Τα πιο γλυκÜ μας τραγοýδια μιλÜνε,
για τις πιο πικρÝς μας σκÝψεις.
Βιογραφικü
Ο Αλφüνς ντε ΛαμαρτÝν (Alphonse Marie Louis de Prat de Lamartine), γνωστüς στην ΕλλÜδα σα Λαμαρτßνος, Þτανε ΓÜλλος ποιητÞς -ρομαντικüς ποιητÞς που 'φερε πολλÝς καινοτομßες στη γαλλικÞ ποßηση- συγγραφÝας, μυθιστοριογρÜφος, ιστοριογρÜφος και πολιτικüς, απü τα μεγαλýτερα ονüματα του ρομαντισμοý στη Γαλλßα. Καταγüταν απü αριστοκρÜτη πατÝρα κι αρχικÜ ακολοýθησε στρατιωτικÞ σταδιοδρομßα, που üμως την εγκατÝλειψε εξαιτßας πολιτικþν καταστÜσεων κι εισÞλθε στη διπλωματικÞ υπηρεσßα. Αργüτερα αναμßχθηκε στη πολιτικÞ κι απü το 1833 υπηρÝτησε ως βουλευτÞς. Απεσýρθη απü τη πολιτικÞ το 1848. Η λογοτεχνικÞ του σταδιοδρομßα Üρχισε απü το 1820 οπüτε εßχε εκδþσει το πρþτο του βιβλßο, Ποιητικοß Στοχασμοß. ΥπÞρξε απü τους πρωτεργÜτες της ρομαντικÞς γαλλικÞς ποßησης. ΕπßσηςτÝλος, Ýσερνε το βÜρος της απþλειας και τον 2 παιδßþν του σε πολý μικρÞν ηλικßα.
ΓεννημÝνος στη Μακüν 21 Οκτþβρη 1790, Þτανε το αγαπημÝνο παιδß üλης της οικογÝνειας. Οι γονεßς του καθþς κι οι 5 αδερφÝς του τρÝφαν ιδιαßτερη αδυναμßα παρüλο που αναστÜτωνε συχνÜ üλο το σπßτι με τις σκανταλιÝς του. Καταγüταν απü οικογÝνεια μικροευγενþν της Βουργουνδßας, (ο πατÝρας του Þταν επαρχιþτης αλλÜ ευγενÞς, αλλÜ δÝχτηκε πολλÝς διþξεις την εποχÞ της Τρομοκρατßας κι Ýτσι αναγκÜστηκε να ζει στην αφÜνεια, μες στα κτÞματÜ του), πÞρε τη πρþτη του εκπαßδευση απü τη μητÝρα (Ýξοχη γυναßκα με μεγÜλη κι ευγενικÞ καρδιÜ, Üγια στη σκÝψη κι υπομονÞ, Üσκησε μεγÜλη επιρροÞ στα πρþτα χρüνια του), και στη πορεßα, φοßτησε στο κολλÝγιο των Ιησουúτþν του ΜπÝλευ, γεγονüς που επηρÝασε Ýντονα το μετÝπειτα Ýργο του. ΒαθιÜ ßχνη της φοßτησης αυτÞς διακρßνονται στο κατοπινü Ýργο του. ΕλÜχιστοι ξÝνοι ποιητÝς Ýγιναν ευρýτατα γνωστοß στους ελληνικοýς μεταφραστικοýς κýκλους üσο κεßνος. Το Üστρο του μεσουρανοýσε στη Γαλλßα, τη στιγμÞ που και στην ελληνικÞ πρωτεýουσα εßχε αρχßσει να επιβÜλλεται με βÞμα γοργü ο πεισιθÜνατος ρομαντισμüς.
Αφοý ολοκλÞρωσε τις σπουδÝς του, επÝστρεψε στο πατρικü του σπßτι. Εκεß δεν Ýκανε τßποτα Üλλο παρÜ να γρÜφει μελαγχολικοýς στßχους και να τους διαβÜζει δυνατÜ στο δωμÜτιο του. Οι γονεßς του, ανησυχþντας γι' αυτüν, αποφÜσισαν να τονε στεßλουνε στη Λυþν να σπουδÜσει ΝομικÞ. Εκεßνος ενθουσιÜστηκε μ' αυτÞ τη προοπτικÞ. Στη διÜρκεια των σπουδþν του, σýχναζε στα φοιτητικÜ κÝντρα της εποχÞς κι Ýκανε πολλÝς γνωριμßες. ¸ντονα υπÞρξαν τα διÜφορα ειδýλλια του ποιητÞ. Το πιο χαρακτηριστικü Þταν αυτü με μßα νÝα, την ΕρρικÝτα. ΜετÜ την επιστροφÞ απü τη Λυþν εξαιτßας του θεßου, που σταμÜτησε να του στÝλνει χρÞματα, γνþρισε τη κοπÝλα σε κÜποιο σαλüνι. Αφοý εξομολογÞθηκαν τον Ýρωτα τους, αποφÜσισαν να φýγουν μαζß για το Παρßσι. Ωστüσο αναγκÜστηκαν να γυρßσουνε πßσω σýντομα, καθþς δεν εßχε χρÞματα να τη συντηρÞσει. Οι γονεßς του τüτε τονε στεßλανε σε κÜποια φιλικÞ τους οικογÝνεια στην Ιταλßα, για να χωρßσουνε τους δýο αγαπημÝνους. Η ΕρρικÝτα παντρεýτηκε κÜποια χρüνια αργüτερα και ξÝχασε τον αγαπημÝνο της ποιητÞ.
Φýση αισθηματικÞ και με ζωηρÞ φαντασßα, ταξßδεψε το 1811-12 στην Ιταλßα. Στη ΝεÜπολη ερωτεýτηκε μια φτωχÞ κοπÝλα απü οικογÝνεια ψαρÜδων της Προτσßντα, την οποßα απαθανÜτισε αργüτερα στο περßφημο μυθιστüρημÜ του ΓκρατσιÝλλα. Το 1816, στην λουτρüπολη Αιξ-λε-Μπαιν, στις üχθες της λßμνης ΜπουρζÝ, σχετßστηκε με τη σýζυγο του φυσικοý κι εφευρÝτη Ζακ Σαρλ, Ζυλß Σαρλ (Julie Charles). Το üτι Þταν παντρεμÝνη και βαριÜ Üρρωστη δεν εμπüδισε να αναπτυχθεß Ýνα δυνατü αλλÜ σýντομο ειδýλλιο. Συμφþνησαν να ξανασυναντηθοýν στο Αιξ τον επüμενο χρüνο, αλλÜ η Ζυλß πÝθανε. Ο θÜνατüς της ενÝπνευσε στον ΛαμαρτÝν τη Λßμνη, Ýνα απü τα αθÜνατα ποιÞματα της γαλλικÞς φιλολογßας.
Το 1820 Ýγινε αμÝσως ευρýτατα γνωστüς με την πρþτη του συλλογÞ Ποιητικοß Ρεμβασμοß, που χαιρετßστηκε σαν αρχÞ νÝας περιüδου στη γαλλικÞ ποßηση. Το 1820 επßσης δημοσßευσε τους ΝÝους Ρεμβασμοýς και την ßδια χρονιÜ διορßστηκε γραμματÝας της γαλλικÞς πρεσβεßας στην Φλωρεντßα, εκεß γνþρισε και νυμφεýθηκε στις 6 Ιουνßου 1920, την ευκατÜσταστη, üμορφη Αγγλßδα Ελßζα (Mary Ann Elisa Birch,1790-1863 Þ επßσης Marianne de Lamartine), που 'τανε γαλλßδα ζωγρÜφος αλλÜ πιστεýεται πως εßχε αγγλικÞ καταγωγÞ, κι απÝκτησαν μαζß 2 παιδιÜ, τον Αλφüνς (Félix Marie Emilius Alphonse de Lamartine), γεννÞθηκε στη Ρþμη το 1821 και πÝθανε στο Παρßσι, ΔεκÝμβρη 1822 λüγω πυρετοý πριν κλεßσει τα 2 του χρüνια και τη Τζοýλια (Marie Louise Julie de Lamartine), γεννÞθηκε στο Macon 14 ΜÜη 1822 και πÝθανε στη Βηρυττü το 1832 στα 10 της.
