Βιογραφικü
Ο ΛευκÜδιος Χερν (ΛευκÜδα 27 Ιουνßου 1850 - Τüκιο 26 Σεπτεμβρßου 1904) Þ Πατρßκιος ΛευκÜδιος Χερν (Patrick Lafcadio Hearn), γνωστüς επßσης με το ιαπωνικü üνομα ΓιÜκουμο Κοúζοýμι ( 小泉八雲 ), Þταν διεθνÞς συγγραφÝας ιρλανδο-ελληνικÞς καταγωγÞς που Ýλαβε την ιαπωνικÞ υπηκοüτητα το 1896. Εßναι ο εθνικüς ποιητÞς της Ιαπωνßας αλλÜ περισσüτερο γνωστüς για τα βιβλßα του για την Ιαπωνßα ιδιαßτερα για τις συλλογÝς του για τους ιαπωνικοýς θρýλους κι ιστορßες φαντασμÜτων, üπως το «ΚαúντÜν: Ιστορßες και μελÝτες παρÜξενων πραγμÜτων». Στις ΗΠΑ εßναι επßσης γνωστüς για τα κεßμενÜ του για τη πüλη της Ν. ΟρλεÜνης, βασισμÝνα στη 10ετÞ διαμονÞ του στην πüλη. Θεωρεßται Ýνας απü τους σημαντικüτερους συγγραφεßς της Ιαπωνßας.
Η σχετικÜ σýντομη ζωÞ του μπορεß να χωριστεß σε 3 μεγÜλες περιüδους, περßπου ισüχρονες: την «ευρωπαúκÞ» (1850-1869), την «αμερικανικÞ» (1869-1890) και την «ιαπωνικÞ» (1890-1904).
ΓεννÞθηκε στη ΛευκÜδα, απü üπου πÞρε και το üνομÜ του, στις 27 Ιουνßου 1850. ¹ταν γιος του στρατιωτικοý γιατροý-χειρουργοý ταγματÜρχη Τσαρλς Μπους Χερν (απü την Κομητεßα ¼φαλι της Ιρλανδßας) και της Ρüζας, Ελληνßδας ευγενοýς καταγωγÞς απü τα Κýθηρα κüρη του Αντωνßου ΚασιμÜτη. Ο πατÝρας του υπηρετοýσε στη ΛευκÜδα, κατÜ τη διÜρκεια της βρετανικÞς κατοχÞς των ΕπτανÞσων, üπου Þταν ο πιο υψηλüβαθμος χειρουργüς στο σýνταγμÜ του. Γνþρισε τη μητÝρα του στα Κýθηρα üταν υπηρετοýσε εκεß με το 76ο σýνταγμα πεζικοý των Βρετανþν που εßχε σταλεß στο νησß για τη φροýρησÞ του. Η Ρüζα Þτανε πολý üμορφη γυναßκα απü οικογÝνεια ευγενþν. ΜετÜ απü θυελλþδη σχÝση παντρεýτηκαν στη ΛευκÜδα το ΝοÝμβρη του 1849.
ΓεννÞθηκε üταν ο ΚÜρολος Þταν 30, η Ρüζα 26 ετþν και βαφτßστηκε Πατρßκιος ΛευκÜδιος Χερν στην εκκλησßα της Αγßας ΠαρασκευÞς στη ΛευκÜδα, αλλÜ φαßνεται üτι στα ΑγγλικÜ ονομαζüταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn. Οι γονεßς του παντρεýτηκαν με ελληνικü ορθüδοξο γÜμο στις 25 Νοεμβρßου 1849, μερικοýς μÞνες αφοý η μητÝρα του εßχε γεννÞσει το πρþτο παιδß του ζευγαριοý και μεγαλýτερο αδελφü του Χερν, Τζορτζ Ρüμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλßου 1849. Ο Τζορτζ Χερν πÝθανε στις 17 Αυγοýστου 1850, δýο μÞνες μετÜ τη γÝννηση του ΛευκÜδιου. Το σπßτι üπου Ýζησε ο μικρüς ΛευκÜδιος στη ΛευκÜδα υπÜρχει ακüμα.
Μßα πολýπλοκη σειρÜ διενÝξεων κατÝληξαν να μετακομßσει, σε ηλικßα 2 ετþν, απü την ΕλλÜδα στην Ιρλανδßα, που εγκαταλεßφθηκε πρþτα απü τη μητÝρα (που τον Üφησε στη φροντßδα της θεßας του συζýγου της), στη συνÝχεια απü τον πατÝρα και τελικÜ απü τη θεßα του πατÝρα, που εßχε οριστεß κηδεμüνας του.
Το 1850 ο πατÝρας του προÞχθη σε Υπηρεσιακü Χειρουργü Δεýτερης ΤÜξης και μετατÝθηκε απü τη ΛευκÜδα στις ΒρετανικÝς ΔυτικÝς Ινδßες (στην ΚαραúβικÞ). Καθþς η οικογÝνειÜ του δεν ενÝκρινε τον γÜμο κι ανησυχοýσε üτι η σχÝση θα μποροýσε να βλÜψει τις προοπτικÝς για τη σταδιοδρομßα του, ο Τσαρλς Χερν δεν ενημÝρωσε τους ανωτÝρους του για το γιο Þ την Ýγκυο σýζυγο κι Üφησε πßσω του την οικογÝνεια. Το 1852 κανüνισε να στεßλει το γιο και τη σýζυγü του να ζÞσουν μαζß με την οικογÝνειÜ του στο Δουβλßνο της Ιρλανδßας, üπου Ýτυχαν ψυχρÞς υποδοχÞς. Η μητÝρα του Τσαρλς, Ελßζαμπεθ Χολμς Χερν, δυσκολευüταν να αποδεχθεß τον καθολικισμü της Ρüζας Χερν και την Ýλλειψη παιδεßας της (Þταν αναλφÜβητη και δε μιλοýσε καθüλου ΑγγλικÜ). Κι η Ρüζα δυσκολευüταν να υιοθετÞσει μια ξÝνη κουλτοýρα και τον προτεσταντισμü της οικογÝνειας του συζýγου της και τελικÜ περιÞλθε υπü την προστασßα της αδερφÞς της Ελßζαμπεθ, ΣÜρα Χολμς ΜπρÝναν, χÞρας που εßχε προσηλυτισθεß στον καθολικισμü.
ΠαρÜ τις προσπÜθειες της ΣÜρα, η Ρüζα υπÝφερε απü νοσταλγßα για την πατρßδα της. ¼ταν ο σýζυγüς της επÝστρεψε στην Ιρλανδßα με αναρρωτικÞ Üδεια το 1853, κατÝστη σαφÝς üτι το ζευγÜρι εßχε αποξενωθεß. Ο Τσαρλς Χερν μετατÝθηκε στην Κριμαßα, αφÞνοντας πÜλι Ýγκυο γυναßκα και παιδß στην Ιρλανδßα. ¼ταν επÝστρεψε το 1856, σοβαρÜ τραυματισμÝνος, η Ρüζα εßχε επιστρÝψει στην πατρßδα της στα Κýθηρα, στην ΕλλÜδα, üπου γÝννησε τον τρßτο γιο τους, ΝτÜνιελ-ΤζÝιμς. Η καταπßεση της μητÝρας του Καρüλου προς τη Ρüζα κι η μακρÜ απουσßα του ιδßου απü το σπßτι ανÜγκασαν τη Ρüζα να χωρßσει και να προσφýγει στα δικαστÞρια. ΜετÜ την Ýκδοση διαζυγßου η κηδεμονßα δüθηκε στον πατÝρα. Η Ρüζα το 1856 επÝστρεψε στα Κýθηρα, αφÞνοντας τα παιδιÜ της στο Δουβλßνο. Ο ΛευκÜδιος εßχε αφεθεß στη φροντßδα της ΣÜρα.
Ο Τσαρλς υπÝβαλε αßτηση να ακυρωθεß ο γÜμος με τη Ρüζα, στηριζüμενος στην απουσßα της υπογραφÞς της απü το γαμÞλιο συμβüλαιο, πρÜγμα που τον καθιστοýσε Üκυρο, σýμφωνα με τον αγγλικü νüμο. ¼ταν πληροφορÞθηκε την ακýρωση η Ρüζα παντρεýτηκε αμÝσως τον ΤζιοβÜνι Καβαλßνι, ¸λληνα πολßτη ιταλικÞς καταγωγÞς, που αργüτερα διορßστηκε απü τους Βρετανοýς κυβερνÞτης των ΑντικυθÞρων. Ο Καβαλßνι Ýθεσε ως προûπüθεση του γÜμου να παραδþσει την επιμÝλεια και του ΛευκÜδιου και του ΤζÝιμς. ¸τσι ο ΤζÝιμς στÜλθηκε στον πατÝρα του στο Δουβλßνο και ο ΛευκÜδιος παρÝμεινε υπü τη φροντßδα της ΣÜρα (εßχε αποκληρþσει τον Τσαρλς λüγω της ακýρωσης του γÜμου). Οýτε ο ΛευκÜδιος οýτε ο ΤζÝιμς ξαναεßδαν ποτÝ τη μητÝρα τους, που απÝκτησε 4 παιδιÜ απü τον 2 σýζυγü της. Δε ξεπÝρασε ποτÝ τον αποχωρισμü απü τη μÜνα του. Τη μνημüνευε και την αναπολοýσε, τη λαχταροýσε üλη του τη ζωÞ. Η μητÝρα του μη μπορþντας να ξεπερÜσει ποτÝ τον αποχωρισμü των δýο τÝκνων της απü τον πρþτο της γÜμο κατÝληξε ψυχοπαθÞς. Εßχε κÜνει Ýνα ταξßδι στο Δουβλßνο για να βρει τα παιδιÜ της, αλλÜ χωρßς αποτÝλεσμα. ΤελικÜ εισÞχθη στο Δημüσιο Ψυχιατρεßο-¢συλο στη ΚÝρκυρα. Η ζωÞ της τελεßωσε στα 59 της χρüνια στο Φρενοκομεßο μετÜ απü 10 χρüνια παραμονÞς σε αυτü, το 1882.
Ο Τσαρλς, που εßχε αφÞσει τον ΛευκÜδιο στη φροντßδα της ΣÜρα τα τελευταßα 4 χρüνια, την üρισε τþρα μüνιμη κηδεμüνα του. Παντρεýτηκε την παιδικÞ του αγÜπη Αλßσια Γκüσλιν, τον Ιοýλιο του 1857 κι Ýφυγε με τη νÝα του σýζυγο για απüσπαση στο ΣεκουντεραμπÜντ της Ινδßας, üπου απÝκτησαν 3 κüρες πριν τον θÜνατο της Αλßσια το 1861. Ο ΛευκÜδιος δεν ξαναεßδε ποτÝ τον πατÝρα του: o Tσαρλς πÝθανε απü ελονοσßα στον Κüλπο του ΣουÝζ το 1866.
O ΛευκÜδιος σε ηλικßα 8 ετþν με τη θεßα ΣÜρα
Το 1857, σε ηλικßα 7 ετþν και παρÜ το γεγονüς üτι κι οι δýο γονεßς του ζοýσαν ακüμη, Ýγινε μüνιμα κηδεμονευüμενος της γιαγιÜς-θεßας του ΣÜρα που μοßραζε τη διαμονÞ της μεταξý του Δουβλßνου τους χειμερινοýς μÞνες, του κτÞματος του συζýγου της στο ΤρÜμορ στις ακτÝς της Νüτιας Ιρλανδßας και μιας κατοικßας στο ΜπÜνγκορ της Βüρειας Ουαλλßας. Η ΣÜρα απασχολοýσε επßσης Ýνα δÜσκαλο κατÜ τη διÜρκεια της σχολικÞς χρονιÜς, για να παρÝχει τη βασικÞ εκπαßδευση και τα βασικÜ στοιχεßα του καθολικοý δüγματος. Ο Χερν Üρχισε να εξερευνÜ τη βιβλιοθÞκη της και να διαβÜζει πολý ελληνικÞ λογοτεχνßα, ιδιαßτερα μυθολογßα. Ο ΛευκÜδιος κι ο ΤζÝημς λοιπüν μεγÜλωναν με την πουριτανÞ καθολικÞ θεßα σε αυταρχικü και σκληρü περιβÜλλον.
Αργüτερα, το 1861, μπÞκε στο καθολικü κολλÝγιο του Ushaw, τον Ýβαλε η θεßα του εσþκλειστο, μÜλλον για να σωφρονιστεß, γνωρßζοντας üτι ο μικρüς απομακρυνüταν απü τον καθολικισμü και με την παρüτρυνση του ΧÝνρι Χερν ΜολινÝ, συγγενοýς του τελευταßου συζýγου της και μακρινοý ξÜδερφου του Χερν, τον Ýγραψε στο Εκκλησιαστικü Ινστιτοýτο, καθολικÞ εκκλησιαστικÞ σχολÞ στο Υβετü της Γαλλßας. Οι εμπειρßες του στη σχολÞ επιβεβαßωσαν την ισüβια πεποßθησÞ του üτι η χριστιανικÞ εκπαßδευση αποτελεßτο απü:
«συμβατικÞ βαρεμÜρα κι ασχÞμια και βρþμικη αυστηρüτητα και μοýτρα κι ιησουιτισμü και φοβερÞ στρÝβλωση των παιδικþν εγκεφÜλων».
¸μαθε ωστüσο Üπταιστα ΓαλλικÜ και θα μετÝφραζε αργüτερα στα ΑγγλικÜ τα Ýργα του ΜωπασσÜν, που συμπτωματικÜ φοßτησε στη σχολÞ αμÝσως μετÜ την αποχþρηση του Χερν.
Το 1863, πÜλι υπüδειξη του ΜολινÝ, ενεγρÜφη στο Σεντ ΚÜθμπερτς Κüλετζ στο ¢σοου, καθολικÞ θεολογικÞ σχολÞ, το σημερινü ΠανεπιστÞμιο του ΝτÜραμ στη βορειοανατολικÞ Αγγλßα. Στο περιβÜλλον αυτü υιοθÝτησε το παρατσοýκλι ΠÜντι, για να προσαρμοσθεß καλýτερα κι Þταν ο πρþτος μαθητÞς στην αγγλικÞ Ýκθεση επß τρßα χρüνια.
Σε ηλικßα 16 ετþν στη βιβλιοθÞκη της θεßας ΣÜρα
Σε ηλικßα 16 ετþν, στο ¢σοου, τραυμÜτισε το αριστερü μÜτι απü ατýχημα στην αυλÞ του σχολεßου, απü επιπüλαια παιχνßδια με συμμαθητÞ του. Το μÜτι μολýνθηκε και, παρÜ τις επισκÝψεις σε ειδικοýς στο Δουβλßνο και στο Λονδßνο κι Ýνα χρüνο αναρρωτικÞς απουσßας απü το σχολεßο, τυφλþθηκε. Εßχε επßσης αυξημÝνη μυωπßα, Ýτσι ο τραυματισμüς του τον Üφησε με μüνιμα μειωμÝνη üραση, αναγκÜζοντÜς τον να μεταφÝρει Ýνα μεγεθυντικü φακü για κοντινÞ εργασßα κι Ýνα τηλεσκüπιο τσÝπης για να βλÝπει οτιδÞποτε σε μη κοντινÞ απüσταση (απÝφευγε τα γυαλιÜ, πιστεýοντας üτι σταδιακÜ θα αδυνÜτιζαν περισσüτερο την üρασÞ του). Η ßριδα Þταν μüνιμα ξεθωριασμÝνη κι Ýκανε τον Χερν νευρικü για την εμφÜνισÞ του, για το υπüλοιπο της ζωÞς του, κÜνοντÜς τον να καλýπτει το αριστερü του μÜτι üταν συνομιλοýσε και να ποζÜρει για φωτογραφßες προφßλ, þστε να μη φαßνεται το αριστερü του μÜτι.
Το 1867 ο ΜολινÝ, που εßχε γßνει οικονομικüς διαχειριστÞς της ΣÜρα, χρεοκüπησε μαζß της. Δεν υπÞρχαν χρÞματα για δßδακτρα κι ο Χερν εστÜλη στο Ηστ Εντ του Λονδßνου να ζÞσει με τη πρþην υπηρÝτρια της ΣÜρα. ΑυτÞ κι ο σýζυγüς της δεν εßχαν χρüνο Þ χρÞματα για τον Χερν, που περιφερüταν στους δρüμους, περνοýσε την þρα του σε πτωχοκομεßα και γενικÜ ζοýσε ξεριζωμÝνος Üσκοπα. Κυριüτερες πνευματικÝς του δραστηριüτητες αποτελοýσαν επισκÝψεις σε βιβλιοθÞκες και στο Βρετανικü Μουσεßο.
Το 1869 ο ΜολινÝ εßχε ανακτÞσει κÜποια οικονομικÞ σταθερüτητα κι η ΣÜρα στα 75 της, Þταν ανÜπηρη. Αποφασßζοντας να σταματÞσει να ξοδεýει για τον 19χρονο Χερν, αγüρασε Ýνα μονÞς κατεýθυνσης εισιτÞριο για τη ΝÝα Υüρκη κι Ýδωσε οδηγßες στον Χερν να πÜει στο ΣινσινÜτι, να βρει την αδελφÞ του ΜολινÝ και τον σýζυγü της, Τüμας ΚÜλιναν και να Ýχει τη βοÞθειÜ τους για να ζÞσει. Οταν συναντÞθηκε με τον Χερν στο ΣινσινÜτι, η οικογÝνεια δεν εßχε πολλÜ να του δþσει. Ο ΚÜλιναν του Ýδωσε 5 δολÜρια και του ευχÞθηκε καλÞ τýχη. ¼πως θα Ýγραφε αργüτερα ο Χερν:
«ΠετÜχτηκα για να αρχßσω τη ζωÞ μου Üφραγκος στο πεζοδρüμιο μιας αμερικανικÞς πüλης».
ΚανÝνας Αμερικανüς συγγραφÝας του 19ου αι. δεν Ýζησε πιο παρÜξενη ζωÞ. Για κÜποιο διÜστημα Þταν εξαθλιωμÝνος, ζοýσε σε στÜβλους Þ αποθÞκες σε αντÜλλαγμα για χαμαλοδουλειÝς. ΤελικÜ Ýγινε φßλος με τον ¢γγλο τυπογρÜφο ΧÝνρι Γουüτκιν, που τον απασχüλησε στο τυπογραφεßο του, τον βοÞθησε να βρει διÜφορες δουλειÝς του ποδαριοý, του δÜνειζε βιβλßα απü τη βιβλιοθÞκη του, περιλαμβανομÝνων των ουτοπιστþν ΦουριÝ, Ντßξον και Νüις και του Ýδωσε Ýνα παρατσοýκλι, που του κüλλησε για το υπüλοιπο της ζωÞς του, «Το ΚορÜκι», απü το ποßημα του Πüε. Σýχναζε επßσης στη Δημüσια ΒιβλιοθÞκη του ΣινσινÜτι, που κεßνη την εποχÞ εßχε περßπου 50.000 τüμους. Την Üνοιξη του 1871 μια επιστολÞ απü τον ΜολινÝ τον πληροφüρησε για το θÜνατο της ΣÜρα και τον ορισμü του ΜολινÝ ως μοναδικοý εκτελεστÞ της διαθÞκης. Αν κι η ΣÜρα τον εßχε ορßσει ως δικαιοýχο μιας ετÞσιας προσüδου üταν Ýγινε κηδεμüνας του, ο Χερν δε πÞρε τßποτα απü την περιουσßα και δε ξανÜχε ποτÝ νÝα απü τον ΜολινÝ.
Με τη δýναμη του ταλÝντου ως συγγραφÝα, με επιμονÞ κι εργατικüτητα, Ýφτασε να εργÜζεται σε υψηλüβαθμες θÝσεις της δημοσιογραφßας, üταν Ýπιασε δουλειÜ δημοσιογρÜφος στο The Cincinnati Enquirer, την εφημερßδα απü το 1872 ως το 1875. ΓρÜφοντας με δημιουργικÞ ελευθερßα σε μια απü τις μεγαλýτερες εφημερßδες που κυκλοφοροýσαν στο ΣινσινÜτι, Ýγινε γνωστüς για τις μακÜβριες περιγραφÝς τοπικþν φüνων, καλλιεργþντας τη φÞμη του κορυφαßου συγκλονιστικοý δημοσιογρÜφου της εφημερßδας, καθþς και του συγγραφÝα των ευαßσθητων περιγραφþν μερικþν απü τα μειονεκτοýντα Üτομα του ΣινσινÜτι. Αφüτου μßα απü τις ιστορßες του φüνων, ο "Φüνος Του ΤÜνιαρντ", εßχε διαρκÝσει επß μÞνες το 1874, εδραßωσε τη φÞμη του ως ο τολμηρüτερος δημοσιογρÜφος του ΣινσινÜτι και το Enquirer αýξησε το μισθü του απü 10 σε 25 δολÜρια τη βδομÜδα.
Η ΒιβλιοθÞκη της ΑμερικÞς (μη κερδοσκοπικüς εκδüτης αμερικÜνικης λογοτεχνßας) επÝλεξε μßα απü αυτÝς τις περιγραφÝς φüνων, το "Gibbeted", για να τη συμπεριλÜβει στην ανασκüπηση 2 αιþνων Αμερικανικοý Αληθινοý ΕγκλÞματος, το 2008.
Το 1874 ο Χερν κι ο νεαρüς ΧÝνρι ΦÜρνι (1847-1916 γεννημÝνος στη Γαλλßα, ζωγρÜφος κι εικονογρÜφος), αργüτερα διÜσημος ζωγρÜφος της ΑμερικÜνικης Δýσης, Ýγραψαν, εικονογρÜφησαν κι εξÝδωσαν Ýνα 8σÝλιδο εβδομαδιαßο περιοδικü τÝχνης, λογοτεχνßας και σÜτιρας με τον τßτλο Ye Giglampz. Το Ýργο θεωρÞθηκε απü Ýνα κριτικü του 20οý αιþνα:
«ºσως το συναρπαστικüτερο Ýργο διαρκεßας που ανÝλαβε ο Χερν».
Εξþφυλλο του περιοδικοý
Η Δημüσια ΒιβλιοθÞκη του ΣινσινÜτι ανατýπωσε αντßγραφο των 9 συνολικÜ τευχþν το 1983. Στις 14 Ιουνßου 1874, 24 ετþν παντρεýτηκε την Αλßθια (ΜÜτι) Φüλεú, 20χρονη Αφροαμερικανßδα, πρÜξη που παραβßαζε τον νüμο του ΟχÜιο κατÜ της επιμειξßας, την εποχÞ εκεßνη. Τον Αýγουστο του 1875 ανταποκρινüμενο σε παρÜπονα του τοπικοý κλÞρου για τις αντιθρησκευτικÝς του απüψεις και σε πßεση πολιτικþν του τüπου, προσβεβλημÝνων απü μερικÜ σατιρικÜ του κεßμενα στο Ye Giglampz, το Enquirer τον απÝλυσε, επικαλοýμενο ως αιτßα τον παρÜνομο γÜμο του.
¢μαξα. χαρακτικü του Χερν 1880
¸πιασε δουλειÜ στην αντßπαλη εφημερßδα The Cincinnati Commercial. Το Enquire προσφÝρθηκε να τον ξαναπροσλÜβει üταν οι ιστορßες του Üρχισαν να εμφανßζονται στο Commercial κι η κυκλοφορßα του Üρχισε να αυξÜνεται, αλλÜ εξοργισμÝνος απü τη συμπεριφορÜ της εφημερßδας, αρνÞθηκε. Ο Χερν κι η Φüλεú χþρισαν, αλλÜ προσπÜθησαν αρκετÝς φορÝς να τα ξαναβροýν πριν πÜρουν διαζýγιο το 1877. Η Φüλεú ξαναπαντρεýτηκε το 1880.
Ενþ εργαζüταν για το Commercial δÝχθηκε να μεταφερθεß στη κορφÞ του ψηλüτερου κτιρßου του ΣινσινÜτι, στην πλÜτη ενüς επισκευαστÞ καμπαναριþν, του Τζüζεφ Ροντρßγκεζ ΓουÝστον κι Ýγραψε μια μισοτρομακτικÞ, μισοκωμικÞ περιγραφÞ της εμπειρßας του. Την ßδια επßσης εποχÞ Ýγραψε μια σειρÜ περιγραφÝς των συνοικιþν ΜπακτÜουν και Λßβι του ΣινσινÜτι:
«...μια απü τις λßγες εικüνες που Ýχουμε της ζωÞς των μαýρων σε μια μεθοριακÞ πüλη την περßοδο μετÜ τον Εμφýλιο Πüλεμο».
ΚατÝγραψε επßσης αμÝτρητους στßχους τραγουδιþν που Üκουσε να τραγουδοýν μαýροι μουσικοß της εποχÞς.
ΑλιγÜτορες. Χαρακτικü του Χερν 1880
Φθινüπωρο 1877, πρüσφατα διαζευγμÝνος απü τη Φüλεú κι ανÞσυχος, εßχε αρχßσει να παραμελεß την εφημερßδα για να μεταφρÜζει στα ΑγγλικÜ Ýργα του ΓÜλλου συγγραφÝα ΓκωτιÝ. Απογοητευüταν επßσης üλο και περισσüτερο απü το ΣινσινÜτι, γρÜφοντας στο ΧÝνρι Γουüτκιν:
«Εßναι þρα να φεýγεις απü το ΣινσινÜτι, üταν αρχßζουν να το αποκαλοýν Παρßσι της ΑμερικÞς».
Με την υποστÞριξη του Γουüτκιν και του εκδüτη του Cincinnati Commercial Μßρατ ΧÜλστεντ ο Χερν Ýφυγε απü το ΣινσινÜτι για τη ΝÝα ΟρλεÜνη, üπου αρχικÜ Ýγραψε ανταποκρßσεις για το Commercial στη στÞλη Gateway to the Tropics.
Ο Χερν Ýζησε στη ΝÝα ΟρλεÜνη για μια σχεδüν 10ετßα, γρÜφοντας πρþτα για την εφημερßδα Daily City Item, αρχßζοντας τον Ιοýνιο του 1878 κι αργüτερα για τον Times Democrat. Καθþς το Item Þταν μια 4σÝλιδη Ýκδοση, το συντακτικü Ýργο του Üλλαξε θεαματικÜ τον χαρακτÞρα της εφημερßδας. Ξεκßνησε στο Item ως συντÜκτης ειδÞσεων και στη συνÝχεια επεκτÜθηκε σε κριτικÝς βιβλßων του ΦρÜνσις Μπρετ Χαρτκαι του Εμßλ ΖολÜ, περιλÞψεις κομματιþν σε εθνικÜ περιοδικÜ üπως το Harper’s και δημοσιογραφικÜ Üρθρα εισαγωγικÜ βουδιστικþν και σανσκριτικþν κειμÝνων. Ως συντÜκτης δημιοýργησε και δημοσßευσε σχεδüν 200 χαρακτικÜ απü τη καθημερινÞ ζωÞ και τους ανθρþπους της ΝÝας ΟρλεÜνης, καθιστþντας το Item την πρþτη εφημερßδα του Νüτου που εισÞγαγε σκßτσα και της Ýδωσε Üμεση κυκλοφοριακÞ þθηση. ΣταμÜτησε να σκαλßζει τις ξυλογραφßες μετÜ απü 6 μÞνες, üταν διαπßστωσε üτι η καταπüνηση Þταν πολý μεγÜλη για το μÜτι του.
Χαρακτικü του ΧÝρν απü τη θητεßα του στη Ν. ΟρλεÜνη
Στα τÝλη του 1881 πÞρε θÝση συντÜκτη στον Times Democrat της ΝÝας ΟρλεÜνης κι εργαζüταν μεταφρÜζοντας Üρθρα απü γαλλικÝς κι ισπανικÝς εφημερßδες, καθþς γρÜφοντας Üρθρα και κριτικÝς για θÝματα της επιλογÞς του. ΣυνÝχισε επßσης το μεταφραστικü Ýργο του ΓÜλλων συγγραφÝων στα ΑγγλικÜ: του ΖερÜρ ντε ΝερβÜλ, του Ανατüλ Φρανς κι ιδιαßτερα του ΠιÝρ Λοτß, συγγραφÝα που επηρÝασε το συγγραφικü ýφος του ßδιου του Χερν. Δημοσßευσε επßσης στο Harper's Weekly το πρþτο γνωστο Üρθρο (1883) για τους ΦιλιππινÝζους στις ΗΠΑ, τους Μανßλαμεν Þ ΤαγκÜλογκ, Ýνα απü τα χωριÜ των οποßων εßχε επισκεφθεß στο Σαιν Μαλü της ΛουúζιÜνα. Ο τερÜστιος αριθμüς των κειμÝνων του για τη ΝÝα ΟρλεÜνη και τα περßχωρÜ της, πολλÜ απü τα οποßα δεν Ýχουν συγκεντρωθεß, αφοροýν, μεταξý Üλλων, τον κρεολικü πληθυσμü της πüλης και την ιδιαßτερη κουζßνα του, τη ΓαλλικÞ ¼περα, το Βουντοý της ΛουúζιÜνα και τη Μαýρη ΜουσικÞ. Τα κεßμενÜ του για εθνικÝς εκδüσεις, üπως τα Harper's Weekly και Scribner's Magazine, βοÞθησαν στη δημιουργßα της φÞμης της ΝÝας ΟρλεÜνης ως μιας πüλης με ξεχωριστÞ κουλτοýρα, που Ýμοιαζε περισσüτερο με κεßνη της Ευρþπης και της ΚαραúβικÞς παρÜ με εκεßνη της Β. ΑμερικÞς. ¸γραφε ενθουσιωδþς για τη ΝÝα ΟρλεÜνη, αλλÜ Ýγραφε επßσης και για την παρακμÞ της πüλης:
«μια νεκρÞ νýφη στεφανωμÝνη με Üνθη πορτοκαλιÜς».
ΜπροστινÞ üψη του σπιτιοý του στο Κλßβελαντ
Τα κεßμενÜ του για τις εφημερßδες της ΝÝας ΟρλεÜνης περιελÜμβαναν ιμπρεσσιονιστικÝς περιγραφÝς τüπων και χαρακτÞρων και πολλÜ Üρθρα που κατÞγγειλλαν την πολιτικÞ διαφθορÜ, την εγκληματικüτητα στους δρüμους, τη βßα, τη μισαλλοδοξßα και τις αποτυχßες των υπεýθυνων της δημüσιας παιδεßας και υγεßας. ΠαρÜ το γεγονüς üτι πιστþνεται με την "εφεýρεση" της Ν. ΟρλεÜνης ως τüπου εξωτικοý και μυστηριþδους οι νεκρολογßες του των ηγετþν του βουντοý Μαρß Λεβü και Δρ. Τζον ΜοντενÝ Þταν πραγματιστικÝς κι απομυθοποιητικÝς. ΣυλλογÝς κειμÝνων του Χερν για τη Ν. ΟρλεÜνη Ýχουν συγκεντρωθεß και δημοσιευθεß σε πολλÜ Ýργα, αρχßζοντας με τα "ΚρεολικÜ Σκßτσα" το 1924 και πιο πρüσφατα (2001) στο "Εφευρßσκοντας Τη ΝÝα ΟρλεÜνη: Κεßμενα του ΛευκÜδιου Χερν".
Τα γνωστüτερα βιβλßα του Χερν στη ΛουúζιÜνα εßναι:
"Gombo zhèbes": Μικρü λεξικü κρεολικþν παροιμιþν (1885)
"Η ΚρεολικÞ Κουζßνα" (1885), συλλογÞ συνταγþν μαγειρικÞς απü κορυφαßους σεφ και διÜσημες ΚρεολÝς νοικοκυρÝς, που συνÝβαλαν να γßνει η ΝÝα ΟρλεÜνη διÜσημη για την κουζßνα της.
Τσßτα: Μια ΑνÜμνηση του ΧαμÝνου Νησιοý (1889), μια νουβÝλα βασισμÝνη στον τυφþνα του 1856, που πρωτοδημοσιεýθηκε στο Harper's Monthly το 1888.
"Η ΚρεολικÞ Κουζßνα" (1885), εξþφυλλο
Την εποχÞ που ζοýσε εκεß Þταν ελÜχιστα γνωστüς, üπως ακüμη και σÞμερα για τα γραπτÜ του για τη ΝÝα ΟρλεÜνη, εκτüς απü τους ντüπιους θιασþτες του πολιτισμοý. Εντοýτοις, απü üσους Ýχουν ζÞσει στη ΝÝα ΟρλεÜνη, μüνο για τον Λοýις ¢ρμστρονγκ Ýχουν γραφτεß περισσüτερα βιβλßα απü üσα για τον Χερν. Το Harper's Ýστειλε τον Χερν στις ΓαλλικÝς ΔυτικÝς Ινδßες ως ανταποκριτÞ το 1887. ΠÝρασε 2 χρüνια στη Μαρτινßκα κι εκτüς απü τα κεßμενÜ του για το περιοδικü, Ýγραψε 2 βιβλßα: "Δυο Χρüνια στις ΓαλλικÝς ΔυτικÝς Ινδßες" και "Γιοýμα, η Ιστορßα μιας ΣκλÜβας των Δυτικþν Ινδιþν", που δημοσιεýθηκαν το 1890.
¢ποψη απü το μÝσα μÝρος της κατοικßας του στο Κλßβελαντ
"ΚαμιÜς Üλλης χþρας το πρüσωπο δε μοιÜζει τüσο με την ΕλλÜδα üσο το πρüσωπο της Ιαπωνßας".
Νßκος ΚαζαντζÜκης : "Ταξιδεýοντας: Ιαπωνßα-Κßνα"
Το 1890 ο Χερν πÞγε στην Ιαπωνßα σε μια αποστολÞ ως ανταποκριτÞς εφημερßδας, που γρÞγορα τερματßστηκε. Στην Ιαπωνßα βρÞκε üμως μια εστßα και τη μεγαλýτερÞ του Ýμπνευση. Με τη βοÞθεια του ΜπÜζιλ Χολ ΤσÜμπερλεν (¢γγλου καθηγητÞ στο ΠανεπιστÞμιο του Τüκιο) απÝκτησε θÝση καθηγητÞ το καλοκαßρι του 1890 στη ΝομαρχιακÞ ΣχολÞ του ΣιμÜνε στο Ματσοýε, πüλη της δυτικÞς Ιαπωνßας, στις ακτÝς της ΙαπωνικÞς ΘÜλασσας. ΚατÜ τη 15μηνη διαμονÞ του στο Ματσοýε, παντρεýτηκε τη ΣÝτσου Κοúζοýμι (1868-1932), κüρη μιας τοπικÞς οικογÝνειας σαμουρÜι, με την οποßα απÝκτησε 4 παιδιÜ, τον ΚÜζουο (1893-1965), τον ΙβÜο (1897-1937), τον Κιγιüσι (1900-1962) και την Σουτζοýκο (1903-1944). Το Μουσεßο ΜνÞμης ΛευκÜδιου Χερν κι η παλιÜ του κατοικßα εßναι ακüμη δýο απü τα δημοφιλÝστερα τουριστικÜ αξιοθÝατα του Ματσοýε.
Ο ßδιος με τη γιαπωνÝζα σýζυγü του
Στα τÝλη του 1891 μετακüμισε στο Κουμαμüτο του Κιοýσου, üπου, με τη βοÞθεια του ΤσÜμπερλεν, εξασφÜλισε θÝση καθηγητÞ στην 5η Ανþτερη ΣχολÞ. Στο Κουμαμüτο Ýζησε τα επüμενα 3 χρüνια κι ολοκλÞρωσε το πρþτο του βιβλßο για την Ιαπωνßα, «ΜατιÝς Στην ¢γνωστη Ιαπωνßα» (1894). Τον Οκτþβρη του 1894 προσλÞφθηκε ως δημοσιογρÜφος στην αγγλüφωνη εφημερßδα The Kobe Chronicle και μετακüμισε στο Κüμπε. Το ΓενÜρη του 1896 πολιτογραφÞθηκε ΓιαπωνÝζος, παßρνοντας το üνομα ΓιÜκουμο Κοúζοýμι και τον Αýγουστο, με κÜποια βοÞθεια απü τον ΤσÜμπερλεν, Üρχισε να διδÜσκει αγγλικÞ λογοτεχνßα στο Αυτοκρατορικü ΠανεπιστÞμιο του Τüκιο, εργασßα που εßχε μÝχρι το 1903. Το 1904 Þταν καθηγητÞς στο ΠανεπιστÞμιο ΟυασÝντα στο Σιντζοýκου στο Τüκιο. ΜετÜφρασε με ελεýθερο τρüπο πολλοýς θρýλους της ΑνατολÞς στην αγγλικÞ. ¸γραψε κι Üλλα βιβλßα, ενþ μÝσα απü τα γραπτÜ του περιÝγραφε την ¢πω ΑνατολÞ εξωτικÞ και πανÝμορφη.
Ο ΛευκÜδιος Χερν υπÞρξε Ýνας απü τους πρþτους, και πιο αξιοσÝβαστους, μεταφραστÝς γαλλικÞς λογοτεχνßας στις ΗνωμÝνες Πολιτεßες ΑμερικÞς, μεταφρÜζοντας Ýργα των ΓκωτιÝ, Φρανς, ΦλωμπÝρ, ΜωπασσÜν,ΠιÝρ Λοτß, ΖολÜ κ.Ü, ενþ συγκαταλÝγεται κι ανÜμεσα στους πρþτους αξιüλογους μεταφραστÝς του ιαπωνικοý λογοτεχνικοý εßδους χαúκοý στα ΑγγλικÜ.
Στα τÝλη του 19ου αιþνα η Ιαπωνßα Þταν ακüμη σε μεγÜλο βαθμü Üγνωστη κι εξωτικÞ για τους Δυτικοýς. Εντοýτοις, με την εισαγωγÞ της ιαπωνικÞς αισθητικÞς, ιδιαßτερα με τη Παγκüσμια ¸κθεση στο Παρßσι το 1900, το ιαπωνικü στιλ Ýγινε μüδα στις ΔυτικÝς χþρες. Ετσι ο Χερν Ýγινε γνωστüς παγκüσμια απü τα κεßμενÜ του που αφοροýσαν την Ιαπωνßα. Τα επüμενα χρüνια μερικοß κριτικοß θα κατηγοροýσαν τον Χερν για εξιδανßκευση κι εξωτικοποßηση της Ιαπωνßας, αλλÜ το Ýργο του Ýχει ιστορικÞ αξßα, γιατß πρüσφερε στη Δýση μερικÝς απü τις πρþτες προβιομηχανικÝς περιγραφÝς της Ιαπωνßας της Περιüδου Μεúγß(1868-1912).
Ο ΙÜπωνας ποιητÞς Γιüνε Νογκοýτσι (1875-1947) εßχε δηλþσει για τον Χερν:
«Το ελληνικü του ταμπεραμÝντο κι η γαλλικÞ του κουλτοýρα πÜγωσαν üπως Ýνα λουλοýδι στον ΒορρÜ».
Στο μυθιστüρημα του ºαν ΦλÝμινγκ 1964 «Ζεις ΜονÜχα Δυο ΦορÝς», ο ΤζÝιμς Μποντ αντιτÜσσει στο περß νÝμεσης σχüλιο του Μπλüφελντ -«¸χεις ποτÝ ακοýσει τη γιαπωνÝζικη Ýκφραση “κιρισοýτε γκομÝν”;» την απÜντηση -«¢σε τον ΛευκÜδιο Χερν, Μπλüφελντ». Ο ΙÜπωνας σκηνοθÝτης ΜασÜκι ΚομπαγιÜσι διασκεýασε 4 ιστορßες του Χερν στην κινηματογραφικÞ ταινßα του (1965) «ΚαúντÜν» (Ιστορßες ΦαντασμÜτων).
Εξωφυλλο του ΚαúντÜν
Η ζωÞ και το Ýργο του παρουσιÜστηκαν στο ¼νειρο ΚαλοκαιρινÞς ΜÝρας, θεατρικü Ýργο που περιüδευσε στην Ιρλανδßα τον Απρßλιο και τον ΜÜιο του 2005, που ανÝβηκε απü την ΘεατρικÞ Εταιρεßα Αφηγητþν Παραμυθιþν και σκηνοθετÞθηκε απü τον Λßαμ ΧÜλιγκαν. Εßναι λεπτομερειακÞ δραματοποßηση της ζωÞς του Χερν, περιλαμβανομÝνων τεσσÜρων του ιστοριþν φαντασμÜτων.
Το πρþτο μουσεßο στον ευρωπαúκü χþρο για το Χερν εγκαινιÜσθηκε ως Ιστορικü ΚÝντρο ΛευκÜδιου Χερν στο Πνευματικü ΚÝντρο του ΔÞμου ΛευκÜδας, στις 4 Ιουλßου 2014. Το Μουσεßο περιλαμβÜνει πρþτες εκδüσεις, σπÜνια βιβλßα κι ιαπωνικÜ συλλεκτικÜ αντικεßμενα. ΣτεγÜζεται σε ανακαινισμÝνη αßθουσα στο ισüγειο του κτιρßου του Πνευματικοý ΚÝντρου του ΔÞμου ΛευκÜδας. Ο επισκÝπτης με τη βοÞθεια φωτογραφιþν, κειμÝνων, εκθεμÜτων μπορεß να περιηγηθεß στις σημαντικÝς στιγμÝς της εντυπωσιακÞς ζωÞς του Χερν, αλλÜ και στους πολιτισμοýς της Ευρþπης, της ΑμερικÞς και της Ιαπωνßας του τÝλους του 19ου και των αρχþν του 20οý αιþνα μÝσα απü το ανοιχτü μυαλü των διαλÝξεων, των κειμÝνων και των ιστοριþν του Χερν.
ΠÜρκο εις μνÞμη του Koizumi Yakumo στο Οκοýμπο
Για τη δημιουργßα του Ιστορικοý ΚÝντρου ΛευκÜδιου Χερν συνÝβαλαν οι ΔÞμοι Κουμαμüτο, Ματσοýε, Σιντζοýκου, Γιαúζοý, το ΠανεπιστÞμιο ΤογιÜμα, η οικογÝνεια Κοúζοýμι κι Üλλοι απü ΕλλÜδα κι Ιαπωνßα. Στην τελετÞ παραβρεθÞκαν ο ΠρÝσβης της Ιαπωνßας, ο μορφωτικüς ακüλουθος της ΙρλανδικÞς Πρεσβεßας, ο δισÝγγονος του Χερν, Μπον Κοúζοýμι κι η σýζυγüς του Σüκο, ο διευθυντÞς του ΑμερικÜνικου Κολλεγßου κι ο διεθνοýς φÞμης γλýπτης ΜασαÜκι Νüντα, το γλυπτü του οποßου κοσμεß τον χþρο του Πνευματικοý ΚÝντρου. ΥπÜρχει επßσης Ýνα πολιτιστικü κÝντρο με το üνομα του Χερν στο ΠανεπιστÞμιο του ΝτÜραμ στη βορειοανατολικÞ Αγγλßα. Στην Ιαπωνßα τρßα κýρια μουσεßα για τον ΛευκÜδιο Χερν βρßσκονται στο Ματσοýε, στο Κουμαμüτο και στο Γιαúζοý.
¸να απü τα πολλÜ βιβλßα του Χερν που μας συστÞνει την Ιαπωνßα
Στις 26 Σεπτεμβρßου 1904 πÝθανε απü καρδιακÞ ανακοπÞ σε ηλικßα 54 ετþν. Ο τÜφος του εßναι στο Νεκροταφεßο ΖοσιγκÜγια, στο Τοσßμα του Τüκιο. Μßα μικρÞ νεκρικÞ πομπÞ μετÝφερε τη σορü του στον παλιü ναü ΚομπουπÝρα. ΜπροστÜ υπÞρχαν τα βουδιστικÜ λÜβαρα, πßσω δυο μικρÜ παιδιÜ που κουβαλοýσαν ζωντανÜ πουλιÜ σε μικρÜ κλουβιÜ που θα τα Üφηναν ελÝυθερα συμβολßζοντας τη φυγÞ της ψυχÞς απü τα δεσμÜ της. Ακολουθοýσαν τα Üτομα που κουβαλοýσαν το φÝρετρü του, πιο πßσω οι ιερεßς με τα κουδουνÜκια τους και το φαγητü για τον νεκρü, ενþ την πομπÞ Ýκλειναν η οικογÝνεια και οι φßλοι του νεκροý. Στη πλÜκα που Ýστησαν οι φοιτητÝς του υπÞρχε το εξÞς κεßμενο:
"Στον ΛευκÜδιο Χερν, του οποßου η πÝνα υπÞρξε πιο ισχυρÞ
ακüμα κι απü τη ρομφαßα του Ýνδοξου Ýθνους που αγÜπησε,
Ýθνους που πιο μεγÜλη τιμÞ του υπÞρξε üτι τον δÝχτηκε
στις αγκÜλες του ως πολßτη και του πρüσφερε αλßμονο, τον τÜφο".
Ο ΤÜφος Του
-------------------------------------------------------------
Μιὰ Ιστορßα Μαντεßας
(A Story of Divination)
Γνþριζα κÜποτε Ýνα μαντολüγο, που πραγματικÜ πßστευε στην επιστÞμη που ἀσκοῦσε γιὰ νὰ ζεῖ. Εἶχε μÜθει σὰν μαθητὴς τῆς παλιᾶς, κινÝζικης φιλοσοφßας, νὰ πιστεýει στὴ μαντεßα πολὺ προτοῦ σκεφτεῖ νὰ τὴν ἀσκÞσει σὰν ἐπÜγγελμα. Στὴ διÜρκεια τῆς νιüτης του ἦταν στὴν ὑπηρεσßα ἑνὸς πλουσßου νταúμυü*, ὅμως στὴ συνÝχεια, μὲ τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς μεταβολὲς ποὺ ἐπÝφερε ἡ κυβÝρνηση ΜÝúτζι, κατÜντησε κι αὐτὸς νὰ περιπÝσει στὴν ἴδια ἀπελπιστικὴ κατÜσταση μὲ χιλιÜδες ἄλλους, ἀνεπÜγγελτους πιὰ σαμουρÜι. Τüτε ἦταν ποὺ ἔγινε μαντολüγος, ἕνας περιπλανþμενος -οὐρανÜú για- περιφερüμενος μὲ τὰ πüδια ἀπὸ πüλη σὲ πüλη καὶ σπανßως γυρνþντας σπßτι του περισσüτερο ἀπὸ μιὰ φορὰ τὸ χρüνο, μὲ τὰ ἔσοδα ποὺ τοῦ εἶχε ἀποφÝρει τὸ ταξßδι του. Σὰ μαντολüγος εἶχε ἀρκετὴ ἐπιτυχßα -κυρßως, νομßζω, ἐξαιτßας τῆς τÝλειας εἰλικρßνειÜς του, καθὼς κὶ ἐξαιτßας μιᾶς ἰδιüμορφης, ἤπιας συμπεριφορᾶς ποὺ προκαλοῦσε ἐμπιστοσýνη.
Τὸ σýστημÜ του ἦταν ἐκεῖνο τῶν παλιῶν λογßων: χρησιμοποιοῦσε τὸ βιβλßο ποὺ εἶναι γνωστὸ στοὺς ἀγγλüφωνους ἀναγνῶστες ὡς τὸ Γὶ-Τζὶνγκ, -καθὼς καὶ μιὰ δÝσμη ἀπὸ μαῦρα, ξýλινα πλακßδια, ποὺ μποροῦσαν νὰ διευθετηθοῦν ἔτσι, ὥστε νὰ σχηματßσουν κÜποιο ἀπὸ τὰ κινÝζικα ἑξÜγραμμα- καὶ πÜντα ἄρχιζε τὴ μαντεßα του μὲ μιὰ σοβαρὴ προσευχὴ πρὸς τοὺς θεοýς. Τὸ ἴδιο τὸ σýστημα, ὑποστÞριζε ὅτι εἶναι ἀλÜνθαστο στὰ χÝρια ἑνὸς δασκÜλου. Ὁμολογοῦσε ὅτι εἶχε κÜνει κÜποιες ἐσφαλμÝνες προρρÞσεις· ἔλεγε ὅμως ὅτι αὐτὰ τὰ λÜθη ὀφεßλονταν ὁλοκληρωτικὰ στὴ δικÞ του παρανüηση κÜποιων ἀπὸ τὰ σχüλια τοῦ βιβλßου ἢ κÜποιων ἀπὸ τὰ διαγρÜμματα. Γιὰ νὰ εἶμαι δßκαιος μαζß του πρÝπει νὰ ἀναφÝρω ὅτι στὴ δικÞ μου περßπτωση -μοῦ εἶχε πεῖ τὴ μοßρα τÝσσερις φορÝς- οἱ προρρÞσεις του εἶχαν πραγματοποιηθεῖ μὲ τÝτοιο τρüπο, ποὺ εἶχα φοβηθεῖ. Μπορεῖ νὰ μὴ πιστεýετε στὴ μαντεßα -λογικὰ νὰ τὴν περιφρονεῖτε- ὅμως κÜτι ἀπὸ μιὰ κληρονομημÝνη, δεισιδαßμονα τÜση, λανθÜνει στοὺς περισσüτερους ἀπü μᾶς· καὶ δὲν χρειÜζονται παρὰ λßγες παρÜξενες ἐμπειρßες γιὰ νὰ τὴν ξυπνÞσουν, προκαλþντας τὴν πιὸ παρÜλογη ἐλπßδα ἢ φüβο γιὰ τὴν καλὴ ἢ κακὴ μοßρα, ποὺ κÜποιος μαντολüγος σᾶς ὑποσχÝθηκε. ΒÝβαια, νὰ βλÝπαμε πραγματικὰ τὸ μÝλλον θὰ ἦταν δυστυχßα. Φανταστεῖτε τὸ ἀποτÝλεσμα τῆς γνþσης ὅτι μÝσα στοὺς ἑπüμενους δýο μῆνες, κÜποια φοβερὴ συμφορὰ πρÝπει νὰ σᾶς συμβεῖ, μιὰ συμφορὰ τὴν ὁποßα δὲν μπορεῖτε νὰ κÜνετε τßποτε, γιὰ νὰ τὴν ἀντιμετωπßσετε!
Ἦταν ἤδη γÝρος, ὅταν τὸν πρωτοεῖδα στὸ Ἴζουμο, σßγουρα περισσüτερο ἀπὸ ἑξÞντα χρονῶν, φαινüταν ὅμως πολὺ νεüτερος. Ἀργüτερα τὸν συνÜντησα στὴν Ὄσακα, στὸ Κυüτο καὶ στὸ Κüμπε. Πολλὲς φορὲς προσπÜθησα νὰ τὸν πεßσω νὰ περÜσει τοὺς χειμωνιÜτικους μῆνες μὲ τὸ περισσüτερο κρýο κÜτω ἀπὸ τὴ στÝγη μου -κι αὐτὸ γιατß εἶχε μιὰ τüσο ἐξαιρετικὴ γνþση τῶν παραδüσεων, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ προσφÝρει ἀπροσμÝτρητη ὑπηρεσßα ἀπὸ λογοτεχνικὴ ἄποψη. Ὅμως, ἐν μÝρει ἐπειδὴ ἡ συνÞθεια τῆς περιπλÜνησης τοῦ εἶχε γßνει δεýτερη φýση, ἐν μÝρει ἀπὸ ἀγÜπη γιὰ ἀνεξαρτησßα, τüσο ἄγρια ὅσο ἑνὸς γýφτου, ποτὲ δὲν μπüρεσα νὰ τὸν κρατÞσω κοντÜ μου περισσüτερο ἀπὸ δýο μÝρες τὴ φορÜ.
ΚÜθε χρüνο εἶχε συνÞθειο νὰ περνÜει ἀπὸ τὸ Τüκυο -κατὰ κανüνα ἀργὰ τὸ φθινüπωρο. Τüτε κÜμποσες βδομÜδες τριγυρνοῦσε ἀθüρυβα μÝσα στὴν πüλη, ἀπὸ συνοικßα σὲ συνοικßα, μÝχρι νὰ ἐξαφανιστεῖ καὶ πÜλι. Ὅμως στὴ διÜρκεια αὐτῶν τῶν φευγαλÝων ταξιδιῶν ποτὲ δὲν παρÝλειπε νὰ μὲ ἐπισκεφτεῖ· φÝρνοντας καλüδεχτα νÝα ἀπ’ τοὺς ἀνθρþπους καὶ τὰ μÝρη τοῦ Ἴζουμο -φÝρνοντας ἐπßσης κÜποιο περßεργο, μικρὸ δῶρο, γενικὰ θρησκευτικοῦ εἴδους, ἀπὸ κÜποιο φημισμÝνο προσκýνημα. Τüτε μοῦ δινüταν ἡ εὐκαιρßα γιὰ κÜποια λιγüωρη συζÞτηση μαζß του. ΚÜποιες φορὲς ἡ κουβÝντα εἶχε νὰ κÜνει μὲ τὰ παρÜξενα πρÜγματα ποὺ εἶδε ἢ ἄκουσε στὴ διÜρκεια τοῦ τελευταßου του ταξιδιοῦ· κÜποιες φορὲς περιστρεφüταν γýρω ἀπὸ παλιοὺς θρýλους ἢ δοξασßες· ἄλλες φορὲς πÜλι ἀφοροῦσε τὴ μαντολογßα. Τὴν τελευταßα φορὰ ποὺ συναντηθÞκαμε μοῦ μßλησε γιὰ μιὰ κινÝζικη μÝθοδο μαντεßας μὲ πολὺ ἀκριβῆ ἀποτελÝσματα, ποὺ λυπüταν γιατß ποτὲ δὲν εἶχε καταφÝρει νὰ μÜθει.
-«Ὅποιος μÜθει καλὰ αὐτὴ τὴ μÝθοδο,» εἶπε, «θὰ μποροῦσε, γιὰ παρÜδειγμα, νὰ σοῦ πεῖ ὄχι μüνο τὸν ἀκριβῆ χρüνο, στὸν ὁποῖο ὁποιαδÞποτε κολþνα ἢ δοκὸς αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ θὰ ὑποχωρÞσει ἀπ’ τὴ φθορÜ, ἀλλὰ ἀκüμα καὶ νὰ σοῦ πεῖ τὴν κατεýθυνση τοῦ σπασßματος, καθὼς καὶ ὅλα του τὰ ἀποτελÝσματα. Μπορῶ, ὅμως, νὰ ἐξηγÞσω καλýτερα τß ἐννοῶ, ἂν σοῦ ἀφηγηθῶ μιὰ ἱστορßα»:
«Ἡ ἱστορßα εἶναι γιὰ τὸν φημισμÝνο ΚινÝζο μαντολüγο, ποὺ στὴν Ἰαπωνßα τὸν λÝμε Σüκο ΣÝτσου κὶ εἶναι γραμμÝνη στὸ βιβλßο Baikwa-Shin-Eki, ποὺ εἶναι ἕνα βιβλßο μαντεßας. Ἐνῶ ἦταν ἀκüμα πολὺ νÝος, ὁ Σüκο ΣÝτσου ἀπÝκτησε ὑψηλὴ θÝση λüγῳ τῆς σοφßας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀρετῆς του· ὅμως παραιτÞθηκε ἀπ’ αὐτὴ κὶ ἀποσýρθηκε στὴν ἐρημιÜ, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ ν’ ἀφιερþσει ὅλο τὸ χρüνο του στὴ μελÝτη.
Ἀπὸ τüτε ἔζησε πολλὰ χρüνια μüνος σὲ μιὰ καλýβα ἀνÜμεσα στὰ βουνÜ· μελετþντας χωρὶς φωτιὰ τὸ χειμþνα καὶ χωρὶς βεντÜλια τὸ καλοκαßρι· γρÜφοντας τὶς σκÝψεις του πÜνω στὸν τοῖχο τοῦ δωματßου του -λüγῳ ἔλλειψης χαρτιοῦ- καὶ χρησιμοποιþντας μüνο ἕνα κεραμßδι γιὰ μαξιλÜρι.
Μιὰ μÝρα, τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγαλýτερου καλοκαιρινοῦ καýσωνα, αἰσθÜνθηκε νὰ τὸν πιÜνει ὑπνηλßα καὶ ξÜπλωσε γιὰ ν’ ἀναπαυθεῖ, μὲ τὸ κεραμßδι κÜτω ἀπὸ τὸ κεφÜλι του. Δὲν εἶχε καλὰ-καλὰ ἀποκοιμηθεῖ, ὅταν ἕνα ποντßκι πÝρασε τρÝχοντας πÜνω ἀπ’ τὸ πρüσωπü του ξυπνþντας τον ἀπüτομα. ὈργισμÝνος, ἅρπαξε τὸ κεραμßδι καὶ τὸ ἐκσφενδüνισε στὸ ποντßκι· ὅμως αὐτὸ κατÜφερε ν’ ἀποφýγει τὸ χτýπημα, καὶ τὸ κεραμßδι ἔσπασε. Ὁ Σüκο ΣÝτσου κýτταξε μὲ θλßψη τὰ θρýψαλα τοῦ μαξιλαριοῦ κι ἐπιτßμησε τὸν ἑαυτü του γιὰ τὴ βιασýνη του. Τüτε ξαφνικὰ ἀντιλÞφθηκε, πÜνω στὴν ὄψη τοῦ πηλοῦ ποὺ μüλις εἶχε ἐκτεθεῖ στὸ φῶς, κÜποια κινÝζικα ἰδεογρÜμματα -ἀνÜμεσα στὴν πÜνω καὶ στὴν κÜτω πλευρὰ τοῦ κεραμιδιοῦ. Βρßσκοντας τὸ πρÜγμα πολὺ παρÜξενο, σÞκωσε τὰ κομμÜτια καὶ τὰ ἐξÝτασε προσεκτικÜ. ἈνακÜλυψε ὅτι κατὰ μῆκος τοῦ σπασßματος δεκαεφτὰ ἰδεογρÜμματα εἶχαν γραφτεῖ πÜνω στὸν πηλü, προτοῦ ἀκüμα τὸ κεραμßδι ψηθεῖ· τὰ ἰδεογρÜμματα αὐτὰ ἔλεγαν τὸ ἑξῆς:
Τὴ Χρονιὰ τοῦ Λαγοῦ, τὸν τÝταρτο μÞνα, τὴ δÝκατη ἑβδüμη μÝρα, τὴν Ὥρα τοῦ Φειδιοῦ, αὐτὸ τὸ κεραμßδι, ἀφοῦ πρῶτα χρησιμÝψει σὰ μαξιλÜρι, θὰ τὸ πετÜξουν πÜνω σÝ ποντßκι καὶ θὰ σπÜσει.
Καὶ πρÜγματι ἡ προφητεßα εἶχε πραγματοποιηθεῖ τὴν Ὥρα τοῦ Φειδιοῦ, τὴ δÝκατη ἕβδομη μÝρα τοῦ τÝταρτου μÞνα τῆς Χρονιᾶς τοῦ Λαγοῦ. ΚατÜπληκτος ὁ Σüκο ΣÝτσου κýτταξε ἄλλη μιὰ φορὰ τὰ θρýψαλα κὶ ἀνακÜλυψε τὴ σφραγßδα καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κατασκευαστῆ. ἈφÞνοντας ἀμÝσως τὴν καλýβα του καὶ παßρνοντας μαζß του τὰ κομμÜτια τοῦ κεραμιδιοῦ, ξεκßνησε βιαστικὰ γιὰ τὴ γειτονικὴ πüλη, σὲ ἀναζÞτηση τοῦ κεραμοποιοῦ. Τὸν βρῆκε τὴν ἴδια κεßνη μÝρα, τοῦ ἔδειξε τὸ σπασμÝνο κεραμßδι καὶ τὸν ρþτησε γιὰ τὴν ἱστορßα του.
Ἀφοῦ ἐξÝτασε τὰ θρýψαλα προσεκτικÜ, ὁ κεραμοποιὸς εἶπε:
– “Αὐτὸ τὸ κεραμßδι κατασκευÜστηκε στὸ δικü μου ἐργαστÞριο, ὅμως τὰ ἰδεογρÜμματα στὸν πηλὸ γρÜφτηκαν ἀπὸ ἕνα γÝρο -ἕνα μαντολüγο- ποὺ ζÞτησε τὴν ἄδεια νὰ γρÜψει κÜτι πÜνω στὸ κεραμßδι προτοῦ αὐτὸ ψηθεῖ”.
- “ΞÝρεις ποῦ μÝνει;” ρþτησε ὁ Σüκο ΣÝτσου.
-“Ἔμενε”, ἀπÜντησε ὁ κεραμοποιüς, “ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ δῶ· μπορῶ μÜλιστα νὰ σοῦ δεßξω τὸ δρüμο γιὰ τὸ σπßτι του. Δὲν ξÝρω ὅμως τὸ ὄνομÜ του”.
Ἀφοῦ μὲ τὴ καθοδÞγηση τοῦ κεραμοποιοῦ ἔφτασε στὸ σπßτι, ὁ Σüκο ΣÝτσου παρουσιÜστηκε στὴν εἴσοδο καὶ ζÞτησε τὴν ἄδεια νὰ μιλÞσει στὸ γÝρο μαντολüγο. Ἕνας μαθητÞς, ποὺ πρüσφερε ἐπßσης ὑπηρεσßες, τὸν προσκÜλεσε εὐγενικὰ νὰ περÜσει καὶ τὸν συνüδεψε σ’ ἕνα μεγÜλο δωμÜτιο, μÝσα στὸ ὁποῖο βρßσκονταν πολλοὶ νεαροὶ ἀφοσιωμÝνοι στὴ μελÝτη. Καθὼς ὁ Σüκο ΣÝτσου κÜθησε, ὅλοι οἱ νÝοι τοῦ ἀπηýθυναν χαιρετισμü. Τüτε ἐκεῖνος ποὺ τοῦ πρωτομßλησε, κÜνοντας πρὸς τὸ μÝρος του μιὰ ὑπüκλιση, εἶπε:
-“Λυποýμαστε πολὺ ποὺ πρÝπει νὰ σᾶς πληροφορÞσουμε ὅτι ὁ δÜσκαλüς μας πÝθανε ἐδῶ καὶ λßγες μÝρες. Ὅμως σᾶς περιμÝναμε, διüτι μᾶς εἶχε προεßπει ὅτι σÞμερα θὰ ἐρχüσασταν σ’ αὐτὸ τὸ σπßτι, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὥρα. Τὸ ὄνομÜ σας εἶναι Σüκο ΣÝτσου. Κὶ ὁ δÜσκαλüς μας, μᾶς ἀνÝθεσε νὰ σᾶς δþσουμε ἕνα βιβλßο, τὸ ὁποῖο πßστευε ὅτι θὰ σᾶς ἦταν χρÞσιμο. Πρüκειται γι’ αὐτὸ ἐδῶ το βιβλßο. Εὐαρεστηθεῖτε νὰ τὸ δεχθεῖτε.”
Ὁ Σüκο ΣÝτσου ξαφνιÜστηκε, ἐνῶ ταυτüχρονα καταχÜρηκε· γιατὶ τὸ βιβλßο ἦταν ἕνα χειρüγραφο ἀπὸ τὰ σπανιüτερα καὶ πολυτιμüτερα τοῦ εἴδους -ἕνα χειρüγραφο ποὺ περιεῖχε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς ἐπιστÞμης τῆς μαντεßας. Ἀφοῦ εὐχαρßστησε τοὺς νÝους καὶ δεüντως ἐξÝφρασε τὰ συλλυπητÞρια του γιὰ τὸ θÜνατο τοῦ δασκÜλου τους, γýρισε στὴν καλýβα του κὶ ἄρχισε χωρὶς χρονοτριβὴ νὰ ἐξετÜζει τὴν ἀξßα τοῦ βιβλßου, συμβουλευüμενος τὶς σελßδες του σχετικὰ μὲ τὴ δικÞ του μοßρα. Τὸ βιβλßο τοῦ ἀπÜντησε μὲ τὸν ὑπαινιγμὸ ὅτι στὴ νüτια πλευρὰ τῆς κατοικßας του, σὲ ἕνα ὁρισμÝνο σημεῖο κοντὰ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς καλýβας, τὸν περßμενε μεγÜλη τýχη.
Ἔσκαψε στὸ μÝρος ποὺ τοῦ ὑποδεßχτηκε καὶ πραγματικÜ, βρῆκε μιὰ στÜμνα ποὺ περιεῖχε χρυσὸ τüσο, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν κÜνει πολὺ πλοýσιο ἄνθρωπο.»
Ὁ παλιüς μου φßλος ἄφησε αὐτὸ τὸν κüσμο τüσο μοναχικÜ, ὅσο εἶχε ζÞσει. Τὸν περασμÝνο χειμþνα καθὼς διÜβαινε μιὰ ὁροσειρÜ, ἔπεσε πÜνω σε μιὰ χιονοθýελλα κι ἔχασε τὸ δρüμο του. Πολλὲς μÝρες ἀργüτερα, τὸν βρῆκαν νὰ στÝκεται ὄρθιος, ἀκουμπισμÝνος στὸν κορμὸ ἑνὸς πεýκου, μὲ τὸ μικρü του σακκßδιο δεμÝνο στοὺς ὤμους: ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ πÜγο -χÝρια διπλωμÝνα καὶ μÜτια κλειστÜ, σὰν σὲ διαλογισμü. Ἴσως, περιμÝνοντας νὰ περÜσει ἡ θýελλα, νὰ εἶχε ὑποχωρÞσει στὴν ὑπνηλßα ποὺ φÝρνει τὸ κρýο, καὶ τὸ χιüνι τὸν σκÝπασε καθὼς κοιμüταν. Ἀκοýγοντας αὐτὸν τὸν παρÜξενο θÜνατο θυμÞθηκα τὴν παλιὰ ἰαπωνικὴ παροιμßα:
ΟὐρανÜúγια μὶ νὸ οὐὲ σιρÜζου:
«Ὁ μαντολüγος δὲ γνωρßζει τὴν ἴδια του τὴ μοßρα.»
* νταúμυü: περιφερειακὸς διοικητὴς φεουδαρχικῆς περιüδου.
---------------------------------------------
¸να ΦÜντασμα
Το παραπÜνω κεßμενο του ΛευκÜδιου Χερν, με τßτλο «A GHOST» δημοσιεýτηκε στο περιοδικü «Harper’s New Monthly Magazine» vol. 80,issue 475, pp.116-119 (1889) που εκδüθηκε απü τους Harper and Bros, New York.
To 1941 οι ψυχολüγοι Bender L. και Vogel B.F. στο Üρθρο τους “Imaginary companions and related phenomena” που δημοσιεýθηκε στο Journal of Orthopsychiatry, τüμος 11, σελßδες 56-65, περιÝγραψαν Ýνα φαινüμενο Þ εμπειρßα κατÜ το οποßο κÜποιος αισθÜνεται δßπλα του μια παρουσßα, χωρßς üμως να Ýχει μ’ αυτÞν οπτικÞ επαφÞ. Η εμπειρßα αυτÞ κατÜ τους ειδικοýς συναντÜται συχνÜ στους ορεσßβιους, στους ναυτικοýς, στους ναυαγοýς, αλλÜ και στα μικρÜ παιδιÜ οπüτε η «παρουσßα» αυτÞ ταυτßζεται συνÞθως με κÜποιον «προστÜτη», Þ (ειδικüτερα στους ενÞλικες) με κÜποιον απρüσκλητο εισβολÝα.
Εßμαι της Üποψης πως το Üτομο που ποτÝ δε περιπλανιÝται μακριÜ απü το τüπο γÝννησÞς του μπορεß να περÜσει ολÜκερη τη ζωÞ του χωρßς να γνωρßσει φαντÜσματα. Αντßθετα ο νομÜδας το πιο πιθανü εßναι, κÜποτε να εξοικειωθεß με αυτÜ. ΑναφÝρομαι στον εκπολιτισμÝνο νομÜδα, του οποßου οι περιπλανÞσεις δεν υπαγορεýονται απü την ελπßδα του κÝρδους, οýτε αποσκοποýν στη ψυχαγωγßα του, αλλÜ απλÜ αυτüς ωθεßται απü ορισμÝνες ανÜγκες της ýπαρξÞς του, -Ýνας Üνθρωπος του οποßου η εσωτερικÞ μυστικÞ φýση βρßσκεται ολοκληρωτικÜ σε αντßθεση με τους σταθεροýς üρους μιας κοινωνßας που απü κακÞ του τýχη και μüνον ανÞκει. Ο Üνθρωπος αυτüς, αν θÝλει να ζÞσει Ýξυπνα, πρÝπει πÜντα να παραμεßνει σκλÜβος αυτþν των μοναδικþν εσωτερικþν δυνÜμεων που δεν Ýχουν ορθολογιστικÞ προÝλευση και που θα τον καταπλÞξουν συχνÜ τüσο με τη ικανüτητÜ τους να τον κυβερνοýν, üσο και με τη συνεχÞ Üγρια αντßθεσÞ τους στο κÜθε υλικü ενδιαφÝρον του.
ΑυτÝς οι δυνÜμεις μποροýν, ßσως, να αποδοθοýν στο παρελθüν ,σε κÜποιες δηλαδÞ προγονικÝς καταβολÝς, να εξηγηθοýν απü υποκειμενικÝς κληρονομικÝς τÜσεις. ¢λλες φορÝς üμως δε μπορεß να γßνει αυτü, -σε κεßνες τις περιπτþσεις που το θýμα μπορεß απλÜ μüνο να υποθÝτει τη φανταστικÞ ýπαρξη κÜποιας προûπÜρχουσας ψυχικÞς φιλοδοξßας -τη πλÞρη αναζωογüνηση κÜποιων επιθυμιþν που βρßσκονταν σε μακροχρüνιο λÞθαργο , επιθυμιþν που ανÞκαν σε μια αλυσßδα προσωρινþν υπÜρξεων. Ασφαλþς η νομαδικÞ τÜση εßναι διαφορετικÞ σε κÜθε Üνθρωπο αυτÞς της κατηγορßας αφοý υπÜρχει απεριüριστη ποικιλομορφßα ατομικÞς ευαισθησßας στις περιβαλλοντικÝς επιδρÜσεις : η τακτικÞ ελÜχιστης αντßστασης του ενüς εßναι κεßνη της μÝγιστης αντßστασης για κÜποιον Üλλον -ποτÝ δýο πορεßες αληθινοý «νομαδισμοý» δε μπορεß να εßναι πλÞρως ßδιες. Κι οι τÜσεις κι οι κατευθýνσεις εßναι αναγκαστικÜ διαφοροποιημÝνες και διαφοροποιοýνται πιüτερο λüγω της ανθρþπινης φýσης τους.
ΠοτÝ απü τüτε που υπÜρχει αßσθηση του χρüνου, δεν υπÞρξαν δýο γεννημÝνα üντα τα οποßα κατεßχαν ακριβþς την ßδια ποιüτητα της φωνÞς, τον ßδιο ακριβþς βαθμü ικανüτητας αντßληψης νευρικþν ερεθισμÜτων , Þ συνοψßζοντας, τον ßδιο συνδυασμü κεßνων των αüρατων μορßων που αποθηκεýονται βßαια και συντÜσσονται μεταξý τους σχηματßζοντας την αισθητÞρια ουσßα. ΜÜτην λοιπüν üλοι προσπαθοýν να συγκεκριμενοποιÞσουν τη περßεργη ψυχολογßα τÝτοιων υπÜρξεων: στη χειρüτερη περßπτωση εßναι δυνατü μüνο να περιγραφοýν τÝτοιες τÜσεις κι αντιλÞψεις «νομαδισμοý» καθþς βρßσκονται στη μικροσκοπικÞ περιοχÞ των ατομικþν εμπειριþν κÜποιου. Κι üπως το καθετß που εßναι αυστηρÜ προσωπικü, Ýχει πÜντοτε μικρÞ αξßα εκτüς αν κουβαλÜ μαζß του κÜτι απü την γενικüτερη τερÜστια εμπειρßα της αστεßρευτης ζωÞς. Σε αυτÞ τη κατηγορßα πιθανÜ να υπÜγονται, κατÜ την ÜποψÞ μου, τα ακραßα αποτελÝσματα üλων εκεßνων των παρÜλογων χωρισμþν, συγκεκριμÝνα οι ξαφνικÝς εσωστρεφεßς απομονþσεις, καθþς κι η απüτομη διακοπÞ επαφÞς με üλους τους γνωστοýς, που διαμορφþνουν τη προσωπικÞ ιστορßα του κÜθε νομÜδα.
Η γνþση πως υπÜρχει μια παρÜξενη σιωπÞ για τη ζωÞ κÜποιου που καλýπτει τα πÜντα κι επεκτεßνεται κι üτι μÝσα σε κεßνη τη σιωπÞ υπÜρχουν φαντÜσματα…
Αχ ! εκεßνη η πρωταρχικÞ ασαφÞς Ýλξη, κεßνη η φωτεινÞ πρþτη απατηλÞ εντýπωση κÜποιας συνηθισμÝνης πüλης, -üταν η περιορισμÝνη θÝα διαμÝσου των Üγνωστων οδþν σου δßνει την αßσθηση üτι üλα σε οδηγοýν στη πραγματοποßηση μιας ελπßδας που δε τολμÜς οýτε να ψιθυρßσεις üταν ακüμη κι οι σκιÝς φαßνονται üμορφες κι οι παρÜξενες προσüψεις των κτιρßων εμφανßζονται να χαμογελοýν μÝσα σ’ Ýνα χρυσü φως υποσχüμενες καλÞ τýχη! Κι εκεßνες οι πρþτες αξιüλογες σχÝσεις σου με Üτομα, που üντας ακüμα ξÝνος, σου Ýχουν εκδηλþσει μüνο τη καλýτερη και πιο Ýξυπνη πλευρÜ του χαρακτÞρα τους! ...¼λα εßναι ακüμα μια ευχÜριστη, φωτεινÞ, απροσδιüριστη αßσθηση των οδþν και των ατüμων, -üπως κÜποια υπÝροχα βαμμÝνη ασπρüμαυρη φωτογραφßα που δεν εστιÜστηκε σωστÜ.
¾στερα üμως χαρÜχθηκαν αυλακιÝς πüνου, χαρÜχθηκαν απü το αργü τρισδιÜστατο ακüνισμα των λεπτομερειþν üλων των πραγμÜτων που σχετßζεσαι, καθþς αυτÜ εξωθοýνται βßαια Ýξω απü την απατηλÞ αυτÞ πρþτη εντýπωση και τη διαλýουν -και γßνονται καθημερινÜ αιχμηρüτερα και σκληρüτερα, καθþς περνοýν απροσδιüριστα χρονικÜ διαστÞματα, ενþ παρÜλληλα τα πüδια σου μαθαßνουν να απομνημονεýουν üλες τις ιδιομορφßες των πεζοδρομßων και τα μÜτια σου üλη τη μορφολογßα των κτιρßων και των ανθρþπων , -αποτυχßες της τεκτονικÞς. Απü κεßνη τη στιγμÞ υπÜρχει μüνο ο πüνος της ανυπüφορης μονοτονßας κι η εχθρüτητα προς τη διαρκþς αυξανüμενη ομοιüτητα, -κι ο φüβος της ανελÝητης, αναπüφευκτης ημερÞσιας κι ωριαßας επανÜληψης των πραγμÜτων ενþ κεßνες οι τÜσεις φυγÞς, που εßναι καλÝσματα της Φýσης μÝσα απü κεßνη τη προγονικÞ εμπειρßα που διατηρεßται ζωντανÞ στον καθÝνα μας -κραυγÝς της θÜλασσας και του βουνοý και τ’ ουρανοý προς τον Üνθρωπο-, αγριεýουν πιüτερο. ΙσχυρÝς φιλßες μπορεß να Ýχουν διαμορφωθεß üμως τελικÜ Ýρχεται μια μÝρα που ακüμα κι’ αυτÝς δε μποροýν να δþσουν παρηγοριÜ για τον πüνο της μονοτονßας, -κι αισθÜνεσαι üτι αν θες να επιζÞσεις πρÝπει ν’ αποφασßσεις -ανεξÜρτητα απü συνÝπειες- να τινÜξεις απü τα παποýτσια σου για πÜντα τη γνþριμη σκüνη του τüπου εκεßνου…
Και üμως, παρ’ üλα αυτÜ, κατÜ την þρα της αναχþρησης αισθÜνεσαι Ýναν πüνο. Καθþ ςτο τραßνο Þ το ατμüπλοιο σε παßρνει μακριÜ απü τη πüλη και τα χιλιÜδες πρÜγματα που σε συνδÝουν μ’ αυτÞ, η παλιÜ απατηλÞ εντýπωση θα τρεμουλιÜσει πßσω σου για μια στιγμÞ, üχι για να χλευÜσει τη προσδοκßα του παρελθüντος, αλλÜ αγγßζοντÜς σε απαλÜ, σαν να σου ζητÜ να μεßνεις κι ßσως να σου προκαλÝσει μια τÝτοια θλßψη, μια τÝτοια τρυφερüτητα, σαν αυτÞ που κÜποιος αισθÜνεται üταν συμφιλιþνεται ξανÜ με παλιü φßλο που τον Ýχει κρßνει Üδικα. Εσý üμως δε θα αντικρßσεις ξανÜ τους δρüμους εκεßνους, εκτüς αν τους ονειρευτεßς. Μες στον ýπνο σου μüνο θ’ ανοιχθοýν πÜλι μπροστÜ σου οι δρüμοι, βουτηγμÝνοι στην απατηλÞ ασÜφεια κεßνης της πρþτης μακρινÞς μÝρας -και σ’ αυτοýς θα βαδßζουν μüνο οι φßλοι σου που θα σε προσπερνοýν. Αθüρυβα θα προχωρÞσεις πÜνω σε κεßνα τα σκιερÜ πεζοδρüμια πολλÝς φορÝς, για να χτυπÞσεις ßσως, νοερÜ πüρτες που θα σ’ ανοßξουν Üνθρωποι που Ýχουν πεθÜνει.
ΑλλÜ καθþς τα χρüνια θα περνοýν üλα θα ξεθωριÜζουν -ξεθωριÜζουνε τüσο πολý που ακüμα και στον ýπνο σου αντιλαμβÜνεσαι üτι πρüκειται μüνο για μια πüλη-φÜντασμα, με δρüμους που οδηγοýν στο πουθενÜ. Και στο τÝλος, ü,τι παραμÝνει, γßνεται θολü και συγχÝεται με νεφελþδεις μνÞμες Üλλων πüλεων, -μια ατÝλειωτη παρουσßα μεμβρανþδους αρχιτεκτονικÞς, στην οποßα τßποτα δεν εßναι σαφþς αναγνωρßσιμο, αλλÜ συνολικÜ σου δßνει την εντýπωση üτι κÜποτε το Ýχεις ξαναδεß, Ýστω πολλÜ χρüνια πριν. Στο μεταξý, λüγω των λßγο ως πολý Üσκοπων περιπλανÞσεων, αργÜ Ýχει μεγαλþσει μÝσα σου η υποψßα üτι εßσαι στοιχειωμÝνος, - τüσο συχνÜ μια συγκεκριμÝνη μουντÞ παρουσßα παρεισφρÝει επßμονα στην οπτικÞ μνÞμη. Γεγονüς üμως που τη κÜνει μÝρα με τη μÝρα, περισσüτερο μÜλλον συγκεκριμÝνη παρÜ αüριστη: σε κÜθε επιστροφÞ η ευκρßνεια της φαßνεται να αυξÜνει. Κι η υποψßα üτι ßσως εßσαι στοιχειωμÝνος βαθμιαßα εξελßσσεται σε βεβαιüτητα.
Εßσαι στοιχειωμÝνος -εßτε ο δρüμος σου περνÜ μÝσα απü τη καφετιÜ κατÜθλιψη του ΛονδρÝζικου χειμþνα εßτε απü τη γαλÜζια λαμπρüτητα μιας μÝρας σε τüπους κοντÜ στον Ισημερινü- εßτε τα βÞματÜ σου αποτυπþνονται στα χιüνια, εßτε στη καυτÞ μαýρη Üμμο μιας τροπικÞς παραλßας- εßτε αναπαýεσαι κÜτω απü το σκοτεινü σýμπλεγμα των πεýκων του ΒορρÜ, εßτε κÜτω απü την αραχνοειδÞ αδιακρισßα της σκιÜς του φοßνικα: εßσαι στοιχειωμÝνος παντοý και πÜντοτε απü μια συγκεκριμÝνη ευγενÞ παρουσßα. Δεν υπÜρχει τßποτα το τρομακτικü στο φÜντασμα αυτü το πιο ευγενÝς πρüσωπο, η πιο ευγενικÞ φωνÞ- παρÜδοξα γνþριμη κι ευδιÜκριτη παρÜ τη χαμηλÞ της Ýνταση, üπως το βουητü μιας μÝλισσας…
‘¼μως, -αυτü το στοιχειü- σε βασανßζει εσωτερικÜ, μ’ üλο που επιφανειακÜ δεν γßνεται αντιληπτü, σε βασανßζει üπως εκεßνα τα απüτομα ξεσπÜσματα των αισθÞσεων, που μερικοß ονειροπüλοι Ýχουν επιδιþξει να ερμηνεýσουν σα κληρονομικÝς ενθυμÞσεις, -αναμνÞσεις της προýπαρξης. ΜÜταια αναρωτιÝσαι: «Τßνος εßναι αυτÞ η φωνÞ; Σε ποιüν ανÞκει αυτü το πρüσωπο;» Δεν εßναι οýτε νÝος οýτε γÝρος το Πρüσωπο: Ýχει μιαν αεριþδη υπüσταση που αποτελεß γρßφο η διαφÜνειÜ του δεν αποκαλýπτει ιδιαßτερες αποχρþσεις ßσως να μη μπορεßς να εßσαι σßγουρος αν τρÝφει γενειÜδα. ¼μως η ÝκφρασÞ του εßναι πÜντοτε χαριτωμÝνη, απαθÞς, χαμογελοýσα -σαν τους χαμογελαστοýς Üγνωστους φßλους των ονεßρων, με την απεριüριστη ανοχÞ σε κÜθε τρÝλα, ακüμα και στη τρÝλα των ονεßρων.
Εκτüς απü το γεγονüς üτι αδυνατεßς να την απομακρýνεις για πÜντα απü το νου σου, η παρουσßα (αυτÞ) δεν αντιστÝκεται ιδιαßτερα στις διαθÝσεις σου: δÝχεται κÜθε καπρßτσιο σου με ανοχÞ συναντÜ κÜθε ιδιοτροπßα σου με αγγελικÞ υπομονÞ. Δεν ασκεß ποτÝ κριτικÞ, ποτÝ δεν παραπονιÝται Ýστω με το βλÝμμα της, ποτÝ δεν αποδεικνýεται ενοχλητικÞ παρÜλληλα, δε μπορεßς να την αγνοÞσεις, εξαιτßας μιας συγκεκριμÝνης αλλüκοτης δυνατüτητας που Ýχει να αναστατþνει και να ταρακουνÜ κÜτι μες στη καρδιÜ σου, -σα μια απροσδιüριστη γλυκιÜ μελαγχολßα, κÜτι που εßναι θαμμÝνο ζωντανü και δε θα πεθÜνει. Και τüσο συχνÜ συμβαßνει αυτü που η επιθυμßα να λυθεß το πρüβλημα αυτü γßνεται πüνος, με αποτÝλεσμα να συλλαμβÜνεις τον εαυτü σου να ικετεýει την Παρουσßα, απευθýνοντÜς της ερωτÞσεις που ποτÝ δε θα απαντÞσει ευθÝως, παρÜ μüνο μ’ Ýνα χαμüγελο Þ με λÝξειςÜσχετες με τα ερωτþμενα, λÝξεις αινιγματικÝς, που προκαλοýν μυστηριþδη εγρÞγορση σε παλαιÜ ερειπωμÝνα πεδßα της μνÞμης, üπως κι ο πρωινüς Üνεμος που φυσÜ πÜνω απü χÝρσα λιβÜδια, υποχρεþνοντας üλα τα αγριüχορτα να παρÜγουν ψιθυριστοýς Üχρηστους Þχους.
ΑλλÜ εσý για χρüνια θα ρωτÜς μÝρα-νýχτα: «Ποιος εßσαι εσý; τι εßσαι εσý; Ποια παρÜξενη σχÝση σε συνδÝει με μÝνα; ¼,τι μου λες αισθÜνομαι πως το Ýχω ξανακοýσει- αλλÜ ποý; αλλÜ πüτε; Με ποιο üνομα να σε φωνÜζω ,-αφοý δεν απαντÜς σε κανÝνα απ’ αυτÜ που θυμÜμαι; Σßγουρα δεν εßσαι ζωντανüς üμως γνωρßζω τους χþρους που αναπαýονται üλοι οι νεκροß μου- και τον δικü σου δεν τον γνωρßζω! Σßγουρα δεν εßσαι üνειρο γιατß τα üνειρα παραποιοýνται κι αλλÜζουν αλλÜ εσý, εσý μÝνεις ßδιος πÜντοτε. Οýτε εßσαι παραßσθηση γιατß üλες οι αισθÞσεις μου εßναι ενεργεßς κι ακμαßες. ¸να πρÜγμα γνωρßζω μüνο με βεβαιüτητα: üτι ανÞκεις στο Παρελθüν, ανÞκεις στη μνÞμη, αλλÜ στη μνÞμη ποιων νεκρþν Üστρων;»
Κατüπιν, κÜποια μÝρα Þ νýχτα, απροσδüκητα, αντιλαμβÜνεσαι επιτÝλους, -με Ýνα απαλü απüτομο τσßμπημα που μοιÜζει να προÝρχεται απü αüρατα δÜχτυλα- üτι το Πρüσωπο δεν εßναι η μνÞμη οποιουδÞποτε προσþπου, αλλÜ μια πολλαπλÞ εικüνα που διαμορφþθηκε απü τα γνωρßσματα πολλþν αγαπητþν προσþπων,- που τοποθετÞθηκαν το Ýνα πÜνω στο Üλλο απü την ανÜμνηση και συντÞχθηκαν απü την αγÜπη σε μια πνευματικÞ προσωπικüτητα, -απεßρως συμπονετικÞ, φανταστικÜ üμορφη: Ýνα «Σýνθετο» των αναμνÞσεων! Κι η φωνÞ δεν εßναι ηχþ καμιÜς φωνÞς, αλλÜ η αντÞχηση πολλþν φωνþν, αναμεμειγμÝνων σε μια ενιαßα Ýκφραση, Ýνας ενιαßος ασθενικüς τüνος, που λÝπτυνε απü την χρονικÞ απüσταση, αλλÜ απερßγραπτα τρυφερüς.
Εσý ευγενÝστατο «Σýνθετο»! εσý ανþνυμη κι Ýξοχη Ουτοπßα, που συγκλονßζεσαι μες στην ομοιüτητα της ýπαρξης Ýξω απü το σýνολο της χαμÝνης συντροφικüτητας! Εσý ΦÜντασμα üλων των πραγμÜτων που αγÜπησα και που Ýχουν χαθεß. Με τη μÜταιη ικεσßα των ματιþν σου που παρατηροýν τον ερχομü μου, και (με) την ασαφÞ ασθενικÞ Ýκκληση των κραυγþν σου που δεν μ’ αφÞνουν να ξεχÜσω, και (με) το λεπτεπßλεπτο ηλεκτρικü Üγγιγμα των πεθαμÝνων χεριþν σου, πρÝπει μÞπως εσý να φýγεις για πÜντα μακριÜ απü το διÜβα μου, σαν το ΣκιÜδι που το πÝταξα μακριÜ, Εσý που σκεπÜζεις τις ΨυχÝς!
Δεν εßμαι σßγουρος… Γιατß üμως εμφανßζεται σε μÝνα αυτü το üνειρο; ΜÞπως γιατß η ανθρþπινη ζωÞ κρατÜ δυνÜμεις για να πορεýεται- üπως μια παραστρατημÝνη ηλιαχτßδα στο απÝραντο κενü του διαστÞματος, μες στο Üπειρο μυστÞριο; Για να μεταδþσει ßσως (στις μελλοντικÝς γενιÝς) Ýνα δυνατü γλυκü ταρακοýνημα απü τις αλησμüνητες εκεßνες ΕποχÝς επειδÞ ßσως στο μÝλλον δεν θα υπÜρχουν τÝτοιοι Üνθρωποι üπως εσý. Και μÞπως üσο αυτü που για μας ετοιμÜζει το ευπαθÝστερο Ýνστικτο, το Ýνστικτο της επιβßωσης, μπορεß να δανεßζει μια φωνητικÞ του νüτα στη Συμφωνßα του ¢γνωστου Προορισμοý,- τüσο Üραγε παρÜλληλα, να μην μπορεß να αποδεχθεß εσÝνα, Ýνα Üλλο «Σýνθετο» πλÜσμα; ΕσÝνα που ενσωματþνεις, πρÜγματι, τη κοσμιüτητα πολλþν υπÜρξεων και συγχρüνως διατηρεßς σα κÜποια ορατÞ ανÜμνηση κÜθε τι το ευγενÝς μÝσα στη προσωπικüτητα αυτοý του (φανταστικοý) δικοý σου φßλου;
Οσιντüρι
¹τανε κÜποτε Ýνας κυνηγüς και γερακÜρης, τονε λÝγανε Σονζü και ζοýσε στην επαρχßα Ταμοýρα Νο Γκο, στο Νομü Μοýτσου. Μια μÝρα, πÞγε να κυνηγÞσει μα δε συνÜντησε κανÝνα θÞραμα. Στο δρüμο της επιστροφÞς, στην τοποθεσßα Ακανοýμα, πÞρε το μÜτι του Ýνα ζευγÜρι πÜπιες üσιντüρι. Κολυμποýσαν πλÜι-πλÜι στα νερÜ του μικροý πüταμου ποý Ýπρεπε να περÜσει.
«Αν σκοτþσεις», λÝνε, «Ýνα οσιντüρι θα σε βρει μεγÜλη δυστυχßα».
Ο Σονζü üμως πεινοýσε, σκüπευσε λοιπüν το ζευγÜρι. Το βÝλος τρýπησε το αρσενικü, το θηλυκü ξÝφυγε μÝσα απü τις καλαμιÝς της αντßπερα üχθης και χÜθηκε. Ο Σονζü κουβÜλησε το σκοτωμÝνο πουλß στο σπßτι και το μαγεßρεψε.
Εκεßνο το βρÜδυ εßδε Üσχημο üνειρο. Μια πολý üμορφη γυναßκα μπÞκε στο δωμÜτιο, πλησßασε το μαξιλÜρι κι Üρχισε να κλαßει. Το κλÜμα της Þταν τüσο γοερü, ποý ακοýγοντας το ο Σονζü νüμισε πþς θα σχιστεß η καρδιÜ του. Η νεαρÞ γυναßκα του Ýλεγε:
-"Γιατß, αχ! Γιατß τον σκüτωσες; ¹μασταν τüσο ευτυχισμÝνοι οι δυο μας στην Ακανοýμα... Τþρα τον σκüτωσες!... Σε τι σου Ýφταιξε; ΞÝρεις τουλÜχιστον τι Ýγκλημα διÝπραξες; Τι ποταπü και σκληρü Ýγκλημα; Σκüτωσες και μÝνα γιατß δε μπορþ να ζÞσω χωρßς τον Üντρα μου! Αυτü Þρθα να σου πω..."
¢ρχισε πÜλι να κλαßει τüσο απελπισμÝνα, ποý οι λυγμοß της τρýπησαν τα κüκκαλα του Σονζü κι Ýφτασαν ως το μεδοýλι. ¹ φωνÞ της, ποý τη διÝκοπταν οι λυγμοß, απÜγγειλε τους παρακÜτω στßχους:
Χι κουκουρÝμπα ΣασοÝσι
μüνο βο Ακανοýμα
νο Μακüμο νο κοýρε νο
Χιτüρι νε ζο ουκι
("Μüλις βασßλεψε Þ μÝρα, του πρüτεινα να 'ρθει κοντÜ μου!
Στο Ýξης θα κοιμÜμαι μüνη μου στον ßσκιο
ποý ρßχνουν οι καλαμιÝς της Ακανοýμα.
Αχ! Τι ανεßπωτη θλßψη!")
Κι υστÝρα φþναξε:
-"Αχ! Δεν ξÝρεις...üχι, δεν μπορεßς να ξÝρεις τι Ýκανες! Αýριο üμως, üταν θα ξαναπÜς στην Ακανοýμα, θα καταλÜβεις... θα καταλÜβεις..."
Με τα λüγια αυτÜ, κλαßγοντας πÜντα γοερÜ, Ýφυγε.
Το πρωß, το üνειρο Þταν ακüμη τüσο ζωντανü στο μυαλü του, ποý ο Σονζü Ýνιωθε ταραγμÝνος. θυμÞθηκε τα λüγια της νεαρÞς γυναßκας:
"Αýριο üμως, üταν θα ξαναπÜς στην Ακανοýμα, θα καταλÜβεις...θα καταλÜβεις...". ΑποφÜσισε λοιπüν να πÜει αμÝσως εκεß, να μÜθει μÞπως το üνειρο του Þταν κÜτι παραπÜνω απü απλü üνειρο.
Ο Σονζü πÞγε στην Ακανοýμα. ΦτÜνοντας στο ποτÜμι εßδε το θηλυκü οσιντüρι να κολυμπÜ μüνο του. Την ßδια στιγμÞ τον διÝκρινε κι εκεßνο, αντß να φýγει üμως κολýμπησε προς το μÝρος του κοιτÜζοντας τον συνÝχεια με μια παρÜξενη προσοχÞ. ΞαφνικÜ, μ' Ýνα χτýπημα του ρÜμφους Üνοιξε πληγÞ στα πλευρÜ του κι Ýσβησε εκεß μπροστÜ στα μÜτια του κυνηγοý.
Ο Σονζü ξýρισε το κεφÜλι του και κλεßστηκε σε μοναστÞρι.
Εγþ Ο ¸νας
Εßμαι εγþ Ýνας;
Εßμαι μια και μüνη ψυχÞ;
¼χι, εγþ εßμαι Ýνα πλÞθος,
Ýνα ασýλληπτο πλÞθος.
Εßμαι γενεÜ των γενεþν
αιþνας των αιþνων
ΑμÝτρητες εßναι οι φορÝς
που η συρροÞ üλων αυτþν που εßμαι
σκορπßστηκε στο Üπειρο
για να συγκεντρωθεß και πÜλι
´Ισως, αφοý στο μεταξý καþ
Επß τρισεκατομμýρια αιþνες
στις διÜφορες δυναστεßες των Þλιων
τα καλýτερα απü αυτÜ που εßμαι
θα μπορÝσουν να σμßξουν και πÜλι.