ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Maupassant Guy de: ÌåÃÜëëïò Åõáßóèçôïò ËïãïôÝ÷íçò


            Γκυ ντε ΜωπασσÜν


                                                            Βιογραφικü

     ΥπÞρξε Ýνας απü τους σημαντικüτερους διηγηματογρÜφους του 19ου αιþνα, την ιστορικÞ περßοδο που Üνθισε η πεζογραφßα σα μÝσο προþθησης αλλÜ κι ελÝγχου τÞς ιδεολογßας της αστικÞς τÜξης, που πια μεσουρανοýσε στην Ευρþπη. Τα ρεαλιστικÜ αφηγÞματÜ του εßναι βαθιÜ ριζωμÝνα στο ιστορικü τους περιβÜλλον, προσφÝροντας χαρακτηριστικÞ γεýση απü το σκανδαλþδες κλßμα κεßνης της παρακμιακÞς εποχÞς, τα τÝλη του αιþνα. Το πραγματολογικü περιεχüμενο της αστικÞς ηθογραφßας εßναι σßγουρα ο μεßζων λüγος που μας προκαλεß ενδιαφÝρον, αλλÜ üχι κι ο μοναδικüς. ΠαραμÝνει επßσης Ýνας απü τους μεγÜλους αφηγητÝς στην ιστορßα των δυτικþν γραμμÜτων, στη γραμμÞ της παρÜδοσης που εγκαινιÜστηκε με το ΔεκαÞμερο του ΒοκÜκιου και σημαδεýτηκε απü τα αλλüκοτα διηγÞματα του Πüε. ΠροσκολλημÝνα στη πλοκÞ και τη περιγραφÞ σκηνþν εις βÜρος της εξÞγησης και της ενδοσκüπησης, τα πεζογραφÞματÜ του θαυμÜστηκαν απü διÜσημους σýγχρονοýς του, ΤουργκÝνιεφΤολστüη & ΦλωμπÝρ, κι επηρÝασαν με τη σειρÜ τους δεινοýς συγγραφεßς του 20ου αι.: π.χ. Κüνραντ, ακüμα και τον ΠιραντÝλλο.
     Εßχε πολυκýμαντη προσωπικÞ ζωÞ, γεμÜτη πÜθη και δοκιμασßες, αλλÜ ταυτüχρονα δραστÞρια, δημüσια, παρεμβατικÞ. Ανθρωπος πληθωρικüς, φιλÞδονος, ταξιδευτÞς, αθλητικüς, φιλοπερßεργος, γνþρισε εξßσου τη δüξα και την εξαθλßωση. Επειτα απü μακρüχρονη μαθητεßα στη γραφÞ υπü την εποπτεßα του ΦλωμπÝρ, εθελοντικÞ στρÜτευση στο γαλλοπρωσικü πüλεμο και μια περßοδο υπηρεσßας στη γαλλικÞ δημüσια διοßκηση, εßχε εντρυφÞσει αρκετÜ τüσο στη λογοτεχνßα üσο και στη σýγχρονη πραγματικüτητα þστε να γßνει επαγγελματßας συγγραφÝας, κερδßζοντας μεγÜλη φÞμη και υψηλÝς αποδοχÝς. Τα Ýργα του γßνονταν ανÜρπαστα και γνþρισαν πολλÝς ανατυπþσεις. Ο ßδιος γλÝντησε τη ζωÞ του ως διασημüτητα, δßχως δεσμεýσεις και περιορισμοýς, με κüτερα, επαýλεις, εναλλασσüμενες γυναßκες και νüθα παιδιÜ, ενþ παρÜλληλα απορροφοýσε εντυπþσεις και περιστατικÜ για να τροφοδοτÞσει την αδηφÜγο πÝνα του.

     Ο Γκυ Ντε ΜωπασσÜν γεννÞθηκε 
5 Αυγοýστου 1850 στο ΦεκÜμπ, στη Νορμανδßα. Η τÝχνη του ευ ζην, ο Þλιος κι η θÜλασσα, ο Ýρωτας, τα ταξßδια, η Νορμανδßα και ιδιαßτερα το πλÜτωμα του Caux που καταλÞγει στα απüτομα βρÜχια της ΔιÝπης στη ΜÜγχη αποτελοýν μερικÜ απü τα πÜθη του. Ο πατÝρας του Þταν επαρχιþτης ευγενÞς κι η μητÝρα του σνομπ κι αυταρχικÞ γυναßκα που αγαποýσε τις τÝχνες και τα γρÜμματα κι υπÞρξε μÜλιστα στενÞ φßλη του ΦλομπÝρ. Η σχÝση üμως του ζευγαριοý δεν Þτανε καθüλου καλÞ κι οι συχνοß καυγÜδες, παρουσßα μÜλιστα πολλÝς φορÝς του μικροý, οδÞγησαν τελικÜ σε διαζýγιοΟ Γκυ Ýμεινε με τη μητÝρα του, της οποßας η επιρροÞ υπÞρξε αποφασιστικÞ για την παραπÝρα πνευματικÞ και ψυχικÞ του εξÝλιξη. Η μητÝρα θα του μεταδþσει την αγÜπη για τη λογοτεχνßα, θα καλλιεργÞσει τη φαντασßα του και μετÜ τον θÜνατü του θα παραμεßνει πιστÞ φýλακας του Ýργου του. Απü τον πατÝρα του θα πÜρει τη τρÝλα των αισθÞσεων και τη μοναχικÞ, ακüρεστη σεξουαλικüτητα.
    
ΞεκινÜ τις σπουδÝς του στο εκκλησιαστικü κολÝγιο της Υβετü, αλλÜ το ανεξÜρτητο πνεýμα κι ο ατßθασος χαρακτÞρας του, οδÞγησαν στην αποπομπÞ του και στη συνÝχιση των σπουδþν του στο Λýκειο της ΡουÝν. Το 1870 ξεκινÜ νομικÝς σπουδÝς στο Παρßσι, τη χρονιÜ που ξεσπÜ ο γαλλο-πρωσικüς πüλεμος. Στρατεýεται, αλλÜ ο αντιμιλιταρισμüς του τον οδηγεß να εγκαταλεßψει μετÜ απü Ýνα χρüνο το στρÜτευμα. Το 1872 βρßσκει δουλειÜ στο Υπουργεßο Ναυτικþν κι Ýτσι γνωρßζει απü κοντÜ τη κρατικÞ γραφειοκρατßα, που απεχθÜνεται και που τüσον εýστοχα θα σατιρßσει αργüτερα στο Ýργο του. ΝÝος, ευπαρουσßαστος, γεροδεμÝνος περνÜ τα ΣαββατοκýριακÜ του στις üχθες του ΣηκουÜνα παρÝα με τους κωπηλÜτες (παßρνει κι ο ßδιος μÝρος στους κωπηλατικοýς αγþνες) και φλερτÜρει τα κορßτσια που τους κρατοýν συντροφιÜΤο περιβÜλλον αυτü, που αποθανÜτισε με μοναδικü τρüπο κι ο ΡενουÜρ στους πßνακÝς του, θα αποτελÝσει πηγÞ Ýμπνευσης για αρκετÜ διηγÞματÜ του αργüτερα, αποκαλýπτοντας, συν τοις Üλλοις και μια μυστηριακÞ σχÝση του συγγραφÝα με το υγρü στοιχεßο.



    
Με την ενθÜρρυνση και τις υποδεßξεις του παιδικοý φßλου της μητÝρας του ΦλομπÝρ αρχßζει το γρÜψιμο. Επßσης μπαßνει στους λογοτεχνικοýς κýκλους του Παρισιοý και γνωρßζεται με τον ΖολÜ, τους αφοýς Γκονκοýρ, τον Αλφüνς ΝτοντÝ, τον ΤουργκÝνιεφ κι Üλλους ρεαλιστÝς συγγραφεßς της εποχÞς. Το 1877 γßνεται μÝλος της ομÜδας ΜεντÜν, που ßδρυσαν οι γÜλλοι ρεαλιστÝς και νατουραλιστÝς κι εγκαταλεßπει το Δημüσιο για ν' ασχοληθεß αποκλειστικÜ με το γρÜψιμοΤο 1880 δημοσιεýεται το μυθιστüρημÜ του «Η Χοντρομπαλοý» (Boule de Suif) και σημειþνει αμÝσως μεγÜλη επιτυχßα, αποτελþντας ουσιαστικÜ την αφετηρßα της συγγραφικÞς του σταδιοδρομßας. Η ανÝλιξÞ του στο λογοτεχνικü στερÝωμα της εποχÞς υπÞρξε ταχýτατη. Το Ýργο του αγαπÞθηκε απü τους συγχρüνους του κι η πληθωρικÞ συγγραφικÞ του παραγωγÞ καθþς κι η αθρüα πþληση των βιβλßων του τον Ýκαναν γρÞγορα πλοýσιο και του Üνοιξαν τις πüρτες της υψηλÞς κοινωνßας.
    
Η πολυτÜραχη ζωÞ του, το εντατικü γρÜψιμο και κÜποιες ßσως κληρονομικÝς καταβολÝς υπÝσκαψαν γρÞγορα την υγεßα του. Το 1877 εμφανßζονται τα πρþτα συμπτþματα της σýφιλης. Οι νευραλγßες, που τον συνοδεýουν απü νεαρÞ ηλικßα, επιδεινþνονται και του δημιουργοýν μανßες και παραισθÞσεις. ΦοβÜται την τρÝλα, -απ' την οποßα πÜσχει κι ο αδελφüς του- και τον θÜνατο. Καταφεýγει κι αυτüς, üπως κι Üλλοι «καταραμÝνοι» λογοτÝχνες και καλλιτÝχνες της εποχÞς του, στους «τεχνητοýς παραδεßσους» των παραισθησιογüνων.
    
Το Ýργο του εντÜσσεται στα πλαßσια του ρεαλισμοý, του κýριου λογοτεχνικοý ρεýματος της εποχÞς του. ¼πως στον ΜπαλζÜκ, στον ΦλωμπÝρ, στους Γκονκοýρ κι Üλλους γÜλλους ρεαλιστÝς συγγραφεßς, Ýτσι και στον ΜωπασσÜν η καθημερινÞ ζωÞ αποτελεß το επßκεντρο της θεματολογßας του, μüνο που στην προκειμÝνη περßπτωση η θεþρηση της πραγματικüτητας εßναι κατÜ βÜση απαισιüδοξη, Ýστω κι αν πολλÝς φορÝς ο συγγραφÝας με χαροýμενη διÜθεση σατιρßζει ανθρþπους και καταστÜσεις Þ καταπιÜνεται με σοβαρÜ κοινωνικÜ προβλÞματα. Στο στüχαστρü του βρßσκεται πÜντα η ανθρþπινη βλακεßα απü üπου και αν προÝρχεται (γραφειοκρÜτες, κληρικοýς, αστοýς, αγρüτες), η σκληρüτητα κι απανθρωπιÜ, η ματαιοδοξßα κι ο εγωισμüς. Για τον ΜωπασσÜν ο Üνθρωπος εßναι «Ýνα ζþο κατÜ τι ανþτερο απü τα Üλλα». Στα Ýργα της ωριμüτητÜς του ωστüσο παρατηρεßται μια στροφÞ προς τη συμπÜθεια και τη κατανüηση των απλþν ανθρþπων που υποφÝρουν, θýματα κι οι ßδιοι μιας σκληρÞς πραγματικüτητας που τους συντρßβειΗ επιδεßνωση της υγεßας του τον απομακρýνει σταδιακÜ απü την απεχθÞ πραγματικüτητα και τον οδηγεß στον κüσμο της φαντασßας,
της εφιαλτικÞς φαντασßας. Τα τελευταßα Ýργα του, με αποκορýφωμα τον «Οξαποδü» (Le Horla), εßναι το αποτÝλεσμα ενüς βιωμÝνου εφιÜλτη.
     Ο ξÝφρενος ρυθμüς του, το οικογενειακü ιστορικü νευροπÜθειας κι η προσβολÞ του απü τη σýφιλη, ασθÝνεια της εποχÞς, δεν Üργησαν να τον εξουθενþσουν και να τον καταστÞσουνε παρÜφρονα. Το 1891, τρελüς πλÝον, αποπειρÜται ν' αυτοκτονÞσει κι οδηγεßται στη ψυχιατρικÞ κλινικÞ του δüκτορα Μπλανς, üπου πεθαßνει το 1893, χωρßς να επανακτÞσει τα λογικÜ τουΣτα 43 χρüνια που προλαβε να ζÞσει εßχε Þδη συγγρÜψει περßπου 300 διηγÞματα (συγκεντρþθηκαν σε 18 συλλογÝς), 6 μυθιστορÞματα, 2 θεατρικÜ Ýργα, ταξιδιωτικÜ βιβλßα, πολυÜριθμα χρονογραφÞματα και κριτικÝς.
     Το Ýργο του, στο σýνολü του στοχεýει στη διακωμþδηση των ηθþν, την αποκÜλυψη της νοσηρüτητας της αστικÞς κοινωνßας, της χρεοκοπßας του πολιτισμοý της λüγω του κυρßαρχου υλισμοý και της αποθÝωσης του χρηματικοý και ατομικοý συμφÝροντος, üχι απλþς στον τομÝα της οικονομßας αλλÜ επßσης στην πολιτικÞ, την οικογÝνεια, τον Ýρωτα. Ο καυτηριασμüς του ηθικοý καθωσπρεπισμοý και των ποταπþν κινÞτρων των αστþν, σε üλο το φÜσμα των σχÝσεþν τους, υπÞρξε προσφιλÝς θÝμα στη γαλλικÞ λογοτεχνßα της εποχÞς. Ομως η απεικüνιση χαρακτÞρων και συμπεριφορþν που φιλοτεχνεß, εκτεßνεται σε διÜφορα κοινωνικÜ στρþματα και ρüλους, εκφρÜζοντας ευρýτερη αντιουμανιστικÞ προοπτικÞ. Οι ιστορßες του εßναι γεμÜτες φιλÞδονους τυχοδιþκτες, Üπιστες Þ αφελεßς γυναßκες, χυδαßους νεüπλουτους, υπολογιστÝς μικροαστοýς, επιτηδευμÝνους κοσμικοýς, υποκριτÝς ιερωμÝνους, Üξεστους και φιλοχρÞματους χωρικοýς.
     Η βαθιÜ απαισιοδοξßα για τη φýση και το μÝλλον της ανθρωπüτητας, που αποπνÝει το Ýργο του, αντανακλÜ την ομολογημÝνη επιρροÞ της κοσμοθεþρησης του ΣοπενÜουερ και του ΣπÝνσερ. Ωστüσο, η απαισιοδοξßα αυτÞ σε συνÜρτηση με το απρüσωπο αφηγηματικü του ýφος, που οφεßλει στον ΦλωμπÝρ, δημιουργεß μια αßσθηση αμοραλισμοý.
     Ο ΜωπασσÜν απλþς παρατηρεß κι αποδßδει με τρüπο αντικειμενικü τη σκληρüτητα και το παρÜλογο της ζωÞς -δε διδÜσκει οýτε παρηγορεß. Ενδεικτικü εßναι το üτι ο Τολστüη, που 'τρεφε μεγÜλην εκτßμηση στην υποβλητικüτητα και την ειλικρßνεια της γραφÞς του, σ' Ýνα δοκßμιο που Ýγραψε μετÜ τον θÜνατü του, τον εγκαλεß ακριβþς για την αποτυχßα του να μεταδþσει ορθÜ ηθικÜ αισθÞματα, να διακρßνει το καλü απü το κακü. Ενßοτε μÜλιστα ο συγγραφÝας δεßχνει να γοητεýεται απü τα ελαττþματα των ηρþων του, κυρßως επειδÞ παραμÝνουν αμετανüητοι. Στο πρþτο του μυθιστüρημα, Μια ΖωÞ, μια ευγενικÞ και ωραßα γυναßκα καταστρÝφεται απü τον αδιÜφορο και αδßστακτο σýζυγü της, ενþ στο περßφημο ΦιλαρÜκο, παρουσιÜζει μια υποδειγματικÞ περßπτωση κοινωνικÞς αναρρßχησης ενüς γüη μÝσω της αμεßλικτης εκμετÜλλευσης γυναικþν, χωρßς η δρÜση του να σκιÜζεται απü κανενüς εßδους θεßα δßκη. Αυτü που τελικÜ εντυπωσιÜζει στις περισσüτερες ιστορßες του, εßναι η απρüσκοπτη επικρÜτηση του κακοý, η επιβεβαßωση του νüμου του ισχυροτÝρου, ο τυφλüς εγωισμüς των ενστßκτων σε μια κοινωνßα που θεωρεßται πολιτισμÝνη.
     Αποκαλýπτει χωρßς συναισθηματισμοýς üτι η πολιτισμüς εßναι απÜτη. Κι üμως απÝχει απü το να εßναι κυνικüς. Παρ' üτι συχνÜ πικÜντικες και κωμικÝς σε τüνο, οι ιστορßες του δεν αποβλÝπουν απλþς στην ψυχαγωγßα του αναγνþστη. Στα λογοτεχνικÜ του κεßμενα ενυπÜρχει μια Ýντονη κριτικÞ διÜσταση που δεν προκýπτει απü τη διατýπωση αξιολογικþν κρßσεων, αλλÜ αντßθετα απü την επßμονη θεματοποßηση της αδικßας και της υποκρισßας, η οποßα εμμÝσως λειτουργεß καταγγελτικÜ. Ο ßδιος εξηγοýσε üτι ο ρεαλιστÞς μυθιστοριογρÜφος Ýχει ως στüχο «να μας αναγκÜσει να σκεφτοýμε, να καταλÜβουμε το βαθý νüημα των πραγμÜτων». Σε ü,τι αφορÜ τα πολιτικÜ δρþμενα της εποχÞς του, Üρθρωσε Ýναν ακüμη πιο αιχμηρü λüγο. Δεν Þταν μüνον απü τους πρþτους που στηλßτευσαν την κατÜκτηση της Τυνησßας και την αποικιοκρατικÞ πολιτικÞ της Γαλλßας αλλÜ τüλμησε επßσης να χλευÜσει την ανανδρßα και τον ψευτοπατρωτισμü των ομοεθνþν του κατÜ τον γαλλοπρωσικü πüλεμο.
    
Ο θαρραλÝος αντισοβινισμüς του συνδÝεται με τη φανατικÜ αντιπολεμικÞ του στÜση και την απÝχθειÜ του για τις πολιτικÝς και οικονομικÝς ραδιουργßες της 2ης ΓαλλικÞς Αυτοκρατορßας, με τις οποßες εξοικειþθηκε στη διÜρκεια της πολýχρονης συνεργασßας του με εφημερßδες και Üλλα Ýντυπα της περιüδου. Παρ' üτι οýτε οι εφημερßδες στις οποßες Ýγραφε τακτικÜ Þταν προοδευτικÝς οýτε ο ßδιος θα μποροýσε να χαρακτηριστεß με ακρßβεια ριζοσπÜστης, στα χρονογραφÞματÜ του σχολßαζε την επικαιρüτητα αναλαμβÜνοντας ρüλο δημüσιου κατÞγορου ενÜντια στη διαφθορÜ και την ασυνειδησßα. ΕπισÞμαινε ü,τι στη πραγματικüτητα η κινητÞριος δýναμη του αστικοý πολιτισμοý εßναι τα üνειρα της κοινωνικÞς ανüδου και της ατομικÞς ιδιοκτησßας ενþ η θρησκεßα κι η ηθικÞ εßναι απλþς συνθÞματα.
     Ανßχνευε τα αστικÜ συμφÝροντα ακüμα και στη καρδιÜ της πολιτικÞς, γρÜφοντας χαρακτηριστικÜ: Ζοýμε υπü τη βασιλεßα της δωροδοκßας των δημüσιων λειτουργþν, μÝσα στο βασßλειο της εýκολης συνεßδησης, γονατισμÝνοι μπροστÜ στους μεγιστÜνες. Οι καταγγελßες του εßναι η Ýκφραση μιας εκ των Ýσω κριτικÞς, η οποßα εντοπßζει τις αντιφÜσεις και την αποτυχßα του αστικοý πολιτισμοý να εμπραγματþσει τις ηθικÝς αξßες που υποτßθεται üτι πρεσβεýει. Κι αν η φωνÞ του ΜοπασÜν εξακολουθεß να Ýχει ισχý, παρÜ την τοπικÞ χροιÜ της και τον ενÜμιση αιþνα που μεσολÜβησε, οφεßλεται κυρßως στο üτι αναγνωρßζουμε πως δυστυχþς πολý λßγα Ýχουν ουσιαστικÜ αλλÜξει απü τüτε.


===============================
   
 

                         Ο ΜπαμπÜς Του Σιμüν

     Εßχε σημÜνει κιüλας μεσημÝρι. Η πüρτα του σχολεßου Üνοιξε και τα παιδιÜ üρμησαν σπρþχνοντας για να βγουν πιο γρÞγορα. Αντß üμως να διαλυθοýν αμÝσως και να πÜνε για φαγητü, üπως κÜθε μÝρα, στÜθηκαν πιο πÝρα, σχημÜτισαν ομÜδες κι Üρχισαν να ψιθυρßζουν. Κι üλα αυτÜ γιατß εκεßνο το πρωß ο Σιμüν, ο γιüς της Μπλανσüτ, Þρθε στο σχολεßο για πρþτη φορÜ.
    
¼λα εßχαν ακοýσει να μιλοýν για την Μπλανσüτ στα σπßτια τους και παρüλο που üλοι δημüσια την υποδÝχονταν καλÜ, οι μητÝρες τους ωστüσο της Ýδειχναν Ýναν οßκτο κÜπως περιφρονητικü που πÝρασε και στα παιδιÜ χωρßς να ξÝρουνε το γιατß.
    
¼σο για τον Σιμüν, δεν τον γνþριζαν, επειδÞ δεν Ýβγαινε ποτÝ και δεν αλÞτευε μαζß τους μες στους δρüμους του χωριοý Þ στις üχθες του ποταμοý. Δεν τον αγαποýσανε κιüλας κι Ýτσι με κÜποια χαρÜ ανÜμεικτη με αρκετÞ Ýκπληξη δÝχτηκαν και διÝδωσαν ο Ýνας στον Üλλο τα λüγια που εßπε Ýνα αγüρι δεκατεσσÜρων με δεκαπÝντε χρονþν, που φαινüταν να ξÝρει πολλÜ, επειδÞ Ýκλεινε με νüημα το μÜτι.
 -"ΞÝρετε, ο Σιμüν ... να, δεν Ýχει μπαμπÜ".
    
Ο γιüς της Μπλανσüτ Ýκανε κι εκεßνος με τη σειρÜ του την εμφÜνισÞ του στο κατþφλι του σχολεßου. ¹ταν εφτÜ Þ οχτþ χρονþν. ¹ταν χλωμοýτσικος, πολý καθαρüς, φαινüτανε συνεσταλμÝνος, σχεδüν αδÝξιος.
    
ΕπÝστρεφε στη μητÝρα του, üταν οι ομÜδες των συμμαθητþν του, ψιθυρßζοντας πÜντα και κοιτÜζοντÜς τον με βλÝμματα μοχθηρÜ και σκληρÜ, παιδιþν που σκÝφτονται να πρÜξουν το κακü, τον περικýκλωσαν σιγÜ σιγÜ και κατÝληξαν να τον εγκλωβßσουν. Στεκüταν εκεß, ανÜμεσÜ τους, Ýκπληκτος κι αμÞχανος, χωρßς να καταλαβαßνει τι Þθελαν να του κÜνουν. Το αγüρι üμως που τους Ýφερε το νÝο, κορδωμÝνο απü τα üσα εßχε πετýχει Þδη, τον ρþτησε:
 -"Πþς σε λÝνε";
 -"Σιμüν", 
απÜντησε κεßνος.
 -"Σιμüν, τι;" ξαναρþτησε ο Üλλος.
 -"Σιμüν" 
επανÝλαβε σαστισμÝνο το παιδß.
 -"ΟνομÜζεται κανεßς Σιμüν και κÜτι ακüμη ... δεν εßναι üνομα αυτü ... Σιμüν", 
του φþναξε το αγüρι. Κι εκεßνος, Ýτοιμος να κλÜψει, επανÝλαβε για τρßτη φορÜ:
 -"Με λÝνε Σιμüν".
     Οι αλÞτες Ýβαλαν τα γÝλια. Το αγüρι θριÜμβευσε κι ýψωσε τη φωνÞ:
 -"
Το βλÝπετε λοιπüν πως δεν Ýχει μπαμπÜ".
    
¸πεσε μεγÜλη σιωπÞ. Τα παιδιÜ μεßνανε Ýκπληκτα απü αυτü το εξαιρετικü, το απßθανο, το τερατþδες γεγονüς -Ýνα αγüρι που δεν Ýχει μπαμπÜ. Τον κοßταζαν σαν να Þτανε φαινüμενο, μια αφýσικη ýπαρξη κι Ýνιωθαν να μεγαλþνει μÝσα τους η περιφρüνηση, ανεξÞγητη μÝχρι τüτε, των μανÜδων τους προς τη Μπλανσüτ.
    
¼σο για τον Σιμüν, εßχε ακουμπÞσει σ' Ýνα δÝντρο για να μη πÝσει και στεκüταν εκεß σα να τον εßχε συγκλονßσει ανεπανüρθωτη καταστροφÞ. ΠροσπÜθησε να εξηγηθεß. Δε
μποροýσε üμως να βρει τßποτα για να τους απαντÞσει και να διαψεýσει αυτü το φριχτü πρÜγμα, üτι δεν εßχε μπαμπÜ. Στο τÝλος, πελιδνüς, τους φþναξε στην τýχη:
 -"
Ναι, Ýχω Ýναν".
 -"Ποý εßναι;" ρþτησε το αγüρι.
    
Ο Σιμüν σþπασε. Δεν Þξερε. Τα παιδιÜ γελοýσαν με Ýξαψη. ΑυτÜ τα χωριατüπαιδα, που μοιÜζανε περισσüτερο με ζþα, νιþθανε την απÜνθρωπη ανÜγκη, üμοια με κεßνη που σπρþχνει τις κüτες της αυλÞς να ξεκÜνουν εκεßνη ανÜμεσÜ τους που 'χει λαβωθεß. Ο Σιμüν διÝκρινε ξαφνικÜ Ýνα γειτονüπουλο, το γιο μιας χÞρας, που τον Ýβλεπε να κυκλοφορεß πÜντα, üπως κι ο ßδιος, μüνος με τη μητÝρα του.
 -"Οýτε εσý", εßπε, "Ýχεις μπαμπÜ".
 -"Ναι", απÜντησε το Üλλο, "και βÝβαια Ýχω".
 -"Ποý εßναιρþτησε αμÝσως ο Σιμüν.
 -"ΠÝθανε," δÞλωσε με αλαζονικÞ Ýπαρση το παιδß, "εßναι στο νεκροταφεßο ο μπαμπÜς μου".
    
¸νας ψßθυρος επιδοκιμασßας διÝτρεξε την αλητοπαρÝα, λες και το γεγονüς üτι ο νεκρüς πατÝρας που βρισκüτανε στο νεκροταφεßο Ýκανε σπουδαßο το σýντροφü τους και συνÝτριβε τον Üλλο που δεν εßχε πατÝρα. Και τα αλητüπαιδα αυτÜ, που οι πατερÜδες τους Þταν οι περισσüτεροι κακοß, μÝθυσοι, κλÝφτες και κακομεταχειρßζονταν τις γυναßκες τους, Ýσφιγγαν üλο και περισσüτερο τον κλοιü γýρω του, λες κι αυτοß, ο νüμιμοι, θÝλανε να πÝσουν επÜνω του και να τονε πνßξουν, αυτüν που Þταν παρÜνομος. ¸ν απ' αυτÜ, που βρισκüταν απÝναντι στο Σιμüν, του Ýβγαλε ξαφνικÜ τη γλþσσα κοροúδευτικÜ και του φþναξε:
 -"Δεν Ýχεις μπαμπÜ! Δεν Ýχεις μπαμπÜ"!
    
Ο Σιμüν τον Üρπαξε με τα δυο του χÝρια απü τα μαλλιÜ κι Üρχισε να τον κλωτσÜ στα πüδια, ενþ του δÜγκωνε με λýσσα το μÜγουλο. ¸γινε μεγÜλο ανακÜτεμα. Χωρßσανε τους δυο μαχητÝς κι ο Σιμüν βρÝθηκε να εßναι χτυπημÝνος, ξεσκισμÝνος, μωλωπισμÝνος, πεσμÝνος στο Ýδαφος στη μÝση του κýκλου που σχημÜτιζαν τα αλητüπαιδα και που χειροκροτοýσαν. Καθþς ανασηκωνüταν, τινÜζοντας μηχανικÜ με το χÝρι τη μπλοýζα του που εßχε λερωθεß απü τη σκüνη, κÜποιος του φþναξε:
 -"ΠÞγαινε να το πεις στον μπαμπÜ σου".
    
Τüτε Ýνιωσε κÜτι πολý σημαντικü να γκρεμßζεται μες στη καρδιÜ του. Κεßνοι Þτανε δυνατüτεροι απ' αυτüν, τον νßκησαν κι αυτüς δε μποροýσε να δþσει μιαν απÜντηση, επειδÞ το 'νιωθε καλÜ πως Þταν αλÞθεια: δεν εßχε μπαμπÜ. ΓεμÜτος περηφÜνεια προσπÜθησε για λßγο να παλÝψει με τα δÜκρυα που τον Ýπνιγαν. ¸νιωθε να ασφυκτιÜ. ¸πειτα, χωρßς να βγÜλει Üχνα, Üρχισε να κλαßει με μεγÜλα αναφιλητÜ που τον τρÜνταζαν.
    
Τüτε μια Üγρια χαρÜ ξÝσπασε ανÜμεσα στους εχθροýς του και φυσικÜ, üπως συμβαßνει με τους Üγριους στα φοβερÜ τους πανηγýρια, πιÜστηκαν απü το χÝρι και Üρχισαν να χορεýουνε γýρω του, επαναλαμβÜνοντας σαν επωδü:
 -"Δ
εν Ýχεις μπαμπÜ! Δ
εν Ýχεις μπαμπÜ"!
    
Ο Σιμüν üμως Ýπαψε ξαφνικÜ τα αναφιλητÜ. Τον τρÝλανε η οργÞ. ΥπÞρχαν πÝτρες κÜτω απü τα πüδια του, τις μÜζεψε και τις εκσφενδüνισε μ' üλη του τη δýναμη πÜνω στους βασανιστÝς του. Δυο-τρεις χτυπηθÞκανε και σωθÞκανε φωνÜζοντας κι εκεßνος εßχε πÜρει Ýνα ýφος τüσο φοβερü που τους Üλλους τους κατÝλαβε πανικüς. Δειλοß, üπως συμβαßνει πÜντα με το πλÞθος μπρος σε οργισμÝνο Üνθρωπο, διαλýθηκαν βÜζοντÜς το στα πüδια.
    
¼ταν Ýμεινε μüνο το παιδÜκι που δεν εßχε πατÝρα, Üρχισε να τρÝχει προς τα χωρÜφια, επειδÞ μια ανÜμνηση που του 'ρθε στο νου το 'κανε να λÜβει μια μεγÜλη απüφαση. ¹θελε να πνιγεß μες στο ποτÜμι. ΘυμÞθηκε, πρÜγματι, üτι οχτþ μÝρες πριν Ýνας φτωχοδιÜβολος που ζητιÜνευε Ýπεσε μες στο νερü επειδÞ δεν εßχε πια χρÞματα. Ο Σιμüν Þταν παρþν üταν τον ψÜρεψαν και το καημÝνο ανθρωπÜκι, που συνÞθως του φαινüταν αξιοθρÞνητο, βρþμικο κι Üσχημο, τον εντυπωσßασε με την ηρεμßα του, τα χλωμÜ του μÜγουλα, το μακρý, βρεγμÝνο γÝνι του και τα ανοιχτÜ, Þρεμα μÜτια του. Τριγýρω λÝγανε:
 -"Εßναι νεκρüς". ΚÜποιος πρüσθεσε:
 -"
Εßναι ευτυχισμÝνος τþρα".
     ¹θελε κι ο Σιμüν να πνιγεß επειδÞ δεν εßχε πατÝρα, üπως εκεßνος ο φουκαρÜς που δεν εßχε χρÞματα.
    
Πλησßασε πολý κοντÜ στο νερü και το κοßταζε που Ýτρεχε. ΜερικÜ ψÜρια παßζανε κινοýμενα γρÞγορα στο καθαρü ρεýμα του νεροý και καμιÜ φορÜ κÜναν Ýνα μικρü Üλμα κι Ýχαφταν μýγες που πετοýσανε στην επιφÜνεια. ΣταμÜτησε να κλαßει για να τα δει, επειδÞ τα κüλπα τους τον ενδιαφÝρανε πολý. ΑλλÜ πüτε-πüτε, üπως συμβαßνει με τις σýντομες νηνεμßες μιας καταιγßδας που τις διαδÝχονται ξαφνικÜ δυνατÝς ριπÝς ανÝμου κÜνοντας να τρßζουν τα δÝντρα και τελικÜ χÜνονται στον ορßζοντα, η σκÝψη που τον βασÜνιζε του ξαναερχüταν στο νου και του προκαλοýσε Ýναν δυνατü πüνο: «Θα πνιγþ, γιατß δεν Ýχω μπαμπÜ».
    
Ο καιρüς Þταν καλüς κι Ýκανε πολý ζÝστη. ¸νας γλυκüς Þλιος ζÝσταινε τη χλüη. Το νερü Ýλαμπε σαν καθρÝφτης. Κι ο Σιμüν ζοýσε στιγμÝς μακαριüτητας, χαýνωσης τÝτοιας που ακολουθεß τα δÜκρυα και τον κυρßευε μεγÜλη επιθυμßα ν' αποκοιμηθεß κει, πÜνω στη χλüη, μες στη ζÝστη. ¸νας μικρüς πρÜσινος βÜτραχος πÞδησε κÜτω απü τα πüδια του. ΠροσπÜθησε να τον πιÜσει. Του ξÝφυγε. Τον κυνÞγησε αλλ' απÝτυχε τρεις συνεχüμενες φορÝς. ΤελικÜ τον Ýπιασε απü τις Üκρες των πßσω του ποδιþν και γÝλασε βλÝποντας τις προσπÜθειες που 'κανε το ζþο για να το σκÜσει. Συσπειρωνüταν στα μεγÜλα του πüδια, Ýπειτα με μια απüτομη διÜταση τα ξεδßπλωνε ξαφνικÜ, Üκαμπτα σαν δυο ξýλα κι Þταν το μÜτι του ολοστρüγγυλο, περιβαλλüμενο απü Ýναν χρυσü κýκλο, ενþ κουνοýσε στον αÝρα τα μπροστινÜ του πüδια σαν να Þταν χÝρια. Αυτü του θýμισε παιχνßδι φτιαγμÝνο απü μικρÜ ßσια σανßδια καρφωμÝνα σε σχÞμα ζιγκ- ζαγκ, που με μια παρüμοια κßνηση Ýκαναν τα στρατιωτÜκια, που Þταν ζωγραφισμÝνα επÜνω, να κινοýνται. Τüτε σκÝφτηκε το σπßτι του, Ýπειτα τη μητÝρα του και κυριευμÝνος απü μεγÜλη θλßψη ξανÜρχισε να κλαßει. Ρßγη διαπερνοýσαν τα μÝλη του. ΓονÜτισε και προσευχÞθηκε, üπως Ýκανε πριν πÜει για ýπνο. Δεν μπüρεσε üμως να αποτελειþσει την προσευχÞ του, επειδÞ του 'ρθανε πÜλι αναφιλητÜ με τÝτοια πßεση και τÝτοια ταραχÞ που τον κυρßευσαν ολüκληρο. Δε σκεφτüτανε πλÝον τßποτα, δεν Ýβλεπε πια τßποτε τριγýρω του και δεν Ýκανε Üλλο απü το να κλαßει. ΞαφνικÜ Ýνα βαρý χÝρι ακοýμπησε στον þμο του και μια μπÜσα φωνÞ τον ρþτησε:
 -"Τß σε στεναχωρεß, λοιπüν, τüσο, ÜνθρωπÝ μου";
    
Ο Σιμüν στρÜφηκε. ¸νας μεγαλüσωμος εργÜτης με γÝνεια και μαýρα κατσαρÜ μαλλιÜ τονε κοßταζε με στοργÞ. ΑπÜντησε με δÜκρυα στα μÜτια κι Ýνα κüμπο στη φωνÞ:
 -"Μ' Ýδειραν ... επειδÞ ... δεν Ýχω ... δεν Ýχω ... μπαμπÜ
..."
 -"Πþς κι Ýτσι;" εßπε ο Üντρας χαμογελþντας. "¼λοι Ýχουμε Ýναν".
 -"
Εγþ ... εγþ δεν Ýχω", ξαναεßπε το παιδß με πüνο, μες απü τους σπασμοýς που προκαλοýσε η θλßψη του.
    
Τüτε ο εργÜτης πÞρε ýφος σοβαρü. Εßχε αναγνωρßσει το παιδß της Μπλανσüτ και παρüλο που Þτανε καινοýριος στο χωριü, Þξερε μÝσες-Üκρες την ιστορßα του.
 -"Λοιπüν", εßπε, "σκοýπισε τα δÜκρυÜ σου, αγüρι μου και πÜμε μαζß στη μαμÜ σου. Θα σου βροýμε... Ýνα μπαμπÜ".
    
Ξεκßνησαν κι ο μεγÜλος κρατοýσε το μικρü απ' το χÝρι. Ο Üντρας χαμογελοýσε πÜλι επειδÞ δε θα τον πεßραζε να δει τη Μπλανσüτ, που Þταν, υπüψη, Ýν απü τα ομορφüτερα κορßτσια του χωριοý κι εκεßνος μπορεß κατÜ βÜθος να σκεφτüταν üτι μια νÝα που Ýσφαλε μια φορÜ θα μποροýσε να το ξανακÜνει.
     ΦτÜσανε μπρος σ' Ýνα σπιτÜκι Üσπρο και πεντακÜθαρο.
 -"Εδþ εßναι", εßπε το παιδß και φþναξε: "ΜαμÜ"!
    
Μια γυναßκα ξεπρüβαλε κι ο εργÜτης Ýπαψε ξαφνικÜ να χαμογελÜ, γιατß κατÜλαβε αμÝσως üτι δε μποροýσε ναστειευτεß μαυτÞ τη χλωμÞ, ψηλÞ κοπÝλα που στεκüταν αυστηρÞ στη πüρτα της, σαν να 'θελε ν' απαγορεýσει σ' Ýναν Üντρα να διαβεß το κατþφλι του σπιτιοý, που κÜποιος Üλλος την εßχε προδþσει. ΦοβισμÝνος και κρατþντας στο χÝρι το κασκÝτο του, ψÝλλισε:
 -"Ορßστε, κυρßα, σας φÝρνω το αγορÜκι σας, που χÜθηκε κοντÜ στο ποτÜμι".
    
ΑλλÜ ο Σιμüν κρεμÜστηκε απü το λαιμü της μητÝρας του και της εßπε ξαναβÜζοντας τα κλÜματα:
 -"¼χι μαμÜ, Þθελα να πνιγþ, επειδÞ τ' Üλλα παιδιÜ με δεßρανε... με δεßρανε... επειδÞ δεν Ýχω μπαμπÜ".
    
Μια Ýντονη κοκκινßλα σκÝπασε τα μÜγουλα της νεαρÞς γυναßκας και βαθιÜ πληγωμÝνη αγκÜλιασε παρÜφορα το παιδß της, ενþ φευγαλÝα δÜκρυα τρÝχανε στο πρüσωπü της. Ο Üντρας συγκινημÝνος, Ýστεκε κει και δεν Þξερε πþς να φýγει.
    
¼μως ο Σιμüν Ýτρεξε ξαφνικÜ προς το μÝρος του και του εßπε:
 -"Θα θÝλατε να γßνετε ο μπαμπÜς μου";
    
¸γινε μεγÜλη σιωπÞ. Η Μπλανσüτ, σιωπηλÞ και καταντροπιασμÝνη, ακουμποýσε στον τοßχο κι εßχε τα δυο της χÝρια πÜνω στη καρδιÜ της. Το παιδß, üταν εßδε üτι δεν του απαντοýσαν, ξανÜπε:
 -"Αν δε θÝλετε, θα ξαναπÜω να πνιγþ".
    
Ο εργÜτης το εξÝλαβε για αστεßο κι απÜντησε γελþντας:
 -"Ναι και βÝβαια το θÝλω".
 -"Πþς σε λÝνε;" τονε ρþτησε τüτε το παιδß, "για να ξÝρω τι θα πω στους Üλλους, üταν θελÞσουν να μÜθουν το üνομÜ σου";
 -"Φιλßπ" απÜντησε ο Üντρας.
    
Ο Σιμüν Ýμεινε λßγο σιωπηλüς για να μπορÝσει ν' απομνημονεýσει το üνομα, Ýπειτα Üπλωσε τα χÝρια, παρηγορημÝνος εντελþς κι εßπε:
 -"Ενταξει! Φιλßπ, εßσαι ο μπαμπÜς μου".
    
Ο εργÜτης σηκþνοντÜς τον τον φßλησε αναπÜντεχα και στα δýο μÜγουλα κι Ýφυγε αμÝσως με μεγÜλα βÞματα. ¼ταν το παιδß μπÞκε στο σχολεßο την Üλλη μÝρα Ýνα μοχθηρü γÝλιο το υποδÝχτηκε και στο σχüλασμα, üταν τα Üλλα παιδιÜ θÝλησαν να ξαναρχßσουν τα ßδια, ο Σιμüν τους πÝταξε καταπρüσωπο λüγια σαν να τους πετροβολοýσε:
 -"Φιλßπ λÝνε τον μπαμπÜ μου".
    
ΚραυγÝς φρενßτιδας σηκþθηκαν απü παντοý:
 -"Φιλßπ ποιüς; Φιλßπ τßΤß σημαßνει Φιλßπ;
Ποý τον βρÞκες αυτüν τον Φιλßπ";
    
Ο Σιμüν δεν απαντοýσε κι ακλüνητος στη πßστη του, τους κοßταζε περιφρονητικÜ, Ýτοιμος να υποστεß πÜλι το μαρτýριο παρÜ να το βÜλει στα πüδια μπροστÜ τους. Ο δÜσκαλος τον απελευθÝρωσε κι εκεßνος επÝστρεψε στη μητÝρα του.
    
Τρεις μÞνες συνÝχεια ο σωματþδης εργÜτης Φιλßπ περνοýσε συχνÜ απü το σπßτι της Μπλανσüτ και μερικÝς φορÝς πÞρε το θÜρρος να της μιλÞσει üταν την Ýβλεπε να ρÜβει κοντÜ στο παραθýρι. Εκεßνη του απαντοýσε ευγενικÜ, πÜντα σοβαρÞ, χωρßς να χαριεντßζεται μαζß του και χωρßς να τον αφÞνει να μπει στο σπßτι της. Με κÜποια Ýπαρση üμως, üπως üλοι οι Üντρες, νüμιζε πως εκεßνη συχνÜ κοκκßνιζε περισσüτερο απü το κανονικü üταν μιλοýσε μαζß του.
    
¼ταν üμως η αξιοπρÝπεια ξεπÝσει εßναι επßπονο να ανακτηθεß και μÝνει πÜντα εýθραυστη· Ýτσι üλοι κουτσομπüλευαν τη Μπλανσüτ στο χωριü, παρÜ τις επιφυλÜξεις της. ¼σο για τον Σιμüν, εκεßνος αγαποýσε πολý τον καινοýριο του μπαμπÜ κι Ýκανε περßπατο μαζß του σχεδüν κÜθε απüγευμα, üταν τÝλειωνε η εργÜσιμη μÝρα. ΠÞγαινε κανονικÜ στο σχολεßο και περνοýσε ανÜμεσα απü τους συμμαθητÝς του üλος αξιοπρÝπεια, χωρßς να τους απαντÜ ποτÝ.
    
Μια μÝρα üμως το παιδß που πρþτο του εßχε επιτεθεß του εßπε:
 -"Εßπες ψÝματα, δεν Ýχεις κανÝνα μπαμπÜ που να τον λÝνε Φιλßπ".
 -"Γιατß;" ρþτησε πολý συγκινημÝνος ο Σιμüν.
    
Τα παιδιÜ Ýτριβαν τα χÝρια τους απü ικανοποßηση. Ο Üλλος εßπε πÜλι:
 -"ΕπειδÞ αν εßχες μπαμπÜ, αυτüς θα Þταν ο Üντρας της μαμÜς σου".
    
Ο Σιμüν τα Ýχασε μπροστÜ στον σωστü συλλογισμü, παρολαυτÜ απÜντησε:
 -"Εßναι ο μπαμπÜς μου, παρολαυτÜ".
 -"Μπορεß να 'ναι κι Ýτσι", εßπε το αγüρι γελþντας σαρκαστικÜ, "δεν εßναι üμως καθüλου ο μπαμπÜς σου αυτüς".
    
Ο μικρüς της Μπλανσüτ Ýσκυψε το κεφÜλι και κßνησε σκεφτικüς για το σιδηρουργεßο του μπαρμπα-Λουαζüν, που δοýλευε ο Φιλßπ. Το σιδηρουργεßο Þταν θαμμÝνο, λες, κÜτω απü τα δÝντρα. Εκεß Þταν πυκνÞ η σκιÜ. Μüνον η κüκκινη λÜμψη μιας δυνατÞς φωτιÜς φþτιζε με μεγÜλες ανταýγειες πÝντε σιδερÜδες με γυμνÜ μπρÜτσα που σφυροκοποýσανε στ' αμüνι και κÜνανε φοβερü θüρυβο. ΣτÝκονταν üρθιοι αναψοκοκκινισμÝνοι σα δαßμονες, με τα μÜτια καρφωμÝνα στο πυρακτωμÝνο σßδερο που δοýλευαν κι η βαρειÜ τους σκÝψη ανεβοκατÝβαινε μαζß με τα σφυριÜ τους.
    
Ο Σιμüν μπÞκε απαρατÞρητος και πÞγε να τραβÞξει απαλÜ το μανßκι του φßλου του. Εκεßνος γýρισε να δει. ΞαφνικÜ η δουλειÜ σταμÜτησε κι üλοι οι Üντρες κοßταξανε προσεχτικÜ. Τüτε, μες στην ασυνÞθιστη ησυχßα, ακοýστηκε η εýθραυστη φωνοýλα του Σιμüν.
 -"Φιλßπ, το παιδß της Μισüντ μου 'πε πριν λßγο πως δεν εßσαι μπαμπÜς μου".
 -"Γιατß αυτü;" ρþτησε ο εργÜτης.
    
Το παιδß απÜντησε με üλη του την αφÝλεια.
 -"ΕπειδÞ δεν εßσαι ο Üντρας της μαμÜς μου".
    
Κανεßς δε γÝλασε. Ο Φιλιπ Ýμενε üρθιος ακουμπþντας το μÝτωπü του στην ανÜστροφη των μεγÜλων του χεριþν που κρατοýσανε τη λαβÞ του σφυριοý του, στερεωμÝνου πÜνω στο αμüνι. Σκεφτüταν. Οι τÝσσερεις σýντροφοß του τον κοιτοýσαν και μια σταλιÜ ανÜμεσα σαυτοýς τους γßγαντες, ο Σιμüν ανÞσυχος περßμενε. ΞαφνικÜ Ýνας απü τους σιδερÜδες, εκφρÜζοντας τη σκÝψη και των Üλλων, εßπε στον Φιλßπ.
 -"Η Μπλανσüτ εßναι μια καλÞ και τßμια κοπÝλα, γενναßα κι αξιοπρεπÞς, παρÜ τη συμφορÜ που τη βρÞκε. Θα μποροýσε να 'ναι μια γυναßκα Üξια για Ýναν τßμιο Üντρα".
 -"Αυτü εßναι αλÞθεια", εßπαν οι Üλλοι τρεις.
    
Ο εργÜτης ξανÜπε:
 -"Εκεßνη φταßει που απÝτυχε; Της υποσχÝθηκε γÜμο. Εγþ üμως γνωρßζω περισσüτερες απü μια που ο κüσμος τις σÝβεται σÞμερα κι ας Ýκαναν τα ßδια".
 -"ΑλÞθεια εßναι", απÜντησαν κι οι τρεις Üντρες μαζß.
    
Ο Üλλος συνÝχισε:
 -"
¸νας Θεüς μüνο ξÝρει πüσο μüχθησε η κακομοßρα για ν' αναθρÝψει μüνη το παιδß της, πüσο Ýκλαψε, πως δεν βγαßνει απü το σπßτι παρÜ για να πÜει στην εκκλησßα".
 -"Κι αυτü εßναι αλÞθεια", εßπαν οι Üλλοι.
     Δ
εν ακουγüτανε τßποτ' Üλλο παρÜ μüνο το φυσερü που κüρωνε τη φωτιÜ. Ο Φιλßπ στρÜφηκε απüτομα προς τον Σιμüν:
 -"ΠÞγαινε να πεις στη μαμÜ σου üτι θα 'ρθω απüψε να της μιλÞσω".
    
¸πειτα οδÞγησε Ýξω το παιδß πιÜνοντÜς το απü τους þμους. ΕπÝστρεψε στη δουλειÜ του και τα πÝντε σφυριÜ μαζß συνÝχισαν μ' Ýναν Þχο το σφυροκüπημα των αμονιþν. Χτυποýσαν Ýτσι το σßδερο μÝχρι που νýχτωσε, ρωμαλÝοι, ισχυροß, χαροýμενοι σαν ικανοποιημÝνα σφυριÜ. ¼πως üμως η μεγÜλη καμπÜνα ενüς καθεδρικοý ναοý αντηχεß τις γιορτινÝς ημÝρες και καλýπτει τις κωδωνοκρουσßες απü τις Üλλες καμπÜνες, Ýτσι και το σφυρß του Φιλßπ, κυριαρχþντας στο πανδαιμüνιο των Üλλων, Ýπεφτε απü δευτερüλεπτο σε δευτερüλεπτο, μ' Ýναν εκκωφαντικü θüρυβο. Κι εκεßνος, με μÜτια που λÜμπανε, σφυροκοποýσε με πÜθος, üρθιος ανÜμεσα στις σπßθες.
    
Ο ουρανüς Þταν γεμÜτος Üστρα üταν πÞγε να χτυπÞσει τη πüρτα της Μπλανσüτ. Φοροýσε το καλü του σακÜκι, Ýνα καθαρü πουκÜμισο κι Þτανε φρεσκοξυρισμÝνος. Η νεαρÞ γυναßκα πρüβαλε στο κατþφλι και του εßπε με ýφος λυπημÝνο:
 -"Κακþς Þρθατε νυχτιÜτικα, κýριε Φιλßπ"
Εκεßνος θÝλησε ν' απαντÞσει, κÜτι ψÝλλισε κι Ýμεινε αμÞχανος μπροστÜ της. Εκεßνη συνÝχισε: "Καταλαβαßνετε, νομßζω, üτι δε πρÝπει να δßνω επιπλÝον δικαιþματα να μιλοýν για μÝνα".
    
Κι εκεßνος αμÝσως:
 -"Και τß πειρÜζει", εßπε, "αν θÝλετε να γßνετε γυναßκα μου"!
    
Καμßα φωνÞ δεν του απÜντησε, αλλÜ εκεßνος νüμισε πως Üκουσε μες στο σκοτÜδι του δωματßου τον θüρυβο που Ýκανε Ýνα σþμα καθþς Ýπεφτε. ΜπÞκε αμÝσως μÝσα κι ο Σιμüν, που Þτανε ξαπλωμÝνος στο κρεβÜτι του, διÝκρινε τον Þχο ενüς φιλιοý και κÜποιες λÝξεις που η μητÝρα του ψιθýρισε χαμηλüφωνα. ¸πειτα, ξαφνικÜ, Ýνιωσε να τον ανασηκþνουν τα χÝρια του φßλου του και κρατþντας τον μες στα ηρÜκλεια μπρÜτσα του, του φþναξε:
 -"Θα πεις στους συμμαθητÝς σου πως ο μπαμπÜς σου εßναι ο Φιλßπ Ρεμß, ο σιδερÜς κι üτι θα πÜει να τραβÞξει τ'
αυτιÜ σ' üλους üσους σου κÜνουνε κακü".
    
Την Üλλη μÝρα, την þρα που το σχολεßο Þταν γεμÜτο μαθητÝς και το μÜθημα εßχε μüλις αρχßσει, ο μικρüς Σιμüν σηκþθηκε, κατÜχλωμος και με τρεμÜμενα χεßλη, αλλÜ με καθαρÞ φωνÞ, εßπε:
 -"Ο μπαμπÜς μου εßναι ο Φιλßπ Ρεμß, ο σιδερÜς κι υποσχÝθηκε üτι θα τραβÞξει τ' αυτιÜ σε üσους θελÞσουν να μου κÜνουν κακü".
    
ΑυτÞ τη φορÜ κανεßς δεν γÝλασε, επειδÞ üλοι γνþριζαν τον Φιλßπ Ρεμß, το σιδερÜ κι Þταν Ýνας μπαμπÜς αυτüς για τον οποßο üλος ο κüσμος θα Þταν υπερÞφανος.
__________________________________

                                                   Η ΤρελλÞ

  -"ΚοιτÜξτε", εßπε ο M. ΜατιÝ ντ’ ΕντολÝν, "οι μπεκÜτσες μοý θυμßζουν Ýνα εντελþς απαßσιο γεγονüς του πολÝμου".
     Γνωρßζετε τη περιουσßα μου στο προÜστιο ΚορμÝιγ. Κατοικοýσα εκεß τη στιγμÞ που φτÜσαν οι Πρþσσοι. Εßχα, λοιπüν, για γειτüνισσα μια κατÜ κÜποιο τρüπο τρελÞ που Ýχασε το μυαλü της απü τα χτυπÞματα της δυστυχßας. Παλαιüτερα, σε ηλικßα εßκοσι πÝντε ετþν, εßχε χÜσει μÝσα σ' Ýνα μÞνα τον πατÝρα της, τον Üντρα της και το νεογÝννητο παιδß της. ¼ταν ο θÜνατος μπει κÜποτε σ' Ýνα σπßτι, σχεδüν πÜντα επανÝρχεται, σαν να γνωρßζει τη πüρτα.
     Η κακομοßρα η κοπÝλα, χτυπημÝνη απü τη θλßψη, Ýπεσε στο κρεββÜτι και παραληροýσε για Ýξι βδομÜδες. Στη συνÝχεια, μ' Ýνα εßδος εξαντλητικÞς ηρεμßας που διαδÝχτηκε αυτÞ τη βßαιη κρßση, παρÝμεινε ακßνητη, μüλις που Ýτρωγε και κουνοýσε μüνο τα μÜτια. ΚÜθε φορÜ που προσπαθοýσαν να τη κÜνουν να σηκωθεß, φþναζε σαν να τη σκοτþνανε. Την Üφηναν λοιπüν συνεχþς ξαπλωμÝνη, τραβþντας μüνο τα σεντüνια της για τη φροντßδα της καθαριüτητας και για να της γυρßσουνε το στρþμα.
     Μια γριÜ υπηρÝτρια Ýμενε δßπλα της, δßνοντÜς της κÜθε τüσο να πßνει Þ να μασÜ μια σταλßτσα κρýο κρÝας. Τß συνÝβαινε μÝσα σε αυτÞ την απελπισμÝνη ψυχÞ; Δεν το μÜθαμε ποτÝ, επειδÞ σταμÜτησε να μιλÜ. Σκεφτüτανε τους νεκροýς; ΜÞπως τους ονειρευüταν με θλßψη, χωρßς κÜποια συγκεκριμÝνη εικüνα; ¹ μÞπως η εκμηδενισμÝνη σκÝψη της παρÝμενε ακßνητη üπως το νερü που δεν κυλÜ; Για δεκαπÝντε χρüνια ζοýσε με αυτüν τον τρüπο κλειστÞ και αδρανÞς.

     ¢ρχισεν ο πüλεμος, και με τις πρþτες ημÝρες του ΔεκÝμβρη οι Πρþσσοι εισβÜλανε στο ΚορμÝιγ. Το θυμÜμαι σαν να 'τανε χθες. Εßχε τÝτοια παγωνιÜ που ρÜγιζε τις πÝτρες κι εγþ Þμουν αραγμÝνος σε μια πολυθρüνα, ακινητοποιημÝνος απü τη ποδÜγρα, üταν Üκουσα το βαρý και ρυθμικü χτýπημα των βημÜτων τους. Απü το παρÜθυρü μου τους εßδα να περνοýν. ΠαρÝλαυναν ατÝλειωτα, ολüιδιοι, με μια κßνηση μαριονÝτας που εßναι χαρακτηριστικÞ τους. ΜετÜ, οι αρχηγοß μοιρÜσανε τους Üνδρες τους στους κατοßκους. Εγþ εßχα δεκαεπτÜ. Στη γειτüνισσα, τη τρελÞ, πÞγανε δþδεκα των οποßων ο επικεφαλÞς Þταν Ýν αληθινü απüβρασμα, βßαιο, Üξεστο. 
    Τις πρþτες μÝρες, üλα πÞγαιναν κανονικÜ. Εßχανε πει στον αξιωματικü üτι η κυρßα δßπλα Þταν Üρρωστη και να μην ανησυχεß καθüλου. ΑλλÜ σýντομα η γυναßκα που εκεßνος δεν Ýβλεπε Üρχισε να τον ενοχλεß. Ενημερþθηκε για την ασθÝνεια, του απÜντησαν üτι η οικοδÝσποινα Þτανε στο κρεββÜτι δεκαπÝντε χρüνια εξαιτßας μιας βßαιης θλßψης. Αναμφιβüλως δεν πßστεψε τßποτε και φαντÜστηκε üτι η φτωχÞ ανüητη δεν εγκατÝλειπε το κρεββÜτι της απü υπερηφÜνεια, για να μη τους βλÝπει να μη τους μιλÜ καθüλου και να μη τους πλησιÜζει.
Απαßτησε να τον δεχτεß, του επÝτρεψαν να μπει στο δωμÜτιü της. Της εßπε με ýφος αγροßκο:
 -"Θα σας μπαρακαλοýσα, κερßα, σηκωτεßτε και κατεβεßτε να σας διω".
      ¸στρεψε τα απλανÞ μÜτια της, τα Üδεια μÜτια της σ’ εκεßνο και δεν απÜντησε τßποτε. Αυτüς συνÝχισε:
 -" Και ντεν τα ανοιχτþ Üλλο τη μπροσβολÞ. Αν ντεν σηκωτεßτε μüνο σας, τα μπρω τρüπο να περπατÞσετε".
     Δεν κινÞθηκε, Ýμεινε ακßνητη σαν να μη τον εßχε δει.
      Θýμωσε, παßρνοντας αυτÞ την Þρεμη σιωπÞ ως σημÜδι υπÝρτατης περιφρüνησης και πρüσθεσε:
 -"Αν üκι σηκωτεß αýριο..." Στη συνÝχεια, βγÞκε Ýξω.
     Την επüμενη μÝρα, η γριÜ υπηρÝτρια, απελπισμÝνη, θÝλησε να τη ντýσει, αλλÜ η τρελÞ Üρχισε να παλεýει ουρλιÜζοντας. Ο αξιωματικüς ανÝβηκε στα γρÞγορα κι η υπηρÝτρια πÝφτοντας στα γüνατα, του φþναξε:
 -"Δεν θÝλει, κýριε, δεν θÝλει. ΣυγχωρÝστε την, εßναι τüσο δυστυχισμÝνη".
     Ο στρατιþτης Þταν μπερδεμÝνος και δεν τüλμησε, παρÜ τον θυμü του, να δþσει εντολÞ να τη σηκþσουν οι Üντρες του απü το κρεββÜτι. ΞαφνικÜ, üμως, Üρχισε να γελÜ κι Ýδωσε διαταγÝς στα γερμανικÜ.
      Σýντομα εßδαν να Ýρχεται μια ομÜδα που κρατοýσε Ýνα στρþμα σαν να μετÝφερε Ýνα τραυματßα. ΠÜνω σ' αυτü το κρεββÜτι, το καλοδιατηρημÝνο, η τρελÞ Þτανε συνÝχεια σιωπηλÞ, παρÝμεινε Þρεμη, αδιÜφορη για τα γεγονüτα εφüσον Þτανε ξαπλωμÝνη. ¸νας Üνδρας απü πßσω κρατοýσε Ýνα πακÝτο με γυναικεßα ροýχα. Κι ο αξιωματικüς πρüφερε τρßβοντας τα χÝρια του:
 -"Τα τα πÜμε καλÜ, αν ντυτεßτε μüνη σας και κÜνετε μια μικρÞ μπüλτα". ΜετÜ εßδαμε τη πομπÞ να απομακρýνεται προς το δÜσος του Ιμοβßλ.
Δýο þρες αργüτερα, οι στρατιþτες επÝστρεψαν μüνοι τους. Δεν ξαναεßδαμε την τρελÞ. Τι την εßχαν κÜνει; Ποý την εßχαν πÜει; Δεν το Ýμαθα ποτÝ.
     Τþρα πια το χιüνι Ýπεφτε νυχθημερüν, θÜβοντας την πεδιÜδα και το δÜσος κÜτω απü Ýνα σÜβανο παγωμÝνου αφροý. Οι λýκοι ερχüντουσαν ουρλιÜζοντας μÝχρι τις πüρτες μας. Η σκÝψη αυτÞς της χαμÝνης γυναßκας με στοßχειωνε κι Ýκανα αρκετÜ διαβÞματα στις ΠρωσσικÝς αρχÝς, προκειμÝνου να λÜβω πληροφορßες. Φοβüμουνα πως εßχε εκτελεστεß.
     ΞαναÞρθε η Üνοιξη. Ο στρατüς κατοχÞς απομακρýνθηκε. Το σπßτι της γειτüνισσÜς μου παρÝμενε κλειστü, στις αλÝες φýτρωνε παχý χορτÜρι.
     Η γριÜ υπηρÝτρια εßχε πεθÜνει το χειμþνα. Κανεßς δεν ασχολιüτανε πια με αυτÞ τη περιπÝτεια. Μüνον εγþ τη σκεφτüμουν αδιÜκοπα. Τι να τη κÜνανε αυτÞ τη γυναßκα; Το εßχε σκÜσει μες στο δÜσος! Την εßχαν μαζÝψει κÜπου, τη κρατοýσανε σε κÜποιο νοσοκομεßο χωρßς να μποροýν να πÜρουν απ' αυτÞ καμμιÜ πληροφορßα; Τßποτε δεν μποροýσε να ανακουφßσει τις αμφιβολßες μου, αλλÜ, σιγÜ-σιγÜ, ο χρüνος ηρÝμησε την ανησυχßα της καρδιÜς μου.
      Ωστüσο, το επüμενο φθινüπωρο, οι μπεκÜτσες περÜσανε σωρηδüν και καθþς η ποδÜγρα μου μοý 'δωσε μια μικρÞν ανÜπαυλα, πÞγα στο δÜσος. Εßχα Þδη σκοτþσει τÝσσερα Þ πÝντε πουλιÜ με μακριÜ ρÜμφη, üταν Ýνα θÞραμα εξαφανßστηκε σ’ Ýνα χαντÜκι γεμÜτο κλαδιÜ. ¸πρεπε να κατÝβω για να μαζÝψω το ζþο μου. Το βρÞκα πεσμÝνο κοντÜ σ' Ýν ανθρþπινο κρανßο. Και ξαφνικÜ η ανÜμνηση της τρελÞς με χτýπησε στο στÞθος σα γροθιÜ. Μπορεß κι Üλλοι πολλοß να βρεθÞκανε σ' αυτÜ τα δÜση αυτü το απαßσιο Ýτος, αλλÜ δε ξÝρω γιατß, Þμουνα σßγουρος, σßγουρος σας λÝω, üτι βρÞκα το κεφÜλι αυτÞς της δυστυχισμÝνης μανιακÞς.
     Και ξαφνικÜ κατÜλαβα, μÜντεψα τα πÜντα. Την εßχαν εγκαταλεßψει πÜνω σε κεßνο το στρþμα, μες στο κρýο κι Ýρημο δÜσος και πιστÞ στη Ýμμονη ιδÝα της, αφÝθηκε να πεθÜνει κÜτω απü το παχý κι ελαφρý χνοýδι των χιονιοý χωρßς να κινεß οýτε τα χÝρια οýτε τα πüδια. ΜετÜ τη καταβρüχθισαν οι λýκοι. Και τα πουλιÜ εßχανε κÜνει τη φωλιÜ τους με το μαλλß απü το σχισμÝνο στρþμα της".
     ¸χω κρατÞσει Ýνα θλιβερü κüκκαλο κι εýχομαι τα παιδιÜ μας να μη ξαναδοýνε ποτÝ πια πüλεμο.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers