Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε 1η Απρßλη του 1902 στη ΚαλαμÜτα. ¼ταν τÝλειωσε το γυμνÜσιο στη πατρßδα της γρÜφτηκε στη ΝομικÞ ΣχολÞ Αθηνþν χωρßς üμως ποτÝ να πÜρει πτυχßο. Διορßστηκεν υπÜλληλος κι εργÜστηκε σε διÜφορες νομαρχßες, παρÜλληλα Ýγραφε ποιÞματα. Το 1927 ταξßδεψε στο Παρßσι, αλλÜ γýρισεν Üρρωστη απü φυματßωση. ΤελικÜ μπÞκε στο νοσοκομεßο Σωτηρßα, αλλÜ Þτανε πλÝον αργÜ. Στις 29 Απρßλη του 1930 πÝθανε 28 χρονþν. (ΑυτÞ κι ο ΚαβÜφης, πεθÜνανε τον ßδιο μÞνα της γÝννησÞς τους, τον ßδιο ακριβþς μÞνα, Απρßλη, και μÜλιστα κεßνη το 'χε προμαντÝψει).
¸γραψε δυο ποιητικÝς συλλογÝς: «Τρßλιες Που ΣβÞνουν» κι «Ηχþ Στο ΧÜος». Η ζωÞ κι η ποßησÞ της Þταν επηρεασμÝνη απü την Üτυχη σχÝση της με τον ΚαρυωτÜκη, γνωστü πεισιθÜνατο ποιητÞ των «Νηπενθþν». Δεν Ýζησε αρκετÜ þστε να ολοκληρþσει τη ποιητικÞ της προσπÜθεια. Οι στßχοι της εßν' ατημÝλητοι και τους διακρßνει μελαγχολßα, ρÝμβη και διÜθεση για φυγÞ.
Εßναι μια μορφÞ πολý δýσκολης αντιμετþπισης. Γιατß ενþ Ýλκει ισχυρÜ το μελετητÞ, να τη πλησιÜσει και να εμβαθýνει στη προσωπικüτητÜ της, την ßδια στιγμÞ δε τονε βοηθÜ, καθþς Þρθε κι Ýφυγε απü τη ζωÞ σαν αστραπÞ, χωρßς να προσγειωθεß κι υπÜρξει σα συνηθισμÝνος Üνθρωπος. ¼ταν ακολουθÞσουμε τη πορεßα του βßου της, αν μελετÞσουμε τη ποßησÞ της, üταν εντρυφÞσουμε λÝξη προς λÝξη, στα ημερολüγιÜ της και των ανθρþπων που την αγÜπησαν και τη γνþρισαν, üταν η σκÝψη μας εßναι κατÜμεστη απ' üλ' αυτÜ τα συγκεντρωμÝνα στοιχεßα, τüτε δηλαδÞ που ο μελετητÞς πιστεýει πως εßν' Ýτοιμος να καταστρþσει τα συμπερÜσματÜ του, τüτε ακριβþς αντιλαμβÜνεται πüσο προβληματικÞ παρουσιÜζεται η προσωπικüτητα της.
Θα 'ταν ασÝβεια, αν üχι, Üγνοια κι επιπολαιüτητα, αν επιχειροýσαμε να διατυπþσουμε με τον καθιερωμÝνο τρüπο τις κρßσεις μας γι' αυτÞν. ¼πως δηλαδÞ γßνεται μ' επιβεβλημÝνους κορυφαßους της διανüησης. Με κεßνα τα τυπικÜ: ποý γεννÞθηκε, τι σποýδασε, ποιους επηρεασμοýς δÝχτηκε, ποιες οι επαγγελματικÝς Þ οι εξωεπαγγελματικÝς του απασχολÞσεις, οι κλßσεις του, οι ιδεολογικοß του προσανατολισμοß, ποιο το οικογενειακü περιβÜλλον του... κλπ θα βγοýμε Ýξω απü τη περιοχÞ, üπου περιδιαβÜζει. Ποιος μπüρεσε ποτÝ να δþσει τη βιογραφßα ενüς αηδονιοý, ενüς χελιδονιοý; Ωστüσο ας καταθÝσουμε ü,τι μπορÝσαμε να συγκεντρþσουμε.
Ο πατÝρας Þτανε καθηγητÞς, για τη μητÝρα της ξÝρουμε πως Þτανε καλÞ και τρυφερÞ μÜνα και πως η Μαρßα ποτÝ δε μπüρεσε να θεραπευτεß απü τýψεις που τη παßδευανε, γιατß εßχεν αφÞσει Üρρωστη τη μητÝρα της και πÝθανε κατÜ την απουσßα της. Οι βασανιστικÝς τýψεις γßνηκαν η αιτßα να γρÜψει ποßημα αφιερωμÝνο στη τρυφερÞ και πονεμÝνη μÜνα:
...Δεν σ' Ýνιωσα πριν να σε χωριστþ
μα η θýμησÞ σου ακÝρια που μου μÝνει,
μου δεßχνει εμÝνα, εκεß να εξιλαστþ
για πÜντα θλιβερÞ μετανοιωμÝνη.
Με τον Κþστα ΚαρυωτÜκη
¹τανε κüρη του εξαßρετου φιλολüγου ΕυγÝνιου Πολυδοýρη, απü τη ΜικρομÜνη και της ΚυριακÞς ΜαρκÜτου, μιας γυναßκας με πρþιμες φεμινιστικÝς αντιλÞψεις. ΟλοκλÞρωσε τις γυμνασιακÝς της σπουδÝς στην ΚαλαμÜτα, ενþ εßχε φοιτÞσει σε σχολεßα του Γυθεßου και των Φιλιατρþν, αλλÜ και στο ΑρσÜκειο της ΑθÞνας για 2 χρüνια. ΑνÞκει στη γενιÜ του 1920, που καλλιÝργησε το αßσθημα του ανικανοποßητου και της παρακμÞς. Ο Ýρωτας κι ο θÜνατος εßναι οι 2 Üξονες που γýρω τους περιστρÝφεται η ποßησÞ της. Εßναι μεστÞ απü πηγαßο λυρισμü που ξεσπÜ σε βαθειÜ θλßψη και κÜποτε σε σπαραγμü, μ' εμφανεßς επιδρÜσεις απü τον Ýρωτα της ζωÞς της, ΚαρυωτÜκη, αλλÜ και τα μανιÜτικα μοιρολüγια. Οι συναισθηματικÝς και συγκινησιακÝς εξÜρσεις της καλýπτουνε συχνÜ κÜποιες τεχνικÝς αδυναμßες και στιχουργικÝς ευκολßες του Ýργου της. Ο Κþστας Στεργιüπουλος Ýχει πει για τη Πολυδοýρη:
"Η Μαρßα Πολυδοýρη Ýγραφε τα ποιÞματÜ της üπως και το ατομικü της ημερολüγιο. Η μεταστοιχεßωση γινüταν αυτüματα και πηγαßα [...] Γι' αυτÞν η Ýκφραση εσÞμαινε κατ' ευθεßαν μεταγραφÞ των γεγονüτων του εσωτερικοý της κüσμου στην ποιητικÞ γλþσσα με üλες τις γενικεýσεις και τις υπερβολÝς που της υπαγüρευε η ρομαντικÞ της φýση".
Το 1928 κυκλοφορεß τη 1η της ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο Τρßλλιες που σβÞνουν και το 1929 τη 2η, με τßτλο Ηχþ στο ΧÜος. Το 1ο Üρθρο για τη Πολυδοýρη που βασßζεται στο αρχεßο της και το ημερολüγιü της ανÞκει στη ΒασιλικÞ Μπüμπου-ΣταμÜτη κι εßναι δημοσιευμÝνο στην ΕλληνικÞ Δημιουργßα 7 (1954), σ. 617-624. Τα ¢παντÜ της κυκλοφορÞσανε 1η φορÜ τη 10ετßα του '60 απü τις Εκδüσεις Εστßα, με επιμÝλεια της ΛιλÞς ΖωγρÜφου. ¸κτοτε επανακυκλοφüρησαν απü διÜφορους εκδοτικοýς οßκους. Ο συγγραφÝας και ποιητÞς ΚωστÞς Γκιμοσοýλης Ýχει γρÜψει μια μυθιστορηματικÞ βιογραφßα της με τον τßτλο ΒρÝχει φως. ΠοιÞματÜ της Ýχουν μελοποιÞσει ¸λληνες συνθÝτες, κλασικοß, Ýντεχνοι και ροκ -ανÜμεσÜ τους οι ΜενÝλαος ΠαλλÜντιος (Το ποßημα: "Στον τραγουδιστÞ", παρüλο που στον 45 στροφþν δßσκο γρÜφει ποßηση Μαρßα Π. Πολυδοýρη (κι ενþ το πατρþνυμο Þταν ΕυγÝνιος), ανÞκει στην Μαρßκα Πßπιζα Μαντζοýνη. ¸χει δημοσιευθεß στο ετÞσιο ημερολüγιο "Ποικßλη ΣτοÜ" για το Ýτος 1912. Δεν υπÜρχουν πληροφορßες για Üλλη μελοποιÞση απü τον ΠαλλÜντιο), ΚωστÞς ΚριτσωτÜκης, Νßκος ΜαμαγκÜκης, ΓιÜννης Σπανüς, Νüτης ΜαυρουδÞς, Γιþργος ΑρκομÜνης, ΔημÞτρης Παπαδημητρßου, ΑνδρÝας Α. ΑρτÝμης, ΜιχÜλης Κουμπιüς, ΣτÝλιος ΜποτωνÜκης και τα συγκρüτηματα «ΠληνθÝτες» και «Ηλιοδρüμιο» καθþς κι ο μουσουργüς Νßκος Φυλακτüς σε Ýργα με φωνÞ και πιÜνο. Σε αυτοýς να προσθÝσουμε τον ΘÜνο Ανεστüπουλο, τραγουδιστÞ του συγκροτÞματος "ΔιÜφανα Κρßνα" που μελοποßησε τα ποιÞματα "ΚοντÜ σου" και "Σαν πεθÜνω".
Το Βραβεßο Ποßησης Μαρßα Πολυδοýρη προκηρýσσει ετησßως ο ΔÞμος ΚαλαμÜτας, η ΚοινωφελÞς Επιχεßρηση ΦÜρις κι ο Σýνδεσμος Φιλολüγων Μεσσηνßας για Ýναν πρωτοεμφανιζüμενο ποιητÞ σε πανελλÞνια κλßμακα.
Ο ποιητÞς ΓιÜννης ΧονδρογιÜννης στο ημερολüγιü του αναφÝρει:
"...την Üλλη μÝρα (τη προηγοýμενη την εßχε περÜσει στη ΚλινικÞ ΚαραμÜνη, στη οδü Πατησßων... Þταν ΜÜρτης 1930… üπου εßχε πÜει να επισκεφτεß και να την αποχαιρετÞσει), περνþντας απü τα ΦιλιατρÜ γιατß πÞγαινα στους ΓαργαλιÜνους, (σα δικαστικüς εßχε λÜβει μετÜθεση), αντßκρυσα με βαθý αßσθημα λýπης και παγερÞς αδÜκρυτης μελαγχολßας το μεγÜλο κτßριο του Γυμνασßου, üπου εßχε φοιτÞσει κÜποτε, χαρωπÞ ßσως παιδοýλα η ποιÞτρια..."
Εßχε βγÜλει λοιπüν το ΓυμνÜσιο Φιλιατρþν και στη συνÝχεια πÞγε στην ΑθÞνα üπου συνÝχισε τις σπουδÝς της στο ΠανεπιστÞμιο. Εßχεν εγγραφεß στη ΝομικÞ σχολÞ αντß της ΦιλοσοφικÞς που 'ταν η προτßμηση του πατÝρα. Μαθαßνουμε στη συνÝχεια πως σα φοιτÞτρια γνωρßστηκε με τον ΚαρυωτÜκη. Κι ο μεν φοßτησε κανονικÜ και στα χρονικÜ üρια πÞρε το δßπλωμÜ του, η Μαρßα δε συμπλÞρωσε ποτÝ τις σπουδÝς της.
Στην ΑθÞνα στο λßγο χρüνο που ζει τη φοιτητικÞ ζωÞ της, Ýχει πετýχει κÜποιο διορισμü σε δημüσια υπηρεσßα, που συνεχßζεται και μετÝπειτα για λßγο διÜστημα. ΑλλÜ καθþς οι μÝρες της κυλοýν ανÝμελα, μ' απουσßες απü την υπηρεσßα της, μ' αταξßα κι ασυνÝπεια, Ýτσι που να δημιουργηθεß εντýπωση πως πρüκειται για υπÜλληλο αργüμισθο, παýεται απü την υπηρεσßα, απομÝνοντας στερημÝνη των απαραßτητων υλικþν μÝσων.
Τþρα ξÝρουμε πως παρÜ τις δυσκολßες τις οικονομικÝς κεßνου του καιροý, üντας κÜτοχος ενüς ακινÞτου στη ΚαλαμÜτα, προβαßνει στην εκποßησÞ του και με το συγκεντρωμÝνο ποσü αποφασßζει να φýγει για το Παρßσι. ΠολλÜ ειπþθηκαν για το ταξßδι αυτü. Πως Ýφυγε για να κÜνει επßδειξη αδιαφορßας στον ΚαρυωτÜκη που η ÜρνησÞ του στη πρüτασÞ της για γÜμο, εßχε τραυματßσει την αξιοπρÝπειÜ και τον εγωισμü της. Κεßνην ακριβþς την εποχÞ εßχεν αρραβωνιαστεß μ' Ýνα νÝο καθ' üλα αξιüλογο, επιστÞμονα κι Ýφυγε χωρßς και μ' αυτüν να εξηγηθεß. ¢γνωστο παραμÝνει με ποιες ασχολßες και με ποια ενδιαφÝροντα κýλησανε τα χρüνια της διαμονÞς της στο Παρßσι. Αρρþστησεν εκεß και για ορισμÝνο διÜστημα νοσηλεýτηκε σε νοσοκομεßο κι üταν επÝστρεψε στην ΑθÞνα τüσον απü υγεßα, üσο κι απü οικονομικÞ επÜρκεια, η κατÜστασÞ της Þτανε τραγικÞ. Επεδßωξε και πÝτυχε την εßσοδü της στη Σωτηρßα, το Ýσχατο τüτε καταφýγιο των φυματικþν μ' ανεπαρκÞ οικονομικÜ μÝσα, üχι τüσο της κλονισμÝνης υγεßας, üσο για να 'χει εξασφαλισμÝνη κÜποια στÝγη και τροφÞ.
Επßσης εßναι γνωστü πως απü το Παρßσι Ýγραψε στον αρραβωνιαστικü της πως ο δεσμüς τους παßρνει τÝλος, γιατß δεν αισθÜνεται τüσο δεμÝνη μαζß του þστε ο δεσμüς τους να πÜρει μονιμüτερη μορφÞ. ΠαραθÝτουμε σýντομο χρονολογικü πßνακα των βασικþν γεγονüτων της ζωÞς της, για πληρÝστερο κατατοπισμü.
Το Νοσοκομεßο στο Παρßσι που τη περιÝθαλψε
1902: ΓεννÞθηκε στη ΚαλαμÜτα. Ο ΓιÜννης ΧονδρογιÜννης σε γρÜμμα, την 8 Αυγοýστου 1929 απü τη ΚÝρκυρα, αναφÝρει το χωριü της, το «ΜÝλλον Þ ΚÝντρο» Καλαμþν.
1915: Πρþτα δημοσιεýματα, απλÜ, ρομαντικÜ, συγκεντρωμÝνα σε τüμο.
1919: ΥπÜλληλος στη Νομαρχßα Καλαμþν.
1920: ΦοιτÞτρια στη ΝομικÞ Αθηνþν. Μετατßθεται στη Νομαρχßα Αθηνþν.
1922: Γνωρßζεται με τον ΚαρυωτÜκη, υπÜλληλο στη Νομαρχßα ΑττικÞς.
1923: Αρρωσταßνει απü αδενοπÜθεια. Σýγκρουση με τον ΚαρυωτÜκη.
1924: Παýεται ως αργüμισθος. ΑρραβωνιÜζεται με το δικηγüρο Κ. Γεωργßου.
1925: Φεýγει για το Παρßσι.
1928: ΕπιστρÝφει απü το Παρßσι.
ΤÝλη 1928, αρχÝς 1929, εκφρÜζεται ενθουσιαστικÜ για τον τüμο ποιημÜτων, Ýκδοση 1926, "ΛυπημÝνα Λουλοýδια", του Γ. ΧονδρογιÜννη.
Την ßδια χρονιÜ κυκλοφοροýν τα ποιÞματα της "Τρßλιες Που ΣβÞνουν", για τα οποßα ο ΓιÜννης ΧονδρογιÜννης Ýγραψε ενθουσιαστικÞ κριτικÞ στο περιοδικü «ΠνοÞ» του ΔεκÝμβρη του 1928.
1929: ΤÝλη, κυκλοφüρησε το 2ο βιβλßο της «Ηχþ Στο ΧÜος»
1930: Το ΜÜρτη ο Γ. Χ. την επισκÝπτεται στη κλινικÞ ΚαραμÜνη, για να την αποχαιρετÞσει. ΚÜτω απü το μαξιλÜρι της εßχε το βιβλßο του «ΜυστικÝς ΗμÝρες». Το τρÜβηξε και του μßλησε για ποιÞματÜ του γραμμÝνη για κεßνη. Στις 6 Απρßλη στÝλνει τη φωτογραφßα της στον Γ. Χ. στους ΓαργαλιÜνους.
1930: Τη τελευταßα ημÝρα του Απρßλη, πÝθανε στη κλινικÞ ΚαραμÜνη.
AσθενÞς το 1920
ΜερικÝς γνþμες συγχρüνων της συγγραφÝων και κριτικþν που τις εξÝφρασαν μετÜ το θÜνατü της, που αποφαßνονται για τον Üνθρωπο και για το Ýργο του με τη δοκησισοφßα και την παγερüτητα που θα εκφρÜζονταν και για τον 80Üχρονο, λüγου χÜριν, Ουγκþ, ενοχλοýν κι εξοργßζουν. ΑλλÜ την οργÞ δε τη προκαλεß τ' Üκαιρο του σχολιασμοý. Τη προκαλεß η επιπüλαιη θεþρηση ενüς ποιητικοý Ýργου γεμÜτου πÜθος, ειλικρßνεια και ποιητικÞ δüνηση. Κι εκφρασμÝνη απü σαφþς αντιποιητÝς συγγραφεßς, σαφþς ανßκανους να σταθμßσουν και να εκτιμÞσουν της Πολυδοýρη την απýθμενη ποιητικÞ και μüνο ποιητικÞ, ýπαρξη. Πως ν' αποτιμÞσει ο 'Aλκης Θρýλος π.χ. τον ΚρυστÜλλη... Πως ο ΘεοτοκÜς τη Μαρßα Πολυδοýρη. Καλοß κι ικανοß συγγραφεßς κι οι δýο, αλλÜ εντελþς ξÝνοι και στις συνθÞκες ζωÞς τους (ΚρυστÜλλης, ΕλÝνη Νεγρεπüντη) και στο παθητικü, το Üκρως συγκινημÝνο αντßκρισμα της συναισθηματικÞς περιοχÞς του ανθρþπινου θυμικοý.
Ωστüσο πÝρα απü την υποκειμενικÞ αγÜπη που τρÝφουμε γι' αυτÞ προτιμÞσαμε να προσκομßσουμε τις εκτιμÞσεις κριτικþν που 'ναι γενικÜ αποδεκτοß κι επιβεβλημÝνοι για την οξυδÝρκεια κι ευθυκρισßα τους. ¹ ποιητþν που 'ν' ιδιαßτερα ενδεδειγμÝνοι ν' αποφανθοýν και να πεßσουν, για θÝματα κι εκπροσþπους της ειδικüτητÜς τους.
¸τσι Ýγραψε ο ΧονδρογιÜννης:
«Η Μ. Π. εßναι το πιο λεπτü Üνθος με το πιο δυνατü Üρωμα μÝσα σ’ üλη τη νεοελληνικÞ ποßηση» και «ΜετÜ το θÜνατο της χÜθηκε απü την ΕλλÜδα, μια απü τις μουσικüτερες, τις γνησιüτερες, τις καθαρüτερες, τις λυρικüτερες φωνÝς που ακοýστηκαν τα τελευταßα χρüνια».
¸τσι Ýγραψε ο ΑντρÝας Καραντþνης:
"¸χει κÜτι απü την αßγλη των τραγικþν θρýλων των πλασμÜτων απü ποßηση, Ýρωτα και θÜνατο" (σελ 183 των "Ποιητικþν", Ýκδοση 1977) κι αλλοý "...η ψυχÞ της Þταν Ýνα σιντριβÜνι αιμÜτων και δακρýων" (σελ 188).
ΓρÜφει κι ο ΟυρÜνης, -σελ. 77 του βιβλßου της ΛιλÞς ΖωγρÜφου για τη Μ. Π.: (Εßχε δημοσιευθεß στο Ελεýθερο ΒÞμα.)
"...Δυο βιβλßα που περιÝχουν περισσüτερο θÜνατο απü σελßδες... ¸τσι üπως μας Ýρχονται απü την ολοκληρωτικÞ της νýχτα, Ýχουν την υποβλητικüτητα ενüς μεγÜλου θρÞνου... κι εßναι αυτü ακριβþς που κÜνει τα ποιÞματα αυτÜ να εßναι η ßδια η ποßηση σ’ ü,τι πλατý κι ανθρþπινο κι αιþνιο..."
¼ταν κÜποτε η ΛιλÞ ΖωγρÜφου εßπε στον ΑυγÝρη πως τοποθετοýν τη Μ. Π. σα ποιÞτρια, δßπλα στη Βαλμüρ και τη ΜπρÜουνιγκ, απÜντησε: «Αυτü την αδικεß».
Δεν επιθυμοýμε να προσθÝσουμε τßποτε που θα χαμÞλωνε τον τüνο ýστερα απü τη παρÜθεση των προηγοýμενων αποτιμÞσεων. Θα επισημÜνουμε ωστüσο και τις ευτυχισμÝνες συγκυρßες που τη συνüδεψαν στην ολιγüχρονη περιδÜβασÞ της στη ζωÞ. ΑγÜπησε κι αγαπÞθηκε απü τα καλýτερα πνεýματα της εποχÞς. ΑγαπÞθηκε κι αγÜπησε τον ΚαρυωτÜκη, που γι' αυτÞν Ýγραψε το «Τι ΝÝοι Που ΦτÜσαμεν Εδþ» και στη Α' Ýκδοση του βιβλßου, «Ελεγεßα & ΣÜτιρες» το 1927, της αφιερþνει το ποßημα «¸να ΣπιτÜκι». Το 1929 η Μ. Π. γρÜφει ποßημα αφιερωμÝνο στον ΚαρυωτÜκη.
Στη Σωτηρßα, το 1928 γνωρßζεται λßγο με το Ρßτσο και του αφιερþνει το ποßημα «Θυσßα». Στον ποιητÞ ΙωσÞφ Ραφτüπουλο που χÜθηκε κι αυτüς φυματικüς 26Üχρονος, του γρÜφει το υπÝροχο ποßημα «Ο ΠοιητÞς» με την αφιÝρωση: «Στην ακοßμητη ακιÜ του ΙωσÞφ Ραφτüπουλου».
ΑλλÜ τα τρυφερÜ δεßγματα μιας ιδανικÞς αγÜπης θα τα βροýμε στην αλληλογραφßα της ποιÞτριας με τον αισθαντικü και ταλαντοýχο ποιητÞ ΧονδρογιÜννη που üπως αποκÜλυπταν οι γνþστες, αυτüς υπÞρξε ο τελευταßος και πιο θερμüς ερωτικüς δεσμüς που της Ýδωσε χαρÜ και συγκßνηση. Στην αλληλογραφßα τους διαβÜζουμε και τις αλληλοποιητικÝς διασυνδÝσεις τους.
ΠρÝπει ιδιαßτερα να τονßσουμε τη θερμÞ συμπαρÜσταση της Μυρτιþτισσας üλον τον τελευταßο καρü στη πονεμÝνη Μαρßα. Κι εκεßνη της εμπιστεýθηκεν εκμυστηρεýσεις και τα τελευταßα χειρüγραφÜ της. ΑυτÞ με τη σειρÜ της μου δþρισε τρßα χειρüγραφÜ της, απü τα χαρισμÝνα της, χειρονομßα που εκτßμησα ιδιαßτερα και με κατασυγκßνησε. Με συντροφεýουνε σÞμερα κορνιζωμÝνα ζωντανεýοντας στη μνÞμη μου 2 κορυφαßες αντιπροσþπους της νεοελληνικÞς ποßησης.
ΦτωχÞ, αλλÜ ζωηρÞ κι ακοßμητη η μßα και μοναδικÞ εικüνα που 'τυχε να κρατÞσω απü τη Μ. Π. Θα πÞγαινε η αδερφÞ μου, η ΓαλÜτεια, να την επισκεφθεß στη Σωτηρßα και με πÞρε μαζß. Το δωμÜτιο που τη βρÞκαμε Þτανε ξεμοναχιασμÝνο στον αυλüγυρο του νοσοκομεßου. Στο δωμÜτιο Þταν κι Üλλοι επισκÝπτες. ΑνÜμεσα στα κενÜ που σχηματßζονταν διÝκρινα ξαπλωμÝνη μιαν ωραßα νεανικÞ μορφÞ με στεφÜνι γýρω στη μορφÞ τα μαýρα της μαλλιÜ. Σ' Ýνα παλαιικü λαβομÜνο και σ' Ýνα τραπÝζι εντυπωσßαζαν τα μεγÜλα κλωνÜρια απü ανθισμÝνες αμυγδαλιÝς. ΓÝμιζαν κι αρωμÜτιζαν το δωμÜτιο.
Στις "Τρßλιες Που ΣβÞνουν" υπÜρχει Ýνα τραγοýδι της που αρχßζει:
Θα πεθÜνω μιαν αυγοýλα μελαγχολικÞ του Απρßλη...
ΠÝθανε στις 30 Απρßλη 1930.
O ΓιÜννης ΧονδρογιÜννης
Ο Κþστας ΠαπαδÜκης, ο ΓιÜννης ΧονδρογιÜννης, η ΛιλÞ ΖωγρÜφου, που της Ýγραψε τη πιο εμπεριστατωμÝνη κι ολοκληρωμÝνη μονογραφßα, αποδÝχονται την εκδοχÞ πως αυτοκτüνησε μ' ενÝσεις μορφßνης.
Εισαγωγικü Σημεßωμα ¸λλης Αλεξßου στο βιβλßο "ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ: ΠοιÞματα" Εκδüσεις "Γ. Οικονüμου"
ΑθÞνα 23-3-1981
========================
ΑνÜμεσα σ' ολÜνθιστες βατιÝς
χαροýμενα πουλÜκια που πηδοýν
αθüρυβα -της ευτυχßας ματιÝς-
τ' ασημωτÜ νερÜ λαμποκοποýν
του ποταμοý -χαρÜ της λαγκαδιÜς-
και βιαστικÜ πηγαßνουν και περνοýν
στην Üβυσσο να πÝσουνε με μιας,
να πÝσουν να χαθοýν!
¼νειρο
¢νθη μÜζευα για σÝνα
στο βυθü που τριγυρνοýσα.
Χßλια αγκÜθια το καθÝνα
κι üπως τα 'σφιγγα πονοýσα.
Να περÜσεις καρτεροýσα
στον βορηÜ τον παγωμÝνο
και το δþρο μου κρατοýσα
με λαχτÜρα φυλαγμÝνο
στη θερμÞ την αγκαλιÜ μου.
¼λο κοßταζα στα μÜκρη.
Η λαχτÜρα στη καρδιÜ μου
και στα μÜτια μου το δÜκρι.
Μες στον πüθο μου δεν εßδα
μαýρη η Νýχτα να σιμþνει
κι Ýκλαψα χωρßς ελπßδα
που δε στα 'χα φÝρει μüνη.
Θα 'ρθεις ΑργÜ
Ως πüτε πια θα καρτερþ να ξαναρθεßς και πÜλι
σαν απü χρüνους μακρινοýς και ξÝνες χþρες πÝρα;
Λιγüστεψε η ζωοýλα μου και μÝρα με τη μÝρα.
ανÞμπορη και τρυφερÞ, σβÞνεται αγÜλι-αγÜλι...
’Ακου στα δÝντρα πÝνθιμα πþς τρßζουνε τα φýλλα,
μηνÜνε το φθινüπωρο. Δες, τ' ουρανοý το χρþμα
το θüλωσαν τα σýννεφα... Μια κρýα ανατριχßλα
στα λουλουδÜκια χýνεται... κι αργεßς, αργεßς ακüμα!
Θα 'ρθεις αργÜ, με τη νυχτιÜ και με τον κρýο χειμþνα,
με το χιονοσαβÜνωμα, με του βοριÜ το θρÞνο
και δε θα βγεις οýτ' Ýνα ρüδο, οýτ' Ýνα αθþο κρßνο
να μου χαρßσεις... οýτε καν μια πÝνθιμη ανεμþνα.
Σωτηρßα
Ας περÜσει πια η μÝρα με το φως της
Η νýχτα γιατß τüσο αργοπορεß;
Στων πεýκων τις σκιÝς μια πολυθρüνα
με καρτερεß.
Των θαλÜμων θα σβÞσουνε τα φþτα
κι ο ýπνος θα 'ρθει σα λιγοθυμιÜ.
¸να αδειανü κρεβÜτι εδþ δßνει
εντýπωση καμμιÜ.
Θα με διπλþσει το σκοτÜδι κι üπως
μες στις βαθιÝς σκιÝς θα μπερδευτþ,
πως εßμαι θα πιστÝψω πÜλι κÜτι
απü τον κüσμο αυτü.
Μüνο στο φüβο θα βαθαßνει η νýχτα
üταν ο Üνεμος θα 'ρθει ξαφνικÜ.
Ο ευκÜλυπτος τα μαλλιÜ του θα τινÜξει
και των ονεßρων μαζß τα μυστικÜ.
Το μυστικüν αγþνα θα γροικÜω
του φθινοπþρου, ανßκητος εχθρüς.
Θα με λικνßζει χαρωπü τραγοýδι
ο απελπισμÝνος θυρωρüς.
Κι αν δε τη καρτερþ, ξÝρω πως θα 'ρθει
η γÜτα αυτÞ που νυχτοπερπατεß,
μια γÜτα που δε ξÝρει τι εßναι χÜδι
και δε το δßνει και δε το ζητεß.
Στα πüδια μου κοντÜ κÜθεται μüνο
αδιÜφορη στο κρýο το παγερü
διακριτικÜ το βλÝμμα μου αποφεýγει
κι εßναι σα να μη ξÝρει απü καιρü.
Γιατß Μ' ΑγÜπησες...
Δε τραγουδþ, παρÜ γιατß μ' αγÜπησες
στα περασμÝνα χρüνια
Και σε Þλιο, σε καλοκαιριοý προμÜντεμα
και σε βροχÞ, σε χιüνια,
δε τραγουδþ παρÜ γιατß μ' αγÜπησες
Μüνο γιατß με κρÜτησες στα χÝρια σου
μια νýχτα και με φßλησες στο στüμα,
μüνο γι' αυτü εßμαι ωραßα σα κρßνο ολÜνοιχτο
κι Ýχω Ýνα ρßγος στη ψυχÞ μου ακüμα,
μüνο γιατß με κρÜτησες στα χÝρια σου.
Μüνο γιατß τα μÜτια σου με κοßταξαν
με τη ψυχÞ στο βλÝμμα,
περÞφανα στολßστικα το υπÝρτατο
της ýπαρξης μου στÝμμα,
μüνο γιατß τα μÜτια σου με κοßταξαν.
Μüνο γιατß üπως πÝρναα με καμÜρωσες
και στη ματιÜ σου να περνÜει
εßδα τη λυγερÞ σκιÜ μου ως üνειρο
να παιζει, να πονÜει,
μüνο γιατß üπως πÝρναα με καμÜρωσες.
Γιατß δισταχτικÜ σα να με φþναξες
και μου Üπλωσες τα χÝρια
κι εßχες μÝσα στα μÜτια σου το θÜμπωμα
-μια αγÜπη πλÝρια,
γιατß δισταχτικÜ σα να με φþναξες.
Γιατß, μüνο για σÝναν Üρεσε
γι' αυτü Ýμεινεν ωραßο το πÝρασμÜ μου.
Σα να μ' ακολουθοýσες üπου πÞγαινα,
σα να περνοýσες κÜπου 'κεß σιμÜ μου.
Γιατß, μüνο γιατß σε σÝναν Üρεσε.
Μüνο γιατß μ' αγÜπησες γεννÞθηκα,
γι' αυτü η ζωÞ μου εδüθη.
στην Üχαρη ζωÞ την ανεκπλÞρωτη
μÝνα η ζωÞ πληρþθη.
Μüνο γιατß μ' αγÜπησες γεννÞθηκα.
ΜονÜχα για τη διαλεχτÞν αγÜπη σου
μου χÜρισ' η αυγÞ ρüδα στα χÝρια.
Για να φωτßσω μια στιγμÞ το δρüμο σου
μου γÝμισε τα μÜτια η νýχτα αστÝρια,
μονÜχα για τη διαλεχτÞ αγÜπη σου.
ΜονÜχα γιατß τüσο ωραßα μ' αγÜπησες
Ýζησα, να πληθαßνω
τα ονεßρατÜ σου, ωραßε, που βασßλεψες
κι Ýτσι γλυκÜ πεθαßνω
μονÜχα γιατß τüσο ωραßα μ' αγÜπησες.
ΚοντÜ Σου
ΚοντÜ σου δεν ηχοýν Üγριοι οι Üνεμοι.
ΚοντÜ σου εßν' η γαλÞνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσüβεργην ανÝμη
ο ρüδινος τυλιÝται στοχασμüς.
ΚοντÜ σου η σιγαλιÜ σα γÝλιο μοιÜζει
που αντιφεγγßζουν μÜτια τρυφερÜ,
κι αν κÜποτε μιλÜμε, αναφτεριÜζει,
πλÜú μας κÜπου η Üνεργη χαρÜ.
ΚοντÜ σου η θλßψη ανθßζει σα λουλοýδι
κι ανýποπτα περνÜ μες στη ζωÞ.
ΚοντÜ σου üλα γλυκÜ κι üλα σα χνοýδι,
σα χÜδι, σα δροσοýλα, σα πνοÞ.
Ποιος ΞÝρει
ΚαμμιÜν απο τις πßκρες μου δε γνþρισες
τις πßκρες μου τις Üσωστες τις μαýρες
και στων ματιþν μου μες στο φεγγοβüλημα
τα δÜκρυα μου στεγνωμÝνα τα 'βρες
Εσý μονÜχα το γλυκü χαμüγελο
καμÜρωσες στα χεßλη μου απλωμÝνο
και Ýχεις μες στων ματιþν μου το ξαστÝρωμα
τον πüθο σου τρελÜ καθρεφτισμÝνο
Με γνþρισες να γÝρνω στην αγÜπη σου
σα πεταλοýδα στ' Üλικο λουλοýδι
και να σκορπßζω üσο η καρδιÜ μου δßνονταν
μεθυστικü το ερωτικü τραγοýδι
¢νοιξη
Φοýντωσ' η ¢νοιξη κι εδþ σε κÜθε δÝντρου κλþνο.
Τα πÜρκα λουλουδßσανε κι εκεßνα.
Μα δε μου λÝει η γιορτερÞ χαρÜ τους παρÜ μüνο
πως λεßπω μακριÜ 'πü σÝν' ΑθÞνα.
¸ρχετ' ακÜλεστη, βουβÞ, μες στου ηλιοý το θÜμπος
βροχοýλα που κανεßς δεν υποπÝφτει
και νιþθω η νοσταλγßα σου καθþς μ' ανÜφτει, σÜμπως
ξεχωριστÜ για μÝνανε να πÝφτει.
ΖωÞ
ΞεχωριστÜ μες στ' Üλλα
δÝντρα, δÝντρα ολüισια,
βουβÜ τα κυπαρßσια
στο μεσημÝρι ντÜλα.
ΤρελÝς ξελογιασμÝνες
λεýκες, τ' ωραßο σας γÝλιο
εßναι σα περιγÝλιο
στις νýχτες τις θλιμμÝνες.
Πεýκα, κρυφÞ κατÜρα
θρηνεß μες στα κλαδιÜ σας
κι αγγßζει τη καρδιÜ σας
του Þλιου η λαχτÜρα.
ΧλωρÞ στρωμνÞ στον Þλιο
οι καρυδιÝς που δßνουν
οι σκιες στις ρßζες στÞνουν
το μαýρο τους βασßλειο.
Οι παπαροýνες λαýρα
φανταχτερü λουλοýδι.
Φεýγει η ζωÞ τους χνοýδι
στη παιχνιδιÜραν αýρα.
ΒαρειÜ ΚαρδιÜ
Πως με κοιτÜς Ýτσι γλυκÜ, νÝο μ' ανθÜκι χαρωπü!
Δεßχνεις üλες τις χÜρες σου σε με και δε φοβÜσαι;
Αχ! Ýχω τη καρδιÜ βαριÜ... μα δε θα σου το πω
γιατß, κÜλλιο ασυλλüγιστο κι ευτυχισμÝνο να 'σαι.
Πως με κοιτÜς Ýτσι γλυκÜ... συ, τüσο νιü και χαρωπü;
ΤρÝμει η καρδιÜ μου μια στιγμÞ σα κÜτι να προσμÝνω...
Αλß! Ýχω βÜρος στη καρδιÜ. Μα δε θα σου το πω
γιατß κÜλλιο ασυλλüγιστο να 'σαι κι ευτυχισμÝνο.
Με τρþει η Ýγνοια να σταθþ κοντÜ σου μια στιγμοýλα
και τη καρδια μου στη γλυκιÜ σου μυρωδιÜ να λοýσω.
Με καßει ο πüθος σκýβοντας πÜνω σου σα βεργοýλα
του φτÜχτη, τον τρελü παλμü της νιας σου ζωÞς ν' ακοýσω.
Τολμþ τ' Üσωτα χÝρια μου κÜποια στιγμÞ ν' απλþσω
τα θελκτικÜ σου χρþματα στην üψη σου ν' αγγßσω
μα κÜτι, σα να μη μπορþ κει που 'σαι να σε σþσω
κÜνει βαριÜ τα χÝρια μου κÜτω να πÝφτουν... πßσω...
Οýτε Κι Εδþ...
Οýτε κι εδþ στη ξενητιÜ που μ' Ýχει ρßξει
καθþς με συγκυλÜ της δυστυχßας το κýμα,
βρÞκα τη ταφικÞ του ναυαγßου γαλÞνη.
Τα σωθικÜ μου αν τα 'χει η μαýρη δßψα φρßξει
κι αν η φωνÞ μου απ' τη κραυγÞ του πüνου σβÞνει
μα πÜντα θα 'μαι του ονεßρου τ' αστεß θýμα.
Καθþς φωτßζαν πÜνω μου τα δυο σου μÜτια,
των λογισμþν μου σκßζοντας το μαýρο βýθος,
το δρüμο προς τα χεßλη σου βρÞκ' ÜθελÜ μου.
Κοßτομαι μπρος σου κι ονειρεýομαι παλÜτια
νεραúδικÜ, σαν σπ' αυτÜ που θÝλει ο μýθος
και δε κοιτÜζω πως Θεüς στη ζωÞ μου μπαßνεις
Εσý, κι εμÝνα πüσο ανÜξιο το ÝνδυμÜ μου...
¼νειρο
Δε μ' Ýφταν' οýτε καν αχüς
μες στη ζωÞ που ζοýσα.
Κι η θýμηση λιγüθυμη
των üσων αγαποýσα.
Κι Þρθ' η ματιÜ σου γελαστÞ
εαρινÞ αχτßδα
και για τα, που μου λεßψανε
μου μßλησε μ' ελπßδα.
Μα εßν' οι χαρÝς μας φτερωτÝς
και το φθινüπωρο εßναι
μÝσα στην ßδια μου φωνÞ
που σου φωνÜζει: -"Μεßνε".
Και της ματιÜς σου ο γελαστüς
Þλιος θα βασιλÝψει
και τ' üνειρο θα ξεχαστεß
προτοý καν αληθÝψει.
Μη Με ΒλÝπετε Που Κλαßω...
Ω μη με βλÝπετε που κλαßω,
δεν Ýχω θλßψη στη ψυχÞ μου.
¼,τι εßχα στη ζωÞ μου ωραßο
χÜθηκε κι εßμαι μοναχÞ μου.
Εßν' η ζωÞ μου χωρßς χÜρη,
χωρßς χαρÜ και χωρßς λýπη.
Κι αν τη ματιÜ δε μου 'χουν πÜρει
ο λογισμüς μου πÜντα λεßπει.
Με τι σκιÝς μαζß γυρßζω.
Η μοναξιÜ πλατιÜ με ζþνει.
Τους τüπους πια δε τους γνωρßζω.
Νιþθω πυκνü να πÝφτει χιüνι.
Τßποτε 'δω δε με πλανεýει.
Τßποτε 'κει δε μ' οδηγÜει.
Η σκÝψη μου üλο και στενεýει,
ενþ η καρδιÜ μου üλο λυγÜει.
Ω μη με βλÝπετε που κλαßω,
κÜποια παλιÜ συνÞθεια θα 'ναι.
Τα μυστικÜ μου üλα σας λÝω,
τþρα που πια δε με μεθÜνε...
ΧαμÝνα
ΠροσμÝνω εßν' η ψυχÞ μου ελπßδα
στη νýχτα τη τρισκοτεινÞ
τον Þλιο τÝτοιο που πρωτοεßδα
εκεß αντικρý μου να φανεß.
ΠροσμÝνω που σημαßνουν τþρα
στριγγÝς φωνÝς τον χαλασμü,
προσμÝνω τη γαλÞνιαν þρα,
τον βραδινü χαιρετισμü.
Στη ξερασιÜ τþρα το χιüνι
που 'χει σα σÜβανο απλωθεß,
το μακρεμÝνο χελιδüνι
προσμÝνω πως θα ξαναρθεß.
¼λα προσμÝνω τα χαμÝνα
κι η ελπßδα μÜγισσα μια γρια
που λÝει πως Ýρχοντ' ολοÝνα
οι σκιες που χÜνονται μακριÜ.
ΔειλινÜ
ΠερνÜ εμπρüς μου η μÝρα
σημÜδι φωτεινü.
Και πÜντα Ýτσι με βρßσκει
απÜντεχο απü πÝρα
βαρý το δειλινü.
Το φως σου θα στερÝψεις
ελπßδα μου χρυσÞ,
θα σε σιμþσουν οι ßσκιοι
κι Ýτσι μοιραßα θα γνÝψεις
στο δειλινü κι εσý.
Εικüνα
Στα μαλλιÜ κερδßζει πλÜτια
η σκοτεινιÜ.
Και πιο κÜτω μες στα μÜτια
η τρικυμιÜ.
ΠÝρα που στα χεßλη ανÜφτει
αχνü Ýνα φως,
μου 'φυγε´γοργÜ κι εθÜφτη
ο στοχασμüς.
Σαν ΠεθÜνω
Θα πεθÜνω μιαν αυγοýλα μελαγχολικÞ τ' Απρßλη
üταν αντικρý θ' ανοßγει μες στη γλÜστρα μου δειλÜ
Ýνα ρüδο -μια ζωοýλα. Και θα μου κλειστοýν τα χεßλη
και θα μου κλειστοýν τα μÜτια μοναχÜ τους σιωπηλÜ.
Θα πεθÜνω μιαν αυγοýλα θλιβερÞ σα τη ζωÞ μου,
που η δροσιÜ της, κüμποι δÜκρι θα κυλÜ πονετικü
στ' Üγιο χþμα που με ρüδα θα στολßζει τη γιορτÞ μου,
στ' Üγιο χþμα που θα μου 'ναι κρεβατÜκι νεκρικü.
¼σ' αγÜπησα στα χρüνια της ζωÞς μου θα σκορπßσουν
και θ' αφανιστοýν μακριÜ μου, σýννεφα καλοκαιριοý.
¼σα μ' αγαπÞσαν μüνο θα 'ρθουν να με χαιρετßσουν
και χλωμÜ θα με φιλοýνε σαν αχτßδες φεγγαριοý.
Θα πεθÜνω μιαν αυγοýλα μελαγχολικÞ τ' Απρßλη.
Η στερνÞ πνοÞ μου θα 'ρθει να στο πει και τüτε πια,
üση σ' απομÝν' αγÜπη, θα 'ναι σα θαμπü καντÞλι
-φτωχÞ θýμηση στου τÜφου μου την απολησμονιÜ.
Μια ΕπιστολÞ
"Αυτü εßναι το γρÜμμα μου στον κüσμο που ποτÝ δεν Ýγραψε σε μÝνα..."
ºσως το γρÜμμα αυτü να μη διαβαστεß ποτÝ, απü κανÝναν, αλλÜ στ' αλÞθεια, δε με νοιÜζει. ºσως μÝχρι να φτÜσει στα χÝρια σας νÜχω πεια ολüτελα ξεχαστÞ απ' üλους. ΑλλÜ, οýτε δα κι αυτü το τελευταßο με νοιÜζει. ΕξÜλλου, δεν Ýχω και πολλÜ να σας πω, θÝλω μüνο να σας θυμßσω üτι κÜποτε υπÞρξα. ΚÜποτε υπÞρξα κι' Þμουν και ζωÞ και θÜνατος μαζß. Και ΖωÞ και ΧÜρος Þμουν!
¸ζησα, τομολογþ, μια ζωÞ δηλητηριασμÝνη, γι' αυτü θαρρþ αποφÜσισα να την εγκαταλεßψω. Εκεßνο που για τους Üλλους Þτανε ζωÞ, για με Þταν θÜνατος. Γεννιüμουνα και πÝθαινα κÜθε μÝρα, þρα και στιγμÞ. Ζοýσα με τον θÜνατο, ζοýσα για να πεθÜνω, μα τουλÜχιστον δε ζοýσα νεκρÞ üπως οι γýρω μου, τα μικρÜ αστεßα ανθρωπÜκια που λÝγαν πως μ' αγÜπησαν κι ας μη μπüρεσαν ποτÝ κι ας μη τüλμησαν ποτÝ να διαβÜσουν τη ψυχÞ ποýκρυβε περßσσιο φως και σκοτÜδι μÝσα της. ΚατÜ βÜθος με φοβüντουσαν και δεν αργοýσαν να τραποýν εις Üτακτον φυγÞν. Δεν Üντεχαν να με κοιτοýν κατÜμματα, μη τýχει και τους κλÝψω τη ψυχÞ τους.
ΑγαπÞθηκα, αγαπÞθηκα πολý, μα μπορεß ποτÝ κανεßς να φαντασθÞ üτι λυπüμουνα βαθειÜ üταν καταλÜβαινα üτι μ' αγαποýσαν; Εγþ, ßσως να μην αγÜπησα αρκετÜ, üχι üσο Ýπρεπε. Τον ιδανικü μου Ýρωτα θαρρþ τον Ýζησα στη φαντασßα μου. Η ψυχÞ μου κι η αγÜπη γεννÞθηκαν την ßδια μÝρα. Αυτü το Ýνιωθα μÝσα μου κι üμως δε πßστευα üτι θα υπÞρχε μÝρα που θα μου αποδεßκνυε πως αγαποýσα αληθινÜ. Δεν εßνε στ' αλÞθεια τραγικü, μια μεγÜλη ειρωνεßα, να μιλοýν για την αγÜπη Üνθρωποι που δεν τη γνωρßζουν και να σιωποýν εντελþς εκεßνοι που νοιþθουν τη ψυχÞ τους να πνßγεται στον πüνο της;
Πολλοß λÝγαν üτι ζοýσα μες στο κεφÜλι μου. ΚÜτι Ýπρεπε να πουν κι αυτοß! Πως Üλλως θα με κατÝτασσαν σε συγκεκριμÝνη κατηγορßα ανθρþπων; 'Ανθρωποι, ανθρωπÜκια! Η ζωÞ Ýνα τερÜστιο ψÝμα που Üλλοι το αγαπÜνε κι Üλλοι -οι λßγοι- προσπαθοýν να το κÜνουν αληθινÞ ζωÞ. Εσεßς, αγαπητοß Üγνωστοß μου φßλοι, πως ζεßτε; Ζεßτε;
Μια φÜρσα, αυτü Þταν η δικιÜ μου ζωÞ. Κανεßς δε τη κατÜλαβε.ΓεννÞθηκα χωρßς να το θÝλω, Ýζησα στο περßπου και σκηνοθÝτησα το θÜνατü μου. Κι üμως αγαποýσα τη ζωÞ, αλλÜ πÜντα αυτÞ μοýπαιρνε ü,τι Üλλο αγαποýσα. Μου Ýλειπε πÜντα μια καρδιÜ που να πονÞ για μÝνα. Κι Þταν δýσκολο, δýσκολο πολý να ζω μονÜχη μου μες σ' Ýνα κüσμο τüσο παρÜλογα προσκολλημÝνο στα μικρÜ της ζωÞς και στο τßποτα. ¹μουνα σαν παρÜσιτο, σαν μαýρο ξωτικü που Ýχασε το δρüμο κι αντß να ταξιδÝψει στον ονειροκüσμο του, ξÝπεσε σε τοýτη δω τη γη.
ΜÜλιστα, κÜποια φορÜ, κÜποιος με ρþτησε κρυφÜ αν εßμαι χÞρα σαν φοροýσα μαýρα βαριÜ. ΕγÝλασα. ΑλÞθεια Þταν! αν μÜντεψε τη ψυχÞ μου, καλÜ την ωνüμασε χÞρα!
Εßναι που θα παρακαλοýσαν να εßχαν ζÞσει στην εποχÞ μου. Εγþ, θÜθελα να ζÞσω σε κÜποιαν Üλλην εποχÞ. ¸ζησα ανÜμεσα σε μια γενειÜ ηττημÝνη. ΚÜποιοι απü μας κÜναν τον πüνο στßχο, την οργÞ τραγοýδι, αλλÜ κανεßς δεν τüλμησε -οýτ' απü μας, οýτ' απü τους Üλλους- δεν τüλμησε να ξεφýγει απü το χαραγμÝνο μονοπÜτι, δεν τüλμησε να πει ü,τι στ' αλÞθεια σκεφτüτανε, δεν τüλμησε να κÜνει ü,τι στ' αλÞθεια Þθελε να κÜνει. Οι περισσüτεροι Þταν -Þμασταν- δειλοß που 'ψαχναν απλÜ ναýρουν την αυτοεπιβεβαßωσÞ τους. ΚÜτι νÝοι σκυθρωποß κι ανÜπηροι. Ολßγοι γÝροι με κακüβουλο ýφος. ΚÜτι δεσποινßδες σαλατολüγοι κι υπερφßαλοι! Απüκληροι της αντßληψης.
Κι üμως ανÜμεσα σ' αυτοýς Þταν κι ο Κ. (εννοεß τον ΚαρυωτÜκη) ο μüνος που θα μποροýσε ποτÝ να με καταλÜβει, αλλÜ οýτε κι εκεßνος τüλμησε. Μοýπε μÜλιστα, πως με λυπüταν γιατß τον αγαποýσα, πως Þμουνα γι' αυτüν μια παρηγοριÜ. Τüχε η εποχÞ, κανεßς δεν Þταν ο εαυτüς του! Γι' αυτü θαρρþ κι Ýζησα τüσο μüνη κι ας εßχα πÜντοτε κÜποιους να με συντροφεýουν, αδÝλφια μου σ' Ýνα πüνο που δε θα μποροýσαν ποτÝ να συλλÜβουν. ¸καναν τα πÜντα για με, αλλÜ η αγÜπη τους Þταν μια θυσßα που ποτÝ δε δÝχτηκα μ' ευμÝνεια κι οι ανησυχßες τους χειροπÝδες για μÝνα.
"Πüσο εßναι αστεßα η ζωÞ μα και πüσο αστειüτεροι εßμαστε μεις που την ανεχüμαστε τÝτοια", Ýγραψα, θυμÜμαι, κÜποτε στο ημερολüγιü μου. Μα, απü τüτε Ýχουν πεια περÜσει χρüνια. Πüσα, δεν ξεýρω, αφοý ο χρüνος δεν Ýχει πια για με καμμßα σημασßα. Τþρα, εßμαι κÜπου αλλοý και ζω -αν τοýτη δω η κατÜσταση θεωρεßται ζωÞ- μες απü τις αναμνÞσεις μου.
Ξεφυλλßζω τα τετρÜδια του μυαλοý και κυττÜζω πßσω. ¼λα ζητÜω τα χαμÝνα, τις μικρÝς στιγμÝς, τον αγαπημÝνο. Γυρνþ το βλÝμμα και κυττÜζω πÜντα το δρüμο που αφÞσαμε. Εßνε μακρýς, σκοτεινüς, γεμÜτος δυσκολßες και φρßκη, εßνε τüσο μακρýς, τüσο δýσκολος κι üμως -ΘεÝ συγχþρεσÝ με- θα τον Ýπαιρνα με τη καρδιÜ γεμÜτη δÜκρυα και μεταμÝλεια. Με τη καρδιÜ δεμÝνη με τα σßδερα της αμαρτßας θα ξεκινοýσα να σ' εýρω μοναδικÞ κι αξÝχαστÞ μου αγÜπη. Δε θÝλω τßποτε Üλλο, μüνο να φτÜσω, να σταθþ κοντÜ σου τüσο που φτÜνει για να ιδþ, να ιδþ το πρþτο βλÝμμα σου κεßνο που μου 'ριχνες σαν Ýφτανα, τις μικροýλες üλες εκεßνες ρυτßδες στο πρüσωπü σου, να ιδþ τα χÝρια σου ν' απλþνονται σε μÝνανε να με αγκαλιÜσουν, να ιδþ, να νοιþσω το φßλημÜ σου. Εßνε τüσο μεγÜλος ο καûμüς κι εßμεθα τüσο μικροß Ýνας-Ýνας εμεßς οι Üνθρωποι που τον αποτελοýμεν.
Τα λüγια αυτÜ ßσως ν' ακοýγονται σαν παραλÞρημα ενüς ετοιμοθανÜτου, μα, αλß, δε μπορþ να πεθÜνω αφοý εßμαι απü χρüνια πεια νεκρÞ. ¼σο ζοýσα, üσο Ýζησα, Þμουνα παιδß. ¹μουν Ýνα παιδß Üμυαλο, μπορþ να το παραδÝχωμαι αλλÜ και ποιο παιδß δεν εßνε Üμυαλο; ¸να παιδß εßμαι ακüμη! ¸να παιδß που γρÜφει σε σας, τους Üγνωστοýς του φßλους, για να τους πει: να μεßνετε πÜντα παιδιÜ κι αν εßνε δυνατüν Üμυαλα παιδιÜ. Να ζÞσετε τη ζωÞ σας με τρÝλλα, να ζÞσετε παρÜλογα, να σκοτþσετε τη λογικÞ ποýνε ο φονιÜς της χαρÜς και της ζωÞς, να τολμÞσετε να κÜνετε τα δýσκολα, τα μεγÜλα, τα σημαντικÜ, ν' ακολουθÞσετε τα δýσβατα μονοπÜτια, ν' αφÞσετε να θρονιαστεß στη καρδιÜ σας για πÜντα η Üνοιξη και το χαμüγελο στα χεßλη, ν' αγαπÞσετε με πÜθος και να καεßτε απü τη φλüγα της αγÜπης σας, να κÜνετε τον πüνο, τη χαρÜ, τη κÜθε σας στιγμÞ τραγοýδι κι üταν Ýρθη η þρα η στερνÞ να πεθÜνετε üχι απü πλÞξι, αλλÜ απü ειλικρßνεια üπως ο φßλος τζßτζικας, που τüσο ωραßα τα Ýλεγε μα μεις τα παßρναμε για γκρßνια.
Τþρα, καθþς γρÜφω τις τελευταßες γραμμÝς, κυττþ πßσω κι αντιλαμβÜνομαι πüσο στÜθηκα τυχερÞ: Ýζησα ελεýθερη üσο καμμιÜ Üλλη γυναßκα της εποχÞς μου, Ýκανα πρÜγματα που δεν Ýκανε καμμιÜ Üλλη κι αγαπÞθηκα üσο λßγες. Και, δεν το ξεχνþ, καθþς το βλÝμμα μου Ýσβηνε, κεßνη τη μελαγχολικÞ αυγοýλα τ' Απρßλη, δεν Þμουν πεια μüνη. ΝÝοι που μ' αγÜπησαν Þρθαν να μ' αποχαιρετÞσουν και φßλες γκαρδιακÝς στο προσκεφÜλι μου Ýνα τελευταßο τραγοýδι να μου χαρßσουν.
Αυτü εßναι το γρÜμμα μου στον κüσμο που ποτÝ δεν Ýγραψε σε μÝνα, üπως λÝει κι η καλÞ μου φßλη.
Με αγÜπη
Μαρßα Πολυδοýρη