οýτε θα ηρεμÞσω! ΤρελαθÞκατε κι οι δυο σας μ' αυτü το... μ' αυτÞ την απομßμηση ανθρþπου, μ' αυτü το κοκκινüπετσο πλÜσμα που 'ν' η μεγαλýτερη απÜτη στην ιστορßα; Αν εßχατε τüσο δα μυαλü, θα καταστρÝφατε τον Σμιθ πριν το σκÜσει!"
Ο Ρüκγουελ Ýνιωσε την ανÜγκη να απολογηθεß, να ζητÞσει συγνþμη για το ξÝσπασμα του ΧÜρτλεû. Ο Σμιθ κοýνησε το κεφÜλι του:
-"Δεν εßν' ανÜγκη να ζητÜτε συγνþμη. ΑφÞστε τον να μιλÞσει. Τι σημαßνουν üλα τοýτα;"
-"Αφοý ξÝρεις!" Του πÝταξεν οργισμÝνος ο ΧÜρτλεû: "¸μεινες κατÜκοιτος μÝρες, μÞνες, ακοýγοντας, σχεδιÜζοντας. Δε μπορεßς να με ξεγελÜσεις εμÝνα. Τον εξαπÜτησες τον Ρüκγουελ. Τον απογοÞτευσες. Περßμενε πως θα 'βγαινες κανÝνας υπερÜνθρωπος. Μπορεß και να 'σαι δηλαδÞ. ¼τι üμως κι αν εßσαι, ο Σμιθ δεν εßσαι πια. ¼χι! Εßναι κι αυτü Ýν' απü τα τεχνÜσματÜ σου. Για να μη μÜθουμε ποτÝ ποιος εßσαι, οýτε κι ο κüσμος να μÜθει ποιος εßσαι. Θα μποροýσες να μας σκοτþσεις, εýκολα. ΑλλÜ προτßμησες να μεßνεις και να μας πεßσεις πως εßσαι φυσιολογικüς. Και διÜλεξες τον καλýτερο τρüπο. Θα μποροýσες να το 'χες σκÜσει πριν απü λßγη þρα, μα θ' Üφηνες πßσω σου το σπÝρμα της υποψßας. Αντß για αυτü, περßμενες! Για να μας πεßσεις πως εßσαι φυσιολογικüς!"
-"Μα εßναι φυσιολογικüς" γκρßνιαξε ο Μακ ΓκουÜιρ.
-"Δεν εßναι! Το μυαλü του λειτουργεß διαφορετικÜ: Εßναι Ýξυπνος".
-"Τüτε να τον υποβÜλλεις σε μια σειρÜ απü τεστ λεκτικþν συνδυασμþν", εßπεν ο Μακ ΓκουÜιρ.
-"Εßναι πÜρα πολý Ýξυπνος, ακüμα και γι' αυτü".
-"Τüτε εßναι πολý απλü. Του κÜνουμε εξετÜσεις αßματος, ακοýμε τη καρδιÜ του και του βÜζουμε ορροýς". Ο Σμιθ Ýμοιαζε να αμφιβÜλει:
-"Με κÜνετε να νιþθω σα πειραματüζωο. Αν üμως το θÝλετε πραγματικÜ. Το βρßσκω πÜντως ανüητο". Αυτü τον τÜραξε τον ΧÜρτλεû. Κοßταξε τον Ρüκγουελ.
-"ΦÝρε τη σýριγγα", εßπε. Ο Ρüκγουελ Ýφερε τη σýριγγα, σκεφτικüς. Τþρα, δεν αποκλεßεται να 'ταν υπερÜνθρωπος ο Σμιθ. Το αßμα του... Αυτü το υπερανθρþπινο αßμα. Η ικανüτητÜ του να σκοτþνει μικρüβια. Ο χτýπος της καρδιÜς του. Η αναπνοÞ του. Μπορεß ο Σμιθ να 'ταν υπερÜνθρωπος και να μη το 'ξερε. Ναι. Ναι, μπορεß να 'τανε... ΠÞρε αßμα απü τον Σμιθ και το 'βαλε κÜτω απü το μικροσκüπιο. Οι þμοι του κýρτωσαν. Το αßμα Þτανε φυσιολογικü. Αν Ýριχνες μικρüβια μÝσα, τα μικρüβια, για να πεθÜνουν Ýπρεπε να διανýσουν Ýνα φυσιολογικü χρονικü διÜστημα. Το αßμα δεν Þταν πια υπεριοκτüνο. Δεν υπÞρχε οýτε κι ακτινικü υγρü. Ο Ρüκγουελ αναστÝναξε θλιβερÜ. Η θερμοκρασßα του Σμιθ Þταν φυσιολογικÞ. Το ßδιο κι ο σφυγμüς του. Το νευρικü του σýστημα, τα αισθητÞριÜ του, αντιδροýσαν üπως σε κÜθε φυσιολογικü Üνθρωπο.
-"Τßποτα το ασυνÞθιστο", εßπε ο Ρüκγουελ μαλακÜ. Ο ΧÜρτλεû βοýλιαξε σε μια πολυθρüνα, με διÜπλατα τα μÜτια, κρατþντας το κεφÜλι του με τα κοκαλιÜρικα δÜχτυλÜ του.
-"Ζητþ συγνþμη", εßπε βγÜζοντας Ýνα βαθý στεναγμü: "Θαρρþ πως το μυαλü μου... Το μυαλü μου απλþς φαντÜστηκε ορισμÝνα πρÜγματα. ¹ταν τüσο ατελεßωτοι κεßνοι οι μÞνες. ΚÜθε νýχτα. ΦοβÜμαι πως Ýγινα υποχονδριακüς. Ζητþ συγνþμη". Κοßταξε τα πρÜσινα δÜχτυλÜ του: "Τι θα γßνει üμως με μÝνα;"
-"ΦαντÜζομαι πως üλα θα εξελιχθοýν ομαλÜ, üπως και με μÝνα", εßπε ο Σμιθ. "Συμμερßζομαι την αγωνßα σου. Δεν Þταν Üσχημα üμως... ΠραγματικÜ, δε θυμÜμαι τßποτε". Ο ΧÜρτλεû ηρÝμησε κÜπως.
-"Μα... βÝβαια, Ýχεις δßκιο υποθÝτω. Δε νιþθω καθüλου καλÜ στην ιδÝα üτι το σþμα μου θ' αρχßσει κι εμÝνα να σκληραßνει, μα δε μπορþ να το αποφýγω. ¼λα θα εξελιχθοýν ομαλÜ..."
Ο Ρüκγουελ Ýνιωθε Üρρωστος. Η κατÜρρευση Þταν φοβερÞ για να την αντÝξει. Η Ýντονη προσπÜθεια, η Ýξαψη, η πεßνα κι η περιÝργεια, η φλüγα, üλα εßχαν βουλιÜξει μÝσα του. Α υ τ ü Þταν λοιπüν ο Üνθρωπος απü τη χρυσαλßδα; Ο ßδιος Üνθρωπος μπÞκε. Ο ßδιος Üνθρωπος βγÞκε. Κι üλη αυτÞ η αναμονÞ, η λαχτÜρα, για Ýνα τßποτα! ΠÞρε βαθιÜ ανÜσα, προσπÜθησε να πειθαρχÞσει τις βαθýτερες σκÝψεις που Ýτρεχαν μες στο μυαλü του. Σýγχυση. Τοýτος ο νεαρüς Üντρας, με το ροδαλü δÝρμα και την ολüδροση φωνÞ, που καθüτανε μπροστÜ του καπνßζοντας Þρεμα, δεν Þταν παρÜ Ýνας Üνθρωπος που 'χεν υποστεß μια μερικÞ δερματικÞ σκλÞρυνση κι εßχαν καεß οι αδÝνες του απü την ακτινοβολßα, αλλÜ Üνθρωπος εντοýτοις αυτÞ τη στιγμÞ, Üνθρωπος και τßποτα περισσüτερο. Το μυαλü του Ρüκγουελ, το υπερευαßσθητο, γεμÜτο φαντασßα μυαλü του, εßχε συλλÜβει και τη παραμικρüτερη εκδÞλωση της αρρþστιας για να φτιÜξει Ýνα τÝλειο οργανισμü, δημιοýργημα βαθýτερων πüθων. Τþρα ο Ρüκγουελ Ýνιωθε μÝσα του μια βαθιÜ απογοÞτευση, Ýνα τερÜστιο κενü.
Το πρüβλημα του üτι Ýζησε ο Σμιθ χωρßς τροφÞ, το καθαρü αßμα του, η χαμηλÞ θερμοκρασßα κι οι Üλλες ενδεßξεις ανωτερüτητας, Þταν τþρα οι διÜφορες üψεις μιας αλλüκοτης αρρþστιας. Μιας αρρþστιας και τßποτε περισσüτερο. ΚÜτι που θα 'χε τελειþσει, εßχε ωριμÜσει κι εßχε φýγει αφÞνοντας πßσω του μερικÜ εýθραυστα λÝπια μονÜχα πÜνω σε Ýνα ηλιοφþτιστο τραπÝζι. Ο ΧÜρτλεû, αυτÞ τη στιγμÞ, θα 'ταν μια σπÜνια ευκαιρßα να τον παρακολουθÞσει κανεßς απü κοντÜ, αν η αρρþστια του προχωροýσε και ν' αναφÝρει τη καινοýρια αρρþστια στον επιστημονικü κüσμο. Δε νοιαζüτανε για την αρρþστια. Νοιαζüτανε μüνο για τη τελειüτητα. Κι αυτÞ η τελειüτητα εßχε κοπεß στα δυο, εßχε ανοßξει, εßχε σκιστεß κι εßχε φýγει. Το üνειρü του εßχε φýγει. Το υπερδημιοýργημα που 'θελε να φτιÜξει, εßχε φýγει. Δε τον ενδιÝφερε πια αν ολÜκερος ο κüσμος Üρχιζε ξαφνικÜ να πετρþνει, να πρασινßζει, να γßνεται εýθραυστος σα το γυαλß.
Ο Σμιθ μιλοýσε τþρα με τα χÝρια του διÜπλατα ανοιχτÜ.
-"Νομßζω πως θα 'τανε καλýτερα να γυρßσω στο Λος Αντζελες. ¸χω πολλÞ δουλειÜ να κÜνω στο ßδρυμα. Η παλιÜ μου θÝση με περιμÝνει. ΛυπÜμαι που δε μπορþ να μεßνω Üλλο μαζß σας. Καταλαβαßνετε".
-"Θα 'πρεπε να μεßνεις λßγο ακüμα. ΜερικÝς μÝρες τουλÜχιστον", εßπεν ο Ρüκγουελ. Δεν Þθελε με κανÝνα τρüπο να δει να χÜνεται και το τελευταßο ßχνος απü το üνειρü του.
-"¼χι, ευχαριστþ. ΠÜντως, αν το επιθυμεßτε γιατρÝ, μπορþ να σας επισκεφτþ στο γραφεßο σας σε καμιÜ βδομÜδα, για Ýν' Üλλο τσεκÜπ. Θα περνþ συχνÜ, κÜθε δυο-τρεις βδομÜδες, για Ýνα χρüνο περßπου þστε να μπορεßτε να με παρακολουθεßτε. Σýμφωνοι;"
-"Σýμφωνοι Σμιθ, σýμφωνοι. Μüνο σε παρακαλþ μη το ξεχνÜς. Θα 'θελα να συζητÞσω μαζß σου την αρρþστια σου. Εßσαι τυχερüς που ζεις".
-"Θα σε πÜω εγþ με το αυτοκßνητü μου στο Λος Αντζελες", εßπε χαροýμενα ο Μακ ΓκουÜιρ.
-"Μην ενοχλεßστε. Θα περπατÞσω ως τη Τουγιοßνγκα και θα πÜρω ταξß. ΘÝλω να περπατÞσω. ¸χω να περπατÞσω τüσο καιρü... ΘÝλω να δω πως εßναι..." Ο Ρüκγουελ του Ýδωσε Ýνα ζευγÜρι παλιÜ παποýτσια κι Ýνα παλιü σακÜκι. "Ευχαριστþ γιατρÝ. Θα σας εξοφλÞσω ü,τι σας οφεßλω το συντομüτερο δυνατü".
-"Τßποτα δε μου οφεßλεις. Οýτε πεντÜρα. ¹ταν ενδιαφÝρον".
-"Σας χαιρετþ γιατρÝ. Χαßρετε κýριε Μακ ΓκουÜιρ. ΧÜρτλεû".
-"Στο καλü Σμιθ".
-"Στο καλü".
Ο Σμιθ κατÝβηκε το μονοπÜτι προς το μικρü ποτÜμι που 'χε ξεραθεß απü τον καφτü απογευματινü Þλιο που Ýδυε. Περπατοýσε ευτυχισμÝνος. Σφýριζε. -"ΜακÜρι να μποροýσα να σφυρßξω κι εγþ" εßπεν ο Ρüκγουελ. Ο Σμιθ γýρισε μια φορÜ, τους Ýγνεψε με το χÝρι κι Ýπειτ' Üρχισε να σκαρφαλþνει στη λοφοπλαγιÜ, Ýφτασε στη κορφÞ και χÜθηκε προς την απüμακρη πολιτεßα. Ο Ρüκγουελ τονε κοßταζε üπως κοιτÜζει Ýνα μικρü παιδß το αγαπημÝνο του αμμüκαστρο που σβÞνει και διαλýεται απü τα κýματα της θÜλασσας.
-"Δε μπορþ να το πιστÝψω", επαναλÜμβανε μονüτονα. "Δε μπορþ να το πιστÝψω. Να τελειþσουν üλα τüσο σýντομα, τüσον απüτομα για μÝνα! Νιþθω Ýνα βοýρκωμα μÝσα μου, Ýνα κενü".
-"¼λα μου φαßνονται ρ ü δ ι ν α!" γÝλασε ευτυχισμÝνος ο Μακ ΓκουÜιρ. Ο ΧÜρτλεû στεκüταν üρθιος στον Þλιο. Τα πρÜσινα χÝρια του κρÝμονταν απαλÜ στο πλÜι και το λευκü του πρüσωπο εßχεν ηρεμÞσει πραγματικÜ, για πρþτη φορÜ εδþ και μÞνες, -Ýτσι φÜνηκε του Ρüκγουελ- και μßλησε χαμηλüφωνα:
-"Θα βγω σþος απ' αυτÞ τη περιπÝτεια. Θα βγω σþος. Σ' ευχαριστþ ΘεÝ μου, σ' ευχαριστþ. Δε θα βγω τÝρας. Θα 'μαι ο εαυτüς μου, ο εαυτüς μου και τßποτα Üλλο". ΣτρÜφηκε στον Ρüκγουελ. "Μüνο να θυμÜστε, να θυμÜστε. Μη τους αφÞσετε να με θÜψουν κατÜ λÜθος. Μη τους αφÞσετε... κατÜ λÜθος... πιστεýοντας πως εßμαι πεθαμÝνος. Να το θυμÜστε αυτü".
Ο Σμιθ πÞρε το μονοπÜτι πλÜι στο ξεροπüταμο κι ανÝβηκε στο λüφο. Νýχτωνε πια κι ο Þλιος Üρχισε να δýει πßσω απü γαλÜζιους λüφους. Τ' Üστρα λαμπýριζαν εδþ κι εκεß. ΜÝσα στη χλιαρÞ ατμüσφαιρα πλανιüταν μια μυρωδιÜ απü νερü, σκüνη κι απüμακρα λουλοýδια πορτοκαλιÜς. Φýσηξεν Üνεμος. Ο Σμιθ πÞρε βαθιÝς ανÜσες. ΓÝμισε τα πνευμüνια του. Περπατοýσε. Μüνος τþρα και αθÝατος, μακριÜ απü το κτßριο της κλινικÞς, σταμÜτησε. ΣτÜθηκε τελεßως ακßνητος και κοßταζε ψηλÜ στον ουρανü.
Πατþντας το τσιγÜρο που κÜπνιζε, το Ýλιωσε κÜτω απü το τακοýνι του. ¸πειτα üρθωσε το καλοχυμÝνο κορμß, τßναξε πßσω τα καστανÜ μαλλιÜ του, Ýκλεισε τα μÜτια, κατÜπιε και χαλÜρωσε τα δÜχτυλÜ του που κρεμüντανε στο πλÜι.
Χωρßς καμιÜ προσπÜθεια, μüνο μ' Ýναν ανÜλαφρο Þχο, ο Σμιθ υψþθηκε απαλÜ απü το Ýδαφος μÝσα στη χλιαρÞ ατμüσφαιρα και πÝταξε γρÞγορα, Þρεμα προς τα πÜνω.
Σε λßγο χÜθηκε ανÜμεσα στ' Üστρα καθþς κατευθυνüτανε για το μακρινü διÜστημα...
"Chrysalis" (1946)
μετÜφρ: Φþντας Κονδýλης
-----------------------------------