ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Óéêåëéáíüò 'Áããåëïò: Ëåõêáäßôçò ÌåãÜëïò ÂÜñäïò...

              Βιογραφικü           

     ΓεννÞθηκε στη ΛευκÜδα στις 15 ΜÜρτη 1884, απü πατÝρα Κεφαλονßτη, δÜσκαλο της γαλλικÞς (ΓιαννÜκης ο ΣιτσιλιÜνος) και μητÝρα πανÝμορφη και μορφωμÝνη (Χαρßκλεια), ΗπειρωτικÞς καταγωγÞς. ΣυγγÝνευε επßσης και με τον ΑριστοτÝλη Βαλαωρßτη. Απü μαθητÞς ακüμα του Γυμνασßου Ýγραφε στßχους μ' αρκετÜ καλÞ ποιητικÞ και τεχνικÞ συγκρüτηση. Ο γÜμος του με την Εýα ΠÜλμερ Ýδωσε τερÜστιον "αÝρα" στη μετÝπειτα ζωÞ και καριÝρα του, γιατß εκεßνη υπÞρξε σοβαρÞ, αγαπημÝνη, αφοσιωμÝνη σýζυγος και μοýσα του, αλλÜ και χρηματοδüτις στις δýσκολες στιγμÝς.
     Γýρω στο 1909 Ýδωσε μια σειρÜ διαλÝξεων που Þτανε λαμπρÝς και σχολιÜστηκαν ευνοúκÜ απ' üλους τους καλλιτεχνικοýς κýκλους της εποχÞς. Το ζεýγος, λüγω της Ýμφυτης φυσιολατρεßας του, Ýμεινε κατÜ καιροýς σε διÜφορα μÝρη, üπως: ΛευκÜδα, ΣυκιÜ Κορινθßας, Σαλαμßνα, ΚηφισιÜ και Δελφοýς. Ο θÜνατüς του στις 19 Ιοýνη 1951, σ' ηλικßα 67 ετþν, Ýδωσε ευκαιρßα σε θερμüτατη και πληθωρικÞ αρθρογραφßα και μετÜ Ýνα χρüνο πÝθανε στους Δελφοýς κι η πρþην σýζυγüς του, ακολουθþντας τον στο στερνü του ταξßδι.

   (Εδþ το βιογραφικü που 'χα γρÜψει εßχε λÜθος μÝγα κι η φßλη μου η ΔÜφνη Χρονοποýλου μου 'στειλε τη παρακÜτω διορθωτικÞ επιστολÞ, που λüγω της φýσης και του ταλÝντου της, δε μπορþ να χρησιμοποιÞσω απ' αυτÞ μüνο κομμÜτια για να συμπληρþσω το παζλ, παρÜ μüνο να τη παραθÝσω αυτοýσια αφοý πρþτα πω, πως ο Σικελιανüς Ýκανε και δεýτερο γÜμο, με την 'Αννα Σικελιανοý κι η οποßα προφανþς και ζει ακüμα. Τþρα απολαýστε την επιστολÞ, üχι μüνο για τις χρÞσιμες πληροφορßες που περιÝχει, αλλÜ για να διαπιστþσετε Üλλη μια φορÜ το ταλÝντο αυτÞς της θαυμÜσιας γυναßκας, της ΔÜφνης, αλλÜ και την Üγνωστη 'Αννα.)

     ΠÜτροκλε,
χαßρομαι που μπüρεσα να σου φανþ λßγο χρÞσιμη. KÜνεις τüση δουλειÜ (& εßναι ο μüχθος σου εμφανÞς & απü την ποσüτητα & απü την ποιüτητα του υλικοý το οποßο αυξÜνεται ιλιγγιωδþς).
     ΞÝρεις την αγÜπη μου γιÜ τα απομνημονεýματα & τα γρÜμματα. ΠηγÝς μου Üλλες δεν υπÜρχουν, εκτüς της ßδιας της Kυρßας Σικελιανοý που Ýμενε (κι ευχομαι να ζει & να μÝνει ακüμη) σ' Ýνα ισüγειο διαμÝρισμα (του Σικελιανοý δεν του Üρεσαν τα σπßτια σε üροφο, Þθελε να νιþθει πως πατÜει τη γη, της Ýλεγε, μα αυτü το σπßτι Þρθε πολý μετÜ το θÜνατü του, διüτι Þταν κατασκευασμÝνο το '70) κÜτω απü τον Περιφερειακü Λυκαβηττοý üπου Ýζησα üλη μου τη ζωÞ, ως το 2000). Περνοýσα σχεδüν καθημερινÜ Ýξω απü το σπßτι της & με εντυπωσßαζε η λιτüτητα αλλÜ & το θÜρρος μιας μεγÜλης γυναßκας που ζοýσε μüνη κι Üφηνε φωτισμÝνο το σαλüνι τα βρÜδια, δßχως να κλεßνει παντζοýρια & κουρτßνες. Στο ýψος της ΔεξαμενÞς, πÜνω απü τη Φωκυλßδου, Þταν, τÝρμα Bουκουρεστßου (εκεß που ο δρüμος Ýχει σκαλÜκια).
     AστραφτερÜ καθαρü & λουστραρισμÝνο σα μουσεßο & φωτισμÝνο γλυκÜ με επιτραπÝζια λÜμπα. ¸να μεγÜλο δωμÜτιο με τον αργαλειü της. Δεν εντυπωσßαζε μονο το θÜρρος της (λüγω του λüφου, τα ισüγεια & οι πεζÝς γυναßκες υπÝφεραν απü 'ανþμαλους' τüσο που εßχα συνηθßσει την ýπαρξÞ τους απü κοριτσÜκι üταν Ýπαιζα στη ΔεξαμενÞ Þ πÞγαινα τρÝχοντας στα μαθÞματα μπαλÝτου στην Hρακλεßτου, απÝναντι απü το τωρινü ¸βερεστ), δεν Þταν μüνο το θÜρρος της κι η γαλÞνια ατμüσφαιρα αλλÜ & το γεγονüς πως εßχε τüσο λßγα, ελÜχιστα, Ýπιπλα Þ μπιχλßμπßδια, απ' αυτÜ που εßναι αναπüφευκτο να Ýχουν μαζευτεß στη ζωÞ μιας γυναßκας. Eκτüς του αργαλειοý, το δωμÜτιο θα μποροýσε να Þταν μÝρος μιας κομψÞς ακριβÞς σουÀτας ξενοδοχεßου.
     ΛυπÜμαι που τα βιβλßα μου εßναι μακρυÜ μου κι ακüμα πακεταρισμÝνα στις κοýτες με τις οποßες μεταφÝρθηκαν απü το σπßτι στο Λυκαβηττü στο οποßο Ýζησα 23 χρüνια -το πιü μεγÜλο μÝρος της ζωÞς μου. Θα σου δÜνειζα τα δυο βιβλßα που αναφÝρω, Þ θα σου Ýλεγα ποý θα τα βρεßς.
     Tο Ýνα εßναι "H ZωÞ Mου Mε Tον 'Aγγελο", αυτοβιογραφικü της 'Aννας Σικελιανοý. Tο δεýτερο, τα "ΓρÜμματα Στην 'Αννα" του ßδιου του Σικελιανοý. EπειδÞ Þταν αχþριστοι (Ýως αυτοκüλλητοι) κι ο Σικελιανüς μεγαλýτερüς της & üχι υγιÞς, τα περισüτερα γρÜμματα (αν üχι üλα) εßναι του πρþτου καιροý του ÝρωτÜ τους, πριν παντρευτοýν. Zοýσε στο ΠÞλιο με τον πÜααρα πολý μεγαλýτερü της πρþτο Üνδρα που αν θυμÜμαι καλÜ Þταν γιατρüς. O Σικελιανüς ερωτευμÝνος μαζß της εγκαταστÜθηκε στο ΠÞλιο μÝχρι να την καταφÝρει να χωρßσει & να τον παντρευτεß.
     Tα δυο αυτÜ βιβλßα Ýχουν εκδοθεß στα μÝσα της δεκαετßας του '80 κι εßναι τρυφερüτατα, δßνουν την ατμüσφαιρα της ζωÞς τους καθαρüτατα. Δυστυχþς δεν Ýχουν πληροφορßες για την τüσο ενδιαφÝρουσα Eýα ΠÜλμερ (που θα της Üξιζε βιογραφßα) Þ για το γιü. Γι' αυτοýς & για το Σικελιανü ü,τι ξÝρω εßναι απü αναφορÝς του KαζαντζÜκη (στην "AναφορÜ Στο ΓκρÝκο"), του ΣεφÝρη απü τα ημερολüγιÜ του ("MÝρες α, β, γ", κτλ) & πιστεýω της ¸λλης Aλεξßου, αδελφÞς της ΓαλÜτειας Kαζαντζακη στο πολý κατατοπιστικü "Για να Γßνει MεγÜλος" τη βιογραφßα του KαζαντζÜκη ως 'το NικÜκι'.
     Aν Þμουν τþρα στο σπßτι που γκρεμßστηκε, ßσως να σου Ýβρισκα κι Üλλα. AλλÜ Ýνα πÝπλο μυστηρßου καλýπτει τα του γιοý που δεν πρüκοψε & δεν ξÝρω τι απÝγινε, μα κÜτι μου λεει πως δεν εßχε καλü τÝλος Þ καλÞ ζωÞ & πως δεν αναφÝρεται ποτÝ απü διακριτικüτητα. (¼πως δεν αναφερüταν παρÜ σχεδüν συνομωτικÜ, ως 'ωραßος τýπος', 'τρελος', 'φαρσÝρ' ο ΓεωργÜκης ΠαπανδρÝου, ο γιüς της KυβÝλης & του Γεωργßου). Παιδß Üκουγα ιστορßες για τα καμþματÜ του απü Üνθρþπους που τον γνþριζαν & Þταν φρικτÞ η απογοÞτευση üταν πριν δÝκα χρüνια τον εßδα πραγματικÜ, Ýναν Üνθρωπο καμÝνο απü κοýνια που ο θÜνατος του μπαμπÜ του τον Üφησε απροστÜτευτο θýμα οικογενειακþν δολοπλοκιþν & υψηλÞς πολιτικÞς...
     ¼μως φοβÜμαι πως οι "EνθυμÞσεις" μου δε σε βοηθÜνε & πολý.
     Θα Þθελα να Ýβλεπες Ýνα βιβλιαρÜκι που Ýφερα εδþ μαζß μου (Ýγραψα γι' αυτü στο ΣτÝκι), τα "ΛογοτεχνικÜ Aπομνημονεýματα" του Παýλου NιρβÜνα. Tο Ýχω απü τη γιαγιÜ μου), εßναι φýλλο & φτερü & λÝει για τον XριστομÜνο, τον Nτ' Aννοýντσιο με την Eλεωνüρα Nτοýζε στην AθÞνα, τον ΛÜμπρο Πορφýρα, τον ΠερικλÞ Γιαννüπουλο... ¸κδοση της EΣΤΙΑΣ του... τüτε -επιπολαιüτητα του Aκαδημαúκοý, τüσο χαρακτηριστικÞ των EλλÞνων λογοτεχνþν. Σα να αγωνßστηκε για την καρÝκλα στην Aκαδημßα Aθηνþν αλλÜ μÝσα του δεν πßστευε πως του Üξιζε η υστεροφημßα & πως Ýνα αντßτυπο (δßχως εξþφυλλο) θα διαβαζüταν & θα συζητιüταν τüοοσα (μα...πüσα;) χρüνια μετÜ... Mε απελπßζουν κι εκτüς απü ελÜχιστους σχολαστικοýς (σαν το ΣεφÝρη) που κατÜφεραν να δουν μακρýτερα, οι περισσüτεροι Eλληνες Ýτσι εßναι. Mε τυμπανοκρουσßες διαλαλοýν την Ýκδοση κÜθε νÝου τους πονÞματος μα δεν πιστεýουν στον εαυτü τους, Þ σε μας Þ στην ελληνικÞ γλþσσα, τüσο þστε να σκεφτοýν να βÜλουν & μια ημερομηνßα στα... πονÞματÜ τους.
     Eμεßς üμως βÜζουμε.
     Eßναι βρÜδυ κι ακüμα 11.35 μμ κι ακüμα 2 Aυγοýστου... αλλÜ, κι ας εßναι νωρßς, μ' αρÝσει να εßμαι φÝτος η πρþτη που θα σοý πεß XPONIA ΠOΛΛA!!!  & εýχομαι να εßσαι μεθαýριο χαροýμενος & να γιορτÜσεις τα γενÝθλιÜ σου με üσους αγαπÜς & σ' αγαπÜνε.
     ΘερμÝς ευχÝς να Ýρθει ü,τι ποθεßς, κι ü,τι ποθεßς να Ýρθει γρÞγορα, σαν τις ευχÝς μου!

                                             ΔÜφνη

---------------------------------------------------------------------------------------------

                Στον ΠαλαμÜ

ΗχÞστε οι σÜλπιγγες... ΚαμπÜνες βροντερÝς,
δονÞστε σýγκορμη τη χþρα πÝρα ως πÝρα...
ΒογκÞστε τýμπανα πολÝμου... Οι φοβερÝς
σημαßες, ξεδιπλωθεßτε στον αγÝρα!

Σ' αυτü το φÝρετρο ακουμπÜ η ΕλλÜδα! ¸να βουνü
με δÜφνες αν υψþσουμε ως το ΠÞλιο κι ως την ¼σσα,
κι αν το πυργþσουμε ως τον Ýβδομο ουρανü,
ποιüν κλει, τß κι αν το πει η δικιÜ μου γλþσσα;

Μα συ ΛαÝ, που τη φτωχÞ σου τη μιλιÜ,
Þρως τη πÞρε και την ýψωσε στ' αστÝρια,
μερÜσου τþρα τη θεúκÞ φεγγοβολιÜ
της τÝλειας δüξας του, ανασÞκωσ' τον στα χÝρια

γιγÜντιο φλÜμπουρο κι επÜνω απü μας
που τον ýμνοýμε με καρδιÜ αναμμÝνη,
πες μ' Ýνα μüνο ανασασμüν: «Ο ΠαλαμÜς!»,
ν' αντιβογκÞσει τ' üνομÜ του η οικουμÝνη!

ΗχÞστε οι σÜλπιγγες... ΚαμπÜνες βροντερÝς,
δονÞστε σýγκορμη τη χþρα πÝρα ως πÝρα...
ΒογκÞστε τýμπανα πολÝμου... Οι φοβερÝς
σημαßες, ξεδιπλωθεßτε στον αγÝρα!

Σ' αυτü το φÝρετρο ακουμπÜ η ΕλλÜδα! ¸νας λαüς,
σηκþνοντας τα μÜτια του τη βλÝπει...
κι ακÝριος φλÝγεται ως μες στ' Üδυτο ο Ναüς,
κι απü ψηλÜ νεφÝλη Δüξας τüνε σκÝπει.

Τß πÜνωθÝ μας, üπου ο Üρρητος παλμüς
της αιωνιüτητας, αστρÜφτει αυτÞ την þρα.
ΟρφÝας, ΗρÜκλειτος, Αισχýλος, Σολωμüς
την 'Αγια δÝχονται ψυχÞ τη τροπαιοφüρα,

που αφοý το Ýργο της θεμÝλιωσε βαθιÜ
στη γην αυτÞ με μßαν ισüθεη ΣκÝψη,
τον τρισμακÜριο τþρα πÜει ψηλÜ τον ºακχο
με τους αθÜνατους θεους για να χορÝψει.

ΗχÞστε οι σÜλπιγγες... ΚαμπÜνες βροντερÝς,
δονÞστε σýγκορμη τη χþρα πÝρα ως πÝρα...
Βüγκα ΠαιÜνα! Οι σημαßες οι φοβερÝς
της ΛευτεριÜς ξεδιπλωθεßτε στον αγÝρα!

          ΓιÜννης Κητς

(κλþνος του Απüλλωνα το χÝρι
πλατÜνου κλþνος λεßος και τροφαντüς,
απλωμÝνος πÜνω σας, να φÝρει
την αμβροσßα γαλÞνη του παντüς...)

“Στης Πýλου τον πλατý γιαλü, το φωτεινü, στοχαζüμουν
να φτÜνεις συντροφιÜ μου,
με το καρÜβι το αψηλü του ΜÝντορα αραγμÝνο αργÜ
στην αγκαλιÜ της Üμμου
δεμÝνοι με των εφÞβων, που πÝτονται με τους θεοýς,
φτερουγιαστÞ φιλßα
προς τα θρονιÜ να βαßνομε τα πÝτρινα, üπυ ο καιρüς
κι ο λαüς εκÜμαν λεßα,
τον Üντρα ν’ αντικρßσουμε που και στην Τρßτη γενεÜν
ατÜραχα εκυβÝρνα,
και για ταξßδια ο λüγος του και γι Üγιες γνþμες μÝστωνε
στα φρÝνα üσον εγÝρνα...

Στις τρÝτικης προς τους θεοýς δαμÜλας να βρεθοýμε, αυγÞ,
και τη θυσßα παρÝκει,
ν’ ακοýσουμε τη μια κραυγÞ που σýρανε οι τρεις κüρες του
σα βοýισε το πελÝκι,
την αργογýριστη ματιÜ τη μαυροτσßνορη, Üξαφνα
στα σκüτη πνßγοντÜς τη,
με των κερÜτων Üνεργο το μισοφÝγγαρο το αχνü,
περßχρυσο επλÜστη...

Τ’ απÜρθενü σου το λουτρü σαν αδερφÞ τον αδερφü
η αγÜπη μου λογιÜστη,
σýντας γυμνü θα σ’ Ýλουζε και μ’ üμορφο θα σ’ Ýντυνε
χιτþνα η ΠολυκÜστη.

Να σε ξυπνþ, στοχαζüμουν, με το ποδÜρι σπρþχνοντας,
σýντας αυγÞ χαρÜζει,
την þρα να μη χÜνομε, ζεμÝνον αφοý προσδοκÜει
το φωτεινü αμÜξι,
κι ολημερßς με τη σιωπÞν Þ με το λüγο τον απλüν,
οποý Ýρχεται και πÜει,
να κυβερνÜμε τα’ Üλογα οποý üλο σειοýνε το ζυγü
στο ‘να και στ’ Üλλο πλÜι...

Μα πιüτερο στοχαζüμουν, σýντας τα μÜτια σου τα δυο,
που τα ‘χες σαν αλÜφι,
στου ΜενελÜου τα δþματα θ’ αποξεχνιüταν στο χαλκü
και στο λαμπρü χρυσÜφι
και θα τηρÜγαν Üσειστα, βυθßζοντÜς τα σε βυθüν
αγýριστο στη μνÞμη,
τα κεχριμπαρÝνια τα βαριÜ, το φλþρο Þ τ’ Üσπρο φßλντισι,
το ιστορισμÝνο ασÞμι...

Στοχαζüμουν σα, σκýβοντας στ’ αυτß, θα σου ‘λεγα μ’ αργÞ
φωνÞ χαμηλωμÝνη:

«ΚρÜτει τα μÜτια σου, ω καλÝ, γιατß σε λßγο θα φανεß
στα μÜτια μας η ΕλÝνη,
αγνÜντια μας θε να φανεß του Κýκνου η κüρη η μοναχÞ,
σε λßγο, εδþ μπροστÜ μας,
και τüτε πια βυθßζομε στον ποταμü της ΛησμονιÜς
τα βλÝφαρÜ μας».

¸τσι μου ανÜφαινες λαμπρüς, üμως ποιοι μ’ Ýφεραν σ’ εσÝ
χορταριασμÝνοι δρüμοι!
Τα πýρινα εκατüφυλλα που ‘στρωσα στον τÜφο σου,
κι ανθεß για σÝνα η Ρþμη,
μου δεßχτουνε τα ολüχρυσα τραγοýδια σου, σαν τα κορμιÜ
που αδρÜ κι αρματωμÝνα
σε τÜφο αρχαßο πρωτÜνοιχτο κοιτÜς τα ακÝρια, κι ως κοιτÜς
βουλιÜζουνε χαμÝνα...

Κι üλο τον Üξιο θησαυρü το Μυκηναßο, που λüγιαζα
ν’ απßθωνα μπροστÜ σου,
τα κýπελλα και τα σπαθιÜ και τα πλατιÜ διαδÞματα,
και στη νεκρÞ ομορφιÜ σου
μια προσωπßδα σαν αυτÞ που σκÝπασε των Αχαιþν
το βασιλιÜ αποκÜτου,
ολüχρυση κι ολüτεχνη, πελεκητÞ με το σφυρß
στο αχνÜρι του θανÜτου!”

          ΖευγÜρια

ΚÜτου ζευγÜρια αλÜτρευαν
τ' Üτια τ' ανεμüποδα,
στ' αλþνι απü το πÝταλο
και το στουρνÜρι ευþδα,
σπιθοβολþντας Ýλαμπαν,
οι αθημωνιÝς εβÜραιναν,
να ξαναμποýνε πÜλευαν
στους σβþλους τα σκουλÞκια.
ΑνακοχλÜαν στις ελιÝς
μια βρÜση τα τζιτζßκια,
το λυγερüν αγÝρι
εσÞμαινε αιθερüηχον,
ψηλÜ το μεσημÝρι,
στις λαγκαδιÝς εσειüντανε
σαν ποταμüς η φτÝρη.

ΩδÞ Σ' ¸να ΧαμÝνον ¸ρωτα

¸νας χλωμüς Þλιος εφÜνηκες
και σκüρπισες θαμπÞν αυγÞ
ανÜμεσα απ' τ' αχνÜ σýννεφα
που το κορμÜκι σου εßχε βγει.

Τα φτερουγÜκια σου ανασÞκωσες,
τ' αλαφροκßνησες λευκÜ,
σα για να διþξεις κÜποιον üνειρο
κι Ýπειτα πÜνω τους γλυκÜ

τα ολüξανθα μαλλÜκια ακοýμπησες.
Μα πριν αρχßσει να φυσÜ,
απ' τα ματÜκια σου üπως τα 'κλεισες
η πρþτη στÜλαξε δροσιÜ.

Κι üπως τα σýννεφα σε ζþσανε
πυκνÜ, με αργüτατη σιωπÞ
εχÜθηκες τη πρþτη χýνοντας
με το φτεροýγισμα, αστραπÞ.

          Ο ΓÝρος

Ο γÝρος ο εκατοχρονßτης,
οποý εγνþρισα στο ßδιο νησß μου, τη ΛευκÜδα,
αφοý πÝρασε βοσκüς σαρÜντα χρüνια
στη βουνοκορφÞ, στα ΣταυρωτÜ,
κατÝβηκε να παντρευτεß μια μÝρα
στο γιαλü, στο ΜεγανÞσι
κι απü τüτε γßνηκε ψαρÜς
κι απüχτησε τρεις θυγατÝρες
κι üσο Þτανε μικρÝς, κυβÝρναε μονÜχος
το ψαροκÜúκο, το πεζüβολο, τα παραγÜδια και τα δßχτυα
κι Üμα η πρþτη θυγατÝρα Þρθε στο χνοýδι της
τη πÞρε στα κουπιÜ να δÝσει το κορμß της,
Ýπειτα τη πÜντρεψε και πÞρε τη κατοπινÞ
κι αφοý Ýδεσε και τοýτη,
κρÜτησε λßγο καιρü τη τρßτη στα κουπιÜ
και σα τη πÜντρεψε κι αυτÞν,
Ýμεινε πÜλι μες στη βÜρκα μοναχüς,
προσμÝνοντας το θÜνατο, Þσυχα να τον 'γγßξει,
καθþς σβει στρωτÜ ο αγÝρας
στο νερü τα δειλινÜ...

                         ΑναδυομÝνη

Στο ρüδινα μÜκαριο φως, να με, ανεβαßνω της αυγÞς,
                     με σηκωμÝνα χÝρια,
η θεßα γαλÞνη με καλεß του πÝλαου, Ýτσι για να βγω
                     προς τα γαλÜζια αιθÝρια,
μα ω Üξαφνες πνοÝς της γης που μες στα στÞθια μου χυμÜν
                     κι ακÝρια με κλονßζουν!
Ω Δßα, το πÝλαγο εßν' βαρý και τα λυτÜ μου τα μαλλιÜ
                     σα πÝτρες με βυθßζουν!
Αýρες τρεχÜτε -ω Κυμοθüη, ω Γλαýκη,- ελÜτε πιÜστε μου
                     τα χÝρια απ' τη μασκÜλη.
Δε πρüσμενα Ýτσι μονομιÜς παραδομÝνη να βρεθþ
                     μες στου Þλιου την αγκÜλη...

     Απü Τις "Ραψωδßες Του Ιονßου"

Το διπλοπüδι ο γÝροντας, μπροστÜ μας ετραγοýδα
τα λυγερÜ και τα πλατιÜ τραγοýδια της Ηπεßρου.
Τα εκατü χρüνια δεßχνονταν σοφÜ στο σÜλεμÜ του,
αργü σα το ξεκοýρασμα του αúτοý σε δυο φτεροýγες.
ΠλÜκα το χÝρι το ζερβß και χÜραζε με τ' Üλλο,
στορþντας πως εξüμπλιασεν η κüρη το μαντßλι,
αργüν-αργü, τον Üγραφον αλαφρωμÝνο νüμο,
κατÜ πως γρÜφει η θÜλασσα με το φτερü τ' ανÝμου
απÜνω σ' απλωτü γιαλü που 'χει ψιλü τον Üμμο...

                ΤρεχαντÞρα

Καταμεσßς ανÝμου η τρεχαντÞρα,
με τα πανιÜ της τüξα τεντωμÝνα,
του διακιοý τη στερνÞν επÞρε γýρα
στα γαλανÜ βουνÜ τα γυμνωμÝνα...

Κι ο αιθεροδρüμος βüγγος που 'πλημμýρα
στα ξÜρτια, στα πρυμνÞσια, στην αντÝνα
-δελφßνια παρατρÝχαν ολοÝνα-
την Ýκρουε μες στο κýμα, ολüρτη λýρα!

Δßκοπη σπÜθα ξÝσκιζε η καρßνα...
Κι ο αφρüς στη πρýμνα, χþριος σε δυο κρßνα,
των σταλιþν ανατßναζε το σεßστρο...

Σαν μ' Ýνα "λÜσκα!" -ο Þλιος μεσουρÜνει-
στων Σαλþνων εμπÞκε το λιμÜνι
με τον καταμεσÞμερον μαÀστρο!

¾μνος Στον Εωσφüρο Το ¢στρο

¹ρτε γυναßκα απ' τα βουνÜ, σκιρτþντας
σαν αλαφßνα, σειþντας τα μαλλιÜ της
σα νÝο λιοντÜρι και στην αγκαλιÜ της,
σα με ψηλü κρατþντας τη ζωνÜρι,
σε μυστικü κανßσκι, τη καρδιÜ της,
Þρτε γυναßκα που 'χε στη ποδιÜ της,
σα το μαυροαßματο λαγü που τρÝμει
κι απü 'να φýλλο, την αποθυμιÜ της
κι Þρτε σ' εμÝ ολüúσα, σαν οι ανÝμοι
στο μοναχü το δÝντρο, που βιγλßζει
τερÜστιο σε κορφÞ και συνορßζει
τα σýμπαντα και ξÜφνου βοÞ να γÝμει
προφητικÞ τον ουρανüν αρχßζει
κι Þρτε και μ' ηýρε κι üταν πλημμυρßζει
ποτÜμι, στην οχτιÜ του, το πλατÜνι
το δυνατü και γýρα του, αφρισμÝνο,
μετρÜει τη δýναμÞ του και το κÜνει
να σαλεýει απ' τη ρßζα, ευτυχισμÝνο,
Þρτε η γυναßκα που προσδüκαα τþρα
-κι ανÞξερα- καιρü, κρυφÜ, μονÜχος,
στη κορυφÞ του πüθου μου σα βρÜχος
κι Þρτε για πÜντα κι Þρτε σαν η μπüρα...

   Ο Διθýραμβος Του Ρüδου

ΟΡΦΕΑΣ
Εßπα, κανεßς μη, μ' ακλουθÞσει, μüνος
Θα πÜω κι αν θα γυρßσω, πÜλι μüνος.
Μ' αν δε ξανÜρθω πßσω, τ' üνομÜ μου
Σας δßνω κι Ορφανοýς Σας λÝω, για ναστε
Στη μοναξιÜ, που θÜρτει, ανταμωμÝνοι,
Σαν τα παιδιÜ που χÜσανε πατÝρα
Φτωχü κι ωσÜ βραδιÜσει, σμßγουν üλα
Τριγýρα απ' τη φωτιÜ βουβÜ κι ο νους τους,
ΚαρφωμÝνος ακüμα στην αχνÜδα Του νεκροý τους,
κοιτÜει και μεγαλþνει βαθιÜ του ü,τι τους Üφηκε:
εν' αλÝτρι, λßγες φοýχτες σταριοý, δυο ξýλα ακüμα
Για τη γωνιÜ. Κι ο πüνος, αγÜλι-αγÜλι.
ΞÜφνου υψþνεται μπροστÜ τους,
ΠιÜνει τ' αλÝτρι σα ζευγÜς, το στÜρι
ΣÜμπως σποριÜς το συντηρνÜει, και λÝει:
¼λη τη γη μ' αυτÜ να οργþσω θÝλω
Να σπεßρω üλο τον κüσμο απ' Üκρη σ' Üκρη,
Να φÜει με μας φτωχολογιÜ, ποτÝ της
Που δε γνþρισε μÜνα ουδÝ πατÝρα,
ΦτÜνει η φωτιÜ να κÜψει λßγο ακüμα
Στο σπßτι κι ο νεκρüς μας να μη λÞψει
ΠοτÝ απ' ανÜμεσü μας. Και τα πλοýτη
Του κüσμου, τα üπλα, οι δüξες, τα χρυσÜ του
ΠαλÜτια, üλα τους φαßνονται παιχνßδι
Μπρος στ' Üλετρι, το στÜρι και τη φλüγα,
Του Üγιου νεκροý κληρονομιÜ, που ßσως
Ψωμß δε φτÜνουν σÞμερα να δþσουν
Στα ορφανÜ του, στου πüνου τους τα μÜτια
Γιγαντþνονται κι αýριο, λες, θα θρÝψουν
Την πεßνα ενüς λαοý.
¼μοια θα νÜναι
Λßγον καιρü κι η ορφÜνια σας, αν φýγω.
Μα η μυστικÞ κληρονομιÜ, που αφÞνω
Σε σας, εßν' Üλλη κι Üλλη στρÜτα ο νους σας
Θα πÜρει σýντομα απ' αυτÞ μ' ακοýτε;

Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κýριε, Σ' ακοýμε. Εσý μας τüπες πÜντα:
Το μÜτι μεγαλþνει στο σκοτÜδι,
Κι η ακοÞ στη σιωπÞ. Και Συ το ξαßρεις,
Πως Üρχισε στα φρÝνα μας να φÝγγει
Ο πατρικüς βυθüς και πως στ' αφτß μας
ΕπρωτομπÞκε ο λüγος Σου. Το ξαßρεις,
Κýριε, Σ' ακοýμε κι η τραχειÜ ψυχÞ μας,
Που τη φροντßζεις χρüνια, ως ο τοξüτης
Του τüξου τη νευρÞ, σαν τη αλεßβει
ΒρÜδι κι αυγÞ με λÜδι, για να ρßχνει
ΜακρÜ το βÝλος κι ως το χελιδüνι
Ν' αντιλαλεß απü τ' Üγγιγμα, δονεßται
ΣυθÝμελα, τα χεßλη Σου ως ανοßξεις.
Μα τß εßναι τοýτο, που μας λες, πως μüνος
Θα πας κι αν θα γυρßσεις πÜλι μüνος,
Και πως μπορεß να μη ξανÜρθεις, τß εßναι;
Ποιüς ειν' εδþ απü μας, που τη ζωÞ του
Χωρßς ΕσÝ τη θÝλει; Δε θαρθοýμε
Μαζß Σου, Κýριε, πÜλι, ανηφορþντας
Τ' Üγιου βουνοý τα πλÜγια üλη τη νýχτα,
Καθþς τüτε, που Εσý μας πρωτοπÞρες
Κι αλαφρüς ανηφüριζες προς τα ýψη,
Ενþ εμεßς την καρδιÜ μας μες στα στÞθη
Σα βακχεμÝνο τýμπανο να δÝνει
Τη νιþθαμε κρυφÜ τη γη με τ' Üστρα;
Γýρα Σου πια δε θÜμαστε ολοÝνα,
Καθþς στις μýριες μÜχες, που η πνοÞ Σου,
Σηκþνοντας ενÜντια στους τυρÜννους,
Με το ρυθμü τις εξετýλιγε üλες
Σ' Üγιους πυρρßχιους, ενþ Συ μονÜχος,
Δßχως Üρματα, μüνο με το βλÝμμα
¹ με το χÝρι Ýδειχνες που εßν’ το δßκιο
Και που εßν' η νßκη, Κýριε; Και πως Ýτσι
Να μας αφÞσεις συλλογιÝσαι τþρα;

ΟΡΦΕΑΣ
Ποιüς μßλησ' Ýτσι; Κι εßναι δικÜ σου
Τα λüγια, απ' τη καρδιÜ, που σþχω πλÜσει;
¸λα, ΣιωπÞ, που φανερþνεις üλη
Τη δýναμη του νου και ξεσκεπÜζεις
Τα πιο κρυφÜ μυστÞρια στην καρδιÜ μας!
Δþρο του ΕλÝους, που βρßσκεται σε κÜθε
Τραχιü και πλÝριο αγþνα, που μαρτýρους
Δε λαχταρεß, κατÝβα και σε τοýτον!
Και Συ, αγριοπερßστερο του θÜρρους
Του μυστικοý, φανερωμÝνο μüνο
Στην τÝλεια πρÜξη, χτýπα το φτερü Σου
Στο μÝτωπο του μια στιγμÞ, üπως τüσες
ΦορÝς του τüχεις Üξαφνα δροσßσει!
¸τσι λοιπüν, γιατß Σας εßπα μüνο,
Πως ορφανοß θα μεßνετε, η καρδιÜ Σας
ΤαρÜχτηκε και ξÝχασε ü,τι χρüνια
Τη νουθετþ; «Του χωρισμοý üποιος σκßσει
Τα σκοτεινÜ πελÜγη, Ýχοντας πÜντα
Στο νου, αβασßλευτο Üστρο, την ΑγÜπη,
Δε θα να σμßξει μüνο αυτüς με κεßνους
Οπþχει χÜσει, μα, ιερü γιοφýρι,
Κι Üλλους θα σμßξει ανÜμεσü τους, τüπους
Με τüπους, λαοýς με λαοýς, οχτροýς με φßλους,
Με τη ζωÞ το θÜνατο, τους αιþνες
Με τους αιþνες
». Και συ, μüλις που εßπες,

Πως μες στα φρÝνα σου φþτα ολοÝνα
Ο πατρικüς βυθüς, δειλιÜζεις τþρα
Στο χωρισμü;

Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κýριε, το ξαßρω, σφÜλλω.
Τι το πιστü σκυλß καλÜ γνωρßζει
Ν' αγρυπνÞσει του κυρßου του τον τÜφο.
Κι üλα αν τα χÜσω, ετοýτο δεν το χÜνω.
Μα πþς να χÜσω, Κýριε, τη φωνÞ Σου,
Που, ως την ακοýω, λÝω, πως τüτε μüνο
Το παραπÝτασμα του ναοý τραβιÝται,
Στ' Üδυτα νÜμπω των αδýτων; Πες μου,
¼λα αν τα χÜσω, αυτü πως να το χÜσω;

ΟΡΦΕΑΣ
ΑληθινÜ συρμÝνη εßναι μπροστÜ σου
ΒαρειÜ κατÜχνια, μÞτε που η φωνÞ μου
Μπορεß με μιας να τη διαλýσει. ΕλÜτε
Σιμüτερα, üχι τη φωνÞ μου μüνο
Ν' ακοýστε, μα το χτýπο της καρδιÜς μου!
ΕλÜτε ακüμα πιο σιμÜ.
ΚοιτÜχτε
Στα βÜθη Σας και πÝστε μου: ΘυμÜστε,
Πως Σας εδιÜλεξα μαζß κι Ýναν-Ýναν;
Μýριοι μ' ακλοýθααν το γιατß, δε ξαßραν
Κι οι ßδιοι, ουδÝ το ξαßρουν. Αλλ' ως, üταν
Αρχßσει ξÜφνου ο Þλιος ν' αναλιþνει
Τα χιüνια στα βουνÜ και στα ποτÜμια
Τους πÜγους, τα νερÜ λευτερωμÝνα
ΚατρακυλÜνε καταρρÜχτες, üμοια,
Μüλις ακοýστη η λýρα κι η φωνÞ μου
Μες στους λαοýς, ωρμÞσαν πßσωθÝ μου
ΠλÞθη πολλα ως ποτÜμια κι ως ετοýτα,
Στη θÜλασσα αν ορμÞσουν, δε μποροýνε
Να ξαναστρÝψουν πßσω Þ να σταθοýνε,
¼μοια κι αυτÜ ακλουθοýσαν.
Μα Þταν κÜποιοι
Στα πλÞθη μÝσα, που κανεßς δε μπüρει
Γιατß ερχüνταν να πει. Τι μες στο ρÝμα
Των Üλλων εφαντÜζαν, σαν οι βρÜχοι,
Που τ' αντισκüβουν κι Þταν μüνοι απ' üλους,
Σιωπηλοß, σκοτεινοß, συλλογισμÝνοι,
Σα να ρωτιþνταν: Τß γυρεýει ετοýτος
Να κÜμει; Εßν' Üνθρωπος Þ θεüς; Δαßμονας εßναι;
Κι απ' üλους εφαινüντανε σα νÜταν
Στη συμπονιÜ πρωτüμαθοι, στη γνþμη
Την καλÞ σαν κρυφÜ ν' αντιστεκüνταν
Με τρÜχηλα σταλüν, ενþ στο Νüμο,
Που προβοδοýσε η Λýρα κι ο Χορüς μου,
Μýριες θερßζονταν ζωÝς. Και τοýτοι,
Σα να μεθοýσαν απü το αßμα μüνο,
Που πλημμýραε παντοý, πως πλημμυρßζει
Την Üνοιξη τη γην η παπαροýνα,
Στη μÜχη πρþτοι εχýνονταν, να νοιþσουν
Τη μυρουδιÜ του, πλοýσια που σκορπιþταν
Τριγýρα τους, κι αλüγιαστα να πÜρουν
Απ' τον αγþνα μια πληγÞ σα δþρο,
Να ξαλαφρþνει το δικü τους.
ΤÜχα για ποιοýς μιλþ;

Β' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κýριε, για μας. Κι αν εßναι
Η θελησÞ Σου, Üφησε μÝνα τþρα
Να ξακολουθÞσω.

ΟΡΦΕΑΣ
ΛÝγε, εßν' η ψυχÞ σου
ΨυχÞ μου.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers