«Και ξανανθßσαν τα κλαδιÜ και φýγαν οι χειμþνες
και γιüμισε μ' ανθοýς η γη και γιοýλια κι ανεμþνες
και πλημμυρßσανε χαρÝς κι εßναι ηδονÝς γεμÜτα
τα γÝρα τα καλüτυχα και τα' ανθισμÝνα νιÜτα.
Μα εßναι κÜποιοι κι üλο αυτοýς στοχÜζομαι 'γω μüνο,
που ακüμα δÝρνει η χειμωνιÜ κι ακüμα ζουν στον πüνο.
Κι üλο τους σκÝφτομαι: Üραγε της Üνοιξης η ευωδιÜ
θα πÜει ν' αγγßξει κÜποτε και η δικιÜ τους καρδιÜ».
Βιογραφικü
Πολυγραφüτατος και πολυμεταφρασμÝνος ποιητÞς, με υπερεβδομηντακονταετÞ συνεχÞ και σημαντικÞ παρουσßα στα ελληνικÜ γρÜμματα. ΠροτÜθηκε για το Νüμπελ το 2011, μαζß με τον ΙÜκωβο ΚαμπανÝλλη.
Ο ποιητÞς Ηλßας Σιμüπουλος γεννÞθηκε στις 23 ΝοÝμβρη του 1913 στον Κραμποβü (σÞμερα Καστανοχþρι Μεγαλüπολης) Αρκαδßας, Ýνα γραφικü χωριü της Αρκαδßας, στις ανατολικÝς πλαγιÝς του Λυκαßου, απü γονεßς αγρüτες. Εκεß φοßτησε στο δημοτικü σχολεßο και στη συνÝχεια στο «Ελληνικü Σχολεßο» στο ºσαρι. Το 1925, πολý νÝος ακüμα, πÞγε στην ΑθÞνα üπου τÝλειωσε το ΓυμνÜσιο, τη, NομικÞ σχολÞ, και το Γαλλικü Iνστιτοýτο. ΓρÞγορα μιλοýσε ΓαλλικÜ, ΑγγλικÜ και Ρþσικα.
Σαν φοιτητÞς πÞρε ενεργü μÝρος στο φοιτητικü κßνημα της εποχÞς και Þταν υπεýθυνος στη «ΦοιτητικÞ ΦωνÞ», üργανο της αριστερÞς φοιτητικÞς παρÜταξης. ΠαρÜλληλα δοýλεψε σε πολλÝς εφημερßδες. Απü μαθητÞς στο γυμνÜσιο εßχε αρχßσει να γρÜφει ποιÞματα και κεßμενÜ του δημοσιεýονταν στη «ΔιÜπλαση των Παßδων», την «ΠαιδικÞ ΧαρÜ» κι Üλλα Ýντυπα. Αργüτερα με το ψευδþνυμο Παýλος ΡοδÞς και για βιοπορισμü του, εργÜστηκε και σε Üλλα Ýντυπα, περιοδικÜ κι εφημερßδες και δημοσßευσε ποιÞματα, μελÝτες κι Üλλα λογοτεχνικÜ κεßμενα. Στο διÜστημα 1934 - 1936 Þταν ΓραμματÝας της ΚαλλιτεχνικÞς ΕπιτροπÞς στην «ΕνωτικÞ Συνομοσπονδßα ΕλλÜδας» (με μÝλη τους: ΒÜρναλη, Ρßτσο, ΛουντÝμη, Γιþργη ΖÜρκο, Τßμο Βιτσþρη, και ΠÝτρο Στυλßτη) και σκηνοθÝτες στο Εργατικü ΘÝατρο.
Το καλοκαßρι του 1936 με την κÞρυξη της δικτατορßας του ΜεταξÜ, η λογοκρισßα σταμÜτησε την Ýκδοση της πρþτης ποιητικÞς συλλογÞς του με τßτλο «Εναγþνια» που βρισκüταν στο τυπογραφεßο. Αργüτερα για την üλη δραστηριüτητÜ του συνελÞφθη απü την ειδικÞ ασφÜλεια, βασανßστηκε και μετατÜχθηκε απü τη σχολÞ εφÝδρων αξιωματικþν στο 11ο σýνταγμα πεζικοý σαν απλüς στρατιþτης. Πιο μπροστÜ μετÜ απü αλλεπÜλληλες επιδρομÝς στο σπßτι του κατασχÝθηκαν üλα του τα χειρüγραφα και καταστρÜφηκε üλο του το αρχεßο. ΠÞρε μÝρος στον πüλεμο της Αλβανßας και στην ΕθνικÞ Αντßσταση.
Το 1946 κυκλοφüρησε η πρþτη του ποιητικÞ συλλογÞ «Χαιρετισμüς Στον Πρþτο ¹λιο». ¼μως με τον εμφýλιο πüλεμο και τα γεγονüτα που ακολοýθησαν, διþχθηκαν üλα τα μÝλη της οικογÝνειας του και για λüγους επιβßωσης υποχρεþθηκε, üχι μüνο να αναστεßλει κÜθε δραστηριüτητα, αλλÜ να σταματÞσει και κÜθε δημοσßευση. Ο αδελφüς του Σπýρος Σιμüπουλος, αντÜρτης του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, Þταν ο πρþτος τραυματßας του Εμφυλßου στην Πελοπüννησο. ¸τσι, μüλις το 1958 κυκλοφüρησε η «ΑρκαδικÞ Ραψωδßα» που, μαζß με πολλÜ Ýργα του, Þταν Ýτοιμη απü το 1949, και που τονε καθιÝρωσε σαν Ýναν απü τους σημαντικοýς πνευματικοýς ανθρþπους της χþρας.
Ακολοýθησε πλειÜδα ποιητικþν συλλογþν: «¸κτη ΕντολÞ» (1959), «Το σπßτι με τις χελιδονοφωλιÝς» (1961), «Το μεγÜλο ποτÜμι» (1964), «ΤεκμÞρια» (1968), «Τα ρüδα της Ιεριχþς» (1970), «Το τετρÜδιο της γης» (1971), «ΜικρÝς Μαρτυρßες» (1972), «Εναγþνια» (1974), «ΠροσπελÜσεις» (1976), «Σημαφüροι» (1980), «Εσπερινüς Απüλογος» (1983), «Οι πληγÝς και τα παρÜθυρα» (1986), «Μακρινü Ταξßδι» (1990), «ΠÝτρες» (1992), «ΡÜθυμες þρες» (2010). Το 1989 και το 1990 εκδüθηκαν απü τον εκδοτικü οßκο Γκοβüστη τα «¢παντÜ» του σε 2 τüμους. ΠοιÞματÜ του Ýχουν μεταφραστεß στα ΑγγλικÜ, τα ΓαλλικÜ, τα ΓερμανικÜ, τα ΚινÝζικα, τα ΙταλικÜ, τα Ρþσικα και σε αρκετÝς ακüμα γλþσσες.
ΣυνολικÜ εξÝδωσε 18 ποιητικÝς συλλογÝς, 2 τüμους με δοκßμια, μια ανθολογßα και πολλÜ δημοσιεýματα σ' εφημερßδες και περιοδικÜ, απü τα οποßα αρκετÜ κυκλοφüρησαν ανÜτυπα. ¸χει πÜρει μÝρος σε πολλÝς κρατικÝς επιτροπÝς (για τη συνταξιοδüτηση των λογοτεχνþν, την απονομÞ λογοτεχνικþν βραβεßων, θεατρικþν Ýργων κλπ.) και Ýχει δþσει πλÞθος διαλÝξεων τüσο στην αθÞνα και στις Üλλες πüλεις της ΕλλÜδας, üσο και στο εξωτερικü (Παρßσι, Σüφια, Τορüντο, ΟττÜβα, ΑβÜνα, ΓκαμαγουÝη). ¸χει μετÜσχει σε πολλÜ διεθνÞ συνÝδρια. Στη Βαρσοβßα (1976), Βερολßνο (1977), ΚÜιρο (1977), Κωνσταντινοýπολη (1979), Σüφια (1980), ΒαγδÜτη (1988), Τορüντο (1989) κ.Ü. Με προσκλÞσεις επισκÝφθηκε τη Ρωσßα, τη Βουλγαρßα, τη Γερμανßα, την Κοýβα.
Με την Ýκδοση του 3ου βιβλßου του, Ýγινε μÝλος του ΣυνδÝσμου ΕλλÞνων Λογοτεχνþν στις 2.6.1959 και παρÜλληλα της Εταιρεßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν στις 20.3.1960. ΕπειδÞ üμως η εκλογÞ του στο Σýνδεσμο προηγÞθηκε, για λüγους ευαισθησßας παρÝμεινε σ' αυτüν. Στις εκλογÝς Δ.Σ. που Ýγιναν το ΜÜρτη του 1961 προτÜθηκε υποψÞφιος και μετÜ την εκλογÞ του τιμÞθηκε με τη θÝση του αντιπροÝδρου μÝχρι τις 22.3.1967, οπüτε Ýγινε Γενικüς ΓραμματÝας για δýο διετßες και απü 3.3.1971 ομüφωνα Πρüεδρος μÝχρι τη Συγχþνευση του ΣυνδÝσμου με την Εταιρεßα στις 5 ΔεκÝμβρη 1982. Στις νÝες αρχαιρεσßες που ακολοýθησαν μετÜ τη συγχþνευση Þρθε πρþτος επιτυχþν και διετÝλεσε αντιπρüεδρος απü 22.5.83 και συνÝχεια πρüεδρος απü 18.10.84 για δýο διετßες μÝχρι τις 18 Μαρτßου 1989, οπüτε αποσýρθηκε, για να επιμεληθεß το Ýργο του. ΠαρÝμεινε ωστüσο επßτιμος πρüεδρος και στις 2 Εταιρεßες, μετÜ τη συγχþνευσÞ τους, μÝχρι το θÜνατü του.
Ο Ηλßας Σιμüπουλος πÝθανε στις 30 Αυγοýστου 2015, πλÞρης ημερþν, σε ηλικßα 102 χρονþν. Ο δÞμαρχος Μεγαλüπολης Διονýσιος Παπαδüπουλος, στο συλλυπητÞριο μÞνυμÜ του, αναφÝρει μεταξý Üλλων üτι, «ο ποιητÞς απü του σημαντικüτερους της μεταπολεμικÞς γενιÜς, εμβριθεßς δοκιμιογρÜφος, δυναμικüς αγωνιστÞς στους κοινωνικοýς και πνευματικοýς αγþνες, μας αφÞνει πßσω παρακαταθÞκη Ýνα σπουδαßο λογοτεχνικü Ýργο αλλÜ και Ýνα σπουδαßο πρüτυπο πνευματικοý ανδρüς».
ΕπιπλÝον τονßζει üτι, «ειδικüτερα εμεßς οι Μεγαλοπολßτες Ýχουμε Ýνα παραπÜνω λüγο να τον τιμοýμε και ως συμπατριþτη μας. Ο Ηλßας Σιμüπουλος που στις επüμενες þρες θα τον δεχθεß το χþμα του αγαπημÝνου του Καστανοχωρßου, üπως συμβαßνει πÜντα με üλους üσους αφÞνουν πßσω τους σπουδαßο πνευματικü Ýργο, θα μεßνει ζωντανüς στην καρδιÜ και στο μυαλü και üσων τον γνþρισαν και üσων νεüτερων στο μÝλλον θα τον γνωρßσουν απü τα βιβλßα του».
¼ταν πληροφορÞθηκε την εßδηση του θανÜτου του Ηλßα Σιμüπουλου, η αν. υπουργüς Πολιτισμοý, Μαρßνα ΛαμπρÜκη - ΠλÜκα, Ýκανε την ακüλουθη δÞλωση:
«Ο βßος του Ηλßα Σιμüπουλου υπÞρξε παρÜλληλος με τον βßο της ελληνικÞς κοινωνßας σε üλο τον 20ü αιþνα. Αγωνßστηκε μαζß της για ελευθερßα και ανεξαρτησßα, ενþ στο ποιητικü του Ýργο αποτýπωσε με ενÜργεια τις αγωνßες και τις προσδοκßες της. Τα θερμÜ μου συλλυπητÞρια στην οικογÝνειÜ του».
Η κηδεßα του Ýγινε στο Καστανοχþρι Μεγαλüπολης, ΤετÜρτη 2 ΣεπτÝμβρη στις 11:30 το πρωß. ΕτÜφη στο εκεß κοιμητÞρι.
Ως ποιητÞς, ο Σιμüπουλος, σε Ýνα μεγÜλο μÝρος τοý Ýργου του, δεν φαßνεται να βασανßζεται πολý με προβλÞματα μορφÞς, ακüμη και «αρτιüτητας» στßχου και ρυθμοý. Η πορεßα του, πÝρα απü την μορφÞ, εßναι μια αγωνßα να εκφρÜσει την περιπÝτεια και τα αδιÝξοδα ενüς Ýθνους και ενüς κüσμου σε μια μακριÜ περßοδο πολεμικþν, κοινωνικþν και πολιτισμικþν δοκιμασιþν. Ακριβþς αυτü το Üγχος -το δßλημμα- αποδοχÞς τÞς σκληρÞς πραγματικüτητας μαρτυρεß üλη η ποßησÞ του. ¸να Üγχος üμως που αγωνßζεται -τραγικÜ μερικÝς φορÝς- να το κατανικÞσει.
ΠÜσχει μαζß με την εποχÞ του και συμπÜσχει με τους συνανθρþπους του. ΠρÜος, ωστüσο, απü ιδιοσυγκρασßα, αποφεýγει τις εκρηκτικÝς εκφραστικÝς διεξüδους κι αυτü ßσως τονε παγιδεýει, μερικÝς φορÝς, σε εýκολους λεκτικοýς συμβολισμοýς και χαμηλοýς τüνους Þ σε Ýναν ελÜσσονα θρÞνο. Πßσω üμως απü αυτÞ την επιφÜνεια εßναι Ýντονα αισθητÞ η σιωπηρÞ κραυγÞ κι η υπüκωφη δüνηση -που μαρτυρεß Üλλωστε την παρουσßα της με σποραδικÝς εκρÞξεις. ΤÝλος αξßζει να σημειωθεß πως η Εταιρεßα ΕλλÞνων Λογοτεχνþν τονε πρüτεινε το 2011, για το βραβεßο Νüμπελ της Λογοτεχνßας.
ΤΟ ¸ΡΓΟ ΤΟΥ:
Ποßηση - Βιβλßα;
1) Χαιρετισμüς στον πρþτο Þλιο, 1946.
2) ΑρκαδικÞ Ραψωδßα, 1958.
3) ¸κτη ΕντολÞ, 1959.
4) Το σπßτι με τις χελιδονοφωλιÝς, 1961.
5) Το μεγÜλο ποτÜμι, 1964.
6) ΤεκμÞρια, 1968.
7) Τα ρüδα της Ιεριχþς, 1970.
8) Το τετρÜδιο της γης, 1971.
9) ΜικρÝς Μαρτυρßες, 1972.
10) Εναγþνια, 1974.
11) ΠροσπελÜσεις, 1976.
12) Σημαφüροι, 1980.
13) Εσπερινüς Απüλογος, 1983.
14) Οι πληγÝς και τα παρÜθυρα, 1986.
15) Μακρινü ταξßδι, 1990.
16) ΠÝτρες, 1992.
17) ΚÝρματα, 1995.
18) Σε αναδρομικÞ Ýκδοση: Ποßηση, τüμος Α´ 1989 και Ποßηση τüμος Β´ 1990.
19) ΘροÀσματα ανÝμων, 1996.
ΜελÝτες;
ΕπαφÝς και προσεγγßσεις, 1981.
Επßσης πολλÝς μελÝτες που κυκλοφοροýν σε ανÜτυπα.
Ανθολογßες:
Αιγαιοπελαγßτικη ΠοιητικÞ ανθολογßα, 1974.
ΜεταφρασμÝνα:
Α) Στη Γαλλßα κυκλοφüρησαν: α) «¸κτη ΕντολÞ», 1961. β) Τα «Εναγþνια», 1975 και «Οι πληγÝς και τα παρÜθυρα» 1978, σε μετÜφραση Gaston - Henry
Β) Στην Ιταλßα, «Τα ρüδα της Ιεριχþς», 1970, σε μετÜφραση Michele Innelli.
Γ) Στη Βουλγαρßα, μια επιλογÞ 74 ποιημÜτων με τßτλο «Το üραμα της ΙθÜκης», 1989, σε μετÜφραση Κιρßλ και Λιοýμπεν ΤοπÜλοφ.
Δ) Στην Τσεχοσλοβακßα μßα επιλογÞ ποιημÜτων, 1992, σε μετÜφραση Ruzena Dostalova και Vaclan Danek.
Ε) ΠοιÞματÜ του Ýχουν μεταφραστεß και δημοσιευτεß σε ξÝνα περιοδικÜ: ΑγγλικÜ, ΓαλλικÜ, ΓερμανικÜ, ΙταλικÜ, Ρþσικα, ΙσπανικÜ, ΒουλγÜρικα, ΤσÝχικα, ΣλοβÜκικα, ΠολωνικÜ, ΑλβανικÜ, Τοýρκικα, ΣουηδικÜ, ΑραβικÜ, ΣλοβÝνικα, ΙνδικÜ, ΠορτογαλικÜ κ.Ü.
ΥπÞρξε ΜÝλος:
1. Εταιρεßα ΕλλÞνων Λογοτεχνþν.
2. International writers and Artists Association.
3. Cruasada mundial a amistad.
4. Cento cultura, literario e artistico.
5. Société des poétes et des ecrivains regionalistes.
6 Connaissance Hellenique ( Association culturelle).
7. Ligue Franco - Hellenique.
8. Accadémia intenazionale di «PONZEN»
9. Εταιρßα Εικαστικþν Τεχνþν «Α.ΤÜσσος».
10. Εταιρßα «Οι φßλοι του ΘεÜτρου».
11. Ελληνοκουβανικüς Σýνδεσμος Φιλßας.
12. ΕλληνικÞ ΕπιτροπÞ για την ΔιεθνÞ ¾φεση και ΕιρÞνη».
13. ΕλληνικÞ ΕπιτροπÞ Διεθνοýς ΔημοκρατικÞς Αλληλεγγýης.
Διακρßσεις:
1. Χρυσü μετÜλλιο της ¸νωσης ΒουλγÜρων ΣυγγραφÝων.
2. ΔιεθνÝς ποιητικü μετÜλλιο «ΒαπτσÜροφ».
3. Α´ Βραβεßο «ΣυνδÝσμου ΕλλÞνων Λογοτεχνþν».
4. ΜετÜλλιο «Παγκοσμßου Συμβουλßου ΕιρÞνης».
5. Who's who in the world (Η.Π.Α. ¸κδοση 10η 1990)
6. Βιογραφικü λεξικü ΠροσωπικοτÞτων (Who's who 1979)
7. Λεξικü ΕλλÞνων ΣυγγραφÝων, ΠρÜγα. 1975 (Slovnik Spisovatelu, Αρχαßων - Βυζαντινþν - σýγχρονων εκδ. «Odeon»)
ΜελοποιÞσεις Ýργων του:
Η «ΑρκαδικÞ Ραψωδßα» μελοποιÞθηκε απü το μουσικοσυνθÝτη ΙωσÞφ ΜπενÜκη και πρωτοπαρουσιÜστηκε στην Τρßπολη (ΚινηματογρÜφο Αρκαδßα) στις 29.12.1980 με μεγÜλη χορωδßα και με τους πρωταγωνιστÝς της ΛυρικÞς σκηνÞς ΑντρÝα ΚουλουμπÞ και Μυρτþ ΔουλÞ. ΕπαναλÞφθηκε στο Δημοτικü ΘÝατρο του ΠειραιÜ 3.2.81 στις εκδηλþσεις «¸κφραση» του Υπουργεßου Πολιτισμοý και στην τηλεüραση 2 στις 28 Οκτωβρßου 1987.Επßσης πολλÜ ποιÞματÜ του Ýχουν μελοποιηθεß απü διαφüρους συνθÝτες, üπως «Ο ΦονιÜς» απü τον ΙωσÞφ ΜπενÜκη, «Ο ΘρÞνος της ΜÜνας» απü τον ΓιÜννη Σπανü, επßσης το ßδιο ποßημα μελοποιÞθηκε απü τον ΙωσÞφ ΜπενÜκη καθþς και «Ο ýμνος της ειρÞνης». Ακüμα το ποßημα «ΝαυÜγιο» μελοποιÞθηκε απü τον συνθÝτη Teo el Greco στη ΝÝα Υüρκη, και ο «¾μνος στα Λýκαια» απü τον Ηλßα Στασινü. Επßσης το ποßημα «Ο ΦονιÜς» μελοποιÞθηκε και απü τον Φαßδωνα Πρßφτη και κυκλοφüρησε σε δßσκο.
ΣυμμετοχÝς, διαλÝξεις, συνεντεýξεις:
Ο ποιητÞς συμμετεßχε σε δεκÜδες επιτροπÝς και διοργανþσεις πνευματικοý περιεχομÝνου, σε πολλÜ λογοτεχνικÜ συνÝδρια και συμπüσια στην ΕλλÜδα και στο εξωτερικü, σε διεθνÞ φεστιβÜλ και συναντÞσεις με περιεχüμενο την ποßηση, την τÝχνη, την ειρÞνη. ΠροσκλÞθηκε επßσημα και επισκÝφθηκε, πλÞθος χωρþν του πλανÞτη εκπροσωπþντας την ΕλλÜδα και τα ΕλληνικÜ γρÜμματα, πÜντα σαν απüστολος της ειρÞνης, της ποßησης και των γραμμÜτων. ¸δωσε αμÝτρητες διαλÝξεις σε διÜφορα πνευματικÜ κÝντρα, πνευματικÜ ιδρýματα, πνευματικοýς, φιλολογικοýς και λογοτεχνικοýς συλλüγους στην ΕλλÜδα και στο Εξωτερικü.¸δωσε Üπειρες συνεντεýξεις μιλþντας για το Ýργο του, την ποßηση, την ειρÞνη και δημοσιεýθηκαν πÜμπολλες δηλþσεις και διαμαρτυρßες του σε πλÞθος εφημερßδων και περιοδικþν στην ΕλλÜδα καθþς και στο εξωτερικü. Ακüμα δημοσιεýθηκαν σε διÜφορα Ýντυπα κριτικÜ σημειþματα και μελετÞματÜ του.Το Ýργο του ποιητÞ Ýγινε πολλÝς φορÝς αντικεßμενο μελÝτης απü πλÞθος ΕλλÞνων και ξÝνων πνευματικþν ανθρþπων, αποσπþντας πÜντα θετικÜ σχüλια και κριτικÞ. Ακüμα το Ýργο του ποιητÞ Ýγινε αντικεßμενο ειδικþν εκδηλþσεων και παρουσιÜστηκε επανειλημμÝνα απü πολλοýς ραδιοσταθμοýς και τηλεοπτικÜ κανÜλια στην ΕλλÜδα και στο εξωτερικü.
Ο Ηλßας Σιμüπουλος ΥποψÞφιος για το Nobel Λογοτεχνßας
Του Ι. Γ. Ασημακüπουλου
¸νας σεμνüς, καταξιωμÝνος και πολυμεταφρασμÝνος στο εξωτερικü, ποιητÞς και δοκιμιογρÜφος ο Ηλßας Σιμüπουλος, απεβßωσε πλÞρης ημερþν, -γεννÞθηκε στο Καστανοχþρι Αρκαδßας 23 Νοεμβρßου 1913-, χθες 30 Αυγοýστου 2015.
Απü το 1946 που παρουσιÜστηκε στα γρÜμματα με την ποιητικÞ του συλλογÞ «Χαιρετισμüς στον πρþτο Þλιο», μÝχρι το 1999 που εξÝδωσε την συλλογÞ «Οι κÞποι του ΝοÝμβρη» δεν Ýπαψε να γρÜφει και να συμμετÝχει στα πολιτιστικÜ κοινÜ, δßνοντÜς μας εξαιρετικÝς ποιητικÝς καταθÝσεις. Το 2003 απü τις εκδüσεις Ιωλκüς δημοσιεýτηκε το βιβλßο του «Ποßηση», επßσης, επιλογÝς ποιημÜτων του εκδüθηκαν το 2010 στο βιβλßο του «ΡÜθυμες ¿ρες», το 2011 στην «ΑρκαδικÞ Ραψωδßα» και το 2012 στην ποιητικÞ συλλογÞ «ºμεροι» üλα απü τις ΑρκαδικÝς Εκδüσεις.
ΑσχολÞθηκε και με τον δοκιμιακü λüγο, προσφÝροντÜς μας μελÝτες (φιλικÝς προσεγγßσεις τις αποκαλεß) που αφοροýν παλαιüτερους και σχετικÜ νεüτερους ποιητÝς και πεζογρÜφους, üπως εßναι το βιβλßο του «ΕπαφÝς και Προσεγγßσεις»-21 ΛογοτεχνικÝς ΜορφÝς, εκδüσεις Ιωλκüς 2001, «ΑρκÜδες ΠοιητÝς» το 1989 κι Üλλα. Κεßμενα και ποιÞματα του συναντÜ ο αναγνþστης σε πολλÜ λογοτεχνικÜ περιοδικÜ της εποχÞς του. Η Εταιρεßα ΕλλÞνων Λογοτεχνþν στην οποßα ο ποιητÞς ανÞκε και υπÞρξε πρüεδρüς της, το 2011 τον εßχε προτεßνει για το νÝο Ελληνικü Νüμπελ Λογοτεχνßας.
Το 1974, εßναι μια πολý σημαντικÞ χρονιÜ για την χþρα μας, το επτÜχρονο στρατιωτικü δικτατορικü καθεστþς καταρρÝει απü δικÝς του καταστροφικÝς επιλογÝς. Η ΕλλÜδα, ξαναβρßσκει αργÜ και σταθερÜ τον πολιτικü δημοκρατικü δρüμο διακυβÝρνησÞς της, Ýχοντας üμως χÜσει και σκλαβωθεß Ýνα μεγÜλο μÝρος του Κυπριακοý Ελληνισμοý με τις εισβολÝς του Αττßλα 1 και 2. Την χρονιÜ αυτÞ, που ο ελληνικüς λαüς απαλλÜσσεται πλÝον απü τα στρατιωτικÜ δεσμÜ, η εκδοτικÞ ανθοφορßα εßναι πÜρα πολý μεγÜλη, που θεωρþ, üτι μÜλλον ακüμα δεν Ýχει καταλογραφηθεß πλÞρως. Εφημερßδες, περιοδικÜ ποικßλης ýλης, φυλλÜδια με αντιστασιακÝς πολιτικÝς μπροσοýρες, λογοτεχνικÜ περιοδικÜ, ολιγοσÝλιδες εφημερßδες τÝχνης και πολιτισμοý, εικαστικÜ περιοδικÜ, μουσικÜ, επιστημονικÜ, θρησκευτικÜ, εκκλησιαστικÜ, παραψυχολογßας και μεταφυσικþν δοξασιþν, νεανικÜ, οικογενειακÜ, της τηλεüρασης, και πολλÜ ακüμα πολυθεματικÜ Üλλα, ταυτοχρüνως, Ýνας μεγÜλος εκδοτικüς οργασμüς απü εκατοντÜδες βιβλßα κÜθε εßδους και περιεχομÝνου, κατακλýζει την ελληνικÞ επικρÜτεια. ΝÝοι εκδοτικοß οßκοι ξεφυτρþνουν σε κÜθε δρüμο και παρÜδρομο του κÝντρου της ΑθÞνας. Οι ¸λληνες διψοýν για κÜθε εßδους και θÝματος γνþση και πληροφορßα.
Η ασπρüμαυρη τηλεüραση που Ýχει εισβÜλει πριν μερικÜ χρüνια μες στα σπßτια των νεοελλÞνων βοηθÜ σε αυτü, Ýστω κι ÜθελÜ της. ΠληροφοριακÜ για την Ιστορßα, αναφÝρουμε üτι την χρονιÜ αυτÞ, εκδßδονται οι εξÞς ποιητικÝς κυρßως, ανθολογßες απü την Ýρευνα που Ýχω διεξÜγει:
ΧρÞστος ΤσιÜμης-Κ. Σπαρτινüς, «Ο μýθος του ΝÜρκισσου»-17 μικρÜ ποιÞματα, εκδ. Υδρßα.
Κþστας ΒαλÝτας, «67-74 ΑντιφασιστικÜ», εκδ. ΓραμμÞ.
ΓιÜννης ΚωτσαδÜμ, «Ανθολογßα Βοιωτþν Ποιητþν», ΑθÞνα.
Κþστας ΣταμÜτης, «Η ΒουκολικÞ Ποßηση», εßναι 3τομη κι εκδßδεται ΑθÞνα απü το 1974-76
Νßκος ΤυπÜλδος, «Ανθολογßα Νεοελληνικοý Χριστιανικοý Ποιητικοý Λüγου», εκδ. ΑποστολικÞ Διακονßα της ΕλλÜδος.
ΜÝσα σε αυτü το εκδοτικü πλαßσιο-üσον αφορÜ τις διÜφορες ελληνικÝς γενικÝς ποιητικÝς ανθολογßες, εκδßδεται την ßδια χρονιÜ(1974), σε Ýκδοση του «ΣυνδÝσμου ΕλλÞνων Λογοτεχνþν», η «Αιγαιοπελαγßτικη ΠοιητικÞ Ανθολογßα», του ποιητÞ και συγγραφÝα Ηλßα Σιμüπουλου. Η Ανθολογßα Ýχει 176 σελßδες και τυπþθηκε στα τυπογραφεßα Προμηθεýς ΡÞγα ΠαλαμÞδου 5, με επιχορÞγηση της ΕπιθεωρÞσεως Πολιτισμοý και Επιστημþν ΑττικÞς και ΝÞσων, το εξþφυλλü της φιλοτÝχνησε ο ηθοποιüς και ζωγρÜφος ΜιχÜλης ΝικολινÜκος, üπως αναγρÜφεται στον κολωφüνα του βιβλßου.
Στην «ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΗ ποιητικÞ ανθολογßα» του ποιητÞ και ανθολüγου Ηλßα Σιμüπουλου, ανθολογοýνται με ποιÞματÜ τους, 115 ποιητÝς και ποιÞτριες, απü üλο σχεδüν το νησιωτικü γεωγραφικü χÜρτη του Αιγαßου πελÜγους.
Η ανθολüγηση των ποιημÜτων, Ýγινε με χρονολογικÞ σειρÜ των ανθολογουμÝνων, στα παρατιθÝμενα επιλογικÜ ποιÞματα διατηρÞθηκε η ορθογραφßα τους, üπως σημειþνει ο συγγραφÝας. Στην ενδιαφÝρουσα αυτÞ ΑνθολογικÞ πρüταση, που μας γνωρßζει την εποχÞ εκεßνη, Ýναν μεγÜλο αριθμü ποιητþν των νησιþν του αιγαιοπελαγßτικου θαλÜσσιου υφαντοý, γνωστþν μας Þ λιγüτερο γνωστþν μας δημιουργþν, υπÜρχουν και ποιητικÝς φωνÝς απü τον ΠειραιÜ, που εντÜσσονται στον γενικüτερο τßτλο «ΠοιητÝς του Αιγαßου».
Σημειþνει στον πρüλογü του ο ανθολüγος:
«Στο ανθολüγιο που ακολουθεß συμπεριλÜβαμε αποκλειστικÜ ποιητÝς που γεννÞθηκαν στα νησιÜ του Αιγαßου, εκτüς της ΚρÞτης, ανεξÜρτητα αν δημιοýργησαν το Ýργο τους στην πρωτεýουσα Þ σε Üλλες πüλεις. ¸τσι, δεν ανθολογÞθηκαν ο ΔημÞτρης Αντωνßου που κατÜγεται απü την ΚÜσο, αλλÜ γεννÞθηκε στη Μοζαμβßκη, ο Κωνσταντßνος Ν. Κωνσταντινßδης, που κατÜγεται απü τη Ρüδο αλλÜ γεννÞθηκε στην ΑλεξÜνδρεια, καθþς και οι Ι. ΠολÝμης, Θεοδüσης ΣπερÜντσας, ΓιολÜντα ΠÝγκλη, ΣτÜθης Πρωταßος, Αριστεßδης Πρüκος, Γιþργος Λßκος, Φþντας Τ. ΔιαλεισμÜς, Γ. ΜπουκουβÜλλας, ΑλÝξης ΖερβÜνος, Λοýλα Κωνσταντινßδου, ΓιÜννης Γκßκας, Μαρßα ΘεωνÜ, ΔημÞτρης ΓαλÜνης, Σπýρος ΜÞλας και πολλοß Üλλοι, που κατÜγονται απü νησιÜ του Αιγαßου αλλÜ γεννÞθηκαν σε Üλλα μÝρη», σελßδα 7.
Η Ανθολογßα που συνÝταξε ο Ηλßας Σιμüπουλος το 1974, και θα παρουσιÜσω εδþ, με την ευκαιρßα της κοßμησης του ποιητÞ, Ýχει διαστÜσεις 11Χ21 cm., 176 σελßδες και μας παρουσιÜζει συνολικÜ, 115 ποιητÝς και ποιÞτριες. Της ανθολογßας, προηγεßται Ýνας δισÝλιδος πρüλογος του ανθολüγου, με τßτλο «Οι ΠοιητÝς του Αιγαßου», σ. 5-7.
Το βιβλßο ανοßγει η ποιητικÞ κατÜθεση του ποιητÞ και μεταφραστÞ απü τη ΜυτιλÞνη, Αργýρη Εφταλιþτη (ΜυτιλÞνη 1849-1923), με τα ποιÞματα «Το τραγοýδι του αργαλειοý», «Τραγοýδι της ταβÝρνας», «ΜανÝδες» και «Τραγοýδι ΒαρκÜδικο» και κλεßνει με τα δýο ποιÞματα του ποιητÞ ΛευτÝρη ΚανÝλλη (ΜυτιλÞνη 1950-), «Αιολικü» κι «ΑιολικÞ διÜρκεια». Στην Ýκδοση δεν αναφÝρονται βιογραφικÜ στοιχεßα των συμμετεχüντων, εκτüς απü τον τüπο και τον χρüνο γÝννησης του ποιητÞ Þ της ποιÞτριας και την ημερομηνßα θανÜτου του. Δεν καταγρÜφεται η εργογραφßα των δημιουργþν, οýτε απü ποιες πηγÝς αντλοýνται τα ανθολογοýμενα ποιÞματα.
Η ανθολογßα δεν εßναι θεματικÞ, δηλαδÞ δεν περιλαμβÜνει ποιÞματα που Ýχουν σαν θÝμα τους το Αιγαßο πÝλαγος και τον νησιωτικü του χþρο, αλλÜ τοπικÞ. ΜÝρος των ανθολογουμÝνων ποιητþν μας εßναι Üγνωστοι, χωρßς αυτü να σημαßνει üτι οι ποιητικÝς τους καταθÝσεις, δεν Ýχουν ενδιαφÝρον. Ο ποιητÞς και ανθολüγος, οýτε σχολιÜζει τα ποιÞματα, οýτε μας δßνει διευκρινιστικÝς πληροφορßες σχετικÜ με το ýφος, την γλþσσα, την εικονοποιßα, την τεχνικÞ Þ τις πηγÝς του δημιουργοý, Þ ακüμα και τον χρüνο γραφÞς του ποιÞματος. Εßναι θα γρÜφαμε, üπως και οι περισσüτερες απü τις ελληνικÝς ανθολογßες που κυκλοφοροýν στο εμπüριο, «γυμνÝς», το ενδιαφÝρον τους εστιÜζεται μüνο στο ανθολογοýμενο υλικü και την αισθητικÞ του αρτιüτητα και συγκßνηση που μεταδßδει στον αναγνþστη.
ΥπÜρχουν ελÜχιστα ποιητικÜ αποσπÜσματα απü τα Ýργα των δημιουργþν και αυτü πιστþνεται στα συν του ανθολüγου. Οι δημιουργοß παρουσιÜζονται συνÞθως με δýο Þ τρεßα ποιÞματÜ τους, χωρßς να αποκλεßονται οι εξαιρÝσεις, για περισσüτερες Þ λιγüτερες ποιητικÝς μονÜδες κατÜθεσης, üπως η περßπτωση του ΖÞση Οικονüμου κλπ. Η παρουσßαση των ποιητþν και ποιητριþν γßνεται üπως αναφÝρει και ο ανθολüγος, σýμφωνα με την ημερομηνßα γÝννησÞς τους. Απü το σýνολο των ποιητικþν αυτþν καταθÝσεων, ελÜχιστα Ýχουν σαν θÝμα τους την Αιγαιοπελαγßτικη επικρÜτεια, η γλþσσα που χρησιμοποιοýν οι δημιουργοß εßναι η απλÞ και στρωτÞ δημοτικÞ, δεν Ýχουμε üπως ßσως θα περιμÝναμε, τοπικοýς-νησιþτικους γλωσσικοýς ιδιωματισμοýς.
ΠαρÜ τον üχι μικρü αριθμü ποιητικþν φωνþν του Αιγαßου ΠελÜγους και των κατÜσπαρτων νησιþν του, δεν Ýχουμε Αιγαιοπελαγßτικη ΣχολÞ, üπως παραδεßγματος χÜρη Ýχουμε την ΕπτανησιακÞ, Þ την ΚρητικÞ, την ΑθηναúκÞ κλπ. ΟρισμÝνα ποιÞματα, τα Ýχουν συνθÝσει λαúκοß ποιητÝς και üχι πεπαιδευμÝνοι Þ με γενναßο και πλοýσιο λßμπρο ντüρο, üπως συμβαßνει με την ΕπτανησιακÞ ΣχολÞ Þ την ΑθηναúκÞ. Κοινüς δεσμüς της «Αιγαιοπελαγßτικης ποιητικÞς ανθολογßας» που εξÝδωσε ο ποιητÞς Ηλßας Σιμüπουλος, εßναι μüνον ο τüπος γÝννησης του δημιουργοý. Αρκετοýς απü τους δημιουργοýς, τους αναγνωρßζουμε στα κατοπινÜ χρüνια να Ýχουν διαπρÝψει στο ποιητικü στερÝωμα , Ýνας ειδικüτερα, ο ποιητÞς Ελýτης, κÝρδισε επÜξια το δεýτερο ελληνικü ποιητικü ΝομπÝλ για την Ποßηση.
Ασκþντας το προνüμιο που διαθÝτει απü πολλÝς δεκαετßες, η Εταιρεßα ΕλλÞνων Λογοτεχνþν, να υποβÜλλει υποψηφιüτητες ΕλλÞνων για το Βραβεßο Νüμπελ Λογοτεχνßας, για φÝτος υποβÜλλει δýο υποψηφιüτητες απü την ΕλλÜδα, η μια εκ των οποßων εßναι αυτÞ του ΑρκÜδα ποιητÞ Ηλßα Σιμüπουλου, απü τον Κραμποβü, σημερινü Καστανοχþρι, Μεγαλοπüλεως. Ο Üλλος προτεινüμενος υποψÞφιος εßναι ο Ακαδημαúκüς, συγγραφÝας και ποιητÞς ΙÜκωβος ΚαμπανÝλλης.
ΚÜθε ΑρκÜς κι ειδικüτερα κÜθε Μεγαλοπολßτης θα πρÝπει να αισθÜνεται υπερÞφανος για την υψßστη αυτÞ τιμÞ που γßνεται στον Ηλßα Σιμüπουλο, που με συνÝπεια και σεμνüτητα υπηρετεß τα ελληνικÜ γρÜμματα για περισσüτερο απü μισü αιþνα.
Μüλις, κυκλοφüρησε στη Μεγαλüπολη απü τις «ΑρκαδικÝς Εκδüσεις ΕΠΙΛΟΓΗ» η νÝα ποιητικÞ συλλογÞ του ΗΛΙΑ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ «ΡÜθυμες þρες». Απλüς, απÝριττος, κατανοητüς και συνÜμα υψηλüφρων στο λüγο του, ο ποιητÞς, αρκεßται σε μια λÝξη ασÞμαντη να γρÜψει το μεγÜλο ποßημα, «üπως στο χελιδüνι / λßγο χüρτο / για να χτßσει τη φωλιÜ του»
ΑφιερωμÝνη στον τüπο του, στο χωριü του, η καινοýργια δουλειÜ του Ηλßα Σιμüπουλου, αναπολεß τα χρüνια που πÝρασαν γεμÜτα ζωÞ, γεμÜτα ανθρþπους. ΒλÝπει σÞμερα την ερÞμωση που απλþνεται γýρω, ανοßγει διÜπλατα τα φýλλα της καρδιÜς του στην αγÝραστη μνÞμη, αναθυμÜται και αναθαρρεýει:
«Εδþ, σ’ αυτÜ τα χþματα γεννÞθηκα / ΑνÜμεσα σε πÝτρες και σε δÜκρυα / ολοκλÞρωσα το Ýργο μου. / Πλοýσια φυτρþνανε τα στÜχυα στους αγροýς / Ýσφυζε η ζωÞ και τα δρεπÜνια τα τσαπιÜ / βιολιÜ και φλÜουτα. / Τþρα το üμορφο χωριü λßκνο νεκρþν / ¼μως αγÝραστη η καρδιÜ / σα βÜρκα του ΟδυσσÝα λÜμνει ακÜθεκτη / και η μοναξιÜ εξαφανßζεται / ανÜμεσα σε φλüγες της μνÞμης.»
ΑφιερωμÝνη στο σýγχρονο Üνθρωπο, η καινοýργια δουλειÜ του Ηλßα Σιμüπουλου, βλÝπει τη ματωμÝνη του πορεßα στη ζωÞ με τις ανßατες πληγÝς, τους καθημερινοýς θανÜτους, τα θρυμματισμÝνα üνειρα «…και μακαρßζει / των αγριμιþν την τýχη / που πεθαßνουν μüνο μια φορÜ.». Ενστερνßζεται ο ποιητÞς την αγωνßα του απομονωμÝνου μÝσα στο πλÞθος ατüμου κι ο φοβισμÝνος λüγος του παßρνει φωτιÜ και γßνεται «…φως λυτρωτικü / στη σφýζουσα καρδιÜ της σιωπÞς».
ΑφιερωμÝνη τÝλος, στη ζωÞ και στο μÝλλον, η καινοýργια δουλειÜ του Ηλßα Σιμüπουλου, πολýπειρη απü τη μακρüχρονη συμπüρευσÞ του με τον απλü, καθημερινü Üνθρωπο, αλλÜ και διεξοδικÞ. Με στεντüρεια φωνÞ δηλþνει χωρßς περιστροφÝς πως:
«Αγþνας εßναι η ζωÞ / ενÜντια / στις σφραγισμÝνες πüρτες / στην ανÝλπιδη αναμονÞ / στο χÝρι / που σφßγγει το χÝρι που λεßπει. / Αγþνας εßναι πÜντα η ζωÞ / ενÜντια στο φüβο / στους δημαγωγοýς / στους κλÝφτες / στη μονüφθαλμη δικαιοσýνη / στους θανÜτους απ’ την πεßνα / και στους Üδειους λüγους των πολιτικþν. / Αγþνας εßναι η ζωÞ. / ¿σπου μια μÝρα η οργÞ να γßνει ποταμüς / και στην ορμÞ του επÜνω / να την καθαρßσει απü τους ρýπους της / üπως ο Αλφειüς την κüπρο του Αυγεßα.»
-----------------------------------------------
Εδþ ανοßγω μια μεγÜλη παρÝνθεση για να προσαρτÞσω στο Üρθρο Ýνα θαυμÜσιον αφιÝρωμα που Ýπεσε στην αντßληψÞ μου κατÜ την ÝρευνÜ μου, για να ετοιμÜσω τοýτο το Üρθρο. Το εντüπισα στον ιστοχþρο των αγαπητüτατων ΑρκÜδων κι εßπα να το συμπεριλÜβω, καθþς θεωρþ ü,τι πιο θαυμαστü το να σε υμνοýν οι πατριþτες σου και να σε αγαπÜνε. Ο σýνδεσμος Üνω θα σας πÜει να δεßτε κι εκεß το Üρθρο τους, το οποßο μεταφÝρω αυτοýσιο εδþ χωρßς τα ενδιÜμεσα ποιÞματα, καθþς σκÝφτομαι να τα προσθÝσω στο τÝλος, üλα μαζß. Π.Χ.
------------------------------------------------
Φßλες και φßλοι. Κυρßες και κýριοι.
Τýχη αγαθÞ απüψε μας Ýφερε üλους εδþ, στην αγκαλιÜ του αρχÝγονου βουνοý, να γßνουμε μÜρτυρες της σεμνÞς αυτÞς μυσταγωγßας κÜτω απü το φως του δειλινοý που φεýγει και των Üστρων της νýχτας που Ýρχεται. Τýχη μοναδικÞ για üλους εμÜς απüψε, που με τους ψßθυρους του βουνοý και τα θροÀσματα των φýλων του καστανüλογγου γλυκÜ να χαúδεýουν τ' αυτιÜ μας, θα δοýμε τη γενÝτειρα, τη γενÝθλια μÜνα γη, μετÜ την παγκüσμια καταξßωσÞ του, να στεφανþνει το παιδß της. Απüψε ο Κραμποβüς τιμÜει το Üξιο τÝκνο του, τον ποιητÞ Ηλßα Σιμüπουλο.
Φßλοι και φßλες.
ΠερÜσανε πολλÜ χρüνια απü κεßνο το πρωß, που ο Ηλßας Σιμüπουλος μικρü ξεπεταροýδι, κοιτþντας τον Þλιο ßσια στα μÜτια καθþς ανÝτειλε απü το απÝναντι βουνü, απü τοýτη δω την αετοφωλιÜ Üνοιξε τα φτερÜ του και πÝταξε για τη μεγÜλη περιπÝτεια. Με φυλαχτü κρυμμÝνο βαθιÜ στην καρδιÜ του, την αγωνßα που εßδε ζωγραφισμÝνη στα μÜτια της μÜνας του σαν την αποχαιρετοýσε. Με üπλα του, τις ευχÝς διδαχÝς του πατÝρα του. Κι εφüδια τις ιερÝς παρακαταθÞκες των προγüνων του.
Σαν τον ΟδυσσÝα περιπλανÞθηκε αναζητþντας την «ΙθÜκη» του και επÝλεξε γι αυτü τους δρüμους της ποßησης. ¸τσι ο Κραμποβßτης ποιητÞς, Üξιο παιδß της Αρκαδßας, γÝννημα θρÝμμα του Λυκαßου üρους, της αρχÝγονης κοιτßδας των ΑρκÜδων, τιμÜει με συνÝπεια, Þθος και σεμνüτητα μÝσα απü την ποßηση, πÜνω απü μισü αιþνα, την ΕλλÜδα και τα ΕλληνικÜ γρÜμματα!
Για πρþτη φορÜ εμφανßζεται στο χþρο της ποßησης το 1946 με την ποιητικÞ συλλογÞ «Χαιρετισμüς στον πρþτο Þλιο». Το 1958, χρüνος σταθμüς για την ποιητικÞ του διαδρομÞ, κυκλοφüρησε το μεγαλüπνοο, γεμÜτο ανθρþπινη ευαισθησßα και λυρισμü Ýργο του «ΑρκαδικÞ Ραψωδßα». Το Ýργο αυτü ενÝπνευσε το μεγÜλο συνθÝτη ΙωσÞφ ΜπενÜκη, ο οποßος το μελοποßησε και το παρουσßασε στο Ηρþδειο με τους πρωταγωνιστÝς της λυρικÞς σκηνÞς ΑνδρÝα ΚουλουμπÞ και Μυρτþ ΔουλÞ, με τη συνοδεßα πολυμελοýς χορωδßας και μεγÜλης ορχÞστρας. Η πορεßα του μεγÜλου μας συμπατριþτη στο Ελληνικü ποιητικü στερÝωμα Ýχει ξεκινÞσει.
Οι ποιητικÝς του συλλογÝς πλειÜδα, διαδÝχονται τþρα η μßα την Üλλη. H «¸κτη ΕντολÞ», «Το σπßτι με τις χελιδονοφωλιÝς», «Το μεγÜλο ποτÜμι», «Τα τεκμÞρια», «Τα ρüδα της Ιεριχþς», «Το τετρÜδιο της γης», «Οι ΜικρÝς Μαρτυρßες», «Τα Εναγþνια», «Οι ΠροσπελÜσεις», «οι Σημαφüροι», «Ο Εσπερινüς Απüλογος, «Οι πληγÝς και τα παρÜθυρα», «Το Μακρινü ταξßδι», «Οι ΠÝτρες», «Τα ΚÝρματα», «Τα ΘροÀσματα των ανÝμων» και φυσικÜ δεν εßναι μüνο αυτÜ. ΠαρÜλληλα δημοσιεýει δοκßμια και μελÝτες. Παßρνει μÝρος σε πλÞθος συμπüσια και συνÝδρια. ΣυνεργÜζεται με μια σειρÜ ΕλληνικÜ και ξÝνα περιοδικÜ και εφημερßδες. Δßνει πλÞθος διαλÝξεων τüσο στην ΕλλÜδα üσο και στο εξωτερικü.
Το Ýργο του μεταφρÜζεται στις περισσüτερες γλþσσες του κüσμου. ΑγγλικÜ, ΓαλλικÜ, Ρþσικα, ΓερμανικÜ, ΙταλικÜ, ΒουλγÜρικα, ΣλοβÜκικα, ΙνδικÜ, ΚινÝζικα. και συμπεριλαμβÜνεται σε πολλÝς ξÝνες ανθολογßες στη Γερμανßα, Πολωνßα, Αγγλßα, Αßγυπτο, Τουρκßα, Βραζιλßα, ΧιλÞ, Κßνα.
Το Þθος κι η εντιμüτητÜ του, η σεμνüτητα της γνþσης και της σοφßας του, η μεγαλοσýνη της ψυχÞς του, η μαχητικüτητα και η ακεραιüτητα του χαρακτÞρα του, εκτιμÞθηκαν ιδιαßτερα απü τους πνευματικοýς ανθρþπους της ΕλλÜδας. ¸τσι εκλÝγεται πρüεδρος του ΣυνδÝσμου ΕλλÞνων Λογοτεχνþν, και μετÜ τη συγχþνευση των δýο σωματεßων, της Εταιρεßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν. ΔιατÝλεσε πρüεδρος της κρατικÞς επιτροπÞς για τη συνταξιοδüτηση των Λογοτεχνþν, μÝλος της επιτροπÞς για τη βρÜβευση θεατρικþν Ýργων, Πρüεδρος της επιτροπÞς για την απονομÞ κρατικþν βραβεßων, Πρüεδρος της εξεταστικÞς επιτροπÞς δραματικþν σχολþν και Üλλων.
Η φÞμη του απλþθηκε μακριÜ. ΞεπÝρασε τα σýνορα της πατρßδας μας και κατÝκτησε ολÜκερο τον κüσμο, üμως ποτÝ δεν ξÝχασε. Σε μια συνÝντευξÞ του στην εφημερßδα «ΝÝα της Μεγαλοπüλεως» ομολογεß: «...εßμαι πολý δεμÝνος με την Αρκαδßα, με το χωριü μου, τον Κραμποβü. Θα πω μονÜχα πως Ýφυγα μικρü παιδß, απü εκεß και η νοσταλγßα του με συνοδεýει μÝχρι σÞμερα.» Μα και στο Ýργο του η γενÝτειρÜ του Ýχει ξεχωριστÞ θÝση.
Ο Ηλßας Σιμüπουλος εßναι Ýνας απü τους λßγους ανθρþπους, που στις μÝρες μας μÝσα απü το Ýργο του προβÜλλονται οι παγκüσμιες αξßες της πανανθρþπινης φιλßας, της αγÜπης, της ελευθερßας, της ανθρþπινης αξιοπρÝπειας.
Ο ΓιÜννης Ανδρικüπουλος στη «ΓΝΩΜΗ» των Πατρþν στις 24-6-96 γρÜφει:
«Στην ποßηση του Σιμüπουλου αντιπαλεýουν ο πüνος, η απüγνωση, η μοναξιÜ, η χαμÝνη ελπßδα, η παρηγοριÜ της αυγÞς, η καταφυγÞ της ποßησης, η πßστη για τον Üνθρωπο και την ειρÞνη. Ακüμα αντιμÜχονται üλες οι μορφÝς σκλαβιÜς με την ελευθερßα, το φως με το χÜος, η δημιουργßα με τη ματαιüτητα, τα φτερÜ της ανυπüταχτης Ýμπνευσης με το ασÞκωτο μαρτýριο της υποταγÞς.»
Ο Ηλßας Γιαννικüπουλος στο περιοδικü «ΜοριÜς» τ. 36 ΓρÜφει:
«Η ποßηση του Σιμüπουλου εßναι πλοýσια σε ανθρþπινες αξßες, στιβαρÞ, εμπνευσμÝνη. Ενþνει αρμονικÜ τα πιο στÝρεα επιτεýγματα της παραδοσιακÞς ποßησης με αυτÜ των σýγχρονων αναζητÞσεων. ¸χει καθαρüτητα Ýκφρασης και εικüνας. Στüχος, Üξονας του Ýργου του εßναι πÜντα ο πληγωμÝνος Üνθρωπος του καιροý μας, που ζει κυνηγημÝνος, μοναχικüς και αβοÞθητος. Το Ýργο του διαποτßζει μια πνοÞ ανθρωπιÜς και μια υπαρξιακÞ αγωνßα.»
Ο ΓÜλλος ποιητÞς και μεταφραστÞς του Ýργου του στα ΓαλλικÜ Gaston - Henry σε διÜλεξη που Ýδωσε στις ΒρυξÝλες στις 22-2-64 με θÝμα «ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ Ýνας ποιητÞς με καρδιÜ χωρßς σýνορα» μεταξý Üλλων εßπε για τον ποιητÞ:
«Ο Σιμüπουλος δεν εßναι ο Üνθρωπος των ζητωκραυγþν και των οδοφραγμÜτων. Οýτε των διακηρýξεων και των επαναστÜσεων. Αν επωμßσθηκε, το τüσο βαρý χρÝος που επωμßσθηκε εßναι γιατß πιστεýει πως οι κυρßαρχες δυνÜμεις της ζωÞς δεν μπορεß να εßναι το αßμα, üσο γονιμοποιü κι αν εßναι, οýτε η φωτιÜ, üσο καθαρτÞρια κι αν εßναι. Ο Üνθρωπος δεν μετριÝται με τον εγκληματßα που κλεßνει μÝσα του, αλλÜ με την ακτινοβολßα της αγÜπης που δονεß την καρδιÜ του.»
Η ματιÜ του βλÝπει τα μýχια üνειρα, τους κρυφοýς πüθους στα τρßσβαθα της ψυχÞς των απλþν ανθρþπων. Εκεß κι η αγωνßα του. Σε μια κουβÝντα που εßχαμε κÜποτε, μου εκμυστηρεýτηκε:
«.. . στüχος μου στÜθηκε πÜντα ο ταπεινüς Üνθρωπος, ο Üνθρωπος που υποφÝρει, ο Üνθρωπος που αγωνßζεται. Και πραγματικÜ δοκιμÜζω συντριβÞ üταν νοιþθω πüσο λßγο κατÜφερα να μετουσιþσω το δρÜμα του σε ποßηση, Ýτσι που και ο ßδιος διαβÜζοντÜς την να χαßρεται και να λυτρþνεται...»
ΓενιÜ του, η γενιÜ του 40. ¸ζησε, üπως ο ßδιος λÝει, μια εποχÞ πλοýσια σε γεγονüτα, σε ελπßδες και απογοητεýσεις. Μια εποχÞ μεγαλüπνοων οραματισμþν, υψηλþν ιδανικþν, καταπληκτικþν ανατροπþν και συγκλονιστικþν αναθεωρÞσεων. Η γενιÜ του, εßδε την ανθρωπüτητα σε διÜστημα λßγων ετþν, να διανýει αποστÜσεις αιþνων... Βßωσε τον πüλεμο, τον εμφýλιο σπαραγμü. Γνþρισε σκοτωμοýς, Üδικο, πεßνα, διωγμοýς. Η γενιÜ του, εßδε δημοκρατßες να καταρρÝουν σα χÜρτινοι πýργοι και δικτÜτορες να κÜθονται στο σβÝρκο των λαþν. ΒασιλιÜδες να φεýγουν και να ξανÜρχονται. και τÝλος το χειρüτερο. Εßδε τα üνειρα να διαλýονται σαν καπνüς και τα ιδανικÜ να χÜνονται στον ορßζοντα του πουθενÜ.
ΣηματογρÜφος της γενιÜς του, ο Ηλßας Σιμüπουλος, κÜθε φορÜ επιστρατεýει την ποßηση για να φωτογραφßσει την ιστορßα και να την παραδþσει στην αιωνιüτητα, γιατß αυτü εßναι το προνüμιο και η δüξα του πνευματικοý ανθρþπου. Να στÝκεται πÜντα üρθιος μÝσα στις θýελλες και να μÜχεται και να γßνεται ο ληξßαρχος της εποχÞς του καταγρÜφοντας μÝσα στο Ýργο του το θÜνατο των σÜπιων στοιχεßων που με σοφßα η ζωÞ παραπετÜει και τις κυοφορßες των νÝων στοιχεßων που δεν βλÝπουν ακüμα οι πολλοß, μα που με τρüπο üμως οριστικü και τελεσßδικο προδιαγρÜφουν τη μορφÞ του κüσμου που Ýρχεται.
Με οδηγü του την ακλüνητη πßστη και την απÝραντη αγÜπη του για τον Üνθρωπο, ο Ηλßας Σιμüπουλος γßνεται λυρικüς, τρυφερüς, ευαßσθητος, μα κι αντÜρτης. Γßνεται οραματιστÞς, μα πÜνω απ' üλα παραμÝνει πÜντα συνειδητüς μαχητÞς, πιστüς στο üραμα της δικαιοσýνης, της ελευθερßας, της ειρÞνης και της ανθρþπινης αξιοπρÝπειας.ΑγωνιστÞς της ελπßδας για μια καλýτερη ζωÞ.
Κι υπÜρχει ελπßδα «ν' ανατεßλει ο Þλιος» üσο υπÜρχουν μαχητÝς που κρατοýν τη «σημαßα της λευτεριÜς» διαλαλþντας «το üραμα της ΙθÜκης». ΥπÜρχει ελπßδα üσο υπÜρχει ακüμα Ýστω Ýνας Üνθρωπος στον πλανÞτη, που ακοýει τη «σιωπÞ των βρÜχων» «εναγþνια», «περιμÝνοντας την αυγÞ», την «ανατολÞ του Þλιου», την «ανθοφορßα της γης». Κι η ελπßδα ανθßζει μÝσα μας σα λουλοýδι και λÝμε πως. ναι, ακüμα δε χÜθηκαν üλα, αφοý «Αρκεß μια μικρÞ ανεμþνη / να ομορφýνει τους Üξενους βρÜχους».
Φßλες και φßλοι.
Απüψε, ο Κραμποβüς τιμÜ τον ποιητÞ του. ¼μως ο Ηλßας Σιμüπουλος δεν Ýχει ανÜγκη απü τιμÝς, βραβεßα και διακρßσεις. ΠοτÝ Üλλωστε δεν τις επιδßωξε Ýτσι σεμνüς και ταπεινüς που εßναι.Η τιμÞ λοιπüν πÜει στους γονιοýς που γÝννησαν αυτüν τον ποιητÞ! Στεφανþνει τον κακοτρÜχαλο τοýτο τüπο που τον ανÜθρεψε! ΚÜνει υπερÞφανους τους συμπατριþτες του που απüψε τον τιμοýν! ΑλλÜ και üλους εμÜς που ευτυχßσαμε να τον γνωρßσουμε, να τον αγαπÞσουμε, να νιþσουμε Üνθρωποι διαβÜζοντας τα ποιÞματÜ του, και να ζÞσουμε απüψε μαζß του τις μοναδικÝς αυτÝς στιγμÝς!
Ευχαριστþ!
Σ' Ýνα ποßημÜ του λεει για τον Κραμποβü:
Κραμποβüς
Λαμπρü μου üνειρο
ΘαμμÝνο
Στα βÜθη του χρüνου.
Εßμαι το αßμα σου που τραγουδÜ
Που τολμÜ να τραγουδÜ
Με το θÜνατο στα χÝρια.
Ανηφορßζοντας τις πλαγιÝς του Λυκαßου
ΚÜτω απü ερεßπια ναþν
¹ πλατýφυλλα δÝνδρα που ανθßζουν
Στις νεκρÝς πια πλατεßες σου
Πουλß της στÜχτης και της φωτιÜς
Αναζητþ το σþμα σου
-της μνÞμης Ýγκλειστος-
ανÜμεσα σε πÝτρα και Üργιλο
ανÜμεσα σε σκυθρωπÝς
βομβαρδισμÝνες πολιτεßες
κι εταιρεßες μ' αναρßθμητα κεφÜλαια.
Χωριü μου σταυρωμÝνο
Που σε μßσησε ο ΕγκÝλαδος
ΠροσκυνητÞς σου ταπεινüς
ΚυνηγημÝνος ασυμβßβαστος
Φιλþ το χþμα που με γÝννησε
Και καμαρþνω
Τη μεγαλοπρÝπεια των βουνþν
Που σιωπηλοß πÝτρινοι γßγαντες
Μες στους αιþνες Üγρυπνοι
Φρουροýν αγÝραστοι τη μνÞμη σου.
Ι. Α,
=============================
Ο ΘρÞνος Της ΜÜνας («ΑρκαδικÞ Ραψωδßα»)
(μελωποιημÝνο απü τον ΓιÜννη Σπανü και
τραγουδισμÝνο απü την Ýξοχη ΑρλÝτα)
¼λη τη μÝρα που 'λειπες το σπßτι μας ρημÜδι.
Κι üμως πþς Þταν üμορφα σα γýριζες το βρÜδυ
Κι ας τρþγαμε ξερü ψωμß κι ας Ýλειπε το λÜδι.
Κι ας Ýλειπαν τα κÜρβουνα φτÜνει που Þσουν κοντÜ μου.
Αχ πως στο κÜθε χτýπημα της πüρτας η καρδιÜ μου
Ραγßζουνταν, αγüρι μου, και μου 'φευγε η λαλιÜ μου.
ΘυμÜσαι τις τριανταφυλλιÝς μπροστÜ στο περιβüλι
Που ανθßζανε την Üνοιξη και πια την κÜθε σκüλη
Γιομßζαμε τριαντÜφυλλα την αγκαλιÜ μας üλη.
Κι ο γÝρος ο πατÝρας σου καμÜρωνε κι αντÜμα
ΚαμÜρωνα κι η δüλια εγþ, κι αν Ýκλαιγα - τι θÜμα!-
Περσüτερο ξαλÜφρωνε η καρδιÜ μου απü το κλÜμα.
ΜεγÜλωσες. Δε μ' Üκουγες. ¸φευγες üλη μÝρα.
Κι üταν τα βρÜδια μου 'λεγες «Η ΛευτεριÜ μητÝρα
Θα ρθεß» μ' Üγγιζαν την καρδιÜ τα λüγια σα φοβÝρα.
Μ' αν μου 'φευγες πρωß πρωß, προτοý να φÝξει, μüνος
Κι αργοκυλοýσαν οι þρες μου, κÜθε στιγμÞ Ýνας χρüνος
Το 'ξερα πως θα γýριζες κ' Þταν γλυκüς ο πüνος.
Τþρα στο παραγþνι μας κουβαριασμÝνη ρÝβω
Σαν αστραποκαμÝνη ελιÜ και πια δε σε γυρεýω
Τι 'ναι ψηλüς ο ανÞφορος και δε μπορþ ν' ανÝβω.
Γιατß δεν Üκουες, γιüκα μου, τη μÜνα που σ' εγÝννα;
Κι αν Ýρθει τþρα η ΛευτεριÜ πουν' üλα ρημαγμÝνα
Τι να την κÜνω, αγüρι μου γλυκü, χωρßς εσÝνα;
ΙερÞ ΜνÞμη («ΤεκμÞρια»)
ΠατÝρα μου αγρüτη
πως τα Þξερες üλα.
Ν' ανασταßνεις παιδιÜ
να φυτεýεις να σπÝρνεις
να ποτßζεις τη γη, να μιλÜς
με τ' αρνιÜ με τα δÝντρα
ν' ακοýς την ανÜσα του χüρτου
να γυρνÜς
φορτωμÝνος τα βρÜδια στο σπßτι
να σκορπÜς τη χαρÜ και το γÝλιο.
Δεν Ýγραψες στßχους εσý.
Και ποτÝ μου
Δε θ' Üλλαζα εγþ
με τα' αλÝτρι την πÝννα.
Μ' απ' τους δυü μας πατÝρα
ποιητÞς μüνο εσý 'σουν!
Τα ΔÜχτυλα («Το τετρÜδιο της Γης»)
Μιλοýσε με τα δÜχτυλÜ του
ΑνÜμεσα απ' αυτÜ
Ýβλεπε τα πÜντα
ΞαφνικÜτα δÜχτυλÜ του
Ýσμιξαν
¸γιναν ΓροθιÜ
Η ΣυνÜντηση («Τα ρüδα της Ιεριχþς»)
¸να λευκü σýννεφο
κυμÜτιζε στον ουρανü
¸νας κουρασμÝνος οδοιπüρος
Ýσερνε τη μοναξιÜ του στη γη.
ΣυναντηθÞκανε τυχαßα
στην καρδιÜ της νýχτας.
ΑντÜλλαξαν
Ýνα σýντομο χαιρετισμü
και συνεχßσανε
καθÝνας το δικü του πεπρωμÝνο.
¼μως με πüση ευτυχßα
αναθυμÜται κεßνη τη μικρÞ
την τüσο σýντομη λÜμψη
της μοναδικÞς τους συνÜντησης.
Ο Δρüμος («ΤεκμÞρια»)
Πüσες χαμÝνες μÜχες
πüσες νßκες πικρÝς
πüσα ποτÜμια αßματα
χρειÜστηκαν
ν' ανοßξει ο δρüμος.
Μη σκαλßζεις τους τÜφους.
ΚÜποτε
οι πüνοι θα σωπÜσουν.
Τι θα φυτÝψεις
Τι θ' αφÞσεις
να σκÝφτεσαι μüνο.
Εßναι τüσο σýντομη
η διαδρομÞ.
Μου ΦτÜνει («Εσπερινüς Απüλογος»)
Μ' üλο το αβυσσαλÝο στüμα
να με κατατρþει
κυκλοφορþ ανÜμεσÜ σας
Üνθρωποι αγÝννητοι
σας αγγßζω
üπως το χÝρι του Þλιου
τον Üσπιλο χιτþνα του χρüνου.
Σε σας στρÝφω τη σκÝψη μου
üπως τα λευκÜ Üλογα των πηγþν
με τις αφρισμÝνες χαßτες.
Δε ζητÜω Üλλη χαρÜ να βρþ
στον ωκεανü των λÝξεων
οýτε εικüνες πιο καταπληκτικÝς.
Μου φτÜνει
üταν θα διαβÜζετε τους στßχους μου
να λÝτε: ¹ταν δικüς μας.
Συνομιλßα («Χαιρετισμüς στον πρþτο Þλιο»)
Και ξανανθßσαν τα κλαδιÜ και φýγαν οι χειμþνες
και γιüμισε μ' ανθοýς η γη και γιοýλια κι ανεμþνες
και πλημμυρßσανε χαρÝς κι εßναι ηδονÝς γεμÜτα
τα γÝρα τα καλüτυχα και τα' ανθισμÝνα νιÜτα.
Μα εßναι κÜποιοι κι üλο αυτοýς στοχÜζομαι 'γω μüνο,
που ακüμα δÝρνει η χειμωνιÜ κι ακüμα ζουν στον πüνο.
Κι üλο τους σκÝφτομαι: Üραγε της Üνοιξης η ευωδιÜ
θα πÜει ν' αγγßξει κÜποτε και η δικιÜ τους καρδιÜ.
Το ΔÝντρο («Η ¸κτη ΕντολÞ»)
Ο Üνθρωπος, αγÜπη μου
Την ßδια þρα
γßνεται ποιητÞς Þ δολοφüνος
¸νας Üγγελος τον παραστÝκει
¸νας δαßμονας του ΧαμογελÜ.
ΣκυμμÝνος στις εξισþσεις του
Με πολλοýς αγνþστους
ΣπÝρνει τον üλεθρο στη Χιροσßμα
Εξακοντßζει τους Σποýτνικ στους αιθÝρες.
Ο Üνθρωπος, αγÜπη μου
Μπορεß μονÜχος του
Να γßνεται φως Þ νýχτα
Να σκοτþνεται σ' üλους τους πολÝμους
Για τη λευτεριÜ και τη δικαιοσýνη
Και να λυντσÜρει το μικρü νÝγρο
Που τüλμησε να ζητωκραυγÜσει Ýξαλλος
την ομορφιÜ μιÜς Üσπρης.
Ο Üνθρωπος, αγÜπη μου
Την ßδια þρα
Σηκþνει απü τα ΤÜρταρα
Τους ßσκιους του τρüμου
Να φρÜξει το δρüμο μας
Κι ανοßγει τους κρουνοýς της ζωÞς
Να μας χαρßσει το μÝλλον
Καθþς εσý ανοßγεις την πüρτα σου
και λες στους επισκÝπτες
-«ΠερÜστε!».
Ο Üνθρωπος, αγÜπη μου
Ποτßζει μÝρα νýχτα
Με το αßμα του και με τα δÜκρυÜ του
Το δÝντρο της ζωÞς
Που μεγαλþνει αφÜνταστα
Για να μας δþσει κÜποτε
Τους πιο γλυκοýς καρποýς του.
Η ΑνατολÞ («Το σπßτι με τις χελιδονοφωλιÝς»)
¼θε κοιτÜξω αρßφνητοι σταυροß
πÜνου απü ανθρþπους κι üνειρα
Αχ, κ' Ýχω Ýνα βουνü καημü
που δε μπορþ να πÜρω ανÜσα.
¸λα μωρÝ τρελοβοριÜ με τη μεγÜλη σκοýπα σου
ΣÜρωσε τοýτ' τα μαýρα σýννεφα
που μας σκεπÜζουνε τον Þλιο
ΣÜρωσε τοýτ' τα μαýρα σýννεφα
που μας βαραßνουν σα μολýβι.
ΜÝσα στη νýχτα περπατÜει η λεβεντιÜ
-ΛευτÝρωσε το δρüμο της
ΜÝσα στη νýχτα περπατÜει η λεβεντιÜ
-Πως μπαßνει στην καρδιÜ μας το τραγοýδι της.
ΣιγÜ αδερφÝ
Δε λÝγεται με λüγια αλλÜ με δÜκρυα
ΣιγÜ αδερφÝ
Δε λÝγεται με δÜκρυα αλλÜ με τüλμη
ΜÝσα στη νýχτα περπατÜει η λεβεντιÜ!
ΠαραπονιÜρη βιολιτζÞ Δε θÝλω μοιρολüγια.
Ταßριαξε τα τραγοýδια σου στο βÞμα το δικü της.
Το δρüμο μας τον βρÞκαμε:
Εßναι η ΑνατολÞ.
Η ΛÝξη («ΜικρÝς Μαρτυρßες»)
Σε γνωρßζω απü την κüψη
του σπαθιοý την τρομερÞ Σολωμüς
Εßναι μια λÝξη
την ακοýω καθαρÜ
πßσω απü αυτÞ τη σιωπÞ
που βασιλεýει στην πατρßδα μου
¼ταν υψþνουν τη φωνÞ τους οι λαοß
αυτÞ τη λÝξη Ýχουν για σημαßα τους
Μ' αυτÞ ποθοýν να δþσουν
σÜρκα σ' Ýνα üνειρο παλιü
Μεσ' απ' αυτÞ τερÜστια ηλιοτρüπια
τα δÝντρα καθρεφτßζονται
στα μÜτια τους
και προχωρÜνε.
Πολυτεχνεßο
¸φηβοι νÜρκισοι δεν Ýζησαν
να καθρεφτßζονται στης λßμνης τα νερÜ
χωρßς να υπÜρχουνε να ζουν Þ να πεθαßνουν
Σημαßες που κατευοδþσαν Ýνδοξες
Δεν Üντεχαν τις μÝρες να μουχλιÜζουν
τη φιλßα να προδßδεται
τη σιωπÞ να γρÜφει κýκλους με το διαβÞτη
Και λÝω:
-ΥπÜρχουν μÜτια που δεν εßδαν
τους ενüχους που πυροβολοýν την αθωüτητα;
ΑλÞθειες που δεν γνþρισαν την απειλÞ του χÜρου;
ΣκληρÝς οι μÝρες Ýνοπλες οι μÝρες μας
¸νας λαüς αλýγιστος στην Ýπαλξη του ονεßρου
και γýρω αρÜγιστη σιωπÞ ντýμα θανÜτου
Δεν τραγουδþ.
Η ιστορßα κλαßει μÝσα στο αßμα μου
Σε κÜθε βÞμα μου Ýνας νεκρüς στενÜζει.
Οι Θýελλες Της Μελωδßας
¼λα εßναι πρüκληση
στο βασßλειο του λüγου
Οι λÝξεις
Εýθραυστες ανÞκουν στη νýχτα
Ο Üνεμος παßρνει τα λüγια
και τα σκορπßζει στους γüνιμους αγροýς
φυτρþνουν δÝντρα αειθαλÞ
δÝνονται με τη μουσικÞ της θÜλασσας
και τα χεßλη
παßρνουν το σχÞμα μειδιÜματος
¸τσι γεννιοýνται οι ρυθμοß
και γαληνεýουν
οι θýελλες της μελωδßας
Η ΣυνÜντηση («ºμεροι»)
¸να λευκü σýννεφο
κυμÜτιζε στον ουρανü
¸νας κουρασμÝνος οδοιπüρος
Ýσερνε τη μοναξιÜ του στη γη
ΣυναντηθÞκανε τυχαßα
στην καρδιÜ της νýχτας.
ΑντÜλλαξαν
Ýνα σýντομο χαιρετισμü
και συνεχßσανε
καθÝνας το δικü του πεπρωμÝνο.
¼μως με πüση ευτυχßα
αναθυμÜται κεßνη τη μικρÞ
την τüσο σýντομη λÜμψη
της μοναδικÞς τους συνÜντησης.
Π. Ι. («ΑρκαδικÞ Ραψωδßα»)
Εßχα Ýνα φßλο, κ’ Þτανε
ΓιομÜτη η κÜμαρÜ μου
Κι Þταν γλυκüς ο πüνος μου
Κι Þταν διπλÞ η χαρÜ μου.
Μα ξÜφνου οι φßλοι πλÞθυναν
Κι ω ανÝλπιστη χαρÜ μου
ΠλÜτυν’ ο κüσμος, κι üλη η γη
ΔικÞ μου, κÜμαρÜ μου
Η ΜÜνα Μου («ΡÜθυμες ¿ρες»)
Η μÜνα μου
πρωß μεσημÝρι βρÜδυ
γονατισμÝνη
Ýκανε τις παρακλÞσεις της
Η μÝρα Üρχιζε γι αυτÞ
με την επßκληση
της θεßας βοýλησης
Δε ζητοýσε δüξες
και λαμπρÝς ανοßξες
μüνο λßγο χþμα
και λßγο νερü
για να φυτÝψει τ’ üνειρο...
Το ΜεγÜλο ΠοτÜμι («ΡÜθυμες ¿ρες»)
Γυρεýοντας τον Ýρωτα, γυρεýοντας
την Üνοιξη, γυρεýοντας τη γεýση
του ψωμιοý, γυρεýοντας την ειρÞνη
γυρεýοντας τα χεßλη που πλÝκουνε τραγοýδια
γυρεýοντας την τÝλεια μορφÞ, γυρεýοντας
τον Üρτιο λüγο που θα ζωντανÝψει τη μορφÞ
γυρεýοντας, γυρεýοντας, üλο γυρεýοντας
σπαταλÞσαμε τη χρυσÞ νιüτη που Ýδενε
τη ζωÞ με τ' üνειρο
Κι οδεýοντας
μÝσα στη νýχτα φτÜσαμε
στα σýνορα της νýχτας. Κι αρμενßζοντας
σ' ατελεßωτους πüντους φτÜσαμε
τα σýνορα του θανÜτου. Και τþρα
Ýρμαια της ανÜμνησης
τινÜζουμε τα ντροπιασμÝνα μας φτερÜ
και ζητÜμε βοÞθεια. ΚοιτÜζουμε
το σýνορο που δεν περÜσαμε
και ζητÜμε βοÞθεια. Απλþνουμε
τα χÝρια στους φονιÜδες μας
και ζητÜμε βοÞθεια. Η φωνÞ μας
χÜνεται. ΚανÝνα αφτß δε βρßσκεται
να την περιμαζÝψει.
ΒαλαντωμÝνοι
γÝρνουμε στην πλþρη. ΒαλαντωμÝνοι
γÝρνουμε στην κουπαστÞ. ΠλÝουμε στο αßμα
ζητιανεýοντας λßγον ýπνο:
¸λα ýπνε και πÜρε μας. ΠλÝουμε στο αßμα
ζητιανεýοντας λßγο κουρÜγιο:
Βüηθα ΧριστÝ που γνþρισες
τον πλÝριο πüνο. ΠλÝουμε στο αßμα
ζητιανεýοντας λßγο Ýλεος:
Δþσε μας Μοßρα το μαγικü κλειδß
ν' ανοßξουμε τα παρÜθυρα του στοχασμοý
ν' ανοßξουμε τις πüρτες της καρδιÜς μας
να ξεχυθεß πολýτιμος ο θησαυρüς
της πικρÞς πεßρας μαýρες κουκßδες
στη λευκüτητα του χαρτιοý
Ýτσι που να γνωρßσουν οι απüγονοι
την αγωνßα τοýτης της þρας
που αθροßζοντας πüνο στον πüνο
μαρτýριο στο μαρτýριο
σπαραγμü στο σπαραγμü
κυοφορεß τον αüρατο κüσμο
του εικοστοý πρþτου αιþνα.
Το ΜεγÜλο Ποßημα
¸να ποτÜμι αιμÜτινο
ΚυλÜει πÜνου στ' αχνÜρια μας
Πßσω απ' της Üνοιξης την Ýπαρση
Παραμονεýει η νýχτα.
Εδþ σε τοýτ' την Ýρημο
Που ζþνουν μüνο οι Üνεμοι
Η μαýρη νýχτα και η σιωπÞ
Τη μοßρα μας θα ποýμε.
Τα δÜχτυλÜ μας αγρυπνοýν
ΑπÜνου στη σκανδÜλη.
Μ' αυτÜ τα δÜχτυλα θα γρÜψουμε
Το πιο μεγÜλο ποßημα.
ΑλÞθεια πüσο ειν' üμορφο
Να ζεις και να ελπßζεις
Τα δακρυσμÝνα μÜτια μας
Εßναι γιομÜτα θρßαμβο.
¸λα ρßξε δυο ριπÝς
ΣημÜδεψε ßσια στην καρδιÜ μας
Με τα μυδρÜλια των στßχων σου
ΑδελφÝ ποιητÞ.
Σ' αυτü το χþμα που πατÜς
Τüσοι νεκροß μας ξαγρυπνοýν
Ν' ακοýσουν το τραγοýδι σου.
Το μÝλλον μας ανÞκει.
ΜοσκοβολÜει τριαντÜφυλλο η ζωÞ
Ο Þλιος εßναι μÝσα μας.
¢νοιξε το καλýβι μου
Και πÜρε üλο το βιüς μου
¢νοιξε και το στÞθος μου
Και πÜρε την καρδιÜ μου.
ΣαρÜντα χρüνια ακοýραστη
ΧτυπÜει για σÝνα μüνο.
Η ΠληγωμÝνη Γη
Εμεßς
Εχτßσαμε üλα τα σπßτια
του κüσμου. ¼μως
δεν Ýχουμε σπßτι.
Εμεßς
Εσπεßραμε üλα τα χωρÜφια
της γης. ¼μως
δεν Ýχουμε ψωμß
Εμεßς
ΕσκοτωθÞκαμε
σε üλους τους πολÝμους
¼μως δεν Ýχουμε πατρßδα
Που πÜμε
Η πληγωμÝνη γη στενÜζει
ΚÜτου απ τα βαριÜ μας πÝλματα
ΑλλÜ εμεßς εßμαστε η γη
απü τüτε που υπÜρχουμε
Εμεßς
τα σπλÜχνα μαχαιρþνοντας
ο Ýνας του αλλουνοý
ΣκεπÜσαμε τον ουρανü με σýννεφα
Σκορπßσαμε τα δÜκρυα μας ποτÜμια.
Δοκιμασßα
Εδþ σ' αυτÞ τη γη
Την ßδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξÝνοι φτÜσαμε
Και φεýγουμε σαν ξÝνοι
Μα εμεßς σ' αυτÞ τη γη μας σπεßραμε
τα πιο μεγÜλα üνειρα.
Ποιος Þρθε και τα γκρÝμισε
κι Ýσπειρε την ερÞμωση;
ποιος Üναψε την πυρκαγιÜ
και καßγεται ο πλανÞτης;
Ποιο χÝρι ανßερο πÜτησε
το φοβερü κουμπß του ολÝθροý
Κι οýθε στραφοýμε
οι γλþσσες της φωτιÜς φρÜζουν το δρüμο μας
κι οýθε στραφοýμε
τα σαγüνια ολÜνοιχτα της νýχτας μας προσμÝνουν!
Εδþ σ' αυτÞ τη γη
Τη της γης μας φτÜσαμε
Χωρßς να ξÝρουμ' απü ποý
Χωρßς να ξÝρουμ' απü ποιους
ΚυνηγημÝνοι και λουφÜξαμε
Σαν τρομαγμÝνα αγρßμια
Να 'χαμε μüνο μια σταλιÜ νερü
Να ξεδιψÜσουμε τη δßψα μας.
Να 'χαμε μüνο μια στιγμÞ καιρü
Να συμμαζÝψουμε τα σπαραγμÝνα μÝλη μας.
Να 'χαμε μüνο το κουρÜγιο, μια στιγμÞ
Την þρα που οι δειλοß θα ουρλιÜζουν δßπλα μας
-ΕυλογημÝνος ναν' ο θÜνατος
ο μÝγας λυτρωτÞς του πüνου
Να 'χαμε το κουρÜγιο να τους κρÜξουμε:
-ΕυλογημÝνη δυο φορÝς να 'ναι η ζωÞ
που καταλεß το θÜνατο!
Αρκαδικοß Θρýλοι
Μεσ' στη ροδüφωτην αυγÞ στο κρουσταλÝνιο δεßλι
Υψþνουνται ο Ταàγετος κι ο ΠÜρνωνας δυο στýλοι
ΧρυσÞς αψßδας και περνοýν της Αρκαδßας οι θρýλοι.
Κι üπως ξανοßγει ο ουρανüς και χÜνεται η μαυρßλα
Κι üπως στα σπλÜχνα διαπερνÜ μια κρýφια ανατριχßλα
Και της καρδιÜς αναριγοýν στ' ακρÜγγιγμα τα φýλλα
Ω ΘÜμα, θρýλοι αντιλαλοýν το ΜÞνυμÜ σου γýρα:
Θεþν κι ανθρþπων ποιητÞ, μοναδικÞ σου η κλÞρα
Να σÝρνεις σκλÜβες τις καρδιÝς σε μια κλωστÞ απ' τη λýρα.
Μα τþρα πια πλημμýρισεν η γη μας δÜκρυα κι αßμα.
Για τη χαρÜ, για τη σπορÜ, πÜρε λοστü και γκρÝμα.
Κι αν σ' αντισκüβουν Üδραξε ντουφÝκι και πολÝμα.
Η ΑνατολÞ Του Ηλßου
Τßποτα δε ματþνει πια. ΘερμÞ κι ωραßα
Στüλισε με ταντÝλλες φως η αυγÞ τον κüσμον üλο.
¸νας λαüς ανηφορßζουνε τα Ýλατα.
ΚαλημÝρα σας δÝντρα
Γιγαντιαßα λουλοýδια της πλαγιÜς, καλημÝρα σας!
Δεν Ýχουμ' Ýγνοιες τþρα να κρεμÜσουμε στους κλþνους σας
Μον' φÝρνουμε Ýνα δυναμßτη απü χαρÜ
Ν' ανατινÜξουμε την πßκρα üλου του κüσμου.
ΧιλιÜδες χρüνια σε προσμÝναμε
Και πÜντα αργοýσες να ρθεις!
Οι κÜμποι του ΜÜη
Τα' ανυπüμονα στÜχυα, οι νεραντζιÝς
Τα δωδεκÜχρονα παιδιÜ και οι λυγερÝς κοπÝλες
Τα γιορτινÜ τους φüρεσαν για να σε περιμÝνουν.
Ρþτησαν: Γιατß πÝθανε ο πατÝρας μας;
Ρþτησαν: Γιατß σκüτωσαν τα' αδÝρφια μας;
Ρþτησαν: Γιατß κÜψαν τα καλýβια μας;
Και πÞραν την απÜντηση:
Για ν' ανατεßλει ο Þλιος!
Και 4 ποιÞματα απü τις σελßδες του αγαπητοý φßλου Νßκου ΣαραντÜκου:
Μια Σταγüνα Αßμα
Σývτροφοι που σκοτþθηκαν
Ýρχονται απü δρüμους σκοτειvοýς
ΘÝλω vα τους μιλÞσω
να κρατÞσω στην καρδιÜ μου ανÝπαφο
το σκοτεινü τους πρüσωπο
-αυτü το τοπßο που φωτßζει η θýελλα
¸να σμÜρι πουλιþν διασχßζει
τον αβÝβαιο ορßζοντα κι αγÜλλεται
-ΠρÝπει να διαβεßς το θÜνατο
για να ζÞσεις. Η πιο αγνÞ μαρτυρßα
εßναι μια σταγüνα αßμα
Ο Δρüμος Τωv Ματιþν
Ο Üνεμος
φÝρνει τη γεýση της πßκρας
οι νευρþδεις λÝξεις σιωποýν
ºλιγγοι ιζημÜτων ρÜκη μνÞμης
Σκελετοß
και δßχτυα που δεν Ýπιασαν
παρÜ μονÜχα πληyωμÝνα Üστρα
ΜικρÝς αναλαμπÝς τον ξεyελοýv
βαρεi να του φυτρþνουνε φτερÜ
üμως τρÝμουν τα χÝρια και τα χεßλη
παßρνουν το σχÞμα μειδιÜματος
που δε βρßσκει τü δρüμο των ματιþν
Οι ΚÞποι Του ΝοÝμβρη
Οι κÞποι του ΝοÝμβρη
Ýχουνε χρþμα βιολετß
Τßποτα δεν ταρÜζει τη γαλÞνη τους
οýτε ο αχüς μιας ελαýνουσας θýελλας
που δε λÝει να ξεσπÜσει
Λýρα και χιονισμÝνος λüφος η σελÞνη
vτýνει τη σιωπÞ με τα χρυσÜφια της
ΕφÞμερη αιωνιüτητα
προβÜλλουν στην απÝραντη πεδιÜδα
οι σκιÝς των δÝντρων
¸πρεπε
¸πρεπε να ονειρευτεß το προσιτü
να στραφεß σε κατοικημÝνους τüπους
στους Þχους της μÝρας
στις χειρονομßες της νýχτας
ΔιÜστικτος με αγκßδες δÝχεται
τα μαχαιρþματα των καιρþν
Ýμφορτος βεβαιοτÞτων
που τον αγγßζουν με τις αμφιβολßες τους
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
(Καστανþρι Αýγουστος '98)