ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÊñõóôÜëëçò Êþóôáò: ÓðÜíéá ËáëéÜ, Ãç ÐïôéóìÝíç

...Παρακαλþ σε, σταυραητÝ, για χαμηλþσου ολßγο,
και δüσμου τες φτεροýγες σου, και πÜρε με μαζß σου,
πÜρε με απÜνου στα βουνÜ, τι θα με φÜει ο κÜμπος!  Κ. Κ.

Βιογραφικü

     Ο Κþστας ΚρυστÜλλης Þταν ¸λληνας -ΒλÜχικης καταγωγÞς- ποιητÞς. χρονικογρÜφος, λαογρÜφος, που δυστυχþς πÝθανε πολý νÝος, μüλις 26 ετþν απü φυματßωση και δεν πρüλαβε να ξεδιπλþσει το τερÜστιο ταλÝντο του, -üιχι πως Ýκανε και λßγα, στο λßγο που Ýζησε. ΑνÞκε στο ρομαντισμü κι υπÜγεται στην ΑθηναúκÞ ΣχολÞ. ΛÜτρευε τα γρÜμματα, διÜβαζε κι Ýγραφε απü μικρüς, βραβεýτηκε μÜλιστα 2 φορÝς. Χρßστηκε Εθνικüς ΠοιητÞς με τη συλλογÞ Αι Σκιαß Του ¢δου, που εξÝδωσε στη τουρκοκρατοýμενη τüτε ¹πειρο και διþχθηκε απü τον κατακτητÞ. ΑνÝχεια κι αρρþστια τον αναγκÜσανε να σταματÞσει το σχολεßο και να εργαστεß, πρÜγμα που επιδεßνωσε την αρρþστια του με συνÝπειτα τον πρüωρο θÜνατÜ του, ΔÝχθηκε αρκετÝς κριτικÝς το Ýργο του και καλÝς (ΠαλαμÜς, Ξενüπουλος) και κακÝς (ΘεοτοκÜς, ¢λκης Θρýλος), αλλÜ σε γενικÝς γραμμÝς Ýχει κερδßσει τη θÝση του στην Αθανασßα.
     ΓεννÞθηκε στο ΣυρρÜκο της Ηπεßρου, το 1868. ¼μορφο βλαχοχþρι στη Πßνδο, σε υψüμετρο 1800 μ. με κατοßκους ΒλÜχους νομÜδες κτηνοτρüφους, οπως σ' ολα, που το καλοκαßρι ανεβαßνανε στο χωριü και το χειμþνα κατεβαßνανε στα πεδινÜ των Ιωαννßνων. Αργüτερα οι κÜτοικοι Üρχισαν να ασχολοýνται και με το εμπüριο, που αρκετοß σημεßωσαν εξαιρετικÝς επιτυχßες, Το üνομÜ του Þταν αρχικÜ ΚρουστÜλλης κι Þτανε γüνος αρχοντικÞς οικογÝνειας ΒλÜχων, πρωτüτοκο παιδß του ευκατÜστατου Ýμπορα Δημητρßου ΚρουστÜλλη και της Γιαννοýλας κüρης του αρχιτσÝλιγγα ΓÜκη Ψαλßδα. Μαρßα, ΕλÝνη, Περσεφüνη και Γοýλας Þτανε τα 4 μικρüτερα αδÝλφια του. Το Üλλαξε αργüτερα που κατÝβηκε στην ΑθÞνα, για το φüβο των Τοýρκων. Θα περÜσει τα παιδικÜ του χρüνια στο χωριü, δÝθηκε με τη φýση και τον τüπο του που αγÜπησε υπÝρμετρα κι εξýμνησε με πÜθος στα Ýργα του, τüπο παραδεισÝνιο, σκαρφαλωμÝνο στη βουνοκορφÞ, με τον ¢ραχθο να κυλÜ στο βÜθος της χαρÜδρας κι απÝναντι στενÜ συνδεδεμÝνο μαζß του, το διασημüτερο και πλουσιüτερο των ΒλÜχικων χωριþν, οι Καλαρρýτες.



     Εßχε τη τýχη να 'ναι ο Üρχοντας πατÝρας του σημαντικüς παρÜγων του τüπου και ταυτüχρονα καλλιεργημÝνο Üτομο που Ýσπρωχνε τον αγαπημÝνο πρωτüτοκο στα γρÜμματα, στην αγÜπη για τη πατρßδα ΕλλÜδα. Εκεß κÜπου χρονολογικÜ, θα χαραχτοýνε τα νÝα σýνορα της χþρας, οι Καλαρρýτες περνÜνε στην ελεýθερη ΕλλÜδα, το ΣυρρÜκο μÝνει στους Τοýρκους. Μοιραßο για τον πατÝρα γεγονüς και για üλους τους ΒλÜχους της σκλαβωμÝνης ακüμα Ηπεßρου εßναι το γεγονüς αυτü, για πατριωτικοýς αλλÜ και για οικονομικοýς λüγους, επειδÞ κüβει τις συναλλαγÝς με την υπüλοιπη ΕλλÜδα, Θεσσαλßα κλπ. ΜεγÜλο το κτýπημα για τον Ýμπορα ΚρυστÜλλη κι αρχÞ της μη αναστρÝψιμης οικονομικÞς καταστροφÞς του εμπορικοý μαγαζιοý του στα ΓιÜννινα.  Σε σημεßο μÜλιστα κÜποια στιγμÞ να κλεßσει την επιχεßρηση κι αν κι Üρχοντας, παρÜγων του τüπου να εργαστεß υπÜλληλος για να συντηρÞσει τη φαμßλια του.
     Δε θα μποροýσε να υπÜρξει καλλßτερη περιγραφÞ της εμφÜνισης και των αισθημÜτων του ποιητÞ απü το δικü του ποßημα Αι Οδýναι Μου, (βλ. κÜτω) που ο νεαρüς μας περιγρÜφει το βαθý πüνο του, απü τη κατÜσταση που απüτομα αλλÜζει τη ζωÞ του. Εßναι αγüρι στα 12, ευτυχισμÝνο στο Αρχοντικü στο ΣυρρÜκο με μια μÜνα που τονε λατρεýει, τον πατÝρα να Ýρχεται κÜθε τüσο απü τα ΓιÜννινα που 'χει τα εμπορικÜ του, στο χωριü να τους δει, τελειþνει αριστοýχος το δημοτικü, λατρεýει τα βουνÜ και το χωριü, διαβÜζει και γρÜφει απ' αυτÞ την ηλικßα, εßναι περÞφανος για τους αγþνες του πατÝρα του απογüνου ΒλÜχων ηρþων κατÜ των Τοýρκων για τη λευτεριÜ της Ηπεßρου. Πεθαßνει η μητÝρα απü φυματßωση, ασθÝνεια που κληρονομοýνε τα 2 αγüρια της οικογÝνειας, ο Κþστας κι ο Γοýλας (Γιþργος). ¼λα αλλÜζουν, üλα ανατρÝπονται, ο πατÝρας τον παßρνει μαζß , να σπουδÜσει, ζει μαζß του, ξεκινÜ το Ελληνικü Δημοτικü και μετÜ το ΓυμνÜσιο των ΖωσιμÜδων που εßναι 4τÜξιο, στο διÜστημα 1879-85, μÝχρι που διÝκοψε τις σπουδÝς του επειδÞ αρρþστησε κι ο πατÝρας του τον Ýστειλε στο χωριü οπου το κλßμα ειναι κατÜλληλο για την αντιμετþπιση της αρρþστιας.



     Εν τω μεταξý Ýχει ηδη αρχßσει να επηρεÜζεται απο το εθνικü κßνημα της εποχÞς δεδομÝνου οτι το ΣυρρÜκο ηταν ακüμη Τοýρκικο και παρÝμεινε οριακÜ στη Τουρκßα και με την νÝα οριοθÝτηση των συνüρων μετÜ τη προσÜρτηση της Θεσσαλßας στην ΕλλÜδα. Εχει αρχßσει να γρÜφει τα πρþτα του ποιÞματα σε γλþσσα καθαρεýουσα, ενω συγχρüνως ασχολεßται με το την εθνικüτητα της Ηπεßρου και την Ελληνικüτητα των ΒλÜχων, για τα οποßα συλλÝγει οσα περισσüτερα στοιχεßα μπορεß, πολεμþντας την ΡομουνικÞ προπαγÜνδα που εßναι σε πλÞρη εξÝλιξη απο κÜποιον Μαργαρßτη. Αυτüς με τη προπαγÜνδα του προσπαθεß να εξεγεßρει τους βλÜχους της ΕλλÜδος σε αποδοχÞ ρομουνικÞς εθνüτητας και καταγωγÞς. Τις καλοκαιρινÝς διακοπÝς του σχολεßου τις πÝρναγε στο χωριü ασχολοýμενος εντατικÜ και αποκλειστικÜ με την συλλογÞ στοιχεßων για εθνικÞ παρÜδοση των βλÜχων της Πßνδου και τα καταγρÜφει. Το 1886 ολοκληρþνει τη 1η σημαντικÞ συλλογÞ ποιημÜτων, Ýνα επýλλιον με τßτλο Αι Σκιαß Του ¢δου με Ýντονο το εθνικüαπελευθερωτικο πνεýμα κι αναφορÝς στις συνθÞκες της υπüδουλης ζωÞς στους Τοýρκους και για τον λüγο αυτüν αργüτερα θα διωχθεß.
     Ο Μαργαρßτης ζÞτησε τüτε ἀπὸ τὸ γερο-ΚρυστÜλλη, νὰ τοῦ δþσει τὸν Κþστα νὰ τονε στεßλει γιὰ δωρεὰν σπουδὲς στὸ ΒουκουρÝστι. Μὲ τὴν πρüταση αὐτὴ ὁ πατÝρας πληγþθηκε στὴν ἐθνικὴ φιλοτιμßα του, καὶ μÜλιστα ἐρÜπισε τὸν πρÜκτορα. Τὰ ἴδια πατριωτικὰ αἰσθÞματα εἶχε κι ὁ νεαρὸς μαθητὴς-ποιητÞς, που εἶχε κιüλας τελειþσει τüτε το πρωτüλειο Αἱ Σκιαὶ Τοῦ Ἅδου. Ἡ ποιητικὴ αὐτὴ σýνθεση, μολονüτι ἄτεχνη, παλλüταν ἀπὸ πατριωτικὴ ἔξαρση. Ὁ πρÜκτορας τῆς ρουμανικῆς προπαγÜνδας βρῆκε τὴν εὐκαιρßα νὰ ἐκδικηθεῖ. ΚατÜγγειλε τo ἔργο στὸν Τοῦρκο στρατιωτικὸ διοικητÞ, που διÝταξε τὴ σýλληψÞ του. Οἱ συμμαθητÝς του τῆς Ζωσιμαßας τὸν βοÞθησαν νὰ κρυφτεῖ, κὶ ὕστερα ἀπὸ μεγÜλες περιπÝτειες, τὰ Χριστοýγεννα τοῦ 1888, κατüρθωσε νὰ περÜσει τὰ σýνορα καὶ να καταφýγει στὴν ἈθÞνα.



     Ο πατÝρας θα νυμφευτεß ξανÜ εγκαθιστþντας τη μητρυιÜ στο σπßτι στο ΣυρρÜκο, θα αποκτÞσει κι Üλλα παιδιÜ, ο Ýφηβος Κþστας που Þδη παρουσιÜζει τα πρþτα συμπτþματα της ασθÝνειÜς του πληγþνεται κατÜκαρδα: δεν αποδÝχτηκε ποτÝ τη μητριÜ και δε συγχþρεσε γι' αυτü ποτÝ τον πατÝρα του με τον οποßο δεν Ýκανε ιδιαßτερα στενÞ σχÝση μÝχρι το θανατü του. Τον αγαπÜ üμως, χαßρεται που ζει μαζß του στα ΓιÜννινα και δε διαμαρτýρεται για τις Üσχημες οικονομικÝς συνθÞκες διαβßωσÞς τους. Απεναντßας üταν μετÜ το Ελληνικü κüβει το σχολεßο για λüγους οικονομικοýς αλλÜ κι υγεßας θα τονε βοηθÜ στο εμπορικü του μιας κι Ýχουν απολυθεß με τη φτþχεια, οι υπÜλληλοι. ΞανÜ στο σχολεßο,-1888- καημüς του να μÜθει γρÜμματα και καημüς του πατÝρα, φοιτÜ στην Α' Γυμνασßου, üμως στη Β' üλα σταματοýν με το κυνÞγι του απü τους Τοýρκους και το παρÜνομο φευγιü του στην Ελεýθερη ΕλλÜδα, στη ΑθÞνα, αρχÝς του 1889. Θ
α του δοθεß η ευκαιρßα αργüτερα μετÜ το Ελληνικü üταν θα διακüψει τις σπουδÝς του για λüγους υγεßας κυρßως, η ευκαιρßα να περιοδεýσει στα βουνÜ του Πßνδου να καταγρÜψει Þθη κι Ýθιμα, παραδüσεις και θρýλους της Ηπεßρου, την ιστορßα των ΒλÜχων. Εßναι ακüμα μαθητÞς, η μüρφωσÞ του üμως περνÜ κατÜ πολý την ηλικßα του, αφοý ζει με Ýνα βιβλßο στο χÝρι. ΚυριολεκτικÜ, δουλεýει με τον πατÝρα, μελετÜ ασταμÜτητα, γυρßζει στα βουνÜ και κÜποια μÝρα θα ξαναρχßσει το ΓυμνÜσιο για να σταματÞσει η σχολικÞ του ζωÞ απüτομα με την καταδßωξη του απü τις Τοýρκικες αρχÝς , το φευγιü του στην Ελεýθερη ΕλλÜδα και την ΑθÞνα.
     Αστüς, μüνο τσοπÜνος δεν Þτανε, γαλουχημÝνος με Üριστες αξßες κι αρχÝς, περÞφανο αγüρι που Þδη με τη 2ετÞ κυκλοφορßα της 1ης του συλλογÞς-Σκιαß Του ¢δου/1887, γραμμÝνης απü το 1876 üταν δεν Þταν ακüμα 20 χρονþν!, Ýχει γßνει δημοφιλÝστατος στους σκλαβωμÝνους και μη Ηπειρþτες που τον θεωροýν εθνικü τους ποιητÞ προς μεγÜλη περηφÜνεια του πατÝρα, Ýρχεται στην ΑθÞνα -καταδικασμÝνος απü το Τοýρκικο δικαστÞριο σε 20ετÞ εξορßα στη ΒαγδÜτη- γεμÜτος üνειρα για συνÝχιση των σπουδþν, να βρει δουλειÜ, να πÜρει υποτροφßα, να πÜρει χορηγßα απü τη ΚυβÝρνηση. ¼λες οι πüρτες κλειστÝς. Θýμα της Τοýρκικης βαρβαρüτητας διωγμÝνος απü τη πατρßδα, κυνηγÜ το üνειρο, τη ποßηση, την επιβßωση. Δεν Þταν οýτε 18 ετþν κι Þδη στα βουνÜ της σκλαβωμÝνης Ηπεßρου Ýκανε Üριστη δουλειÜ. ΑνÞλικος ερασιτÝχνης λαογρÜφος κι ιστοριοδßφης που εßτε μÝσα απü τα πεζÜ και τη ποßηση εßτε απü την αρθρογραφßα του, το Ýργο του ανεκτßμητο. Η μελÝτη του Ιστορßα Των ΒλÜχων αποτελεß ανεκτßμητη πηγÞ πληροφοριþν.



