Γýζης Νικüλαος (1842-1901)
Βιογραφικü
Ο Νικüλαος Γýζης Þταν Ýνας απü τους πιο σημαντικοýς ¸λληνες ζωγρÜφους του 19ου αι. Διακρßθηκε σε üλα τα χρüνια των σπουδþν του και πÞρε 1α βραβεßα στη ξυλογραφßα, τη ζωγραφικÞ και τη χαλκογραφßα. ¿ριμος πλÝον, Ýνωσε το Ρεαλισμü με τον Ιδεαλισμü που πÞγαζε απ’ τη νοσταλγßα της πατρßδας. ΥπÞρξεν απü τους σημαντικüτερους εκπροσþπους του ακαδημαúκοý ρεαλισμοý του ýστερου 19ου αι., του συντηρητικοý εικαστικοý κινÞματος που εßναι γνωστü ως ΣχολÞ του ΜονÜχου, τüσο σε ελληνικü üσο και σε πανευρωπαúκü επßπεδο. Συμμετεßχε και βραβεýτηκε σε πÜρα πολλÝς ελληνικÝς κι ευρωπαúκÝς εκθÝσεις, απü το 1870 Ýως το 1900. ΜÜλιστα, μετÜ τον θÜνατü του το 1901, τιμÞθηκε με Ýκθεση Ýργων του στην 8η ΔιεθνÞ ΚαλλιτεχνικÞ ¸κθεση του ΓκλασπαλÜστ (Glaspalast).
ΓεννÞθηκε 1 ΜÜρτη 1842 στο Σκλαβοχþρι ΤÞνου, Ýνα απü τα μεγαλýτερα νησιÜ των ΚυκλÜδων, που 'ναι γνωστü για τη πολιτιστικÞ του προσφορÜ και την ανÜδειξη καλλιτεχνþν που θεμελßωσαν τη νεοελληνικÞ ζωγραφικÞ και γλυπτικÞ (Νικηφüρος Λýτρας, Γιαννοýλης ΧαλεπÜς), κι Þταν Ýν απü τα 6 παιδιÜ του Ονοýφριου και της Μαργαρßτας Γýζη. Τ’ Üλλα 5 αδÝλφια Þταν ο Γεþργιος, η ΜαριÝττα, η Μαριγþ, η Μαρßνα κι η Καλλιüπη. Ο πατÝρας του Þτανε ξυλουργüς, επÜγγελμα που χρειαζüταν τεχνικÞ και δýναμη. Η μητÝρα του καταγüταν απü πολý καλÞ οικογÝνεια της ΤÞνου, το γÝνος ΨÜλτη, φρüντιζε το σπßτι και τα παιδιÜ της με πολý αγÜπη και τρυφερüτητα και ζοýσανε στο Σκλαβοχþρι.
Το 1850, λüγω οικονομικþν δυσχερειþν, η οικογÝνεια μετοßκησε στην ΑθÞνα. Τüτε ο μικρüς ξεκßνησε ν’ αντιγρÜφει χαρακτικÜ που ‘βλεπε στα σπßτια της γειτονιÜς. Η μητÝρα, συγγενεßς και φßλοι της οικογÝνειας εßχανε δει το χÜρισμÜ του και τον επαινοýσαν, μα πιüτερο απ’ üλους η γλυκειÜ του μητÝρα. Ο Γýζης διηγιüτανε πως üταν Þταν μικρüς, η μητÝρα του üλο καμÜρι τονε χÜιδευε λÝγοντας σ’ üλους πως ο Νικüλας της δεν εßναι üμορφος αλλÜ Ýχει ταλÝντο. ΑυτÜ τα λüγια τονε σημαδÝψανε για üλη του τη ζωÞ. Ο ßδιος σχολßαζε πως αυτÞ η φρÜση της μÜνας του για το ταλÝντο του Þταν:
«… η ευχÞ της.. η δýναμις η οποßαν ως σÞμερον με προστατεýει, καλýπτουσα τα λÜθη μου και μαγεýουσα εκεßνους οßτινες εκ του πλησßον με γνωρßζουν».
ΛÜτρευε τη μητÝρα. ΜεγÜλος πια αναφερüταν σε αυτÞν ως «γλυκειÜ και μοναδικÞ». Η ευχÞ της μÜνας κι η υπομονÞ που του καλλιÝργησε, κÜναν υποφερτü το ΓολγοθÜ της ξενιτειÜς που Ýζησε. Στην ΑθÞνα λοιπüν üπου εßχαν μεταφερθεß, με προτροπÞ μητÝρας και φßλων, ο μικρüς Νικüλαος Üρχισε να παρακολουθεß μαθÞματα στη ΣχολÞ Ωραßων Τεχνþν (μετÝπειτα ΑνωτÜτη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν), αρχικÜ ως ακροατÞς, μιας κι Þτανε μüλις 8 ετþν κι απü το 1854 ως το 1864, ως κανονικüς σπουδαστÞς. ΔÜσκαλοι του Þταν οι: Φßλιππος Μαργαρßτης, ΑγαθÜγγελος Τριανταφýλλου, Raffaelo Ceccoli, ΠÝτρος Παυλßδης -Μινþτος, Ludwing Thriersch. Σ’ ετÞσιο διαγωνισμü του Πολυτεχνεßου, το 1858, θα βραβευτεß με το ¢ βραβεßο για τη ζωγραφικÞ του χαλκογραφßα. ΜÜλιστα, σε επßσημη επßσκεψη του ¼θωνα, τονε παρουσιÜζουνε μπρος του ως τον πιο ταλαντοýχο φοιτητÞ.
Προς το τÝλος των σπουδþν του, το 1862, με σýσταση του φßλου του Λýτρα, γνωρßζει τον πλοýσιο φιλüτεχνο Τηνιακü Νικüλαο ΝÜζο (μüνο το κτÞμα του στο ΧαúδÜρι Þτανε 3.000 στρÝμματα κι Ýμενε σε πýργο) που επÝνδυε στη τÝχνη. Ο Γýζης θα ζωγραφßσει το οßκημα του ΝÜζου στο ΧαúδÜρι. Επßσης θα ζωγραφßσει τα πορτρÝτα της οικογÝνειας ΠλατÞ και τελειþνει τις σπουδÝς του στην ΑθÞνα. Ο ΝÜζος θα μεσολαβÞσει μÝσω υπουργοý, να πÜρει υποτροφßα απü το ΕυαγÝς ºδρυμα Ναοý Ευαγγελιστρßας της ΤÞνου, προκειμÝνου να συνεχßσει τις σπουδÝς του στη ΒασιλικÞ Ακαδημßα Καλþν Τεχνþν του ΜονÜχου. Η θετικÞ ανταπüκριση Üργησε μα Þρθε τελικÜ, Ýτσι, τον Ιοýνιο του 1865 εßναι στο Μüναχο. Εκεß, θα συναντηθεß ξανÜ με το φßλο του το Λýτρα. ΑμÝσως θα επισκεφτοýν 2 μεγÜλα Μουσεßα τÝχνης κι απü τις 1ες μÝρες θα πÜνε στην üπερα, στη παρÜσταση ΦÜουστ. Ο Γýζης που αγαποýσε και τη μουσικÞ, λÜτρεψε και την üπερα. Με τα 1α του λιγοστÜ χρÞματα αγüρασε μια κιθÜρα. ¹ταν τ’ üνειρο του.
ΔÜσκαλοß του στο Μüναχο Þταν ο ΧÝρμαν ¢νσουτς (Hermann Anschütz) κι ο ΑλεξÜντερ ΒÜγκνερ (Alexander Wagner) και τον Ιοýνιο του 1868 Ýγινε δεκτüς και στο εργαστÞρι του κορυφαßου Καρλ φον Πιλüτυ (Karl von Piloty). Ο Γýζης ζωγραφßζει üπως οι δÜσκαλοι του, αγγßζοντας το üριο του ιστορικοý ρεαλισμοý και της ηθογραφßας. Θα εμπνευστεß απü θÝματα üμως της πατρßδας, αν κι ο τýπος κι οι κριτικοß τÝχνης τον αποκαλοýσανε γερμανικüτερο των γερμανþν. Ο Γýζης εßχε πÜντα στη καρδιÜ του την ΕλλÜδα. ΜÜλιστα, σε μιαν επιστολÞ του στην οικογÝνεια του γρÜφει πως ο καθηγητÞς του Þθελε να μεßνει στην Βαυαρßα αλλÜ ο ßδιος Ýγραφε για αυτü:
«Ας λÝγουν üμως αυτοß. Εγþ ηξεýρω ποια εßναι η πατρßς μου».
Απü το 1868, εßχε δυναμþσει η φιλßα του με Üλλους 2 συμφοιτητÝς του, τον Frank Defregger και τον Eduard Kurzbauer. Μαζß, θα ταξιδÝψουνε σε διÜφορα μÝρη της χþρας. ΟλοκλÞρωσε τις σπουδÝς στο Μüναχο το 1871. Την ßδια χρονιÜ εκθÝτει στη ΒιÝννη το Ýργο του Τα ορφανÜ. ΥπογρÜφοντας το üνομα του προσθÝτει Ο ¸λλην γιατß Þθελε ν’ αναδεßξει τη καταγωγÞ του. Στα επüμενα Ýργα του υπÝγραφε μüνο με τα’ üνομα του. Την ßδια εποχÞ, τελειþνει το Ýργο του ΕιδÞσεις της Νßκης που το εκθÝτει και παßρνει το ¢ βραβεßο της Ακαδημßας. ¸πειτα, του ανατßθεται απü τη κυβÝρνηση της Βαυαρßας να διακοσμÞσει το δημαρχεßο του ΜονÜχου. Ζωγραφßζει τη Νßκη μια γυναικεßα μορφÞ με στεφÜνια στα χÝρια. ΜετÜ την αποφοßτηση του, η ζωγραφικÞ του üλο κι απομακρυνüταν απü την αρχÞ της ΣχολÞς που προτιμοýσε τις ιστορικÝς σκηνÝς.
Απρßλη 1872 επιστρÝφει στην ΕλλÜδα που τüσο νοσταλγοýσε! Εßναι πια 30 ετþν. Στην ΑθÞνα μετατρÝπει το πατρικü του, επß οδü ΘεμιστοκλÝους, σε ατελιÝ. ¸να χρüνο μετÜ θα ταξιδÝψει μαζß με τον φßλο του Λýτρα στη ΜικρÜ Ασßα. ¹τανε της μüδας τÝτοια ταξßδια (οριενταλισμüς). Απü αυτü το ταξßδι φÝρνει πλÞθος σχεδßων με χαρακτηριστικοýς τýπους ανθρþπων, ενδυμÜτων, σπιτιþν του τüπου. Το 1ο του Ýργο εßναι Ο ΑρÜπης ως νταντÜ. ¸πειτα Τιμωρßα του ορνιθοκλÝφτη κτλ. Εκεßνη την εποχÞ θα ξεκινÞσει και το ελληνικü θÝμα Τα αρραβωνιÜσματα, που θα ολοκληρþσει 2 χρüνια μετÜ.
Το 1874 αποφασßζει να γυρßσει στο Μüναχο, απογοητευμÝνος απü τις συνθÞκες που επικρατοýσανε στην ΕλλÜδα. Εκεß θα ζÞσει ως το τÝλος της ζωÞς του. Μαζß με τον Λýτρα, επιστρÝφουν στο Μüναχο τον Ιοýνιο του 1874. ΑλλÜ κι εκεß, δýσκολα να προσαρμοστεß. Για να βοηθÞσει και να του δþσει και κουρÜγιο ο Λýτρας, θα συστεγαζüταν στο ßδιο ατελιÝ. Εκεß θ’ αποτυπþσει στο Ýργο του την οδýνη του για το ξÝνο τüπο και τη νοσταλγßα της ΕλλÜδας. Τα Ýργα του Ýχουνε δραματικü φþς και μελαγχολικÞ διÜθεση. ΓρÜφει:
«Ωραßα εßναι η Ιταλßα, ωραßα κι η Γερμανßα, αλλÜ η ΕλλÜς ωραιüτατη»!
Το 1875 τo Ýργο του ΤÜμα εκτßθεται στη ΒιÝννη. Παßρνει μετÜλλιο κι αγορÜζεται αμÝσως. Ο Γýζης γßνεται μÝλος της αδελφüτητας Allotria κι Ýρχεται πρüταση απü την ΑθÞνα: Να αναλÜβει την 2η Ýδρα της ΣχολÞς Καλþν Τεχνþν. Αρνεßται üμως γιατß βλÝπει πως δεν υπÜρχουν οι ανÜλογες γι’ αυτüν προûποθÝσεις. Το 1876 , πÜλι με τον καλü του φßλο Λýτρα, θα ταξιδÝψει στο Παρßσι üπου η τÝχνη εκεß Ýκανε καινοýρια βÞματα. ΜÜλιστα απü τα εκεß σχÝδια του με κÜρβουνο και κιμωλßα, δεßχνουνε τη γραφÞ του να ‘ναι επηρεασμÝνη απü τον εξπρεσιονισμü. ΠαρÜλληλα, ο ΝÜζος προσπαθεß κι αυτüς να τον πεßσει να Ýρθει πια στην ΕλλÜδα. Πιθανüν και λüγω της κüρης του που του ‘χεν ιδιαßτερη συμπÜθεια. Αυτüς üμως αρνεßται και πÜλι. Σε üλες τις επιστολÝς του φαßνεται η βαθειÜ ευγνωμοσýνη του στον Üνθρωπο που τον στÞριξε τüσο, αλλÜ Þταν αδýνατον γι’ αυτüν να επιστρÝψει.
Στη Γερμανßα δουλεýει εντατικÜ κι εκθÝτει τα Ýργα του ΣπουδÞ στην ΑνατολÞ κι Ο ζωγρÜφος στην ΑνατολÞ üπου τιμÜται με το Β’ βραβεßο. ¸χει επιτυχßα και πουλÜ πολλÜ Ýργα του. Την ßδια χρονιÜ αρραβωνιÜζεται τελικÜ τη κüρη του προστÜτη του ΝÜζου, την ¢ρτεμι, ενþ παρÜλληλα καλλιεργεß τις σχÝσεις του με τους Ýλληνες ζωγρÜφους εκεß. Περισσüτερο με τους: ΒολανÜκη, Ιακωβßδη, ΛεμπÝση και Σαββßδη. Το 1877 Þτανε 35 ετþν κι αποφασßζει να Ýλθει στην ΕλλÜδα για να παντρευτεß την ¢ρτεμι. Πριν γυρßζουν μαζß πßσω στη Γερμανßα, θα φυτÝψει Ýνα δÝντρο στο κτÞμα του πεθεροý του. ºσως εßναι Ýνας τρüπος να ταυτιστεß με αυτü, να μη ξεριζωθεß απü αυτü το ελληνικü χþμα. Μαζß της απÝκτησε 4 κüρες: τη Πηνελüπη (γεν. 1878, πÝθανε μüλις 12 μερþν), τη Μαργαρßτα-Πηνελüπη (γεν. 1879), τη Μαργαρßτα (γεν. 1881) και την ΙφιγÝνεια (γεν. 1890) κι Ýνα γιο, τον Ονοýφριο-ΤηλÝμαχο (γεν. 1884).
Απü το 1880 αρχßζει να ασχολεßται με νεκρÝς φýσεις. Οι εφημερßδες τον αποθεþνουν. Το 1880, ανακηρýχθηκε σε επßτιμο μÝλος της Ακαδημßας Καλþν Τεχνþν του ΜονÜχου. ΑλλÜ μετÜ απ’ αυτÞ τη χαρÜ, θα ακολουθÞσουνε δυο πολý δυσÜρεστα γεγονüτα. ¸να χρüνο μετÜ πεθαßνει ο πατÝρας του κι Ýνα χρüνο απü τον θÜνατο του, χÜνει και τη γλυκειÜ του μÜνα (1882). ΑυτÞ η χρονιÜ στο Ýργο του Þτανε πολý σπουδαßα και σε θÝματα ηθογραφικÜ και σε νεκρÝς φýσεις. ΒλÝπε τα Ýργα του Κοý-Κου, Παπποýς με 2 εγγüνια, ΑποκριÜ στην ΑθÞνα, Ρüδια κλπ. Το 1885 ζωγραφßζει το πιο γνωστü στους ¸λληνες Ýργο του, Το κρυφü σχολειü, Ýργο που Ýχει γρÜψει ιστορßα. Το 1886 την ΕαρινÞ Συμφωνßα αρχßζοντας να βÜζει στο Ýργο του λυρικÞ χροιÜ.
ΠÜντως, üταν αποδÝχεται τη θÝση βοηθοý καθηγητÞ στη Γερμανßα (1888 εκλÝχθηκε τακτικüς καθηγητÞς εκεß), νιþθει πια üτι δεν υπÜρχει καμμιÜ ελπßδα να επιστρÝψει στην ΕλλÜδα, στη πατρßδα του, στη γη του, η χαρÜ του για αυτÞ τη τιμητικÞ επιλογÞ εßναι μεγÜλη, απü την Üλλη, η θλßψη του βαθειÜ γιατß για να πÜρει τη θÝση να αρνηθεß την ελληνικÞ του υπηκοüτητα. Οι μαθητÝς της σχολÞς, κÜνουνε τ’ αδýνατα δυνατÜ για να γραφτοýνε στο εργαστÞρι του, οι φοιτητÝς τον εκτιμÜνε και σα ζωγρÜφο και σα δÜσκαλο και σαν Üνθρωπο μ’ ευγÝνεια.
Μια μÝρα κεß στη πολý κρýα Γερμανßα, φýσηξε νüτιος Üνεμος. Ο Γýζης ταρÜχτηκε! ¸γραφε: «Δεν πιστεýω να εßναι απü την ΕλλÜδα. Δεν μυρßζει θυμÜρι». Τα λüγια του εßναι τüσον Üμεσα κι απü καρδιÜς που κÜνουν να δακρýζει κÜθε ΕλληνικÞ ψυχÞ. ΒλÝπουμε την ΕλλÜδα να νικÜ μÝσα του τη ΒαυαρικÞ μαθητεßα, να διαμορφþνεται κι αυτü να εκφρÜζεται στο προσωπικü ýφος του Ýργου του. Στις ηθογραφßες του βλÝπουμε την ανÜμνηση της πατρßδας, να την αποδßδει με απßστευτη τρυφερüτητα. ¸γραφε πως, την ΕλλÜδα δεν μπορεß να τη ζωγραφßσει τüσο ωραßα üσο την αισθÜνεται. ΠαρÜλληλα διατηροýσε και τη πßκρα που η ΕλλÜδα δεν τονε κρÜτησε κοντÜ της.
Στο Μüναχο επισκÝπτεται εκθÝσεις λουλουδιþν. Τα βρßσκει üμορφα αυτÜ τα λουλοýδια μεν αλλÜ επειδÞ «εßναι τεχνητÜ μεγαλωμÝνα» δεν αγγßζουνε τη ψυχÞ του. «Προτιμþ μιαν απριλιÜτικη τριανταφυλλιÜ των Αθηνþν απü üλα αυτÜ». Παρüλη üμως τη λατρεßα του για τη φýση, ποτÝ δεν Ýγινε τοπιογρÜφος. Και δεν εßναι μüνον εκεß που τα λουλοýδια εßναι τεχνητÜ μεγαλωμÝνα. Εßναι και το φþς. Το φþς που εßναι Ýμπνευση κι εργαλεßο για το ζωγρÜφο. Το Μüναχο Þτανε σκοτεινü, θλιβερü κι απελπιστικü. ¸γραφε:
«Οýτε με εμπνÝει ο τüπος, οýτε εýμορφαι εßναι οι γραμμαß, οýτε οι χρωματισμοß. Αιþνιον πρÜσινον, πρÜσινον. ¢λλοι εßναι οι τüποι δια καλλιτÝχνας, ßνα εμπνευστοýν ,αλλÜ εßναι μακρÜν».
Ο Γýζης Ýλεγε πως μüνον στον ýπνο του βρßσκει χαρÜ γιατß ονειρεýεται τον Þλιο! Το φþς εßναι αυτü που καθüρισε τη χρωματικÞ κλßμακα στο Ýργο του. Το λευκü στον Γýζη φÝγγει δυνατÜ, το καφÝ λÜμπει απü το κüκκινο που Ýχει μÝσα του και το μπλε υπÜρχει σε παραλλαγÝς. ΜÜλιστα φοβüταν μη δει στο μÝλλον τα Ýργα του και του φανοýνε πως Ýχουνε το χρþμα της θÜλασσας γιατß στον ýπνο του και στον ξýπνιο του ονειρευüταν-Ýβλεπε τη ελληνικÞ θÜλασσα, τις βÜρκες. Το 1893 βραβεýεται στη Μαδρßτη για τη 3η παραλλαγÞ του Ýργου του ΤÜμα κι η ΜεγÜλη Εγκυκλοπαßδεια ζητÜ το βιογραφικü του για να τονε συμπεριλÜβει. Σε üλη του τη ζωÞ δοýλευε πολý κι εßχε φιλßες με üσους χρειαζüταν να τον βοηθÞσουν στην ανÜδειξη του Ýργου του. ΜÜλιστα, τον επισκεπτüταν ο αντιβασιλÝας στο ατελιÝ του. Στις επιστολÝς του γρÜφει:
«Εßμαι καλÜ üταν εργÜζομαι. Η εργασßα εßναι η ζωÞ μου. Εις τον κüσμον εγνþρισα πλοýσιους και πτωχοýς. ¼σον λυποýμαι τους πρþτους üταν δεν ξÝρουν πþς να περÜσουν τον καιρüν τους σκοτþνοντας αυτüν εις μÜταιες διασκεδÜσεις, πüσον μακαρßζω τους δεýτερους και μÜλιστα, üταν μετÜ τον τρομερüν κüπο τους, τους ακοýω να προφÝρουν το ¨Δüξα σοι ο Θεüς¨ και να τραγουδοýν».
Το 1895, του ανατßθεται η προμετωπßδα του περιοδικοý Uber Land undMeer, το Δßπλωμα των Μηχανικþν Θεωρßα & ΠρÜξη κι η οροφÞ της αßθουσας συνεδριÜσεων του Μουσεßου Βιοτεχνßας στη ΝυρεμβÝργη. Τüτε, μετÜ απü 18 χρüνια, επισκÝπτεται την ΕλλÜδα μαζß με τον γιü του δÜσκαλου του Karl von Piloty. Θα ‘ναι κι η τελευταßα φορÜ που θα επισκεφτεß τις ρßζες του.Την ΕλλÜδα, την οποßα ποτÝ δε ξÝχασε και πÜντα νοσταλγοýσε.
«Επεθýμησα να καθßσω εις τις δροσοκαμÜρες του χωριοý μου. ΤρÝχει ο κüσμος σÞμερον, τρÝχει να υπερβεß τον πλησßον του και τρÝχων γηρÜσκει και μüλις παρÜ το χεßλος του τÜφου στÝκει να ιδÞ üτι Þλθεν η þρα του, üτι εßναι γÝρων Þ üτι κατÝστρεψεν το Üθλιον του σþμα τρÝχων. Εßναι Þδη αργÜ! ΠαρÞλθεν ο βßος χωρßς να αισθανθεß üτι Ýζησεν».
Το 1897 γßνεται ο πüλεμος στην ΕλλÜδα με τη Τουρκßα με αιτßα το Κρητικü ζÞτημα. Η σκÝψη του εßναι μüνο στην ΕλλÜδα. Ζωγραφßζει τη καταστροφÞ των Ψαρþν. Τα γρÜμματα του εßναι γεμÜτα απü ιδεαλιστικÝς σκÝψεις. Ζωγραφßζει τα: ΜετÜνοια, Η ψυχÞ του καλλιτÝχνη, ΧαμÝνη ψυχÞ κ.α. Κεßνο τον καιρü, (ΜÜρτης 1897) γρÜφει σχετικÜ:
«Τι αξιολýπητον, üτι Ýνας λαüς τüσον προικισμÝνος πρÝπει να υποφÝρη υπο τον ζυγüν βÜρβαρων λαþν. Η Διπλωματßαν θεωρεß την ωραßαν αυτÞν χþραν απλþς ως αντικεßμενον αμοιβαßας ζηλοτυπßας. ΒλÝπω αυτü το αßσχος της πολιτισμÝνης Ευρþπης».
Για τις ξÝνες προστÜτιδες δυνÜμεις, πολý πριν αυτüν τον πüλεμο, σε σχÝση με μας τους ¸λληνες, τον ΜÜη του 1886 γρÜφει:
«.. .αφοý μας γυμνþσουν πρþτον, αφοý μας εξαντλÞσουν υλικþς, μας πωλοýν το üπλον και Ýπειτα Ýρχονται και μας δÝνουν τα χÝρια. Μας πÞραν στον λαιμü τους οι προστÜτιδες δυνÜμεις. Εßθε üμως τοýτο να μας χρησιμεýσει ως διδασκαλßα και εις το μÝλλον να μας γßνει ωφÝλιμο μÜθημα».
Το 1898 συμμετÝχει στην Ýκθεση του Glaspalast με δικÞ του αßθουσα. ΕκθÝτει 24 Ýργα με λÜδι και πολλÜ σχÝδια του. ΑγορÜστηκαν 13 σχÝδια του. Ο Γýζης ομολογεß πως τα σχÝδια αυτÜ Ýγιναν εμπνεüμενος απü τη μουσικÞ και τις ωραιüτερες αναμνÞσεις της ζωÞς του. Εκτüς της ελληνικÞς παραδοσιακÞς μουσικÞς, Þτανε και λÜτρης του Μπετüβεν αλλÜ και λÜτρης του εθνικοý μας ποιητÞ Σολωμοý που κι αυτüν τον ενÝπνεε:
«Δüξαν αρχαßαν, αυστηρÜν και σοβαρÜν.. Δεν ζωγραφßζονται οι λÝξεις αλλÜ το πνεýμα αυτþν».
Το 1899 εßναι πια αποκαμωμÝνος. ¸χει χÜσει τις σωματικÝς του δυνÜμεις αλλÜ εργÜζεται üμως. Τελειþνει τα: ΑποθÝωση, Ο νÝος αιþνας., που θα ‘ναι και το Ýργο που θα βÜλει στη ΔιεθνÞ ¸κθεση του Παρισιοý. Επßσης θα συμμετÜσχει και στην Ýκθεση Glaspalast με το μεγÜλο του θρησκευτικü Ýργο Ιδοý ο Νυμφßος Ýρχεται. ¼ταν πια θα καταλÜβει πως η ζωÞ του τελειþνει, το να γυρßσει πßσω στην ΕλλÜδα το θεωροýσε σαν το λυτρωμü του απü την αρρþστια. Πßστευε πως αν πÞγαινε εκεß, θα θεραπευüτανε και μÜλιστα ταχÝως. Εκεßνη τη περßοδο του ζητεßται απü το Εθνικü Μουσεßο της ΒιÝννης το Ýργο του Δüξα να το αγορÜσει με 3.000 μÜρκα. Αρνεßται και το στÝλνει στον πεθερü του για να το παραδþσει Ýναντι 1.500 χρυσþν φρÜγκων στην επιτροπÞ για την Ýκθεση των Αθηνþν. Η αντιμετþπιση απü τους αρμüδιους στην ΕλλÜδα εßναι αρνητικüτατη. Ο Γýζης πικραßνεται πολý, αν και παρÜλληλα οι Βαυαροß τονε δαφνοστεφανþνουνε για το Ýργο του ΑποθÝωση της Βαυαρßας.
ΠροσβεβλημÝνος Þδη απü καιρü απü τη λευχαιμßα, πÝθανε στο Μüναχο 4 ΓενÜρη 1901 περιτριγυρισμÝνος απü την οικογÝνεια του που τüσο αγαποýσε. Η σορüς του ενταφιÜστηκε στο Βüρειο Νεκροταφεßο του ΜονÜχου. Στο μνημεßο που φιλοτεχνεßται, ο ΠαλαμÜς γρÜφει το ποßημα Για τον τÜφο του Νικüλαου Γýζη. ΛÝγεται üτι τα τελευταßα του λüγια Þταν:
«Λοιπüν ας ελπßζωμεν κι ας ζητοýμεν να εßμεθα εýθυμοι!».
ΜετÜ το θÜνατο του Ýργα του εκτÝθηκαν στην 8η καλλιτεχνικÞ Ýκθεση του Glaspalast. ¼σο ζοýσε, τιμÞθηκε και βραβεýτηκε πολλÝς φορÝς και σε ευρωπαúκÝς και σε ελληνικÝς εκθÝσεις μετÜ το 1870 ως το τÝλος. ¸ργα του κοσμοýν Μουσεßα και οι συλλÝκτες-επενδυτÝς της τÝχνης ποντÜρουν στο üνομα του.
ΣπουδαστÞς στην Ακαδημßα του ΜονÜχου, ενστερνßστηκε üλες τις αρχÝς των Γερμανþν δασκÜλων του, φτιÜχνοντας Ýργα σπÜνιας επιδεξιüτητας μες στα üρια του ιστορικοý ρεαλισμοý και της ηθογραφßας. Με τα Ýργα του, ειδικÜ αυτÜ της νεüτητÜς του, Ýλαβε τον χαρακτηρισμü γερμανικüτερος των Γερμανþν κι επαινÝθηκε πολý απü τεχνοκριτικοýς και τον Τýπο της εποχÞς.
2 απü τα μεγÜλα «γερμανικÜ» του Ýργα, οι Ελεýθερες τÝχνες και τα πνεýματα της καλλιτεχνικÞς βιοτεχνßας, που κοσμοýσανε την οροφÞ Μουσεßου Διακοσμητικþν Τεχνþν του ΚαúζερσλÜουτερν (1878-1880) κι Ο θρßαμβος της Βαυαρßας, που κοσμοýσε την αßθουσα συνεδριÜσεων του Μουσεßου Διακοσμητικþν Τεχνþν της ΝυρεμβÝργης (1895-1899) καταστραφÞκανε κατÜ τον Β´ Παγκ. Πüλ. ΜερικÜ απü τα Ýργα του, üπως Τα αρραβωνιÜσματα (1875] και Το κρυφü σχολειü (1885, συλλογÞ Εμφιετζüγλου), βασßζονται σε προφορικοýς θρýλους της εποχÞς της Τουρκοκρατßας, των οποßων η αντιστοιχßα στην ιστορικÞ πραγματικüτητα αμφισβητεßται σÞμερα, χωρßς βÝβαια αυτü να μειþνει τη καλλιτεχνικÞ αξßα των παραπÜνω Ýργων.
¢τομο βαθιÜ θρησκευüμενο, στρÜφηκε αργüτερα προς τις αλληγορικÝς και τις μεταφυσικÝς παραστÜσεις. Τα λεγüμενα «θρησκευτικÜ» του Ýργα, με πλÝον χαρακτηριστικü τον πßνακα Ιδοý ο Νυμφßος Ýρχεται (1895-1900, ΕθνικÞ ΠινακοθÞκη ΕλλÜδας - Μουσεßο ΑλεξÜνδρου Σοýτσου), αντιπροσωπεýουν τα ορÜματα του þριμου πλÝον καλλιτÝχνη και δηλþνουν απερßφραστα τις υπαρξιακÝς του αγωνßες. Κυρßαρχο θÝμα των þριμων Ýργων του Þταν ο αγþνας του εναντßον του Κακοý κι η τελικÞ νßκη του Καλοý. Η σημαντικüτερη μορφÞ σ' αυτÜ τα Ýργα του εßναι η γυναßκα, που Üλλοτε εμφανßζεται ως ΤÝχνη, Üλλοτε ως ΜουσικÞ, Üλλοτε ως ¢νοιξη, Üλλοτε ως Δüξα, κ.λπ. Ο Γýζης χÜρη στην υπÝροχη μÜνα του και τον πατÝρα του που τη σεβüταν, Ýμαθε κι ο ßδιος να σÝβεται την γυναßκα και να την αγαπÜ.
ΔιατÞρησε την ελληνικÞ του ταυτüτητα. ΛÜτρευε üτι Ελληνικü! Το Ελληνικü πνεýμα, την Ελληνßδα μÜνα, την ΕλληνικÞ μοναδικÞ φýση, την ΕλληνικÞ μουσικÞ, κυρßως της ΤÞνου και των υποüλοιπων κυκλαδßτικων νησιþν που ξεσηκþνει τις καρδιÝς! Η επαφÞ του με την ΕλληνικÞ φýση τον συγκινεß. ΓρÜφει χαρακτηριστικÜ:
«Χαιρετßσατε εκ μÝρους μου μικροýς και μεγÜλους ως και τα πουλιÜ».
Στα ιδεαλιστικÜ του Ýργα, κÜθε πινελιÜ του εßναι ιδÝα, κÜθε χρþμα Ýνας τüνος μουσικÞς ΜÜλιστα αρκετÜ απü τα Ýργα του γßνονται με συνοδεßα μουσικÞς απü το πιÜνο που παßζανε τα παιδιÜ του. Με τους üμορφους Þχους ενθουσιαζüταν, Ýβλεπε τα λÜθη στους πßνακες του και τους διüρθωνε! ¼ταν Þταν Ýτοιμος να κατευθυνθεß προς τις ιδεαλιστικÝς του συνθÝσεις, ζητοýσε απü τον πεθερü του κυρßως να του στεßλει κεßμενα αρχαßων ελλÞνων συγγραφÝων, üπως του ΟμÞρου.
Ο Γýζης Ýνωσε ρεαλισμü και ιδεαλισμü. Στις ηθογραφßες του Ýπλασε τον ιδανικü Ýλληνα, την ιδανικÞ μÜνα, τον ιδανικü νεαρü, τον ιδανικü παπποý, την ιδανικÞ γιαγιÜ. Στις προσωπογραφßες του κÜνει ανατομßα της ψυχÞς. ¹θελε πÜντα να Ýχει ψυχικÞ επαφÞ Üμεση με το μοντÝλο του και δεν ζωγρÜφιζε αριστοκρÜτες. ¼τι επαßνους Ýπαιρνε, αισθανüταν πως η δüξα, μαζß με αυτüν, ανÞκει στους δικοýς του ανθρþπους και στην ΕλλÜδα. ΜÜλιστα, σε Ýναν διαγωνισμü που διακρßθηκε μÝσα σε 174 συμμετοχÝς, αυθüρμητα εßπε: «Τους φÜγαμε!» εννοþντας üτι η διÜκρισÞ του σÞμαινε τη νßκη της ΕλλÜδας.
Το Ýργο του, üπως προκýπτει απü την ποικιλßα των θεμÜτων, υπÞρξε πολýπλευρο. Στο επßκεντρο του ενδιαφÝροντüς του βρßσκεται ο Üνθρωπος μÝσα στο περιβÜλλον του, καθþς επßσης ανθρþπινες μορφÝς μÝσα σε Ýναν εξιδανικευμÝνο κüσμο. Ενþ η ηθογραφßα του δε διαφÝρει οýτε προς τη θεματολογßα οýτε προς το πλÜσιμο των μορφþν απü τα αντßστοιχα Ýργα των ζωγρÜφων της ΣχολÞς του ΜονÜχου του 19ου αιþνα, εμπλουτßζεται εντοýτοις μ' ελληνικÜ κι ανατολßτικα μοτßβα.
Το κýριο μοτßβο των ηθογραφιþν του εßναι η οικογÝνεια στα διÜφορα βιþματÜ της. Αυτü που ενδιÝφερε το ζωγρÜφο δεν Þταν να αποδþσει την αρμονßα της ευτυχισμÝνης οικογενειακÞς ζωÞς, αλλÜ κυρßως ιδιαßτερα συμβÜντα, üπως χιουμοριστικÜ, κωμικÜ, γιορταστικÜ, καταστÜσεις τραγικÝς και θλιβερÝς. Ο ζωγρÜφος ιδιαßτερα αφοσιþθηκε στην απüδοση του κüσμου του παιδιοý. Εδþ κατüρθωσε να αποδþσει με τον καλýτερο τρüπο üλο το συναισθηματικü του κüσμο. Ζωγραφßζει παιδιÜ üλων των ηλικιþν, απü βρÝφη μÝχρι Ýφηβους.
Σε λßγους πßνακες καταπιÜστηκε με σκηνÝς, üπου περιθωριακοß τýποι της κοινωνßας παßζουν πρωταγωνιστικü ρüλο. Σε τÝτοιες περιπτþσεις ο ζωγρÜφος δεν ασχολεßται τüσο πολý με την κατÜσταση του κýριου προσþπου, üσο με τη σýνθεση διαφüρων χαρακτÞρων γýρω απü τον πρωταγωνιστÞ σε Ýναν ιδιαßτερο χþρο, αλλÜ και με την Ýντονη χρωματικÞ απεικüνιση του θÝματος.
¸να Üλλο θÝμα το οποßο σχετικÜ σπÜνια απασχüλησε το ζωγρÜφο σε κÜποιους ελληνικοýς ηθογραφικοýς πßνακÝς του εßναι η Τουρκοκρατßα: στο Ýργο του «Το Κρυφü Σχολειü» παρουσιÜζεται Ýνα επεισüδιο το οποßο προûποθÝτει την καταπßεση των Τοýρκων, χωρßς üμως να τη δεßχνει φανερÜ. ΠολεμικÜ γεγονüτα απü τον απελευθερωτικü αγþνα του 1821, με το φιλειρηνικü του χαρακτÞρα δε ζωγρÜφισε ποτÝ. Ακüμη κι αν οι τßτλοι Ýργων του μιλοýν για αγþνες, οι πολεμικÝς σκηνÝς απουσιÜζουν. Στη προσπÜθειÜ του ν' ανανεþσει την ηθογραφßα με αρχαιοελληνικÜ θÝματα σχεδßασε μυθολογικÝς συνθÝσεις, που σε ελÜχιστες μüνο περιπτþσεις κατÝληξαν σε τελειωμÝνους πßνακες. Η σημαντικüτερη αλληγορικÞ μορφÞ του εßναι η γυναικεßα μορφÞ με ιδεαλιστικü πρüσωπο που κρατÜ μια λýρα. Εμφανßζεται στα Ýργα του με τα ονüματα ΤÝχνη, ΜουσικÞ, ¢νοιξη , Αρμονßα, Ιστορßα, ΦÞμη κ.α.
Τα θρησκευτικÜ Ýργα του, που αντιπροσωπεýουν τα ορÜματα του καλλιτÝχνη στα τελευταßα χρüνια της ζωÞς του, δηλþνουν την Ýντονη υπαρξιακÞ του αγωνßα. Το κυρßαρχο θÝμα εßναι ο Αγþνας, η πÜλη εναντßον του Κακοý κι η νßκη του Καλοý. Σ' αυτÜ τα Ýργα κυριαρχοýν το φως και το σκοτÜδι, ενþ ο χþρος καθορßζεται ελÜχιστα. Σημαντικü ρüλο στο Ýργο του παßζει η ΜουσικÞ.
Νεüτεροι μελετητÝς του Ýργου του διακρßνουν üτι στα λιγüτερο γνωστÜ ýστερα Ýργα και κυρßως στα σχÝδια με κÜρβουνο και κιμωλßα, δßνει εξπρεσιονιστικÞ τÜση απελευθÝρωσης απü τον ακαδημαúκü ρεαλισμü. Ο Γýζης φιλοτÝχνησε επßσης αφßσες κι εικονογρÜφισε βιβλßα. ¼μως, καμιÜ βιογραφßα του δε μπορεß να περιγρÜψει τüσον Üμεσα την αλÞθεια του για τη ζωÞ και τη τÝχνη του üσον ο ßδιος. Η ζωÞ και το Ýργο του φωτßζεται επßσης απü τις επιστολÝς που Ýγραφε απü το 1869 και μÝχρι το τÝλος της ζωÞς του (Επιστολαß ΝικολÜου Γýζη, Εκδüσεις ΕκλογÞς, ΑθÞναι 1953). Δυστυχþς το βιβλßο Ýχει εξαντληθεß . ΜερικÜ χαρακτηριστικÜ κομμÜτια:
«Σας βεβαιþ, Κýριε ΝÜζε, üτι δεν εßμαι διüλου σπÜταλος. Ζω με την μεγαλυτÝραν οικονομßαν, αλλÜ τα Ýξοδα της τÝχνης μου, και προ πÜντων τα μοδÝλα, κοστßζουν φρικτÜ κι Üνευ αυτþν δεν ημπορþ να κÜμω βÞμα. Εις την αρχÞν Þμουν εις μικροτÝρας σχολÜς, üπου τα μοδÝλα επληρþνοντο απü την Ακαδημßαν, αλλ' αφ' üτου εμβÞκα εις την σχολÞ των συνθÝσεων, τα πληρþνω ο ßδιος και διÜ τοýτο Ýπεσα Ýξω. [...] ¸γραψα και θα γρÜψω πÜλιν προς την επιτροπÞν της Ευαγγελιστρßας διÜ τους μισθοýς μου...»
ΕπιστολÞ προς τον Νικüλαο ΝÜζο, 3 Ιουνßου 1873
« Πüσον πτωχüς εßναι ο ζωγρÜφος απÝναντι του ποιητοý! Αν ξαναγεννηθþ θα γßνω ποιητÞς και μουσικüς»
ΕπιστολÞ προς τον Νικüλαο ΝÜζο, 7 Απριλßου 1875
«Αν Þτο δυνατüν να ημποροýσα να ηρχüμουν εις την ΕλλÜδα, ßσως κατÜ πρþτον εις την Κεφαλληνßαν και κατüπιν εις την ΤÞνον, εις τα γλυκÜ αυτÜ μÝρη».
ΕπιστολÞ προς τον αδελφü της γυναßκας του, 22 Οκτþβρη 1900.
«Η κÜθε γυναßκα εδþ (στην ΕλλÜδα) γßνεται πραγματικÞ Αφροδßτη».
«Η ΜÜννα μου δεν με νιþθει και η παραμÜννα μου δεν θÝλει να το ειπÞ üτι με νιþθει» Ýγραφε üταν μεν η ΑποθÝωση της Βαυαρßας θαυμÜζεται μεν αλλÜ üχι τüσο üσο Þθελε ο ßδιος. Η μÜνα του Þταν κÜποιοι Üνθρωποι στην ΕλλÜδα που επÝκριναν το Ýργο του κι η παραμÜνα κÜποιοι Üνθρωποι στη Γερμανßα που κατÜ τον Γýζη, βÜζαν üριο στην επιδοκιμασßα τους.
«Ψεýτης ο κüσμος! ¼νειρα εßναι τα πÜντα»
«Δεν επρüφθασα δυστυχþς να μÜθω γρÜμματα. ¼τι γρÜφω μου το υπαγορεýει η καρδιÜ μου, αυτÞ εßναι η ΓραμματικÞ και το Συντακτικüν μου».
=============================
ΝεκρÞ Φýση
Διωγμüς ΚεφαλÞ ΚοπÝλας
Ναυμαχßα
Χαμßνι
ΑρραβωνιÜσματα
Κου-Κου
ΘλιμμÝνο Κορßτσι
ΑποστÞθηση
ΟρφανÜ
Ανατολßτης Με Τσιμποýκι
Καπουτσßνος Μοναχüς
Πηνελüπη Γýζη ΑρχÜγγελος
ΠαιδομÜζωμα
Μαργαρßτα Γýζη
ΜÜθημα Ιστορßας
Ξεκοýραση
Κρυφü Σκολειü
Αλληγορßα ΖωγραφικÞς
Η Δüξα Των Ψαρþν
ΣυνÝχεια και τÝλος ΕΔΩ!