Βιογραφικü
ΓÜλλος ρομαντικüς ποιητÞς, δραματουργüς, μυθιστοριογρÜφος, δημοσιογρÜφος και λογοτεχνικüς κριτικüς. Η εργασßα του εßναι δýσκολο να ταξινομηθεß και παραμÝνει σημεßον αναφορÜς για τα επüμενα λογοτεχνικÜ ρεýματα, üπως παρνασσισμüς, συμβολισμüς και μοντερνισμüς. ΕκτιμÞθηκε ευρÝως απü συγγραφεßς τüσο διαφορετικοýς üσο οι ΜποντλÝρ (Baudelaire), αφοß Γκονκοýρ (Goncourt), ΦλομπÝρ (Flaubert) κι ¼. ΓουÜιλντ (Oscar Wilde). Οι τελευταßες εργασßες του υπογραμμßσανε τη τελειüτητα της μορφÞς, τη λουστραρισμÝνη ομορφιÜ της γλþσσας και των καλολογικþν στοιχεßων π.χ. "Emaux et camees" (ΣμÜλτο & ΚαμÝες 1852). ¹ταν επßσης μυθιστοριογρÜφος "Mademoiselle De Maupin" (1835) κι αργüτερα στρÜφηκε στη δημοσιογραφßα. Η πßστη του στην ανþτατη σημασßα της μορφÞς στη τÝχνη, με κüστος το συναßσθημα και τις ιδÝες, ενÝπνευσε τους ποιητÝς που γßνανε γνωστοß αργüτερα ως ΠαρνασσιστÝς (Les Parnassiens). ΚÝρδισε τα προς το ζην απü τη δημοσιογραφßα, για να μπορεß να γρÜφει κι Ýμεινε γνωστüς κυρßως για τα διηγÞματÜ του με τßτλο: "Ο ΘÜνατος Στον ¸ρωτα" (The Dead in Love).
ΓεννÞθηκε στο Ταρμπ (Tarbes) 31 Αυγοýστου 1811, πρωτεýουσα της επαρχßας Hautes-Pyrénées, στη ΝΔ Γαλλßα. O πατÝρας του, Pierre Gautier, Þταν αρκετÜ καλλιεργημÝνος, δευτερεýων κυβερνητικüς ανþτερος υπÜλληλος και μητÝρα του Þταν η Antoinette-Adelaide Concarde. Το 1814 η οικογÝνεια μετακüμισε στο Παρßσι και πιÜνει διαμÝρισμα στην αρχαßα συνοικßα του Marais. Σποýδασε στο εξαιρετικü Collège Louis-le-Grand της εποχÞς, üπου απüφοιτοß του επßσης, Þταν οι ΜποντλÝρ & ΒολτÝρος. Φοßτησεν ελÜχιστα, λüγω ασθÝνειας που τον ανÜγκασε να συνεχßσει κατ' οßκον σπουδÝς κι ολοκλÞρωσε τελικÜ στο Collège Charlemagne, απ' üπου αποφοßτησεν ο Σεν Μπεβ (Charles Augustin Sainte-Beuve). Στο κολÝγιο γνþρισε τον ΖερÜρ Ντε ΝερβÜλ (Gérard de Nerval) κι Ýγιναν ισüβιοι φßλοι. Απü τη φιλßα τοýτη εßναι που οδηγÞθηκε στη λατρεßα του για τον Ουγκü. Στα 18 του, ο πατÝρας του τονε παρüτρυνε ν' ασχοληθεß με τη μελÝτη των λατßνων. Εκεßνος αρχικÜ Þθελε να γßνει ζωγρÜφος, αλλÜ αντ' αυτοý αφιερþθηκε στο γρÜψιμο.
Στην ΕπανÜσταση του 1830, η οικογÝνεια ΓκοτιÝ συνÜντησε τρομερÝς δυσκολßες κι αναγκÜστηκε να μετακινηθεß προς τα περßχωρα. Ο νεαρüς Θεüφιλος αποφασßζει να ζÞσει ανεξÜρτητος κι ελεýθερος και πιÜνει διαμÝρισμα με τους φßλους του στο Doyenné, συνοικßα του Παρισιοý, ζþντας εκεß μιαν ευχÜριστη μποÝμικη ζωÞ. Προς τα τÝλη του 1830, Üρχισε να συμμετÝχει στις συνεδριÜσεις της Le Petit Cénacle, λÝσχης που απαρτιζüταν απü μιαν ομÜδα καλλιτεχνþν, που συναντιüντουσαν στο στοýντιο του Jehan Du Seigneur. Η ομÜδα αυτÞ Þταν μια αντιγραφÞ της ΣενÜκλ του Ουγκü και μÝλη της Þταν οι: Gérard de Nerval, Alexandre Dumas πατÞρ, Petrus Borel, Alphonse Brot, Joseph Bouchardy & Philothée O’ Neddy. ΓρÞγορα κερδßσανε τη φÞμη των εκκεντρικþν, διασκεδαστþν καλλιτεχνþν, αλλÜ παρÜλληλα η λÝσχη αποτÝλεσε για την εποχÞ, Ýνα διÝξοδο, Ýνα καταφýγιο απü τη σκληρÞ κοινωνßα.
Ξεκßνησε τη καριÝρα του σα ποιητÞς απü το 1826, ρßχτηκε με μÝγα πÜθος στο ρομαντικü κßνημα κι Þτανε θαυμαστÞς του Βικτüρ Ουγκü (Victor Hugo). Επßσης βοηθÞθηκε πολý κι απü τον ΟνορÝ Ντι ΜπαλζÜκ (Honore Du Balzac), που του προσÝφερε δουλειÜ στα Chronique De Paris. Το 1832 Ýγραψε το 1ο μακροσκελÝς ποßημÜ του, "Albertus", υπερβολικüς θεολογικüς μýθος, αξιοπρüσεκτος για τη τελειüτητα ýφους, το χρþμα και τα καλολογικÜ στοιχεßα του. Κατüπιν ακολοýθησε το "La Comédie de la mort" 1838, "Les Jeune-France" (επßθεση στους ψευτορομαντικοýς, 1833) και το μυθιστüρημα "Mademoiselle De Maupin", που συγκλüνισαν τη κοινÞ γνþμη απü τη περιφρüνηση που αυτüς επÝδειξε στην ηθικÞ. Σα δημοσιογρÜφος για 30 χρüνια, εργÜστηκε με ζÞλο -κυρßως στο περιοδικü La Presse, πρÜμα που του 'δινε συχνÜ την ευκαιρßα να ταξιδεýει στον κüσμο αλλÜ και να συναναστρÝφεται με τη ψηλÞ κοινωνßα της εποχÞς- κι εßχε θαυμαστÞ επιτυχßα και σα κριτικüς τÝχνης, παρÜλληλα μ' αυτÞ του συγγραφÝα. Εßχε ξεκινÞσει απü το 1831 μα χωρßς κÜτι ιδιαßτερο, üταν ο φßλος του Emile De Girardin, τονε προσÝλαβε στο Λα Πρες. KατÜ τη διÜρκεια της θητεßας του εκεß ωστüσο, Ýγραψε και περß τα 70 Üρθρα για τη Λε Φιγκαρü (Le Figaro).
Μαζß με τους ΜποντλÝρ, Ουγκü, ΜπαλζÜκ, ΦλομπÝρ, ΝτελακρουÜ κι Üλλους καλλιτÝχνες της εποχÞς και με τον Δρ Ζακ-ΖοζÝφ Μορü (Jacques-Joseph Moreau) προεξÜρχοντα, ανÞκε σε μια λÝσχη που σκοπü εßχε να πειραματßζεται με τις διÜφορες ουσßες και κυρßως το χασßς. Η λÝσχη αυτÞ ονομαζüτανε ΛÝσχη Των Χασισοποτþν, που 'δωσε και τον τßτλο στο κεßμενü του, Ýνα Üρθρο που περιγρÜφει τα πειρÜματα αυτÜ και γρÜφτηκε το 1846 και παρουσιÜζεται απüσπασμÜ του παρακÜτω. Το 1840 επισκÝφτηκε την Ισπανßα, αμÝσως μετÜ τον εμφýλιο. Σε κεßνον ανÞκει το ρητü:
"Η Φαντασßα εßναι πρþτο üπλο στον πüλεμο ενÜντια στη Πραγματικüτητα".
καρικατοýρα του, της εποχÞς
ΑπορροφημÝνος στην εργασßα του, μετÜ την ΕπανÜσταση του 1848 Ýγραψε πÜνω απü 100 Üρθρα, που μποροýν να δομÞσουνε 4 συμπαγεßς τüμους βιβλßων, μÝσα σε 9 μÞνες. Σε τοýτο συμμετεßχαν ενεργÜ κι Üλλοι ρομαντικοß της εποχÞς μαζß κι ο Ουγκü, üπως οι: ΣατωμπριÜν (François-René De Chateaubriand), ΛαμαρτÝν (Alphonse De Lamartine), Βινß (Alfred De Vigny) & ΜισÝ (Alfred De Musset). Το γüητρü του ισχυροποιÞθηκε απü την εποχÞ που 'τανε διευθυντÞς του περιοδικοý Revue De Paris (1851-6). ΜετÜ κι αφοý παρÜτησε και το Λα Πρες, Ýπιασε δουλειÜ σαν απλüς δημοσιογρÜφος στο Le Moniteur, (επßσημο περιοδικü 2ης Αυτοκρατορßας ΝαπολÝοντα) βρßσκοντας ωστüσο βαρý και ταπεινωτικü αυτü το φορτßο. Κι üμως ανÝλαβε την Ýκδοση της Αναθεþρησης Των Καλλιτεχνþν, το 1856 κι εκεß κοινοποιεß üλο και περισσüτερο την αγÜπη του για τη τÝχνη, μÝσω πολλþν και διαφüρων εξαßσιων Üρθρων και διατυπþνει το χαρακτηριστικü του δüγμα:
"Η ΤÝχνη για τη ΤÝχνη".
Η 10ετßα του 1860 Þτανε δικÞ του, παρüλο που απορρßφθηκε 3 φορÝς απü τη ΓαλλικÞν Ακαδημßα (1867-8-9). Ο διÜσημος κριτικüς τÝχνης -μεταξý Üλλων- Σεν Μπεβ, αφιÝρωσε τουλÜχιστον 3 φορÝς Üρθρα του, για τη συλλογικÞ μÝχρι τüτε δουλειÜ του ΓκοτιÝ, το 1863. 2 χρüνια μετÜ, το γüητρü του ανÝβηκε μιας και κλÞθηκε πολλÜκις στο Σαλüνι της πριγκÞπισσας Ματßλντ (Mathilde Bonaparte), ξαδÝλφης του ΝαπολÝοντα Γ' κι ανηψιÜ του ΒοναπÜρτη. Η Ματßλντ του πρüσφερε μιαν αργομισθßα, σα βιβλιοθηκÜριü της, το 1868, πρÜγμα που του 'δωσε πρüσβαση μετÜ, στη δßκη του ΝαπολÝοντα Γ'. Απü το 1862 εßχεν εκλεγεß πρüεδρος της Société Nationale Des Beaux-Arts κι εκεß Þρθε σ' επαφÞ μ' επιτροπÞ αποτελοýμενη απü τους πιο γνωστοýς καλλιτÝχνες της εποχÞς, üπως οι: ΝτελακρουÜ (Eugène Delacroix), Pierre Puvis de Chavannes, ΜανÝ (Édouard Manet), Albert-Ernest Carrier-Belleuse & Gustave Doré.
Ταξßδεψε πÜρα πολý στον κüσμο κι επισκÝφτηκε χþρες üπως Ισπανßα, Ιταλßα, Αßγυπτος, Ρωσßα, Αλγερßα, Τουρκßα κλπ. Τα ταξßδια αυτÜ πολλÜκις τον εμπνεýσανε στα γραπτÜ του. Πχ το "Ταξßδι Στην Ισπανßα" (Voyage En Espagne, 1843), το "Θησαυροß ΤÝχνης Στη Ρωσßα" (Trésors D' Art De La Russie, 1858) και το "Ταξßδι Στη Ρωσßα" (Voyage En Russie, 1867). Η ταξιδιωτικÞ αυτÞ λογοτεχνßα του, σÞμερα εξετÜζεται με πολλÞ προσοχÞ. ¸χει προσωπικüν ýφος, περιγρÜφοντας τις προτιμÞσεις του για τον πολιτισμü και τη τÝχνη γενικüτερα κι ως εκ τοýτου θεωρεßται και κατÝχει μιαν απü τις κορυφαßες θÝσεις στον 19ο αιþνα. ¸γραψε και πολλÜ σενÜρια για μπαλÝτα με κυριüτερο κεßνο της "ΣιζÝλ" (Giselle) και του οποßου η πρþτη εκτελÝσασα, μπαλαρßνα Καρλüτα Γκρßζι (Carlotta Grisi), υπÞρξεν ο μεγÜλος Ýρωτας της ζωÞς του. ΕπειδÞ δε μπüρεσε να τη παντρευτεß, πÞρε την αδερφÞ της, τη τραγουδßστρια Ερνεστßνα. ¹ταν επßσης λÜτρης των γατþν.
εδþ μια φωτογραφßα του με την οικογÝνειÜ του, 1856
ΚÝρδισε θÝση στη Λεγεþνα Της ΤιμÞς, για μιαν εργασßα του που κÝρδισε την επιτροπÞ για το σχεδιασμü του τÜφου του ΝαπολÝοντα. ΚατÜ τη διÜρκεια του Γαλλο-Πρωσικοý ΠολÝμου, ο Θεüφιλος ΓκοτιÝ γýρισε πßσω στο Παρßσι, μιας κι Ýμαθε για την εισβολÞ των Πρþσων στη πρωτεýουσα κι Ýμεινε κει για üλη σχεδüν τη κατοχÞ, þσπου πÝθανε στις 23 Οκτþβρη 1872 ξαφνικÜ, απü μια μακριÜ καρδιακÞ πÜθηση και θÜφτηκε με τιμÝς, στο κοιμητÞρι της ΜονμÜρτρης (Cimetière de Montmartre), στο Παρßσι, σ' ηλικßα 61 ετþν.
ΛÜτρεψε τον Ουγκü και συμμερßστηκε τις απüψεις του για την Ýννοια της λÝξης "τραγωδßα", θαýμασε τον ΜπαλζÜκ για τη προσφορÜ του στα γαλλικÜ γρÜμματα κι επßσης συμπÜθησε μεγÜλους ζωγρÜφους της εποχÞς üπως ο ΓÜλλος Ενγκρ (Jean-Auguste-Dominique Ingres), αλλÜ και τους Ισπανοýς: Μουρßλο (Murillo), ΒελÜσκεθ (Velasquez) & ΡιμπÝρα (Ribera). Ο ρüλος του στα περιοδικÜ κυρßως, εξüν απü την ενημÝρωση, Þταν αυτüς του θεατρικοý και λογοτεχνικοý κριτικοý. Η κριτικÞ του Þταν ανακλαστικÞ και κυρßως μαρτυροýσε üχι εμπορικÝς, αλλÜ προσωπικÝς του προτιμÞσεις καθαρÜ. ΕπηρεÜστηκε στη κριτικÞ του, απü τον Üλλο μεγÜλο σýγχρονü του Ντενß Ντιντερü (Denis Diderot), που πßστευε πως ο κριτικüς Ýπρεπε να... "μεταφρÜζει" Ýτσι το εκÜστοτε Ýργο, þστε να μπορεß να το καταλαβαßνει ο αναγνþστης. ΠÜντως Ýκανε μια σαφÞ διÜκριση μεταξý πεζοý λüγου και ποßησης, δηλþνοντας πως ουδÝποτε το πεζü μπορεß να χαρακτηριστεß ßσο με το ποßημα. Επßσης Þταν πρüθυμος να δεχτεß ως εφÜμιλλη τη κωμωδßα με τη τραγωδßα.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Η ΛÝσχη Των Χασισοποτþν
Απü την Επιθεþρηση Των Δýο Κüσμων ( Revue des Deux Mondes)
(απüσπασμα)
¸να βρÜδυ του ΔεκÝμβρη, Ýφτασα σε μιαν απüμερη συνοικßα, αν και βρισκüταν στο κÝντρο του Παρισιοý, σε μια μοναχικÞ üαση που αγκαλιÜζει το ποτÜμι κι απü τις δυο πλευρÝς σα να τη προστατεýει απü την επÝλαση του πολιτισμοý. ¹ταν Ýνα παλιü σπßτι στο Σεν Λουß: το μÝγαρο ΠιμοντÜν που 'χτισε ο ΛοζÝν. Εκεß γßνονται οι μηνιαßες συναντÞσεις της αλλüκοτης λÝσχης που μÝλος της Ýγινα πριν απü Ýνα μÞνα. ΠÞγαινα στη λÝσχη πρþτη φορÜ.
Αν και δεν Þταν καλÜ-καλÜ Ýξι þρα, η νýχτα Þταν μαýρη. Η ομßχλη που την Ýκανε ακüμα πυκνüτερη ο ΣηκουÜνας, θüλωνε τα σχÞματα και τις μορφÝς κÜτω απü το κÜλυμμÜ της. Το πεζοδρüμιο, πλημμυρισμÝνο απü τη βροχÞ, Ýλαμπε κÜτω απü τους φανοστÜτες üπως το νερü αντανακλÜ τις εικüνες. Ο ξερüς, δυνατüς αÝρας, φορτωμÝνος χιüνι και πÜγο, μου μαστßγωνε το πρüσωπο. Δεν Ýλειπε κεßνη τη νýχτα τßποτα απü τη σκληρÞ ποßηση του χειμþνα.
¹τανε δýσκολο, απü τη μÜζα των σκοτεινþν κτιρßων της Ýρημης προκυμαßας, να ξεχωρßσω το σπßτι που γýρευα. ¼μως, ο αμαξÜς μου, σκαρφαλωμÝνος στο ψηλü του κÜθισμα, κατÜφερε να διαβÜσει σε μια μαρμÜρινη πλÜκα το μισοσβησμÝνο üνομα του παλιοý κτιρßου και τον τüπο συνÜντησης των μυστþν.
¾ψωσα το σκαλιστü ρüπτρο κι αρκετÝς φορÝς τü Üκουσα απλþς να ξýνεται δßχως επιτυχßα. ΤελικÜ, υποκýπτοντας σε Ýνα πιü Ýντονο τρÜβηγμα, ο σκουριασμÝνος, γÝρικος σýρτης Üνοιξε κι η πüρτα, φτιαγμÝνη απü τερÜστιες σανßδες, Ýτριξε πÜνω στους μεντεσÝδες της.
Καθþς Ýμπαινα, εμφανßστηκε πßσω απü Ýνα παραβÜν κιτρινιÜρικο και διαφανÝς, Ýνας γÝρος θυρωρüς, ßδιος με πßνακα του ΣκÜλκεν. Με κοßταξε με μια περßεργη γκριμÜτσα και με το κοκκαλιÜρικο δÜχτυλü του απλωμÝνο, μου 'δειξε το δρüμο.
ΑνÝβηκα μερικÜ σκαλιÜ και βρÝθηκα μπροστÜ σε μιαν απü κεßνες τις τερÜστιες σκÜλες που φτιαχτÞκανε την εποχÞ του Λουδοβßκου 14ου κι üπου θα μποροýσε Ýνα σýγχρονο σπßτι να στÞνει χορü. Μια ΑιγυπτιακÞ Χßμαιρα, που τη καβαλοýσε Ýνας ΕρωτιδÝας, στεκüτανε σ' Ýνα βÜθρο με φως στα νýχια της, που 'ταν Ýτσι γυρισμÝνα þστε να σχηματßζουνε κηροπÞγιο.
ΑνÝβηκα Üνετα. ΣτρατηγικÜ φτιαγμÝνα κεφαλüσκαλα μαρτυροýσαν μεγαλοφυÀα του αρχιτÝκτονα και της μεγαλüπρεπης ζωÞς εκεßνων των περασμÝνων χρüνων. Καθþς ανÝβαινα την εντυπωσιακÞ σκÜλα με το στενü μαýρο παλτü μου, Ýνιωθα σα λεκÝς στο περιβÜλλον, σα να οικοιοποιÞθηκα δικαßωμα που δεν μου ανÞκε. Η σκÜλα υπηρεσßας θα μου 'κανε πιüτερο.
Απü τους τοßχους κρÝμονταν πßνακες, οι πιο πολλοß χωρßς πλαßσια, αντßγραφα αριστουργημÜτων της ΙταλικÞς και της ΙσπανικÞς ΣχολÞς. Και ψηλÜ, στις σκιÝς, μüλις που διακρινüτανε ζωγραφισμÝνο, Ýνα τερÜστιο μυθολογικü ταβÜνι.
¸φτασα στον üροφο που μου 'χαν υποδεßξει. Μια φθαρμÝνη, βελοýδινη, γυαλιστερÞ ταπετσαρßα απü την ΟυτρÝχτη, που τα κßτρινα πλαßσιÜ της κι οι φθαρμÝνες κλωστÝς προδßδανε τη μακρÜ της υπηρεσßα, μου 'δειξε τη πüρτα.
Τη χτýπησα. Μου Üνοιξαν με τις συνηθισμÝνες προφυλÜξεις και βρÝθηκα σ' Ýνα τερÜστιο δωμÜτιο που φωτιζüταν απü αρκετÝς λÜμπες στις Üκρες του. Μπαßνοντας μÝσα βρÝθηκα δυο αιþνες πßσω. Ο Χρüνος, που περνÜ τüσο γρÞγορα, Ýμοιαζε να μην Ýχει αγγßξει αυτü το δωμÜτιο και καθþς Ýνα ξεχασμÝνο ρολüι, Ýμενε ξεχασμÝνο με τους δεßκτες να δεßχνουν πÜντα το ßδιο σημεßο.
Προχþρησα στο φωτισμÝνο τμÞμα του δωματßου, που κÜποιες ανθρþπινες μορφÝς κινιοýνταν αχνÜ γýρω απü 'να τραπÝζι. Μüλις με χτýπησε το φως και με αναγνþρισαν, μιÜ τερÜστια κραυγÞ συντÜραξε τα ηχηρÜ βÜθη του αρχαßου κτßσματος:
-"Αυτüς εßναι! Αυτüς εßναι!", φþναξαν μερικÝς φωνÝς ταυτüχρονα. "Ας του δþσουμε ü,τι δικαιοýται"!
ΜουστÜρδα Στο Δεßπνο
Ο γιατρüς στεκüταν πλÜι στο μπουφÝ, που βρισκüταν μια πιατÝλα φορτωμÝνη γιαπωνÝζικα πιατÜκια. Σερβßριζε Ýνα κομμÜτι πρασινωπÞς μαρμελÜδας, üσης το μεγÜλο δÜχτυλο του χεριοý, απü Ýνα κρυστÜλλινο βÜζο και το 'βαζε πλÜι στο ασημÝνιο κουταλÜκι σε κÜθε πιατÜκι.
Το πρüσωπο του γιατροý αχτινοβολοýσε απü ενθουσιασμü. Τα μÜτια του λÜμπανε, τα μαβιÜ του μÜγουλα γυαλßζανε λες απü πυρετü, οι φλÝβες στους κροτÜφους του πετÜγονταν Ýντονα κι ανÜσαινε βαριÜ με τα διεσταλμÝνα του ρουθοýνια.
-"Αυτü θα σου αφαιρεθεß απü το ποσοστü σου στον παρÜδεισο", εßπε καθþς μου 'δινε τη μερßδα μου.
¼ταν φÜγαμε üλοι, μας σερβßρανε καφÝ με τον αραβικü τρüπο, δηλαδÞ με το κατακÜθι και χωρßς ζÜχαρη. Κατüπιν καθßσαμε στο τραπÝζι...
Το Συμπüσιο
Το δεßπνο σερβιρßστηκε με ασυνÞθιστο τρüπο και σε κÜθε λογÞς περßτεχνα και γραφικÜ σερβßτσια. ΜεγÜλα βενετσιÜνικα κýπελα με πολýπλοκες σπεßρες, γερμανικÝς κοýπες στολισμÝνες με οικüσημα και λεζÜντες, φλαμανδικÜ κýπελλα απü πορσελÜνη και μπουκÜλια με λεπτοýς λαιμοýς μÝσα σε καλαμÝνια καλÜθια γεμßζανε το τραπÝζι, αντß τα συνηθισμÝνα ποτÞρια, καρÜφες και μπουκÜλια.
Οι θαμπÝς πορσελÜνες του Λουß ΛεμπÝφ και τα εγγλÝζικα μαχαιροπÞρουνα με τα λουλοýδια, τα συνηθισμÝνα στολßδια των αστικþν σπιτιþν Ýλαμπαν διÜ της απουσßας τους. ΚανÝνα πιÜτο δεν Ýμοιαζε με τα υπüλοιπα, üλα üμως εßχανε δικÞ τους γοητεßα. Απü τη Κßνα, τη Σαξονßα, την Ιαπωνßα υπÞρχανε δεßγματα πολý üμορφα και πλοýσια σε χρωματισμοýς, λßγο γρατζουνισμÝνα Þ σπασμÝνα, αλλÜ Üψογου γοýστου. Τα πιÜτα Þτανε κυρßως απü σμÜλτο του ΜπερνÜρ ντε Παλισß, Þ πορσελÜνινα απü τη Λιμüζ και σε ορισμÝνα, κÜτω απü το κρÝας, το μαχαßρι ακουμποýσε σ' Ýνα φßδι Þ βÜτραχο σκαλιστü. Το μαγειρεμÝνο χÝλι Ýσμιγε το φιδογυριστü του σþμα με τους ζωγραφιστοýς üφεις στις επιφÜνειες Üλλων πιÜτων.
ΚÜθε τßμιος φιλισταßος θα 'νιωθε κÜποιο φüβο αν βρισκüτανε παρÝα με τÝτοιους ανθρþπους στο τραπÝζι -Þταν φαλακροß Þ με μοýσι, Üλλοι εßχαν μουστÜκι κι Üλλοι Þτανε κουρεμÝνοι αλλüκοτα κι εßχανε ξßφη του δÝκατου Ýκτου αιþνα Þ μαχαßρια απü τη Μαλαισßα και ματσÝτες. Σκýβανε πÜνω απü το φαγητü τους και το τρεμÜμενο φως απü τις λÜμπες, τους Ýδινε üψη αλλüκοτη κι ανησυχητικÞ.
Το γεýμα κüντευε να τελειþσει. ¹δη κÜποια απü τα πιο παθιασμÝνα μÝλη νιþθανε την επßδραση της πρÜσινης μαρμελÜδας. Εγþ Ýνιωθα κιüλας μιαν ολοκληρωτικÞ μεταβολÞ στη διÜθεση και τη γεýση μου. Το νερü που 'πινα, μου φαινüτανε σαν το εξαισιüτερο κρασß, το κρÝας στο στüμα μου γινüταν φρÜουλες, οι φρÜουλες γßνονταν κρÝας. Δε μποροýσα να ξεχωρßσω το ψÜρι απü τη μπριζüλα.
Οι γεßτονÝς μου Üρχισαν να μοιÜζουνε κÜπως περßεργοι. Οι κüρες των ματιþν τους Ýγιναν μεγÜλες σαν της κουκουβÜγιας, οι μýτες τους μακρýνανε και γßνανε σα προβοσκßδες, τα στüματÜ τους μεγαλþσανε σαν το χεßλος της καμπÜνας. Τα πρüσωπα σκιÜζονταν απü υπερφυσικü φως. ¸νας απü τους γýρω μου, που 'χεν ωχρü πρüσωπο και μαýρο γÝνι, γελοýσε δυνατÜ μ' Ýν αüρατο θÝαμα. ¸νας Üλλος, Ýκανε απßθανες προσπÜθειες να υψþσει το ποτÞρι του στα χεßλη κι οι μορφασμοß του ξεσÞκωναν εκκωφαντικοýς καγχασμοýς και γÝλια απü τους συντρüφους του. 'Αλλος, που συνταραζüταν απü νευρικοýς σπασμοýς, στριφογυρνοýσε τα δÜχτυλÜ του μ' αξιοσημεßωτην επιδεξιüτητα. Και κÜποιος Üλλος, πεσμÝνος στη ρÜχη της καρÝκλας του με τα μÜτια τυφλÜ και τα χÝρια νεκρÜ, αφηνüταν να πλÝει στην Üπατη θÜλασσα του τßποτα.
Με τους αγκþνες στο τραπÝζι, παρακολουθοýσα τα πÜντα με καθαρü μυαλü και με λογικÞ που τρεμüσβηνε, -Üναβε κι Ýσβηνε σαν το φως του φαναριοý που κοντεýει να τρεμοπαßξει και να πεθÜνει. Μια θανατερÞ ζÝστη κυρßεψε τα μÝλη μου κι η Üνοια, σα κýμα που χτυπιÝται στο βρÜχο αφρßζοντας κι υποχωρεß, τýλιξε το πνεýμα μου και τελικÜ το αγκÜλιασε εντελþς. Η παρÜξενη επισκÝπτρια, η παραßσθηση, Þρθε κι εγκαταστÜθηκε μÝσα μου.
-"Στο σαλüνι! Στο σαλüνι!", φþναξε Ýνας απü τους θαμþνες. "Δεν ακοýτε τις παραδεßσιες χορωδßες; Οι μουσικοß Ýχουν συγκεντρωθεß απü þρα". Κι αληθινÜ, μιÜ εξαßσια αρμονßα μας Ýφτανε σαν αρωματισμÝνο κýμα πÜνω απü τον ορυμαγδü των συζητÞσεων.
¸νας Απρüσκλητος ΕπισκÝπτης
Το σαλüνι Þταν Ýνα τερÜστιο δωμÜτιο με σκαλιστÞ, επιχρυσωμÝνη επÝνδυση, ζωγραφισμÝνο ταβÜνι -οι μετüπες του απεικüνιζαν σÜτυρους να κυνηγοýν νýμφες στο λιβÜδι- Ýνα μνημειþδες τζÜκι απü ζωγραφιστü μÜρμαρο κι αμÝτρητες μπροκÜρ κουρτßνες. Εδþ ανÜσαινε κανεßς τη πολυτÝλεια περασμÝνων καιρþν. ΚεντητÝς καρÝκλες, καναπÝδες, ανÜκλιντρα και μπερζÝρες τüσο μεγÜλες που θα μποροýσαν να φιλοξενÞσουν δοýκισσες και μαρκησßες με απλωμÝνα τα ροýχα, προσφÝρονταν στους χασισοπüτες και τους καλωσορßζανε στις ανοιχτÝς, απαλÝς αγκÜλες τους. ¸νιωσα να μÝ καλεß η θÝρμη απü τη γωνιÜ, πλÜι στην καμινÜδα κι Ýκατσα κει για ν' αφεθþ χωρßς αντßσταση στη φανταστικÞ επιρροÞ του ναρκωτικοý.
ΜετÜ απü λßγες στιγμÝς οι σýντροφοß μου εξαφανιστÞκανε... Στο σαλüνι βασßλευε ησυχßα και μερικÝς αχνÝς λÜμπες. ΞÜφνου, üμως, μια αστραπÞ κüκκινη κÜτω απü τα βλÝφαρÜ μου, λες και χιλιÜδες κεριÜ εßχαν ανÜψει… κι Ýνιωσα να κολυμπþ σε μια χλωμÞ, χλιαρÞ λÜμψη. Βρισκüμουν στο ßδιο δωμÜτιο, üμως, üπως σ' Ýνα πρüχειρο σκßτσο για πßνακα, üλα μοιÜζανε πλουσιüτερα, εξαισιüτερα, λαμπρüτερα. Στον πλοýτο της ψευδαßσθησης, η πραγματικüτητα εßναι μüνον η αφετηρßα.
Ακüμα δÝν Ýβλεπα κανÝναν, αλλÜ φανταζüμουνα τη παρουσßα μεγÜλου πλÞθους. 'Ακουγα το θρüισμα υφÜσματος, Þχο απü τακοýνια, ψιθýρους φωνþν, μουρμουρßσματα, τραυλßσματα και ψευδßσματα, ξεσπÜσματα συγκρατημÝνου γÝλιου και το τρßξιμο απü πüδια καρεκλþν και τραπεζιþν. Ηχοýσε πορσελÜνη και πüρτες που ανοιγοκλεßνανε. ΚÜτι ασυνÞθιστο συνÝβαινε.
ΞÜφνου εμφανßστηκε μπροστÜ μου Ýν αινιγματικü πρüσωπο. Απü ποý εßχεν Ýρθει; Δε γνωρßζω. ¼μως η παρουσßα του δε με ανησýχησε. Η μýτη του Þτανε γαμψÞ σαν πουλιοý, τα πρÜσινα μÜτια του, που τα σκοýπιζε συχνÜ μ' Ýνα μεγÜλο μαντÞλι, εßχανε τρεις καφÝ κýκλους και πιασμÝνη στον κüμπο ενüς ψηλοý, κολλαρισμÝνου κολÜρου, Þτανε καρφιτσωμÝνη μια κÜρτα που 'λεγε: Daucus-Carota, du Pot d' or. Το κολÜρο Ýπνιγε τον λεπτü του λαιμü Ýτσι που το δÝρμα στα μÜγουλÜ του ξεχεßλιζε σε κοκκινωπÝς ζÜρες. Το σþμα του ξεχεßλιζε σαν το στÞθος καπονιοý, καθþς Þτανε φυλακισμÝνο σε μια μαýρη βελÜδα απ' üπου κρεμüτανε χρυσÞ αλυσßδα. ¼σο για τα πüδια του, πρÝπει να μολογÞσω πως Þτανε σα ρßζες μανδραγüρα, κομμÝνα, θαρρεßς στα δυο, μαýρα, τραχιÜ, Üγρια και γεμÜτα ελιÝς, σα να 'χανε ξεριζωθεß απü το χþμα, με χþμα ακüμα κολλημÝνο στις Üκρες. ΑυτÜ τα πüδια στριφογýριζαν και συστρÝφονταν με καταπληκτικÞν ενεργητικüτητα κι üταν ο μικροσκοπικüς κορμüς που στηρßζανε στÜθηκε μπρος μου, αυτü το αλλüκοτο πλÜσμα ξÝσπασε σε λυγμοýς και σκουπßζοντας τα μÜτια του πρþτα με το 'να χÝρι και μετÜ με τ' Üλλο, μου μßλησε με τη πιο θλιβερÞ φωνÞ:
-"ΣÞμερα εßναι η μÝρα που πρÝπει να πεθÜνουμε απü τα γÝλια". Και μεγÜλα, βαριÜ δÜκρυα κýλησαν στη μýτη του. "Απü τα γÝλια... Απü τα γÝλια...", επανÜλαβε μια χορωδßα που αντηχοýσε με παρÜτονες και πνιχτÝς.
ΦÜντασμα
ΣιγÜ-σιγÜ το σαλüνι γÝμισε με περßεργα πλÜσματα που üμοιÜ τους βρßσκονται μüνο στα Ýργα του Καγιü Þ του Γκüγια -Ýνα συνονθýλευμα απü κουρÝλια, απü κτηνþδη κι ανθρþπινα σχÞματα. ΟποιαδÞποτε Üλλη φορÜ θα 'νιωθα ανÞσυχα με τÝτοια συντροφιÜ, αλλ' αυτÜ τα τÝρατα δÝν εßχανε τßποτε απειλητικü. Στα μÜτια τους Ýλαμπε πονηριÜ, üχι κακßα. Στ' ασýμμετρα κυνüδοντα και στα μυτερÜ δüντια υπÞρχε Ýνα χαμüγελο καλÞς διÜθεσης και μüνο.
Λες κι Þμουν ο βασιλιÜς της γιορτÞς, Ýνα-Ýνα πλÜσμα Þρθε με τη σειρÜ του στον φωτεινü κýκλο üπου εγþ Þμουνα το κÝντρο και με σοβαρü και γελοßο ýφος, ψιθýριζε ευχÜριστες κολακεßες στ' αφτιÜ μου. ΚαμιÜ τους δε θυμÜμαι αλλÜ κεßνη τη στιγμÞ με γÝμιζαν με τη πιο τρελÞ ευθυμßα.
Με κÜθε καινοýρια εμφÜνιση Ýνα γÝλιο ομηρικü, ολýμπιο, τερÜστιο κι αδιανüητο, που λες κι αντηχοýσε στο Üπειρο, ξÝσπαγε γýρω μου βροντερÜ σα κεραυνüς. ΦωνÝς, τη μια στιγμÞ στριγγÝς και πÝνθιμες την επüμενη, φþναζαν:
-"¼χι, εßναι υπερβολικÜ αστεßο! ΦτÜνει! Ας τελειþνουμε πιÜ, δÝν αντÝχω... Χα χα! Χο χο! Χι χι! Τß τÝλεια φÜρσα! Τß σπουδαßα πλÜκα! Στοπ! Πνßγομαι! Πεθαßνω!
...
(τÝλος αποσπÜσματος)
1η ΦλεβÜρη 1846