ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

'Áãíùóôïò*: ÓõíáîÜñé ÃáäÜñïõ ÊÁÉ ÖõëëÜäá ÄéÞãçóéò ×áñßçò


                                              ΕισαγωγÞ

     Το ΣυναξÜριον του ΤιμημÝνου ΓαδÜρου εßναι κεßμενο που σατιρßζονται τα μÝλη του κλÞρου που εκμεταλλεýονται και καταπιÝζουν τον απλü λαü. Ο λýκος κι η αλεποý παρασÝρνουν το γÜιδαρο σ' Ýνα θαλÜσσιο ταξßδι με σκοπü να τον πνßξουν, με πρüφαση üτι αμÜρτησε τρþγοντας Ýνα κλεμμÝνο μαρουλüφυλλο. Ο ταπεινüς γÜιδαρος καταφÝρνει να ξεγελÜσει τους υποκριτικοýς εχθροýς του και να τους πετÜξει στη θÜλασσα. Το ΣυναξÜριον διασκευÜστηκε μετÜ σε ομοιοκατÜληκτο στßχο και στη μορφÞ αυτÞ αναδεßχτηκε στη μακροβιüτερη και δημοφιλÝστερη φυλλÜδα του νεüτερου ελληνισμοý μÝχρι το 19ο και 20ü αι.

 * ¢γνωστος = Πρüκειται για σατιρικü και διδακτικü κεßμενο, σε δýο παραλλαγÝς, με Þρωες τρßα ζþα, το γÜιδαρο, το λýκο και την αλεποý· η 1η παραδßδεται σε ανομοιοκατÜληκτη, πρωιμüτερη μορφÞ, ενþ η 2η μεταγενÝστερη ομοιοκατÜληκτη λÝγεται πως εßναι του Πτωχοπρüδρομου Þ του Σαχλßκη). ΠεριγρÜφονται στο Λεξικü ως εξÞς:

 1. Συναξ. γαδ. (15.αι., 393 ανομοιοκατÜληκτοι στßχοι, απü το χφ Vindobonensis theol. gr. 244 του 16.αι.)

 2. ΔιÞγ. γαδ. (η ομοιοκατÜληκτη ΦυλλÜδα του ΓαδÜρου: ΓαδÜρου, λýκου κι αλουποýς διÞγησις ωραßα, απü την Ýντυπη λαúκÞ Ýκδοση του 1539 στη Βενετßα).

                                1. Ιστορικü του "Συναξαριοý"

     Στις αλληγορικÝς-σατιρικÝς ιστορßες με ζþα ανÞκει γραμμÝνο σε 400 περßπου ανομοιοκατÜληκτους 15σýλλαβους. Ο λýκος κι η αλεποý, που αποτελοýν αλληγορßες του κλÞρου και των φεουδαρχþν, Ýχουνε βÜλει στο μÜτι τον καημÝνο γÜδαρο, που συμβολßζει τον φτωχü λαü, που ωστüσο με πονηριÜ και χιοýμορ θα καταφÝρει να τους ξεφýγει και να επιβιþσει. Εßναι απü τα Ýργα που αργüτερα θα μετατραποýνε σε ομοιοκατÜληκτα κι απü τüτε (μετÜ το 1495), με τη νÝα του μορφÞ, θα γνωρßσει νÝα ζωÞ, καθþς τυπþθηκε στη Βενετßα κι Ýγινε το δημοφιλÝστερο λαúκü ανÜγνωσμα της εποχÞς του.
     Τßτλος μεσαιωνικοý ελληνικοý Ýπους, που ανÞκει σ' ευρýτερο ευρωπαúκü κýκλο κειμÝνων, που αντλεß τα θÝματÜ του απü τον κüσμο των ζþων. ΠαραλλαγÝς του Ýργου απαντοýνε και στην ΑφρικÞ. ΠροÝρχεται απü πανÜρχαιους ινδικοýς κι αισþπειους μýθους κι η 1η διÜπλασÞ του υπÞρξε η γαλλικÞ. Η ελληνικÞ παραλλαγÞ ανÞκει στον 14ο αι.κι αποτελεßται απü ανομοιοκατÜληκτους στßχους. ¢λλη παραλλαγÞ με ομοιοκατÜληκτους στßχους Ýμεινε γνωστÞ με το üνομα ΦυλλÜδα. ΠεριγρÜφει το ταξßδι γαúδÜρου, αλεποýς και λýκου, που στο τÝλος του ο γÜδαρος αποδεικνýεται πιο πανοýργος απü την αλεποý.
     Σατιρικü και διδακτικü ανομοιοκατÜληκτο στιχοýργημα του 14ου-15ου αι. με χιουμοριστικü και σκωπτικü τüνο. Το Ýργο ανÞκει στη παρÜδοση των διηγÞσεων που πρωταγωνιστοýν ζþα με ανθρωπομορφικÜ στοιχεßα. Τον 16ο αι. διασκευÜστηκε σε ομοιοκατÜληκτους στßχους κι αναδεßχθηκε απü τα δημοφιλÝστερα λαúκÜ αναγνþσματα του νÝου ελληνισμοý.



To ΣυναξÜριον Του ΤιμημÝνου ΓαδÜρου

Ὁ γÜδαρος ὁ ταπεινὸς καὶ περιφρονημÝνος
καὶ πÜντα κακορßζικος ἔτυχεν εἰς αὐθÝντη
πτωχὸν καὶ κακομÜζαλον, κακὰ δυστυχισμÝνον·
ποτÝ του δὲν ἐχüρτασεν, ποτÝ του οὐκ ἀναπαýτη.

Ἀλλ' ὅμως καὶ τÜχα καὶ ποτÝ, λαμπρὰ ἡμÝρα ἦτον,
ἐπÝστρωσαν, ἀπüλυσαν τὸν γÜδαρον ἐκεῖνον,
τÜχα νὰ παραβοσκινθῆ, καμπüσο νὰ ἀνασÜνη
ἀπὸ τὸν κüπον τὸν πολὺν καὶ τὴν ταλαιπωρßαν.
Κι ἐκεῖ παραβοσκßζετον κοντὰ πρὸς τὸ ρυÜκιν.

Ὁ λýκος μὲ τὴν ἀλουποῦ ἤρχονταν κυνηγþντας,
εὑρßσκουσιν τὸν γÜδαρον καὶ καλοχαιρετοῦν τον:
"Καλῶς σὲ ηὕραμεν, γÜδαρε, αὐθÝντη, καλῶς κÜμνεις;
Καλῶς ποιεῖς; Καλῶς τὰ χαßρεσαι; Καλῶς τὸ ἀμπουκþνεις;
Ἐμεῖς ἀκüμη νηστικοὶ εἴμεσθεν ἕως τþρα.
Τß νὰ ποιÞσωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς διὰ νὰ προγευτοῦμε";

Ὁ δὲ ἰδὼν ὁ γÜδαρος αὐτοὺς τριγýῥ' στÝκουν,
καὶ τß λαλοῦσι πρὸς αὐτὸν καὶ πῶς τὸν παραβλÝπουν,
ἐνüησεν ὡς φρüνιμος τὰ μÝλλοντα γενÝσθαι,
καὶ τὸ φαγεῖν ἐστÜθηκεν, κακὰ ἀναστενÜζει,
ἀπιλογεῖται πρὸς αὐτοὺς μετὰ πολλῶν τῶν ἄλλων,
καὶ τοῦτον τὸ ἐφεýρεμαν μετὰ πολλοὺς τοὺς λüγους εἶπεν:

"Ἐγὼ ταλαßπωρον πτωχὸν ζῶον εἰμὶ τοῦ κüσμου,
εἰς τὸ κορμß μου 'δὲν ἔχω κρÝας ἀλλ' οὐδὲ αἷμα,
κλονßζομαι νὰ περπατῶ, τρÝμω νὰ θÝλω πÝσει.
Καὶ ὁ αὐθÝντης ὁ πικρὸς ὁποὺ ἐμÝναν εἶχεν,

κανεὶς οὐδὲν τὸν ἔσφαλεν νὰ μὴν τὸν θανατþση.
Κι ἐγὼ θωρῶ τὸ κÜλλος σας, τὴν ὡραιüτητÜν σας,
τὴν παßδευσιν καὶ φρüνεσιν τὴν ἔχετε εἰς τὸν κüσμον,
καὶ θÝλω διὰ νὰ ἐγλυτþσετε, νÜ 'χετε τὴν ζωÞν σας,
καὶ φýγετε πολλὰ γοργὰ, ὅτι αὐτὸς βιγλßζει.

Ἔχει καὶ σκýλους δυνατοýς, τριÜκοντα καὶ πλÝον,
ζαγÜρια, βαρýσκυλους, ζαγαρογυρευτÜδες,
λαγωνικοýς, χοντρüσκυλους ἀπὸ τὴν ΛουμπαρδÝαν.
ΠÜντες διασκορπßζονται ἐν μÝσῳ τοῦ δρυμῶνος
ὡς ζÜγανοι καὶ σταυραúτοß, ξιφθερογυρευτÜδες,

ὅταν θελÞση νὰ ἐβγῆ, νὰ πᾶ νὰ κυνηγÞση.
Kαὶ τὰ βουνὰ συντρßβονται, τὰ ὄρη συντρομÜσσουν,
ἀρκοῦδες, ἀγριüχοιροι, λÝοντες καὶ παρδÜλοι
και τ' ἄλλα πÜντα καθεξῆς μικρÜ τε καὶ μεγÜλα 
μεγÜλην θνῆσιν πολεμεῖ εἰς ἅπαντα τὰ ζῶα.

Λοιπὸν, εἰ θÝλετε τοῦ ζῆν, φýγετε, μὴν σταθῆτε".

ΤαῦτÜ 'λεγεν ὁ γÜδαρος, ὅπως τοὺς δελεÜση
καὶ φýγουσιν καὶ λυτρωθῆν αὐτὸς ἀπὸ κινδýνου.
Ἡ δὲ ἀλþπηξ πονηρὰ οὖσα καὶ μηχανοῦργος
οὐκ ἔλαθεν αὐτὴν καὶ τοῦ γαδÜρου λüγοι·
ψευδοτεχνεῖ εἰς ρÞμασι τοýτους καταφοβῆσαι,
βουλüμενος τοýτους φυγεῖν καὶ ἐλευθερωθῆναι.
Ἡ δὲ ἀλουποῦ εὐθὺς τὸν γÜδαρον ἐλÜλει:

"Μηδὲν ξυλοσοφῆς πολλὰ, ὅτι χωριÜτης εἶσαι,
βÜναυσος καὶ ἀπαßδευτος, χοντρὸς καὶ ψευδολüγος·
ὄντως πρÝπει σε, γÜδαρε, γÜδαρον νὰ σὲ λÝγουν.
Φρüνιμος ἦτον ἄνθρωπος {...}
{...} καὶ πρὸς τὴν θεωρßαν,
τὴν ἔχεις εἰς τὰ ἄλλα σου ἐπÜνω εἰς τὸ κορμß σου,
ὅλα 'ναι παρασοýλικα μετὰ τῆς θεωρßας.
Μὰ τὴν ἀλÞθειαν οὐδαμῶς θÝλω τὸ ὄνομÜ σου!

Ἀκοýω σε ὅτι βÜρβαρος, πολλὰ χοντρὸς ὑπÜρχεις.
Ἐγὼ 'μαι ἀστρονüμισσα, ἐγὼ εἶμαι καὶ μαντεýτρια,
ἐγὼ τὸ νομοκÜνονον ἐξεýρω τον ἐκτÞθου,
ἐγὼ 'μαι διδασκÜλισσα τῆς γνþσεως ἁπÜσης,
κι ἐσὺ γελᾶς μας φανερὰ μÝσα στὸ πρüσωπüν μας.

Μὰ τὴν ἀλÞθειαν, πρÝπει σε μεγÜλως παιδευθῆναι,
ἀλλ' ἐπειδÞ 'σαι ἀπαßδευτος, ὡς φαßνεται τὸ πρᾶγμα,
γρÜμματα οὐ μεμÜθηκας καὶ παßδευσιν οὐκ οἶδας,
διὰ τοῦτο πρÝπει σε λοιπὸν ὅπως ἔχης συγγνþμην.
ΛÝγω σε οὖν ἀπὸ τοῦ νῦν, μÜθε νὰ συντυχαßνης,

ψÝμαν οὐδὲν εἰπῆς ποτÝ, ἀλÞθειαν λÝγε πÜντα,
νὰ ἔχης καὶ προτßμησιν, ἀγÜπην παρὰ πÜντας,
νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς μισθὸν εἰς ἅπαντα τὸν κüσμον·
θωροῦμεν ὅτι ῥιζικὸν καλὸν καὶ τýχην ἔχεις
καὶ μεθ' ἡμῶν εὑρÝθηκες νὰ τιμηθῆς μεγÜλως,

καὶ νὰ σὲ μαθητεýσωμεν, νὰ 'σαι διὰ τιμÞ μας,
ἂν τü 'χη καὶ ἡ φýσις σου καὶ παßδευσιν νὰ μÜθης,
χαρὰς ἐσὲν, χαρὰς ἑμᾶς καὶ μὲ τὸν μαθητÞν μας·
καὶ ἂν ἰδοῦμεν προκοπὴν, τὴν πρÝπουσαν νὰ μÜθης,
νὰ συντυχαßνης φρüνιμα καὶ καλοπαιδευμÝνα,

νὰ σὲ χειροτονÞσωμεν, νÜ 'σαι ἀποκρισιÜρης,
εἰς τὰς βουλÜς μας νὰ χωρῆς, εἰς ὅλας μας τὰς πρÜξεις.
Ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ λυτρωθῆς ἐκ τὸν ὠμὸν αὐθÝντην,
ὁποὺ σὲ καταμÜρανεν ἐκ τὸν πολὺν τὸν κüπον,
νὰ γÝνης σýντροφος ἡμῶν, ἀξßα σου καὶ τιμÞ σου,

καὶ μεθ' ἡμῶν νὰ περπατῆς, ν' ἀναπαυθῆς, νὰ ζÞσης,
καὶ νὰ περÜσωμεν ὁμοῦ τὴν θÜλασσαν τὴν βλÝπεις,
νὰ πᾶμεν στὴν Ἀνατολὴν, εἰς τὸν καλὸν τὸν τüπον,
καὶ νὰ σὲ 'λευθερþσωμεν ἐκ τὸν πικρὸν αὐθÝντην,
ὁποὺ σὲ κατεδßκασεν καὶ ἐτιμþρησÝν σε,
νὰ λÜβωμεν καὶ ἡμεῖς μισθὸν τοῦ μÝλλοντος αἰῶνος".



Λοιπὸν ὁ γÜδαρος ἰδὼν τὰς ἀποφÜσεις τοýτων,
ὅτι οὐ δυνατὸν ἐστὶν τοýτους ἀπαλλαγῆναι,
μὴ θÝλων, μὴ βουλüμενος, ἀλλ' ὥσπερ δυναστεßᾳ
ἐγÝνετον ὑπÞκοος ταῖς τοýτων συμβουλßαις·
προβλÝπων δὲ τὸν θÜνατον αὐτοῦ τὸν καθ' ἡμÝραν
καὶ διαλογιζüμενος τß μηχανὴν ποιῆσαι
-καθÜπερ καὶ ἐποßησεν, ὡς ἔδειξεν τὸ τÝλος.
Λοιπὸν ἐν τῷ αἰγιαλῷ συντüμως καταβÜντες,
ἐμβÜντες εἰς πλοιÜριον ἀπÝπλευσαν ἐκεῖθεν,
μεσÜσαντες τὸ πÝλαγος μετὰ καλῆς εὐδßας.
Ἡ δὲ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ τοιοýτους λüγους λÝγει:

"ἈφÝντη μου, κὺρ σýντεκνε, καλὰ νὰ τὸ γνωρßσης,
ὅτι ἀποχωριζüμεθα τὴν σÞμερον ἡμÝραν,
ὡς τü 'δα ἐψὲς στὸν ὕπνον μου, βλÝπω το καὶ ἐξýπνου, 
ἐσυννÝφιασεν ὁ οὐρανüς, ἄνεμος θÝλει ποßσει,

καὶ πρὶν νὰ σþση πρὸς ἡμᾶς νὰ μᾶς καταποντßση,
ποιÞσωμεν τὰ πρÝποντα ἐν ἐξομολογÞσει.
Λοιπὸν ἐσὺ, κὺρ σýντεκνε, ὡς πρῶτος ὁποὺ εἶσαι,
ἐξομολüγησιν ὀρθὴν ποßησον κατὰ πρῶτον,
καὶ μετὰ ταῦτα δὲ ἐγὼ νὰ πῶ τὰ κρßματÜ μου,

καὶ ὕστερον ὁ γÜδαρος  -ν' ἀκοýσωμεν ἀλλÞλους,
τßς ἔχει πλÝον πταßσιμον, νὰ κρßνωμεν τὸ δßκαιον,
νὰ δῆ ὁ θεὸς τὴν κρßσιν μας καὶ τὴν δικαιοσýνη
καὶ ἐλεÞσαι καὶ ἡμᾶς ὡς πÜλαι Νινευßτας·
ὡς Ἰωνᾶν ἐρρýσατο ἐκ κÞτους τῆς κοιλßας,

ἐλευθερþσαι καὶ ἡμᾶς ἐκ τοῦ πικροῦ θανÜτου".

Ὁ λýκος δὲ ὡς ἤκουσεν μÜλιστα ἐφοβÞθη
καὶ τρüμος ὑπελÜβετο αὐτὸν ὑπερβαλλüντως,
ὅλον μὴ γνοὺς τὸν δüλιον τρüπον τῆς ἀλωπÝκου
μηδὲ τὸ ἐπιβοýλευμα, ὃ ἦν κατὰ γαδÜρου·
ὅμως δὲ λÝγει πρὸς αὐτὴν ὁ λýκος εὐγνωμüνως:

"ΠρÝπει τοῦτο, συντÝκνισσα, { ... }
καὶ νομοδιδασκÜλισσα ἁπÜντων τῶν πραγμÜτων,
πρÝπει ἐξομολüγησις νὰ γÝνηται, ὡς ἔφης,
ἐν συνειδüτι καθαρῷ, γνþμῃ ἀνυποκρßτῳ".

Λοιπὸν συνωμοφþνησαν ἐξομολογηθῆναι,
λÝγουν: "Κι ἐσὺ, κὺρ γÜδαρε, πῶς ἔναι ἡ βουλÞ σου,
πρÝπει τοῦτο ποιÞσωμεν ἢ νὰ χαθοῦμεν ὅλοι";
Ἐκεῖνος δὲ ἀπÝγνωσεν αὐτοῦ τὴν σωτηρßαν
καὶ τὴν βουλÞν του δÝδωκεν ἐξομολογηθῆναι.
Λοιπὸν ὁ λýκος ἤρξατο τοῦ ἐξομολογεῖσθαι,
λÝγει: "Ἐγὼ καὶ πρüβατα, βοýδια καὶ μοσχÜρια,
ἐλÜφους καὶ γοροýνια καὶ πÜντα ὅσα εὕρω,
σκοτþνω τα καὶ τρþγω τα καὶ τ' ἄλλα πÜλε κρýβω
εἰς τὸ βουνὶν, εἰς τὸ κλαδὶν, αὔριον πÜλε νÜ 'χω.
Πλὴν ἀνεβαßνω εἰς τὸ βουνὶν ὁποὺ 'ναι τὸ τσιμÜδι

καὶ κυλιοῦμαι παρευθὺς καὶ ἐξομολογοῦμαι,
καὶ γßνομαι καλüγερος, τὴν ρÜχην μου μαυρßζω,
γßνομαι μεγαλüσχημος, ἡγοýμενον ὁμοιÜζω,
καὶ μεταγνþθω τὸ κακὸν τὸ πολεμῶ εἰς τὸν κüσμον,
ἄλλον οὐδὲν ἐπßσταμαι ἁμÜρτημαν νὰ ποßσω".

Ἀκοýσας δὲ ἡ ἀλουποῦ τὴν ἀρετὴν τοσαýτην
ἐθαýμασεν, ἐπαßνεσεν, καὶ ἐσυγχþρησÝν τον
καὶ ἐδικαßωσεν αὐτὸν πρὸς τὴν ἐπßγνωσßν του.
ΛÝγει καὶ αὐτὴ πρὸς αὐτὸν ἐν ἐξομολογÞσει
τὰ ταýτης πανουργεýματα καὶ τὰς διαβολßας
καὶ τὰ ἐπιτηδεýματα τÜ 'καμνεν εἰς τὸν κüσμον:

"Ἐγὼ πÜντα μου πολεμῶ νὰ κλÝψω, μὴ νὰ ζÞσω,
αὐτὸ μὲ καθωδÞγησαν ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς μου·
μὰ τὴν ἀλÞθειαν, ζῶ καλὰ, αὐθεντικὰ εἰς τὸν κüσμον:
πÜντα χλωροφαγßαν τρþγω, πÜντÜ 'μαι χορτασμÝνη.

Εἰς τὰ κρυφὰ κλεψßματα καὶ τὰς πιδεξιοσýνας
ὁμοιÜζω τὴν μητÝρα μου, ἐκεßνην τὴν ἁγßαν,
εἰς τὰ τσιληπουρδßσματα ὁμοιÜζω τὸν πατÞρ μου.
Τßποτα δὲν ἀπüμεινεν, ὅσÜ 'ξευραν ἐκεῖνοι,

νὰ μὴ μὲ μαθητεýσουσιν, ὅλα νὰ τὰ ἠξεýρω·
ἐφεῦρα δὲ καὶ ἐγὼ πολλὰ οἴκοθεν γνþσεþς μου·
πολλÜ μὲ ἐθαυμÜζονταν καὶ συνεχαßροντü μοι,
διüτι ἐγÝννησαν φυτὸν πολλὰ προτερημÝνον·

δι' αὐτὸ καὶ μακαρßζω τους, ἐκεßνους τοὺς γονεῖς μου.
Ὁ κüσμος καταρᾶται με ἡμÝρας καὶ τὰς νýκτας,
οἱ χῆρες οἱ πτωχοýτσικες κλαßουσιν καὶ λυπῶνται,
πλὴν ἡ εὐχὴ τῆς μÜνας μου καὶ τοῦ καλοῦ πατρüς μου

πÜντοτε βοηθοῦσι μὲ καὶ τὰ κακὰ γλυτþνω.
Πüσες φορὲς ἐγλýτωσα ἐκ τῶν ἀρχüντων τὰ σπßτια,
ὅτι ἔχουν σκýλους δυνατοýς, νὰ μὴ μὲ θανατþσουν.

Καὶ μßα χÞρα ἄπορος, καλὰ οὐκ ἐθεþρειεν·
εἶχεν καὶ ὄρνιθαν χοντρὴ Κι ἐλÜλειε τὴν ΚαβÜκαν.
αὐγὰ ἐγÝννα δßκροκα, χοντρὰ ὡσὰν τῆς χÞνας,
καὶ μετ' ἐκεßνην ἔτρωγεν Κι ἔπινεν κÜθ' ἡμÝραν·
πρὸ πÜντων δὲ ἐκÜθετον ἐκ τὸ πολὺν τὸ πÜχος.

Πολλὰ ἐπιβουλεýτηκα νὰ τῆς τὴ θÝλω πÜρει,
ἀλλὰ οὐδὲν ἠμπüρεσα νὰ πÜρω τὴν ΚαβÜκαν.
Λοιπὸν { ... } | ἄκουσον τß ἐποῖκα. 
ἘβλÝπω, περιεργÜζομαι, ἔχει κÜτον ἡ γραῖα,

χοντρὸν κοτσÜκιν κüκκινον, τὴν τρßχα μου ὁμοιÜζει.
Ἔχει ἀγÜπην εἰς αὐτὸ ὡσὰν καὶ εἰς τὴν ΚαβÜκα,
τὸν κÜτον διὰ τοὺς ποντικοὺς, τὴν ὄρνιθαν διὰ τὰ αὐγÜ της.
Καὶ μιὰν ἡμÝραν ηὕρηκα ἄδειαν, ὡσὰν μὲ πρÝπει.

Ὁ κÜτος κÜπου ἔλειπεν, καὶ ἐγὼ ἀντὶς τὸν κÜτον
{ ... } ἔρχομαι πρὸς τὴν γραῖαν,
καὶ μὲ ταπεßνωσιν πολλὴν, μὲ ταπεινὸν τὸ σχῆμα.
Θωρεῖ ἡ γραιὰ πὼς ἔρχομαι, ἔχει το, κÜτος ἔναι,

καὶ κρÜζει με ἡ ἄτυχος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κÜτου·
καὶ Πὄλειπες, Παρδßτση μου καὶ Ποῦ 'σουν τüσην ὥραν;
Κι ἐβοýλετον ἡ ἄτυχος, ἐκεßνη ἡ λουλüγρια,
νὰ μὲ φαγßση τßποτες καὶ νὰ μὲ ὁμαλßση,

ὡσὰν εἶχεν συνÞθιον ἡ γραῖα πρὸς τὸν κÜτο.
Ἐγὼ καλοζυγþνω την καὶ πιÜνω τὴν ΚαβÜκα,
θωρεῖ ἡ γραῖα καὶ λÝγει με: Τὴν ἀδελφÞ σου παßζεις;
Ἐγὼ δὲ τσαγκαρþνω την, ἐκεßνην τὴν ΚαβÜκα,

Κι ἐκεßνη ἐνεφταρÜκισεν καὶ κÜκα-κÜκα λÝγει·
σηκþνω την καὶ σýρνω την καὶ σÞκωμαν οὐκ ἔχει,
ἐφþναζεν ἡ ὄρνιθαν καὶ ἡ γραῖα ἀπὸ πßσω:
Παρδßτση μου, Παρδßτση μου, καὶ μὴ τὴν ἀδελφÞν σου.

Ἐγὼ ὑπÜγω στὸ κλαδὶν κι ἐκρÜτουν τὴν ΚαβÜκα,
ἐκÜθισα ν' ἀναπαυτῶ, ν' ἀκοýσω καὶ τὴν γραῖαν·
πολλὰ ἐκεßνη ἔκλαυσεν, μεγÜλως ἐλυπÞθην.
Πολλὰς κατÜρας ἤκουσα ἀπὸ τὴν γραῖαν ἐκεßνην·

πολλὰ μὲ κατηγüρησαν ἐκεßνην τὴν ἡμÝραν.
Καὶ ἂν θÝλω λÝγει τὰ ἄκουσα καὶ ὅλα ὅσ' ἀκοýγω,
πüσο μελÜνιν καὶ χαρτὶν νὰ σþσουσιν νὰ γρÜψω,
ὅ,τ' ἔποικα καὶ πολεμῶ ἡμÝρας καὶ τὰς νýκτας;

Λοιπὸν τῆς γραßας μ' ἔκαψαν οἱ λüγοι Κι οἱ κατÜρες,
καὶ ἦλθα εἰς κατÜνυξιν καὶ ἐνελογισÜμην
τὰς ἁμαρτßας μου τὰς πολλὰς καὶ {τὰ} κακὰ τὰ ἐποῖκα,
καὶ ἀνεβαßνω εἰς τὸ βουνὶν, τÜχα νὰ θÝλω κλÜψει,

πρὸς τὰ κακὰ τὰ ἔποικα νὰ σþσω τὴν ψυχÞν μου,
καὶ δÜκρυα οὐδὲν ἔχω καὶ σφßγγομαι ὀλßγο,
καὶ τὴν οὐρÜν μου κατουρῶ, τὰ ὀμμÜτιÜ μου βρÝχω,
καὶ εἰς τὰ ματοφρýδια μου κρεμÜζονται οἱ κüμποι,

καὶ ὁμοιÜζουν δÜκρυα καὶ ἔχω μÝγα θÜρρος,
ὅτι ὁ θεὸς τὰ δÜκρυα περὶ πολλοῦ τὰ ἔχει".

Ὁ λýκος δὲ ὡς ἤκουσεν κατÜνυξιν τοσαýτην
καὶ τὴν ἐξομολüγησιν τὴν καθαρὰν ἐκεßνην,
ἐθαýμασεν τὴν σýνεσιν, μεταβολὴν τοσαýτην,
καὶ ὑποδÝξατο αὐτὴν καὶ ἐσυγχþρησÝν την,
λÝγων καὶ ταῦτα πρὸς αὐτÞν: "Κυρßα μου ἁγßα,
τὸν Μανασσῆν ἐνßκησας, τὴν πüρνην ἐμιμÞσω,
καὶ γÝγονας σὺ ὅμοιος πÜλε ὥσπερ ἐκεßνους,
ὁσßα μου, ἁγßα μου καὶ δεδικαιωμÝνη,
καλüτυχη, καλüμοιρη καὶ δεδικαιωμÝνη,
{ ... } κλαδὶν τῆς παραδεßσου,

νὰ ἔτυχα καὶ ἐγὼ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀνÜπαυσßν σου.
Ὄντως, κυρὰ συντÝκνισσα, ἡ ἀρετÞ σου αὕτη
ὑπὲρ ἐμὲ ἐγÝνετον, εἶσαι συγχωρεμÝνη".

Λοιπὸν οἱ δυὸ ἠστÜθησαν, συγχþρησιν ἐποῖκαν,
λÝγουσιν καὶ τὸν γÜδαρον: "Εἰπὲ Κι ἐσὺ, καλÝ μου,
μηδὲν τὴν κρýψῃς ἀφ' ἡμῶν, τῆς ἀληθεßας λüγον".
Ὁ γÜδαρος ἐστÝναξεν ἐκ μÝσης τῆς καρδßας
καὶ λÝγει ταῦτα πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐξομολογÞσει:

"Ἐκεῖνος ὁ ἀφÝντης μου ἐβαρυφüρτωνÝ με
μαροýλια καὶ λÜχανα καὶ ἄλλα τὰ τοιαῦτα,
Κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν πεῖνÜν μου { ... },

ἐγýριζα τὸ στüμα μου Κι ἐμπουκωνüμην φýλλον·
ἀλλüτε μüλις ἔσωνα Κι ἐμπουκωνüμην φýλλον,
καὶ ἀλλüτε οὐκ ἔσωνα, καὶ ἐκοπÜνιζÝ με,
μὲ ρÝκλαν στραβοδßκωλον τὸ κωλοκοýκουρüν μου,

Κι ἐβÝργιζεν ὁ κῶλος μου καὶ ἐσυχνοπορδοκüπουν.
Τιμὴ νὰ ἔχετε, ἀφÝντες μου, αὐτὰ μὲ ἐπολÝμαν
ἐκεῖνος ὁ αὐθÝντης μου Κι ἐπεδυνÜμουν τüσον,
ὅτι ἀπὸ τὴν πεῖναν μου δýναμιν οὐδὲν εἶχα

καὶ τὸ βαρὺν τὸ φüρτωμαν κι ἀπὸ τὸ δüσμαν κροῦσμαν
ἔτρεμαν τὰ ποδÜρια μου, ἔτρεμεν τὸ κορμß μου, |
καὶ συχνοεκοντýλιζα Κι ἐβοýλομουν νὰ πÝσω.
Κι ἐγὼ ἀπὸ τοῦ φüβου μου νὰ μὴ μὲ θανατþση,

{οἱ μýξαις νεῦρα ἐγßνονταν}, ὡσὰν τὸ λÝγει ὁ μῦθος.
Λοιπὸν ὡς εἶδεν ὁ θεὸς τοσαýτην καταδßκην
τὴν γενομÝνην εἰς ἐμὲν ἐκ τὸν πικρὸν ἀφÝντην,
ἐλÝησÝ με ὁ θεὸς καὶ ἐξαπüστειλÝ σας,

τοιοýτους ἄρχοντας καλοὺς πρὸς τὴν ἐλευθερßαν μου.
Εὐχαριστῶ οὖν τὸν θεὸν καὶ τὴν ἀντßληψßν σας,
ὅτι καὶ παßδευσιν καλὴν θÝλετε μὲ παιδεýσει
καὶ γρÜμματα καὶ διδαχὴν, Κι ἐγὼ πÜλε ὡς δοῦλος

εἰς ὅ,τι μὲ ὁρßσετε γοργὸν νὰ τὸ πληρþσω".



Ταῦτα ἔλεγεν ὁ γÜδαρος ὡς φρüνιμος ὁποὺ 'τον,
μὴ νὰ γλυτþση ἀπ' αὐτοὺς τÜχα ἐν ὑποκρßσει.
Ἡ δὲ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ, ἡ δολιοπανοῦργος,
λÝγει τὸν γÜδαρον εὐθὺς μὲ ἀπειλὴν μεγÜλην·
"Τß τσαμπουνßζεις, γÜδαρε, καὶ τß στραβοκωλßζεις;
ΣτÜσου ὀμπρüς μας σýντομα καὶ ἐξομολογÞσου,
καὶ πÝ μας τὴν ἀλÞθειαν, ὅσας κλεψßας ἐποῖσες.

Ἄφες τὰ τσαμπουνßσματα αὐτὰ τὰ τσαμπουνßζεις,
αὐτὰ σκατÜ, πηλὰ εἶναι καὶ ψεματολογßες.
Οὐ στÝργομεν, οὐ θÝλομεν τοιαýτας διηγÞσεις".

Τüτε ἰδὼν ὁ γÜδαρος καὶ ὅλως ἀπελπßσας
καὶ πρὸς αὐτὰς φθεγξÜμενος τοιαῦτα ἀναφÝρει:
"Καλὰ νὰ τὸ ἐγνωρßσετε, ἀφÝντες ἐδικοß μου,
ἀπὸ τὸ μαρουλüφυλλον ἐκεῖνον, ὅσον εἶπα,
ἄλλον οὐδὲν ἐπßσταμαι, ὁ Κýριος τὸ βλÝπει".
Ἀκοýσας δὲ ἡ πονηρὰ ἀλþπηξ οὕτως ἔφη:
"Καὶ τß ἄλλον ἁμÜρτημαν χειρüτερον στὸν κüσμον";

Ὅμως ἐδþκασιν βουλὴν τοῦ ἀποκτεῖναι τοῦτον.
Ὁ γÜδαρος δὲ θεωρῶν αὐτῶν τὰς πανουργßας,
τὰς ἀδικßας τὰς αὐτῶν καὶ τὰς διαβολßας,
εἰς ἑαυτὸν ἐνüησε ποιῆσαι πρᾶγμα ξÝνον,
ἐπαινετὸν καὶ ἀκουστüν, ὡς ἔδειξεν τὸ τÝλος.
καὶ τß ἐμηχανÞσατο, ἄκουσον καὶ θαυμÜσεις,
καὶ πῶς ἐπιβουλεýεται καὶ τß ποιεῖ πρὸς τοýτους.

ΛÝγει: "Τὸ δßκαιον θωρῶ, κατὰ τὸ πταßσιμüν μου
προκεῖται μοι ὁ θÜνατος, ὡς πÝφυκεν ἡ κρßσις.
Λοιπὸν πρὶν τοῦ θανÜτου μου τὸ τÜλαντον οὐ κρýψω,

μÞπως καὶ κολασθÞσομαι ἐν τῷ καιρῷ ἐκεßνῳ.
Ὄπισθεν εἰς τὸν πüδαν μου χÜρισμα ἔχω μÝγαν,
παρὰ θεοῦ δεδþρημαι τοῦτο, οὐκ ἀπ' ἀνθρþπων.
ΘÝλω γοῦν δεῖξαι τὸ χρυσοῦν τὸ πÝταλον, ὃ ἔχω,

καὶ ὅστις μüνον τὸ ἰδῆ, τὸ πÝταλον, ὃ ἔχω,
πρὶν τοῦ θανÜτου μου ἰδεῖν, χÜριν πολλὴν λαμβÜνει.
Ἀκοýει, βλÝπει καὶ μακρὰ ἡμÝρας τρεῖς καὶ πλÝον,
καὶ τοὺς ἐχθροýς του βλÝπει τους, ἀκοýει τß λαλοῦσιν,

καὶ πῶς ἐπιβουλεýονται, τß θÝλουσιν νὰ ποßσουν".

Ἀκοýσας δὲ ἡ ἀλουποῦ, μὴ γνοὺς τὴν πονηρßαν,
τὴν τοῦ γαδÜρου, παρευθὺς τὸν σýντεκνüν της λÝγει:
"ἈφÝντη μου, κὺρ σýντεκνε, τὸ χÜρισμαν ἐτοῦτο
γοργὰ ἐπιμελÞσου το καὶ ἀπ' ἐσὲν μὴ λεßψη,
τοιαýτη χÜρις θαυμαστὴ νὰ μὴν χαθῆ ἐκ τὸν κüσμον,
ὅτι ἔχεις ἐχθροὺς πολλοὺς ὁποὺ κακὸν σοῦ θÝλουν" .

Ὁ λýκος δὲ ὡς ἤκουσεν τῆς ἀλουποῦς τοὺς λüγους,
καὶ πᾶσαν τὴν συγκρüτησιν ἐπßστευσεν εὐθÝως,
καὶ λÝγει πρὸς τὸν γÜδαρον: "ΓÜδαρε, δεῖξε μÝ το".
Καὶ λÝγει ὁ γÜδαρος εὐθὺς: "Μετὰ χαρᾶς, αὐθÝντη.
ἈνÝβα εἰς τὸ πüδωμα Κι ἐκεῖ νὰ σὲ τὸ δεßξω,
καὶ κÜτσε ἀνακοýρκουδα, καὶ τὰ ἐμπροσθινὰ σου πüδια

μηδὲν πατῆς στὸ πüδωμαν ἐπÜνω οὐδεüλως·
ἄνοιξε τὰ ὀμμÜτια σου, γρýλλωσ' τα ὅσον ἔχεις,
μὴ πÜγη τὸ κεφÜλι σου ἐδῶθες ἢ ἐκεῖθες,
ὁ κῶλος σου ἂς κÜθεται στὸ πüδωμαν καὶ μüνον,

καὶ λÝγε {Κýριε ἐλÝησον, Κýριε, συμπÜθησÝ με,
Κýριε, δüς με χÜρισμα ἐκεῖνο, τὸ γυρεýω".

Ταῦτα ἐκομπολüγησε ὁ γÜδαρος ἐκεῖνος,
τὸν λýκον, καὶ ἐποßησεν καθὼς τὸν ὀρδινιÜσεν,
ἀνÝβην εἰς τὸ πüδωμαν ὁ λýκος καὶ ἐκÜτσεν,
-καλὰ τὸν ἐκατÝστησεν στὸν ποῦντον, ὅπου πρÝπει-
γρυλλþνει ὁ λýκος νὰ ἰδῆ τὸ πüτε νÜ 'λθη χÜρις,
ὅταν ἰδῆ τὸ πÝταλον ἀντÜμα μὲ τὴν χÜριν.
Ὁ γÜδαρος βολßζει τον, τσιληπουρδᾶ καὶ κροῦ τον
μὲ ὅλην του τὴν δýναμιν, ὅσον καὶ ἄν ἐδυνÞθην,
καὶ ἐκτýπησÝ τον μὲ θυμὸν καὶ ἐχαρβÜλωσÝ τον.
Ἐ|ν πρþτοις τὸν ἐρüντζεψεν στὴν μÝσην τοῦ πελÜγους.
Eὐθὺς βÜνει τὸν φþναρον καὶ ἐξεματσουκþνει
καὶ σφυροκατουρεῖ συχνὰ καὶ συχνοπορδαλßζει,
σηκþνει τὴν οὐρÜκλαν του, ἀνοßγει καὶ τὸ στüμα,
καὶ οὐριÜζει δυνατÜ καὶ τσινᾶ κι ἐξοßκισεν τὸν κüσμον,
γυρεýει καὶ τὴν ἀλουποῦ μὴ νὰ τὴν κουκουδþση.
Ἡ ἀλουποῦ τὸ νὰ ἰδῆ τὴν ἀπειλὴν ἐκεßνην,
ἐκρÞμνισεν καὶ ἔδωκεν στὴν θÜλασσαν ἀπÝσω.

Ἐπῆραν την τὰ κýματα, στὸν λýκον τὴν ἐπῆγαν·
ὁ λýκος δὲ κατὰ λεπτὸν τὴν ἀλουποῦ ἐρþταν·
λÝγει: "Καὶ τß μὲ ἐρωτᾶς καὶ τß μὲ συντυχαßνεις;
Ὁ θεὸς μᾶς ἐλευθÝρωσεν νὰ μὴ μᾶς θανατþση.
Ἐκ τὴν κοιλßαν του ἐξÝβαλεν ὡσὰν ἀπελατßκι,

μακρὺν, χοντρὸν καὶ ἔμπροσθεν εἶχεν ὡσὰν καπÜσι.
Ἀλὶ τὸν δþση μßα φορÜν, ζωὴν ποσῶς οὐκ ἔχει.
Ἐγýρεψεν Κι ἐμὲν πολλὰ μὴ νὰ μὲ κουκουδþση,
πλὴν τῆς μητρüς μου ἡ εὐχὴ καὶ τοῦ καλοῦ πατρüς μου

ἔσωσÜν με καὶ ἐγκρεμνßστηκα στὴν θÜλασσαν ἀπÝσω
Κι ἐγλýτωσα τὴν συμφορὰν ἐκεßνην ὅση εἶδα,
καὶ πλÝα μὴ δοῦν τὰ μÜτια μου τοιαýτην καταδßκην".

Ὁ λýκος δὲ τὴν ἀλουποῦ πÜλιν ἐξανερþταν:
"ΕἰπÝ μοι, κυρὰ συντÝκνισσα, καλὰ μὲ τὸ ξηγÞσου,
τὸ μπουσδουγÜνι ποý τὸ 'χεν Κι ἐγὼ οὐδὲν τὸ εἶδα";.
ΛÝγει: "Ἂν τü 'χες δεῖν, κὺρ σýντεκνε, ἐκ τὴν κοιλßαν του ἐξÝβην,
ὁμοιÜζει ἡ κοιλßα του ἔχει ἀρματοθÞκη,
ματσοýκας καὶ κοντÜρια, χοντρὰ ἀπελατßκια,
σκλüπους, λουμπÜρδας, βüλια, δισÜκια γιομÜτα·
ἀνακαρÜδες βουκινεῖ, χοντρὰ ἀπελατßκια,
συρλÜδες καὶ τὰ μπßφαρα, ἀνακαρὰν τὸν μÝγαν,

καὶ βοýκινον ὁπὄδωκεν Κι ἐξοßκισεν τὸν κüσμον,
{ ... } καὶ ἄλλα πλÝα εἶδα,
τὰ ὅποια ἀλησμüνησα ἀπὸ τὴν ζÜλισßν μου".

ΛÝγει: "Ἐγὼ, κυρὰ συντÝκνισσα, { ... } νὰ ἠξεýρης
ὅτι ὡσὰν μ' ἐκτýπησεν τὴν κοπανÝαν ἐκεßνην,
τὴν δολερὰν καὶ τὴν πικρὰν καὶ τὴν θανατηφüρον,
εὐθὺς ὡσὰν μ' ἐκτýπησεν μÝσα εἰς τὸ τσακÜτι,
ἐφÜνη με, ὁ οὐρανὸς ἐχÜλασεν ἐπÜνω

καὶ ἤστραψεν Κι ἐβρüντησεν Κι ἐχÜλασεν ὁ κüσμος,
τὰ μÜτιÜ μου ἔστραψαν ὡσὰν τοὺς τσιμπιλßδας,
ὁ μυελüς μου ἐτρüμαξεν καὶ τὸ κορμß μου ὅλον,
καὶ ἐγενüμην τρομικὸς ἐκ τὸν πολὺν τὸν φüβον,

καὶ βλÝπεις με, συντÝκνισσα, μὲ τü 'να μÜτιν εἶμαι,
μὲ τü 'να μÜτι σὲ θωρῶ, καὶ τ' ἄλλ' οὐδὲν σὲ βλÝπω.
Ὅμως ἐγὼ ἐθÜρρεσα, κυρÜ μου, εἰς ἐσÝνα,
νὰ μὴ σὲ λÜθη τßποτε εἰς ὅλην σου τὴν γνῶσιν,

καὶ οὐ περιεργÜστηκα τοýτου τὴν πονηρßαν".

Ὑπολαβὼν ἡ ἀλουποῦ τὸν λýκον ταῦτα λÝγει:
"ἈφÝντη μου, κὺρ σýντεκνε, νὰ πῶ τὴν ἀφεντßα σου,
ἡ γνῶσις ἔναι πανταχοῦ, στὸν κüσμον ἐσπαρμÝνη.
Καὶ τß ἂν ἔναι γÜδαρος καὶ περιφρονημÝνος;
Εἶδε τὸν θÜνατον αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβουλßαν
καὶ ἀδικßαν δüλιον καὶ τὴν συκοφαντßαν,
χωρὶς νὰ πταßση τßποτες ἄξιον καταδßκης,

ἡμεῖς ἐδιεκρßναμεν αὐτοῦ τὸν θανατῶσαι.
Καὶ ὁ θεὸς ἰδὼν αὐτοῦ τὴν ταπεινοφροσýνην
ἐδῶκεν τον καὶ φρüνεσιν, ἐδῶκεν τον καὶ γνῶσιν,
ἵνα γλυτþση ἀφ' ἡμῶν μὲ τὴν προτßμησßν του.

Οὐ μüνον δὲ ἐγλýτωσεν, ἀλλὰ χαρβÜλωσÝν μας,
καὶ ἔποικÝν μας ἄπρακτους καὶ ἐντροπßασÝ μας".

Ὕστερον δὲ καὶ ἐπαρηγορÞθησαν μετὰ αἰσχýνης πλεßστης,
πολλὰ δὲ ἐσυντýχασιν λüγια πρὸς ἀλλÞλους,
καὶ ὕστερον ὠμüσασιν γÜδαρον μὴ συντýχουν,
μηδὲ καταφρονÞσωσιν ὡς περιφρονημÝνον.
Ἀλλὰ καὶ ὄνομα αὐτοῦ ἔστησαν νὰ τὸν λÝγουν,
ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὸ ἐξῆς νικὸν νὰ τὸν λαλοῦσιν,
καὶ πλÝον γÜδαρον αὐτὸν ποσῶς μὴ τὸν εἰποῦσι,
ἀλλὰ νικὸν ἂς τὸν λαλοῦν: "Ὅτι ἐνßκησÝν μας,
τὸν λýκον καὶ τὴν ἀλουποῦ, καὶ ἐθανÜτωσÝ μας.
καὶ μυριοεντροπιÜσεν μας { ... },
καὶ ἐτýφλωσεν κι ἐποῖκÝ μας μυριοκιντυνεμÝνους.
Μὲ γνῶσιν καὶ ταπεßνωσιν ἐκομπολüγησÝ μας
καὶ ἔποικÝν μας ἄπρακτους καὶ κατεσβüλωσÝν μας".

Χαρὰς ἐσÝν, κὺρ γÜδαρε, μὲ τὴν προτßμησßν σου,
τὸ πÜρεον ἐκÝρδισες καὶ τὴν τιμὴν τοῦ κüσμου·
ὦ γÜδαρε, κὺρ γÜδαρε, πλεὸν γÜδαρος οὐκ εἶσαι,
νικὸν ἂς εἶσαι ἀπὸ τοῦ νῦν, ΝικÞτα νὰ σὲ λÝσιν.

Λοιπὸν ὅσοι τὸ ἀκοýσασιν καὶ ὅσοι τὸ ἀκοýγουν:
διὰ τὴν τιμÞν σας, γÜδαρον ποσῶς μὴ τὸν εἰπῆτε,
καθὼς καὶ ἐπεκρÜτησεν, τινὲς καλοὶ ἀνθρῶποι
-ὡσὰν τὴν ἀφεντßαν σας- γÜδαρον δὲν τὸν λÝγουν,
ἀλλὰ ΝικÞτα καὶ νικüν, ὅσοι τὴν γνῶσιν ἔχουν.
ΤÝλος του ΓαδÜρου
___________________________


                                                  ΕισαγωγÞ

     Ομαδικü πορτραßτο μ' Ýνα γÜδαρο. Η ΓαδÜρου, λýκου κι αλουποýς διÞγησις χαρßης κι ο λογοτεχνικüς της χαρακτÞρας.
Εκδßδεται κριτικÜ η ΦυλλÜδα του ΓαδÜρου Þτοι ΓαδÜρου, λýκου και αλεποýς διÞγησις ωραßα. Στην εισαγωγÞ που προτÜσσεται του κειμÝνου, ο εκδüτης πραγματεýεται σειρÜ θεμÜτων, üπως η ελληνικÞ εκδοτικÞ παραγωγÞ της Βενετßας στις αρχÝς του 20ου αι., η φιλολογßα με τα ζþα στον αρχαßο ελληνικü, το ρωμαúκü και το μεσαιωνικü κüσμο, ο κýκλος των δυτικοευρωπαúκþν παραμυθιþν που Ýχουνε πρωταγωνßστρια την αλεποý, οι κοινωνικÝς τÜξεις που αντιπροσωπεýουν τα τρßα ζþα του ποιÞματος, οι πηγÝς του, η κειμενικÞ του παρÜδοση, η ÝνταξÞ του στη κρητικÞ γραμματεßα της ΑναγÝννησης, ο τιμητικüς τßτλος "Νßκος" που αποδßδεται στον γÜιδαρο, η σχÝση της ΦυλλÜδας με το ΣυναξÜριον του ΤιμημÝνου ΓαδÜρου κι η γλωσσικÞ μορφÞ της. Η Ýκδοση συνοδεýεται απü κριτικÜ κι ερμηνευτικÜ σχüλια και γλωσσÜρι.

                                2. Ιστορικü της "ΦυλλÜδας"

     Εßναι κι αυτüς Ýνας μýθος που βρßσκεται στον κýκλο των Δυτικοευρωπαúκþν παραμυθιþν, με πρωταφωνßστρια τη πονηρÞ, υποκρßτρια και χωρßς ηθικü φραγμü, Αλεποý, με σκοπü να σατιριστοýνε παρüμοιοι τýποι ανθρþπων κÜθε καιροý και τüπου. Κυκλοφοροýσαν απü παλιÜ κα στην Ιταλßα. 3 τουλÜχιστον Ιταλοß μας λÝνε το μýθο της ΦυλλÜδας -διαφορετικü φυσικÜ: Ýνας ανþνυμος στο Novelliere Antico (μýθος 91), ο Stefano Guazzo στους Διαλüγους του κι ο Scipio Ammirato στις Παροιμßες του. Αξιοπρüσεκτο πως και στις 3 περιπτþσεις εßναι πÜντα 3 ζþα, Αλεποý, Λýκος και Μοýλα και πÜντα το θýμα τελικÜ θριαμβεýει. ¸τσι και στη ΦυλλÜδα μüνο που εδþ τη θÝση της Μοýλας, παßρνει ο... ΓÜδαρος μιας κι Þτανε πιο συνηθισμÝνο ζþο στη ΚρÞτη.
     Επßσης, πολý μεταγενÝστερα, ο Μathurin Regnier, Ýγραψε σÜτιρα με παρüμοιο θÝμα κι ο Jean de La Fontaine, μεταγενÝστρος του ΡενιÝ, στÞνει 2 σχετικοýς μýθους: τον 8ο του 5ου βιβλßου και τον 17ο του 12ου βιβλßου των μýθων του. ΥποθÝτουμε πως πηγÝς και των 2 υπÞρξαν οι ßδιες με του Ανþνυμου που Ýστησε υο ΣυναξÜριον Του ΤιμημÝνου ΓαδÜρου. Επßσης υπÜρχουνε στοιχεßα της ΦυλλÜδας και στο Ασχημüπαπο του Andersen. Σßγουρα θα υπÜρχουνε κι Üλλα, μα και τα λßγα αυτÜ και μüνο δεßχνουν αρκετÜ τη διÜδοση και του μýθου και -κυρßως αυτü- την Ýντονη ανÜγκη στο να σατιριστεß, να καυτηριαστεß, βγαßνοντας απü μÝσα τÝτοια κατÜσταση -και που δε μποροýσε να ειπωθεß αλλιþς συνεπεßα φüβου Þ τυχüν αντιποßνων. Γιατß κÜτω απü τα 3 πρüσωπααναγνωρßζει κανεßς εýκολα τις 3 μεγÜλες μεσαιωνικÝς τÜξεις: ευγενεßς, κλÞρος και πλÝμπα. ¸τσι, ανþδυνα εμφαßνεται η αυθαιρεσßα των 2 ζþων στο 3ο.
     Το αντßτυπο αυτü εδþ το οφεßλουμε στον κýριο ΣτÝφανο Ξανθουδßδη, -τον πατÝρα της κρητολογßας- και τη πλοýσια βιβλιοθÞκη του που κληροδüτησε στο Μουσεßο Ηρακλεßου. Το στιχοýργημα αυτü δεν εßναι πρωτüτυπο, αλλÜ αποτελεß διασκευÞ ενüς προγενÝστερου Ýργου, του ΣυναξÜριου του τιμημÝνου γαδÜρου. Η γλωσσικÞ μορφÞ του συναξÜριου το τοποθετεß πολý πριν απü το 1500. (Ο Κþστας Θρακιþτης μÜλιστα το τοποθετεß πριν το 1204 κι üχι ειδικÜ στη ΚρÞτη) κι εßναι μÜλλον Üτυχο κατασκεýασμα. Ο ΛευτÝρης Αλεξßου γρÜφει σχετικÜ:

   "Στο ΣυναξÜρι, üπως και στο Δελλαπüρτα, βρßσκομε πρωτüγονη στιχουργικÞ, που μας θυμßζει κÜπου-κÜπου τ' ανεξÝλιχτα βυζαντινÜ 15σýλλαβα στιχουργÞματα. Με τη διαφορÜ πως ο Δελλαπüρτας εßναι λüγιος, ενþ ο ποιητÞς του ΣυναξÜριου περισσüτερο λαúκüς στιχουργüς με μÝτριο τÜλαντο. Απü αδεξιüτητα κι αστÜθεια γοýστου ανακατεýει, üπως του Ýρχεται βολικü, αρχαúκÜ και συγκαιρινÜ του γλωσσικÜ στοιχεßα. ΚαταφÝρνει üμως κÜπου-κÜπου να βρßσκει ζωντανÝς εκφρÜσεις, γεμÜτες χιοýμορ, μες στο τυχαßο μÜλλον συνταßριασμα των 15 συλλαβþν. Δεν του λεßπουν κÜπου-κÜπου κι ολüκληροι στßχοι με αξßα κι εκφραστικÝς εýρεσες πετυχημÝνες, που, καθþς εßπα, ο διασκευαστÞς της ΦυλλÜδας τις παßρνει αυτοýσιες, δεßχνοντας το φßνο γοýστο του. Ο τελευταßος εßναι επιδÝξιος στιχουργüς, Ýχει γοýστο ποιητικü και δε λεßπει οýτ' απ' αυτüν το πηγαßο χιοýμορ. Δε θα υποστηρßξουμε πως η στιχουργικÞ της ΦυλλÜδας βρßσκεται στο επßπεδο εκεßνης που συναντÜμε στην Ερωφßλη και στο Ρωτüκριτο. Τη πλησιÜζει üμως κι ßσως την προετοιμÜζει".

     Οι ποιητÝς που καταπιÜνονται με θρησκευτικÜ θÝματα την εποχÞ αυτÞ εßναι ελÜχιστοι και το Ýργο τους εßναι μετριüτατο, σε. σýγκριση με τα λαúκÜ Ýργα της εποχÞς.


========================


 ΓαδÜρου Λýκου Κι Αλουποýς ΔιÞγησις Χαρßης



¢ρχοντες, να γρικÞσετε, α θÝλετε, δαμÜκι

ο λýκος με την αλουποý πþς Ýπιαν το φαρμÜκι,
πþς Þτονε η αφορμÞ, πþς εκαταπιαστÞκαν
και τι νοβÝλα πÜθασι και πþς εντροπιαστÞκαν
σαν φαßνεται, ο γÜδαρος ο καταφρονεμÝνος,
πÜντοτε κακορßζικος και παραπονεμÝνος,
σ' αφÝντη Ýλαχε κακüν, λωβüν και ψωριασμÝνον,
πτωχüν και κακομÜζαλον, πολλÜ δυστυχισμÝνον.

ΠοτÝ του δεν εχüρτασε, ποτÝ ουκ αναπαýτη,
νýκτα-ημÝρα δÝρνεται στον κÞπον για να σκÜφτει
ΠÜσα πουρνüν εφüρτωνε τον γÜδαρον εκεßνον
κι εις το παζÜρι επÞγαινε κι αυτεßνος μετÜ κεßνον
ΛÜχανα τον εφüρτωνε, αντßδια και μαροýλια,
πρÜσα, ραπÜνια, κÜρδαμα, κρεμμýδια και γογγýλια.

 ¢χυρον δεν του βρßσκετον, κριθÜρι δεν 'ποτÜσσει
να δþσει του γαδÜρου του να φÜγει, να χορτÜσει
Τα λÜχανα καθÜριζε και τüριχνε τα φýλλα
κι üνταν εσκüλα το βραδý, εφüρτωνÝ τον ξýλα.
Κι απü τον κüπον τον πολýν, την δοýλεψιν την τüση,
κι εκ τες ξυλÝς οποý ' παιρνε, þστε να ξεφορτþσει,
ατýχεψεν ο γÜδαρος και πλÝα δεν ημπüρει
κι απü την ψþρα την πολλÞν σαμÜρι δεν εφüρει.

Χειμþνα δεν εδýνετον ουδÝ το καλοκαßρι
ουδÝ για ξýλα να υπÜ ουδÝ νερü να φÝρει.
Και μια ΛαμπρÜ, την ΚυριακÞ, τÜχα λυπÞθηκÝ τον,
και πιÜνει και ξεστρþνει τον, Ýλυσε κι ÜφησÝ τον
να πα να περιβοσκηθεß, καμπüσο ν' ανασÜνει,
να φα κλαδß απü δενδρü κι απü την γην βοτÜνι,
να πÝσει και να κυλιστεß, το στüμα του ν' αφρßσει,
να φα και χüρτον λιβαδιοý, να πιεß κι απü την βρýση.

Στην μιαν μεριÜν του λιβαδιοý Þτονε δÜσος μÝγα
κι ο λýκος με την αλουποý ερχüντησαν κι ελÝγαν:
"ºντα βουλÞ να κÜμομε, τι στρÜτα να κρατοýμε,
καλüν κυνÞγι να 'βρομε σÞμερον να γευτοýμε";

Τüτε οι δýο συβÜστησαν και συντροφιÜν εκÜμαν
και μÝρα-νýκτα 'μüσασι να περπατοýν αντÜμα
ΛÝσιν: "Ας δρÜμομε, λοιπüν, εις το λιβÜδι ας πÜμε,
α λÜχει να 'βρομε εκεß κυνÞγι για να φÜμε".
Και παρευθýς εκßνησαν στου λιβαδιοý την στρÜτα
κι η αλουποý στοχÜζετον, λÝγει: "ΚαλÜ μαντÜτα!
Κυρ σýντεκνε, μου φαßνεται να'  ναι καλü κυνÞγι
ο γÜδαρος κι ας δρÜμομεν γλÞγορα, μη μας φýγει".

Ο γÜδαρος το γρßκησε, στÝκει, αναστενÜζει,
γυρεýει λüγια να τους πει, Ýνα τ' αλλοý να μοιÜζει.
ΣτÝκει, διαλογßζεται πþς να τους ταπεινþσει
και λÝγει τüτε μÝσα του:: "Τþρα να παßξ' η γνþση!"
Λοιπüν, αυτοß εσßμωσαν με την ταπεινοσýνη
και με πολλÞν γλυκüτητα και με την καλοσýνη
και χαιρετοýν και λÝσι του: "Κυρ γÜδαρÝ μου, γεια σου,
χßλια καλþς ευρÞκαμε εδþ την αφεντιÜ σου.
¸λα να πÜμε εις το σκιο να πÜρεις λßγ' αÝρα,
ν' αναπαυτεßς, να δροσιστεßς κι εσý καμιÜν ημÝρα.
ΑντÜμα να μιλÞσομε, ομÜδι να γευτοýμε
κι αγÜλι 'γÜλι εις το σκιο την στρÜτα να κρατοýμε
κι εις Ýνα σπßτιν üμορφον να πα να κοιμηθοýμε
και το ταχý με την δροσιÜ πÜλι να σηκωθοýμε".

ΠολλÜ αυτοß επÜσχισαν μηνα τον εξεβγÜλουν,
για ν' ακλουθÞσει μετ' αυτοýς, στο σπÞλιο να τον βÜλουν
Σαν εßδεν ο κυρ γÜδαρος το πþς τριγýρου στÝκουν
και τι λαλοýσι προς αυτüν και πþς τον παραστÝκουν,
εννüησεν, ως φρüνιμος, και βαριαναστενÜζει
και πþς να κÜμει μετ' αυτοýς στÝκει και λογαριÜζει.

ΛÝγει: "Ζþον ταλαßπωρον εßμαι εγþ του κüσμου,
οποý με ταλαιπþρησεν αφÝντης ο δικüς μου
ΑπÜνου μου ουδÝν βαστþ σÜρκα, αλλ' ουδÝ αßμα,
-ομνÝω σας αλÞθεια και δεν σας λÝγω ψÝμα-
και περπατþ, κλονßζομαι, τρÝμω και θÝλω πÝσει,
ουδÝ γιατρüς, ωσÜν γρικþ, θÝλει με ωφελÝσει".
Ταýτα ' λεγεν ο ταπεινüς, τÜχατες για να πÜγουν,
για να γλυτþσει απ' αυτουνοýς, μÞπως και τονε φÜγουν.

Και πÜλι λÝγει: "¢ρχοντες, να πω της αφεντιÜς σας,
εγþ αγαπþ κι ορÝγομαι να ' χετε την υγειÜ σας,
γιατß θωρþ το κÜλλος σας, την ωραιüτητÜ σας,
την καλοσýνην την πολλÞν και την γλυκüτητÜ σας,
και θÝλω να γλυτþσετε, να 'χετε την ζωÞ σας,
να πÜτε στα σπιτÜκια σας καλÜ με την τιμÞ σας
Και φýγετε ογλÞγορα, 'τι αφÝντης μου βιγλßζει
και με ζαγÜρια και σκυλιÜ το δÜσος τριγυρßζει
¼ταν θελÞσει να εβγεß να πα να κυνηγÞσει,
δεν βρßσκετ' Üλλος κυνηγüς ομπρüς του να νικÞσει,
γιατß Ýναι μÝγας κυνηγüς, μÝγας περδικοπιÜστης,
κι ανÝν και πεις και φýγεις τον, βλÝπε üτι 'λαθÜστης
¼ντα τον πÜρουν Üρχοντες για να περιδιαβÜσουν,
τα üρη üλα τρßβονται, τα δÜση συντρομÜσσουν,
γιατß Ýχει σκýλους δυνατοýς, Ýχει και την ανδρεßα,
σκýλους χοντροýς, λαγωνικÜ, απü την Λουμπαρδßα
ΠÝτονται ως οι γÝρακες, ως αετοß γυρßζουν,
λοντÜρια, λýκους και θεριÜ, üσα 'βρουν, τα ξεσκßζουν
Και üταν θÝλει να βαλθεß να πιÜσει το δοξÜρι,
οι λýκοι κι üλα τα θεριÜ τρÝμουσι σαν το ψÜρι".

Ταýτα ' λεγεν ο γÜδαρος, μÞνα τους φοβερßσει,
να βρει κι αυτüς την Üδεια του για να παραμερßσει
Η δ' αλουποý η πονηρÜ, η δολιοπανοýργος,
πÜντα λογßζεται κακÜ ωσÜν εχθρüς κακοýργος
Τα λüγια δεν της Ýλαθαν εκεßνα του γαδÜρου
και με θυμüν και μÜνητα λÝγει του μονοτÜρου:

"ΕδÜ θωρþ, κυρ γÜδαρε, βÜν' η ψυχÞ μου χÝρι
κι οργßζεταß σε περισσÜ σαν το κακüν μαχαßρι
ΜηδÝν ξυλοσοφεßς πολλÜ, üτι χωριÜτης εßσαι,
στÝκου αυτοý και σþπαινε, ωσÜν χοντρüς οποý ' σαι
ΜηδÝν θαρρεßς, κυρ γÜδαρε, üτ' εßμεστεν εργÜτες
απü κεινοýς τους Üγροικους και τους κακοýς χωριÜτες
Εγþ 'μαι αστρονüμισσα, εγþ 'μαι και μαντεýτρα
και του κυρ ΛÝου του Σοφοý εγþ 'μουνε μαθεýτρα
Εγþ ' μαι διδασκÜλισσα του λüγου και του μýθου
κι αυτüν τον νομοκÜνοναν ηξεýρω τον εχτÞθου
Κι εσý γελÜς μας φανερÜ ομπρüς στο πρüσωπüν μας,
που θÝλομε να σ' Ýχομεν εδþ για 'πßτροπüν μας
Μα την αλÞθεια, πρÝπει σου να παιδευτεßς μεγÜλως,
γιατß δεν Ýχεις σýστασιν απÜνου σου ουδÝ κÜλλος
Αλλ' επειδÞ 'σ' απαßδευτος, ως φαßνεται το πρÜμα,
το πως δεν Ýχεις φρüνεσιν ουδÝ κατÝχεις γρÜμμα,
συμπÜθιο πρÝπει το λοιπüν να ' χεις διÜ την þραν
-γιατß βρισκüμεσθεν εδþ πολλÜ σιμÜ στην χþραν
ΛÝγω σου γουν απü του νυν μÜθε να συντυχαßνεις
και τßμα τους καλýτερους, üπου και αν λαχαßνεις
ΨÝμα μηδÝν ειπεßς ποτÝ, αλÞθεια λÝγε πÜντα,
να Ýχεις και προτßμησην κÜλλια παρÜ τα πÜντα.

Θωροýμε καλορßζικος, καλÞ την τýχην Ýχεις
και μετ' εμÜς ηυρÝθηκες, κÜμε να το κατÝχεις,
να περπατÞσεις μετÜ μας, ν' αναπαυτεßς, να ζÞσεις,
την συντροφιÜ μας την καλÞν τüτε να την γνωρßσεις,
να σε χειροτονÞσομεν να 'σαι αποκρισÜρης
και μετ' εμÜς να περπατεßς, πολλÞν τιμÞν να πÜρεις,
εις την βουλÞν μας να χωρεßς, εις üλα μας να πρÜξεις,
ανÝν και σφÜλομεν κι εμεßς, εσý να μας διατÜξεις
ΑνÝν κι εσý μαθητευθεßς να ' σαι διÜ τιμÞ μας,
χαρÜ σ' εσÝν, χαρÜ σ' εμÜς και με τον μαθητÞ μας
Και να περÜσομεν ομοý την θÜλασσαν αντÜμα,
να πÜμε στην ΑνατολÞν, να ' βρομε πÜσα πρÜμα,
να ντýσομε τα στÜμενα ετοýτα που βαστοýμε
και μÝσα μας το διÜφορον να το διαμοιραστοýμε".

Σαν εßδεν ο κυρ γÜδαρος τας αποφÜσεις τοýτων,
στανÝο του ακλοýθησε ως φρüνιμος οποý 'τον
ΠροβλÝπει και τον θÜνατον κι Ýλεγε καθ' ημÝρα:
"¼νταν ετοýτοι μ' εýρασι, Þτον καημÝν' η þρα".
Κι οι τρεις τους εις την θÜλασσαν αντÜμα κατεβÞκαν
και βÜρκα εγυρÝψασι, πÜραυτες την ηυρÞκαν

ΜÝσα σ' αυτÞν εμπÞκασιν, üχι για να ψαρÝψουν,
μα πÝρα στην ΑνατολÞν να παν να ταξιδÝψουν
Ευθýς εκÜμαν Üρμενα, στο πÝλαγος εβγÞκαν,
και μαζωκτÞκαν και οι τρεις, στην πρýμην ανεβÞκαν,
κι εκεß βουλÞν εποßκασι να ρßξουσι μπαλüτα,
διÜ να κÜμουν ναýκλερον, να ποßσουν και 'ποδüτα.

Λοιπüν, ο λýκος να γενεß ναýκλερος του τυχαßνει,
'ποδüτας ο κυρ γÜδαρος μπαλüτα τοý εβγαßνει
Τον λýκον η κυρ' αλουποý στÝκεται κι επαινÜ του,
το πως τα βÜνει σ' ορδινιÜ üμορφα τ' ÜρμενÜ του.
"Χαßροις,", του λÝγει, "σýντεκνε, πως τα καταλαμβÜνεις
και πως τα 'πιδεξεýεσαι κι εις ορδινιÜ τα βÜνεις
Η προσευχÞ της μÜνας μου, της καλογρÜς εκεßνης,
εκεßνη μας εβüηθησε και ναýκλερος εγßνης".

ΛÝγει και του κυρ γÜδαρου: "ΒλÝπεσαι μηδÝν σφÜλεις,
κι εισε λιμιþνα γýρεψε σεγοýρον να μας βÜλεις
ΒλÝπε καλÜ την στρÜτα σου, θþρειε τον μποýσουλÜ σου,
να μην παραστρατÞσομε κι απüκει σφÜκελÜ σου!"
Και τüτες η κυρ' αλουποý Ýπιασε το τιμüνι
και τον πτωχüν τον γÜδαρον στÝκει, ανατιμþνει:

"ΓλÞγορα, σκυλογÜδαρε, πιÜσε κουπß να λÜμνεις,
γιατß θωρþ και δεν γρικÜς την στρÜταν οποý κÜμνεις
ΕμÜς Ýν' το ταξßδι μας να πÜμε εις την ΤÜνα
και θÝλει να ' ν' η πλþρη μας μÝσα στην τρεμουντÜνα
Κι εσý την στρÜταν Ýσφαλες κι επÞγες περ πονÝντε
κι εγκρÝμνισÜν μας τα νερÜ þς μßλια δεκαπÝντε
Εδþθεν που γκρεμνßσαμεν ο Θιüς να μας βοθÞσει,
να μη μας ρßξουν τα νερÜ ' ς κανÝνα ' ρημονÞσι,
üπου ψωμß δεν βρßσκεται ουδ' Ýναι ουδÝ βρýση,
να μη μας εýρει τßποτες και κÜμομε και χýση".

¢νεμον εßχασι καλüν κι Þτον καλÞ ευδßα
και με χαρÜν αρμÝνιζαν και με καλÞν καρδßα
Η δ' αλουποý η πονηρÜ του σýντεκνοý της λÝγει,
με πονηριÜ και με κλεψιÜ αρχßνησε να κλαßγει:
"ΚαλÜ να εγνωρßσετε, σýντροφοι εδικοß μου,
τοýτο που μÝλλει να γενεß - επüνειε η ψυχÞ μου·
στον ýπνον μου 'δα φανερÜ ετοýτην την εσπÝρα,
πως αποχωριζüμεστεν ετοýτην την ημÝρα
¢στραψε η ανατολÞ, εβρüντησε η δýση,
ο ουρανüς εμαýρισε, φουρτοýνα θε να ποßσει
Προτοý μας πÜρ' η θÜλασσα να μας καταποντßσει,
ποιÞσωμε τα πρÝποντα εν εξομολογÞσει".

ΛÝγουν και του κυρ γÜδαρου: "Πþς Ýναι η βουλÞ σου;
Το πρÜμα τοýτο βÜλε το καλÜ στην κεφαλÞ σου"
ΛÝγει τους: "Σαν σας φαßνεται κÜμετε για την þρα,
γιατß üντα σας Ýσμιξα Þτον κακÞ μου μÝρα".
Ο λýκος σαν τους Þκουσε üλος απενεκρþθη,
ο νους του εσκοτßστηκε, το φως του εθαμπþθη
Λοιπüν, εδþσαν την βουλÞν για να ξαγορευτοýσι,
απü τα κρßματα να βγουν, να τα ξεφορτωθοýσι
Τüτες ο λýκος Üρχισε για να ξεμολογÜται,
üλα του τα καμþματα στÝκει και τα δηγÜται.

ΛÝγει: "¼σα και αν ευρþ, πρüβατα με τα γßδια,
ελÜφους και μοσχÜρια, βüδια με τα χοιρßδια,
σκοτþνω τα και τρþγω τα, üπου και αν τα λÜχω,
κι εßτι μου μεßνει, κρýβω το, αýριο πÜλι να 'χω
Δεν Ýδιδα ποτÝ τινüς απü αυτü μπουκοýνι,
αμ' Ýσυρνα και το ' κρυβα κοντÜ στο παραβοýνι
Και μεταγνþθω το κακüν οπüκανα του κüσμου
και πως εκεßνα τα κλεφτÜ τα 'τρωγα μοναχüς μου
Λοιπüν, παγαßνω στο βουνß οπüναι το μαυρÜδι,
κυλιοýμ' απÜνου εις αυτü απü πουρνü þς το βρÜδυ
και γßνομαι καλüγερος, τα ροýχα μου μαυρßζω,
και πÜγω σαν ηγοýμενος, σαν ' πßσκοπος γυρßζω
¢λλο ουδÝν επßσταμαι παρÜ κακÜ να κÜμω,
και εις την Üθλια μου ψυχÞ τες αμαρτιÝς να βÜνω
Δεν εßχα στ' αμαρτÞματα γιατρüν να με γιατρÝψει
 ουδÝ καλüν πνευματικüν για να με ξαγορÝψει".

Σαν Üκουσε η αλουποý κατÜνυξιν τοιαýτην
και την εξομολüγησιν οπüκαμε εις αýτην,
εθαýμασεν, επαßνεσε και απομýρωσÝ τον,
ευχÞθηκεν, ευλüγησε και εσυχþρεσÝ τον
Γυρßζει και η αλουποý και θε να μολογÞσει
και λÝγει ταýτα προς αυτοýς εν εξομολογÞσει:

"Εγþ, αφÝντη σýντεκνε, εμπαßνω στο κομÜσι,
üταν οι πÜντες κÜθονται στο δεßπνο για να φÜσι
Κι üσες παπßτσες κι üρνιθες, χηνÜρια κι αν βρεθοýσι,
üλα σκοτþνω, πνßγω τα, να μην πολυλογοýσι
Και παßρνω τα στο στüμα μου πÝντ' Ýξι μαζωμÝνα
και μÝρος εßναι ζωντανÜ και μÝρος εßν' πνιμÝνα
και κουβαλþ τα στο κλαδß και κρýβω τα στο δÜσο
και δεν εβγαßνω απü κει, þστε που να χορτÜσω.

Οι σκýλοι σαν γρικÞσουσι, τσιληπουρδþ και φεýγω
και δεν τους χρÞζω τßποτες, μα τρÝχοντας χορεýγω
ΑνÜγκη Ýναι το λοιπüν να κλÝψω για να ζÞσω,
γιατß δεν το ' χει η φýση μου να πÜγω να ζητÞσω,
αλλÜ ουδÝ καταδÝχομαι να πÜγω να δουλÝψω,
μüνον περιεργÜζομαι το τι να πα να κλÝψω
ΑυτÜ με καθοδÞγησαν εκεßνοι οι γονεßς μου
και με αυτÜ εζοýσανε αυτοß κι οι συγγενεßς μου
Εις τα κρυφοκλεψßματα κι εις την τεχνολογßαν
ομοιÜζω την μητÝρα μου, εκεßνην την αγßαν·
κι εις τα τσιληπουρδßσματα κι εις την πιδεξιοσýνη
ομοιÜζω του πατÝρα μου, κι εις την γληγοροσýνη
Τßποτες δεν απüμειναν üσα 'ξευραν εκεßνοι
να μη μου τ' αρμηνÝψουσι, κανÝνα να μου μεßνει
Πüσα κι εγþ καθημερνÜ γεννÜ ο λογισμüς μου
ωσÜν αυτÜ και πλιüτερα γÝμει τα ο λαιμüς μου.

Τον Κýριον εδüξασαν τον 'περευλογημÝνον,
το πως εγÝννησαν φυτüν πολλÜ τετιμημÝνον
Με την ευχÞ τους ζω καλÜ, αφεντικÜ του κüσμου,
αλλÜ ζωÞ των ορνιθιþν Ýναι ο θÜνατüς μου
ΠολλÜ μου παραγγεßλασιν εκεßν' οι συγγενεßς μου
και πÜλι με το στüμα τους μου το ' παν οι γονεßς μου:
ΒλÝπεσαι, θυγατÝρα μου, τα σπßτια των αρχüντων,
γιατß Ýχουν σκýλους δυνατοýς κι üτινα πιÜσουν τρων τον.
Και να θυμοýμαι μου 'πασι της γρας το καταλüγι.

Κι ακοýσετÝ το τι μιλεß, γρικÞσετε τι λÝγει:

Π' αφÞνει σπßτια πτωχικÜ κι αρχοντικÜ γυρεýει
ο διÜβολος στον κþλο του κουκιÜ του μαγειρεýει
Γιατß τες χÞρες τες πτωχÝς, τες καταδικασμÝνες,
καθημερνü πολλÝς ζημιÝς τους Ýχω καμωμÝνες
Και χÞρα μια κακüτυχη, καλÜ ουδÝν εθþρειε,
να γÝρθει δεν εδýνετο, να κÜτσει δεν ημπüρειε,
και σπßτι δεν επüτασσε, αμ' εßχε μια μπαρÜκα,
εßχε και üρνιθα παχιÜ κι ελÜλειεν την "ΚαβÜκα"
-αυγÜ εγÝννα δßκροκα, χοντρÜ παρÜ την φýσιν-,
να παραβγεß την πüρτα της δεν Þθελε ν' αφÞσει.

Την γραν επιβουλεýουμουν κι εθþρουν την σαν ΧÜρο,
στον νουν μου μÝσα λüγιαζα την üρνιθα να πÜρω
ΒλÝπω, περιεργÜζομαι, γÜτα και Þτον γραßα
κι εßχε την τρßχα κüκκινην και την ορÜ μακρÝα
Η γραßα του ' χε üνομα "Περδßτση" να τον κρÜζει,
εις το μαλλß κι εις την οχρÜν üλος εμÝν' ομοιÜζει
ΑγÜπα και την üρνιθα, αγÜπα τον Περδßτση
κι ωσÜν παιδιÜ της τα ' βλεπε, αγüρι και κορßτσι
Κι Ýνα βραδý στοχÜζομαι πως Ýλειπεν ο γÜτης,
κι αντßς τον γÜτον πÞγα 'γþ και κÜθισα κοντÜ της.

Και βλÝπει με η κακογρÜ, θαρρεß ο γÜτος Ýναι,
Ας τον ταγßσω, λÝγει, 'δÜ, και πεινασμÝνος Ýναι.
Και πιÜνει με η Üθλια και θε να με φιλÞσει,
να με ταγßσει τßποτας και να με κανακßσει,
σαν εßχε την συνÞθεια να κÜνει με τον γÜτον
-κι εμÝνα η καρδßα μου Ýτρεμε κι εκλονÜτον
 μÞπως αυτεßν' η κακογρÜ λÜχει και με γνωρßσει
και πιÜσει μ' απü τον λαιμüν και σφßξει και με πνßξει
Πλην, η ευχÞ της μÜνας μου και του καλοý πατρüς μου
μου βüθησε κι η κακογρÜ εβγÞκεν απü μπρος μου
Τüτες εγþ σηκþνομαι με την ' πιδεξοσýνη
και σßμωσα της üρνιθας με την ταπεινοσýνη
Ευθýς απλþνω, πιÜνω την κÜτωθεν της τραπÝζης
και λÝγει μου η κακογρÜ: ¢φ'ς τηνε και μην παßζεις!

Εγþ την εκωλüσυρνα εκεßνην την ΚαβÜκα
κι εκεßνη εφτεροýγιασε και κρÜζει κÜκα-κÜκα
Εφþναζε η üρνιθα, κι η γραßα απü πßσω:
Περδßτση μου και γýρισε, Περδßτση, στρÝψ' οπßσω!
Κι απü την βια μου την πολλÞν εκüπ' η δýναμÞ μου,

ο ßδρωτÜς μου Ýτρεχε απ' üλο το κορμß μου
Λοιπüν, ωσÜν απÝσωσα εις το βουνß απÜνω,
εκÜθισα ν' αναπαυτþ, καμπüσο ν' ανασÜνω,
για να γρικÞσω και την γρα, αυτÞν την κακομοßρα,
αυτÞν την κακομÜζαλον και την καημÝνη χÞρα.

ΠολλÜ εκεßνη Ýκλαψε, μεγÜλα ελυπÞθη,
οληνυκτßς εδÝρνετον, ποσþς δεν εκοιμÞθη
Λοιπüν, της γραßας μ' Ýκαψαν οι λüγοι κι οι κατÜρες,
και τüτε παρατÞθηκα του κüσμου τες αντÜρες
και μεταγνþθω τα κακÜ οπüχω καμωμÝνα
και πως δεν Ýχω παντελþς απ' αýτα δουλεμÝνα
Και ανεβαßνω στο βουνß να πω την προσευχÞ μου,
προς τα κακÜ τÜ Ýποικα, να σþσω την ψυχÞ μου
Εντýνομαι τα ρÜσα μου, κουρεýομ' απατÞ μου,
βαστþ σταυρüν και πατερμÜ, φορþ και το μαντß μου,
και δεßχνω μεγαλüσχημη και μοιÜζω σαν γουμÝνη
κι εις την καρδιÜ μου πονηριÜ ποσþς δεν απομÝνει".



Ιδþν ο λýκος την αγνÞν και καθαρÜν καρδßαν,
την προς Θεüν ευλÜβειαν και την εξαγορßαν,
και σπλαγχνικÜ εδÜκρυσε και ελυπÞθηκÝ την,
Üνοιξε τες αγκÜλες του και προσεδÝκτηκÝ την.
"¢με, σου λÝγω σÞμερον, να ' σαι ευλογημÝνη
κι απ' üλα σου τα κρßματα να ' σαι συχωρεμÝνη".

ΛÝγει και ταýτα προς αυτÞν: "Κυρßα μου μεγÜλη,
λαμπÜδα εßσαι αναφτÞ με δßχως μανουÜλι
Την πüρνη και τον ΜανασσÞ εσý τους εμιμÞθης,
τα κρßματÜ σου εßπες τα, καλÜ τα εθυμÞθης".
Τüτες εστÜθησαν ομοý κι οι δýο συβαστÞκαν
κι απ' üλα τους τα κρßματα αυτοß συχωρεθÞκαν
ΛÝγουσι και τον γÜδαρον: "¸λα κι εσý, καλÝ μου,
και üλα σου τα κρßματα στÜσου κι ανÜγγειλÝ μου
ΙδÝς, θυμÞσου τα καλÜ και μην αλησμονÞσεις
κι απ' üλα σου τα κρßματα κανÝνα μην αφÞσεις"
Ο λýκος τüτε παρευθýς εκÜθισε κοντÜ τους,
φÝρνει τον νομοκÜνοναν, θÝτει τον ομπροστÜ τους
ΛÝγει: "ΚυρÜ συντÝκνισσα, βλÝπεσαι μη κοιμÜσαι,
τα λüγια που σου θÝλει πει κÜμε να τα θυμÜσαι".

Ευθýς ο λýκος Ýπιασε χαρτß και καλαμÜρι,
γαδÜρου τ' αμαρτÞματα εγρÜφου για να πÜρει
Σαν εßδεν ο κυρ γÜδαρος, δεν εßχε τι να ποßσει,
και λÝγει ταýτα προς αυτοýς εν εξομολογÞσει:.

"ΕμÝνα ο αφÝντης μου Ýπιανε κι ÝστρωνÝ με
και μÝσα το μεσÜνυκτον στον κÞπον ÝπαιρνÝ με
Κι εφüρτωνÝ με λÜχανα, σÝλινα και αντßδια,
σπανÜκια και μαροýλια, ρÜπανα και κρεμμýδια,
κι εγþ απü την πεßνα μου οποý 'χα σαν το σκýλο

εγýριζα το στüμα μου κι Þρπουν κομμÜτι φýλλο
Αυτüς, σαν Þτον Üτυχος, πÜντα εβßγλιζÝ με
και το να με ' θελε ιδεß, κακÜ ερÜβδιζÝ με
Με βÝργα πÜντα Ýδερνε τα δüλια τ' αφτιÜ μου
και Ýδερνε τον κþλον μου κι επüνουν τα πλευρÜ μου
Κι απü τον πüνον των ραβδþν κι εκ του περßσσιου κüπου
αχÜμνισÜν μου τα νεφρÜ κι εσυχνοπορδοκüπου
ΤιμÞ να Ýχετε εσεßς, αφÝντες εδικοß μου,
εμÝν ετοýτα φýλαγε η μοßρα η κακÞ μου,
αλλ' üμως εγρικÞσετε τα αμαρτÞματÜ μου
και συχωρÝσετÝ μου τα κι εμÝν τα κρßματÜ μου".

Γρικþντας ταýτα η αλουποý Ýσεισε το κεφÜλι
και λÝγει προς τον γÜδαρον με μÜνητα μεγÜλη :
"Τι τσαμπουνßζεις, γÜδαρε, και τι στραβοκωλßζεις
και τι ' ν' αυτÜ τα ψÝματα και τι ' ναι τÜ σαλßζεις;
ΣτÜσου ομπρüς μας üμορφα και πες μας την αλÞθεια
και μη μας λες, κυρ γÜδαρε, αυτÜ τα παραμýθια
ΑυτÜ 'ναι λüγια των κλεπτþν και ψεματολογßες·
ου στÝργομε, ου θÝλομε τÝτοιες μυθολογßες".

Ως Þκουσεν ο γÜδαρος της αλουποýς τα λüγια,
αρχßνησε να δÝρνεται, να λÝγει μοιρολüγια
Και λÝγει τους: "ΑφÝντες μου, τι Ýχετε μετÜ μÝνα;
Και ποýρι τüσα κρßματα δεν Ýχω καμωμÝνα
Μüνον το μαρουλüφυλλον οπüχω φαγωμÝνο,
και ποýρι δεν το Ýκλεψα, μα ' χω το δουλεμÝνο".

Ο λýκος δε της αλουποýς εγýρισε και λÝγει:
"Τι τον ψηφÜς τον γÜδαρον α δÝρνεται και κλαßγει;
Εσý τον νομοκÜνονα Üνοιξε, διÜβασÝ το,
το γρÜμμα οποý θες ιδεß εσý ξεδιÜλυσÝ το".
Τüτες τον λýκον Ýκραξε και στÜθηκε κοντÜ της
κι ορßζει και της φÝρνουσι τον νüμον ομπροστÜ της
και με πολλÞν ευλÜβειαν ανοßγει και διαβÜζει
και τüτες τον κυρ γÜδαρον γυρßζει κι ατιμÜζει:.

"ΑφορεσμÝνε γÜδαρε και τρισκαταραμÝνε,
αιρετικÝ κι επßβουλε, σκýλε μαγαρισμÝνε,
να φας το μαρουλüφυλλο εκεßνο χωρßς ξßδι!
Και πþς δεν επνιγÞκαμε ετοýτο το ταξßδι;
Αλλ' üμως, ασεβÝστατε, κÜμε να το κατÝχεις:
ο νüμος καταπþς μιλεß, πλÝον ζωÞν δεν Ýχεις
Στο Ýβδομον κεφÜλαιον το ηýρηκα γραμμÝνον
να ' ναι κομμÝν' η χÝρα σου, το μÜτι εβγαλμÝνον
Και πÜλι στο δωδÝκατον κεφÜλαιον του νüμου
λÝγει να σε φουρκßσομε εγþ κι ο σýντεκνüς μου".
¼μως εδþκασιν βουλÞ να τον σκοτþσουν τοýτον
κι εκεßνος λÝγει μÝσα του: "ΕδÝ κακÞ þρα που 'τον!".

ΠαρÜμερα τον Ýκραξε τον λýκον και του λÝγει
κι απü την παραπüνεση αρχßνησε να κλαßγει:
"ΑφÝντη λýκε, να σου πω δυο λüγια να γρικÞσεις,
επεß μου ' γγßζει θÜνατος, σαν Ýγινε η κρßσις,
το χÜρισμα οπüχω 'γþ δεν θÝλω να το κρýψω,
ζþντα μου θÝλω κανενüς να του τ' αποκαλýψω
Δεν θÝλω να τ' αφÞσω 'γþ το τÜλαντον χωσμÝνον,
μα θÝλω κανενüς πτωχοý να το ' χω δανεισμÝνον,
μÞπως και κολαστþ εγþ εις τον καιρüν εκεßνο,
γιατß δεν Ýν' αμÜρτημα μεγÜλο εξ αυτεßνο
¹ξευρε το λοιπονεθÝς, χÜρισμα Ýχω μÝγα
οπßσω εις τον πüδα μου, σαν οι γονεßς μοý λÝγα
Και üποιος μüνον το ιδεß το χÜρισμα που λÝγω
üλοι του οι αντßδικοι φεýγουσι -σου ομνÝγω! -,
ακοýει, βλÝπει και μακρÜ, σαρÜντα μερþ στρÜτα,
κι εισε ροπÞν του οφθαλμοý γρικÜει τα μαντÜτα".

Ο λýκος δε, ως Þκουσεν, επßστευσε μοναýτα
και τρÝχει προς την αλουποý και λÝγει της τα ταýτα
Η αλουποý σαν Þκουσε, μη γνους την πονηρßαν
και του γαδÜρου την βουλÞν, Ýμεινε σ' απορßαν
Και λÝγει: "ΑφÝντη σýντεκνε, το χÜρισμα εκεßνον
γοργÜ επιμελÞσου το, μßλησε μετÜ κεßνον
και κÜμε τρüπον κι ορδινιÜ να σου τ' αποκαλýψει,
να σου το δεßξει σÞμερον, πÜσχισε να μη λεßψει
τοιαýτη χÜριν θαυμαστÞν, να μη χαθεß εκ του κüσμου,
να την επÜρω ' γþ κι εσý, οποý ' σαι σýντροφüς μου,
γιατß Ýχομεν εχθροýς πολλοýς οποý κακü μας θÝλουν,
να ξεýρομε τÜ βοýλονται κι εκεßνα που μας μÝλλουν".

Ο λýκος τον κυρ γÜδαρον Ýκραξε και μιλÜ του
κι εκεßνος τον εγρßκησε πþς στÝκει και γελÜ του
και μουρμουρßζει, λÝγει του με τα γλυκÜ τα λüγια
üλα κεινοý του φαßνονταν καθÜρια μοιρολüγια
ΛÝγει: "ΑφÝντη γÜδαρε, τßποτες μη φοβÜσαι,
να σ' αβιζÜρω τßποτες Þρθα γυρεýοντÜ σε
ΕχθÝς εβÜλαμε βουλÞ με την συντÝκνισσÜ μου,
τüτες üντα την Ýκραξα κι Þλθε εδþ κοντÜ μου,
τα κρßματα να λýσομε οπüχεις καμωμÝνα
και να τα συχωρÝσομε, να ' νιαι συμπαθημÝνα
Παρακαλþ σε, δεßξε μου εκεßνο που κατÝχεις,
το χÜρισμα το ακριβü οποý στον πüδαν Ýχεις".

Εκεßνος τ' αποκρßθηκε και Ýπαψε να κλαßγει:
"ΜετÜ χαρÜς, αφÝντη μου, εßτι ορßσεις", λÝγει.
"Να μη περÜσ' η σÞμερον κι εγþ να σου το δεßξω,
αλÞθεια, τßποτες κι εγþ θÝλω να σου ζητÞξω:
αυτÞν την χÜριν σαν ιδεßς, ευθýς να μ' ευλογÞσεις
κι εις την ζωÞν σου κανενüς να μη τ' ομολογÞσεις".
"Να σ' ευλογÞσω, γÜδαρε, και να σε συχωρÝσω
και να ' μαι πÜντα σκλÜβος σου εις πρÜμα που μπορÝσω".

Στον νουν τους εßχαν, το λοιπüν, να λÜβουσι την χÜριν
κι εις αυτεινοý τον σφüντυλα να δÝσουσι λιθÜρι
Και τüτες εις την θÜλασσαν συζþντανον να ρßξουν
και να τον κωλοσýρουσι, þστε να τονε πνßξουν,
να τονε βγÜλουν εις την γην, τüτες εισμιü να πÝψουν
να 'ρθουσιν üλα τα θεριÜ να τονε μακελλÝψουν,
να κüψουσι τα πüδια του, να τονε ξελαιμßσουν,
να τονε σκßσουν στην κοιλιÜ, να τον παραγεμßσουν,
να τονε κÜμουσι ψητüν και τüτε να καθßσουν,
να φαν, να πιοýσι, να χαροýν, þστε που να μεθýσουν.

Εκεßνοι ελÝγασιν αυτÜ κι αυτüς εποßκεν Üλλα
κι Ýκαμε πρÜματα πολλÜ, καμþματα μεγÜλα
ΤÝτοια τον εκατÜστησε σαν Þθελεν ατüς του,
λÝγει του λýκου ν' ανεβεß στη πρýμη μοναχüς του
και Ýτσι τον ορδßνιασε, γονατιστüς να στÝκει
τρεις þρες και να δÝεται, να μη σαλÝψει απÝκει·
να λÝγει, να παρακαλεß: "ΓÜδαρε, σου πιστεýω,
και δþσ' κι εμÝνα χÜρισμα σ' εκεßνο τü γυρεýω"
Και με πολλÞν ευλÜβειαν να λε τα πατερμÜ του,
να πÜγει και η αλουποý να στÝκεται κοντÜ του,
üταν στον λýκον κατεβεß η βουλομÝνη χÜρη
εκεß κι αυτεßνη να βρεθεß, δαμÜκι για να πÜρει
Τüτες ο γÜδαρος ευθýς τσιληπουρδÜ και κρου τον
και üχι μüνον μßα φορÜ, μα δεýτερον και τρßτον.

Και ρßχνει τον στο πÝλαγος, να τονε πνßξει θÝλει,
κακÜ και κακþς Ýχοντας ωσÜν αυτüς δεν θÝλει
Και σαν εßδε η κυρ' αλουποý τον γÜδαρον πþς κÜνει
απü τον φüβον τον πολýν αρχßνησε να κλÜνει
Και τüτες ο κυρ γÜδαρος φωνÜζει και γκαρßζει
και συχνοκατουρεß πυκνÜ και συχνοπορδαλßζει,
συχνÜ πηδÜ, τσιληπουρδÜ και την ορÜν σηκþνει,
πÝφτει, κυλιÝται, γÝρνεται και εξωματσουκþνει.

Γυρεýει και την αλουποý, τρÝχει να τηνε σþσει
και με το μπουσδουγÜνι του καμπüσες να της δþσει
ΑυτÞ σαν εßδε κι Ýγινεν ο γÜδαρος φρενßτης,
στο πÝλαγος εγκρÝμνισε κι Ýπεσε μοναχÞ της
ΕπÞραν την τα κýματα, στον λýκον την εβγÜλα
κι απÝ τον φüβον πüλαβε εφþναζε μεγÜλα
ΕκÜθισαν ν' αναπαυτοýν, καμπüσο ν' ανασÜνουν,
γαδÜρου τα καμþματα εκεß τ' αναθιβÜνουν.

Ο λýκος τη κυρ' αλουποý ερþτα την να μÜθει
και λε του πþς ετρüμαξε κι ο νους της πþς επÜρθη:
"¼λα του τα καμþματα στÝκομαι και λογιÜζω
και δεν θυμοýμαι να τα πω και να τα λογαριÜζω
Εκ την κοιλßα του Ýβγαλε ωσÜν απελατßκι
μακρý, χοντρü και κüκκινον κι Þτον διχþς μανßκι
ΛÝγει μου: "¸λα γλÞγορα -τι στÝκεις και 'παντÝχεις;-,
για να σου κÜμω την δουλειÜ εκεßνη οποý κατÝχεις"
Κι ετρüμαξα σαν το 'κουσα κι Ýχεσα το βρακß μου,
Üφησα και τα ροýχα μου, γεμÜτο το σακß μου,
κι εγκρÝμνισα στο πÝλαγος μüνε για να γλυτþσω
εκ την περßσσα συμφορÜ κι εκ το κακüν το τüσο".

"Πες μου, κυρÜ συντÝκνισσα, ο γÜδαρος üντα πÞδα,
τ' απελατßκι οποý λες εγþ ποσþς δεν εßδα"
"Κυρ σýντεκνÝ μου, κÜτεχε εκ την κοιλßα του βγÞκε
κι εσεßστη κι ελυγßστηκε και πÜλι μÝσα μπÞκε
Θαρρþ üτ' η κοιλßα του να 'ναι αρματοθÞκη
κι εις εßτι πüλεμον εμπεß εκεßνος να 'χει νßκη·
λουμπÜρδες να 'χει μπροýτζινες, τουφÝκια γεμισμÝνα,
να 'χει και βüλι' αρßθμητα, δισÜκια κρεμασμÝνα
Η τýχη μÜς εβüθησε να μη μας θανατþσει
και πÜλιν ως το ýστερον ο Θιος να μας γλυτþσει".
ΡωτÜ τον και η αλουποý: "Σýντεκνε, πþς υπÜγεις;
Και πþς εταπεινþθηκες και πþς εκατατÜγης";



ΛÝγει της: "Μη με ερωτÜς και μη μου συντυχαßνεις
κι απü την σÞμερον μεροý καλü μη παντυχαßνεις
Θωρεßς, κυρÜ συντÝκνισσα, χωρßς τα δüντια εßμαι,
το 'να μου μÜτι Ýχασα και τ' Üλλο μου πονεß με
ΩσÜν ετσιληποýρδησε, εξÜφνου ÝδωσÝ με
και μÝσα εις το κοýτελο η κοπανιÜ ' σωσÝ με
ΕφÜνη μου ο ουρανüς εχÜλασε κι οκüσμος
και Üστραψε κι εβρüντησε κι εγßνη μÝγας τρüμος
Κι üνταν αυτüς με χτýπησε την κοπανιÜ εκεßνη,
επρÞστη το κεφÜλι μου κι ωσÜν ασκß εγßνη
κι αστρÜψασι τα μÜτια μου κι ετÜραξ' ο μυαλüς μου
κι ετρüμαξαν τα σωθικÜ κι εχÜθη ο λογισμüς μου
κι ο νους μου εσκοτßστηκε, δεν Ýναι μετÜ μÝνα,
κι επÝσασι τα δüντια μου, δεν Ýμεινε κανÝνα
Εγþ, κυρÜ συντÝκνισσα, σ' εσÝν εθÜρρουν πÜντα
να ξεýρεις üλες τες δουλειÝς κι üλα τα κουντραπÜντα
Κι εθÜρρουν να 'χεις φρüνεση, μυαλüν εις το κεφÜλι
και τα καμþματα αυτÜ κανÝνα μη σου σφÜλει,
γιατß καυχÜσουν κι Ýλεγες πως Þσουνε μαντεýτρα
και του κυρ ΛÝου του Σοφοý Þσουν εσý μαθεýτρα
Και δεν μου λÝγεις κι Þσουνε πουτÜνα και μεθýστρα
και φραντζασμÝνη και λωβÞ και μια κακÞ μαυλßστρα,
οποý με εξεμαýλισες και πÞρες με μετÜ σου
και να χαθþ εκüντεψε εκ τα καμþματÜ σου
ΠÜντοτ' εσý μου Ýλεγες πως Ýχεις τüση γνþση,
και τþρα ο κυρ γÜδαρος εμÜς να ταπεινþσει!
Δεν Ýχω για την γνþσιν του ουδÝ την πονηρßαν,
αμ' Ýχω πως εγÝλασε εμÜς, τα δυο θερßα".

Εκεßνη αποκρßθηκε: "Σýντεκνε, να κατÝχεις,
κανÝνα δßκιο εις αυτü ηξεýρω πως δεν Ýχεις
Η γνþσις Ýναι πανταχοý στον κüσμον διασπαρμÝνη
κι εις Üπαντας η φρüνεσις Ýναι διασκορπισμÝνη
ΚαλÜ και Ýναι γÜδαρος και καταφρονεμÝνος,
ανÝν και κακορßζικος και καταδικασμÝνος,
εßδεν ο Θιος την αδικιÜ και την κακογνωμιÜ μας,
την ανομßαν την πολλÞν και την συκοφαντιÜ μας,
και νüησιν του Ýδωσε αντÜμα με την γνþση,
διχþς να ξεýρει μÜθημα και γρÜμμα ν' αναγνþσει,
και ρÞτορας εγßνηκε να μας καταμιτþσει
και μες απü τα χÝρια μας να φýγει, να γλυτþσει
Και üχι μüνον Ýφυγε, μα κι εκοπÜνισÝ μας,
ανüητους μας Ýδειξε κι εκατασβüλωσÝ μας
ΕπÞρε και τα ροýχα μας και εξεγýμνωσÝ μας,
επÞρε μας και την τιμÞν κι εκατεντρüπιασÝ μας".

ΧαρÜ σ' εσÝ, κυρ γÜδαρε, και με την φρüνεσÞ σου,
γιατß με γνþσιν Ýφυγες, με την προτßμησÞ σου
Ω γÜδαρε, κυρ γÜδαρε, γÜδαρος πλιο δεν εßσαι,
πρÝπει σου 'ς τοýτο πüκαμες πÜντοτε να 'παινεßσαι
Θαρρþ για τοýτο και πολλοß γÜδαρον δεν σε κρÜζουν,
αλλÜ ως τιμιüτερον Νικü σε ονομÜζουν
Το üνομα εκÝρδισες αυτü με πονηρßα
και την ζωÞν σου Ýγλυσες απ' αýτα τα θηρßα,




                                    Γ  Λ  Ω  Σ  Σ  Α  Ρ  Ι

 Δεßτε, συμπλ. & Γενικü Βυζ. & Κρητ. ΓλωσσÜρι

αβιζÜρω & αβιζÝρνω = ειδοποιþ, πληροφορþ. Ιτ. avvisare.
Üδεια = ευκαρßα.
αμπþθω, μπþθω, θα μπþξω, Ýμπωξα & Þμπωξα = σπρþχνω, ωθþ, απωθþ.
αναθυβÜνω & αναθυβÜλλω = μιλþ για περασμÝνο, αναφÝρω.
ουσ. αθυβολÞ. Σχηματßζεται με συμφυρμü του αναμιμνÞσκομαι & του θυμοýμαι.
ανατιμþνω = ατιμÜζω με λüγια, προσβÜλλω, βρßζω.
απεßς = αφοý, λÝγεται & απεßτοις. αρχ. επεß, επεß τοι.
απελατßκιον = üπλο των απελατþν στο ΒυζÜντιο, ξýλινο σε σχÞμα κορýνας.
απλþνω = απλþνω χÝρι να πιÜσω κÜτι.
απομυρþνω = μυρþνω στο τÝλος εξομολüγησης. Μεγ. ΤετÜρτη ετοιμασßες για μετÜληψη.
αποσþνω = φτÜνω στο τÝρμα, στο σκοπü, αλλÜ κι αποκρßνομαι.

βιγλßζω = κρατþ βÜρδια, φυλÜω σκοπιÜ Ýνοπλος. ΠαρÜγωγο του βßγλα ιτ. vigila = σκοπüς.
βουλλþνω = σφραγßζω κÜτι, ασφαλßζω με σφραγßδα, σφραγßζω.
βοýλομαι = θÝλω, επιθυμþ.

γρÜμμα = παιδεßα, τα γρÜμματα.
γροικþ = ακοýω, καταλαβαßνω.

δαμÜκι = λιγÜκι, αρχ. δÜγμα = δαγκωνιÜ.
διÜφορο = το κÝρδος, ο τüκος.

εις μιο = με μιÜς, προγενÝστερο το ζειμιü μεταγενÝστερο το εις μßαν = δια μιας
ενδýω = επενδýω μετρητÜ. αγορÜζω ακßνητα,εμπορεýομαι.
εξαγορßα = ξαγüρεμα, ξεμολüγημα, εξομολüγηση.
εξωματζουκþνει Þ ξεματζουκþνει = για υποζýγια που βρßσκονται σε οργασμü.

θαρρþ = βασßζομαι, Ýχω θÜρρος σε κÜποιον, αλλÜ και νομßζω
θρýβω = θρυμματßζω, κομματιÜζω, αρχ. θρýπτω.

κακομÜζαλος = κακüτυχος, κακüρρßζικος.
καταλüγι = αστεßα διÞγηση, κατÜ το παραλüú, παραλογÞ, παραλαγÞ.
κατασβολþνω, σβολþνω = κÜνω κÜποιον ανÜπηρο στο ξýλο, ξεκÜνω στο ξýλο.
κατασταßνω = καταφÝρνω, φÝρνω σε τÝλος κÜτι δýσκολο Þ δυσÜρεστο, "μου κατÜστεσε δουλειÜ".
κατατÜσσω = ησυχÜζω μετÜ μεγÜλη ταραχÞ.
κοντεýω = παρÜ λßγο να- 
κοντραμπÜντα = λαθρεμπüρια, πονηριÝς, καλπονοθεψιÝς, ματσαραγκιÝς, ιτ. contrabbando.
κοπανιÜ = χτýπημα δυνατü.

λιμιþνας
= λιμÜνι
λοιπονιθÝς = λοιπüν.
λωβüς (λουβιÜρης) = λεπρüς, (βλÜκας, ηλßθιος) βρισιÜ γενικÜ.

μαγαρισμÝνος = βρþμικος, ψυχ. και σωμ. ακÜθαρτος, επßσης βρισιÜ.
μαθητεýομαι = διαπαιδαγωγοýμαι, σπουδÜζω, ανθρωπßζομαι.
μακελλεýω = σκοτþνω, ξεκÜνω. ιτ. macellare = σκοτþνω (ζþα), σφÜζω, μακελλÜρης = σφÜχτης ιτ. macellaio.
μανουÜλι = κηροστÜτης (εκκλησßα).
μαυλßζω = διαφθεßρω με ταξßματα.
μεταγνþθω = μετανιþνω.
μολογþ = δßδω μαρτυρßα, καταγγÝλλω, επßσης παραδÝχομαι, ομολογþ.
μοναýτα = ευτýς, με το πρþτο,
μονιτÜρου και ολομονιτÜρου = μαζß, üλα μαζß, χýμα τα λüγια.
μπαλλüττα = σφαιριδιο στις εκλογÝς, η ψÞφος, ιτ. ballota, γαλ. ballotage.
μπουμπÜρδα = κανüνι.

νοβÝλλα = περιπÝτεια, κακοτυχßα, ιτ. novella = διÞγηση, διÞγημα, νουβÝλλα.

ξεβγÜνω = εξοντþνω, σκοτþνω, βγÜζω απ' τη μÝση.
ξελαιμßζω = κüβω το λαιμü, σφÜζω, επßσης πραχτικÞ θεραπεßα λαιμüπονου το "ξελαßμιασμα".
ξυλοσοφþ = φιλοσοφþ χωρßς να 'ναι δουλειÜ μου.

ομνÝγω = ορκßζομαι αρχ. üμνυμι.
ορδινιÜ = τακτοποßηση, διευθÝτηση, ιτ. ordine. ordinare, = τακτοποιþ, διευθετþ.
ορÝγομαι ρÝγομαι = ευχαριστιÝμαι, τÝρπομαι, μου αρÝσει κÜτι.

παραμερþ = παραμερßζω, παßρνω να μιλÞσω παρÜμερα.
πατερμÜ = προσευχÝς, και κομπολüι ιερÝων.
πιδεξεýομαι πιδεξεýγομαι = κÜνω κÜτι επιδÝξια.
πßτροπος = επßτροπος, αντιπρüσωπος.
ποδüτας = πιλüτος, τιμονιÝρης ιστιοφüρου.
πονÝντες = ζÝφυρος, δυτικüς Üνεμος, ιτ. ponente.
πρÜσσω = δßνω και παßρνω, συναλλÜσομαι.

σαν = üπως, üταν.
σκιüς = σκιÜ, ßσκιος.
συβÜζομαι = κÜνω συμφωνßα, συγκατανεýω, συμφωνþ.
σφüντυλος = σπüνδυλος
συντυχαßνω = μιλþ, κουβεντιÜζω.

τραμουντÜνα = βορρÜς, βüρειος Üνεμος, ιτ. tramontana.
τσιλιμπουρδþ = εßμαι αναιδÞς, βÜναυσος.

φραντσιαρισμÝνος = Üρρωστος με σýφιλη (mal de France)
φρενßτης = τρελλüς, μανιακüς, εκτüς εαυτοý, Ýξω φρενþν.

χρßω χρßσω = βÜφω, πασαλεßβω, αλεßφω,
χýση = αβαρßα, το ρßξιμο στη θÜλασσα μÝρους του βÜρους, αλÜφρωμα σε φουρτοýνα.
χωρþ = μπαßνω Üνετα κÜπου, δικαιωματικÜ, με χωρÜ ο τüπος.

þστε = þσπου.
Δεßτε, συμπλ. & Γενικü Βυζ. & Κρητ. ΓλωσσÜρι

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers