Πορτραßτο της απü τον Γ. Ν. ΡοÀλο.
Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε σαν Αιμßλια Κοýρτελη στη Μασσαλßα το 1881, üπου πÝρασε και τα παιδικÜ της χρüνια, και πÝθανε στην ΑθÞνα σε ηλικßα 60 ετþν, στις 26 Ιουλßου 1941. Ο πατÝρας της I. Κοýρτελης, Κεφαλονßτης τη καταγωγÞ, Þταν απ' τους λüγιους του 2ου κýματος τÞς ομογÝνειας. ΒρÝθηκε στη Μασσαλßα μετÜ την ΕπανÜσταση τοý 1821 κι εκεß εξÝδιδε τη γαλλüφωνη εφημερßδα SEMAPHORE. Στην ΑθÞνα η οικογÝνεια εγκαταστÜθηκε üταν η Αιμιλßα Þταν πολý μικρÞ. Απü τüτε üμως Ýγραφε ποιÞματα κι Þτανε πολý ταλαντοýχα. Πρþτος που ξεχþρισε το ταλÝντο της Þταν ο νονüς της, ΑχιλλÝας ΠαρÜσχος που την ανÜλαβε κÜτω απü τη πνευματικÞ του προστασßα. ¸τσι η Αιμιλßα τÝλειωσε το ΑρσÜκειο με Üριστα και προσλÞφθηκε καθηγÞτρια στο σχολεßο αυτü, αφοý σποýδασε φιλολογßα. Ιδιαßτερα üμορφη üταν Þταν νÝα επικρÜτησε στους φιλολογικοýς κýκλους με τα πρþτα ποιÞματα που Üρχισε να δημοσιεýει. ¹τανε ταλαντοýχα απü μικρü κοριτσÜκι κι Ýγινε μÜλιστα μια πανεμορφη γυναßκα, τüσο που ενÝπνευσε τον Σ. Σκßπη να γρÜψει τη Κüμη Της Βερενßκης και τον ¢γγελο Σικελιανü να πει:
"¸τσι θα 'τανε τα μÜτια της Σαπφοýς, τα 'καιγε βαθιÜ κρυφÞ μεγÜλη φλüγα. Κι η κατατομÞ της, κατατομÞ αυλητρßδας αρχαßου ναοý".
Το 1902 κυκλοφüρησε η 1η της ποιητικÞ συλλογÞ, με τßτλο ΧρυσÜνθεμα κι ο Δ. I. Καλογερüπουλος που τη προλογßζει, παρατηρεß πως η ποßησÞ της εßναι "σαν αυγÞ (που) θαμποχαρÜζει και προιωνßζεται την αυγÞ ολüφωτης μÝρας". Το 1911 παντρεýτηκε το λüγιο ΣτÝφανο ΔÜφνη (Θρασýβουλο Ζωúüπουλο) κι Ýκτοτε υπÝγραφε μ' αυτü το επßθετο. Θα τοý αφοσιωθεß ολüψυχα στα 30 χρüνια που θα ζÞσουν μαζß, Ýτσι που αυτÞ η αφοσßωση να ωφελÞσει το Ýργο εκεßνου, επηρεÜζοντÜς το βαθýτατα και να βλÜψει το δικü της. ¸ζησε κυριολεκτικÜ στη σκιÜ του Üντρα της κι ο ΜιχÜλης ΠερÜνθης σημειþνει σ' Ýνα βιογραφικü της σημεßωμα:
¹τανε μια σκια που δεν επÝτρεψε οýτε και σÞμερα ακüμη να κερδßσει τη σημαντικÞ θÝση που της ανÞκει.
Ακολοýθησε το 1923 η 2η συλλογÞ της, που εßχε τßτλο Τα ΧρυσÜ Κýπελλα και προλογßστηκε απü τον ΚωστÞ ΠαλαμÜ. Στα ποιÞματα αυτÜ, üπως και στα προηγοýμενα δημοσιεýματÜ της, υπÜρχει μιÜ üλο ευαισθησßα μεταφυσικÞ αγωνßα, μιÜ ßδεαλιστικÞ διÜθεση, αλλÜ περισσüτερη μαεστρßα κι ωριμüτητα στα εκφραστικÜ μÝσα. Την ßδια χρονιÜ (1923) θα κυκλοφορÞσει σαν πρþτο δεßγμα τοý πεζογραφικοý της ταλÝντου το μυθιστüρημα Το ΤÜλαντο Της Σμαρþς. Αξßζει να σημειωθεß πως σε üλα τα χρüνια της ενεργοýς καρριÝρας της, δημοσßευε Üρθρα, διηγÞματα και ποιÞματα στα μεγÜλα περιοδικÜ και τις εφημερßδες της εποχÞς εκεßνης. 14 χρüνια αργüτερα (1937) θα κυκλοφορÞσει το 2ο μυθιστüρημα, που η τεχνικÞ αρτιüτητÜ του βεβαιþνει για τη πολλÞ επεξεργασßα που Ýχει γßνει απü μÝρους της συγγραφÝως στο διÜστημα αυτü. Το μυθιστüρημα τιτλοφορεßται Η ΞÝνη Γη κι εßναι το βιβλßο που μ' αυτü θα κλεßσει τη δημιουργικÞ της παραγωγÞ. 4 χρüνια αργüτερα θα σβÞσει Þσυχα κι αθüρυβα üπως Ýζησε. ¢φησε μιÜ ανÝκδοτη νουβÝλλα με τßτλο Το Σπßτι Με Τον ¢γριο Σκýλο, κι Ýχει γρÜψει πολλÜ θεατρικÜ μονüπρακτα. Το μονüπρακτο Ýργο της, μÜλιστα, Gloria Victis τιμÞθηκε απü την Εταιρεßα ΕλλÞνων Θεατρικþν ΣυγγραφÝων. ¸ργα της μεταφρÜστηκανε σε γαλλικÜ & γερμανικÜ.
Σημ: Ο ΓιÜννης Σπανüς üταν μελοποßησε ελληνικÞ ποßηση και πιο συγκεκριμÝνα, το 1967 στην Ανθολογßα Α', συμπεριÝλαβε το ποßημÜ της Τρεις ΝÝοι... και παρακÜτω παρατßθεται και το ποßημα και κÜτω απ' αυτü, το τραγοýδι. Επßσης κι Üλλα τραγοýδια της μελοποιηθÞκαν αργüτερα και θα παρατεθοýνε παρακÜτω με τη σÞμανσÞ τους. Π. Χ.
Τα ¸ργα
Ι.Ποßηση:
• ΧρυσÜνθεμα /ΑθÞνα, Ýκδοση του περ. ΠινακοθÞκη, 1902.
• Τα ΧρυσÜ Κýπελλα / πρüλογο ΠαλαμÜ. ΑθÞνα, Ι.Ν.ΣιδÝρης, 1923.
• ΔιÜφορα ποιÞματÜ της σε περιοδικÜ κι εφÞμερßδες της εποχÞς.
ΙΙ.Πεζογραφßα:
• Το ΤÜλαντο Της Σμαρþς / μυθιστ. ΑθÞνα, Ι.Ν.ΣιδÝρης, 1923.
• Η ΞÝνη Γη / μυθιστ. ΑθÞνα, Εστßα, 1937.
• ΔιÜφορα διηγÞματÜ της κι Üρθρα σε περιοδικÜ κι εφημερßδες.
ΙΙΙ.ΜεταφρÜσεις:
• Μπορντþ Ανρý: Η Αλαφροßσκιωτη / μτφρ: Αιμ. ΔÜφνη, ΑθÞνα, ΖηκÜκης, 1922.
ΙV. ΘÝατρο:
• Gloria victis - Οι ΓÝροι - Απολýτρωση / Μονüπρακτα δρÜματα. (σε τüμο με το θεατρ. του ΣτÝφανου ΔÜφνη: Το Πατρικü Σπßτι). ΑθÞνα, Ι.Ν.ΣιδÝρης, 1921.
====================
ΑδικοθÜνατος
Ἦρθες τὴ νýχτα κι ἔκατσες στοῦ τραπεζιοῦ τὴν ἄκρη...
Στὸ ροῦχο σου οὔτε κουρνιαχτüς, οὔτε στὸ μÜτι δÜκρυ.
Μüνο ἡ φωνÞ σου ἀλαργινὴ σὰν ἀπ' ἀνÞλια μÜκρη.
Ὅλοι μαζὶ ἐκαθÞσαμε, κι ὅλοι μαζὶ σοῦ λÝμε:
«Ἄδικα ποὺ σὲ κλÜψαμε, κι ἄδικα ποὺ σὲ κλαῖμε,
κι ἄδικα τ' ὅσο κÜψαμε λιβÜνι, κι ὅσο καῖμε!..
«Ἐσý 'σαι δῶ, στοῦ τραπεζιοῦ τὴν ἄκρηα, καὶ κοιτÜζεις
μ' ὅλο τὸ φÝγγος τῆς ψυχῆς. Καὶ γελαστὸς μᾶς τÜζεις
νὰ πῇς τὸ «ναß» στὸ ρþτημα ποὺ ἀπÜνω μας διαβÜζεις.
«Καὶ νÜ, ποὺ μαζωχτÞκαμε τριγýρω. ΠÝς μας τþρα,
(πρὶν ὁ μεγÜλος Ἄστερας χαρÜξῃ ὥραν τὴν ὥρα)
σὰν τß καλοýδια σοὔδωκαν ἀπὸ τὴν ΚÜτου Χþρα;
«Σὰν τß καλὰ μᾶς φýλαξες μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ βÜθη;
Ἤ μὴ τῆς Ἄρνας πÝρασες τὴ λßμνη, κι ἔχεις μÜθη
τὸ πῶς ξεχνιοῦνται κι οἱ φιλιὲς καὶ τῆς ζωῆς τὰ πÜθη;...»
Κι ὅπως σοῦ ἀνÜπαιξε ἡ ματιÜ, μὲ μιᾶς ἐξεθαρρεýτη
κι ἔπεσε στὸ θαμπὸ γυαλὶ τοῦ ἀντικρινοῦ καθρÝφτη,
χßλια κομμÜτια ἐγεßνηκε καὶ στὴν ποδιÜ μας πÝφτει.
Κι ἐνῷ σὰ χÜδι ἁπλþναμε στὴν ὄψη σου τὸ χÝρι,
σβýστηκε τὸ ποὺ ἐτρÝμιζε μπροστÜ μας ἀχνοκÝρι
κι ἐστÝναξε πικρὴ φωνὴ μÝς στ' ὀρθρινὸ τ' ἀγÝρι.
Της Πολιτεßας Οι Δρüμοι
Ὅμορφοι οἱ δρüμοι οἱ πολυσýχναστοι
τὴν ἄνοιξη ἢ τὸ καλοκαßρι,
ποὺ μᾶς τραβοῦν στῆς πολιτεßας ἀνÜμεσα
τ' αγαπημÝνα μÝρη.
Κüσμος ὡραῖος περνÜει κι ἀνÜερος:
κἄποιο κορμß, κἄποιο φτερü, κἄποια κορδÝλλα
καὶ προσωπÜκια, ποὺ θαρρεῖς ἐστÜθηκαν
τοῦ Γκρὲζ ἢ του Βὰν ΝτÜúκ μοντÝλλα.
Κι ὅλα μαζὶ σὰν ἥσκιοι στὸ πανß
κἄποιου στημÝνου κινηματογρÜφου
γελοῦν, γλυστροῦν, λυγßζουν, χÜνονται,
σÜμπως στὴν ἄβυσσο ἑνὸς τÜφου.
Ὡς τüσο, τὰ πλατειὰ προγρÜμματα
μὲ τοὺς ἐφÞμερους Πιερρüτους καὶ τὰ σκßτσα,
ποὺ διαφημßζουν τὶς χαρÝς, ἢ κι ἄσεμνους
πüθους ξυπνοῦν στ' ἀνßδεα τὰ κορßτσα,
μας σταματοῦν τὸ βῆμα τὸ ἄσκοπο
γιὰ νὰ μᾶς ποῦν μὲ τὴν κοινÞ τους γλῶσσα
γιὰ μÜταιες δüξες, πρüσκαιρες χαρÝς,
ἢ θλßψες κι ἄλλα πüσα!...
Κι ὅταν βροχοῦλα ἀρχßζει χειμωνιÜτικη
ἀπ' τὰ βαρειὰ τὰ σýγνεφα νὰ πÝφτῃ,
τρÝμουνε κ' οἱ γραμμὲς στὸν ἄσφαλτο.
σὰν ἥσκιοι σὲ θαμπὸ καθρÝφτη.
Τῶν δÝντρων οἱ κορμοß, τὰ ξÝφυλλα
κλαδιÜ, τῶν φαναριῶν οἱ στýλοι
σὰν κιÜρο-σκοῦρο γρÜφουνται
μὲς στὸ θολὸ τὸ δεßλι.
Καὶ μüνο πßσω ἀπ' τὶς κρυστÜλλινες
τῶν λουλουδιῶν βιτρßνες
κερÝνια, βελουδÝνια, ἀνÝγγιχτα
κÜτω ἀπὸ ρüδινες ἀχτßνες,
τ' ἄνθια βουβὰ κι ἀσÜλευτα,
σὰ μαγεμÝνα ἀπὸ τὴ Μοῖρα,
στÝκουν,—ψυχὲς ἀνÝγγιχτες
στοῦ κüσμου τὴν πλημμýρα.
ΦλεβÜρης 1923
¼ραμα
¼νειρο γοργοφτÝρουγο το πÝρασμÜ σου, ω κüρη!
Στ' ακρüνυχÜ σου ανθοýς σκορπÜ η μοýσα η Τερψιχüρη.
Τ' αρχαßο το πνεýμα μιαν αυγÞ, φυσþντας το καλÜμι,
στης Αρκαδßας σ' Ýφερε το μυθικü ποτÜμι.
Κι Ýτσι λουσμÝνη μες στο φως, ανÝγγιχτη κι ωραßα,
περνÜς, γλιστρÜς σαν üραμα σ' αρχαßον αμφορÝα.
Γýρω απ' το φυλλοστÝφανο βωμü οι Θεοß στημÝνοι
στο λýγισμÜ σου απλþνουνε τα χÝρια αναστημÝνοι.
Και στις ψυχÝς που σε θωροýν, μες στων θνητþν τα στÞθη,
ο μÝγας Παν εξýπνησε και γελαστüς εστÞθη!
ΓειτονιÝς
Τὶ καλὰ στὶς γειτονιὲς νὰ τριγυρßζῃ
κÜθε ἀπüβραδο κανεὶς μὲ δßχως ἔννοια...
Ὅπου γλÜστρες, μιὰ κοπÝλλα καὶ δροσßζει
πüρτες, ἄνθια, τὴν αὐλὴ τὴ χωματÝνια.
Μὲς στὸ πρÜσινο, σὰν κüμποι ἀπὸ ρουμπßνι,
τρÝμουν τ' ἄνθια στὸ μπαλκüνι σκουλαρßκια·
τÝτοιο φῶς λοξὰ τὸ μοýχρωμα τοὺς δßνει,
ποὺ ὀνειρεýεσαι βυθοýς, κορÜλλια, φýκια.
Τὰ παιδιÜ, μελισσολüú μὲς στὸ δρομÜκο:
τὸ πατßνι, τὸ φοὺτ-μπὼλ ἤ τὸ τσιλßκι.
Δὲν τρομÜζουν πιὰ σὰ δοῦν τὸ γεροντÜκο
νὰ βροντÜῃ, καθὼς περνÜει, τὸ δεκανßκι.
ΣÜλαγος, μπουχüς, βουÞ, μπενζßνα,
κι οἱ ἀνθρῶποι εἶναι πουλιὰ κυνηγημÝνα,
σὰν περνÜῃ καὶ τοὺς σκορπÜῃ ἡ λιμουζßνα
στὶς γωνιÝς, ὄξω ἀπ' τὰ σπßτια τὰ κλεισμÝνα.
Νὰ κι ἡ σοýστα ποὺ διαβαßνει· κýκλους γρÜφει
μὲ τὶς ρüδες ποὺ τὴ γῆς βαριὰ τραντÜζουν.
Δῶ καὶ κεῖ στὰ μαγαζÜκια οἱ φωνογρÜφοι
τὶς καρδιὲς μὲ τὸ τραγοῦδι τους σπαρÜζουν.
Τὸ σκοπὸ κι ὁ καρροτσÝρης γλυκοσÝρνει,
δßχως τßποτ' ἀπ' τὴ νýχτα νὰ προσμÝνῃ.
Στὸ κασσüνι του, ὅπως κÜθεται, τὸν παßρνει,
κι ὅπου τ' ὄνειρο τὸν πÜει, πηγαßνει.
ΚÜπου ἀπüμερα στὸ δρüμο τὰ ζευγÜρια
σμßγουν, φεýγουν, ξεγλιστροῦν σιγὰ καὶ πᾶνε...
Σβýνουν πßσω τῶν βημÜτων τους τὰ χνÜρια,
καὶ στὸ στρßψιμο λυγμοὶ κρυφοὶ ξεσπᾶνε.
Δυὸ φιλÜκια ἢ καὶ δυὸ δÜκρια, κι ἓν ἀντßο...
Ἄχ! τὸ «χαῖρε» αὐτὸ στῆς γῆς τὴν παραζÜλη!
-ΧτÝς, ἀλÞθεια, στὸ δρομÜκο ἤμαστε δýο,
ξÝνος σÞμερα εἶμαι γὼ καὶ σὺ μιὰν ἄλλη.-
ΚαθισμÝνος στ' ἀγκωνÜρι σταυροπüδι
κι ὁ τυφλὸς παραδομÝνος τραγουδÜει.
Λὲς καὶ μÝσα του ἀκλουθÜει σκυφτὸς τὸ ξüδι
τῆς δικῆς του τῆς ζωῆς ποὺ πÜει καὶ πÜει...
Πῶς μοῦ σÝρνεις τὴν ψυχÞ μου, ὤ μουεζßνη,
στὴ θρησκεßα σου ποὺ φÝγγει στὸ σκοτÜδι!
Πüσα ὁρÜματα ὑπερκüσμια στὴ γαλÞνη
ποὺ κοιμᾶται στῶν ματιῶν σου τὸ μαυρÜδι!...
Λßγο ἀκüμα καὶ τὸ φῶς θὰ ξεψυχÞσῃ,
κι οὔτε χρῶμα, οὔτε λουλοýδι, οὔτε ζευγÜρι.
Ἄχ, κι' ἂς ἦταν ἀπ' τὸ χÜος νὰ ξεπηδÞσῃ
σὰν ὑπüσχεση ψηλὰ τὸ νÝο φεγγÜρι!
Η Γη Και Τα ΣτÜχυα
Σὲ κÜποιες ὧρες μυστικὲς ποὺ τ' ἀστερÜκια κλαῖνε
κι ἐρωτικὲς ἀποθυμιὲς σκορποῦν τριγýρω οἱ τüποι,
γÝρνουν τὰ στÜχυα πρὸς τὴ γῆ, τὴν προσκυνᾶν καὶ λÝνε:
-Ὥρα καλÞ μανοῦλα μου, καὶ θὰ μᾶς φᾶν οἱ ἀνθρῶποι.
Σὲ κÜποιες ὧρες γαληνὲς ποὺ τ' ἀγερÜκι πνÝει
καὶ δßνει ἀνÜσα στὰ δεντρÜ, μοσκοβολιὲς στοὺς κρßνους,
σιγομιλÜει κι ἡ μÜνα γῆς -ὥρα καλὴ- καὶ λÝει:
Ἐσᾶς οἱ ἀνθρῶποι θὰ σᾶς φᾶν, κι ἐγὼ θὰ φÜγω ἐκεßνους!
---------------------------
ΜελοποιημÝνη... ΔÜφνη:
Τρεις ΝÝοι...
¹τανε Θε μου, μια φορÜ
τρεις νÝοι (τρεις φßλοι, τρßα παιδιÜ),
αγÜπες, üνειρα, τραγοýδια,
μÝσα στο φως, μες στα λουλοýδια,
τρεις νÝοι (τρεις φßλοι, τρßα παιδιÜ).
Τþρ' απομÝνουνε βαθιÜ,
Ýνας εδþ κι Üλλος εκεß,
χεßλη, καρδιÝς, μÜτια κλειστÜ,
μÝσα στο χþμα, μες στη γη,
Ýνας εδþ κι Üλλος εκεß...
ΚÜθε π' ανθßζουν τα κλαδιÜ,
βγαßνουν τις νýχτες τρßα παιδιÜ
Þ στ' ασημÝνια καλοκαßρια,
που υψþνονται στο φως τα χÝρια,
βγαßνουν τις νýχτες τρßα παιδιÜ.
Και μ' αρμονßα γλυκολαλεß,
-κιθÜρα, φλÜουτο και βιολß-
η θεßα του Σοýμπερτ σερενÜτα,
κι εßν' üλ' αγÜπη, φως, γεμÜτα,
-κιθÜρα, φλÜουτο και βιολß.
Του πρþτου η μÜνα τ' αγροικÜ
βουβÞ κι ανÜβει τα κεριÜ,
τ' Üλλου αδελφÞ, και γονατßζει,
του τρßτου η αγÜπη θυμιατßζει
σ' Ýνα κελß καλογριÜ.
Μοßρες οι νýχτες τριγυρνοýν
και τα παιδιÜ ξεπροβοδοýν,
στÝλνουν μηνýματα στ' αστÝρια,
και με καλüβολα τα χÝρια
τα τρßα παιδιÜ ξεπροβοδοýν.
¹τανε Θε μου, μια φορÜ
τρεις νÝοι... και τþρα εßναι βαθιÜ
μÝσα στο χþμα μες στη γη,
Ýνας εδþ κι Üλλος εκεß,
τρεις νÝοι (τρεις φßλοι, τρßα παιδιÜ).
Τρεις ΝÝοι...
Αγωνßα
Κανεßς δεν εßναι, για να δει,
που μ' Ýχουν δÝσει στο σταυρü
και μ' Ýν' αγκαθερü κλαδß
μου 'χουν πληγþσει το πλευρü.
ΜονÜχα τρÝμει απü ψηλÜ
το μισοφÝγγαρο λειψü
και μες στο στüμα με φιλÜ
κÜθε που λÝω πως διψþ.
ΣÜκης ΠαπανικολÜου
Μπορεßς
Μπορεßς χλωμÝ τραγουδιστÞ που Ýρωτα μου τÜζεις,
ζωÞ χαροýμενη, τρελλÞ, μπορεßς να μου χαρßσεις
κι αντß να γÝρνεις σκυθρωπüς κι αιþνια να στενÜζεις,
στη λýρα σου χαροýμενος, μπορεßς να τραγουδßσεις;
Να πÜρεις γÝλιο και χαρÜ και της δροσιÜς σταγüνα
και πýργο 'νειροφÜνταστο πανþριο να μου χτßσεις,
ποτÝ στα μÜτια να μη δω τον πÜγο του χειμþνα
και θρüνο απü σýννεφα γαλÜζια να μου στÞσεις.
Μπορεßς χλωμÝ τραγουδιστÞ που χßλια-δυο μου λÝνε,
τα μÜτια σου τα üμορφα γι' αγÜπη ονειρεμÝνη,
ποτÝ τραγοýδια να μη πεις, τραγοýδια που να κλαßνε
κι η λýρα σου χαροýμενη να ψÜλλει σα διαβαßνει.
Για με να χτßσεις μια ζωÞ απü 'ν' ανθü το χνοýδι,
αγνÞ σα φεγγοβüλημα, σαν Þλιου φως, καθÜρια
και να 'χω για νανοýρισμα το θεßο σου τραγοýδι,
να μου θυμßζει τη ζωÞ κι üχι νεκρÜ κουφÜρια.
Στο κüσμο που φαντÜστηκα, μαζß μου να πετÜξεις
μπορεßς χωρßς η αγÜπη σου ποτÝ να κουραστεß
και στο ταξßδι το πολý ποτÝ να μη στενÜξεις;
Για λÝγε μου, τÜχα μπορεßς, χλωμÝ τραγουδιστÞ;
Μελοποßηση: ΑνδρÝας ΑρτÝμης
Ελπßδα
Τüσο σκοτÜδι, τüση θλßψη
πÝφτει απ' τα νÝφη προς τη γη
που λßγο ακüμα και θα λεßψει
μÝσα απ' την πλÜση η αναπνοÞ.
Κι Ýτσι χλωμÜ και αραιÜ τα φýλλα
τρÝμουν απÜνω στα κλαδιÜ
üσο η καινοýρια ελπßδα τρÝμει
μÝσα στου ανθρþπου την καρδιÜ.
Φως ανοιξιÜτικο γα φÝξε
μες στη θλιμμÝνη μου ψυχÞ
κι ας εßσαι σαν αστροπελÝκι
πÜνω στου δÝντρου τη κορφÞ.
ΝÝνα ΒενετσÜνου 1984 "Το Κουτß Της Πανδþρας"
¼ραμα
¼νειρο γοργοφτÝρουγο το πÝρασμÜ σου, ω κüρη!
Στ' ακρüνυχÜ σου ανθοýς σκορπÜ η μοýσα η Τερψιχüρη.
Τ' αρχαßο το πνεýμα μιαν αυγÞ, φυσþντας το καλÜμι,
στης Αρκαδßας σ' Ýφερε το μυθικü ποτÜμι.
Κι Ýτσι λουσμÝνη μες στο φως, ανÝγγιχτη κι ωραßα,
περνÜς, γλιστρÜς σαν üραμα σ' αρχαßον αμφορÝα.
Γýρω απ' το φυλλοστÝφανο βωμü οι Θεοß στημÝνοι
στο λýγισμα σου απλþνουνε τα χÝρια αναστημÝνοι.
Και στις ψυχÝς που σε θωροýν, μες στων θνητþν τα στÞθη,
ο μÝγας Παν εξýπνησε και γελαστüς εστÞθη!
ΓιωσÝφ Ελßγια
Το μεγÜλο παιδß το αγαθü το πιστü
που Þταν üλος καρδιÜ καλοσýνη,
αν κι Εβραßος πÜει να βρει τον Χριστü
στων ψυχþν που τη λεν βιβλικÞ τη γαλÞνη.
Μελετοýσε τα ιερÜ της φυλÞς του τα βιβλßα
ποιητÞς και σοφüς ο ΓιωσÝφ Ελßγια.
Μια ΡεβÝκκα του αγνÞ και την Ýψελνε αγßα
σα Δαυßδ σε μιαν Üρπα γλυκιÜ.
Σε χωριü μακρινü Þταν δÜσκαλος, ξÝνο
κι Ýρμο η αρρþστια τον χτýπησε εκεß
στην ΑθÞνα τον φÝρανε ζωντανü πεθαμÝνο
για να σβÞσει σε μια κλινικÞ.
Στην κοιλÜδα που λεν ΙωσαφÜτ πÜει η ψυχÞ του
το Χριστü π' αγαποýσε πÜει τþρα να βρει.
¹ταν μÝρα ΣαββÜτου ιερÞ, το κορμß του
το σκεπÜσανε με σεντüνι μακρý.
Τ' Üλλο βρÜδυ μεσÜνυχτα φαναρÜκια κρατþντας
κι ο Ραβßνος να λÝει και να λÝει
τον επÞραν σκιÝς στο σκοτÜδι γλιστρþντας
τον επÞραν και πÜνε οι Εβραßοι.
ΘεοφÜνεια
ΘεοφÜνεια. Ο Ουρανüς πανηγυρßζει.
¸ν' Üσπρο περιστÝρι φεýγει απÜνου.
Μ' Ýνα κλωνß ο παπÜς δενδρολιβÜνου
μ' αγιασμü το γρασßδι ραντßζει.
Η δÝηση, κρßνος μÝσα του, κι ανθßζει
για το δικü του το ψωμß, για του ζητιÜνου.
Τα μυστικÜ τα λüγια μουρμουρßζει,
που λÝνε για το θÜμα του ΙορδÜνου...
ΣυναναστροφÞ
¼λοι ωραßοι, καλüβουλοι,
ξÝνοι δικοß και φßλοι,
καθßστε κ' Ýχω να σας πω
για κÜποιο νÝο που πÝθανε
με τον καημü
του ενüς φιλιοý στα χεßλη...
Σπουδαßο δεν Þταν, βÝβαια,
δε θα χαλοýσε ο κüσμος μ' Ýνα φιλß...
Μα της ΚυρÜς της Üρεσε το νÝο παιδß
να βλÝπει πως πλαντÜζει....
'¿σπου μια μÝρα...
ΛιγÜκι ακüμα...
μακριÜ δεν εßναι η ιστορßα
κι ανÞσυχα τα μÜτια ας μη στυλþνονται
στου ρολογιοý την πλÜκα...
Δε θα προκÜμει
στην μÝση ο δεßχτης σα σπαθß
την þρα μας να κüψει
κι οýτε στο τζÜκι ν' αποσβÞσει η θρÜκα
και θα `χω κι Üλλη μια ιστορßα πει,
πιο θλιβερÞ, ξÝνοι, δικοß και φßλοι,
για Ýναν που ακüμα τριγυρνÜ
να βρει τετρÜφυλλο τριφýλλι
για ποιον, αν βρειτε;...
Για την ßδια την ΚυρÜ!
Για φαντασθεßτε!...
Και λÝνε πως κατÝβηκε
στον ¢δη ο νÝος,
þσπου μια μÝρα...
¼μως θαρρþ πως πÝρασε
για σας η þρα... Κι Ýλεγα
τις δυο ιστορßες να δÝσω
και να `φερνα στην üψη σας
της ευσπλαχνßας το δÜκρυ...
(Να βλÝπαμε και τι Ýκαμε η κυρÜ,
σαν Ýμαθε πως το παιδß...)
¼μως και πÜλι Ýχετε γεια κι ευχαριστþ...
Στην Üκρη εδþ θα κÜτσω μοναχÞ,
να θυμηθþ καταλεπτþς απ' την αρχÞ
την ιστορßα... να βρω τη μÝση...
Ως για το τÝλος, βÝβαια, το ξÝρω πια καλÜ...
...¿σπου μια μÝρα, Ýτσ' εßν' αυτÜ!
ΚανÝνας πια δε θα νοιαστεß
για τον καημü, για το φιλß,
ξÝνοι, δικοß και φßλοι
και για το νÝο που τριγυρνÜ
να βρει τετρÜφυλλο τριφýλλι!
Σημ: ¼σα δεν Ýχουνε τραγοýδι σημαßνει πως δε βρÝθηκε. Π. Χ.
¢κλαυτος Νεκρüς
Εκεßνο το πρωß -Ýνα χινοπωριÜτικο πρωß- ηýρανε το μπαρμπα-ΧρÞστο στο κρεβÜτι του κüκαλο. Ποιüς να το 'λεγε; ¼λοι νüμιζαν, πως η γυναßκα του μÜζευε γραφÝς και τþρα, κοßταξε!… να πεθÜνει αυτüς, που ποτÝ δεν εßπε κεφÜλι. Ως κι ο ßδιος δεν το 'βαζε ποτÝ στο νου του πως μποροýσε τÜχα να πεθÜνει μπροστýτερα κι üλο μÜλωνε τη γυναßκα του:
-ΑθηνÜ, δε φυλÜγεσαι…
¹ το γιο του:
-Παιδß μου, μη συχýζεις τη μητÝρα σου κι εßναι καρδιακιÜ.
Κι εκεßνη πια η καημÝνη το 'χε δεμÝνο στο μαντßλι, πως θα 'μενε καμμιÜ þρα, κει δα που μιλοýσε κι Ýλεγε στον Üντρα της:
-Κοßτα καλÜ, ΧρÞστο, μüλις πεθÜνω, να μην τα χÜσεις. Εκεß Ýχω τüσα σεντüνια σαφß, εδþ, σε τοýτο το μπαοýλο, εßναι το καφετß μου το τζανφÝσι, να μου το φορÝσετε. Στο κÜτω συρτÜρι του κομμοý, Üμ' ανασηκþσεις το μπüγο με τις μÜλλινες κÜλτσες, θα βρεις τ' ασημÝνια κουταλÜκια, τ' ακοýς; Και να κοιτÜξεις το ΜιχÜλη μας να…
Αλαφρüς βÞχας με δýσπνοια της Ýκοβε τις παραγγελßες. Ο μπαρμπα-ΧρÞστος που την Üκουγε μ' επßσημη προσοχÞ τÞνε μÜλωνε στο τÝλος:
¯ Σýχασε, βρε γυναßκα του Θεοý! καλÜ, τα ξÝρω πια… Χßλιες φορÝς μου τα 'πες!
Χßλιες φορÝς! Δε θυμοýνταν πια καλÜ καλÜ απü πüτε το εßχαν πÜρει απüφαση να περιμÝνουν το ΧÜρο σαν αργοπορημÝνο μουσαφßρη… Και οι δýο γÝροι Ýπεφταν σε βαθιÜ συλλογÞ.
Πüσοι χειμþνες πÝρασαν Ýτσι, απÜνω απ' το μαγκÜλι, πüσα καλοκαßρια κÜτω απü τον ßσκιο της κρεβαταριÜς, πüσα χινüπωρα πßσω απ' τα θαμπÜ τζÜμια ν' ακοýνε τη μονüτονη βροχÞ Þ το σýρσιμο των φýλλων, που τα σþριαζεν ο Üνεμος μπρος στο κατþφλι τους, ανÜμεσα στις γλÜστρες με τα κιτρινισμÝνα γερÜνια και τους χλωμοýς τηλÝγραφους.
¼μως εκεßνο το πρωß ηýρανε το μπαρμπα-ΧρÞστο κουβÜρι στο κρεβÜτι του, Ýτσι üπως εκοιμüνταν, ξυλιασμÝνον.
Ο ΜιχÜλης, που πÞγε το πρωß να τüνε ξυπνÞσει, πετÜχτηκεν Ýξω στην αυλÞ ξεφωνßζοντας:
¯ Ο πατÝρας μου!… δε μιλÜει ο πατÝρας μου!…
¯ Για το θεü, Ýνα γιατρü! ακοýστηκε μια ψιλÞ γυναßκεια φωνÞ.
ΑμÝσως Ýτρεξαν οι γειτüνισσες. ΠαιδÜκια μαζþχτηκαν üξω απü την πüρτα, που εßχε μεßνει τÝντα και το κρεβÜτι κρýφτηκε απü γυναßκες, σκυμμÝνες απÜνω απ' το νεκρü.
Σε λßγο, μυρουδιÜ αιθÝρα εγÝμισε την αυλÞ και μια γυναßκεια φωνÞ ακοýστηκε να λÝει θαρρετÜ:
¯ Ε, ζωÞ σε λüγου σας!… πÝθανε ο Üνθρωπος.
¼λοι üρμησαν και τριγýρισαν τη χÞρα με κινÞματα γεμÜτα φροντßδα:
¯ Κοßτα καλÜ! μην αρχßσεις τις φωνÝς… ΠÝθανε, ε… üλοι θα πεθÜνουμε.
¯ Το ξÝρω, παιδιÜ μου, αποκρßθηκ' εκεßνη πανιασμÝνη· γÝροι εßμαστε, θα πεθÜνουμε.
Και τüτες αρχßσανε τα πþς και τα γιατß: «Πþς Ýφαγε απü βραδßς, πþς μßλησε κι αστειεýτηκε· πþς γýρεψε της ΕλÝνης ¯της κüρης του— μια κουταλιÜ γλυκü κι εκεßνη του αρνÞθηκε, γιατß στη θÝση που Þτανε ¯περßμενε γÝννα¯ ποý ν' ανÝβει στο ντουλÜπι!… ¾στερα πλÜγιασε με τον ΜιχÜλη, αφÞνοντÜς του παραγγελιÜ να μην τον ξυπνÞσουνε πολý πρωß… Þθελε κι αυτüς μια φορÜ να χουζουρÝψει…
¯ Σα ναν το 'ξερε! …
¯ Αμ, δε λες που ξουρßστηκε χτες;
¯ ΕτοιμÜστηκε ο καψερüς!
¯ Αμ, το 'δα απüψε εγþ τ' üνειρο;… το 'δα! Ýλεγε η κüρη του ανασαßνοντας βαριÜ. ΜÜζευα ραδßκια. Ραδßκια!… φαρμÜκι, κατÜλαβες; Αχ, κι εßναι μÝρες που βλÝπω στον ýπνο μου τη γιαγιÜ και το θεßο τον ΠÜνο να μου γελοýν κι Ýλεγα: «Τι να θÝλουν οι πεθαμÝνοι απü μÝνα, τι να γυρεýουν!…» Και ποý ναν το 'ξερα πως θα 'παιρναν τον πατÝρα! Αχ, και το πρωß που ξýπνησα λÝω της μητÝρας: —ΜητÝρα, να πÜω ν' ανÜψω Ýνα κερß στον τÜφο της γιαγιÜς και του θεßου του ΠÜνου, ναν τους
βρÜσομε κι Ýνα πιÜτο στÜρι, να μ' αφÞσουν Þσυχη οι πεθαμÝνοι…·
¯ Αχ, εγþ η στρßγγλα! ξεφωνισε η κυρα-ΧρÞσταινα, ποιος να μου το 'λεγε, νοικοκýρη μου! …
¯ Σςςς!…Ýκαμαν üλοι· φτÜνει!…Θα σας βγÜλουμε üξου!… ΠÝθαν' Ýνας, δεν εßναι ανÜγκη να πεθÜνουμε üλοι! Εσý να κοιτÜξεις την κüρη σου, στη θÝση που εßναι, κι εσý τη μÜνα σου. Η μια να κÜνει κουρÜγιο της αλληνÞς… üχι κλÜματα.
¯ ΚαλÜ, παιδιÜ μου, αποκρßθηκε η κυρα-ΧρÞσταινα με μια φωνÞ σαν πνοÞ και κÜθισε Þσυχα στο προσκεφÜλι του πεθαμÝνου.
ΚαμιÜ απü τις γυναßκες δε μποροýσε να τεντþσει τα πüδια του νεκροý κι εφþναξαν το μαγαζÜτορα της γειτονιÜς, που Þρθε σεινιÜμενος κουνιÜμενος και με επßσημο ýφος να δþσει την κανονικÞ θÝση στο ξυλιασμÝνο κορμß.
Ωστüσο δυνατÝς ομιλßες ακοýγουνταν κι üποιος ερχüταν Þθελε να μÜθει το πþς. Και τüτε ξανÜρχιζε η ßδια ιστορßα: «Αποβραδßς Ýφαγε καλÜ… μας Ýκαμε του κüσμου τ' αστεßα… γýρεψε της ΕλÝνης γλυκü…»
ΑμÜξι στÜθηκε στην εξþπορτα κι üλοι τρÝξανε να δοýνε. ¸νας καλοντυμÝνος κýριος, ακολουθοýμενος απü το ΜιχÜλη, πÞδησε κÜτω κι Ýτρεξε με σπουδÞ κατÜ την πüρτα που μπαινüβγαιναν οι Üνθρωποι.
¯ Ο γιατρüς!…
Ο γιατρüς στÜθηκε στον παραστÜτη της πüρτας με το καπÝλο στο κεφÜλι και κοßταξε μÝσα.
¯ Πιστεýω, γιατρÝ μου, του εßπε δυνατÜ μια γυναßκα, Üδικα σε φωνÜξαμε· ο Üνθρωπος τÝλειωσε.
Ο γιατρüς κοýνησε το κεφÜλι, κÜτι ρþτησε και η κυρα-ΧρÞσταινα Üρχισε τα ßδια:
¯ Αποβραδßς, γιατρÝ μου, Ýφαγε καλÜ· εγýρεψε της ΕλÝνης μου μου απü δω…
¯ Σþπαινε συ! της εßπε η γυναßκα. Κι Ýπειτα, γυρνþντας στο γιατρü, ξακολοýθησε: ¯ Δεν εßχε τßποτα ο Üνθρωπος. Πιστεýω, γιατρÝ μου, συγκοπÞ.
Ο γιατρüς κοýνησε το κεφÜλι αδιÜφορα, σα να 'λεγε: «Εμ… βÝβαια, τι Üλλο;» Κι Ýφυγε πÜλι, βιαστικüς, üπως Þρθε.
Ωστüσο ο νεκρüς Þταν Ýτοιμος, πλυμÝνος, σαβανωμÝνος, με σταυρωμÝνα τα χÝρια και δεμÝνα τα σαγüνια.
Σε λßγο δυο Üνθρωποι ¯Ýνας πολßτης, κι Ýνας δεκανÝας με το τσιγÜρο στο στüμα¯ Þρθαν ν' αναλÜβουν την κηδεßα.
¯ Περνοýσαμε απüξου κατÜ τýχης και…
¹ταν εργολÜβοι κηδειþν. Για πüτε το μυρßστηκαν; Ο δεκανÝας τρÜβηξε βιαστικÜ βιαστικÜ δυο τρεις ρουφηξιÝς το τσιγÜρο του, το πÝταξε χÜμω, Ýφτυσε και το πÜτησε:
¯ Τüσο η κÜσσα, τüσο το μαξιλÜρι, τüσο η κουρτßνα για την πüρτα…
¼ταν σε λßγο ο δεκανÝας Ýφερε την κÜσσα και την ακοýμπησε χÜμω, δßπλα στο κρεβÜτι, Üρχισαν üλοι μαζß να φιλονικοýν δυνατÜ κατÜ ποý πÝφτει η ανατολÞ. Τα χÝρια σταυρþνουνταν απÜνω απ' το νεκρü με γρÞγορες χειρονομßες Þ εσχημÜτιζαν παρÜδοξες πυραμßδες, καθþς σηκþνουνταν üλα μαζß για να δεßξουν την ανατολÞ:
¯ Απü κει!
Κι Ýδειχναν κατÜ τη δýση.
¯ ¼χι, απü δω! κι εσÞκωναν το δÜχτυλο κατÜ το βοριÜ.
Η σαβανþτρα επßμενε:
¯ Απü κει!…
Ο δεκανÝας, που τους κοßταζε αγαναχτισμÝνος, Ýχασε την υπομονÞ του:
¯ Τι λες, κυρÜ μου; απü κει εßναι η δýση! «δυτικοß εßμαστε εμεßς; Εμεßς εßμαστε χριστιανοß!… Εßσαστ' ευχαριστημÝνοι, απü την κÜσσα, λÝω;
¯ Μμ… Ýκαμε η κουμπÜρα της κυρα-ΧρÞσταινας.
¯ Ορßστε και το μαξιλÜρι…
Και ο δεκανÝας Ýβγαλε κÜτω απ' το μαντýα του Ýνα Üθλιο μαξιλÜρι απü μενεξελß σατÝν, με μαýρη μπαμπακερÞ νταντÝλα τριγýρω.
¯ Για να σου πω, του εßπε η πιο θαρρετÞ γυναßκα, σειþντας το μαξιλÜρι απÜνω απ' το κεφÜλι του πεθαμÝνου, τι εßναι τοýτο; Τι νüμισες; Ο μακαρßτης Þτανε Üνθρωπος üπως πρÝπει,
νοικοκýρης με τα üλα του! ¼λα τα χτÞματα, απü τα Κουποýνια και πÝρα, δικÜ του Þτανε… και γυναßκα Ýχει, και παιδιÜ Ýχει, και γιο στο ΠανεπιστÞμιο Ýχει και κüρη παντρεμÝνη κι αδερφü στην…
¯ ΚαλÜ, κυρÜ μου, της αποκρßθηκε ο δεκανÝας αποσβολωμÝνος· να φÝρω Üλλο!… Κι Ýφυγε βιαστικüς.
ΞÜφνου, απ' το βÜθος της μεγÜλης αυλÞς ακοýστηκε το τρικýμισμα μιας σπαραχτικÞς φωνÞς:
¯ Πω, πω, πωωþ! λαχτÜρα σας και τρομÜρα σας, τ' Þταν τοýτο που πÜθατε, μωρÝς;
Κι üρμησε μες στο δωμÜτιο μια γυναικÜρα ως εκεß πÜνω, μαυροφορεμÝνη, ανÜμαλλη, χτυπþντας τον αÝρα με τις απελπισμÝνες χειρονομßες της.
¼λοι στρÜφηκαν κατ' απÜνω της:
¯ Σςςς!… σκασμüς!… Θα σε βγÜλουμε και σÝνα üξου!…
Η γυναßκα κÝρωσε. Γýρισε και τους κοßταξε üλους:
¯ ΜωρÝ, δεν πÝθανε εδþ μÝσα ο νοικοκýρης;
¯ Ε, καλÜ! πÝθανε ο Ýνας, να πεθÜνει κι Üλλος; Ποý τα 'χεις τα μυαλÜ σου! ΞεχνÜς πως η αδελφÞ σου εßναι καρδιακιÜ και η ανιψιÜ σου στις þρες της;
Η γυναßκα γýρισε κατÜ την αδελφÞ της, που καθüταν Þσυχη και την κοßταζε με τα στεγνÜ σταχτερÜ ματÜκια της, χωρßς καμιÜν Ýκφραση. Φοροýσε στο κεφÜλι Ýνα κρÝπι δεμÝνο αλαφρÜ κÜτω απ' το σαγüνι και στο χÝρι κρατοýσ' Ýνα λευκüτατο μαντßλι με μια πλατιÜ ρßγα μαýρη στις οýγιες. ¹ταν στεγνü, τσαλακωμÝνε και Üχρηστο, σαν κι εκεßνη που το κρατοýσε.
Η αδελφÞ της εßχε φουσκþσει!
¯ Βρε, ΑθηνÜ, τριÜντα χρüνια, μονοπροσκÝφαλο και δεν τονε κλαις τον Üντρα σου; Και δεν τονε κλαßει κανεßς σας εδþ μÝσα; Φτου!…
Και με μια χειρονομßα, που Ýδειχνε üλη της την αγανÜχτηση εγýρισε τις πλÜτες της κι Ýφυγε μεγαλüπρεπη.
¯ Κερß και βοýλα! της φþναξαν απü πßσω της οι γυναικοýλες.
Τον κακü σας τον καιρü! εμουρμοýρισε η γυναßκα βγαßνοντας στο δρüμο.
* * *
¼ξω ο χειμωνιÜτικος Þλιος Ýλαμπε γλυκüς και τ' αγερÜκι εφοýσκωνε τους μαýρους μπερντÝδες της εξþπορτας. Κι Ýλεγες πως η στενüμακρη εκεßνη αυλÞ, με τους αψηλοýς τοßχους και με τους βαθιÜ συλλογισμÝνους ανθρþπους Þτανε το καρÜβι του χÜρου, και πως, þραν την þρα, το φουσκωμÝνο ολüμαυρο πανß θα το τραβοýσε προς το θλιμμÝνο νεκρονÞσι… Κι Ýλεγες, πως τþρα θα σηκþσουν την Üγκυρα, που τüσο βαριÜ εßχε καθßσει στο βυθü και πως θ' αρμενßσει το πετρωμÝνο καραβÜκι μ' üλους μαζß τους ξενιτεμÝνους, που ξεχÜστηκαν στον απÜνω κüσμο.
Πüτε πüτε, απ' το μοναχικü δÝντρο της αυλÞς, Ýπεφτε Þσυχα Þσυχα κανÝνα φýλλο κι εσημÜδευε το υγρü χþμα σαν με χρυσοκüκκινα φτερουδÜκια, αλαφρÜ, αναφουφουδιασμÝνα, þσπου κÜποιος περαστικüς με τα βαριÜ του τα πüδια τ' αφÜνιζεν απÜνω στη μαýρη γης.
Απ' το νεκρικü καμαρÜκι Ýφταναν ως Ýξω ανακατεμÝνες ομιλßες. Εκεß το βρÜδυ απαντÞθηκαν Üνθρωποι, που εßχαν χρüνια να ιδωθοýν κι εδοκßμαζαν τη χαρÜ που δßνουν τ' ανÝλπιστα συναπαντÞματα.
¯ Βρε!… πüσα χρüνια… .
Οι Üντρες üξω στην αυλÞ, οι μαυροφορεμÝνες γυναßκες μες στο καμαρÜκι σε κýκλο, γýρω απü το νεκρü και καθÝνας στüριζε κι Ýν' ανÜλογο ξαφνικü σαν του μπαρμπα-ΧρÞστου.
¯ Μια φορÜ, Ýλεγε δυνατÜ μια χοντροκομμÝνη γυναßκα, δυο η þρ' απü τα μεσÜνυχτα, με φωνÜζουν στου κουμπÜρου μου του ΓιÜννη. Πηγαßνω και τι να δω; Üλαλος ο Üνθρωπος, με τα μÜτια γυαλß, με τα δüντια σφιγμÝνα…
¯ Φανταχθεßτε!… ξεφþνισε δßπλα της μια νüστιμη κοπÝλα. ¼λοι γýρισαν και την κοßταξαν κι εκεßνη ανακÜθισε στενοχωρημÝνη.
—Τüνε ξεκουμπþνουμε, τüνε τρßβουμε… Τßποτα!… «Το κüνισμα» φωνÜζω. Μüλις τον Üγγιξε η 'κüνα ¯μεγÜλ' η χÜρη της¯ σταυροκοπÞθηκαν üλες να θεριÝψει ο Üνθρωπος, να πÝσει απÜνω μου!… κι εγþ ναν τüνε παλεýω… κι üχι μüνο αυτü, μα… με συγχωρεßτε…
Κι Ýσκυψε στη διπλανÞ της κοπÝλα και κÜτι της εßπε στο αυτß.
¯ Φαντχθεßτε!… ξαναεßπε η κüρη σκανταλισμÝνη.
— Ναι, να σε χαρþ! ¸ρχεται μες στην þρα ο γιατρüς και τι μας λÝει; Πþς Þταν καλýτερα ναν τüνε φωνÜζαμε αμÝσως, περß που κοιτÜζαμε με τα εικονßσματα, Θε μου, συχþρεσε με! …
¯ Χριστüς κι η Παναγßα! Ýκαμαν οι γυναßκες κι εσταυροκοπÞθησαν. Κι üλος εκεßνος ο μαýρος κýκλος που ατρεμοýσε τüσην þρα με κατανυχτικÞ προσοχÞ, σÜλεψε σαν απü φýσημα βοριÜ και φοýσκωσε κι ετßναξε αφροýς οργÞς ενÜντια στον Üπιστο.
¢ξαφν' απü το διπλανü καμαρÜκι ακοýστηκαν φιλονικßες. Απü την ανοιχτÞ πüρτα φαινüταν ο δεκανÝας üρθιος, μ' Ýνα μεγαλüπρεπο μαξιλÜρι στην αγκαλιÜ. Το μενεξελß ατλÜζι εσπßθιζε στο λιγοστü φως της λÜμπας, σα να εßχαν σκορπιστεß απÜνω του χιλιÜδες αμÝθυστοι.
¯ Για να σου πω, Ýλεγε ο αδελφüς του μπαρμπα-ΧρÞστου, Τ' εßναι τοýτο; κι Üγγιξε το προσκÝφαλο που βοýλιαξε μαλακÜ κι εσχημÜτισε μενεξεδÝνιες αχτßνες γýρω απü το χοντρü δÜχτυλο. Ακοýς εκεß εßκοσι φρÜγκα! Για ποιους μας πÝρασες·' για ΣκουζÝδες; Þ μπας και νüμισες πως πÝθανε κÜνας υπουργüς; τσ!… ΕπιστÜτης Þταν ο Üνθρωπος… φτωχüς Üνθρωπος…
Ο δεκανÝας διαμαρτυρÞθηκε:
¯ Μα, του λüγου σου, κυρÜ μου, δε μου εßπες το πρωß πως üτι ο μακαρßτης Þτανε νοικοκýρης üπως πρÝπει και πως üτι να πÜρω πßσω το φτηνü μαξιλÜρι…
¯ Δικαßως του λüγου! τον εκεραýνωσε η γυναßκα· εκεßνο δεν Þτανε μαξιλÜρι, Þτανε τσüλι!…
¯ Ναν το ξαναφÝρεις πßσω! εßπε ο αδελφüς του πεθαμÝνου, αγριοκοιτÜζοντας τη γυναßκα.
¯ Εσý πÜλι Ýφερες Ýνα πρÜμα βασιλικü, δικαιολογÞθηκε εκεßνη και ο δεκανÝας Ýφυγε πÜλι βιαστικüς βλαστημþντας.
* * *
Κι üταν πÞρε πια η μεγÜλη νýχτα, κι üλα καταλÜγιασαν και μια μια οι γυναικοýλες Ýφυγαν κι Ýπαυαν οι συγγενεßς να δßνουν καφÝδες, κι ενþ μες στο καμαρÜκι οι ζωντανοß κοιμοýνταν τüσο
βαθιÜ, που Ýλεγες πως μποροýσε και να μην ξυπνÞσουν ποτÝ, απü το βÜθος της αυλÞς, κÜτω απü τη μεγÜλη σκεπÞ Üρχισε να χýνεται σιγανÜ Ýνα γλυκü τραγουδÜκι, πρßμο σιγκüντο, απü κÜμποσους νÝους που ξενυχτοýσαν μαζß με το ΜιχÜλη:
«Τþρ' αγαπÜω μιαν Üλλη, μια ξανθÞ
που εßναι πολý πιο üμορφη απü σÝνα
Και τüτε ξýπνησαν οι θρÞνοι των πραγμÜτων: το χλοúσμÝνο πηγαδÜκι, το μοναχικü δÝντρο με τα λιγοστÜ φυλλαρÜκια, που Ýπεφταν αθüρυβα, ο τοßχος με τις βαθιÝς ραγισιÝς, που Ýμοιαζαν σαν κλþνοι στοιχειωμÝνοι, το σιγανü τραγουδÜκι, τ' ακßνητα σýννεφα, που Ýστελναν πüτε πüτε καμιÜ ψιχÜλα… üλα Ýκλαιγαν το νοικοκýρη του σπιτιοý, τον τßμιο δουλευτÞ, που επÝρασε χιλιοβασανισμÝνη ζωÞ και τþρα Ýφευγε, χωρßς ν' αφÞσει πßσω του κανÝνα πüνο.
Και το Üλλο βρÜδυ, ενþ Ýξω η βροχÞ Ýπεφτε με το τουλοýμι, μÝσα στους λυπημÝνους Þτανε πλοýσιο το τραπÝζι της παρηγοριÜς. Οι καλεσμÝνοι Þταν πολλοß, τüσοι που κÜθουνταν κι απÜνω στα κρεβÜτια. ¼λοι εßχανε κÜνει το κουμÜντο τους· Ýρχουνταν με τις ομπρÝλες τους, μουσκεμÝνοι, φÝρνοντας σε πιατÝλες δεμÝνες σε αλατζαδÝνιες πετσÝτες, ψÜρια, μακαρονÜδες και προ πÜντων κρασß. Ο ΜιχÜλης, η ΕλÝνη και η κυρα-ΧρÞσταινα, σκυμμÝνοι απÜνω απü τα πιÜτα τους, τρþγανε βιαστικÜ, με üρεξη, αδιαφορþντας για τους Üλλους. ΣυχνÜ σηκþνουνταν τα ποτÞρια με το σπιθüβολο ρετσßνι.
¯ Ε, Θιος σχωρÝσ' τονε, κυρα-ΧρÞσταινα.
¯ Θιος σχωρÝσ' τονε, απαντοýσε η χÞρα κατεβÜζοντας το ποτÞρι με ξαναμμÝνο πρüσωπο και μισüκλειστα μÜτια.
—Κερß και βοýλα! …
¯ ΑμÞν, ΠαναγιÜ μου, Ýλεγε η κυρα-ΧρÞσταινα.
¯ ΚαλÝ, ρþτησε Üξαφνα κÜποιος, γιατß δεν τüνε πÞγανε το μπαρμπα-ΧρÞστο στον Αη-ΔημÞτρη, που Þταν και μια φορÜ επßτροπος, ναν τüνε διαβÜσουνε, μüνε τüνε επÞγαν κατ' ευθεßαν στο Νεκροταφεßο.
¯ ¸τσι κÜνει τþρα η αριστοκρατßα, εßπε με αξιοπρÝπεια η κυρα-ΧρÞσταινα κι Üρχισε να δηγιÝται τα επεισüδια της περασμÝνης νýχτας: το πþς μÜλωσαν οι δυο κουνιÜδες της με το νυσταγμÝνο ξÜδελφü της, τον Κþστα, για λßγη θÝση στον καναπÝ… Σε κÜθε της φρÜση τιναζüταν απü τα γÝλια τüσο, που δε μποροýσε ν' αποτελειþσει την κουβÝντα· διπλωνüταν στα δυο και το σαγüνι της Üγγιζε τι πιÜτο της· και τüτε δεν Ýβλεπες παρÜ δυο σκυλüδοντα και δυο κλεισμÝνα ματÜκια, σα δυο μολυβιÝς τραβηγμÝνες σε στραπατσαρισμÝνο χαρτß.
¸νας κομψευüμενος φοιτητÞς, που εφλερτÜριζε τη διπλανÞ του κι Ýπαιρνε τÝτοιες πüζες που νüμιζες πως Þταν Ýτοιμος να παßξει κιθÜρα, Ýσκυψε και εßπε στ' αυτß της νÝας:
¯ Δε νομßζετε, ματμαζÝλ, üτι η κυρα-ΧρÞσταινα απüψε εßναι η Εýθυμος ΧÞρα;