Το 1829 γßνεται μÝλος της ΓαλλικÞς Ακαδημßας. Το 1832 πραγματοποßησε ταξßδι στην Εγγýς ΑνατολÞ, καρπüς του οποßου Þταν το Ταξßδι Στην ΑνατολÞ, το πρþτο πεζü Ýργο του. Στο βιβλßο αυτü διαφαßνεται Þδη (παρÜ το θαυμασμü του για την αρχαßα ελληνικÞ τÝχνη και τα ελληνικÜ θÝματα των Ýργων του) ο φιλοτουρκισμüς του, που τον οδÞγησε αργüτερα (1854) στη συγγραφÞ της Ιστορßας Της Τουρκßας. Οι βασικοß σταθμοß του ταξιδιου Þταν η ΕλλÜδα, η Τουρκßα, η Συρßα κι ο Λßβανος. Τüτε, η πολý πρüσφατα απελευθερωμÝνη ΕλλÜδα παρουσιÜζει εικüνα ερÞμωσης και καταστροφÞς. ΑυτÞν την ΕλλÜδα θα δει ο ποιητÞς και θα την αποτυπþσει στο ημερολüγιο καταστρþματος που κρατÜ, αρχßζοντας απü τις ακτÝς του Ναυαρßνου, üπου φτÜνει στις 6 Αυγοýστου. Το Ýργο γνωρßζει τερÜστια επιτυχßα, το 1841 παßρνει τον οριστικü τßτλο Voyage Εn Orient, κι ως το 1868 τυπþνεται πÜνω απü 15 φορÝς. ΣυγκεκριμÝνα γρÜφει για την Αργολßδα κι ειδικüτερα για το Ναýπλιο, τον Αýγουστο του 1832:
"[…] Οι φατρßες αλληλοεξοντþνονται συνεχþς και ακοýμε τις τουφεκιÝς των Κλεφτþν και των Κολοκοτρωναßων, που πολεμοýν απü την Üλλη πλευρÜ του κüλπου ενÜντια στα κυβερνητικÜ στρατεýματα. ΚÜθε φορÜ üπου Ýρχεται ταχυδρομεßο απü τα βουνÜ, μαθαßνουμε για μια πυρκαγιÜ σε κÜποια πüλη, για τη λεηλασßα μιας πεδιÜδας, για τη σφαγÞ ενüς πληθυσμοý απü τη μια Þ την Üλλη μερßδα που καταστρÝφουν την ßδια τους την πατρßδα. Δεν μπορεßς να βγεις απü το Ναýπλιο χωρßς να κινδυνÝψεις να φας καμμιÜ τουφεκιÜ […] 15 Αυγοýστου 1832 Δε γρÜφω τßποτα: η ψυχÞ μου εßναι περßλυπη και σκυθρωπÞ σαν τη φριχτÞ χþρα που με περιβÜλλει: γυμνÜ βρÜχια, κοκκινüχρωμη και μαυριδερÞ γη, χαμηλÜ σκονισμÝνα χαμüδεντρα, βαλτþδεις πεδιÜδες üπου ο παγωμÝνος βοριÜς σφυρßζει ακüμα και τον Αýγουστο, μÝσα στις αμÝτρητες καλαμιÝς: αυτü εßναι üλο. Η γη της ΕλλÜδας δεν εßναι πια παρÜ το σÜβανο ενüς λαοý. μοιÜζει με παλιü κενοτÜφιο που και οι πÝτρες του ακüμα σκορπßστηκαν και μαýρισαν με τους αιþνες. Ποý εßναι το κÜλλος της πολυθρýλητης ΕλλÜδας; ποý εßναι ο χρυσαφÝνιος και διÜφανος ουρανüς της".
Για την ΑττικÞ: Με τη βοÞθεια ενüς απü τη παρÝα των φßλων του, του γιατροý ΝτελαρουαγιÝρ βγαßνει απü το βÜρκα που αποβιβÜζει τη παρÝα στη πειραúκÞ γη, αφοý η προσÝγγιση πλοßου απευθεßας στην ακτÞ, εßναι φυσικÜ ακüμα αδýνατη. ΜετÜ απü κÜποιες συνεννοÞσεις με τους ελÜχιστους κατοßκους του πειραúκοý λιμÝνα, καταφÝρνουν να προμηθευτοýν Üλογα για να ανÝβουν στην ΑθÞνα üπου Þταν και ο προορισμüς τους. Η συμφωνßα με τους ¸λληνες του λιμανιοý για την προμÞθεια αλüγων, üπως γρÜφει στο δικü του ημερολüγιο ο ιατρüς ΝτελαρουαγιÝρ, στην κυριολεξßα Þταν κακÞ, καθþς επρüκειτο για παλιÜλογα τα οποßα Ýφεραν κÜτι χονδροκαμωμÝνες σÝλες που προκαλοýσαν στους αναβÜτες τα γÝλια καθþς τους ανÜγκαζαν να ιππεýουν με αστεßο τρüπο. Οι αναβατÞρες των αλüγων Þταν φτιαγμÝνοι απü σχοινιÜ και ο ΛαμαρτÝν Þταν λυπημÝνος που θα κÜλυπτε την απüσταση ΠειραιÜ-ΑθÞνα ιππεýοντας σε τÝτοιες συνθÞκες.
Η πρüχειρη αυτÞ ιππασßα λÝει ο ΝτελαρουαγιÝρ φαßνεται üτι του χÜλασε το κÝφι η οποßα μετÝτρεψε την αδημονßα να δει απü κοντÜ την Ακρüπολη σε δυσφορßα üσο περνοýσε η þρα και η συγκεκριμÝνη ιππασßα κοýραζε ολοÝνα και περισσüτερο τους αναβÜτες. Και σα να μην τους Ýφτανε μüνο αυτü, αλλÜ üσο κÜλπαζαν στις ερημικÝς εκτÜσεις μεταξý των δυο πüλεων, ο Þλιος χÜθηκε πßσω απü πυκνÜ σýννεφα μειþνοντας τη λÜμψη του λευκοý μαρμÜρου του Παρθενþνα, αυτÞ η λÜμψη που συνÞθως προκαλοýσε δÝος σ' üποιον την Ýβλεπε πρþτη φορÜ απü μακριÜ. Δυστυχþς üμως üσο κι αν Ýψαχνε ο ΝτελαρουαγιÝρ τις αιτßες για να περιγρÜψει τη δυσφορßα του ΛαμαρτÝν αυτÞ δεν βρισκüταν οýτε στις αδυνατισμÝνα Üλογα, οýτε στις κακÝς σÝλες και στα αναβατüρια, πολý περισσüτερο δεν βρισκüτανε στην απουσßα Þλιου τη μÝρα κεßνη.
Η αλÞθεια δυστυχþς κρυβüταν στα ßδια τα αισθÞματα που Ýτρεφε για την ΕλλÜδα και τους ¸λληνες. Μπαßνοντας στην ΑθÞνα απü το δρüμο της Ελευσßνας üπως εßχε κÜνει λßγα χρüνια μüλις πριν, ο συμπατριþτης του ΣατωμπριÜν, ο ΛαμαρτÝν βρÞκε τη πüλη Üσχημη κι αδιÜφορη. Τον υποδÝχθηκε ο Πρüξενος της ΑθÞνας, Γκρüπιους, που και του πρüτεινε μιαν επßσκεψη στο Θησεßο, που ο ΓÜλλος ποιητÞς βρÞκε επßσης αδιÜφορο. Το μüνο που του κßνησε το ενδιαφÝρον Þταν ο λüφος της Πνýκας κι αυτü üχι τυχαßα, αλλÜ διüτι την εποχÞ εκεßνη ο ΛαμαρτÝν εßχε εκδηλþσει ενδιαφÝρον να εμπλακεß στη πολιτικÞ δρÜση -Þταν υποψÞφιος ΒουλευτÞς- κι απü αυτü και μüνο βρÞκε ιδιαιτÝρα ενδιαφÝρον το σημεßο απ' üπου οι πολιτικοß στην αρχαιüτητα εκφωνοýσανε τους περßφημους λüγους τους. Η αναφορÜ στην ιδιüτητα του ΛαμαρτÝνυ ως πολιτικοý üταν επισκÝφθηκε την ΕλλÜδα, εßναι φυσικÜ λανθασμÝνη. Ο ΛαμαρτÝν εξελÝγη βουλευτÞς το 1833 κι üταν επισκÝφθηκε την ΕλλÜδα δεν Þταν ακüμα εκλεγμÝνος.
Στις 20 Αυγοýστου του 1832 στις 5 η þρα το πρωß , την επομÝνη δηλαδÞ μÝρα της ÜφιξÞς του, για ν' αποφýγουνε τις καυτÝς ακτßνες του Þλιου, ΛαμαρτÝν και Γκρüπιους ανεβÞκανε στην Ακρüπολη. Εκεß μαγεýτηκε απü αυτü που αντßκρυσε. Τα αισθÞματÜ του μετεβλÞθησαν μεμιÜς και μαγεμÝνος θα γρÜψει αργüτερα και θα κÜνει και την ερþτηση Ýκθαμβος: "Εßδος θεßας αποκÜλυψης της ιδεþδους ωραιüτητας… Πüτε θα βρεθεß εκ νÝου παρüμοια εποχÞ και παρüμοιος λαüς; Θλιβερüς περßπατος στο ναü του Ολυμπßου Διüς και στο ΣτÜδιο. ´Ηπια νερü απü το λασπωμÝνο και μολυσμÝνο ρυÜκι του Ιλισσοý. ΒρÞκα ελÜχιστο νερü, ßσα ßσα για να βουτÞξω το δÜχτυλü μου: ξεραÀλα, γýμνια, χρþμα σκουριÜς απλþνεται σε üλη την ýπαιθρο της ΑθÞνας. Αν κÜποιος εßχε να ρßξει μüνο μια ματιÜ στον κüσμο, θα Ýπρεπε να αντικρýσει τη Κωνσταντινοýπολη". Τα υπüλοιπα στις 22 Αυγοýστου 1832.
Στη Φιλιπποýπολη επιδεικνýουν με καμÜρι το ΚαστÜτα να Μαβρßντι, δηλαδÞ το σπßτι του Μαυρßδη, εßναι Ýνα απü τα ιστορικÜ σπßτια της παλιÜς πüλης. Εßναι περισσüτερο γνωστü ως Λαμαρτινüβατα κÜστα, το “Σπßτι του ΛαμαρτÝν“, επειδÞ ο μεγÜλος ΓÜλλος ποιητÞς Alphonse De Lamartine Ýμεινε εδþ ως φιλοξενοýμενος τον Ιοýλιο του 1833, καθþς πραγματοποιοýσε το ταξßδι του στην ΑνατολÞ. Το σπßτι εßχε ανεγερθεß τη περßοδο 1828-1830 κι εßναι Ýνα μνημεßο αρχιτεκτονικÞς, üπως και τα περισσüτερα σπßτια της συνοικßας αυτÞς.
Η τοποθεσßα της περιβüητης Λßμνης
Ο ΛαμαρτÝν συνδÝθηκε κατÜ τρüπο Ýμμεσο με τη Κýπρο το 1833, οπüτε εßχαν εσυμβεß στο νησß τα 3 επαναστατικÜ κινÞματα του ΝικολÜου ΘησÝως, του καλüγερου Ιωαννßκιου στη Καρπασßα και του Γκιαοýρ ΙμÜμη στη ΠÜφο. Συνδεüταν με στενÞ φιλßα με τον Νικüλαο ΘησÝα, που Üρχισε üταν αυτüς της γνωστÞς κυπριακÞς οικογÝνειας των ΘησÝων με αξιüλογη αγωνιστικÞ δρÜση στην ελληνικÞ επανÜσταση, εργαζüταν στη Μασσαλßα απü το 1815 μÝχρι το 1821. ¼ταν το 1833 ηγÞθηκε επαναστατικοý κινÞματος στη Κýπρο, πρüξενος στη ΛÜρνακα Þταν ο Μποτý (Bottu) που γνωριζüταν επßσης με τον ΛαμαρτÝν. Ο Μποτý εßχε συμπαρασταθεß στη προσπÜθεια του ΝικολÜου ΘησÝως, την οποßα φαßνεται κι üτι εßχε ενθαρρýνει, εßναι Üγνωστο üμως αν κι ο ΛαμαρτÝν εßχε κÜποια ανÜμειξη στο κßνημα, πÜντως την εποχÞ αυτÞ (1833) βρισκüτανε στη περιοχÞ (ταξιδεýοντας προς την ΕλλÜδα και τη Συρßα).
ΜετÜ την αποτυχßα του κινÞματüς του, ο Νικüλαος Θησεýς κατÝφυγε στο γαλλικü προξενεßο της ΛÜρνακας απ' üπου ο φßλος του Μποτý κατüρθωσε να τον φυγαδεýσει τον ΜÜιο του 1833 με ελληνικü πλοßο στη Ρüδο, üπου βρισκüταν ο ΛαμαρτÝν. Ο ΓÜλλος ποιητÞς που εßχε προσκαλÝσει τον Κýπριο επαναστÜτη, παρÝλαβε τον Νικüλαο ΘησÝα και τον συνüδευσε -για περισσüτερη ασφÜλεια αλλÜ και για να τον βοηθÞσει- στη Κωνσταντινοýπολη, üπου ο Κýπριος επαναστÜτης προσπÜθησε ανεπιτυχþς, Ýχοντας και σχετικÝς συστατικÝς επιστολÝς απü τον Μποτý, να του επιστραφεß η κατασχεθεßσα περιουσßα του. Ο Θησεýς πÞγε τüτε στη Γαλλßα. Ο ΛαμαρτÝν τονε περιγρÜφει στο βιβλßο του Ταξßδι στην ΑνατολÞ, ως Üνθρωπο με σπινθηροβüλο πνεýμα και με τüλμη, που ομιλεß üλες τις γλþσσες και γνωρßζει üλες τις χþρες, με ικανüτητα ενδιαφÝρουσας κι ανεξÜντλητης ομιλßας, εξßσου γρÞγορος στη σκÝψη και στη δρÜση. Με την ßδια θÝρμη γρÜφει και για τον τüτε ΓÜλλο πρüξενο, Μποτý, που τονε φιλοξÝνησε üταν πÝρασε απü τη Κýπρο τον Αýγουστο του 1832 και, πÜλι, τον Απρßλη του 1833, λßγο πριν απü το κßνημα του ΝικολÜου ΘησÝως τον οποßο θα πρÝπει να εßχε συναντÞσει επßσης.
Κι εδþ η Λßμνη πιο... ζωντανÞ
Καθþς ο ΛαμαρτÝν ξεκινÜ για την ΑνατολÞ το 1832, εξακολουθεß να κουβαλÜ πÜντα μÝσα του κεßνη την "αγιÜτρευτη" και φλογερÞ επιθυμßα για εξερεýνηση. "Πüσα εßναι Üραγε τα μÝρη εκεßνα", γρÜφει στο Οδοιπορικü του "που μÝσα στο νου μου Ýχω διαλÝξει για να χτßσω Ýνα σπßτι, Ýνα αγροτικü κÜστρο, κι εκεß να φτιÜξω μια αποικßα με φßλους απü üλη την Ευρþπη". Η ματιÜ του τελικÜ σταματÜ πÜνω απ' τον ΚÜμπο της Τýρου, στη Συρßα. "ΚÜποιοι δικοß μου στßχοι που τους Ýγραψα στη τýχη, εγκαταλεßποντας τη Γαλλßα για να επισκεφθþ την ΑνατολÞ, Ýρχονται απü μüνοι τους στο μυαλü μου":
Δεν κατÜφερα ν' ακοýσω κÜτω απ' τους αρχαßους κÝδρους
την ιαχÞ των Εθνþν να ξεσηκþνεται και ν' αντηχεß
οýτε και εßδα στον μαýρο Λßβανο τους προφητικοýς αετοýς,
να γλιστροýν απü τα δÜχτυλα του Θεοý πÜνω στα παλÜτια της Τýρου.
Καρχηδüνα, ΜÜλτα, ΕλλÜδα, Κýπρος, Βηρυτüς, Λßβανος, ΝαζαρÝτ, ΙερουσαλÞμ, ΒηθλεÝμ και Συρßα, Þταν οι σημαντικüτεροι σταθμοß της επßσκεψÞς του. Λυρικüς, ζωντανüς και συχνÜ εξομολογητικüς στις περιγραφÝς του "Οδοιπορικοý" του, καταγρÜφει, παρÜλληλα με τις θαυμÜσιες "εξωτερικÝς" εμπειρßες, το μυστικü οδοιπορικü του στον εσωτερικü μακρüκοσμο και στÞριξε πολλÝς απü τις ελπßδες του σ' αυτü το ταξßδι που üμως δεν του Ýφερε παρÜ θλßψη και πüνο. ¹λπιζε να αναζωπυρþσει τη ταλαντευüμενη πßστη του την Ýχασε τελεßως. ¹λπιζε στη γιατρειÜ της κüρης του Ýμελλε να τη συνοδεýσει ο ßδιος στον τÜφο. ΥπÞρχε μÝσα του ο ανομολüγητος αλλÜ διακαÞς πüθος να πλουτßσει, γι' αυτü, αντßθετα με το ΖερÜρ ντε ΝερβÜλ, ξüδεψε τερÜστια ποσÜ στη διÜρκεια του μεγÜλου αυτοý ταξιδιοý. "¼λα για τη δüξα και το χρÞμα", αναφÝρει ο ßδιος κÜπου. Αν μη τι Üλλο η δüξα τον ακολουθεß μÝχρι σÞμερα. ΜετÜ το Ταξßδι, εξÝδωσε τον ΖοσλÝν, Ýνα απü τα καλλßτερÜ του Ýμμετρα μυθιστορÞματα-ποιÞματα, που αφορÜ σ' Ýνα φτωχü ιερÝα ενüς χωριοý και το ημερολüγιü του.
Στη διÜρκεια του παραπÜνω ταξιδιοý του εßχε εκλεγεß βουλευτÞς και διατÞρησε την ιδιüτητα αυτÞ ως το 1848, διακρινüμενος για τη ρητορικÞ του δεινüτητα. Στη διÜρκεια της πολιτικÞς του θητεßας αγωνßστηκε με üλες του της δυνÜμεις για τη κατÜργηση της δουλεßας, τη κατÜργηση της θανατικÞς ποινÞς, για την ελευθερßα του Τýπου, το δικαßωμα στην εργασßα, τα οποßα θα λÝγαμε üτι πÝτυχε. ΜετÜ την επανÜσταση του 1848 (22-25 ΦλεβÜρη) διετÝλεσε υπουργüς των Εξωτερικþν και κεντρικÞ μορφÞ της νÝας κατÜστασης πραγμÜτων. ¸χασε üμως την δημοτικüτητÜ του στις ταραχÝς του Ιουνßου που ακολοýθησαν κι απομακρýνθηκε απü την εξουσßα. ΑσχολÞθηκε με την πολιτικÞ ως το 1848 Ýτος που αποχþρησε και αφοσιþθηκε στην λογοτεχνßα. ¸ζησε τα τελευταßα του χρüνια σε οικονομικÞ στενοχþρια, αναγκασμÝνος να γρÜφει αδιÜκοπα και μÜλιστα Ýργα κατÜ παραγγελßαν. Ο φιλοτουρκισμüς του παραλßγο να εξαργυρωθεß εκ μÝρους την Τουρκßας üταν ο ßδιος εξÝφρασε την επιθυμßα να εγκατασταθεß μüνιμα στον ΜαρμαρÜ. Τüτε ο Βεζßρης ο ΜουσταφÜ Ρεσßτ ΠασÜς προσπÜθησε να του παραχωρÞσει μια μεγÜλη Ýκταση γης για 25 χρüνια, το μßσθωμα της οποßας θα κατÝβαλε το Υπουργεßο Οικονομικþν της Τουρκßας. Απü το 1851 κι ýστερα υπÝφερε απü φτþχεια, χÜνοντας τη σýζυγü του μετÜ απü επþδυνη ασθÝνεια. Το 1869 στις 28 ΦλεβÜρη πÝθανε κι ο ßδιος στο Παρßσι, μÝσα στην αγκαλιÜ της αγαπημÝνης του ανιψιÜς Βαλεντßνης.
Το 1816, ακüμα 26 χρüνων, στη Macon, πολιτεßα φημισμÝνη για τα κρασιÜ της, ποý βρßσκεται νοτιοδυτικÜ απü το Παρßσι, σε απüσταση 441 χλμ, ελεýθερος ακüμα, εßχε πÜει στη γνωστÞ πüλη της Σαβοúας Aix –Les –Bains (περιοχÞ του Chambery, με τη περßφημη λßμνη του ποιητÞ). Εκεß γνþρισε, γρÜφει ο Γουσταýος Λανσüν (Ιστορßα της ΓαλλικÞς Λογοτεχνßας) τη κυρßα Charles, νεαρÞ σýζυγο ενüς γÝρου φυσιοδßφη, φυματικÞ και νευροπαθÞ, καθüλου ονειροπαρμÝνη, φαßνεται, οýτε εξημμÝνη και που τα μαýρα της μαλλιÜ και τα ωραßα σκιερÜ μÜτια της, της Ýδιναν μια παρÜξενη χÜρη. ΠÝθανε το 1818, χριστιανικÜ, με το σταυρü στο χÝρι. Η γυναßκα αυτÞ υπÞρξε η Ελβßρα η ονειρþδης μορφÞ που γýρω της μαζεýτηκαν οι βαθýτερες εντυπþσεις, οι πιο πυρετικοß πüθοι, οι πιο λαγγεμÝνες μελαγχολßες του ΛαμαρτÝνυ. Απü τον εφÞμερο αυτüν Ýρωτα, που τüσο γρÞγορα διÝκοψε ο θÜνατος, κι απü τις ψυχικÝς καταστÜσεις που δημιοýργησε, βγÞκε η συλλογÞ Ποιητικοß Στοχασμοß (1820).
Σ’ Ýνα βιβλßο -Cahuet νομßζω, λεγüταν ο συγγραφÝας- με θÝμα τον Ýρωτα ΛαμαρτÝν- κυρßας ΣÜρλ, διÜβαζα, πρßν απü χρüνια, üτι τα σωζüμενα περιπαθÝστατα γρÜμματα της Ελβßρας προς το ΛαμαρτÝν, δεν αποτελοýν απüδειξη, ολοκληρωτικÞ τουλÜχιστον, πως ο Ýρωτας αυτüς εßχε περÜσει τα üρια του απλοý αισθηματικοý δεσμοý κι εßχε πÜρει χαρακτÞρα αισθησιακü. Στα ζητÞματα αυτÜ, üταν δεν υπÜρχουν αναμφισβÞτητες μαρτυρßες, üλα εßναι εικασßες. Και τι σημασßα üμως Ýχει αν μßα γυναßκα, με γÝρο σýζυγο, καταδικασμÝνη (εκεßνο τον καιρü η φυματßωση σπÜνια γιατρευüταν), Ýδωσε την ψυχÞ της μüνο Þ και το σþμα της μαζß, σ’ Ýναν Üντρα; Το μüνο σπουδαßο στην ιστορßα αυτÞ εßναι ο δεσμüς του ΛαμαρτÝν με την Ελβßρα, ψυχικüς Þ ψυχικüς συνÜμα και σωματικüς, στÜθηκε για τον ποιητÞ το πιο αξιüλογο ßσως δημιουργικü ζωπυρü του, üτι του ενÝπνευσε, πÜντως, τη Λßμνη, το μουσικüτερο -το καλλßτερο λοιπüν- ποßημÜ του, και Ýνα απü τα ωραιüτερα ρομαντικÜ και απü τα πιο συγκινητικÜ ερωτικÜ ποιÞματα üλων των καιρþν. Δεν εßναι üμως μüνον ο Ýρωτας, μεγÜλο ποιητικü θÝμα κι η πιο μεγÜλη ανθρþπινη υπüθεση, ποý δßνει στη Λßμνη τη τüση της αξßα. Εßναι κι üτι στο ποßημα τοýτο, βÜζοντας στο κÝντρο του το ερωτικü πÜθος, κßνησε ο γÜλλος ρομαντικüς, με γνÞσια συγκßνηση και σε μια οργανικüτατη σýνθεση, üλα τα μεγÜλα ανθρþπινα θÝματα, τι χßμαιρα της ευτυχßας, το αßτημα της διÜρκειας, ("… η θνητÞ φýσις ζητεß, κατÜ το δυνατüν, αεß τε εßναι κι αθÜνατος" (ΠλÜτων: Συμπüσιο) τον πüνο για τον αμεßλικτο νüμο της φθορÜς, την απελπισμÝνη λαχτÜρα μας να μη πεθÜνουμε ολÜκεροι, κÜτι ν’ απομεßνει, Ýστω και διαχυμÝνο στη φýση, -αφοý οι ανθρþπινες συνειδÞσεις τüσο γρÞγορα λησμονοýν- απ' ü,τι υπÞρξαμε, απ' ü,τι ζÞσαμε,-απ' ü,τι ζει κÜθε ανεπανÜληπτο Ýργο.
Εκτüς üμως απü τα μεγÜλα αυτÜ θÝματα και την αισθητικüτατη χρησιμοποßησÞ τους (χωρßς αυτÞ δε θα 'χανε καμμιÜ καλλιτεχνικÞν αξßα), υπÜρχει και κÜτι Üλλο, πολý σημαντικü, στη Λßμνη: üλο το ποßημα κινεßται στο χþρο της ανÜμνησης, της αναπüλησης, της νοσταλγßας κι üπως θα 'λεγε ο Πüε, "Ýναν απü τους πιο νüμιμους, τους πιο υποβλητικοýς, τους πιο μαγικοýς χþρους της ποßησης, ιδßως της μεταχριστιανικÞς αλλÜ και της αρχαßας...". ΑυτÜ Ýγραψε ο ΚλÝων ΠαρÜσχος μετÜ τη δικÞ του μετÜφραση, σαν Üρθρο για τη νÝα μετÜφραση της Λßμνης, 1 Ιουλßου 1962 στο τεýχος 840 του Ýτους ΛΣΤ, της ΝÝας Εστßας και στις σελßδες 941-3.
Στις 13 ΜÜρτη 1820 δημοσιεýτηκε η κατÜ τον Κ. Θ. ΔημαρÜ, η αιθÝρια ποιητικÞ συλλογÞ Méditations Ρoétiques, μια σειρÜ ποιημÜτων υψßστου λυρισμοý και μουσικüτητας, που αποτελεß ορüσημο και σφραγßζει την Ýναρξη της γαλλικÞς ρομαντικÞς ποßησης. ¼πως επισημαßνει ο κριτικüς Sainte-Beuve, οι ελεγεßες αυτÝς προξÝνησαν αξÝχαστην εντýπωση στην εποχÞ τους καθþς με τη δýναμη και τη νÝα πνοÞ τους συντελÝσανε στο μετασχηματισμü της γαλλικÞς ποßησης. ΟυσιαστικÜ, πρüκειται για το μανιφÝστο του γαλλικοý ποιητικοý ρομαντισμοý, που ο Lamartine εξÝφρασε πρþτος τη πεμπτουσßα του, την αρρþστια του αιþνα και την ενδοσκοπικÞ μελαγχολßα, που ενßοτε φτÜνει στο üριο της καταλυτικÞς απüγνωσης.
Η συλλογÞ αυτÞ αποτελεß τον καρπü του συγκλονισμοý του ποιητÞ απü τον Üτυχο ÝρωτÜ του για τη θανÜσιμα Üρρωστη Julie Charles, που γνþρισε το 1816, στη λουτρüπολη του Aix-les-Bains, στις üχθες της λßμνης του Bourget. Ο κριτικüς Λανσüν Ýγραφε πως "κÜθε στοχασμüς εßναι Ýνας στεναγμüς", πως κÜθε λÝξη κρýβει κι Ýνα συγκινησιακü φορτßο που μεταδßδει τη μελαγχολßα της προσωπικÞς του δοκιμασßας. ΠρÜγματι, ο Lamartine θεωροýσε τη ποßηση ενσÜρκωση των πιο απüκρυφων παθþν της καρδιÜς, Ýνα εßδος προσωπικÞς κι ανακουφιστικÞς κÜθαρσης, συγκινησιακÞ διÜχυση κι εκχεßλιση δυνατþν εμπειριþν, γι' αυτü και προβληματιζüτανε για το αν θα 'βρισκε κατÜλληλα λüγια προκειμÝνου να εκφρÜσει το ποßημα που υπÞρχε στη ψυχÞ του. ¼πως ισχυριζüταν ο ßδιος, "τα πιο γλυκÜ τραγοýδια μιλÜνε για τις πιο πικρÝς μας σκÝψεις".
Η δημοσßευση των Μελετþν στÝφθηκε με πρωτοφανÞ και μυθικÞ για την εποχÞ επιτυχßα, αφοý, üπως επισημαßνει ο Κ. Θ. ΔημαρÜς, ως τα τÝλη του ßδιου Ýτους γνþρισαν 7 επανεκδüσεις, που οφεßλονταν στη μεγÜλη αξßα της λαμαρτινικÞς ποßησης αφενüς κι αφετÝρου στην ωριμüτητα και τη προδιÜθεση του κοινοý να κατανοÞσει και να θαυμÜσει το Ýργο του. Η δüξα του ΓÜλλου ρομαντικοý δεν περιορßστηκε στα στενÜ γεωγραφικÜ üρια της πατρßδας του, αλλÜ üπως τονßζει ο Αλ. ΒυζÜντιος:
"[…] η τρυφερÜ αισθηματικÞ η δακρυüεσσα ποßησις του ΛαμαρτÝνυ εýρε πανταχοý μιμητÜς και θαυμαστÜς, και αι αρμονικαß στροφαß της Λßμνης εβαυκÜλισαν την σýγχρονον γενεÜν. Αι ΜελÝται μετεφρÜσθησαν εις πÜσας σχεδüν τας γλþσσας […]. Εν ΕλλÜδι μüνον μÝχρι προ μικροý η ανÜγνωσις του εξüχου τοýτου προúüντος του Γαλλικοý Παρνασσοý ην απüλαυσις ανÝφικτος δια τους μη ευτυχÞσαντας να εκμÜθωσι την γλþσσαν του Ρακßνα. Εßναι αληθÝς üτι ο ΛαμαρτÝν εξÞσκησε μεγßστην επß της μορφþσεως της νεωτÝρας ΕλληνικÞς ποιÞσεως επιρροÞν, üτι αντηχÞσεις τινÝς κατÜ το μÜλλον και Þττον επιτυχεßς της αρμονßας εκεßνου ανευρßσκονται εις πÜντας σχεδüν τους περß τα τÝλη της επαναστÜσεως αναφανÝντας ποιητÜς και üτι εις τους στßχους του ποιητοý της ΚιθÜρας ιδßως αναφαßνονται νωπαß και ζωηραß […] εντυπþσεις. Αλλ’ ενþ πολλοß εμιμοýντο τον ΛαμαρτÝνν, ουδεßς τον μετÝφραζεν".
Το 1864 ο ¢γγελος ΒλÜχος επÝλεξε και δημοσßευσε στην ΑθÞνα 29 ποιÞματα απü την ανωτÝρω συλλογÞ, που ο ΠαλαμÜς θεωρεß χαρακτηριστικü δεßγμα της γüνιμης επßδρασης που Üσκησε ο Lamartine στα νεοελληνικÜ γρÜμματα. Στη συλλογÞ συμπεριλαμβÜνεται κι Η Λßμνη, καθαρÜ ρομαντικü ποßημα, που χαρακτηρßζεται απü την ευγÝνεια της ιδÝας και την αρμονßα της εκφρÜσεως του. Δýναται να θεωρηθεß Ýν απü τα αριστουργÞματα του γαλλικοý ρομαντισμοý, καθþς πολý νωρßς Ýγινε δημοφιλÝστατο και γνþρισε τις περισσüτερες μεταφρÜσεις σε διÜφορες ευρωπαúκÝς γλþσσες. Στην ΕλλÜδα το ποßημα εßχε τεραστßα απÞχηση, ενþ βρÞκε πρüθυμους μεταφραστÝς μεταξý των γνωστüτερων ποιητþν της συγκαιρινÞς εποχÞς του, αλλÜ και μεταγενεστÝρων.
Το θÝμα του ποιÞματος συνδÝεται Üμεσα με την προσωπικÞ εμπειρßα του ποιητÞ, που κατορθþνει να εκφρÜσει την φιλοσοφικÞ του ανησυχßα περß της ανθρþπινης μοßρας, του πρüσκαιρου, παροδικοý και εφÞμερου χαρακτÞρα της επßγειας ευτυχßας. Στο συγκεκριμÝνο ποßημα, η φýση υπÜρχει ως μια ανεξÜρτητη οντüτητα προς üφελος του ποιητÞ προσφÝροντÜς του Ýνα κατÜλληλο σκηνικü για το δρÜμα της αγÜπης του. Η λßμνη καθßσταται ερÝθισμα και συνεργüς στην ανÜκληση της παρουσßας της Julie, γßνεται υποδοχÝας και δεξιþνεται το λüγο του ποιητÞ, αποτελεß Ýμπιστο φßλο και μÜρτυρα της προσωπικÞς του εμπειρßας, καθρÝφτη και αντανÜκλαση των συναισθημÜτων του, φýλακα και εγγυητÞ της ανÜμνησης. Προσπαθεß να ξεπερÜσει τη μοναξιÜ που νιþθει και την ιδÝα του τελικοý αφανισμοý, με την πßστη σε μια υπεργÞινη πραγματικüτητα, που διαταρÜσσεται απü εκρÞξεις απελπισßας. Ο ποιητÞς εισÜγει το θÝμα της επικοινωνßας με τη φýση και χρησιμοποιεß αυτÞ ως σýμβολο της ανθρþπινης ζωÞς και του εσωτερικοý κüσμου, που Ýρχεται αντιμÝτωπη με την αιωνιüτητα και τη φθορÜ του χρüνου και του θανÜτου.
Ο ΠαλαμÜς διακρßνει 5 φÜσεις στη πρüσληψη του ΓÜλλου ρομαντικοý στη χþρα μας:
Τον ποιητÞ της Λßμνης, των Méditations Ρoétiques, τον "ψÜλτη της Ελβßρας".
Που συμμετÝχει στην ΕπανÜσταση του 1830, αγωνßζεται κατÜ της απολυταρχßας κι εκφρÜζει τα συναισθÞματα του στο: Invocation pour les Grecs.
Τον φιλüτουρκο συγγραφÝα της Ιστορßας της Τουρκßας, που ýμνησε τις αρετÝς των Τοýρκων κι Ýγραψε πως η ναυμαχßα του Ναυαρßνου κι η απελευθÝρωση της ΕλλÜδας υπÞρξε μεγÜλο πολιτικü σφÜλμα.
Τον πολιτικü ηγÝτη του 1848.
Τον ποιητÞ που 'πεσε απü το θρüνο του πρþτου ýψους και λησμονημÝνος Ýζησε στην ανÝχεια.
____________________
Το Σπßτι του
ΡΗΤΑ
ΥπÜρχει μια γυναßκα στην αρχÞ üλων των μεγÜλων πραγμÜτων.
Μια συνεßδηση χωρßς Θεü, εßναι σαν δικαστÞριο χωρßς δικαστÞ.
ΚαμμιÜ φορÜ, üταν Ýνα πρüσωπο λεßπει, üλος ο κüσμος μοιÜζει ερημωμÝνος.
Θεüς δεν εßναι παρÜ μια λÝξη που ονειρευτÞκαμε για να εξηγÞσουμε τον κüσμο.
Τα πιο γλυκÜ μας τραγοýδια μιλÜνε για τις πιο πικρÝς μας σκÝψεις
Αν κÜποιος εßχε να ρßξει μüνο μια ματιÜ στον κüσμο, θα Ýπρεπε να αντικρýσει τη Κωνσταντινοýπολη.
Η φιλαργυρßα εßναι η αρχÞ üλων των κακþν.
Τι Ýγκλημα Ýχουμε κÜνει για να αξßζουμε να γεννηθοýμε;
Τα μουσεßα εßναι τα νεκροταφεßα της τÝχνης.
Η σýζυγüς του ΜαντÜμ ντε ΛαμαρτÝν
ΕΡΓΑ
Ποßηση
Méditations poétiques (Ποιητικοß ρεμβασμοß, 1820, üπου περιλαμβÜνεται Η Λßμνη)
La Mort de Socrate (Ο θÜνατος του ΣωκρÜτη, 1823)
Nouvelles Méditations poétiques (ΝÝοι Ποιητικοß ρεμβασμοß, 1823)
Le Dernier Chant du pèlerinage d'Harold (Το τλευταßο Üσμα του προσκυνÞματος του ΧÜρολντ, 1825)
Épîtres (ΕπιστολÝς, 1825)
Harmonies poétiques et religieuses (ΠοιητικÝς και θρησκευτικÝς αρμονßες, 1830)
Recueillements poétiques (ΠοιητικÝς περισυλλογÝς, 1839)
Le Désert, ou l'Immatérialité de Dieu (Η Ýρημος, Þ Η εξαûλωση του Θεοý, 1856)
La Vigne et la Maison (Το αμπÝλι και το σπßτι, 1857)
¸μμετρα μυθιστορÞματα
Jocelyn (ΖοσλÝν, 1836)
La Chute d'un ange (Η πτþση ενüς αγγÝλου, 1838)
ΜυθιστορÞματα
Raphaël (ΡαφαÝλ, 1849)
Graziella (1849)
Le Tailleur de pierre de Saint-Point (Ο οικοδüμος του Σαιν ΠουÜν, 1851)
Geneviève, histoire d'une servante (ΖενεβιÝβ, ιστορßα μιας υπηρÝτριας, 1851)
Fior d'Aliza (1863)
Antoniella (ΑντονιÝλλα, 1867)
ΘÝατρο
Médée (ΜÞδεια, γραφ. 1813 ; δημοσ. 1873)
Saül (Σαοýλ, γραφ. 1818, δημοσ. 1861)
Toussaint Louverture (Τουσσαßν Λουβερτýρ, 1850)
Η Üτυχη κüρη Τζοýλια ζωγραφισμÝνη απü τη μητÝρα της
ΙστορικÜ, αυτοβιογραφικÜ
Voyage en Orient (Ταξßδι στην ΑνατολÞ, 1835)
Histoire des Girondins (Ιστορßα των Γιρονδßνων, 1847)
Trois Mois au pouvoir (Τρεις μÞνες στην εξουσßα, 1848)
Histoire de la révolution de 1848 (Ιστορßα της επανÜστασης του 1848, 1849)
Nouveau Voyage en Orient (ΝÝο ταξßδι στην ΑνατολÞ 1850)
Histoire de la Restauration (Ιστορßα της Παλινüρθωσης, 1851)
Histoire des Constituants (Ιστορßα των Συντακτικþν, 1853)
Histoire de la Turquie (Ιστορßα της Τουρκßας, 1853-1854), üπου περιÝχεται και ο Βßος του ΜωÜμεθ (Vie de Mahomet)
Histoire de la Russie (Ιστορßα της Ρωσßας, 1855)
Mémoires inédits (ΑνÝκδοτα απομνημονεýματα, 1870)
ΕλληνικÝς μεταφρÜσεις:
ΓκρατσιÝλλα : Γιþργος ΤσουκαλÜς (Αγκυρα 1969)
Ταξßδι στην ΑνατολÞ : Πωλßνα ΠεφÜνη ως Οδοιπορικü ΨυχÞς (ΣτοχαστÞς 2002)
Την Λßμνη μετÝφρασαν οι Αρ. Βαλαωρßτης, Γ. Σημηριþτης, ΚλÝων ΠαρÜσχος, Λεωνßδας Πολυδεýκης.
Ο ΘÜνατος Του ΣωκρÜτους μτφρ ΙωÜννη Ισιδωρßδου Σκυλßτση 1841
Ο ΤÜφος του
========================
Η Λßμνη
ΠÜντα λοιπὸν θὰ τρÝχωμε πρὸς ἄγνωστο ἀκρογιÜλι,
θὰ καταποντιζþμεθα στοῦ τÜφου τὴ νυχτιÜ,
χωρὶς ποτ' ἕνα ἀπÜνεμο μὲς στὴν ἀνεμοζÜλη,
οὔτ' ἕνα καταφýγιο στὴ βαρυχειμωνιÜ!
Κýτταξε, λßμνη, κýτταξε! Δὲν ἔκλεισ' ἕνας χρüνος
πὤπαιζε μὲ τὸ κῦμÜ σου χαροýμενη, τρελλÞ,
καὶ τþρα, τþρα ὁ δýστυχος, κÜθομαι, λßμνη, μüνος
στὴν πÝτρα ἐδ' ὅπου πÜντοτε μᾶς ἔβλεπες μαζß.
Καθὼς καὶ τþρα ἐμοýγκριζες καὶ τüτε ἀγριεμμÝνη
κ' ἐξÝσχιζες τὰ στÞθη σου στοῦ βρÜχου τὰ πλευρÜ,
ἀνÞσυχη ἐπαρÜδερνες στὴν ἄκρη θυμωμÝνη
κ' ἐρρÜντιζες τὰ πüδια της μὲ τὸν ἀφρὸ, συχνÜ.
Θυμᾶσαι, λßμνη, μüνοι μας μιὰ νýχτα ἐγὼ κ' ἐκεßνη
ἐλÜμναμε ἄφωνοι οἱ φτωχοὶ στὰ κρýα σου νερÜ,
τ' ἀγÝρι δὲν ἀνÜσαινε, εἶχες καὶ σὺ γαλÞνη,
στὸν ὕπνο σου δὲν ἄκουες παρὰ τὰ δυὸ κουπιÜ.
Μὲ μιᾶς τραγοῦδι οὐρÜνιο, πρωτÜκουστο, δροσᾶτο
τὸ γÝρο τὸν ἀντßλαλο τριγýρω μας ξυπνᾷ.
Ἔμειν' εὐθὺς παρÜλυτο τὸ κῦμα σου τὸ ἀφρᾶτο
καὶ τÝτοια λüγια ἀκοýστηκαν, θυμᾶσαι; ἁρμονικÜ·
"Δßπλωσε, Χρüνε, δßπλωσε τ' ἀκοýραστα φτερÜ σου
ὥραις γλυκαῖς, μὴν τρÝχετε, σταθῆτε μιὰ στιγμÞ,
καὶ σὺ μὴ φεýγῃς, νýχτα μου, μὲ τὴν ἀστροφεγγιÜ μου,
τþρα, ποὺ ζευγαρþσαμε, εἶν' εὔμορφη ἡ ζωÞ.
Τοῦ κüσμου αὐτοῦ τὰ βÜσανα, τὴν ἐρημιÜ, τὴ φτþχεια
θÝλουν νὰ φýγουν ἄμετροι· γι' αὐτοὺς γοργὰ γοργÜ,
Χρüνε μου, πÝτα κι' ἄφησε στοῦ ἔρωτα τὰ βρüχια
τὰ δυü μας νὰ χορτÜσουμε τüσο γλυκειὰ σκλαβιÜ.
Τοῦ κÜκου! Ἡ ὥραις φεýγουνε. Κἀνεὶς δὲ μὲ προσμÝνει...
Κἀνεὶς δὲ μ' ἀκουρμαßνεται... Ἡ νýχτα εἶναι σκληρÞ...
Ἀχνßζουν τ' ἄσπρα, χÜνονται... Κρυφὰ κρυφὰ προβαßνει
τἄσπλαχνο γλυκοχÜραμα... ΛυπÞσου μας, αὐγÞ!...
Τοῦ κÜκου! Ὅλα ξεγÝλασμα, εἶν' ὄνειρα καὶ πλÜνη,
ζωÞ μας εἶν' ἡ ἀγÜπη μας καὶ μοναχÞ χαρÜ,
ἂς μὴ ζητοῦμε ἀνýπαρκτο στὸν κüσμο ἄλο λιμÜνι,
τοῦ χρüνου ἡ ἄγρια θÜλασσα δὲν ἔχει ἀκρογιαλιÜ.
Χρüνε ζηλιÜρη, δýστροπε! ΠÝς μου, γιατὶ νὰ σβυþνται,
σἄν ἀστραπὴ νὰ φεýγουνε ἡ ὥραις τῆς χαρᾶς,
καθὼς πετοῦν καὶ φεýγουνε χωρὶς νὰ λησμονιῶνται
κ' ἡ μαýραις, κ' ἡ ὁλüπικραις στιγμαῖς τῆς συμφορᾶς;
Ἀπ' τὴ βαθειὰ τὴν ἄβυσσον, ὁποῦ μᾶς καταπßνει,
ἀπ' τὴν αἰωνιüτητα, ὁπο μᾶς πλημμυρεῖ,
τßποτε, Χρüνε, τßποτε στὸ φῶς δὲν ἀναδßνει,
δὲν ξεφυτρþνει τßποτε... ὅλα τὰ τρῶς ἐσý.
Λοιπüν, ἀπ' ὅσα ἐχÜρηκα δὲ θ' ἀπομεßνῃ τρßμμα,
δὲν θὰ ν' ἀφÞσω τßποτα σ' αὐτὴν τὴ μαýρη γῆ!
Ἀπ' τὸ γοργü μας πÝρασμα δὲν εἶναι τὰχα κρῖμα
νὰ μὴ σωθῇ ἕνα πÜτημα, ὦ Χρüνε ἀδικητÞ;..."
Ὦ λßμνη, ὦ βρÜχοι μου ἄφωνοι, ὦ σεῖς, σπηλιαῖς καὶ δÜση,
ποὺ βλÝπετε τὸν πüνο μου, μιὰ χÜρι σᾶς ζητῶ·
ἐσεῖς, ὁποῦ δὲ σκιÜζεσθε κανεὶς νὰ σᾶς χαλÜσῃ,
ποτὲ μὴ μᾶς ξεχÜσετε, στὸ μνῆμ' ἂν πÜω κ' ἐγþ.
Κι' ὅταν σὲ δÝρνῃ ὁ σßφουνας, κι' ὅταν βαθειὰ κοιμᾶσαι,
ὦ λßμνη μου ἀφροστÝφανη, νὰ μὴ μᾶς λησμονῇς.
Ἐσ' εἶδες τὴν ἀγÜπη μας καὶ μüνη ἐσὺ θυμᾶσαι
πῶς ἄναφταν τὰ στÞθη μας, καὶ θὰ μᾶς συμπονῇς.
ΘÝλω τὰ πεῦκα, τὰ ἔλατα, οἱ βρÜχοι, ἡ ρεματιÜ σου,
τ' ἀφροῦ σου τὸ μουρμοῦρισμα, τ' ἀντßλαλου ἡ φωνÞ,
τὰ δροσερÜ σου σýγνεφα, τ' ἀγÝρι, ἡ καταχνιÜ σου,
ἡ βρýσι, ὁ καλαμιῶνÜς σου, τὸ χüρτο, τὸ πουλß,
τ' ἄστρο τ' ἀσημομÝτωπο, ἡ μυρωδιÜ, ποὺ χýνει
τὸ γαλανὸ τὸ κῦμÜ σου, ὦ λßμνη μου γλυκειÜ,
ὅ,τι στὴν πλÜσι ἔχει αἴσθησι, πνοÞ, νοημοσýνη,
ὅλα νὰ λÝνε:"ἈγÜπησαν, τὰ μαῦρα, φλογερÜ"
Μτφρ.: ΑριστοτÝλης Βαλαωρßτης
H Απομüνωσις
ΣυχνÜκις επß του βουνοý, υπü δρυüς σκιÜδα,
κÜθημαι μüνος, κατηφÞς, πριν Þ ο Φοßβος δýσει.
ΦÝρω εικÞ τα βλÝμματα, επß την πεδιÜδα,
ης η εικþν την üψιν της εμπρüς μου ανελßσσει.
Εδþ κυλßει ποταμüς τα ρεßθρα του με κρüτον
κι εις χÜσμα πÝραν σκοτεινüν να βυθισθοýν τα στÝλλει,
λßμνην εκεß το νÜμα της εκτεßνει το υπνþττον
και της εσπÝρας Üνωθεν το Üστρον ανατÝλλει.
Φεýγει εκ των βουνþν αυτþν, με δÜση εστεμμÝνων,
το λυκαυγÝς, ακτßνα του εσχÜτην ακοντßζον
και το ατμþδες της νυκτüς Üρμα, σιγÜ προβαßνον,
υψοýται κι εις τα Üκρα του λευκαßνετ´ο ορßζων.
Εντοýτοις απü των υψþν του κωδωνοστασßου,
φωνÞ θρησκεßας αντηχεß εις τους κενοýς αιθÝρας.
Τον οδοιπüρον σταματÜ ο κþδων του χωρßου,
και σβýνει μ' Þχους ευλαβεßς τους Þχους της ημÝρας.
Πλην... την ψυχÞν μου τßποτε εκ τοýτων δεν παθαßνει,
μÝνω ψυχρüς, ανÜλγητος εμπρος των καλλονþν των...
ΒλÝπω την γην ωσεß σκιÜ ασκüπως πλανωμÝνη,
Ω! δεν θερμαßνει τους νεκροýς ο Þλιος των ζþντων.
Λüφον προς λüφον θεωρþ üλην την κýκλω φýσιν
και μÜτων του ορßζοντος προσβλÝπων τα σημεßα,
την Üρκτον, την ανατολÞν, τον νüτον και την δýσιν,
"Δεν με προσμÝνει", εκφωνþ, "κι εμÝ ποý ευτυχßα".
Τß προς εμÝ ανÜκτορα, καλýβαι και κοιλÜδες;
Εßν' αντικεßμενα κενÜ, αθÝλγητρα και κρýα,
Ω! δÜση, βρÜχοι, ποταμοß, ω φßλαι πεδιÜδες,
εν μüνον ον σας Ýλλειψε κι εγßνατ' ερημßα.
Αμεριμνþ ο Þλιος τον ρουν του αν ανýει,
Αν εßν' εις την αρχÞν αυτοý, αν εßναι εις το πÝρας,
αν ανατÝλλει αßθριος, αν ομιχλþδης δýει,
δεν αναμÝνω τßποτε αφ' üλας τας ημÝρας.
Και αν ακüμη εβÜδιζον, üπου αυτüς βαδßζει,
κενüν θ' απÞντα κι Ýρημον παντοý ο οφθαλμüς μου!
Ω! δεν επιθυμþ ουδÝν αφ' üσ' αυτüς φωτßζει,
οýτε ζητþ τι παρ' αυτοý του απερÜντου κüσμου.
Αλλ' αν εμβαßνων των στεγþν της σφαßρας του, ορßων,
üπου φωτßζει Üλλο φως Üλλ' ουρανοý σαπφεßρους,
ανÝβαινον, το πνεýμα μου της ýλης απεκδýων,
θ' απÞντων ü,τι Ýπλασα τοσÜκις κατ' ονεßρους.
ΝÝκταρ εκεß θα μ' Ýχυνεν ευδαιμονßας κρÞνη,
εκεß θα μ' Ýπερßμενον ελπßδες, Ýρως, πüθοι,
και τ' Üκρον αγαθüν, εßς ü πÜσα καρδßα τεßνει
κι εις ü εν üνομα εδþ, ακüμη δεν εδüθη.
Ας ηδυνÜμην της ηοýς το Üρμα ν' αναβαßνω
κι εις ζÞτησßν σου να πετþ, σκοπÝ πüθων ματαßων!
Πλην... διατß επß γης, της εξορßας μÝνω,
αφοý ουδÝν απÝμεινεν, αυτÞ κι εμÝ συνδÝον;
¼ταν τα φýλλα των δασþν η πεδιÜς συνÜζει,
ταχýς τα σýρει Üνεμος, το Ýδαφος σαρþνων
κι εμοý με φýλλον μαρανθÝν, ο βßος εμοιÜζει,
παρÜσυρÝ τον ως αυτÜ, ω, πνεýμα των κλυδþνων.
μτφρ.: ¢γγελος ΒλÜχος
O ΘÜνατος Του ΣωκρÜτους
Εκ του Υμηττοý ο δßσκος ανατÝλλων του ηλßου
την ακτινοβüλον στÝγην εχαιρÝτα του Θησεßου
και τον μÝγα Παρθενþνα με χρυσÜς ακτßδας χρßων,
εις τ φυλακÞν εισÞγε φως τι πρüσκαιρον και κρýον.
¸βλεπαν προς τα πελÜγη μιαν πρýμνην εστεμμÝνην,
εις τον ΠειραιÜ με ýμνους ιεροýς προερχομÝνην
κι η ναýς αýτη αφοý πλÝον ανεφαßνετο νοσοýσα,
Ýπρεπε τους καταδßκους να μην εýρη επιοýσα.
Αλλ' απÝτρεπαν οι νüμοι του θανÜτου τη ζημßαν,
γλυκýς Þλιος παρ' ενüσω Ýθαλπε την Ιωνßαν
τα ζωÞρρυτÜ του βÝλη πως, πριν Ýτι βυθισθþσιν,
απü Üφωτον και δýον üμμα να βεβλωθþσιν;
¹ ο δýστηνος πολßτης πþς τα βλÝφαρÜ του κλεßων,
δýο να θρηνεß στερÞσεις δυο, φευ: το φως, τον βßον;
Οι εξüριστοι τοιοýτοι οßχονται εκ των πατρþων,
πριν χαρÜξει αυγÞ νÝα εις το κοßλον υπερþον.
Του υιοý του Σωφρονßσκου την εξÝγερσιν ποθοýντες
τινÝς φßλοι επλανþντο υπü την στοÜν πενθοýντες
κι η γυνÞ του οδηγοýσα τον ανÞλικον υιüν της
επß της ακÜμπτου θýρας Ýκρουε το μÝτωπüν της.
Κι Ýκλαιε, το δε παιδßον, καθü ξÝνον εις τον γüον,
με τα κλεßθρα των προθýρων Ýπαιζε το τρισαθþον!
Εις τους μαýρους οδυρμοýς της απαθÞς ο διαβÜτης
ßστατο, ηρþτα τ' εßναι, επλησßαζε σιμÜ της.
Κι αδιαφüρως πÜλιν εις τον δρüμον του εμβαßνων,
εκ πολυπληθþν ομÜδων, πανταχοý διεσπαρμÝνων,
λüγους Þκουε ματαßους εις την πüλιν σκορπισθÝντας.
Τß βωμοýς εδαφισθÝντας! Τß θεοýς βλασφημηθÝντας!
Τß καινÞ λατρεßαν, Þθη διαφθεßρουσαν των νÝων!
Τß Θεüν εις την ΕλλÜδα και ανþνυμον και νÝον!
ΤινÝς Ýλεγαν, μωρüς τις με ιδÝας καταρÜτους
ετυφλþθη ως ΟρÝστης απü τους πανυπερτÜτους.
Πλην δεν Ýφυγ' επß τÝλους την των νüμων αγρυπνßαν,
üθεν και η γη τον πÝμπει εις τους ουρανοýς θυσßαν.
Σþκρατες! και συ, δεσμþτης, Ýθνησκες εγκληματßας
υπÝρ της δικαιοσýνης και υπÝρ της αληθεßας.
Της ειρκτÞς τα κλεßθρα, τÝλος, εκυλßσθησαν βαρÝως.
Κατηφεßς οι φßλοι üλοι συνηθροßζοντο βραδÝως.
Ο ΣωκρÜτης πλην εν βλÝμμα επß του πελÜγους ρßψας
Ýδειξε κατÜ την ΔÞλον και προεßπεν ανακýψας:
"Προς τον πüντον τινÜ πρýμνην εστεμμÝνην θεωρεßτε;
Εßναι ναýς η σεβασμßα, Þτις Θεωρßς καλεßται!
Φßλοι, δεν την χαιρετþμεν; Αýτη θÜνατον κομßζει!
Καθþς ταýτην, εις λιμÝνα κι η ψυχÞ μου προσεγγßζει!
Ομιλεßτε μολοντοýτο. Η εσχÜτη μας ημÝρα
Πþς να απορριφθεß ως βρþμα περιττüν εις τον αÝρα;
Ουδαμþς! Εις διαλÝξεις ευχαρßστως ας δοθþμεν!
¸λθετα τα θεßα δþρα μÝχρι τÝλους να χαρþμεν!
Ευτυχþς το πλοßον φθÜνον εις το τÝρμα του πλοüς του,
την ορμÞν δεν διακüπτει της τερπνÞς ταχýτητüς του,
αλλ' ανθüστεπτον και φÝρον τα ιστßα φουσκωμÝνα,
μα ωδÜς σκιρτÜ ευθýμους εις τον ποθητüν λιμÝνα!
"Πριν ακüμη πλησιÜσει την στιγμÞν του την εσχÜτην
θρηνωδεß ο κýκνος, λÝγουν, με φωνÞν λιγυροτÜτην.
Μη πιστεýετα ω φßλοι, το μελωδικüν στρουθßον
μ' ÝνστιγμÜ τι επροικßσθη ευφυÝστερον και θεßον!
Τας χαριεστÜτας üχθας του Ευρþτα πριν αφÞσει,
η ψυχÞ, πριν ολοκλÞρως εξ αυτοý αποσκιρτÞσει,
κατ' ολßγον αναβαßνει κüσμον πλÞρη γοητεßας,
Þδη βλÝπει το προβÜλλον Þμαρ της αθανασßας.
...
μτφρ.: ΙωÜννου Ισιδωρßδου Σκυλßτση (1841)