ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Åñ. Ëïãïôå÷íßá 

Bataille Georges: Ç Éóôïñßá Ôïõ Ìáôéïý

      Βιογραφικü
   Ζωρζ ΜπατÜúγ 1933

     ΓεννÞθηκε στις 10 ΣεπτÝμβρη 1897, στο Μπιγιüμ, επαρχßα του ΜÜρνη. Ο πατÝρας του Þτανε τυφλüς. Τελεßωσε το γυμνÜσιο στη Ρεμς κι επειδÞ Þτανε φυματικüς δεν υπÞρετησε στον στρατü. Το 1920 γνωρßζει τη Σýλβια ΜακλÝ, τη παντρεýεται κι αποκτοýν μαζß Ýνα παιδß. 2 χρüνια μετÜ παßρνει το δßπλωμα του αρχειοθÝτη-παλαιογρÜφου απü την Εcole des Chartes, στο Παρßσι και την ßδια χρονιÜ πÜει να περÜσει Ýνα διÜστημα, κοντÜ στους Βενεδικτßνους στο νησß Wight, με σκοπü να γßνει παπÜς. Μα στο τÝλος της παραμονÞς του εκεß, Ýχει αποστραφεß οριστικÜ τη θρησκευτικÞ πßστη. Το 1923 Ýρχεται σ' επαφÞ με το Ýργο του Νßτσε και την επüμενη χρονιÜ διορßζεται στο ΤμÞμα Μεταλλßων ΕθνικÞς ΒιβλιοθÞκης Παρßσιου.
     Τη 2ετßα 1926-27 ψυχαναλεßται απü τον δρ. A. Borel, συναναστρÝφεται με τους υπερρεαλιστÝς, χωρßς να προσχωρÞσει ποτÝ στο κßνημα. Το 1928 δημοσιεýει με το ψευδþνυμο Lord Auch την Ιστορßα Του Ματιοý. Στα 1929-30 διευθýνει το περιοδικü DOCUMENTS που ßδρυσε με τον G. H. Riviere. Βßαιη ρÞξη με υπερρεαλιστÝς κι ιδιαßτερα με τον Μπρετüν. Την επüμενη χρονιÜ κυκλοφορεß τον Ηλιακü Πρωκτü. ΔιδÜσκεται για τον ¸γκελ. Αυτüς μαζß με τους Νßτσε και ΜαρκÞσιο Ντε Σαντ, θα 'ναι οι Üξονες της σκÝψης του.


      Το εξþφυλλο της Α' Ýκδοσης της Ιστορßας Του Ματιοý (1928)

     Το 1936 δημοσιεýει τον Λαβýρινθο και την επüμενη χρονιÜ, πÜλι με ψευδþνυμο, -Pierre Angelique- τη ΜαντÜμ ΕντουαρντÜ. Δημοσιεýσε Üρθρα, μελÝτες, Ýνα σωρü Üλλα βιβλßα και προλüγισεν επßσης και το Ýργο του Ντε Σαντ, Ζυστßν, μÝχρι που τονε βρÞκεν ο θÜνατος στο Παρßσι, στις 8 Ιοýλη 1962, σ' ηλικßα 65 ετþν.

====================

(απüσπασμα)
                                       Το Γατßσιο ΜÜτι

     Με μεγÜλωσαν εντελþς μüνο κι απ' üσο θυμÜμαι, κÜθε τι που 'χε σχÝση με το σεξ, μου 'φερνε αγωνßα. ¹μουν γýρω στα δεκÜξι üταν γνþρισα στη παραλßα του χωριοý Χ. Ýνα κορßτσι συνομÞλικü μου, τη Σιμüν. Οι οικογενειÝς μας εßχανε μακρινÞ συγγÝνεια, γι' αυτü και τα πρþτα μας πÜρε-δþσε, προχωρÞσανε πολý γρÞγορα. Τρεις μÝρες μετÜ τη γνωριμßα, βρεθÞκαμε μüνοι οι δυο μας στη βßλα της. Φοροýσε μαýρη ποδιÜ μ' Üσπρο κολαριστü γιακÜ. Εßχα αρχßσει να συνειδητοποιþ πως το Üγχος που μ' Ýπιανε üταν την Ýβλεπα, την Ýπιανε κι εκεßνη με μÝνα, Ýνα Üγχος που τη μÝρα κεßνη, Þταν ακüμα μεγαλýτερο επειδÞ Ýλπιζα πως κÜτω απü τη ποδιÜ της Þταν τελεßως γυμνÞ.
     Φοροýσε μαýρες μεταξωτÝς κÜλτσες που φτÜνανε πÜνω απü το γüνατο, ακüμα üμως δεν εßχα καταφÝρει να τη δω μÝχρι τον κþλο (αυτÞ η λÝξη, που χρησιμοποιοýσαμε πÜντα με τη Σιμüν, Þτανε για μÝνα το πιο ωραßο απ' üλα τα ονüματα του σεξ). Φανταζüμουνα μüνο πως Ýτσι και σÞκωνα λιγÜκι τη ποδιÜ απü πßσω, θα 'βλεπα τ' απüκρυφα μÝρη της.
     Σε μια γωνιÜ του διαδρüμου Þταν αφημÝνο Ýνα πιÜτο με γÜλα για τη γÜτα.
 -"Τα πιÜτα εßναι για να καθüμαστε", εßπε η Σιμüν. "Τι στοßχημα βÜζεις üτι μπορþ να κÜτσω μες στο πιÜτο";
 -"ΒÜζω στοßχημα πως δε θα τολμÞσεις", απÜντησα σχεδüν με κομμÝνη ανÜσα.
     ¸κανε αφüρητη ζÝστη. Η Σιμüν ακοýμπησε το πιÜτο σ' Ýνα σκαμνÜκι, στÞθηκε μπρος μου και με τα μÜτια της καρφωμÝνα στα δικÜ μου, κÜθισε χωρßς να μπορþ να τη δω κÜτω απü τη ποδιÜ και μοýσκεψε τους ζεματιστοýς γλουτοýς της στο δροσερü γÜλα. Μου ανÝβηκε το αßμα στο κεφÜλι κι Üρχισα να τρÝμω, ενþ αυτÞ κοßταζε το σηκωμÝνο πÝος μου που πßεζε απü μÝσα το πανταλüνι μου. ¸μεινα Ýτσι για λßγο ασÜλευτος μπροστÜ της. Δε κουνÞθηκε απü τη θÝση της και για πρþτη φορÜ, εßδα τη ροδüμαυρη σÜρκα της που δροσιζüτανε μες στο κÜτασπρο γÜλα. Καθßσαμε σ' αυτÞ τη στÜση πολλÞν þρα κι εßμασταν κι οι δυο συγκλονισμÝνοι...
     ΞαφνικÜ σηκþθηκε πÜνω κι εßδα το γÜλα να τρÝχει στα μποýτια της και να φτÜνει ως τις κÜλτσες. Σκουπßστηκε κανονικÜ μ' Ýνα μαντßλι, üρθια πÜνω απü το κεφÜλι μου, με το 'να πüδι στο σκαμνÜκι κι εγþ Ýτριβα μ' üλη μου τη δýναμη τον ποýτσο μου πÜνω απü το πανταλüνι, σφαδÜζοντας απü κÜβλα, στο πÜτωμα. ¸τσι φτÜσαμε σχεδüν ταυτüχρονα σ' οργασμü χωρßς καν να 'χουμεν αγγιχτεß. ¼ταν üμως γýρισε η μητÝρα της κι η Σιμüν χþθηκε τρυφερÜ στην αγκαλιÜ της, εκμεταλλεýτηκα την ευκαιρßα και χωρßς να με δοýν, επειδÞ καθüμουνα σε χαμηλÞ πολυθρüνα, σÞκωσα απü πßσω τη ποδιÜ κι Ýχωσα, ανÜμεσα απü τα καφτÜ της μποýτια, το χÝρι μου βαθιÜ μες στον κþλο της.
    Γýρισα τρÝχοντας σπßτι με τη λαχτÜρα να τραβÞξω κι Üλλη μια μαλακßα και τ' Üλλο βρÜδι, τα μÜτια μου Þτανε τüσο κομμÝνα, που η Σιμüν, αφοý πρþτα με κοßταξε καλÜ-καλÜ, Ýκρυψε το πρüσωπü της στον þμο μου κι εßπε σοβαρÜ:
 -"Δε θÝλω να μαλακιστεßς Üλλη φορÜ χωρßς εμÝνα".
     ¸τσι, οι ερωτικÝς μας σχÝσεις μ' αυτü το κορßτσι, Üρχισαν να γßνονται τüσο στενÝς κι αναπüφευκτες που σχεδüν δεν αντÝχαμε να περÜσει μια βδομÜδα χωρßς να ειδωθοýμε. Εντοýτοις, γι' αυτü το θÝμα δεν Ýχουμε μιλÞσει σχεδüν ποτÝ. Καταλαβαßνω πως üταν με βλÝπει, αισθÜνεται αυτü που αισθÜνομαι κι εγþ üταν τη βλÝπω, μου 'ναι σχεδüν αδýνατον üμως να εξηγÞσω αυτü που μας συμβαßνει. ΘυμÜμαι μια μÝρα που τρÝχαμε σα παλαβοß με τ' αυτοκßνητο, χτυπÞσαμε μια ποδηλÜτισσα που θα πρÝπει να 'τανε πολý νÝα κι üμορφη. Οι ρüδες του αυτοκινÞτου μας, της εßχαν κüψει το κεφÜλι σε σημεßο που της το 'χανε χωρßσει απü το σþμα. Μεßναμε πολλÞν þρα στ' αυτοκßνητο κοιτÜζοντας μερικÜ μÝτρα πιο κÜτω, τη σκοτωμÝνη. Η φρßκη κι η απüγνωση που αισθÜνεται κανεßς μπροστÜ σε τüσες σÜρκες βουτηγμÝνες στο αßμα, εν μÝρει αηδιαστικÝς αλλÜ κι εν μÝρει πανÝμορφες, δε διαφÝρουνε και πολý απ' αυτü που συνÞθως νιþθουμε μεις οι δυο üταν κοιταζüμαστε. Η Σιμüν εßναι ψηλÞ κι üμορφη. Η συμπεριφορÜ της γενικÜ εßναι πολý απλÞ, δεν υπÜρχει τßποτα τ' απελπισμÝνο οýτε στο βλÝμμα, οýτε στη φωνÞ της. Στο σεξουαλικüν üμως, τη πιÜνει ξαφνικÜ τÝτοια βουλιμßα για κÜθε τι που συγκλονßζει, þστε κι η παραμικρüτερη διÝγερση των αισθÞσεων, κÜνει μονομιÜς το πρüσωπü της να παßρνει μιαν Ýκφραση που φÝρνει αμÝσως στο νου, üλα κεßνα που 'χουν να κÜνουν με την ουσßα της σεξουαλικüτητας, το αßμα παραδεßγματος χÜρη, την ασφυξßα, τον αιφνßδιο τρüμο, το Ýγκλημα, κÜθε τι που καταστρÝφει επ' Üπειρο την ανθρþπινη μακαριüτητα κι εντιμüτητα. Η πρþτη φορÜ που την εßδα να τη πιÜνει αυτÞ η βουβÞ και σýγκορμη σýσπαση, (που μ' Ýπιασε και μÝνα), Þτανε τη μÝρα που 'κατσε στο πιÜτο με το γÜλα. Η αλÞθεια εßναι πως δε κοιταζüμαστε ßσια στα μÜτια παρÜ μüνο σε τÝτοιες στιγμÝς, τη γαλÞνη üμως και την üρεξη για παιγνßδια τις βρßσκουμε μüνο λßγο μετÜ τον οργασμü, üταν χαλαρþνουμε.
     ΠρÝπει να πω πως παρ' üλ' αυτÜ, πÝρασε πολýς καιρüς þσπου να κÜνουμε Ýρωτα, εκμεταλλευüμασταν üμως üλες τις ευκαιρßες για να επιδοθοýμε σ' ασυνÞθιστες πρÜξεις. Αυτü δε σημαßνει πως δεν εßμασταν ντροπαλοß, κÜθε Üλλο μÜλιστα, üμως κÜτι ακατανßκητο μας Ýσπρωχνε και τους δυο να προκαλοýμε ζευγαρωτÜ την αιδþ με τη μεγαλýτερη ξεδιαντροπιÜ. ¸τσι, πριν καλÜ-καλÜ ολοκληρþσει αυτü που μου ζητοýσε, δηλαδÞ να μη ξανατραβÞξω ποτÝ πια μüνος μου μαλακßα, (εßμασταν στη κορυφÞ ενüς απüτομου βρÜχου που κρεμüτανε πÜνω απü τη θÜλασσα), μου κατÝβασε το πανταλüνι, με ξαπλωσε καταγÞς, μÜζεψε ως απÜνω τα φουστÜνια της, κÜθισε στη κοιλιÜ μου κι αποξεχÜστηκε, ενþ εγþ βýθιζα στον κþλο της Ýνα μου δÜχτυλο, που το 'χα προηγουμÝνως πασαλεßψει με το νεαρü μου σπÝρμα. ¸πειτα γýρισε και ξÜπλωσε προς τα μπρος, με το κεφÜλι κÜτω απü το πÝος μου, ανÜμεσα στα μποýτια μου και σηκþνοντας ψηλÜ τον κþλο, μετακßνησε το κορμß της προς εμÝνα που σÞκωνα με τÝτοιο τρüπο το κεφÜλι, þστε να το φÝρω στο ßδιο ýψος με τον κþλο της, Ýτσι που τα γüνατÜ της Þρθανε και στηριχτÞκανε στους þμους μου.
 -"Μπορεßς να κατουρÞσεις προς τα πÜνω και να το φτÜσεις στον κþλο μου;" με ρþτησε.
 -"Μπορþ" απÜντησα, "Ýτσι που κÜθεσαι üμως, θα σου κατουρÞσω το φουστÜνι και το πρüσωπο".
 -"Ε και;" μ' Ýκοψεν αυτÞ αποφασιστικÜ κι Ýκανα αυτü που μου 'πε. Δε πρüφτασα üμως να τελειþσω το κατοýρημα κι Ýνα δεýτερο κýμα ξεχýθηκεν απü μÝσα μου και τη κατÜβρεξε, τοýτη τη φορÜ üμως Þταν üμορφο κÜτασπρο σπÝρμα.
     Στο μεταξý, η μυρωδιÜ της θÜλασσας μπερδευüτανε με τη μυρωδιÜ των μουσκεμÝνων εσωρροýχων, των γυμνþν μας σωμÜτων και του σπÝρματος. Εßχεν αρχßσει να βραδιÜζει κι εμεßς εßμασταν πÜντα σε κεßνη την απßθανη στÜση, χωρßς ν' ανησυχοýμε Þ να κουνιüμαστε, οπüτε κÜποια στιγμÞ ακοýσαμε βÞματα στα χüρτα.
 -"Μη κουνιÝσαι, σ' ικετεýω", μου 'πε η Σιμüν. Τα βÞματα εßχαν σταματÞσει, δε μποροýσαμε üμως να δοýμε ποιος ερχüταν. Και των δυο μας οι ανÜσες εßχαν κοπεß. ¸τσι τουρλωμÝνος üπως Þταν ο κþλος της, Ýμοιαζε πρÜγματι με πανßσχυρη ικεσßα, τüσο τÝλειος Þταν, με τους δυο στενοýς κι αφρÜτους του γλουτοýς, που τους χþριζε το βαθý σχßσμα στη μÝση και δεν εßχα καμιÜ αμφιβολßα πως εßτε Üντρας Þταν αυτüς ο Üγνωστος, εßτε γυναßκα, γρÞγορα θα υπÝκυπτε στον πειρασμü και θ' αναγκαζüταν, βλÝποντας αυτüν τον κþλο, να τραβÞξει μιαν αβυσσαλÝα μαλακßα. Τα βÞματα üμως ξανακοýστηκαν, πιο βιαστικÜ τþρα, σχεδüν σα τρÝξιμο και ξαφνικÜ εßδα να εμφανßζεται Ýνα υπÝροχο ξανθü κορßτσι, η ΜαρσÝλ, απ' üλες μας τις φßλες Þ πιο αγνÞ κι η πιο ευÜλωτη. Εμεßς οι δυο üμως Þμασταν πολý σφιχτÜ μπλεγμÝνοι με τη φριχτÞ στÜση που 'χαμε πÜρει και δε μποροýσαμε να κουνÞσουμε οýτε το μικρü μας δαχτυλÜκι, οπüτε ξαφνικÜ Þ Ýρημη φßλη μας σωριÜστηκε καταγÞς και ζÜρωσε στα χüρτα κλαßγοντας με λυγμοýς. Τüτε μüνο λýσαμε το εξωφρενικü μας αγκÜλιασμα και ριχτÞκαμε πÜνω σ' Ýνα εγκαταλειμμÝνο σþμα. Η Σιμüν της σÞκωσε τη φοýστα, της Ýσχισε τη κυλüτα και μου 'δειξε συνεπαρμÝνη, Ýνα καινοýργιο κþλο, το ßδιο ωραßο, το ßδιο τÝλειο με τον δικü της, που Ýπεσα κι Üρχισα να τον φιλþ με λýσσα, ενþ συγχρüνως Ýτριβα τον κþλο της Σιμüν που τýλιξε τα μποýτια της γýρω απü τη μÝση της παρÜξενης ΜαρσÝλ, η οποßα το μüνο πια που δεν Ýκρυβε Þταν οι λυγμοß της.
 -"ΜαρσÝλ", της φþναξα, "σ' εξορκßζω, σταμÜτα να κλαις. ΘÝλω να με φιλÞσεις στο στüμα..." Τα ωραßα της ßσια μαλλιÜ της τα χÜιδευε η Σιμüν δßνοντÜς της παντοý τρυφερÜ φιλιÜ.
     Στο μεταξý, ο καιρüς εßχε γυρßσει για τα καλÜ στη καταιγßδα και μαζß με τη νýχτα, Üρχισαν να πÝφτουν χοντρÝς σταγüνες, φÝρνοντας χαλÜρωση, μετÜ το πλÜκωμα της αποπνικτικÞς ζÝστης μιας ολÜκερης μÝρας που δε κουνιüταν φýλλο. Η θÜλασσα Ýκανε τþρα φοβÝρο θüρυβο που τον σκÝπαζαν τα μακρüσυρτα μπουμπουνητÜ του κεραυνοý και με τις αστραπÝς μποροýσα κι Ýβλεπα ξαφνικÜ, σα να 'ταν μÝρα μεσημÝρι, τους δυο αυνανιζüμενους κþλους των κοριτσιþν που δε βγÜζανε πια λÝξη. Τα τρßα κορμιÜ μας τα υποδαýλιζε βÜναυση φρενßτιδα. Δυο νεαρÜ στüματα συναγωνßζονταν ποιο θα κÜνει δικü του τον κþλο μου, τ' αρχßδια μου και τη ψωλÞ μου, εγþ üμως Üνοιγα κι üλο Üνοιγα, γυναικεßα σκÝλια υγρÜ απü σÜλια Þ σπÝρμα σα να 'θελα να ξεφýγω απü το σφιχταγκÜλιασμα ενüς τÝρατος, αλλ' αυτü το τÝρας δεν Þταν Üλλο απü τη τρομαχτικÞ βßα των κινÞσεþν μου. ΤελικÜ, η ζεστÞ βροχÞ Üρχισε να πÝφτει καταρρακτωδþς κι Ýκανε τελεßως μοýσκεμα τα σþματÜ μας που δε κρýβανε πια τßποτα. Δυνατοß κεραυνοß μας συγκλüνιζαν και φοýντωναν κÜθε φορÜ και περισσüτερο την αγανÜχτησÞ μας, κÜνοντας μας να βγÜζουμε κραυγÝς λýσσας που επαναλαμβÜνονταν με κÜθε αστραπÞ, γιατß η καθεμιÜ Ýβγαζε στο φως τα γεννητικÜ μας üργανα. Η Σιμüν εßχε βρει μια γοýβα με λÜσπη και λÜσπωνε το σþμα της πασαλεßβοντÜς το Ýξαλλη: μαλακιζüταν με το χþμα και τρανταζüταν απü βßαιες συσπÜσεις ηδονÞς καθþς τη μαστßγωνε η μπüρα, ενþ εγþ εßχα το κεφÜλι μου χωμÝνο σφιχτÜ ανÜμεσα στα λασπωμÝνα μποýτια της κι αυτÞ το πρüσωπü της βουτηγμÝνο στα λασπüνερα, üπου πηγαινüφερνε μ' Üγριες κινÞσεις τον κþλο της ΜαρσÝλ την οποßα εßχε πλοκαμιÜσει τυλßγοντας το Ýνα της μπρÜτσο γýρω απü τη μÝση της, ενþ με τ' Üλλο χÝρι εßχε γαντζþσει τον γλουτü και τον τραβοýσε και τον Üνοιγε με δýναμη...

                                         Εκδüσεις ΑΓΡΑ ΜÜρτης 1980
                                              μετφρ:
Δημ. ΔημητριÜδη

___________________________________

                Σουβενßρς

Οι θýμησÝς μας μοιÜζουνε κÜμαρες δßχως κλεßθρα,
κÜμαρες Üδειες. Δεν τολμÜ κανεßς σ' αυτÝς να μπη
γιατß Ýχουν παληοß πρüγονοι Üλλοτε κει πεθÜνει.
Ζοýμε στο σπßτι ποýνε αυτÝς οι κÜμαρες κλεισμÝνες
και ξÝρουμε πως βρßσκονται πÜντοτε κει κλειστÝς.
Η ρüδινη εßνε κÜμαρη... κι η κÜμαρη η γαλÜζια.

¸τσι το σπßτι αυτü σιγÜ με μοναξιÜ γεμßζει
κι üμως κει μÝσα ακüμα μεις ζοýμε χαμογελþντας.
Τη δÝχομαι üταν κÜποτες η θýμηση περνÜει.
Της λÝω: «Θα θαναρθþ για σÝ...να, μεßνε κÜπου εδþ».

Σ' üλη μου, ξÝρω, τη ζωÞ στη θÝση της πως εßνε,
üμως ξεχνþ, καμμιÜ φορÜ, να πÜω να την ιδþ.
Κι εßνε απι αυτÝς τþρα πολλÝς στο παληü σπßτι μÝσα
κι εγκαρτεροýνε τþρα πια στο να τις λησμονοýν.

Κι αν οýτε τοýτη τη στιγμÞ δεν Ýρθω, οýτε κι απüψε
μη το ζητÜτε απι την καρδιÜ παρι üσο απι τη ζωÞ.
Το ξÝρω πως κοιμþνται κει και πßσω απþνα φρÜγμα.
Να πÜω να μÜθω αν εßνε αυτÝς, ανÜγκη πια καμμιÜ.

Απü το δρüμο τα μικρÜ παρÜθυρÜ τους βλÝπω
κι αυτü θε νÜναι ως που και γω θε να σβηστþ, κι αυτÝς.
Κι üμως κÜποτε μÝσα στις καθημερινÝς σκιÝς
νοιþθω, δεν ξÝρω, τι ψυχρÞ αγωνßα και τι ρßγος
και μÞτε ξεχωρßζοντας πüθεν η θλßψη αυτÞ περνþ...

Λοιπüν κÜθε φορÜ κι απü 'να πÝνθος θÜρθη.
Μια ταραχÞ θαρθÞ κρυφÜ να μας ειδοποιÞση
πως πÝθανε μια θýμηση, για πÜντα Ýφυγε πια...
¼μως δε διακρßνουμε καλÜ ποια απ' üλες νÜταν
γιατß εßνε τüσο πια παληÝς... Τßποτα δε θυμßζουν.
ΜονÜχα νοιþθω μÝσα μου βλÝφαρα να σφαλßζουν...

(μτφρ.: Μαρßα Πολυδοýρη)

      Ακουμπþ Τον Ποýτσο Μου…

Ακουμπþ τον ποýτσο μου στο μÜγουλü σου
η Üκρη του ψηλαφεß τ' αυτß σου
γλεßψε μου τ' αρχßδια αργÜ
η γλþσσα σου εßναι απαλÞ σαν νερü

η γλþσσα σου εßναι τραχειÜ σαν σφαγÝας
εßναι κüκκινη σαν αρνßσιο μποýτι
η Üκρη της εßναι Ýνα περιστÝρι που κρþζει
τον ποýτσο μου κατακλýζουνε σÜλια

ο κþλος σου εßναι ο θεüς μου
ανοßγει σαν το στüμα σου
τον λατρεýω σαν τον ουρανü
τον ευλαβοýμαι σαν φωτιÜ

πßνω απü τη βαθειÜ σχισμÞ σου
απλþνω τα γυμνÜ σου πüδια
τα ανοßγω σαν βιβλßο
üπου διαβÜζω ü,τι με σκοτþνει

***

Η καρδιÜ μου εßναι παγωμÝνη τρÝμω
απü τα βÜθη του πüνου μου σε καλþ
με μια απÜνθρωπη κραυγÞ
σαν να γεννþ

με στραγγαλßζεις σαν θÜνατος
το γνωρßζω αυτü αξιοθρÞνητα
σε βρßσκω μονÜχα στην επιθανÜτια αγωνßα
εßσαι üμορφη σαν το θÜνατο

üλες οι λÝξεις με στραγγαλßζουν

* * *

δÝσε τα μÜτια μου
αγαπþ τη νýχτα
η καρδιÜ μου εßναι μαýρη

σπρþξε με μÝσα στη νýχτα
üλα εßναι ψεýτικα
υποφÝρω

ο κüσμος μυρßζει σαν το θÜνατο
πουλιÜ πετÜνε στα τυφλÜ
εßσαι σκοτεινÞ σÜμπως Ýνας μαýρος ουρανüς

* * *

η γιορτÞ θα αρχßσει
στη λÜσπη και το φüβο

αστÝρια θα πÝσουν
üταν ο θÜνατος πλησιÜσει

* * *

Εßσαι ο τρüμος της νýχτας
η αγÜπη μου για σÝνα μοιÜζει κραυγÞ θανÜτου
εßσαι αδýναμη σαν θÜνατος

η αγÜπη μου για σÝνα μοιÜζει με παραλÞρημα
ξÝρεις το κεφÜλι μου πεθαßνει
εßσαι το απÝραντο ο φüβος

εßσαι üμορφη σαν φüνος
η καρδιÜ μου διαστÝλλεται τερατωδþς ασφυκτιþ
η κοιλιÜ σου εßναι γυμνÞ σαν τη νýχτα

* * *

Με οδηγεßς κατευθεßαν προς το τÝλος
η επιθανÜτια αγωνßα Ýχει ξεκινÞσει
δεν Ýχω τßποτ’ Üλλο να σου πω
σου μιλÜω απü τους νεκροýς
μα οι νεκροß εßναι σιωπηλοß

* * *

   Ο Τοßχος

¸να πελÝκι
δþστε μου Ýνα πελÝκι
για να τρομÜξω τον εαυτü μου
με τη σκιÜ μου στον τοßχο
πλÞξη
αßσθημα κενüτητας
κüπωση

* * *

            ΜοναξιÜ

Αντßχειρας στο μουνß
ΜετÜληψη πÜνω στα γυμνÜ σου στÞθη
ο κþλος μου σπιλþνει το αντιμÞνσιο
το στüμα μου εκλιπαρεß Ω ΧριστÝ
η ευσπλαχνßα του ακÜνθινου στεφÜνου σου.

* * *

      Η Μασσαλιþτιδα Της ΑγÜπης

Δýο γυμνοß εραστÝς τραγουδοýν τη Μασσαλιþτιδα
δýο καθημαγμÝνα φιλιÜ δαγκþνουν τη καρδιÜ τους
Üλογα καλπÜζουν προς τα μπρος
καβαλÜρηδες νεκροß
χωριü εγκαταλειμμÝνο
Ýνα παιδÜκι κλαßει
μÝσα στην ατÝλειωτη νýχτα

* * *

Καθþς πεθαßνω θα Þθελα να κρατþ

Καθþς πεθαßνω θα Þθελα να κρατþ
το αντικεßμενο που θα μου δþσεις
να σφßγγω μÝσα στο παγωμÝνο μου χÝρι
ýστερα να το λερþσω με τα χεßλη μου
με το σÜλιο της επιθανÜτιας αγωνßας

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers