Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε στις 2 ΝοÝμβρη 1911 στο ΗρÜκλειο ΚρÞτης. Το "Ελýτης" εßναι καλλιτεχνικü ψευδþνυμο του ΟδυσσÝα ΑλεπουδÝλη. Τελευταßος απü 6 παιδιÜ του Παναγιþτη και της Μαρßας (ΒρανÜ). ΚατÜγεται κι απü τους δυο γονεßς του απü τη ΜυτιλÞνη. Σε πολý μικρÞ ηλικßα εγκαταστÜθηκε στην ΑθÞνα, üπου μεταφÝρθηκε κι η Ýδρα της επιχεßρησης σαπωνοποιßας του πατÝρα του. ΜετÜ το 1920 η οικογÝνειÜ του αντιμετþπισε ορισμÝνες επιθÝσεις για τη προσÞλωσÞ της στις βενιζελικÝς ιδÝες. Το 1923 ταξßδεψαν Ιταλßα, Ελβετßα, Γερμανßα και Γιουγκοσλαβßα. Στη ΛωζÜνη εßχε την ευκαιρßα να γνωρßσει τον ΕλευθÝριο ΒενιζÝλο.
Τα πρþτα καλοκαßρια της ζωÞς του περνοýν στη ΚρÞτη, στη ΜυτιλÞνη, στις ΣπÝτσες. Οι χειμþνες περνοýν με αδιÜκοπο διÜβασμα, καθþς φοιτÜ πρþτα στο ιδιωτικü σχολεßο ΜακρÞ και κατüπιν στο Γ' ΓυμνÜσιο. Απü το περιοδικü Η ΔιÜπλασις Των Παßδων, üπως ο ßδιος ομολογεß (αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα στο βιβλßο του «ΑνοιχτÜ ΧαρτιÜ», Αστερßας, 1974) πρωτογνþρισε τη νεοελληνικÞ λογοτεχνßα, αυτüς ο θρεμμÝνος με παγκüσμια Ýργα του πνεýματος, που ξüδευε üλα του τα χρÞματα αγορÜζοντας βιβλßα και περιοδικÜ. Πιüτερο üμως απü την ποßηση, που η προσπÝλασÞ της μÝσα απü τα σχολικÜ αναγνþσματα και τις διδασκαλικÝς αναλýσεις του φαßνεται δýσκολη κι αδιÜφορη, του μιλÜ η ΕλλÜδα. Παßρνει μÝρος σε ορειβατικÝς εκδρομÝς κι αντιδρþντας στη διÜθεσÞ του για διÜβασμα στρÝφεται στον αθλητισμü. Ακüμη και τα βιβλßα που αγüραζε, Ýπρεπε να 'χουν σχÝση με την ελληνικÞ φýση. Καμποýρογλου, Κ. ΠασαγιÜννη, Στ. Γρανßτσα, μÜλιστα κι Ýνα 3τομο Οδηγü Της ΕλλÜδος. Μια ασθÝνεια üμως τον αναγκÜζει να καθηλωθεß στο κρεβÜτι με αποκλειστικÞ παρηγοριÜ τη μελÝτη.
Η ποßηση αρχßζει να τον ενδιαφÝρει üταν γνωρßζει το Ýργο των ΚαβÜφη και ΚÜλβου κι ανανεþνει τη γνωριμßα του με τη θελκτικÞ αρχαßα λυρικÞ ποßηση. Την ßδια περßπου εποχÞ (1927) πρωτοδιÜβασε ποιÞματα δυο μοντÝρνων ΓÜλλων ποιητþν, του Paul Eluard και του Perre Jean Jouve, που επÝδρασαν σημαντικÜ στις ιδÝες του για τη λογοτεχνßα. ΣτρÝφεται στον υπερρεαλισμü, στην αστραφτερÞ μαγεßα της νεüκοπης, ζωντανÞς και παρÜδοξης νÝας ποιητικÞς Ýμπνευσης που μεταχειρßστηκε τις λÝξεις δημιουργικÜ, για να δþσει νÝα γλωσσικÞ αντßληψη, Ýνα κüσμο που κινεßται ανÜμεσα στο üνειρο και τη πραγματικüτητα, την αλÞθεια και τη φαντασßα.
'Αρχισε τüτε τις πρþτες ουσιαστικÝς προσπÜθειες στη τÝχνη. Το 1930 γρÜφεται στη ΝομικÞ ΣχολÞ, ενþ παρÜλληλα μελετÜ σýγχρονη ελληνικÞ ποßηση: του Καßσαρα ΕμμανουÞλ τον «ΠαρÜφωνο Αυλü», του Θεοδþρου Ντüρου «Στου Γλυτωμοý Το ΧÜζι» (1930), του Γιþργου ΣεφÝρη τη «ΣτροφÞ» (1931) και του ΝικÞτα ΡÜντου τα «ΠοιÞματα» (1933).
Το 1934 εßναι μÝλος της ΙδεοκρατικÞς ΦιλοσοφικÞς ΟμÜδας Του Πανεπιστημßου Αθηνþν που διοργÜνωνε συζητÞσεις πÜνω σε θÝματα κυρßως φιλοσοφικÜ, με τη συμμετοχÞ των Κ. ΤσÜτσου, Π. Κανελλüπουλου, του Ι. Θεοδωρακüπουλου και του Ι. ΣυκουτρÞ. Τüτε γνωρßζεται με το Γ. ΣαραντÜρη, τον ευαßσθητο ποιητÞ που Þρθε απü την Ιταλßα για να ζÞσει τα τελευταßα χρüνια της νιüτης και της δημιουργßας του στην αγαπημÝνη του πατρßδα και τελικÜ να πεθÜνει σ’ αυτÞν στον πüλεμο του '40. Ο ΣαραντÜρης τον ενθαρρýνει στις ποιητικÝς του προσπÜθειες, üταν ακüμα ταλαντεýεται αν πρÝπει να δημοσιεýσει τα Ýργα του και τον γνωρßζει στον κýκλο των ΝÝων ΓραμμÜτων (1935-40, 1944). Το περιοδικü αυτü, που διευθυντÞς Þταν ο ΑντρÝας Καραντþνης και συνεργÜστηκαν στις σελßδες του παλιοß και νεüτεροι αξιüλογοι ¸λληνες λογοτÝχνες (Γ.ΣεφÝρης, Γ. ΘεοτοκÜς, 'Αγγ. ΤερζÜκης, Κ. Πολßτης, 'Αγγ. Σικελιανüς κ.Ü.), Ýφερε στην ΕλλÜδα τις σýγχρονες δυτικÝς καλλιτεχνικÝς τÜσεις και γνþρισε στο αναγνωστικü κοινü κυρßως τους νεüτερους ποιητÝς, με τη μετÜφραση αντιπροσωπευτικþν Ýργων τους Þ με Üρθρα κατατοπιστικÜ για την ποßησÞ τους. ¸γινε το πνευματικü üργανο της γενιÜς του '30 που φιλοξÝνησε στις στÞλες του üλα τα νεωτεριστικÜ στοιχεßα, κρßνοντας ευνοúκÜ και προβÜλλοντας τις δημιουργßες των νÝων ΕλλÞνων ποιητþν.
Αναγνωρßζει πως το 1935 στÜθηκεν ιδιαßτερη χρονιÜ στη πνευματικÞ πορεßα του. Το ΓενÜρη κυκλοφüρησαν τα ΝÝα ΓρÜμματα. Το ΦλεβÜρη γνþρισε τον ΑνδρÝα Εμπειρßκο, που χαρακτηριστικÜ τον ονομÜζει: «...ο μεγÜλης αντοχÞς αθλητÞς της φαντασßας, με γÞπεδο την οικουμÝνη ολüκληρη και διασκελισμü τον ¸ρωτα. Το Ýργο του, κÜθε του καινοýργιο Ýργο, ζωσμÝνο απü Ýνα μικρü ουρÜνιο τüξο, εßναι υπüσχεση προς την ανθρωπüτητα, δωρεÜ που αν δεν την κρατοýν ακüμα üλοι στα χÝρια τους εßναι αποκλειστικÜ και μüνον απü δικÞ τους αναξιüτητα» (ΑνοιχτÜ ΧαρτιÜ). Τον ßδιο μÞνα ο Εμπειρßκος Ýδωσε διÜλεξη με θÝμα: «Υπερρεαλισμüς, μια νÝα ποιητικÞ σχολÞ», που αποτÝλεσε και τη πρþτη επßσημη παρουσßαση του υπερρεαλισμοý στο ελληνικü κοινü. Μια φιλßα με μεγÜλη αντοχÞ και διÜρκεια, που κρÜτησε πÜνω απü 25 χρüνια, Ýδεσε τους δυο Üντρες. Ο Εμπειρßκος εßχε Þδη βρει το δρüμο του και τον ακολουθοýσε ανυποχþρητα.
Τον ΜÜρτη της ßδιας χρονιÜς, εκτüς απü το Μυθιστüρημα του ΣεφÝρη, κυκλοφüρησε η ποιητικÞ συλλογÞ του Εμπειρßκου ΥψικÜμινος με ποßηση ορθüδοξα υπερρεαλιστικÞ. Ο Ελýτης, 10 Ýτη νεüτερος, εßδε ν' ανοßγεται μπρος του διÜπλατη πüρτα σε νÝα ποιητικÞ πραγματικüτητα, που μποροýσε με τα δικÜ του εφüδια να θεμελιþσει το ποιητικü του οικοδüμημα. Το ΠÜσχα οι δυο φßλοι πÞγανε στη ΛÝσβο, που με συμπαρÜσταση των Μυτιληνιþν ζωγρÜφων ΟρÝστη ΚανÝλλη & ΤÜκη ΕλευθεριÜδη ανακαλýπτουν τη τÝχνη του λαúκοý ζωγρÜφου Θεüφιλου, που εßχε πεθÜνει Ýνα χρüνο πριν.
Το ΝοÝμβρη στο 11ο τεýχος των ΝÝων ΓραμμÜτων δημοσιεýτηκαν τα πρþτα ποιÞματÜ του, Ýτσι πρωτοεμφανßστηκε στον κüσμο των γραμμÜτων, καθιερþνοντας ταυτüχρονα και το ψευδþνυμü του ως αποκλειστικÞ γραφÞ του Ýργου του. Το 1936 η ομÜδα των νÝων λογοτεχνþν γßνεται πιο στÝρεη και μεγαλýτερη. Γνωρßζει τον ποιητÞ Νßκο ΓκÜτσο, που μερικÜ χρüνια αργüτερα τýπωσε την υπερρεαλιστικÞ «Αμοργü». ΜεταφρÜζει ποιÞματα του Paul Eluard για τα ΝÝα ΓρÜμματα και στο προλογικü του Üρθρο παρουσιÜζει το δημιουργü τους ως τον ποιητÞ που: «¼,τι γρÜφει φτÜνει αμÝσως στην καρδιÜ μας, μας χτυπÜει κατÜστηθα σαν κýμα ζωÞς Üλλης βγαλμÝνης απü το Üθροισμα των πιο μαγικþν ονεßρων μας» (Paul Eluard, ΝÝα ΓρÜμματα).
Τüτε, οργανþθηκε κι η Α' ΔιεθνÞς ΥπερρεαλιστικÞ ¸κθεση Αθηνþν, üπου παρουσßασε ζωγραφικοýς πßνακες με τη τεχνικÞ της χαρτοκολλητικÞς (collage). Η νÝα ποιητικÞ σχολÞ αρχßζει να επιβÜλλει τη παρουσßα της στην ΕλλÜδα, οι αντιπρüσωποß της πληθαßνουν, αλλÜ μαζß αυξÜνονται και οι επικριτÝς της. Το 1937 εγκαταλεßποντας οριστικÜ τις νομικÝς σπουδÝς, ενþ η λογοτεχνικÞ του συντροφιÜ σκορπßζεται, κατατÜσσεται στο στρατü και πηγαßνει ως το 1938 στη ΚÝρκυρα, στη ΣχολÞ ΕφÝδρων Αξιωματικþν. Την ßδια εποχÞ αλληλογραφεß με το ΓκÜτσο και τον ΣεφÝρη που βρßσκονται στη ΚορυτσÜ.
Το 1939, μετÜ απü σκüρπιες δημοσιεýσεις ποιημÜτων του σε περιοδικÜ, τυπþνει τη 1η του ποιητικÞ συλλογÞ Προσανατολισμοß. Αν η ΣτροφÞ του ΣεφÝρη λßγα χρüνια νωρßτερα, Ýφερε τη ποßησÞ μας σε μονοπÜτι ουσιαστικÞς αλλαγÞς, απü την Üλλη μεριÜ ο Ελýτης προσανατολßζει τους νεüτερους -üντας ο ßδιος πια βÝβαιος για τη πορεßα του- στη χÜραξη ενüς καινοýργιου δρüμου. Οι μεταφρÜσεις που πλÞθυναν στα χρüνια αυτÜ Ýχουνε φÝρει σ' επαφÞ το ελληνικü πνεýμα με τις σýγχρονες δυτικÝς αναζητÞσεις κι η κριτικÞ αρχßζει ν' αποδÝχεται τη νÝα ποßηση.
Με την Ýναρξη του πολÝμου, ανθυπολοχαγüς στο 1ο Σýνταγμα Πεζικοý, βρßσκεται στην Αλβανßα. Κινδυνεýει να πεθÜνει απü προσβολÞ κοιλιακοý τýφου. Στη διÜρκεια της κατοχÞς γßνεται Ýνα απü τα ιδρυτικÜ μÝλη του Κýκλου ΠαλαμÜ. Εκεß την Üνοιξη του 1942, ανακοινþνει το δοκßμιü του Η αληθινÞ φυσιογνωμßα κι η λυρικÞ τüλμη του Α. ΚÜλβου. Στην ΑθÞνα εξακολουθοýνε πÜντα λογοτεχνικÝς συζητÞσεις και συνεχßζουν εκδüσεις βιβλßων σε απεγνωσμÝνη προσπÜθεια των δημιουργþν να ξεφýγουν με τη φαντασßα τους μακριÜ απü την εξοντωτικÞ ατμüσφαιρα της κατακτημÝνης ΕλλÜδας και να βοηθÞσουν τον κüσμο να ξεχÜσει Ýστω και για λßγο τη φρßκη του πολÝμου.
Το 1943 κυκλοφüρησε Ο ¹λιος ο Πρþτος μαζß με τις ΠαραλλαγÝς ΠÜνω Σε Μιαν Αχτßδα, Ýνας ýμνος στη χαρÜ της ζωÞς και στην ομορφιÜ της φýσης. Στα ΝÝα ΓρÜμματα που ξανακυκλοφüρησαν το 1944, δημοσιεýει το δοκßμιü του Τα Κορßτσια, ενþ απü το 1945 συνεργÜζεται με το περιοδικü ΤετρÜδιο μεταφρÜζοντας ποιÞματα του Λüρκα και παρουσιÜζοντας σε 1η δημοσßευση το ποιητικü του Ýργο ¢σμα Ηρωικü & ΠÝνθιμο Για Τον ΧαμÝνο Ανθυπολοχαγü Της Αλβανßας. Ο πüλεμος του '40 του 'δωσε την Ýμπνευση και γι' Üλλα Ýργα, τη Καλωσýνη Στις ΛυκοποριÝς, την ΑλβανιÜδα και την ανολοκλÞρωτη Βαρβαρßα. Το 1945 διορßστηκε για λßγο ΔιευθυντÞς ΠρογρÜμματος στο Εθνικü ºδρυμα Ραδιοφωνßας. Ακüμη συνεργÜστηκε με την ΑγγλοελληνικÞ Επιθεþρηση, την Ελευθερßα και τη ΚαθημερινÞ, που κρÜτησε ως το 1948 στÞλη τεχνοκριτικÞς.
Το 1948 ταξιδεýει στην Ελβετßα, για να εγκατασταθεß στη συνÝχεια στο Παρßσι, που παρακολουθεß μαθÞματα φιλοσοφßας στη Σορβüνη. ΠεριγρÜφοντας εντυπþσεις απü τη παραμονÞ του στη Γαλλßα, σχολιÜζει τα συναισθÞματα και τις σκÝψεις του με τοýτα τα λüγια:
«¸να ταξßδι που θα μ’ Ýφερνε πιο κοντÜ στις πηγÝς της μοντÝρνας τÝχνης, συλλογιζüμουνα. Χωρßς να λογαριÜζω üτι θα μ’ Ýφερνε συνÜμα πολý κοντÜ και στις παλιÝς μου αγÜπες, στα κÝντρα üπου εßχαν δρÜσει οι πρþτοι ΥπερρεαλιστÝς,στα καφενεßα üπου εßχαν συζητηθεß τα ΜανιφÝστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St.Germain des Pres». (ΑνοιχτÜ ΧαρτιÜ).
Γνωρßζεται με με τους A. Breton, P. Eluard, P. Reverdy, A. Camus, T. Tzara, P. J. Jouve, G. Unga-retti, R. Char. Με τη βοÞθεια του ΕλληνογÜλλου τεχνοκριτικοý E. Teriade, που πρþτος Ýχει προσÝξει την αξßα του Ýργου του συμπατριþτη του Θεüφιλου, συναντÜ τους μεγÜλους ζωγρÜφους Matisse, Shagal, Giacometti, Cirico & Picasso, για του οποßου το Ýργο θα γρÜψει αργüτερα Üρθρα και θ' αφιερþσει στη τÝχνη του το ποßημα ΩδÞ Στον Πικασσü. Πριν επιστρÝψει, τÝλη του 1951, ταξιδεýει σε Ισπανßα κι Ιταλßα, ενþ στη διÜρκεια της παραμονÞς του στην Αγγλßα (τÝλη 50-ΜÜη 51) συνεργÜζεται με το Β.Β.C. κι αρχßζει τη σýνθεση του ¢ξιον Εστß. Το 1949 μετÝχει στην ßδρυση της Association Internationale des Critiques D' Art, ενþ το 1952 γßνεται μÝλος της ΟμÜδας Των 12, που κÜθε χρüνο απονÝμει βραβεßα λογοτεχνßας. Το 1953 αναλαμβÜνει και πÜλι για Ýνα χρüνο τη Διεýθυνση ΠρογρÜμματος του Ε.Ι.Ρ. Το 1954 γßνεται μÝλος της ΕυρωπαúκÞς Εταιρεßας Πολιτισμοý Βενετßας, ενþ την επüμενη χρονιÜ συμμετÝχει στο Διοικητικü Συμβοýλιο ΘεÜτρου ΤÝχνης και του Ελληνικοý ΧοροδρÜματος.
Το 1959 μετÜ απü αρκετÜ χρüνια ποιητικÞς σιωπÞς τυπþνει το ¢ξιον Εστß, που τον Üλλο χρüνο του δßνει το Α' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης, ενþ τüτε εκδßδει και τις ¸ξη & Μßα Τýψεις Για Τον Ουρανü. Το 1961 με κυβερνητικÞ πρüσκληση επισκÝπτεται τις ΗΠΑ. Το 1962 μετÜ απü Ýνα ταξßδι στη Ρþμη πηγαßνει στη Ρωσßα, ενþ το 1965 μεταβαßνει στη Βουλγαρßα, με πρüσκληση της ¸νωσης ΒουλγÜρων ΣυγγραφÝων. ΤÝλος του απονÝμεται το παρÜσημο του ΤαξιÜρχου του Φοßνικα, ενþ γßνεται μÝλος του Διοικητικοý Συμβουλßου του Εθνικοý ΘεÜτρου. Ταξιδεýει σε Γαλλßα (1966) κι Αßγυπτο (1967) κι ασχολεßται με ζωγραφικÞ και μεταφρÜσεις, ως την Üνοιξη του 1969 που ξαναγυρνÜ στο Παρßσι. Το 1970 μÝνει για Ýνα διÜστημα στη Κýπρο, ενþ το 1971 επιστρÝφει στην ΕλλÜδα, üπου μετÜ τη Μεταπολßτευση διορßζεται Πρüεδρος του Διοικητικοý Συμβουλßου του ΕΙΡΤ και μÝλος για δεýτερη φορÜ του Δ.Σ. του Εθνικοý ΘεÜτρου. ΚατÜ τα χρüνια που ακολοýθησαν συνÝχισε το πολýπλευρο πνευματικü του Ýργο και το 1977 τιμÞθηκε με το βραβεßο Νüμπελ Λογοτεχνßας.
ΠÝθανε στην ΑθÞνα, 18 ΜÜρτη 1996, σ' ηλικßα 85 ετþν.
Στο ΣτÝκι φιλοξενοýνται πλÝον και τα ΚολλÜζ του. Π. Χ.
==========================
Του Αιγαßου
Ο Ýρωτας το αρχιπÝλαγος
κι η πρþρα των αφρþν του,
και οι γλÜροι των ονεßρων του.
Στο πιο ψηλü κατÜρτι του
ο ναýτης ανεμßζει Ýνα τραγοýδι.
Ο Ýρωτας
το τραγοýδι του
κι' οι ορßζοντες του ταξιδιοý του,
κι η ηχþ της νοσταλγßας του.
Στον πιο βρεμÝνο βρÜχο της
η αρραβωνιαστικιÜ προσμÝνει Ýνα καρÜβι.
Ο Ýρωτας
το καρÜβι του
κι η αμεριμνησßα των μελτεμιþν του,
κι' ο φλüκος της ελπßδας του.
Στον πιο ελαφρü κυματισμü του
Ýνα νησß λικνßζει τον ερχομü.
Η ΤρελÞ ΡοδιÜ
Σ' αυτÝς τις κÜτασπρες αυλÝς üπου φυσÜ ο νοτιÜς
σφυρßζοντας σε θολωτÝς καμÜρες, πÝστε μου εßναι η τρελÞ ροδιÜ
που σκιρτÜει στο φως σκορπßζοντας το καρποφüρο γÝλιο της
με ανÝμου πεßσματα και ψιθυρßσματα, πÝστε μου εßναι η τρελÞ ροδιÜ
που σπαρταρÜει με φυλλωσιÝς νιογÝννητες τον üρθρο
ανοßγοντας üλα τα χρþματα ψηλÜ με ρßγος θριÜμβου;
¼ταν στους κÜμπους που ξυπνοýν τα ολüγυμνα κορßτσια
θερßζουνε με τα ξανθÜ τους χÝρια τα τριφýλλια
γυρßζοντας τα πÝρατα των ýπνων τους, πÝστε μου εßναι η τρελÞ ροδιÜ
που βÜζει ανýποπτη μες τα χλωρÜ πανÝρια τους τα φþτα
που ξεχειλßζει απü κελαηδισμοýς τα ονοματÜ τους - πÝστε μου
εßναι η τρελÞ ροδιÜ που μÜχεται τη συνεφιÜ του κüσμου;
Στη μÝρα που απ' τη ζÞλεια της στολßζεται μ' εφτÜ λογιþ φτερÜ
ζþνοντας τον αιþνιο Þλιο με χιλιÜδες πρßσματα
εκτυφλωτικÜ, πÝστε μου, εßναι η τρελÞ ροδιÜ
που αρπÜει μια χαßτη μ' εκατü βιτσιÝς στο τρÝξιμο της
ποτÝ θλιμÝνη και ποτÝ γκρινιÜρα - πÝστε μου, εßναι η τρελÞ ροδιÜ
που ξεφωνßζει την καινοýργια ελπßδα που ανατÝλλει;
ΠÝστε μου εßναι η τρελÞ ροδιÜ που χαιρετÜει τα μÜκρη
τινÜζοντας Ýνα μαντÞλι φýλλα απü δροσερÞ φωτιÜ,
μια θÜλασσα ετοιμüγεννη με χßλια δυο καρÜβια,
με κýματα που χßλιες δυο φορÝς κινÜν και πÜνε
σ' αμýριστες ακρογιαλιÝς - πÝστε μου, εßναι η τρελÞ ροδιÜ
που τρßζει τÜρμενα ψηλÜ στο διÜφανο αιθÝρα;
Πανýψηλα με το γλαυκü τσαμπß που ανÜβει κι εορτÜζει
αγÝρωχο, γεμÜτο κßνδυνο, πÝστε μου εßναι η τρελÞ ροδιÜ
που σπÜει με φως καταμεσßς του κüσμου τις κακοκαιριÝς του δαßμονα
που πÝρα ως πÝρα την κροκÜτη απλþνει τραχηλιÜ της μÝρας
τη πολυκεντημÝνη απü σπαρτÜ τραγοýδια -πÝστε μου εßναι η τρελÞ ροδιÜ
που βιαστικÜ ξεθηλυκþνει τα μεταξωτÜ της μÝρας;
Σε μεσοφοýστανα πρωταπριλιÜς και σε τζιτζßκια δεκαπενταυγοýστου,
πÝστε μου, αυτÞ που παßζει, αυτÞ που οργßζεται, αυτÞ που ξελογιÜζει,
τινÜζοντας απ' τη φοβÝρα τα κακÜ μαýρα σκοτÜδια της,
ξεχýνοντας στους κüρφους του Þλιου τα μεθυστικÜ πουλιÜ,
πÝστε μου, αυτÞ που ανοßγει τα φτερÜ στο στÞθος των πραγμÜτων,
στο στÞθος των βαθιþν ονεßρων μας, εßναι η τρελÞ ροδιÜ;
ΕπτÜ ΝυχτερινÜ ΕπτÜστιχα
¼λα τα κυπαρßσσια δεßχνουνε μεσÜνυχτα
¼λα τα δÜχτυλα
ΣιωπÞ.
¸ξω απü τ' ανοιχτü παρÜθυρο του ονεßρου
ΣιγÜ-σιγÜ ξετυλßγεται
Η εξομολüγηση
Και σα θωριÜ λοξοδρομÜει προς τ' Üστρα!
Επßγραμμα
Πριν απ' τα μÜτια μου Þσουν φως.
Πριν απ' τον ¸ρωτα, Ýρωτας.
Κι üταν σε πÞρε το φιλß
Γυναßκα.
Η Μαρßνα Των ΒρÜχων
¸χεις μια γεýση τρικυμßας στα χεßλη -Μα που γýριζες
Ολημερßς τη σκληρÞ ρÝμβη της πÝτρας και της θÜλασσας
Αετοφüρος Üνεμος γýμνωσε τους λüφους
Γýμνωσε την επιθυμßα σου ως το κüκαλο
Κι οι κüρες των ματιþν σου πÞρανε τη σκυτÜλη της χßμαιρας
Ριγþνοντας μ' αφρü τη θýμηση!
Που εßναι η γνþριμη ανηφοριÜ του μικροý Σεπτεμβρßου
Στο κοκκινüχωμα üπου Ýπαιζες θωρþντας προς τα κÜτω
Τους βαθιοýς κυαμþνες των Üλλων κοριτσιþν
Τις γωνιÝς üπου οι φßλες σου Üφηναν αγκαλιÝς τα δυοσμαρßνια
-Μα που γýριζες
Ολονυχτßς τη σκληρÞ ρÝμβη της πÝτρας και της θÜλασσας
Σου 'λεγα να μετρÜς μÝσ' στο γδυτü νερü τις φωτεινÝς του μÝρες
ΑνÜσκελη να χαßρεσαι την αυγÞ των πραγμÜτων
¹ πÜλι να γυρνÜς κßτρινους κÜμπους
Μ' Ýνα τριφýλλι φως στο στÞθος σου ηρωÀδα ιÜμβου.
¸χεις μια γεýση τρικυμßας στα χεßλη
Κι Ýνα φüρεμα κüκκινο σαν το αßμα
ΒαθιÜ μÝσ' στο χρυσÜφι του καλοκαιριοý
Και τ' Üρωμα των υακßνθων -Μα που γýριζες
Κατεβαßνοντας προς τους γιαλοýς τους κüλπους με τα βüτσαλα
¹ταν εκεß Ýνα κρýο αρμυρü θαλασσüχορτο
Μα πιο βαθιÜ Ýνα ανθρþπινο αßσθημα που μÜτωνε
Κι Üνοιγες μ' Ýκπληξη τα χÝρια σου λÝγοντας τ' üνομÜ του
Ανεβαßνοντας ανÜλαφρα ως τη διαýγεια των βυθþν
¼που σελÜγιζε ο δικüς σου αστερßας.
'Ακουσε ο λüγος εßναι των στερνþν η φρüνηση
Κι ο χρüνος γλýπτης των ανθρþπων παρÜφορος
Κι ο Þλιος στÝκεται απü πÜνω του θηρßο ελπßδας
Κι εσý πιο κοντÜ του σφßγγεις Ýναν Ýρωτα
¸χοντας μια πικρÞ γεýση τρικυμßας στα χεßλη.
Δεν εßναι για να λογαριÜζεις γαλανÞ ως το κüκαλο Üλλο καλοκαßρι
Για ν' αλλÜξουνε ρÝμα τα ποτÜμια
Και να σε πÜνε πßσω στη μητÝρα τους,
Για να ξαναφιλÞσεις Üλλες κερασιÝς
¹ να πας καβÜλα στο μαÀστρο.
ΣτυλωμÝνη στους βρÜχους δßχως χτες κι αýριο,
Στους κινδýνους των βρÜχων με τη χτενισιÜ της θýελλας
Θ' αποχαιρετÞσεις το αßνιγμÜ σου.
(απü τους "Προσανατολισμοýς")
---------------------------------------------------------------------------------------
...
VII
ΚÜτω στης μαργαρßτας τ' αλωνÜκι
ΣτÞσαν χορü τρελü τα μελισüπουλα
Ιδρþνει ο Þλιος τρÝμει το νερü
ΦωτιÜς σουσÜμια σιγοπÝφτουνε
ΣτÜχυα ψηλÜ λυγßζουνε τον μελαψü ουρανü.
Με χεßλια μπροýτζινα κορμιÜ γυμνÜ
ΤσουρουφλισμÝνα στο τσακμÜκι του οßστρου
ΕÝ!εÝ! ΤραντÜζοντας διαβαßνουν οι αμαξÜδες
Στο λÜδι της κατηφοριÜς τ' αλüγατα βουλιÜζουν
Τ' αλüγατα ονειρεýονται
Μια πολιτεßα δροσερÞ με γοýρνες μαρμαρÝνιες
¸να τριφýλλι σýννεφο Ýτοιμο να χυθεß
Στους λüφους των λιγνþν δεντρþν που ζεματÜν' τ' αφτιÜ τους
Στα ντÝφια των μεγÜλων κÜμπων που χοροπηδÜν τις καβαλßνες τους.
ΠÝρα μες στα χρυσÜ νταριÜ κοιμοýνται αγοροκüριτσα
Ο ýπνος τους μυρßζει πυρκαγιÜ
Στα δüντια τους ο Þλιος σπαρταρÜει
Απ' τη μασχÜλη τους γλυκÜ στÜζει το μοσχοκÜρυδο
Κι η Üχνα πιωμÝνη με βαριÝς χτυπιÝς παραπατÜ
Στην αζαλιÜ στην Ýλισσα και στη μοσκοúτιÜ!
...
ΧΙ
ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ
Με üρτσα ψυχÞ με Üρμη στα χεßλια
Με ναυτικÜ και με σαντÜλια κüκκινα
Σκαλþνει μες στα σýννεφα
ΠατÜει τα φýκια τ' ουρανοý.
Η αυγÞ σφυρßζει στη κοχýλα της
Μια πλþρη Ýρχεται αφρßζοντας
'Αγγελοι! Σßα τα κουπιÜ
Ν' αρÜξει εδþ η Ευαγγελßστρια!
ΚÜτω στη γη πως καμαρþνει το αρχοντολüú του περιβολιοý!
¼ταν γυρßζει ο αλαδÜνος τ' αχτÝνιστο κεφÜλι του
Οι χαβοýζες ξεχειλßζουνε
Κι η Ευαγγελßστρια μπαßνει
ΓυμνÞ σταλÜζοντας αφροýς με αστερßα στο μÝτωπο
Με αγÝρι μοσχοκÜρφης στα λυτÜ μαλλιÜ
Κι Ýνα καβοýρι που τρικλßζει ακüμη στον ηλιοκαμÝνον þμο της!
Η ΠορτοκαλÝνια
Τüσο πολý τη μÝθυσε ο χυμüς του Þλιου
που Ýγειρε το κεφÜλι της και δÝχτηκε να γßνει,
σιγÜ-σιγÜ: η μικρÞ ΠορτοκαλÝνια!
Eτσι καθþς γλαυκüλαμψαν οι εφτÜ ουρανοß,
Ýτσι καθþς αγγßξαν μια φωτιÜ τα κρýσταλλα,
Ýτσι καθþς αστραψανε χελιδονοουρÝς,
σÜστησαν πÜνω οι Üγγελοι και κÜτω οι κοπελιÝς,
σÜστησαν πÜνω οι πελαργοß και κÜτω τα παγüνια,
κι üλα μαζß συνÜχτηκÜν κι üλα μαζß την εßδαν,
κι üλα μαζß τη φþναξαν: ΠορτοκαλÝνια!
ΜεθÜει το κλÞμα κι ο σκορπιüς, μεθÜει ο κüσμος üλος,
üμως της μÝρας η κεντιÜ τον πüνο δεν αφÞνει.
Τη λÝει ο νÜνος ερωδιüς μÝσα στα σκουληκÜκια,
τη λÝει ο χτýπος του νεροý μες στις χρυσοστιγμÝς,
τη λÝει κ' η δρüσο στου καλοý βοριÜ το απανωχεßλι:
-ΣÞκω μικρÞ, μικρÞ, μικρÞ πορτοκαλÝνια!
Oπως σε ξÝρει το φιλß κανÝνας δεν σε ξÝρει.
ΜÞτε σε ξÝρει ο γελαστüς θεüς,
που με το χÝρι του ανοιχτü στη φλογερÞ αντηλιÜ
γυμνÞ σε δεßχνει στους τριανταδυü ανÝμους!
...
(απü τον "¹λιο Τον Πρþτο")
.............................................................................................
Λακωνικüν
Ο καημüς του θανÜτου τüσο με πυρπüλησε, που η λÜμψη μου επÝστρεψε στον Þλιο.
Κεßνος με πÝμπει τþρα μÝσα στην τÝλεια σýνταξη της πÝτρας και του αιθÝρος.
Λοιπüν, αυτüς που γýρευα, εßμαι.
Ω λινü καλοκαßρι, συνετü φθινüπωρο
Χειμþνα ελÜχιστε
Η ζωÞ καταβÜλλει τον οβολü του φýλλου της ελιÜς
Και στη νýχτα μÝσα των αφρüνων μ' Ýνα μικρü τριζüνι κατακυρþνει πÜλι το νüμιμο του ΑνÝλπιστου.
(απü τις "¸ξη & Μßα Τýψεις Για Τον Ουρανü")
...........................................................................................................
ΔΗΛΟΣ
¼πως βουτþντας Üνοιγε τα μÜτια κÜτω απ' το νερü να φÝρει σ' επαφÞ το δÝρμα του μ' εκεßνο το λευκü της μνÞμης που τον κυνηγοýσε (απü κÜποιο χωρßο του ΠλÜτωνα)
Ολüúσια μÝσα στη καρδιÜ του Þλιου με την ßδια κßνηση περνοýσε κι Üκουγε να ορθþνει πÝτρινο λαιμü και να βρυχιÝται ο αθþος του εαυτüς ψηλÜ πÜνω απ' τα κýματα
Κι üσο να βγει στην επιφÜνεια πÜλι του Üφηνε καιρü η δροσιÜ να σýρει κÜτι απü τα σωθικÜ του ανßατο στα φýκια και τις Üλλες ομορφιÝς απ' τα ýφαλα
¸τσι που να μπορÝσει τÝλος να γυαλßσει μÝσα στο αγαπþ καθþς που γυÜλιζε το φως το θεúκü μÝσα στο κλÜμα του νεογÝννητου
Και αυτü θρυλοýσε η θÜλασσα
ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
¸φερνα γýρους μες στον ουρανü και φþναζα
Με κßνδυνο ν' αγγßξω μιαν ευτυχßα
ΣÞκωσα πÝτρα και σημÜδεψα μακριÜ
ΜιλημÝνη απü τον Þλιο η Μοßρα
¸κανε πως δεν Ýβλεπε
Και το πουλß του κοριτσιοý πÞρ' Ýνα ψßχουλο θαλÜσσης
και αναλÞφτη.
ΔΙΕΞ ΤΟ ΜΥΡΤΟΝ
¸τσι για κÜτι που μÞτε το Ýλαβα ποτÝ
Μια λÜμψη Ýστω
ΚυριολεχτικÜ πουλÞθηκα
"ΔιÝξ τü μýρτον" που θα 'λεγε κι ο Αρχßλοχος
ΜυστικÜ τα κλοπιμαßα του χρüνου
Να περÜσω πÜσχισα
Στις διχÜλες ενüς κοριτσιοý το ακýρηχτο ακüμη καλοκαßρι
Το μýδι ενüς φιλιοý στα χεßλη του Ιουλßου
ΕορτÜζοντας μιας ναυμαχßας
Την επÝτειο στον πρωραßο ιστü
Τα κüκκινα του μαýρου με τον γαλÜζιο ατμü
Για να 'ναι η στιγμÞ üπου ο Θεüς μου απßστησε
Ο Þλιος üπου εκτßω ειρκτÞ μεσοοýρανα
ΣυρμÝνες Ýξω
Οι βÜρκες των σπιτιþν
Και πÝρα να διαβαßνει το κανηφüρο πÝλαγος.
ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΜικρÞ πρÜσινη θÜλασσα δεκατριþ χρονþ
Που θα 'θελα να σε υιοθετÞσω
Να σε στεßλω σχολεßο στην Ιωνßα
Να μÜθεις μανταρßνι και Üψινθο
ΜικρÞ πρÜσινη θÜλασσα δεκατριþ χρονþ
Στο πυργÜκι του φÜρου το καταμεσÞμερο
Να γυρßσεις τον Þλιο και ν' ακοýσεις
Πως η μοßρα ξεγßνεται και πως
Απü λüφο σε λüφο συνεννοοýνται
Ακüμα κι οι μακρινοß μας συγγενεßς
Που κρατοýν τον αÝρα σαν αγÜλματα
ΜικρÞ πρÜσινη θÜλασσα δεκατριþ χρονþ
Με τον Üσπρο γιακÜ και την κορδÝλα
Να μπεις απ' το παρÜθυρο στη Σμýρνη
Να μου αντιγρÜψεις τις αντιφεγγιÝς στην οροφÞ
Απü τα ΚυριελÝησον και τα Δüξασοι
Και με λßγο ΒοριÜ λßγο ΛεβÜντε
Κýμα το κýμα να γυρßσεις πßσω
ΜικρÞ πρÜσινη θÜλασσα δεκατριþ χρονþ
Για να σε κοιμηθþ παρÜνομα
Και να βρßσκω βαθιÜ στην αγκαλιÜ σου
ΚομμÜτια πÝτρες τα λüγια των Θεþν
ΚομμÜτια πÝτρες τ' αποσπÜσματα του Ηρακλεßτου.
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
¸χοντας ερωτευθεß και κατοικÞσει αιþνες μες στη θÜλασσα Ýμαθα γραφÞ και ανÜγνωση
¿στε τþρα να μπορþ σε μεγÜλο βÜθος πßσω τις γενιÝς απανωτÝς üπως αρχßζει Ýνα βουνü προτοý τελειþσει το Üλλο
Να κοιτÜζω Και μπροστÜ πÜλι το ßδιο
Το βαθý σκοýρο μπουκÜλι και η νÝα στο μπρÜτσο ΕλÝνη με το πλÜú επÜνω στον ασβÝστη
Να γεμßζει κρασß της Παναγßας το μισü σþμα της φευγÜτο κιüλας στην Ασßα την αντικρινÞ
Και το κÝντημα üλο μετατοπισμÝνο μες στον ουρανü με τα διχαλωτÜ πουλιÜ τα κιτρινÜκια και τους Þλιους.
(απü το "Φωτüδεντρο & Η 14η ΟμορφιÜ")
.........................................................................................................
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο ¹λιος ο ΗλιÜτορας
ο πετροπαιχνιδιÜτορας
απü την Üκρη των ακρþ
κατηφορÜει στο Ταßναρο
ΦωτιÜ 'ναι το πηγοýνι του
χρυσÜφι το πιροýνι του.
Ο ΗΛΙΟΣ
Ε σεις στεριÝς και θÜλασσες
τ' αμπÝλια κι οι χρυσÝς ελιÝς
ακοýτε τα χαμπÝρια μου
μÝσα στα μεσημÝρια μου
"Σ' üλους τους τüπους κι αν γυρνþ
μüνον ετοýτον αγαπþ!"
Απü τη μÝση του εγκρεμοý
στη μÝση του Üλλου πÝλαγου
κüκκινα κßτρινα σπαρτÜ
νερÜ πρÜσινα κι Üπατα
"Σ' üλους τους τüπους κι αν γυρνþ
μüνον ετοýτον αγαπþ!"
Με τα μικρÜ χαμßνια του
καβÜλα στα δελφßνια του
με τις κοπÝλες τις γυμνÝς
που καßγονται στις αμμουδιÝς
με τους λοξÜτους πετεινοýς
και με τα κουκουρßκου τους!
...
(απü τον "¹λιο Τον ΗλιÜτορα")
.........................................................................................................
...
ΙV
Εßναι νωρßς ακüμη μες στον κüσμον αυτü, μ' ακοýς
Δεν Ýχουν εξημερωθεß τα τÝρατα, μ' ακοýς
Το χαμÝνο μου αßμα και το μυτερü, μ' ακοýς
Μαχαßρι
Σαν κριÜρι που τρÝχει μες στους ουρανοýς
Και των Üστρων τους κλþνους τσακßζει, μ' ακοýς
Εßμ' εγþ, μ' ακοýς
Σ' αγαπþ, μ' ακοýς
Σε κρατþ και σε πÜω και σου φορþ
Το λευκü νυφικü της Οφηλßας, μ' ακοýς
Που μ' αφÞνεις, που πας και ποιος, μ' ακοýς
Σου κρατεß το χÝρι πÜνω απ' τους κατακλυσμοýς
Οι πελþριες λιÜνες και των ηφαιστεßων οι λÜβες
Θα 'ρθει μÝρα, μ' ακοýς
Να μας θÜψουν, κι οι χιλιÜδες ýστερα χρüνοι
ΛαμπερÜ θα μας κÜνουν πετρþματα, μ' ακοýς
Να γυαλßσει επÜνω τους η απονιÜ, μ' ακοýς
Των ανθρþπων
Και χιλιÜδες κομμÜτια να μας ρßξει
Στα νερÜ Ýνα Ýνα, μ' ακοýς
Τα πικρÜ μου βüτσαλα μετρþ, μ' ακοýς
Κι εßναι ο χρüνος μια μεγÜλη εκκλησßα, μ' ακοýς
¼που κÜποτε οι φιγοýρες
Των Αγßων
ΒγÜζουν δÜκρυ αληθινü, μ' ακοýς
Οι καμπÜνες ανοßγουν αψηλÜ, μ' ακοýς
¸να πÝρασμα βαθý να περÜσω
ΠεριμÝνουν οι Üγγελοι με κεριÜ και νεκρþσιμους ψαλμοýς
ΠουθενÜ δεν πÜω, μ' ακοýς
¹ κανεßς Þ κι οι δυο μαζß, μ' ακοýς
Το λουλοýδι αυτü της καταιγßδας και, μ' ακοýς
Της αγÜπης
Μια για πÜντα το κüψαμε
Και δε γßνεται ν' ανθßσει αλλιþς, μ' ακοýς
Σ' Üλλη γη, σ' Üλλο αστÝρι, μ' ακοýς
Δεν υπÜρχει το χþμα, δεν υπÜρχει ο αÝρας
Που αγγßξαμε, ο ßδιος, μ' ακοýς
Και κανεßς κηπουρüς δεν ευτýχησε σ' Üλλους καιροýς
Απü τüσον χειμþνα κι απü τüσους βοριÜδες, μ' ακοýς
Να τινÜξει λουλοýδι, μüνο εμεßς, μ' ακοýς
Μες στη μÝση της θÜλασσας
Απü μüνο το θÝλημα της αγÜπης, μ' ακοýς
ΑνεβÜσαμε ολüκληρο νησß, μ' ακοýς
Με σπηλιÝς και με κÜβους κι ανθισμÝνους γκρεμοýς
'Ακου, Üκου
Ποιος μιλεß στα νερÜ και ποιος κλαßει -ακοýς
Ποιος γυρεýει τον Üλλο, ποιος φωνÜζει -ακοýς;
Ειμ' εγþ που φωνÜζω κι ειμ' εγþ που κλαßω, μ' ακοýς
Σ' αγαπþ, σ' αγαπþ, μ' ακοýς.
...
(απü το "Μονüγραμμα")
........................................................................................................
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ
Του μικροý ΒοριÜ παρÜγγειλα
να 'ναι καλü παιδÜκι
Μη μου χτυπÜει πορτüφυλλα
και στο παραθυρÜκι
Γιατß στο σπßτι που αγρυπνþ
η αγÜπη μου πεθαßνει
Και μες στα δÜκρυα τη κοιτþ
που μüλις ανασαßνει
Με πιÜνει το παρÜπονο
γιατß στον κüσμο αυτüνα
Τα καλοκαßρια τα 'χασα
κι Ýφτασα στο χειμþνα
Σαν το καρÜβι που Üνοιξε
τ' Üρμενα κι αλαργεýει
Θωρþ να χÜνονται οι στεριÝς
κι ο κüσμος λιγοστεýει
Γεια σας περβüλια γεια σας ρεματιÝς
γεια σας φιλιÜ και γεια σας αγκαλιÝς
Γεια σας οι κÜβοι κι οι ξανθοß γιαλοß
γεια σας οι üρκοι οι παντοτινοß.
ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Μια φορÜ στα χßλια χρüνια
του πελÜγου τα τελþνια
Μες στα σκοτεινÜ τα φýκια
μες στα πρÜσινα χαλßκια
Το φυτεýουνε και βγαßνει
πριν ο Þλιος ανατεßλει
Το μαγεýουνε και βγαßνει
το θαλασσινü τριφýλλι
Κι üποιος το 'βρει δεν πεθαßνει
Κι üποιος το 'βρει δεν πεθαßνει
Μια φορÜ στα χßλια χρüνια
κελαηδοýν αλλιþς τ' αηδüνια
Δε γελÜνε μÞτε κλαßνε
μüνο λÝνε, μüνο λÝνε:
-Μια φορÜ στα χßλια χρüνια
γßνεται η αγÜπη αιþνια
Να 'χεις τýχη να 'χεις τýχη
η χρονιÜ να σου πετýχει
Κι απ' του ουρανοý τα μÝρη
την αγÜπη να σου φÝρει
Το θαλασσινü τριφýλλι
ποιος θα βρει να μου το στεßλει
Ποιος θα βρει να μου το στεßλει
το θαλασσινü τριφýλλι.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
ΚÜθε πρωÀ οποý ξυπνþ
τρÝχω στη πüρτα και κοιτþ
Τρßτη ΚυριακÞ ΔευτÝρα
κι Üλλη μια χαμÝνη μÝρα
ΠÜνε κι Ýρχονται ολοÝνα
τα βαπüρια και τα τρÝνα
Ταχυδρüμε ανÜθεμÜ σε
μüνο μÝνα δε θυμÜσαι
ΠιÜνει κüσμος περιστÝρια
κι εγþ μÝνω μ' Üδεια χÝρια
-ΓρÜμμα τÝτοιο δε λαβαßνεις
Üδικα μη περιμÝνεις
Δε σου το 'χουνε γραμμÝνο
κι αν σου το 'χουν πÜει αλλοý
'Αλλος μÝνει εκεß που μÝνεις
και το δßνουν αυτουνοý
ºσως να 'ναι και σταλμÝνο
σ' Üνθρωπο του φεγγαριοý
¹ και παραπεταμÝνο
σε μιαν Üκρη τ' ουρανοý.
ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ
Εκεß στης ¾δρας τ' ανοιχτÜ και των Σπετσþ
να σου μπροστÜ μου Ýνα δελφινοκüριτσο
-ΜωρÝ του λÝω που 'ν' το μεσοφüρι σου
Ýτσι γυμνοýλι πας να βρεις τ' αγüρι σου;
-Αγüρι εγþ δεν Ýχω μ' αποκρßνεται
βγÞκα μια τσÜρκα για να δω τι γßνεται
Δßνει βουτιÜ στα κýματα και χÜνεται
ξανανεβαßνει κι απ' τη βÜρκα πιÜνεται
Θε μου συγχþρεσÝ μου σκýβω για να δω
κι Ýνα φιλß μου δßνει το παλιüπαιδο
Σαν λεμονιÜ τα στÞθη του μυρßζουνε
κι üλα τα μπλε στα μÜτια του γυαλßζουνε
-ΧÜúντε μωρü μου ανÝβα και κινÞσαμε
πÝντε φορÝς τους ουρανοýς γυρßσαμε.
Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ
Το δρüμο πλÜú στη θÜλασσα περπÜτησα
που 'κανε κÜθε μÝρα η ποδηλÜτισσα
ΒρÞκα τα φροýτα που 'χε το πανÝρι της
το δαχτυλßδι που 'πεσε απ' το χÝρι της
ΒρÞκα το κουδουνÜκι και το σÜλι της
τις ρüδες το τιμüνι το πεντÜλι της
Τη ζþνη της τη βρÞκα σε μιαν Üκρη
μια πÝτρα διÜφανη που 'μοιαζε δÜκρυ
Τα μÜζεψα Ýνα Ýνα και τα κρÜτησα
κι Ýλεγα που 'ναι που 'ν' η ποδηλÜτισσα
Την εßδα να περνÜ πÜνω απ' τα κýματα
την Üλλη μÝρα πÜνω απü τα μνÞματα
Την τρßτη νýχτωσ' Ýχασα τα χνÜρια της
στους ουρανοýς ανÜψαν τα φανÜρια της.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ
Απü τον πÜνω δρüμο πÜω και κοιτþ
που 'ναι το μαýρο σπßτι τ' ακατοßκητο
Κι αν εßναι η νýχτα σκοτεινÞ
μες στον αÝρα πιÜνω
Μια κοριτσßστικη φωνÞ
κι Ýνα σκοπü στο πιÜνο
Μαρßα και ΒασιλικÞ
χλωμÞ σαν Παναγßτσα
Με τη νταντÝλα τη λευκÞ
και τη χρυσÞ καρφßτσα
Φýσα ΝοτιÜ μου κι Üδικα λυπÞθηκα
σ' Üλλους καιροýς μπορεß και ν' αγαπÞθηκα.
ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου το 'πα για τα σýννεφα
σου το 'πα για τα μÜτια τα κλαμÝνα
για τα σημÜδια που Üφησαν τα χÝρια μας
πÜνω στα τραπεζÜκια τα βρεμÝνα
Στα φανερÜ και στα κρυφÜ
σου το 'πα για τα σýννεφα
Για σÝνα και για μÝνα
Σου το 'πα με τα κýματα
σου το 'πα με τη σκοτεινÞ ρουφÞχτρα
με το σκυλß και με το κλεφτοφÜναρο
με τον καφÝ και με τη χαρτορßχτρα
ΨυθιριστÜ και φωναχτÜ
Σου το 'πα με τα κýματα
Σου το 'πα μες στη νýχτα
Σου το 'πα τα μεσÜνυχτα
σου το 'πα τη στιγμÞ που δε μιλοýσες
που με το νου μου λßγο μüνο σ' Üγγιζα
κι Üναβε το φουστÜνι που φοροýσες
Απü κοντÜ κι απü μακριÜ
σου το 'πα τα μεσÜνυχτα
Με τ' Üστρα που κοιτοýσες.
ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ
Δυο ειν' οι ΠαρÜδεισοι
που λÝει κι η παρÜδοση
Ειν' Ýνας μες στους ουρανοýς
που μÞτε τον χωρÜ ο νους
Κι üπου αδερφÝ μου για να πας
θα 'ν' απο δßπλα του παπÜς
Εßν' Ýνας Üλλος εδωνÜ
κι ας μη τον βλÝπεις πουθενÜ
¼ρη θÜλασσες και βρÜχοι
μοιÜζει λßγος κι üλα τα 'χει
¸χει βιüλες Ýχει κρßνα
Σεραφεßμ με μαντολßνα
¸χει γλýκες Ýχει τρÝλες
του διαüλου τις κüπελες
ΜοιÜζει λßγος κι üλα τα 'χει
να βουτÜς κι ü,τι σου λÜχει.
ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ
Νυχτþθηκα üπως πÜντα
στη σκοτεινÞ βερÜντα
Και διÜλεξα εν' αστÝρι
το κρÜτησα στο χÝρι
Σε λßγο του 'πα "φýγε"
το φýσηξα και πÞγε
Στο αντικρινü μπαλκüνι
οποý καθüταν μüνη
ΜελαχρινÞ κοπÝλα
με κÜτασπρη κορδÝλα
Το πÞρε στη ποδιÜ της
το 'βαλε στα μαλλιÜ της
Το φüρεσε βραχιüλι
και λαμποκüπησε üλη
¸πειτα Þρθε ο μπÜτης
πÞρε το κÜθισμÜ της
Τη φýσηξε απ' το πλÜú
μες στη βραδιÜ του ΜÜη
Κι Ýξαφνα μες στον ουρανü
κÜηκε σα βεγγαλικü.
ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
¼λα τα πÞρε το καλοκαßρι
τ' Üγριο μαλλß σου στη τρικυμßα
το ραντεβοý μας Þ þρα μßα
¼λα τα πÞρε το καλοκαßρι
τα μαýρα μÜτια σου το μαντßλι
την εκκλησοýλα με το καντÞλι
¼λα τα πÞρε το καλοκαßρι
κι εμÜς τους δυο χÝρι με χÝρι
¼λα τα πÞρε το καλοκαßρι
με τα μισüλογα τα σβησμÝνα
τα καραβüπανα τα σχισμÝνα
Μες στις αφρüσκονες και τα φýκια
üλα τα πÞρε τα πÞγε πÝρα
τους üρκους που Ýτρεμαν στον αÝρα
¼λα τα πÞρε το καλοκαßρι
κι εμÜς τους δυο χÝρι με χÝρι.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Εδþ στου δρüμου τα μισÜ
Ýφτασε η þρα να το πω
'Αλλα ειν' εκεßνα που αγαπþ
γι' αλλοý γι' αλλοý ξεκßνησα
Στ' αληθινÜ στα ψεýτικα
το λÝω και τ' ομολογþ
Σαν να 'μουν Üλλος κι üχι εγþ
μες στη ζωÞ πορεýτηκα
¼σο κι αν κανεßς προσÝχει
üσο κι αν τα κυνηγÜ
ΠÜντα πÜντα θα 'ν' αργÜ
δεýτερη ζωÞ δεν Ýχει.
Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
ΓρÞγορα που σκοτεινιÜζει. Φθινοπþριασε
δεν αντÝχω τους ανθρþπους Üλλο. Χþρια εσÝ
Που μιλÜς κι η νýχτα κλαßει σαν το σκýλο σου
προδομÝνος απομÝνει -ποιος; ο φßλος σου
ΑγαμÝμνων ΑγαμÝμνων Üμοιρε που σου-
που σου 'μελλε να το 'βρεις απü τη γυναßκα σου
Ασ' τον Üνεμο να λÝει ασ' τον να λυσσÜ
κÜποιος θα 'ναι ο ΑγαμÝμνων κÜποια η φüνισσα
ΚÜποτε κι εσý θα φτÜσεις -ποιος; ο νικητÞς
αλλÜ βασιλιÜς μιας χþρας ακατοßκητης
Και το Ýνα σου ΑγαμÝμνων και το δÝκα σου
θα μετρÜ στα δÜχτυλÜ της η γυναßκα σου.
(απü τα "Ρω Του ¸ρωτα")
.............................................................................................
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (απüσπασμα) Δ'
¸να το χελιδüνι κι η 'Ανοιξη ακριβÞ
Για να γυρßσει ο Þλιος θÝλει δουλειÜ πολλÞ
ΘÝλει νεκροýς χιλιÜδες νÜ 'ναι στους Τροχοýς
ΘÝλει κι οι ζωντανοß να δßνουν το αßμα τους.
ΘÝ μου ΠρωτομÜστορα μ' Ýχτισες μÝσα στα βουνÜ
ΘÝ μου ΠρωτομÜστορα μ' Ýκλεισες μες στη θÜλασσα!
ΠÜρθηκεν απü ΜÜγους το σþμα του Μαγιοý
Το 'χουνε θÜψει σ' Ýνα μνÞμα του πÝλαγου
Σ' Ýνα βαθý πηγÜδι το 'χουνε κλειστü
Μýρισε το σκοτÜδι κι üλη η 'Αβυσσο.
ΘÝ μου ΠρωτομÜστορα μÝσα στις πασχαλιÝς κι Εσý
ΘÝ μου ΠρωτομÜστορα μýρισες την ΑνÜσταση!
ΣÜλεψε σαν το σπÝρμα σε μÞτρα σκοτεινÞ
Το φοβερü της μνÞμης Ýντομο μες στη γη
Κι üπως δαγκþνει αρÜχνη δÜγκωσε το φως
Ελαμψαν οι γιαλοß κι üλο το πÝλαγος.
ΘÝ μου ΠρωτομÜστορα μ' Ýζωσες στις ακρογιαλιÝς
ΘÝ μου ΠρωτομÜστορα στα βουνÜ με θεμÝλιωσες!
..........
Της δικαιοσýνης Þλιε νοητÝ και μυρσßνη συ δοξαστικÞ
μη παρακαλþ σας μη λησμονÜτε τη χþρα μου!
Αετüμορφα Ýχει τα ψηλÜ βουνÜ στα ηφαßστεια κλÞματα σειρÜ
και τα σπßτια πιο λευκÜ στου γλαυκοý το γειτüνεμα!
Της Ασßας αν αγγßζει απü τη μια της Ευρþπης λßγο αν ακουμπÜ
στον αιθÝρα στÝκει νÜ και στη θÜλασσα μüνη της!
Και δεν εßναι μÞτε ξÝνου λογισμüς και δικοý της μÞτε αγÜπη
μια μüνο πÝνθος Üχ παντοý και το φως ανελÝητο!
Τα πικρÜ μου χÝρια με τον Κεραυνü τα γυρßζω πßσω απ' τον Καιρü
τους παλιοýς φßλους καλþ με φοβÝρες και μ' αßματα!
ΜÜ 'χουν üλα τα αßματα ξαντιμεθεß κι οι φοβÝρες Üχ λατομηθεß
και στον Ýναν ο Üλλος μπαßνουν εναντßον οι Üνεμοι!
Της Δικαιοσýνης Þλιε νοητÝ και μυρσßνη συ δοξαστικÞ
μη παρακαλþ σας μη λησμονÜτε τη χþρα μου!
Το 'Aξιον Εστß. I'
Tης αγÜπης αßματα * με πορφýρωσαν
Kαι χαρÝς ανεßδωτες * με σκιÜσανε
Oξειδþθηκα μες στη * νοτια των ανθρþπων
MακρινÞ MητÝρα * Püδο μου AμÜραντο
Στ' ανοιχτÜ του πÝλαγου * με καρτÝρεσαν
Mε μπομπÜρδες τρικÜταρτες * και μου ρßξανε
Aμαρτßα μου νÜ 'χα * κι εγþ μιαν αγÜπη
MακρινÞ MητÝρα * Püδο μου AμÜραντο
Tον Iοýλιο κÜποτε * μισανοßξανε
Tα μεγÜλα μÜτια της * μες στα σπλÜχνα μου
Tην παρθÝνα ζωÞ μια * στιγμÞ να φωτßσουν
MακρινÞ MητÝρα * Püδο μου AμÜραντο
Kι απü τüτε γýρισαν * καταπÜνω μου
Tων αιþνων üργητες * ξεφωνßζοντας
"O που σ' εßδε, στο αßμα * να ζει και στην πÝτρα"
MακρινÞ MητÝρα * Püδο μου AμÜραντο
Tης πατρßδας μου πÜλι * ομοιþθηκα
Mες στις πÝτρες Üνθισα * και μεγÜλωσα
Των φονιÜδων το αßμα * με φως ξεπληρþνω
MακρινÞ MητÝρα * Püδο μου AμÜραντο
Τη Γλþσσα Μου ¸δωσαν ΕλληνικÞ
Τη γλþσσα μου Ýδωσαν ελληνικÞ.
το σπßτι φτωχικü στις αμμουδιÝς του ΟμÞρου...
ΜονÜχη Ýγνοια η γλþσσα μου στις αμμουδιÝς του ΟμÞρου...
Εκεß σπÜροι και πÝρκες
ανεμüδαρτα ρÞματα
ρεýματα πρÜσινα μες στα γαλÜζια
üσα εßδα στα σπλÜχνα μου ν' ανÜβουνε
σφουγγÜρια, μÝδουσες
με τα πρþτα λüγια των ΣειρÞνων
üστρακα ρüδινα με τα πρþτα μαýρα ρßγη...
ΜονÜχη Ýγνοια η γλþσσα μου, με τα πρþτα μαýρα ρßγη...
Εκεß ρüδια, κυδþνια
θεοß μελαχροινοß, θεßοι κι εξÜδελφοι
το λÜδι αδειÜζοντας μες στα πελþρια κιοýπια.
Και πνοÝς απü τη ρεμματιÜ ευωδιÜζοντας
λυγαριÜ και σχßνο
σπÜρτο και πιπερüριζα
με τα πρþτα πιπßσματα των σπßνων
ψαλμωδßες γλυκÝς με τα πρþτα-πρþτα Δüξα Σοι...
ΜονÜχη Ýγνοια η γλþσσα μου, με τα πρþτα-πρþτα Δüξα Σοι!..
Εκεß δÜφνες και βÜγια
θυμιατü και λιβÜνισμα
τις πÜλες ευλογþντας και τα καριοφßλια
στο χþμα το στρωμÝνο με τ' αμπελομÜντιλα ,
κνßσες, τσουγκρßσματα
και Χριστος ΑνÝστη
με τα πρþτα σμπÜρα των ΕλλÞνων!
ΑγÜπες μυστικÝς με τα πρþτα λüγια του ¾μνου...
ΜονÜχη Ýγνοια η γλþσσα μου, με τα πρþτα λüγια του ¾μνου!..
......................................................................................................................
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Θ' ανÜψω δÜφνες να φλομþσει ο ουρανüς
ΜÞπως και μυριστεßς πατρßδα και γυρßσεις
Μες απ' τα δÝντρα που σε γνþριζαν και που γι' αυτü
Τη στιγμÞ του θανÜτου σου Üξαφνα τινÜξανε Üνθος
ΕμÜς τους γýφτους Üσε μας
Τους "οικοýντας εν τοßς κοßλοις"
Τι δε νογÜμε απü γιορτÞ
Και τα πουλιÜ δε βÜναμε προσÜναμμα
Μα στον ýπνο μας καθþς μας εßχες μυÞσει
Δþθε απü τη φθορÜ πλÝκουμε τους κισσοýς
ΜακριÜ σου πιο κι απ' το Α του Κενταýρου
"Ως Ýν τινι φρουρÞ εσμÝν"
ΜαργωμÝνους μες στο χρüνο
Κι απü τραγοýδι αμÜθητοι
Μüνος εσý ο αιρετικüς της ýλης Üλλ'
Ομüθρησκος των αετþν το ýστερο Üλμα
Τüλμησες. Κι οι ποιμÝνες σ' εßδανε της ΠρεμετÞς
Μες στης Üλλης χαρÜς το φως να οδοιπορεßς πιο νÝος
Τι κι αν ο κüσμος μÜταιος
¸χεις μιλÞσει ελληνικÜ
Ως "εις τüν Ýπειτα χρüνον"
Κι απü την ομιλßα σου ακüμη
ΒγÜνουν θυμßαμα οι θαλασσινοß κρßνοι
Και κÜποιες θρυλικÝς κοπÝλες κατÜ σε
ΜυστικÜ στρÝφουνε τον καθρÝφτη του Þλιου.
MOZART: ROMANCE
(απü το κοντσÝρτο για πιÜνο αρ. 20 KV 466)
¼μορφη λυπητερÞ ζωÞ
ΠιÜνο μακρινü υποχθüνιο
Το κεφÜλι μου ακουμπÜει στον Πüλο
Και τα χüρτα με κυριεýουν
ΓÜγγη κρυφÝ της νýχτας που με παßρνεις;
Απü μαýρους καπνοýς βλÝπω δορκÜδες
Μες στο ασÞμι να τρÝχουν να τρÝχουν
Και δε ζω και δεν Ýχω πεθÜνει
Οýτε ο Ýρωτας οýτε κι η δüξα
Οýτε τ' üνειρο οýτε δεν Þταν
Με το πλÜú κοιμοýμαι κοιμοýμαι
Κι ακοýω τις μηχανÝς της γης που ταξιδεýει.
(απü τα "ΕτεροθαλÞ")
............................................................................................
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΦΕΛΗΣ
"Κρßμας το κορßτσι" λÝνε
το κεφÜλι τους κουνÜν
ΤÜχατες για μÝνα κλαßνε
δε μ' απαρατÜν!
Μες στα σýννεφα βολτÜρω
σαν την üμορφη αστραπÞ
κι ü,τι δþσω κι ü,τι πÜρω
γßνεται βροχÞ.
Βρε παιδιÜ προσÝξετÝ με
κüβω κι απ' τις δυο μεριÝς
το πρωÀ που δε μιλιÝμαι
βρßζω ΠαναγιÝς
και το βρÜδυ οποý κυλιÝμαι
στα γρασßδια καθενοý
λες και κονταροχτυπιÝμαι
ντροýγκου-ντροýγκου-ντρου.
Τη χαρÜ δεν τη γνωρßζω
και τη λýπη την πατþ
Σαν τον Üγγελο γυρßζω
πÜνω απ' τον γκρεμü.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Πρþτη φορÜ σ' ενüς νησιοý τα χþματα
δýο του Νοεμβρßου ξημερþματα
βγÞκα να δω τον κüσμο και μετÜνιωσα
τα "ξüρκια" που λεν' αμÝσως τα 'νιωσα.
ΜÞνες εννÝα πριν την πρþτη μÝρα μου
δοýλευα για το σπÝρμα του πατÝρα μου
και πεντακüσιες τρεις κατÜ συνÝχεια
μετÜ- για τη ψευτιÜ και την ανÝχεια.
Δýσκολο δýσκολο της γης το πÝρασμα
και να μη βγαßνει καν Ýνα συμπÝρασμα.
ΜÝσα στον εαυτü μου τüσο κρýφθηκα
που μÞτε ο ßδιος δεν τον αντελÞφθηκα.
¿σπου μια μÝρα το 'φερε η περßσταση
κι αγÜπησα χωρßς καμμιÜν αντßσταση
αλλÜ και στην προσπÜθεια την ελÜσσονα
πÜντοτε βρε παιδιÜ μου τα θαλÜσσωνα
πρþτον διüτι κυνηγοýσα το 'Απιαστο
και δεýτερον γιατ' Þμουν εßδος 'Αμοιαστο.
Εφ' þ και αφοý την τýχη μου σιχτßρισα
πßσω στον εαυτü μου ξαναγýρισα.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
¼τι μια μÝρα θα δαγκÜσεις μες στο νÝο λεμüνι
και θ' αποδεσμεýσεις
τερÜστιες ποσüτητες Þλιου απü μÝσα του.
¼τι üλα τα ρεýματα των θαλασσþν
Üξαφνα φωτισμÝνα θα σε δεßξουν
ν' ανεβÜζεις τη θýελλα στο ηθικü επßπεδο.
¼τι και μες στο θÜνατü σου πÜλι θα 'σαι
σαν το νερü στον Þλιο
που γßνεται ψυχρü απü Ýνστικτο.
¼τι θα κατηχηθεßς απ' τα πουλιÜ
κι Ýνα φýλλωμα λÝξεων θα σε ντýσει
ελληνικÜ να μοιÜζεις αÞττητη.
¼τι μια σταλαματιÜ θ' αποκορυφωθεß
ανεπαßσθητα στα τσßνορÜ σου
περ' απ' τον πüνο και μετÜ πολý το δÜκρυ.
¼τι üλη του κüσμου η απονιÜ θα γßνει πÝτρα
ηγεμονικÜ να καθßσεις
μ' Ýνα πουλß πειθÞνιο στην παλÜμη σου.
¼τι μüνη σου τÝλος θ' αρμοστεßς
αργÜ στο μεγαλεßο
της ανατολÞς και του ηλιοβασιλÝματος.
(απü τη "Μαρßα ΝεφÝλη")
................................................................................................................
¸λα τþρα χÝρι μου δεξß
κεßνο που σε πονεß δαιμονικÜ ζωγρÜφισÝ το
αλλ' απü πÜνω βÜλ' του
Το ασÞμωμα της Παναγßας
πüχουν τη νýχτα οι ερημιÝς μες στα νερÜ
του βÜλτου!
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β
ΑσμÜτιον
Ανεμüεσσα κüρη ενÞλικη θÜλασσα
πÜρε το κßτρο που μου 'δωκε ο ΚÜλβος
δικιÜ σου η χρυσÞ μυρωδßα
Μεθαýριο θα 'ρθουν τ' Üλλα πουλιÜ
θα 'ναι πÜλι ελαφρÝς των βουνþν οι γραμμÝς
μα βαριÜ η δικÞ μου καρδßα.
............
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ
Η ΠρωτομαγιÜ
ΠιÜνω την Üνοιξη με προσοχÞ και την ανοßγω:
Με χτυπÜει μια ζÝστη αραχνοàφαντη
Ýνα μπλε που μυρßζει ανÜσα πεταλοýδας
οι αστερισμοß της μαργαρßτας üλοι αλλÜ
και μαζß πολλÜ σερνüμενα Þ πετοýμενα
ζουζοýνια, φßδια, σαýρες, κÜμπιες και Üλλα
τÝρατα παρδαλÜ με κεραßες συρμÜτινες
λÝπια χρυσÜ λαμÝ και ποýλιες κüκκινες
Θα 'λεγες, Ýτοιμα üλα τους να πÜνε
στο χορü των μεταμφιεσμÝνων του 'Αδη.
.............
-¼λα χÜνονται. Του καθενüς Ýρχεται η þρα.
-¼λα μÝνουν. Εγþ φεýγω. Εσεßς να δοýμε τþρα.
(απü το "Χρονικüν Ενüς ΑθÝατου Απριλßου")