¸τσι κι αλλιþς η γλþσσα εßναι ασÝλγεια πÜνω στο Εßναι.
ΣφÜξε τη μια ομορφιÜ να πιει το αßμα η Üλλη.
Η κüλαση λοιπüν εßναι η πατρßδα μας.
Βιογραφικü
Ο Νßκος Καροýζος Þτανε ποιητÞς της πρþτης μεταπολεμικÞς γενιÜς. Η ποßησÞ του Ýχει χαρακτηρισθεß ως φιλοσοφικÞ, θρησκευτικÞ, μυστικÞ, μα δεν εßναι τüσο η μεταφυσικÞ διÜσταση που τη διακρßνει, αλλÜ μια υπαρξιακÞ πλησμονÞ, που τον ωθεß πÝρα απü τα üρια του εγþ, προς τη συγχþνευση με το αισθητü σýμπαν. Σýμφωνα με τον Ρüντρικ Μπßτον η σχÝση του με τον Υπερρεαλισμü εßναι θολÞ κι Ýχει προκαλÝσει ζωηρÜ και διιστÜμενα σχüλια. ΕξÜλλου, Ýχει ποικιλοτρüπως χαρακτηρισθεß: Üλλοτε ως θρησκευτικüς κι Üλλοτε ως φιλοσοφικüς ποιητÞς. ΠÜντως, αν και συχνÜ αναφÝρεται στην ορθüδοξη παρÜδοση, αυτü που φαßνεται να γυρεýει εßναι μÜλλον η βουβÞ κατÜδυση στον κüσμο των υπαρκτþν αντικειμÝνων παρÜ η υπÝρβασÞ του. Η ποßησÞ του, με διÜφορους τρüπους, αποτßει φüρο τιμÞς στον ΠαπαδιαμÜντη και τον ΚαβÜφη. Ο ποιητικüς λüγος που αναπτýσσεται εßναι πυκνüς και συχνÜ καταφεýγει στις παρηχÞσεις.
ΓεννÞθηκε 17 Ιουλßου 1926 στο Ναýπλιο. Ο πατÝρας Þτανε δÜσκαλος στρατευμÝνος στο Εθνικü Απελευθερωτικü ΜÝτωπο (Ε,Α,Μ,), διþχτηκε στη διÜρκεια του εμφυλßου κι εξορßστηκε μετÜ τη συνθηκολüγηση της ΒÜρκιζας. Η μητÝρα του Þτανε κüρη ιερωμÝνου και δασκÜλου.Οι γονεßς του, Κωνσταντßνα ΠιτσÜκη και ΔημÞτρης Καροýζος, συνÝβαλαν στα πρþτα παιδικÜ χρüνια στη διαμüρφωση της προσωπικüτητÜς του, üπως κι ο ιερÝας και δÜσκαλος παπποýς του απü τη πλευρÜ της μητÝρας του που διÝθετε πλοýσια βιβλιοθÞκη.
Με τους γονεßς του, παιδÜκι!
Το 1944 ολοκληρþνει τις γυμνασιακÝς σπουδÝς στη γενÝτειρÜ του κι εντÜσσεται στην ΕΠΟΝ Ναυπλßου/ΤμÞμα Διαφþτισης. To 1945 εισÜγεται στη ΝομικÞ ΣχολÞ και στη ΣχολÞ Πολιτικþν Επιστημþν Πανεπιστημßου Αθηνþν. Ιοýνιο του 1946 γλιτþνει τη σýλληψη κι εκτÝλεσÞ του απü την ΟργÜνωση Χ. Την επüμενη χρονιÜ εξορßζεται στην Ικαρßα για πÝντε μÞνες. Το 1951 υπηρετεß τη θητεßα του στη Μακρüνησο και το 1953 εξορßζεται πÜλι στη Μακρüνησο. Νοσηλεýτηκε στο 401 Στρατιωτικü Νοσοκομεßο üπου απαλλÜχθηκε απü τη στρατιωτικÞ θητεßα χωρßς να υπογρÜψει δÞλωση μετανοßας, για λüγους υγεßας.
Το 1949 πραγματοποßησε τη πρþτη επßσημη εμφÜνισÞ του στον χþρο των γραμμÜτων με τη δημοσßευση του ποιÞματüς του Σßμων ο Κυρηναßος στο περιοδικü Ο Αιþνας μας. Η πρþτη του ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο Η επιστροφÞ του Χριστοý εκδüθηκε το 1954. ΤιμÞθηκε με το Β' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης (1963), το Βραβεßο της ΟμÜδας των Δþδεκα (1963), το Α' Εθνικü Βραβεßο Ποßησης, απü κοινοý με τους ΤÜκη Βαρβιτσιþτη και Μßλτο Σαχτοýρη (1972) και το Α' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης (1988). Το 1955 παντρεýεται τη Μαρßα ΔαρÜκη με την οποßα χωρßζει μετÜ απü μερικοýς μÞνες. Εγκαταλεßπει τις σπουδÝς στη ΝομικÞ και τη προοπτικÞ να γßνει δικηγüρος. Αρχßζει να δημοσιεýει ποιÞματα κι Üλλα πεζÜ κεßμενα σε διÜφορα περιοδικÜ, üπως τα ΑθηναúκÜ ΓρÜμματα, Επιθεþρηση ΤÝχνης, ΝÝα Εστßα, Ευθýνη, Σýνορο και Διαγþνιος. Το 1961 βραβεýεται με το Β' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης και το 1962 με το Α' Βραβεßο Ποßησης της ΟμÜδας των Δþδεκα. Το 1962 παντρεýεται, για δεýτερη φορÜ, με τη Μαßρη ΜεúμαρÜκη, με την οποßα χωρßζει το 1980. Τον ΜÜη του 1967 συλλαμβÜνεται για δηλþσεις που Ýκανε σε βÜρος του Παττακοý.
Το διÜστημα 1983-84 και το 1986 εργÜζεται στο Γ' Πρüγραμμα ΕΡΑ κÜνοντας εκπομπÝς για τη λογοτεχνßα. Το 1988 βραβεýεται με το Κρατικü Λογοτεχνικü Βραβεßο Ποßησης. Αντιμετωπßζει διÜφορα προβλÞματα υγεßας (καρδιολογικÜ, διÜγνωση καρκßνου). Νοσηλεýεται σε διÜφορες κλινικÝς της ΕλλÜδας και του εξωτερικοý (ΦλεβÜρης-ΜÜρτης του 1986 στο Σωτηρßα, ΜÜρτης του 1989 διÜγνωση καρκßνου, ΦλεβÜρης-ΜÜρτης του 1990 στο Λονδßνο). Πεθαßνει στις 28 ΣεπτÝμβρη 1990 στο Νοσοκομεßο Υγεßα.
Παιδιüθεν ασχολεßται με το διÜβασμα ποßησης και τη συγγραφÞ. Το 1944-45 πραγματοποιεß τη πρþτη δημοσßευση ποιÞματüς του στο περιοδικü της ΕΠΟΝ ΝÝα ΓενιÜ. Το 1949 δημοσιεýει το πρþτο του ποßημα με τßτλο Σßμων ο Κυρηναßος στο περιοδικü Ο Αιþνας μας, ενþ το 1953 τη πρþτη ποιητικÞ συλλογÞ του με τßτλο Η επιστροφÞ του Χριστοý.
Απü üλους τους ποιητÝς της μεταπολεμικÞς γενιÜς, αυτüς που παρουσιÜζει τη μεγαλýτερη δυσκολßα ως προς την ÝνταξÞ του σε κÜποια κατηγορßα Þ ομÜδα εßναι ο Νßκος Καροýζος. ΥποστηρικτÞς της ΑριστερÜς στη διÜρκεια του Εμφýλιου ΠολÝμου και για καιρü αργüτερα, απÝφυγε τη φανερÞ δÝσμευση και την ανοικτÞ, δημüσια Ýκφραση, που υιοθετÞσανε τüσοι σýγχρονοß του σοσιαλιστÝς. Στη τελευταßα δεκαετßα της ζωÞς του αποκÞρυξε το Μαρξισμü στο σýνολü του: "Ο καπιταλισμüς Ýκανε ζþο τον Üνθρωπο, ο μαρξισμüς Ýκανε ζþο την αλÞθεια". Η σχÝση του με τον Υπερρεαλισμü εßναι επßσης θολÞ κι Ýχει προκαλÝσει ζωηρÜ και διιστÜμενα σχüλια.
¹δη απü τα τÝλη της 10ετßας του '60 ο Καροýζος διÝγραφε πορεßα üλο και πιο μοναχικÞ. Αξßζει üμως να σημειωθεß üτι στην αρχÞ της καρριÝρας του η πßστη του στη προσωπικÞ τÝχνη του ποιητÞ Þταν, αν και ταπεινÞ, ακλüνητη, πολý περισσüτερο μÜλιστα απü πολλοýς συγχρüνους του.
Στη δεκαετßα του ’50 και του ’60, üταν γρÜφονται και εκδßδονται οι πρþτες συλλογÝς του, ΠοιÞματα (1953-1961), Η Ýλαφος των Üστρων (1962), Ο υπνüσακκος (1964) και ΠενθÞματα (1969), δýο εßναι οι κυρßαρχες ροπÝς στην ποßησÞ μας: η πολιτικÞ και η υπαρξιακÞ. Και ο Καροýζος, δεßχνει πως ανÞκει βÝβαια στη δεýτερη ροπÞ. Εßναι Ýνας υπαρξιακüς, που üμως αντιδιαστÝλλεται απ’ τη συντεχνιακÞ παρÜδοση του εßδους, γιατß εßναι γειωμÝνος μες στο περιβÜλλον και ανοικτüς προς την κοινωνικÞ περιοχÞ: ο δικüς του Þρωας δεν εßναι, μυθοποιημÝνα κι αüριστα, ο ΕλπÞνορας, εßναι αρκετÜ συγκεκριμÝνα "¸λληνας με βουλιαγμÝνα üνειρα κι ανÝγγιχτος".
ΛυρικÞ εßναι η ποßηση των πρþτων συλλογþν του, που σημαßνει, πιο πολý απü ερωτικÞ, λατρευτικÞ, με κυρßαρχη την τÜση προς τη θÝωση...
Παρ' üλο που Ýχει χαρακτηριστεß απü διÜφορους μελετητÝς ως φιλοσοφικüς, θρησκευτικüς Þ μυστικüς ποιητÞς, αυτü που εκφρÜζει, στη ποßησÞ του δεν εßναι τüσο μια μεταφυσικÞ αντßληψη για τον κüσμο üσο μια υπαρξιακÞ πλησμονÞ, που τον ωθεß πÝρα απü τα üρια του εγþ, προς τη συγχþνευση με το αισθητü σýμπαν. Η θετικÞ (αν και χωρßς Ýμφαση) στÜση του απÝναντι στην ελληνορθüδοξη παρÜδοση, προπαντüς στις τρεις πρþτες συλλογÝς του (ΠοιÞματα, 1961, Η Ýλαφος των Üστρων, 1962, Ο υπνüσακκος, 1964), απορρÝει ακριβþς απü την πεποßθησÞ του üτι αυτÞ η παρÜδοση εκφρÜζει μια πιο ερωτικÞ σχÝση με τον κüσμο απ' üσο ο δυτικüς πολιτισμüς. ΑλλÜ στις τρεις επüμενες συλλογÝς του (ΠενθÞματα, 1969, ΛευκοπλÜστης για μικρÝς και μεγÜλες αντινομßες, 1971, ΧορταριασμÝνα χÜσματα, 1974) διακρßνεται üλο και καθαρüτερα η απελπισßα του για το ακατüρθωτο αυτÞς της υπÝρβασης, κι η βßωση της ýπαρξης ως δυστυχÞματος (κατÜ την Ýκφραση του ßδιου) γßνεται απü εδþ και πÝρα το κυρßαρχο γνþρισμα του Ýργου του.
ΛÝξεις κι Ýννοιες ιδιαßτερα φορτισμÝνες, απü τη τερÜστια γλωσσικÞ εργαλειοθÞκη του ποιητÞ και την οντολογικÞ του αγωνßα, αποτελοýνε τα Üστρα, αφθονοýνε σε üλη τη ποιητικÞ του δημιουργßα, εßναι η ακραιφνÞς λεκτικÞ του φιλικüτητα, ο Ιησοýς (η ανθρþπινη διÜσταση üμως), τραγικοß πρωταγωνιστÝς των Ατρειδþν και Λαβδακιδþν (ΑγαμÝμνων, ΚλυταιμνÞστρα, Οιδßπους). Τους ξαναδßνει το θÜνατο μÝσα σε Ýρωτες και μοναχικüτητα, η Γεωμετρßα, οι στÝρεες γνþσεις του στη ΦυσικÞ (μοντÝρνα, αστροφυσικÞ, κβαντικÞ) που τις χειρßζεται με φιλοσοφικÞ διεισδυτικüτητα και με συνεχεßς αναφορÝς, το σýμπαν, τα σωματßδια, το φως και τÝλος Ýνα φαγοπüτι που στÞνει στον κÞπο των εκφρÜσεων για τα δευτερüλεπτα, περισσüτεροι απü εßκοσι χαρακτηρισμοß (φοβερÜ, σκληρÜ, γαλÜζια, σýγκορμα, πικρÜ, κορσÝδες) τα παρασýρουνε για να αναμοχλεýσουν το φθαρτü, το στιγμιαßο. ΑσμÝνως φιλοξενοýμενοι των στßχων του, ιδρυτÝς κοσμοθεωριþν κι επαναστÜτες (ΛÝνιν, ΜαχÜτμα). Ανοßγει εýκολα μÝτωπο με τη διαδικασßα της Ιστορßας σε πολλÜ ποιÞματÜ του, για τη δικαßωσÞ τους. Επικαλεßται διαφορετικÞ εκδοχÞ της διαδραματισμÝνης Ιστορßας, και την ξαναγρÜφει Üλλοτε ειρωνευüμενος, Üλλοτε σοφüτερος.
Ο Νßκος Καροýζος απü την πρþτη του κιüλας συλλογÞ ΠοιÞματα κινητοποιεß την ευαισθησßα του απÝναντι στην ελληνικÞ πρωτεýουσα. Τßτλοι ποιημÜτων üπως ΑθÞνα, η φλüγα που το χρþμα της εßναι γαλÜζιο, ΒραδινÞ ΑθÞνα, Στην ΑθÞνα. Η ßδια οπτικÞ συνεχßζεται αργüτερα και στη 2η συλλογÞ Η Ýλαφος των Üστρων που ΕννÝα ποιÞματα μες στην ΑθÞνα, ΣτιγμÝς της ΑθÞνας. Εßναι γωνßα λÞψεως απ' üπου η πüλη νωπÞ ακüμα στα μÜτια του ποιητÞ εßναι Ýτοιμη για αιχμαλωσßα. Η ιστορικÞ και θρησκευτικÞ της οντüτητα πλαισιωμÝνη απü ειδυλλιακÞ ατμüσφαιρα επιτρÝπει ακüμα στον Üνθρωπο τη γüνιμη περιπλÜνηση, του επιτρÝπει ακüμα να Ýχει ατομικÞ κι εθνικÞ ταυτüτητα, ακüμα κι η μοναξιÜ Ýχει κýρος, δεν εßναι ισοπεδωτικÞ. Εßναι η ΑθÞνα της ΕλλÜδας, η ΒαλκανικÞ -που ο ποιητÞς τη χρησιμοποιεß σα σημεßο αναφορÜς για να γενικεýσει την Ýννοια της πüλης. "Θ’ αναγγεßλω μια νÝα ελπßδα / χαρßζω στη πüλη το πολýτιμο βλÝμμα μου". Μ’ αυτü το στßχο (απü την ¸λαφο των Üστρων) τονßζεται μια διπλÞς μορφÞς αισιοδοξßα. ΑυτÞ που αφορÜ τον καινοýργιο κοινωνικü, πολιτισμικü χþρο κι εκεßνη που δηλþνει τη πηγÞ μιας Üλλης εκφραστικÞς. Εßναι Ýνας στßχος που αναγγÝλλει μιαν επιφοßτηση πÜνω στην Ýννοια του Üστεως. Κι η αποκÜλυψη αρχßζει πολýμορφη, πολýφωνη, απü τη κτιριακÞ δομÞ ως τον τρüπο ζωÞς.
Οι χαμηλÝς θερμοκρασßες, πÜντως, δεν ευνοοýνται απü την ανÜγνωση της ποßησÞς του κι αυτü πιθανüν αποτελεß Ýνα απü τα προβλÞματα στο Ýργο του. Η Üλλη μεγÜλη αδυναμßα του, εντüς κι εκτüς εισαγωγικþν, εßναι οι ζωηρÝς του διαθÝσεις απÝναντι στη θεωρßα. ΣυχνÜ η ποιητικÞ του «υπονομεýεται» απü ιδÝες και σχÞματα που απορρÝουν απü τη γλωσσολογßα, τη φιλοσοφßα, τη λογικÞ, τη φυσικÞ Þ τη μεταφυσικÞ. ΠαρÜ ταýτα το ποιητικü χÜρισμα του Καροýζου εßναι δαιμονικü. Οι καλÝς συνθÝσεις του, για πολλοýς αξιüλογους ποιητÝς της γενιÜς του και για Üλλους διασημüτερους, θα αποτελοýσαν καυχÞματα. Κι ßσως, ακüμη, δικαιοýμαστε να παρατηρÞσουμε üτι οι μεγÜλες στιγμÝς του, συναριθμοýνται Üνετα στις κορυφþσεις της ελληνικÞς ποßησης για τον 20ü αι.
Απαιτεß απü τον αναγνþστη γνþσεις που Ýχουν απολεσθεß σε καιροýς εκκοσμικευμÝνης παιδεßας üπως εßναι οι δικοß μας. Και με üλη του τη λαχτÜρα να συναντηθεß με τον συνομιλητÞ του, τολμÜ να τον προκαλÝσει: «Μη με διαβÜζετε üταν δεν Ýχετε / παρακολουθÞσει κηδεßες αγνþστων / Þ Ýστω μνημüσυνα», γρÜφει στο τελευταßο ποßημα της συλλογÞς ΠενθÞματα (1969). Μια Üλλη σημαντικÞ ιδιüτητα της ποßησÞς του εßναι οι τρομερÝς διακυμÜνσεις στην ποιüτητα των ποιημÜτων του. ΥπÜρχουν ασýλληπτες κορυφþσεις αισθητικÞς τελειüτητας (üπως π.χ. «Ο μειλßχιος τρüπος του Βαρβαρüσσα», «Ο Σολωμüς στ’ üνειρü μου», «Ο ΑκÝραιος κυρ ΑλÝξανδρος» και τüσα Üλλα) με σπÜνιες γλωσσικÝς συλλÞψεις, για να ακολουθÞσουν μια σειρÜ καλÜ Þ μÝτρια ποιÞματα, Ýως κατασκευÝς, üπου εßναι ολοφÜνερο üτι προσπαθεß να εκβιÜσει τη γραφÞ του ποιÞματος, σαν κατÜ παραγγελßα.
ΡΗΤΑ:
Η λογικÞ εßναι η Ýμμονη ιδÝα των ψυχιÜτρων.
Η κüλαση λοιπüν εßναι η πατρßδα μας.
ΣφÜξε τη μια ομορφιÜ να πιει το αßμα η Üλλη.
¸τσι κι αλλιþς η γλþσσα εßναι ασÝλγεια πÜνω στο Εßναι.
Τßποτα δεν αγγßζει τις απριλιÜτικες βιολÝτες; τßποτα -μονÜχα ο ακÜνθινος Ιησοýς.
ΠÜλι τα ροýχα μου σÞμερα στο καθαριστÞριο πÜλι σιδÝρωμα για λανθασμÝνο αýριο δεν εßμαστε στα καλÜ μας να υπÜρχουμε Ýτσι ανελÝητα.
Εßχα λοιπüν εγκαταλεßψει καθþς Ýβγαινα στο χρüνο που ειν' Üχρονος το αχανÝς δεσμωτÞριο της γλþσσας
Να ανταλλÜζεις νομßσματα-στßχους με απουσßα, η χειρüτερη μορφÞ να αναπνÝουμε.
¼ποιος λÝει εßναι νικητÞς διαπρÜττει ανιαρü λÜθος üποιος λÝει πως εßναι νικημÝνος διαπρÜττει σπαραχτικü λÜθος
Ο πρþτος εßναι πρþτος κι ο δεýτερος δεν εßναι τßποτα.
Αν δεν μπορεßς να τους νικÞσεις, κÜνε τους να πονÝσουν.
Τη καλησπÝρα μου στα ΙδανικÜ σας.
ΕΡΓΑ:
ΠοιητικÝς συλλογÝς
Σßμων ο Κυρηναßος, 1949
Η επιστροφÞ του Χριστοý, 1953
ΝÝες δοκιμÝς, 1954
Σημεßο, 1955
Εßκοσι ποιÞματα, 1955
ΔιÜλογοι, 1956
ΠοιÞματα, 1961
Η Ýλαφος των Üστρων, 1962
Ο υπνüσακος, ΖαρβÜνος, 1964
ΠενθÞματα, ΑθÞνα, 1969.
ΛευκοπλÜστης για μικρÝς και μεγÜλες αντινομßες, 1971
ΧορταριασμÝνα χÜσματα, Εγνατßα, 1974
Απüγονος της νýχτας, ΠολυπλÜνο, 1978
Δυνατüτητες και χρÞση της ομιλßας, 1979,
Ο ζÞλος του μη-σχετικοý με παρορÜματα, 1980
Μονολεκτισμοß και ολιγüλεκτα, 1980
ΦαρÝτριον, 1981
ΑναμνηστικÞ λÞθη, 1982
Αντισεισμικüς τÜφος,1984
ΣυντÞρηση ανελκυστÞρων, 1986
ΝεολιθηκÞ νυχτωδßα στη ΚροστÜνδη (Α´ Κρατικü Βραβεßο της Ποßησης το 1988), 1987
ΕρυθρογρÜφος, 1988
ΛογικÞ μεγÜλου σχÞματος, 1989
ΕυρÝσεις απü κυανü κοβÜλτιο, 1991
Θρßαμβος χρüνου, 1997
Οιδßπους τυραννοýμενος κι Üλλα ποιÞματα 1998
ΜεταφρÜσεις
Χüρχε Λουß Μπüρχες-Ο δημιουργüς κι Üλλα κεßμενα, 1980
ΠεζÜ-δοκßμια
ΜεταφυσικÝς εντυπþσεις απ´τη ζωη ως το θÝατρο, 1966
Περß ζωγρÜφων, Galerie Titanium, 1988
ΠεζÜ κεßμενα, 1997
ΕπιτομÞ ¸ργου
Στις ποιητικÝς συλλογÝς απü το 1956 και μετÜ εγκατÝλειψε τiς λακωνικÝς ποιητικÝς εκφρÜσεις κι Üνοιξε δρüμο στην αναλυτικÞ Ýκφραση του πνεýματος με κýριους Üξονες αναζητÞσεων τον Ýρωτα, το θÜνατο και το θεü.
========================
ΑσκÞσεις ¢νθους Το Φως Εßναι ¢οσμο
Ραβδþσεις τ' ουρανοý
κενü της αφÞς και διÜρκεια
εßναι το φως που δεν αντιμßλησε στα στÞθη
κι η ματιÜ Ýνα üστρακο.
Η ΑγÜπη
Η αγÜπη δεν υπÜρχει στο σþμα
δεν εßναι καν το περιστÝρι
üταν χιονßζει ευτυχßα
δε τη βλÝπω στο γενετÞσιο μÜκρος.
Ο Δρüμος
¸χω τη μοßρα του ορυκτοý
με προσμονÞ χιλιετηρßδων
ω ελπßδα χοúκÞ
τραγουδþ τους καημοýς
κι εßμαι δßχως φωνÞ.
Αντικρýζω Μüνος
ΧαραυγÞ και τα δÝντρα θαλÜσσια…
Η þρα του ΠαρÜδεισου ροδßζει ελαφρÜ
μεσ´ στη γενετÞσια καθαρüτητα
που λειτουργεß στα νερÜ.
Τι γλυκειÜ μητÝρα η αýρα κι ο Þλιος ευγενÞς…
Δεν κερÜστηκε Üνθρωπος
üσο μεσ´ στο ξημÝρωμα.
Τα ΔεσμÜ Της Ελευθερßας.
Κατακßτρινος Üγγελος, εκτυφλωτικÜ πορτοκÜλια, χρησιμüτητα των κορυφογραμμþν- η ποßηση. Κι ýψιστο σκουλÞκι- ο ποιητÞς.
Εßπε κÜποτε το αηδüνι: "Θα γßνω πßθηκος". Κι Ýγινε. Εßπε κÜποτε ο πßθηκος: "Θα γßνω αηδüνι". Και δεν Ýγινε, γιατß το κλαδß Ýσπασε απ' τα πολλÜ του χοροπηδÞματα.
Ο ποιητÞς εßναι σαλüς. Ο ποιηματογρÜφος εßναι σÜλος. Ο πρþτος εßναι θÝαμα της θεüτητας. Ο δεýτερος εßναι θεατÞς της θεüτητας.
Ο ποιητÞς Ýχει στα μÜτια του το αρχÝτυπο και ξÝρει πως η φýση δεν οργßζεται πραγματικÜ οýτε με την üποια καταιγßδα. Ο ποιηματογρÜφος Ýχει στα μÜτια του το εγþ του και παßρνει στα σοβαρÜ τα δÜκρυÜ του. Φυσικü να φοβÜται, λοιπüν, το βρυχηθμü των ερωτημÜτων, την ßδια στιγμÞ που ο ποιητÞς ποιμαßνει τα ερωτÞματα, με την απüκριση που εßναι ο ßδιος.
Ο ποιητÞς ολÜκερος μπαßνει στα προβλÞματα, ο ποιηματογρÜφος περνÜ πλÜι απ' τα προβλÞματα. Γι' αυτü διατυπþθηκε μια μÝρα ο καημüς: "¸χετε την ιδÝα πως να κÜνετε ποßηση, üταν το αßμα σας εßναι καλÜ σιγουρεμÝνο στις φλÝβες;"...
Ο ποιητÞς Ýχει πÜντα μες στην ψυχÞ του την ευλÜβεια, ενþ οι ευλαβεßς δεν Ýχουν πÜντα μες στην ψυχÞ τους την ποßηση.
Ο ποιηματογρÜφος ενδιαφÝρεται για τη διÜρκεια στη χρονικÞ προÝκταση. Ο ποιητÞς εßναι διαρκÞς χωρßς την παραμικρÞ χρονικÞ προÝκταση. Ο Ýνας βλÝπει τον Þλιο και νιþθει τη ζÝστη. Ο Üλλος βλÝπει τον Þλιο και νιþθει το φως.
Ο ποιηματογρÜφος ακοýει ελευθερßα κι αφÞνει τα νýχια του να μεγαλþνουν. Ο ποιητÞς, αποκαλýπτοντας μÝσα του την ελευθερßα, κατορθþνει τα δεσμÜ της.
Ο ποιητÞς Ýχει üλα του ποιηματογρÜφου. Ο ποιηματογρÜφος δεν Ýχει τßποτα του ποιητÞ.
ΜετÜ Το Δεßπνο
ΞαφνικÞ νυχτερßδα κι ολοýθενες
υπερπληθþρα σελÞνης.
Μα η αλÞθεια εßν’ η Ýσχατη μεταμüρφωση πλÜνης
-φρενοπληξßα.
Λες εßμαι Üρρωστος αλλ’ αυτü δεν υπüκειται
στην ιατρικÞ. μπορþ να ξεπεθαßνω.
Κι αναστοχÜζομαι κÜθοντας Þρεμα
στην μüνη μου καρÝκλα.
ΔιευθυντÞς του μηδενüς
Ýχω δικοýς μου χειρισμοýς θρησκεßας.
υφßσταμαι τη ζωÞ ωσÜν περιφραστικüς γαλαξßας
üσιος του κακοý και μÜρτυρας του πüνου.
ΧÜρμα η ξιπολιÜ σε καλοκαßρια ρωμαßικα!
/ψ/ ο εργαζüμενος το φως
απουσιÜζει με παρουσßα
/ψ’/ η μυθοσοφßα των ορφικþν
ενδεχüμενη
/ψ’’/ η σκÝψη εßναι πÜντα μια εναντßωση
στις βιολογικÝς πιÝσεις
QUELYΦΟΣ
κÜποτε φτÜνει στο Στυλßτη
κÜποτε φτÜνει τις ενενÞντα ημÝρες
του ερημßτη
χωρßς τροφÞ χωρßς νερü χωρßς Þτοι
COMME-ΩΔΙΑ
η σκÝψη γνωρßζει το θÜνατο
κι ανατÝλλει
απü üπου θÝλει
Ἡ Ὀρθοδοξßα
Γλυκὸ ποὺ εἶναι τὸ σκοτÜδι στὶς εἰκüνες τῶν προγüνων
ἄμωμα χÝρια μεταληπτικὰ
ροῦχα ποὺ τ᾿ ἄδραξεν ἡ γαλÞνη καὶ δὲ γνωρßζουν ἄνεμο
βαθιὰ τὸ ἐλÝησον ἀπ᾿ τοὺς ἄυλους βρÜχους
τὰ μÜτια σὰν καρποὶ εὐωδᾶτοι.
Κι ὁ ψÜλτης ὁλüσωμος ἀνεβαßνει στὸ πλατÜνι τῆς φωνῆς
καημÝνε κüσμε
θυμßαμα ἡ γαλÜζια ὀσμὴ κι ὁ καπνὸς ἀσημÝνιος
κερὶ νὰ στÜζῃ ὁλοÝνα στὰ παιδüπουλα
καημÝνε κüσμε
σὰ βγαßνουν - ὢ χαρὰ πρþτη - μὲ τὸ ΕὐαγγÝλιο καὶ μὲ τὶς λαμπÜδες
κ᾿ ὕστερα ἡ μεγÜλη χαρὰ νὰ συντροφεýουν τ᾿ Ἅγια...
Ὁ παπα-ΓιÜννης τυλιγμÝνος τ᾿ ἄσπρο του φελüνι
καλὸς πατÝρας καὶ καλὸς παπποὺς μὲ τὸ σιρüκο στὴ γενειÜδα
χρüνια αἰῶνες χρüνια καὶ νιÜτα πὄχει ἡ ὀμορφιÜ!...
Η ¸ναστρη Φωτεινüτητα
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσüρμησε πιὰ στὴν ἀπþτερη θλßψη
μὲ δßχως ἔστω ἕνα τριαντÜφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατÝργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμÝνα μÜτια
στὸ μισοσκÝπαστο ἐρημüκκλησο σÝρνοντας
τὴ μεγÜλη ἀνÜπηρη σιωπὴ στὸ καροτσÜκι τῆς ὁμιλßας
ἀνÝκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατÜσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμÝνοι ἐρασιτÝχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστÞριο ποὺ βεβηλþνει τὴ διÜνοια διχÜζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θÜλασσας σηκþσει τὸ ἀνÜστημα τοῦ Ἅδη.
Πολýκρουνη ἡ θýελλα σπÜζει τὰ ματογυÜλια της κι ὁ μÝγας
τρüμος ἀδρÜχνει τὰ μελλοýμενα
σχηματßζοντας ἀποστÞματα στὴ μνÞμη.
ΚατÜχαμα τῆς ἀσßγαστης σιγῇς ἕνα κινοýμενο
κειμÞλιο-σκουλῆκι.
Ἡ ζωὴ ποὺ μικραßνει: ἡ μεγÜλη ἀλÞθεια.
Στὸν ὁποὺ πιÜνει τὸ τσαπὶ γßνεται τσÜπισμα
στὸν ὁποὺ πßνει τὸ νερὸ γßνεται πιüμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπÜρθενο προφÝροντας ἀρþματα
κρατεῖ μßα κατÜμαυρη λεπτüτατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νýχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιþνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πÝρα...
Τα πουλιÜ δÝλεαρ του Θεοý
Θα περÜσουν αποπÜνω μας üλοι οι τροχοß
στο τÝλος
τα ßδια τα üνειρÜ μας θα μας σþσουν.
ΑγÜπη μεßνε στην καρδιÜ -
αυτüς ας εßναι ο κανþν του τραγουδιοý σου.
Με την αγÜπη
θα σηκþσουμε την απελπισßα μας
απ' τ' αμπÜρι του κορμιοý.
Δεν εßναι φορτßο για τη χþρα των αγγÝλων
η απελπισßα.
Και προπαντüς
ας μην αφÞσουμε την αγÜπη
να συνωστßζεται με τüσα αισθÞματα...
Αἴφνης
Αὐτὸ ποὺ λÝμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικüτητα δὲν εἶναι πραγματικÞ.
ΚÜπου γελιÝμαι μὰ ἐκεῖ κιüλας ὑπÜρχω ἀπüλυτα,
σὰν τὸ σýννεφο ποὺ ἀλλÜζει στὰ νωθρὰ δευτερüλεπτα
ὄντας μονÜχα ἡ ἀκÜλεστη μεταμüρφωση.
ΚανÝνα λιοντÜρι δὲν παραγνþρισε τὸ θÞραμα
καὶ ἡ πÜπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλßζει τὴ λÜσπη·
τὸ χταπüδι βγαßνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλÜμι του μὲ γαλαζüπετρα
στὰ ξÝφωτα ἡ τßγρη λησμονιÝται ἀνεπßληπτα.
Νυχτþνει καὶ σÞμερα. Ἡ ἀγωνßα
λÝει πÜλι: θὰ βοσκÞσω τὸ μαῦρο.
Ἡ χρησιμüτητα τῆς ἀπειλῆς
Ἔχουν ἀρχßσει νὰ μὲ κυκλþνουν ἐπικßνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκοýω τὰ φυλλþματα σÞμερα
γßνηκαν ἀνÞσυχα χορικÜ.
ΠρÝπει νὰ ζÞσω τὶς ἀντßστροφες δυνÜμεις.
Ὢ καρδιÜ μου - τρομαχτικüτερη σελÞνη!
Βαθμßδες
1.
Ἤτανε ὅλο τὸ πρωῒ σημαιοστολισμÝνο
καὶ τραγουδοῦσα.
ὉλοÝνα ἔρχονται πιὰ
σὰν ἀπὸ ἀνþτατο δικαστÞριο
φωνÝς.
ΨÜχνω μÜταια νὰ βρῶ τὴν αἴθουσα
πρÝπει νὰ μιλÞσω σὲ τüσους
φßλους με τὰ αἰþνια τþρα μÜτια.
Κινεῖται ὁ δρüμος πρὸς τὸ μεσημÝρι.
2.
Ἂν εἴδατε τὴ μοναξιὰ ποτὲ πßσω ἀπ᾿ τὸ τζÜμι
νὰ σᾶς ἀπειλεῖ
μ᾿ ἕνα μαχαßρι σιωπὴ
ποὺ ἀργὰ θὰ σχßσει τὸ δικὀ σας στῆθος
ὅπως φÜντασμα τὴν πüρτα περνᾷ
μὲ γελαστὰ τὰ ἐξογκωμÝνα μῆλα
καὶ νὰ στÝκει-
θὰ μὲ ἀγαπÞσετε, εἶναι γυμνὸ
σαρþθηκε αὐτὸ τὸ μεσημÝρι.
3.
Ὅλα κοστßζουν ἕνα παßξιμο.
ΠÜρε μαζß σου τὸν ἔρωτα κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὄνειρα
ἔλα στὴν κÜτω γειτονιὰ καὶ πÝς: Κορüνα γρÜμματα
ἐκεῖ ποὺ χÜνεται ἡ ψυχὴ νὰ βυθιστεῖς.
ΘÝλω ν᾿ ἀκοýσεις τὸ μεγÜλο μυστικὸ
γιὰ πÜντα πÝφτει ὁ καρπὸς ἀπ᾿ τὸ δÝντρο.
Ἐντοýτοις ἐκεῖ ποὺ χÜνεται ὁ δρüμος
νὰ τραβÞξεις.
Ὅ,τι νὰ σὲ καλÝσει
δὲν εἶναι γιὰ ἐπιστροφὴ
τὰ δÜκρυα κι ὁ πüνος κοφτερὸς
εἶναι μÝσ᾿ στὸ παιχνßδι.
Ὅποιες φωνὲς ἀκοýσεις μὴ σὲ παρασýρουν
σφÜξε τὴ μιὰ ὀμορφιὰ νὰ πιεῖ τὸ αἷμα ἡ ἄλλη.
Κορüνα γρÜμματα νὰ παßξεις
τὶς ὦρες καὶ τὰ χρüνια
μüνος με τὸν ἔρημο ἀντßπαλο.
Τὸ δÝντρο τῶν ἀγνοημÜτων
Μιὰ συμφορὰ τυλßγεται στὸ δÝντρο.
Ὅλοι οἱ ἀδικοýμενοι δÝντρα εἶναι
ἂν τὸ προτßμησαν αὐτü, μονÜχα ν᾿ ἀδικοῦνται.
Ἡ συμφορὰ μὲ γÞινο χρῶμα
τυλßγεται στὸ δÝντρο.
Ὢ δýναμη τῆς ζωῆς
λιῶσε τῆς συμφορᾶς τὸ κεφÜλι.
ΓαλÜζια σπλÜγχνα
ΚÜτοικε τοῦ ὀνεßρου
μαζεýω τὴ φωνÞ μου ἀπὸ κÜθε ἄκρη
καὶ τὸ ὑπüλειμμÜ της αὐτὸ στὴ σινδüνη τῶν δÝντρων
κ᾿ ἐκεῖνο κεῖ ψηλὰ στὸ σκουριασμÝνο βρÜχο
ὅπου ὀργßζεται ὁ γερο-κüρακας
συγκεντρþνομαι
γιὰ τὴ μεγÜλη ἀποκÜλυψη
ρßχνω στὸν ἄνεμο μακρüσυρτη ἀγÜπη:
Τὴν θÝλω ἐγὼ τὴν ἀπελπισßα μου
δὲν τὴν ἀνταλλÜσσω μὲ θαλπωρὴ ἄλλη
ἔχασα.
Μὰ χÜνουν καὶ τ᾿ ἄνθη
τ᾿ ἄνθη ἀνοßγουν τὸ μοναδικὸ παρÜθυρο...
ΚÜλλιο νὰ πλανηθεῖ ὁ χαρταετüς μου
δὲ θÝλω πιὰ ν᾿ ἀγγßξω τὰ χρþματÜ του
κλεßνω τὰ μÜτια μου γιὰ νὰ δῶ.
Εἶναι ἡ φωνὴ ποὺ μὲ διασχßζει
κι ἄλλοτε ποὺ χτυπᾷ στὸν ἄκμονα
χßλιες φορÝς.
Εἶναι ἡ φωνὴ ἀπὸ ἕνα βÜθος:
Γιὰ πÜντα νὰ μὴν ἔχεις
τßποτα γιὰ τ᾿ ἀληθινὰ χÝρια
μονÜχος
ἀνÞμπορος ἐκστατικὸς
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄξαφνη γιορτὴ τοῦ δευτερολÝπτου
ποὺ παραδßδεται ὁ κüσμος.
Ἔρημος σὰν τὴ βροχÞ
Διαβαßνω ἀγιÜτρευτος μÝσ᾿ στ᾿ ὄνειρü μου
σὲ δßχτυ μüνος της πρþτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχÜζεται ὁ δρüμος
ἡ ἀλÞθεια φαρδαßνει πÜντα τὴν ὁρμÞ.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τÝφρα θὰ εἶναι μßα μεγÜλη πυρικὴ
τþρα μαθαßνω τὸ αἷμα μου
δßχως τοὺς δροσεροὺς ὑÜκινθους
τþρα σὲ βλÝπω δρüμε τοῦ καλoῦ σὰν εἰδοποßηση
μὲ κρßνους
ἔχοντας τὸ σακοýλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαßνω
πηγαßνω
στὶς πηγÝς.
Ἕνα ἔρημο ἄνθος
Βαθýτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγÜπη καὶ τὴν ταραχὴ
ποὺ φÝρνει μÝσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμßα
ζεῖ στὸ θαλÜσσιο βρÜχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομüναχο.
Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρßεψε καὶ μοιÜζει σὰν νὰ δεßχνει
τὴν ἄγνωστη γαλÞνη μὲ μικρὰ χρþματα...
Εἶναι βγαλμÝνο στοὺς κινδýνους τῆς χαρᾶς
ἀμÝριμνο σὰν ἰδÝα.
Εἰκüνα
Πῶς δοκιμÜζουν τὰ ὄργανα οἱ μουσικοὶ
πρὶν ἀπὸ ἔναρξη συναυλßας
ἔτσι κι ἐγὼ τþρα χειριζüμενος λÝξεις
εὐαισθητισμὸς εὐαισθησßα αἰσθητισμὸς
εὐαισθησßα καὶ αἰσθητῆς τὸ εὐαßσθητον
εὐαισθησιακὸς εὐαισθησιÜζομαι εὐαισθησιασμὸς
εὖ καὶ αἰσθητικὸς καὶ αἰσθησιακὸς
αἰσθαντικὸς ἴσως
αἰσθ-ἴσως αἰσθαν-ἴσως
αἰσθ-ἀδελφÝ μου καὶ Ἐσθὴρ ἀπ᾿ τὴ Βßβλο
ἀρχßζει μὲ χειροκροτÞματα τὸ ποßημα.
Ἡ συντομßα τοῦ ὀνεßρου
ΤρÝχει μÝσ᾿ στὰ χαρÜματα τὸ ἐλÜφι
ποὺ εἶναι ἡ χαρÜ μου τüσος ἀντßλαλος
ἐδῶ ποὺ κατοικῶ
ἕνα πουλὶ ἀπὸ καπνὸ ἀνÝρχεται στὸ ξημÝρωμα.
Ἰδοὺ ὁ ΤρÝχων
ἔχει σφÜξει τὸ ἀρνὶ στὶς πηγὲς τῶν ὑδÜτων.
Θριαμβικὴ νεφÝλη ὄχημα παλαιὸ ἰδοὺ ὁ ΤρÝχων
καὶ τὸ σýρουν
ἄλογα τρυπημÝνα στὰ λÜμποντα πλευρÜ.
ΜÝσα στὸ ὄχημα βρßσκομαι καὶ πηγαßνω
πρὸς τὸν ἄγνωστο προορισμü μου.
ΠÝντε ΠοιÞματα μες στὸ ΣκοτÜδι
Γυρßζει μüνος
στὰ χεßλη του παντÜνασσα σιωπὴ
συνÝχεια τῶν πουλιῶν τὰ μαλλιÜ του.
Ὠχρὸς
μὲ βουλιαγμÝνα ὄνειρα κι ἀνÝγγιχτος
νερὸ τρεχÜμενο στὰ ῥεῖθρα, ὠχρὸς
ἕλληνας.
ΠÜντα ὁ δρüμος μÝσ᾿ στὰ μÜτια του
κ᾿ ἡ λÜμψη ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ
ποὺ καταλýει
τὴ νýχτα.
Γυρßζει μüνος
στὰ χÝρια τοῦ κλαδὶ ἀπὸ ἐλιὰ
γεμÜτος πüνο χÜνεται στὰ δειλινὰ
αἰσθÜνεται
πὼς ὅλα χÜθηκαν.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε εἶναι ἄνεργος
τὰ χÝρια στὶς τσÝπες του
σὰν δυὸ χειροβομβßδες.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε δὲ μιλοῦν στοὺς καθρÝφτες.
Ἄνθη τῆς λεμονιᾶς
λουλοýδια τοῦ ἀνÝμου
στεφÜνωσÝ τον Ἄνοιξη
τὸν κλþθει ὁ θÜνατος.
ἈπολÝλυσαι τῆς ἀσθενεßας σου
Νηστεýει ἡ ψυχÞ μου ἀπὸ πÜθη
καὶ τὸ σῶμα μου ὁλüκληρο τὴν ἀκολουθεῖ.
Οἱ ἀπαραßτητες μüνο ἐπιθυμßες -
καὶ τὸ κρανßο μου ὁλημερὶς χῶρος μετανοßας
ὅπου ἡ προσευχὴ παßρνει τὸ σχῆμα θüλου.
Κýριε, ἀνῆκα στοὺς ἐχθροýς σου.
Σὺ εἶσαι ὅμως τþρα ποὺ δροσßζεις
τὸ μÝτωπü μου ὡς γλυκýτατη αὔρα.
Ἔβαλες μÝσα μου πÝνθος χαρωπὸ
καὶ γýρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λÜμπουν.
Σηκþνεις τὴν πÝτρα - καὶ τὸ φßδι
φεýγει καὶ χÜνεται.
Ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασßλεμμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πὼς εἶχες κÜποτε σÜρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μÝνα.
Ἡ νýχτα καθὼς τὴν πρüσταξες ἀπαλὰ μὲ σκεπÜζει
κι ὁ ὕπνος - ποὺ ἄλλοτε ἔλεγα πὼς ὁ μανδýας του
μὲ χßλια σκοτÜδια εἶναι καμωμÝνος,
ὁ μικρὸς λυτρωτÞς, ὅπως ἄλλοτε ἔλεγα -
μὲ παραδßδει ταπεινὰ στὰ χÝρια σου...
Μὲ τὴ χÜρη σου ζῶ τὴν πρþτη λýτρωσÞ μου.
Εἴσοδος
Εἶναι μßα θýρα στὰ μÜτια κÜθε νεκροῦ
μὲ καßει τρüμος ἀπ᾿ τὴν ἡλικßα
τῶν λουλουδιῶν ἔτσι γρÞγορα ποὺ φεýγουν
ἔτσι γρÞγορα εἶναι μιὰ θýρα βαμμÝνη μὲ τὴ σιωπὴ
κι ὁ θÜνατος μονüλιθος.
ΚρÜζει τ᾿ ἀηδüνι μαῦρος κüρακας καὶ θÝλει τὴ φωνÞ του
μὰ δὲν ἔχει γλῶσσα ἡ δεýτερη ζωÞ μας. Καλὴ νýχτα,
ποὺ λÝει ὁ θεατρßνος ἢ ὁ ψευδοσκüτεινος, δὲν ὑπÜρχει
κι οὔτε νýχτα κακὴ κι ἀκüμη οὔτε νýχτα
εἶναι μονÜχα τὸ Δὲν τὸ Μὴ καὶ τ᾿ Ὄχι σὰν καρπὸς
τοῦ δÝντρου μὲ τ᾿ ὄνομα Ἐγὼ καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ὄνομα Ταξιδεýω
κι ὅλα τὰ λüγια μας ἐδῶ
φενÜκη κ᾿ ἐσωτερικὰ τηλÝφωνα
εἶναι μιὰ θýρα φοβερὴ
γι᾿ αὐτὸ κρατοῦμε τουφÝκι τὸ τραγοýδι:
Μιὰ θýρα, θýρα ἡ γκρÝμιση
τὸ σÜλιο τοῦ χελιδονιοῦ ποὺ φτιÜχνει μὲ τὰ φρýγανα
στὰ δÝντρα οὐρÜνιες φωλιÝς.
Καὶ χωρßζουμε σὲ φῶς καὶ σκοτÜδι τὸ Ἕνα.
Χωρßζουμε τὸν Ὀδυρμὸ σὲ τýφλωση καὶ θυσßα.
ΡωγμÝς
ΠÜλι στοὺς δρüμους ὁποὺ ζÞσαμε τὴν προσωπßδα
κüκκινη μὲ σταλαγματιὲς χρυσοῦ
τÝτοια περιπÝτεια τÝτοια ὡραßα ἐλπßδα
μÝσ᾿ στὶς συνÝχειες τῶν ὀνεßρων ἔχω τὸν ἀμνὸ
δὲν πιστεýω στὰ ποτÜμια ὁλοÝνα τρÝχουν
δὲν πιστεýω στὰ φýλλα ὁλοÝνα πÝφτουν
εἶναι θεßα ἔνδον αἰθÜλη π᾿ ἀλλÜζει τὶς ὁρÜσεις
κι ὁ θÜνατος βαθαßνει τὴν τÝφρα.
Ἡ εὐγÝνεια τῆς κωμωδßας μας
Ὅταν ξεραθεῖ τὸ χαμομÞλι στὸν καλýτερο ἥλιο τῆς χρονιᾶς
ἔρχονται βρÜδια νὰ γυρÝψει ἀπὸ δαῦτο κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλοýσιος
κι ὅπως κυλÜει ζεστὸ μÝσα μας καὶ βÜλσαμο
κ᾿ εὐωδιÜζουν τὰ σπλÜγχνα κι ἁρμονßζονται
φÝρνοντας κÜποιο αἴσθημα φαγωμÝνης πεταλοýδας μὲ τὰ χνοýδια της
ἕνα τßποτα ἕνα χορτÜρι φÝρνοντας ὅλη τὴν εἰρÞνη
ἔτσι κι ὁ Ἰησοῦς ἕνα τßποτα, μονÜχα φτυσμÝνος
μονÜχα ἡ μÝσα φλüγα ποὺ λιþνει τὴν ἁφὴ
κι ὁ Θεὸς γυμνοπüδης ἕν᾿ ἀρνὶ στὸν ἀÝρα
ψηλὰ στὸ δÝντρο τῆς βυσσινιᾶς τὸ καιüμενο πÝρα στὴ δýση.
Ἂ τß φριχτὸ ποὺ εἶναι τὸ νερὸ ἕνα τßποτα κι ὁ ἀüρατος
μᾶς ἔτυχε καθὼς τὸ μαχαßρι στὸ λαιμὸ τοῦ κüκορα.
Χαρμüσυνο λÜβδανο
ΜÝσα στὴ βενζινÝρημο ξερÜθηκε κι ὁ πüνος -
ἡ ἀγÜπη στὸ τασÜκι· πολιτικὸ κιγκλßδωμα...
Ποιὰ φρßκη εἶν᾿ τὸ φῶς ποὺ μ᾿ ἔχει ἅρπαξει
κι ὁ ἀμφßβραχυς!
Κλαßει κι ἀναδακρυþνει ὁ χαλασμὸς ὀνüματι
ὅραση
κ᾿ εἶναι σαλüνι ἡ ματιÜ μου σ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἁλῶνι
τὸ φαρδὺ τοῦ φεγγαριοῦ
μὲ ἀργυρüχροα ταμÝνα στὴν ἀπüγνωση
χωρὶς τὴ γλῶσσα-μÝγαιρα νὰ διαγουμßζει λÞθη
μÝσ᾿ ἀπ᾿ τῆς μνÞμης τὴ φορμüλη.
Θαυματουργüς τη θεωρßα τοῦ τροχοῦ σας τὴ δασκÜλεψα
τὰ ἀσθητÞρια μαστßζοντας
ἀγχιθανὴς ἀγχßθεος ἀγχινεφὴς κι ἀεροβÜτης μüνος
ὁ ἥλιος εἶναι τὸ πÜγιο προσθÝτει ἡ δασýτριχη σελÞνη.
Δὲν παßζω σοβαρüτητα κι ἀναδεýω φυσικοχημικὰ
συμπερÜσματα
τρελüσωστος: ὀπτικὴ εὐφυßα ὁ σερßφης ἀνüλβιος
ἀσπÜζομαι τὴ γῆ μὲ γοερÝς μου γονυκλισßες ἀνþφελος
ἐγὼ ἀνταλλÜσσω πυρὰ μονÜχα μὲ τὸ θÜνατο -
καταλαβαßνεις;
Ὅταν ξεμÝθαγα τὶς ἀλκοολικὲς βελüνες ἀπ᾿ τὰ τρυπÞματα
ἡ ψυχανÜλυση τοῦ ἅγιου μαδοῦσε τὴ λÜμψη τοῦ καθρÝφτη
τὸ σῶμα σου ἀποπλÝει ὡσὰν χÜρτινο μὲ ξεφλουδßσματα
χρüνου
ἀπὸ χρυσßζουσα ὀχιὰ τὸ πεπρωμÝνο σου δὲν ἐκκολÜφτηκε
κι ἀποπλÝει τὸ σῶμα σου
κρατþντας ἠχητικὰ χÜμουρα
στὰ θηλυκὰ ἐρεßπια τοῦ Ἠρþδειου ὅπως αἰφνßδια
μοῦ φÜνηκε πὼς ἔπιασε φωτιὰ
ἡ ἅρπα.
Ξημερþνει μὲ ἀτμþδη βουνὰ μÜντισσες φωνασκßες κοτüπουλα
χαρτορßχτρες
ἀπεχθαßρω τὴ στýση μου μελÜτη
κι ὦ ΘεÝ μου ἂς μπüρηγα νἄμπαινα κÜποτε γιὰ πÜντα
στὸν ὕπνο.
Τß εἶπα κÜποτε σ᾿ ἕναν ἱπτÜμενο
Σὰν ἀφαιρÝσεις ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν λαßμαργη ἀστρονομßα
δὲν εἶναι πιüτερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπßδα ποὺ διαστÝλλει
τὴν κßνηση μÝσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτÜδι.
Δὲν ἔχει πüσιμη σημασßα νὰ σταλÜξουμε
τσιγγοýνικες ἀλÞθειες καὶ σταγονßδια βεβαιüτητας
δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπßα ἡ ξεμυαλßστρα ἡ ἐξυπνÜδα
πρωτüτυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικÜζει τὶς λÝξεις
ἐκεῖνος ποὺ βÜζει ποινὲς ὁλοÝνα στὰ δÜχτυλÜ του
τὴν ὥρα ποὺ σÝρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πÝνα.
Δὲν ἔχει μητρüτητα ὁ ἴλιγγος
δὲν ἔχει πατρüτητα ἡ νýχτα.
Μßλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτüνια.
Οἱ σκοτεινοß μας σýντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μÜκρη
μὲ τοῦ κýκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεýουν.
Ἔχοντας πιὰ ξεπÝσει ὁ γÝροντας Εὐκλεßδης
εἶν᾿ ἀπüβλητο τὸ μῆκος ὡς πρÜξη τοῦ σýμπαντος
καὶ τὸ ὕψος ἀνεýρετη μελῳδßα στὰ πλÜτη...
ΤρÜβηξα τὴν σκονισμÝνη αἰωνιüτητα σὰν κουρτßνα
μὲ τüση εὐκολßα καὶ τÜ ῾χασα βλÝποντας
τὸ λÜγνο τßποτα τῆς ἀναφρüδιτης καμπýλης!
Ὁ ἄγγελος τüτε τοῦ ἔαρüς μου φþναξε: -Μὴ στενεýεις,
ἁγßαζε μονÜχα, μὴ σκοπεýεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλßχιο
δαιμüνιο τῆς ἀγÜπης πιὸ πÝρ᾿ ἀκüμη τρÜβα κι ἂς εἶπες
θὰ κομματιÜσω τὸν κüσμο γιὰ νὰ ματιÜσω
τὴ δýναμη τῆς ἀλÞθειας.
Ἔλα, λυτρþσου τþρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτÞματος τὴν ἔλλειψη
νὰ γßνεις ὀμορφüτερος νὰ μεßνεις ὄντως μüνος...
M' ΑρπÜζει Απ' Το Λαιμü
Πßεση, μ' αρπÜζει απ'το λαιμü
σ' αρπÜζει απ'το λαιμü
κι ας μη το ζÞτησε κανεßς
Υπο πßεση, μια πüλη υπο κατασκευÞ,
τη πυρπολεß
Την οικογÝνεια στα δυο χωρßζει
Τους ανθρþπους
στους δρüμους Ýξω τους βγÜζει.
Και εßναι εντÜξει.
Εßναι ο τρüμος του να ξÝρεις
ποιü το νüημα üσων γßνονται στον κüσμο
που βλÝπεις φßλους καλοýς
να ουρλιÜζουν: "ΑφÞστε με να βγω"
Προσεýχομαι þστε το αýριο
να με βρει ανεβασμÝνο
Πßεση που στους ανθρþπους ασκεßται,
ανθρþπους που εßναι Ýξω στο δρüμο.
Τριγýρω βολοδÝρνω,
τα μυαλÜ μου στο πÜτωμα κλωτσÜω
Εßναι απü τις μÝρες αυτÝς που ποτÝ δεν βρÝχει,
αλλÜ μας πνßγουνε.
¢νθρωποι στους δρüμους,
Üνθρωποι στους δρüμους.
Εßναι ο τρüμος του να ξÝρεις
ποιü το νüημα üσων γßνονται στον κüσμο
που βλÝπεις φßλους καλοýς
να ουρλιÜζουν " ΑφÞστε με να βγω"
Προσεýχομαι þστε το αýριο να με ανεβÜσει,
να με ανεβÜσει, να με ανεβÜσει
Πßεση που στους ανθρþπους ασκεßται,
ανθρþπους που εßναι Ýξω στο δρüμο.
Την πλÜτη μου γýρισα σε üλα,
σαν Ýνας Üντρας τυφλüς
κÜθισα σε Ýνα φρÜχτη,
αλλÜ δεν Ýπιασε οýτε αυτü
¸ρχομαι προσφÝροντας αγÜπη
αλλÜ εßναι τüσο κουρελιασμÝνη
Γιατß, γιατß, γιατß;
ΑγÜπη.
Σαρδüνια γÝλια υπü πßεση,
λυγßζουμε
Στον εαυτü μας μια ακüμη ευκαιρßα,
γιατß δεν δßνουμε;
Γιατß δεν δßνουμε στην αγÜπη
ακüμη μια ευκαιρßα;
Γιατß δεν μποροýμε να δþσουμε αγÜπη,
να δþσουμε αγÜπη, να δþσουμε αγÜπη,
να δþσουμε αγÜπη, να δþσουμε αγÜπη;
Γιατß εßναι η αγÜπη κατιτßς ξεπερασμÝνο
Και η αγÜπη σε προκαλεß να νοιαστεßς,
γι' αυτοýς που κρÝμονται
στην Üκρη της νýχτας
Και η αγÜπη σε προκαλεß,
τρüπο να νοιÜζεσαι για μας
Üλλο να βρεις
Και εßναι αυτüς
ο τελευταßος χορüς.
Ιδοý εμεßς υπο πßεση,
υπü πßεση, υπü πßεση...
ΚÜτι ΠαρÜξενο
ΚÜτι παρÜξενο
συμβαßνει στο δωμÜτιü μου,
σαν πÝσει η νýχτα.
¸να πουλß ολÜξαφνο,
με φτερουγßσματα
που μαχαιρþνουν τον αÝρα,
εισορμÜ κι ýστερα πÜλι
ησυχßα επικρατεß.
ΠοτÝ μου δεν ετüλμησα
το φως ν' ανοßξω
και πÜντα λÝω
τι νÜ’ ναι το αλÜξαφνο πουλß,
τι πτÝρωμα να Ýχει,
πþς Üραγε να συγκινεß η μορφÞ του…
ΠÜντως, üταν ξυπνþ
μες στης αυγÞς το σκοýντημα
δεν εßμαι παρÜ μüνος στο δωμÜτιο
σωματικÜ στερεωμÝνος απü τον ýπνο
πιο γνþριμος του θανÜτου απü χτες
ενþ η ψυχÞ προσμÝνει
το καινοýργιο μÞνυμα του Þλιου,
üπως πÜντα.
¼μως,
τι νÜ’ ναι το πουλß που ξαφνικÜ
σαν ερχομüς πνοÞς μÝσα στο πνεýμα
σφÜζει την ησυχßα του δωματßου μου
και το αισθÜνομαι κοντÜ μου;
ΠοτÝ νομßζω δε θα μÜθω
κι ßσως, να εßναι το πουλß αυτü,
üλο το μυστικü εδþ πÝρα.
Στον Ουρανὸ
Στον ουρανὸ οι δυνατüτητες
εßναι μüνο συναρπαστικÝς.
Καθὼς κρεμüμουνα στον αÝρα
κρατημÝνος απὸ Ýνα κÜτασπρο σýννεφο
σε μυθικὴ οθüνη της φαντασßας
παρατηροýσα τις τιμὲς
των στοιχεßων του αßματüς μου
κι Üκουγα μßα εκθαμβωτικὴ μουσικὴ πρÜξη
σχεδὸν εξωανθρþπινη
πρoς τ᾿ αριστερὰ στο γεωγραφικὸ χÜρτη
στο σημεßο που βρßσκεται το βουνὸ Τρüμος
τυλιγμÝνο πÜντοτε μ᾿αστραπὲς
και Ýκπαγλες καταιγßδες.
Εκεß ανÝβηκα μßα φορÜ.
Εκεß πρωτÜκουσα το τραγοýδι
που Ýλεγε ανÞκουμε στα νερÜ.
Κι απ᾿την Üλλη Ýλαμπε ο ΕκκλησιαστÞς.
Απὸ καιρὸ γνþριζα πως το αßμα
περιÝχει üλο το μυστÞριο
που δßνεται με σημÜδια
στον ανθρþπινο νου και πλÞρη ασυνÝχεια.
ΜÞπως η κυκλοφορßα;
διερωτÞθηκε ο λαμπρὸς. Και αιφνιδßως
Þρθε στο μυαλü μου ο ΛεονÜρντο
που Þξερε θεσπÝσιες ειδÞσεις απ᾿ το σþμα.
¢σμα Μικρü
ΧÜθηκε αυτüς ο οδοιπüρος.
Εßχε συνÜξει λßγα φýλλα
Ýνα κλαδß γεμÜτο φως
εßχε πονÝσει.
Και τþρα χÜθηκε…
Αγγßζοντας αληθινÜ
πουλιÜ στο Ýρεβος
αγγßζει νÝους ουρανοýς
η προσευχÞ του μÜχη.
¸αρ μικρü Ýαρ βαθý Ýαρ
συντετριμμÝνο.