    ΦτÜνει στην ΑθÞνα το ΓενÜρη του 1889 οπου συναντÜ πολλÜ κι ανυπÝρβλητα εμπüδια στην εκπλÞρωση των οραμÜτων του για μια ζωÞ που θα του εξασφÜλιζε Üνετη ασχολßα με το αγαπημÝνο του γρÜψιμο. ΠροσπÜθησε ματαßως να βρεß κÜποια εργασßα για την εξοικονüμηση των προς το ζεßν, παρ’οτι απευθýνθηκε σε πολλοýς γνωστοýς. Κι ενω τα χρÞματα που εßχε μαζß του Üρχισαν να τελειþνουν, ο συχγωριανüς του Σπ. ΛÜμπρου, καθηγητÞς στο ΠανεπιστÞμιο, του βρÞκε εργασßα σε ενα τυπογραφεßο. Μüνος, ἀβοÞθητος, ἄρρωστος, χωρὶς ἐφüδια, ἀλλὰ μὲ τερÜστια πßστη καὶ ζῆλο, ὁ νεαρὸς αὐτὸς ἐξüριστος, ἕνα χωριατüπουλο ἄπραγο, χαμÝνο στὴ μεγαλοýπολη, πÝτυχε νὰ φÝρει ἕνα ῥυÜκι δροσερὸ νερü, ἀπὸ τὴ βουνßσια ὀμορφιὰ μÝσα στὴν ἀδιÜφορη ἈθÞνα. ΠÝτυχε νὰ ἐπιβÜλει τὶς ποιμενικὲς ἀναμνÞσεις του, νὰ μᾶς γνωρßσει τὸ κÜλλος τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς, νὰ μᾶς ξυπνÞσει τὴν πατριωτικὴ φλüγα καὶ νὰ δημιουργÞσει μιὰ δικÞ του παρÜδοση, ποὺ τοῦ ἐξασφÜλισε ἰδιαßτερη θÝση στὴν ἱστορßα τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνßας.
    Περιττü να σημειωθεß πως οι συνθÞκες εργασßας του τυπογραφεßου ειναι οτι χειρüτερο για την εýθραυστη υγεßα του και την αρρþστια της φυματßωσης που εßχε ηδη εκδηλωθεß. Ομως η θÝληση και το πεßσμα του να καταξιωθεß ως ποιητÞς τον κÜνει να εργÜζεται 10-12 ωρες στο τυπογραφεßο και τις νýχτες να διαβÜζει και να γρÜφει, επιβαρýνοντας συνεχþς την υγεßα του. ἈναστημÝνος στὴ σκλαβιÜ, ὕμνησε τὴν ἐλευθερßα. Καὶ χÜνοντας τὶς ὀμορφιὲς τῆς ὀρεινῆς Ἠπεßρου, ποὺ δὲν ἐπρüκειτο νὰ ξαναδεῖ, (οἱ Τοῦρκοι τὸν εἶχανε καταδικÜσει ἐρÞμην 25 χρüνια ἐξορßα στὸ φεζÜν), ἔκανε τραγοýδι τὴ νοσταλγßα του. ὙπÜρχει πολὺ πÜθος καὶ πολλὴ ἀλÞθεια μÝσα στοὺς στßχους του, γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς δßνουν μιὰ γνÞσια συγκßνηση.
Ἡ ἐργατικüτητÜ του ἐξÜλλου ὑπῆρξε χωρὶς προηγοýμενο. Παρὰ τὶς δυσκολßες καὶ τὶς ἀντιξοüτητες τοῦ βßου του, ἔγραψε μÝσα σὲ μιὰ 5ετßα τüσα, ὅσα ἄλλοι χρειÜστηκαν ὁλüκληρη ζωὴ γιὰ νὰ τὰ γρÜψουν.



    Εχει αρχßσει ηδη να εγκαταλεßπει τη καθαρεýουσα και γρÜφει στη δημοτικÞ, της οποßας ελÜχιστοι ηταν τüτε υποστηριχτÝς. Το 1890 ετοιμÜζει την συλλογÞ του ΑγροτικÜ την οποßα υποβÜλλει στο ΦιλαδÝλφειο Διαγωνισμü Ποßησης, με κυριþτερους αντιπÜλους τους καταξιωμÝνους ηδη ποιητÝς ΠαλαμÜ και ΠολÝμη, που παßρνουν τα 2 βραβεßα κι αυτüς μüνο εναν Ýπαινο. ΑυτÞ ηταν ομως η 1η του επιτυχßα που τον καθιερþνει ως γνωστü ποιητÞ και του δßνει δυνατüτητα να ξεφýγει απο τη δουλειÜ του τυπογραφεßου πιÜνοντας δουλειÜ στο περιοδικü ΕβδομÜδα που εκδßδει ο ΔαμβÝργης κι εκεß δημοσιεýει τη μελÝτη του για τους βλÜχους της Πßνδου. Σε λßγο σταματÜ κι απο κει και πιÜνει δουλειÜ στο εγκυκλοπαιδικü λεξικü του ΜπÜρτ, γρÜφοντας Üρθρα και θÝματα για την Ηπειρο. Τüτε του δßνεται κι ενας διορισμüς στους σιδηροδρüμους ΠελοποννÞσου με καλλßτερη αμοιβÞ αλλÜ κουραστικÞ δουλειÜ. Συνεχßζει ομως να γρÜφει τις νýχτες. Τη περßοδο αυτÞ ολοκληρþνει και το πιü τÝλειο ßσως απο τα Ýργα του τον ΤραγουδιστÞ Του Βουνοý Και Της ΣτÜνης, το οποßο υποβÜλλει πÜλι στο ΦιλαδÝλφειο Διαγωνισμü.
     Εßχε üμως την ατυχßα εισηγητÞς να εßναι ο κλασσικομανÞς κι υπÝρμαχος της καθαρεýουσας Αγγελος ΒλÜχος που δε δÝχεται τη δημοτικÞ και δßνει το βραβεßο στο ΣτρατÞγη για ενα ασÞμαντο ποßημα ενω ο ßδιος μÝνει πÜλι με τον Ýπαινο. Η απüφαση καταδικÜστηκε απο το σýνολο σχεδüν του κüσμου των γραμμÜτων ενþ ο εκδüτης της Ακρüπολης ΒλÜσης Γαβριηλßδης τον κατακεραυνþνει σε Üρθρο του. Η απüφαση üμως του διαγωνισμοý αυτοý Ýχει σαν αποτελÝσμα τη μεγÜλη αναγνþριση του ποιητÞ ΚρυστÜλλη και του ανοßγει επιτÝλους τους ορßζοντες που εßχε οραματιστεß απο μικρüς. Δυστυχþς üμως Þρθε αργÜ γιατß η αρρþστεια εχει ηδη προδιαγρÜψει καταδικαστικÜ το μÝλλον του. Εν τω μεταξý εχει απολυθεß απο τους σιδηροδρüμους αλλÜ η τýχη του χαμογελÜ μÜλλον ειρωνικÜ αφοý τþρα κερδßζει σε ενα λαχεßο αρχαιοτÞτων 2500 δραχμÝς, ποσü σημαντικü για τον ßδιο και την εποχÞ, αν σκεφθοýμε οτι στη 1η του δουλειÜ στο τυπογραφεßο εßχε ημερομßσθιο μßα δραχμÞ. Η κατÜσταση ομως της υγεßας του εχει επιδεινωθεß με αιμοπτýσεις και δεν του επιτρÝπει ουτε να εργαστεß ουτε να γρÜψει. Οι φßλοι του προσπÜθησαν να τον απομακρýνουν απο την ΑθÞνα αλλÜ ο ιδιος εχει πλÝον αποκτÞσει ψυχολογßα μελλοθανÜτου και ξενυχτÜ παßζοντας πρÝφα και γρÜφοντας Üρθρα για το λεξικü ΜπÜρτ.



     ΣκληρÞ δουλειÜ σε τυπογραφεßο, σε περιοδικü ΕβδομÜδα, το 1891, στους σιδηρüδρομους. ΑτÝρμονος κýκλος βιοποριστικþν δυσκολιþν, πενιχρü εισüδημα, μεγÜλες αντιξοüτητες και κοπιαστικüς τρüπος ζωÞς. Η υγεßα του φθεßρεται, üμως δεν ζητÜ βοÞθεια απü πουθενÜ. ΠερÞφανος ΒλÜχος, περÞφανος ¸λληνας που δεν θα πÜρει οýτε την ΕλληνικÞ υπηκοüτητα -λεßπανε κÜτι χαρτιÜ- θα συμμετÜσχει 2 φορÝς στο ΦιλαδÝλφειο διαγωνισμü Λογοτεχνßας, θα κερδßσει 2 επαßνους, θα χÜσει την υγεßα του, ‘φßλοι’ καßνε το μπαοýλο με τα γραπτÜ του για το φüβο της αρρþστιας, φεýγει για ΚÝρκυρα μÞπως γßνει καλÜ,üμως τονε χειροτερεýει το υγρü κλßμα, τελικÜ φτÜνει ετοιμοθÜνατος στην ¢ρτα κοντÜ στην αγαπημÝνη του αδελφÞ Μαρßα...
   Απρßλης, Üνοιξη… Ο 26χρονος ποιητÞς καßει στον πυρετü, λιþνει κυριολεκτικÜ απ’ τους πüνους και δυο μÝρες, δυο ολüκληρες μÝρες συνÝρχεται απü τον λÞθαργο μüνο για να ρωτÞσει την πιστÞ του Μαρßα:
-Ο πατÝρας, Þρθε ο πατÝρας… Μα πüσο αργεß….
-¼που να 'ναι ΚωστÜκη μου Ýρχεται…
     ¸φτασε λßγο πριν τη κηδεßα...
     Ο Κþστας ΚρυστÜλλης, πνευματικüς αγωνιστÞς κι ιδιαßτερη προσωπικüτητα πÝθανε ξημερþματα ΜεγÜλης ΠÝμπτης 22 Απρßλη 1894. Κηδεýτηκε τη ΜεγÜλη. ΠαρασκευÞ 23 Απρßλßη 1894 λßγο μετÜ το μεσημÝρι και τον ΕπιτÜφιο. Ο θÜνατος του σηματοδüτησε το ξεκßνημα της Αθανασßας του. Το 26χρονο μüλις αγüρι που δοýλεψε σκληρÜ στο λßγο του βßου του, που βßωσε Ýναν απßστευτα σκληρü ΓολγοθÜ στο λßγο του βßου του, που Ýγραψε Ýνα απßστευτα μεγÜλο λογοτεχνικü και ερευνητικü λαογραφικü Ýργο, στο λßγο του βßου του, που Ýφυγε απßστευτα ταλαιπωρημÝνο απü την ασθÝνεια της φυματßωσης, απογοητευμÝνος και δυστυχισμÝνος, Ýγινε σýμβολο ενüς λαοý, του Ηπειρωτικοý, εθνικüς ποιητÞς της Ηπεßρου, ποιητÞς της ΕλλÜδας που κüντρα στους κριτικοýς λογοτεχνßας της εποχÞς ο λαüς τονε λÜτρεψε. ¸να χρüνο μετÜ πεθανε απü την ßδια ασθÝνεια κι ο αδελφüς του Γοýλας ο δÜσκαλος του ΣυρρÜκου. Δυστυχþς γι' αυτüν αλλÜ και για την ΕλλÜδα, οýτε η ΑθÞνα, οýτε οι Üνθρωποι της διοßκησης αλλÜ οýτε κι οι Üνθρωποι των γραμμÜτων, προσÝφεραν αυτü το ελÜχιστο που Üνθρωποι σαν τον ΚρυστÜλλη χρειÜζονται για να προσφÝρουνε τον μεγÜλο διανοητικü, πολιτιστικü και καλλιτεχικü πλοýτο του ταλÝντου τους στην πατρßδα.



   Ο Κþστας ΚρυστÜλλης, Þτο γνÞσιος καλλιτÝχνης. Δεν Ýγραψε μßαν σελßδα, μßαν γραμμÞν χωρßς την σφραγßδα της ιδιοφυοýς ψυχÞς του. Και τα πεζÜ του και τα Ýμμετρα, και αυτÜ ακüμη τα εις απλÞν και ανεπιτÞδευτον καθαρεýουσαν γραμμÝνα - διüτι απ' αρχÞς ο ποιητÞς δεν εßχε κατανοÞσει üτι αι λαúκαß του εμπνεýσεις παντοý και πÜντοτε, μüνον δια της λαúκÞς γλþσσης, Þτο δυνατüν ν' αποδοθοýν και εταλαντεýετο ζητþν τον αληθÞ δρüμον, üπως ο αεροπüρος πριν αναλÜβει την προς τα ýψη πορεßαν- üλα μαρτυροýν üτι ο ΚρυστÜλης Ýβλεπε και ησθÜνετο βαθÝως, ειληκρινþς, ανθρωπßνως, Üνευ της μεσολαβÞσεως ξÝνων αναγνωσμÜτων, απηλλαγμÝνος πÜσης μιμÞσεως, παντüς ψιττακισμοý.
  -Γρηγüριος Ξενüπουλος

     ΕξÜλλου, ο Ξενüπουλος κι Üριστος κριτικüς, εκφρÜζει μεγÜλη εκτßμηση για τα διηγÞματα του ΚρυστÜλλη σε κριτικÞ του, που δημοσιεýει στην εφημερßδα ¢στυ. ΕνδεικτικÜ, το διÞγημα Η ΔασκÜλα διακρßνουν, το παρθενικü συναßσθημα, η ψυχογραφικÞ εξÝλιξη της αφÞγησης, η εκφραστικÞ λεπτομÝρεια, η ευγενικÞ, αμοιβαßα συμπαρÜσταση 2 νÝων ανθρþπων κατÜ τη συνοδοιπορßα τους στη Πßνδο, που καταλÞγουνε σε ειδýλλιο της φαντασßας του αναγνþστη. Σε Ýνα διαμÜντι, üπως χαρακτηρßστηκε το διÞγημα, δημοσιευμÝνο το μοιραßο Ýτος της ζωÞς του διηγηματογρÜφου, το 1894. Θα Þταν ενδιαφÝρουσα η μεταγραφÞ του σε μια κινηματογραφικÞ ταινßα μεσαßου μÞκους, για να φανεß üτι η ψυχικÞ συγγÝνεια κι οι κοινÝς περιστÜσεις μποροýν να δημιουργÞσουν μια βαθειÜ ερωτικÞ σχÝση.
     ¼ταν οι επιφανÝστεροι κριτικοß της εποχÞς και μεγÜλο τμÞμα του τüτε αναγνωστικοý κοινοý αναγνþριζαν την αξßα του ΚρυστÜλλη, δεν Ýλειψε η αρνητικÞ Þ επιφυλακτικÞ κριτικÞ του Ýργου του -μετÜ το θÜνατü του κι αÞθης- χωρßς üμως να αλλÜξει τη πορεßα του. Κυρßως, του καταλογßζανε δουλικÞ μßμηση του δημοτικοý τραγουδιοý, χωρßς οι επικριτÝς να εμβαθýνουν στη γραφÞ του. Παιδß της υπαßθρου, επüμενο Þταν να επηρεαστεß απü τη λαúκÞ ποßηση, üπως κι Üλλοι, πολλÝς φορÝς χρησιμοποιοýσε τα εκφραστικÜ της μÝσα -παρÜδειγμα ο διÜλογος- με τη διαφορÜ üτι συνÝδεε τη λαúκÞ ποιητικÞ κληρονομιÜ με το λüγο του, με τη δικÞ του θεþρηση της ζωÞς και τελικÜ δημιοýργησε προσωπικÞ ποßηση. Και δεν εκτιμÞθηκε απü ορισμÝνους κριτικοýς, üτι γρÜφοντας σε μια γνÞσια λαúκÞ γλþσσα, στο τÝλος του 19ου αι., συνÝβαλλε στην επικρÜτησÞ της και τη πρüοδο του νεοελληνικοý διηγÞματος.


     Οι σκληρÝς δοκιμασßες Üφηναν με λαβωμÝνα φτερÜ τον ποιητÞ και üπου μποροýσε, δεν Ýφτασε. Η πραγματικüτητα τον αδßκησε, αλλÜ σημασßα Ýχει η λÜμψη του Ýργου, που πρüφτασε να κληροδοτÞσει και το μÞνυμÜ του ως ανθρþπου προς τον Üνθρωπο. ΑυτÞ η αλÞθεια αφορÜ üλους τους εργÜτες της τÝχνης και της επιστÞμης, αλλÜ τηρουμÝνων των αναλογιþν και τα Üγνωστα στους πολλοýς πρüσωπα, ανεξÜρτητα απü την ολικÞ Þ μερικÞ ολοκλÞρωση των προσπαθειþν τους. Ο εξüριστος ποιητÞς προβÜλλει την ομορφιÜ της ΕλλÜδας και το Þθος της, σε σýνδεση με το μÞνυμα, πως ο δεσμüς του ανθρþπου με τη φýση εßναι ανÜγκη της ψυχÞς. ΣÞμερα αυτü το μÞνυμα Ýχει πÜρει δραματικÞ διÜσταση: ο σεβασμüς της φýσης αποτελεß επιτακτικÞ ανÜγκη της ζωÞς στον πλανÞτη μας.
     Ο σýγχρονος Üνθρωπος, στα δεσμÜ της θεοποßησης του χρÞματος και της τεχνολογßας, ßσως αποζητÜ τη μÜνα-φýση, σε þρα διαλüγου με το βαθýτερο εαυτü του. Αν εýρισκε, κατÜ το δυνατüν ανταπüκριση η φωνÞ του ΚρυστÜλλη, θα Þμασταν καλλßτεροι Üνθρωποι. "..ω φýση, ολÜκερη ζωÞ, κι ολÜκερη σοφßα!" Ýγραφε κι ο ΠαλαμÜς. ¢ραγε οι 2 ποιητÝς μας, με τον τρανü καημü της φýσης, περιμÝνουν να τους δþσουμε ελπßδα üτι θα κατανοÞσουμε επιτÝλους το μÞνυμÜ τους; Κι üτι θα αγωνιστοýμε για την αποτροπÞ συνεπειþν της κλιματικÞς αλλαγÞς, βαρýτερων απü τις σημερινÝς που επιφÝρουν μεγÜλες καταστροφÝς;
     Με τον ΚρυστÜλλη η ελληνικÞ ποßηση, που ως τüτε Þτανε κυρßως ψεýτικη, ρομαντικÞ και κλαψιÜρικη, βρÞκε μιÜ καινοýρια νüτα, εýρωστη, λεβÝντικη και γνÞσια ελληνικÞ. Μας ζωντÜνεψε τον κüσμο του χωριοý και της στÜνης· του βουνοý και του δÜσους, της ορεινÞς ομορφιÜς και της εθνικÞς μας παρÜδοσης. ¹ταν μιÜ σημαντικÞ στροφÞ της ποιητικÞς Ýμπνευσης προς την ντüπια παρÜδοση και μÜλιστα με τα μÝτρα που Þταν σε χρÞση και στο δημοτικü τραγοýδι, με τον λαúκü 15σýλλαβο. H ποßηση αυτÞ αγαπÞθηκε αμÝσως απü το ελληνικü κοινü και εξακολουθεß να αγαπιÝται ακüμα, üπως αγαπÞθηκε και ο ποιητÞς, στον οποßο η λατρεßα του κοινοý Ýχει στÞσει ως σÞμερα τÝσσερεις προτομÝς (στην ΠεντÝλη, στην Αρτα, στα ΓιÜννενα και στÞ ΛÜρισα). Στην προτßμηση αυτÞ συντÝλεσαν ασφαλþς και οι δραματικÝς συνθÞκες κÜτω απü τις οποßες Ýζησε ο ποιητÞς, που πÝθανε Üλλωστε πολý νÝος, σχεδüν παιδß, μüλις 26 ετþν.



     Ο ΚρυστÜλλης υπÞρξε ποιητÞς τ' αψÞλου. ΠαιδαρÝλι κατÝβηκε απü τα ψηλÜ της Πßνδου και φοβÞθηκε μη τονε φÜει ο κÜμπος. Γι' αυτü κι υπÝρτατα παρακαλοýσε στο ποßημÜ του τον Σταυραητü να χαμηλþσει λßγο (βλ παρακÜτω). Ποßημα-καημüς ελευθερßας, που πÝρασε στα σχολικÜ βιβλßα κι Üγγιξε τις ψυχÝς των σχολιαρüπαιδων. Το "θÝλω" του ποιητÞ απαιτεß απü το ημερüδεντρο να τρþει βελÜνια, τυρß ελαφιοý και γÜλα απ' Üγριο γßδι. Απαριθμεß τα θÝλω του καθüτι η μοßρα του τον Ýριξε στον κÜμπο της χαμοζωÞς. ΣπÜνια Ýχει τυπωθεß αυτÞ η λαχτÜρα της ελευθερßας. Οýτε Ýχει συνδεθεß με τα φτερÜ και το πÝταγμα του σταυραητοý. Ζοýσε τον υπαρξιακü παγανισμü και τη καýση του Ýρωτα της καρδιÜς του. Απ' τη Πßνδο Üντλησε τον πλοýτο της Üγριας ομορφιÜς της φýσης, που κρýπτεσθαι φιλεß, μπας και συνειδητοποιÞσουμε πως εßμαστε η Ýλλογη προÝκτασÞ της (κι η καταστροφÞ της). ΚρÜτησε στα μÜτια του και στη ψυχÞ του εικüνες, ακοýσματα, τραγοýδια που Ýρχονταν απü τους αιþνες, σαν μια συμπαντικÞ συναυλßα. Ηπιε το αστεßρευτο νερü απü τη βρυσομÜνα παρÜδοση του τüπου του. Εßδε τα λαμπερÜ αστÝρια να χαμηλþνουν μες στη νýχτα κι Ýτσι του βγÞκε ο καημüς στα ποιÞματα.
     Η συναισθηματικÞ μνÞμη γÝμιζε απü τους αντßλαλους των ρυακιþν που κελαηδοýσαν κι απ' Ýνα βουητü της θεßας δημιουργßας. Και την Üλλη μÝρα και τη παρÜλλη Üκουσε το ξýπνημα της φýσης κι Üρχισαν να κατρακυλÜνε οι λÝξεις του και στο θολü ποτÜμι να γßνονται δυο αδÝρφια αγκαλιασμÝνα. Τραγοýδια και ποιÞματα μιας γλþσσας που εßχε γραμματικÞ τις κορυφογραμμÝς και συντακτικü τους ανθρþπους. Ο Κ.Κ. πÝρασε το τοξωτü Γεφýρι της ΠλÜκας, τον ποταμü Αραχθο (αßρων τη χθüνα) και το Γιοφýρι της Αρτας, κυνηγημÝνος απü τους Οθωμανοýς· καταδικÜστηκε σε εßκοσι χρüνια φυλÜκιση κι εξορßα μαζß. ΑρνÞθηκε υποτροφßα για το ΒουκουρÝστι. Τον πατÝρα του τον κρÝμασαν οι Τοýρκοι γιατß Þταν επαναστÜτης. Ο Κ.Κ. ξεκßνησε απü τη ρßζα των πραγμÜτων και δÝχτηκε τη παρÜδοση για να τη παραδþσει. Εßναι η συνÝχεια του ποιÞματος με Ýμμετρο και πεζü λüγο· απü μικρü παιδß Ýγινε Ýνα η μορφÞ και το περιεχüμενο. Εßχε μÝσα του ποιητικÞ δýναμη. Βßωνε αυτü που Ýκανε -Ýγραφε με το αßμα του. Ελεýθερος στην Ýκφραση, χωρßς δεσμεýσεις και καλοýπια, εßχε το δημοτικü τραγοýδι στα κýτταρÜ του. Ο νεαρüς ποιητÞς, με üλο του το εθνεγερτικü σφρßγος και την αγνÞ αγÜπη του για τη πατρßδα και την ελευθερßα της, εξιστοροýσε και διηγοýνταν ανθρþπινα εßτε με τη ποßησ, εßτε με τη πρüζα, εßτε με τη καθαρεýουσα, εßτε με τη δημοτικÞ.



     Κλþθει με λÝξεις το μαλλß κι υφαßνει με την ντοπιολαλιÜ του το στιγÜδι της λογοτεχνßας. Εßναι ο Ηπειρþτης ποιητÞς κι Ελληνας, που Ýρχεται απü το Üπειρον της Ηπεßρου κι εßναι ευτυχßα που επιστρÝφει σÞμερα εδþ. Εßναι ο Ελληνας πρüσφυγας -Ýτσι αποκαλοýσε τον εαυτü του, αφοý οι αρχÝς της πρωτεýουσας δεν του χορηγοýσανε ταυτüτητα γιατß δεν εßχε χαρτιÜ, αδιαφορþντας αν Þτανε κυνηγημÝνος απü τους Τοýρκους. Εγραφε στον Σπυρßδωνα ΛÜμπρου (γιατß καιγüταν üχι μüνο να εκφραστεß αλλÜ και να φανεß χρÞσιμος στη πατρßδα του): "Εßναι κακü να εßσαι ξÝνος μα πιο σκληρü να εßσαι ξÝνος στην ßδια σου την πατρßδα...Εκτüς τοýτου η επÜρατος μοßρα μου η προορßσασα τüσα δεινÜ διÜ την ζωÞν μου με εδþρησε και με το χεßριστον εν τω παρüντι αιþνι ελÜττωμα, το να μη δýναμαι να εκφρÜζωμαι διÜ λüγων, ως πρÝπει, τα δυστυχÞματÜ μου".
     Οι πρþτες ποιητικÝς συλλογÝς του εντÜσσονται στο ρομαντισμü της Α' ΑθηναúκÞς ΣχολÞς κι εßναι γραμμÝνες σε καθαρεýουσα, αποτÝλεσμα των επιρροþν που δÝχτηκε απü την επαφÞ του με το πνεýμα του αθηναúκοý ρομαντισμοý. Με τα ΑγροτικÜ πÝρασε στον κýκλο της ΝÝας ΑθηναúκÞς ΣχολÞς, στρεφüμενος προς τη δημοτικÞ γλþσσα και το δημοτικü τραγοýδι. Στη πεζογραφßα οι επιρροÝς του εντοπßζονται στο χþρο των λαúκþν παραδüσεων. Και στα πεζÜ του χρησιμοποßησε αρχικÜ τη καθαρεýουσα, στρÜφηκε ωστüσο σýντομα προς τη δημοτικÞ, που στη χρÞση της συγκαταλÝγεται στους πρωτοπüρους. Οι επιδρÜσεις που Ýχει δεχθεß εßναι απü το δημοτικü τραγοýδι, Ýργα κλασσικþν ποιητþν ὀπως του ΟμÞρου, απü τον Ερωτüκριτο, απü συγχρüνους του, üπως τους Βαλαωρßτη, Ζαλοκþστα, ΒηλαρÜ κι απü τους ρομαντικοýς της ΑθηναúκÞς ΣχολÞς, üπως τον ΑχιλλÝα ΠαρÜσχο.
     Την εποχÞ που üλοι εκθεßαζαν τα τραγοýδια του, ο Ξενüπουλος εßχε Þδη διαγνþσει κι επισημÜνει τη μεγÜλη σημασßα του πεζογραφικοý Ýργου του ποιητÞ του βουνοý και της στÜνης. Ο ΚρυστÜλλης δεν εßναι μüνον ο πρþτος που Ýγραψε στη δημοτικÞ, ενþ ακüμα üλοι οι Üλλοι αλληθþριζαν προς τη καθαρεýουσα, παραπαßοντας ανÜμεσα στις 2 γλþσσες. Στα ελÜχιστα χρüνια που Ýζησε, πρüλαβε να μας δþσει κÜποια δεßγματα γραφÞς που φανερþνουνε το γεννημÝνο πεζογρÜφο. Στα διηγÞματÜ του εßναι πληθωρικüς, βιÜζεται να τα πει üλα, σαν να προαισθÜνεται πως δεν υπÜρχει γι' αυτüν πßστωση χρüνου -η τüσο απαραßτητη για τη δουλειÜ ενüς πεζογρÜφου. Η ζωντÜνια του στις περιγραφÝς της φýσης ξαφνιÜζει. Οι διÜλογοι του Ýχουνε την απλüτητα και τη σοφßα του λαúκοý λüγου. Κι Þταν ακüμα μüνο 26 χρονþν. ¸να παιδß!



     ΣÞμερα, πÜντως, εßμαστε πολý κοντÜ στο να συνειδητοποιÞσουμε αυτü που Ýχει απü καιρü υποδεßξει ο Λßνος Πολßτης: ο στßχος του ΚρυστÜλλη μπορεß Üνετα να διεκδικÞσει την αυτονομßα του απü τις πηγÝς του δημοτικοý τραγουδιοý, κερδßζοντÜς μας αμÝσως με τον ζωντανü κι απολýτως προσωπικü του τüνο. "Ακüμα κι η χρÞση των ιδιωματικþν λÝξεων, üταν δεν φτÜνει στην υπερβολÞ, αποτελεß Ýνα πρüσθετο στοιχεßο γοητεßας και δεßγμα τεχνßτη üχι κοινοý", επιμÝνει ο Πολßτης, επιτρÝποντÜς μας να βγÜλουμε τα αναγκαßα συμπερÜσματα και για το πεζογραφικü Ýργο του τραγουδιστÞ του χωριοý και της στÜνης.
     Τα δημοτικÜ τραγοýδια και τα παραμýθια εξÜλλου, μαζß με τη λαúκÞ τÝχνη, τις ντοπιολαλιÝς και τη παρÜδοση, ενδιαφÝρουν τους περισσüτερους συγγραφεßς της γενιÜς του 1880, που εßναι και γενιÜ του. Οι ηθογρÜφοι αυτÞς της γενιÜς εßναι, σχηματικÜ μιλþντας, χωρισμÝνοι στα 2. Απü τη μια στÝκουν εκεßνοι που επιδιþκουν να ωραιοποιÞσουν και να εξιδανικεýσουν την ýπαιθρο. Απü την Üλλη βρßσκονται üσοι επιζητοýν να προβÜλουν τη δýσκολη, σκληρÞ καθημερινüτητÜ της σε συνÜρτηση με το βÜρος του λαúκοý πολιτισμοý. Ο ΚρυστÜλλης αγαπÜ απ' τα βÜθη της καρδιÜς του τη φýση, αλλÜ δεν εßναι εξιδανικευτικüς, ενþ ο λαúκüς πολιτισμüς αναδεικνýεται στη δουλειÜ του σα σÜρκα εκ της σαρκüς του. Μπαßνοντας στα καθÝκαστα της πεζογραφßας του, θα πρÝπει να ποýμε προκαταρκτικÜ πως αντλεß λιγüτερο απü το ρομαντισμü και το δημοτικü τραγοýδι (üπως συμβαßνει με τα ποιÞματα) και περισσüτερο απü τις λαúκÝς παραδüσεις, συν το αδιαμφισβÞτητο γεγονüς πως εκεßνο που κυριαρχεß στη σκηνογραφßα της εßναι üχι μüνον η ýπαιθρος αλλÜ κι η πüλη. ΠÜλι, üμως, τα στοιχεßα που δεσπüζουν στα ΠεζογραφÞματα δεν εßναι τüσο η παρÜδοση και τα ερευνητικÜ λαογραφικÜ ενδιαφÝροντÜ του, που 'χουν αποτυπωθεß σε ξεχωριστÝς εργασßες, üσο 2 Üλλα, αρκετÜ διαφορετικÜ δεδομÝνα: απü τη μια πλευρÜ, η πολιτικÞ κι η Ιστορßα κι απü την Üλλη, η δýναμη της φýσης μαζß με την εκστατικÞ και τη μεταστοιχειωτικÞ της ορμÞ.



     Ως προς τη πολιτικÞ και την Ιστορßα, οι αναφορÝς του ξεκινÜν απü τον εθνικü Þρωα της Αλβανßας Γεþργιο ΣκεντÝρμπεη, η μορφÞ του οποßου μπορεß να συνενþσει Αρβανßτες κι ¸λληνες (Η Εικüνα), την υποταγÞ -μÝσα απü Ýνα παραμýθι- του Αργυρüκαστρου στους Οθωμανοýς (Αργýρω Η Μονοβýζα) και το χρονικü (1811-1881) των αποτυχημÝνων επαναστατικþν προσπαθειþν κατÜ της οθωμανικÞς διοßκησης στα ΓιÜννενα (Το ΣημειωματÜρι Του ΓεροκαλαμÝνιου), για να φτÜσουν μÝχρι τις διþξεις και τη καταπßεση του ελληνικοý πληθυσμοý της Ηπεßρου απ' τους Τοýρκους (Το Σουλιωτüπουλο και Η Κυρα-Νßτσα) Þ τις πολýπαθες περιπÝτειες της κλεφτουριÜς πÜνω στα ηπειρþτικα βουνÜ (Εις Την ΣτÜνην Του ΜπÜρμπα Μου, Τα Χριστοýγεννα Των Κλεφτþν, ΚαπετÜν-ΚωνσταντÜρας). Ως προς τη δýναμη της φýσης, που δßνει γενναßα το παρþν σε üλα τα διηγÞματα, η γκÜμα περιλαμβÜνει απü ποιμÝνες απομονωμÝνους στην Üγρια ýπαιθρο (Στα ΧαλÜσματα) μÝχρι την ικανüτητα των φυσικþν στοιχεßων να ευεργετÞσουνε τη βασανισμÝνη ψυχÞ του ξενιτεμÝνου (Το Φυλαχτü Μου) Þ το ενθαρρυντικü Üπλωμα του βλÝμματος σε Ýνα τοπßο που εγκλεßει στο εσωτερικü του εκτüς απü την ¹πειρο και τη Θεσσαλßα (Ο Χωρισμüς). ΚÜπου στο ενδιÜμεσο φýσης κι Ιστορßας θα βροýμε και τον Ýρωτα: Ýρωτας υψηλüφρων και δυνατüς, ανÜμεσα σε καρδιÝς Ýτοιμες να του παραδοθοýν εξ ολοκλÞρου (Η ΔασκÜλα). ΚÜποια σημασßα Ýχει, τÝλος κι η χαρÜ της ομαδικÞς δημιουργικÞς δουλειÜς για Ýναν υψηλü σκοπü, üπως η ανοικοδüμηση μιας εκκλησßας (Τα ΜÜρμαρα).
     ΔιατρÝχοντας το πεδßο της πολιτικÞς και της Ιστορßας, ο ΚρυστÜλλης θα υιοθετÞσει Ýνα σαφþς εθνικü τüνο, δεν θα καταλÞξει üμως σε καμμιÜ περßπτωση εθνοκεντρικüς (τα ιστορικÜ πÜθη των Αλβανþν με τους Τοýρκους δýσκολα αποσπþνται απü τα αντßστοιχα πÜθη των ΕλλÞνων). ΔιατρÝχοντας πÜλι το πεδßο της φýσης, ο λüγος του θα αποκτÞσει εξαιρετικÞ ποικιλßα εκφÜνσεων: απü τη μανßα των καιρικþν φαινομÝνων (το σκληρü κρýο, οι νεροποντÝς και το ξεπÜγιασμα σε προστατευμÝνα κι απροστÜτευτα σημεßα) και το χορü ανθρþπων και ζþων (απü τη πλοκÞ και τις περιγραφÝς των διηγημÜτων ξεπηδÜνε πρüβατα, λýκοι, αρκοýδες, τσακÜλια κι αγριüχοιροι) μÝχρι τις φωνÝς απü τραγοýδια και μηνýματα Þ παραγγÝλματα που εκτοξεýονται στους ουρανοýς πÜνω απü τις κρημνþδεις οροσειρÝς, αποκαλýπτοντας μια φýση üχι αγροτικÞ αλλÜ σπινοζικÞς Ýμπνευσης -μια natura naturans που γεννιÝται κι αναπαρÜγεται αφ' εαυτÞς, σαν Üλλος θεüς.



     ΓρÜφοντας Üλλοτε σε ιστορικü κι Üλλοτε σε παροντικü χρüνο, συνδÝει, üπως εßναι ßσως αναμενüμενο, τη φýση με τη τοπιογραφßα του, σ' Ýνα κýκλο που περνÜ απü τα ΓιÜννενα, την ¢ρτα, το ΜÝτσοβο, τη ΠÜργα, το Ζαγüρι και το Σοýλι, χωρßς ν' αφÞσει απ' Ýξω τη Θεσσαλßα και το Αργυρüκαστρο. Κι αυτÞ η συνεχÞς εντοπιüτητα, που εντÜσσει στους κüλπους της αστικÝς περιοχÝς, αλλÜ και χωριÜ Þ βοσκοτüπια παραπÝμπει βÝβαα στην εντοπιüτητα της ευρωπαúκÞς λογοτεχνßας του 19ου αι., απü τον Maupassant και τον Alphonse Daudet μÝχρι το βερισμü του Giovanni Verga, δεßχνοντας Üλλη μια φορÜ πüσο μακρυÜ μÝνει ο ΚρυστÜλλης απü την ειδυλλιακÞ ηθογραφßα και το στενÜ λαογραφικü πνεýμα. ΜακρυÜ, ωστüσο, απü τη λαογραφικÞ ιδεολογßα μÝνει και με τη μετριασμÝνη κι ισορροπημÝνη δημοτικÞ του, που ενδßδει στη τραχýτητα μüνον üταν ενσωματþνεται στους διαλüγους η ηπειρþτικη ντοπιολαλιÜ, Þ με τη προσφυγÞ του στο αφηγηματικü εßδος του χρονικοý (Το ΣημειωματÜρι Του ΓεροκαλαμÝνιου) που συνδυÜζει τη κατÜθεση του αυτüπτη μÜρτυρα και την ανακοßνωση των τοπικþν ειδÞσεων της βυζαντινÞς χρονογραφßας με το τÝχνασμα της ανακÜλυψης των χαμÝνων χειρογρÜφων. ΠÜνω απ’ üλα απομακρýνεται απü την ηθογραφßα και τη λαογραφßα μÝσω της παρÜκαμψης του κεκανονισμÝνου ρεαλισμοý που προûποθÝτει η ποιητικÞ αντιμετþπιση της πραγματικüτητας απü τη πρüζα του.




     Ως ποιητÞς-πεζογρÜφος (τον üρο εισÞγαγε με αφορμÞ την περßπτωσÞ του το 1940 ο Μιχ. ΡοδÜς) ο ΚρυστÜλλης υιοθετεß Ýνα ιδßωμα που θα υπαγÜγει την Ιστορßα και τη φýση σε Ýνα λυρικü ρεαλισμü -Ýνα ρεαλισμü που θα διαρρÞξει ευθýς εξαρχÞς τις σχÝσεις του με οποιαδÞποτε Ýννοια (αν εξακολουθοýμε να μιλÜμε για ηθογραφßα και λαογραφßα) θησαυρισμοý, καταγραφÞς και καταλογογραφικÞς απεικüνισης. ΕπιπλÝον η τελειüτητα, η γλαφυρüτητα κι η ζωντÜνια των εικüνων που περιγρÜφει, εßναι δßχως Üλλο απαρÜμιλλη. Κανεßς απü τους ποιητÝς μας δεν αγÜπησε και δεν τραγοýδισε τη φýση, τις ομορφιÝς της και τα ψηλÜ λεβÝντικα βουνÜ της πατρßδας μας, üσο αυτüς. Αυτü τον Ýκανε αξιαγÜπητο και κοσμοαγÜπητο σε üλη την ΕλλÜδα. Και το κρυσταλλÝνιο τραγοýδι του με την ειλικρßνεια και τον τüνο του δημοτικοý τραγουδιοý, με τις ωραßες του ποιητικÝς εικüνες και το δυνατü του στßχο, κυλÜ απü κει με το κελÜρυσμα των ρυακιþν και φτÜνει σε μας απλü και καθÜριο, αγνü, üπως Þταν ο ßδιος. "¢γουρος του χωριοý κι εγþ, παιδß κι εγþ της στÜνης, üσες φορÝς κÜμπους, βουνÜ, στÜνες, χωριÜ διαβαßνω κι οργþματα και ποταμιÝς, τÝτοια τραγοýδια λÝγω".
    Η ποßηση του ΚρυστÜλλη εßχε μια γνÞσια ελληνικÞ νüτα. Αν κι Ýζησε πολý λßγο τα κεßμενα που μας Üφησε εßναι üσα Üλλοι χρειÜστηκαν μια ολüκληρη ζωÞ για να τα συντÜξουν. Ο φτωχüς ποιητÞς, αν και στερημÝνος απü τη πανεπιστημιακÞ μüρφωση, που επιθυμοýσε, δεν χÜνει ποτÝ την Ýφεση για μüρφωση αλλÜ και πολýμορφη, ευσυνεßδητη Ýρευνα. Τα ΠεζογραφÞματα που εκδßδει πριν απü το τÝλος του, αποτελοýν επιλογÞ κειμÝνων, που δημοσßευε σε εφημερßδες και περιοδικÜ. ΞεκινÜ απü τις αναμνÞσεις της Ηπεßρου και καταθÝτει αξιüλογα μελετÞματα εθνογραφικοý, ιστορικοý και λαογραφικοý περιεχομÝνου. Αναδεικνýεται πρωτεργÜτης της λαογραφßας της γενÝθλιας γης του. ΜερικÜ Üλλα Ýργα του χÜθηκαν οριστικÜ γιατß κÜηκαν στη φωτιÜ απü τη σπιτονοικοκυρÜ του, üταν Ýμαθε πως Þτανε φυματικüς. ΜιÜ πλÞρη βιογραφßα του ποιητÞ, σε μορφÞ μυθιστορÞματος, εκδüθηκε απü τον εκλεκτü λογοτÝχνη ΜιχÜλη ΠερÜνθη με τον τßτλο: Ο ΤσÝλιγκας. To Υπουργεßο Παιδεßας κÞρυξε το 1994 ως ¸τος Κþστα ΚρυστÜλλη.



   Ο ΚρυστÜλλης δεν εßναι ο λαüς που βρßσκεται Þ που γßνεται ποιητÞς. Εßναι ο ποιητÞς που βρßσκεται και που γßνεται λαüς".
  -ΚωστÞς ΠαλαμÜς


¸ργα του:

Αι Σκιαß του ¢δου 1887
Ο καλüγερος της Κλεισοýρας του Μεσολογγßου 1890
ΑγροτικÜ 1891
Ο τραγουδιστÞς του βουνοý και της ΣτÜνης 1893
ΠεζογραφÞματα 1894.


===============


                        Πασχαλινü

Αυγοýλες απριλιÜτικες χαρÜζουν στα βουνÜ μας,
Αυγοýλες χαμογÝλαστες, αυγοýλες διαμαντÝνιες.
Και τα λουλοýδια ανοßγουνε στους κÜμπους, στα βουνÜ μας,
Και ροβολÜνε οι λαγκαδιÝς καθÜριες ασημÝνιες.

Στες περσυνÝς των τις φωλιÝς Þρθαν τα χελιδüνια
Και σχßζουν γýρω μας τρελÜ το δροσερü τα' αγÝρι.
¼ξω στα δÜση τα σκιερÜ λαλοýν γλυκÜ τα' αηδüνια
Και τα τρυγüνια, οι πÝρδικες πετÜνε ταßρι-ταßρι.

Να την προβÜλλ' η ΠασχαλιÜ ξανθÞ, χρυσοντυμÝνη,
Και με λουλοýδια εδþ κι εκεß χßλια φιλιÜ σκορπÜει.
¼λοι φιλιοýνται σÞμερα, εχθροß κι αγαπημÝνοι,
Την Ýχθρα και το πεßσμωμα καθÝνας λησμονÜει,

¸λα και συ, που üμορφη μοιÜζεις αυγÞ τ' Απρßλη,
Ξανθοýλα πεισματÜρα μου. Το πεßσμα σου λησμüνει,
Και δüς μου το γλυκü φιλß στα ροδαλÜ σου χεßλη…
ΓελÜει καθÝνας σÞμερα, φιλιÝται, δεν πεισμþνει.

          ΧειμÜρρα ΠÜρε Τ' ¢ρματα

Το κýμα üταν ξαπλþνεται στου πÝλαου την αγκÜλη
Και καρτερεß Ýνα φýσημα να στηλωθεß να αγριÝψει
Να πνßξει κÜθε κÜτεργο και κÜθε περιγιÜλι,
Ποιος Üνεμος βουλÞθηκε ποτÝ να το μερÝψει;

Το Üλογο εκειü τ’ ανÞμερο, πo’ μαθε απü πουλÜρι
Ελεýθερο, ανυπüταχτο να τρÝχει, να ανεμßζει
Τη χαßτη του στην Ýρημο και δßχως καβαλλÜρη
Ποιος λÝει του βÜζει τη θηλιÜ και σκλÜβο τον γυρßζει;

Του λüγγου τ’ αγριοδÜμαλο που του’ ναι νεροκρÜτης
Το ρÝμα του Ασπροπüταμου κι Ýμαθε να κεντρþνει
Τα δÝντρα με τα κÝρατα, ποιος εßπε ζευγολÜτης
που του φορτþνει το ζυγü και τ’ οδηγÜει κι οργþνει;

Τον σταυραετü που πÝτεται απ’ τα μικρÜ του χρüνια
Μεσουρανßς στα σýννεφα και σμßγει με τ’ αστÝρια
Τα φλογερÜ τα μÜτια του και πßνει απü τα χιüνια,
Να τον σκλαβþσει ποιος μπορεß μ’ üσα κι αν Ýχει χÝρια;

Το φλογερü αστραπüβροντο, που σχßζει κι ασβολþνει
Τα σýγνεφα και τα βουνÜ, üπου χαλÜει μια χτßση,
Που πýργους, βρÜχια κι Ýλατα βαθιÜ ξεθεμελιþνει,
Ποιος Þταν üπου ετüλμησε να ειπεß πως θα το σβÞσει;

Και της Ηπεßρου το στοιχειü, την ξακουστÞ ΧειμÜρρα,
Πüχει γονιü τον πüλεμο, πüχει τροφÞ το αßμα
Και μÜτι της την αστραπÞ και χνþτο την αντÜρα;
Να την πατÞσει ποιος μπορεß; Ποιος εßπε τÝτοιο ψÝμα;

ΧειμÜρρα, πÜρε τ’ Üρματα, κατÜ το Σοýλι βÜξε
Να παρατÞσει γλÞγορα τον Ýρμο χερουλÜτη
Και να ζωθεß τ’ αρμοýτι του, το γερο-Πßνδο κρÜξε
Να μη χολιÜζει βÜρυπνος, να’ χει Üγρυπνο το μÜτι.

ΒουνÜ μου, πÜρτε τ’ Üρματα, τα γÝρικÜ σας χιüνια
Και τα πολλÜ τα κροýσταλλα να ανÜψει να τα λιþσει
Η πýρη απü τα νιÜτα σας κι απ’ τα παλιÜ σας χρüνια.
Ποιον καρτερÜτε, δýστυχα, να ρθει να σας σηκþσει;

                Ἡ Ποδιὰ Τῆς Μαριῶς

ΠλÝνει ἡ Μαριὼ στὸν ποταμü, πλÝνει τὲς φορεσιÝς της,
κι οἱ ὀμορφιÝς της λÜμπουνε, κι ἀστρÜφτουν στὸ κορμß της
ἀρÜδες τ' ἀσημüκουμπα κι ἀρÜδες τὰ γιουρντÜνια,
καὶ στὰ καθÜρια τὰ νερὰ τὰ πüδια της ἀσπρßζουν
σὰν νἆταν μὲ τριαντÜφυλλα καὶ γÜλα ζυμωμÝνα.
Περνοῦν ἐκεῖθε πιστικοὶ καὶ κυνηγοὶ διαβαßνουν,
κι ἄλλοι τὴν λὲν ΛιογÝννητη, ἄλλοι τὴν λὲν ΝερÜιδα.
ΠÝρασε κι ἕνας σταυραετüς, πÝρασε ἀπÜνω ἀπÜνω,
καὶ σὰν νὰ νοιÜστηκε κι αὐτὸς τὴν ὀμορφιὰ τῆς κüρης,
χαμÞλωσε ὡς στὸν ποταμὸ κι ἁρπÜζει τὴν ποδιÜ της,
τὴ λαχουριÜ της τὴν ποδιÜ, τὴ χρυσοκεντημÝνη,
ποὖχε ξομπλιÜσει ἀπÜνω της τὸν οὐρανὸ μὲ τ' ἄστρα,
καὶ σκοýζει ἡ ἄμοιρη Μαριὼ καὶ κλαßει τὴν ποδιÜ της.
Ὁ σταυραετὸς μεσουρανὶς χÜθηκε μÝσ' στὰ ἀστÝρια.
Σὲ λßγες μÝρες ὕστερα ταρÜχθηκεν ἡ χþρα,
παγÜνα πῆραν τὰ χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι
καὶ δεßχνουνε στὲς λυγερὲς ποδιὰ γεμÜτη ἀστÝρια,
καὶ σ' ὅποιας πιÜσει τὸ κορμß, καὶ ὅποια τὴν πεῖ δικÞ της,
ἐκεßνη θὰ τὴν πÜρουνε μαζß τους στὸ παλÜτι.
ΠÝρασαν, πÝρασαν χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
δεßχνοντας τὴ χρυσὴ ποδιÜ, κι οὔτε κι εὑρÝθη κüρη
νὰ τῆς ταιριÜζει στὸ κορμὶ καὶ τὴν πεῖ δικÞ της.
Καὶ στῆς Μαριῶς πᾶν τὸ χωριὸ καὶ δεßχνουνε στὲς κüρες
ἀρÜδα ἀρÜδα τὴν ποδιÜ, καὶ τὴν γνωρßζουν ὅλες.
ΜÝσα στὲς ἄλλες ἔρχεται καὶ τῆς Μαριῶς ἡ ἀρÜδα,
καὶ κοκκινßζει ἀπὸ χαρὰ καὶ παßρνει καὶ τὴν ζþνει,
τÞνε γνωρßζουνε μὲ μιᾶς τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
καὶ τÞνε παßρνουνε μαζß, τὴν φÝρνουν στὸ παλÜτι.
Παßρνουν αὐτοὶ τὸ τÜμα τους, κι ὁ βασιλιὰς τὴν κüρη.

                         Πüθοι

ΝÜξερες, üμορφο βουνü, τß μου θυμßζει εμÝνα
Ýνα κεδρß, Ýνας πεýκος σου, μια ρεματιÜ, μια βρýση.
ΝÜξερες üμορφο βουνü, τß πüθους μου ξανÜφτει
κι Ýνας ανθüς σου ταπεινüς με τη μοσχοβολιÜ του,
Γι' αυτü, βουνü μου, σ' αγαπþ περßσ' απ' üλα τ' Üλλα.
...

Ἤθελα νἄμουν σταυραητüς, νὰ πÝταγα τ' ἀψÞλου,
ν' ἀνÝβαινα στὴ ΛιÜκουρα, κατÜκορφα στὴ ρÜχη,
νἄριχνα ἐκεῖθε μßα ματιÜ, ν' ἀγνÜντευα τὸν Πßνδο,
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρüνια κι ἡ σκλαβιÜ του.
Ποιὸς λÝει δὲν κλαῖνε τὰ βουνÜ; Ποιὸς λÝει πὼς δὲν γερÜζουν;...
Χιüνια καὶ κροýσταλλα παλιÜ, γερÜματα γιομÜτα,
σκεπÜζουνε τὸν Πßνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνßγουν·
κι ἀκοýγω, ἀκοýγω ἀπὸ μακρυÜ, ἀκοýγω ἀπὸ τὰ ξÝνα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμü, τὸ κλÜμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
Ἄχ! πüτε αὐτὸ τὸ σκοýξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γßνει,
κραυγὴ ἀνÞμερου θεριοῦ, ἐκδßκηση γιομÜτη,
νὰ μÜσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιÜ σου,
τ' ἀστροπελÝκια σου ἄρματα, Πßνδε, νὰ μᾶς μοιρÜσεις,
μßα μÝρα, ν' ἀναστÞσουμε τὴ δüλια μας πατρßδα!...
Ἄχ! πüτε ἡ καταχνιÜ σου αὐτὴ κι ἡ τüση σου θολοýρα,
ποὺ τþρα στὸ ἀτÝλειωτο σÜβανο σὲ τυλßγει,
πüτε νὰ γßνει θὰ τὴν δῶ καπνοýρα ἀπὸ ντουφÝκια!...
Καὶ πüτε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρýος,
πüτε μßα μÝρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μÝσ' στὲς κορφÝς σου,
νὰ λυþσουνε τὰ κροýσταλλα καὶ τὰ πολλÜ σου χιüνια,
καὶ φυτρþσουν, μßα ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλοýδια,
ἀρματωμÝνα, Πßνδε μου, τὰ νιÜτα τὰ παλιÜ σου!...

                     Στο Σταυραητü

Απü μικρü κι απ' Üφαντο πουλÜκι, σταυραητÝ μου,
παßρνεις κορμß με τον καιρü και δýναμη κι αγÝρα
κι απλþνεις πÞχες τα φτερÜ και πιθαμÝς τα νýχια
και μÝσ' στα σýγνεφα πετÜς, μÝσ' στα βουνÜ ανεμßζεις
φωλιÜζεις μÝσ' στα κρÜκουρα, συχνομιλÜς με τÜστρα,
με την βροντÞ ερωτεýεσαι κι απιδρομÜς και παßζεις
με τÜγρια αστραποπÝλεκα και βασιλιÜν σε κρÜζουν
του κÜμπου τα πετοýμενα και του βουνοý οι πετρßτες.

¸τσι εγεννÞθηκε μικρüς κι ο πüθος μου στα στÞθη
κι απ' Üφαντο κι απ' Üπλερο πουλÜκι, σταυραητÝ μου,
μεγÜλωσε, πÞρε φτερÜ, πÞρε κορμß και νýχια
και μου ματþνει την καρδιÜ, τα σωθικÜ μου σκßζει•
κι Ýγινε τþρα ο πüθος μου αητüς, στοιχειü και δρÜκος
κι εφþλιασε βαθιÜ - βαθιÜ μÝσ' στ' Üσαρκο κορμß μου
και τρþει κρυφÜ τα σπλÜχνα μου, κουφοβοσκÜει τη νιüτη.

ΜπεζÝρισα να περπατþ στου κÜμπου τα λιοβüρια.
ΘÝλω τ' αψηλοý ν' ανεβþ• ν' αρÜξω θÝλω, αητÝ μου,
μÝσ' στην παλιÜ μου κατοικßα, στην πρþτη τη φωλιÜ μου,
θÝλω ν' αρÜξω στα βουνÜ, θÝλω να ζÜω μ' εσÝνα.
ΘÝλω τ' ανÞμερο καπρß, τ' αρκοýδι, το φλατüνι,
καθημερνÞ μου κι ακριβÞ να τÜχω συντροφιÜ μου.
ΚÜθε βραδοýλα, κÜθε αυγÞ, θÝλω το κρýο τ' αγÝρι
νÜρχεται απü την λαγκαδιÜ, σαν μÜνα, σαν αδÝρφι
να μου χαúδεýει τα μαλλιÜ και τ' ανοιχτÜ μου στÞθη.

ΜπεζÝρισα να περπατþ στου κÜμπου τα λιοβüρια.
ΘÝλω τ´αψÞλου ν' ανεβþ, ν' αρÜξω θÝλω, αητÝ μου,
μες στην παλιÜ μου κατοικιÜ, στην πρþτη τη φωλιÜ μου,
θÝλω ν' αρÜξω στα βουνÜ, θÝλω να ζÜω με σÝνα.
ΘÝλω τ' ανÞμερο καπρß, τ' αρκοýδι, το πλατüνι,
καθημερνÞ μου κι ακριβÞ να τÜχω συντροφιÜ μου.
ΚÜθε βραδοýλα, κÜθε αυγÞ, θÝλω το κρýο τ' αγÝρι
νÜρχεται απü τη λαγκαδιÜ, σα μÜνα, σαν αδÝρφι,
να μου χαúδεýει τα μαλλιÜ και τ' ανοιχτÜ μου στÞθη.

ΘÝλω η βρυσοýλα, η ρεματιÜ -παλιÝς γλυκÝς μου αγÜπες-
να μου προσφÝρνουν γιατρικü τ' αθÜνατα νερÜ τους.
ΘÝλω του λüγγου τα πουλιÜ με τον κελαηδισμü τους
να με κοιμßζουν το βραδß, να με ξυπνοýν το τÜχι.
Και θÝλω νÜχω στρþμα μου, νÜχω και σκεπασμÜ μου
το καλοκαßρι τα κλαδιÜ και το χειμþ τα χιüνια.

ΚλωνÜρια απ' αγριοπρßναρα, φουρκÜλες απü ελÜτια
θÝλω να στρþνω στοιβανιÝς κι απÜνω να πλαγιÜζω,
ν' ακοýω τον Þχο της βροχÞς και να γλυκοκοιμιÝμαι.

Απü ημερüδενδρον, αητÝ, θÝλω να τρþω βελÜνια,
θÝλω να τρþω τυρß αλαφιοý και γÜλα απ' Üγριο γßδι.
ΘÝλω ν' ακοýω τρυγýρω μου πεýκα κι οξιÝς να σκοýζουν,
θÝλω να περπατþ γκρεμοýς, ραúδιÜ, ψηλÜ στεφÜνια,
θÝλω κρεμÜμενα νερÜ δεξιÜ - ζερβÜ να βλÝπω.
ΘÝλω ν' ακοýω τα νýχια σου να τα τροχÜς στα βρÜχια,
ν' ακοýω την Üγρια σου κραυγÞ, τον ßσκιο σου να βλÝπω.
-θÝλω.., μα δεν Ýχω φτερÜ, δεν Ýχω κλαπατÜρια,
και τυραννιÝμαι, και πονþ, και σβιÝμαι νýχτα - μÝρα.

Παρακαλþ σε, σταυραητÝ, για χαμηλþσου ολßγο,
και δüσμου τες φτεροýγες σου, και πÜρε με μαζß σου,
πÜρε με απÜνου στα βουνÜ, τι θα με φÜει ο κÜμπος!

                  Ἡ ΚαπετÜνισσα

Ἡ Ροýσιω ἡ καπετÜνισσα, τοῦ ΓÝρω-ΔÞμου ἡ νýφη,
στὰ παραθýρια κÜθεται, τοὺς κÜμπους ἀγναντεýει
κι' ἀναστενÜζει ἀπ' τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λÝει:
- ΜÜνα μὲ κακοπÜντρεψες καὶ μ' ἔδωκες σὲ κλÝφτη,
ποὺ βρßσκεται στὸν πüλεμο ἀπ' τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βρÜδυ,
κι' ἀπὸ τὸ βρÜδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλÜει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμÜ μου.
Ἐγὼ τουφÝκια σκιÜζουμαι, τ' ἄρματα ἐγὼ τὰ τρÝμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζþσω στὸ κορμὶ νὰ πÜω ἀπὸ κοντÜ του,
κι ἐχτßκιασαν τὰ στÞθια μου, ἐμÜλλιασε ἡ καρδιÜ μου,
μαρÜθηκαν τὰ νειᾶτα μου κι ἡ ἐμορφιÜ μου ἐχÜθη.
σὰν τß τὰ θÝλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντÜνια,
σὰν τß τὰ θÝλω τὰ χρυσᾶ κι' ἀσημωμÝνα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλÜú τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κÜλλια πιστικÜ, κÜλλια θερßστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετÜνισσα τοῦ ΓÝρω-ΔÞμου ἡ νýφη.
Γιὰ ἰδὲς θερßστρες, πιστικιÝς, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρÝματα στῂς λαγκαδιÝς, στοὺς κÜμπους καὶ στὰ πλÜγια
μὲ τὸν καλü τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χÝρια·
κι ἐγὼ κλεισμÝνη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβοýνια,
τὰ λερωμÝνα του σκουτιὰ μπεζÝρισα νὰ πλÝνω,
κι' ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμÝνη
τὸν καπετÜνο καρτερῶ τüσες βραδειὲς κι' αὐγοῦλες,
πüτε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν' ἀφÞσῃ τὰ λημÝρια,
νἀρθῇ στὸ σπßτι μιὰ φορÜ, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντÜμα!

                    Το Νεραúδüπαιδο

Απ' τη σπηλιÜ π' ανοßγεται παρÝκει απü το ρÝμα,
ΞανθÝς ΝερÜιδες και ΞωθιÝς αυτÞν την þρα βγαßνουν.
Λοýζουνε τ' Üσπρα τους κορμιÜ στο ρÝμα το καθÜριο
Κι απ' την πολλÞν την ομορφιÜ κι απ´ τη μοσχοβολιÜ τους
ΜοσχοβολÜει το νερü και λÜμπει ο τüπος γýρα.
Απλþνουν τα μαντÞλια τους στες πÝτρες να στεγνþσουν
Και στο σιαδÜκι σταßνουνε χορü και τραγουδÜνε.
Η ΚÜλλω σÝρνει το χορü, η πρþτη των ΝερÜιδων,
Και τραγουδÜει η δεýτερη κι ακουλουθÜν οι Üλλες

           Το Τραγοýδι Της ΞενιτιÜς

ΑναθεμÜ σε, ξενιτιÜ, με τα φαρμÜκια πüχεις!..

Θα πÜρω Ýναν ανÞφορο να βγω σε κορφοβοýνι,
να βρω κλαρÜκι φουντωτü και ριζιμιü λιθÜρι,
να βρω και μια κρυüβρυση, να ξαπλωθþ στον ßσκιο,
να πιω νερü να δροσισθþ να πÜρω λßγη ανÜσα,
ν' αρχßσω να συλλογισθþ της ξενιτιÜς τα πÜθη,
να ειπþ τα μαýρα ντÝρτια μου και τα παρÜπονÜ μου.

'Ανοιξε θλιβερÞ καρδιÜ και πικραμÝνο αχεßλι,
βγÜλε κÜνα χαμüγελο και πες κÜνα τραγοýδι.

-Τραγοýδια αν εχ' η μαýρη γη, κι ο τÜφος χαμογÝλια,
Ýχει και του παιδιοý η καρδιÜ που περπατεß τα ξÝνα.
Τα ξÝνα Ýχουν καημοýς πολλοýς και καταφρüνια πλÞθος!
Στα ξÝνα δεν ανθßζουνε την ¢νοιξη τα δÝντρα,
και δεν λαλοýνε τα πουλιÜ, ζεστüς δε λÜμπει ο Þλιος,
δε φυλλουριÜζουν τα βουνÜ, δεν πρασινßζει ο κÜμπος,
και δε δροσßζει το νερü, και το ψωμß πικραßνει!

Στα ξÝνα, ποιος θα σε χαρεß και ποιος θα σε γελÜσει;
Ποýν' της μανοýλας τα φιλιÜ, τα χÜδια του πατÝρα;
Ποýναι τα γÝλια τ' αδερφοý κι η συντροφιÜ του φßλου;
Ποýν' της αγÜπης οι ματιÝς και τα γλυκÜ τα λüγια;

Αν αρρωστÞσεις, ποιος θαρθεß στην ξενιτιÜ σιμÜ σου,
να σε ρωτÜ τον πüνο σου, τα γιατρικÜ να δßνει;
στο Ýρμο σου προσκÝφαλο να ξενυχτÜει μαζß σου;
Κι αν Ýρθει μερ' αγλýκαντη στα ξÝνα να πεθÜνεις,
ποιος θα βρεθεß στο πλÜι σου τα μÜτια να σου κλεßσει;
Ποιος θα σου λοýσει το κορμß, ποιος θα σε σαβανþσει;
Στο λειψανü σου ποιος θαρθεß λουλουδια να σε ρÜνει;
Και ποιος με πüνο θα ριχτεß στο νεκροκρεββατü σου
για να σε κλÜψει; Ποιος θα ειπεß για σÝνα μοιρολüγι;
Αχ! πως τους θÜφτουν, νÜξερες, και πως τους παν τους ξÝνους!..
Χωρßς λιβÜνι και κηρß, χωρßς παπÜ και ψÜλτη!

ΑνÜθεμÜ σε, ξενιτιÜ, με τα φαρμÜκια πüχεις!..

Ποý να τον πω τον πüνο μου, ποý να τον απορßξω;
Να τον ειπþ στα τρßστρατα, τον παßρνουν οι διαβÜτες,
να τον αφÞσω στα κλαριÜ, τον παßρνουν τ' αγριοποýλια!..
Κι αν κλÜψω, τα φαρμακερÜ τα δÜκρια ποý να πÝσουν;
Αν πÝσουνε στη μαýρη γη, χορτÜρι δεν φυτρþνει,
αν πÝσουνε στον ποταμü, ο ποταμüς θα στýψει,
αν πÝσουνε στη θÜλασσα, πνßγουνται τα καρÜβια,
κι αν τα βαστÜξω στην καρδιÜ, με καßν' με φαρμακþνουν!

ΑνÜθεμÜ σε ξενιτια, με τα φαρμÜκια πüχεις!..

                     Τραγοýδι ΚλÝφτικο

Πüτε θα 'ρθη μιαν Üνοιξη, θα 'ρθη Ýνα καλοκαßρι,
που λουλουδιÜζουν τα κλαριÜ, που λιþνουνε τα χιüνια,
για να ζωθοýμε τ' Üρματα και τα χρυσÜ τσαπρÜζια,
να βγοýμε κλÝφτες, βρε παιδιÜ, κλÝφτες στα κορφοβοýνια;

Μες στην ψηλüτερη κορφÞ να στÞσουμε λημÝρι,
να 'χουμε τ' Üστρα τ' ουρανοý τ' αποβραδßς κουβÝντα,
εμÜς το γλυκοχÜραμα να πρωτοχαιρετßζη,
εμÜς ο Þλιος την αυγÞ, σαν κροýη, να πρωτοβλÝπη.
Να μας ζηλεýουν οι αετοß, να μας ξυπνοýν τ' αηδüνια
και μες στα γÜργαρα νερÜ και μες στες κρýες βρýσες
νερÜιδες να μας νßβουνε, φιλιÜ να μας χορταßνουν.

              ¹θελα ΝÜ 'Μουν ΤσÝλιγκας

¹θελα νÜμουν τσÝλιγκας, νÜμουν κι Ýνας σκουτÝρης,
να πÜω να ζÞσω στο μαντρß, στην ερημιÜ, στα δÜσα,
νÜχω κοπÜδι πρüβατα, νÜχω κοπÜδι γßδια,
κι Ýνα σωρü μαντρüσκυλα, νÜχω και βοσκοτüπια,
το καλοκαßρι στα βουνÜ, και τον χειμþ στους κÜμπους.
ΝÜχω απü πÜλιουραν βορü και στροýγγα απü ροδÜμι,
νÜχω και σε ψηλÞν κορφÞ καλýβα απü ρουπÜκια,
νÜχω με τα βοσκüπουλα σε κÜθε σκÜρον γλÝντι,
νÜχω φλογÝρα να λαλþ, ν' αντιλαλοýν οι κÜμποι,
νÜχω και κüρη üμορφη, στεφανωτÞν μου νÜχω,
να μου βοηθÜει στο σÜλαγο, να μου βοηθÜει στα γρÝκια,
κι üντας θα τα σταλßζουμε τα δειλινÜ στους ßσκιους,
στης ρεματιÜς τη χλωρασιÜ μαζß της να πλαγιÜζω,
να με κοιμßζει με φιλιÜ στους δροσεροýς της κüρφους.

          Το Τραγοýδι Του Τρυγητοý

Το λÝει ο πετροκüτσυφας στο δροσερü τ' αυλÜκι,
το λεν στα πλÜια οι πÝρδικες, στην ποταμιÜ τ' αηδüνια,
το λεν στ' αμπÝλια οι λυγερÝς, το λεν με χßλια γÝλια,
το λÝει κι η Γκüλφω η üμορφη, το λÝει με το τραγοýδι
-ΑμπÝλι μου, πλατýφυλλο και καλοκλαδεμÝνο,
δÝσε σταφýλια κüκκινα, να μπω να σε τρυγÞσω,
να κÜμω αθÜνατο κρασß, μοσκοβολιÜ γιομÜτο.
Μες στα κατþγια τα βαθιÜ σαν μüσχο να το κρýψω,
να το φυλÜξω ολÜκαιρες χρονιÝς, ακÝριους μÞνες,
þσπου να ρθεß μιαν Üνοιξη, νÜρθει Ýνα καλοκαßρι,
να γýρει απü τη μακρινÞ την ξενιτιÜ ο καλüς μου.
Να κατεβþ μες στην αυλÞ, να πιÜκω τ' αλογü του,
να τον φιλÞσω αγκαλιαστÜ στα μÜτια και στο στüμα,
να τον κερÜσω, αμπÝλι μου, τ' αθÜνατο κρασß σου,
της ξενιτιÜς τα βÜσανα να παν, να τα ξεχÜσει.

                        Ο Τρýγος

¼ταν ανθßζ' η αγριÜμπελη κι απλþνει τα κλαδιÜ της
στο σκßνο, στο χαμüδενδρο, στου πεýκου τα κλωνÜρια,
στα ρÝματα του ποταμοý, στον εγκρεμü του βρÜχου,
κι αγÝραν, κÜμπους και βουνÜ, την πλÜση πÝρα ως πÝρα
γιομüζει απü μοσκοβολιÜ με τον ανασασμü της,
πυκνü - πυκνü κι ολüμαυρο μελισσολüι πετιÝται
μες απü βρÜχους και κρινιÜ, μες απü ερμιÝς και κÞπους,
και τ' Üνθη της βοσκολογÜ και παßρνει τον αχνü τους,
και διαλαλÜει μ' Ýνα βοητü τον αναγαλιασμü του.
¸τσι οι κοπÝλες του χωριοý πετιοýνται απü τα σπßτια
κι εις κÜμπους κι εις βουνÜ σκορποýν, κι üπ' εßναι αμπÝλι τρÝχουν
με τα καλÜθια τα πλεχτÜ και με τα βατοκüπια
και με τραγοýδια, με χαρÝς, üταν αρχßζει ο τρýγος.
ΑναταρÜζονται οι ερμιÝς, αχολογοýν τ' αμπÝλια,
λες κι απü κÜθε πÝτρα ορθÞ, λες κι απü κÜθε βÜτον,
üπου στο χüρτο σÝρνεται, κüρης κορμß φυτρþνει.
ΠρÜσινη απλþνεται η φυτιÜ κι οι ρüγες μεστωμÝνες,
μαýρες και κßτρινες, ξανθιÝς, μαυρολογοýν, γιαλßζουν
στην πρþτη αχτßδα του ζεστοý του Þλιου üπ' ανατÝλλει,
σαν μαýρα μÜτια, σαν χοντρÜ κλωνιÜ μαργαριτÜρια.
Οι βÝργες οι καμαρωτÝς λαμποκοποýν κι εκεßνες,
κι οι περογλιÝς ξαπλþνονται στα διÜπλατα κρεββÜτια,
και στην πυκνÞ τους χλωρασιÜ και στο βαθý τους ßσκιο
την ιδρωμÝνην αργατιÜ δροσßζουν, ανασαßνουν,
την αργατιÜ που ολημερßς üλο τρυγÜει κι απλþνει,

Την αργατιÜ που λαχταρÜ πüτε να πÝσει ο Þλιος,
πüτε να ισκιþσουν τα ριζÜ, να δροσερÝψει ο κÜμπος.

ΝÜτος ο Þλιος που Ýπεσε και πÜει να βασιλÝψει,
νÜτα που ισκιþσαν τα ριζÜ και δροσερεýει ο κÜμπος...

O Þλιος χÜθη ολüτελα και τα βουνÜ σουρπþσαν,
θüλωσαν τ' ανοιχτÜ νερÜ κι απÜνω βγÞκαν τ´Üστρα...

ΔιπλÜ ανασαßν' η εργατιÜ κι απαρατÜει το Ýργο,
κι εκεß που κληματüβεργες κι απü παλιοýργια φρÜχτες
καλýβι ολüρθο πλÝκουνε, δεßπνον απλü κυκλþνουν,
και τον απλü το δεßπνο τους φωτÜει θαμπü λυχνÜρι.

¾στερα εις κÜθε μια φυτιÜ, κÜθε üχτο, κÜθε αμπÝλι,
τρανÝς ανÜβουνε φωτιÝς μες στ' απλωτü σκοτÜδι.
Ολοýρ' - ολοýρ' απ' τις φωτιÝς σταßνουν χορü οι κοπÝλες,
στρþνονται χÜμου οι γÝροντες κι οι νιοß, κι απ' üλους Ýνας
τους συνοδεýει στο χορü μ' Ýνα απαλü τραγοýδι
και μ' Ýνα λÜλημα γλυκü - γλυκü του ταμπουρÜ του.
¿σπου τ' αστÝρια τ' ουρανοý το μεσονýχτι δεßχνουν,
και τüτες οι χοροß χαλοýν, σκορπÜν οι δουλευτÜδες.
Στρþνουν για στρþματα κλαδιÜ κι αποσταμÝνοι γÝρνουν.

κι εκεß που σβÞνουν οι φωτιÝς, Ýρμες ανÜρια - ανÜρια,
το νυχτοποýλι τ' Üγρυπνο γλυκÜ τους νανουρßζει,
þσπου να σκÜσει ο αυγερινüς, που θα ξυπνßσουν πÜλι,
πÜλι στο Ýργο τους να μπουν, στον ζηλεμÝνο τρýγο.

     Το ΚÝντημα Του Μαντιλιοý

Στην Üκρη του γιαλοý ξανθÞ κÜθεται κüρη
κι ωριüπλουμο λευκü χρυσοκεντÜει μαντßλι,
μαντßλι του γαμπροý, του γÜμου της κανßσκι.
Την θαλασσα κεντÜει, με τα νησιÜ της üλα,
κεντÜει τον ουρανü με τα λαμπρÜ του αστÝρια,
τη γη με τα πολλÜ και με τα ωραßα λουλοýδια,
κεντÜει κι Ýνα βουνü, ψηλü ψηλü και μÝγα:
το χÜραμα γλυκÜ προβÜλει στην κορφÞ του
και βÜφεται η κορφÞ και τ' ουρανοý η λουρßδα
ροδüλευκη, νερÜ καθÜρια κι ασημÝνια
τα διÜπλατα πλευρÜ ξετρÝχουν κι αυλακþνουν,
χιλιüχρονα, παλιÜ, βαθιÜ, ισκιωμÝνα ορμÜνια
κεντÜει στις λαγκαδιÝς με πρÜσινο μετÜξι
στους üχτους, στα ριζα, κοπÜδια ασπρολογÜνε
και φαßνονται οι βοσκοß, και στ' üμορφο κεντßδι
φλογÝρες λες κι ακοýς, λες και γρικÜς τραγοýδια,
βελÜσματα βραχνÜ και ηχοýς απü τρουκÜνια.

Στα πüδια του βουνοý κεντÜει γαλÜζια λßμνη
με καλαμιÝς χρυσÝς, Ýνας ψαρÜς στην Üκρη
πεζüβολον κρατεß και δüλωμα ετοιμÜζει,
κÜμπον πλατýν-πλατýν με σμαραγδÝνιο νÞμα
ολüγυρα κεντÜει, στη μÝση απü τον κÜμπο,
ποτÜμι σιγαλü και φιδωτü ξομπλιÜζει,
με δÜφνες, με μυρτιÝς και με δασιÜ πλατÜνια,
με αηδüνια, με φωλιÝς, και στο πανþριο ξüμπλι
τον φλοßβο του νεροý θαρρεßς κι ακοýς, της δÜφνης
τον μýρο, της μυρτιÜς, θαρρεßς üτι ανασαßνεις,
πως τον κελαηδισμü των αηδονιþν ξανοßγεις,
πως νιþθεις το απαλü της φυλλουργιÜς μουρμοýρι...
Στην ακροποταμιÜν αλÜφι ζωγραφßζει,
που σκýφτει τα νερÜ να πιει, τα κρυσταλÝνια,
και, ξÜφνου, σαúτιÜ στην πλÜτη το λαβþνει,
στρÝφεται αυτü, κοιτÜει με πüνο την πληγÞ του,
πÜσχει ν' απαλλαχτεß, δε δýνεται το μαýρο,
κι απü τον ουρανüν, απü τα δÝνδρα γýρα
βοÞθεια λες ζητÜει... Ολüγυρα απü τον κÜμπο,
πλÞθος μικρÜ χωριÜ κεντÜει, χωρÜφια ολοýθε
με ολüχρυσα σπαρτÜ, με θυμωνιÝς, με αλþνια,
πρÜσινα αμπÝλια αλλοý, με κßτρινα σταφýλια,
κßτρινα σαν φλουριÜ, κι Ýμορφα κοπελοýδια,
που μπαßνουν με πλεχτÜ καλÜθια και τρυγÜνε.

ΓÜμον αρχοντικü σ' Ýνα χωριü πλουμßζει,
με νýφην, με γαμπρü, με φλÜμπουρα, με ψßκι,
δρÜκους αλλοý κεντÜει, και λÜμιες και νερÜúδες,
κεντÜει κι Ýναν γιαλü με ζαφειρÝνια πλÜτια,
στην Üκρη του γιαλοý την ßδια την θωριÜ της
ολüφαντη ιστορεß απü ομορφιÜν και νιüτη
και πλοýτον και αρχοντιÜ, και στα λευκÜ της χÝρια
τ' αργüχειρο κρατεß, τ' ωριüπλουμο μαντßλι,
μαντßλι του γαμπροý, του γÜμου της κανßσκι,
ανÜρια το κεντÜει κι üλο του λÝει τραγοýδια:

-Μαντßλι πλουμερü και χρυσοκεντημÝνο,
ποιος νÜναι τÜχα ο νιος οποý θα σ' αποχτÞσει;
Ποιος νÜναι τÜχα ο νιος που μ' Ýνα δακτυλßδι,
μαντßλι μου ακριβü, κανßσκι θα σε πÜρει;
Ποιος νÜναι τÜχα ο νιος, που μ' Ýνα φιλημÜ του,

γλυκü και φλογερü, απ' το λευκü μου χÝρι
στην κλßνη την αγνÞ θα μ' οδηγÞσει νýφην;
Ποιος νÜναι τÜχα αυτüς; ΠÝτε μου, εσεßς δεντρÜκια,
κι εσεßς καλÜ πουλιÜ. ΜουρμοýρισÝ μου αγÜλια,
εσý ωραßε γιαλÝ και γαλανÝ ουρανÝ μου!
Εσý, φτερουγιαστÝ, καθÜριε λογισμÝ μου,
γιατß δε μου τον λες, γιατß δε μου τον δεßχνεις,
γιατß μια ωραßα βραδιÜ κρυφÜ δε μου τον φÝρνεις,
σαν üνειρο χρυσü, γλυκÜ στην αγκαλιÜ μου;..

           Τραγοýδι Τοῦ Αργαλειοý

Ἡ Ζερβοποýλα ἡ ὄμορφη κι ἀρχοντοδυγατÝρα
στὸν ἀργαλιὸ τῆς ὕφαινε κι ἀνÜρια ἐτραγουδοῦσε:
– Διασßδι, καλοδιÜσιδο, γνεμÝνο στὸ νυχτÝρι,
διασßδι μ', ὄντας σ' ἔγνεθα, τὸν συχνονειρεýομουν,
διασßδι, ὄντας σ' ἐδιÜζομουν, ἦρθεν ἀπὸ τὰ ξÝνα,
διασßδι, ὄντας σ' ἐτýλιγα στὴν ἐκκλησιὰ τὸν εἶδα,
διασßδι, ὄντας σ' ἐκüλναγα, μὄστειλεν ἀρραβῶνα.
Παῖξε ἀργαλιÝ μου, βρüντησε, πÝτα χρυσὴ σαÀτα,
τρßχτε καημÝνα χτÝνια μου, βαστᾶτε τὸν ἠχü μου,
νὰ βγοῦν τὰ ὑφÜδια γλÞγορα, νὰ ρÜψω τὰ προικιÜ μου,
γιατ' ὁ καλüς μου βιÜζεται, βιÜζεται νὰ μὲ πÜρει!

                  Ἡ Νησιωτοποýλα

Νησιωτοποýλα κÜθεται σὲ μαρμαρÝνιον πýργο,
μὲ κÝντημα στὰ χÝρια της, μ' ἀγÜπη στὴν καρδιÜ της.
Φορὲς-φορὲς τὸ κÝντημα κεντοῦσε μὲ τραγοýδια,
φορὲς-φορὲς πισþριχνε τὰ ξεπλεγα μαλλιÜ της.
Κι ἀγνÜντευε τὸ πÝλαγος π' ἁπλþνετο μπροστÜ της,
καὶ γκαρδιακὰ ἀναστÝναζε κι ἐχτýπαγε τὰ στÞθια,
γιατ' ἀγριεμÝνο τὄβλεπε, μαῦρο, φουρτουνιασμÝνο·
κι αὐτὴ εἶχε λüγο, στὸ γιαλὸ νὰ κατεβεῖ τὸ βρÜδυ,
κι ἀπ' τὸ νησὶ τ' ἀντικρυνü, ποὺ χÜνεται στὸ κýμα,
ὁ ἀγαπημÝνος της νἀρθεῖ, νὰ ποῦν τὸν ἔρωτÜ τους.
Ὁ ἥλιος ἐβασßλεψε· σκοτÜδιασε, νυχτþνει.
Τὸ κÝντημÜ της τ' ὄμορφο ἀπαρατÜει ἡ κüρη,
καὶ κατεβαßνει στὸ γιαλὸ καὶ τὸν ἀκαρτερÜει.
Μαυρολογᾶνε τὰ βουνÜ, καὶ σýγνεφα μεγÜλα
σκεπÜζουνε στὸν οὐρανὸ τ' ἀστÝρια πÝρα πÝρα,
φυσομανÜει τὸ πÝλαγο, τὰ κýματα βογγοῦνε,
κι ὅταν τὰ νÝφια ἀστρÜφτουνε, δεßχνουν κορφὲς ἀφρÜτες,
καὶ δὲν γροικιÝται πουθενὰ τ' ἀγαπημÝνου ἡ βÜρκα.
ΚÜθεται ἡ νιὰ κι ἀκαρτÝρει στ' ἀκρογιαλιοῦ τὰ βρÜχια.
Τὰ μακρυÜ της τὰ μαλλιὰ τὰ κυματßζει ὁ ἀγÝρας,
καὶ σποῦνε μÝσ' στὰ πüδια της τὰ κýματα μὲ βüγγο.
Ὧρες τηρÜει τὸ πÝλαγο, ὧρες τηρÜει μπροστÜ της,
νÝφια καὶ κýματα μαζὶ συχνορωτÜει μὲ πüνο,
ἂν εἶδαν κÜπου νÜρχεται τ' ἀγαπημÝνου ἡ βÜρκα.
Τὰ σýγνεφα μÝνουν βουβÜ, τὰ κýματα βογγοῦνε,
κι ἀναστενÜζουνε βαριὰ-βαριὰ τῆς νιᾶς τὰ στÞθια.
ΦυσομανÜει ἡ θÜλασσα, τὰ κýματα βογγοῦνε,
κι ἕνα μὲ τ' ἄλλο σπρþχνονται καὶ σπÜνουν στ' ἀκρογιÜλι·
κι ἐκεῖ ποὺ ἡ κüρη τὰ ρωτᾶ, βλÝπει ἕνα θεριωμÝνο
νὰ ψηλωθεῖ, νὰ ψηλωθεῖ, τὰ βρÜχια νὰ περÜσει,
καὶ νὰ τὴν πνßγει στὸν ἀφρü. ΤραβιÝται ἡ κüρη πßσω,
καὶ κλειþντας τὴν ἀγκÜλη της, ποὺ ὁλÜνοιχτη βαστοῦσε
τὸν ἀκριβü της νὰ δεχθεῖ, σφßγγει στὰ στÞθια ἀπÜνου
παραδαρμÝνο ἕνα κορμß, καὶ ἄψυχο, καὶ κρýο.
Ταχιὰ ἡ φουρτοýνα ἡσýχασε, τὰ κýματα μερÝψαν,
καὶ οἱ ψαρÜδες πὤριχναν στὸ πÝλαγο τὶς βÜρκες,
στ' ἀκρογιαλιοῦ τὰ χþματα καὶ μὲσ' στὰ βρÜχια βρßσκουν
παραριγμÝνα δýο κορμιὰ καὶ σφιχταγκαλιασμÝνα.

       Τὸ ΜαρμαρωμÝνο Βασιλüπουλο

Ἕνα παλÜτι ἀδιÜβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμÝνο
πανþρῃο βασιλüπουλο βαστÜει μαρμαρωμÝνο.
ΔÝρν' ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλÜτι,
κι' οὐδὲ μιλÜει τὸ μÜρμαρο, οὐδὲ κι' ἀνοßγει μÜτι.
ΛÜμπει ὁ ἥλιος, κελαúδοῦν τῆς ἄνοιξης τ' ἀηδüνια,
κι' ἐκεῖνο μÝνει ἀσÜλευτο, βουβὸ ἀπὸ τüσα χρüνια.
Κἄποια νερÜúδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μÜγισσα ὠργισμÝνη
τὸ καταρÜστηκε βαρειὰ καὶ μÜρμαρο ἔχει γÝνει.
Καὶ τὸ παλÜτι ἐρÞμαξε, τὸ σκÝπασαν τὰ δÜση
κι' ὡς τþρα πüδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περÜσει.
ΜονÜχα ὁ χρüνος, ποὺ περνÜει ὁλημερὶς μπροστÜ του,
ἔγραψε μÝσ' στὸ μÜρμαρο μαζὶ μὲ τ' ὄνομÜ του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δεßξῃ
τὸ σιδερüχορτο νὰ βρῇ, τὴν πüρτ' αὐτὴ ν' ἀνοßξῃ,
ν' ἀγκαλιαστῇ τὸ μÜρμαρο, σιμÜ του ν' ἀγρυπνÞσῃ
σαρÜντα δυὸ μερüνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνÞσῃ».
Εἶνε παλÜτι ἐρημικὸ κι' ἀπüκλειστο ἡ καρδιÜ μου,
μαρμαρωμÝνον βασιληᾶ βαστÜει τὸν ἔρωτÜ μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ' ἀνοßξῃ
καὶ μὲ τὸ κρýο τὸ μÜρμαρο τὰ χεßλη της θὰ σμßξῃ.

                   Η ΠοθοπλανταγμÝνη

ΚÜτω 'ς τὸν Μαραθüκαμπο, ποῦ ὁλονυχτῆς θερßζουν,
Κἄποιος λεβÝντης θεριστὴς ψηλü τραγοῦδι λÝγει
Κι' ὠς τὸ ξημÝρωμα ξυπνὸν βαστÜει ὄλον τὸν κÜμπο·
ΒαστÜει κι ἐμÝνα ξýπνηγη τὴν ποθοπλανταγμÝνην
ΔÝκα βραδιÝς ὀλüβολες 'ς τὰ παραθýρια ἀπÜνου,
Κι' ἀπ' τὸν ἠχὸ τοῦ τραγουδιοῦ κι' ἀπ' τὴν γλυκειὰ φωνÞ του
Τὰ νυσταγμÝνα μÜτια μου τὸν ὔπνο δὲν τὸν θÝλουν.
Τὸν νιὸν αὐτὸν τὸν θεριστÞ, ποῦ τραγουδÜει τὴν νýχτα,
Νὰ κÜτεχα, νὰ γνþριζα! Ἥλιε, γλυκὲ πατÝρα,
Ἥλιε, ὁποῦ μοῦ χÜρισες τüση ἐμμορφιὰ 'ς τὸν κüσμο,
Μὴ τα χαλᾷς τὰ νιÜτα μου καὶ μÞ τα φαρμακþνῃς.
Μὲ τὲς χρυσÝς ἀχτßδες σου δεῖξε μου μιὰν ἡμÝρα
Τὸν νιὸν αὐτὸν τὸν θεριστÞ, ποῦ τραγουδÜει τὴν νýχτα,
Νὰ τον γνωρßσω, νÜ τον 'δῶ, διÜνεμμα νὰ του κÜμω
Τὴν νýχτα νὰ μὴν τραγουδÜη, 'ς τὸν κÜμπο νὰ μὴ βγαßνῃ,
Νἄρχεται μὲ τοῦ φεγγαριοῦ τ' ἀπüσκια 'ς τὴν αὐλÞ μου
ΝÜ τον χορταßνω φßλημα, νÜ τον χορταßνω ἀγκÜλια.

                      Ηλιοβασßλεμα
                                                                                      (αποσπ.)
Πßσω απü μακρινÝς κορφÝς ο Þλιος βασιλεýει,
και τ' ουρανοý τα σýνορα χßλιες βαφÝς αλλÜζουν,
πρÜσινες, κüκκινες, ξανθÝς, ολüχρυσες, γαλÜζες,
κι ανÜμεσÜ τους σκÜει λαμπρüς λαμπρüς ο Αποσπερßτης.
Την πýρη του καλοκαιριοý την σβηεß γλυκü αγερÜκι
που κατεβÜζουν τα βουνÜ, που φÝρνουν τ' ακρογιÜλια.
ΑνÜρια τα κλωνÜρια του κουνÜει ο γερο-πεýκος,
και πßνει και ρουφÜει δροσιÜ κι αχολογÜει και τρßζει,
η βρýση η χορταρüστρωτη δροσßζει τα λουλοýδια,
και μ' αλαφρü μουρμουρητü γλυκÜ τα νανουρßζει·
θολþνει πÝρα η θÜλασσα, τα ριζοβοýνια ισκιþνουν,
τα ζÜλογκα μαυρολογοýν, σκýβουν τα φρýδια οι βρÜχοι,
κι οι κÜμποι γýρου οι απλωτοß πρÜσινο πÝλαο μοιÜζουν.

Απ' üξω, απü τα οργþματα, γυρνοýνε οι ζευγολÜτες,
ηλιοκαμÝνοι, ξÝκοποι, βουβοß, αποκαρωμÝνοι,
με τους ζυγοýς, με τα βαριÜ τ' αλÝτρια φορτωμÝνοι,
και σαλαγοýν απü μπροστÜ τα δυο καματερÜ τους,
τρανÜ, στεφανοκÝρατα, κοιλÜτα, με μακριÜ τραχηλιÜ τραχηλÜτα,
«Oþ! φωνÜζοντας, οþ! ΜελισσηνÝ, Λαμπßρη»·
κι αργÜ τα βüδια περπατοýν και ποý και ποý μουγκρßζουν.
Γυρνοýνε απü τα Ýργα τους οι λυγερÝς, γυρνοýνε
με τα ζαλßκια αχ τη λογγιÜ, με τα σκουτιÜ αχ το πλýμα,
με τες πλατιÝς των τες ποδιÝς σφογγßζοντας τον ßδρω·
και σ' üποιο δÝντρο κι αν σταθοýν, σ' üποιο κοντρß ακουμπÞσουν,
εις το μουρμοýρι του κλαριοý, εις τη θωριÜ του βρÜχου
γλυκüν γλυκü και πρüσχαρον χαιρετισμü ξανοßγουν:
«Γεια και χαρÜ στον κüσμο μας, στον üμορφü μας κüσμο!»

                     Αι Οδýναι Μου

Γιατß με βλÝπεις πÜντοτε εις σκÝψεις βυθισμÝνον;
Με βλÝπεις μελαγχολικüν, ρεμβÜν και τεθλιμμÝνον
και φεýγουσαν με την χαρÜν, þ φßλε, καθ' ημÝραν
και γενομÝνην βαθμηδüν την üψιν μου ωχροτÝραν
και τÜνθη απεξηραμμÝνα της νεüτητος μου
προþρως, πριν Þ θÜλλωσι, σβεννýμενον το φþς μου,
το σþμα μου κυρτοýμενον, απεσκελεθρωμÝνον,
και το ευρý μου μÝτωπον κατερρυτιδωμÝνον.
Και τις οδýνη, μ' ερωτÜς, με καθιστÜ, φεý! Οýτω;
ΠολλÜ εις σε εκοßνωσα, μÜθε λοιπüν και τοýτο.
Δουλεßα και ΑμÜθεια και ΜητρυιÜ, τρεßς εßναι
αι δηλητηριÜσασαι τον βßον μου οδýναι.
                                           ΣυρρÜκον, 7 Σεπτεμβρßου 1888
...

Μιαν ΑπριλιÜτικη βραδιÜ, μια νýχτ' αστερωμÝνη
ψηλÜ στου Πßνδου τα βουνÜ μονÜχος μου καθüμουν
κι' εκýτταζα στον ουρανü, κι εκρυφοσυλλογιüμουν
Πως ζεß ο δüλιος Üνθρωπος, πως ζεß και πως πεθαßνει.
...
Το Üγιο χþμα που πατÜς,
τα δÜση που διαβαßνεις
τα μαýρα μÜτια που κοιτÜς,
τ' αγÝρι π' ανασαßνεις
τους ποταμοýς, τα κρýα νερÜ,
τα πλÜγια τ' ανθισμÝνα
και τα βουνÜ μας τα σκιερÜ
χαιρÝτα κι απο μÝνα. (1883)

        ΓΛΩΣΣΑΡΙ

πýρη: πýρωμα, καýσωνας
ανÜρια: αραιÜ
αχολογÜει: βουßζει, παρÜγει Þχο
ριζοβοýνια: πρüποδες βουνοý
ζÜλογκα: πυκνÜ δÜση
ζευγολÜτες: γεωργοß (που οργþνουν)
ξÝκοποι: κατÜκοποι
αποκαρωμÝνοι: νυσταγμÝνοι απü τη ζÝστη
καματερÜ: βüδια που χρησιμοποιοýνται στο üργωμα
τραχηλÜτα: με μακριÜ τραχηλιÜ
ζαλßκια: δεμÜτια ξýλα που τα κουβαλοýν στον þμο
λογγιÜ: πυκνü δÜσος
σκουτιÜ: ροýχα
κοντρß: μεγÜλη πÝτρα, κοτρüνι

κρÜκουρα: οι Üκρες των ψηλþν βουνþν.
απιδρομþ: παßρνω φüρα για να τρÝξω, ορμþ.
πετρßτης: εßδος γερακιοý.
Üπλερος: χωρßς φτερÜ.
μπεζερßζω: (λ. τουρκ.) κουρÜζομαι, βαριÝμαι.
λιοβüρι: λßβας.
τ' αψÞλου: ψηλÜ.
ζÜω: ζω.
καπρß: αγριογοýρουνο.
πλατüνι: ελÜφι.
το τÜχυ: το πρωß.
φουρκÜλα: διχαλωτü ξýλο.
στοιβανιÜ: σωρüς απü ξýλα.
ημερüδεντρο: η Þμερη βαλανιδιÜ.
ραúδιÜ: γκρεμüς.
στεφÜνι: απüτομη κορυφÞ βουνοý.

                                    ΓρÜμματα Στον Σπýρο ΛÜμπρο

                                                                                       27 Ιανουαρßου 1889
Αξιüτιμε κ. Σπ. Π. ΛÜμπρε,
     ...Þδη μου συμβαßνουν και τα παρüντα: Καταδιþκομαι υπÝρ του ¸θνους, νομßζω υπü των εχθρþν αυτοý. Ο Θεüς με σþζει απü τας χεßρας των και με στÝλλει, με φÝρει μÜλλον αυτüς ο ßδιος εις το Ýθνος, με ρßπτει εν τω μÝσω της Πρωτευοýσης αυτοý, μεταξý του ΒασιλÝως, Υπουργþν, Βουλευτþν και τüσων Üλλων μεγÜλων (;) αντρþν. Ζητþ ενταýθα και εκεßθεν προστασßα-και τι προστασßαν; Οýτε Υπουργüς θÝλω να γßνω, οýτε ΒουλευτÞς, οýτε Βασιλεýς: μικρÜν υποτροφßαν ζητþ, ολßγα χρÞματα, ßνα εξακολουθÞσω τα σπουδÜς μου, τα γρÜμματÜ μου, δι’ Ü με Ýπλασεν ο Θεüς και να φανþ χρÞσιμος εις την κοινωνßαν, εκπληρþνων δηλ. την αποστολÞν μου εν τω κüσμω (αν ουχß εδþ εις τας πολυδαπÜνους ΑθÞνας, εν τη ¢ρτη τουλÜχιστο Þ αλλαχοý, Ýως üτου τελειþσω το ΓυμνÜσιον.).
     ¼χι! Μοι απαντοýν, üσοι καταδÝχονται να με ακοýσουν και να μοι ομιλþσι. ¼χι! Δεν εßναι δια σε τα χρÞματα του ¸θνους, εßναι δια τα στüματα των ελεýθερων (sic) ΕλλÞνων, των υποστηρικτþν των Βουλευτþν, των ΚομμÜτων, των ΚαταστροφÝων του ¸θνους. Κι εγþ; Ο δυστυχÞς εßμαι δοýλος ¸λλην, ξÝνος δηλαδÞ ενταýθα υπολογιζüμενος, και μüνος, Üνευ ουδενüς να με οδηγεß εις τον Ýναν και εις τον Üλλον. Εκτüς τοýτου, η επÜρατος Μοßρα μου, η προορßσατα τüσα δεινÜ δια την ζωÞν μου, με εδþρησε και με το χÜρισεν εν τω παρüντι αιþνι ελÜττωμα, το να μη δýναμαι να εκφρÜζομαι διÜ λüγων, ως πρÝπει τα δυστυχÞματÜ μου.
     Με εßδατε χθες… üσον δεν Ýκλαιον! Δεν ηδυνÜμην να σας αποκριθþ δεüντως εις τας ερωτÞσεις σας, διüτι Ýπνιγον την φωνÞν μου τα δÜκρυα, τα οποßα κατηνÜγκαζον εκ των οφθαλμþν συναποκομßζοντα μαζß και τους λüγους εντüς. Εν τοιαýτη καταστÜσει ευρισκüμην χθες ενþπιüν σας. ¨Ηθελα να κλαýσω, να κλαýσω, παντοý οδοß, παντοý Üνθρωποι θα με Ýβλεπον, και εντρεπüμουν. …
     Ενταýθα ουδÝν αγνωριμüτερον, ουδÝνα δικαιüτερον Ýχω παρÜ εσÜς και δια τοýτο σας περιγρÜφω τη θÝση μου, καθþς γνωρßζετε τις τελευταßες συμφορÝς μας που στÜθηκαν αφορμÞ να ερημωθεß η λαμπρÜ εκεßνη οικßα εν ΣυρρÜκω, στην οποßα η κοινüτητÜ μας σας υποδÝχτηκε πÝρυσι.
     ¹θελα ακüμη πολλÜ, πολý πολλÜ, να σας γρÜψω, αλλÜ με πιÝζουν τα δÜκρυα και κλεßω πλÝον την τελευταßαν ταýτην ßσως επιστολÞν μου.
Σας προσκυνþ και διατελþ μετÜ σεβασμοý,
                                                                              Κ.Δ. ΚρυστÜλλης

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers