"Cherchez να φαμ!" Μποστ
Βιογραφικü
Ο Χρýσανθος (ΜÝντης) Βοσταντζüγλου, του Κλεüβουλου και της Ουρανßας, γνωστüς πιüτερο με το ψευδþνυμο Μποστ Þτανε γνωστüς σκιτσογρÜφος και γελοιογρÜφος, θεατρικüς συγγραφÝας, στιχουργüς και ζωγρÜφος. ΓεννÞθηκε 7 ΝοÝμβρη 1918 στην Κωνσταντινοýπολη και πÝθανε το 1995. Το 1920 η οικογÝνειÜ του κατÝφυγε στο ΓαλÜτσι της Ρουμανßας και το 1926 εγκαταστÜθηκε στην ΕλλÜδα. Απü παιδß Ýδειξε ιδιαßτερο ενδιαφÝρον για τις εγκυκλοπαιδικÝς γνþσεις, τις ξÝνες γλþσσες και τη ζωγραφικÞ.
Το Ýργο του περιλαμβÜνει πολιτικÝς γελοιογραφßες, χρονογραφÞματα, εικονογραφÞσεις βιβλßων και περιοδικþν, 16 θεατρικÜ Ýργα και πολλÝς ζωγραφικÝς συνθÝσεις. Για Ýνα διÜστημα δοýλεψε στη διαφÞμιση üπου οι Ýντυπες καταχωρßσεις του για τη RENAULT (Ντοφßν εστß φιλοσοφεßν), Flow Coat/Dupont (βÜφεν ζι γκοýντ πιλüτ? ακüμα και οι πιλüτοι της ΛουφτβÜφε βÜφουν με βαφÝς Φλüου Κοτ), αφÞσανε κυριολεκτικÜ εποχÞ με τη τüλμη και τη διαφορετικüτητÜ τους.
Απü το 1920 Ýως το 1926 Ýζησε με την οικογÝνειÜ του στη Ρουμανßα και στη συνÝχεια στην ΑθÞνα. ΜαθητÞς Γυμνασßου Üρχισε τα σκßτσα και απÝκτησε το ψευδþνυμο ΜÝντης. Το 1939 üταν η οικογÝνεια του εßχε επιστρÝψει στην ΕλλÜδα, εισÞχθη στη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν, την οποßα üμως παρÜτησε μετÜ απο 6 μÞνες, καθþς Þθελε να ακολουθÞσει προσωπικü δρüμο. Την ßδια χρονιÜ πρωτοεμφανßστηκε ως εικονογρÜφος, στο περιοδικü ΝεοελληνικÜ ΓρÜμματα του ΔημÞτρη ΦωτιÜδη.
ΚατÜ τη διÜρκεια της ΚατοχÞς Ýγινε μÝλος του ΕΑΜ (1942) και συμμετεßχε στην ΕθνικÞ Αντßσταση. Η καριÝρρα του ως σκιτσογρÜφου ξεκßνησε με εικονογραφÞσεις περιοδικþν και παιδικþν βιβλßων. Το πρþτο προσωπικü του βιβλßο εκδüθηκε με δικÜ του Ýξοδα το 1945 κι εßχε τßτλο "Ο Αγιος Φανοýριος: ΒοÞθημα δια την κατανüησιν των ΚινÝζων κλασσικþν Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι". ΘÝμα για δοýλεμα, με εμφανÞ Þδη στοιχεßα, τις επιρροÝς που δÝχτηκε απü το καλλιτεχνικü ρεýμα του υπερρεαλισμοý αλλÜ και του ιδιüτυπου σατιρικοý λüγου του. Το 1948 παντρεýτηκε τη Μαρßα Παπαγιαννακοποýλου με την οποßα απÝκτησε δýο γιους, τον ζωγρÜφο Κþστα και τον ηθοποιü ΓιÜννη. Το 1952 Ýπιασε δουλειÜ στη ΚαθημερινÞ, που τüτε διηýθηνε η ΕλÝνη ΒλÜχου, στην οποßα αρχικÜ εργαζüταν ως ταμßας και βιβλιοθηκÜριος. Το 1953 Ýχει Þδη εικονογραφÞσει και το πρþτο του κüμικ «Κωνσταντßνος Παλαιολüγος» για τις εκδüσεις Ατλαντßς, σε κεßμενα της ΕιρÞνης Φωτεινοý. Το 1954 ξεκινÜ να εργÜζεται στις Εικüνες. Στη συνÝχεια απασχολεßται ως σκιτσογρÜφος στον Ταχυδρüμο.
Το 1958 παρουσßασε στη στÞλη του, που εßχε τßτλο "Το ΜποστÜνι Του Μποστ", τους 3 πλÝον γνωστοýς Þρωες του: ΜαμÜ-ΕλλÜς, ΠειναλÝων κι Ανεργßτσα. ΑποκαλυπτικÝς φιγοýρες των κοινωνικοπολιτικþν και πολιτισμικþν μεταλλÜξεων και αντιφÜσεων μιας ολüκληρης εποχÞς. ΤÝλος στη συνεργασßα του με τη ΒλÜχου δüθηκε λüγω του κειμÝνου "Το ΕπÜγγελμα Της Μητρüς Μου" (1961), γιατß κατηγορÞθηκε πως εßχε ξεφýγει απü τα üρια της ευπρÝπειας. Απü το 1960 Ýως το 1963 εßχε τακτικü εβδομαδιαßο σκßτσο στην εφημερßδα Ελευθερßα, ενþ απü το 1963 Ýως το 1966 καθημερινü πολιτικü χρονογρÜφημα και κυριακÜτικο σκßτσο στην εφημερßδα ΑυγÞ. Το 1966, κουρασμÝνος απü το καθημερινü γρÜψιμο, ανοßγει το μαγαζß του «Λαúκαß Εικüναι» και αρχßζει να διακοσμεß ποτÞρια, πιÜτα και διÜφορα αντικεßμενα, να πουλÜει αντßκες και να ζωγραφßζει. ΠαρÜλληλα, ξεκλÝβει χρüνο για να σκαρþνει τα δεκαπεντασýλλαβα θεατρικÜ του. Τα σκßτσα και τα χρονογραφÞματα, αν και ουσιαστικÜ τα Ýχει σταματÞσει, επιστρÝφει για μικρÝς περιüδους σε αυτÜ, συνεργαζüμενος με τον «Ταχυδρüμο», το «Αντß», τον «Θοýριο», το «Mens Look», την «ΠρωινÞ» και την «ΚυριακÜτικη Ελευθεροτυπßα». Διακüσμησε πÜνω απü 27.000 εßδη δþρων, με σκιτσα και ζωγραφιÝς, καθþς κι ανορθüγραφες επιγραφÝς, στιχÜκια κι αφιερþσεις.
Ο καλλιτÝχνης διαρκþς Ýγραφε και σκιτσÜριζε. «Ηταν εργασιομανÞς σε σημεßο... κτηνωδßας. Δεν Þθελε να πετÜμε σχεδüν τßποτα. Ο,τι του Üρεσε το κρÜταγε, γεμßζαμε τα ντοσιÝ και τις κοýτες» λÝει ο Κþστας Βοσταντζüγλου. Η αγÜπη του Μποστ για τη ζωγραφικÞ Þρθε αργüτερα. «Τον πρωτοεßδα να ζωγραφßζει üταν πλÝον εßχα φθÜσει τα ÝντεκÜ μου χρüνια» θυμÜται ο μεγÜλος του γιος. «Ηταν Þρεμος, πρÜος, χωρßς εξÜρσεις και εκνευρισμοýς. ΣÞμερα üλοι εßμαστε πιο... νευροπαθεßς, üπως Üλλωστε προστÜζει η εποχÞ μας» συμπληρþνει ο ΓιÜννης.
Η ζωγραφικÞ δßνει σιγÜ-σιγÜ την ευκαιρßα στα πινÝλα του ν' αφηγηθοýν με αλληγορßες και συμβολισμοýς, üλα αυτÜ που δεν μποροýσαν να πουν μÝχρι τþρα οι πÝνες. ¹ρωες της αρχαιüτητας και της ελληνικÞς επανÜστασης, αλλÜ και ιστορικÜ ζευγÜρια üπως ο Ερωτüκριτος με την Αρετοýσα, ο ΡομÝος και η ΙουλιÝτα, η Ασπασßα κι ο ΠερικλÞς, ποζÜρουν στα κÜδρα του αυτοδßδακτου Μποσταντζüγλου, μπολιασμÝνοι απü τη λαúκÞ ζωγραφικÞ, την εικονογραφßα του Καραγκιüζη, την υπερεαλιστικÞ ματιÜ του Εγγονüπουλου και πÜνω απ' üλα, την απλüτητα του Θεüφιλου.
Σταθμüς ωστüσο στην πορεßα του ως θεατρικοý συγγραφÝα υπÞρξε η «Φαýστα» Þ «Η απολεσθεßς κüρη» (1964). Εγραψε επßσης πεζÜ κεßμενα και ευθυμογραφÞματα. ΠαρÜλληλα ασχολÞθηκε επß χρüνια με το πολιτικü χρονογρÜφημα, ενþ για την αγωνιστικÞ δρÜση του στον χþρο της ΑριστερÜς γνþρισε διþξεις Þδη απü την περßοδο της γερμανικÞς ΚατοχÞς αλλÜ και στη διÜρκεια της απριλιανÞς δικτατορßας.
Με τον δικü του ανορθüδοξο τρüπο, καταπιÜνεται και με το ΘÝατρο. ΓρÜφει, λοιπüν, εκτüς απü τα αριστουργÞματα «Φαýστα» και «ΜÞδεια», τον δικü του «Δον Κιχþτη», την «¼μορφη πüλη», τη «Μαρßα Πενταγιþτισσα», το «40 χρüνια Μποστ».
«Την 21η Απριλßου 1967 μας ειδοποßησε ο ΡÝνος Αποστολßδης üτι κατεβαßνουν τα τανκς» θυμÜται ο Κþστας Βοσταντζüγλου. «Ο πατÝρας πÞρε τον Μßκη και τον ειδοποßησε. "Κλεßσε και θα σε ξαναπÜρω" του εßπε ο Μßκης. ΜετÜ απü λßγο ο πατÝρας πÞρε ξανÜ και του απÜντησε η γυναßκα του Μßκη Μυρτþ. "Ο Μßκης Ýφυγε" του εßπε. Ετσι κι εκεßνος αποφÜσισε να φýγει για να μη συλληφθεß. Κρýφτηκε σ' Ýνα σπßτι για Ýξι μÞνες και αποφÜσισε να παραδοθεß üταν εßχαν καταλαγιÜσει κÜπως τα πρÜγματα. Εμεινε στο κρατητÞριο περßπου Ýναν μÞνα και μετÜ επÝστρεψε σπßτι, üπου παρÝμεινε "φιμωμÝνος" για μεγÜλο διÜστημα. Το πρþτο κεßμενο που Ýγραψε Þταν για το "Αντß", το οποßο κατασχÝθηκε. Κι η πρþτη μÞνυση που δÝχτηκε üταν ξεκßνησε τη συνεργασßα του με τον Ταχυδρüμο το 1973 Þταν στη γελοιογραφßα του με τους Παττακü, ΜακαρÝζο και Παπαδüπουλο ως... κλÝφτες σε σαλοýν. Ως το 1974 και τη Μεταπολßτευση ακολοýθησαν Üλλες 42 μηνýσεις» λÝει ο Κþστας Βοσταντζüγλου. Κι ο αδελφüς του καταλÞγει: «ΥπÞρξε Ýνας ευφυÞς Üνθρωπος, μια σπÜνια περßπτωση που Üφησε το αποτýπωμÜ της. Οποιος θÝλει και μπορεß, εντρυφÜ και κατανοεß».
Απü τα μÝσα της δεκαετßας του 1960 και μετÜ, αφιερþθηκε στη ζωγραφικÞ και το θÝατρο. Τα σατιρικÜ θεατρικÜ του Ýργα εßναι γραμμÝνα σε 15σýλλαβο. ΚατÜ διαστÞματα ασχολÞθηκε και πÜλι με το σκßτσο και την πολιτικÞ γελοιογραφßα. ΜετÜ τη μεταπολßτευση συνεργÜστηκε επßσης με το περιοδικü Ταχυδρüμος, το Θοýριο, το Men's Look και τις εφημερßδες ΠρωινÞ & ΚυριακÜτικη Ελευθεροτυπßα και ΡιζοσπÜστης. Πραγματοποßησε επßσης 16 προσωπικÝς εκθÝσεις. ΣυνεργÜστηκε μεταξý Üλλων με τα περιοδικÜ ΟμÜδα, ΘεατÞς, Ελευθερßα, καθþς και με την ΑυγÞ. ΠροδικτατορικÜ συνεργÜστηκε επßσης με τις εφημερßδες ΟμÜδα, Μακεδονßα, ΑνεξÜρτητος Τýπος, Εμπρüς & ΜεσημβρινÞ και με τα περιοδικÜ Δρüμοι της ΕιρÞνης και ΘεατÞς. Λüγω των πολιτικþν γελοιογραφιþν του υπÝστη διþξεις και δÝχτηκε επανειλημμÝνα μηνýσεις. Το 1973 δημοσßευσε αντιδικτατορικÜ σκßτσα και κεßμενα στα περιοδικÜ Αντß και Ταχυδρüμος, συνεργασßα που συνεχßστηκε και για τα πρþτα χρüνια της μεταπολßτευσης. Λüγω των πολιτικþν γελοιογραφιþν του υπÝστη διþξεις και δÝχτηκε επανειλημμÝνα μηνýσεις. Δοκßμασε αρκετÝς φορÝς να θÝσει υποψηφιüτητα ως βουλευτÞς κομμÜτων της ΑριστερÜς, αλλÜ δε κατÜφερε ποτÝ να εκλεγεß.
¸φυγε απü τη ζωÞ στις στις 13 ΔεκÝμβρη 1995. Το τελευταßο καλοκαßρι της ζωÞς του πρüλαβε να χαρεß την απüλυτη αποθÝωση απü το αθηναικü κοινü ανεβÜζοντας το "Ρωμαßος & ΙουλιÝτα" του στο Ηρþδειο.
Ο Μποστ θεωρεßται üτι κατÜφερε να δημιουργÞσει Ýνα εντελþς προσωπικü κι αναγνωρßσιμο σατιρικü ýφος ως σκιτσογρÜφος, κειμενογρÜφος, θεατρικüς συγγραφÝας, αλλα και ζωγρÜφος. ¸να απü τα βασικÜ χαρακτηριστικÜ του Ýργου του εßναι η γλþσσα του και τα επßτηδες ανορθüγραφα κεßμενα. ¼πως εßχε δηλþσει ο ßδιος, γελοιοποιþντας την καθαρεýουσα πßστευε üτι ßσως μπορÝσει να βοηθÞσει στη ταχýτερη καθιÝρωση της δημοτικÞς γλþσσας. ΠροκειμÝνου να σατιρßσει την καθαρεýουσα, ανακÜτευε λüγιες εκφρÜσεις με λαúκÝς κι Ýγραφε εντελþς ανορθüγραφα, διεκτραγωδþντας τον ημιμαθÞ ¸λληνα, που προσπαθοýσε να χρησιμοποιÞσει τη καθαρεýουσα, καθþς εκεßνη την εποχÞ η δημοτικÞ θεωροýνταν "ýποπτη", κατÜ δÞλωση του ιδßου. ΣυχνÜ με την παραφθορÜ των λÝξεων Þ την ανορθüγραφη απüδοση του Þχου της δημιουργοýσε εσκεμμÝνα συνειρμοýς, με Üλλες Ýννοιες, τις οποιες διακωμωδεß. Επßσης συχνÜ, χρησιμοποιοýσε μεταφορικÝς εκφρÜσεις με την κυριολεκτικÞ τους Ýννοια.
Η σÜτιρα του στοχεýει κυρßως τον μικροαστü ¸λληνα των μεταπολεμικþν 10ετιþν, τη καθωσπρÝπεια, την ημιμÜθεια και το νεοπλουτισμü, την ξενομανßα, τις Ýντονες ταξικÝς αντιθÝσεις της μεταπολεμικÞς ΕλλÜδας, καθþς και την ελληνικÞ πολιτικÞ ζωÞ. Σατιρßζει ιδιαßτερα την εξÜρτηση της χþρας απü τον ξÝνο παρÜγοντα, την εθνικοφροσýνη των δεξιþν κομμÜτων και το θεσμü της βασιλεßας, ωστüσο σε πολλÜ κεßμενα διακωμωδεß και τη παρÜταξη της ΑριστερÜς, üπου κι ανÞκε. Σε πολλÜ απü τα κεßμενα του, γρÜφει σε πρþτο πρüσωπο ως αφηγητÞς, ο οποßος διηγεßται κÜποια εμπειρßα του και σχολιÜζει δÞθεν με αφÝλεια τα γεγονüτα.
Οι 3 πλÝον χαρακτηριστικοß Þρωες των γελοιογραφιþν του και προσωπικÜ του δημιουργÞματα εßναι η ΜαμÜ-ΕλλÜς με τα παιδιÜ της, τον ΠειναλÝοντα και την Ανεργßτσα. Η ΜαμÜ-ΕλλÜς παρουσιÜζεται αρχαιοπρεπÞς, αλλÜ φτωχοντυμÝνη κι εξαθλιωμÝνη, το ßδιο και τα δýο μικρÜ παιδιÜ, που σχολιÜζουν την επικαιρüτητα με ανορθüγραφα γραμμÝνους στßχους.
¸να απü τα χαρακτηριστικÜ üλου του φÜσματος του Ýργου του (σκßτσα, κεßμενα, ζωγραφικÜ και θεατρικÜ Ýργα) Þταν ο συμφυρμüς διαφüρων φÜσεων της ελληνικÞς ιστορßας, καθþς στο Ýργο του συνυπÜρχουν Þρωες της αρχαιüτητας, του Βυζαντßου, του 1821, του Ýπους του 1940 με τον Κωνσταντßνο ΚαραμανλÞ και τον ΩνÜση.
Πολýπλευρη και ανÞσυχη προσωπικüτητα, ο Μποστ ασχολÞθηκε τüσο με τις εικαστικÝς τÝχνες üσο και με την τÝχνη του λüγου. ΣκιτσογρÜφος, εικονογρÜφος, γελοιογρÜφος, χαρτογρÜφος και ζωγρÜφος, συνεργÜστηκε με πολλÝς εφημερßδες, περιοδικÜ και εκδοτικοýς οßκους, πραγματοποßησε εκθÝσεις στην ΕλλÜδα και το εξωτερικü και εξÝδωσε λευκþματα με τη δουλειÜ του, απü τα οποßα σημειþνουμε ενδεικτικÜ την ιδιαßτερα επιτυχημÝνη Ýκδοση "Σκßτσα του Μποστ" με πρüλογο του Ηλßα Πετρüπουλου (1959). Στßχοι του μελοποιÞθηκαν απü το ΘεοδωρÜκη, σε συνεργασßα με τον οποßο ο Μποστ Ýγραψε και τα κεßμενα για την παρÜσταση "¼μορφη Πüλη" που πραγματοποιÞθηκε με επιτυχßα στο θÝατρο Παρκ το καλοκαßρι του 1962. Εßχε προηγηθεß το πρþτο θεατρικü Ýργο του με τßτλο "Δον Κιχþτης" (1961). Σταθμüς ωστüσο στην πορεßα του ως θεατρικοý συγγραφÝα υπÞρξε η "Φαýστα Þ Η απολεσθεßς κüρη" (1964). Ο θεατρικüς λüγος του Μποστ εκφρÜζει την αγωνßα του για τη σýγχρονη ΕλλÜδα μÝσα απü τη δßοδο της ευφυοýς σÜτιρας και αποτελεß καρπü δημιουργικÞς αφομοßωσης των διαβασμÜτων του συγγραφÝα αλλÜ και της λαúκÞς ελληνικÞς παρÜδοσης. ¸γραψε επßσης πεζÜ κεßμενα και ευθυμογραφÞματα. ΠαρÜλληλα ασχολÞθηκε για χρüνια με το πολιτικü χρονογρÜφημα, ενþ για την αγωνιστικÞ του δρÜση στο χþρο της ΑριστερÜς γνþρισε διþξεις Þδη απü την περßοδο της γερμανικÞς κατοχÞς αλλÜ και στη διÜρκεια της απριλιανÞς δικτατορßας.
Εßχε το δικü του προσωπικü ýφος. Σε üλα. Στη γλþσσα (την επιτηδευμÝνα και στοχευμÝνα ανορθüγραφη), στο σκßτσο, στο χιοýμορ, στην αφÞγηση. Ο Μποστ σκιτσÜρισε και αφηγÞθηκε την εποχÞ του με αδυσþπητο χιοýμορ και σÞμερα τον ξανασυναντοýμε μÝσα απü τα θεατρικÜ του Ýργα, που συνεχßζουν να παρουσιÜζονται στις ελληνικÝς σκηνÝς. Ενα απü αυτÜ, η δικÞ του «ΜÞδεια», κακοýργα και δολοφüνισσα, που σκüτωσε τα παιδιÜ της επειδÞ δεν Ýπαιρναν τα γρÜμματα και δεν τα πÞγαιναν καλÜ στο σχολεßο. ΒÝβαια αυτÞ η ΜÞδεια του Μποστ, κατÜ λÜθος και θολωμÝνη καθþς Þταν, αντß να σκοτþσει τα παιδιÜ της, Ýσφαξε κÜτι γειτονüπουλα που Þταν εκεßνη την þρα στο σπßτι για να πÜρουν κÜτι! Ενα θεατρικü κεßμενο γραμμÝνο σε δεκαπεντασýλλαβο, üπως üλα τα θεατρικÜ του.
ΚÜποιοι απü τους στßχους του εßναι διαρκþς παρüντες: «Αργüτερα, αργüτερα, επÝρασαν δυο κüτερα...» λÝμε πολý συχνÜ αντλþντας απü την περßφημη «ΝÞσο τον Αζορþν». Πþς συνομιλεß με το σÞμερα ο Μποστ; Και με ποιους τρüπους; Και με ποια απü τα χαρακτηριστικÜ του;
"Η κατÜστασις εßναι απελπιστικÞ, εις το πÜρκον τρÝξομεν εκεß, ογρÞγορα και κουνηθεßτε και εντÝχνως ανοιχθÞτε” διατÜζει ο επικεφαλÞς σταυροφüρος το στρÜτευμα που με τα πεταχτÜ κωλαρÜκια και το μυτερü τακουνÜκι κοιτÜζει με τρüμο και λαχτÜρα τους Τοýρκους που “τüσον οραßοι και τüσον Üγριοι” τους Ýχουν περικυκλþσει μουρμουρßζοντας διÜφορα ακατονüμαστα. “Ανοιχθþμεν, κουνηθþμεν, δýσκολα παραδοθþμεν”, του απαντÜ Ýνας στρατιþτης με γενναιüτητα".
Τþρα κει πÜνω παρÝα με τον Βιζυηνü και τον ΠαπαδιαμÜντη, σßγουρα σκαρþνει με τον ΡοÀδη τον διÜλογο πανοýργου εραστÞ:
-“Τι ωραßον το φüρεμÜ σας,
με μεθýει το ÜρωμÜ σας,
εßσθε πολý ωραßα,
θÝλετε να κÜνωμεν παρÝα;”
με την παρ’ ολßγον μοιχαλßδα να του απαντÜ:
-“Εχεις υπÝροχον λεκτικüν,
εγγßζεις τας χορδÜς των γυναικþν.
ΑλλÜ εγþ εßμαι χÞρα και τιμßα,
δεν κÜμω τοιαýτην ατιμßα”».
Μποροýμε να επικοινωνÞσουμε και σÞμερα με τον Μποστ περισσüτερο βλÝποντας την ιστορικÞ συνÝχεια και προς τα μπρος και προς τα πßσω. ΔηλαδÞ το πþς συνδÝει, μ’ Ýναν κατεξοχÞν λαúκü τρüπο Ýκφρασης, μ’ Ýναν τρüπο που δεν σατιρßζει το εφÞμερο üπως γßνεται στη γελοιογραφßα, αλλÜ καταστÜσεις βαθýτερου χρüνου. Αν κÜποιος διαβÜζει για τις ιστορικÝς περιüδους μÝσα στις οποßες εκφρÜστηκε, δημιουργεßται μια περßεργη σýνθεση μες στο νου του. Ενþ η γελοιογραφßα πιÜνει στιγμÝς, ο Μποστ κατÜφερνε να αγγßζει Ýνα συνολικüτερο χρüνο.
Ως ζωγρÜφος Þταν αυτοδßδακτος και τα Ýργα του Þταν ιδιαßτερα επηρεασμÝνα απü το ναÀφ ýφος της λαúκÞς ζωγραφικÞς και κυρßως τον Θεüφιλο, αλλÜ και τις φιγοýρες του ΘεÜτρου Σκιþν, με στοιχεßα υπερρεαλισμοý. Τα ζωγραφικÜ του Ýργα παρουσιÜζουν Þρωες της αρχαιüτητας και της ΕπανÜστασης του '21 κι ιστορικÜ ζευγÜρια. Στα θεατρικÜ του Ýργα χρησιμοποιοýσε 15σýλλαβο στßχο στο προσωπικü του ýφος συμφυρμοý πομπωδþν καθαρευουσιÜνικων εκφρÜσεων, με ξÝνες και λαúκÝς εκφρÜσεις, ενþ συχνÜ εμφÜνιζε ιστορικÜ Þ μυθικÜ πρüσωπα να αναφÝρονται σε σýγχρονες καταστÜσεις.
Σε περιüδους χιουμοριστικþν αναζητÞσεων Ýγραψε και στßχους για 3 ελαφρολαικÜ τραγοýδια ποý Ýγιναν επιτυχßες στις αρχÝς της 10ετßας του '60. ΑυτÜ εßναι "Οι ΝεκροθÜπται", μουσικÞ Γ. Μαρκüπουλου, ερμηνεßα Γιþργου ΖωγρÜφου και τα "Η ΝÞσος Των Αζορþν" και "Ρονβßα", μουσικÞ ΘεοδωρÜκη, ερμηνεßα Μπιθικþτση.
Ιδιαßτερη μνεßα πρÝπει να γßνει και στη σýζυγü του Μαρßα. Οι γλÜροι πετοýσαν χαμηλÜ πÜνω απü τα κýματα, μικροß λüφοι στον αφρü της ταραγμÝνης θÜλασσας, τη 1η Αυγοýστου 2014, στη καρδιÜ του καλοκαιριοý, που Ýφερε την εßδηση üτι η Μαρßα Βοσταντζüγλου, η ΘαλασσινÞ, εßχε φýγει απü κοντÜ μας...
Η μορφÞ της Μαρßας Ýγινε Ýμβλημα και σýμβολο, Þταν αναγνωρßσιμη σε Ýργα αλληγορικÜ, ιστορικÜ Þ χιουμοριστικÜ, σε Ýργα που απεικüνιζαν τη «Μαρßα μετÜ βÜζον», που Ýφερναν στον κüσμο ΓενοβÝφες και Αθηναßες, την Ερωφßλη Þ τη ΡωξÜνη, μελαχρινÝς κüρες με μÜτια αμυγδαλωτÜ, που μποροýσε να δει κανεßς ακüμη και πÜνω σε ξýλινους δßσκους που θýμιζαν την Πüλη των Ρωμιþν, απü την οποßα καταγüταν ο ßδιος ο Μποστ.
Και εßναι αυτÞ η Ýξοδος της Μαρßας, που το üνομÜ της, Μαρßα-ΘαλασσινÞ, συνεχßζει η αγαπημÝνη εγγονÞ της, που μας φÝρνει και πÜλι τη συγκßνηση καθþς ξαναβλÝπουμε τα αξεπÝραστα Ýργα του Μποστ και τον θυμüμαστε και τον ßδιο, μια λεβÝντικη φιγοýρα, στητü και πÜντα παρüντα þς το τÝλος. Στα τελευταßα χρüνια απü το μαγαζß της ΑλεξÜνδρου Σοýτσου.
Πüσα Ýχει να θυμηθεß κανεßς απü εκεßνα τα χρüνια του ’60 και του ’70 αλλÜ και τα κατοπινÜ, üσο Þταν ακüμη ακμαßος ο Μποστ, üταν κÜθε Ýργο του Þταν Ýνα γεγονüς, καλλιτεχνικüς σταθμüς που αγκÜλιαζε τον κüσμο και που του μιλοýσε στην ψυχÞ, με λαúκÞ θυμοσοφßα και με αυτÞ την τüσο πηγαßα αßσθηση του χιοýμορ, που ανÝβλυζε συχνÜ πικρü αλλÜ πÜντα εýστοχο.
Αυτüς Þταν Ýνας üμορφος κüσμος, που με την Ýξοδü της η ωραßα Μαρßα μÜς τον Ýφερε και πÜλι στο μυαλü και στην καρδιÜ. Κι ισχýει πÜλι üτι πßσω απü Ýνα σημαντικü Üντρα, υπÜρχει επßσης μια σημαντικÞ γυναßκα, ßσως και σημαντικþτερη...
ΠαρακÜτω θα παραθÝσω το... κατηραμÝνο "ΕπÜγγελμα Της Μητρüς Μου" τα 3 Üσματα και 2 διασκεδαστικÜ κομμÜτια του καθþς και μερικοýς απü τους πßνακÝς του. Ας εßναι ελαφρý το χþμα που τονε σκεπÜζει, γιατß πÜλεψε κι αυτüς απü το δικü του μετερßζι και παρÜλληλα μας γÝμισε γÝλιο και χαρÜ, αλλÜ üχι και χωρßς τον απαραßτητο προβληματισμü.
================================
Το ΕπÜγγελμα Της Μητρüς Μου
¼ταν η μητÝρα μου, την þρα που τρþγαμε, ανÜγγειλε στον πατÝρα μου üτι θα γßνη πüρνη, εκεßνος, που Þταν παλαιþν αρχþν, θÝλησε με κÜθε τρüπο να την αποτρÝψη. Δεν το εýρισκε σωστü ν’ ακολουθÞση αυτü το επÜγγελμα.
-«Γιατß ειδικþς θÝλεις ν’ ακολουθÞσης αυτü το επÜγγελμα και να γßνης πüρνη;» την ρþτησε με καλωσýνη, σκουπßζοντας το στüμα του με την πετσÝτα.
-«Για να κερδßσω χρÞματα και να εßμαι αυτÜρκης. Δεν θÝλω συνεχþς να σου ζητþ χρÞματα», εßπε, βÜζοντας λßγη σοýπα στα πιÜτα μας.
O πατÝρας μου Ýμεινε για λßγο σκεπτικüς. MετÜ της εßπε:
-«Oι προθÝσεις σου, βεβαßως, εßναι αγαθÝς και η επιθυμßα σου να συμβÜλλης με το κατÜ δýναμιν, με συγκινεß αφαντÜστως. AλλÜ εßσαι τüσον βεβαßα üτι με τον κλÜδον τον οποßον θα ακολουθÞσης, θα κερδßσης αρκετÜ»;
H μητÝρα μου ετßναξεν υπερÞφανα το κεφÜλι προς τα πßσω üπως το συνÞθιζεν και απÞντησε.
-«Nαι, το πιστεýω. Eßμαι υπερβεβαßα üτι θα κερδßσω».
¸να αδιüρατο χαμüγελο φÜνηκε στην Üκρη των χειλιþν του. ¹ξερα üτι Þταν ρεαλιστÞς και δεν επεßθετο εýκολα.
-«Tüτε, ημπορεßς να μου αναφÝρης μερικÜ ονüματα γυναικþν αι οποßαι να επλοýτισαν με αυτü το επÜγγελμα; Kαι εÜν μου αναφÝρης και κατορθþσης να με πεßσης, τüτε εγþ ο ßδιος, υπüσχομαι να σε βοηθÞσω και να σου δþσω τα αρχικÜ κεφÜλαια, þστε να θÝσης τας βÜσεις μιας αποδοτικÞς εργασßας».
Tην þρα που ο μπαμπÜς μασοýσε, η μαμÜ τοý ανÝφερε μερικÜ ονüματα γνωστþν της κυριþν.
-«Oρßστε», συμπλÞρωσε. «AυτÝς πþς κερδßζουν χρÞματα»;
O πατÝρας μου την κοßταξε μειδιþντας συγκαταβατικÜ. ¸πειτα Ýβγαλε τα γυαλιÜ του, τα ýγρανε κι Üρχισε να τα καθαρßζη με αργÝς κινÞσεις.
-«Mα, αγαπητÞ μου, γιατß ομιλεßς σαν παιδß; AυτÝς Ýχουν γνωριμßες που τις καλλιεργοýν εδþ και 20 χρüνια. Δεν νομßζω üτι θα Ýχης τας επιτυχßας αυτþν. Aυταß επεδüθησαν απü μικρÜς ηλικßας, κατÝχουν το επÜγγελμα καλþς κι Ýχουν αποκτÞσει πεßραν και ειδικüτητα. Δεν ημπορεßς εσý εις την ηλικßαν των 45 ετþν να κÜνης καρριÝραν. Πολý φοβοýμαι, üτι δεν σταθμßζης καλþς τα πρÜγματα και οι κüποι σου θα αποβοýν επß ματαßω…»
-«TουλÜχιστον, θα Ýχω την ικανοποßησιν üτι δοκßμασα».
-«Δεν αντιλÝγω. AλλÜ νομßζω üτι σκÝπτεσαι ολßγον επιπολαßως. Πιστεýω üτι δεν εßναι κλßσις, αυτÞ καθ’ εαυτÞν, αλλÜ νÜ… πþς να το ποýμε… το θεωρþ δι’ Ýν περαστικüν καπρßτσιο».
-«Πüσον λßγο με ξÝρεις…» εßπεν η μητÝρα μου αρκετÜ πειραγμÝνη.
-«Aλλ’ ακριβþς, επειδÞ σε γνωρßζω καλþς, δι’ αυτü επιμÝνω», συνÝχισεν ο πατÝρας μου. «¸χω την εντýπωσιν, üτι μετÜ δýο-τρεις μÞνας θα σου λεßψη ο ενθουσιασμüς. Θα σου λεßψη η απαραßτητος πßστις διÜ να συνεχßσης».
-«Σου ορκßζομαι εις τα παιδιÜ μας», εßπε με σταθερÞ φωνÞ η μητÝρα μου χαúδεýοντÜς μας με το στοργικü της βλÝμμα. «Σου υπüσχομαι üτι θα υπηρετÞσω πιστÜ το επÜγγελμα που διÜλεξα. ΘÝλω κÜποια μÝρα να εßσαι υπερÞφανος για μÝνα».
O πατÝρας μου τüτε δεν Ýφερε αντßρρησιν και τÝλος εκÜμφθη.
-«¸στω», εßπεν. «Tüτε δεν Ýχω παρÜ να σου ευχηθþ καλÞν πρüοδον και ευüδωσιν εργασιþν».
H αλÞθεια εßναι, üτι ο πατÝρας μου βοÞθησε σημαντικÜ την μητÝρα μου στα πρþτα της βÞματα. Aυτüς διÜλεξε την επßπλωση, αυτüς φρüντισε για τον ρουχισμü, αυτüς ενδιαφÝρθηκε για δωμÜτιο. Tο διαμÝρισμα δεν Þταν πολý μεγÜλο, αλλÜ εßχε το προσüν να βρßσκεται κοντÜ στο σπßτι μας. ΣυνÝπεσε μÜλιστα ο ιδιοκτÞτης του διαμερßσματος, μαζß με τον πατÝρα μου να Þσαν και συμμαθηταß. ¼ταν ο πατÝρας μου του εξÞγησε για ποιο σκοπü το θÝλει, προθυμοποιÞθηκε να βοηθÞση κι αυτüς μ’ üλες του τις δυνÜμεις.
-«Θα με υποχρεþσης», του εßπε, «αν τη συστÞσης και σε διαφüρους φßλους σου και γνωστοýς για νÜχη δουλειÜ στα πρþτα της βÞματα. EνδιαφÝρομαι προσωπικþς».
-«Aστειεýεσαι;» του εßπε ο συμμαθητÞς του. «Aυτü εξυπακοýεται».
Δυστυχþς, ο φßλος του πατÝρα μου απεδεßχθη ασυνεπÞς και ελÜχιστα βοÞθησε. ¹ταν απü τους ανθρþπους που υπüσχονται κÜτι, αλλÜ ουδÝποτε το εκτελοýν.
Tο πλÞγμα για την μητÝρα μου Þταν βαρý. Στον Üνθρωπο αυτüν εßχε βασßσει üλες της τις ελπßδες. Aλλ’ üταν εßδε üτι αυτüς συνεχþς επρüβαλε κÜποια δικαιολογßα, κατÜλαβε πως δεν εßχε την πρüθεση να βοηθÞση κι Ýτσι ο πατÝρας μου αναγκÜστηκε να επιστρÝψη το δεýτερο κρεβÜτι στον Ýμπορο. Mε την ιδÝα üτι η μητÝρα μου θα εßχε φüρτο δουλειÜς -σýμφωνα με τις επαγγελßες και τις υποσχÝσεις του συμμαθητοý του- εßχε παραγγεßλει δýο κρεβÜτια, þστε σε περßπτωση κοσμοσυρροÞς η επιχεßρησις να μη φανÞ ανοργÜνωτος. O ανταγωνισμüς με τις Üλλες κυρßες επρομηνýετο σκληρüς κι Ýνα καινοýργιο κατÜστημα δεν Ýπρεπε να εμφανßζεται με ελλεßψεις. Στη θÝση του κρεβατιοý μπÞκε μια σιφονιÝρα με Üνθη και το διαμÝρισμα κατüπιν χρωματßστηκε. H διακüσμηση του δωματßου στοßχισε αρκετÜ. O μπογιατζÞς πÞρε 50 δραχμÝς το τετραγωνικü μÝτρο. YπÞρχαν κι Üλλοι με 40, κι Ýνας πρüτεινε να το βÜψη με 35, αλλ’ ο πατÝρας μου διÜλεξε τον ακριβüτερο. «H ακριβÞ δουλειÜ εßναι και καλÞ», συνÞθιζε πÜντα να μας λÝη. Γι’ αυτü, κι üταν επß τÝλους Þρθε η þρα της κοστολογÞσεως της μαμÜς, σε σχετικÞ της ερþτηση την συμβοýλεψε να ζητÜ μÜλλον ακριβÜ. «AκριβÞ επßσκεψις, Üρα θα εßναι καλÞ», να σκÝπτεται ο επισκÝπτης.
AκριβÞ, αλλÜ σε ποιο ýψος ακριβþς; Iδοý το ερþτημα. ¸πρεπε να εξακριβωθοýν οι τιμÝς των Üλλων κυριþν. Πüσο Ýπαιρναν αυτÝς Üραγε; Δεν κρßθηκε σκüπιμο να ρωτÞση η μητÝρα μου. H θÝσις της Þταν λεπτÞ. ºσως να υποψιÜζοντο. Πιθανüν να της Ýδιναν και ψευδεßς αριθμοýς. Aι γυναßκες σπανßως λÝγουν την αλÞθειαν, εδßδασκεν ο ΠασκÜλ που εθεωρεßτο σοφüς. ¸τσι αποφασßστηκε να εξακριβþση τις αυθεντικÝς τους τιμÝς ο πατÝρας μου, εμφανιζüμενος σ’ αυτÝς ως πελÜτης. Ξυπνοýσε το πρωß και, μεθοδικüς üπως Þταν, εξαφανιζüταν για συλλογÞ πληροφοριþν. Eßχεν αποφασισθÞ üτι στο διÜστημα αυτü, η μητÝρα μου θα εργαζüταν Üνευ τιμολογßου ως «πειρατικÞ». Kαι τι δεν Ýκανε ο πατÝρας μου για να μην αποκαλυφθÞ η ταυτüτης του. Mηχανεýτηκε τα πÜντα. Kαι γυαλιÜ σκοýρα φοροýσε, και μουστÜκι Üφησε και ξÝνη προφορÜ χρησιμοποιοýσε. Mε δυο λüγια γινüταν αγνþριστος μαζεýοντας τιμÝς. Στο διÜστημα που εκεßνος Ýλειπε, η μητÝρα μου Üρχισε σιγÜ-σιγÜ να εργÜζεται και να δημιουργÞ πελατεßα.
Mια μÝρα Ýνας κýριος, þς 50 ετþν, χτýπησε το διαμÝρισμÜ της κι αφοý η μητÝρα μου τον περιποιÞθηκε αφÜνταστα, στο τÝλος αυτüς Ýβγαλε κÜτι χαρτιÜ και της εßπε.
-«Iδοý ποιες εßναι οι διÜφορες τιμÝς».
¹ταν ο πατÝρας μου. Tüσο επιτυχημÝνη Þταν η μεταμφßεσßς του. Kαι αφοý της ανÝφερε τις διÜφορες τιμÝς, συμφþνησαν να ζητÞ 300 δραχμÝς.
Aκριβþς τις μÝρες εκεßνες αρρþστησε βαριÜ η αδελφÞ μου. O πατÝρας μου βρÝθηκε σε αδιÝξοδο. Eßχε δþσει τα μαλλιοκÝφαλÜ του για να νοικιÜση και να στολßση το διαμÝρισμα, εßχε παρατÞσει τις δουλειÝς του για να συγκεντρþση τιμÝς και ξαφνικÜ βρÝθηκε σε δýσκολη θÝση και χωρßς χρÞματα. ¸τρεξε τüτε στη μητÝρα μου που Üρχιζε να στρþνη εκεßνο το μÞνα και να γßνεται γνωστÞ, για να τον βοηθÞση.
-«ΠρÝπει να σþσουμε το παιδß. ΠρÝπει να κουνηθοýμε».
H μητÝρα μου Üρχισε να κινεßται. AλλÜ Þταν περßοδος κατοχÞς κι ασταθεßας του νομßσματος κι üσον η μητÝρα μου εκινεßτο οριζοντßως, τüσον κι οι τιμÝς ανÞρχοντο καθÝτως. AπεφÜσισε τüτε να κινεßται ορθÞ, μÞπως πÝσουν οι τιμÝς, αλλ’ η ορθßα στÜσις την κοýραζε γι’ αυτü και συνÝχισε ξαπλωτÞ. Tο διαμÝρισμα εσεßετο εκ θεμελßων.
-«KουνÞσου, κουνÞσου», Þταν η επωδüς του πατÝρα μου. «Mας χρειÜζονται φÜρμακα…»
¹ρθαν μÝρες που η μαμÜ δεν σηκωνüταν λεπτü απü το κρεβÜτι. Στο τÝλος Üφηνε και την πüρτα ανοιχτÞ, για να μην κÜνη τον κüπο να σηκþνεται και ν’ ανοßγη.
Mια μÝρα ο πατÝρας μου με το θÜρρος που εßχε, βλÝποντας την πüρτα ανοιχτÞ μπÞκε χωρßς να χτυπÞση. H μητÝρα μου εκεßνην την þρα εßχε δουλειÜ.
-«ΘÝλω να σου μιλÞσω για κÜτι πολý σοβαρü…» της εßπε.
-«Σ’ ακοýω».
-«Δεν μ’ αρÝσει να κουνιÝσαι üταν μιλÜω».
-«Mε το να κουνιÝμαι, δεν Ýπεται üτι δεν σ’ ακοýω… ΛÝγε».
-«Pε, πατριþτη, δεν πας üξω;» εßπε ο επισκÝπτης. «Aφοý βλÝπεις üτι Ýχουμε δουλειÜ».
-«Δεν μιλÜω σε σας, κýριε. Eσεßς κÜνετε την δουλειÜ σας, κι εγþ την δικÞ μου…»
-«Mην δßνετε σημασßα, κýριÝ μου. Συνεχßστε», εßπε η μητÝρα μου.
Kαι ο πελÜτης φανερÜ εκνευρισμÝνος, συνÝχισε κοιτÜζοντας Üγρια τον πατÝρα μου.
KÜποτε τελεßωσε ο κýριος κι αφοý Ýτρεξε ο πατÝρας μου και χÜλασε χιλιÜρικο γιατß ο ξÝνος δεν εßχε ψιλÜ, εßπε στη μητÝρα μου:
-«Θα σου αναγγεßλω κÜτι δυσÜρεστο. H κατÜσταση της μικρÞς χειροτÝρεψε. Συνεχþς φωνÜζει, μανοýλα, μανοýλα».
H μητÝρα μου ακοýγοντας το φριχτü νÝο, Ýπεσε πτþμα εις το κρεβÜτι. MετÜ, καταλαβαßνοντας üτι η θÝση της εßναι αφýσικη και για ν’ αποδεßξη τη λýπη της, παρÝμεινε üρθια και üλοι τüτε κατÜλαβαν üτι κÜτι σοβαρü συμβαßνει. Mερικοß που Þσαν στο διÜδρομο Üρχισαν κι üλας να φεýγουν. Για να φýγουν üλοι, αναγκÜστηκε ο πατÝρας μου να βγη στην πüρτα και να πη απ’ το Üνοιγμα:
-«H κυρßα εßναι στο πüδι κι üπως καταλαβαßνετε, πολý ασθενÞς. Παρακαλþ, κýριοι, πηγαßνετε».
-«ΠεραστικÜ», ευχÞθηκαν μερικοß, ταραγμÝνοι. «Σας παρακαλοýμε μüνον, Üμα πÝση στο κρεβÜτι να μας ειδοποιÞσετε».
-«Aσφαλþς. Διüτι üπως καταλαβαßνετε, δουλειÜ στο πüδι δεν γßνεται».
Φεýγοντας οι επισκÝπτες φιλοσοφοýσαν χαμηλüφωνα:
-«Για κοßταξε τι εßναι ο Üνθρωπος. Eκεß που πριν 5 λεπτÜ Þταν στο κρεβÜτι, ξαφνικÜ βρÝθηκε ορθÞ».
-«Kαι προσÝξατε πüσο ντοýρα στεκüτανε; Φαßνεται εßναι πολý Üσχημα…»
Tο βρÜδυ η μητÝρα μου εßχε υψηλü πυρετü. Tο νÝο, την εßχε συντρßψει. O γιατρüς που Þρθε την εξÞτασε ορθÞ και της συνÝστησε πλÞρη ακινησßα. Eßπε να της σβÞσουν και το φως να μην την κουρÜζη.
O πατÝρας μου Ýμεινε τρεις νýχτες κοντÜ της. Tης μßλαγε ξαπλωτüς απ’ το κρεβÜτι της κι εκεßνη Þταν üρθια στη μÝση του δωματßου. KÜπου-κÜπου σηκωνüταν κι ακουμποýσε το χÝρι του στο μÝτωπü της για να δη αν καßει, και κατüπιν κουκουλωνüταν στο κρεβÜτι. H μητÝρα μου εßχε ανÞσυχο ýπνο και κÜθε πÝντε λεπτÜ ο πατÝρας μου αναγκαζüταν να σηκþνεται και να τακτοποιÞ τις κουβÝρτες που πÝφτανε στο πÜτωμα.
Tο πρωß, Üνοιγε τα παρÜθυρα, αÝριζε το δωμÜτιο κι Ýριχνε απÜνω της καθαρÜ σεντüνια. Δυστυχþς, παρ’ üλες του τις προσπÜθειες, κÜποιο πρωινü που σηκþθηκε, την βρÞκε παγωμÝνη. Tο ßδιο απüγευμα την αντßκρυσα για τελευταßα φορÜ ορθÞ με κλειστÜ τα μÜτια. Kαι σ’ αυτÞ τη θÝση την θÜψαμε. ΣÞμερα το να ταφÞ Ýνας Üνθρωπος σ’ αυτÞ τη στÜση δεν ενοχλεß κανÝναν. Eκεßνην üμως την εποχÞ που δεν υπÞρχε χþρος οýτε στο πρþτο νεκροταφεßο, οýτε στο δεýτερο, η πρÜξις αυτÞ ισοδυναμοýσε με επανÜσταση. XιλιÜδες φÝρετρα παρουσßα τüσων ανθρþπων εθÜπτοντο επß Ýτη οριζοντßως. Oυδεßς üμως εσκÝφθη üτι πιÜνουν πολýτιμο χþρο. ¸πρεπε να παρευρεθÞ στην κηδεßα ο πατÝρας μου, που φημιζüταν για την παρατηρητικüτητÜ του, για να το παρατηρÞση κÜποιος. Tþρα βÝβαια που το Ýθιμο της ορθßας ταφÞς επεκρÜτησε και ξαπλþνεται συνεχþς, κανεßς πια δεν σκÝφτεται να θÜψη προσφιλÞ του πρüσωπα πλαγßως. Πüσοι üμως απü μας που πÜμε στα νεκροταφεßα, γνωρßζουμε üτι η ιδÝα αυτÞ της καθÝτου ταφÞς Þταν σκÝψις ενüς απλοý ανθρþπου που τυχαßως παρευρÝθη εις την κηδεßα της συζýγου του;
Tολμþ να εßπω, ουδεßς.
Η Ρονβßα
Η ρονβßα αφιχθÝντος και σταθÝντος στη γωνιÜ
μελοδßας μας παρÜγει εφρανθεßς η γειτονιÜ
βγÝνει πρüτον ο μπακÜλης κε μετÜ ο γαλατÜς
πλην αργÞς εξερχoμÝνη κε πολÞ το μελετÜς.
Χαßρε ληπηρÜ ρονβßα
δυστηχÞς εßμε φεβγþν
και αναχωρþν εν βßα
την νεÜνις μην ιδþν.
Την επÜβριον ημÝραν στην γωνßαν μου στα θεßς
καταπλÝφσας η ρονβßα Þτον πÜλιν αφιχθεßς
αηδüνες εßναι ψÜλων, παραδεßσια πουλιÜ
πτερουγßζουν καρδερßνε στα ξανθÜ της τα μαλιÜ.
Χαßρε Ýφθυμος ρομβßα
η νεÜνις κατελθþν
δÞθεν πÞγε δια κομβßα
κι' εθεÜθη εξελθþν.
Η ΝÞσος Των Αζορþν
¸να πλοßον ταξιδεýον
με υπÝροχον καιρüν
αιφνιδßως εξοκεßλει
ανοιχτÜ των Αζορþν
Κι Ýνας νÝος με μιαν νÝαν,
ωραιüτατα παιδιÜ
φθÜνουν κολυμβþν γενναßως
εις πλησßον αμμουδιÜ
Ζþντας βßον πρωτογüνου
και ο νÝος με την κüρη
κοßταζαν και κÜπου κÜπου
εÜν Ýρχεται βαπüρι
ΑλλÜ φθÜσαντος χειμþνος
και μη φθÜνοντος βαπüρι
απεβßωσεν ο νÝος
και απÝθανεν η κüρη
Αργüτερα αργüτερα
πλησßασαν δυο κüτερα
Þρθε κι Ýνα βαπüρι
ματαßως ψÜχνον για να βρει
ματαßως ψÜχνον για να βρει
τον νÝον και την κüρη
ΚατηραμÝνη νÞσος,
νÞσος των Αζορþν
που καταστρÝφεις νÝους
και θÜπτεις των κορþν
Να πÝσει τιμωρßα
απü τον ουρανüν
να λεßψεις απ' τους χÜρτας
και των ωκεανþν.
Οι ΝεκροθÜπται
Εις το φÝρετρο θα Ýμπω
και στο μνÞμα της θα μπω
να με θÜψουν νεκροθÜφται
με αυτÞν που αγαπþ.
Η κακοýργος κοινωνßα
που μας χþρισε σκληρÜ
να χαρεß και ν’ απολαýσει
δýο πτþματα νεκρÜ.
ΦÝρτε κüλλυβα, λαμπÜδες
και να Ýρθεις να με βρεις
να με κλÜψεις ξαπλωμÝνον
παραπλεýρως της νεκρÞς.
ΕτοιμÜσατε πλερÝζας
βÜλτε μαýρον ρουχισμüν
Þρθαν σκοτειναß δυνÜμεις
και διακüψαν τον δεσμüν.
Μαýρα, φßλοι μου, να βÜλτε
τρÝξατε να βρειτε ψÜλται
ευρßσκομαι νεκρüς
πεθαμÝνος και νεκρüς.
ΨÜλται και κανδηλανÜφται
το κορμß μου αναπαýτε,
κλαýσατε πικρþς
κλαýσατε επικþς.
----------------------------------------------------------
Σýρος
Αφοý ματαßως επερßμενα τρεις μÞνες να με προσκαλÝσει καμμιÜ αεροπορικÞ εταιρεßα στο εξωτερικü, αναγκÜστηκα να τηλεφωνÞσω σ' Ýνα γνωστü μου ναυτικü πρÜκτορα, μÞπως υπÜρχει ελπßδα να πÜω στο εσωτερικü, Ýστω κατÜστρωμα, αλλÜ υπü τον üρον να Ýχει και φαÀ. Ο φßλος μου, -ΠÝτρος ελÝγετο- Üνθρωπος δραστÞριος, τα κατÜφερε κι Ýνα μεσημÝρι που γýρισα σπßτι με μαýρη καρδιÜ απü τα λÜβαρα του αντικαρκινικου αγþνος, μου Ýφερε την χαρμüσυνον αγγελßα:
-"¸ντÜξει", μου εßπε. "ΣÜββατο απüγευμα μÝχρι ΔευτÝρα πρωß θα κÜνεις κρουαζιÝρα τρελλÞ. Σýρος, ΤÞνος, Μýκονος. ¸χεις ξαναπÜει";
-"¼χι".
-"¼ρßστε θαυμÜσια ευκαιρßα να πας. Εßσαι εýχαριστημÝνος";
Δεν απÜντησα αμÝσως. ΣÞμερα η τεταμÝνη κατÜστασις επιβÜλλει σýνεσιν κι üχι ενθουσιασμοýς.
-"Δεν μπορþ να σου πω τþρα αμÝσως, ΠÝτρο μου. ΠρÝπει να το σκεφθþ και να σταθμßσω τα πρÜγματα. ΚÜνει να σου απαντÞσω αýριο";
-"Πως δÝν κÜνει", εßπε ο ΠÝτρος. Κι Ýφυγε.
¹ταν θλιμμÝνη ΠαρασκευÞ üταν μου το πρüτεινε. Περßμενα μÝχρι τις δþδεκα το μεσημÝρι του ΣαββÜτου μÞπως Ýχουμε νεþτερα απü καμμιÜ Üλλη εταιρεßα, πÝρασα βιαστικüς δυο-τρεις φορÝς Ýξω απ' την AIR FRANCE, ανÝβηκα ΛΟΥΦΤ ΧΑΝΣΑ χωρßς αποτÝλεσμα, Ýφτασα μÝχρι ΑΙΘΙΟΠΙΑΝ ΑΙΡΛΑΙΝΣ και ΤΟΥΡΚ ΧΑΒΑ ΓΙΟΛΑΡΗ κι Ýκανα πως κοιτÜζω τις βιτρßνες και στις δωδεκÜμιση, üταν εßδα κι απüειδα πως θα κÜτσω Σαββατοκýριακο στην ΑθÞνα, πÞρα τον ΠÝτρο στο τηλÝφωνο:
-"¢κουσε ΠÝτρο, ετακτοποßησα τας Ýργασßας μου. Τþρα εßμαι ελεýθερος και μÜλλον θα Ýλθω. Τß þρα φεýγει το πλοßον, εßπες";
-"Στις δýο ακριβþς. ΜιÜμιση να εßσαι στο Ρολüι, θα σε περιμÝνω".
Στο Ρολüι Þμουν μßα παρÜ τÝταρτο, ντυμÝνος πολý σπορ. ΕπÞρα και ολßγους σπüρ, πτýων τας φλοýδ και χαζεýων τα βαπüρ. Ωραßα βεβαßως εßναι τα ÜεροπλÜνα, σκÝφθηκα, αλλÜ τß τα θÝλετε... Μüνο με το βαπüρι αισθÜνεσαι ασφÜλεια. Και να βουλιÜξει, που λÝει ü λüγος, με λßγο κολýμπι γλυτþνεις. ΠιÜνεσαι απü κÜπου, βγαßνεις σε καμμιÜ ακτÞ.
ΚαμμιÜ φορÜ σþζονται μüνο δýο, εσý κι αýτÞ, -ωραιοτÜτη ξανθÞ με υπÝροχο σþμα- και γλυτþνετε σ' Ýνα Ýρημο νησß με χουρμαδιÝς, κοκκοφοßνικες, πλοýσια βλÜστηση κι εξωτικÜ πουλιÜ κι ενþ το υπÝροχο φεγγÜρι θ' ανεβαßνει στον ουρανü, αυτÞ θα σου τραγουδÜει νοσταλγικÜ τραγοýδια της πατρßδας της και θα σε νανουρßζει χαúδεýοντÜς σου τα μαλλιÜ. Ο μüνος φüβος σ' αυτÝς τις περιπτþσεις εßναι μην εμφανισθοýν τßποτις Üγριοι καννßβαλοι με δηλητηριþδη βÝλη.
Μ' αυτü θÝλω να πω πως και τα θαλÜσσια ταξßδια δεν εßναι κι αυτÜ ασφαλÞ εκατü τοις εκατü, αλλÜ νομßζω πως κατÜ κÜποιο τρüπο εßναι ασφαλÝστερα απü το αεροπλÜνο. ¸πειτα, μÞπως üλα τα νησιÜ Ýχουν καννßβαλους; Μπορεß να σου τýχει και νησß τελεßως ακατοßκητο. ΑýτÜ εßναι ζητÞματα καθαρþς τýχης. ΑλλÜ και να εμφανισθοýν, ξÝρω να υπερασπßσω και τον Ýαυτü μου και εκεßνην. Θα πολεμÞσω Üγρια και αποφασιστικÜ ως ¸λλην μαχητÞς, σκορπßζων τον θÜνατον στους Ιθαγενεßς. ΞÝρω πως ο αγþν θα εßναι Üνισος και ßσως συλληφθþ και αιχμÜλωτος και θα καßει ο Þλιος üταν θα με μεταφÝρουν oι Üγριοι με αλαλαγμοýς στην καλýβα του αρχηγοý. ΞÝρω απü τþρα μÜλιστα τι θα με ρωτÞσει:
-"Πüτε Þρθες εδþ";
-"Δεν θα δþσω λογαριασμü σε κανÝναν", θα απαντÞσω.
-"Και γιατß κÜθεσαι στον Þλιο";
-"Ετσι θÝλω..."
-"ΘÝλεις καμμιÜ λεμονÜδα;" μου 'πε ο ΠÝτρος. "Σε βλÝπω Üσχημα".
Οι μαýροι εξαφανßσθηκαν ως δια μαγεßας. Ο λευκüς ΠÝτρος ευρßσκετο μπροστÜ μου.
-"Δεν Ýχω τßποτα. ΠÜμε. ¢ργησες, μωρÝ ΠÝτρο..."
Μπρος ο ΠÝτρος, πßσω εγþ ο μαýρος, μπÞκαμε στον 'ΚαραúσκÜκη'.
-"¸λα", μου εßπε, "να πÜρουμε κÜτι στο μπαρ να συνÝλθεις. Τß θα πÜρεις";
-"Τß Ýχει";
-"Απ' üλα υπÜρχουν στον ΚαραúσκÜκη".
-"Ε, τüτε ας πÜρουμε Ýνα ΚαραουúσκÜκη, αλλÜ χωρßς σüδα".
ΚατÝβαζα σε μικρÝς γουλιÝς τον Ýνδοξο üπλαρχηγü, κοιτÜζοντας γýρω μου.
-"Ποιüς εßναι αυτüς, ΠÝτρο;" ρþτησα, δεßχνοντας μιÜ φωτογραφßα μεγÜλη.
-"¼ ιδιοκτÞτης του πλοßου. Νομικüς".
-"Χαßρομαι που κερδßζουν οι δικηγüροι. ¢λλες εποχÝς, τÝτοια πλοÀα ανÞκαν εις τους εφοπλιστÜς. ΕιλικρινÜ χαßρομαι".
-"Μα... εßναι ο Νομικüς της εταιρεßας...
-"ΚατÜλαβα. Για βλÜκα μ' Ýχεις; ΜÜλιστα. Ο νομικüς σýμβουλος της εταιρεßας. Κι απ' ü,τι βλÝπω θα πληρþνεται καλÜ. Αλλιþτικα δε θα αγüραζε τüσο μεγÜλο καρÜβι. Δε θα μου φανεß, λοιπüν, καθüλου παρÜξενο αν αýριο μου πουν üτι το τÜδε πλοßο ανÞκει σε ζωγρÜφο. Βρε ΠÝτρο, δε ρωτÜς με τρüπο την εταιρεßα αυτÞ αν χρειÜζονται καλλιτÝχνες";
-"Θα ρωτÞσω", εßπε ο ΠÝτρος και πλÞρωσε τα ποτÜ. "¸λα να σε πÜω τþρα στην καμπßνα σου..."
Ακολοýθησα πειθÞνιος κι Ýβαλα τα πρÜγματÜ μου εκεß που μου 'πε.
-"ΤακτοποιÞσου", τον Üκουσα να λÝει, "κι Ýλα μετÜ στη γÝφυρα".
¸παιξα λßγο με τα νερÜ της βρýσης (το κüκκινο Ýβγαζε ζεστü νερü), δοκßμασα τα κρεβÜτια, διÜλεξα το μαλακþτερο και διÜβασα με προσοχÞ την ανακοßνωση:
ΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΝ ΣΗΜΑΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
ΑΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΑΙ ΝΑ ΜΑΖΕΥΘΟΥΝ
ΜΕ ΤΑ ΣΩΣΙΒΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΝΑ.
Το εσημεßωσα.
Βγαßνοντας, ρþτησα Ýνα καμαρüτο ποιü εßναι το κατÜστρωμα Ýνα. Ο Üνθρωπος μου το Ýδειξε ευγενÝστατα. Υπολüγισα νοερÜ. Εßμαστε τüσοι, ο χþρος εßναι τüσος, Üρα μας παßρνει üλους. ΜÝτρησα τις βÜρκες, διαßρεσα το σýνολον, εντÜξει και εις το ζÞτημα αυτü. ΥπÞρχε θÝσις δι' üλους. Ουδεßς θα Ýπνßγετο.
Ο καιρüς Þταν θαυμÜσιος. Η θÜλασσα εßχε Ýλαφρü κυματισμü. Κι εßχε δßκιο ο ποιητÞς. Η Ýκτασις του γαλανοý Αιγαßου εκυμÜτο. Κι εκυμÜτο απαλÜ. Οýτε απüτομα σκαμπανεβÜσματα, οýτε επικßνδυνες κλßσεις.
Γýρισα üλο το πλοßο. ΑνÝβηκα και κατÝβηκα üλες τις σκÜλες. ΠÞγα μπροστÜ να δω πþς σκßζονται τα κýματα και πßσω, για να δω τον αφρü που βγÜζαν οι Ýλικες. ΠÞδηξα κοφßνια, πÝρασα πÜνω απü παλαμÜρια, Ýπιασα τις αλυσßδες της Üγκυρας, ανÝβηκα στη γÝφυρα, εßδα με τα κιÜλια, Ýσκυψα να δω πως δουλεýουν οι μηχανÝς, κοßταξα απü τα φινιστρßνια τους μαγεßρους που ετοßμαζαν το βραδινü φαγητü, δοκßμασα üλες τις σαιζ-λογκ, γνþρισα üλες τις τραπεζαρßες, διÜβασα Ýξι εφημερßδες, τρßα περιοδικÜ, μπÞκα-βγÞκα 2-3 φορÝς στην καμπßνα μου χωρßς λüγο, βυθßστηκα στην ανÜγνωση του χÜρτη για να δω που βρισκüμαστε, βρÞκα τη ΓυÜρο, σιγουρεýτηκα για τη θÝση του ¢η-Γιþργη και υπολüγισα üτι σε μισÞ þρα θÜμαστε στην Κýθνο. ΠρÜγματι σε μισÞ þρα εßμαστε στη ΓυÜρο.
Με εßχε μπερδÝψει ο ¢η-Γιþργης.
Η þρα Þταν τρισÞμιση και το βαπüρι δεν Ýλεγε να ξεκολλÞσει απü ωρισμÝνα νησιÜ. ΠÞγα απü την Üλλη μεριÜ του πλοßου, εßπα σκýβοντας üσα τραγοýδια ελαφρÜ και σοβαρÜ Þξερα, εßπα και μερικÜ του ΧατζιδÜκι, πÝρασα Ýτσι μισÞ þρα με ευχÜριστη μουσικÞ και ξαναπÞγα απü την Üλλη μεριÜ. ¹μασταν ακüμα εκεß. Φαßνεται üτι εκεß κοντÜ θα εßχε βυθιστεß κανÝνα καρÜβι που μετÝφερε κüλλα και εμπüδιζε τις Ýλικες του 'ΚαραúσκÜκη'. Το ßδιο Ýγινε κι Ýξω απü την ΤζιÜ.
ΠÞγα ξανÜ στο χÜρτη, μελÝτησα πÜλι καλÜ κι Ýβγαλα ξανÜ αποτελÝσματα Üλλ' αντ' Üλλων. Σýμφωνα μ' αυτÜ η ΑλεξÜνδρεια πρÝπει να Þταν πολý κοντÜ μας. ΖÞτησα τα κιÜλια και μου φÜνηκε πως εßδα κι ανθρþπους με φÝσι. Τþρα, Αιγýπτιοι Þταν; Τοýρκοι κÜτοικοι της Σμýρνης Þταν Þ ΚαρπÜθιοι με τις τοπικÝς τους στολÝς; Αυτü δεν μπüρεσα να το ξεχωρßσω καλÜ. ¸τριψα καλÜ τους φακοýς και ξανακοßταξα. ¹ταν κατακüκκινα και μεγÜλα. ¸βγαλα επιφþνημα θαυμασμοý...
-"ΠÝτρο, κοßτα και συ..."
-"Τß Ýπαθες", μου λÝει, "και κοιτÜζεις συνÝχεια τα καφÜσια με τις ντομÜτες; Δεν βρÞκες τßποτ' Üλλο να κοιτÜξεις; ΝτομÜτες εßναι και τις πÜνε στη Σýρο..."
¸δωσα απογοητευμÝνος τα κιÜλια πßσω. ΠρÜγματι, üλο το κατÜστρωμα Þταν γεμÜτο κασÝλες με ντομÜτες, φροýτα και κιβþτια με ψαροκασÝλες. ΠÜλι καλÜ που δεν εßδα καμμιÜ μαρßδα, φÜλαινα. Θ' αναστÜτωνα το πλοßο κι ßσως να μου πÝφταν τα κιÜλια στη θÜλασσα.
ΚατÜ τις πÝντε φÜνηκε, επιτÝλους, μακριÜ η Σýρος. Φþναξα γη και το εßπα και στους Üλλους. Σε μια þρα το πολý θα πατοýσαμε χþμα μετÜ απü τüσο βασανιστικü και ριψοκßνδυνο ταξßδι στο ΑχανÝς Αιγαßο.
Το βαπüρι εις την Σýρον μπÞκε Συρßζον και Σýρον κι εγþ τα βÞματÜ μου και Σýρον παραλλÞλως και την βαλßτσαν, κατÞλθον εις την Σýρον.
¹μουν λιγÜκι εκνευρισμÝνος, διüτι προ ολßγου ακριβþς εßχα μιαν οξυτÜτη συζÞτηση με μια νεαρÞ Γαλλßδα, την οποßα Ýβαλα στη θÝση της καταλλÞλως. ¹μασταν διÜφοροι επιβÜται στη γÝφυρα του πλοßου κι εγþ, εν τη επιθυμßα μου να την διευκολýνω, της εßπα δεßχνοντÜς της τον υπÝροχον üγκο του νησιοý, χωρßς καμμιÜν ýστεροβουλßα:
-"Ισß, μαμζÝλ, λα ιλ ντε Συρ".
-"Βου ζετ Συρ;" με ρþτησε (δηλαδÞ αν εßμαι απü την Σýρον).
-"Νο", απÜντησα, "ζε σουß ΑτÝν". (απü τας ΑθÞνας).
Και την Ýβαλα στη θÝση της, διüτι, απ' ü,τι κατÜλαβα, εßχε διÜθεσιν ερωτοτροπßας. Αι Γαλλßδαι, γενικþς, νομßζω üτι ξεκινοýν απü την πατρßδα των με εσφαλμÝνην γνþμην περß ΕλλÞνων. Νομßζουν üτι üλοι oι ¸λληνες πßπτουν θýματα της γοητεßας των κι αυτüς ßσως Þτο κι ο λüγος της αδιακρßτου ερωτÞσεþς της.
Η Σýρος δεν εßναι μεγÜλο νησß. ΑλλÜ οýτε και μικρü εßναι. ΜÜλλον μÝτριο μπορεß να το χαρακτηρßσει κανεßς. Στο μÝγεθος εßναι σαν την ΤÞνο. Οι Üνθρωποι που το κατοικοýν μοιÜζουν σαν κι εμÜς και ντýνονται üπως εμεßς. Η στολÞ δε των ναυτþν μοιÜζει καταπληκτικÜ με την στολÞν των ΕλλÞνων ναυτþν. Μßλησα με αρκετοýς κατοßκους στην γλþσσα τους. Δεßχνουν φιλÞσυχοι κι ευγενεßς, χωρßς αγρßας διαθÝσεις. Καννßβαλον δεν εßδα πουθενÜ. Δεν ξÝρω τß γßνεται εις το εσωτερικüν της νÞσου, διüτι δεν πρüλαβα να το εξερευνÞσω üλο, αλλÜ πιστεýω üτι κι εκεß δεν θα υπÜρχουν.
Ρþτησα για ταμ-ταμ.
-"¼χι", με διαβεβαßωσαν. "Μüνον μπαμ-μπαμ κÜθε ΠÜσχα, αλλÜ κι αυτü με τον καιρü κοντεýει να εκλεßψει".
Μικροδιαφοραß, δηλαδÞ, διüτι αν το μπαμ-μπαμ ελÝγετο μπαμ-μπουμ, θα Þτο παρüμοιο με το δικü μας ΠÜσχα της Ορθοδοξßας.
Παρ' üλο που Ýπειτα απü τüσο μεγÜλο ταξßδι εßχα γßνει Ýνα εßδος ΣεβÜχ Θαλασσινοý, ομολογþ üτι ετρüμαξα üταν αντßκρυσα το τελþνιον. Ο ΠÝτρος με καθησýχασε λÝγοντÜς μου üτι εßναι το Τελωνεßον και μου συνÝστησε να διαβÜζω προσεκτικþτερα. ΑλλÜ βλÝποντÜς το Ýτσι με κεφαλαßα νομßζω πως οποιοσδÞποτε ναυτικüς με πεßραν θα το πÜθαινε και θα το περνοýσε για κατοικßα του τελωνßου, που το φαντÜσθηκα αμÝσως Üγριο σε εμφÜνιση με φολιδωτü σþμα.
Οι κÜτοικοι αντß κρÝας, τρþγουν ζþα που βüσκουν εις την θÜλασσαν, τα οποßα ονομÜζουν 'ψÜρυα' και τα μαγειρεýουν σ' Ýνα γραφικü αντικεßμενο με λαβÞ, που üλοι στο νησß αυτü, το φωνÜζουν 'τυγÜνυ', Üγνωστον γιατß. ¼ταν θÝλουν να τα φÜνε, βÜζουν μÝσα στο 'τυγÜνυ' Ýνα πρÜμα κßτρινο, που το λÝνε 'λÜδυ', ρßχνουν τα 'ψÜρυα', μετÜ ανοßγουν το στüμα τους, τα βÜζουν μÝσα, τα μασσÜνε και τα τρþνε. ΜετÜ τα χωνεýουν. Δεν Ýκατσα πολλÞν þρα στü νησß και δεν Ýμαθα τι κÜνουν κατüπιν.
ΘÝλησα να παρακολουθÞσω πως τα μαγειρεýουν. Στην προκυμαßα, Ýκαιγε μια φωτιÜ και μια κÜτοικος του νησιοý, αφοý Ýβαλε 'λÜδυ' μÝσα στο 'τυγÜνυ', Ýρριξε μÝσα μερικÜ 'ψÜρυα'. Με εßδε που κοßταζα περßεργα καß μου εßπε:
-"ΠροσÝξτε τα, σας παρακαλþ". Κι αυτÞ πÞγε να μιλÞσει με κÜποια Üλλη.
Εγþ Ýκατσα κÜτω και Ýκπληκτος τα πρüσεχα. Πρüσεξα πρþτα πως κοκκßνισαν. ΜετÜ το χρþμα τους Þρθε προς το καφÝ σκοýρο. ΜετÜ πρüσεξα που Üρχισαν να μαζεýουν, να μαζεýουν και τελικÜ να μαυρßζουν. "ΒρÝ τß μυστÞριο φαÀ εßν' αýτü;" σκÝφτηκα. "Πþς το τρþνε Ýτσι μαýρο; Τß γεýση Üραγε να Ýχει";
Το 'τυγÜνυ' τþρα Ýβγαζε μαýρο καπνü και μÝσα τα 'ψÜρυα' Ýμοιαζαν με μικρÜ κÜρβουνα. Εγþ εξακολουθοýσα να προσÝχω, χωρßς να ξεκολλÜω τα μÜτια μου απü το 'τυγÜνυ'. Σε λßγο Þρθε η γυναßκα. ΠÞρε τü 'τυγÜνυ' κι Ýρριξε üλο το περιεχüμενο στη θÜλασσα.
-"Τα κÜψατε", μου εßπε.
ΠÞρα τα πüδια μου συντετριμμÝνος κι Ýξερεýνησα το υπüλοιπο νησß. Σε κÜποιο μαγαζß μπÞκε Ýνας ÝπιβÜτης του βαποριοý, ξÝνος κι Üγüρασε Ýνα κουτß που το εßπε 'θÝνκιου'. ΖÞτησα κι εγþ Ýνα 'θÝνκιου' κι üταν αργüτερα ανÝβηκα στο βαπüρι, αντελÞφθην üτι στη διÜλεκτο του νησιοý αυτοý, 'θÝνκιου' λÝνε τα λουκοýμια.
ΠροσÝφερα στü φßλο μου.
-"ΠÝτρο, θα πÜρεις Ýνα 'θÝνκιου";
Ο ΠÝτρος πÞρε Ýνα 'θÝνκιου', λÝγων λουκοýμι. (ΣυριανÜ ευχαριστþ). Για Ýναν που δεν ξÝρει, βλÝποντας το θÝνκιου, θα πει πως πρüκειται για λουκοýμι. Κι üμως σαν τα ΣυριανÜ θÝνκιου, αμφιβÜλλω αν υπÜρχουν σ' Üλλα νησιÜ. Σε πολλÜ, βÜζουν μÝσα τριαντÜφυλλο, σ' Üλλα πÜλι καρýδι Þ φιστßκι κι Ýτσι τα θÝνκιου αποκτοýν Ýνα θαυμÜσιο Üρωμα. ΜÝτρησα κÜπου εßκοσι μαγαζιÜ που πουλÜνε αυτü το εßδος και σχεδüν üλα εßναι βραβευμÝνα σε Διεθνεßς ΕκθÝσεις. ΑβρÜβευτο θÝνκιου δεν πουλιÝται πουθενÜ, οýτε αβρÜβευτη χαλβαδüπιττα.
Με μεγÜλες προφυλÜξεις προχþρησα στο εσωτερικü της πüλεως. ΒρÝθηκα σε μια μεγÜλη πλατεßα μ' Ýνα μεγÜλο κτßριο με σκαλοπÜτια üπερας. Εδþ μÝνει ο ΔÞμαρχος των Ιθαγενþν του νησιοý. ΜπροστÜ εßχε μιαν εξÝδρα μαρμÜρινη, για τους μουσικοýς των ταμ-ταμ. Δßπλα σ' αυτÞν, σ' Ýνα ψηλü βÜθρο, το Üγαλμα κÜποιου Þρωüς των. Στη βÜση του αγÜλματος με συριανÜ γρÜμματα Ýγραφε:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ
Μιαοýλης στη διÜλεκτü τους θα πει, αυτüς που πολÝμησε τους εχθροýς, λευτÝρωσε την πατρßδα του, Üνοιξε τις θÜλασσες για να μπορεß να μεταφÝρεται παντοý το θÝνκιου και να μαγειρεýουν οι ντüπιοι ελεýθεροι τα 'ψÜρυα' με το 'τυγÜνυ'.
Το ßδιο πÜνω-κÜτω σημαßνει και το ΚΑΝΑΡΗΣ και ΚΑΡΑÚΣΚΑΚΗΣ.
Κι üπως οι τρεις αυτοι Þρωες υπηρÝτησαν τους ¸λληνες τüτε, Ýτσι και τα βαπüρια που φÝρνουν σÞμερα τα ονüματÜ τους Ýξακολουθοýν να υπηρετοýν την ΕλλÜδα και να μεταφÝρουν ελεýθερους ανθρþπους σ' ελεýθερα νησιÜ.
Ας ÜφÞσουμε τþρα την υπüλοιπη εξερεýνηση στα ενδüτερα του νησιοý κι ας γυρßσουμε σιγÜ-σιγÜ στον Þρωα Καραßσκον, μη τυχüν φýγει και μας αφÞσει ξÝνους μεταξý αγνþστων στην ηρωúκÞ Σýρον, διüτι απü το τελþνιüν της, μÝχρι το τελþνιον της ηρωúκÞς ΤÞνου η απüστασις εßναι περßπου εßκοσι ηρωικÜ χιλιüμετρα ηρωικÞς κολυμβÞσεως για Ýναν που δεν Ýχει ναýλα.
¸πειτα κι ολüκληρη η περιοχÞ εκεßνη λÝνε πως Ýχει 'ψÜρυα' που δεν διακρßνονται για τον φιλελληνισμü τους.
ΤÞνος
Σε μια þρα ο οπλαρχηγüς ΚαραÀσκος, μας πÝταξε απÝναντι. Σφýριξε κλÝφτικα κατÜ τÞ συνÞθειÜ του κι ο μισüς πληθυσμüς κατÝβηκε στο λιμÜνι να υποδεχθεß τους θαλασσοπüρους. Εδþ Ýγινε το αντßστροφο της αφßξεως του Κολüμβου. Oι Ιθαγενεßς του τροπικοý αυτοý νησιοý μας υποδÝχτηκαν με κομπολüγια, χÜντρες, αλυσßδες, σταυρουδÜκια και πολýχρωμα κορδελλÜκια.
Και η ΤÞνος δεν εßναι μεγÜλο νησß. ΑλλÜ οýτε και μικρü εßναι. ΜÜλλον μÝτριο μπορεß να το πει κανεßς. Στο μÝγεθος εßναι σαν την Σýρο.
ΤρÜβηξα τρÝχοντας τον ανÞφορο για το μοναστÞρι. Στη μÝση Ýκοψα γιατß δεν ανÝβαινα φαßνεται με παλμü και λαχÜνιασα. Στον κατÞφορο Ýκανα ωραßα εκκßνησι αντιθÝτως και εßχα πολý ωραßο στυλ.
¹θελα να δω την περßφημη Παναγßα της ΤÞνου, που Ýκανε τüσα θαýματα και να δω, τÝλος πÜντων, τß πρÜμα εßναι αυτü το ΜοναστÞρι.
ΜπÞκα πρþτα στο πρþτο πÜτωμα.
Εßχα την Ýντýπωση πως Ýμπαινα σε μεγÜλο ΕνεχυροδανειστÞριο. Παντοý σε σýρματα εκατοντÜδες καντÞλες κι απü κÜτω τ' ασημÝνια αφιερþματα. Ομοιþματα καραβιþν, ποδιþν, χεριþν, βαρελιþν, τσαμπιþν σταφυλιþν και μικρþν παιδιþν. ΑπÝναντι στο Ιερü, τερÜστιες εικüνες με αγßους και Παναγßες κουκουλωμÝνες με ασημÝνια παλτÜ και μαυρισμÝνες μορφÝς σαν μελανιασμÝνες απü το κρýο.
¢στραποβολοýσε ολüκληρος ο ναüς σα χρυσοχοεßο πολυτελεßας. ¸κατσα στην ουρÜ για να προσκυνÞσω τη θαυματουργÞ εικüνα. ΜπροστÜ στην εικüνα καθüταν Ýνας διÜκος μ' Ýνα μπαμπÜκι και σκοýπιζε τα αποτυπþματα των φιλημÜτων του καθενüς.
Στο κÜτω πÜτωμα του ναοý Þταν το μÝρος üπου βρÝθηκε κατÜ το θρýλο η θαυματουργÞ εικüνα. Την εßχαν σκεπασμÝνη μ' Ýνα καπÜκι. Δßπλα σ' Ýνα κουτß ýπÞρχε χþμα του μÝρους που βρÝθηκε. Εßχε χρþμα σοκολÜτας σαν καστανüχωμα πολυτελεßας Το βÜθος του μικροý αυτοý πηγαδιοý Ýφτανε το μισü μÝτρο και δßπλα Þταν μια πηγÞ με κρýο νερü που ανÜβρυζε απ' τη γη. Ο κüσμος με ευλÜβεια γÝμιζε κÜτι μικρÜ μπουκαλÜκια πολýχρωμα, πλεγμÝνα με χüρτο.
ΕπτÜ εκατομμýρια δραχμÝς Ýπιασε πÝρσι το ºδρυμα της Ευαγγελιστρßας απü τις ÝκποιÞσεις των αφιερωμÜτων. ΔηλαδÞ εßκοσι χιλιÜδες χρυσÝς λßρες. Και τα χρÞματα αυτÜ Ýγιναν Ýργα, υποτροφßες, κτßρια, σχολÝς. Κατεβαßνοντας εßδα το "Ευγηρεßας Πρüνοια" της ΤÞνου κι Ýνα μεγÜλο σχολεßο συγχρονισμÝνο. Παντοý ταμπÝλες που μαρτυρÜνε για τα Ýργα που πραγματοποßησαν οι σýγχρονοι αυτοß Δελφοß με τη βοÞθεια των Πανελληνßων αφιερωμÜτων.
Σε αποθÞκες, μας εßπαν, υπÜρχουν στοιβαγμÝνα τα τÜματα που πρüκειται να εκποιηθοýν και να ρευστοποιηθοýν κÜθε χρüνο. Μας Ýδωσαν διÜφορα Ýντυπα πληροφοριακÜ, αλλÜ να μη σας κουρÜσω με τÝτοια.
Σας εßπα τα κυριþτερα και πιο εντυπωσιακÜ. Εκτüς αν ενδιαφÝρεσθε να μÜθετε πüσα πιÜσαν απü δαχτυλßδια, πüσα απü καρφßτσες και πüσα απü κολλιÝδες και βραχιüλια. Η απορßα σας μπορεß να λυθεß επß τüπου.
ΠÜρτε Ýνα καρÜβι κι ελÜτε στην ΤÞνο και κÜντε σοýμες και πολλαπλασιασμοýς με την ησυχßα σας στο λιμÜνι, τρþγοντας και λουκουμÜδες. Εγþ ευχαρßστως να σας δþσω το μολυβÜκι μου. ΠÝραντοýτου, δεν θα μπορÝσω να σας βοηθÞσω οýτε να σας κÜνω παρÝα.
ΠρÝπει να εξυπηρετÞσω αυτÞν την νÝα κοπÝλλα που μοιÜζει Γερμανßδα και κοιτÜζει σα χαμÝνη την εκκλησßα απ' Ýξω...
-"Μπßτε σüιν, φροûλÜúν, διζ εγκλßζ, βÝρυ βÝρυ παλιü..."
Κι η κοπÝλλα με τα γαλανÜ μÜτια, κÜθεται κι ακοýει σαν μαγεμÝνη την ιστορßα του μοναστηριοý της ΤÞνου απü διερμηνÝα διπλωματοýχον της διαλÝκτου 'ΧαρμÜνι'.
-"ΣÝτ μοναστÝρ, αβÝκ μποκοý φενÝτρ εντ βÝρυ μπιγκ ντορ, φροûλÜιν, εν φουÜ
Μουσολßνι, Μουσολßνι νιξ καλü, μποýμ - μποýμ, ¸λλη, Üλλες παραλßα καποýτ, φροûλÜúν..."
-"Αχ, ζüο..."
-"Για, για φροûλÜúν. ¢ιν, τσβÜúχ, ντρÜú τορπßντο, μπουμ-μπουμ üλο φροûλÜιν".
Μιλοýσα και η φροûλÜιν κρεμüταν απ' τα χεßλη μου. Της μßλησα με πÜθος για την θαυματουργÞ εικüνα και τελικÜ την Ýχασα.
¹ τρÜβηξε για το βαπüρι Þ για την εκκλησßα να παρακαλÝσει τη Μεγαλüχαρη να μπορεß να καταλαβαßνει τους τρßγλωσσους τσιτσερüνε.
ΜερικÜ πιτσιρßκια που Þταν γýρω και Üκουγαν να εξηγþ στην κοπÝλλα, με βγÜλαν απü αμφιβολßες:
-"Μßστερ ΑμÝρικαν, κοπÝλλα ΚαραúσκÜκης κÜτω..."
-"Θενκ γιου, μπüυς. Εφκαριστþ. Εσεßς γκουντ παιντιÜ... ΜπÜú - ΜπÜú".
-------------------------------------------------------------------------------------------
Τα Σκßτσα Του