ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Μ’: Μεταγενέστερες Λαμπάδες Φωτός Α’ (~ως το 1700)

                                      Πρόλογος

     Αυτό λοιπόν είναι το 12ο άρθρο που αφορά στις ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ και πιο συγκεκριμένα, μεταγενέστερες φωτερές παρουσίες στο χώρο των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, από την αρχαιότητα (εκτός Ελλάδος) μέχρι το τέλος του 16ου αι. (ως το 1700 περίπου). Περιλαμβάνει δε, 17+2 γυναικεία φωτεινά ονόματα (διατηρώ την επιφύλαξη και φυσικά τη δέσμευση, να το εμπλουτίζω κατά καιρούς, όταν βρίσκω νέα ονόματα που από παράλειψη δεν έχω συμπεριλάβει). Δε θα πω πολλά γιατί τα ‘χω ξαναπεί σε προγενέστερα παρόμοια άρθρα κι έτσι απλά θα προσθέσω πως ελπίζω η απόλαυση να ‘ναι αμοιβαία, τόση όση εγώ και πιότερη εσείς. Π. Χ.

======================

1). EN HEDU’AΝΝΑ (ΙΜΧΟΤΈΠ)
Eν Χεντού’ Άννα, Βαβυλώνα, αστρονόμος, ιέρεια βασιλιά φεγγαριού, αρχιτέκτων, λογοτέχνις, φιλόσοφος, ~2285-2250 π.Χ.

     Η Eν Χεντού’ Άννα είναι από τη μεγάλη γραμμή των γυναικών, που παρακολούθησαν τα αστέρια και τους κύκλους της σελήνης. Υπήρξε το 1ο γυναικείο όνομα καταγεγραμμένο στην ιστορία της τεχνολογίας. Ήτανε κόρη του Σαργκόν (από Ακάντ) ο οποίος ίδρυσε τη Σαργκόνια Δυναστεία στη Βαβυλώνα, περίπου πριν από 4.000 χρόνια. Αυτή ήταν μια θέση μεγάλης δύναμης και κύρους. Την όρισε αστρονόμο αρχιιέρεια της θεότητας της πόλης, που ήταν η σελήνη. Το 1ο της όνομα ήταν Ιμχοτέπ, το 2ο ήταν Eν Χεντού’ Άννα. Οι ιέρειες κι οι ιερείς από τη Σουμερία και τη Βαβυλώνα εγκατέστησαν ένα δίκτυο παρατηρητηρίων για να παρακολουθούν τις κινήσεις των αστέρων. Δημιούργησαν ένα ημερολόγιο, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, για να βρίσκουμε ημερολογιακά σημαντικά θρησκευτικά γεγονότα, όπως φερ’ ειπείν το Πάσχα. Eν Χεντού’ Άννα είναι το πρώτο γυναικείο όνομα, που συμπεριλαμβάνεται σε καταγεγραμμένα στοιχεία για τη τεχνολογία. Με το όνομα Ιμχοτέπ έκτισε τη 1η πυραμίδα.

Ο Δίσκος Της ΕνΧεντου’ Άννα Αλαβάστρινος δίσκος,
εικονίζεται η ποιήτρια να προσφέρει θυσία στη Νάννα,
Αρχαιολογικό & Ανθρωπολογικό Μουσείο Φιλαδέλφειας.

     Ήταν επίσης η 1η γνωστή ποιήτρια της εποχής. Εν σημαίνει Αρχιέρεια, Χεντού σημαίνει κόσμημα συνεπώς τ’ όνομά της ερμηνεύεται ως: “Η Αρχιέρεια που είναι το κόσμημα της θεάς Αν“. Ηταν μια πριγκίπισσα της Ακκαδίας και Αρχιέρεια της θεάς του φεγγαριού Νάννα, ένα λειτούργημα με πολιτική σημασία, μια που εκεί συχνά ανέρχονταν οι βασιλοκόρες. Η Ενχεντουάννα ήταν η θεία του Ακκάδιου βασιλιά Ναράμ-σιν, κι είναι μια από τις 1ες γυναίκες της Ιστορίας που γνωρίζουμε με το όνομά της. Οι ειδικοί τη θεωρούν επίσης πιθανόν σαν τη 1η συγγραφέα και ποιήτρια ανεξαρτήτως φύλου, που ‘γινε γνωστή. Υπηρέτησε ως Αρχιέρεια, διορισμένη από τον πατέρα της, τον βασιλιά Σαργκόν της Ακκαδίας, το 3.000 περίπου π.Χ.. Μητέρα της ήταν η βασίλισσα Τασχουτλούν. Μας άφησε ένα σώμα λογοτεχνικών έργων που περιλαμβάνουνε κυρίως προσωπικούς ύμνους στη θεά Ινάννα καθώς και μια σειρά ύμνων που ονομάζονται Υμνοι των Σουμεριακών Ναών. Αυτοί θεωρούνται σαν μια από τις 1ες προσπάθειες θεολογικής συστηματοποίησης. Μερικοί της αποδίδουν κι άλλα έργα.
    Διορίστηκε ως Αρχιέρεια από τον Σαργκόν σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την εξουσία του στο Νότο, όπου ήταν η πόλη Ουρ. Κράτησε τη θέση της και κατά τη βασιλεία του αδελφού της Ριμούς, όπου όμως φαίνεται πως μπλέχτηκε σε κάποια πολιτική αναταραχή, καθαιρέθηκε κι επανήλθε. Αυτά τα ανιστορεί στην σύνθεσή της Η εξύμνηση της Ινάννα, δηλαδή την εξορία της από την Ουρ και την επιστροφή της. Αυτά συνδέονται και με τη Κατάρα του Ακκάδ όπου ο Ναραμ-σιν -που ίσως αρχιεράτευσε και στις μέρες του- δέχεται κατάρες κι εξορίζεται από τον Ενλίλ. Μετά θάνατον, η Εν Χεντου’Άννα συνέχισε να μνημονεύεται και πιθανόν ανακηρύχθηκε ως ημίθεα.
     Είναι πολύ γνωστή από αρχαιολογικά ευρήματα. Στο βασιλικό κοιμητήρι της Ουρ βρεθήκανε 2 σφραγίδες με τ’ όνομά της, που ανήκανε σε υπηρέτριές της, κι ανάγονται στην εποχή του Σαργκόν. Επίσης βρέθηκε στην Ουρ ένας δίσκος (φωτ.) από αλάβαστρο με τη μορφή και το όνομά της, εκεί όπου ήταν η κατοικία της Αρχιέρειας. Βρέθηκε κι ένα άγαλμα στην πόλη Ισίν-Λάρσα (2000-1800 π.Χ.) δίπλα σ’ ένα της Αρχιέρειας Εναννατούμμα. Στη Νιππούρ, στην Ουρ, και πιθανώς στο Λαγκάς, κρατούσαν αντίγραφα των έργων της εκατοντάδες χρόνια μετά το θάνατό της μαζί με βασιλικές επιγραφές, πράγμα που σημαίνει πως ήτανε παρόμοιας ή κι ίσης αξίας με αυτές.
     Συνέθεσε 42 ύμνους για ναούς που απλώνονταν από την Σουμερία μέχρι το Ακκάδ περιλαμβανομένων το Εριντού, Σιππάρ κι Ενσούννα. Τα κείμενα έχουνε διασωθεί από 37 πινακίδες από την Ουρ και Νιππούρ, που οι περισσότερες χρονολογούνται στη πρώιμη Βαβυλωνιακή περίοδο. Ονομάζονται συνολικά Σουμεριακοί ύμνοι των ναών. Ηταν η 1η ανάλογη προσπάθεια κι η Εν Χεντου’Άννα γράφει: “Βασιλιά, κάτι έγινε που δεν ξανάγινε πριν“. Η διατήρηση των ύμνων της σε αντίγραφα, δείχνει ότι βρίσκονταν σε χρήση και μετά το θάνατό της, κι έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Άλλο περίφημο έργο της είναι Η εξύμνηση της Ινάννα (Νιν-με-σαρ-ρα) που είναι προσωπική εξομολόγηση στη θεά Ινάννα και περιγράφει με λεπτομέρειες την εξορία της από την Ουρ.
     Τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία μελικής ποίησης της Σουμεριο-Ακκαδικής περιόδου ανήκουν στην Ενχεντουάννα, ποιήτρια, κόρη του ιδρυτή των Ακκάδων, Σαργκόν, και Αρχιέρεια του θεού της σελήνης Νάννα, που έζησε από το 2285 έως το 2250 π.Χ. περίπου στις πόλεις Ουρ και Ουρούκ. Το όνομά της ποιήτριας σχηματίζεται από τις λέξεις “Εν” που σημαίνει Αρχιέρεια, και “Χεντού” που παραπέμπει σε προσωνύμιο του θεού Νάννα και σημαίνει “Ο Κύριος, που είναι το κόσμημα του ουρανού”.
     Η Ενχεντουάννα ύστερα από επιθυμία του πατέρα της του Σαργκόν ανέλαβε να αρχιερατεύσει στο ναό του θεού Νάννα στην Ουρ που εκτός από κέντρο της λατρείας του θεωρούνταν και η ιερή πόλη της σουμεριακής θεάς της γονιμότητας και του πολέμου, Ινάννα. Η ανάληψη αρχιερατικών καθηκόντων σε ναούς από τις κόρες των βασιλέων ήτανε φαινόμενο αρκετά συνηθισμένο κατά την εποχή εκείνη στην Μεσοποταμία και συνήθως απέβλεπε στην προώθηση των βασιλικών συμφερόντων. Στη προκείμενη περίπτωση αποσκοπούσε στην εδραίωση της εξουσίας του Σαργκόν στο νότιο τμήμα του Σουμεριακού βασιλείου.
     Αρχιεράτευσε στους ναούς του Νάννα όλη της τη ζωή εκτός από μερικά χρόνια κατά τα οποία αναγκάστηκε να τους εγκαταλείψει επειδή φαίνεται πως ενεπλάκη σε πολιτική αναταραχή με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί από το αξίωμά της και να εξοριστεί από την Ουρ. Με την επάνοδό της στη πόλη και στα καθήκοντά της, συγγράφει μιαν εξαιρετική σε στιχουργία θεϊκή επίκληση, την Εξύψωση της Ινάννα, που εκτός από προσευχή αποτελεί παράλληλα κι εξομολόγηση προς τη θεά και παρέχει πληροφορίες για τη φυγή της από την Ουρ, το διάστημα της εξορίας της και την επιστροφή της σ’ αυτήν. Περίφημο είναι επίσης και το Εγκώμιο της Ινάννα, όπου η ποιήτρια επιχειρεί να κατευνάσει τη πολεμόχαρη φύση της θεάς, απ’ όπου προέρχεται το απόσπασμα που ακολουθεί, που παραπέμπει τόσο στη τραγική ποίηση και καταδεικνύει το πηγαίο ταλέντο της και κάθε άλλο παρά αδίκως, θεωρείται όχι μόνο η αρχαιότερη ποιήτρια μα και μία από τις πιο αξιοθαύμαστες:

Ω ∆έσποινα όλων των ∆υνάµεων, αγλαή
γυνή φωτοπερίχυτη, καλή!
Σε αγαπούν ο ουρανός κι η Γη.
Σαν όρνεο πετάς και τη χώρα ραµφίζεις.

Όρµάς με τη μορφή της καταιγίδας, 
σα θύελλα βρυχάσαι, μανιασμένη,
αστράφτεις και κατακεραυνώνεις
και μ’ άνεμους κακούς μουγκρίζεις.

Τα πόδια σου αδιάκοπα κινούνται. 
Την άρπα των λυγμών αυτή 
την οδηγείς ν’ αρχίσει να θρηνεί.
Ω ∆έσποινα της χώρας ύψιστη εσύ!
Ποιός ποτέ σ’ αρνήθηκε τη δόξα, τη τιµή;

Ω των βασιλισσών βασίλισσα,
των θείων ∆υνάµεων κτητόρισσα!
Σκιές ζυγώνουνε το φως,
γύρω µου η µέρα σκοτεινιάζει…

     Η άριστη χρήση της Σουμεριακής γραφής από την Ενχεντουάννα και η ιδιότητά της ως αρχιέρειας και ποιήτριας αντανακλά την πολιτιστική και κοινωνική θέση των γυναικών, κυρίως των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, στη περιοχή της Μεσοποταμίας εκείνης της μακρυνής περιόδου που διδάσκονταν γραφή και στρέφονταν στην ενασχόληση με τη λογοτεχνία καθώς καταγράφονται πολλές γυναίκες βασιλέων που είτε παράγγελναν, είτε έγραφαν οι ίδιες ποιήματα. Φαινόμενο σπάνιο κατά την αρχαιότητα όπου οι γυναίκες αποκλείονταν από την εκπαίδευση κι είχαν ως μοναδική ενασχόληση τους την οικοτεχνία. Εκτός από αυτήν, γνωρίζουμε γυναίκες των βασιλέων που παράγγελναν και πιθανόν έγραφαν ποίηση, ενώ η θεά Νιντάμπα εμφανίζονταν ως γραφεύς. Ο Leick γράφει πως “σ’ ένα βαθμό, τα επίθετα των γυναικείων θεοτήτων της Μεσοποταμίας αντικατοπτρίζουνε τη πολιτιστική και κοινωνική θέση των γυναικών στον Αρχαίο Κόσμο“.
………………………………………………………………..

     Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ό,τι αρχαίο ελληνικό υπάρχει στις Γυναίκες Του Κόσμου κι υπάρχει ΕΔΩ!
     Επίσης ό,τι σε αρχαίο αλλά στη Ποίηση και τη Φιλοσοφία Γυναικών υπάρχει ΕΔΩ!
———————————————

2). PAN CHAO ή BAN ZHAO
Παν Τσάο, Κίνα
επιστήµονας (50-112 µ.Χ.)

     Η Pan Chao ή Ban Zhao ήταν η αυτοκρατορική επιστήµονας του αυτοκράτορα Χο της Κίνας. Ήταν η επίσηµη ιστορικός της αυλής η οποία είχε υπ’ ευθύνη της την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη, όπου και δίδασκε. Ένα από τα σηµαντικότερα και πιο γνωστά έργα της ήταν: “Μαθήµατα για µια γυναίκα”. Ήταν η 1η γνωστή γυναίκα ιστορικός της Κίνας. Ολοκλήρωσε το έργο του αδελφού της Ban Gu για την ιστορία του δυτικού Han, του βιβλίου του Han. Έγραψε επίσης μαθήματα για τις γυναίκες, ένα σημαντικό έργο για τη συμπεριφορά των γυναικών. Είχε επίσης μεγάλο ενδιαφέρον για την αστρονομία και τα μαθηματικά κι έγραψε ποιήματα, γραπτές αναμνήσεις, επιχειρήματα, σχόλια, δοκίμια κι αρκετά μακροσκελή έργα, που δε σώθηκαν ολόκληρα. Έγινε η πιο διάσημη γυναίκα επιστήμονας της Κίνας.

     Γεννήθηκε στο Anling, κοντά στο σημερινό Xianyang, στην επαρχία Shaanxi, σε μιαν οικογένεια μελετητών που ήτανε για 3 γενιές στην αυλή του κινέζου αυτοκράτορα. Είχε 2 μεγαλύτερους αδελφούς, δίδυμους τουλάχιστον 13 έτη μεγαλύτερους από αυτήν: τον Μπαν Γου, ο οποίος θα γινότανε ποιητής της αυλής κι ο κύριος συγγραφέας του Han shu, -ιστορία των πρώτων 200 χρόνων της Κίνας της δυναστείας Χαν-, κι ο Ban Chao, ο οποίος θα γίνει γενικός στρατηγός, κερδίζοντας σημαντικές μάχες στα βορειοδυτικά σύνορα της Κίνας. Στα 14 παντρεύτηκε ένα ντόπιο κάτοικο με το όνομα Cao Shishu κι ονομάστηκε Λατρευτή Madame Cao. Ο σύζυγός της πέθανε όταν ήταν ακόμα νέος, αφήνοντάς τη μ’ ένα παιδί. Δεν ξαναπαντρεύτηκε, αλλά αφιερώθηκε στα γράμματα. Ήτανε κόρη του διάσημου ιστορικού Ban Biao κι επίσης φίλη του αξιοσημείωτου λόγιου και ποιητή Consort Ban.
      Μέχρι το 76 μ.Χ., ο αδελφός της είχε γίνει στρατηγός κι η μητέρα της κι ο αδελφός της Γου ήτανε στη πρωτεύουσα, όπου ήτανε στην αυλή του αυτοκράτορα ως ιστορικός και συντάκτης. Η Zhao, σχεδόν 30 ετών, βρισκόταν ακόμα μαζί τους (ήταν ασυνήθιστο μια χήρα να εγκατέλειπε την οικογένεια του συζύγου της). Αυτός εργάζοντανε πάνω στο Han shu κι οι επιστήμονες θεωρούνε “πιθανό ότι η Ζάο ήταν ήδη ενεργή συνεργάτης του έργου στη δεκαετία του ’70 και του ’80” (Wills, σελ.94).
     Το 89, υπήρχε νέος αυτοκράτορας, ένα παιδί, έτσι ο νόμος έλεγε πως έπρεπε η μητέρα ν’ αναλάβει προσωρινά, η Dowager Empress Dou. Ο αδερφός της,  Ban Gu συνδέθηκε στενά μαζί τους. Το 92, η οικογένεια Dou κατηγορήθηκε για προδοσία: οι άντρες της οικογένειας αυτοκτόνησαν. Η αυτοκράτειρα έχασε τη δύναμή της κι οι φίλοι της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένου του Gu, εκτελέστηκαν. Όμως, δεν έγινε καμία ενέργεια εναντίον των άλλων απαγορεύσεων: Ο Chou ήταν ένας νικηφόρος στρατηγός (κι ασφαλώς πολύ μακριά), ο Zhao ήταν απλή γυναίκα (αν κι η ανάθεση του γιου σε μια μακρινή θέση περίπου το 95 θεωρήθηκε από μερικούς ως εξορία).
     Το 97, ωστόσο, η Τσάο κλήθηκε πίσω στη πρωτεύουσα για να ολοκληρώσει την ιστορία που έμεινε ημιτελής από το θάνατο του Ban Gu. Σύμφωνα με μια βιογραφία της Zhao που γράφτηκε στη 10ετία του ’40: “Ο αυτοκράτορας Ho διέταξε τη Ban Zhao να έρθει στη Βιβλιοθήκη Tuan Kuan προκειμένου να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο …” (αναφέρθηκε από τον Swann, σελ. 40) και να επιβλέπει το έργο άλλων επιστημόνων που εργάζονται στη βιβλιοθήκη. Επειδή το Han shu είναι ένα σημαντικό έργο για τους ιστορικούς της Κίνας, συζητήθηκε το ζήτημα πόσο συνέβαλε η Zhao σε αυτό (ουσιαστική γραφή, επεξεργασία και χάραξη;) για 1900 χρόνια και μάλιστα ενθέρμως. Από εσωτερικές αποδείξεις, η μεταφράστρια Nancy Lee Swann πιστεύει ότι η Zhao είναι υπεύθυνη για περίπου το 1/4 του συνόλου.
     Η Ban Zhao ήτανε συγγραφέας της ιστορίας του Δυτικού Χαν, ενός βιβλίου γνωστού ως Βιβλίο του Χαν. Αφού ο Μπαν Γκου φυλακίστηκε κι εκτελέστηκε το 92, λόγω της σχέσης του με την οικογένεια της αυτοκράτειρας Dowager Dou, η Ban Zhao ολοκλήρωσε το έργο. Προσέθεσε τη γενεαλογία της μητέρας του αυτοκράτορα, παρέχοντας πολλές πληροφορίες που συνήθως δεν τηρούνταν. Προσέθεσεν επίσης πραγματεία για την αστρονομία.

     Έγραψε επίσης τα μαθήματα για τις γυναίκες. Αυτό το μορφωτικό βιβλίο του Κομφούκιου γενικά συμβούλευε τις γυναίκες να συμμορφώνονται και να σέβονται προς το μεγαλύτερο σκοπό της διατήρησης της οικογενειακής αρμονίας, μιας έντονα θεωρημένης αντίληψης στην ιστορική Κίνα. Το βιβλίο δείχνει επίσης ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι καλά μορφωμένες ώστε να μπορούν να εξυπηρετούν καλύτερα τους συζύγους τους. Με το σύζυγό της στη κορφή της πυραμίδας της εξουσίας (ή ο πατέρας της αν ήταν ανύπαντρη), μια γυναίκα έπρεπε να δέίχνει το δέοντα σεβασμό στους αδελφούς της, τους γαμπρούς, τον πατέρα, τον πατέρα της κι άλλους αρσενικούς συγγενείς. Σύμφωνα με αυτήν, “Τίποτα δεν είναι καλύτερο από την υπακοή που θυσιάζει τη προσωπική γνώμη“. Μια σύγχρονη ρεβιζιονιστική θεωρία δηλώνει ότι το βιβλίο είναι ένας οδηγός για να διδάξει τις γυναίκες πώς να αποφύγουν το σκάνδαλο στη νιότη, ώστε να μπορούν να επιβιώσουν αρκετά και να γίνουν ισχυρά άτομα. Αυτή η πραγματεία για την εκπαίδευση των γυναικών ήταν αφιερωμένη στις κόρες στην οικογένεια του Ban Zhao αλλά κυκλοφόρησε αμέσως στο ευρύ κοινό. Ήτανε δημοφιλές εδώ κι αιώνες στην Κίνα ως οδηγός για τη συμπεριφορά των γυναικών.
     Δίδαξε την αυτοκράτειρα Deng Sui και μέλη της αυλής στη βασιλική βιβλιοθήκη, η οποία έτσι κέρδισε τη πολιτική της επιρροή. Η αυτοκράτειρα κι οι συμπατριώτες της έδωσαν τον τίτλο “Προικισμένη” και την έκανε κυρία επί των τιμών. Καθώς η αυτοκράτειρα έγινε αντιβασιλέας για τον αυτοκράτορα Shang του Han, ζητούσε συχνά τη συμβουλή της Ban Zhao. Σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης, η αυτοκράτειρα της έδωσε και 2 υπηρέτες της ως ακολούθους. Ο Ban Zhao ήταν επίσης βιβλιοθηκονόμος στο δικαστήριο, επιβλέποντας τις συντακτικές εργασίες ενός προσωπικού βοηθών κι εκπαιδεύοντας άλλους μελετητές. Με αυτή την ιδιότητα, αναβάθμισε κι επέκτεινε τις βιογραφίες των επιφανών γυναικών από τον Liu Xiang. Είναι πιθανόν ότι επέβλεπε την αντιγραφή χειρογράφων από μπαμπού και μετάξι σ’ ένα πρόσφατα εφευρεθέν υλικό, το χαρτί.

     Εκτός από την εργασία στο Han shu και τη διοίκηση της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης, η Zhao έγινε επίσης δάσκαλος στις κορυφαίες γυναίκες της αυλής, ιδιαίτερα ένα 17χρονο κορίτσι, τη Deng, που είχε έρθει στην αυλή το 96. Η Zhao διδάσκει αστρονομία και μαθηματικά τη Deng καθώς και την ιστορία και τα κλασικά. Το 102, ο αυτοκράτορας απέρριψε την σημερινή αυτοκράτειρά του και προώθησε τη Ντενγκ στον ρόλο αυτό. Όταν πέθανε το 106, τον διαδέχθηκε ένα παιδί που πέθανε σύντομα κι ακολούθησε ένα άλλο παιδί. Μες απ’ αυτές τις βασιλείες η Deng ήταν αντιβασιλέας. Η επιρροή της Ban Zhao στην αυτοκράτειρα ήτανε προφανώς μεγάλη. Ένας σύγχρονος έγραψε για ένα πρόβλημα της αυλής: “Με μια λέξη από τη μητέρα Μπαν ολόκληρη η οικογένεια παραιτήθηκε” (παρατίθεται από τον Swann, σελ. 236). Το 113, ο γιος της, Cao Cheng διορίστηκε υπάλληλος της Chenliu Commandery.
      Δεν γνωρίζουμε το έτος του θανάτου της Ζαο, αλλά γνωρίζουμε ότι ήταν πριν από το 120. Μετά το θάνατό της, η νύφη της, η Ding, συγκέντρωσε τα έργα της σε 3 τόμους, αλλά τα περισσότερα έχουνε χαθεί. Το γραπτό έργο της Ζάο, το οποίο περιγράφει ο βιογράφος των 400 μ.Χ., περιλάμβανε “Αφηγηματικά ποιήματα, αναμνηστικά γράμματα, επιγραφές, ευλογίες, επιχειρήματα, σχόλια, ελεημοσύνη, δοκίμια, εκθέσεις, μνημεία και Τελικές οδηγίες, σε όλα (αρκετά για να γεμίσουν) 16 βιβλία “(παρατίθεται από τον Swann, σελ.41). Προφανώς, η Zhao επίσης σχολίασε ένα προηγούμενο έργο, Lienu zhuan (Ζωές επιφανών γυναικών, 79-8 π.Χ.). Τα υπάρχοντα έργα των οποίων η απόδοση είναι σίγουρη περιλαμβάνει ένα μακρύ ποίημα, “Ταξιδεύοντας προς τα ανατολικά”, 3 σύντομα ποιήματα. 2 γράμματα στο θρόνο και το πολυαναφερόμενο εγχειρίδιο επιβίωσης, Nujie (Μαθήματα για τις γυναίκες). Κατά τους 1ους αιώνες μετά το θάνατο της, ήταν οι συνεισφορές της στο Han shu, η επιστημονική της γραφή κι η ποίησή της που επαινούνταν πιότερο. Μόνο στη 10ετία του ’80 η Nujie έγινε το έργο με το οποίο αναγνωρίστηκε.
     Ένα απόσπασμα από τη βιογραφία της είναι ενδιαφέρον: “Η νεαρή αδελφή της Zhao, η Cao Feng-sheng, επίσης ταλαντούχα και καλλιεργημένη, έγραψε δοκίμια που αξίζει να τα διαβάσετε, με τα οποία έλαβε υπό αμφισβήτηση τη Ban Zhao” (αναφερόμενος στο Swann, 41). Τι αντιμετώπισε η αδελφή της Zhao; Μήπως έχει να κάνει με τη Nujie; Ήταν πολύ στενόμυαλη; πολύ ευρύ μυαλό; Ή ήταν η διαφωνία μ’ ένα από τα άλλα γραπτά της Zhao; Τα δοκίμιά της η θετή της κόρη τα έχασε.
     Ο κρατήρας Ban Zhao στη Αφροδίτη πήρε το όνομα προς τιμή της.
——————————————–

3). QUEEN SODOK or SODUK or SEONDEOK
Βασίλισσα Σοντόκ ή Σοντούκ, Κορέα,
αστρονόμος, 610-647 μ.X.



    Η Βασίλισσα Σοντόκ ήταν η 1η γυναίκα, που στέφθηκε βασίλισσα στο Κορεατικό βασίλειο του Σίλλα το 632 μ.Χ. Κυβέρνησε για 14 χρόνια, κρατώντας το βασίλειο της ενωμένο εναντίον εσωτερικών κι εξωτερικών εχθρών. Από τα 1α χρόνια της ζωής της, η Σοντόκ έδειξε μιαν ασυνήθιστη ευστροφία κι ενδιαφέρον από παιδί για τα άστρα και τον ουρανό. Κάθε βράδυ έβγαινε έξω και παρατηρούσε τα αστέρια. Η Σοντούκ μελέτησε τη κίνηση των άστρων μόνη της, συνεπικουρούμενη κι από βασιλικούς αστρονόμους. Μια από τις σημαντικότερες προσφορές της στην επιστήμη ήταν η κατασκευή του παρατηρητηρίου του Chonsongdae, το οποίο αποκαλούνταν “ο πύργος της σελήνης και του ήλιου” στη Κορέα.

Θα μάθω ποτέ την αλήθεια για τα αστέρια; Είμαι πολύ νέα για να ασχοληθώ με τις θεωρίες για το σύμπαν μας. Απλά ξέρω ότι θέλω να καταλάβω περισσότερα. Θέλω να τα μάθω όλα. Μπορώ. Γιατί πρέπει να μου απαγορευτεί“;

      Αυτή η φράση, που βρέθηκε σε αναθηματικό βάζο αφιερωμένο στη γιαγιά της, είχε γραφτεί από μια κοπέλα κορεάτισσα, πριγκήπισσα της δυναστείας Silla, όταν ήτανε 15 ετών. Τ’ όνομά της ήτανε Sonduk, αλλά γράφεται επίσης και Sondok ή Seondeok κι ενδιαφερότανε πολύ για την αστρονομία σε μια εποχή όπου δεν δινότανε καμμία εκπαίδευση στις γυναίκες. Παρόλαυτά, έγινε βασίλισσα και μπορούσε ν’ ασκήσει το αστρονομικό της πάθος, τουλάχιστον με μια ορισμένη έννοια. Αλλά ας πάμε τα πάρουμε με τη σειρά.
     Γεννήθηκε το 610 μ.Χ., κι αργότερα έγινε η 1η γυναίκα μονάρχης της Κορέας, που κυβερνά τη χώρα της για 14 χρόνια. Ο Jinpyeong, ο πατέρας της, ήταν ο βασιλιάς της Silla, ένα βασίλειο που γεννήθηκε σα πόλη-κράτος το 57 π.Χ. και μεγάλωσε σε βασίλειο περίπου το 350 μ.Χ. Ο βασιλιάς δεν είχε γιούς κληρονόμους, έτσι η επιλογή έπεσε στη κόρη του, τη Sonduk. Αυτή η νεαρή πριγκήπισσα είχε λαμπρό μυαλό, εμφανές από πολύ νεαρή ηλικία. Στα 7 της π.χ., ένα κουτί με σπόρους από παιώνιες έφτασε στο Παλάτι από τη Κίνα. Είχεν αποσταλεί με μια συνοδευτική ζωγραφιά που έδειχνε πως έμοιαζαν τα λουλούδια. Η Sonduk, κοιτάζοντας την εικόνα, παρατήρησε ότι το λουλούδι ήταν όμορφο, αλλά ήτανε λυπηρό το γεγονός ότι δεν μυρίζει. Όταν ρωτήθηκε πως το καταλαβε και γιατί, απάντησε: “Αν μύριζε, θα υπήρχανε πεταλούδες και μέλισσες γύρω από το λουλούδι στον πίνακα“. Η παρατήρησή της σχετικά με την έλλειψη αρώματος στις παιώνιες αποδείχθηκε σωστή -μια ένδειξη μεταξύ άλλων και της νοημοσύνης της.
      Η 1η επαφή με την αστρονομία και τη μελέτη των αστεριών συνέβη μέσω του δασκάλου της, του κινέζου πρεσβευτή Lin Fang, που ήταν επίσης αστρονόμος. Στα 15 της εισήχθη στον Κομφουκιανισμό, που σύντομα έγινε εμπόδιο στη δίψα της για γνώσεις. Το μοντέλο του Κομφούκιου, μάλιστα, έθετε τις γυναίκες σε δευτερεύουσα θέση μες στην οικογένεια, πράγμα που σήμαινε ότι η εκπαίδευση γενικά, πόσο μάλλον η αστρονομία, δεν θεωρείτο κατάλληλη. Η Sonduk, ωστόσο, παρατηρούσε τ’ άστρα κάθε βράδυ κι ήτανε κυρίως αυτοδίδακτη. Μια σύγκρουση θελήσεων ήταν αναπόφευκτη. Μια μέρα, εξέφρασε την επιθυμία της να μιλήσουνε για αστρονομία στον Κινέζο πρεσβευτή, αλλά η απάντησή του ήτανε σαν ένα κρύο ντους για τόσο λαμπρό κορίτσι. Έχοντας πειστεί για την ανάγκη μιας αυστηρά οικιακής απασχόλησης για τις γυναίκες, ο πρσβευτής απάντησε: “Σίγουρα δεν μπορείς να σκέφτεσαι ότι μπορώ να μιλήσω για τόσο σημαντικά θέματα με μια νέα γυναίκα! Θα ήταν αφύσικο κι εντελώς ακατάλληλο“. Ωστόσο, είχε σύντομα την ευκαιρία να διαπιστώσει τη καταλληλότητα μιας τέτοιας συζήτησης όταν, κατά τη διάρκεια μιας ηλιακής έκλειψης που συνέβη στη Κορέα, η νεαρή πριγκήπισσα ήτανε σε θέση να προβλέψει το γεγονός και τη διάρκειά του με μεγάλην ακρίβεια. Ήτανε φανερό πως οι γνώσεις της ήτανε κάτι περισσότερο από αρκετές για να συζητήσει μαζί της τα θέματα αυτά και μάλιστα επί ίσοις όροις!
      Αυτό εξόργισε τον πρεσβευτή ακόμη περισσότερο. Της έδωσε άλλη συμβουλή: “Η αστρονομία δεν είναι για τις γυναίκες. Κάνετε οτιδήποτε θηλυκό, όπως η φροντίδα των μεταξοσκωλήκων!“, της είπε. Τελικά, αυτός ο ισχυρός διπλωμάτης από μιαν ισχυρή γειτονική χώρα κατάφερε να πείσει τον πατέρα της ν’ αποκλείσει τη πριγκήπισσα από οποιαδήποτε περαιτέρω μελέτη των αστεριών. Τέλος της ιστορίας; Ασφαλώς κι όχι! Στη πραγματικότητα, η Sonduk ήτανε σε θέση να πάρει την εκδίκησή της όταν έγινε ηγέτις της Silla, το 632 μ.Χ. ή σύμφωνα με άλλους μελετητές, το 634. Δεν ξέρουμε αν κατάφερε να παραμείνει προσωπικά ασχολούμενη με την αστρονομία, αλλά η ιστορία την έχει γράψει με το να δίνει τη κύρια συμβολή της στην επιστήμη: τη κατασκευή του αστρονομικού παρατηρητηρίου Cheomseongdae ή του Πύργου της Σελήνης και των Αστέρων.

     Ακόμα και σήμερα, θεωρείται το αρχαιότερο παρατηρητήριο στην Άπω Ανατολή. Η Sonduk είχε παρακαλέσει τον πατέρα της αρκετά χρόνια πριν, να ξεκινήσει το κτίσιμό του, αλλά τελικά ολοκλήρωσε την εργασία η ίδια. Έχει επιζήσει ως επί το πλείστον άθικτο και μπορείτε ακόμα να επισκεφθείτε τα ερείπια της αρχαίας πρωτεύουσας αυτής της δυναστείας, Gyeongju, περίπου 100 χιλιόμετρα βόρεια του Busan, στη Ν. Κορέα. Ο πύργος χτίστηκε με 27 κυκλικά επίπεδα πέτρινων πλίνθων -ενδεχομένως αναφορά στην ίδια τη βασίλισσα, τον 27ο ηγέτη της Silla- τοποθετημένα ανάμεσα σε τετράγωνη βάση και τετράγωνη κορυφή. Είναι πάνω από 9 μέτρα κι εξακολουθεί να προκαλεί τους αιώνες. Μεταξύ άλλων χρήσεων, λειτουργούσε ως ημερολόγιο που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την αλλαγή των εποχών. Σύμφωνα με τους ιστορικούς απολογισμούς, όταν οι αστρονόμοι παρατηρούσανε από τον πύργο της Sonduk, πλάγιαζαν ανάσκελα και παρακολουθούσανε τα ουράνια σώματα μέσα από 4 θόλους στη κορφή, τοποθετημένοι σε τετράγωνο και στραμμένοι προς τα 4 σημεία του ορίζοντα. Περιέργως, η μόνη είσοδος είναι ένα τετράγωνο άνοιγμα, που βλέπει νότια, περίπου 4 μέτρα από το έδαφος. Μπορεί να μπει κανείς μόνο με εξωτερική σκάλα. Ίσως η βασίλισσα ήθελε να ‘ναι σίγουρη πως οι αστρονόμοι της δε θα μπαίνανε στον πειρασμό να ολοκληρώσουνε τη… βάρδια τους νωρίτερα!

     Έχοντας την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον, η Σοντούκ προέβλεψε την ώρα του θανάτου της, κάτι το οποίο έγινε πραγματικότητα, κι έτσι η μεγαλόπρεπη βασίλισσα πέθανε το 647 μ.Χ. Παρά το γεγονός ότι τελικά παντρεύτηκε δυστυχώς δεν απέκτησε απογόνους. Έτσι, χωρίς δικό της απόγονο, κληροδότησε το βασιλικό θρόνο του Σίλλα στην Chindok, τη κόρη του θείου της, Kuk Ρan.
………………………………………………………………

4). MURASAKI SHIKIBU
Μουρασάκι Σικιμπού ( 紫 式 部 ),

Ιαπωνία, ποιήτρια, μυθιστοριογράφος (~973 / 1014 μ.Χ.)

 H Murasaki Shikibu (Βιολέττα της τελετουργίας) ήταν Ιάπων ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και κυρία των τιμών στην αυτοκρατορική αυλή τη περίοδο Heian. Είναι πιότερο γνωστή σαν η συγγραφέας της Ιστορίας Του Genji, που θεωρείται ευρέως ότι είναι το 1ο μυθιστόρημα του κόσμου, γραμμένο στα ιαπωνικά μεταξύ περίπου 1000-12. Το Murasaki Shikibu είναι ένα περιγραφικό ψευδώνυμο, το προσωπικό της όνομα είναι άγνωστο, αλλά μπορεί να ήταν η Fujiwara no Kaoruko ( 藤原 香 子 ), που αναφέρθηκε σ’ ημερολόγιο της αυλής του 1007 ως αυτοκρατορική κυρία των τιμών.
Το πραγματικό όνομά της είναι άγνωστο, όπως και πολλά άλλα στοιχεία από τη ζωή της και για το πώς έλαβε το όνομα Μουρασάκι Σικίμπου (Βιολέττα της τελετουργίας) υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Το βέβαιο είναι πως καταγόταν από ένα λιγότερο σημαντικό και λογοτεχνικά δραστήριο παρακλάδι της τότε πανίσχυρης οικογένειας Φουτζιβάρα. Στην αρχή ζωής της στην αυλή πήρε το όνομα Το νο Σικίμπου (藤の式部) πιθανότατα επειδή ο πατέρας και αργότερα και ο αδερφός της κατείχαν θέσεις στο Γραφείο Τελετουργιών.
Ο χαρακτήρας κάντζι 藤, που διαβάζεται στα σινο-ιαπωνικά ως το, στην ανάγνωση κουν μπορεί να σημαίνει φούτζι. Αυτό αποτελεί ένδειξη για την καταγωγή της Σικίμπου από την οικογένεια Φουτζιβάρα (藤原), καθώς το φούτζι εκτός από πρώτη συλλαβή του οικογενειακού ονόματος, σημαίνει μεταφρασμένο και γλυστίνα, το οικόσημο της πατριάς Φουτζιβάρα. Για τη προέλευση του ονόματος Μουρασάκι υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Σύμφωνα με μια, σχετίζεται με ένα γνωστό ποίημα από το Κοκίν-βακασού (Συλλογή παλιών και νέων ποιημάτων) που ανέφερε ο αυτοκράτορας Ιτσιτζό (一条天皇, 980–1011) όταν εισήγαγε τη Μουρασάκι στην αυλή. Θα μπορούσε όμως να σχετίζεται και με το χρώμα των ανθών της γλυστίνας (που ονομάζεται και «γαλάζια βροχή» λόγω των γαλάζιων και βιολετί ανθών της), καθώς το Μουρασάκι μεταφράζεται ως βιολετί ή μωβ. Μια άλλη διαδεδομένη θεωρία αποδίδει το όνομα στο πιο γνωστό της έργο, την Ιστορία του Γκέντζι, που η πρωταγωνίστρια ονομάζεται Μουρασάκι (νο) Ούε (紫上).

     Οι γυναίκες Heian ήτανε παραδοσιακά αποκλεισμένες από την εκμάθηση της κινεζικής, τη γραπτή γλώσσα της κυβέρνησης, αλλά η Murasaki, που μεγάλωσε στο οικογενειακό περιβάλλον του πατρικού της, έδειξε μια πρόωρη ικανότητα στην εκμάθηση κι ανάγνωση Κινέζων κλασσικών και κατόρθωσε να αποκτήσει ευχέρεια. Παντρεύτηκε μέσα με τέλη της 10ετίας του ’20 και γέννησε μια κόρη πριν πεθάνει ο σύζυγός της, 2 χρόνια μετά το γάμο. Είναι αβέβαιο όταν άρχισε να γράφει την ιστορία της, αλλά πιθανότατα ενώ ήταν παντρεμένη ή λίγο μετά τη χηρεία της. Περίπου το 1005, η Murasaki προσκλήθηκε να υπηρετήσει ως κυρία των τιμών στην αυλή της αυτοκράτειρας Shōshi από το Fujiwara no Michinaga, πιθανώς λόγω της φήμης της ως συγγραφέα. Συνέχισε να γράφει στη διάρκεια της θητείας της, προσθέτοντας σκηνές από τη ζωή της αυλής στο έργο της. Μετά από 5-6 χρόνια, εγκατέλειψε την αυλή κι αποχώρησε από τη Shōshi στη περιοχή της λίμνης Biwa. Οι μελετητές διαφωνούνε για το έτος του θανάτου της. αν κι οι περισσότεροι συμφωνούνε στο 1014, άλλοι έχουνε προτείνει πως ήτανε ζωντανή το 1031.
     H Murasaki έγραψε Το Ημερολόγιο Της Κυρίας Murasaki, ένας τόμος ποίησης και το Η Ιστορία Του Genji. Εντός μιας 10ετίας από την ολοκλήρωσή της, διανεμήθηκε σε όλες τις επαρχίες. μέσα σε έναν αιώνα αναγνωρίστηκε ως ένα κλασσικό ιαπωνικής λογοτεχνίας κι είχε γίνει θέμα επιστημονικής κριτικής. Στις αρχές του 20ου αι. το έργο της ξεκίνησε να μεταφράζεται στ’ αγγλικά κι ολοκληρώθηκε το 1933. Οι μελετητές εξακολουθούν να αναγνωρίζουνε τη σημασία του, που αντανακλά την ηγεμονική κοινωνία της εποχής Heian στο αποκορύφωμά της. Από τον 13ο αι. τα έργα της έχουνε παρουσιαστεί από τους Ιάπωνες καλλιτέχνες και τους γνωστούς δασκάλους της ξυλογραφίας ukiyo-e.

     Γεννήθηκε περίπου το 973 μ.Χ. στο Heian-kyō, στην Ιαπωνία, στη βόρεια φυλή Fujiwara που κρατάει από το Fujiwara no Yoshifusa, τον 1ο αντιβασιλέα Fujiwara του 9ου αι.. Η οικογένεια Fujiwara κυριάρχησε στη πολιτική της αυτοκρατορικής αυλής μέχρι τα τέλη του 11ου αι. μέσω των στρατηγικών γάμων των θυγατέρων Fujiwara στην αυτοκρατορική οικογένεια και τη νομή των περιφερειών. Στα τέλη του 10ου αι. και στις αρχές του 11ου, η Michinaga, το λεγόμενο Mido Kampaku, κανόνισε τις 4 κόρες της σε γάμους με αυτοκράτορες, δίνοντάς της πρωτοφανή δύναμη. Ο προπάππος της Murasaki, Fujiwara no Kanesuke, βρισκότανε στη κορφή της αριστοκρατίας, αλλά ο κλάδος της οικογένειας έχασε σταδιακά τη δύναμή της και τη στιγμή που η Murasaki γεννήθηκε, βρισκότανε στις χαμηλώτερες τάξεις της αριστοκρατίας του Heian. Οι χαμηλώτερες τάξεις της αριστοκρατίας συνήθως απομακρύνονταν από την αυλή σε ανεπιθύμητες θέσεις στις επαρχίες, εξόριστοι από τη κεντρική εξουσία στο Κιότο.
     Παρά την απώλεια του θέσης, η οικογένεια είχε φήμη ανάμεσα στους λογοτέχνες μέσω του προπάππου και του παππού της, κι οι 2 ήτανε γνωστοί ποιητές. Ο προπάππος της, Fujiwara no Kanesuke, είχε 56 ποίηματα που συμπεριελήφθησαν σε 13 από τις 21 αυτοκρατορικές ανθολογίες, τις συλλογές 36 ποιητών και το Yamato Monogatari  (ιστορίες του Yamato). Ο προπάππους κι ο παππούς της είχανε φιλικές σχέσεις με τον Ki no Tsurayuki, ο οποίος έγινε δημποφιλής για τη χρήση του λαϊκού στίχου που γράφτηκε στα Ιαπωνικά. Ο πατέρας της, Fujiwara no Tametoki, παρακολούθησε τη Κρατική Ακαδημία (Daigaku-ryō) κι έγινε ένας σεβαστός μελετητής κινεζικών κλασσικών και ποίησης. ο δικός του στίχος ήταν ανθολογικός. Εισήλθε σε δημόσια υπηρεσία γύρω στο 968 ως χαμηλόμισθος υπάλληλος κι έφτασε μέχρι κυβερνήτης το 996. Έμεινε στην υπηρεσία μέχρι το 1018 περίπου. Η μητέρα της προήλθε από τον ίδιο κλάδο της βόρειας Fujiwara ως Tametoki. Το ζευγάρι είχε 3 παιδιά, 1 γιο και 2 κόρες.

     Στην εποχή Heian η χρήση ονομάτων, στο βαθμό που καταγραφήκανε, δεν ακολούθησε ένα μοντέρνο πρότυπο. Μια κυρία της αυλής, όπως κι η αυτή, με τον τίτλο της δικής της θέσης, αν υπάρχει, πήρε ένα όνομα που αναφέρεται στη κατάταξη ή τον τίτλο ενός άντρα συγγενή. Έτσι, το “Shikibu” δεν είναι σύγχρονο επώνυμο, αλλά αναφέρεται στο Shikibu-shō, το Υπουργείο Τελετών, όπου ο πατέρας της ήτανε λειτουργός. Το “Murasaki”, ένα πρόσθετο όνομα που πιθανώς προέρχεται από το χρώμα της βιολετί που σχετίζεται με το νόημα της λέξης fuji (ένα στοιχείο του ονόματός της), μπορεί να είχε παραχωρηθεί σ’ αυτή στην αυλή, σε σχέση με το όνομα που η ίδια είχε δώσει στον κύριο γυναικείο χαρακτήρα στο “Genji”. Η Michinaga αναφέρει τα ονόματα πολλών γυναικών της αυλής σε μια εγγραφή του ημερολογίου του 1007 -το όνομα Fujiwara no Takako (Kyōshi), μπορεί να ‘ναι το πραγματικό όνομά της.
     Στην Ιαπωνία της Heian, οι σύζυγοι μεταξύ τους κρατούσανε ξεχωριστά νοικοκυριά, τα παιδιά μεγάλωναν με τις μητέρες, παρόλο που το πατριαρχικό σύστημα εξακολουθούσε να υφίσταται. Η Murasaki δεν ήτανε συνηθισμένη επειδή ζούσε στο σπίτι του πατέρα της, πιθανότατα στην οδό Teramachi στο Κιότο, με τον μικρότερο αδερφό της Nobunori. Η μητέρα τους πέθανε, ίσως σε τοκετό, όταν τα παιδιά ήτανε πολύ μικρά. Η Murasaki είχε τουλάχιστον 3 ετεροθαλείς αδελφούς που είχαν μεγαλώσει με τις μητέρες τους κι ήτανε πολύ δεμέμνη με μια αδελφή που πέθανε στα 20. Γεννήθηκε δε, σε μια περίοδο στην οποία η Ιαπωνία ήταν απομονωμένη, μετά τις αποστολές στη Κίνα και την εμφάνιση μιας ισχυρότερης εθνικής κουλτούρας. Τον 9ο και 10ο αι. οι Ιάπωνες έστησαν σταδιακά μια γραπτή γλώσσα μέσω της ανάπτυξης του kana, ενός συλλαβισμού που βασίζεται σε συντομογραφίες κινεζικών χαρακτήρων. Στη διάρκεια της ζωής της, οι άντρες συνέχισαν να γράφουν επίσημα στα κινέζικα, αλλά η κανα έγινε η πιο οικεία γραπτή γλώσσα των ευγενών, θέτοντας το θεμέλιο για μοναδικές μορφές ιαπωνικής λογοτεχνίας.

     Οι Κινέζοι διδάχθηκαν στον αδελφό της ως προετοιμασία για σταδιοδρομία στη κυβέρνηση και στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας της, που ζούσε στο σπίτι του πατέρα της, έμαθε και γνώρισε τα κλασσικά κινέζικα. Στο ημερολόγιό της έγραψε: “Όταν ο αδελφός μου ήταν ένα νεαρό αγόρι που μάθαινε τα κινέζικα κλασσικά, συνήθιζα να τον ακούω κι εγώ ήμουν ασυνήθιστα καταρτισμένη στη κατανόηση αυτών των χωρίων που δυσκολευόταν να καταλάβει και ν’ απομνημονεύσει“. Ο πατέρας τους πάντα λυπότανε για το γεγονός κι έλεγε: “Τι ατυχία! Κρίμα που δε γεννήθηκε αγόρι!”. Με τον αδελφό της σπούδασε κινεζική λογοτεχνία και πιθανότατα έλαβε επίσης οδηγίες σε πιο παραδοσιακά θέματα όπως η μουσική, η καλλιγραφία κι η ιαπωνική ποίηση. Η εκπαίδευση της ήταν ανορθόδοξη. Ο Louis Perez εξηγεί στην ιστορία της Ιαπωνίας ότι “οι γυναίκες θεωρούνταν ανίκανες για πραγματική νοημοσύνη κι επομένως δεν είχαν εκπαιδευτεί στα κινέζικα“. Ήξερε πως οι άλλοι την έβλεπαν ως “επιτηδευμένη, αμήχανη, δυσπρόσιτη, κλειστή με λατρεία στα παραμύθια της, περήφανη, επιρρεπής στη περιπλάνηση, με πολλή περιφρόνηση, θυμόμανία κι ανεμοπιασμένη“. Ο μελετητής της ασιατικής λογοτεχνίας Thomas Inge πιστεύει ότι είχε “μια δυναμική προσωπικότητα που σπάνια κέρδιζε τους φίλους της“.
     Οι γυναίκες της αριστοκρατίας στη Heian ζούσανε περιορισμένες κι απομονωμένες ζωές, επιτρεπόταν να μιλάνε στους άντρες μόνον όταν ήταν στενοί συγγενείς ή μέλη νοικοκυριού. Η αυτοβιογραφική ποίηση της Murasaki δείχνει ότι κοινωνικοποιήθηκε με τις γυναίκες αλλά είχε περιορισμένη επαφή με άντρες εκτός από τον πατέρα και τον αδερφό της. συχνά αντάλλασσε ποίηση με τις γυναίκες, αλλά ποτέ με άνδρες. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ευγενείς της σειράς της, δεν παντρεύτηκε όταν έφτασε στην εφηβεία. αντίθετα έμεινε στο σπίτι του πατέρα της μέχρι τα μέσα της 10ετίας του ’20 ή ίσως ακόμη κι ως στα 30. Το 996 όταν ο πατέρας της τοποθετήθηκε 4ετής κυβερνήτης στην επαρχία Echizen, πήγε μαζί του, αν κι ήταν ασυνήθιστο για έναν ευγενή της εποχής να ταξιδέψει σε μια τέτοια απόσταση σε ένα ταξίδι που θα μπορούσε να διαρκέσει 5 μέρες. Επέστρεψε στο Κιότο, πιθανότατα το 998, για να παντρευτεί το φίλο του πατέρα του Fujiwara no Nobutaka (περ. 950 – περίπου 1001), πολύ μεγαλύτερος της 2ος ξάδερφος. Καταγόταν από τον ίδιο κλάδο της φυλής Fujiwara, ήταν υπάλληλος της αυλής και γραφειοκράτης στο υπουργείο τελετών, με φήμη για το εξωφρενικό ντύσιμό του κι ως ταλαντούχος χορευτής. Τη χρονιά του γάμου τους, ήταν άνω των 40 κι είχε πολλαπλά νοικοκυριά με άγνωστο αριθμό συζύγων κι απογόνων. Ερωτύλος γνωστός στην αυλή, συμμετείχε σε πολυάριθμες ρομαντικές σχέσεις που μπορεί να συνέχισαν μετά τον γάμο του. Όπως ήτανε σύνηθες, θα παρέμενε στο σπίτι του πατέρα της όπου θα την επισκεπτόταν ο σύζυγός της. Στον Nobutaka είχανε χορηγηθεί περισσότερες από μία κυβερνήσεις, κι από τη στιγμή του γάμου του με τη Murasaki ήτανε πιθανότατα αρκετά πλούσιος. Οι απόψεις για το γάμο τους ποικίλλουν: ο Richard Bowring γράφει ότι ο γάμος ήταν ευτυχισμένος, αλλά ο Ιάπων λογοτέχνης Haruo Shirane βλέπει ενδείξεις στα ποιήματά της ότι δεν ανταποκρίθηκε στο σύζυγό της.

     Η κόρη του ζευγαριού, Kenshi (Kataiko), γεννήθηκε το 999 και 2 έτη μετά ο Nobutaka πέθανε στη διάρκεια επιδημίας χολέρας. Ως παντρεμένη γυναίκα, θα είχε υπηρέτες για το νοικοκυριό και να φροντίζουνε τη κόρη της, δίνοντάς της άπλετο ελεύθερο χρόνο. Απολάμβανε την ανάγνωση κι είχε πρόσβαση σε ρομαντικές ιστορίες (monogatari) όπως το The Tale of Bamboo Cutter και το The Tales of Ise. Οι μελετητές πιστεύουν ότι μπορεί να έχει αρχίσει να γράφει το Genji πριν από το θάνατο του συζύγου της. είναι γνωστό ότι έγραφε μετά τη χηρεία της, ίσως σε κατάσταση θλίψης. Στο ημερολόγιό της περιγράφει τα συναισθήματά της μετά το θάνατο του συζύγου της: “Ένιωθα κατάθλιψη και σύγχυση. Για μερικά χρόνια ένιωθα σα χαμένη με απρόσωπο τρόπο … δεν έκανα τίποτα περισσότερο από να καταγράψω το πέρασμα του χρόνου … Η σκέψη του η συνεχιζόμενη μοναξιά μου ήταν αρκετά αφόρητη“.
     Σύμφωνα με το μύθο, η Murasaki αποσύρθηκε στο Ishiyama-dera στη λίμνη Biwa, όπου εμπνεύστηκε να γράψει την ιστορία του Genji μια νύχτα του Αυγούστου κοιτάζοντας το φεγγάρι. Αν κι οι μελετητές απορρίψανε τη πραγματική βάση της ιστορίας της απόσυρσής της, οι Ιάπωνες καλλιτέχνες την απεικονίσανε συχνά στο ναό Ishiyama κοιτάζοντας το φεγγάρι για έμπνευση. Μπορεί να της είχεν ανατεθεί να γράψει την ιστορία και μπορεί να \χε γνωρίσει έναν εξόριστο προάγγελο σε παρόμοια θέση με τον ήρωα της Πρίγκηπα Γκέντι. Θα είχε διανείμει νεοαγγεγραμμένα κεφάλαια του Genji σε φίλους οι οποίοι με τη σειρά τους θα τα είχαν αντιγράψει και θα τα διέδιδαν. Με τη πρακτική αυτή η ιστορία έγινε γνωστή και της προσέδωσε φήμη συγγραφέα.
     Στα τριάντα χρόνια της, έγινε κυρία των τιμών (nyōbō) στην αυλή, πιθανότατα λόγω της φήμης της ως συγγραφέα. Ο Chieko Mulhern γράφει στο Γιαπωνέζες Συγγραφείς, Βιογραφικό Βιβλίο Πηγών, πως οι μελετητές αναρωτηθήκανε γιατί έκανε τέτοια κίνηση στη συγκεκριμένη περίοδο στη ζωή της. Το ημερολόγιό της αποδεικνύει ότι αντάλλσσε ποίηση με τον Michinaga μετά το θάνατο του συζύγου της, οδηγώντας σε εικασίες ότι οι δυο μπορεί να ήταν εραστές. Ο Bowring δε βλέπει κανέν αποδεικτικό στοιχείο ότι ήρθε στην αυλή ως ερωμένη του Michinaga, αν και την έφερε κει χωρίς να ακολουθήσει επίσημους διαύλους. Ο Mulhern πιστεύει πως ήθελε να την έχει για να εκπαιδεύσει τη κόρη του Shōshi.

    Ο πολιτισμός Heian κι η ζωή στην αυλή φτάσανε στο αποκορύφωμά τους στις αρχές του 11ου αιώνα. Ο πληθυσμός του Κιότο αυξήθηκε σε περίπου 100.000, καθώς η αριστοκρατία έγινε ολοένα και πιο απομονωμένη στο Heian Palace σε κυβερνητικές θέσεις κι αυλική υπηρεσία. Οι κληρονόμοι γίναν υπερβολικά εξευγενισμένοι με λίγα πράγματα, απομονωμένοι από τη πραγματικότητα, ασχολούμενοι με τις λεπτομέρειες της ζωής της αυλής, στρέφοντας εκεί τις όποιες καλλιτεχνικές απόπειρες. Τα συναισθήματα εκφράζονται ενίοτε με τη καλλιτεχνική χρήση κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, των αρωμάτων, της καλλιγραφίας, του έγχρωμου χαρτιού, της ποίησης και της δημιουργίας ενδυμάτων σε ευχάριστους χρωματικούς συνδυασμούς -σύμφωνα με τη διάθεση και την εποχή. Εκείνοι που έδειξαν αδυναμία να ακολουθήσουν τη συμβατική αισθητική χάσανε γρήγορα τη δημοτικότητα, ιδίως στην αυλή. Τα δημοφιλέστερα χόμπι για τον Heian ευγενή – που προσχώρησαν στην άκαμπτη μόδα των μαλλιών ως το πάτωμα, τη λεύκανση του δέρματος και τα μαυρισμένα δόντια- περιλάμβαναν έρωτα, γράφοντας ποίηση και κρατώντας ημερολόγια. Η λογοτεχνία που έγραψαν οι γυναίκες της αυλής Heian αναγνωρίζεται ως από τις 1ες κι ανάμεσα στη καλλίτερη λογοτεχνία που γράφτηκε στην Ιαπωνία.
     Όταν πέθαναν το 995 οι 2 αδελφοί του Michinaga, Fujiwara no Michitaka και Fujiwara no Michikane, αφήνωντας κενό εξουσίας, αυτός κέρδισε γρήγορα τη μάχη ισχύος εναντίον του ανηψιού Fujiwara no Korechika (αδελφός της Teishi, σύζυγο του αυτοκράτορα Ichijō) κι υποστηριζόμενος από την αδελφή του Sensηi πήρε τα ηνία του κράτους στα χέρια του. Η Teishi είχε υποστηρίξει τον αδερφό της Korechika, ο οποίος κατηγορήθηκε κι εκδιώχτηκε από την αυλή το 996 μετά από ένα σκάνδαλο που αφορούσε στις βολές που κατηύθνυνε στη συνταξιούχο αυτοκράτειρα Καζάν, κατηγορώντας τη για την απώλεια της εξουσίας. 4 έτη μετά, ο Michinaga έστειλε τη Shōshi, τη μεγαλύτερη κόρη του, στον χαρέμι ​​του αυτοκράτορα Ichijō όταν ήτανε περίπου 12. Έν έτος μετά τη τοποθέτησή της στο αυτοκρατορικό χαρέμι, σε μια προσπάθεια να υποτιμηθεί η επιρροή της Teishi και να βελτιωθεί η θέση της Shōshi, η Michinaga την ονόμασε αυτοκράτειρα, είχε ήδη τον τίτλο. Όπως ο ιστορικός Donald Shively εξηγεί: “Ο Michinaga σοκάρισε τους θαυμαστές της, διευθετώντας τον πρωτοφανή διορισμό των Teishi (ή Sadako) και Shōshi ως ταυτόχρονες αυτοκράτειρες του ίδιου αυτοκράτορα, η Teishi κατέχοντας τον συνηθισμένο τίτλο” Lustrous Heir-bearer “kōgō και Shōshi του “Inner Palatine” (chūgū), ένα τοπωνυμικώς προερχόμενο ισοδύναμο που δημιουργήθηκε για την περίσταση“. Περίπου 5 έτη μετά, ο Michinaga έφερε τη Murasaki στην αυλή της Shōshi, σε μια θέση που ο Bowring περιγράφει ως συνοδός δασκάλα.

     Οι γυναίκες με υψηλή θέση στην αυλή ζούσανε στην απομόνωση και, μέσω στρατηγικών γάμων, χρησιμοποιήθηκαν για να αποκτήσουνε πολιτική εξουσία για τις οικογένειές τους. Στη περίπτωση της Shōshi κι άλλων τέτοιων γάμων με μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, επέτρεψε στη φυλή της γυναίκας να ασκήσει επιρροή στον αυτοκράτορα – αυτό ήταν το πώς ο Michinaga κι άλλοι Fujiwara Regents πετύχανε τη δύναμή τους. Παρά την απομόνωσή τους, ορισμένες γυναίκες ασκούσανε σημαντική επιρροή, συχνά με διάφορες ίντριγκες, ανάλογα με την ποιότητα των ατόμων που εμπλέκονταν. Η μητέρα του Ichijō κι η αδελφή του Michinaga, Senshi, είχανε μιαν επιρροή στο σαλόνι κι ο Michinaga πιθανόν ήθελε να περιβάλλει και θωρακίσει τη Shōshi μ’ έμπειρες και δυνατές γυναίκες όπως η Murasaki, ώστε να χτίσει ένα ανταγωνιστικό σαλόνι.
     Η Shōshi ήταν 16-19 ετών όταν η Murasaki μπήκε στην αυλή. Σύμφωνα με τον Arthur Waley, ήτανε σοβαρή νεαρή κοπέλα, της οποίας οι γνώσεις περιορίζονταν μεταξύ της οικογένειας του πατέρα της και της αυλής της στο αυτοκρατορικό παλάτι. Αρπάχτηκε από τις ταλαντούχες γυναίκες συγγραφείς της, όπως η Izumi Shikibu κι η Akazome Emon -συγγραφέας μιας πρώιμης ιστορίας, The Tale of Flowering Fortunes. Η αντιπαλότητα που υπήρχε μεταξύ των γυναικών είναι εμφανής στο ημερολόγιο της Murasaki, όπου έγραψε για την Izumi: “Η Izumi Shikibu είναι διασκεδαστική συγγραφέας επιστολών, αλλά κάτι δεν με ικανοποιεί και πολύ στο γράψιμό της, απρόσεκτο και βιαστικό, αλλά στη ποίηση χρειάζεται είτε ένα ενδιαφέρον θέμα είτε ένα κλασσικό μοντέλο που να το μιμηθεί. Μάλιστα, δεν μου φαίνεται να πιστεύει  κι η ίδια πως είναι πράγματι ποιήτρια“.
     Η Sei Shōnagon, συγγραφέας του The Pillow Book, ήτανε στην αυλή ως κυρία των τιμών για τη Teishi όταν η Shōshi ήρθε στην αυλή, είναι πιθανόν η Murasaki να προσκληθηκε σαν αντίπαλος της Shōnagon. Η Teishi πέθανε το 1001, πριν η Murasaki αρχίσει να υπηρετεί με τη Shōshi, οπότε οι 2 συγγραφείς δεν υπήρξανε ταυτόχρονα, αλλά η Murasaki έγραψε για τη Shōnagon στο ημερολόγιό της, άρα γνώριζε σίγουρα γι’ αυτή και σε κάποιο βαθμό την επηρέασε. Το Βιβλίο Του Μαξιλαριού της Shōnagon μπορεί να έχει ανατεθεί ως είδος προπαγάνδας για να επισημάνει πως η αυλή της Teishi, ήτανε πασίγνωστο για τις μορφωμένες κυρίες του. Ο λογοτέχνης Joshua Mostow πιστεύει πως ο Michinaga εμπιστεύθηκε στη Murasaki τη Shōshi ως γυναίκα ίσης ή καλλίτερης μόρφωσης, ώστε να παρουσιάσει την αυλή της Shōshi με παρόμοιο τρόπο.

     Οι δύο συγγραφείς είχανε διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες: η Σονάγκον ήτανε πνευματώδης, έξυπνη κι ειλικρινής. Η Μουρασάκι απόμακρη κι ευαίσθητη. Οι καταχωρήσεις στο ημερολόγιό της δείχνουν ότι οι δυο τους μπορεί να μην είχανε καλή σχέση. Ο Keene πιστεύει ότι η εντύπωσή της για τη Shōnagon θα μπορούσε να επηρεαστεί από τη Shōshi και τις γυναίκες της αυλής επειδή υπηρέτησε το αντίπαλο σαλόνι. Επιπλέον, πιστεύει ότι η Μουρασάκι ήρθε στην αυλή για να γράψει το Genji σε απάντηση στο δημοφιλές Pillow Book της Shōnagon. Γενικά συγκρίθηκε με τη Shōnagon με διάφορους τρόπους. Εξόργισε τους φαν του μαξιλαριού και, σε αντίθεση με τη Shōnagon, που διέψευσε τις γνώσεις της για τους Κινέζους, η Murasaki ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τη γλώσσα, θεωρώντας την ως επιτηδευμένη κι επηρεασμένη.
     Αν κι η δημοτικότητα της κινεζικής γλώσσας μειώθηκε στην ύστερη εποχή Heian, οι κινεζικές μπαλλάντες συνέχισαν να είναι δημοφιλείς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που γράφει ο Bai Juyi. Η Murasaki δίδαξε τους Κινέζους στη Shōshi που ενδιαφέρθηκε για τη κινεζική τέχνη και τις μπαλλάντες του Juyi. Όταν έγινε αυτοκράτειρα, η Shōshi εγκατέστησε εικόνες διακοσμημένες με κινεζική πορσελάνη, προκαλώντας οργή επειδή τα  Κινέζικα θεωρούνταν η γλώσσα των ανδρών. Η μελέτη των Κινέζων θεωρήθηκε ότι είναι ανύπαρκτη κι έρχεται ενάντια στην αντίληψη ότι μόνον οι άντρες πρέπει να έχουνε πρόσβαση στη λογοτεχνία. Οι γυναίκες έπρεπε να διαβάζουν και να γράφουν μόνο στα ιαπωνικά, τα οποία τα χωρίζουν μέσω γλώσσας από τη κυβέρνηση και τη δομή της εξουσίας. Η Murasaki, με την ασυνήθιστη κλασσική κινεζική παιδεία της, ήταν μία από τις λίγες γυναίκες που ήτανε διαθέσιμες να διδάξουνε τη κλασσική κινεζική στη Shōshi. Ο Bowring γράφει ότι ήτανε “σχεδόν ανατρεπτικό» ότι ήξερε τους Κινέζους και δίδαξε τη γλώσσα στη Shōsh, και μαθεύτηκε όσο κι αν το κράτησε κρυφό μεταξύ τους. Στο ημερολόγιό της έγραψε: “Από το περασμένο καλοκαίρι … πολύ κρυφά, σε περίεργες στιγμές που δεν υπήρξε κανείς, διαβάζω με την Αυτής Μεγαλειότητα … Φυσικά, δεν υπήρχε θέμα επίσημων διδαγμάτων … Νόμιζα πως είναι καλλίτερο να μη πούμε τίποτα για το θέμα σε κανένα“.

     Η Μουρασάκι πιθανώς κέρδισε ένα διφορούμενο ψευδώνυμο, “Η Κυρία των Χρονικών” (Nihongi no tsubone), για τη διδασκαλία της κινεζικής λογοτεχνίας στη Shōshi. Μία κυρία που δεν τη χώνευε τη κατηγόρησε πως δίδασκε τα κινέζικα και την άρχισε να τη καλεί “Η Παναγία των Χρονικών” -παραπομπή στα κλασσικά Χρονικά της Ιαπωνίας- μετά από ένα περιστατικό στα κεφάλαια από το Genji για τον Αυτοκράτορα και τους αυλικούς του, ένας από τους οποίους παρατήρησε ότι ο συγγραφέας έδειξε υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Η Μουρασάκι έγραψε στο ημερολόγιό της: “Πόσο γελοίο θα ήτανε ποτέ να πω κάτι στην αυλή, ποιος διστάζει να αποκαλύψει τη μάθηση μου στις γυναίκες μου στο σπίτι;” Αν και το ψευδώνυμο φαινόταν να είναι απογοητευτικό, ο Mulher πιστεύει πως ήτανε κολακευμένη απ’ αυτό.
     Η στάση απέναντι στη κινεζική γλώσσα ήταν αντιφατική. Στην αυλή της Teishi, οι Κινέζοι είχαν παρασταθεί και θεωρούνταν σύμβολο αυτοκρατορικής κυριαρχίας κι ανωτερότητας. Ωστόσο, στο σαλόνι της Shōshi υπήρξε μεγάλη εχθρότητα προς τη γλώσσα -ίσως εξαιτίας της πολιτικής σκοπιμότητας στη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία οι Κινέζοι άρχισαν να απορρίπτονται- παρόλο που η ίδια η Shōshi ήταν μαθήτρια της γλώσσας. Η εχθρότητα μπορεί να έχει επηρεάσει τη Murasaki και τη γνώμη της στην αυλή και να την ανάγκασε να κρύψει τις γνώσεις της για τους Κινέζους. Σ’ αντίθεση με τη Shōnagon, που ήτανε πολύ επιδεικτική και φλερτάριζε, καθώς κι ειλικρινής για τις γνώσεις της για τους Κινέζους, εκείνη φαίνεται πως ήτανε ταπεινή, -στάση που ίσως εντυπωσίασε τον Michinaga. Παρόλο που χρησιμοποίησε τα κινέζικα και τα ενσωμάτωσε στη γραφή της, απέρριψε δημοσίως τη γλώσσα, μια αξιέπαινη στάση σε μια περίοδο εκρηκτικής ιαπωνικής κουλτούρας.
     Η Μουρασάκι φαίνεται να ήτανε δυσαρεστημένη με τη ζωή της αυλής κι αποσύρθηκε μπερδεμένη. Κανέν αρχείο που διασώθηκε δε δείχνει ότι εισήλθε σε διαγωνισμούς ποίησης. φαίνεται να ‘χει ανταλλάξει λίγα ποιήματα ή επιστολές μ’ άλλες γυναίκες στη διάρκεια της θητείας της . Σε γενικές γραμμές, σε αντίθεση με τη Sei Shōnagon, δίνει την εντύπωση στο ημερολόγιό της ότι δεν της άρεσε η ζωή της αυλής, οι άλλες κυρίες και τα πάρτυ με πιοτό και μεθύσια. Εν τούτοις, έγινε στενή φίλη με μια κυρία των τιμών ονόματι Lady Saishō, κι έγραψε για τους χειμώνες που τους απολάμβανε, “μου αρέσει να βλέπω το χιόνι εδώ“. Σύμφωνα με το Waley, μπορεί να μην ήτανε δυσαρεστημένη εν γένει, αλλά βαριέται στην αυλή της Shōshi. Υποθέτει ότι θα προτιμούσε να υπηρετεί με τη Lady Senshi, της οποίας το νοικοκυριό φαίνεται να ήταν λιγότερο αυστηρό και πιο ήπιο. Στο ημερολόγιό της έγραψε για την αυλή της Shōshi: “Έχει συγκεντρώσει γύρω της πολλές αξιόλογες νεαρές κυρίες … Η Αυτού Μεγαλειότητά της άρχισε ν’ αποκτά πιότερη εμπειρία ζωής και δεν κρίνει πλέον τους άλλους με τα ίδια αυστηρά πρότυπα, αλλά εν τω μεταξύ, η αυλή της έχει αποκτήσει φήμη της για ακραίες περίεργες καταστάσεις“.

     Δεν της άρεσαν οι άνδρες της αυλής, τους θεωρούσε μεθύστακες κι ηλίθιους. Ωστόσο, μερικοί μελετητές, όπως ο Waley, είναι σίγουροι ότι εμπλέκονται ρομαντικά με τον Michinaga. Τουλάχιστον, εκείνος τη κυνήγησε και τη πίεσε έντονα, και το φλερτ μαζί της καταγράφεται στο ημερολόγιό της το 1010. Ωστόσο, έγραψε σε ένα ποίημα: “Δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο μου ούτε κερδίσατε την αγάπη μου“. Στο ημερολόγιό της καταγράφει πως έπρεπε ν’ αποφύγει το φλερτ -μια νύχτα που την επισκεφθηκε στο δωμάτιό της, κλέβοντας ένα πρόσφατα γραμμένο κεφάλαιο του Genji. Ωστόσο, η υποστήριξή του ήταν απαραίτητη για να συνεχίσει να γράφει. Περιγράφει τις δραστηριότητες της κόρης του: τις πλούσιες τελετές, τις πολύπλοκες θρησκείες, τις “πολυπλοκότητες του συστήματος του γάμου” και με περίπλοκες λεπτομέρειες τη γέννηση των δύο γιων της Shōshi.
     Είναι πιθανό ν’ απολαμβάνει τη μοναχική γραφή. Πίστευε ότι δεν ταιριάζει καλά με τη γενική ατμόσφαιρα της αυλής, γράφοντας στο ημερολόγιό της: “Είμαι βυθιγμένη  στη μελέτη των αρχαίων ιστοριών … που ζουν όλη την ώρα σ’ ένα δικό μου ποιητικό κόσμο κι ίσα που νιώθω την ύπαρξη άλλων ανθρώπων… Αλλ’ όταν με γνωρίζουνε, εκπλήσσονται που είμαι τόσον ήρεμη κι ευγενική“. Η Inge λέει ότι ήταν πολύ ειλικρινής για να κάνει φίλους στην αυλή κι ο Mulhern πιστεύει ότι η ζωή της εκεί ήτανε συγκριτικά ήσυχη σε σύγκριση με άλλες αυλές κι η ίδια σε σχέση με άλλους αυλικούς ποιητές. Η κατάταξη ήτανε σημαντική στις αυλές της εποχής Heian κι η Μουρασάκι δεν θα αισθανόταν να έχει πολλά, αν όχι τίποτα, κοινό με τους υψηλότερους και πιο ισχυρούς Fujiwaras. Στο ημερολόγιό της, έγραψε: “Συνειδητοποίησα ότι το γενεαλογικό μου δένδρο ήτανε πολύ ταπεινό, αλλ’ η σκέψη σπάνια μ ενοχλούσε κι εγώ ήμουν εκείνη την εποχή μακρυά από την οδυνηρή συνείδηση ​​της κατωτερότητας που σου κάνει ζωή στην αυλή μια συνεχή ταλαιπωρία”. Η θέση αυτή μπορεί να μη την ανέβασε κοινωνικά πολύ αλλά, αλλά κατά κύριο λόγο απέκτησε μεγαλύτερη εμπειρία κι είχε την ευκαιρία να γράψει. Η ζωή αυτή περιγράφεται καλά στα κεφάλαια του Genji που γράφτηκαν μετά την είσοδό της εκεί. Το όνομα Murasaki πιθανότατα της δόθηκε σε δείπνο στην αυλή σε ένα περιστατικό που κατέγραψε στο ημερολόγιό της: το 1008 ο γνωστός δικαστικός ποιητής Fujiwara no Kintō ρώτησε μετά το “Young Murasaki” -παραπομπή στο χαρακτήρα που ονομάζεται Murasaki στο Genji- που θα θεωρούνταν κομπλιμέντο από αρσενικό αυλικό ποιητή σε γυναίκα συγγραφέα.

     Όταν ο αυτοκράτορας Ichijō πέθανε το 1011, η Shōshi αποσύρθηκε από το αυτοκρατορικό παλάτι για να ζήσει σε αρχοντικό του Fujiwara στη Biwa, συνοδευόμενη πιθανότατα από τη Murasaki, όπου και καταγράφεται εκεί με τη Shōshi το 1013. Ο George Aston εξηγεί ότι όταν αποσύρθηκε τότε ήταν που συνδέεται και πάλι με τον Ishiyama-dera: “Σε αυτή την όμορφη τοποθεσία, λέγεται ότι η Murasaki no Shikibu αποσύρθηκε από τη ζωή της αυλής για ν’ αφιερώσει το υπόλοιπο των ημερών της στη λογοτεχνία και τη θρησκεία. αλλ’ αρνούνται να πιστέψουν αυτή την ιστορία επισημαίνοντας ότι είναι ασυμβίβαστο με τα γνωστά γεγονότα  Από την άλλη όμως φαίνεται η ίδια η κάμαρά της στο ναό όπου γράφτηκε το βιβλίο της με τη πλάκα μελάνης που χρησιμοποίησε κι Η Βουδδιστική Sutra με το χειρόγραφο της, που αν και δεν ικανοποίησε τους κριτικούς, εξακολουθεί ν’ αρκεί για να φέρει τη πεποίθηση στο μυαλό των απλών επισκεπτών στο ναό“. H Ιαπωνία εξέδωσε προς τιμή της το γιεν των 2000
     Πιθανότατα πέθανε εκεί το 1014. Ο πατέρας της επέστρεψε βιαστικά στο Κιότο αφήνωντας προσωρινά το αξίωμά του στην επαρχία Echigo εκείνο το έτος, πιθανώς λόγω του θανάτου της. Ο Shirane αναφέρει ότι το 1014 είναι γενικά αποδεκτό ως η χρονολογία του θανάτου της και το 973 ως η ημερομηνία της γέννησής της άρα πέθανε στα 41 της, νεότατη και για άγνωστη αιτία. Ο Bowring θεωρεί ότι το 1014 είναι αμφίβολο και πιστεύει ότι μπορεί να έζησε με τη Shōshi μέχρι το 1025. Ο Waley συμφωνεί δεδομένου ότι η Murasaki μπορεί να ‘χει παρακολουθήσει τελετές με τη Shōshi που γίνανε για τη στέψη του γιού της Go-Ichijō σαν αυτοκράτορα, γύρω στο 1025. Ο αδελφός της  Nubonori, πέθανε γύρω στο 1011 κι ο θάνατος αυτός σε συνδυασμό με το θάνατο της κόρης του, μπορεί να παρακίνησε τον πατέρα του να παραιτηθεί από τη θέση του και να ορκιστεί στον Ναό Miidera όπου πέθανε το 1029. Η κόρη της μπήκε στην αυλή το 1025 για τον μελλοντικό αυτοκράτορα Go-Reizei (1025-1068). Συνέχισε τη παράδοση της μητέρας της κι έγινε κι εκείνη γνωστή ποιήτρια.
     3 έργα αποδίδονται στη Murasaki Sikibu: Η ιστορία του GenjiΤο ημερολόγιο της κυρίας Murasaki και τα ποιήματά της, μια συλλογή από 128 ποιήματα. Η δουλειά της θεωρείται σημαντική επειδή η γραφή της αντικατοπτρίζει τη δημιουργία και ανάπτυξη της ιαπωνικής γραφής σε μια περίοδο κατά την οποία οι Ιάπωνες μετατοπίστηκαν από μιαν ανύπαρκτη γλώσσα σε μια νέα και γραπτή. Μέχρι τον 9ο αι., τα κείμενα της ιαπωνικής γλώσσας γράφτηκαν με κινεζικούς χαρακτήρες χρησιμοποιώντας το σύστημα γραφής man’yōgana. Ένα επαναστατικό επίτευγμα ήταν η ανάπτυξη του kana, μιας πραγματικής ιαπωνικής γραφής, στα μέσα με τέλη του 9ου αι. Οι Ιάπωνες συγγραφείς άρχισαν να γράφουνε πεζογραφία στη δική τους γλώσσα, που οδήγησε σε είδη όπως ιστορίες (monogatari) και ποιητικά περιοδικά (Nikki Bungaku). Ο ιστορικός Edwin Reischauer γράφει ότι τα είδη όπως οι μονογατάρι ήτανε σαφώς ιαπωνικά κι ότι το Genji, γραμμένο σε kana, “ήτανε το εξαιρετικό έργο της εποχής“.

     Ένα μικρό δείγμα της ποίησής, που είναι τα γνωστά πλέον τάνκα: ( ΕΔΩ θα βρείτε όλα για την εποχή ΧεΙάν και τη ποίηση τάνκα αλλά και γενικώτερα)

Nα μου γράφεις συχνά,
ως οι αγριόχηνες γράφουν στα νέφη
με τα βουρτσισμένα φτερά τους
τραβώντας για το βοριά,
μη σταματάς να μου γράφεις.

Καθώς η ζωή τραβά μπρος
ποιός τάχα θα της διαβάσει
το μνημούρι ετούτο
που η ανάμνησή του
δε θα σβήσει ποτέ;

Προσπάθησα να σε ξαναδώ,
το θελα να σε συναντήσω
πριν καν το πω είχες χαθεί
πίσω από τα σύννεφα, θωρώντας
το φεγγάρι του μεσονυχτιού.

Παγίδα και λαχτάρα
κοιτώντας το φεγγάρι
στις θάλασσες της δύσης
να βουτά, είναι καιρός
για δάκρυα, τίποτ’ άλλο.

Όσο σβύνει το τραγούδι
των γρύλλων στο φράχτη
δεν μπορώ να σταματήσω
τον αποχαιρετισμό του φθινοπώρου,
πόσο λυπηρό… αλλά κι εγώ…

Μηνύματα στα δυτικά
ακλουθώντας το φεγγάρι
γιατί να ξεχάσω;
Για να στείλεις νέα
με τα παιγνιδιάρικα νέφη;

Αν είναι να χαθώ
μπορείς να έρθεις
φωνάζοντας τ’ όνομά μου
ψάχνοντάς με
ακόμα και στον τάφο;

Βαθιά, στων μακρυνών λόφων
τη δροσιά, γίνονται άλικα

τα φύλλα του σφενδάμου.
Πως θάθελα να σου δείξω
το χρώμα στα μανίκια μου.

Βιαστικά στους μακρυνούς λόφους
μια καταιγίδα ανελέητη
σαρώνει και δροσιά
και τ’ άλικα τα φύλλα
χωρίς ν’ αφήνει ίχνος.

Φύλλα πορφυρά, παρασυρμένα
επίμονα, από τη θύελλα,
άλλη δεν έχουν πεθυμιά
παρά να πέσουνε νεκρά
κάτω απ’ το δέντρο τους.

Παγωμένη, σκληρή απ’ τον πάγο
η γραφίδα μου δεν μπορεί
να ξεκινήσει, να στήσω
μιαν εικόνα πλήρη
των συναισθημάτων μου.

Αν το μελάνι δεν κυλά
συνέχίζω να γράφω
κι ο πόνος μου στο τέλος
θα επιπλεύσει όπως ο πάγος
πάνω στο νερό.

=====================================================

5). ΆΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ
Άννα Κομνηνή, Βυζάντιο, πριγκήπισσα,
ιστορικός, συγγραφέας, ιατρός

      Η Άννα Κομνηνή (1 Δεκέμβρη 1083 – 1153) ήτανε Βυζαντινή πριγκήπισσα, ιστορικός κι ιατρός, από τις σημαντικώτερες μορφές της πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αι., κόρη και πρωτότοκο παιδί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκα. Ηταν επίσης εγγονή της Άννας Δαλασσηνής. Στο ιστορικό της έργο Αλεξιάς καθρεφτίζεται η μεγάλη παιδεία της, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση κι ο θαυμασμός της για τον πατέρα της.
    Το Δεκέμβρη του 1083, η αυτοκράτειρα Ειρήνη Δούκα, σύζυγος του Αλέξιου Κομνηνού, περίμενε την ώρα να γεννήσει στο δωμάτιο του Ιερού Παλατιού που ονομάζανε Πορφύρα, όπου σύμφωνα με τη παράδοση έπρεπε να γεννιούνται οι αυτοκρατορικοί γόνοι, οι οποίοι γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ονομάζονταν πορφυρογέννητοι. Η στιγμή πλησίαζε, αλλά ο Βασιλεύς απουσίαζε από τη Πόλη λόγω της εμπλοκής του στον πόλεμο με τους Νορμανδούς. Τότε η νεαρή γυναίκα έκανε μία όμορφη χειρονομία. Καθώς αισθανόταν τους πρώτους πόνους, έκανε πάνω στην κοιλιά της το σταυρό της και είπε : “Περίμενε λίγο ακόμη παιδάκι μου, μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας σου”. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η μητέρα της Ειρήνης, φρόνιμη και σοφή γυναίκα, θύμωσε πολύ : “Και τι θα γίνει αν έρθει ο άντρας σου μετά από ένα μήνα ; Πως μπορείς να το ξέρεις ; Και τι θα κάνεις μέχρι τότε για να αντέξεις τους πόνους ; Τα γεγονότα, ωστόσο, δικαίωσαν τη νεαρή γυναίκα. 3 μέρες αργότερα, ο Αλέξιος έφτανε στη Κωνσταντινούπολη, προλαβαίνοντας να κρατήσει στην αγκαλιά του τη νεογέννητη κόρη του. ‘Ετσι, με το θαύμα αυτό που σημάδεψε τη γεννησή της, ήρθε στον κόσμο η Άννα Κομνηνή, μία από τις πιο εξαίρετες και διάσημες πριγκήπισσες που ζήσανε στην Αυλή του Βυζαντίου.

    Γεννήθηκε στη Πορφύρα, το δωμάτιο στο ανάκτορο της Πόλης όπου γεννιούνταν τα παιδιά των αυτοκρατόρων κι έτυχε επιμελέστατης μόρφωσης και παιδείας. Το 1091 μνηστεύθηκε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’, -τον οποίο ο πατέρας της Αλέξιος είχε ανακηρύξει συναυτοκράτορα μέχρι τη στιγμή που απέκτησε γιο και διάδοχο, τον Ιωάννη Β’-, ενώ, μετά τον θάνατό του το 1097, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο τον νεώτερο, στον οποίον ο Αλέξιος θα δώσει τον τίτλο του Καίσαρα. Μαζί κάνανε 4 παιδιά: Αλέξιος 1102 –  1161/67, μέγας δούκας (ναύαρχος),  Ιωάννης 1103 – μετά το 1173, Ειρήνη 1105 – ; .  Μαρία 1107 – ; .(Οι χρονολογίες είναι όλες περίπου…). Τα τέκνα της είχανε το επώνυμο (Κομνηνός) Βρυέννιος, όπως κι η Άννα είχε το επώνυμο (Δούκα) Κομνηνή. Όταν το 1118 πέθανε ο πατέρας της, η μεγαλύτερη επιθυμία της Άννας ήταν να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό, προσπάθησε σε συνεργασία με τη μητέρα της Ειρήνη να οργανώσει συνομωσία εις βάρος του αδερφού της νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Θέλησε να προωθήσει στο θρόνο το σύζυγό της Νικηφόρο, αλλά ο ίδιος, μένοντας πιστός στον Ιωάννη, δε δέχτηκε να συμμετάσχει στα σχέδια της φιλόδοξης συζύγου του. Η αποτυχία της συνομωσίας θα οδηγήσει την Άννα μαζί με τη μητέρα της σε απομόνωση,.
    Το 1137, μετά το θάνατο του συζύγου της Νικηφόρου, αποσύρεται στην Αγία Μονή της Κεχαριτωμένης, στη Κωνσταντινούπολη όπου και συνέγραψε μεταξύ του 1137 και του 1148 την Αλεξιάδα, σε 15 βιβλία (κεφάλαια). Στο έργο της κατέγραψε την ιστορία του πατέρα της Αλεξίου Α’ μεταξύ 1069 και 1118. Η γλώσσα κι η μορφή του κειμένου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του αττικισμού. Το έργο της αποτελεί σημαντική πηγή για την Α’ Σταυροφορία κι είναι επίσης πολύτιμο για τις γεωγραφικές και τοπογραφικές πληροφορίες που περιέχει και συνάμα ένα εξαιρετικό λογοτέχνημα, μιας κι είχε βαθειά καλλιέργεια κι, όπως φαίνεται, σημαντικές συγγραφικές ικανότητες.
     Πέθανε μετά το 1148 και το ξέρουμε λόγω του βιβλίου της -περίπου το 1153-, αλλά άγνωστο ακριβώς πότε, σε ηλικία 70 ετών περίπου κι ετάφη κοντά στον πατέρα της, στη Μονή Παμμακάριστου.

     Πρόκειται για μία ιδιαίτερη προσωπικότητα που διέφερε για την εποχή της.Τη χαρακτήριζε η επαναστατικότητα. Παρ”ολο που από την γέννησή της κιόλας, αναγορεύθηκε συναυτοκράτειρα, πότε δεν έγινε πραγματικά. Φλέρταρε με την εξουσία και δε δίστασε να κυνηγήσει το θρόνο χρησιμοποιώντας ακόμα και αθέμιτα μέσα, πάντα όμως αντρικά. Η τόλμη, η αποφασιστικότητά της, η επιμονή της είναι μερικά, που δικαίως τη χαρακτηρίζουν αντισυμβατική. Θα μπορούσε κανείς να πει πως υπήρξε η πρώτη φεμινίστρια. Καθώς γνώριζε τις πραγματικές δυσκολίες μέσα σε μίαν αυστηρά ανδροκρατούμενη κοινωνία, δεν την εμπόδισε να διεκδικήσει τις εξουσιαστικές της φιλοδοξίες. Όταν πέθανε ο σύζυγός της, αποσύρθηκε σε μοναστήρι, εκεί συνέταξε και το έργο της. Είναι μια 15τομη βιογραφία του πατέρας της, Αλεξίου Α’ Κομνηνού, τον οποίο αγαπούσε και θαύμαζε ιδιατέρως. Στο βιβλίο, στον πρόλογο, παρουσιάζει συνοπτικά τη δικής της ιστορία, αλλά και του συζύγου της, Νικηφόρου Βρυέννιου, ο οποίος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος κι ικανότατος στρατηγός. Μιλά με θαυμασμό για την ευγένεια του συζύγου της, για την ασυνήθιστη ομορφιά του, αλλά και για το συγγραφικό του έργο, δηλώνοντας πόσο μεγάλη απώλεια υπήρξε ο θάνατός του τόσο για την ίδια όσο και για την αυτοκρατορία που έχασε έναν τόσο σημαντικό πολίτη. Έπειτα περιγράφονται η άνοδος των Κομνηνών -του Αλεξίου και του αδελφού του Ισαακίου- στην εξουσία του Βυζαντινού κράτους, οι μακροχρόνιοι πόλεμοι του Αλεξίου με τους εχθρούς από τη Δύση και την Ανατολή, οι κατά καιρούς συνωμοσίες και δολοπλοκίες εναντίον του αυτοκράτορος, η διπλωματία του κι η ικανότητά του να προσεταιρίζεται εχθρούς και να διαιρεί τους συμμάχους, η αυστηρή αντιμετώπιση των αιρέσεων, ιδιαίτερα των Βογομίλων, οι σχέσεις κι οι διαξιφισμοί του με την Εκκλησία, η αρρώστια κι οι σπαρακτικές στιγμές του θανάτου του κι ο αγώνας της διαδοχής.
     Παρά το γεγονός ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος υπήρξε πράγματι χαρισματικός, η Κομνηνή δεν εκτίμησε στο βαθμό που έπρεπε τις αρετές του κι αυτό γιατί ο Νικηφόρος δεν θέλησε να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της. Ο θρήνος, επομένως, που περιγράφεται στον πρόλογο της Αλεξιάδας, αποδίδει επί της ουσίας τα συναισθήματα που θα έπρεπε να έχει κι όχι τα συναισθήματα που εν τέλει είχε. Ο πόνος της έχει να κάνει με την ανατροπή που επήλθε στα σχέδιά της και με το γεγονός ότι ενώ θα μπορούσε να πάρει την εξουσία, δεν το κατόρθωσε.
     Η Αλεξιάς είναι μια ζωντανή, λεπτομερής και κατά κανόνα αξιόπιστη αφήγηση, που σε κάθε σελίδα της αποκαλύπτεται η περιπαθής προσωπικότητα της συγγραφέως. Πρόκειται για μια ιστορική πηγή μοναδικής αξίας, ιδιαίτερα επειδή παρέχει μια θεώρηση της πρώτης σταυροφορίας διαφορετική από κείνη των ιστορικών της Δύσης. Όσο κι αν μεροληπτεί υπέρ του Αλεξίου, το βιβλίο προσφέρει σημαντική γνώση της διακυβέρνησής του. Η διαγραφή των χαρακτήρων δείχνει παρατηρητικότητα κι οξείαν αντίληψη, η αφήγηση είναι ζωντανή και δραματική· οι περιγραφές των μηχανών αποκαλύπτουνε γνώση των θετικών επιστημών ασυνήθιστη για γυναίκα. Μαζί με τα έργα του Προκοπίου, του Μιχαήλ Ψελλού, του Νικήτα Χωνιάτη, του Ζωναρά κ.ά., η Αλεξιάς παραμένει έν από τα σημαντικότερα έργα της βυζαντινής χρονογραφίας. Ο Runciman υποστηρίζει ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί παραείναι πρόθυμοι να μειώσουνε το έργο της, ο Ostrogorsky την αναφέρει ως ιστορική πηγή υψίστης σημασίας, ο Vasiliev λέει πως είναι έργο εξαιρετικά σημαντικό από ιστορικής άποψης κι ο Krumbacher γράφει πως οι αναμνήσεις της παραμένουν ένα από τα πιο έξοχα έργα της μεσαιωνικής ελληνικής ιστοριογραφίας.

     Το έργο αυτό, πλην της υστεροφημίας που της έφερε, τη κατατάσσει και σαν τη πρώτη γυναίκα ιστοριογράφο. Επαινεί τον πατέρα της ως προς τη προσωπικότητα του περισσότερο, ως προς το έργο του σαν ηγεμόνα λιγότερο. Αναφέρεται στη ρητορική του δεινότητα, ως το πιο ισχυρό όπλο μπροστά στη λιγότερο εντυπωσιακή του εμφάνιση. Συγχρόνως εγκωμιάζει και την ιδρυματική πολιτική, που άσκησε επιτυχώς τη περίοδο της θητείας του στο θρόνο. Η Άννα Κομνηνή ξεδιπλώνει όλο το συγγραφικό της ταλέντο μέσα από το έργο της, διαγράφεται η ανώτατη  μόρφωση, που είχε λάβει  λόγω της αυτοκρατορικής της καταγωγής, μόρφωση καθαρά κλασσική. Θεωρείται, από τους μελετητές, βασικός εκπρόσωπος του αττικισμού. Παράλληλα τη διακρίνει η ρητορική ικανότητα, αποτέλεσμα της κλασσικής της εκπαίδευσης, ενώ το πλήθος των επιθέτων, με το οποίο αγκαλιάζει τον πατέρα της, αναδεικνύει την εκφραστική της ευκολία κι ευστοχία.
     Ασχολήθηκεν επίσης με την αστρολογία και την αστρονομία, αναπόφευκτο για το ανήσυχο πνεύμα της. Η συγγραφέας-μυθιστοριογράφος Μάρω Δούκα στο ιστορικό της μυθιστόρημα Ένας Σκούφος Από Πορφύρα, στο οποίο διεκτραγωδεί το βίο του πατέρα της Άννας, κάνει λόγο για έναν αστρολάβο που κατείχε και με το οποίο αφοσιωνότανε χαρούμενη για ώρες. Η μητέρα της, Ειρήνη Δούκα χαρακτήριζε τον αστρολάβο ως όργανο του διαβόλου. Μάταια προσπάθησε να τη πείσει να πάψει ν’ ασχολείται μ’ αυτό, όταν, μάλιστα την ανάγκασε να το ξεφορτωθεί, εκείνη ανυπάκουη κι ατίθαση, όπως η γιαγιά της, Άννα Δαλασσηνή, τον έκρυψε.

     Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε αφιερώσει στην Άννα Κομνηνή το ομώνυμο ποίημα, δημοσιευμένο το 1920:

        Άννα Κομνηνή

Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για τη χηρεία της η Άννα Κομνηνή.

Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς….. Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη 
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».

Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μη τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην τη δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα τη πήρε
σχεδόν μες απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.

     Τέλος υπάρχει κι έν απόφθεγμά της μέσα στο βιβλίο της Αλεξιάδος: “Την ανάγκην φιλοτιμίαν, ό φασί, ποιησάμενος“.
___________________________________________

6). HILDEGARD VON BINGEN
Χίλντεγκαρντ Φον Μπίνγκεν, Γερμανία
ηγουμένη, μυστικίστρια, συγγραφέας

     Υπήρξε ηγουμένη της μονής του St. Rupert στο Bingen-am-Rhine. Ήταν έν από τα 10 παιδιά της οικογένειας και δόθηκε στους Βενεδικτίνους μοναχούς στην ηλικία των 8. Υπήρξε παραγωγική συγγραφέας, ίσως κι η παραγωγικότερη του Μεσαίωνα. 4 από τα βιβλία της είναι τα εξής : Κnow Thy WaysBook Of Life’s MeritsBook Of Divine Works, & Medicine. Επίσης έγραψε μουσική κι εκτελέσεις των έργων της είναι σήμερα διαθέσιμες σε CD. Έχουνε διασωθεί παραπάνω από 300 επιστολές και πολλά επίτομα έργα της. Πολλά απ’ αυτά τα οποία έχει γράψει περιλαμβάνουνε μυστικιστικούς όρους. Παρ’ όλ’ αυτά οι ιδέες της είναι αρκετά σύγχρονες. Οι θέσεις της για την παγκόσμια βαρύτητα είναι σωστές και χρονολογούνται ορισμένους αιώνες πριν από τον Νεύτωνα.

     Η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν (Hildegard von Bingen, 1098-17 Σεπτέμβρη 1179), γνωστή κι ως Ιλδεγάρδη του ΜπίνγκενΕυλογημένη Χίλντεγκαρντ του ΜπίνγκενΑγία Χίλντεγκαρντ και Σίβυλλα του Ρήνου, ήτανε Γερμανίδα μύστρια, συγγραφέας, συνθέτις και φιλόσοφος και κατάφερε να γίνει ο σημαντικώτερος θρησκευτικός ηγέτης του 12ου αι. στην Ευρώπη. Ήταν μαθήτρια της Γιούτα βον Σπονχάιμ και μέντορας της Ελισάβετ του Σονάου. Έχει μείνει γνωστή για τα οράματα που έβλεπε και για την ικανότητά της να προβλέπει το μέλλον. Θεωρείται από τις πρώτες προσωπικότητες, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά του “καθολικού ανθρώπου”, όπως αυτά παρουσιάστηκαν στην Αναγέννηση. Συνέγραψε θεολογικά και βοτανολογικά κείμενα, ύμνους για τη Θεία Λειτουργία, ποιήματα, ιντερλούδια (τα παλαιότερα σωζόμενα) και ζωγράφισε εξαίρετες μικρογραφίες σε χειρόγραφα. Την αποκάλεσαν τη “πιο εξέχουσα φυσιοδίφη και τη πιο πρωτότυπη φιλόσοφο της Δύσης του 12ου αι.”. Ήταν επίσης η 1η που μίλησε ανοιχτά και χωρίς μισογυνικές προκαταλήψεις για τη γυναικεία σεξουαλικότητα.
     Είναι μία από τις 4 γυναίκες που κερδίσανε ποτέ τον τίτλο του Διδάκτωρος της Εκκλησίας. Τιμάται τόσο από την Καθολική Εκκλησία, όσο κι από την Αγγλικανική και Προτεσταντική ως αγία.
     Η Χίλντεγκαρντ γεννήθηκε γύρω στο 1098 στη Γερμανία κι ήταν το 10ο παιδί οικογένειας ευγενών με πολύ ασθενική φύση κι εύθραυστη υγεία. Λίγο πριν κλείσει τα 5 άρχισε να βλέπει οράματα με φλόγες, λάμψεις και κυκλικά φώτα καθώς και πράγματα κρυμμένα στους υπόλοιπους ανθρώπους. Λέγεται για παράδειγμα ότι κατάφερε να περιγράψει τα σημάδια στο δέρμα ενός μοσχαριού ενώ εκείνο δεν είχε ακόμα γεννηθεί και βρισκόταν μες στη κοιλιά της αγελάδας.
     Στα 7 οι γονείς της την αφιέρωσαν στο μοναστήρι του Ντισιμπόντενμπεργκ όπου τέθηκε στη φύλαξη της θείας της, της κόμισσας Γιούτα βον Σπονχάιμ (Jutta von Sponheim), που αν και σήμερα επισκιάζεται από τη μαθήτριά της, τη Χίλντεγκαρντ, ήτανε κι η ίδια μία σημαντικότατη φυσιογνωμία της εποχής της που άσκησε επιρροή στη γερμανική κοινωνία κι εκκλησία. Εκείνη την εποχή η Γιούτα ήτανε κι αυτή δόκιμη μοναχή αλλ’ αργότερα έγινε ηγουμένη του μοναστηριού. Για την ακρίβεια η Γιούτα, που ήτανε γνωστή για τη μόρφωσή της και τη πίστη της, αποτελούσε πόλον έλξης για πολλές νεαρές κοπέλες που θέλαν να εκπαιδευθούν από κείνη και να μονάσουν μαζί της. Έτσι σταδιακά ίδρυσε ένα γυναικείο μοναστικό τμήμα εντός της μέχρι τότε αντρικής μονής του Ντισιμπόντεμπεργκ στο οποίο έγινε κι ηγουμένη.  Η Γιούτα φρόντισε να μορφωθεί η Χίλντεγκαρντ στη θεολογία, τη μουσική και τα λατινικά. Στα 14 έλαβε τους επίσημους όρκους της μοναχής κι έγινε κανονικό μέλος του μοναστηριού του Ντισιμπόντενμπεργκ.
     Το 1136 η Γιούτα πέθανε και τη θέση της κατέλαβε η Χίλντεγκαρντ. Περίπου κείνη την εποχή γνώρισε και τη Ρικάρντα βον Σταντ (Ricardis von Stade) που ‘μελλε να γίνει η καλύτερη και πιο αγαπημένη της φίλη ενώ ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση φιλίας κι αμοιβαίου σεβασμού με τον μοναχό Βόλμαρ που έγινε μάλιστα ο έμπιστός της, ο γραμματέας της κι ο εξομολογητής της. 5 χρόνια αργότερα, το 1141, μία φωνή από τον ουρανό της είπε να καταγράψει τα οράματά της.

   “Μία μεγάλη λάμψη από τον ουρανό διαπέρασε το μυαλό μου και έκανε την καρδιά μου και το στήθος μου να λάμψουν χωρίς να καούν, όπως ο ήλιος ζεσταίνει αυτό που λούζει με τις ακτίνες του. Τότε το μυαλό μου γέμισε με το νόημα των ιερών βιβλίων, των Ψαλμών, των Ευαγγελίων και τα άλλα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης“.

     Εκείνη όμως στην αρχή δίστασε γιατί φοβήθηκε ότι θα θεωρήσουνε τα οράματά της “γυναικείες φαντασίες“. Τότε έπεσε άρρωστη στο κρεβάτι.

   “Ο Θεός με τιμώρησε για λίγο ρίχνοντας με άρρωστη στο κρεβάτι και το αίμα στέρεψε στις φλέβες μου, υγρασία από τη σάρκα μου και το μεδούλι από τα κόκαλά μου λες και το πνεύμα μου κόντευε να φύγει από το κορμί μου. […] Σε αυτή την κατάσταση έμεινα τριάντα μέρες ενώ το σώμα μου έκαιγε λες με πυρετό… Και όλες αυτές τις μέρες παρακολούθησα μια ακολουθία αμέτρητων αγγέλων που πολεμούσαν μαζί με τον Μιχαήλ ενάντια στον δράκο και νίκησαν… Κι ένας από αυτούς μου φώναξε, Αετέ! Αετέ! Γιατί ενκοιμήσαι; …Σήκω! Γιατί είναι πρωί και πιες και φάγε. Κι αμέσως το σώμα μου κι οι αισθήσεις μου επανήλθαν στα εγκόσμια και βλέποντάς το οι κόρες μου που θρηνούσαν ολόγυρά μου με σήκωσαν από το πάτωμα και με έβαλαν στο κρεβάτι κι έτσι άρχισα να ξαναβρίσκω τη δύναμή μου“.

     Τότε για 1η φορά, σε ηλικία 43 ετών, η Χίλντεγκαρντ αποκάλυψε ότι έβλεπε οράματα όλη της την ζωη κι άρχισε να γράφει το πιο γνωστό της έργο, το Scivias, που θα χρειαζότανε 10 χρόνια για να τελειώσει και το οποίο, παρά τις μυστικιστικές ανησυχίες της συγγραφέα του, ήταν ένα κείμενο που συνδύαζε επιστήμη, θεολογία, φιλοσοφία, φυσιολογία, κοσμολογία, αστρονομία και γεωλογία. Οι σύγχρονοι ερευνητές έχουνε προτείνει διάφορες εξηγήσεις σχετικά με τα οράματα και τις λάμψεις που έβλεπε η Χίλντεγκαρντ, η οποία μάλιστα είχε εξηγήσει η ίδια, ότι δεν έπεφτε σε κάποιου είδους έκσταση αλλά διατηρούσε τις αισθήσεις της ενώ συνέβαιναν τα “οράματα”. Οι πιο δημοφιλείς θεωρίες σήμερα είναι ότι επρόκειτο για κρίσεις ημικρανίας ή κρίσεις αυτισμού.
     Αν κι η Χίλντεγκαρντ ήτανε πολυμαθής κι εξαιρετικά μορφωμένη, δεν κατάφερε ποτέ να μάθει επαρκώς τα λατινικά γι΄αυτό, από τη πρώτη στιγμή, στηρίχθηκε στη βοήθεια, αρχικά του αγαπημένου της Βόλμαρ και μετέπειτα σε κείνη διάφορων αντρών γραμματέων, έτσι ώστε να μεταγραφούνε τα κείμενά της στα λατινικά με λόγιο τρόπο. Ας μη ξεχνάμε ότι ενώ τα λατινικά ήταν υποχρεωτικό και πολύχρονο μάθημα για τους άντρες μοναχούς, για τις γυναίκες θεωρούνταν μάλλον άχρηστα αφού κανείς δεν είχε την προσδοκία ότι κείνες θα γράφανε ποτέ κάτι σημαντικό. Αυτό είχε σα συνέπεια οι γυναίκες, ανεξάρτητα από το πνευματικό δυναμικό τους, να παρουσιάζουν ελλείψεις σε προσόντα απαραίτητα για τη πνευματική τους σταδιοδρομία λόγω της ελλειπούς εκπαίδευσής τους. Αυτό το πρόβλημα επιχείρησε να αντιμετωπίσει άλλη φωτισμένη ηγουμένισσα, η Χέραντ του Λάντσμπεργκ (βλ. παρακάτω). Στη περίπτωση της Χίλντεγκαρντ όμως οι άντρες γραμματείς ήτανε κάτι απαραίτητο, αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι κείνη απαίτησε από τη πρώτη στιγμή να μεταγραφούν επακριβώς αυτά που έλεγε και να μην αλλαχθούν ούτε στο ελάχιστο.

     Το 1146 η Χίλντεγκαρντ επικοινώνησε με τον Βερνάρδο του Κλερβώ, που τότε ήταν ηγούμενος στο ομώνυμο μοναστήρι κι ένας από τους πιο ισχυρούς άντρες της Εκκλησίας, ζητώντας του να αναγνωρίσει το χάρισμά της να βλέπει οράματα και να προβλέπει το μέλλον. Ο Βερνάρδος, αν κι αρχικά απάντησε κάπως αδιάφορα, στη συνέχεια μίλησε για το θέμα στον Πάπα Ευγένιο Γ΄ που ήτανε και προσωπικός του φίλος και του ‘στειλε να διαβάσει το Scivias που δεν ήταν ακόμα ολοκληρωμένο. Ο Πάπας, προφανώς εντυπωσιασμένος, διάβασε αποσπάσματα από το έργο στους καρδινάλιους και τους επισκόπους που είχαν συγκεντρωθεί σε σύνοδο κι εκεί αποφάσισαν να εγκρίνουν την δράση της Χίλντεγκαρντ.
     Μες στα επόμενα χρόνια απέκτησε μεγάλη φήμη ως σοφή και προφήτις και πολλοί σημαντικοί άνθρωποι της εποχής, όπως ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα κι ο θεολόγος Όντο του Σουασόν, άρχισαν να τη συμβουλεύονται. Τότε ήτανε που άρχισε να αλληλογραφεί με την Ελισάβετ του Σονάου και σταδιακά έγινε μέντοράς της. Το 1147 επεκτείνοντας το όραμα της δασκάλας της, Γιούτα κι ενώ έγραφε ακόμα το Scivias αποφάσισε να φύγει από το  Ντισιμπόντενμπεργκ και να ιδρύσει ένα καθαρά γυναικείο μοναστήρι γιατί το Ντισιμπόντενμπεργκ ήτανε κατά βάση ανδρικό μοναστήρι και το σχετικά νεοσύστατο γυναικείο τμήμα ήταν όχι απλώς περιορισμένο αλλά κι υποτελές στο αντρικό. Όμως ο ηγούμενος του Ντισιμπόντεμπεργκ, ο Κούνο, αρνήθηκε να της δώσει την άδεια γιατί οι πολυάριθμες επισκέψεις που δέχονταν η Χίλντεγκαρντ έφερναν επισκέπτες και χρήμα γενικά στο μοναστήρι. Η φήμη της επίσης ήταν αρκετή για να προσελκύει πολλούς νέους μοναχούς και μοναχές που ήθελαν να μονάσουν στο μοναστήρι που βρίσκονταν η Χίλντεγκαρντ. Εκείνη άρχισε να στέλνει επιστολές σε διάφορα υψηλά ιστάμενα άτομα, ανάμεσα στα οποία ήτανε κι ο Πάπας, προωθώντας το αίτημά της και μάλιστα έβαλε να μεσολαβήσει κι η μητέρα της Ρικάρντα. Τίποτε όμως δεν είχε αποτέλεσμα.
     Τότε εκείνη έπεσε βαριά άρρωστη και λέγεται πως συνέβηκε κάτι εξαιρετικά περίεργο. Ενώ αδυνάτιζε κι έφθινε από την αρρώστια, το κορμί της γινόταν όλο και πιο βαρύ κι έφτασε στο σημείο ο Κούνο να μη μπορεί ούτε το κεφάλι της να σηκώσει από το μαξιλάρι. Όταν εν τέλει ο ηγούμενος αποφάσισε να δώσει την άδειά του, η Χίλντεγκαρντ ανάρρωσε κι εξαφανίστηκαν τα περίεργα συμπτώματα. Έτσι μαζί με άλλες 18 μοναχές, τη Ρικάρντα και τον Βόλμαρ, ίδρυσε ένα νέο μοναστήρι στο Ράπερτσμπεργκ κοντά στα ερείπια του κάστρου του Μπίγκεν. Το μοναστήρι αυτό σταδιακά μεγάλωσε κι έφτασε ν’ αποτελείται από 50 μοναχές κι 7 κοσμικές γυναίκες ενώ είχε 2 εκκλησίες, τρεχούμενο νερό μες στα εργαστήρια και σκριπτόριο. Εκείνη την εποχή μπόρεσε ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμό της κι εκτός από το Scivias που συνέχιζε να γράφει, συνέγραψε και μία φυσική ιστορία κι έν ιατρικό κείμενο με τίτλο Αίτια και Ιάσεις.
     Οι συγκρούσεις όμως συνεχίστηκανε καθώς το νεοσύστατο μοναστήρι Ράπερτσμπεργκ, μέσω των μοναχών που ακολούθησαν την Χίλντεγκαρντ, είχε “κληρονομήσει” και πολλά εδάφη που πριν ανήκαν στο Ντισιμπόντεμπεργκ. Μέχρι το 1150 ο Κούνο είχε πεθάνει και τη θέση του είχε πάρει ο Ελένγκερος που δεν είχε καλύτερη διάθεση ως προς τη Χίλντεγκαρντ και το έργο της. Αλλά κι εκείνη δεν είχε ιδιαίτερα θετική άποψη για κείνον που μάλιστα δε δίσταζε να εκφράσει μ’ έντονο τρόπο. Σ’ επιστολή της προς εκείνον γράφει χαρακτηριστικά:

   “Τώρα άκου και μάθε έτσι ώστε να ντραπείς ως τα τρίσβαθα της ψυχής σου. Κάποιες φορές είσαι σαν αρκούδα που γρυλίζει, κάποιες άλλες σα γάιδαρος, όχι συνεπής στα καθήκοντά σου, αλλά ξεπεσμένος. Σε ορισμένα θέματα μάλιστα είσαι εντελώς άχρηστος έτσι ώστε μέσω της ασέβειάς σου δε χρησιμοποιείς ούτε καν την αγριότητα της αρκούδας. Μοιάζεις επίσης και σαν ορισμένα πουλιά που δεν πετάν ψηλά ούτε περπατάν στη γη καθώς, ούτε είσαι εξαίρετος σε τίποτα, αλλά ούτε υποφέρεις κι από κάτι“.

     Η καυστική γλώσσα της όμως δεν απευθύνθηκε μόνο στο Ντισιμπόντεμπεργκ αλλά δε δίστασε να αγγίξει και τα κακώς κείμενα του ανώτερου κλήρου. Η Χίλντεγκαρντ έδειξε μηδενική ανοχή στην αμφιλεγόμενη συμπεριφορά ανώτερων ιερέων που ζούσαν μέσα σε ακραίο και προκλητικό πλούτο που δεν άρμοζε στο αξίωμά τους και τους κατακεραύνωνε συχνά τόσο στις επιστολές της όσο και στις κατηχήσεις της παρά το γεγονός ότι αυτή της η συμπεριφορά συχνά δημιουργούσε εχθρότητες σε υψηλά ιστάμενους. Άρχισε να δέχεται κριτική για ένα σωρό πράγματα ανάμεσα στα οποία και για τον τρόπο που διοικούσε το μοναστήρι της. Τη κατηγορήσανε για απρέπεια γιατί, σε αντίθεση με τις μοναχές σε άλλα μοναστήρια που ‘πρεπε να κόψουνε τα μαλλιά τους και να καλύψουνε το κεφάλι τους, στο δικό της μοναστήρι οι μοναχές διατηρούσαν μακριά τα μαλλιά τους και φορούσαν μόνο λευκό πέπλο που άφηνε ακάλυπτο το πρόσωπο και το λαιμό κι επέτρεπε στα μαλλιά να ανεμίζουν. Η Χίλντεγκαρντ απάντησε πως οι παρθένες, λόγω της αγνότητάς τους, δεν έχουν ανάγκη να ντύνονται σεμνά όπως οι παντρεμένες γυναίκες που ‘πρεπε να υπακούουνε τους άντρες τους.  Επίσης κατηγορήθηκε ότι δεχότανε στη μονή, εκτός από γυναίκες ευγενικής καταγωγής κι απλές φτωχές γυναίκες και σ’ αυτό απάντησε πως η ιεραρχία είναι θέμα των ανθρώπων κι όχι του Θεού που αγαπά τους πάντες.
     Το 1151 πέθανε ο Βόλμαρ και πέρα απ’ το προσωπικό πλήγμα που δέχτηκε, βρέθηκε υποχρεωμένη ν’ ανέχεται τη παρουσία του Ελένγκερου που πήρε απρόθυμα τη θέση του ως εξομολογητής της μονής. Σα να μην έφτανε αυτό, οι γονείς της Ρικάρντα της εξασφαλίσανε θέση ηγουμένης σε άλλο μοναστήρι κι έτσι έπρεπε να φύγει και ν’ αφήσει τη φίλη της. Αν κι η Χίλντεγκαρντ προσπάθησε να εμποδίσει τη μεταφορά, δεν τα κατάφερε κι η Ρικάρντα μεταφέρθηκε αλλού και πολύ σύντομα πέθανε. Την επόμενη χρονιά τελείωσε η συγγραφή του Scivias.
     Μες στα επόμενα 10 χρόνια η Χίλντεγκαρντ κι οι γυναίκες στο μοναστήρι του Μπίνγκεν αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Μεταξύ του 1158 και του 1163 συνέγραψε το Liber vitae meritorum που μιλούσε για τις αρετές και τα πάθη της ζωής. Άρχισε επίσης μακρά κι εκτεταμένη αλληλογραφία με διάφορους ηγεμόνες κι άλλους σημαίνοντες της Ευρώπης όπως ο αυτοκράτορας Βαρβαρόσσα, ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ κι η βασίλισσα Ελεονώρα της Αγγλίας. Με τα γράμματά της αυτά επενέβαινε στη διπλωματία και τη πολιτική της εποχής, έδινε συμβουλές αλλά δε δίσταζε ν’ ασκήσει και κριτική αν το θεωρούσε χρήσιμο.

     Παρά το γεγονός ότι η υγεία της είχε αρχίσει γι’ άλλη μια φορά να επιδεινώνεται, κείνη άρχισε μία περιοδεία σε όλη τη Γερμανία όπου έδινε διαλέξεις, έκανε κατήχηση και διέδιδε τα αποκαλυπτικά οράματά της. Αυτό ήτανε κάτι ανήκουστο για γυναίκα κείνη την εποχή. Ειδικά η κατήχηση ήτανε κάτι που απαγορευότανε στις γυναίκες αλλά το κύρος της λόγω του οραματισμού της και της επαφής της με τα Θεία ήτανε τόσο μεγάλο που κανείς δε τόλμησε να την αμφισβητήσει. Κείνη την εποχή άρχισαν ν’ ακούγονται και φήμες ότι έκανε θαύματα κι εξορκισμούς. Το 1163 άρχισε να γράφει το Liber divinorum operum που ήτανε το πιο φιλόδοξο θεολογικό της έργο που ολοκληρώθηκε το 1174 και που σήμερα θεωρείται και το πιο σημαντικό. Το 1165 ίδρυσε 2ο μοναστήρι Άιμπιγκεν μάλλον για να στεγάσει τις γυναίκες που συνέρρεαν κοντά της για να γίνουν μοναχές. Παρά το γεγονός ότι η υγεία της βρισκότανε στη χειρότερη κατάσταση που ‘χε βρεθεί ποτέ, η Χίλντεγκαρντ φρόντιζε να επισκέπτεται αυτό το νέο μοναστήρι 2 φορές τη βδομάδα.
     Παρά τη μεγάλη φήμη που απολάμβανε κείνη την εποχή, το μοναστήρι της δεν βρισκότανε στο απυρόβλητο. Το 1178 ο επίσκοπος του Μεντζ αφόρισε το μοναστήρι γιατί είχε δεχθεί να θαφτεί στο κοιμητήριό του ένας άντρας που η Εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν αφορισμένος. Ο αφορισμός ήταν η πιο σημαντική ποινή που μπορούσε να επιβληθεί σε μοναστήρι και περιλάμβανε απαγόρευση της ψαλμωδίας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και κυρίως απαγόρευε στις μοναχές να λαμβάνουνε τη Θεία Ευχαριστία και να εξομολογούνται, ενώ όποια πέθαινε κατά τη περίοδο της απαγόρευσης δε θαβόταν με το καθιερωμένο τελετουργικό, κάτι που θεωρείωτο πως έθετε σε κίνδυνο τη σωτηρία της ψυχής της. Ίσως το σκληρότερο απ’ όλ’ αυτά ήτανε για τη Χίλντεγκαρντ η απαγόρευση της ψαλμωδίας καθώς αγαπούσε τη μουσική και τη θεωρούσε μέσο επικοινωνίας με το Θεό. Ίσως γι’ αυτό να συνέθεσε και τόσα πολλά τραγούδια, ύμνους και ποιήματα και ν’ ανέπτυξε τόσο λεπτομερή και προχωρημένη μουσική θεωρία που, όπως κάθε μορφή γοτθικής τέχνης, στηριζότανε στα μαθηματικά. Η ποινή κράτησε μέχρι το 1179 οπότε κι ήρθη μετά από τις σκληρές κι επίμονες προσπάθειες της Χίλντεγκαρντ.
     Η Χίλντεγκαρντ πέθανε 6 μήνες μετά την άρση της απαγόρευσης στο μοναστήρι της σε ηλικία 81 ετών και λέγεται ότι τη στιγμή του θανάτου της 2 φωτεινές αψίδες έλαμψαν στον νυχτερινό ουρανό ενώ εμφανίστηκε ένας λαμπερός κόκκινος σταυρός και μικρότεροι σταυροί σχημάτιζαν κύκλους. 10 έτη μετά τέλειωσε η βιογραφία της απ’ το Θεοδώριχο του Έχτερναχ.
     Η Χίλντεγκαρντ σταδιακά άρχισε να θεωρείται αγία από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αν και δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί η αγιοποίησή της για γραφειοκρατικούς λόγους κι η καρδιά κι η γλώσσα της βρίσκονται διατηρημένα στην εκκλησία του Αϊμπίνγκερστρασε. Το 2012 ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ διέταξε να γραφτεί το όνομά της στο επίσημο αγιολόγιο ενώ την ανακήρυξε Διδάκτωρα της Εκκλησίας, τίτλος που απονέμεται σε θεολόγους που επηρέασαν σημαντικά το εκκλησιαστικό δόγμα. Έτσι η Χίλντεγκαρντ, εκτός από αγία, έγινε κι η 4η γυναίκα που έλαβε ποτέ αυτόν τον τίτλο ανάμεσα στους 34 ανθρώπους που είχαν αυτή τη τιμή. Οι άλλες 3 ήταν η Κατερίνα της Σιένα, η Τερέζα της Άβιλα (βλ. παρακάτω) κι η Θηρεσία του Λισιέ. Το 1924 ο μύστης Ρούντολφ Στάινερ ισχυρίσθηκε ότι ο φιλόσοφος Βλαντιμίρ Σολοβιόφ, που ήτανε γνωστός για τα οράματά του σχετικά με τη Σοφία, ήτανε μετενσάρκωση της Χίλντεγκαρντ.

     Η Χίλντεγκαρντ θεωρούσε πως όλος ο κόσμος κατά βάσην αποτελούνταν από μία ζωτική δύναμη (viriditas) που ήταν υπεύθυνη για το άνθισμα και τη γονιμότητα της φύσης και των ανθρώπων. Αυτή η “ζωτικότητα” ήταν έκφανση του Θεού που εμπότιζε τη πλάση με υγρασία και ζωή κι έτσι ο Θεός υπήρχε παντού. Μία πέτρα, για παράδειγμα, ήταν μέρος του Θεού αν κι όχι το σύνολό του. Συχνά στα ποιήματά της και στα κείμενά της εξυμνούσε τη φύση ως έκφραση κι απόδειξη του αόρατου δημιουργού της κι έδειχνε βαθειά μυστική ένωση με κείνη. “Εγώ, η φλογερή ζωή της θεϊκής ουσίας, καίω πάνω από τα λιβάδια, λάμπω πάνω στα νερά, καίω σαν τον ήλιο, το φεγγάρι και τ΄ άστρα… Αφυπνίζω τα πάντα εν ζωή“.
     Κεντρικό στη θεολογία και στα οράματά της ήτανε το Ιερό Θηλυκό, δηλαδή η θηλυκή διάσταση του Θεού. Η πιο συνηθισμένη μορφή με την οποία εμφανιζόταν ήταν η Σοφία (Sapientia), που ήτανε πάντα λαμπερή γυναίκα ντυμένη στα χρυσά, εκτυφλωτική, τρομακτική αλλά και φιλεύσπλαχνη. Αυτή ήταν η δύναμη από την οποία εκπορεύονταν κι όλα τα οράματά της την οποία πάντα περιέγραφε σα μία λάμψη ή φωτιά που, ενώ λάμπει εκτυφλωτικά, δεν καίει. Η άλλη μορφή της Σοφίας ήταν η Αγάπη (Caritas) κάτι που καταδείκνυε, όχι μόνο τη σύνδεση αυτών των 2 εννοιών στη θεολογία της, αλλά και τη κεντρική θέση που κατείχε ο ερωτισμός στη φιλοσοφία της. Σύμφωνα με την Χίλντεγκαρντ ο Θεός, ως γενεσιουργός δύναμη, ήταν ένα κοσμικό αυγό που κυοφορούσε σα μήτρα τον κόσμο. Σε αντίθεση με την αντρική θεολογία όπου ο καθαρά αρσενικός Θεός ξεπερνά κι υπερέχει του φυσικού κόσμο στη θεολογία της Χίλντεγκαρντ ο Θεός, μέσω της θηλυκής του γενεσιουργού υπόστασης, ενυπάρχει του κόσμου. Οι απόψεις της περί “θηλυκότητας” του Θεού βρήκαν γόνιμο έδαφος κι αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης  αργότερα στην εξέλιξη της ιδιαίτερης λατρείας της Παρθένου Μαρίας στην Ευρώπη που ονομάστηκε Μαριανισμός.
     Η Χίλντεγκαρντ θεωρούσε ότι η μουσική ήταν μέσο επικοινωνίας με τον Θεό και μέσο επίτευξης έκστασης, δηλαδή αποτελούσε μια προφανή απόδειξη της φυσικής κι αυθόρμητης ικανότητας του ανθρώπινου νου να συνδέεται με το νου του Θεού. Οι μυστικιστικές ιδιότητες της μουσικής επέτρεπαν στον άνθρωπο να βιώσει ξανά την ομορφιά και την αρμονία του Παραδείσου που είχε χάσει μετά τη Πτώση. Η ίδια είχε δηλώσει κάποτε ότι “η ψυχή είναι πολυφωνική”. Η Χίλντεγκαρντ συνέγραψε 77 εκκλησιαστικούς ύμνους και το Ordo Virdutum που ήταν ένα θρησκευτικό θεατρικό έργο με μουσική. Οι στίχοι κι οι μελωδίες της ήταν εξαιρετικά πρωτότυπες κι ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που κατά το 12ο αι. συνέθεσε μ’ ελεύθερο στίχο. Η περίτεχνη και λεπτομερής μουσική της θεωρία, που στηρίχθηκε στα μαθηματικά, ήτανε χαρακτηριστική της γοτθικής τεχνοτροπίας.
     Αν κι η Χίλντεγκαρντ σήμερα είναι πιο γνωστή λόγω των οραμάτων της και του θεολογικού της λόγου, η ίδια ήταν πολυμαθής κι είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τις επιστήμες. Χαρακτηριστικό είναι ότι, πέρα από τα θεολογικά της κείμενα, συνέγραψε και πολλά επιστημονικά κι ιατρικά που δε στηρίζονται καθόλου σε θεολογικές εξηγήσεις. Για κείνη, όμως, το ενδιαφέρον για την επιστήμη δεν ήτανε κάτι άσχετο με τη θεολογία καθώς, όπως αποκαλύπτουνε κι οι απόψεις της περί θεϊκής ζωτικότητας που εμποτίζει τη φύση και περί ενύπαρξης του Θεού στον κόσμο, ο φυσικός κόσμος ήταν άρρηκτα κι αρμονικά δεμένος με το θεϊκό. Ακόμα κι ο τρόπος που περιέγραφε την ικανότητά της να βλέπει οράματα αποκαλύπτει πως η σκέψη της δεν ήτανε ξεκάθαρα πνευματική αλλά σε μεγάλο βαθμό ρεαλιστική. Όπως είχε εξηγήσει πολλές φορές, τα οράματά της δεν ήταν τόσο εκστατικές αποκαλύψεις, όσο θεάσεις των “εσωτερικών ματιών” της ενώ τα εξωτερικά της μάτια παρέμεναν ανοιχτά και δεν έχανε την επαφή με τον κόσμο γύρω της. Αυτό έχει κάνει τους μελετητές της να θεωρήσουν ότι οι ενοράσεις της Χίλντεγκαρντ ήτανε πιότερο φιλοσοφικές και θεολογικές αναζητήσεις του νου της, παρά μεταφυσικές αποκαλύψεις. Άλλωστε πολλές γυναίκες στο παρελθόν, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουνε περιβάλλον εχθρικό προς τη γυναικεία διανόηση, όπως για παράδειγμα η Μίριαμ η αλχημίστρια, είχανε δει το επιστημονικό τους έργο να γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό από τη κοινωνία όταν το επένδυσαν με θεολογικές ή μεταφυσικές ερμηνείες. Μόνον η Χέραντ αρνήθηκε να δώσει μεταφυσικούς τόνους στο έργο της. Στα πλαίσια αυτής της αποδοχής και του εναγκαλισμού της επιστήμης η Χίλντεγκαρντ δε φοβήθηκε ν’ ασχοληθεί χωρίς προκαταλήψεις κι ηθικολογίες ακόμα και με το γυναικείο σώμα και το μέχρι τότε ταμπού θέμα της γυναικείας σεξουαλικότητας και του οργασμού.

     Έν απ’ τα πιο γνωστά πράγματα σχετικά με αυτήν ήταν ότι ασχολήθηκε με τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Στο βιβλίο της Αίτια κι Ιάσεις περιέγραψε το γυναικείο οργασμό και μίλησε για τη γυναικεία φυσιολογία και ψυχολογία από τη πλευρά της γυναίκας. Αυτό συνέβαινε 1η  φορά στη δυτική ιστορία γιατί, μ’ εξαίρεση τα γυναικολογικά κείμενα της Τρότουλα από το Σαλέρνο, όλα τα ιατρικά κείμενα μέχρι τότε ήτανε γραμμένα από άντρες που αντιλαμβάνονταν τη γυναικεία φύση ως κάτι παθητικό κι άτονο και δε μπορούσαν ούτε να κατανοήσουν αλλά ούτε και ν’ αποδεχθούνε τη γυναικεία σεξουαλικότητα και την ενεργή συμμετοχή της γυναίκας στο σεξ. Η Χίλντεγκαρντ, παρά το γεγονός ότι η σεξουαλικότητα ήτανε κάτι που γενικά η μεσαιωνική κοινωνία θεωρούσε ταμπού, δεν δίστασε να μιλήσει με ειλικρίνεια, συχνά και με ποιητική διάθεση, για το γυναικείο σώμα και τις αντιδράσεις του παρά το ότι ήταν μοναχή κι η ίδια δεν είχε καμία σεξουαλική εμπειρία. Δε χρησιμοποίησε θρησκευτική ηθικολογία και δεν έκρινε ηθικά τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Μίλησε για τη σημασία των προκαταρκτικών καθώς και για τη συμμετοχή της γυναικείας φυσιολογίας στη διαδικασία της ερωτικής απόλαυσης και της σύλληψης ενώ απέφυγε τις μισογυνικές αντιλήψεις περί γυναικείας ακόρεστης σεξουαλικής φύσης κι ακολασίας που χαρακτηρίζανε την ηθική σκέψη της εποχής της. Κατά τη διάρκεια της ζωής της δέχτηκε πολλά γράμματα από γυναίκες που θέλαν να πάρουν τη συμβουλή της σχετικά με σεξουαλικά ζητήματα ή θέματα τεκνοποιίας κι εκείνη τους απάντησε με ενθουσιασμό, κατανόηση κι υπευθυνότητα. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που έστειλε στη “Μπέρθα, την βασίλισσα των Ελλήνων”, δηλαδή τη βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη, με σκοπό να την εμψυχώσει καθώς δε κατάφερνε να κάνει γιο: “Ψιθύρισέ Του κι Εκείνος θα σ’ ευλογήσει με τη χαρά του παιδιού που αποζητάς καθώς προστρέχεις σε Κείνον την ώρα της ανάγκης σου. Γιατί ο ζώντας οφθαλμός σε παρακολουθεί και σε θέλει και θα ζήσεις για πάντα“. Αν κι  η Χίλντεγκαρντ αποφεύγει να υποσχεθεί τη πραγμάτωση των επιθυμιών της βασίλισσας, καταφέρνει να τη παρηγορήσει δίνοντας υπόσχεση της θεϊκής εύνοιας και της σωτηρίας. Προφανώς, εκτός από τη παραστατική και καυστική γλώσσα που χρησιμοποιούσε ενάντια στις παρεκτροπές του κλήρου, διέθετε και τρυφερή και συμπονετική γλώσσα για τους αναξιοπαθούντες.
     Πέρα από μύστρια και προφήτις, ήταν κι ένας άνθρωπος που οραματίστηκε έργο που θα κάλυπτε τόσο τη θεολογική ερμηνεία όσο και τα πρακτικά ζητήματα της ζωής και του ανθρώπινου σώματος. Όσον αφορά στα οράματά της σ’ όλη της ζωή επέμεινε πως ήτανε θεόσταλτα κι υπογράμμισε πολλές φορές πως εκείνη προσπάθησε να τα μεταφέρει αυτούσια και χωρίς αλλοιώσεις ενώ επέμεινε οι βιογράφοι κι οι σχολιαστές της να κάνουνε το ίδιο και κείνοι. Η εμμονή της να μη δέχεται παρεμβάσεις απ’ άλλους συχνά τη φέρανε σε σύγκρουση με ισχυρούς ανθρώπους αλλά κείνη ποτέ δεν υποχώρησε.
     Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις των περισσότερων γυναικών στην ιστορία, το έργο της σώζεται σχεδόν στην ολότητά του κι είναι εκτενές γι΄ αυτό και γνωρίζουμε για κείνη πιότερα από κάθε άλλη. Πέρα από τα θεολογικά της κείμενα συνέγραψε ιατρικές πραγματείες αλλά και κοινωνιολογικές αναλύσεις όπως επίσης και λειτουργική μουσική και θεατρικό δράμα που, στηριζόμενο στη παράδοση που ξεκίνησε άλλη γυναίκα, η Ροσβίτα του Γκάντερσχαϊμ, αποτελεί το 1ο ηθικοπλαστικό έργο της Ευρώπης μετά την αρχαιότητα. Χαρακτηριστικό του ιδιαίτερου και ξεχωριστού μυαλού της ήταν το ότι εφηύρε τη δική της γλώσσα στην οποία μάλιστα συνέγραψε τουλάχιστον έν από τα έργα της. Ήταν επίσης η 1η γυναίκα που ‘γραψε για τη γυναικεία σεξουαλικότητα με τρόπο απλό και χωρίς τις δεισιδαιμονίες, παρανοήσεις και το θεολογικό συντηρητισμό που χαρακτήριζαν ανάλογα κείμενα της εποχής.
     Η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν ήτανε γυναίκα που κατάφερε να επιβάλλει το έργο της, τις απόψεις της και τη παρουσία της σ’ εποχή που ο γυναίκες αναμένονταν να ‘ναι σιωπηλές κι υποταγμένες κι επηρέασε σημαντικά το χριστιανικό δόγμα εκ των έσω έτσι ώστε να αναγνωρίζει τη γυναικεία συνεισφορά στη θρησκεία και τη θεολογία. Κατέκτησε το σεβασμό και την αναγνώριση ηγεμόνων κι ιερωμένων και την αγάπη των απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα των γυναικών που στο πρόσωπό της βρήκανε θεολόγο και μέντορα με σοφία και κατανόηση ενώ εξέφρασε χωρίς φόβο τις απόψεις της για την ηθική και μάλιστα δε δίστασε να καυτηριάσει ακόμα και τον ανώτερο κλήρο χωρίς να λογαριάσει συνέπειες.
     Αν και μετά το θάνατό της οι ιδέες της ξεχαστήκανε κι άρχισαν να κυκλοφορούνε πολλές αμφίβολης προέλευσης και ποιότητας προφητείες με τα’ όνομά της, το έργο της έγινε ξανά γνωστό κι αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς συγγραφείς της Αναγέννησης. Προς τιμή της ονομάστηκε Hildegardia ένα είδος δέντρων λόγω της συνεισφοράς της στη βοτανική και τη φυσική ιστορία. Αξίζει ν’ αναφερθεί πως ήταν η 1η που αναφέρει γραπτά τη χρήση λυκίσκου στη κατασκευή της μπύρας και γι’ αυτό θεωρείται ανεπίσημη προστάτιδα της μπύρας.

   “Μίλησα κι έγραψα αυτά τα πράγματα και δεν τα έβγαλα από το νου μου ή μου τα είπε κάποιος άλλος, αλλά μέσα από τη καρδιά μου μέσω των ιερών μυστηρίων του Θεού“.
Χίλντεγκαρντ

     Ο πλανητοειδής 898 Hildegard ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της.
     Από το 1979 έχουν υπάρξει διάφορες ηχογραφήσεις κι εκτελέσεις των έργων της που έχουνε κερδίσει διάφορα βραβεία.
     Η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν είναι μία από τις γυναίκες που αναφέρονται στο έργο τέχνης της Τζούντι ΣικάγοΤο Δείπνο.
     To 1994 το BBC γύρισε το ντοκιμαντέρ Hildegard of Bingen για τη ζωή της.
     Η Χίλντεγκαρντ αναφέρεται στην ταινία του 2009, Βαρβαρόσσα (Barbarossa).
     To 2009 η γερμανή σκηνοθέτης Μαργκαρέτε φον Τρότα γύρισε τη τανία Όραμα (Vision) για τη ζωή της.
     Το 2012 η Μαίρη Σάρατ έγραψε το μυθιστόρημα Illuminations που παρουσιάζει μυθιστορηματικά τη ζωή της.
Υπάρχει αναλυτικό άρθρο για τη Μουσική Του Μεσαίωνα, αλλά θα παραθέσω κι ένα δείγμα της υπέροχης μουσικής της εδώ:

——————————————————

7). HERRAD
Χέραντ Ηγουμένη του Χόχενμπουργκ,
Αλσατία, επιστήμονας 1125-1195

     Στη διάρκεια του μεσαίωνα οι γυναίκες, που βρίσκονταν στα μοναστήρια μπορούσαν ν’ ασχοληθούν με την επιστήμη περισσότερο απ’ ότι ο μέσος πληθυσμός. Ανάλογη υπήρξε η περίπτωση της Χέραντ. Ήταν ηγουμένη της γυναικείας μονής του Ste Odile του Hohenbourg. Υπήρξε συντάκτρια και διαφωτίστρια του Hortus Deliciarium (Κήπος της απόλαυσης). Αυτό το πόνημα αποτελούνταν από 324 σελίδες και 636 μικρές εικόνες που απέδιδαν βιβλικές σκηνές και αλληγορικές εικόνες. Εκεί παρατίθενται χιλιάδες κείμενα από διαφορετικούς συγγραφείς για διάφορα θέματα. Περιλαμβάνει επίσης ποιήματα από την ίδια τη Χέραντ. Είναι ένα επίτομο έργο της μεσαιωνικής εποχής που περιέχει όλη τη γνώση και την ιστορία του κόσμου. Αυτό το εγκυκλοπαιδικό έργο καλύπτει βιβλικά, ηθικά και θεολογικά θέματα.
     Η Χέραντ του Λάντσμπεργκ ήταν Αλσατή μοναχή κι ηγουμένη στο Αββαείο του Χόχενμπεργκ. Συνέγραψε την εικονογραφημένη εγκυκλοπαίδεια Hortus Deliciarium (Ο Κήπος των Απολαύσεων). Θεωρείται πρωτοπόρα στους τομείς της γυναικείας εκπαίδευσης και τέχνης.

      Γεννήθηκε στο Κάστρο του Λάντσμπεργκ στην Αλσατία κι ήτανε παιδί οικογένειας ευγενών. Όπως συνηθίζονταν εκείνη την εποχή, η Χέραντ μπήκε από πολύ μικρή στο μοναστήρι του Χόχενμπεργκ για να μορφωθεί. Η ζωή σε ένα μοναστήρι, όχι μόνο προσέφερε εκπαιδευτικές δυνατότητες σε ένα κορίτσι που δεν μπορούσε να βρει αλλού, αλλά αποτελούσε και πολύ πιο ευχάριστη εναλλακτική από την σκληρή μοίρα της μέσης γυναίκας που ήταν υποχρεωμένη να παντρευτεί εξαιρετικά νεαρή, να κάνει πολλά παιδιά, κάτι που έθετε σε μεγάλο κίνδυνο τη ζωή της και την υγεία της, και να αντιμετωπίσει διακρίσεις, περιορισμούς, υποτίμηση, ακόμα και κακοποίηση. Ακόμα και οι ευγενείς γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να παντρεύνται για πολιτικούς λόγους άντρες συχνά πολύ μεγαλύτερούς τους που δεν δίσταζαν ακόμα και να τις κακοποιήσουν και έπρεπε να φροντίζουν να κάνουν γρήγορα πολλά παιδιά. Ακόμα και αν ο σύζυγός τους πέθαινε, δεν είχαν δικαίωμα περιουσίας και έπρεπε να παντρευτούν γρήγορα κάποιον άλλον. Έτσι η Χέραντ ακολούθησε την ίδια πορεία που έπαιρναν και πολλές άλλες σύγχρονές της και έγινε μοναχή στο Αββαείο του Χόχενμπεργκ που βρίσκονταν περίπου 22 χλιόμετρα μακριά από το Στρασβούργο.
     Τα αββαεία της εποχής αποτελούσαν προστατευμένους κι ασφαλείς χώρους όπου τα κορίτσια μπορούσαν υπό την επίβλεψη, ενθάρρυνση και καθοδήγηση πεφωτισμένων αβαϊσσών όπως η Ριτσμπούργκα του Νορτχόσεν, η Ματθίλδη του Έσσεν, η Χαθουμόδα, η Γκερμπέργκα του Γκάντερσχαϊμ, η Ματθίλδη του Κέντλινμπεργκ και η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν να μορφωθούν και να αναπτύξουν ελεύθερα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές τους δυνατότητες. Όπως έγραψε η ιστορικός Πενέλοπε Τζόνσον, οι μοναχές δεν ζούσαν απομονωμένες και παθητικές ζωές κλεισμένες μέσα στα μοναστήρια, αλλά “ενδυναμώνονταν συλλογικά μέσω των μοναστικών προνομίων και της ικανότητας να σκέφτονται και να ενεργούν χωρίς την νοοτροπία της υποταγής των κοσμικών γυναικών”.
     Η Χέραντ βρέθηκε στο Χόχενμπεργκ την εποχή που ήταν αβάϊσσα η Ρελίντα η οποία είχε ξεκινήσει ένα τεράστιο μεταρρυθμιστικό έργο καθώς εφάρμοσε τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου και μετέτρεψε το Αββαείο του Χόχενμπεργκ σε πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο για τις ευγενείς γυναίκες. Γύρω στο 1170 η Ρελίντα απεβίωσε και τη θέση της κατέλαβε η Χέραντ που είχε σταδιακά αναρριχηθεί στην ιεραρχία. Η Χέραντ συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο της προκατόχου της καθώς και την εκπαίδευση και την υποστήριξη των γυναικών και αποδείχθηκε ικανή κι αγαπητή ηγουμένη. Η θητεία της κράτησε περίπου 28 χρόνια. Το 1195 απεβίωσε και τη θέση της πήρε η Αδελαΐδα του Φάιμινγκεν.
     Την εποχή της Χέραντ (12ος αι.) θεωρούνταν ότι οι γυναίκες χρειάζονταν πνευματική καθοδήγηση και συνεχή παρακολούθηση από κάποιον τοπικό ιερέα. Ακόμα κι η εκπαίδευση των γυναικών στα μοναστήρια απαιτούσε τη συμμετοχή αντρών αυθεντιών. Όμως οι εκπαιδεύτριες του Χόχενμπεργκ είχανε παρατηρήσει επανειλημμένως από τη μία τις ελλείψεις που παρουσίαζαν συχνά οι επιβεβλημένοι άντρες εκπαιδευτές κι από την άλλη τους περιορισμούς που επέβαλλαν στην εκπαιδευτική ύλη των γυναικών λόγω προκαταλήψεων. Έτσι το βασικό όραμα της Χέραντ, αλλά και των άλλων αβαϊσσών, ήταν να προσφέρουν στις γυναίκες ίσες εκπαιδευτικές δυνατότητες με εκείνες που απολάμβαναν οι άντρες κι ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που να μην είχε να ζηλέψει τίποτα από εκείνο των αντρικών σχολών και η Χέραντ το κατάφερε. Οργάνωσε ένα εκπαιδευτικό σύστημα για τις γυναίκες που στηριζόταν στις ιδέες λογίων όπως ο Ανσέλμος, ο Βερνάρδος του Κλαιρβό, ο Πέτρος Λομβαρδός, η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν κι ο Πέτρος Αβελάρδος, το έργο των οποίων αποτελούσε τη καρδιά της αντρικής εκπαίδευσης κι αντλούσε από αρχαίες κι αραβικές πηγές.

     Σημαντικό για εκείνη ήταν επίσης ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης που θα έδινε έμφαση στις σύγχρονες θεολογικές και επιστημονικές σκέψεις και θα ανέπτυσσε την κριτική σκέψη των γυναικών. Έτσι αισθάνθηκε την ανάγκη να συγγράψει την εγκυκλοπαίδεια Hortus Deliciarium που σήμερα θεωρείται το μεγαλύτερο έργο της και με το οποίο “έδινε στο γυναικείο κοινό της μία ευρεία θεολογική εκπαίδευση ενώ παράλληλα το εξόπλιζε με με την ικανότητα να ξεχωρίζει ανάμεσα σε “καλούς” και “κακούς” ιερείς. Το Hortus Deliciarium μπορούσε να συμπληρώσει ή ακόμα και να αντικαταστήσει αν χρειαζόταν τα διδάγματα των αντρών διδασκάλων” και “ενσωματώνοντας κείμενα γραμμένα για ιερείς και σπουδαστές θεολογίας σε ένα έργο φτιαγμένο για γυναίκες, η Χέραντ διεκδίκησε ένα κομμάτι γνώσης το οποίο οι λόγιοι ισχυριζονταν ότι βρίσκονταν εκτός των γυναικείων δυνατοτήτων καθώς εκείνες δεν μπορούσαν να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια”. Με αυτόν τον τρόπο η Χέραντ απέδειξε ότι οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να αποκλείονται από την εκπαίδευση.
     Η Χέραντ είχε ήδη αρχίσει από το 1159 να συγγράφει το Hortus Deliciarium, πριν να γίνει αβάϊσσα, που ήταν ένα φιλόδοξο έργο που αποσκοπούσε στην συγκέντρωση όλων των γνώσεων της εποχής όλων των επιστημών, συμπεριλαμβανόμενης και της θεολογίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι η ίδια η Χέραντ στην εισαγωγή του έργου της, σε ένα μήνυμα προς τον αναγνώστη, παρομοιάζει πολύ ποιητικά τον εαυτό της με μέλισσα που είναι το σύμβολο της συγκέντρωσης και οργάνωσης της γνώσης:

   “Σα μέλισσα εμπνευσμένη από τον Θεό συγκέντρωσα από τα διάφορα λουλούδια των ιερών Γραφών και των φιλοσοφικών κειμένων αυτό το βιβλίο που ονομάζεται Ο Κήπος Των Απολαύσεων και το έφτιαξα για να εξυμνήσω και να τιμήσω το Χριστό και την εκκλησία και στο όνομα της δικής σου αγάπης σαν μια γλυκειά κερήθρα. Έτσι, σε αυτό το βιβλίο, οφείλεις να αναζητήσεις με σπουδή, απολαυστική τροφή και να ευφράνεις τη κουρασμένη σου ψυχή με τις μελένιες του δροσοσταλίδες“.

     Στη συγγραφή του Hortus Deliciarium συμμετείχαν κι ένα σωρό άλλες γυναίκες υπό την καθοδήγηση όμως και την επίβλεψη της Χέραντ που ήθελε να δώσει την δυνατότητα και σε άλλες γυναίκες να ενεπλακούν δημιουργικά με το έργο της. Το μεγαλύτερο κομμάτι του όμως έχει γραφτεί από την ίδια. Περιλαμβάνει αποσπάσματα από κλασικά και παγανιστικά έργα που συνδεύονται από μικρά ποιήματα που συνέθεσε η ίδια η Χέραντ. Σε κάποια σημεία έχει επίσης και μουσικές οδηγίες που καθοδηγούν σε πρώιμα παραδείγματα πολυφωνίας. Είναι γραμμένο σε δύο γλώσσες, τα Λατινικά και τα Γερμανικά, καθώς αποσκοπούσε στην εκπαίδευση τόσο των πιο “προχωρημένων” μαθητριών όσο και των πιο αρχάριων που με τον τρόπο αυτόν μπορούσαν να διαβάσουν το κείμενο και ταυτόχρονα να μάθουν Λατινικά.
     Όπως είναι ο κανόνας για τα περισσότερα έργα της εποχής, αλλά όπως συνηθίζεται και στη περίπτωση των εγκυκλοπαιδειών, το Hortus Deliciarium δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο έργο αλλά είναι εξαιρετικά ευρύ και με πολυάριθμες και ποικίλλες πηγές που το καθιστούν εξαιρετικά έγκυρο και προσεγμένο. Το Hortus Deliciarium, πέρα από την αξία του ως εγκυκλοπαιδικό ανάγνωσμα, είναι εξαιρετικά σημαντικό και για δύο άλλους λόγους. Ο 1ος είναι ότι επρόκειτο για ένα έργο που αποσκοπούσε στην εκπαίδευση των γυναικών και των νεαρών μοναχών στο Χόχενμπεργκ, κάτι που το καθιστά μοναδικό στην ιστορία της γυναικείας εκπαίδευσης. Ο 2ος λόγος είναι ότι μας επιτρέπει να εξάγουμε συμπεράσματα για το επίπεδο, το βάθος και την ευρύτητα της εκπαίδευσης που λάμβαναν οι γυναίκες στα αββαεία της εποχής, που ήταν εξαιρετικά κι αξιοπρόσεκτα.
     Ξεχωριστή μνεία γίνεται συνήθως στην εικονογράφηση του έργου που αποτελείται απο 344 ζωγραφιές που παρουσιάζουν αξιόλογη τεχνική αλλά και καλλιτεχνική φαντασία σπάνια για την εποχή της. Απεικονίζουν θεολογικά, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και ιστορικά θέματα, σκηνές από τη ζωή της συγγραφέα και πορτρέτα των γυναικών του αββαείου. Μία από τις πιο χαρακτηριστικες εικόνες είναι εκείνη που δείχνει την ίδια να κάθεται πάνω σε ένα δέρμα τίγης και να ηγείται “μίας στρατιάς γυναικείων ελαττωμάτων” ενάντια σε “μία στρατιά γυναικείων αρετών”. Η τελευταία εικόνα δείχνει την Χέραντ και όλες τις υπόλοιπες γυναίκες που συνέβαλλαν στην δημουργία του έργου και αναγράφει ξεχωριστά το όνομα της κάθε μίας.
     Το Hortus Deliciarium ολοκληρώθηκε το 1185 και φυλάχτηκε στο Αββαείο του Χόχενμπεργκ μέχρι την Γαλλική Επανάσταση οπότε και μεταφέρθηκε στην δημοτική βιβλιοθήκη Στρασβούργου. Εκεί το βρήκε ο Έγκελχαρντ το 1818 και το αντέγραψε. Το 1870 η βιβλιοθήκη του Στρασβούργου καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά την πρωσική πολιορκία κι έτσι χάθηκε και το πρωτότυπο έργο της Χέραντ. Όμως μία ομάδα ερευνητών υπό την ηγεσία της Ρόζαλι Γκριν κατάφερε να το διασώσει μέσω των αντιγράφων του. Το 1879 εκδόθηκε το αντίγραφο και σήμερα, αν και δεν διασώζεται το πρωτότυπο έργο, γνωρίζουμε το περιεχόμενό του.

     Η Χέραντ ήταν μία γυναίκα εξαιρετικής μόρφωσης, ηγετικής ικανότητας και διανόησης που εργάστηκε για την μόρφωση των γυναικών και την εξύψωση της διάνοιας και του έργου τους. Διαμόρφωσε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα υψηλών προδιαγραφών για τις γυναίκες που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τα αντρικά της εποχής της και ενθάρρυνε την γυναικεία διανόηση και καλλιτεχνία και άφησε πίσω της ένα αξιόλογο και καλλιτεχνικά όμορφο ιστορικό κείμενο για χρήση των μελλοντικών γενεών. Η ίδια αποτελεί ένα υψηλό παράδειγμα προς μίμηση για τις γυναίκες τόσο στην εκκλησία όσο και στην διανόηση καθώς δεν επικαλέστηκε κάποια θεϊκή παρέμβαση για το έργο της αλλά στηρίχθηκε στην μόρφωσή της και αγωνίσθηκε για να διαδώσει τη σημασία της μόρφωσης για την αυτοπραγμάτωση των γυναικών σ’ όποιο τομέα κι αν δραστηριοποιούνται. Αυτοί είναι λόγοι που σήμερα η Χέραντ του Λάντσεμπεργκ, ανάμεσα σ’ άλλα, θεωρείται σημαντική φυσιογνωμία κι ευεργέτιδα στον τομέα της εκπαίδευσης των γυναικών και στέκει ισάξια δίπλα σ’ ονόματα όπως εκείνα της Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν και της Ροσβίτα του Γκάντερσχαϊμ.

===============================================

8). MARIE DE FRANCE
Μαρί ντε Φρανς, Γαλλία,

ποιήτρια, στιχουργός, τραγουδοποιός 1160-1215

     Η Marie de France ήτανε ποιήτρια που γεννήθηκε πιθανότατα στη Γαλλία κι έζησε στην Αγγλία στα τέλη του 12ου αι.. Έζησε κι έγραψε σε μιαν άγνωστη βασιλική αυλή, αλλά αυτή κι η δουλειά της ήτανε σίγουρα γνωστά στην αυλή του Ερρίκου Β’ της Αγγλίας. Σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό για τη ζωή της, τόσο το όνομα της όσο κι η πατρίδα της προέρχονται από τα χειρόγραφα της. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει μία γραπτή περιγραφή της δουλειάς και της δημοτικότητάς της από την εποχή της. Θεωρείται από τους μελετητές ότι είναι η 1η γυναίκα Γαλλίδα ποιήτρια. Έγραψε στα γαλλικά, με κάποια αγγλο-νορμανδικήν επιρροή. Ήταν εξειδικευμένη στα Λατινικά, όπως κι οι περισσότεροι συγγραφείς και μελετητές εκείνης της εποχής, καθώς και στα αγγλικά, και πιθανόν από τη Βρετάνη.
     Μια ποιήτρια που άκμασε μεταξύ 1100 και 1200 και πραγματικά γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για κείνη, δυστυχώς.Τ’ όνομά της που έμεινε γνωστό ως τις μέρες μας είναι Marie de France ενώ το πραγματικό της είναι άγνωστο. Έχει αποκτήσει αυτό το όνομα από μια φράση σε δημοσιευμένο έργο της: “Marie ai num, sui sui de France“, δηλαδή: “Με λένε Μαρία κι είμαι από τη Γαλλία“. Μερικές από τις συνηθέστερες προτάσεις για τη ταυτότητα της ποιήτριας αυτής είναι: Marie, Abbess of Shaftesbury κι ετεροθσλής αδελφή του Henry II, βασιλιά της Αγγλίας. Marie, Abbess of ReadingMarie I of BoulogneMarie, Abbess of Barking, και Marie de Meulan, σύζυγος του Hugh Talbot. Με βάση τα στοιχεία από τα γραπτά της, είναι σαφές πως, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στη Γαλλία, πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της στην Αγγλία.

     4 έργα ή συλλογές έργων έχουν αποδοθεί στη Marie. Είναι κυρίως γνωστή για τη ποιητική της δουλειά, ειδικώτερα το The Lais of Marie de France, μια συλλογής 12 αφηγηματικών ποιημάτων (μπρετόν λαι), κυρίως μερικών εκατοντάδων στίχων το καθένα. Ισχυρίζεται στα επεξηγηματικά σχόλιά της για τα περισσότερα από αυτά, ότι έχει ακούσει τις ιστορίες που περιέχουν από Βρετόνους τροβαδούρους κι είναι στους αρχικούς στίχους του 1ου απ’ αυτά, του Guigemar, (εκτός του Προλόγου της εκεί, όπου είναι ξεχωριστό εισαγωγικό ποίημα και θα το παρουσιάσω στο τέλος) όπου αποκαλύπτει το όνομά της, Marie. Υπάρχουν επίσης 102 Αισώπου Μύθοι που της αποδόθηκαν εκτός από την επανάληψη του Legend of the Purgatory of St. Patrick και, μεταγενέστερα, της ζωής ενός αγίου που ονομάζεται La Vie seinte Audree για τον άγιο Audrey του Ely, αν κι αυτή η τελευταία απόδοση δεν έγινε δεκτή απ’ όλους τους μελετητές κριτικούς.
     Οι μελετητές έχουνε χρονολογήσει τα έργα της μεταξύ περίπου 1160 και 1215, τις 1ες και τελευταίες πιθανές ημερομηνίες αντίστοιχα. Είναι πιθανό ότι τα λαι γράφτηκαν στα τέλη του 12ου αι.. είναι αφιερωμένα σε έναν ευγενή βασιλιά, που συνήθως θεωρείται πως είναι ο Ερρίκος Β’ ‘της Αγγλίας ή ίσως ο μεγαλύτερος γιος του, ο Χένρι ο Νέος Βασιλιάς. Ένα άλλο από τα έργα της, οι Fables, είναι αφιερωμένο σε ένα “Count William“, ο οποίος μπορεί να ήταν είτε ο William of Mandeville ή ο William Marshall. Ωστόσο, έχει επίσης προταθεί ότι ο Count William μπορεί να αναφέρεται στο William Longsword. Ο Longsword ήταν ένας αναγνωρισμένος παράνομος γιος του Henry II. Αν ήτανε πραγματικά αδελφή του Ερρίκου Β’, μια αφοσίωση στο γιο του (που θα ήταν ανηψιός της), θα ήτανε κατανοητή. Είναι επίσης πιθανόν να ήτανε γνωστή στην αυλή του βασιλιά Henry II και της συζύγου του, Eleanor of Aquitaine. Ένας σύγχρονός της, ο Άγγλος ποιητής Denis Piramus, αναφέρει στο Life of Saint Edmund the King, που γράφτηκε γύρω στο 1180, ότι το λαι της Μαρί, ήτανε πολύ  δημοφιλές στους αριστοκρατικούς κύκλους.
     Είναι σαφές από τη γραφή της πως ήτανε πολύ μορφωμένη και πολύγλωσση. αυτό το επίπεδο εκπαίδευσης δεν ήταν διαθέσιμο για τους κοινούς ή φτωχούς κείνη την εποχή, οπότε μπορούμε να συμπεράνουμε πως ήτανε γεννημένη στην αριστοκρατία κι ευγενής, όπως κι άλλες ευγενείς γυναίκες όπως η Heloise κι η Christine de Pizan εκπαιδεύτηκαν κι έγραψαν. Εκτός από τις λαϊκές πλούσιες γυναίκες, αρκετές θρησκευτικές γυναίκες αυτής της περιόδου χρησιμοποίησαν επίσης την εκπαίδευσή τους και συνέχισαν να γράφουν: HrotsvithaHéloïseBridget της Σουηδίας και Hildegard of Bingen για να αναφέρουμε μερικές.
     Πρώτα πήρε το όνομα Marie de France από το Γάλλο μελετητή Claude Fauchet το 1551, στο Recueil de l’origine de la langue et poesie françoise, και τ’ όνομα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί από τότε.  Η Μαρί έγραψε γαλλικά αλλά σε μια διάλεκτο εντοπισμένη γύρω από το Παρίσι και στο Île-de-France, αλλά υπάρχει κι αγγλο-νορμανδική διάλεκτος στα γραπτά της. Πράγμα που καθιστά τρομερά δύσκολη τη μετάφρασή της. Ως εκ τούτου, οι μελετητές γενικά συνάγουν ότι έζησε στα μέρη της Ile-de-France κοντά στη Νορμανδία, ή εναλλακτικά σε μια περιοχή ανάμεσα -όπως η Βρετάνη ή το Vexin. Αλλά η αγγλο-νορμανδική επιρροή μπορεί να οφείλεται στη ζωή της στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής της, κάτι που επίσης υποδηλώνεται από το γεγονός ότι πολλά από τα κείμενά της βρεθήκανε στην Αγγλία. Ωστόσο, η σημασία της φράσης “si sui de France” είναι ασαφής και διφορούμενη. Η Μαρί πιθανότατα δεν θα είχε δηλώσει ότι ήταν από τη Γαλλία άν ήταν αρχικά από περιοχή που διέθετε ήδη ο Ερρίκος Β, όπως η Βρετάνη, η Νορμανδία, το Άνζου ή η Ακουιτανία, εκτός αν ήταν ολότελα Αγγλίδα.

                  Η Μαρί παραδίδει το βιβλίο της στον Ερρίκο Β’

     3 από τα 5 επιζώντα χειρόγραφα αντίγραφα του Lais της γράφονται στα ηπειρωτικά γαλλικά, ενώ τα της βρετανικής βιβλιοθήκης MS Harley 978, γραμμένη στα Αγγλο-νορμανδικά στα μέσα του 13ου αι., μπορεί να αντικατοπτρίζει τη διάλεκτο της ποιήτριας. Bretton lais υπήρχανε σίγουρα πριν η Marie διαλέξει να αναδιατυπώσει τα θέματα που άκουσε από τους τρουβέρους σε ποιητικές αφηγήσεις στο αγγλο-νορμανδικό στίχο, αλλά ίσως ήταν η 1η που παρουσίασε ένα νέο είδος του lai σε αφηγηματική μορφή. Η συλλογή της είναι 12 μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα γραμμένα σε 8σύλλαβους στίχους που βασίστηκαν σε θρύλους Βρετονικής η Κελτικής, προέλευσης, οι οποίοι ήταν μέρος της προφορικής λογοτεχνίας των Bretons. Το lais της Marie de France είχε τεράστιο αντίκτυπο στο λογοτεχνικό κόσμο. Θεωρούνταν ένα νέο είδος λογοτεχνικής τεχνικής που προέρχεται από τη κλασσική ρητορική κι έδειξε τέτοια λεπτομέρεια ώστε καθόρισε τη νέα  αυτή μορφή τέχνης. Μπορεί να έχει συμπληρώσει τα λεπτομερή ποιήματά της με εικόνες, ώστε το κοινό της να τα θυμάται εύκολα. Η συλλογή της, από 118 (Chevrefoil) ως 1.184 στροφές (Eliduc), συχνά περιγράφει έρωτα εμπλεγμένο με ερωτικά τρίγωνα που περιλαμβάνουν απώλεια και περιπέτεια και συχνά παίρνει τις εξαιρετικές πτυχές των και μερικές φορές εισάγει κι ιστορίες από τον κόσμο των νεράιδων.
     Κάποιος μπορεί να έχει μια καλλίτερη αίσθηση της Marie από το 1ο της λαι ή μάλλον, τον πρόλογο που χρησιμοποιεί για να προετοιμάσει τους αναγνώστες της για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Ο 1ος στίχος υπαγορεύει: “Όποια έχει λάβει γνώση / κι ευγλωττία στην ομιλία του Θεού / δεν πρέπει να είναι σιωπηλή ή μυστικοπαθής / αλλά να το επιδεικνύει πρόθυμα” Με τα λόγια, αυτά έχει διαπιστευτεί τις λογοτεχνικές της δεξιότητες με την αναγνώρισή της από τον Θεό έτσι επιτρέπεται να γράψει τους στίχους. Ως εκ τούτου, δε χρειάζεται την άδεια του προστάτη της (ο προστάτης της πιθανότατα είναι ο Henry II της Αγγλίας). Θέλει τους ανθρώπους να διαβάσουν αυτό που έχει δημιουργήσει μαζί με τις ιδέες της κι ως εκ τούτου παροτρύνει τους αναγνώστες να αναζητήσουν μεταξύ των γραμμών το γράψιμό της που θα είναι ντελικάτο. Μόνο σε αυτό τον Πρόλογο, η Marie αποκλίνει από τους κοινούς ποιητές της εποχής της προσθέτοντας στο ρεπερτόριό της μια λεπτή, φίνα και ζυγισμένη γραφή. Βρίσκει την ευκαιρία της ως συγγραφέας-ποιήτρια, να κάνει τα λόγια της να ακουστούνε κι αυτό σε μιαν εποχή όπου η παραγωγή βιβλίων και κωδίκων ήταν μακρά, επίπονη και δαπανηρή διαδικασία, όπου η αντιγραφή της Βίβλου π.χ. χρειάστηκε 15 μήνες, για να ολοκληρωθεί.

        Χειρόγραφη σελίδα (τότε) από το 7ο λαι του μεγάλου της έργου “ΥΟΝΕC”

     Σε αντίθεση με τους ήρωες των μεσαιωνικών ειδυλλίων, οι χαρακτήρες στις ιστορίες της Μαρί δεν αναζητάνε περιπέτεια. Αντ’ αυτού, περιπέτειες τους συμβαίνουν. Ενώ οι ρυθμίσεις είναι αληθοφανείς ως προς τη ζωή, το λαι περιέχει συχνά στοιχεία λαογραφίας ή υπερφυσικού, όπως το Bisclavret. Ενώ η ρύθμιση περιγράφεται με ρεαλιστικές λεπτομέρειες, το θέμα είναι ένας λυκάνθρωπος, που απεικονίζεται συμπαθητικά. Η Μαρί κινείται μπρός-πίσω μεταξύ πραγματικού κι υπερφυσικού, επιδεικνύει δε ευφυώς απαλές αποχρώσεις συναισθήματος. Η Lanval, είναι μια χαρακτηριστικλη νεράιδα που ακολουθεί τον τίτλο και τελικά φέρνει τον νέο της εραστή στο Avalon μαζί της στο τέλος του lai. Το περιβάλλον για τη Μαρί είναι ο Κελτικός κόσμος, αγκαλιάζοντας την Αγγλία, την Ουαλία, την Ιρλανδία, τη Βρετάνη και τη Νορμανδία.
     Μόνο 5 χειρόγραφα που περιέχουν μερικά ή όλα τα γράμματα της Μαρί υπάρχουν τώρα κι η μόνη που περιλαμβάνει τον γενικό πρόλογο και τα 12 είναι η βρετανική βιβλιοθήκη MS Harley 978. Αυτό μπορεί να συγκριθεί με τα 25 χειρόγραφα με τους μύθους της κι ίσως αντανακλά τη σχετική δημοτικότητά τους στα τέλη του Μεσαίωνα. Σ’ αυτούς τους μύθους αποκαλύπτει μια γενικά αριστοκρατική άποψη με ανησυχία για τη δικαιοσύνη, μια αίσθηση αγανάκτησης ενάντια στην κακομεταχείριση των φτωχών και σεβασμό στη κοινωνική ιεραρχία. Παρόλαυτά, τα κείμενά της έχουνε λάβει πολύ πιο κριτική προσοχή τα τελευταία χρόνια. Μαζί με το λαι, δημοσίευσε επίσης μια τεράστια συλλογή από μύθους. Πολλοί από τους μύθους που έγραψε ήταν μεταφράσεις των μύθων του Αισώπου στα αγγλικά, αλλά κι άλλοι μπορούν να ανιχνευθούν σε περισσότερες περιφερειακές πηγές. Οι Μύθοι της θα είχαν εκτεθεί σε νεαρή ηλικία. Μεταξύ των 102 μύθων δεν υπάρχουνε συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ηθική κι οι άνδρες, οι γυναίκες και τα ζώα λαμβάνουν ποικίλες θεραπείες και τιμωρίες.
     Η Marie παρουσιάζει τους μύθους της στην αρχή, με τη μορφή προλόγου, όπου εξηγεί τη σημασία της ηθικής διδασκαλίας στη κοινωνία. Στο 1ο τμήμα του προλόγου, συζητά το μεσαιωνικό ιδεώδες του “κληρικού”. Αυτός, είναι η ιδέα ότι οι άνθρωποι έχουνε καθήκον να κατανοούν, να μαθαίνουν και να διατηρούν έργα του παρελθόντος για τους μελλοντικούς λαούς. Εδώ, στον πρόλογο, αναφέρει το καθήκον των μελετητών να διατηρήσουνε την ηθική φιλοσοφία και τις παροιμίες. Ο υπόλοιπος πρόλογος περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Αίσωπος ανέλαβε αυτό το καθήκον για τη κοινωνία του και πώς πρέπει τώρα κι αυτή να διατηρήσει τους μύθους του μαζί και με άλλους για τη σημερινή (τη τοτε σημερινή) της κουλτούρα. Στο μεγαλύτερο μέρος του λαι, η αγάπη συνδέεται με τα βάσανα, και πάνω από τα μισά από αυτά συνεπάγονται μια σχέση μοιχείας. Στο Bisclavret και στο Equitan, οι λάτρεις της μοιχείας καταδικάζονται σοβαρά, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι η Marie ενέκρινε εξωσυζυγικές σχέσεις κάτω από ορισμένες συνθήκες: “Όταν ο εξαπατημένος εταίρος ήτανε σκληρός κι αξίζει την εξαπάτηση κι όταν οι εραστές είναι πιστοί μεταξύ τους“, κι αλλού: “η αγάπη εμπεριέχει πάντα πόνο και συχνά τελειώνει με θλίψη, ακόμα και όταν η ίδια η αγάπη εγκριθεί“.
     Οι εραστές της είναι συνήθως απομονωμένοι και σχετικά αδιάφοροι με οτιδήποτε έξω από την άμεση αιτία της δυσφορίας τους, είτε είναι ένας ζηλιάρης σύζυγος είτε μια ζηλιάρα κοινωνία. Ωστόσο, “τα μέσα για την υπέρβαση αυτής της ταλαιπωρίας απεικονίζονται όμορφα κι απαλά. Η Marie επικεντρώνεται στην ατομικότητα των χαρακτήρων της και δεν ενδιαφέρεται πολύ για την ένταξή τους στη κοινωνία. Αν η κοινωνία δεν εκτιμά τους εραστές, τότε οι εραστές πεθαίνουν ή εγκαταλείπουνε τη κοινωνία κι η κοινωνία γίνεται φτωχότερη απ’ αυτό“. Η εκδοχή της όχι μόνον απεικονίζει μια ζοφερή προοπτική της αγάπης, αλλά κι αντέκρουσε τις παραδόσεις της αγάπης μέσα στην Εκκλησία εκείνη την εποχή. Έγραψε για περιπτώσεις μοιχείας, τις γυναίκες με υψηλό ανάστημα που αποπλάνησαν άλλους άνδρες και τις γυναίκες που επιδιώκουν να ξεφύγουν από έναν ανύπαρκτο, χωρίς έρωτα, γάμο, συχνά μ’ έναν ηλικιωμένο άνδρα, κι έδωσε την ιδέα ότι οι γυναίκες μπορούν να έχουνε σεξουαλική ελευθερία. Έγραψε λαι, πολλά από τα οποία φάνηκαν να υποστηρίζουνε συναισθήματα που ήταν αντίθετα με τις παραδόσεις της Εκκλησίας, ειδικά την ιδέα της παρθενικής αγάπης και του γάμου.
      Το lais παρουσιάζει επίσης την ιδέα ενός ισχυρώτερου γυναικείου ρόλου και δύναμης. Σε αυτό, μπορεί να έχει κληρονομήσει ιδέες και κανόνες από τα τραγούδια αγάπης των τροβαδούρων που ήτανε γνωστά στίς αυλές της Angevin της Αγγλίας, της Ακουιτανίας, του Anjou και της Βρετάνης. τραγούδια στα οποία η ηρωίδα είναι ένα αντιφατικό σύμβολο εξουσίας που μιλά μπερδεμένα κι όχι ξεκάθαρα, είναι ταυτόχρονα έντονα ευάλωτη και συναισθηματικά συντριμμένη, άσχετη και κεντρική. Οι ηρωίδες της είναι συχνά οι δημιουργοί γεγονότων, αλλά τέτοιων ώστε συχνά η κατάληξή τους είναι πόνος. Οι ηρωίδες στο Lais είναι συχνά φυλακισμένες. Η φυλάκιση αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή πραγματικού εγκλεισμού από ηλικιωμένους συζύγους, όπως στο Yonec και στο Guigemar, όπου η κυρία που γίνεται λάτρης του Guigemar κρατιέται πίσω από τους τοίχους ενός κάστρου που βλέπει στη θάλασσα ή απλώς της στενής επιτήρησης, Laustic, όπου ο σύζυγος, ο οποίος παρακολουθεί στενά τη σύζυγό του όταν είναι παρών, τη προσέχει εξίσου στενά κι όταν είναι μακρυά από το σπίτι. Ίσως αντανακλά κάποια εμπειρία μέσα στη δική της ζωή. Η προθυμία να υιοθετηθούνε τέτοιες σκέψεις όπως η μοιχεία, στον 12το αι. είναι ίσως αξιοσημείωτη. Σίγουρα μας υπενθυμίζει ότι οι άνθρωποι του Μεσαίωνα γνωρίζανε τις κοινωνικές αδικίες και δεν δέχονταν απλώς τις καταπιεστικές συνθήκες εκτός από αυτές που είναι αναπόφευκτες από το θέλημα του Θεού.
     Εκτός από την αντίθεσή της στον έρωτα που κατηγορείται από τη τότε σύγχρονή της Εκκλησία, η Μαρί επηρέασε επίσης ένα είδος που συνέχισε να είναι δημοφιλές γι’ άλλα 300 χρόνια, το μεσαιωνικό ρομαντισμό. Μέχρι τη στιγμή που η Μαρία γράφει το λαι της, η Γαλλία είχε ήδη μια βαθειά ριζωμένη παράδοση της λυρικής αγάπης, ειδικά στη Προβηγκία. Το λαι της Μαρίας αντιπροσωπεύει, με πολλούς τρόπους, ένα μεταβατικό είδος ανάμεσα σε Προβηγκιανούς ερωτικούς στίχους από παλαιότερη εποχή και τη ρομαντική παράδοση που δημιούργησε κι ανέπτυξε εκείνη σ’ αυτά τα θέματα. Οι ιστορίες της παρουσιάζουν μια μορφή λυρικής ποίησης που επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο στη συνέχεια συνθέτει την αφηγηματική ποίηση προσθέτοντας μια άλλη διάσταση στην αφήγηση μέσω των προλόγων της και των επιλόγων, για παράδειγμα. Έχει επίσης αναπτύξει 3 μέρη σε ένα αφηγηματικό lai: aventure (η αρχαία πράξη ή ιστορία της Βρετάνης). lai (βρετονικές μελωδίες); conte (που μνημονεύει την ιστορία που διηγείται το lai). Επιπλέον, η Marie de France ξεκίνησε ένα νέο είδος λογοτεχνίας γνωστό ως ιπποτική λογοτεχνία.
     Στα τέλη του 14ου αι., σε γενικές γραμμές την ίδια εποχή που ο Geoffrey Chaucer περιελάμβανε την ιστορία του Franklin’s, σε μπρετόν λαι, στο Canterbury Tales, ένας ποιητής Thomas Chestre συνέθεσε ένα αγγλικό ρομαντικό ποίημα, βασισμένο απευθείας στο Lanval της Marie. κατά πάσα πιθανότητα, εκτείνεται πολύ περισσότερο από μερικές εβδομάδες από τη ζωή του ήρωα, ένας ιππότης που ονομάζεται Sir Launfal.
     Το 1816, η Αγγλίδα ποιήτρια και ζωγράφος Maria Matilda Betham έγραψε ένα μακρoσκελές ποίημα για τη Marie de France σε 8σύλλαβα δίστιχα με τίτλο: The Lay of Marie.

                                            Μια Συζήτηση…

     Μια εποχή τόσο φεμινιστική με τις συμπάθειές της, όπως η δική μας, θα πρέπει να προσελκύεται πιο εύκολα από τη Marie, επειδή ήτανε και καλλιτέχνις και γυναίκα. Το να προσφέρει τον εαυτό της βορά, μέσω οποιουδήποτε μέσου είναι πάντα δύσκολο πράγμα. Για μια γυναίκα του Μεσαίωνα μάλιστα, το να εκφράζεται δημόσίια με οποιοδήποτε μέσο ήτανε δε, σχεδόν αδύνατο. Μια μεγάλη κυρία, ένας μεγάλος Άγιος, θα μπορούσαν να το πράξουνε πολύ περιστασιακά. Αλλά η ατομικότητα της συνηθισμένης συζύγου συγχωνεύθηκε με κείνη του συζύγου της και για μιαν ηγέτιδα του Shrewsbury ή της Whitby, κλπ, υπήρχανε χιλιάδες αμίλητες αδελφές, που είχανε ταφεί στη καθημερινή ρουτίνα μιας ζωής κρυμμένες πίσω από το Χριστό! Αναμφισβήτητα η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία ξεσπά ξανά και ξανά στη γυναίκα και δεν δέχεται άρνηση. Πέφτει εκεί όπου της τυχαίνει, εμφανίζεται στα πιο απροσδόκητα μέρη. Μια νεαρή καλόγρια σ’ ένα σαξονικό μοναστήρι, για παράδειγμα, θα γράψει μικρά δρώμενα στα λατινικά για τη διασκέδαση και το κτίσιμο των ψυχών των ευγενών κοριτσιών που καθοδηγεί. Αυτές οι κωμωδίες, γραμμένες στις μέρες του αυτοκράτορα Όττο, μπορούν να διαβαστούν με ευχαρίστηση στη βασιλεία του Γεωργίου, απ’ όσους βρίσκουν απολαυστικά τα αρώματα του παρελθόντος.
      Ο τόπος κι η ημερομηνία γέννησής της είναι άγνωστοι -ακόμα κιαυτός ο αιώνας στον οποίο ζούσε είναι θέμα διαφωνίας. Τα ποιήματά της είναι γραμμένα στα γαλλικά της Β. Γαλλίας. αλλά αυτό δεν αποδεικνύει απόλυτα πως είναι Γαλλίδα. Τα γαλλικά ήταν η γλώσσα της Αγγλικής αυλής και πολλοί Άγγλοι έχουνε γράψει στην ίδια γλώσσα. Πράγματι, είναι ένα εξαιρετικό μέσο έκφρασης. Περιστασιακά, η Μαρί θα εισάγει αγγλικές λέξεις στο γαλλικό κείμενό της, τόσο καλλίτερα θα μεταδώσει το νόημά της. αλλά δεν προκύπτει από αυτό ότι τα ποιήματα συντέθηκαν στην Αγγλία. Φαίνεται περίεργο ότι τόσο λίγα θετικά στοιχεία για την εθνικότητα και το πατρικό της δίδονται στα ποιήματά της – τίποτα δεν περικλείεται πέρα ​​από το χριστιανικό της όνομα και την απλή δήλωση ότι ήτανε Γαλλίδα. Έχει μεγάλη υπερηφάνεια για το έργο της, στο οποίο εργάστηκε στο μέγιστο των δυνατοτήτων της κι ήταν εξαιρετικά ζηλότυπος γι ‘αυτή τη φούσκα-φήμη. Ωστόσο, ενώ αυτή η δουλειά ήταν ένα εξαιρετικό κομμάτι αυτοπροσωπογραφίας, δεν αποκαλύπτεται ούτε ένα μόνο γεγονός ή ημερομηνία για να προχωρήσουμε. Μια συναίνεση της κριτικής άποψης προϋποθέτει ότι ήταν ενταγμένη στο αγγλικό στέμμα, που γεννήθηκε σε μια αρχαία πόλη που ονομάζεται Pitre, περίπου 3 μίλια πάνω από τη Ρουέν, στο δουκάτο της Νορμανδίας. Αυτή η υπόθεση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ασυνήιθιστη τοπογραφική ακρίβεια της περιγραφής της Pitre, που δίνεται στο “The Lay of the Two Lovers“. Τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, ίσως, είναι ανεπαρκή για την έκδοση απόφασης σε δικαστήριο. Η ημερομηνία κατά την οποία έζησε η Μαρί ήταν μακρά διαφωνία. Ο πρόλογος στα Lays της περιέχει μιαν αφοσίωση σε κάποιο ανώνυμο βασιλιά. ενώ οι Fables της είναι αφιερωμένα σε ένα συγκεκριμένο Count William.
    Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι ήταν άτομο με θέση και φήμη. Ο βασιλιάς υποτίθεται ότι ήταν ο Χένρι ΙII της Αγγλίας κι αυτό θα έδειχνε ότι έζησε το 13ο αι.. Ένας πρώην μελετητής, ο Abbé de La Rue, στη πραγματικότητα, δήλωσε ότι αυτό ήταν αναμφισβήτητη η υπόθεση, δίνοντας συγκεκριμένους  λόγους για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του. Αλλά η σύγχρονη μελέτη, στο πρόσωπο του Gaston Paris, απέδειξε πως βασιλιάς ήταν ο Henry ΙΙ, της ευσεβούς μνήμης. ο κόμης, ο William Longsword, κόμης του Salisbury, ο φυσικός γιος του από τη Fair Rosamund.κι ότι η Μαρί πρέπει να τοποθετηθεί στο 2ο μισο του 12ου αι.. Αυτό δείχνει ότι η μελέτη δεν είναι μια ακριβής επιστήμη, κι ότι λέξεις όπως “χωρίς αμφιβολία” δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται περισσότερο από ό, τι είναι απαραίτητο. Ένας ορισμένος ανατολικός φιλόσοφος, όταν ασχολείται με την εκπαίδευση των νέων της χώρας του, χρησιμοποιούσε πάντα για να ολοκληρώσει τις διαλέξεις του με την απαράμιλλη φράση: “Αλλά, κύριοι, όλα όσα σας έχω πει είναι πιθανώς λάθος“. Αυτός ο συνετός ήταν ένας σοφός άνθρωπος (όχι πάντα το ίδιο πράγμα) και το παράδειγμά του θα έπρεπε να είχε μνήμη.
     Φαίνεται πιθανόν ότι τα Lays της Μαρί γραφτήκανε στη πραγματικότητα στην αυλή του Henry ΙΙ της Αγγλίας. Από πολιτικές φιλοδοξίες ο βασιλιάς παντρεύτηκε την Ελεανόρ της Ακουιτανίας, μια κυρία λογοτεχνικών τάσεων, που ήρθε από μια οικογένεια στην οποία η παρουσία των τραγουδιστών ήτανε παράδοση. Ο σύζυγός της, επίσης, είχε μια έντονη αγάπη για τη λογοτεχνία. Λατρεύει τα βιβλία και κάποτε επισκέφθηκε το Glastonbury για να επισκεφτεί τον τάφο του βασιλιά Αρθούρου. Αυτά, ίσως, είναι περιορισμένες αρετές, αλλά ο Χένρι είχε ανάγκη από κάθε κουρέλι. Είναι κάπως δύσκολο να αναγνωρίσουμε σε αυτόν τον Βασιλιά του Προλόγου, “στη καρδιά του οποίου υπάρχουν όλες οι αρετές“, τον πραγματικό Βασιλιά που δολοφόνησε τον Becket. ο οποίος αναποδογύρισε τα βιβλία της Λειτουργίας και ποτέ δεν ομολόγησε ούτε το κοινοποίησε. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη “χαρά ως η δούλη του” (σημ δική μουευφημισμός πιθανόν, καλόπιασμα αν…, άλλωστε κι ο Πόντος δεν ήταν Εύξεινος) που, λόγω της απώλειας μιας αγαπημένης πόλης, απειλούσε να εκδικηθεί τον Θεό, αποκλείοντας τον από το πράγμα -δηλαδή τη ψυχή- και του οποίου τα τελευταία λόγια ήταν μια ηχώ της κατάρας του Ιωβ κατά τη μέρα που γεννήθηκε. Οι φράσεις της Μαρί μπορεί να θεωρηθούν, ίσως, ως αδελφική αγάπη, αντί να μεταδίδουν αλήθεια με μαθηματική ακρίβεια. Αν όχι, θα πρέπει να οδηγηθούμε να προτείνουμε μια εναλλακτική λύση στην όψη του ψέμματος από αγάπη ή σαν επιτάφιος. Νομίζω όμως ότι είναι απίθανο να υποφέρει από μια τέτοια νοσηρή συναισθηματική εμπλοκή. Δεν υπάρχει αρκετή πραγματική αφοσίωση που πρέπει να αντιμετωπιστεί στα Lays της κι αν το τελευταίο της βιβλίο -μια μετάφραση από τα Λατινικά του Καθαρτηρίου του Αγίου Πατρικίου- είναι θέμα που αποφεύγει στο προηγούμενο της έργο, γράφτηκε υπό την επίδραση κάποιου υψηλού ιεράρχη και μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι έβλεπε τις σκιές να μικραίνουν όσον ο ήλιος της δύσης πύργωνε στον ουρανό κι οι αχτίδες του πλημμυρίζανε το γρασίδι.
    Ο Gaston Paris προτείνει το 1175 ως μια κατά προσέγγισην ημερομηνία για τη σύνθεση των Lays της Marie. Η επιτυχία τους ήταν άμεση κι αδιαμφισβήτητη, όπως όντως αναμενότανε στη περίπτωση μιας κυρίας που βρίσκεται ευτυχώς κι επιτυχώς στην αυλή. Έχουμε αποδείξεις για αυτό στη μαρτυρία του Denis Pyramus, του συγγραφέα που έγραψε το βίο του Άγιου Έντμουντ του βασιλιά, στις αρχές του επόμενου αιώνα. Λέει, σε αυτό το ποίημα: “Κι επίσης η κυρία Μαρί, η οποία μετέτρεψε με ρίμα κι έκανε στίχους τα Lays που είναι παντού αγαπημένα κι η γραφή της άρεσε τόσο πολύ και παινέθηκεν επίσης κι οι ιππότες τα θαυμάζουνε κι αγαπούνε τη γραφή της τόσο πολύ, και την απολαμβάνουνε τόσον ευχάριστα, κι όσοι την έχουνε διαβάσει, συχνά την αντιγράφουν. Αυτοί οι στίχοι είναι σύνηθες να ευχαριστούνε τις κυρίες που τα ακούνε με χαρά, επειδή είναι βγαλμένα μέσα από τη καρδιά τους”. Δεν είναι περίεργο ότι οι άρχοντες κι οι κυρίες του αιώνα της ήτανε τόσο ενθουσιασμένοι με αυτήν για το ρομαντισμό της, η επιτυχία της άξιζε καλά. Ακόμη και μετά από 700 έτη τα χρώματα της παραμένουν εκπληκτικά ζωντανά κι αν η ταπετσαρία είναι λίγο φθαρμένη και ξεθωριασμένη κατά τόπους, εξακολουθούμε να παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις κινήσεις των μορφών που έγιναν τόσο ευγενικά πάνω στις αρένες της. Φυσικά οι ιστορίες της δεν είναι πρωτότυπες. αλλά ήτανε κάθε αρχικό θεμέλιο σε οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας της γης; Αυτό δεν είναι μόνο ένας παλιός, αλλά ένας επαναληπτικός κόσμος.
     Η πηγή της έμπνευσής της είναι απολύτως σαφής, γιατί αυτή το δηλώνει κατηγορηματικά σε αρκετά από τα Lays της. Αυτή η περιπέτεια χτύπησε στη Βρετάνη και για να την θυμούνται οι Βρετόνοι έκανε ένα Lay, το οποίο άκουσε να τραγουδά ο minstrel με μουσική στο στίχο του. Το μέρος της Μαρίας συνίστατο στην αναμόρφωση αυτού του αρχαίου υλικού με τα δικά της ρυθμικά και χρωματικά καλλωπισμένα λόγια. Οι μελετητές μας λένε ότι η ουσία των ιστοριών της είναι Κέλτικης παρά Βρετόνικης καταγωγής. Μπορεί να είναι έτσι. αν και στον κοινό νου αυτό δεν είναι θέμα μεγάλης σημασίας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλά φαίνεται καλλίτερα να αποδεχτείτε την οριστική δήλωση ενός ατόμου μέχρι να αποδειχθεί ότι είναι ψευδής. Η βρετονική ή κελτική φαντασία είχε ιδιόμορφες ιδιότητες ονειρισμού, μαγείας και μυστηρίου. Το μυαλό της Μαρί δεν είχε σμιλευτεί σε ένα παρόμοιο καλούπι. Περιστασιακά είναι αρκετά επιτυχής. αλλά γενικά δίνει την επίδραση της οικοδόμησης με μια ουσία η σημασία της οποίας δεν συνειδητοποιεί πλήρως. Μπορεί να μοιάζει με παιδί που παίζει με σύμβολα τα οποία, στο χέρι ενός μάγου θα ήτανε τεράστια απειλή. Η προσεγμένη επεξεργασία της στο Isoude, για παράδειγμα, στο The Lay of the Honeysuckle, είναι απόλυτα τέλεια και, πράγματι, είναι ένα μικρό αριστούργημα με τον δικό του τρόπο. Αλλά το λεκτικό σκιαγράφημά της στη λαίδη Guenevere στο The Lay of Sir Launfal είναι ενός χαρακτήρα που κανείς δεν θυμάται με ευχαρίστηση. Για να δούμε πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η βασίλισσα του Αρθούρου, έχουμε μόνο να στραφούμε στις σελίδες ενός σύγχρονου και να μάθουμε από τον Knight of the Cart του Chrestien de Troyes πως ένας ακόμη πιο σημαντικός ποιητής από τη κείνη θα μπορούσε να χειριστεί ένα Κελτικό μύθο.
    Το γεγονός είναι ότι τα λαι της Μαρί προέρχονται μακρύτερα από οποιοδήποτε όνειρο Breton ή Celtic. Ήτανε τόσο παλιά που έπρεπε να ξεσκονιστούν από την αρχαία σκόνη κι από τα 4 σημεία του ορίζοντα. Οι πριγκήπισσες της δεν ήρθαν ούτε από την Ουαλλία ούτε τη Βρετάνη. Ήταν από αυτά τα πλάσματα που διαμορφώσανε το ρομαντισμό. “Το πρόσωπό της ήτανε φωτεινό σαν μέρα σμίξης, τα μαλλιά της σκοτεινά σαν νύχτα χωρισμού και το στόμα της μαγικό σα σφραγίδα του Σολομώντα“, Μπορείτε να κάνετε παραλληλισμό τα Lays της λαογραφίας, από τη κλασσική ιστορία και την αρχαιότητα. Ο πατέρας κι ο γιος παλεύουν μαζί άθελα στο The Lay of Milon. αλλά ο Rustum είχε αγωνιστεί με τον Sohrab πολύ καιρό στη μακρινή Περσία κι ο Cuchulain με το παιδί του στην Ιρλανδία. Τέτοιες ιστορίες είναι κοινή ιδιοκτησία. Ο συγγραφέας παίρνει τη δική του όπου τη βρίσκει. Η Μαρί είναι εν τούτοις αξιοθαύμαστη επειδή οι ιστορίες της αφηγήθηκαν από τον πρώτο άνθρωπο στην Εδέμ. ούτε οι Boccaccio κι η Countess D ‘Aulnoy κατηγορούν ότι δεν τους είπαν πια αυτό που είχεν ήδη ειπωθεί τόσο καλά σε σχέση με άλλα. Η Μαρί, πράγματι, ήταν ένας θαυμάσιος αφηγητής.
     Αυτή ήταν μια από τις λαμπρές αρετές της. Σαν ένα κομμάτι γεμάτο χρωμαιστά κι αρωματισμένα παραμύθια, ένα δείγμα του δομήματος να κρατά μια κατάσταση σε αγωνία, η άφιξη της κυρίας ενώπιον της αυλής του Αρθούρου, στο The Lay of Sir Launfal, προκαλεί αγωνιώδες καρδιοχτύπι. Η αξιοπρέπεια κι η λεπτότητα του συναισθήματός της σε όλα όσα αφορούνε στις λιχουδιές της ανθρώπινης καρδιάς είναι επίσης αξιοσημείωτα. Αλλά η πραγματική της δουλειά ήταν αυτή του αφηγητή. Σε αυτό ειδικά, στη μέρα της, ήταν απλησίαστη. Μπορεί να υπήρξε ένας πιο σημαντικός ποιητής. αλλά ένας εξαιρετικώτερος αφηγητής από τη Μαρί του Eliduc, θα ‘τανε δύσκολο να βρεθεί.
    Οι κυρίες που διαβάσανε τα Λαι της Μαρί είχανε το προνόμιο να ζήσουνε μέσω αυτών, μερικές θαυμάσιες περιπέτειες, μέσα από τις δικές τους καρδιές και τις δικές τους συνηθισμένες, βαρετές ίσως, ζωές, καθώς και το προνόμιο να φανταστούνε τους εαυτούς τους ομορφώτερους απ’ όσο ήτανε κανονικά, μες σ΄αυτό το ίδιο τους συνηθισμένο καθημερινό περιβάλλον. Η ευχαρίστηση ενός σύγχρονου αναγνώστη σε τέτοιες ιστορίες όπως αυτές, ενισχύεται από τη λάμψη που ρίχνουνε στις οικιακές εργασίες και τα έθιμα των ευγενών του 12-13ου αι.. Μπορεί να σας ενδιαφέρει να διαβάσετε μερικές απ’ αυτές τις καθημερινές εργσίες..
     Η εταιρική ζωή ενός μεσαιωνικού νοικοκυριού επικεντρώνεται στην αίθουσα. Ήτανε γραφείο και τραπεζαρία κι αίθουσα μπιλιάρδου κι ήτανε κοινό σε ευγενή κι απλό κάτοικο. Η αίθουσα ήταν μακράν το μεγαλύτερο δωμάτιο στο σπίτι. Φωτιζόταν από παράθυρα και θερμαινόταν από ανοιχτό τζάκι. Ο καπνός παρασύρεται γύρω από τη στέγη, διαφεύγει τελικά με απλά μέσα ενός φαναριού που τοποθετείται ακριβώς πάνω από την εστία. Το πατημένο και κρύο δάπεδο καλύπτεται από βούρλα και φρέσκο ​​σανό, ή με χαλιά. Ο ίδιος ο άρχοντας κι  η σύζυγός του κάθονται στις καρέκλες πάνω σε μια μικρή ελαφρώς υπερυψωμένη εξεδρα. Οι υπηρέτες κι οι βαστάζοι κάθονται σε παγκάκια γύρω από τον τοίχο και μπροστά τους απλώνεται η τραπεζαρία -μια απλή σανίδα πάνω σε πηχάκια- που αφαιρέθηκε όταν έγινε το γεύμα. Μετά το δείπνο, έπαιζαν σκάκι και ντάμα ή (όπως φαίνεται στο The Lay of the Thorn) οι minstrels τραγουδούσαν μπαλάντες κι ο φιλοξενούμενος συνέβαλε στη γενική ψυχαγωγία. Αν η αίθουσα μπορεί να θεωρηθεί ως η τραπεζαρία του μεσαιωνικού σπιτιού, ο κήπος θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν ως το σαλόνι. Θα μπορούσατε πιθανότατα να έχετε πιο πραγματική ιδιωτικότητα στον κήπο από ό, τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του γεμάτου κόσμο, κάστρου, συμπεριλαμβανομένης της αίθουσας της κυρίας. Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι διαβάζουμε για τη Guenevere που παίρνει το Launfal για μικρή ιδιωτική συζήτηση στο pleasaunce.
    Δεν ήταν μόνο το πιο ιδιωτικό, αλλά κι ο πιο ευχάριστος χώρος στο σπίτι -με μπλε χρώμα και μοκέτα με πράσινο. Ο κήπος σχεδιάστηκε περίτεχνα με ένα μικρό κομψό κλιμακοστάσιο στη κεντρική του είσοδο και πολλά καθίσματα στο εσωτερικό. Τα δέντρα ίσταντο γύρω από το γκαζόν σε πρασιές κι υπήρχε γενικά συντριβάνι στο κέντρο, ή πιθανόν μια λίμνη, γεμάτη με ψάρια. Τα οπωροφόρα δέντρα και τα παρτέρια αυξάνονταν πάρα πολύ γύρω από τον κήπο κι έναν πιο ευχάριστο χώρο αρώματος και χρώματος και σκιάς θα ήτανε δύσκολο να φανταστεί κανείς στη ζέστη του καλοκαιριού. Το 3ο δωμάτιο που ακούμε συνεχώς σε αυτά τα ειδύλλια είναι τα διαμερίσματα της κυρίας. Εξυπηρετούσε το σκοπό του μπουντουάρ, τουαλέττας καλλωπισμού, καθώς κι υπνοδωματίου και συνεπώς δεν είχε καμία πραγματική ιδιωτικότητα. Περιείχε τη γαμήλια ντουλάπα-μπαούλο με την αποθήκη των λινών, των σεντονιών, αλλά και το κρεββάτι. Αυτό το κρεββάτι επανέρχεται αιώνια σε ιστορίες διαζυγίου. Χρησιμοποιήθηκε ως κάθισμα στη διάρκεια της ημέρας και ξεκούραση της νύχτας. Ήταν μια υπέροχη κατασκευή, σκαλισμένη κι επιχρυσωμένη κι έγχρωμη με ελεφαντόδοντο. Μετά από αυτό τοποθετήθηκε στρώμα από φτερά και μαλακό μαξιλάρι. Τα σεντόνια ήταν από λινό ή μεταξωτό και πάνω απ’ όλα ρίπτεται ένα κάλυμμα από κάποιο πολύτιμο υλικό. Μια εξαιρετική περιγραφή ενός τέτοιου δίνεται στο The Lay of Gugemar. Αυτός ο θάλαμος χρησίμευε επίσης κι ως αίθουσα μπανιέρας κι εκεί το λουτρό παίρνεται σε μια φορητή, μεταφερόμενη σκάφη-μπανιέρα, ζεστό, σαν αυτά που βλέπουμε σε εικόνες του Μεσαίωνα.
     Απ’ τα φορέματα των κυριών που κατοικούνε στο κάστρο, βλέποντας τα ν’ ανακλώνται μες από τις σελίδες της Μαρί, σαν σε λουστραρισμένο φίνα καθρέφτη, δεν είμαι ικανός να μιλήσω. Ο τύπος της ομορφιάς που προτιμούσαν οι παλιοί ρομαντικοι ήταν αυτός της πριγκήπισσας ενός παιδικού παραμυθιού -με γαλανά μάτια, με χρυσαφένια και μαύρα μαλλιά. Η κυρία θα φορούσε ένα φίνο μα πομπώδες σύνολο από λινό, “λευκό σα λιβαδιου λουλούδι“. Πάνω απ’ αυτό φορούσε μια γούνα ή μεταξωτό, ανάλογα με την εποχή. και πάνω απ ‘όλα, ένα έντονα χρωματιστό φόρεμα, όλα σε μια γραμμή από το λαιμό στα πόδια, που προσαρμοζότανε στενά στο σχήμα του κορμιού, ή αλλιώς το πιο χαλαρά τοποθετημένο bliaut (ιδιότυπο ολόσωμο φόρεμα ειδικά είχε άνθηση στο 11-13ο αι.). Η ζώνη της έδενε σφιχτά στη μέση, πέφτοντας στο ποδόγυρο της φούστας της, και τα πόδια βρίσκονταν σε αθόρυβα και μαλακά παπούτσια, χωρίς τακούνια. Τα μαλλιά ήτανε πλεγμένα σε 2 μακριές πλεξούδες, σηκωμένες ψηλά πάνω απ’ τους ώμους της. όπως εκείνες οι χαμογελαστές Βασίλισσες που εργάζονταν στη δυτική βεράντα του καθεδρικού ναού του Chartres. Έξω από το κάστρο και συχνά και μέσα σ’ αυτό, όπως μας λέει η Μαρί στο Lay of the Ash Tree,, η κυρία ήταν επενδυμένη με μανδύα και κουκούλα. Πρέπει να έχει πάρει πολύ χρόνο και δουλειά για να εμφανιστεί τόσο κομψή μια τέτοια ενδυματική υπερπαραγωγή. Αλλά για να γίνει ποίηση για τους άλλους, είναι απαραίτητο μια γυναίκα να είναι πρώτα η δική της πεζογραφία.
    Φοβάμαι ότι η πρώτη ύλη αυτής της λαμπερής θεότητας είχε πολλά να υπομείνει πριν υποστεί τη θαλάσσια αλλαγή της. Στα μεσαιωνικά εικονογραφήματα βλέπουμε τη κοπέλα να κάθεται σφιγμένη στη συντροφιά με τα ματωμένα μάτια και τα χέρια διπλωμένα με άψυχο τρόπο στην αγκαλιά της. Αυτός ο αφύσικος περιορισμός στη σάση της προκλήθηκε από τον πλούσιο καταναγκασμό της… Αγίας ράβδου -που έλεγε κι ο παππούς μου: το ξύλο. Αν υπήρχε ένα κείμενο, πάνω από όλα τα άλλα, που εγκρίθηκε από τους πατέρες και τις μητέρες του Μεσαίωνα, ήταν ότι οι γονείς δεν παρακινούσαν το καμάρι τους, ούτε με φωνές για τιςταλαιπωρίες τους, αλλά να τον χτυπούνε στα πλευρά με το ραβδί. Στο Lay of the Thorn και σημειώστε το γούστο με το οποίο η μητέρα πειθαρχεί την υπηρέτριά της. Οι γονείς εκπαίδευσαν τα παιδιά τους με χτυπήματα. Οι σύζυγοι (αχ, η τόλμη του μεσαιωνικού συζύγου) ψεκάζανε με τους ίδιους αρωματικούς ανθούς της καλοσύνης τους στις συζύγους.
    Στην αρχή ανέφερα ότι τα λαι της Μαρί ασχολούνται κυρίως με την αγάπη. Το ταλέντο της δεν ήταν πολύ ευρύ ούτε πλούσιο και δεν έχω αμφιβολία ότι υπήρχανε πτυχές της προσωπικότητάς της που δεν μπόρεσε να βρει στο χαρτί. Το ωραιότερο κορίτσι στον κόσμο μπορεί μόνο να δώσει αυτό που πρέπει να δώσει. Μέχρι τη στιγμή που κάποιος αναγνώστης φτάσει στο τέλος αυτού του τόμου, θα είναι σίγουρος ότι οι ιστορίες είναι ιστορίες αγάπης. Πιθανώς θα ‘χει παρατηρήσει επίσης ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η κυρία που εμπνέει τα πιο ευαίσθητα συναισθήματα είναι, παρεμπιπτόντως, παντρεμένη γυναίκα. Μπορεί να ρωτήσει γιατί αυτό συμβαίνει και σε απάντηση προτείνω να ολοκληρώσω με μερικές ακόμα παρατηρήσεις πάνω στο θέμα της μεσαιωνικής αγάπης.
     Αμφιβάλλω στο μυαλό μου αν οι συγγραφείς ρομαντισμού δεν υπερβάλλουν αυτό που ήταν σίγουρα ένα χαρακτηριστικό του Μεσαίωνα. Το να είσαι συνηθισμένος είναι να είσαι αδιάφορος και είναι προφανές ότι ο ξενόφερτος με την εμπειρία, τόσο πιο πιθανό είναι να προσελκύσει το ενδιαφέρον και την προσοχή του ακροατή. Ευλογημένο είναι το πρόσωπο -όπως κι η χώρα- που δεν έχει ιστορία. Αλλά ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο για τον ποιητή του 12ου αι. να γράψει μια ιστορία αγάπης, με μια κοπέλα ως κεντρική φιγούρα. Η ευγενής κόρη σπάνια είχε μια ιστορία αγάπης. Είναι αλήθεια ότι όταν μερικές φορές αναφέρεται στην επιλογή του συζύγου της: δύο νεαρές κυρίες στο A Story of Beyond the Sea είναι κι οι δύο σύμβουλοι στο θέμα. Κατά κανόνα, ωστόσο, η κλίση της δεν επιτρέπεται να εμποδίζει τα συμφέροντα των γονέων ή των κηδεμόνων της. Συμφώρησε στη παιδική ηλικία και παντρεύτηκε πολύ νέα, για μισθοφορικούς ή πολιτικούς λόγους, μ’ έναν άνδρα πολύ μεγαλύτερο της. Διαβάζουμε ότι ένα κορίτσι 12 ετών είναι παντρεμένο με έναν άνδρα 50. Δεν υπήρχε μεγάλη ευκαιρία για μια ιστορία αγάπης εδώ κι η περίεργη προσφώνηση, από την πλευρά του ανώνυμου Γάλλου ποιητή, να αγαπά τις παρθένες για χάρη της αγάπης του Χριστού, πέρασε πάνω από τα κεφάλια των ρομαντικών συγγραφέων. Όχι πως οι μεσαιωνικές κοπέλες έδειχναν απέχθεια στο το γάμο. Τα πράγματα έχουν αλλάξει και μπορούμε μόνο να αναστενάζουμε μετά από τους παλιούς καιρούς.
    Όμως, το κορίτσι αναπόφευκτα έγινε σύζυγος κι το γύρισμα του τροχού του χρόνου έφερε τις εκδικήσεις του. Η κυρία βρήκε τώρα το πιο σημαντικό μέλος του φύλου της, σε μια κατοικία γεμάτη με άντρες. Έχει λίγες γυναίκες γύρω της κι ο έμπιστος μεγάλης κυρίας στο παλιό ρομαντισμό είναι, αρκετά συχνά, ο γέροντας της. Αυτοί οι νέοι άνδρες δεν είχανε καμία πιθανότητα γάμου και φυσικά προσπάθησαν να κερδίσουνε τη προσοχή μιας κυρίας, της οποίας η ευνοϊκή σημασία ήταν για αυτούς τόσο σημαντικό θέμα. Ένας διαμεσολαβητής ιππότης ήταν ο ορκισμένος αστέρας του Θεού και των κυριών -αλλά πιο συγκεκριμένα των τελευταίων. Η ίδια η πυργοδέσποινα βρέθηκε ξαφνικά με κάμποσο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή της. Οι διασκέψεις ήτανε λίγες, τα βιβλία περιορισμένα σε αριθμό. ο σύζυγος δεν απορροφά το ενδιαφέρον. έτσι γύρισε σε τέτοιους περισπασμούς όπως τις παρουσιαστήκανε. Η πιο όμορφη κυρία, η πιο γλυκειά, το θυμίαμα κι η κολακεία τρέχανε κάτω από τη μύτη της. γιατί αυτό ήταν ένα από τα μειονεκτήματα μιας παντρεμένης, ελκυστικής γυναίκας. “Είναι δύσκολο να κρατήσετε μια σύζυγο που όλοι θαυμάζουνε κι αν κανείς δεν τη θαυμάζει, είναι δύσκολο να ζήσετε μαζί της“.
     Ένας από αυτούς τους περισπασμούς πήρε σχήμα στο Courts of Love, όπου η πλήττουσα αλλά λάτρις της λογοτεχνίας πυργοδέσποινα, συζήτησε ευαίσθητα προβλήματα συμπεριφοράς που σχετίζονται με τη καρδιά. Ο μινστρέλ στο κάστρο της κυρίας, από τη πλευρά του, όχι μόνο τραγούδισε για τη διασκέδασή της, αλλά της έδωσε κι έμπρακτη… αφορμή να μη βαριέται και να μελαγχολεί πια τόσο.. Κάποιος θα φανταζόταν ότι οι χειρισμοί του δεν ήταν πάντοτε υπολογισμένοι για να πετύχει το σκοπό τους. Από τέτοιες συζητήσεις όπως αυτές κι από συμπεριφορά όπως αυτή, δημιουργήθηκε ένας τύπος έρωτα που ήταν ιδιότυπος τη περίοδο κείνη. Δεδομένου ότι οι εραστές δεν ήτανε δεσμευμένοι στη γλυκειά και κοινή ένωση των παιδιών και του σπιτιού, καθώς στο πλευρό της κυρίας όλοι ήταν χαριτωμένοι και χωρίς χρέη, έβλεπαν άλλες μπάντες για να τις ενώσουν μαζί. Αυτοί βρήκαν ένα σύστημα αφοσίωσης, σιωπής και πιστότητας, που προσδίδει αξιοπρέπεια στις σχέσεις τους. Αυτές οι αρετές που παρθήκανε τόσο στα σοβαρά ώστε βρίσκουμε τη Chatelaine of Vergi να πεθαίνει επειδή πίστευε ότι ο εραστής της είχε προδώσει την εμπιστοσύνη της. Ο μεσαιωνικός ρομαντικός εξέταζε τέτοιες καταστάσεις με χαρά και λύπη, αλλά για όλες τις αρετές τους δεν πρέπει να τις χλευάσουμε με λόγια. Αυτή η τιμή είχε τις ρίζες της στην ατιμία και το μέτρο της ενοχής τους ήταν ότι καθυστέρησαν την ηθική πληρωμή.
     Σήμερα θα εμφανιστεί ο μεγαλύτερος από όλους τους ποιητές του Μεσαίωνα, για να διδάξει μια διαφορετική μόδα αφοσίωσης. Ήταν μια αγάπη που δεν επιζητούσε καμμία επικοινωνία με το αντικείμενο της, ούτε ομιλία ούτε αγκαλιά. Ήταν αρκετό για τον Ντάντε να σκεφτεί την Beatrice από μακρυά, όπως κάποιος μπορεί να γονατίσει στην εικόνα ενός αγίου. Δεν λέω ότι μια τέτοια αγάπη -τόσο πνευματική και τόσο απομακρυσμένη- θα είναι ποτέ δυνατή για τους άντρες. Δεν ήταν αρκετό ούτε για τον Dante, για όλους τους τεράστιους ηθικούς του νόμους. Η ανθρώπινη αγάπη πρέπει πάντα κι αναπόφευκτα να βασίζεται σε μια φυσική βάση. Αλλά η καυτή πτώση του ιδεαλισμού που συνέβαλε ο Ντάντε στο πάθος του Μεσαίωνα κατέστησε δυνατή την αγάπη για την οποία τώρα και πάλι καταλαβαίνουμε την ένωση των επιλεγμένων φύσεων. Κι ότι ο σπόρος μιας τέτοιας ανθοφορίας μπορεί να μεταφερθεί στον κόσμο, είναι μια από τις πιο δίκαιες ελπίδες και δυνατότητες της ανθρώπινης φυλής.

            Το Μεγάλο Μπρετόν-Λαι Της Μαρί Ντε Φρανς

Εισαγωγή

     Στον Πρόλογό της η Μαρί μας παρουσιάζεται και μας προετοιμάζει για το έργο που θα ακολουθήσει. Στο σημείο που αναφέρει τον Πρίσκιαν -οφείλω να πω πως πρόκειται για το Λατίνο Priscianus Caesariensis που έμεινε πιο γνωστός με το σκέτο Priscian, ήτανε γραμματικός και λόγιος και συγγραφέας του Institutes of Grammar, που στάθηκε σαν ένα στάνταρντ βιβλίο βοηθείας για τις σπουδές των λατινικών κατά το μεσαίωνα κι άρα από κει τονε γνώρισε κι η Μαρί, πράγμα που επίσης υποδεικνύει και τις σπουδές της- πως δεν είπεν ακριβώς αυτό που αναφέρει στη παραπομπή της εκείνη, μα τέλος πάντων.

          Περιεχόμενα

       I. PROLOGUE
     II. THE LAY OF GUGEMAR
    III. THE LAY OF THE DOLOROUS KNIGHT
    IV. THE LAY OF ELIDUC
     V. THE LAY OF THE NIGHTINGALE
   VI. THE LAY OF SIR LAUNFAL
 VII. THE LAY OF THE TWO LOVERS
VIII. THE LAY OF THE WERE-WOLF
   IX. THE LAY OF THE ASH TREE
    X. THE LAY OF THE HONEYSUCKLE
   XI. THE LAY OF EQUITAN
  XII. THE LAY OF MILON
 XIII. THE LAY OF YONEC
 XIV. THE LAY OF THE THORN
  XV. THE LAY OF GRAELENT
 XVI. A STORY OF BEYOND THE SEA
XVII. THE CHATELAINE OF VERGI

      —— 0000==^==0000—–

               Πρόλογος

Αυτός, που ο Θεός του έχει δώσει
το δώρο της γραφής και της λαλιάς,
δεν πρέπει σε βαρέλι να το χώσει,
αλλά στα έξω να το βγάζει μονομιάς.

Σαν ο καθείς ακούσει για καλό,
τότε αυτό ανθίζει χαρωπά
κι όταν το επαινούνε δυνατά,
τούτο το άνθος δίνει και καρπό.

Ο Πρίσκιαν γράφει πως οι Αρχαίοι
σκόπιμα γράφουν στα κιτάπια τους
πράγματα ωφέλιμα, που οι νέοι
θα βρουν και θα τα κάμουνε κομμάτια τους.

Οι πριν φιλόσοφοι πεισμένοι
πως η αλήθεια λευτερώνει
κι έκαστος πρέπει να τη ψάχνει
‘κεί ακριβώς που ‘ναι κρυμμένη.

Δεν ωφελούσε να κρατήσουν γνώση
για πάρτη τους, τέτοιο χρυσάφι
ο κόσμος να το ‘ξαργυρώσει
και να προσθέσει, και να μάθει.

Αυτοί οι νιοι αναγνώστες κάνουνε
παλιά γραπτά να ξαναλάμπουνε,
βάζοντας το δικό τους μερδικό
βελτιώνοντάς το με καινούριο υλικό.

Γι’ αυτό όποιος θέλει ασφαλής να μείνει
από τον κόσμο, να ‘βρει μια νέα ασχολία.
Να ψάξει και να μάθει, ό,τι κι αν γίνει,
και να κινήσει γράφοντας βιβλία.

Τότε το πρόβλημα αυτό παραμερίζει,
σαν το κακό το γείτονα. Και πρώτη εγώ
τη θλίψη διώχνω, και αμέσως ξεκινώ
μιαν ιδέα που πολύ με τριγυρίζει.

Να μεταφράσω απ’ τα λατινικά μια καλή
που ‘χα ακούσει, ιστορία ρομαντική
μα σκέφτηκα πως μάταιον είναι επειδή
την είχαν γράψει πριν από εμέ πολλοί.

Τότε σκέφτηκα τρουβέρους και τα λαι τους
που άκουγα μικρότερη και μου αρέσαν τόσο.
Για μένα γράφτηκαν και για τη μνήμη
κι εγώ σ’ ενα μπρετόν-λαι θ’ αποδώσω.

Δεν είχα πια καμμιάν αμφιβολία:
και κείνοι ακούσανε κάπου την ιστορία
και τηνε τραγουδήσανε στο κόσμο,
να μαθευτεί, να ακουστεί κι εγώ θα μετανιώσω,

αν δεν τη στήσω αφού την αποδώσω.
Έχω ακούσει μύρια, και λέω μοναχή μου,
να τα ‘πιστρέψω ζωντανά στο κόσμο,
αφού τους βάλω και τη ρίμα τη δική μου.

Πολλά, ο ένας ο μινστρέλ και για πολλές ημέρες
στ’ αυτί μου έψαλλε γλυκά, τα λαι της στράτας.
Κι εγώ λοιπόν τα έφκιασα, τους έβαλα και ρίμα
κι ας τρεμοπαίζαν τα κεριά στου ξενυχτιού τη λίμα.

Γιατί μπορούσα! Τα ‘κανα στη κάμαρά μου μόνη,
τα πάσχισα, τα δούλεψα, ξαγρύπνησα για ‘κεινα,
μη σβήσουνε στα τρίστρατα, στης λησμονιάς τη σκόνη,
παρά ν’ ανθίσουνε κι αυτά σαν τα λευκά τα κρίνα.

Και όλ’ αυτά για σένα Βασιλιά μου ευγενή
που η ισχύς σου κάνει τον κόσμο ν’ αντηχεί.
Κι από τη διάτα σου όλες πηγάζουν οι χαρές
και στη μεγάλη σου καρδιά φωλιάζουν αρετές.

Για ‘σέ ανέλαβα το λαι, να το συνθέσω,
να στο προσφέρω δώρο ρυθμικό μου.
Απέραντη χαρά μου θα προσθέσω,
αν το δεχτείς το δώρο το δικό μου,

θα ‘μαι χαρούμενη για πάντα και μια μέρα!
Κι όχι δεν είν’ η έπαρση, αμαρτία μου,
Μα δες! Τα λαι ξεκίνησαν για πέρα,
μείνε κοντά κι άκου την ιστορία μου… 

     Κλείνω τώρα αναφέροντας το άτομο που με βοήθησε πολύ στις μεταφράσεις: Ελένη Παππά.

==============================================================

9). CHRISTINE DΕ PISAΝ
Κριστίν Ντε Πιζάν Ιταλία επιστήμων,

φιλόσοφος, μουσικός, συγγραφέας, ηγουμένη

     Η Ντε Πισάν κέρδιζε τα προς το ζην με τη συγγραφή κειμένων, στις αρχές του 15ου αι. Έγραψε τουλάχιστον 12 βιβλία και 10 έργα σε έμμετρη γραφή. Πολλές διδακτορικές διατριβές του 20ου αιώνα μελέτησαν τα έργα της. Παρά το γεγονός ότι δεν θεωρείται επιστήμονας είναι γνωστή σε πολλούς τομείς. Ένα από τα πιο γνωστά έργα της λέγεται “Η πόλη των γυναικών”. Αυτό το βιβλίο, το οποίο είναι επίσης μεταφρασμένο και στα ελληνικά περιγράφει αφενός την προσωπική της ιστορία της αλλά και η ιστορία όλων των γυναικών. Στο βιβλίο αυτό εξυμνεί μια πόλη η οποία θα διοικείται από χρηστούς ηγεμόνες, κατά το παράδειγμα του Πλάτωνα, με τη διαφορά ότι στην εξουσία θα είναι γυναίκες.
     Η Κριστίν ντε Πιζάν (1364 – 1430) ήταν Ιταλίδα συγγραφέας του ύστερου Μεσαίωνα. Υπηρέτησε ως αυλική συγγραφέας για αρκετούς δούκες (Λουδοβίκο Α’ της Ορλεάνης, Φίλιππο Β’ της Βουργουνδίας και Ιωάννη Β’ της Βουργουνδίας) και τη γαλλική βασιλική αυλή στη διάρκεια της βασιλείας του Καρόλου ΣΤ’ της Γαλλίας. Θεωρείται η 1η Ευρωπαία επαγγελματίας λογοτέχνις. Στην εποχή της ήτανε πολύ γνωστή κι είχε μεγάλη φήμη.

     Γεννήθηκε στη Βενετία αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας και της ενηλικιότητάς της στο Παρίσι και αποσύρθηκε μετά στο Αββαείο του Πουασύ. Παντρεύτηκε το 1380 και χήρεψε 10 έτη μετά. Ώθηση να γράψει έδωσε το γεγονός ότι χρειαζότανε χρήματα για να θρέψει τον εαυτό της και τα τρία παιδιά της.
     Γεννήθηκε στη Βενετία. Ήτανε κόρη του Τομάσο ντι Μπενβενούτο ντα Πιζάνο που ήτανε γιατρός, αστρολόγος και σύμβουλος του Καρόλου Ε’ της Γαλλίας. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα της, η Κριστίν είχε τη τύχη να μεγαλώσει μέσα σε περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα και με πρόσβαση στην γνώση, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για μία γυναίκα εκείνη την εποχή. Ο πατέρας της, που ήταν ένας μορφωμένος και πολυπράγμων άνθρωπος, φρόντισε να εκπαιδεύσει σφαιρικά την Κριστίν και της έδωσε πρόσβαση στην βιβλιοθήκη του παλατιού που περιλάμβανε βιβλία σχετικά με λογοτεχνία, ιστορία, αστρολογία, αλλά και επιστήμες, θρησκεία και φιλοσοφικά έργα. Η Κριστίν έμαθε να μιλάει διάφορες γλώσσες και εντρύφησε στον Ανθρωπισμό της πρώιμης Αναγέννησης. Παρά την εκτενή της μόρφωση δεν εργάστηκε γιατί αυτό ήταν κάτι σχεδόν αδύνατο για γυναίκα κείνης της εποχής. Αντίθετα, έκανε εκείνο που θεωρούνταν επιβεβλημένο για γυναίκα και μοναδική διέξοδο καταξίωσης. Παντρεύτηκε σε ηλικία 15 ετών κάποιον αξιωματούχο του παλατιού και έκανε 3 παιδιά, ένα από τα οποία πέθανε πολύ μικρό.
     Το 1389, όμως, ο άντρας της πέθανε από πανώλη κι η Κριστίν έμεινε χήρα σε ηλικία 25 ετών με 3 παιδιά χωρίς καμμία πηγή εισοδήματος. Επιπλέον, βρέθηκε με το δυσβάσταχτο βάρος των χρεών που είχε αφήσει ο σύζυγός της καθώς και με την υποχρέωση να φροντίζει τη μητέρα της και την ανηψιά της. Αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της προσπάθησε να εισπράξει κάποια χρήματα που άνηκαν σε κείνον όπως κι ορισμένους μισθούς που του οφείλονταν, αλλά η νομοθεσία της εποχής, που ήταν εξαιρετικά άδικη για τις γυναίκες, δεν προέβλεπε την είσπραξη χρημάτων από χήρα παρά το γεγονός ότι τα δικαιούνταν. Αντί να πάρει τα δεδουλευμένα του συζύγου της, λοιπόν, έμπλεξε σε σειρά από χρονοβόρες, πολύπλοκες και ψυχοφθόρες νομικές διαδικασίες μετά από τις μηνύσεις που δέχτηκε από τον αρχιεπίσκοπο του Σενς και τον βασιλικό σύμβουλο Φρανσουά Σαντεπρίμ που αρνούνταν να τις δώσουν τα χρήματα που της ανήκαν.
     Προκειμένου, λοιπόν, να επιβιώσει κείνη κι η οικογένειά της, αναγκάστηκε να εργαστεί παρά το γεγονός ότι αυτό ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο για γυναίκα κείνης της εποχής. Χρησιμοποίησε τις γνώσεις της, την μόρφωσή και τις εξαιρετικές λογοτεχνικές της ικανότητες για να βγάλει τα προς το ζην και έγινε μία από τους πρώτους επαγγελματίες συγγραφείς της Ευρώπης. Πλούσιοι ευγενείς άρχισαν να δείχνουν την προτίμησή τους σε αυτή την συγγραφέα που ήταν ταυτόχρονα εξωτική καθώς οι γυναίκες συγγραφείς ήταν κάτι εξαιρετικά σπάνιο, αλλά εξαιρετικά και ικανή και άρχισαν να της αναθέτουν ερωτικά ποιήματα και βιογραφίες. Οι ικανότητές της ήταν τέτοιες που πολύ σύντομα εξασφάλισε μία θέση στην αυλή της Ισαβέλλας της Βαυαρίας, της βασίλισσας της Γαλλίας. Πολύ σύντομα απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη και συχνά την συνέκριναν με το Βιργίλιο και τον Κικέρωνα λόγω των τεχνικών ικανοτήτων της αλλά και της ευφυΐας που διαφαινόταν μέσα από το έργο της.
     Συνέγραψε σειρά από δημοφιλή ποιήματα και κείμενα που την έκαναν γνωστή στην Ευρώπη ως σημαντική συγγραφέα της εποχής της καθώς και σειρά από εγχειρίδια για πρίγκηπες στα οποία μελετούσε τον πιο κατάλληλο τρόπο εκπαίδευσης για μελλοντικούς ηγεμόνες. Καθώς περνούσαν τα χρόνια άρχισε να γράφει πιο βαθιά και φιλοσοφημένα κείμενα που ήταν λιγότερο δημοφιλή στο ευρύ κοινό αλλά θεωρούνται μέχρι και σήμερα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά αριστουργήματα και την καταξίωσαν ως μία από τις μεγαλύτερες λογοτέχνες της εποχής της. Η φήμη της ως λόγιος της επέτρεψε να επεκταθεί και πέρα από τη βασιλική αυλή και να καθιερωθεί ως συγγραφέας που ασχολήθηκε με την θέση των γυναικών στην κοινωνία.

     Τη περίοδο 1401-2 συμμετείχε στη λεγόμενη “διαμάχη των ρόδων” που ήταν μια λογοτεχνική συζήτηση σχετικά με διάσημο ποίημα του 13ου αι., το Ειδύλλιο Των Ρόδων (Romance Οf Τhe Rose) που μιλούσε για τον έρωτα στην αυλή του παλατιού. Για την ακρίβεια, ήταν εκείνη που ξεκίνησε αυτή την συζήτηση καθώς ήταν η 1η που παρατήρησε και κατέκρινε ότι ενώ το ποίημα παρουσιαζόταν σα ρομαντικό κείμενο που υποτίθεται εξυμνούσε τον έρωτα, στη πραγματικότητα παρουσίαζε τις γυναίκες της αυλής ως σεξουαλικά ακόρεστες κι ανήθικες κι έκανε γενικεύσεις που συκοφαντούσαν όλο το γυναικείο φύλο χρησιμοποιώντας μάλιστα εξαιρετικά προσβλητικές και χυδαίες εκφράσεις.
     Πολύ σύντομα η διαμάχη σχετικά με το Ειδύλλιο των Ρόδων ξεπέρασε το συγκεκριμένο κείμενο και μετατράπηκε σε διαμάχη σχετικά με τη γενικότερη απεικόνιση των γυναικών στην λογοτεχνία της εποχής. Η αρνητική και συκοφαντική παρουσίαση των γυναικών δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για τα κείμενα του μεσαίωνα, αλλά ελάχιστες φωνές ακούγονταν που κατέκριναν αυτή την άδικη πρακτική. Ειδικά οι ίδιες οι γυναίκες που δεν είχαν την δυνατότητα να μορφωθούν και πολύ περισσότερο να κατακτήσουν κάποια θέση επιρροής από την οποία θα μπορούσαν να ασκήσουν την πιο σχετική κριτική, ήταν αδύνατον να φέρουν οποιαδήποτε αντίρρηση. Η Κριστίν ντε Πιζάν, όμως, ήταν μία γυναίκα που κατείχε μία τέτοια θέση από την οποία μπορούσε να μιλήσει και να εισακουσθεί και αυτό ακριβώς έκανε. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ την χαρακτήρισε ως “τη 1η γυναίκα που ύψωσε τη πέννα της για να υπερασπιστεί το φύλο της“. Αυτή η διαμάχη καθιέρωσε τη Κριστίν ντε Πιζάν σα γυναίκα λόγιο που επέβαλλε την άποψή της στον αντροκρατούμενο λογοτεχνικό κόσμο της εποχής.

     Το πιο γνωστό της έργο είναι το Trésor de la cité des dames που δημοσιεύθηκε το 1405 και μεταφράστηκε στα αγγλικά ως Η Πόλη των Κυριών (The City of Ladies) στο οποίο κατέγραφε τη ζωή και το έργο σημαντικών γυναικών της ιστορίας και της μυθολογίας. Σε αυτό το έργο εξετάζει επίσης τα αίτια για τις κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και περιλαμβάνει συμβουλές προς τις γυναίκες σχετικά με το πως θα μπορούσαν να αυξήσουν την μόρφωσή τους και να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση. Η Κριστίν ντε Πιζάν, που ήταν ιδιαίτερα τυχερή η ίδια και μπόρεσε να λάβει εκτενή μόρφωση, αναγνώριζε όχι μόνο την σημασία της μόρφωσης γενικά αλλά και την σημασία της για τις γυναίκες και την κοινωνική τους θέση. Στο έργο της υποστήριζε ότι ήταν δικαίωμα των γυναικών να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση και την μόρφωση και να μπορούν να χρησιμοποιούν τα ταλέντα τους και τις ικανότητές τους προς όφελος δικό τους και την κοινωνίας. Οι γυναίκες μέσω της μόρφωσης μπορούσαν να γίνουν εξαίρετοι πολίτες που θα ήταν σε θέση να αναγνωρίζουν τη διαφθορά στη πολιτική. Η Κριστίν ντε Πιζάν, απαντώντας σε όσους θεωρούσαν περιττή την μόρφωση των γυναικών λόγων αδυναμιών του φύλου τους και της διάνοιάς τους, έγραψε χαρακτηριστικά στο πρόλογο της Πόλης των Κυριών:

   “Αν συνηθίζαμε να στέλνουμε τα νεαρά κορίτσια στο σχολείο και να τους μαθαίναμε τα ίδια αντικείμενα που μαθαίνουμε στα αγόρια, θα μάθαιναν εξίσου καλά και θα κατανοούσαν τις τέχνες και τις επιστήμες. Ίσως μάλιστα να τις κατανοούσαν και καλύτερα γιατί όπως το σώμα των γυναικών είναι πιο απαλό από εκείνο των αντρών, έτσι κι η διάνοιά τους είναι πιο οξυμένη“.

     Σήμερα η Πόλη Των Κυριών θεωρείται έν από τα πιο βασικά φεμινιστικά κείμενα κι αποτελεί πηγή για όσους πιστεύουνε πως οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν ίσες εκπαιδευτικές δυνατότητες με τους άντρες. Την εποχή της όμως δέχτηκε τεράστια επίθεση από κείνους που αισθάνονταν ότι απειλούνται από την ιδέα και τη κατηγόρησαν ότι είχε αντιγράψει από ένα παλιότερο έργο του Βοκάκιου που λεγόταν De claris mulieribus. Αυτή η κατηγορία όμως, διαψεύσθηκε πολύ γρήγορα. Το τελευταίο της έργο ήταν το Λόγος Περί Της Ζαν ντ΄ Άρκ (Ditie de Jehanne dArc) στο οποίο ευλογούσε τη διάσημη ηρωίδα Ιωάννα της Λωραίνης.
     Το 1415 ξέσπασε ο 100ετής Πόλεμος από τον οποίο η Γαλλία βγήκε ηττημένη. Αυτή η εξέλιξη επηρέασε σημαντικά τη Κριστίν ντε Πιζάν κι αποφάσισε να αποσυρθεί σε μονή. Εκεί έγραψε και το Λόγος Περί της Ζαν ντ΄ Άρκ το 1429. Τελικά απεβίωσε στο μοναστήρι κάποια στιγμή μεταξύ του 1430 και του 1431.

     Η Κριστίν ντε Πιζάν σήμερα θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λόγιες του μεσαίωνα και μία από τις πιο αξιοσημείωτες φεμινίστριες όλων των εποχών. Το έργο της άνοιξε νέους ορίζοντες για τις γυναίκες που ήθελαν να διεκδικήσουν μία θέση στην λογοτεχνία, έδωσε φωνή στους υπέρμαχους της ίσης εκπαίδευσης αντρών και γυναικών και στιγμάτισε την κοινή μεσαιωνική πρακτική της συκοφάντησης των γυναικών στην λογοτεχνία. Επίσης είναι γνωστή για τη συνήθειά της να προωθεί το έργο άλλων γυναικών και να συνεργάζεται μαζί τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλές φορές φρόντισε να κάνει ειδική αναφορά στα έργα της σε μία εικονογράφο το όνομα της οποίας έχει σήμερα χαθεί και την γνωρίζουμε μόνο ως Αναστασία. Η Κριστίν ντε Πιζάν έγραψε ότι η Αναστασία ήταν η πιο ταλαντούχα εικονογράφος της εποχής της.
     Το καλλιτεχνικό έργο της Τζούντι ΣικάγοΤο Δείπνο, περιλαμβάνει σερβίτσιο με τ’ όνομα της.

======================================================================

10). LOUISE LABE
Λουίζ Λαμπέ, Γαλλία, ποιήτρια συγγραφέας

     Η Λουίζ Σαρλίν Περέν Λαμπέ (Louise Charlin Perrin Labé, 2 Γενάρη 1524 – 25 Απρίλη 1566), γνωστή και ως La Belle Cordière (“Η Ωραία Σχοινοποιός”) από τη δουλειά του πατέρα της, ήτανε Γαλλίδα ποιήτρια της Αναγέννησης, κόρη του πλούσιου σχοινοποιού Πιερ Σαρλί και της 2ης συζύγου του, Ετιενέτ, που ξεκίνησε επιχείρηση στη rue de l’Arbre sec, στη βάση του λόφου Saint Sébastien στη Λυών. Όταν η 1η του σύζυγος πέθανε το 1515, παντρεύτηκε την Etiennette Roybet κι απέκτησε 5 παιδιά: Barthélemy, Francois, Mathieu, Claudine και Louise. Εικάζεται ότι η Louise γεννήθηκε κάποια στιγμή μεταξύ του γάμου του πατέρα της το 1516 και του θανάτου της μητέρας της το 1523 Το λογοτεχνικό έργο της ήτανε περιορισμένο, αλλά ευρέως αναγνωρισμένο ως ένα από τα σημαντικώτερα του αναγεννησιακού λυρισμού.
    Γεννήθηκε στη Λυών 2 Γενάρη 1524. Τα έργα της είναι σαφώς επηρεασμένα από τους: Πιέτρο Μπέμπο, Πετράρχη & Τζάκοπο Σαννατσάρο. Το προσωνύμιό της προήλθε από το επάγγελμα του πατέρα της αλλά και του συζύγου της, καθώς το 1540 παντρεύτηκε έναν επίσης σχοινοποιό. Σε πεζό λόγο έγραψε το έργο Διάλογος Της Τρέλας Και Του Έρωτα. Ήτανε πολύ γνωστή για την ομορφιά, τη μόρφωση και τις ικανότητές της στην ιππασία και τη ξιφασκία κι ίσως είχεν όντως σχέση με τον Ολιβιέ ντυ Μαγνύ (1529-1561). Πέθανε στο Παρσιέ-αν-Ντομπ (Parcieux-en-Dombes), 25 Απρίλη 1566 κι αυτή νέα, μόλις στα 42 της. ΥΓ δικό μου: Θυμίζει πολύ την Εμιλί Ντυ Σατλέ!

     “H μεγαλύτερη φεμινίστρια ποιήτρια της γαλλικής Αναγέννησης“, σύμφωνα με το Φρανσουά Ριγκολό, που προλογίζει τα Άπαντά της, γιατί το έργο της το απηύθυνε ή το αφιέρωσε σε γυναίκες, ζητώντας τη κατανόησή τους και προτρέποντάς τις να γράψουν έργα καλλίτερα απ’ το δικό της κι όχι να περιορίζονται στους καθιερωμένους τους ρόλους που όριζε η κοινωνία των ανδρών. Κι ακόμη ανατρεπτική, μιας και με το έργο της προχωρά πιο μπροστά από τους άνδρες συγγραφείς της εποχής της και τους παλαιότερους. Ενώ δηλαδή ως τότε η γυναίκα ήτανε το αντικείμενο του πόθου, η ερωμένη και παθητική ύπαρξη, όπως η Λάουρα του Πετράρχη, στη Λαμπέ γίνεται ο εκφραστής κι ο διεκδικητής μέρους του πάθους στον έρωτα. Αυτή τη πλευρά της υπερθεμάτισε κι η σύγχρονη αμερικανική κριτική.
     Είναι σχεδόν άγνωστη στη χώρα μας. Αν και θεωρείται Σαπφώ της Γαλλίας, η πιο διάσημη γυναίκα ποιήτρια της Αναγέννησης και μία από τις 1ες χειραφετημένες γυναίκες, εν τούτοις ελάχιστα έχουνε γραφτεί γι’ αυτήν είτε από άντρες είτε (κυρίως) από γυναίκες. Οι πηγές αναφέρουν ότι ήταν εκπάγλου καλλονής, ότι θαύμαζε τον τύπο της γυναίκας-αμαζόνας κι ότι, κόρη σχοινοποιού η ίδια, αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν συνάδελφο του πατέρα της περίπου 30 έτη μεγαλύτερό της, γεγονός που εξήψε έτι περαιτέρω τον ερωτικό της πόθο για ένα νεαρό πολεμιστή που ερωτεύτηκε παράφορα και στον οποίο απευθύνει σχεδόν όλα τα ερωτικά της ποιήματα. Σε νεαρή ηλικία ντύθηκε άντρας και κατατάχθηκε ως λοχαγός στα στρατεύματα του Φραγκίσκου A’ στη Ρουσιγιόν. Διάφοροι θρύλοι συνοδεύουνε τη ζωή της με κυριώτερον εκείνο που την εμφανίζει ως Εταίρα της Λυών.

     Ένα επιπλέον στοιχείο ενδεικτικό του δυναμισμού και της πρωτοπορίας Λαμπέ είναι η παράκαμψη της ταπεινής καταγωγής της ως σχοινοποιού (κόρη και σύζυγος) κι η διείσδυσή της, χάρη στο έργο της, στους κύκλους των γραμμάτων της εποχής της στη Λυών. Συγκαταλεγόταν ανάμεσα σε άλλες ερωτευμένες γυναίκες όπως η Ελοΐζ, η Σαπφώ, η Μπεττίνα, η Γκάσπαρα Στάμπα, η Μαριάννα Αλκοφοράντο, γυναίκες που για διάφορους λόγους η καθεμία δεν είχαν επιτύχει στον έρωτα. Κι αυτές τις γυναίκες, ο Ρίλκε τις τοποθετεί πάνω απ’ τους ήρωες και τους αγίους, όπως συνάγεται από τις Σημειώσεις του στον Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε. Στη Λαμπέ αναφέρεται κι ο Φάνης Κωστόπουλος, που τη θεωρεί το 2ο μεγάλο όνομα της Σχολής της Λυών, που ‘γραψε τα πιο φλογερά ποιήματα στη γαλλική ποίηση, θαυμάσιους ερωτικούς στίχους, σκανδαλίζοντας τη σεμνότυφη κοινωνία της Λυών.
     Λόγω της εκρηκτικής προσωπικότητάς της, αν και κατώτερης κοινωνικής τάξης, είχε διεισδύσει στον κύκλο της γραμμάτων της Λυών κι είχε στη συντροφιά της εστεμμένες, πριγκήπισσες και κόμισσες. Στο Λεξικό των διασήμων γυναικών παρουσιάζεται ως γυναίκα με έντονο πάθος που της αρέσανε τα όπλα, τ’ άλογα, οι ξένες γλώσσες και το διάβασμα. Φυσικά έγινε θρύλος, πολέμησε πλάι στον αγαπημένο της στη πολιορκία Περπινιάν, εναντίον των Ισπανών, πήρε μέρος σε τουρνουά παρουσία του βασιλιά Ερρίκου Β’, συγκέντρωσε γύρω της σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Όπως ήταν επίσης φυσικό, έστρεψε εναντίον της τους συντηρητικούς μεταξύ των οποίων και τον Καλβίνο, που τη θεωρούσε πόρνη πολυτελείας. Ωστόσο έμεινε γνωστή όχι για τη προσωπική της ζωή αλλά για το έργο και τη γνώση των ποιητικών της τρόπων. Ήταν επίσης πολύ γνωστή για την ομορφιά, τη μορφωση, γνώριζε την ελληνική, την ιταλική και την ισπανική γλώσσα, είχε μελετήσει μουσική και τις ικανότητές της στην ιππασία και τη ξιφασκία.

     Έργα της είναι 2 πεζά και 2 ποιητικά. Τα πεζά είναι: Η Επιστολή προς τη δεσποινίδα Clémence de Bourges, Lyonnaise. Πρόκειται για μια επιστολή με φεμινιστικό και ουμανιστικό χαρακτήρα, που θυμίζει Έρασμο και Ραμπελαί κι είναι παρότρυνση προς την Clémence να μη θυσιάσει τα πνευματικά της προσόντα αλλά ν’ ασχοληθεί με τα Γράμματα και ν’ αφήσει τους γνωστούς ρόλους που ‘χει επιβάλει η ανδροκρατική κοινωνία για τις γυναίκες. Βεβαίως η επιστολή απευθύνεται προς κάθε γυναίκα της Λυών. Η Αντιδικία Τρέλλας & Έρωτα έργο σημαντικό ανάμεσα στα κωμικά έργα της Αναγέννησης που παραπέμπει σε πηγές όπως είναι το Συμπόσιο του Πλάτωνα, η Θεογονία του Ησιόδου, οι Μεταμορφώσεις του Οβιδίου κι αφορά τη πάλη ανάμεσα σε αρσενικό και θηλυκό. Κι αυτού του πεζού αντανακλάσεις έχουμε σε νεώτερους ποιητές όπως είναι ο Δάντης, ο Πετράρχης, ο Φιτσίνος, ο Βοκκάκκιος, ο Έρασμος, ο Λαφοντέν. Εδώ χρησιμοποιεί τις τεχνικές της ρητορικής του 16ου αι.. Η γραφή, λέει, είναι απόλαυση αισθητική και πνευματική, διότι μέσω αυτής επιστρέφουν οι βιωμένες εμπειρίες και γίνονται αφορμή για νέες. Με το γράψιμο, ανακαλείς τις απολαύσεις των συναισθημάτων και των άλλων ηδονών αφού η πιο μεγάλη ευχαρίστηση μετά τον έρωτα είναι να μιλάς γι’ αυτόν.
     Τα ποιητικά της έργα αποτελούνται από 3 ελεγείες, με 100 στίχους η καθεμιά κι 24 Σοννέττα. Οι Ελεγείες είναι διαποτισμένες από το καταστροφικό πάθος του έρωτα που οδηγεί στη τρέλλα. Τα 24 Σοννέττα, εκφράζουν αισθησιακό πάθος συνδυασμένο με λεπτότητα και χάρη κι όλα εκδοθήκανε 1η φορά το 1555. Πηγή αυτού του έργου είναι οι παραπονεμένες, λόγω αποτυχημένων ερώτων, ηρωίδες του Οβιδίου αλλά κι οι ελεγειογράφοι Τίβουλος και Προπέρτιος. Κύριο χαρακτηριστικό τους ο εσωτερικός μονόλογος, μ’ έμφαση στη κυκλοθυμική συμπεριφορά της εγκαταλελειμμένης ερωμένης, που δεν είναι η εξιδανικευμένη Λάουρα αλλά μια γυναίκα που διεκδικεί, καταφέρεται εναντίον του εραστή, ζητά συγγνώμη, παρακαλεί. Στο έργο που θυμίζει τους ποιητές του Χρυσού αιώνα της Γαλλίας, ο Ριγκολό επισημαίνει αναλογίες της 1ης ελεγείας με την Αταλία του Ρακίνα. Στα ελληνικά έχει κυκλφορήσει σε μετφρ. Κούλη ΑλέπηΛουΐζ Λαμπέ: 24 Σοννέτα, 1961.

     Γενικά, παρατηρείται η συνύπαρξη του Έρωτα, ως πλατωνική αρμονία του κόσμου, με το χάος. Πίσω, όμως από αυτή τη σύγκρουση ελλοχεύει η διαμάχη της εποχής ανάμεσα σε κείνους που ασπάζονται την ισότητα των φύλων και στους αρνητές τους. Στο 14ο σοννέττο αναδεικνύεται το προσωπικό εγώ μόνο μέσα από τη πάλη με τον άλλο. Κι όπως με πάθος υποστηρίζει η Λαμπέ: “Οι άνθρωποι που διπλώνονται στον εαυτό τους και ζούνε μίζερη ζωή χωρίς έρωτα είναι λυκάνθρωποι“. Κι ακόμη: “Η ερωτική τρέλλα με τη καθολικότητά της δεν αφήνει τα όντα (γυναίκες κι άντρες) να στεγνώσουνε, τα ξυπνά, τα κάνει ν’ ανθίσουν“. Η γλώσσα της είναι γλώσσα της τρέλλας, της ιερής, που είναι έξαρση της συγκίνησης και του φαντασιακού στη καλλιτεχνική δημιουργία, τρέλλας που ελευθερώνει από τη λογική κι οδηγεί έξω από τον εαυτό. Βγαίνοντας μες από τη γραφή και μες από τον εραστή, η ποιητική περσόνα βλέπει το δίδυμό της. Οι φράσεις: “Η τρέλλα και μόνο κάνει τη ζωή να πηγαίνει μπρος“, “Όταν θα πάψω να είμαι ερωμένη, μόνον ο θάνατος θα ‘χει θέση σε μένα” & “Το τραγούδι κι η αρμονία είναι το αποτέλεσμα και το δείγμα του τέλειου Έρωτα“(!!!), είναι ψηφίδες από το πολύχρωμο ψηφιδωτό της προικισμένης προσωπικότητάς και του φλογερού ταμπεραμέντου της: “Τώρα που η μανία μου η θεϊκή / Γεμίζει τη γενναία μου καρδιά μ’ ορμή/ Μ’ εμπνέει να τραγουδώ … / Γλυκό δοξάρι απάλυνε της φωνής μου τις χορδές» (Ελεγεία Ι), «Μόνο εσύ είσαι όλη μου η δυστυχία κι όλα μου τα αγαθά/ Τα πάντα έχω με σένα, χωρίς εσένα τίποτα» (ελεγεία ΙΙ). «… η καρδιά μου είναι στου Έρωτα το χέρι» (Ελεγεία ΙΙΙ).
     Αν ο Ρίλκε την ανεβάζει στο βάθρο των ηρωίδων, οι ποιητές που της αφιερώσανε ποιήματα την ανεβάζουνε στο βάθρο των μυθικών προσώπων θεών, ημίθεων, μαγισσών, (π.χ. το 4ο ποίημα , σοννέττο) όπου η Λουίζ γίνεται θεά ή Σειρήνα, αλλού παραμερίζεται η ομορφιά της Μέδουσας από εκείνη της Λαμπέ (6ο ποίημα, σοννέττο), στο 23ο ποίημα σε λατινικούς στίχους παρομοιάζεται -σε λάμψη, σοφία, δύναμη κι ομορφιά- με τα 7 άστρα του Ουρανού, τη Φοίβη-Σελήνη, το Φοίβο-΄Ηλιο, την Αφροδίτη (Venus), τον Ερμή, τον Άρη, τον Δία και τον Κρόνο, που σε τίποτε δεν τους υπολείπεται η ουράνια Μούσα, στο 24ο ποίημα μεταμορφώνεται σε Σεμίραμις, η ηρωική βασίλισσα που τη νίκησε ο έρωτας (αιμομικτικός προς τον γιο της Νινία) ή στη βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια, γιατί κι η Λουίζ είχε πάρει μέρος στη μάχη του Περπινιάν, όπως το ‘θελε η παράδοση. Και δεν είναι η ομορφιά της μόνο -αναφέρεται και δίπλα στην Ωραία Ελένη- ούτε η γενναιότητά της που την αποθεώνουν και τη καθιστούν μορφή αιώνια, όπως η Λάουρα του Πετράρχη ή η Ολίβ του Ντι Μπελαί. Κι οι σύγχρονοι τη βάζουνε πλέον, μετά από απουσία αιώνων, στα προγράμματα των Πανεπιστημίων στη Γαλλία, όπου από το 2005 και μετά φαίνεται ότι η Λαμπέ παίρνει οριστική θέση στη καρδιά της Λογοτεχνίας και κατακτά τον θρόνο που της ταιριάζει και που άμυαλοι άλλων εποχών της είχανε στερήσει.

               Σοννέττο VIII

Πεθαίνω, ζω και φλέγομαι και σβήνω αντάμα۬
παραζεσταίνομαι ενώ και ρίγος με κρατά ۬
σκληρή Ζωή, μα κι απαλή μου ‘ν’ αρκετά
λαχτάρες έχω και χαρές περίεργο το κράμα.

Την ίδια ώρα που γελώ ξεσπώ στο κλάμα,
και μες στο κέφι βάσανα νιώθω φριχτά۬
χάνω ό,τι ωραίο, μα και πάντα αυτό κρατά
ταυτόχρονα μαραίνομαι αλλά κι ανθίζω αντάμα.

Με τέτοια αστάθεια ο Έρως με τυλίγει
κι όταν την ευτυχία μου θαρρώ πιο λίγη,
δίχως να το σκεφτώ, είμ’ έξω απ’ την οδύνη.

Και όταν είμαι σίγουρη για τη χαρά μου,
και πως σε ώρα βρίσκομαι τη πιο γλυκειά μου,
στη πρώτη μου τη συμφορά με ξαναδίνει.

                 Σοννέττο ΧVΙΙΙ

Φίλα με πάλι, φίλα με ξανά, ξανά και πάλι:
Δώσ’ μου το απολαυστικώτερο φιλί σου
Το πιο ερωτικό σου δώσε μου φιλί σου,
καυτό θα στο γυρνώ κάρβουνο σε μαγκάλι.

Κουράστηκες στη θλίψη; Θα σε ξεκουράσω
ανταλλάσσοντας σου δέκα μεθυσμένα μου φιλιά
και δίνοντας και δέκα ακόμα πιο γλυκά φιλιά.
Δρέψε με απολαυστικά κι εγώ μες στη χαρά θα σ’ απολαύσω.

Τότε για μας τους δυο θα ‘ρθεί ζωή διπλή.
Καθένας για τον ίδιο και το ταίρι του θα ζει.
Άσε με αγάπη μου, να στοχαστώ άσκοπα σαν τρελλή:

Πάντα νιώθω δυσάρεστα, ζώντας περιορισμένη
και δε μπορώ, δε δύναμαι να γίνω ευτυχισμένη,
έξω απ’ τα όριά μου, ένα άλμα αν δεν βγαίνει.

=====================================================

11). OLYMPIA FULVIA MORATA
Ολυμπία Φούλβια Μοράτα, Ιταλία,
κλασσική φιλόλογος, λόγια, λογοτέχνις


Απεταξάμην, μια γυνή, εγώ,
του φύλου μου τα σύμβολα εδώ:
τ’ αργαλειού σαΐτες,
καλάθια και κλωστές.

Τον με χαρά γεμάτο, Παρνασσό,
ολάνθιστο με τα γιορντάνια, αγαπώ.
Άλλες γυρεύουν άλλα, οι γυνές,
εγώ όμως αυτά που πεθυμώ,
είν’ η περφάνεια μου κι οι ηδονές.


     Η Ολυμπία Φούλβια Μοράτα ήταν Ιταλίδα κλασσική λόγια, ουμανίστρια και ποιήτρια που είχεν αποκτήσει τεράστια φήμη στην Ευρώπη του 16ου αι. ως παιδί-θαύμα και λογοτεχνική ιδιοφυία ενώ την έχουνε πει θαύμα του αιώνα και τη πιο σημαντική γυναίκα του Γερμανικού Ανθρωπισμού του 1ου μισού του 16ου αι. Το παράδειγμά της οδήγησε στην άνθιση της γυναικείας λογοτεχνίας στην Ιταλία τον 16ο αι. και συνέθεσε αυτές τις παραπάνω γραμμές στα ελληνικά όταν ήταν στη 1η της εφηβεία. Για μια περίοδο περίπου 10 ετών, έπραξε όπως λέει το ποίημα της, αφήνοντας κατά μέρος τα γυναικεία καθήκοντα για την ευκαιρία να σπουδάσει κλασσικές γλώσσες και λογοτεχνία στο παλάτι της Ferrara. Ενώ τα 1α χρόνια της ήταν αφιερωμένα σε ανθρωπιστικές σπουδές, τα μετά τα περάσανε στην εξορία στη Γερμανία με τον προτεστάντη σύζυγό της. Οι ιστορικοί χαρακτηρίσανε τη ζωή της ως κλιμακούμενη αντίδραση πέρα απ’ τη κλασσική ανατροφή της, σε περίοδο θρησκευτικής μεταρρύθμισης με πολλαπλές εντάσεις.

     Γεννήθηκε στη Φερράρα το 1526, πατέρας της ήταν ο Fulvio Pellegrino Morato και μητέρα της σίγουρα λεγότανε Lucrezia (πιθανώς Gozi). Ο πατέρας της ήταν ουμανιστής καθηγητής που ‘χε διδάξει τους νεαρούς πρίγκιπες του δουκάτου του Este, ήτανε σε στενή επαφή με τους έφηβους της Ιταλίας κι η κόρη μεγάλωσε σε μιαν ατμόσφαιρα κλασσικής διδασκαλίας. Το 1532 η οικογένεια μετακόμισε για άγνωστους λόγους στη Βιτσέντζα όπου ο πατέρας της άρχισε να εργάζεται ως δάσκαλος λατινικών και να εκφράζει στα γραπτά και στις διαλέξεις του έντονα αντικληρικές απόψεις ενώ έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στους νέους στο σπίτι του διδάσκοντάς τους το έργο θρησκευτικών μεταρρυθμιστών όπως ο Λούθηρος, ο Καλβίνος κι ο Έρασμος. Αυτές οι δραστηριότητες τραβήξανε τις υποψίες τις Εκκλησίας και σύντομα κατηγορήθηκε ως αιρετικός. Προκειμένου να αποφύγει τις διώξεις πήρε την οικογένειά του κι επέστρεψε στη Φερράρα.
     Εκεί ο Φούλβιο τέθηκε υπό τη προστασία της δούκισσας της Φερράρα, Ρενέ της Γαλλίας, κόρη του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ’, που ‘χε γαλουχηθεί υπό την επιρροή της διάσημης θείας της Μαργαρίτας της Ναβάρρας που ήτανε γνωστή για τις προοδευτικέες κι ανθρωπιστικές τις πεποιθήσεις όπως και για την υποστήριξη των Ουγενότων. Η δούκισσα είχε μετατρέψει το παλάτι των Έστε σε άτυπο καταφύγιο των μεταρρυθμιστικών ιδεών και φιλοξενούσε συχνά αντικομφορμιστές λόγιους όπως ο Καλβίνος (που κατέφυγε στο παλάτι της μετά τη δίωξή του από τη Γαλλία το 1536), ο ποιητής Κλεμέντ Μαρκό αλλά κι η ποιήτρια Βιττόρια Κολόνα, που με το έργο της είχε κινήσει τις υποψίες της Εκκλησίας και βρισκόταν υπό έρευνα  Στο παλάτι των Έστε, που το έχουν αποκαλέσει κι ιδιωτική ακαδημία της βασίλισσας της Φερράρα, υπό τη προστασία της Ρενέ, ο Φούλβιο Μοράτο εργάστηκε σα δάσκαλος των 2 νεαρών πριγκίπων των Έστε, Αλφόνσο κι Αλφονσίνο, 
     Σύντομα στο παλάτι μετακόμισε κι η Ολυμπία για να κάνει παρέα στη κόρη της δούκισσας, πριγκήπισσα Άννα των Έστε, η οποία, αν και νεαρότερη, ήταν εξίσου μορφωμένη και προικισμένη με κείνη κι η οικογένειά της είχεν αποφανθεί πως χρειαζότανε δίπλα της κάποιον για να συναγωνίζεται σε ευγενή άμιλλα. Εκεί συνέχισε τις κλασσικές σπουδές της με την Άννα υπό τη καθοδήγηση του πατέρα της και 2 Γερμανών αδελφών, John και Chilian Sinapi. Ο λόγος για τον οποίον είχε επιλεγεί γι’ αυτή τη προνομιούχα θέση ήταν η φήμη της ως παιδί-θαύμα που κατείχε εξαιρετική μόρφωση. Στα 12 της μπορούσε να μιλήσει άπταιστα ελληνικά και λατινικά ενώ έδινε διαλέξεις για τον Κικέρωνα και τον Καλβίνο, σχολίαζε τον Όμηρο ενώ στα 14 έγραψε την υπεράσπιση του Κικέρωνα. Τα ιταλικά παλάτια της εποχής συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το πιο θα προσελκύσει τους πιο αξιόλογους λόγιους και καλλιτέχνες κι ένα παιδί-θαύμα αποτελούσε εξαίρετη ένδειξη κύρους. Διάφορες προσωπικότητες της εποχής επισκέπτονταν το παλάτι των Έστε για να γνωρίσουν από κοντά και να συνομιλήσουν με το αξιοθαύμαστο αυτό κορίτσι Ακόμα κι ο Πάπας Παύλος Γ’ παρακολούθησε μια κωμωδία του Τερέντιου που είχε ανεβάσει η νεαρή χρησιμοποιώντας ως ηθοποιούς τα παιδιά της οικογένειας Έστε.
     Στο γεμάτο διανόηση παλάτι των Έστε μορφώθηκε δίπλα στη πριγκίπισσα Άννα, το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας Έστε, που αναμενόταν να έχει εκτεταμένη κι ανθρωπιστική μόρφωση. Σύμφωνα με τα Αναγεννησιακά πρότυπα, οι οικογένειες των ευγενών έπρεπε να επιδεικνύουνε τις γυναίκες τους και τους πόρους που σπαταλούσανε για κείνες. Ειδικά η επίδειξη μορφωμένων γυναικών επέτρεπε στη Φερράρα να περηφανεύεται πως είχε τη δυνατότητα να μορφώνει όχι μόνο τους γιους της αλλά και τις κόρες της. Τα λογιστικά βιβλία του παλατιού των Έστε μας επιτρέπουν να πάρουμε μία γεύση από την απαιτητική μόρφωση των 2 κοριτσιών, καθώς τον Απρίλη του 1542, όταν η Μοράτα ήτανε 15, η δούκισσα Ρενέ παρήγγειλε 3 αντίγραφα της Ρητορικής του Αριστοτέλη, ένα βιβλίο του Οβίδιου, ένα του Έρασμου, 2 αντίγραφα από κάθε ένα από τα 2 βιβλία Μέλας & Πτολεμαίος του Πομπόνιου, ένα βιβλίο του Ευκλείδη, 4 υδρόγειες σφαίρες κι ένα παγκόσμιο χάρτη.

    Είναι πολύ πιθανό ότι η συμπάθειά της για τη Μεταρρύθμιση να ξεκίνησε κει στα σαλόνια του παλατιού της Ferrara από τότε που η ίδια η Δούκισσα υποστήριξε τις προσπάθειες των μεταρρυθμιστών. Πολλοί φιλόσοφοι και λόγιοι όπως ο Καλβίνος, επισκεφθήκανε τα σαλόνια της δούκισσας, εκείνο το διάστημα. Στην εφηβεία της ήδη, η Ολυμπία είναι σε θέση και διδάσκει έργα των Κικέρωνα και Καλβίνου.
     Το 1546 σταματάν οι σπουδές της καθώς έφυγε από το παλάτι για να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα της. Ο πατέρας της Ολυμπίας πέθανε το 1548, έχοντας αλλάξει τη θρησκεία του σε Προτεστάντη κι η Ολυμπία αγκάλιασε τα δόγματα του Λούθηρου και Καλβίνου. Όταν προσπάθησε να επιστρέψει στο παλάτι των Έστε αλλά διαπίστωσε πως οι συνθήκες είχαν ήδη αλλάξει κατά πολύ. Πολλοί από τους ρεφορμιστές φίλους της είχαν ήδη φύγει κι η Άννα των Έστε είχε παντρευτεί κι είχε φύγει, επομένως δεν χρειαζότανε πλέον συντροφιά. Την ίδια στιγμή η δούκισσα Ρενέ δεχότανε πιέσεις σχετικά με την υποστήριξη των Καλβινιστών και δεν ήτανε σε θέση να δεχτεί τη κόρη ενός άντρα που είχε κατηγορηθεί για αίρεση και που οι φήμες έλεγαν πως είχε γίνει καλβινιστής λίγο πριν να πεθάνει.
     Περνούσε το χρόνο της μελετώντας φιλοσοφία κι αλληλογραφούσε με τον Gasparo Sardi, που της αφιέρωσε το De Triplici Philosophia. Τέλη του 1548 εγκαταλείπει οριστικά παλάτι και σπουδές, επιστρέφει στο πατρικό της να φροντίσει για την εκπαίδευση των αδελφιών της. Της ζητήθηκε να επιστρέψει μα αρνήθηκε. Αναγκάστηκε να μείνει στο σπίτι της μητέρας της κι ήρθε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της έλλειψης πρακτικών προσόντων με τα οποία θα μπορούσε να ζήσει εκείνη κι η οικογένειά της. Με τη βοήθεια της φίλης της Λαβίνια ντελά Ρόβερε άρχισε να μελετά τις Γραφές, να σπουδάζει φιλοσοφία, να μορφώνει τους αδερφούς και τις αδερφές της και να αλληλογραφεί με διάφορους λόγιους ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο φιλόσοφος Γκασπάρο Σάρντι ο οποίος της αφιέρωσε και το έργο του De Triplici Philosophia. Τότε εικάζεται πως η Μοράτα έγινε Προτεστάντισσα καθώς άρχισαν να διαφαίνονται στο έργο της διάφοροι θεολογικοί προβληματισμοί. Προτοστάτησε επίσης και στην καμπάνια για την απελευθέρωση του Προτεστάντη Φάνιο Φανίνι που έγινε η πρώτη περίπτωση στην γενικά ανεκτική Φερράρα ανθρώπου που καταδικάστηκε σε θάνατο για τις θρησκευτικές του απόψεις.
     Το 1549 ή το 1550 ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε ένα Βαυαρό φοιτητή ιατρικής και φιλοσοφίας, που συμμερίζονταν τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις και υποστήριζε τις μελέτες της και το συγγραφικό της έργο, τον Αντρέας Γκρούντλερ. Σ’ αυτόν βρήκε έναν άντρα που στον πρώτο Διάλογό της θεωρούσε αδύνατο να υπάρχει: “ένας άντρας που προτιμά να είσαι μορφωμένη αντί να είσαι πλούσια“. Ο γάμος της για πολλούς στην Ιταλία ήταν μια ανωμαλία καθώς όχι μόνο θεωρούσανε τις μορφωμένες γυναίκες ακατάλληλες για γάμο, αλλά πολύ περισσότερο θεωρούσανε τη γυναικεία μόρφωση άρρηκτα συνδεδεμένη με την παρθενία. Η Προτεσταντική ηθική όμως επέβαλλε το γάμο στις γυναίκες ως τον υπέρτατο σκοπό της ζωής τους και τους επέτρεπε να μορφωθούνε και να δράσουν εντός του. Ο Αντρέας  ήταν νεαρός φοιτητής ιατρικής και φιλοσοφίας και προτεστάντης, από το Schweinfurt της Βαυαρίας.
     Το 1552 ακολούθησε το σύζυγό της στη πατρίδα του προκειμένου να ξεφύγει από τον όλο και πιο ασφυκτικό έλεγχο της Ιεράς Εξέτασης στους Προτεστάντες. Πήρανε μαζί τους τον 8χρονο αδελφό της Emilio, ώστε να μην επιστρέψουνε ποτέ στην Ιταλία κι ενώ βρίσκονταν εκεί, η Ολυμπία δίδασκε το μικρό τα κλασσικά. Εκεί ο Αντρέας εργάστηκε σα στρατιωτικός γιατρός στη προτεσταντική πόλη Σβάινφουρτ ενώ η Μοράτα συνέχισε τις θεολογικές της μελέτες κι άρχισεν αλληλογραφία με τους κορυφαίους Προτεστάντες θεολόγους της εποχής της. Τότε ήταν που απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη σα μορφωμένη γυναίκα που ενσάρκωνε το πρότυπο της μορφωμένης χριστιανής που είχε ορίσει πρώτος ο Έρασμος που επέτρεπε στα πλαίσια της Μεταρρύθμισης ένα νέο είδος θρησκευτικής ισότητας και μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην πνευματική και λόγια ζωή εμπνευσμένες από τα βιβλικά πρότυπα της Εσθήρ και της Ιουδήθ κι όχι από τις περιοριστικές επιταγές των Επιστολών του Απόστολου Παύλου και των κειμένων των Εκκλησιαστικών Πατέρων. Αυτό το πρότυπο της πεφωτισμένης χριστιανής γυναίκας ήταν ο λόγος που στη Γερμανία της Μεταρρύθμισης εμφανίστηκαν πολλές σημαντικές λόγιες γυναίκες όπως η Κάριτας Πίρκχαϊμερ (Caritas Pirckheimer), η Μαργκαρίτε Πόιτινγκερ (Margarete Peutinger) κι οι κόρες της αλλά κι οι ηρωίδες της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης Καταρίνα Τσελ (Katharina Zell), Ελίζαμπεθ Κρούσινγκερ (Elisabeth Cruciger) κι Ελίζαμπεθ φον Μπράουνσβαϊκ-Λούνεμπουργκ (Elisabeth von Braunschweig-Lüneburg). Το παράδειγμα της Μοράτα όμως οδήγησε και στην άνθιση της γυναικείας λογοτεχνίας στην Ιταλία τον 16ο αι.
     Το 1553 ο βασιλιάς Αλβέρτος του Βρανδεμβούργου σε μία από τις καταστροφικές εκστρατείες του κατέλαβε το Schweinfurt και με τη σειρά του πολιορκήθηκε από τους προτεστάντες. Από το 1553-54, πιαστήκανε στη μέση του πολέμου. Σύντομα όμως η Σβάινφουρτ τέθηκε σε πολιορκία από τον γερμανό αυτοκράτορα και επικράτησε λιμός, ασθένειες, βομβαρδισμοί και πυρκαγιές. Το Schweinfurt καταλαμβάνεται από τους στρατιώτες του Albert Alciabides, και το ζεύγος με το μικρό ζούσανε σ’ επικίνδυνες και δύσκολες συνθήκες, με καταφύγιο σ’ ένα κελλάρι. Τελικά, η πόλη κατελήφθη και κάηκε από τους εχθρούς του Αλβέρτου. Έτσι όμως χαλάρωσε λιγάκι η προσοχή και καταφέρανε να ξεφύγουνε. Στη διάρκεια αυτών των γεγονότων όμως, πολλά από τα γραπτά της χάθηκανε. Σε μια επιστολή προς τη Χερουμπίνα Ορσίνι, που γράφτηκε στις 8 Αυγούστου 1554 από τη Χαϊδελβέργη, η Ολυμπία περιγράφει την επίπονη διαφυγή της από το Schweinfurt:

   “Θάθελα να με βλέπατε πως ήμουν αναμαλλιασμένη καλυμμένη με κουρέλια, γιατί βγάλανε τη μαντήλα μου και τρέχοντας να ξεφύγω έχασα τα παπούτσια, δεν φορούσα ούτε κάλτσες στα πόδια, έτσι ώστε έπρεπε να ξεφύγω κι από τις πέτρες, ακόμα δε ξέρω πώς κατάφερε και με πήρε από κεί“.

     Επιτέλους κατάφεραν να φτάσουνε στη Χαϊδελβέργη το 1554 όπου είχε δεχτεί μια θέση ιατρού ο Grundler μέσω της επιρροής της οικογένειας Erbach, με την οποία είχανε γνωριστεί και διασκεδάσει κατά τη διάρκεια της φυγής τους. Λίγο αργότερα ο Grunthler αποδέχτηκε θέση καθηγητή ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης κι η Ολυμπία διδάσκει τους φοιτητές ελληνικά και λατινικά. Ο εκλέκτορας Φρειδερίκος Β’, αναγνωρίζοντας τη μόρφωσή της και γνωρίζοντας την φήμη της ως λόγια, της πρότεινε να διδάξει κι εκείνη στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης ελληνικά, τιμή που καμμία άλλη γυναίκα δεν είχε δεχτεί μέχρι τότε, αλλά εκείνη αρνήθηκε, όπως είχε αρνηθεί κι άλλες προσκλήσεις του εκλέκτορα στο παρελθόν να διδάξει στην αυλή του. Οι αρνήσεις αυτές αποκάλυπταν την αντιπάθεια που είχε αναπτύξει για τη ζωή στις βασιλικές αυλές και θεωρούσε την επιστροφή σε αυτές πισωγύρισμα στη ζωή και τη καρριέρα της. Ωστόσο, ο πυρετός που την είχε πιάσει στο Schweinfurt δεν υποχωρούσε καθόλου. Απ’ αυτό το σημείο και μετά η Ολυμπία Μοράτα δεν έζησε πολύ. Πέθανε στις 26 Οκτωβρη 1555 μόλις 29 ετών πιθανότατα από φυματίωση και τάφηκε στην εκκλησία του αγίου Πέτρου στην Χαϊδελβέργη. Ο κόσμος των γραμμάτων της Ευρώπης έσπευσε να τη τιμήσει και την αποκάλεσε “Καλβινίστρια Αμαζόνα”. Σε λιγώτερο από 2 μήνες πεθάνανε κι ο σύζυγος κι ο μικρός Εμίλιο, πιθανότατα από πανώλη που ξέσπασε στους κατοίκους της Χαϊδελβέργης.

    Το περισσότερο από το έργο της έχει χαθεί είτε στη πολιορκία του Σβάινφουρτ είτε μετά τη καταστροφή του αρχείου του παλατιού των Έστε από την Ιερά Εξέταση το 1559. Όμως ο σύζυγος της Μοράτα κατάφερε να στείλει το εναπομείναν έργο της στον ανθρωπιστή λόγιο Τσέλιο Σεκόντο Κουριόνε (Celio Secondo Curione) που ήτανε φίλος του πατέρα της αλλά κι ένας από τους πιο πιστούς υποστηρικτές της με την οποία διατηρούσε μαχροχρόνια αλληλογραφία. Ο Κουριόνε είχε υποστεί κι ο ίδιος τις διώξεις της Ιεράς Εξέτασης κι είχε αναγκαστεί να διαφύγει στη Βασιλεία της Ελβετίας όπου δίδασκε στο πανεπιστήμιο. Εκεί 3 έτη μετά το θάνατό της, το 1558, δημοσίευσε 52 επιστολές της (γραμμένες κατά κύριο λόγο στα λατινικά), 2 διαλόγους στα λατινικά, 2 διακηρύξεις γραμμένες τόσο στα λατινικά όσο και στα ελληνικά, μεταφράσεις 7 ψαλμών στα ελληνικά και τις 2 1ες ιστορίες από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου επίσης στα λατινικά. Ακολουθήσαν άλλες 3 εκδοσεις από τότε: 1562, 1570 κι άλλη μια το 1580  Το έργο της απαγορεύθηκε στην Ιταλία.  Παρακάτω, αναλυτικά τα έργα της:

1. Olympiae Fulviae Moratae Foeminae Doctissimae ac plane Divinae Orationes, Dialogi, Epistolae, Carmina, tam Latina quam Graeca. Edited by Celio Secondo Curione. Basel, 1558, 1562, 1570, 1580 (the first edition was dedicated to Isabella Bresegna; the second edition, to Queen Elizabeth I of England).
2. Olympia Morata: The Complete Writings of an Italian Heretic. Edited and translated by Holt Parker. Chicago: University of Chicago Press, 2003.
3. Olimpia Morata Epistolario (1540-1555). Edited by Lanfranco Caretti. Ferrara: R. Deputazione di Storia Patria per l’Emilia e la Romagna, 1940.
4. Olimpia Morata Lettere. Edited by Giuseppe Paladino. In Opuscoli e lettere di riformatori italiani del Cinquecento. Bari: Laterza, 1913-1927, pp. 169-227, 265-79.
5. Olimpia Morata Lettere. Edited by Giuseppe Guido Ferrero. In Lettere del Cinquecento. Turin: Unione tipiografico-editrice torinese, 1967, pp. 551-64.
6. Opere, vol. I. Epistolae, vol. II. Orationes, Dialogi et Carmina. Edited by Lanfranco Caretti. Ferrara: Deputazione Provinciale Ferrarese di Storia Patria, 1954.

     Μετά το θάνατό της και μέχρι τις μέρες μας θεωρείται παράδειγμα γυναικείας διανόησης και θρησκευτικής ελευθερίας. Την έχουνε πει πιο σημαντική γυναίκα του Γερμανικού Ανθρωπισμού του 1ου μισού του 16ου αι.. Το 1956 στο Σβάινφουρτ Γυμνάσιο ονομάστηκε Ολυμπία Μοράτα προς τιμή της ενώ το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης προσφέρει την υποτροφία Ολυμπία Μοράτα σε μεταδιδακτορικές ερευνήτριες.

…………………………………

12) Veronica Franco --->  Εδώ

…………………………………

13). SOPHIA BRAHE-THOTT

Σοφία Μπράχε Δανία, αστρονόμος-λόγος, χημικός, βοτανολόγος, αλχημίστρια, 1556-1643

     Η Σοφία Μπράχε ήτανε Δανή αστρονόμος, χημικός, αστρολόγος κι αλχημίστρια που ήταν εξαιρετικά διάσημη την εποχή της ως μορφωμένη γυναίκα κι επιστήμονας. Εργάστηκε κατά μόνας αλλά και με τον αδελφό της Τύχο Μπράχε και με τις αστρονομικές της παρατηρήσεις και τους υπολογισμούς που έκανε συνέβαλλε στην κατανόηση της τροχιάς των πλανητών αν και συνήθως η συνεισφορά της παραβλέπεται ή λανθασμένα αποδίδεται σ’ αυτόν. Ήταν μικρότερη του κατά 10 χρόνια και τον βοηθούσε στις αστρονομικές παρατηρήσεις, που αποτελέσανε τη βάση των σύγχρονων προβλέψεων μιας πλανητικής τροχιάς. Ο Τίχο Μπράχε ήταν αστρονόμος, μηχανικός, αλχημιστής και φυσικός που έζησε στη Δανία. Έκανε δική της καριέρα ως φυτοκόμος, θεραπεύτρια, ιστορικός κι αστρονόμος. Όπως ο Τίχο, έγινε διάσημη όσο ζούσε. Ακόμη και σήμερα μερικοί Δανοί και Ευρωπαίοι Πανεπιστημιακοί χρησιμοποιούνε τις καταγραφές της παράδειγμα υποδειγματικής μεθοδολογίας στις τεχνικές έρευνας. Ο Τίχο επέλεξε να τη διδάξει ο ίδιος όταν η ακαδημαϊκή της κλίση φανερώθηκε σε ηλικία 10 χρόνων. Ο κ. Ρούνεγκερ εξασφάλισε ένα απόσπασμα (σε ελεύθερη μετάφραση από τη Δανέζικη έκδοση του 1846):

   “Όταν η Δανία θυμάται το γιο της Τύχο, δε θα ‘πρεπε να ξεχνά την ευγενική γυναίκα, που πιότερο στο πνεύμα παρά στο αίμα ήταν αδελφή του. Το λαμπρό αστέρι στον ουρανό της Δανίας ήτανε πράγματι διπλό αστέρι!”

     Προερχόταν από ιδιαίτερα πολιτικά ισχυρή οικογένεια της Δανίας και γεννήθηκε στο Knudsturp, μητέρα της ήταν η Μπέατι Κλαουσντότερ Μπίλι που ήτανε κυρία των τιμών για τη βασίλισσα Σοφία της Δανίας και της Νορβηγίας και πατέρας της ήταν ο Ότε Μπράχε που ήτανε πολιτικός και σύμβουλος του βασιλιά. Η οικογένεια είχε 10 παιδιά κι εκείνη ήταν μικρότερη. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Τύχο που μετά θα γινότανε διάσημος αστρονόμος. Ο Τύχο, που ‘τανε 13 ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερός της, από μικρός είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την αστρονομία και την αλχημεία, αλλά η οικογένειά του τον αποθάρρυνε απ’ αυτού του είδους τις σπουδές γιατί τονε προόριζε για πολιτική καρριέρα στα βήματα του πατέρα. Όμως, με μεγάλη δυσκολία, κατάφερε να σπουδάσει αστρονομία και να εργαστεί αρχικά ως βοηθός 2 αδελφών αστρονόμων στη Γερμανία. Όταν γεννήθηκε η Σοφία, ο Τύχο της έδειξε σύντομα μεγάλη αδυναμία, όπως κι αυτός, έδειξε από πολύ νωρίς πηγαίο ενδιαφέρον για την αστρονομία, αλλά και γενικά για τη γνώση.

     Η Σοφία, όπως κι ο αδελφός της πιο πριν, αντιμετώπισε αντιρρήσεις σχετικά με τη μόρφωσή της γιατί κι εκείνη προοριζόταν να παίξει ρόλο στις πολιτικές επιδιώξεις της οικογένειάς της. Όλοι περίμεναν ότι θα παντρευότανε κάποιον εξέχοντα πολιτικό που θα ισχυροποιούσε τη θέση της οικογένειάς της. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ήτανε γυναίκα έκανε τη μόρφωση να δείχνει ακόμα πιο ακατάλληλη για κείνη καθώς οι γυναίκες τότε ήταν ασυνήθιστο να σπουδάζουνε και δεν μπορούσαν να εφαρμόσουνε πουθενά τις όποιες γνώσεις. Ήτανε τέτοια η αντίδραση στις επιστημονικές της επιδιώξεις που της απαγορεύθηκε να μάθει λατινικά, κάτι που αργότερα τη δυσκόλεψε πολύ στη ζωή της. Ο μόνος που καταλάβαινε τις αγωνίες και τα εμπόδια που αντιμετώπιζε ήταν ο Τύχο που άρχισε να τη βοηθά κρυφά διδάσκοντάς της αστρονομία, αλχημεία και χημεία και παίρνοντάς τη κοντά του στο εργαστήρι του. Ήταν επίσης πολύ καλή ποιήτρια και της άρεσε η αστρολογία και γι΄ αυτό έφτιαχνε συχνά ωροσκόπια για τους φίλους της.
     Η Σοφία αποδείχθηκε πολύ άξια μαθήτρια και το 1573 μάλιστα, όταν ήταν μόλις 15 ετών, βοήθησε τον Τύχο να κάνει τους σχετικούς υπολογισμούς και να παρατηρήσει μία σεληνιακή έκλειψη. Δεν ήτανε παράξενο λοιπόν που ο αδελφός της δεν έχανε την ευκαιρία να περηφανεύεται για την έξυπνη κι ικανή μικρή αδελφή του. Έλεγε ότι εκείνος ήταν ο Απόλλωνας κι εκείνη η μούσα του και την αποκαλούσε χαϊδευτικά Ουρανία, βασίλισσα της Αστρονομίας. Σε ένα γράμμα του μάλιστα συνέκρινε τη Σοφία με τη Φουλβία Ολυμπία Μοράτα, μία διάσημη Ιταλίδα λόγια. Μάλιστα έγραψε κάποτε με θαυμασμό για την αδελφή του:

   “Τη προειδοποίησα σοβαρά ν’ απέχει από τις αστρολογικές προβλέψεις γιατί δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τόσο αφηρημένα και πολύπλοκα για γυναίκα θέματα. Αλλά κείνη, που ‘χε αδιαμφισβήτητη αποφασιστικότητα και τέτοια αυτοπεποίθησή που δεν θα ‘κανε ποτέ πίσω μπρος σε έναν άντρα σε θέματα διανόησης, αφοσιώθηκε με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό στις σπουδές της και πολύ σύντομα έμαθε τις βασικές αρχές της αστρολογίας εν μέρει από Λατίνους συγγραφείς τους οποίους μετέφραζε στα Δανικά από μόνη της κι εν μέρει από Γερμανούς συγγραφείς, γιατί έχει εξαιρετική γνώση και της γλώσσας αυτής“.

     Το 1571, όταν ήταν μόλις 15 ετών και κείνος 25, ο πατέρας τους, ο Ότε Μπράχε, πέθανε. Αυτό το γεγονός έδωσε το περιθώριο στο Τύχο να ασχοληθεί πιο ελεύθερα με την αστρονομία καθώς τέθηκε υπό την προστασία του θείου του (του αδελφού της μητέρας του), Στιν Μπίλι, που υποστήριζε τα αστρονομικά του ενδιαφέροντα. Ο Τύχο συγκεντρώθηκε στις αστρονομικές του παρατηρήσεις με ζέση και τελικά στις 11 Νοέμβρη 1576 ανακάλυψε έναν νέο αστέρα στον αστερισμό της Κασσιοπείας που τον ονόμασε Νέο Αστέρα (Nova Stella). Η ανακάλυψη αυτή, που σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν ήταν άστρο αλλά κάποιο σουπερνόβα, τον έκανε διεθνώς διάσημο και γνωρίζουμε πως έγινε την εποχή που είχε σα βοηθό δίπλα του τη Σοφία που στα 20 της ήταν ήδη πολύ μορφωμένη κι ικανή νεαρή επιστήμων.

     Όμως η επιστημονική δραστηριότητα της Σοφίας που μόλις είχε αρχίσει ν’ ανθίζει, σταμάτησε απότομα γιατί παντρεύτηκε. Αυτή ήταν μία κοινή μοίρα για τις γυναίκες που επιθυμούσαν να ασχοληθούν με κάτι περισσότερο από το νοικοκυριό γιατί ο γάμος, που τότε ήταν επιβεβλημένος, αποτελούσε κυριολεκτικά τη ταφόπλακα οποιασδήποτε προσωπικής φιλοδοξίας. Έτσι το 1576, την ίδια χρονιά που η Σοφία βίωσε το θρίαμβο μέσα από την ανακάλυψη του αδελφού της, βίωσε και την οριστική όπως έδειχναν τα πράγματα παύση των επιστημονικών της επιδιώξεων. Η Σοφία στα 20 της παντρεύτηκε τον Ότε Θοτ, που ήτανε 33, πλούσιο ευγενή της Δανίας, έκανε ένα γιο το 1580, τον Τάγκε Θοτ (που αργότερα θα γινόταν σημαντικός πολιτικός όπως ο πατέρας της Σοφίας και θα γινόταν επίσης κι ένας από τους μεγαλύτερος θαυμαστές της) κι αφοσιώθηκε στο γάμο της. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Σοφία ονόμασε τον μοναχογιό της Τάγκε, που ήτανε τ’ όνομα του αγαπημένου της αδελφού Τύχο. Ο Τύχο βαφτίστηκε Τάγκε, αλλά το άλλαξε κάποια στιγμή στο λατινικό του αντίστοιχο Τύχο. Αυτό δείχνει και τη μεγάλη αγάπη της Σοφίας για τον αδελφό της.
     Κανονικά αυτό θα ήταν το τέλος της βιογραφίας μίας γυναίκας αλλά στην περίπτωση της Σοφίας, που προφανώς δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει επιστημονικά όνειρα, της δόθηκε μία αναπάντεχη 2η ευκαιρία. Το 1588 ο Ότε πέθανε κι η Σοφία έμεινε χήρα στα 32 της με μεγάλη περιουσία που έπρεπε να διαχειρισθεί μέχρι την ενηλικίωση του γιου της, πολύ ελεύθερο χρόνο κι ένα όμορφο αρχοντικό σπίτι στο Έρικσχολντ με μεγάλο κήπο που ‘τανε τέλειος για να καλλιεργεί τα βότανα που χρειαζότανε για τις αλχημικές της ενασχολήσεις. Τότε ήτανε που άρχισε και πάλι να ασχολείται με τα αγαπημένα της αντικείμενα: την αστρονομία, την αστρολογία, την αλχημεία, τη χημεία και την ιατρική. Άρχισε μάλιστα να ερευνά και να κατασκευάζει διάφορα φάρμακα που τα ‘δινε στους γνωστούς της ή τα διένειμε δωρεάν στους φτωχούς.
     Όπως ήταν αναμενόμενο, επέστρεψε στο πλάι του αδελφού της κι άρχισε πάλι να εργάζεται μαζί του στο εργαστήρι του. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα ήτανε πολύ καλλίτερα. Μέσα στα 9 χρόνια που ‘χανε περάσει από το γάμο της, ο Τύχο είχε καταφέρει να γίνει διάσημος και πλούσιος και να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Β’ που του ‘χε παραχωρήσει ως φέουδο το νησί Βεν το οποίο ο Τύχο χρησιμοποιούσε ως βάση για τις παρατηρήσεις του. Είχε χτίσει 2 κάστρα, τα ‘χε εξοπλίσει μ’ εργαστήρια και παρατηρητήρια κι είχε προσλάβει πολυάριθμο προσωπικό για να τονε βοηθά ανάμεσα στο οποίο ήτανε και 2 γυναίκες (3 αν λάβουμε υπ’ όψιν και τη Σοφία). Κατά κάποιο τρόπο ο Τύχο είχε δημιουργήσει το 1ο επιστημονικό ινστιτούτο της Ευρώπης μετά την αρχαιότητα.
     Στο κάστρο, που ‘χε ονομάσει Στέρνεμποργκ (Stjerneborg = Κάστρο των Άστρων), είχε φτιάξει υπόγειο αστρονομικό παρατηρητήριο για να μη κινδυνεύει από τους ισχυρούς ανέμους και τον κακό καιρό. Στο άλλο, έχτισε υπερυψωμένο παρατηρητήριο και τ’ ονόμασε Ουράνιενμποργκ (Uranienborg = Κάστρο της Ουρανίας,  της μούσας της αστρονομίας). Αυτή η επιλογή ονόματος αποκάλυπτε και τη δική του αγάπη για την αδελφή του τη Σοφία που για κείνον ήταν η Ουρανία του, η μικρή του μούσα. Σ’ αυτό το κάστρο μάλιστα έφτιαξε κι ένα τυπογραφείο για να τυπώνει και να διανέμει πιο εύκολα τα γραπτά του καθώς και δυο αλχημικά εργαστήρια, ένα στο υπόγειο κι ένα στη τραπεζαρία. Δυστυχώς σήμερα δε διασώζεται κανένα αλχημικό κείμενό του, αλλά διασώζονται ευτυχώς πολλά με αστρονομικό περιεχόμενο. Έτσι η Σοφία ξανάρχισε να εργάζεται στο πλευρό του αδελφού της κάνοντας, ανάμεσα σε άλλα, και μία πολύτιμη συνεισφορά. Ο βασιλιάς Φρειδερίκος Β’ είχε προσφέρει το νησί Βεν στον Τύχο με προϋπόθεση: να φτιάχνει τακτικά ωροσκόπια και καζαμίες για την αυλή. Ο Τύχο, που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την αστρολογία, θα πρέπει να βρήκε καίρια τη σχετική συνεισφορά της αδελφής του που αγαπούσε την αστρολογία κι είχε εκτενείς γνώσεις σε σχέση με αυτή.

     Η Σοφία κι ο Τύχο εργάστηκαν αρκετά χρόνια μαζί κάτω απ’ αυτές τις σχεδόν ιδανικές συνθήκες που τους επέτρεπαν να πραγματώσουν τις επιστημονικές τους επιδιώξεις ελεύθερα και μάλιστα βρέθηκαν υπό την προστασία της βασίλισσας της Δανίας και της Νορβηγίας Σοφία που ήταν κι η ίδια πολύ μορφωμένη κι οπαδός της αστρονομίας και της φυσικής επιστήμης. Ο Τύχο αγαπούσε την αδελφή του και τη θεωρούσε ισάξια και συνάδελφό του ενώ εκείνη έλεγε πως μόνο με κείνον μπορούσε να ‘χει ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Μες σ’ αυτό το κλίμα ευδαιμονίας η Σοφία γνώρισε το 1590 και τον Έρικ Λανζ που ‘γινε ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής της. Ο Έρικ Λανζ ήταν μορφωμένος ευγενής με μεγάλο ενδιαφέρον για την αλχημεία που εργαζότανε κι αυτός όπως κι η Σοφία στα εργαστήρια του Τύχο κι ήτανε και προσωπικός του φίλος. Παρά τα πλούτη που του εξασφάλιζε η ευγενική του καταγωγή, εκείνος είχε καταφέρει να μείνει αδέκαρος και καταχρεωμένος λόγω των αποτυχημένων του αλχημικών πειραμάτων. Η βασική του επιδίωξη ήταν η δημιουργία χρυσού, κάτι που σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατον, οπότε η αλχημεία το μόνο που κατάφερνε για κείνον ήταν να ‘ναι μόνο πηγή συνεχών εξόδων. Όμως η Σοφία έβλεπε στο πρόσωπό του έναν άντρα με κοινά ενδιαφέροντα με κείνη που δεν δίσταζε ν’ ακολουθήσει τα όνειρά του με πάθος ακόμα και με προσωπικό κόστος και μετά από μερικούς μήνες τον αρραβωνιάστηκε.
     Όμως όλα τα καλά πράγματα κάποια στιγμή τελειώνουν και για την Σοφία αυτή η στιγμή ήρθε πολύ γρήγορα. Πολύ σύντομα μετά τον αρραβώνα της με τον Έρικ εκείνος συνελήφθη και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό λόγω των χρεών του. Όπως ήταν αναμενόμενο η οικογένεια της Σοφίας αντέδρασε έντονα για την επιλογή της να αρραβωνιαστεί αυτόν τον άντρα. Μόνο ο Τύχο έδειξε κάποια κατανόηση. Λίγο αργότερα ο Έρικ δραπέτευσε στο εξωτερικό κι η Σοφία τον ακολούθησε. Στη διάρκεια των επόμενων ετών οι 2 εραστές ζούσανε κυνηγημένοι σε διάφορες χώρες της Ευρώπης προσπαθώντας να πραγματώσουνε τα αλχημικά τους όνειρα. Η Σοφία έχασε κι εκείνη όλα της τα λεφτά προσπαθώντας να καλύψει τα χρέη του Έρικ.
     Το 1594 εμφανίστηκε ένα ποίημα με τίτλο Ουρανία Προς Τιτάνα στο οποίο η Σοφία ομολογούσε τον έρωτά της προς τον Έρικ. Οι γλωσσολόγοι σήμερα ισχυρίζονται ότι το έγραψε ο Τύχο γιατί οι γνώσεις της Σοφίας στα Λατινικά ήτανε περιορισμένες, αλλά το αντικείμενο του ποιήματος, όπως και το ίδιο το γεγονός ότι ήτανε ποίημα κι όχι πεζό, είναι παράξενες επιλογές για τον Τύχο. Η Σοφία ήταν εκείνη που είχε το κίνητρο να γράψει ένα τέτοιο κείμενο κι η Σοφία ήταν εκείνη που ασχολούνταν με μεγάλη επιτυχία και με τη ποίηση. Δεν θα ‘τανε παράλογο να υποθέσουμε πως η Σοφία χρησιμοποίησε τη βοήθεια του αδελφού της για να γράψει στα λατινικά το ποίημά της προς τον αγαπημένο της.
     Το 1596 κατέλαβε επίσημα τον θρόνο της Δανίας ο Χριστιανός Δ’ που, αντίθετα με το προκάτοχό του, δεν έβλεπε καθόλου θετικά τη δραστηριότητα του Τύχο ενώ η βασίλισσα Σοφία, η προστάτιδα μέχρι τότε του Τύχο, αποσύρθηκε από την εξουσία κι άρχισε να ασχολείται ιδιωτικά με την αστρονομία και τη μελέτη των επιστημών. Ένα από τα 1α πράγματα που ‘κανε ο Χριστιανός Δ’ όταν απέκτησε πλήρεις εξουσίες ήταν να πάρει πίσω το νησί Βεν και να διώξει τον Τύχο που τελικά βρήκε καταφύγιο το 1597 στην αυλή του αυτοκράτορα Ροδόλφου Β’ στη Πράγα. Εκεί γνώρισε και το Γιόχαν Κέπλερ που, επηρεασμένος απ’ τις ιδέες του Κοπέρνικου και τις αστρονομικές παρατηρήσεις του Τύχο Μπράχε, θα διατύπωνε αργότερα τους διάσημους νόμους του για τις κινήσεις των πλανητών. Ο Τύχο, μόλις τακτοποιήθηκε στη Πράγα και δημιούργησε νέα βάση, έστειλε γράμμα στην αδελφή του, που τότε βρισκότανε στο Έκενφορντ της Γερμανίας και την προσκαλούσε να πάει να μείνει μαζί του. Όμως η Σοφία δεν πρόλαβε καν να απαντήσει στο γράμμα του γιατί το 1601 ο Τύχο Μπράχε πέθανε.

     Την ίδια χρονιά, προφανώς θρηνώντας ακόμα το θάνατο του πολυαγαπημένου της αδελφού, η Σοφία αποφάσισε να παντρευτεί τον Έρικ Λανζ αναζητώντας ίσως παρηγοριά. Σε γράμμα της προς την οικογένειά της παραπονιότανε πως έπρεπε να φορέσει τρύπιες κάλτσες στον γάμο της λόγω της φτώχειας της τις οποίες μάλιστα έπρεπε να δανειστεί. Παραπονιόταν επίσης και για την έλλειψη υποστήριξης που αντιμετώπισε από την οικογένειά της καθώς και γα τα χρήματα από τη κληρονομιά της που της είχανε στερήσει. 2 έτη μετά πέθανε κι ο Έρικ στη Πράγα αφήνοντάς τη χήρα για 2η φορά με τη διαφορά ότι τώρα ήτανε 47 ετών, απένταρη, μόνη και βυθισμένη στη κατάθλιψη.
      Το 1616 με την υποστήριξη του γιου της Τάγκε Θοτ, που ‘χε πια γίνει πλούσιος κι ισχυρός, μετακόμισε στο Έλσινγκορ της Ζηλανδίας όπου συνέχισε ν’ ασχολείται με την αστρονομία, τη χημεία, την ιατρική, την αστρολογία και την αλχημεία. Το 1626 σε ηλικία 67 ετών ολοκλήρωσε τη 1η έκδοση (υπήρξαν διάφορες αναθεωρήσεις αργότερα) μίας γενεαλογίας των ευγενών οικογενειών της Δανίας, έργο που θεωρείται αυθεντία στην ιστορία των ευγενών της Δανίας. Κείνη την εποχή είχε πάρει στη προστασία της και μιαν άλλη γυναίκα, τη Λίβη Λαρσντότερ, την οποία εκπαίδευσε στην ιατρική και την αλχημεία. Η Λίβη Λαρσντότερ, που εικάζεται ότι ήταν μία από τις δύο άλλες γυναίκες που εργάστηκαν στα εργαστήρια του Τίχο Μπράχε στο Ουράνιενμποργκ, λέγεται πως έζησε 123 χρόνια κι έγινε γνωστή για το “θαυματουργό έμπλαστρό” της.
     Η Σοφία Μπράχε τελικά πέθανε στο Έλσινγκορ το 1643 στα 87 της. Αν και στη διάρκεια της ζωής της προετοίμαζε τη ταφή της στη Πράγα με διάφορες δωρεές στην εκκλησία Ιβετόφκα Κίρκα, τελικά τη θάψανε στο Κρίστιανσταντ της Δανίας δίπλα στον 1ο της σύζυγο, τον Ότε Θοτ.

     Η Σοφία Μπράχε θεωρείται μία από τις πρωτοπόρες γυναίκες στην επιστήμη στη Δανία και γενικά στη Σκανδιναβία. Η αμοιβαία αγάπη κι ο αμοιβαίος σεβασμός με τον διάσημο αδελφό της οδηγήσανε σε μακρόχρονη συνεργασία που ωφέλησε και τους δυο. Το έργο της που εργάστηκε τόσο στα εργαστήρια του αδελφού της όσο και στο δικό της εργαστήριο στο Έρικσχολμ, δυστυχώς σήμερα δεν είναι ευρέως γνωστό παρά το γεγονός ότι στην εποχή της ήτανε διάσημη ως μια από τις πιο μορφωμένες γυναίκες της εποχής της. Συγκέντρωσε μεγάλον όγκο δεδομένων και κατέγραψε πολυάριθμες αστρονομικές παρατηρήσεις και συνέβαλλε κι εκείνη σημαντικά στις γνώσεις μας για τις τροχιές των πλανητών, ενώ ανέπτυξε τη δική της ερευνητική μέθοδο που διδάσκεται μέχρι σήμερα στα πανεπιστήμια. Συνήθως όμως είναι μόνον ο αδελφός της, ο Τύχο Μπράχε, που αναφέρεται στην ιστορία παρά το γεγονός ότι ο ίδιος επανειλημμένως εξήρε τη συνεισφορά της, τη θεωρούσε ισάξιά του και την αποκαλούσε μούσα του. Έτσι, λοιπόν, συνέβαλλε η Σοφία Μπράχε στην ιστορία της επιστήμης, με τον ίδιο αθόρυβο αλλά καθοριστικό τρόπο που συνέβαλλαν αμέτρητες γυναίκες πριν και μετά από κείνη.
………………………………………………

14). MARIA CUNITZ – MARIA CUNITIA
(Cunicia, Cunitzin, Kunic, Cunitiae, Kunicia, Kunicka)
Wołów Silesia 1604~10-Byczyna Silesia
22 Αυγούστου 1664 Αστρονόμος, μουσικός, ζωγράφος

     Ήτανε καταξιωμένη Γερμανίδα, μια από τις πιο αξιοσημείωτες γυναίκες αστρονόμους της σύγχρονης εποχής. Έγραψε ένα βιβλίο Urania Ρropitia, που παρείχε νέους πίνακες, νέα εφφέ και μια πιο κομψή λύση στο πρόβλημα του Kepler.

     Γεννήθηκε στο Wohlau (τώρα Wołów, Πολωνία), 1η κόρη ενός Γερμανού απ’ τη Βαλτική, του Δρ. Heinrich Cunitz, γιατρού και γαιοκτήμονα που ‘χε ζήσει στο Schweidnitz το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, και της Maria Schultz από το Liegnitz, κόρη του γερμανού επιστήμονα Anton von Schultz (1560-1622), μαθηματικός και σύμβουλος του δούκα Joachim Frederick του Liegnitz. Η οικογένεια μετακόμισε τελικά στο Schweidnitz στη Κάτω Σιλεσία (σήμερα Świdnica, Πολωνία).
     Κείνη την εποχή δεν υπήρχε και δε δινότανε καμμία δυνατότητα για προηγμένη εκπαίδευση σε γυναίκα, αλλά ήτανε τυχερή γιατί ο πατέρας της ενήργησε σα δάσκαλος της. Είναι λίγο δύσκολο τώρα να εκτιμήσουμε πόσο σπούδασε. Εκείνο όμως που απεδείχθη, ήτανε πως εκτός από εξαίρετη επιστήμων αστρονόμος, είχε κλίση στη μουσική, στη ζωγραφική, στις γλώσσες και στη ποίηση, πράγμα σπανιότατο για γυναίκα, για την εποχή, αλλά και γενικώτερα.

     Σε μικρή ηλικία παντρεύτηκε, το 1623, το δικηγόρο Ντέιβιντ Ντε Γκέρστμαν. Μετά το θάνατό του το 1626, παντρεύτηκε (το 1630) τον Dr. Elias von Löwen, επίσης από τη Σιλεσία. Ο Ηλίας κι η Μαρία κάμανε 3 γιους: τον Ηλία Θεόδωρο, τον Αντόν Χέιντριχ και τον Φράντς Λούντβιγκ. Συνέχισε να ενθαρρύνει το ενδιαφέρον της συζύγου του για την αστρονομία κι η Μαρία χρειαζότανε λίγη ενθάρρυνση για να πέσει στο θέμα αυτό με ενθουσιασμό. Ωστόσο, είχε ελάχιστες πιθανότητες για να παρατηρεί αξιοπρεπώς σαν αστρονόμος λόγω έλλειψης αξιόπιστων οργάνων καλής ποιότητας και για να κάνει αξιόλογη συμβολή έπρεπε να εφαρμόσει τις μαθηματικές της δεξιότητες.
     Αλλά αυτή ήταν εποχή συγκρούσεων και πολέμων. Από το 1634 κι εξής, οι μάχες στη Κεντρική Ευρώπη προκαλέσανε πολλούς να φύγουν. Οι στρατοί όχι μόνο προκαλούσαν ζημιές, αλλά και λεηλατούσανε πόλεις κι αγροκτήματα στο πέρασμά τους, για να ‘χουνε τρόφιμα κι άλλα χρήσιμα είδη. Η Cunitz κι ο σύζυγός της καταφύγανε για ν’ αποφύγουνε τη καταστροφή στο χωριό Λούμπνιτς, στο χώρο της μονής Cistercian του Olobok, στα νότια του Kalisz. Ήταν εδώ που ξεκίνησε το μαθηματικό έργο της που οδήγησε στη δημοσίευσή της Urania propitia, το 1650.
     Το 1648 το ζευγάρι ήτανε σε θέση να επιστρέψει στο σπίτι τους στο Pitschen κι η Cunitz συνέχισε αλληλογραφία με πολλούς άλλους κορυφαίους αστρονόμους και μαθηματικούς καθώς επικεντρώνεται στην εργασία με τους πίνακες. Εξέτασε τους πίνακες Rudolphine του Kepler (1628) που βασιστήκανε στις παρατηρήσεις του Tycho Brahe και στους 1ους  2 νόμους του Kepler. Βρήκε σφάλματα στους πίνακες του Kepler και διαπίστωσε επίσης ότι η χρήση λογαρίθμων κατέστησε δύσκολη τη χρήση των πινάκων του.

      Μετά την επιστροφή τους στη Σιλεσία, δημοσιεύσανε με δικά τους έξοδα το βιβλίο της Μαρίας το 1650.  Η Urania propitia έχει σίγουρα πλεονέκτημα πως είναι απλούστερη στη χρήση από τους πίνακες του Kepler κι ήτανε σε θέση να διορθώσει ορισμένα λάθη στους πίνακες του Rudolphine. Ωστόσο, λόγω παραμέλησης των μικρών όρων στους τύπους που χρησιμοποίησε, εισήγαγε κάποια νέα λάθη. Το βιβλίο των πινάκων ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Φερδινάνδο Γ’ και περιείχε πρόλογος από το σύζυγο της Elias von Löwen όπου αναγνωρίζει ότι το έργο δεν οφείλεται σε αυτόν, αλλά στη σύζυγό του. Το βιβλίο δε διαβάστηκε ευρέως, έτσι έχουν παραμείνει σχετικά λίγα αντίγραφα. Ωστόσο, πρόσφατα το Πανεπιστήμιο της Φλώριδα αγόρασε 1 από τα 9 αντίγραφα που εξακολουθούν να επιβιώνουν. Η εισαγωγή που ακολουθεί, γράφτηκε στα Λατινικά και στα Γερμανικά:

   Το βιβλίο που ‘χει επιλεγεί ως 4μηνιαίος τόμος για τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Φλώριδα είναι η Urania Propitia της Μαρίας Κούνιτς. Εξετάζει τη θεωρία και τη τέχνη της αστρονομίας, παρουσιάζει τους υπολογισμούς της κι έναν οδηγό αστρονομίας για μη-επιστήμονες. Σύμφωνα μ’ αυτήν υπάρχουνε 4 σημαντικά στοιχεία για την αστρονομία: προσεκτικά καταγεγραμμένες παρατηρήσεις, κατασκευή αστρονομικών οργάνων, θεωρία κι υπολογισμοί, και πίνακες προβλέψεων. Το βιβλίο είναι πολύ σπάνιο -1 από τα 9 αντίτυπα που υπάρχουνε- κι είναι σημαντική προσθήκη στη βιβλιοθήκη μας καθώς υπόκειται στις δεσμεύσεις του πανεπιστημίου για τις σπουδές των γυναικών, την ιστορία της επιστήμης, την αστρονομία και τη τυπωμένη λέξη ως πρωταρχικό μέσο επικοινωνίας για πάνω από 500 χρόνια.

     Αναφέρθηκε παραπάνω πως αλληλογραφούσε μ’ άλλους κορυφαίους μαθηματικούς κι αστρονόμους. Φυσικά οι συμβάσεις της εποχής καθιστούσαν αυτό κάπως δύσκολο και σε μεγάλο βαθμό η αλληλογραφία θ’ απευθυνότανε στον σύζυγό της. Ίσως συνεπώς, θα ‘τανε πιο ακριβές πως η Cunitz κι ο σύζυγός της αλληλογραφούσανε με τους αστρονόμους. Το Γενάρη του 1650 άρχισαν αλληλογραφία με τον Johannes Hevelius από το Γκντανσκ που ‘χε γράψει τη Σεληνογραφία το 1647, έναν από τους 1ους λεπτομερείς χάρτες της επιφάνειας της σελήνης. Ο Hevelius της πρότεινε να απευθυνθεί στον Ismael Boulliau, που ήτανε βιβλιοθηκάριος και συνεργάστηκε με τους αδελφούς Pierre & Jacques Dupuy στο Bibliothèque du Roi του Παρισιού. Είχανε δημοσιεύσει την Astronomia philolaica το 1645, έργο που δέχτηκε τις ελλειπτικές τροχιές για τους πλανήτες κι ισχυρίστηκε ότι αν υπήρχε πλανητική κινούμενη δύναμη τότε θα έπρεπε να ποικίλει αντιστρόφως με το τετράγωνο της απόστασης. Δε προκαλεί έκπληξη ότι ο Boulliau θεώρησε πως οι πίνακες των αδερφών έδωσαν ακριβέστερα στοιχεία για τη θέση του Ερμή, του Δία, του Κρόνου και της Σελήνης από της Cunitz.
     Στις 25 Μάη 1656 μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε πολλά από τα σπίτια στο Pitschen, (πολωνικά: Byczyna).  Το σπίτι του Ηλία Λόουεν και της συζύγου του καταστράφηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Κατέστρεψε τις επιστημονικές τους εργασίες, τα όργανα και τα χημικά που χρησιμοποιούνται για τη παρασκευή πολλών τύπων φαρμάκων, όπως και τα βιβλία, τα χαρτιά, τα γράμματα και τον εξοπλισμός της. Τα αρχεία των όλων των παρατηρήσεων που έκανε τόσα χρόνια χάθηκαν εκείνο το βράδυ στη φωτιά.  Αυτό μείωσε σημαντικά τα εισοδήματά τους. Η Μαρία χήρεψε το 1661 και πέθανε στο Pitzen το 1664.

     Το έτος της γέννησής της είναι αβέβαιο. Δεν εμφανίζεται ποτέ γέννηση, βάπτισμα ή παρόμοια έγγραφα. Το έτος εικάζεται στη 1η μεγάλη γερμανική έκδοση για τη Μαρία Cunitz στα 1798. Ο Δρ Paul Knötel φαίνεται να ‘ναι 1ος που δίνει το 1604 ως έτος γέννησής της. Αυτή η ημερομηνία φάνηκε να ‘χει νόημα επειδή οι γονείς της παντρευτήκανε 1 χρόνο πριν κι άλλοι συγγραφείς αργότερα φαίνεται να συμφωνούν. Η απόδειξη ότι στη πραγματικότητα γεννήθηκε το 1610 παραδίδεται από μιαν ανθολογία ποιημάτων συγχαρητηρίων για το 1ο γάμο της, σε συνδυασμό με μια επιστολή του Elias A Leonibus προς το Γιόχαν Χεβέλιους το 1651, που βρέθηκε πρόσφατα από τη Δρ. Ingrid Guentherodt.
     Η δημοσίευση του βιβλίου Urania propitia (ΟλζέΗ ομορφιά της ήτανε που λαχταρούσε να μάθει την αστρονομία πιότερο κι απ’ τη λαχτάρα της Υπατίας). Σημαντικό για μια τεχνική έκδοση αυτής της περιόδου, ότι το βιβλίο της γράφτηκε Λατινικά και Γερμανικά, δηλώνοντας ότι ήταν απλούστευση των πινάκων Rudolphine παρέχοντας νέους, νέα εφέ και μια πιο κομψή λύση στο πρόβλημα του Kepler, που ήτανε να καθορίσει τη θέση ενός πλανήτη στη τροχιά του λειτουργικώτερα. Το βιβλίο της πιστώνεται επίσης τη συμβολή στην ανάπτυξη της γερμανικής επιστημονικής γλώσσας (Silesia, 1650), που κέρδισε από την ευρωπαϊκή φήμη της.
     Λόγω των πολλών ταλέντων και των επιτευμάτων της, ονομάστηκε Silesian Pallas. Στο βιβλίο του 1727, ο Σιλεσιανός Johan Caspar Eberti  Educated Silesian Women & Female Poets, έγραψε ότι:

   Η Maria Cunicia ή η Cunitzin ήτανε κόρη του διάσημου Henrici Cunitii. Ήτανε εξαιρετικά μορφωμένη γυναίκα και φάνταζε σα βασίλισσα μεταξύ των γυναικών της Σιλεσίας. Ήτανε σε θέση να μιλά άρτια 7 γλώσσες, γερμανικά, ιταλικά, γαλλικά, πολωνικά, λατινικά, ελληνικά κι εβραϊκά, ήταν έμπειρη μουσικός κι εξαίρετη ζωγράφος, αφοσιωμένη αστρολόγος κι ιδιαίτερα απολάμβανε ν’ ασχολείται με αστρονομικά προβλήματα.

     Η Μαρία Κούνιτς χαρακτηρίζεται συνήθως ως Σιλεσιανή, -π.χ. στην 11η έκδοση της Encyclopædia Britannica 1911. Γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που περιλάμβανε και μη γερμανικές μειονότητες, υπό την ηγεσία της Αυστριακής βασίλισσας των Αψβούργων. Το κομμάτι της Σιλεσίας, όπου ζούσε, ήταν μέρος της Βοημίας πριν από το 990 μ.Χ., στην ενωμένη Πολωνία μεταξύ 990-1202 και μέρος της Βοημίας μεταξύ 1038-1050. Το 1202 το πολωνικό κράτος εξαλείφθηκε σαν οντότητα κι όλες οι πολωνικές κτήσεις συμπεριλαμβανομένης της Σιλεσίας, 4 Σιλεσιανοί δούκες του 13ου αι. ήταν ηγέτες της Κρακοβίας και πήρανε τον τίτλο Δούκας της Πολωνίας. Το 1331 η περιοχή έγινε και πάλι μέρος της Βοημίας. Το 1742 έγινε μέρος της Πρωσίας και το 1871 γερμανική αυτοκρατορία. Περίπου 3 αι. μετά, ο βίος της Μαρίας τέθηκε στη Πολωνία, -μετά το 2ο Παγκ. Πόλ.

     Στη διάρκεια της ζωής της, η εθνικότητα δεν έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της ταυτότητας του ατόμου όπως και σήμερα. Εντούτοις, πολλαπλές πηγές αργότερα θεώρησανε την ανάγκη να θέσουνε τη Μαρία Cunitz σε μιαν εθνικότητα σχετική με την εποχή τους. Έχει περιγραφεί κυρίως ως γερμανίδα, -π.χ. στο Βιβλιογραφικό Λεξικό της Γυναίκας στην Επιστήμη. Δημοσίευσε στη γερμανική γλώσσα. Έχει επίσης περιγραφεί ως πολωνή κι ορισμένοι την θεωρούν ως τη 1η πολωνή γυναίκα αστρονόμο. Μιλούσεν άπταιστα όχι μόνο Γερμανικά και Πολωνικά, αλλά και Γαλλικά, Ελληνικά, Ιταλικά, Λατινικά κι Εβραϊκά.
     Ο κρατήρας Cunitz της Αφροδίτης κι ο μικρός πλανήτης 12624 MariaCunitia ονομάστηκαν προς τιμή της.
………………………………………………………………….

15). MARGARET  LUCAS  CAVENDISH
Μάργκαρετ Λούκας Κάβεντις
“τρελλό-Μαρτζ” 1623-15/12/1653

     Ήταν Αγγλίδα αριστοκράτης, φιλόσοφος, ποιητής, επιστήμονας, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας ρομαντικών ιστοριών  κατά τον 17ο αι. Γεννήθηκε σα Μάργκαρετ Λούκας, ήταν η νεώτερη αδερφή των εξέχοντων αυλικών του Στέμματος, Sir John Lucas και Sir Charles Lucas, που ανήκε στο αρχοντικό του Abbey του Αγίου Ιωάννη στο Κόλτσεστερ.  Έγινε αυλικός της βασίλισσας Henrietta Maria και ταξίδεψε μαζί της στην εξορία στη Γαλλία, ζώντας για λίγο στην αυλή  του νεαρού βασιλιά Louis XIV. Έγινε η 2η σύζυγος του William Cavendish, 1ου δούκα του Newcastle-upon-Tyne το 1645, όταν ήτανε μαρκήσιος.
     Δημοσίευσε με το όνομά της σε μια εποχή που οι περισσότερες γυναίκες συγγραφείς δημοσίευσαν ανώνυμα. Η συγγραφή της απευθύνθηκε σε διάφορα θέματα, όπως το φύλο, η εξουσία, οι τρόποι, η επιστημονική μέθοδος κι η φιλοσοφία. Ο ουτοπικός της ρομαντισμός, Ο φλεγόμενος κόσμος, είναι ένα από τα 1α παραδείγματα επιστημονικής φαντασίας. Είναι μοναδική στο να έχει δημοσιεύσει εκτενώς φυσική, φιλοσοφία και πρώιμες σύγχρονες επιστήμες. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 15 πρωτότυπα έργα. Το σύνολο των αναθεωρημένων έργων της που δημοσιεύθηκαν υπολογίζεται πως είναι 21.

     Παινεύτηκε κι επικρίθηκε ως μοναδική και πρωτοποριακή συγγραφέας. Απορρίπτει τον Αριστοτελισμό και τη μηχανική φιλοσοφία του 17ου αι., προτιμώντας αντ’ αυτού ένα μοντέλο ζωτικής σημασίας. Ήταν η 1η γυναίκα που συμμετείχε σε μια συνάντηση στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου το 1667 κι επικρίνει κι ασχολείται με τα μέλη και τους φιλόσοφους Thomas Hobbes, René Descartes και Robert Boyle. Έχει καταγραφεί ως 1η συνήγορος των ζώων κι αντίπαλος των δοκιμών σε ζώα.
     Δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό της μνημόσυνο Μια πραγματική σχέση της γεννήσεως, της αναπαραγωγής και της ζωής μου ως προσθήκη στη συλλογή της Φύσεις εικόνες που σχεδιάστηκαν από το φανταστικό μολύβι στη ζωή, το 1656. Την έγραψε στα 33, θέμα συζήτησης για λογοτέχνες. Ένας κριτικός πιστεύει ότι η αυτοβιογραφία της ήτανε τρόπος για να εδραιωθεί η αξιοπιστία, καθώς και να οικοδομηθεί μια εμπορεύσιμη εικόνα. Έγραψε την αυτοβιογραφία της για ν’ ανταγωνιστεί με ό, τι λένε οι άνθρωποι γι’ αυτήν κατά τη διάρκεια της ζωής της. Τα απομνημονεύματα αφορούσαν τη γενεαλογία, τη κοινωνική θέση, τη τύχη, την ανατροφή, την εκπαίδευση και τον γάμο της. Στ’ απομνημονεύματα περιγράφει επίσης τα χόμπι και τα οφέλη της και προσφέρει περιγραφή της δικής της προσωπικότητας και φιλοδοξίας, συμπεριλαμβανομένων των σκέψεων για την ακραία φαντασία, τη στοχαστική φύση και τη γραφή.

     Μοιράστηκε επίσης τις απόψεις της σχετικά με το φύλο (κατάλληλη συμπεριφορά και δραστηριότητα), τη πολιτική (βουλευτές εναντίον των αυλικών) και τη τάξη (σωστή συμπεριφορά των υπηρετριών). Το έργο της είναι σημαντικό για διάφορους λόγους. Ένας είναι ότι ορίζει μια πρώιμη και πολύ συναρπαστική εκδοχή του νατουραλισμού που βρίσκεται στη σημερινή φιλοσοφία και την επιστήμη. Προσφέρει επίσης αξιόλογες γνώσεις με τις πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με τη φύση και τα χαρακτηριστικά της νοημοσύνης και το ζήτημα του κατά πόσο τα όργανα που μας περιβάλλουν είναι έξυπνα ή έχουν ευφυή αιτία. Ένας άλλος λόγος που το έργο της είναι σημαντικό είναι ότι αναμιγνύει μερικές από τις κεντρικές απόψεις κι επιχειρήματα που συνηθέστερα συνδέονται με στοιχεία από τους Thomas Hobbes και David Hume. Προσφέρει επίσης νέες και συναρπαστικές απαντήσεις σε ερωτήσεις που είναι κεντρικές στις συζητήσεις του 15ου αι. π.Χ., για το αν η αντίληψη των αισθήσεων είναι μέσω εντυπώσεων, για το αν τα ανθρώπινα όντα είναι ελεύθερα σ’ ελευθεριακή ή συμβατική κατάσταση, για το αν υπάρχει κάποια αληθινή διαταραχή στον φυσικό κόσμο, για τα όρια της γνώσης και τα όρια των ιδεών και της γλώσσας, και για το πώς μεταφέρεται η κίνηση μεταξύ των σωμάτων. Επιπλέον, αναλαμβάνει σημαντικές συζητήσεις για τη κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία, με επίκεντρο τα ζητήματα της υπηρεσίας και της εξουσίας και συγκεκριμένα τη σχέση μεταξύ της επιθυμίας ενός ατόμου να ζήσει μια ζωή με την οποία αναγνωρίζει, τη δεκτικότητα και τη κάλυψη που επιθυμεί συναντά σ’ ένα κόσμο έξω και πέρα από το νου. Τέλος, παραμένει στις συζητήσεις στο έργο των σύγχρονων φιλοσόφων σχετικά με το αν η ικανότητά μας να κατανοήσουμε πώς η ύλη σκέφτεται είναι συναφής με το ερώτημα αν σκέφτεται.
     Η Μαργαρίτα Λούκας γεννήθηκε το 1623 στο Colchester του Essex. Δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση σε κλάδους όπως μαθηματικά, ιστορία, φιλοσοφία και τις οι κλασσικές γλώσσες, αλλά είχε πρόσβαση σ’ επιστημονικές βιβλιοθήκες κι ήταν άπληστη αναγνώστρια. Άρχισε να βάζει τις δικές της ιδέες στο χαρτί σε πολύ νεαρή ηλικία και παρόλο που θεωρήθηκε ασυνήθιστο κείνη την εποχή για μια γυναίκα να ‘ναι δημόσια διανοούμενη, ήτανε σε θέση να συνομιλεί σε υψηλό επίπεδο κι ιδιωτικά με τον αδελφό της Τζον. Αυτό είναι αξιοσημείωτο επειδή αυτός ήταν ήδη καθιερωμένος μελετητής: φοιτητής του δικαίου, της φιλοσοφίας και της φυσικής επιστήμης, μιλούσε άπταιστα εβραϊκά, λατινικά κι ελληνικά και τελικά θα γίνει ιδρυτικό μέλος της Βασιλικής Εταιρείας (Whitaker 2002, 11 -12). Το 1643, αναζητώντας ζωή πιο ανεξάρτητη, ζήτησε να γίνει κυρία επί των τιμών στην Αυλή της βασίλισσας Henrietta Maria. Όταν η βασίλισσα εξορίστηκε στη Γαλλία το 1644, τη συνόδευσε και λίγο αργότερα συναντήθηκε με τον William Cavendish. Παντρεύτηκαν το 1645 και θα παραμείνουν στην εξορία (αρχικά στο Παρίσι, μετά στο Ρότερνταμ, και τέλος στην Αμβέρσα) μέχρι την αποκατάσταση της κορώνας το 1660 (Battigelli 1998, 1-10).
     Η δίψα της Margaret για μάθηση την οδήγησε να επιλέξει ως σύζυγο τον κατά 30 έτη μεγαλύτερο William Cavendish, Δούκα του Newcastle που είχε στενές σχέσεις με τους επιστημονικούς κύκλους. Χωρίς τυπική μόρφωση, έγραψε 14 βιβλία περί Φυσικής και Φιλοσοφίας που δημοσιεύθηκαν με δαπάνη του συζύγου της. Ήταν εκείνη που προώθησε την εκλαΐκευση της μηχανιστικής φιλοσοφίας της φύσης, που αποτελούσε το θεμέλιο λίθο της επιστημονικής επανάστασης. Οι επιθέσεις που δέχθηκε δεν ήταν τόσο για τις απόψεις της, όσο για λογοκλοπή, αφού “καμμιά κυρία δεν μπορούσε να καταλάβει τόσο δύσκολες λέξεις“.

     Υπάρχουνε 2 λόγοι που ‘ναι σημαντικό ν’ αναφέρουμε τον γάμο των Margaret Lucas κι William Cavendish. Ο 1ος είναι ότι στα μέσα του 17ου αι., ήταν ασυνήθιστο για εκδότη να τυπώνει το φιλοσοφικό κι επιστημονικό έργο μιας γυναίκας. Η Cavendish ήταν αρκετά λαμπερή κι εντυπωσιακή συγγραφέας που μπόρεσε να δημοσιεύσει μέρος της δουλειάς της χωρίς βοήθεια (Whitaker 2002, 154), συμπεριλαμβανομένου του 1ου έργου της [Poems & Fancies, 1653], αλλά μερικά από τα γραπτά της δημοσιεύθηκαν με τη βοήθεια του καλά δικτυωμένου συζύγου της. Ο 2ος λόγος είναι ότι μέσω των συναντήσεων του κύκλου Cavendish που οργάνωσε στη 10ετία του 1640, αλληλεπίδρασε με άτομα όπως ο Thomas Hobbes, ο Rene Descartes, ο Marin Mersenne, ο Pierre Gassendi και Kenelm Digby (Hutton 1997a, 422-3, Whitaker 2002, 92-4, Clucas 1994, 256-64). Αλλά αυτοί οι φιλόσοφοι δεν θα έκαναν άμεση επαφή μαζί της. Δυστυχώς γι’ αυτή και για μας, δεν είχε γραπτή φιλοσοφική αλληλογραφία με κανέναν από αυτούς. Όταν δεν ανταποκρίνονταν κριτικά με την εκδοχή της, απέσπασε τις απόψεις τους με πλάγιο τρόπο σε μορφή αλληλογραφίας μεταξύ αυτής κι ενός φανταστικού 3ου προσώπου.

     Στην ηλικία της, θεωρήθηκε πότε ως τρελλή,παράξενη αλλά και μεγαλοφυία. Τελικά έλαβε πολύ επιθυμητή αναγνώριση από τους άνδρες της ηλικίας της το 1667, όταν της προσφέρθηκε μια εξαιρετικά σπάνια πρόσκληση να συμμετάσχει σε μια συνάντηση της Βασιλικής Εταιρείας, αν κι ήτανε σίγουρη ότι θεωρήθηκε ως θέαμα από πολλούς παρευρισκομένους (Whitaker 2002, 291-306).
     Η Μάργκαρετ Λούκας Κάβεντις, δούκισσα του Νιούκαστλ, ήταν η 1η γυναίκα στην ιστορία που έζησε ως επαγγελματίας συγγραφέας. Το τόλμημά της ν’ ασχοληθεί επαγγελματικά με το γράψιμο αντί να περιοριστεί στο να δημοσιεύει με ψευδώνυμο στίχους ή αισθηματικές νουβέλες, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις και της στοίχισε το παρατσούκλι Mad Madge (η τρελλο-Ματζ). Αυτό δεν την εμπόδισε ν’ ασχοληθεί στα γραπτά της με τη φιλοσοφία, τη πολιτική και τη κοινωνία. Έγραψε:

   “Φαντάζομαι, ότι θα κατηγορηθώ από το ίδιο μου το φύλο. Όσο για τους άνδρες, αυτοί θα υποδεχθούνε το βιβλίο μου με περιφρονητικά χαμόγελα, αφού θα θεωρήσουν ότι σφετερίζεται σε μεγάλο βαθμό τα προνόμιά τους. Γιατί αντιμετωπίζουν τα βιβλία σαν το στέμμα και το σπαθί σα το σκήπτρο με τα οποία κυριαρχούν και κυβερνούν“.

     Η Περιγραφή Ενός Νέου Κόσμου Που Αποκαλείται Λαμπρός Κόσμος που κυκλοφόρησε στην Αγγλία 32 χρόνια μετά το Somnium ανήκει στη κατηγορία του ουτοπικού μυθιστορήματος. Το θέμα του είναι η ιστορία μιας νεαρής αριστοκράτισσας την οποία ερωτεύεται ένας έμπορος. Μην έχοντας ελπίδα, λόγω της ταπεινής καταγωγής του να την αποκτήσει νόμιμα, αποφασίζει να την απαγάγει. Όμως το πλοίο του παρασύρεται από την κακοκαιρία προς το Βόρειο Πόλο τη στιγμή που χάρη σε μια …αστρονομική συγκυρία η τροχιά της Γης προσεγγίζει αυτήν ενός άλλου πλανήτη. Όλοι οι επιβαίνοντες στο πλοίο σκοτώνονται εκτός από τη κοπέλα που μεταφέρεται μ’ έναν ανεμοστρόβιλο στον άλλο πλανήτη. Ο άρχοντας του νέου αυτού κόσμου την ερωτεύεται, τη νυμφεύεται και της παραδίδει τα ηνία της εξουσίας.
     Από τον τρόπο που η συγγραφέας επιλέγει για να μετακινήσει την ηρωδιάδα της από τη Γη στον άλλο πλανήτη, είναι φανερή η επιρροή του καρτεσιανού μοντέλου του Σύμπαντος. Ο Καρτέσιος που απέκλειε πλήρως την ύπαρξη κενού, φανταζόταν το Σύμπαν γεμάτο μυστηριώδες κι αδιευκρίνιστο υλικό, φορέα της κίνησης που έχει χορηγηθεί άπαξ και δια παντός από το δημιουργό. Αυτή η ποσότητα της κίνησης ούτε δημιουργείται ούτε χάνεται. Απλώς μεταδίδεται από το ‘να σώμα στ’ άλλο μέσω στροβίλων. Ο κάθε πλανήτης βρίσκεται στο μέσον ενός στροβίλου που καθορίζει και τη τροχιά του. Οι διάφοροι στρόβιλοι είναι σ’ επαφή μεταξύ τους και μεταβιβάζουνε τη κίνηση ο ένας στον άλλο. Το καρτεσιανό μοντέλο αποτελεί προσπάθεια να εξηγηθούν οι πλανητικές τροχιές χωρίς να γίνει αναφορά σε δυνάμεις εξ αποστάσεως, όπως η vis motrix του Κεπλερ ή η βαρυντική δύναμη που περιγράφεται με το νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα.
     Μ’ ένα καρτεσιανό ανεμοστρόβιλο βρέθηκε λοιπόν η ηρωίδα της Κάβεντις σ’ αυτό το νέο, λαμπρό κόσμο, όπου οι άνθρωποι, ανάλογα με την ειδικότητά τους έχουνε τ’ όνομα και τη μορφή διαφόρων ζώων. Η αυτοκράτειρα συναντιέται πρώτα με τους πειραματικούς φιλοσόφους-αρκούδες και τους αστρονόμους-πουλιά, τους οποίους επιτιμά για τους καυγάδες και τις αντιπαραθέσεις τους που οφείλονται σε κακή χρήση του τηλεσκοπίου (ο υπαινιγμός για τους αντίστοιχους καυγάδες που ξέσπασαν μες στην επιστημονική κοινότητα από την εποχή που ο Γαλιλαίος έστρεψε πρώτος το τηλεσκόπιό του προς τον ουρανό είναι σαφής). Στη συνέχεια συναντά τους φυσικούς φιλοσόφους-ψάρια, σκουλήκια και μύγες, τους χημικούς-πιθήκους και τους ανατόμους-σατύρους.

     Ύστερα από τις κουραστικές σοβαρές συζητήσεις που ‘χε μ’ όλους αυτούς και για ν’ αλλάξει παραστάσεις, καλεί τους μαθηματικούς-αράχνες και τους γεωμέτρες που είναι… ψείρες. Δε μένει καθόλου ευχαριστημένη απ’ τα περίπλοκα σχήματα που της παρουσιάζουν και τα οποία δεν κατανοεί παρά την ευφυία της. Τους ρωτά επίμονα αν κατάφεραν τελικά να τετραγωνίσουνε τον κύκλο. Ο τετραγωνισμός του κύκλου είναι το αγαπημένο μαθηματικό πρόβλημα των λογοτεχνών. Μεταξύ άλλων, αναφέρονται σε αυτό ο Αριστοφάνης κι ο Δάντης. Από το 500 π.Χ. περίπου οι μαθηματικοί προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα τετράγωνο με εμβαδόν ίσο με αυτό δοσμένου κύκλου. Ενώ μηχανικές κι υπολογιστικές λύσεις δόθηκαν αρκετά σύντομα, ο επιπρόσθετος περιορισμός να πραγματοποιηθεί η κατασκευή αποκλειστικά με τη χρήση κανόνα και διαβήτη κράτησε το πρόβλημα ανοικτό μέχρι το 1882 οπότε κι απεδείχθη ότι τέτοια λύση είναι αδύνατη.
     Η βασίλισσα αναρωτιέται ακόμα αν μπόρεσαν να κατασκευάσουνε φανταστικές γραμμές. Οι φανταστικοί αριθμοί είχαν έρθει στο προσκήνιο από το 1545 ως τετραγωνικές ρίζες αρνητικών αριθμών. Το όνομα φανταστικοί οφείλεται στον Καρτέσιο, που όπως κι οι άλλοι μαθηματικοί της εποχής, τους αποδεχόταν ως τυπικές λύσεις διαφόρων εξισώσεων, χωρίς όμως να κατορθώσει να τους προσδώσει μια φυσική οντότητα, κάτι που κατορθώθηκε μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα. Η βασίλισσα παρατηρεί ότι τα σημεία των μαθηματικών είναι τόσο μικροσκοπικά και μηδαμινά που μοιάζουνε φανταστικά. Διαπιστώνουμε εδώ τη δυσκολία κατανόησης της έννοιας του απειροστού που αρχίζει σταδιακά ν’ αναδεικνύεται από τις προσπάθειες θεμελίωσης του διαφορικού κι ολοκληρωτικού λογισμού. Την ίδια αδυναμία κατανόησης θα συναντήσουμε αργότερα και στον Μικρομέγα του Βολταίρου.
     Ωστόσο τρέφει μεγάλη εκτίμηση για τους μαθηματικούς, όχι μόνο γιατί έχουν σημαντική συνεισφορά σε πολλές τέχνες αλλά κι επειδή οι περισσότεροι είναι κι ικανότατοι… μάγοι. Γι’ αυτό άλλωστε ο χαρακτήρας τους είναι τόσο περίπλοκος και σκοτεινός. Τους ζητά να συνεχίσουνε το έργο τους που παρόλο που η ίδια δεν έχει το χρόνο να μελετήσει κατανοεί ότι είναι σημαντικό και χρήσιμο. Βλέπουμε εδώ να αναπαράγεται η παγιωμένη αντίληψη-κλισέ περί του απαραίτητου αλλά δυσνόητου κι αναγκαστικά περιθωριακού μαθηματικού, που κυριαρχεί τόσο στη σύγχρονη όσο και στη παλιότερη λογοτεχνία. Είναι μοντέλο που υιοθετεί κι ο Βολταίρος, ενώ ο Σουίφτ το αναπτύσσει εκτενώς στο 3ο μέρος των Ταξιδιών Του Γκάλλιβερ.

     Η Κάβεντις, παρά το δεδομένο ενδιαφέρον της για τις θετικές επιστήμες -τα χρονικά αναφέρουνε πολυάριθμες συζητήσεις της με πολλούς φυσικούς φιλοσόφους καθώς και μία τουλάχιστον επίσκεψή της στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου όπου ενημερώθηκε αναλυτικά για τις εξελίξεις στον επιστημονικό τομέα- παραμένει ένας εξωτερικός παράγοντας, ένα 3ο μάτι. Διαβάζοντας άλλωστε τον Λαμπρό Κόσμο διαπιστώνουμε ότι άλλα θέματα τα ‘χει μόνον επιφανειακά κατανοήσει κι άλλα τα έχει πλήρως παρανοήσει. Από αυτή την άποψη το έργο της αποτελεί μια πολύ πιο αξιόπιστη μαρτυρία για το πώς πέρασαν και τι αντιδράσεις προκάλεσαν τα επιτεύγματα της επιστημονικής επανάστασης στο ευρύ κοινό. Άλλωστε δε δείχνει να ενδιαφέρεται για την εκλαΐκευση των νέων επιστημονικών επιτευγμάτων, κάτι που φανερά επιδιώκει ο Κέπλερ. Το έργο της στοχεύει στη κοινωνική κριτική, τη σάτιρα και την ενίσχυση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας. Παρεμπιπτόντως κι επειδή βρίσκονται στο επίκεντρο της επικαιρότητας, ασχολείται με τις θετικές επιστήμες.
     Το κεντρικό δόγμα φιλοσοφίας της είναι πως όλα στο σύμπαν -συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων όντων και των μυαλών τους- είναι σημαντικά. Η δέσμευσή της σε αυτό το δόγμα αντανακλάται σε όλο το σώμα της:

   “Η φύση είναι υλική ή σωματική κι έτσι όλα τα πλάσματά της κι οτιδήποτε δεν είναι υλικό, δεν αποτελεί μέρος της Φύσης ούτε ανήκει στους τρόπους της Φύσης …”

     Σύμφωνα μ’ αυτήν, κανέν απ’ τα επιτεύγματα των σωμάτων δεν πρέπει ν’ ανιχνευθεί σε άυλους παράγοντες όπως ο Θεός, άυλα πεπερασμένα μυαλά ή ουσιαστικές μορφές, επειδή τα σώματα έχουνε τα μέσα για να επιφέρουν όλ’ αυτά που κάνουν, από μόνα τους. Θεωρεί επίσης ότι τα σώματα είναι πανταχού παρόντα κι ότι δεν υπάρχει κενό, επειδή οι επεκτάσεις του χώρου δεν μπορούν να είναι μηδενικές, αλλά πρέπει να είναι επεκτάσεις της ύλης. Κάθε σώμα είναι άπειρα διαιρούμενο (Cavendish 1668a, 125, 263, Cavendish 1668b, 239) κι όλα τα σώματα στη φύση, σε κάθε επίπεδο διαίρεσης, είναι ευφυή κι αντιληπτά (Cavendish 1668a, 16, 156, Cavendish 1668b, 7) . Έν από τα κίνητρά της για την αποδοχή της τελευταίας άποψης είναι ότι έτσι μόνον έχει νόημα η τάξη που συναντάμε στο φυσικό κόσμο.
     Η Cavendish γνωρίζει ότι γράφει σε παράδοση που προοπτική σκέψης δεν πρόκειται να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Στα μάτια πολλών από τους συγχρόνους και τους προκατόχους της, η ύλη δεν είναι μόνο ακατανόητη, αλλά κι αδρανής κι εντελώς άχρηστη.
     Πέθανε Δεκέμβρη του 1673 και θάφτηκε στο Αββαείο του Γουέστμινστερ. Στη διάρκεια της σύντομης ζωής της, εκπόνησε σειρά σημαντικών έργων στη φιλοσοφία. Αυτά περιλαμβάνουν τους Worlds Olio (1655), τις Φιλοσοφικές και Φυσικές Γνώμες (1656), τις Φιλοσοφικές Επιστολές (1664), τις Παρατηρήσεις από την Πειραματική Φιλοσοφία (1666), τη Περιγραφή ενός Νέου Κόσμου, (1668).

   “Είμαστε κλειστοί από κάθε εξουσία κι ισχύ, λόγω που δεν απασχολούμεθα πολιτικά, κοινωνικά ή με τις πολεμικές υποθέσεις, οι συμβουλές μας προσκρούουνε στη περιφρόνηση και τη θυμηδία, ακόμα κι οι καλλίτερες αυτών, στη καλλίτερη περίπτωση. Οι άντρες μας αντιμετωπίζουνε με την αλαζονική κι εγωιστική αδιαφορία που τους διακατέχει κι αυτό είναι μια μεγάλη απογοήτευση για μας“.
Philosophical and Physical Opinions  Μ. L. Cavendish

————————————————
16). ELISABETH CATHERINA KOOPMAN HEVELIUS

Ελίζαμπετ Κατερίνα Κούπμαν Χεβέλιους Πολωνία,
17 Γενάρη 1647 // 22 Δεκέμβρη 1693, Αστρονόμος

     Η Χεβέλιους (μπορεί να τη συναντήσετε κι ως Elżbieta Heweliusz) θεωρείται μία από τις 1ες γυναίκες αστρονόμους, κι επωνομάστηκε Μητέρα Των Φεγγαριών. Ήταν επίσης 2η σύζυγος του συναδέλφου αστρονόμου Johannes Hevelius. Η Ελίζαμπετ Κούπμαν ή Κάουφμαν γερμανικά, ήταν, -όπως κι ο Hevelius κι η 1η σύζυγός του- γόνος πλούσιας εμπορικής οικογένειας στο Δάντσιχ (Γκντανσκ) που βρίσκεται στη Πομερανία της ΠολωνοΛιθουανικής Κοινοπολιτείας τότε και μέλος της εμπορικής οργάνωσης Hansa. Γονείς της ήταν ο Nicholas Koopman (Ολλανδική λέξη για το έμπορος) (1601-1672) που ήταν ένας ευημερών έμπορος κι η Joanna Mennings (ή Menninx) (1602-1679). Παντρεύτηκαν στο Άμστερνταμ το 1633. Μετακόμισαν από το Άμστερνταμ στο Αμβούργο και στη συνέχεια το 1636 μετακόμισαν στο Danzig. Σε αυτή τη μιλούσανε μεν γερμανικά κατά μεγάλο ποσοστό, αλλά ανήκε στη Πολωνίας τότε, όταν γεννήθηκε η κόρη τους.

     Ήταν η φαντασμαγορία και το θέαμα της αστρονομίας που μάγεψε την Ελίζαμπετ, όταν ήταν ακόμα παιδί, να πλησιάσει τον Johannes Hevelius, έναν αστρονόμο διεθνούς φήμης που είχε ένα συγκρότημα τριών κατοικιών στο Danzig και κατείχε το καλλίτερο παρατηρητήριο στον κόσμο. Ο Hevelius υποσχέθηκε στο μικρό κορίτσι ότι θα του δείξει τα “θαύματα των ουρανών” όταν μεγαλώσει λίγος. Η σύζυγος του Hevelius πέθανε τον Μάρτη του 1662 κι έπειτα λίγο μετά από αυτό η μικρή στα 15 ξαναπλησίασε τον Hevelius και του υπενθύμισε ότι υποσχέθηκε να της δείξει τους ουρανούς από το παρατηρητήριό του όταν μεγαλώσει -τώρα είμαι πια δεκαπέντε. Στη πραγματικότητα είχε κι άλλο μεγαλώσει το ενδιαφέρον της για την αστρονομία καθώς είχε μεγαλώσει και είχε συνειδητοποιήσει του τι σημαντική προσωπικότητα στον κόσμο της αστρονομίας ζούσε στην ίδια πόλη. Ο Hevelke γράφει σ’ ένα κείμενο που έχει ένα πολύ κομψό παλιομοδίτικο στυλ, ότι η μικρή όσο μεγαλώνε:

   “…τόσο μεγαλώνει κι ο βαθύς ειλικρινής σεβασμός με τον οποίο περιβάλλει τον ερευνητή κι η επιθυμία στο να μπορέσει να βοηθήσει, να υποστηρίξει, να συμβάλλει κι αυτή στο έργο του, εκεί έξω στην ησυχία της νύχτας. Να μοιραστεί μαζί του τις επιτυχίες και τη φήμη του. Κι όταν στην έναστρη νύχτα τον ακολούθησε στο παρατηρητήριο του με βλέμμα εντυπωσιασμένο και χτυποκάρδι κι είδε μαζί του τη λαμπερή πανσέληνο στην ακάθεκτη πορεία της, αναφώνησε με θαυμασμό: Θέλω να μείνω εδώ για πάντα μαζί σας, να διακηρύξω κι εγώ το θαυμασμό μου, – αυτό θα μ’ έκανε τρισευτυχισμένη. Έτσι ξεκινήσανε το τολμηρό διάβημα, 2 άτομα με τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας, το οποίον ευτυχώς, υπήρξεν ευτυχισμένο. Μνηστεύθηκαν στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης το 1663. Ο αστρονόμος βρήκε στη μικρή, μιαν αξιοθαύμαστη κυρία, μια ταλαντούχα, επιδέξια, ακούραστη και πιστή βοηθό στους υπολογισμούς, στις σημειώσεις και στις παρατηρήσεις του. Η Ελιζαμπέτα μπορεί να θυμάται τα λόγια με τα οποία συχνά την ενθάρρυνε ο σύζυγός της: Τίποτα δεν είναι γλυκύτερο από το να γνωρίζεις τα πάντα και πως αυτή η αγάπη για την επιστήμη, αργά ή γρήγορα σου φέρνει κι άλλες αμοιβές“.

    Ο γάμος της 16χρονης με τον 52 ετών Hevelius το 1663 της επέτρεψε επίσης να κυνηγήσει το δικό της όνειρο, απολαμβάνοντας παράλληλα το πάθος της αυτό, βοηθώντας τον να διαχειριστεί το παρατηρητήριό του. Κάνανε μαζι ένα γιο, που πέθανε ενός έτους και τρεις κόρες που επέζησαν, παντρεύτηκαν και κάνανε δικά τους παιδιά. Η μεγαλύτερη κόρη ονομάστηκε Catherina Elisabetha σαν τη μητέρα της και βαφτίστηκε στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, στο Danzig, στις 14 Φλεβάρη 1666. Από τα γραπτά του Johann III Bernoulli γνωρίζουμε ότι η Ελίζάμπετ πέρασεν ευλογιά και σημαδεύτηκε μόνιμα απ’ αυτήν. Γράφει χαρακτηριστικά: “…η μικρή αρρώστησε με ευλογιά κι ήταν άσχημα σημαδεμένη εξ αυτής για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Ο σύζυγος δεν νόσησε και δεν έφυγε στιγμή απ’ το προσκεφάλι της και τη  νοσήλευε πιστά“, 
    Αυτό πρέπει να συνέβη λίγο πριν πεθάνει ο Χεβέλιους, σίγουρα πολύ καιρό μετά τη τραγωδία που έτυχε στο δρόμο της οικογένειας. Το σπίτι τους και το παρατηρητήριο καταστράφηκαν από πυρκαγιά, ενδεχομένως να ξεκίνησε σκόπιμα, τη νύχτα της 16ης Σεπτέμβρη 1679. Μια επιστολή που περιγράφει τη φωτιά που κατέστρεψε το σπίτι και το παρατηρητήριο του Hevelius στο Danzig στις 16 Σεπτέμβρη 1679, στάλθηκε στον Peter Wyche, Βρεττανό πρόξενο στις Χανσεατικές Πόλεις, από τον D Capellus:

   “Ο ευγενέστατος και θαυμάσιος κος Hevelius, αισθάνθηκε τον εαυτό του καταπιεσμένο και συντριμμένο με πολλά, μεγάλα κι ασυνήθιστα προβλήματα, σαν να θέλησε να αυτοτιμωρηθεί αποσύρθηκε με την αγαπημένη του σύζυγο, αλλά και μαζί με τη μεγάλη του δυστυχία, στις 16 Σεπτέμβρη σε αγρόκτημα κοντά στην είσοδο του Danzig, για ν’ ανανεώσει και ν’ αποκαταστήσει τον κουρασμένο και ταλαιπωρημένο εαυτό του. Είπε δε στον αμαξά του όταν επιστρέψει στο σπίτι να κλείσει καλά τις πόρτες και να πει στους υπηρέτες να προσέξουνε καλά για τυχόν πυρκαγιά. Εκείνος επέστρεψε κι αφού τακτοποίησε τα άλογα στο σταύλο, πήγε για ύπνο κατά τις 9.00 μμ., αλλά ξέχασε είτε από λάθος, είτε σκόπιμα, (όπως ισχυρίστηκε ο Χεβέλιους αργότερα, καθως 4 άλογα μεγάλης αξίας καήκανε σ’ αυτήν), ένα κεράκι αναμμένο κι έτσι ξέσπασε η πυρκαγιά, η οποία γοργά πέρασε και στο υπόλοιπο σπίτι χωρίς να έχει πει ούτε λέξη κι αυτό έγινε κατά τις 9.30 μμ. Κάποια στιγμή, ένας υπηρέτης στο σαλόνι ένιωσε μιαν άσχημη μυρωδιά, έτρεξε κι είδε στα κεντρικά δωμάτια μια τεράστια φλόγα ήτις ενισχυόταν από τον ισχυρό νοτιά που έπνεε κείνη τη νύχτα. Ειδικά σε κείνες τις δομές όπου ήτανε καλά στηριγμένο το θαυμάσιο παρατηρητήριο. Γίνανε προσπάθειες να σωθεί, ό,τι σωζόταν, σπάσανε βιτρίνες και βγάλανε βιβλία και σημειώσεις και τα πετούσαν από τα παράθυρα και πράγματι κάμποσα σώθηκαν αλλά και μερικά πέσανε σε κακόβουλα χέρια και δεν επιστρφήκανε ποτέ”.

     Τα βιβλία που καήκαν ή χαθήκαν εντελώς είναι τα ακόλουθα:

1. Selenographia. 
2. Cometographia. 
3. Prodromus Cometicus. 
4. Mantissa prodromi de nativa facie Saturni. 
5. Mercurius in Sole visus. 
6. Epistolae ad Gassendum, Ricciolum, Oldenburgium et alios. 
7. Duae partes Machinae Coelestis (αυτό ειδικά ήτανε το πιο πρόσφατο, μόλις τον προηγούμενο Φλεβάρη και περιείχε παρατηρήσεις των τελευταίων 49 ετών κι επιστολές, και σίγουρα ήτανε μια μεγάλη απώλεια και τότε αλλά και για τις μετέπειτα γενεές).

    Ο Hevelius έγραψε στον προστάτη του βασιλιά Louis XIV της Γαλλίας, εξηγώντας τι συνέβη εκείνο το βράδυ. Η αρχή είναι χρήσιμη στη περιγραφή της τεράστιας συμβολής της Elisabetha:

   “Το δυστυχές εκείνο βράδυ της φωτιάς ένιωθα βαθιά συγκλονισμένος από ασυνήθιστους φόβους. Για να ξεσκάσω λιγάκι τη ψυχή μου, έπεισα τη νέα μου γυναίκα, πιστή βοηθό στις νυχτερινές μου παρατηρήσεις, να περάσουμε τη νύχτα στην εξοχή, μόλις λίγο έξω από τα τείχη της πόλης…”

    Ο Edmond Halley επισκέφθηκε τον Hevelius και τη σύζυγό του το καλοκαίρι του 1679, λίγο πριν το σπίτι τους και το παρατηρητήριο καταστραφούν από τη φωτιά. Ίσως λόγω της φωτιάς μια φήμη έφτασε στην Αγγλία ότι ο Hevelius ήταν νεκρός. Η Elisabetha πρέπει να ζήτησε από το Halley να της αγοράσει ένα φόρεμα στην Αγγλία, γιατί, τον Οκτώβρη του 1679, αυτός έστειλε το φόρεμα στο γραμματέα της πόλης Danzig, γράφοντας:

   “Συνειδητοποιώ ότι η καρδιά σας έχει ραγίσει και πρέπει ίσως σα σύζυγος του Hevelius να φοράτε πένθιμα ενδύματα, αλλά για αρκετούς λόγους έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκα καλά να στείλω το φόρεμα που είχα υποσχεθεί … Επειδή δεν είμαι ακόμα βέβαιος ότι ο σύζυγός σας είναι νεκρός, κρίνω ότι τίποτα δεν θα ήταν πιο ανεπιθύμητο από μια καθυστέρηση … Αφού είναι από μετάξι κι από τη νεώτερη μόδα, είμαι βέβαιος ότι θα ευχαριστήσει πολύ τη κυρία Hevelius, αν και μόνο ευαρεστηθεί να το φορέσει...”

    Αφού έδωσεν ακριβείς λεπτομέρειες για το κόστος του μεταξιού και τη κατασκευή του φορέματος, ζητά από την Elisabetha να του αποστείλει 3 αντίγραφα των βιβλίων του Hevelius για να καλύψει το κόστος. Το Μάρτη του 1680, η Elisabetha Hevelius έγραψε μια επιστολή στα λατινικά, σχεδόν σίγουρα στο Halley, ζητώντας το όνομα ενός γιατρού που είχε συστήσει, όταν έμεινε στο σπίτι τους, που γνωρίζει μια δίαιτα που θα θεραπεύει την αρθρίτιδα. Υποθετουμε πως ο Hevelius πάσχει από αρθρίτιδα κι η σύζυγός του αναζητά μια θεραπεία γι’ αυτόν.
      Υπάρχουνε πράγματα για τη ζωή της που θα βοηθήσουν να καταλάβουμε πολλά για τη ζωή της. Οι μελετητές γνωρίζουν ότι έγραψε στα Λατινικά δεδομένου ότι είχε γράψει επιστολές και σε άλλους επιστήμονες στα Λατινικά. Αναρωτιούνται δε, γιατί θα έπρεπε να μάθει λατινικά και γιατί θα ήτανε προτεραιότητα για κείνη την εποχή. Ο σύζυγος έγραφε λατινικά, αλλά εκείνη έγραφε με πιο κομψό στυλ, έτσι μπορεί να της τα έμαθε αυτός, αλλά η έστω μικρη αυτή διαφορά στυλ, μας επιτρέπει να διατηρήσουμε ζωντανή τη πιθανότητα του να τα διδάχτηκε μικρή, έστω κι αν αυτό μοιάζει ουτοπικό. Και το ίδιο στα μαθηματικά: αποδεδειγμένα βοηθούσε τον Χεβέλιους στους υπολογισμούς και μάλιστα αρκετά, άρα πάλι 2 πιθανότητες είτε της έμαθε αυτός είτε είχε λάβει μαθηματικήν εκπαίδευση από μικρή. Το θέμα των μαθηματικών το επιβεβαιώνει ο Αραγκο, μαθηματικός. Το εκπληκτικό πάντως και στις 2 εικασίες είναι ότι μόχθησε να μάθει, για να βοηθήσει το σύζυγό της.

     Μετά το θάνατό του συζύγου της το Γενάρη του 1687, η Elisabetha πήγε για επεξεργασία έκδοσης 3 από τα εν μέρει ολοκληρωμένα βιβλία του για δημοσίευση. Τον Νοέμβρη του 1687 έγραψε στη Βασιλική Κοινότητα του Λονδίνου, ζητώντας βοήθεια για την επεξεργασία των βιβλίων. Φαίνεται ότι δεν δόθηκε καμμία. Το 1ο από τα 3 έργα, το Stellarum Fixarum, που χρειαζόταν ελάχιστη μόνο επεξεργασία, εκδόθηκε απ’ την ίδια το 1687. Τα άλλα 2 έργα που δημοσίευσε ήταν το Firmamentum Sobiescianum sive Uranographia κλπ. (1690) που περιείχε 56 χάρτες, κι ολοκλήρωσε και δημοσίευσε το Prodromus astronomiae (1690), τον καταρτισμένο από κοινού κατάλογο των 1.564 αστεριών και τις θέσεις τους.
     Το βιβλίο που δημοσιεύθηκε και με την υποστήριξη του Βασιλιά Σομπιέσκι, αποτελείται από 3 ξεχωριστά μέρη: πρόλογο (με τον τίτλο Prodromus), κατάλογο αστεριών (το όνομα Catalogus Stellarum) κι άτλαντα αστερισμών (Firmamentum Sobiescianum, sive Uranographia). Περιγράφει τη μεθοδολογία και τη τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του παρέχει παραδείγματα της χρήσης του εξάντα και του τεταρτημορίου από το Johannes, σε συνδυασμό με τις γνωστές θέσεις του ήλιου, στον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους και πλάτους κάθε άστρου. Το γραπτό σχέδιο του Catalogus Stellarum αποτελείται από 183 φύλλα, -145 αλφαβητικά σύμφωνα με τον αστερισμό- που περιέχουνε θέσεις αστεριών. Κάθε άστρο είχε συγκεκριμένες πληροφορίες καταγεγραμμένες σε στήλες: ο αριθμός αναφοράς και το μέγεθος που βρέθηκαν από τον αστρονόμο Τύχο Μπράχε, τον υπολογισμό του ίδιου μεγέθους του Johannes, το γεωγραφικό μήκος και πλάτος του άστρου από τις ελλειπτικές συντεταγμένες που μετρήθηκαν με γωνιακές αποστάσεις και μεσημβρινά ύψη που βρεθήκανε χρησιμοποιώντας το τεταρτημόριο Johannes, των ισημερινών συντεταγμένων του άστρου που υπολογιστήκανε χρησιμοποιώντας σφαιρική τριγωνομετρία.
     Η τυπωμένη έκδοση ήτανε παρόμοια με το γραπτό σχέδιο, εκτός από τις δύο στήλες που περιγράφουνε τις ελλειπτικές συντεταγμένες ενός αστεριού, συνδυάζονταν και δόθηκε μόνο η μοναδική καλλίτερη τιμή για το γεωγραφικό πλάτος και το μήκος του αστεριού. Επίσης, η τυπωμένη έκδοση περιείχε περισσότερα από 600 νέα αστέρια και 12 νέους αστερισμούς που δεν τεκμηριωθήκανε στο γραπτό προσχέδιο, φθάνοντας συνολικά τα 1564. Αν κι οι παρατηρήσεις του καταλόγου δεν χρησιμοποιούσανε τίποτα περισσότερο από το γυμνό μάτι του αστρονόμου, οι μετρήσεις ήτανε τόσον ακριβείς ώστε να να χρησιμοποιηθεί για τη κατασκευή ουράνιων σφαιρών στις αρχές του 18ου αι.. Το Firmamentum Sobiescianum, αν και τεχνικά μέρος του Prodromus Astronomiae ως πηγή, πιθανότατα δημοσιεύτηκε ξεχωριστά και σε μικρότερη κυκλοφορία. Στεγάζοντας τη δική του σελίδα κάλυψης και το σύστημα αρίθμησης σελίδων, ο άτλας αποτελείται από 2 ημισφαίρια και 54 διπλές πλάκες από 73 αστερισμούς. Τόσο το βόρειο όσο και το νότιο ημισφαίριο ήταν κεντραρισμένο σε ένα ελλειπτικό πόλο κι οι περισσότερες τοποθεσίες των αστέρων ήτανε βασισμένες στις ίδιες τις παρατηρήσεις του Johannes. Εκείνοι που δεν ήταν, τα νότια πολικά αστέρια, βασίζονταν σε κατάλογο και χάρτη που δημοσιεύθηκε το 1679 από τον Edmond Halley.
    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εκτός από την επεξεργασία αυτών των έργων, το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου τους οφείλεται στα έτη που εργάστηκε με τον σύζυγό της. Σημειωτέον όμως πως ο γιγαντιαίος αυτός αστρονομικός χάρτης, τη δημοσίευση του οποίου επιμελήθηκε μετά το θάνατό του, έφερε ωστόσο μόνο το όνομά του.
    Η Ελίζαμπετ πέθανε Δεκέμβρη του 1693, σε ηλικία 46 ετών, και θάφτηκε στον ίδιο τάφο με τον σύζυγό της. Μετά το θάνατό της, ο μαθηματικός François Arago έγραψε για τον χαρακτήρα της:

   “Να συμπληρώσω κι εγώ κάτι για τη κυρία Hevelius,  που ήταν η πρώτη γυναίκα, απ’ όσο μπορώ να ξέρω, που ποτέ δε φοβήθηκε τη κούραση όταν έκανε τις αστρονομικές της παρατηρήσεις και τους υπολογισμούς“.

     Η ζωή της έγινε πρόσφατα μυθιστόρημα με τίτλο, The Star Huntress (2006).
     Ο μικρός πλανήτης 12625 Koopman ονομάστηκε προς τιμή της, όπως κι ο κρατήρας Corpman στη Αφροδίτη.

======================================

17). MARIA-SIBYLLA MERIAN

Μαρία-Σίβυλλα Μέριαν,
Γερμανία φυσική ιστορικός

     Υποστηρίχτηκε από τον πατριό της, που αναγνώριζε το ταλέντο της θετής του κόρης και την ανέθρεψε πολύ καλά. Έλαβε συνεπώς πολύ καλήν εκπαίδευση κι έμαθε βοτανολογία. Αργότερα είχε επιρροές από δασκάλους στο Άμστερνταμ, που διέγειραν την επιθυμία να κάνει μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι. Έλαβε οικονομική βοήθεια από τη πόλη του πατέρα της, το Άμστερνταμ. Η Μαρία στην ηλικία των 52 χρόνων συνοδευμένη από την έφηβη κόρη της, κινήσανε το ταξίδι τους προς το Σουρινάμ το 1699, μια παλαιότερη Ολλανδική αποικία στη Νότιο Αμερική. Για 2 έτη, όχι μόνο ταξιδέψανε σε καταυλισμούς και φυτείες αλλά εξερεύνησαν ολάκερο το εσωτερικό της χώρας αντιμετωπίζοντας πολλούς κινδύνους. Η περιπετειώδης περιπλάνησή τους αναδύεται πολύ ζωντανά από τα σχόλια της στο έργο Metamorphosis Insectorum Surinamensium του 1705. Η κόρη της εξέδωσε 1η φορά τα 3 μέρη της εργασίας της μητέρας της.

     Η Μαρία-Σίβυλλα Μέριαν γεννήθηκε στις 2 Απρίλη 1647 στη Φρανκφούρτη, παιδί οικογένειας καλλιτεχνών και χαρακτών. Ο πατέρας της, Ματαίους -Ματίας ΄Ελντερ Μέριαν (Matthäus-Mathias Elder Merian) ήταν Ελβετός χαράκτης, τοπογράφος κι εκδότης (έγραψε το, Ευρωπαϊκά Τοπία & Τοπογραφία – Theatrum Europaeum und Topographien). Έν έτος μετά το θάνατο της 1ης του συζύγου, Μαρίας Μαγδαληνής (Mary Magdelene) το 1645, παντρεύτηκε τη Κατερίνα Γιοχάνα Σίβυλλα Χάιμ (Catherina Johanna Sibylla Heim), τη μητέρα της Μαρία- Σίβυλλα.
     Όταν γεννήθηκε η Μαρία, ο πατέρας της ήδη 54 ετών, ήτανε γνωστός σ’ όλη την Ευρώπη για τα χαρακτικά του, που απέδιδαν αστικά τοπία και την άγρια φύση, καθώς επίσης και για επιστημονικά βιβλία κι εικονογραφημένες εκδόσεις, όπως το Οι Μεγάλες Αποστολές. Πέθανε όταν η Μαρία ήταν μόλις 3. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε το 1651 τον εξαιρετικό Ολλανδό ζωγράφο λουλουδιών Γιάκομπ Μάρρελ (Jacob Marrel) (1614-1681), χήρο και πατέρα 3 μικρών παιδιών. Ζωγράφιζε νεκρές φύσεις, κατασκεύαζε χάλκινους εγχάρακτους δίσκους κι ήταν έμπορος έργων τέχνης. Αναγνώρισε το ταλέντο της πρόγονής του και με τη βοήθειά του η Μαρία διερεύνησε τα μυστικά του σχεδίου, των υδατογραφιών, των νεκρών φύσεων, καθώς και της χαλκογραφίας.

     Ο μαθητής του, Αβραάμ Μινιόν (Abraham Mignon) (1640-1679) ενθάρρυνε κι αυτός τον ενθουσιασμό της και την εκπαίδευσε στη τέχνη της ζωγραφικής και της χαρακτικής. Διδάχθηκε, μαζί με την ετεροθαλή αδελφή της από τη σχολαστική μητέρα οικιακά, κέντημα, νοικοκυριό κι ανατροφή παιδιών. Οι ετεροθαλείς αδελφοί της, Ματίας Γιούγκερ (Μathias Younger) και Κάσπαρ Μέριαν (Caspar Merian) χαράκτες, εκδότες, καλλιτέχνες, ζωγράφοι, καθώς ήταν άνδρες, είχανε δυνατότητα να ταξιδέψουνε και να διδαχθούν επιστήμες και το 1653 να εικονογραφήσουνε το έργο Φυσική Ιστορία των Εντόμων (Historia Naturalis Insectorum) του Γιόνας Τζόνστον (Johna Jonston).
     Η Μαρία έμενε στο σπίτι, όπου μελετούσε αναπαραγωγές συλλογών ζωγραφικής και βιβλία από τη βιβλιοθήκη του πατέρα της και του πατριού της. Από τα 1α της χρόνια γοητεύθηκε από τον κόσμο των εντόμων και των φυτών. Τα ενδιαφέροντά της φαινόταν ασυνήθιστα στην εποχή της, καθώς τότε κυριαρχούσε η προκατάληψη ότι τα έντομα δημιουργούνται από ρύπους και λάσπη. Οι παρατηρήσεις της χρονολογούνται από το 1660 στη Φρανκφούρτη. Στα 13 της εγκαινίασε τη μελέτη της μεταμόρφωσης των εντόμων, π.χ. της ανάπτυξης των μεταξοσκωλήκων από φύλλα μουριάς και μαρουλιού.

     Ήταν εξέχουσα Γερμανίδα φυσιοδίφης καθώς κι έξαιρετική καλλιτέχνης-ζωγράφος, χαράκτρια κι εκδότρια. Συγκαταλέγεται στους 1ους εντομολόγους-μελετητές της μεταμόρφωσης των εντόμων. Περιέγραψε τους κύκλους 186 ειδών εντόμων κι ήταν πρωτοπόρος των επιστημονικών ερευνητικών αποστολών. Το ταξίδι στο Σουρινάμ (1699-1701) συντέλεσε στην ανακάλυψη πολλών αγνώστων ειδών φυτών και ζώων ενώ η ταξινόμηση που έκανε στις πεταλούδες και τα ζωύφια ισχύει ακόμη σήμερα. Έδωσε την επιστημονική ονομασία πολλών φυτών. Οι ζωγραφικές απεικονίσεις φυτών, εντόμων, αραχνών, αμφιβίων κι ερπετών, που φιλοτέχνησε, θεωρούνται αριστουργηματικές μέχρι σήμερα και θαυμάζονται σε συλλογές σε όλη τη γη.

     Το σημαντικότερο έργο της, H Μεταμόρφωση των Εντόμων του Σουρινάμ (Insectorum Surinamensium Metamorphosis) (1705), συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αρτιότερα βιβλία φυσικής ιστορίας όλων των εποχών και της απέφερε διεθνή φήμη μεταξύ των φυσιοδιφών και των συλλεκτών έργων τέχνης. Το πλέον πολύτιμο τμήμα του έργου, συλλογές κι υδατογραφίες, αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας και σήμερα ανήκει στην Ακαδημία Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης. 2 άλλες συλλογές βρίσκονται στο Λονδίνο και συγκεκριμένα στη βασιλική βιβλιοθήκη του κάστρου του Ουίνδσορ και το Βρεττανικό Μουσείο. H βιολόγος Κέι Έθεριτζ (Kay Etheridge), σε άρθρο που δημοσιεύθηκε το 2011, έγραψε:

   “Η Μαρία Σίβυλλα Μέριαν μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη περιβαλλοντολόγος παγκοσμίως, καθώς κατέγραψε αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα διάφορα είδη, σκιαγραφώντας αυτό που σήμερα ονομάζουμε τροφική αλυσίδα“.

    Στον πρόλογο του έργου της Η Μεταμόρφωση των Εντόμων του Σουρινάμ λέει:

   “Με απασχολούσε διαρκώς, από τα νεανικά μου χρόνια, η μελέτη των εντόμων. Πρώτα μελέτησα τους μεταξοσκώληκες στη γενέθλια πόλη μου, τη Φρανκφούρτη. Κατόπιν τις πολύ ωραιότερές τους πεταλούδες αλλά και ζωύφια που εκκολάπτονταν από άλλα είδη λάρβας. Αυτό με παρότρυνε να συλλέγω όλες τις κάμπιες που μπορούσα να βρω προκειμένου να μελετήσω τη μεταμόρφωσή τους και να αναπτύξω τις ζωγραφικές μου ικανότητες, ώστε να είμαι σε θέση να τις σχεδιάσω εκ του φυσικού και με ζωηρά χρώματα“.

     Στις 16 Μάη 1665, στα 18 της, παντρεύτηκε τον κατά 10 χρόνια μεγαλύτερό της ζωγράφο Γιόχαν Αντρέας Γκραφ (Johan Andreas Graff), μαθητή του πατριού της, που ειδικευότανε στους πίνακες και τα χαρακτικά αρχιτεκτονημάτων. Ως το 1670 το ζεύγος ζούσε στη Φρανκφούρτη, όπου το 1668 γεννήθηκε η 1η κόρη της Γιοχάνα-Ελένα (Johanna-Elena). Κατόπιν μετακόμισανε στη Νυρεμβέργη, τη πατρίδα του συζύγου της. Συνέχισε τη μελέτη του κύκλου ζωής των πεταλούδων. Παρατηρούσε τις κάμπιες των κήπων, τις μετέφερε στο εργαστήρι όπου τις έτρεφε με κατάλληλα φύλλα φυτών, κατέγραφε τη συμπεριφορά τους και ζωγράφιζε τα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους. Ανέφερε ποικίλες λεπτομέρειες της μεταμόρφωσης κι απεικόνιζε τα φυτά με τα οποία τρέφονταν. Σε αυτά τα σχέδια βασίζεται το 1ο βιβλίο της με τίτλο Βιβλίο των Λουλουδιών (Blumenbuch). Ήτανε το 1ο της βιβλίο, εκδόθηκε με το όνομα “Μαρία-Σίβυλλα Γκράφ, κόρη του  πρεσβύτερου Ματθαίου Μέριαν Έλντερ”, απ’ το σύζυγό της. Ήταν 3τομο κι οι τόμοι του δημοσιεύθηκανε χώρια στο 1675, 1677 & 1680. Αποτελούνταν από χαρακτικά που δε συνοδεύονταν από κείμενο, που απεικονίζανε λουλούδια, γιρλάντες κι ανθοδέσμες. Τα άνθη είχανε συχνά και κάμπιες, πεταλούδες, αράχνες που απεικονίζονταν καλλιτεχνικά και με μεγάλην ακρίβεια. Κάθε κομμάτι περιείχε 12 πίνακες σε μορφοποίηση 1\4. Επίσης ζωγράφιζε σε περγαμηνή και λινό καμβά, κεντούσε, έκανε χαρακτικά και δίδασκε μία ομάδα γυναικών.

     Ο ζωγράφος Γιοάχιμ Ζάντραρτ (Joachim Sandrart) έγραψε τότε για αυτή:

     “Όχι μόνο είχε ταλέντο στο ζωγράφισμα υδατογραφιών, λινογραφιών κι ελαιογραφιών και χαρακτικών, όχι μόνο κατάφερνε ν’ αποδώσει το σχήμα και το χρώμα λουλουδιών, φυτών κι εντόμων,  αλλά ήταν κι οξυδερκής παρατηρήτρια των συνηθειών των καμπιών, των μυγών, των αραχνών καθώς επίσης σωστή γυναίκα, καλή νοικοκυρά“.

     Το 1678 γέννησε τη 2η κόρη της Δωροθέα-Μαρία. Σ’ αυτό το διάστημα μελετούσε κι ερευνούσε τη μεταμόρφωση των εντόμων. Αυτή η έρευνα κατέληξε το 1679 στη δημοσίευση του 1ου μέρους του επιστημονικού της βιβλίου με τίτλο Η θαυμαστή μεταμόρφωση των καμπιών κι η μοναδική τους φυτοφαγική δίαιτα (Der wunderbare Raupen Verwandelung sonderbar Blumen und Nahrung). Το 1ο μέρος του βιβλίου περιλάμβανε 50 δικούς της πίνακες, όλοι τους χαρακτικά, συνοδευμένα από περιγραφές εντόμων, κυρίως ζωυφίων, πεταλούδων καθώς και των λαρβών τους. Το 2ο μέρος δημοσιεύθηκε στη Φρανκφούρτη το 1683. Σε κάθε μία από τις 100 χάλκινες πλάκες (καθεμία εκ των οποίων περιείχε 50 πίνακες) παρουσίαζε πολλά είδη εντόμων ζωγραφισμένων εκ του φυσικού σε διάφορα στάδια ανάπτυξης συμπεριλαμβανομένων των φυτών, με τα οποία τρέφονται. Το κεντρικό θέμα κάθε σχεδίου ήταν ένα φυτό, συνήθως σε άνθιση και κάποιες φορές, με καρπούς. Δινότανε τ’ όνομα κάθε φυτού σε γερμανικά και λατινικά. Συχνά προσέθετε χρώματα. Το  χρωματισμένο από τη συγγραφέα βιβλίο ήταν ένα φαινόμενο για την εποχή του. Ο Κρίστοφερ Άρνολντ (Christopher Arnold) -αστρονόμος και πολυμαθής της εποχής από τη Νυρεμβέργη- χαρακτήρισε το έργο της “μεγαλειώδες”.

     Το 1681 ο πατριός της Μάρρελ πέθανε κι η Μαρία μετακόμισε από τη Νυρεμβέργη στη Φρανκφούρτη για να βοηθήσει τη μητέρα της. Από αυτόν κληρονόμησε το σπίτι, χρήματα, μεγάλη βιβλιοθήκη και τη πινακοθήκη του. Ωστόσο μαζί μ’ αυτά της άφησε και πολλά χρέη. To 1683 δημοσιεύθηκε το 2ο μέρος του βιβλίου της Η Κάμπια, με 50 πίνακες και συνοδευτικό κείμενο. Δημοσιεύθηκε με την αρωγή του συζύγου της στη Φρανκφούρτη. Η Μαρία συνέχισε τις παρατηρήσεις της και σαν εξάσκηση ζωγράφιζε μία ομάδα κοριτσιών από τη Φρανκφούρτη, ενώ παράλληλα αλληλογραφούσε με τη ζωγράφο και φίλη στη Νυρεμβέργη, Δωροθέα-Μαρία Άουεριν. Τότε εμφανιστήκανε τα 1α προβλήματα στις σχέσεις του ζεύγους.
     Την ίδια χρονιά (1685), χώρισε με το σύζυγό της και μαζί με τη μητέρα και τις 2 κόρες μετακόμισε στο κτήμα Wieuwerd στις Κάτω Χώρες, ελπίζοντας να γίνει δεκτή στη Κοινότητα των Λαμπαδιστών (ριζοσπαστικής προτεσταντικής κοινότητας στην ολλανδική επαρχία της Φριζίας), που ήτανε μέλος από 1677 ήταν η χήρα του αδελφού της Κάσπαρ. Το κάστρο του κτήματος ανήκε στον Κορνέλις βαν Ζόμμελσντιχτ (Cornelis van Sommelsdijk), κυβερνήτη του Σουρινάμ. Χάρη σ’ αυτόν μπόρεσε να επισκεφθεί το Σουρινάμ, όπου εξοικειώθηκε με τη χλωρίδα και τη πανίδα της τροπικής Νότιας Αμερικής.
     Το 1691, μαζί με τη κόρη της έφυγε από τη κοινότητα των Λαμπαδιστών και μετακόμισε στο Άμστερνταμ, όπου κέρδισε γρήγορα φήμη μεταξύ πολλών ιδιοκτητών των εκθεσιακών χώρων στη πόλη, ως ζωγράφος φυτών και ζώων, τόσο εξωτικών όσο κι ιθαγενών. Εκεί, το 1692, η μεγαλύτερη κόρη της Ιωάννα Έλενα παντρεύτηκε τον Γιάκομπ Χέντρικ Χέρολτ (Jacob Hendrik Herolt), επίσης πρώην μέλος της κοινότητας των Λαμπαδιστών στο Wieuwerd κι εμπορευόταν με το Σουρινάμ. Η Μαρία διεξήγαγε έρευνες στην εντομολογία, εκτρέφοντας κάμπιες από τη περιοχή του Άμστερνταμ, ενώ επέκτεινε τις παρατηρήσεις της και στα μυρμήγκια. Επέστρεψε στη διδασκαλία και τη ζωγραφική, απ’ όπου προερχότανε το εισόδημα κατά τη διάρκεια της διαμονής της στη Νυρεμβέργη και τη Φρανκφούρτη. Οι υδατογραφίες της γίνονταν όλο και πιο δημοφιλείς μεταξύ των αγοραστών.
     Το 1699 στα 52, παρά τη προτροπή των φίλων της και της οικογένειάς της να μη το κάνει, υλοποίησε την επιθυμία της και μαζί με την υστερότοκη κόρη της, επιβιβάστηκε στο πλοίο για το Σουρινάμ, ολλανδική αποικία στην Αμερική. Σκοπός του ταξιδιού της ήταν να μελετήσει τους κύκλους ανάπτυξης των τροπικών εντόμων και να ζωγραφίσει εξωτικά φυτά κι έντομα. Το ταξίδι διευκολύνθηκε από το δάνειο που της χορήγησε το Άμστερνταμ. Όπως σημείωσε η Ντέιβις (Davis), αυτό το ταξίδι ήταν ασυνήθιστο, όχι μόνο για γυναίκα της θέσης της, αλλά και πρωτοφανές για οποιοδήποτε ευρωπαίο φυσιοδίφη.
     Μετά την άφιξή τους στη πρωτεύουσα του Σουρινάμ, ζήσανε στο Παραμαρίμπο. Η παραμονή τους στη Νότια Αμερική οδήγησε τη Μαρία σε παρατηρήσεις όχι μόνο στο δικό της κήπο, αλλά και σε δάσος γεμάτο πτηνά, λίγο έξω από το Παραμαρίμπο. Ταξίδεψε σ’ όλη την ολλανδική αποικία, σκιτσάροντας τοπικά ζώα και φυτά. Επισκέφθηκε φυτείες κατά μήκος του ποταμού Σουρινάμ σε αναζήτηση νέων καμπιών.
     Ξεκίνησε με κανώ, αποστολή 40 μιλίων μέχρι τον ποταμό στη φυτεία της Πρόβιντενς (Providence), τον Απρίλη του 1700 και μαζί με τη κόρη της έκανε πολλά ταξίδια στην ενδοχώρα, στη διάρκεια των οποίων συνέταξε πολλές περιγραφές, σχέδια κι ακουαρέλλες για τη μεταμόρφωση των εντόμων. Στο Σουρινάμ εργάστηκε για τη συλλογή, τις  παρατηρήσεις και τη ζωγραφική, πάνω από 90 ειδών ζώων κι 60 ή περισσότερων ειδών φυτών.
     Στο Σουρινάμ δε μπόρεσε να μείνει πιότερο από 21 μήνες, επειδή αρρώστησε βαριά, πιθανώς από κίτρινο πυρετό (άλλοι εικάζουν ελονοσία). Τον Ιούνιο του 1701, μαζί με τη κόρη της έφυγε από το Σουρινάμ κι επέστρεψε στο Άμστερνταμ, φέρνοντας εικόνες σε περγαμηνές και συλλογή δειγμάτων (πεταλούδων διατηρημένων σε μπράντι, μπουκάλια κροκοδείλων και φιδιών, σαυρών, αυγών, τεύτλων, νυμφών και κουτιών από αποξηραμένα έντομα), την οποία σκόπευε να πουλήσει. Καθώς συγκέντρωσε στο Σουρινάμ εκτενή στοιχεία δημοσίευσε στο Άμστερνταμ το 1705 το πιο σημαντικό έργο της, H Μεταμόρφωση των Εντόμων του Σουρινάμ (Metamorphosis Insectorum Surinamensium), που θεωρείται από τους περισσότερους μελετητές ως το magnum opus της. Ήτανε καλαίσθητη, πλούσια σε εικονογράφηση, έκδοση, από 60 πλάκες, που τυπώθηκε σε διαφάνειες στα λατινικά και τα ολλανδικά. Μ’ αυτήν απέκτησε διεθνή φήμη μεταξύ των φυσιοδιφών και συλλεκτών έργων τέχνης. Πράγματι, θεωρείται έν από τα καλύτερα βιβλία φυσικής ιστορίας, που ‘χει ποτέ εκδοθεί. Είναι σαφές, έχει απλό ύφος γραφής κι οι 5 εκδόσεις του, η τελευταία στη Γαλλία το 1771, είχαν αυθεντικούς πίνακες. Ωστόσο, η υψηλή τιμή του βιβλίου είχε ως αποτέλεσμα χαμηλές πωλήσεις κι η Μαρία-Σίβυλλα έπρεπε να συμβιβαστεί με τη διδασκαλία της ζωγραφικής, τις πωλήσεις υλικών ζωγραφικής και φαρμάκων, τα οποία ήτανε κατασκευασμένα από φυτά και ζώα. Μάταια επίσης επεδίωξεν επαρκή αριθμό συνδρομητών για οποιαδήποτε έκδοση αυτού του βιβλίου στα γερμανικά και τα αγγλικά.

     Ακόμη και τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Μαρία-Σίβυλλα Μέριαν εργαζότανε πάνω σε 3ο βιβλίο για την ευρωπαϊκή κάμπια, που η κόρη της δημοσίευσε μετά το θάνατό της  το 1717. Παρ’ όλ’ αυτά η Μαρία κατάφερε να μεταφράσει τους 1ους 2 τόμους βιβλίων για κάμπιες στα ολλανδικά και τα δημοσίευσε το 1713/1714. Εργάστηκε ενεργά μέχρι το 1715, όταν κι υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Μετά από 2 χρόνια πάλης, πέθανε στο σπίτι της στο Άμστερνταμ στις 13 Γενάρη 1717 στα 70. Στο μητρώο του θανάτου ήτανε καταγεγραμμένη σα φτωχή. Δυστυχώς, η 2η έκδοση του έργου H Μεταμόρφωση των Εντόμων του Σουρινάμ πραγματοποιήθηκε μετά το θάνατό της στο Άμστερνταμ το 1719.
     Η Μέριαν στη διάρκεια της ζωής της έγινε διάσημη ως μια μεγάλη φυσιοδίφης και καλλιτέχνις. Όταν πέθανε, οι υδατογραφίες και τα βιβλία της ήταν ευρέως γνωστά στην Ευρώπη. Μόλις λίγες εβδομάδες πριν το θάνατό της, ο τσάρος Μεγάλος Πέτρος της Ρωσίας, διέταξε τον γιατρό του Ρόμπερτ Έρσκιν, (Robert Erskine) να αγοράσει τα πρωτότυπα σχέδιά της (όλα τα πρωτότυπα έργα της έχουν αγοραστεί). Όταν ο τσάρος πέθανε, εκτέθηκαν στο μουσείο της Ρωσίας, που παραμένουν ως σήμερα.

   “Στα νιάτα μου, ξόδεψα το χρόνο μου να ερευνώ τα έντομα. Αποσύρθηκα από την ανθρώπινη κοινωνία κι αφιερώθηκα αποκλειστικά σε αυτές τις έρευνες“.  Μέριαν
___________________________________________

18). Sor JUANAJuana Inés de Asbaje y Ramírez de Santillana (12/11/1648 – 17/4/1695) Μεξικανή φιλόσοφος, ποιήτρια υπάρχει ΕΔΩ!
_______________________________

19). ELENA  LUCREZIA  CORNARO  PISCOPIA 
Έλενα Λουκρέτσια Κορνάρο Πισκόπια (5 Ιουνίου 1656 – 26 Ιουλίου 1684) Ιταλίδα φιλόσοφος υπάρχειΕΔΩ!
__________________________________


20). MARIA MARGARETHE WINKELMAN KIRCH
Μαρία-Μάργκρετ Βίνκελμαν Κιρς
25 Φλεβάρη 1670-29 Δεκέμβρη 1720 Γερμανή Αστρονόμος

     Η Μaria Kirch ήταν αστέρας της αστρονομίας, αφιέρωσε τη ζωή της ολάκερη στον κλάδο αυτό, ανακάλυψε το δικό της κομήτη το 1702 κι έγινε έτσι η 1η γυναίκα που κατάφερε κάτι τέτοιο, αν κι οι ευκαιρίες της ήτανε περιορισμένες εξαιτίας του φύλου της. Ως βοηθός του συζύγου της κι αργότερα του γιου της, συνέβαλε στην ίδρυση της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου ως σημαντικό κέντρο αστρονομίας.



     Γεννήθηκε στο Panitsch του Λάιμπνιτζ, της Κάτω Σαξονίας. Ο πατέρας της, Λουθηρανός ιερέας, πίστευε στην εκπαίδευση των γυναικών κι άρχισε να τη διδάσκει από μικρή. Όταν ο πατέρας της πέθανε, το συνέχισε ο θείος της. Έδειξε γρήγορα ζωηρό ενδιαφέρον για την αστρονομία και για να το κυνηγήσει έγινε μαθητευόμενη και βοηθός του Christopher Arnold, ενός αυτοδίδακτου αστρονόμου που εργάστηκε κι ως αγρότης και κατοικούσε στο Σόμμερφιλντ, πόλη δίπλα στο Λάιμπνιτς. Ο Άρνολντ ήτανε γνωστός για τις παρατηρήσεις του για τον μεγάλο κομήτη του 1683 και για τη διέλευση του Ερμή του 1690. Η Μαρία πολλά υποσχόμενη σπουδάστρια κι έγινε ανεπίσημη μαθητευομένη του. Αργότερα, εργάστηκε ως βοηθός του κι έζησε με την οικογένειά του.
     Μέσω αυτού γνώρισε τον Gottfried Kirch, έναν από τους σημαντικότερους αστρονόμους στη Γερμανία. Αυτή κι ο Kirch ερωτευτήκανε κι αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο θείος της αρχικά απέρριψε την ένωση, προτιμώντας να επιλέξει ένα Λουθηρανό ιερέα. Τελικά υποχώρησε και παντρευτήκανε το 1692. Ήτανε 30 χρόνια μεγαλύτερός της κι είχε παντρευτεί ξανά. Μαζί κάναν 1 γιο και 3 κόρες, που έπειτα, ακολουθήσανε τα βήματα των γονέων τους και μάλιστα μ’ επιτυχία.



     Ο Kirch σπούδασε με τον Hevelius στο Danzig της Γερμανίας. Ήταν αστρονόμος και κατασκευαστής ημερολογίων. Κέρδιζε τη ζωή του μελετώντας και φτιάχνοντας πίνακες θέσεων και κινήσεων των αστεριών, των πλανητών κι άλλων ουράνιων σωμάτων. Ήταν απ’ τους 1ους επιστήμονες που χρησιμοποίησανε τηλεσκόπιο με συστηματική παρατήρηση, ανακαλύπτοντας αρκετούς κομήτες. Εκπαίδευσε τις αδελφές του στην αστρονομία και χρησιμοποίησε τις γνώσεις τους για τη παραγωγή ημερολογίων κι αλμανάκς. Έδωσε στη νέα σύζυγό του περαιτέρω εκπαίδευση στην αστρονομία, με βοηθο την αδελφή του καθώς είχε κι άλλους φοιτητές. Εκείνη την εποχή, δεν επιτρεπότανε στις γυναίκες να σπουδάζουνε στα πανεπιστήμια, αλλά στην αστρονομία δεν είχε και τόση σημασία. Πολλή δουλειά κι ομιλίες δόθηκαν εκτός πανεπιστημίου. Ο ίδιος δεν είχε σπουδάσει σε πανεπιστήμιο.



     Οι 2 επιστήμονες συνεργάστηκαν ως ομάδα, αν κι η Maria θεωρήθηκε κυρίως ως βοηθός του συζύγου της κι όχι ισότιμη. Για να παράγουν ημερολόγια και τα συναφή, έπρεπε να κάνουνε παρατηρήσεις και να εκτελούν υπολογισμούς. Μερικές φορές θα μοιράσουνε την εργασία με τη προβολή διαφορετικών τμημάτων του ουρανού. Για παράδειγμα, ένας θα παρατηρούσε το βορρά, άλλος το νότο. Άλλες φορές, θ’ αλλάζανε σε διαφορετικές νύχτες, έτσι ώστε κάποιος να προσέχει ενώ ο άλλος κοιμότανε. Η Kirch προτιμούσε να αρχίσει τις παρατηρήσεις της στις 9 π.μ. περίπου. Αρχίζοντας το 1697, το ζευγάρι άρχισε να καταγράφει και πληροφορίες σχετικά με τον καιρό. Τα παιδιά τους εμπλέκονταν κι ολόκληρη η οικογένεια πραγματοποιούσε καθημερινά μετεωρολογικές παρατηρήσεις μέχρι το 1774.
     Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από την οικογένεια Kirch χρησιμοποιήθηκαν για τη παραγωγή ημερολογίων κι αλμανάκ. Ήταν επίσης χρήσιμα για πλοήγηση. Η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου πούλησε τα ημερολόγιά τους, που δημιουργήσανε χρονοδιάγραμμα για τη φύτευση καλλιεργειών. Συμπεριλήφθηκαν τέτοιες πληροφορίες όπως οι φάσεις της σελήνης, η θέση του ήλιου, οι εκλείψεις κι η θέση του ήλιου κι άλλων πλανητών.
     Το 1700, ο Kirch ονομάστηκε βασιλικός αστρονόμος από τον Frederick III, εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου. Η οικογένεια μετακόμισε στο Βερολίνο όπου χτίστηκε νέο παρατηρητήριο. Χρειάστηκαν 11 χρόνια για να ολοκληρωθεί αυτό το έργο. Εν τω μεταξύ, η Kirch κι ο σύζυγός της διενεργούσανε παρατηρήσεις από το σπίτι τους. Ήταν επίσης σε θέση να χρησιμοποιήσουνε το παρατηρητήριο που ανήκε σ’ οικογενειακό φίλο κι ερασιτέχνη αστρονόμο, το Baron von Krosigk. Παρά την επιτυχία του ημερολογίου τους, η οικογένεια Kirch δεν ήταν οικονομικά ασφαλής. Ωστόσο, ο Κirch αρνήθηκε να δεχτεί επιχορήγηση από τον Frederick III επειδή θ’ αντλούσε πόρους από φοιτητές που τους χρειάζονταν περισσότερο.
     Κάνοντας τις νυχτερινές παρατηρήσεις της, η Kirch βρήκε έναν άγνωστο κομήτη στις 21 Απρίλη 1702. Ήταν η 1η γυναίκα που το έπραξε. Ωστόσο, δεν έλαβε καμμία αναγνώριση για αυτό το εύρημα. Ο κομήτης δεν ονομάστηκε Κιρς, αν κι οι περισσότεροι νέοι κομήτες ονομάζονται από τους παρατηρητές τους. Όταν δημοσιεύτηκε η είδηση του κομήτη, ο Kirch πήρε τα εύσημα για την ανακάλυψη. Ίσως από φόβο μη γελοιοποιηθεί αν μαθευτεί η αλήθεια. Από τη πλευρά της, η Kirch μπορεί να μην έχει στοιχειοθετήσει την αξίωση στ’ όνομά της, διότι δημοσίευε μόνο στα γερμανικά ενώ η γλώσσα προτιμήσεως στην ακαδημαϊκή γερμανική δημοσίευση Acta eruditorum ήταν η Λατινική. Μπορεί να ‘χε δεχτεί το γεγονός ότι ο σύζυγός της ήταν ο κύριος αστρονόμος κι ήταν ικανοποιημένη να παραμείνει στη σκιά του. 8 χρόνια μετά παραδέχτηκε την αλήθεια, χωρίς να μετονομαστεί ο κομήτης όμως.
     Η Kirch συνέχισε να κάνει σπουδαίο έργο στην αστρονομία, με τ’ όνομά της και με τη σωστή αναγνώριση. Το 1707, ανακάλυψε ένα borealis aurora, ή βόρεια πολικά φώτα. 2 έτη μετά δημοσίευσε επώνυμα το φυλλάδιο Von der Conjunction der Sonne des Saturni und der Venus για την επερχόμενη σύνοδο του Δία και του Κρόνου. Το φυλλάδιο περιλάμβανε αστρολογικές κι αστρονομικές παρατηρήσεις. Μερικοί μελετητές ισχυρίστηκαν ότι ήταν πιο αστρολογικό από αστρονομικό.
     Αυτή τη στιγμή, η αστρονομία κι η αστρολογία συνδέονται στενά. Η αστρονομία είναι η επιστήμη των αστεριών και των ουράνιων σωμάτων, η αστρολογία επικεντρώνεται στο πώς τ’ αστέρια κι οι πλανήτες επηρεάζουνε τον άνθρωπο από τις σχετικές θέσεις και κινήσεις τους. Οι αστρολογικοί υπολογισμοί ήτανε συνηθισμένοι επειδή η ιδέα των πλανητών ήτανε πολύ ενδιαφέρουσα για τους ανθρώπους της εποχής. Πολλοί αστρονόμοι, συμπεριλαμβανομένης και της Kirch, προσπάθησαν ν’ αποστασιοποιηθούν από τους αστρολόγους, αν και παρείσχαν τις απαραίτητες παρατηρήσεις.



     Ίσως να υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον από τη πλευρά της, αλλά όπως δήλωσε ο Alphonse des Vignoles, πρόεδρος της Ακαδημίας του Βερολίνου, στην ευλογία της (η Londa Schiebinger στο The Mind Has No Sex?), “Η Madame Kirch προετοίμασε ωροσκόπια κατόπιν αιτήματος των φίλων της, αλλά πάντα παρά τη θέλησή της και για να μη νιώθουν άσχημα οι προστάτες της“.
     Μετά από ασθένεια, ο Kirch πέθανε στις 25 Ιουλίου 1710 στο Βερολίνο. Προσπάθησε να πάρει τη θέση του ως αστρονόμος κι αστρολόγος στη Βασιλική Ακαδημία Επιστημών. Ισχυρίστηκε ότι έκανε μεγάλο μέρος αυτού του έργου ενώ ήταν άρρωστος. Εκείνη την εποχή, δεν ήταν ασυνήθιστο για τις χήρες ν’ αναλάβουν τις επιχειρήσεις του συζύγου τους και προσπάθησε να εφαρμόσει αυτή τη παράδοση στη δική της κατάσταση. Ωστόσο, το εκτελεστικό συμβούλιο της Ακαδημίας αρνήθηκε να της το επιτρέψει. Πράγματι, δεν είχανε καν εξετάσει τη δυνατότητα πριν η Kirch ξεκινήσει να τους κάνει αναφορά. Δεν ήθελαν να θέσουν επικίνδυνο προηγούμενο.
     Ο πρόεδρος της Ακαδημίας, ο Gottfried von Leibniz, ήταν ο μόνος που υποστήριξε τις προσπάθειές της. Είχε πάντα ενθαρρύνει την εργασία της. Το 1709, είχε κανονίσει τη παρουσία της στο βασιλικό δικαστήριο της Πρωσσίας. Εκεί έκανε μεγάλην εντύπωση καθώς εξήγησε τις ηλιακές κηλίδες. Ωστόσο, η επιρροή του Leibniz δεν ήταν αρκετή για ν’ αλλάξει τα μυαλά τους κι η Kirch έμεινε χωρίς εισόδημα. Της έδωσαν ένα μετάλλιο, αλλά όχι δουλειά. Η Kirch πολέμησε το συμβούλιο για 1 χρόνο, ακόμη και πήγε στο βασιλιά με την αναφορά της, αλλά κι εκείνος αρνήθηκε.
     Η εμπειρία της άφησε πικρήν αίσθηση. Πίστευε ότι της στερήσανε τη θέση λόγω του φύλου της. Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να έχει βάση. Ο Johann Heinrich Hoffmann, ένας άνδρας με λιγοστήν εμπειρία, διορίστηκε στη θέση της. Σύντομα έμεινε πίσω στο έργο του και δεν έκανε τις απαραίτητες παρατηρήσεις. Προτάθηκε σε κάποιο σημείο να γίνει η Kirch βοηθός του. Παρόλο που αυτό δε συνέβη, ο Hoffmann θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη βοήθεια της ανεπίσημα, ενώ θα την απορρίψει δημόσια.
     Το 1712, δέχτηκε την υπόσχεση ενός οικογενειακού φίλου ονόματι von Krosigk κι άρχισε να εργάζεται στο παρατηρητήριό του. Εκπαιδεύοντας το γιο και τις κόρες της για να τη βοηθήσουν, συνέχισε την αστρονομική κλίση της οικογένειας. Ήταν ο κύριος αστρονόμος εκεί κι είχε 2 μαθητές για να τη βοηθάνε. Συνέχισαν να παράγουν ημερολόγια κι αλμανάκ, καθώς και παρατηρήσεις. Η Kirch δημοσίευσε και φυλλάδια μόνη της. Το 1711, δημοσίευσε τη Die Vorbereitung zug grossen Opposition, στην οποία προέβλεψε ένα νέο κομήτη. 1 ή 2 έτη μετά, βρήκε τις θέσεις Δία και Κρόνου, που και πάλι ήτανε μίγμα αστρονομικών υπολογισμών και των πιο δημοφιλών αστρολογικών παρατηρήσεων.
     Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας τρώθηκε κι άλλο όταν ο von Krosigk πέθανε το 1714. Αν κι οι Kirchs συνέχισαν να χρησιμοποιούν το παρατηρητήριό του, δεν ήτανε πια σε τέλεια κατάσταση. Η Kirch μετακόμισε στο Danzig για να βοηθήσει ένα καθηγητή μαθηματικών. Διατήρησε μόνο ένα μικρό χρονικό διάστημα πριν επιστρέψει. Η οικογένεια εργάστηκε επίσης σε άλλα παρατηρητήρια. Το 1716, η Kirch κι η οικογένειά της πήρανε προσφορά εργασίας απ’ τον Ρώσσο τσάρο, τον Πέτρο το Μέγα αλλά προτίμησαν να παραμείνουν στο Βερολίνο. Συνέχισε να υπολογίζει ημερολόγια για μέρη όπως η Νυρεμβέργη, η Δρέσδη, το Μπρεσλάου κι η Ουγγαρία.
     Την ίδια χρονιά ο γιος της Christfried έγινε διευθυντής του παρατηρητηρίου του Βερολίνου της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών, μετά το θάνατο του Hoffmann. Η Kirch κι η κόρη της, η Christine, γίνανε βοηθοί του. Μέσα σ’ έν έτος, τα μέλη της Ακαδημίας παραπονέθηκαν ότι ανέλαβε εξέχοντα ρόλο κατά τις επισκέψεις ξένων. Τηςήτησαν να γίνει περισσότερο βοηθός και να παραμείνει στο παρασκήνιο. Η Kirch αρνήθηκε να το πράξει κι αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί. Έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι της, για να χει το παρατηρητήριο. Συνέχισε να εργάζεται έξω από τα δημόσια βλέμματα.



     Τελικά, οι συνθήκες την ανάγκασαν να εγκαταλείψει όλα τα αστρονομικά έργα. Πέθανε στο Βερολίνο στις 29 Δεκέμβρη 1720. Μετά το θάνατό της, οι κόρες της συνέχισαν μεγάλο μέρος της δουλειάς της. Κι οι τρεις βοηθήσανε τον αδελφό τους στη θέση του ως κύριου αστρονόμου. Παρά τα μεγάλα ζόρια της, πέτυχε πολλά στη ζωή της.

   “Δεν πιστεύω ότι αυτή η γυναίκα θα βρει εύκολα καλλίτερο ή έστω όμοιό της στην επιστήμη που να την υπερβαίνει“.
 Gottfried von Leibniz για τη Μαρία Κιρς.
___________________________________

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *