Bιογραφικü
Εßτε πρüκειται για τη Βεατρßκη του ΔÜντη εßτε για τη ΛÜουρα του ΠετρÜρχη, οι πιο διÜσημες γυναßκες στον ιταλικü ποιητικü κανüνα εßναι κεßνες που δημιουργÞθηκαν απü Üντρες: εßναι ποιητικÝς μοýσες κι üχι οι ßδιες ποιÞτριες. Στη διÜρκεια των αιþνων, η ποιητικÞ παραγωγÞ σε Ιταλßα κι Ευρþπη κυριαρχÞθηκε απü Üντρες -ονüματα üπως Montale, Leopardi, Saba, Pavese και Ungaretti εßν' αυτÜ που 'ρχονται στο νου üταν εξετÜζει κανεßς τους μεγÜλους ποιητÝς, με την Alda Merini να αποτελεß εξαßρεση. ΕπιπλÝον, üταν οι φωνÝς των γυναικþν της Ευρþπης Üρχισαν ν' αξιοποιοýνται στο πλαßσιο του λογοτεχνικοý κανüνα, Þτανε συχνÜ μες στον κüσμο του μυθιστορÞματος -η Madame de Lafayette κι η Austen εßναι 2 παραδεßγματα. Αν κι η παρουσßα των γυναικþν στον ιταλικü ποιητικü κανüνα εßναι μερικÝς φορÝς λιγüτερο εμφανÞς, ωστüσο, αυτü δεν σημαßνει üτι απουσιÜζουν εντελþς. Ο 20üς αι. Þταν εποχÞ τερÜστιας μεταμüρφωσης στην ιταλικÞ λογοτεχνßα και ποßηση. Ο συνδυασμüς 2 πολÝμων κι ενüς καταπιεστικοý φασιστικοý καθεστþτος, σε συνδυασμü με το δικαßωμα ψÞφου των γυναικþν που επιτεýχθηκε το 1945, δημιοýργησε ευμετÜβλητο λογοτεχνικü τοπßο που οδηγεß σε πειραματισμü, επιτρÝποντας στις γυναßκες να γßνουνε δημιουργοß ποßησης κι üχι απλÜ θÝματα.
Η Antonia Pozzi (Αντüνια Πüτσι) Þταν Ιταλßδα ποιÞτρια που γεννÞθηκε στο ΜιλÜνο 13 ΦλεβÜρη 1912. ¹το κüρη του δικηγüρου ΡομπÝρτο Πüτσι και της κοντÝσσας Lina Cavagna Sangiuliani di Gualdana. Η μητÝρα της, σπουδαγμÝνη στο ΚολλÝγιο Bianconi στη Monza, γνωρßζει καλÜ γαλλικÜ κι αγγλικÜ και διαβÜζει πολý, κυρßως ξÝνους συγγραφεßς, παßζει πιÜνο κι αγαπÜ τη κλασσικÞ μουσικÞ, πηγαßνει στη ΣκÜλα του ΜιλÜνου, üπου θα την ακολουθÞσει κι η μικρÞ Αντüνια. ΔιαθÝτει επßσης χÝρια ιδιαßτερα επιδÝξια στο σχÝδιο και το κÝντημα.. Ο παπποýς Αντüνιο Þτανε πολý καλλιεργημÝνος Üνθρωπος, γνωστüς κι εκτιμημÝνος ιστορικüς της περιοχÞς της Παβßα, λÜτρης της τÝχνης, Ýμπειρος στο σχÝδιο και την ακουαρÝλλα. Η γιαγιÜ, Μαρßα, πολý ζωντανÞ και πολý ευαßσθητη, κüρη της Ελßζας Γκρüσι, με τη σειρÜ της κüρη του πιο διÜσημου Tommaso, που η Αντüνια θα ονομÜσει ΝÝνα και που θα 'χει σχÝση τρυφερÞς στοργÞς και βαθειÜς κατανüησης απü παιδß.

Στη συνÝχεια, πρÝπει να προστεθεß η θεßα Ida, αδελφÞ του πατÝρα της, δασκÜλα, που θα 'ναι σýντροφος της σε πολλÜ απ' τα ταξßδια της. τις τρεις μητρικÝς θεßες, που θα περÜσει σýντομες περιüδους διακοπþν μεταξý παιδικÞς ηλικßας και πρþιμης εφηβεßας. Η γιαγιÜ της απü τη πλευρÜ του πατÝρα της, η Ρüζα, επßσης δασκÜλα, που πÝθανε, ωστüσο, üταν η Αντüνια Þταν ακüμα παιδß. Το 1917 Üρχισε η σχολικÞ εμπειρßα της, η απουσßα, μεταξý των εγγρÜφων, της κÜρτας αναφορÜς της 1ης τÜξης, υποδηλþνει üτι το παιδß παρακολοýθησε χωρßς να 'χει ακüμη συμπληρþσει τα 6, το σχολεßο των αδελφþν Marcelline, στη Piazzale Tommaseo, Þ προετοιμÜστηκε ιδιωτικÜ να γßνει στη συνÝχεια δεκτÞ στη 2η τÜξη στο ßδιο σχολεßο, üπως πιστοποιεßται απü τη κÜρτα αναφορÜς. Απü τη 3η τÜξη, ωστüσο, μÝχρι τη5η φοιτÜ σε δημüσιο σχολεßο στη Via Ruffini. ¸τσι, το 1922, οýτε καν 11, βρÝθηκε αντιμÝτωπη με το γυμνÜσιο, απ' üπου, το 1930, αποφοßτησε για πανεπιστημιακÝς σπουδÝς, στο Κρατικü ΠανεπιστÞμιο του ΜιλÜνου. Η Αντüνια μεγÜλωσε, επομÝνως, σε καλλιεργημÝνο κι εκλεπτυσμÝνο περιβÜλλον.
¼ταν γεννÞθηκε Þτανε μÝρα Τρßτη, ξανθιÜ, μικροκαμωμÝνη, πολý λεπτÞ, τüσο πολý που κινδýνευε να μη καταφÝρει να διαρκÝσει στη παγκüσμια σκηνÞ. ΑλλÜ μεγαλþνει: εßναι üμορφο παιδß, üπως την απεικονßζουνε πολλÝς φωτογραφßες, που φαßνεται να αποπνÝει üλη η αγÜπη κι η χαρÜ των γονιþν της, ο δικηγüρος Roberto Pozzi, με καταγωγÞ απü το Laveno κι η κüμισσα Lina, κüρη του κüμη Antonio Cavagna Sangiuliani di Gualdana και της Maria Gramignola, ιδιοκτÞτες τερÜστιας γης, που ονομÜζεται La Zelata, στο Bereguardo. Στις 3 ΜÜρτη, βαφτßστηκε στο San Babila και κληρονüμησε τ' üνομα του παπποý της, το 1ο απü σειρÜ γονικþν ονομÜτων (Rosa, Elisa, Maria, Giovanna, Emma), που θα Ýδειχναν για πÜντα τη ταυτüτητÜ της. ¹ταν απ' τις σημαντικüτερες Ιταλßδες ποιÞτριες και πιο πρωτüτυπες φωνÝς της σýγχρονης ιταλικÞς λογοτεχνßας του 20ου αι. παρ' üλο που δεν Ýτυχε αναγνþρισης για το Ýργο της στη διÜρκεια της ζωÞς της. Ωστüσο μετÜ το θÜνατü της, τα ποιÞματÜ της εßχαν αλεπÜλληλες δημοσιεýσεις στην Ιταλßα και μεταφρÜστηκαν σε πολλÝς γλþσσες.

¢ρχισε να γρÜφει ποßηση στην εφηβεßα της, αλλÜ τα Ýργα της Ýχουν ανακαλυφθεß και μελετηθεß ξανÜ τις τελευταßες 10ετßες. Κρατοýσε ημερολüγιο, Ýγραφε γρÜμματα και φωτογρÜφιζε, καταγρÜφοντας τις σπουδÝς, τα ταξßδια και τα συναισθÞματÜ της. Το σπßτι κι η προσωπικÞ της βιβλιοθÞκη βρßσκονταν στην οικογενειακÞ βßλα στο Παστοýρο, στους πρüποδες των βουνþν Grigna στη Λομβαρδßα. ΚÜποια στιγμÞ σχεδßαζε να γρÜψει ιστορικü μυθιστüρημα που θα διαδραματιζüταν στη Λομβαρδßα. ¹ταν η 1η ποιÞτρια που συζητÞθηκε ως μÝρος απü τη λεγüμενη 2η γενιÜ ποιητþν του Novecento (που γεννÞθηκαν μεταξý 1911-24). Το ποιητικü της ýφος Þτο λßγο διαφορετικü απ' τα συνÞθη και φαινüταν να σηματοδοτεß αλλαγÞ üχι μüνο στο ýφος, αλλÜ και στο ποιος επιτρεπüταν να γρÜφει ποßηση.
Φοßτησε στο ΠανεπιστÞμιο ΜιλÜνο, το 1922. ΣυνÞψε σχÝση με τον καθηγητÞ αρχαßων ελληνικþν και λατινικþν, Antonio Maria Cervi. Η σχÝση τους Ýληξε το 1933, πιθανþς μετÜ απü παρÝμβαση των γονιþν της. Το 1930 γρÜφτηκε στη ΦιλολογικÞ ΣχολÞ ΜιλÜνου, γνþρισε και σποýδασε με σημαντικοýς φιλοσüφους üπως ο Antonio Banfi. ¹ταν επßσης εδþ που Ýγινε φßλη με τον ποιητÞ Vittorio Sereni, που εßχανε παρüμοιο ποιητικü στυλ. Σποýδασε γλþσσες και λογοτεχνßα, γρÜφοντας τη διατριβÞ της για το ΓÜλλο ρεαλιστÞ μυθιστοριογρÜφο Flaubert κι αποφοßτησε με πτυχεßο φιλολογßας το 1935. Το 1938 εργÜστηκε στο περιοδικü Corrente.
Τα χρüνια του γυμνασßου σηματοδοτοýν τη ζωÞ της για πÜντα, σ' αυτÜ σφυρηλατεß Ýντονες και βαθειÝς φιλßες με τη Lucia Bozzi και την Elvira Gandini, τις εκλεκτÝς αδελφÝς. Αφιερþνεται επιμελþς στη ποßηση, αλλÜ, πÜνω απ' üλα, εßχε τη συναρπαστικÞ και ταυτüχρονα οδυνηρÞ εμπειρßα της αγÜπης. Εßναι 1927: Η Αντüνια πηγαßνει στο 1ο γυμνÜσιο και γοητεýεται αμÝσως απü τον καθηγητÞ ελληνικþν και λατινικþν, Antonio Maria Cervi. ¼χι απü την εξωτερικÞ του εμφÜνιση, γιατß δεν υπÜρχει τßποτα φανταχτερü σε αυτüν, αλλÜ απü την εξαιρετικÞ του κουλτοýρα, απü το πÜθος που διδ'ασκει, απü το Þθος που λÜμπει μÝσα απü τα λüγια και τις πρÜξεις του, απü την αφοσßωση που ακολουθεß τους μαθητÝς του, που δε φεßδεται χρüνου και που τους δßνει βιβλßα για να μπορÝσουν να επεκτεßνουν και να εμβαθýνουν τον πολιτισμü τους. Ο πολý νεαρüς μαθητÞς δεν αγωνßζεται να ανακαλýψει πßσω απü τον ζÞλο και τη σοβαρüτητα, καθþς και τη σοβαρüτητα του δασκÜλου, πολλÝς συγγÝνειες: η αγÜπη για τη γνþση, για την τÝχνη, για τον πολιτισμü, για τη ποßηση, για την ομορφιÜ, για τη καλωσýνη, εßναι το δικü της ιδανικü. ΕπιπλÝον, ο καθηγητÞς Ýχει κÜτι στα μÜτια του που μιλÜ για βαθý πüνο, ακüμα κι αν προσπαθεß να το κρýψει, κι η Αντüνια Ýχει ψυχÞ πολý ευαßσθητη για να τη συλλÜβει: η γοητεßα σýντομα γßνεται αγÜπη και θα 'ναι αγÜπη τüσον Ýντονη και τραγικÞ, γιατß παρεμποδßζεται με κÜθε τρüπο απü τον πατÝρα της και που θα δει την απÜρνηση της ονειρεμÝνης ζωÞς το 1933, üχι σýμφωνα με τη καρδιÜ, αλλÜ σýμφωνα με το καλü, θα Ýγραφε η Αντüνια, αναφερüμενη σ' αυτü. Στη πραγματικüτητα, αυτÞ η αγÜπη θα μεßνει ανεξßτηλη στη ψυχÞ ακüμα κι üταν, ßσως για να γεμßσει το τρομερü κενü, θα αυταπατηθεß γι' Üλλες αγÜπες, γι' Üλλα Ýργα, στη σýντομη και βασανισμÝνη ζωÞ της.

Το 1930 η Αντüνια εισÞλθε στο ΠανεπιστÞμιο στη σχολÞ λογοτεχνßας και φιλοσοφßας. βρÞκε επιφανεßς δασκÜλους και μεγÜλες νÝες φιλßες: Vittorio Sereni, Remo Cantoni, Dino Formaggio, παρακολουθþντας το ΜÜθημα ΑισθητικÞς, που πραγματοποιÞθηκε απü τον Antonio Banfi, αποφÜσισε να αποφοιτÞσει μαζß του και προετοßμασε τη διατριβÞ του για τη λογοτεχνικÞ κατÜρτιση του Flaubert, αποφοιτþντας με τιμητικÝς διακρßσεις στις 19 ΝοÝμβρη 1935. Σ' üλ' αυτÜ τα χρüνια του γυμνασßου και του πανεπιστημßου φαßνεται να ζει πολý φυσιολογικÞ ζωÞ, τουλÜχιστον για νÝα γυναßκα σαν κι αυτÞν, ανþτερης μεσαßας τÜξης, καλλιεργημÝνη, γεμÜτη ευφυÞ περιÝργεια, ξυπνÜ κÜθε συναßσθημα που το üμορφο Þ το τραγικü Þ το ταπεινü ξυπνÜνε στο πνεýμα της: η αγÜπη για τα βουνÜ, που καλλιεργεßται απü το 1918, üταν Üρχισε να περνÜ τις διακοπÝς της στο Παστοýρο, χωριü στους πρüποδες της Grigna, την οδηγεß συχνÜ στους αλπικοýς βρÜχους, üπου τολμÜ πολλοýς περιπÜτους κι ακüμη και μερικÝς αναρριχÞσεις, ζþντας πολý Ýντονες εμπειρßες, που μεταφρÜζονται σε ποßηση Þ σελßδες πεζογραφßας που σου προκαλοýνε ρßγη, για το μεγαλεßο της αφÞγησης και των εικüνων. Το 1931 βρισκüτανε στην Αγγλßα, επßσημα να μÜθει καλÜ αγγλικÜ, ενþ σχεδüν αναγκÜστηκε να το κÜνει απü τον πατÝρα της, που σκüπευε να την απομακρýνει απü τον Cervi. Το 1934 Ýκανε κρουαζιÝρα, επισκεπτüμενη τη Σικελßα, την ΕλλÜδα, τη ΜεσογειακÞ ΑφρικÞ και ανακαλýπτοντας Ýτσι απü κοντÜ τον κüσμο του πολιτισμοý που τüσο αγαποýσε και μελετοýσε ο καθηγητÞς της και τον κüσμο που δεν εßχε ακüμη επηρεαστεß απü τον ευρωπαúκü πολιτισμü, üπου ο πρωτογονισμüς ομοιοκαταληκτεß, γι 'αυτÞν, με την ανθρωπüτητα.
Μεταξý 1935 και 1937 Þτανε στην Αυστρßα και τη Γερμανßα, για να εμβαθýνει τις γνþσεις της στη γλþσσα και τη γερμανικÞ λογοτεχνßα, που Ýμαθε ν' αγαπÜ στο πανεπιστÞμιο, ακολουθþντας τα μαθÞματα του Vincenzo Errante, γλþσσα που τη συναρπÜζει τüσο πολý και που την οδηγεß να μεταφρÜσει στα ιταλικÜ μερικÜ κεφÜλαια του Lampioon, του M. Hausmann. Εν τω μεταξý, Ýχει γßνει μÜστερ στη φωτογραφßα: üχι τüσο απü την επιθυμßα να μÜθει τη τεχνικÞ, Üγονα, αλλÜ επειδÞ τα πρÜγματα, οι Üνθρωποι, η φýση Ýχουνε τη δικÞ τους κρυμμÝνη αßσθηση που ο φακüς πρÝπει να προσπαθÞσει να συλλÜβει, να τους δþσει κεßνη την αιωνιüτητα που η εφÞμερη πραγματικüτητα του χρüνου δεν επιτρÝπει οýτε μια ματιÜ. ¸τσι συντßθενται τα λευκþματÜ της, αληθινÝς σελßδες ποßησης σε εικüνες. ΑυτÞ η κανονικüτητα, ειπþθηκε, εßναι, ωστüσο, μüνον ομοιüτητα. Στη πραγματικüτητα, η Pozzi ζοýσε μÝσα της αδιÜκοπο υπαρξιακü δρÜμα, που καμμßα δραστηριüτητα δεν μπüρεσε να κατευνÜσει: οýτε η διδασκαλßα στο Τεχνικü Ινστιτοýτο Schiaparelli, που ξεκßνησε το '37 και ξανÜρχισε το '38, οýτε η κοινωνικÞ δÝσμευση υπÝρ των φτωχþν, παρÝα με τη φßλη της Λουκßα. οýτε το σχÝδιο μυθιστορÞματος για την ιστορßα της Λομβαρδßας ξεκινþντας απ' το 2ο μισü του 19ου αι.. οýτε ποßηση, που παραμÝνει, μαζß με τη φωτογραφßα, ο πιο αληθινüς τüπος της καλλιτεχνικÞς της κλßσης.

Η Pozzi Ýζησε τα χρüνια της διαμüρφωσÞς της σ' εποχÞ πολιτικÞς και κοινωνικÞς αναταραχÞς, που 'χε βαθý αντßκτυπο στο Ýργο της. Οι ιταλικοß leggi razziali (φυλετικοß νüμοι) τεθÞκανε σε ισχý το 1938 υπü το φασιστικü καθεστþς. Αυτοß οι νüμοι υπÞρχανε να επιβÜλουν το ρατσισμü και τις διακρßσεις σε μεγÜλο βαθμü κατÜ των Ιταλþν Εβραßων και σÞμαιναν τον περιορισμü των πολιτικþν δικαιωμÜτων των Εβραßων στην Ιταλßα. Τα βιβλßα τους απαγορεýτηκαν, αποκλεßστηκαν απü την εκπαßδευση και την κατοχÞ δημüσιων αξιωμÜτων κι οι ξÝνοι Εβραßοι εξορßστηκαν, μεταξý πολλþν Üλλων κανüνων. Ο Pozzi επηρεÜστηκε βαθιÜ απü τους φυλετικοýς νüμους. Αν και δεν στοχοποιÞθηκε προσωπικÜ απ' αυτοýς, πολλοß απü τους φßλους της Þταν. ¸γραψε στον φßλο της Vittorio Sereni, "ßσως η εποχÞ των λÝξεων Ýχει τελειþσει για πÜντα", τονßζοντας την απελπισßα της για τη κατÜσταση που βρÝθηκε η χþρα της υπü το φασιστικü καθεστþς.
Αντßθετα με πολλοýς ποιητÝς αυτÞς της εποχÞς που χρησιμοποßησαν τις 11σýλλαβες γραμμÝς που 'ναι κοινÝς στην ιταλικÞ ποßηση, η ποßησÞ της Þταν μετρικÜ και ρυθμικÜ ελεýθερη. Οι στßχοι της τεßνουν να ποικßλλουνε σημαντικÜ σε μÞκος και χρησιμοποιεß στρατηγικÜ τοποθετημÝνες παýλες να τονßσει τα στοιχεßα που 'νιωθε üτι Þταν πιο σημαντικÜ. Το στυλ εßναι απü πολλÝς απüψεις παρüμοιο με τους συγχρüνους συμπεριλαμβανομÝνου του φßλου της Sereni (γεννημÝνος το 1913), που 'βαλε επßσης τις προσωπικÝς του εμπειρßες στη ποßηση üταν φυλακßστηκε στην Αλγερßα στη διÜρκεια του Β' Παγκ. Πολ.. Ενþ οι παλαιüτεροι ποιητÝς εßχανε προτιμÞσει να επικεντρωθοýνε στην ανÜκριση και την υπÝρβαση του πραγματικοý κüσμου, η γενιÜ των ποιητþν του Novecento της Pozzi τοποθετεß τη πραγματικüτητα και τη βιωμÝνη εμπειρßα στο επßκεντρο του Ýργου τους. ΠοιητÝς üπως ο Zanzotto (γ. 1921) και ο Fortini (γ. 1917) επιδεικνýουν επßσης αυτÞ τη τÜση. Η ποßησÞ της τοποθετεßται επßσης συχνÜ τοπογραφικÜ, üπως η ποßηση του Pier Paolo Pasolini (γεν. 1922). ποιÞματα üπως το Via dei Cinquecento (που πÞρε το üνομÜ του απü πραγματικü δρüμο σε φτωχÞ περιοχÞ του ΜιλÜνου) συνδυÜζουνε τη παρατÞρηση της πüλης με τη ποιητικÞ υποκειμενικüτητα.

ΥφολογικÜ φαßνεται να μην ευθυγραμμßζεται με κÜποια συγκεκριμÝνη ομÜδα, αλλÜ να συνδυÜζει πτυχÝς ποικιλßας ειδþν. ¸χει χαρακτηριστεß νεορρομαντικÞ, καθþς μπορεß να περιγραφεß ως παρÜδειγμα της ΜεγÜλης ΡομαντικÞς ΛυρικÞς, ποßηση γραμμÝνη ρεαλιστικÜ για πραγματικÞ κατÜσταση. Ωστüσο, Ýχει επßσης τοποθετηθεß στο εßδος της εξομολογητικÞς, ευθυγραμμßζοντÜς τη μ' αγγλüφωνους ποιητÝς üπως η Plath, καθþς Ýχει αφηγηματικÞ ποιüτητα, εκθÝτοντας και συζητþντας προσωπικÝς εμπειρßες και συναισθÞματα. Αυτüς εßναι ο πιο εýστοχος τρüπος θεþρησης της ποßησης της· Οι εμπειρßες κι οι σχÝσεις της εßναι κεντρικÝς στη ποßησÞ της. Το Ýργο της, αν κι Ýγινε γνωστü μετÜ το θÜνατü της, Þταν μοναδικü κι αξεπÝραστο στο μÝτρο και στο βαθμü που η ποιÞτρια ακολοýθησε τη δικÞ της ποιητικÞ διαδρομÞ και χÜραξε τις δικÝς της κατευθυντÞριες αρχÝς για τη ποιητικÞ σýνθεση και δημιουργßα. Τα 300 και πλÝον ποιÞματα που Üφησε πßσω, γραμμÝνα στα 1929-38 και που κυκλοφüρησαν σε μεταθανÜτιες εκδüσεις μαρτυρÜνε ποιητικÞ φωνÞ βαθειÜ κι Ýντονα λυρικÞ και ποιητικÞ ιδιοσυγκρασßα εξαιρετικÜ ευαßσθητη, σφραγισμÝνη απ' τη μοναξιÜ κι απü την εναγþνια επιθυμßα σýλληψης της πραγματικüτητας με τους üρους που η ßδια η ποßηση θÝτει και προûποθÝτει. Γι’ αυτü το Ýργο της χαρακτηρßζει η τüσον Ýντονη ποιητικüτητα κι αßσθηση αναζÞτησης νοÞματος για την ýπαρξη και τον κüσμο που δεν μπορεß να βρßσκεται πουθενÜ αλλοý παρÜ μüνο μες στους στßχους.
ΒασικÜ η ποßηση της εßναι αυτοβιογραφικÞ. Εκκινεß σε μεγÜλο βαθμü απü το προσωπικü της βßωμα, τις εμπειρßες της που αφοροýνε κυρßως τον ÝρωτÜ της προς τον καθηγητÞ της, Antonio Cervi, τη ζωÞ της μες στην οικογÝνεια, αλλÜ κι απü ü,τι προσλÜμβανε μÝσω των αισθÞσεþν της ως ποιητικü ερÝθισμα προερχüμενο εßτε απ' τη φýση, εßτε απ' τις δραστηριüτητÝς της, εßτε απ' τους ανθρþπους και τις σχÝσεις της μαζß τους. Απ' αυτÞ την Üποψη θα μποροýσε κανεßς να περιμÝνει üτι διατηρεß σαφεßς και στενοýς δεσμοýς με το ρεαλισμü, με δεδομÝνο üτι αφορμÞ κι αφετηρßα της εßναι πραγματικÜ, υπαρκτÜ πρüσωπα, βιþματα, εμπειρßες, ταξßδια, εικüνες, στιγμÝς και περιστατικÜ. Στη πραγματικüτητα, üμως, η σýνδεση κι η σχÝση αυτÞ μÝνει σε 1ο, επιφανειακü επßπεδο κι η λογοτεχνικÞ μετουσßωση του Üμεσα αντιληπτοý Ýρχεται για να υποκαταστÞσει Þ, μÜλλον, για να μεταστοιχειþσει την αλÞθεια, να την κÜνει να λÜμψει ευκρινÝστερη και, σαφþς, πιο καßρια και καταλυτικÞ.

Το στοιχεßο κεßνο που χαρακτηρßζει πιüτερο απü κÜθε Üλλο τη στιχουργßα της εßναι το απολýτως προσωπικü ýφος κι Þθος των ποιημÜτων της. Αυτü δεν σημαßνει üτι δεν Ýχει δεχθεß επιρροÝς απü Üλλους ποιητÝς, σýγχρονους και προγενÝστερους, Τα διαβÜσματÜ της εßναι πολλÜ, ποικßλα κι ιδιαßτερα προσεκτικÜ. Η διαμüρφωση, üμως, της ποßησης και της ποιητικÞς της ακολοýθησε το δικü της δρüμο χωρßς, Ýτσι, να μπορεß να εντοπßσει κανεßς κÜποια Üμεση κι ευθεßα αναφορÜ, εξÜρτηση Þ επιρροÞ Üλλου ποιητÞ. Απ' αυτÞ την Üποψη, αξßζει να μελετηθεß και να διαβαστεß ως ενδεικτικÞ περßπτωση καλλιτÝχνιδος που αναζητþντας το προσωπικü της στßγμα κατÝκτησε την ιδιαßτερη, ξεχωριστÞ της θÝση μÝσα στην ιταλικÞ και γενικÜ, στην ευρωπαúκÞ λογοτεχνßα.
Απ' τη 1η κιüλας ανÜγνωση των ποιημÜτων της διαμορφþνει κανεßς την εντýπωση ποßησης απολýτως προσωπικÞς, με τον ßδιο τρüπο που υπÞρξε προσωπικÞ η αρχαßα ελληνικÞ λυρικÞ ποßηση που εισÞχθη και καθιερþθηκε στη ποιητικÞ πρÜξη και πρακτικÞ η εξομολüγηση, η παραδοχÞ, η ανÜδυση του αισθÞματος του καλλιτÝχνη κι η μετουσßωση του σε στßχους. Η Pozzi εικονοποιεß, ουσιαστικÜ, αυτü που θα μποροýσε να προσδιορßσει κανεßς ως την ανÜλαφρη πτþση του ανθρþπου, üπως αυτÞ συμβαßνει κι εντοπßζεται στη φýση και τις εκφÜνσεις της: ανακαλýπτει το κýμα του χρüνου και τη μυστικÞ παραßτηση üπως απü κλαδß σε κλαδß/ ανÜλαφρα πÝφτουνε τα πουλιÜ που πια τα φτερÜ τους δεν τα βαστÜνε. ΠολλÜ απ' τα ποιÞματÜ της τεχνουργοýνται και συντßθενται γýρω απü αντιθετικÜ δßπολα üπως αυτÜ του φωτüς και του σκοταδιοý, της σιωπÞς και των Þχων, με τον τρüπο που αυτÜ ενυπÜρχουν στη ζωÞ και τον κüσμο, üχι μüνο για να αντιπαρατεθοýν μεταξý τους, αλλÜ και για να συμπληρþσουν Þ να διαδεχθοýν το 'να τ' Üλλο.
Στα περισσüτερα απ' τα ποιÞματα της μπορεß κανεßς ν' ανιχνεýσει ερωτικÞ διÜθεση και τÜση, ερωτισμü που απορρÝει και κατευθýνεται προς το αγαπημÝνο πρüσωπο, κÜλλιστα, üμως, μπορεß να προκýπτει κι απ' τη σχÝση που αναπτýσσει η ποιÞτρια με τη φýση και τον τρüπο που αυτÞ μορφοποιεßται και μεταμορφþνεται μες στο χρüνο με την Ýλευση των εποχþν. Δεν πρüκειται απλÜ και μüνο για κÜποιου εßδους φυσιολατρßα, αλλÜ για βαθειÜ κι ουσιαστικÞ σχÝση της ποιÞτριας με το φυσικü περιβÜλλον που βλÝπει ν' αντανακλÜται η ψυχικÞ διÜθεση κι η συναισθηματικÞ της φüρτιση: Τα κλαδιÜ γßνονται χÝρια χλιαρÜ που περιπλÝκονται παθιασμÝνα τα φýλλα εßναι στεναγμοß κρυφοß τ’ αστÝρια γßνονται μÜτια πýρινα και τα σýννεφα Ýνα σεντüνι που αποκαλýπτει τη γýμνια. Απ' αυτÞν ακριβþς τη σχÝση προκýπτει κι η συνειδητοποßηση, πικρÞ και θαρραλÝα ταυτüχρονα, της αναπüτρεπτης πορεßας των πραγμÜτων, του ανθρþπου και του κüσμου προς το τÝλος, βÝβαιο, αμετÜκλητο, οριστικü. Πολý συχνÜ το τÝλος αυτü μοιÜζει να καθßσταται ο στüχος üχι μüνο της ζωÞς, αλλÜ και της ßδιας της ποßησης της αφοý πολλÜ απ' τα ποιÞματÜ της εκκινοýν απü παρατÞρηση, σκÝψη, ερÝθισμα για να καταλÞξουνε σ' απολýτως φιλοσοφημÝνη ενατÝνιση του νοÞματος της ýπαρξης που εντοπßζεται ακριβþς σ' αυτÞ τη φυσικÞ νομοτÝλεια που θÝλει το μαýρο να 'ναι η απüληξη λαμπρÞς και φωτεινÞς πορεßας: Και σαν μακρýφυλλο κολχικü με την πορφυρÞ στεφÜνη των στοιχειþν σου τρÝμεις κÜτω απ' το μαýρο βÜρος των ουρανþν.

Με üπλα κι εργαλεßα την ευαισθησßα και την απαντοχÞ, το αßσθημα και τη συνεßδησÞ της, κατασκευÜζει το ποιητικü της σýμπαν προκειμÝνου να τοποθετÞσει μÝσα σ' αυτü την ýπαρξη της και να μπορÝσει, Ýτσι, να την υπερασπιστεß και να τη προστατεýσει. Με την ανεξÜντλητη δýναμη που η τÝχνη του λüγου της προσφÝρει, στÝκεται απÝναντι σε ü,τι τη δονεß, την απειλεß, τη φοβßζει και προσπαθεß να συμφιλιωθεß μαζß του Þ, Ýστω, να το αποδεχθεß και να συμπορευθεß με την ιδÝα του και τη πραγμÜτωσÞ της. ΠαρÜλληλα, αφÞνεται κι αφÞνει ελεýθερο το ποιητικü της Ýνστικτο να περιηγηθεß στις ομορφιÝς της ζωÞς και του κüσμου, ν' αντιληφθεß το μÝγεθος και το μεγαλεßο του Ýρωτα και της φýσης και να πλÝξει Ýτσι το εγκþμιο και τον ýμνο τους, να τις αναδεßξει σε δυνÜμεις σωτÞριες, λυτρωτικÝς και καταλυτικÝς, üπως ακριβþς κι η ßδια η ποßηση που καταλÞγει να γßνει η μÞτρα της εξιδανßκευσÞς τους.
Στο μεγαλýτερο μÝρος τους, τα ποιÞματÜ της, üπως προανεφÝρθη, Ýχουνε περιεχüμενο αυτοβιογραφικü, αποτυπþνοντας πολý συχνÜ στιγμÝς ζωÞς και εικüνες φευγαλÝες. ΑυτÝς οι στιγμÝς ξεκινÜνε με τη καταγραφÞ αναμνÞσεων απü τοπßα κι απü τη σχÝση της με τους γονεßς της, διαπερνÜνε την εφηβεßα της, που σημαδεýτηκε απ' τον ÝρωτÜ της για τον καθηγητÞ ΤσÝρβι, καθþς κι απü τη σχÝση που για αρκετÜ χρüνια διατÞρησε μαζß του και φτÜνουν μÝχρι το τÝλος της ζωÞς της, με σκηνÝς που παραπÝμπουν συχνÜ στα ταξßδια της. ΠÝρ’ απü üλους τους τüπους και τα πρüσωπα üμως που καταγρÜφονται, κυριαρχεß το εσωτερικü ταξßδι της Αντüνια στα βÜθη του ευαßσθητου ψυχισμοý της -τον οποßο κανεßς δεν μπüρεσε να κατανοÞσει, κι αυτÞ η αßσθηση της μοναξιÜς ßσως Ýφερε το πρüωρο τÝλος της- καθþς κι Ýνας στüχος σχεδüν μεταφυσικüς: η αποκÜλυψη της κρυμμÝνης αρμονßας των πραγμÜτων.
"Να μην Ýχεις Θεü
να μην Ýχεις μνÞμα
να μην Ýχεις τßποτα στÝριο
παρÜ μüνο ζþντα πρÜγματα
που ξεγλιστρÜνε"
γρÜφει η ποιÞτρια.στο ποßημα ΚραυγÞ που βρßσκεται στο ΘÜνατο Ττων Αστεριþν, την επιλογÞ ποιημÜτων της.
ΔεκÝμβρη του 1938 στα 26 της, φεýγει απ' τη δουλειÜ στο Ινστιτοýτο Schiaparelli να ταξιδÝψει εκτüς ΜιλÜνου. Θα πÜρει χÜπια, θα χÜσει τις αισθÞσεις κι αγρüτης θα τη βρει μπρος στο Αβαεßο Chiaravalle Ýξω στο χιüνι σχεδüν νεκρÞ, Ýχοντας γρÜψει 3 αποχαιρετιστÞρια σημειþματα. Την επüμενη μÝρα θα καταλÞξει, αφÞνοντας πßσω της πÜνω απü 300 αδημοσßευτα ποιÞματα στα τετρÜδια της. Τα ποιÞματα αυτÜ ξεγλßστρησαν μÝσα απü τα χÝρια της ως ζþντα πρÜγματα με τον ßδιο τρüπο που λιγοστεýει η κλεψýδρα. Το 1939, Ýναν χρüνο μετÜ το θÜνατü της, τη κλεψýδρα αυτÞ γυρßζει ξανÜ ο πατÝρας της. ΜιλανÝζος δικηγüρος Διεθνοýς Δικαßου και διορισμÝνος δÞμαρχος του Φασιστικοý Κüμματος στο Παστοýρο, τüπο της εξοχικÞς βßλλας της αυστηρÞς και θρησκüληπτης οικογÝνειας Πüτσι. Ο ΡομπÝρτο Πüτσι θα επιμεληθεß προσωπικÜ τη μεταθανÜτια ιδιωτικÞ Ýκδοση 91 ποιημÜτων της κüρης του.

Οι παρεμβÜσεις του Πüτσι στα χειρüγραφα θα εßναι εμφατικÝς. ¢λλαξε τßτλους, διÝγραψε αφιερþσεις, αφαßρεσε στßχους και λÝξεις. Οι θεολογικÝς ανησυχßες της κüρης του εξημερþθηκαν κι εξαλεßφθηκαν, καθþς και καθετß που αφοροýσε την εξαετÞ -κι ανÜρμοστη για τα Þθη της οικογÝνειας-ερωτικÞ ιστορßα της με τον Αντüνιο ΤσÝρβι, καθηγητÞ της στο κλασσικü λýκειο Manzoni. Το 1955 οι μεταφρÜσεις της Nora Wydenbruck στα αγγλικÜ αναπαρÜγουν τις ßδιες πατρικÝς αυθαιρεσßες. Η Wydenbruck, μÜλιστα, στον πρüλογü της ευχαριστεß τον Πüτσι για τη βοÞθεια που της προσÝφερε στη κατανüηση των σκοτεινþν σημεßων. Η λογοκρισßα που επÝβαλλε ο πατÝρας στα γραπτÜ της θα πÜψει οριστικÜ μισü αιþνα μετÜ τη 1η δημοσßευσÞ τους. Μüλις το 1989, χÜρη στις Alessandra Cenni κι Onorina Dino στο βιβλßο Parole, üπου η ποßηση της Πüτσι θα 'χει 2η, αυθεντικÞ κι αλογüκριτη ζωÞ. Η πιο πρüσφατη συγκεντρωτικÞ Ýκδοση εßναι, το βιβλßο του 2015 Parole: Tutte le poesie, απüδειξη της επßμονης παρουσßας της στα ιταλικÜ γρÜμματα.
Η διαχεßριση του ανÝκδοτου Ýργου της ποιÞτριας απü τους οικεßους της μετÜ τον θÜνατü της, θυμßζει τις εκδοτικÝς περιπÝτειες της Ντßκινσον και της Πλαθ. Τη στιγμÞ που η γραφÞ της, συγγενεýει με τη λιγüτερο γνωστÞ στην ΕλλÜδα Lorine Niedecker (1903-1970). Δýο αμερικανßδες ποιÞτριες που εκπροσωποýν επÜξια τον μοντερνισμü, χωρßς αυτü να σημαßνει πως η Πüτσι μπορεß με βεβαιüτητα να ενταχθεß σε συγκεκριμÝνο λογοτεχνικü ρεýμα. Ο νεορρομαντισμüς και πρþιμη χροιÜ εξομολογητικÞς ποßησης απηχοýνε στο προσωπικü της ιδßωμα. Ενþ οι προγενÝστεροι ποιητÝς εßχαν επιλÝξει την υπÝρβαση του πραγματικοý κüσμου, η ποιητικÞ γενιÜ του ιταλικοý Novecento, που ανÞκει, τοποθÝτησε τη πραγματικüτητα και το βßωμα στη καρδιÜ της γλωσσικÞς εμπειρßας. Απü αυτÞν την Üποψη η ποιÞτρια -εßτε μοιρÜζεται το εσωτερικü της ταξßδι με την αÝρινη φορÜ του λυρισμοý της, εßτε γρÜφει επιτüπια ποιÞματα για τους μη προνομιοýχους και τους διωκüμενους στις συμπληγÜδες των παγκοσμßων πολÝμων και του φασιστικοý καθεστþτος -διαβÜζεται σε κλßμα παρüμοιο μ' αυτü των Andrea Zanzotto (1921-2011) και Franco Fortini (1917-1994). Εν συντομßα, ο ερμητισμüς, (üρος του 1936), πρüτεινε μυστικιστικÞ αντßληψη στη ποιητικÞ τÝχνη. ΚαλλιÝργησε ιδßωμα εσωστρεφÝς κρυπτικü, ερμητικü. ¼χι για να προκρßνει επιτηδευμÝνα δυσνüητο ποιητικü λüγο αλλÜ για να επαναφÝρει τη ποιητικÞ καθαρüτητα ως αντßδοτο στη ρητορεßα και το βερμπαλισμü, απÝναντι στον στρεβλü δημüσιο λüγο της προπαγÜνδας.
Οι λεγüμενοι ερμητιστÝς, ακολοýθησαν το ýφος των Giuseppe Ungaretti κι Eugenio Montale, με τον 2ο να ξεχωρßζει τη φωνÞ της Πüτσι, να προλογßζει την επανÝκδοση των ποιημÜτων της και να γρÜφει για κεßνη στην Il Mondo το 1945. Ο Montale, εßδε στην Πüτσι μουσικÞ ψυχÞ που κινÞθηκε πÝρ' απ' το ανÜχωμα της γυναικεßας ποßησης, το εμπüδιο που κÜνει τους περισσüτερους Üντρες ν'α αμφισβητοýνε την ßδια τη πιθανüτητα ποßησης δοσμÝνης απü γυναßκα. Η πρüθεσÞ του σ' αυτü το κεßμενο -Üλλο απüσπασμÜ του βρßσκεται στην εισαγωγÞ της ελληνικÞς Ýκδοσης απü το Ενýπνιο- Þταν να τη παινÝσει, καλωσορßζοντας στη μακρÜ ιταλικÞ παρÜδοση τα ποιÞματÜ της. ΠοιÞματα που κεßνα τα 1α χρüνια, üφειλαν την εκδοτικÞ ýπαρξÞ τους στον πατριαρχικü Ýλεγχο και την ασφυκτικÞ επιμÝλεια του Πüτσι.

Η κριτικÞ της κριτικÞς ωστüσο, π.χ. η Rebecca West στο βιβλßο Italian Women Writers: A Bio-bibliographical Sourcebook (1994), θεþρησε πως ο Montale ,ουσιαστικÜ μιλþντας üχι για τα πρωτüτυπα κεßμενα της ποιÞτριας αλλÜ για την εκδοχÞ που ο πατÝρας της επÝτρεψε, εστßασε υπερβολικÜ στην αντρικÞ ποιüτητα της γραφÞς της στα στοιχεßα κεßνα που ταßριαζαν κι ομονοοýσαν με την ανδροκρατοýμενη ερμητικÞ παρÜδοση στην Ιταλßα. Ο Montale μετÜ, το 1962 θ' αρνηθεß την ýπαρξη του ερμητισμοý. Η ποιητικÞ παραγωγÞ στην Ιταλßα κατακλßστηκε απü αντρικÜ ονüματα. Με αυτÜ των Quasimodo, Montale, Leopardi, Saba, Ungaretti και να εßναι και τα πρþτα που 'ρχονται στο νου. Η φωνÞ της Πüτσι βρßσκει τη θÝση της στον κανüνα, χρονολογικÜ 1η σε σειρÜ αξιüλογων ποιητριþν που ακολοýθησαν -Maria Luisa Spaziani (1922-2014), Goliarda Sapienza (1924-1996), Amelia Rosselli (1930-1996) και Nadia Campana (1954-1985)- η αναγνþρισÞ της απü ευρýτερο κοινü επιβεβαιþνεται μÝσα απ' το ενδιαφÝρον και των Üλλων τεχνþν για τη προσωπικüτητÜ και το καλλιτεχνικü της Ýργο.
ΣυλλογÞ φωτογραφιþν που 'βγαλε η ßδια κυκλοφüρησε με τßτλο Nelle immagini l’anima απü την Ancora Editrice το 2007, ενþ το 2015 γυρßστηκε και μßα ταινßα για τη ζωÞ της, η Antonia του Ferdinando Cito Filomarino που προβλÞθηκε και διακρßθηκε σε διεθνÞ φεστιβÜλ. ΒÝβαια, κατÜ πüσον Üνοιγμα μÝσα απü τÝχνες πληθυντικüτερες της ποßησης αντισταθμßζει αποσιωπÞσεις üπως η μη-ανθολüγηση, η απουσßα της Πüτσι απü το The Faber Book of 20th-Century Italian Poems το 2005. Ευτυχþς, «η εποχÞ των λÝξεων» δεßχνει να μην Ýχει τελειþσει» ακüμη. ΠαρÜ την αντßθετη αßσθηση της Πüτσι και το απεγνωσμÝνο forse l’età delle parole è finita per sempre που απηýθυνε στο φßλο κι ομüτεχνü της Sereni. Ιδßως üταν üλο και πιüτεροι αποκτοýνε πρüσβαση στη καλÞ ποßηση, ανακαλýπτοντας φωνÝς που σε πεßσμα πολλþν κατÜφεραν να ακουστοýνε κρυστÜλλινα Παρüλο που δεν εßναι 1η φορÜ που κυκλοφοροýνε ποιÞματÜ της στα ελληνικÜ -εßχε μεταφραστεß το 2013 για τον Γαβριηλßδη σ' Ýκδοση σÞμερα εξαντλημÝνη- η ιδιαßτερη περßπτωσÞ της αξßζει να μας απασχολÞσει σταθερÜ.
Η Ýλλειψη πßστης, που σε σχÝση με την Αντüνια, παρÜ το βαθý θρησκευτικü πνεýμα, παρÝμεινε πÜντα στο κατþφλι, συμβÜλλει στον επßλογο: εßναι 3 Δεκεμβρη 1938.
Το βλÝμμα της Antonia Pozzi, που 'χε διευρυνθεß σχεδüν απεριüριστα, για να συλλÜβει την ουσßα του κüσμου και της ζωÞς, σβÞνει για πÜντα καθþς πÝφτει η νýχτα με τις πορφυρÝς σκιÝς της...
====================
ΝοÝμβρης
Και τüτε -αν συμβεß φεýγω-
Θα παραμεßνει κÜτι
του εαυτοý μου
στον κüσμο μου
-Θα παραμεßνει
Ýνα λεπτü απüνερο σιωπÞς
ΑνÜμεσα στις φωνÝς
-μια ισχνÞ ανÜσα λευκοý
Στην καρδιÜ του Azure-
Κι Ýνα βρÜδυ του ΝοÝμβρη
Ýνα αδýναμο κοριτσÜκι
σε μια γωνιÜ του δρüμου
θα πουλÞσει τüσα πολλÜ χρυσÜνθεμα
Κι εκεß θα εßναι τ' αστÝρια
ΠαγωμÝνο, πρÜσινο,
απομακρυσμÝνο
-ΚÜποιος θα κλÜψει
ποιος ξÝρει ποý
-ποιος ξÝρει ποý-
ΚÜποιος θα ψÜξει
χρυσÜνθεμα για μÝνα
στον κüσμο üταν συμβαßνει αυτü
χωρßς επιστροφÞ
Θα πρÝπει να φýγω.
ΔÜκρυα
ΚοριτσÜκι, σε εßδα
που απüψε Ýκλαιγες,
καθþς η μαμÜ σου
Ýπαιζε μουσικÞ∙
τα δεκαπÝντε σου,
πολý λßγα
για τüσο κλÜμα.
Το ξÝρω, εßμαστε üλοι
πλÜσματα γεννημÝνα
απü πανÜρχαιο Üγχος:
τη θÜλασσα κι üτι η ζωÞ,
üταν ανασκαλεýει
και ξεσκßζει την ýπαρξη μας,
βγÜζει απü τα βÜθη μας
το λßγο αλÜτι απ' üπου
οι γυναßκες αποκοπÞκαμε.
¼μως δεν εßναι για σÝνα
τα δÜκρυα τ’ αλμυρÜ.
¢σε με να κλÜψω μüνο εγþ,
αν κÜποιος παßζει Ýναν σκοπü,
κÜποιον σκÜρο λυπητερü.
Η μουσικÞ, πρÜγμα βαθý
κι ανÞσυχο σαν νýχτα
νοτισμÝνη μ' Üστρα,
σαν τη ψυχÞ του.
¢σε με να κλÜψω εγþ.
Γιατß εγþ
δεν θα μπορÝσω ποτÝ
ν' αποκτÞσω -μ' ακοýς;-
οýτε τ' Üστρα
οýτε κεßνον.
Εμπιστοσýνη
¸χω τüση πßστη σε σÝνα.
Μου φαßνεται πως θα μποροýσα
να περιμÝνω τη φωνÞ σου στη σιωπÞ,
μÝσα απü αιþνες σκοταδιοý.
Εσý ξÝρεις üλα τα μυστικÜ,
üπως ο Þλιος:
θα μποροýσες να κÜνεις
τα γερÜνια και τα λουλοýδια
της Üγριας πορτοκαλιÜς ν' ανθßσουν
στο βÜθος των πÝτρινων ορυχεßων
και των μυθικþν φυλακþν.
¸χω τüση πßστη σε σÝνα.
Εßμαι γαλÞνια
üπως ο ¢ραβας τυλιγμÝνος
στη λευκÞ κελεμπßα του,
που αφουγκρÜζεται το Θεü
να ωριμÜζει γι' αυτüν
το κριθÜρι γýρω απü το σπßτι.
Δßψα
Τþρα θÝλεις να σου πω
Μια ιστορßα των ψαριþν
ενþ η λßμνη συννεφιÜζει;
ΑλλÜ δεν βλÝπεις
πþς χτυπÜ η δßψα στο λαιμü
απü τις σαýρες
στα θρυμματισμÝνα φýλλα;
Στο Ýδαφος
Οι νεκροß σκαντζüχοιροι
του φθινοπþρου Ýχουν βυθιστεß
μÝσα στα φραγκοστÜφυλα.
Και μασÜτε
Οι ξεραμÝνοι μßσχοι:
¹δη η γωνßα του χεßλους σου
αιμορραγεß λιγÜκι.
Και τþρα Θες να σου πω
την ιστορßα των πουλιþν;
ΑλλÜ στη ζÝστη του μεσημεριοý,
ο Üγριος κοýκος πετÜ μüνος.
Και ακüμα Το χαμÝνο κουτÜβι
ουρλιÜζει ανÜμεσα στους βραχους
ßσως το Üλογο κοýρσας, που τρÝχει,
τον χτýπησε με μαýρη οπλÞ
στο μουσοýδι του.
Απελπισßα
Εßμαι το λουλοýδι του
ποιος ξÝρει τι θαμμÝνο κοýτσουρο
üτι να εßναι ζωντανüς
δημιουργεß παιδιÜ
ΨηλÜ απü το σκοτÜδι
μÞτρα της γης—
Εßμαι Ýνα παγωμÝνο λουλοýδι—
αποξενωμÝνος
απü κÜθε ανθρþπινο Ýλεος Þ προσευχÞ
και ο αÝρας γýρω μου
εßναι Üδειο—
χωρßς ανÜσα—
ΣκιασμÝνο
απü πÝνθιμα κυπαρßσσια—
O ποιος θα δþσει στο λουλοýδι
στην οδυνηρÞ κορþνα του
Η τελικÞ δýναμη
να θÜψει τον εαυτü;
Παλιüκαιρος
Σε υδαρÞ δßχτυα
Το μοναστÞρι
της παιδικÞς ηλικßας
ξαναγεννÞθηκε για μÝνα.
Ποý εßσαι
λευκÞ σκÜλα;
Σε κατÝβασα
ανÜμεσα στις χαρουπιÝς
και τη γη
δεν εßχε χαρακþματα.
Τþρα σε μακρινÜ μονοπÜτια
Ýνας σýντροφος παραπαßει,
μεταφÝροντας Ýναν νεκρü.
Στο πρüσωπü του
Τα βλÝφαρÜ του πÝφτουν
σαν Üψυχες βιολÝτες.
Ποý εßσαι
λευκÞ σκÜλα;
Μια κραυγÞ
γλιστρÜει απü μÝνα:
Το Ýδαφος Ýχει φýγει.
Φλüγες αρωματισμÝνου καπνοý
ΚατÜ μÞκος της διαδρομÞς
δεν δßνουν πλÝον καταφýγιο
σε αυτÞ τη βροχÞ.
ΕπανÝνωση
Αν καταλÜβαινα
τι εννοεß
– να μην σε βλÝπω πια –
νομßζω üτι η ζωÞ μου εδþ–
θα τελεßωνε.
ΑλλÜ για μÝνα η γη
εßναι μüνο ο σβþλος
üπου πÜνω πατÜω
κι ο Üλλος που πατÜτε:
το υπüλοιπο
εßναι αÝρας
στον οποßο – χαλαρÝς σχεδßες –
πλÝουμε για να συναντÞσουμε
ο Ýνας τον Üλλον.
ΑσφαλÞς ουρανü, στη πραγματικüτητα,
μικρÜ σýννεφα,
κλωστÝς απü μαλλß
Þ φτερÜ υψþνονται
μερικÝς φορÝς – μακρινÜ –
κι üσοι κοιτÜζουν απü εκεß
λßγες στιγμÝς αργüτερα
βλÝπουν Ýνα μüνο
σýννεφο να απομακρýνεται.
ΟμορφιÜ
Σου δßνω τον εαυτü μου,
τις Üγρυπνες νýχτες μου,
τις μακριÝς γουλιÝς
του ουρανοý και των Üστρων
– μεθυσμÝνος στα βουνÜ,
το αερÜκι των θαλασσþν ταξßδεψε
σε μακρινÝς ανατολÝς.
Σου δßνω τον εαυτü μου,
τον παρθÝνο Þλιο
των πρωινþν μου
σε υπÝροχες ακτÝς
ανÜμεσα σε σωζüμενες κολþνες
και ελαιüδεντρα
και στÜχυα καλαμποκιοý.
Σου δßνω η ßδια,
τα απογεýματα
στην Üκρη των καταρρακτþν,
τα ηλιοβασιλÝματα
στους πρüποδες των αγαλμÜτων,
στους λüφους, ανÜμεσα
στους κορμοýς των κυπαρισσιþν
που ζωντανεýουν απü φωλιÝς –
Και καλωσορßζεις το θαýμα μου
σαν πλÜσμα,
το τρÝμουλο μου
ενüς ζωντανοý βλαστοý
στον κýκλο των οριζüντων,
λυγισμÝνο στον καθαρü Üνεμο
– της ομορφιÜς:
Και επßτρεψÝ μου
να κοιτÜξω αυτÜ τα μÜτια
που σου Ýδωσε ο Θεüς,
τüσο πυκνÜ με ουρανü –
βαθιÜ σαν αιþνες φωτüς
βυθισμÝνοι πÝρα απü
τις κορυφÝς –
Εσý τη νýχτα, εγþ εßμαι μÝρα
Εσý τη νýχτα, εγþ τη μÝρα,
τüσο μακρινÞ κι αναλλοßωτη
στο χρüνο, τüσο κοντÜ
σαν δýο δÝντρα
βαλμÝνα το 'να μπρος στ' Üλλο
για να δημιουργÞσουν τον ßδιο κÞπο,
αλλÜ χωρßς τη δυνατüτητα
ν' αγγßξουν το 'να τ' Üλλο
παρÜ μüνο με σκÝψεις,
Εσý τη νýχτα, εγþ τη μÝρα,
σý με τ' Üστρα σου
και το σιωπηλü φεγγÜρι,
εγþ με τα σýννεφÜ μου
και τον εκθαμβωτικü Þλιο,
εσý που ξÝρεις το αερÜκι της βραδιÜς
κι εγþ κυνηγÜω τον ζεστü Üνεμο
μÝχρι να φτÜσει το ηλιοβασßλεμα
Τα κλαδιÜ γßνονται ζεστÜ χÝρια
που πλÝκονται με πÜθος
Τα φýλλα εßναι κρυμμÝνοι
αναστεναγμοß
Τα αστÝρια γßνονται
κÜρβουνα μÜτια
και τα σýννεφα
σεντüνι που αποκαλýπτει τη γýμνια
Το φεγγÜρι κι ο Þλιος
εßναι δýο γρÞγοροι
και φευγαλÝοι εραστÝς
και δεν εßμαστε πλÝον εσý κι εγþ,
εßμαστε εμεßς συγχωνευμÝνοι
στη πληρüτητα του αμυδροý φωτüς
που ταλαντεýεται
σαν τη παλßρροια
στην αιþνια φυλÞ ...
ΞÝρω τι σημαßνει αγÜπη
üταν πεθαßνει η μÝρα.
Τραγοýδι της γýμνιας μου
Κοßτα με: εßμαι γυμνÞ.
Απü τον ανÞσυχο μαρασμü
των μαλλιþν μου
μÝχρι τη λεπτÞ Ýνταση
του ποδιοý μου,
εßμαι üλη μια Üγουρη λεπτüτητα
καλυμμÝνη με χρþμα εβÝνου.
Κοßτα: η σÜρκα μου εßναι χλωμÞ.
Φαßνεται üτι το αßμα δεν ρÝει εκεß.
Το κüκκινο δεν λÜμπει.
Μüνο Ýνα νωθρü μπλε
αßσθημα παλμþν εξασθενεß
στη μÝση του στÞθους του.
ΒλÝπεις πüσο κοýφια
εßναι η κοιλιÜ μου.
Η καμπýλη των γοφþν αβÝβαιη,
αλλÜ τα γüνατα
Κι οι αστρÜγαλοι
κι üλες οι αρθρþσεις,
Ýχουν κοκαλιÜρικο και σταθερü
σαν καθαρü αßμα.
ΣÞμερα, καμÜρα γυμνÞ,
στη διαýγεια του λευκοý μπÜνιου
και θα καμφθεß γυμνÞ
αýριο σε Ýνα κρεβÜτι,
αν κÜποιος με πÜρει.
Και μια μÝρα γυμνÞ, μüνη,
ξαπλωμÝνη ανÜσκελα
κÜτω απü πÜρα πολý χþμα,
θα μεßνω, üταν θα με καλÝσει
ο θÜνατος.
ΖωÞ
Στο κατþφλι του φθινοπþρου,
σε σιωπηλü ηλιοβασßλεμα,
ανακαλýπτεις το κýμα του χρüνου
και τη μυστικÞ σου παρÜδοση
σαν απü κλαδß σε κλαδß,
φως, μια πτþση πουλιþν
που τα φτερÜ τους
δεν κρατÜνε πια.
Νοýφαρα
ΧλωμÜ νοýφαρα, φως,
ξαπλωμÝνα στη λßμνη –
Ýνα μαξιλÜρι που Üφησε
μια ξýπνια νερÜιδα
στο γαλαζοπρÜσινο νερü –
νοýφαρα – με μακριÝς
ρßζες χαμÝνες στα βÜθη
που αλλÜζουν χρþμα –
κι εγþ δεν Ýχω ρßζες
που να δÝνουν τη ζωÞ μου
– με τη γη –
μεγαλþνω κι εγþ απü τον βυθü
μιας λßμνης – γεμÜτος
δÜκρυα.
ΛιβÜδια
ºσως δεν εßναι καν αλÞθεια
αυτü που μερικÝς φορÝς
ακοýτε να ουρλιÜζει
στη καρδιÜ σας:
üτι αυτÞ η ζωÞ εßναι,
μÝσα στην ýπαρξÞ σας,
Ýνα τßποτα και üτι αυτü
που αποκαλÝσατε φως
εßναι μια γκÜφα,
το ακραßο θÜμπωμα
των Üρρωστων ματιþν σας –
και üτι αυτü που προσποιηθÞκατε
πως εßναι ο στüχος
εßναι Ýνα üνειρο,
το διαβüητο üνειρο
της αδυναμßας σας.
ºσως η ζωÞ να 'ναι πραγματικÜ
αυτü που την ανακαλýπτεις στα νιÜτα:
μια αιþνια ανÜσα που αναζητÜ
απü ουρανü σε ουρανü
ποιος ξÝρει τι ýψος.
ΑλλÜ εßμαστε σαν το χορτÜρι
των λιβαδιþν που νιþθει
τον Üνεμο να περνÜ
απü πÜνω του και üλοι
τραγουδοýν στον Üνεμο
και ζουν πÜντα στον Üνεμο,
και üμως δεν ξÝρει
πþς να μεγαλþσει
τüσο πολý þστε να σταματÞσει
αυτÞ την υπÝρτατη πτÞση
Þ να πηδÞξει απü τη γη
για να πνιγεß σε αυτÞν.
ΠεδιÜδα
ΚÜποια βρÜδια θα Þθελα να ανÝβω
στα καμπαναριÜ του κÜμπου,
να δω τα μεγÜλα ροζ σýννεφα
να αργοýν στον ορßζοντα
σαν βουνÜ συνυφασμÝνα με ακτßνες.
Θα Þθελα να καταλÜβω
απü το σημÜδι των λεýκων
ποý περνÜει ο ποταμüς
και τι αÝρα σÝρνει.
για να εßναι σε θÝση να πει
ποý θα ανατεßλει ο Þλιος αýριο
και ποιο μονοπÜτι θα πÜρει, σημειωμÝνο
στο Þδη καστανισμÝνο ρýζι,
στους κüκκους.
Θα Þθελα να αγγßξω
την Üκρη των κουδουνιþν
με τα δÜχτυλÜ μου,
üταν πÝφτει η μÝρα
και το αερÜκι ανεβαßνει:
να νιþσω τον ρυθμü
των μεγÜλων μακρινþν πτÞσεων
να περνοýν μÝσα απü το χÜλκινο.
ΑντανακλÜσεις
ΛÝξεις – γυαλß
που αντανακλÜ Üπιστα
τον ουρανü μου –
σε σκÝφτηκα
μετÜ το ηλιοβασßλεμα
σε Ýνα σκοτεινü δρüμο
üταν Ýνα παρÜθυρο
Ýπεσε πÜνω στα βüτσαλα
και τα θρυμματισμÝνα σκορπισμÝνα φως
στο Ýδαφος για πολλÞ þρα–
ΑγÜπη για την απüσταση
ΘυμÜμαι üτι, üταν Þμουν στο σπßτι
της μητÝρας μου, στη μÝση του κÜμπου,
εßχα Ýνα παρÜθυρο με θÝα στα λιβÜδια.
Στο κÜτω μÝρος,
το δασþδες ανÜχωμα
Ýκρυβε το Ticino
κι ακüμη πιο κÜτω,
υπÞρχε μια σκοτεινÞ λωρßδα λüφων.
Εßχα δει τη θÜλασσα
μüνο μια φορÜ τüτε,
αλλÜ διατÞρησα τη νοσταλγßα
ενüς πικραμÝνου εραστÞ γι' αυτÞν.
Προς το βρÜδυ κοßταξα τον ορßζοντα.
¸κλεισα λßγο τα μÜτια μου.
ΧÜιδεψα το περßγραμμα
και τα χρþματα
ανÜμεσα στις βλεφαρßδες μου:
και η λωρßδα των λüφων
πεπλατυσμÝνη, τρεμÜμενη, μπλε:
για μÝνα φαινüταν σαν θÜλασσα
και μου Üρεσε περισσüτερο
απü τη πραγματικÞ θÜλασσα.
Γυναικεßα φωνÞ
ΓεννÞθηκα γυναßκα του στρατιþτη σου.
ΞÝρω üτι μεγÜλες εποχÝς
πορειþν και πολÝμων
σε χωρßζουν απü μÝνα.
ΣκυμμÝνος πÜνω απü την εστßα στο bragi,
πÜνω απü το κρεβÜτι σου
Ýχω απλþσει Ýνα πανü –
αλλÜ αν σε σκÝφτομαι Ýξω,
βρÝχει στο φθινοπωρινü μου σþμα
σαν σε κομμÝνο δÜσος.
¼ταν ο ουρανüς του ΣεπτÝμβρη
αναβοσβÞνει και μοιÜζει
με Ýνα γιγαντιαßο üπλο στα βουνÜ,
κüκκινοι σοφοß ανθßζουν στη καρδιÜ μου:
εßτε με καλεßτε, εßτε με χρησιμοποιεßτε
με την εμπιστοσýνη που δßνετε σε πρÜγματα,
üπως νερü που ρßχνετε στα χÝρια σας
Þ μαλλß που τυλßγετε γýρω απü το στÞθος σας.
Εßμαι ο χοντροκομμÝνος φρÜκτης του κÞπου σας
που εßναι βουβüς για να ανθßσει
κÜτω απü συνοδεßες τσιγγÜνων αστεριþν.
Στην Üκρη της ζωÞς
ΕπιστρÝφω απü το συνηθισμÝνο δρüμο,
τη συνηθισμÝνη þρα,
κÜτω απü Ýναν χειμωνιÜτικο ουρανü χωρßς χελιδüνια,
Ýναν χρυσü ουρανü ακüμα χωρßς αστÝρια.
Η σκιÜ κρÝμεται
πÜνω απü τα βλÝφαρα
σαν Ýνα μακρý καλυμμÝνο χÝρι
και τα βÞματα στην αργÞ
εγκατÜλειψη παραμÝνουν,
τüσο γνωστüς εßναι ο δρüμος
και Ýρημος και σιωπηλüς
.
Δýο παιδιÜ
πηδοýν απü Ýνα σκοτεινü πÝρασμα
κουνþντας τα χÝρια τους:
τα Üλματα σκιÜς
που ραβδþνονται
απü μια τρεμÜμενη πτÞση
καθαρþν σερπαντινþν.
Οι καμπÜνες φωνÜζουν,
üλοι φωνÜζουν για ξαφνικÞ αφýπνιση,
φωνÜζουν για απüκρυφο θαυμασμü,
σαν σε θεúκÞ ανακοßνωση:
η ψυχÞ ανοßγει διÜπλατα
με τους μαθητÝς
σε Ýνα Üλμα ζωÞς.
Τα παιδιÜ σταματοýν
με τα χÝρια τους ενωμÝνα
και εγþ σταματÜω
για να μην πατÞσω
τις χλωμÝς σερπαντßνες που
Ýχουν εγκαταλειφθεß
στη μÝση του δρüμου.
Τα παιδιÜ σταματοýν να τραγουδοýν
με την εýθραυστη φωνÞ τους
το δυνατü τραγοýδι των κουδουνιþν:
και εγþ σταματÜω σκεπτüμενη
üτι στÝκομαι ακßνητη απüψε
στην ακτÞ της ζωÞς
σαν κεφÜλι βοýρλων που τρÝμει
απü Ýνα κινοýμενο νερü.
Παýση
Μου φÜνηκε üτι αυτÞ η μÝρα
χωρßς εσÝνα
πρÝπει να εßναι ανÞσυχη,
σκοτεινÞ. Αντßθετα,
εßναι γεμÜτη απü μια παρÜξενη γλυκýτητα,
η οποßα διαστÝλλεται
μÝσα στις þρες –
ßσως καθþς η γη
εßναι μετÜ απü μια νεροποντÞ,
η οποßα παραμÝνει μüνη στη σιωπÞ για να
πιει το πεσμÝνο νερü
και σιγÜ-σιγÜ στις βαθýτερες φλÝβες
αισθÜνεται να διεισδýει απü αυτü.
Η χαρÜ που χθες Þταν αγωνßα,
καταιγßδα – τþρα επιστρÝφει
στη καρδιÜ με σýντομους γδοýπους,
σαν γαλÞνια θÜλασσα:
τα κοχýλια που Üφησε το κýμα
στην ακτÞ λÜμπουνε
στον Þπιο Þλιο που επανεμφανßστηκε,
λευκÜ δþρα.
ΜοναξιÜ
Τα χÝρια μου πονÜνε και μαραζþνουν
απü μια ανοýσια επιθυμßα να
προσκολληθþ σε κÜτι ζωντανü, το οποßο αισθÜνομαι
μικρüτερος απü τον εαυτü μου. Θα Þθελα να αρπÜξω Ýνα απü τα βÜρη μου με Ýνα Üλμα και μετÜ να
παρασυρθþ, τρÝχοντας,
üταν Ýρθει το βρÜδυ.
να ορμÞσει στο σκοτÜδι για να την υπερασπιστεß,
üπως η θÜλασσα ρßχνεται στα βρÜχια.
πολεμÞστε γι 'αυτüν, μÝχρι να παραμεßνει
Ýνα ρßγος ζωÞς. Στη συνÝχεια, να πÝσει
στη βαθýτερη νýχτα, στο δρüμο,
κÜτω απü Ýναν φουσκωτü ουρανü ασημÝνιο
με φεγγÜρι και σημýδες. να επιστρÝψω
σε εκεßνη τη ζωÞ που κρατÜω στο στÞθος μου –
και να το κοιμßσω – και να κοιμηθþ κι εγþ, επιτÝλους...
¼χι: Εßμαι μüνος. Μüνη μου κουλουριÜζομαι
πÜνω απü το λεπτü σþμα μου. Δεν παρατηρþ
üτι, αντß για Ýνα πονεμÝνο φρýδι,
φιλÜω σαν παρÜφρονας
το τεντωμÝνο δÝρμα των γονÜτων μου.
¢γριο τραγοýδι
Φþναξα απü χαρÜ,
στο ηλιοβασßλεμα.
¸ψαχνα για κυκλÜμινο
ανÜμεσα στα βρÜχια:
εßχα ανÝβει στους πρüποδες
ενüς πρησμÝνου και ζαρωμÝνου βρÜχου,
σπασμÝνου με θÜμνους.
Στο γκαζüν γεμÜτο ογκüλιθους,
στο ξανθü κεφÜλι των μαργαρßτες,
στα μαλλιÜ μου, στον γυμνü λαιμü μου,
ο Üνεμος ξεφλοýδιζε απü τον ψηλü ουρανü.
Φþναξα απü χαρÜ καθþς κατÝβαινα.
ΛÜτρεψα την Üγρια και Üγρια δýναμη
που κÜνει τα Üπληστα γüνατÜ μου να πηδοýν.
Η Üγνωστη και παρθÝνα δýναμη, που
με τεντþνει σαν τüξο στη συγκεκριμÝνη φυλÞ.
¼λος ο δρüμος μýριζε κυκλÜμι.
Τα λιβÜδια μαρÜζωναν στις σκιÝς,
τρÝμοντας ακüμα με χρυσÜ χÜδια.
ΜακριÜ, σε Ýνα τρßγωνο πρÜσινο,
ο Þλιος παρÝμενε. Θα Þθελα
να πυροβολÞσω, με ορμÞ, υπü αυτü το πρßσμα·
και ξÜπλωσε στον Þλιο, και γδýσου,
για να πιει ο θνÞσκων Θεüς
απü το αßμα μου.
Τüτε να μεßνω, τη νýχτα,
ξαπλωμÝνη στο λιβÜδι, με Üδειες φλÝβες:
τα αστÝρια – να λιθοβολÞσω την αποξηραμÝνη,
νεκρÞ σÜρκα μου με οργÞ
.
Η ονειρεμÝνη ζωÞ
¼σοι μου μιλοýν δεν ξÝρουν
üτι Ýχω ζÞσει μια Üλλη ζωÞ –
üπως κÜποιος που λÝει
Ýνα παραμýθι
Þ μια ιερÞ παραβολÞ.
Γιατß Þσουν
η αγνüτητÜ μου,
εσý που Ýνα λευκü
κýμα θλßψης Ýπεφτε στο πρüσωπü σου
αν σε φþναζα με ακÜθαρτα χεßλη,
εσý που τα γλυκÜ
σου δÜκρυα τρÝχανε
στα βÜθη των ματιþν
σου αν κοιτοýσαν ψηλÜ –
κι Ýτσι σου φαßνομαι πιο üμορφη.
Ω πÝπλο εσý – της νιüτης μου,
το καθαρü μου Ýνδυμα,
η εξαφανισμÝνη αλÞθεια –
ω λαμπερüς κüμπος
– μιας ολüκληρης ζωÞς
που ονειρεýτηκες – ßσως –
ω, επειδÞ σε ονειρεýτηκα,
αγαπημÝνη μου ζωÞ,
ευλογþ τις μÝρες που απομÝνουν –
το νεκρü κλαδß
üλων των ημερþν
που απομÝνουν,
που χρησιμεýουν
για να σε θρηνÞσουν.
