Βιογραφικü
ΜονÜκριβο βλαστÜρι του Λεωνßδα, στρατιωτικοý και για κÜποιο διÜστημα, Υπουργοý Στρατιωτικþν, και της ΒασιλικÞς Παπαδοποýλου (το γÝνος Ραζηκüτσικα). ΓεννÞθηκε στις 31 Οκτþβρη 1888, στην ΑθÞνα (οδüς Ευριπßδου). Απü μικρüς Ýλαβε τη καλλßτερη μüρφωση, πιÜνο, γαλλικÜ κι απü μικρüς επßσης, Ýδειξε κλßση στα καλλιτεχνικÜ (μουσικÞ, θÝατρο και γρÜψιμο), κÜτι σα παιδß-θαýμα. ΒÝβαια το 1905 γρÜφτηκε στη ΝομικÞ, ενþ δε σταματÜ να γρÜφει ποιÞματα, πεζÜ αλλÜ και κÜποιες απüπειρες θεατρικþν. ΜαθÞτευσε κοντÜ στον Κωνσταντßνο ΧρηστομÜνο (1906) κι Ýπειτα γνωρßστηκε κι ανÝπτυξε μακρüχρονη φιλßα, με τον 'Αγγελο Σικελιανü (1908).
Το 1910 και το 1914, προκÜλεσε, τη πρþτη φορÜ γρÜφοντας ποßημα με τη... τολμηρÞ για την εποχÞ, φρÜση: "...κι Ýπινα μες απ' τα χεßλη σου" και τη δεýτερη, δημοσιεýοντας Ýνα "ΜανιφÝστο" για τους στενüμυαλους της τÝχνης. Το 1916 συντÜσσεται με το βενιζελικü πατÝρα στο κßνημα και κατατÜσσεται ως ανθυπολοχαγüς-διερμηνÝας. Πηγαßνει και στην Αßγυπτο, üπου συναντÜ τον Κωνσταντßνο ΚαβÜφη, συνεχßζει τη νυχτερινÞ του δραστηριüτητα -που του 'χεν επιφÝρει το παρατσοýκλι "Νυχτερßδα"- και μπαßνει πρþτη φορÜ σε χασισοποτεßο.
Το 1918 επιστρÝφει στην ΑθÞνα, ως διερμÞνεας πÜντα του στρατοý κι οργανþνει καλλßτερα τη νυχτερινÞ του ζωÞ. ΠαρÜλληλα γρÜφει σ' Ýνα σωρü περιοδικÜ. Ωστüσο η περßοδος παρακμÞς του αρχßζει απü το 1937, με το θÜνατο της μητÝρας του που την υπεραγαποýσε, σε συνδυασμü με την οικονομικÞ εξαθλßωση, μετÝπειτα, του πολÝμου και της κατοχÞς και την εξÜρτησÞ του απü τα ναρκωτικÜ, σκορπßζουνε στους ανÝμους, τα περιουσιακÜ του στοιχεßα, μαζß κι αυτÞ η μεγÜλη αγαπημÝνη του βιβλιοθÞκη. Τελικü χτýπημα εßναι κι ο θÜνατος του πατÝρα του, το 1941 και τελικÜ, αφοý κÜνει μιαν αποτυχημÝνη απüπειρα, δßνει τÝλος στη ζωÞ του στις 8 ΓενÜρη 1944 σ' ηλικßα μüλις 56 ετþν.
¸τσι Üδοξα Ýφυγεν ο "ΔανδÞς" ο τρυφερüς Üνθρωπος, με την ερωτικÞ επιλογÞ προς το ßδιο φýλο κι εραστÞς των τεχνητþν παραδεßσων. Νεορρομαντικüς κι εφÜμιλλος των Ρþμου Φιλýρα, Κþστα ΟυρÜνη, Κþστα ΚαρυωτÜκη, ΤÝλλου ¢γρα (1899-1944) κι Üλλους πολλοýς. ΥπÞρξεν üμορφος σικÜτος, πÜντα κομψüς, καλοντυμÝνος και κυρßως τρυφερüς και γλυκýτατος Üνθρωπος!
________________________________________________________
Νυχτερινü
¸να φεγγÜρι πρÜσινο, μεγÜλο,
που λÜμπει μες στη νýχτα -τßποτ' Üλλο.
Μια φωνÞ γρικιÝται μες στο σÜλο
και που σε λßγο παýει -τßποτ' Üλλο.
ΠÝρα μακριÜ, κÜποιο στερνü σινιÜλο
του καραβιοý που φεýγει -τßποτ' Üλλο.
Και μüνον Ýνα παρÜπονο μεγÜλο
στα βÜθη του μυαλοý μου. -Τßποτ' Üλλο.
Στη ΦυλακÞ...
Στη φυλακÞ με κλεßσανε
οι δυνατοß του κüσμου
κι Ýσπασα πüρτες, κλειδωνιÝς,
να 'ρθω σε σÝνα, Φως μου!
Τα σßδερα λυγßσανε
απü το βογγητü μου
και στÝρεψαν για να διαβþ,
κι οι ποταμοß του δρüμου...
Και σα τρελüς σε γýρεψα,
μα συ δεν εφαινüσουν!
Και πικραμÝνος, γýρισα
να με ξανακλειδþσουν...
¸χω Ýνα αηδüνι...
¸χω εν' αηδüνι στο κλουβß
κι απ' το καημü του λιþνει.
¸χω εν' αηδüνι στο κλουβß
και μοßρεται, τ' αηδüνι.
Μου λÝει για τις αμυγδαλιÝς
π' ανθßζουν Üσπρο χιüνι,
μου λÝει για τριανταφυλλιÝς
και μοßρεται, τ' αηδüνι...
Και παραδÝρνει ανþφελα
και τα φτερÜ τ' απλþνει,
κÜθε που φεýγουν τα πουλιÜ
κι αναρριγοýν οι κλþνοι...
Μυστικü...
Εßναι ψυχÝς πλασμÝνες απü μÜρμαρο
κι Üλλες απü χαμüγελο, εßτε πüνο.
Εßναι και μιÜ πλασμÝνη απü τριαντÜφυλλα,
üμως εκεßνη δε τη φανερþνω!
Πüσο η καρδιÜ μου θα 'τρεμε, αν την Ýλεγα!
ΒÜνω μια κλειδαριÜ γερÞ στο στüμα!
Τüσοι σοφοß που βρßσκονται τριγýρω μου
και δε τη μÜντεψε κανεßς ακüμα;
Εßναι ψυχÝς πλασμÝνες απü κρýσταλλο
κι Üλλες ψυχÝς με κλÜματα Ýχουν γßνει.
Εßναι και μιÜ πλασμÝνη απü ροδüσταμο,
μα δε θα σας τη 'πω ποτÝ μου 'κεßνη!
¼ρκο Ýβαλα να μη τη 'πω, ως το τÜφο μου,
μα πÜλι... ποιüς ξÝρει... καμμιÜν þρα...
ΚÜτι μου καßει τα χεßλη μου! Καλýτερα
να κλεßσω το τραγοýδι μ' απü τþρα...
ΣυντριβÞ
¸τσι με σýντριψε το Φως, γιατß εßδα προς το Φως
και γιατß μÝθυσ' απü ΖωÞ, μ' Ýχει συντρßψει η ΖωÞ.
ΕπειδÞ στρÜφηκα κι εγþ, μ' üλη μου τη πνοÞ
στη Μελωδßα, με σýντριψε η Μελωδßα: Κουφüς!
Και γιατß πÞγα στη ΧαρÜ, με σýντριψε η ΧαρÜ
κι οýτ' Ýνα τι κι οýτ' Ýνας ποιüς και δε με θεν' τα ¾ψη!
Γιατß μιλþ πλατιÜ, σα Θεüς, με φθüνεσε και ο Θεüς.
Και γιατß πÞγα στη ΧαρÜ, με σýντριψε κι η Θλßψη...
ΕκÜτης ΠÜθη
...Απüψε πρüβαλε γυμνÞ, σα τÝρας, η ΣελÞνη
κι Üβυσσος πüθου τη δονεß:
την εßδαν üλοι απü νωρßς, τις πüρπες της να λýνει,
σα να διψοýσεν ηδονÞ...
Τι να 'δε ξÜφνου 'δω στη γη και τüσο το λυμπßστη
που 'χουν με πÜθος κρεμαστεß,
σα να 'θελαν να λυτρωθοýν, απ' τη παλιÜ τη πßστη
κι οι δυü της οι νεκροß μαστοß;
ΠαρθÝνα, στεßρα και βουβÞ, üμοια με σαλαμÜντρα,
στα βÜθια βρÜδυα τ' αττικÜ.
πως Ýτσι, απüψε, φρÝνιασε να σμßξει τρελÜ μ' Üντρα
και φλογερÜ κι εκστατικÜ;
...Τι κι αν η νýχτα γÝρν' αργÜ, μεσ' τα πυκνÜ ερÝβη
κι αλλüκοτα μεθοýν οι ανθοß;
Στη δýση, 'κεßνη μοναχÞ, που κεßτεται και ρεýει,
ζητεß του κÜκου να ευφρανθεß...
Πüθος
Βαθý χινüπωρο γοερü, πüσο καιρü σε καρτερþ,
με τις πλατιÝς, βαριÝς σου στÜλες
των φýλλων Üραχλοι χαμοß, των δειλινþν αργοß καημοß,
που με μεθοýσατε τις Üλλες...
Τα καλοκαßρια μ' Ýψησαν και τα λιοπýρια τα βαριÜ,
κι οι ξÜστεροι ουρανοß οι γαλÜζοι:
απüψε μου ποθεß η καρδιÜ πüτε να 'ρθεß μεσ' τα κλαριÜ,
ο θεßος βοριÜς και το χαλÜζι!
Τüτε, γερτüς κι εγþ ξανÜ, μεσ' τα μουγγÜ τα δειλινÜ,
θ' αναπολþ γλυκÜ, -ποιüς ξÝρει-,
και θα με σφÜζει πιο πολý, σαν Ýνα μακρινü βιολß,
το περασμÝνο καλοκαßρι...
Το Παλιü Μας Τραγοýδι
Το παλιü μας το τραγοýδι,
που τ' ακοýγαμε μαζß,
τþρα που χαθÞκαν üλα,
ποιüς θα το 'λεγε να ζει!
Απü τüτε που η καρδιÜ μου
σ' Ýχασε παντοτινÜ,
δε το πßστευα ποτÝ μου,
για να τ' Üκουγα ξανÜ...
Κι üμως να που τ' Üλλο βρÜδυ
-μüλις νýχτωνε θαρρþ-
μ' Ýν' αλλüκοτο φεγγÜρι,
μακρινü και καθαρü,
καθþς γýριζα στη τýχη,
μüνος μεσ' στη γειτονιÜ,
το ξανÜκουσα και πÜλι
και στην ßδια τη γωνιÜ!
Και το γνþρισα και πÜλι
το τραγοýδι π' αγαπþ
κι ας μην Ýμοιαζε καθüλου
στο παλιü του το σκοπü.
Γιατß τþρα δε σκορποýσε
το καημü του το βαθý,
μα βογγοýσε και θρηνοýσε,
μιÜ φωνÞ που 'χε χαθεß...
Πως μου φÜνηκε δε ξÝρω,
καθþς τ' Üκουγα ξανÜ,
μα üλα γýρω και βαθιÜ μου,
γßναν Ýτσι σκοτεινÜ,
που δυνÜμωσα το βÞμα,
μεσ' στο βρÜδυ το πικρü,
με χαμηλωμÝνα μÜτια,
σα ν' απÜντησα νεκρü...
Μικρü Τραγοýδι
Ο παλιüς μας ¸ρωτας,
με τα βÜσανÜ του,
ο καλüς μας ¸ρωτας,
Þταν του θανÜτου.
ΔÝκα χρüνια στη σειρÜ,
δßχως να το ξÝρει,
δÝκα χρüνια στη σειρÜ,
μας κρατοýσε ταßρι.
Μας βαστοýσε συντροφιÜ,
μας κρατοýσε ταßρι,
δÝκα χρüνια στη σειρÜ
κι Ýνα καλοκαßρι...
Μα üπως üλα μας περνοýν
και χαρÝς και πüνοι,
να μιÜ μÝρα που κι αυτüς,
Üρχισε να λιþνει.
Κι Ýνα βρÜδυ σκοτεινü,
βρÜδυ πικραμÝνο,
καθþς εßχα κουραστεß
να σε περιμÝνω,
δßχως λÝξη να μου πει,
γýρισε στη μπÜντα,
'σφÜλισε τα μÜτια του
κι Ýσβησε γιÜ πÜντα...
Παραμýθι
ΜιÜ φορÜ κι Ýνα καιρü,
πÜνε τþρα χρüνια,
σ' Ýνα τüπο μακρινü,
ζοýσαν μεσ' στα χιüνια.
ΠÜγωναν τα λοýλουδα,
μßσευαν τ' αηδüνια,
καλοκαßρι ζýγωνε
κι Þταν üλο χιüνια!
ΜÜτια πÜντα σκοτεινÜ,
μÝτωπα σκυμμÝνα,
κι Üνθρωποι δε βÜδιζαν
με ρυθμü κανÝνα...
ΜιÜν αγÜπη πÝρασε,
-μετÜ πüσα χρüνια;-
και τα μÜτια δÜκρυσαν
κι Ýλιωσαν τα χιüνια...
ΑποχαιρετιστÞριο
Ι
Το γρÜμμα σου τ' αποψινü με βρÞκε λυπημÝνο.
-Μη λÝς πως Þταν αφορμÞ τ' οργßλο σου γραφτü-.
Λες κι απü πριν, κÜποια φωνÞ, μου το 'χεν ειπωμÝνο.
Δε θλßβομαι γι' αυτü.
¸τυχεν üμως η βραδιÜ τüσο βουβÜ να σβÞσει
κι ο Þλιος μακριÜ, τüσο θλιβÜ να χÜνεται μαζß...
ΤÝτοιες βραδιÝς, η σκÝψη μου, που νοσταλγεß κι εκεßνη,
δε θα 'θελε να ζει!
ΕξÜλλου, λες για πρÜματα που 'γω δε βρßσκω βÜση.
Λüγια γραμμÝνα βιαστικÜ, με πεßσμα και χολÞ.
Εκεßνος που τα λüγια σου τα πριν, Ýχει διαβÜσει,
θα ξαφνιαστεß πολý...
Μου λες πως "κυλιστÞκαμε στο βüρβορο", φαντÜσου!
Κι εγþ που το 'χα καýχημα κρυφü, τüσο καιρü,
πως η καρδιÜ μου στÜθηκε στα πλÜνα βÞματÜ σου,
σαν Üστρο φεγγερü!
Το γρÜμμα σου τ' αποψινü, με βρÞκε λυπημÝνο,
λες κι η καρδιÜ μου, σαν ανθüς, για πÜντα Ýχει σαπεß.
Κι üσο για 'κεßνο που μου λες: "ΜιÜ Üγνωστη θα μÝνω",
δε ξÝρω τι θα πει...
ΙΙ
Το βρÜδυ που σ' αγÜπησα δεν Þταν καλοκαßρι.
Τα φýλλα μüλις πρüβαλλαν επÜνω στα κλαριÜ
κι οýτε θυμÜμαι να σου πω, τι μ' εßχε τüτε φÝρει,
σε 'κεßνη τη μεριÜ.
ΘυμÜμαι μüνο που 'σερνα το βÞμα το νωθρü μου
και το μυαλü μου γýριζε σε πρÜματα παλιÜ,
την þρα που σ' απÜντησα να στÝκεσαι στου δρüμου
τα πÝτρινα σκαλιÜ.
Τη νýχτα 'κεßνη τη τρελÞ, τη νýχτα τη μεγÜλη,
να στη θυμÞσω τþρα 'δω, το βρßσκω περιττü.
"Τα περασμÝνα πÝρασαν, μη τα θυμÜσαι πÜλι",
μας λÝει το ρητü...
Κι üμως κι εσý μ' αγÜπησες βαθýτατα, το νιþθω
και ξÝρω ακüμα πως συχνÜ μου το 'χες ορκιστεß,
πως üσο κι αν μαραßναμε το πρþτο μας το πüθο,
θα μÝναμε πιστοß!
ΜιÜς και δεν Þταν να σταθεßς σε 'κεßνα που 'χες τÜξει,
τüτε γιατß το λüγο αυτü μ' ανÜγκασες να πω;
Τον üρκο σου τον πÜτησες, μα 'γω δεν Ýχω αλλÜξει:
Ακüμα σ' αγαπþ!
Στο Νυχτερινü ΚÝντρο
Τþρα που παßζει το βιολß κι Ýχουμε πιεß τüσο πολý,
που μ' Ýναν Ýρωτα τρελü σα να 'μαστε δεμÝνοι,
σ' Ýνα συντρüφεμα ζεστü, βÜνε ξανÜ να ζαλιστþ,
μεσ' στ' üνειρü σου να κλειστþ. Το μüνο που μου μÝνει.
Γιατß αν λεßψει το κρασß κι φýγεις Üξαφνα κι εσý
και βουβαθεß και το βιολß με το γλυκü βραχνÜ του,
μεσ' στης καρδιÜς μου το κενü, μεγÜλο σα τον ουρανü,
θ' ακοýσω πÜλι το βραχνü τραγοýδι του θανÜτου...
ΧειμωνιÜτικο Τοπßο
Εν' αλλüκοτο φεγγÜρι σαν Ýνα κομμÜτι πÜγου,
πεθαμÝνο και στημÝνο μεσ' στη μÝση του πελÜγου,
μιÜ βουβÞ, μεγÜλη ξÝρα, πιο γυμνÞ κι απü παλÜμη,
μ' Ýνα γÝρικο, θλιμμÝνο, τραγικü, μικρü καλÜμι
κι Ýνας ßσκιος -Ýνα κÜτι- που δε ξÝρω τι Ýχει χÜσει
κι απü τüτε φÝρνει γýρα, μη μπορþντας να 'συχÜσει.
ΠαγωμÝνο το χαμÝνο κι üλο φως, εκεßνο τρßο,
σιωποýσε κι αγρυπνοýσε, μεσ' στη νýχτα, μεσ' στο κρýο...
Η ΧαρÜ
ΠÜντα κÜτι με κρατεß
και με φÝρνει πßσω,
στο καιρü που κÜθε τι
μου 'λεγε να ζÞσω.
Που üλα, σκÝψεις μου κρυφÝς
κι üτι ζει στη πλÜση,
δε μου θýμιζε μορφÝς,
που τις Ýχω χÜσει.
Κι üλα τ' Üκουγα να λεν,
μ' Ýνα τρüπο πλÜνο,
πως τ' αγÜπησα και δεν
πρÝπει να πεθÜνω...
Τþρα που üλα τα φτερÜ
σκüρπισαν, της πλÜνης,
μου το λÝνε καθαρÜ:
ΠρÝπει να πεθÜνεις!
Κι üσο πιο βαθιÜ κοιτþ
κÜτω απü τη σκÝπη,
τüσο πιο καλÜ και το
μÜτι μου το βλÝπει.
Κι αν τυχαßνει κι ο νους να
κÜνει σκÝψην Üλλη,
δε κρατεß πολý και να
πÜλι αυτÞ προβÜλλει...
...Μα üσο και στους ουρανοýς
να 'ναι η μÝρα μαýρη
κι üσα θÝλησεν ο νους,
να μη μπüρει να 'βρει
κι üσο αν εßμαστε πικρÜ
τþρα στερημÝνοι,
κÜπου υπÜρχει μιÜ ΧαρÜ
και μας περιμÝνει...
ΑναμνÞσεις
Το κÜθε τι που πÝρασε, για πÜντα μ' Ýχει σκλÜβο
κι üσο γυρεýεις ΣÞμερα, το Χτες να μ' αφανßσεις,
τüσο σε 'κεßνο θα γυρνþ και τüσο δε θα παýω
να ζω στις αναμνÞσεις...
Θαρρεßς και κÜτι μüνιμα, μπροστÜ μ' εßναι πεσμÝνο
και κρýβοντας και σβÞνοντας ολüτελα το Τþρα,
με κÜνει να μη χαßρουμαι και μÞτε να προσμÝνω
καινοýργια, τÜχα, δþρα...
Σ' üτι ποθεß και σ' üτι ζει, η ψυχÞ μου μÝνει ξÝνη
κι οýτε μπορεßς, ΦωνÞ ΖωÞς, αλλιþς να τη δονÞσεις,
παρÜ θαμπÜ και μακρινÜ, σα μουσικÞ που βγαßνει
μεσ' απ' τις αναμνÞσεις...
Της πεθαμÝνης της χαρÜς, Ýχει στερÝψει η βρýση
κι οýτε γυρÝυει θÜματα κι οýτε προσμÝνει δþρα
κι οýτε μπορεß πια τßποτα να τη παρηγορÞσει,
παρÜ üτι Þταν ως τþρα...
Επεισüδιο
ΜÜτι δειλü που σε κοιτÜζει
βαθιÜ, βουβÜ και σκοτεινÜ
κι Ýτσι πιστÜ, σα να σου τÜζει:
Θα σ' αγαπþ παντοτινÜ.
Ψηλü, λιγνü, τρελü για χÜδι,
δουλεýει σ' Ýνα μαγαζß.
Το πÞρα Ýνα ΣαββÜτο βρÜδυ
και κοιμηθÞκαμε μαζß.
ΦαντÜσματα
Τ' 'Αγνωστο γýρω και παντοý κι ο Νüμος ο Τρανüς του!
Κι ενþ δεν εßμαστε παρÜ μορφÝς αυτοý τ' Αγνþστου,
φαντÜσματα, üλοι και καπνοß, στη δßνη της αβýσσου,
-με τ' üνειρο, φτωχÞ ψυχÞ, για μüνη απολαβÞ σου-,
μÜταια φαντÜσματα, τυφλÜ, που το σκοτÜδι σπÝρνει,
που η νýχτα φÝρνει μια στιγμÞ κι η νýχτα πÜλι παßρνει,
χαμÝνοι, δßχως γυρισμü, μεσ' στον αιþνιο σÜλο,
μισοýμε κι εχθρευüμαστε και κρßνει ο Ýνας τον Üλλο...
ΜοναξιÜ
Εßμαι μüνος. ΒραδυÜζει. Τι να κÜνω...
Τα χÝρια μου εßναι τüσο απελπισμÝνα!
Τα χÝρια μου εßναι τüσο κουρασμÝνα!
Τ' αφÞνω και γλιστροýν, αργÜ στο πιÜνο...
Παßζω στη τýχη κÜτι αγαπημÝνο,
κÜτι παλιü και γνþριμο και πλÜνο...
Και πÜλι σταματþ. Δεν επιμÝνω.
Θα προτιμοýσα μÜλλον, να πεθÜνω...
Βαθý & Εξαßσιο ΒρÜδυ
¹ταν Ýνα βαθý κι εξαßσιο βρÜδυ.
-ΒρÜδυ λεπτü κι ασýλληπτο, Χιμαßρας!-
ΠοτÝ, τüσο πολý, τÝλος ημÝρας,
δεν εßχε λÜμψει τüσο, σα πετρÜδι...
ΚατÝβαινε το φως -μιÜ ωχρÞ αγωνßα-,
σε κÞπους, üλο βÜλσαμα γιομÜτους,
τ' Üνθη μεθοýσαν απü τ' ÜρωμÜ τους,
μÝσα σε μιÜν ανεßπωτη αρμονßα...
Δεν εßχε καν υπÜρξει τÝτοια δýση,
μÞτε στο νου των πιο γλυκþν ζωγρÜφων.
Ακüμα και τα μÜρμαρα των τÜφων,
μιÜ δüξα μυστικÜ τα 'χε κερδßσει...
Κι üταν το θÜμπος Üρχιζε να φθÜνει
κι η νýχτα τ' αργÜ μÜγια να κλþθει,
το φεγγÜρι, παντοý, σα φλüγα απλþθη...
Κι Þταν το βρÜδυ αυτü που 'χα πεθÜνει...
ΠοιητÞς
Πüσο βαθý κι ασÞμαντο συνÜμα,
της ΖωÞς και της ΤÝχνης σου το δρÜμα,
σ' Ýνα παιχνßδι μÜταιο και γελοßο,
του Νου σου να σκορπÜς το μεγαλεßο!
ΜÝρα-νýχτα να παßζεις με τις λÝξεις,
πως, πρÝπει, μεταξý των, να τις πλÝξεις
και πως, μαζß, να σμßξεις κÜποιους Þχους,
þστε να κλεßσεις τ' ¼νειρο σε στßχους!
Πüσος κüπος και πüνος κι αγωνßα,
να πλÜσεις απ' τη θλßψη σου αρμονßα
και να τη πλÜσεις μ' üλους σου τους τρüπους,
για να τη ξαναδþσεις στους ανθρþπους!
ΜÞτε κι αληθινÜ που ξÝρω πρÜμα
πιο θλιβερü, απ' του πüνου σου το δρÜμα,
του Πüνου αυτοý, που στÝργει για κλουβß του,
το χþρο ενüς ανθρþπινου αλφαβÞτου!
Κι αφοý, σα τα μικρÜ παιδÜκια, παßξεις,
τüσο καιρü, με ρßμες και με λÝξεις
κι üλες σου τις ελπßδες αφανßσεις,
χαμÝνος, üλος, μεσ' στις αναμνÞσεις,
μüλις φανοýν οι πρþτες μαýρες τýψεις
κι Ýρθ' η στιγμÞ να σκýψεις, να μη σκýψεις,
μα παßρνοντας μαζß το θησαυρü σου,
το ΓολγοθÜ σου ανÝβα και σταυρþσου!
Κοýραση
Εßμαι τüσο κουρασμÝνος απ' τα λüγια τα 'πωμÝνα
κι απ' τα λüγια που θα ποýμε κι απ' τους Üλλους κι απü μÝνα
κι απ' το κÜλεσμα του στßχου, με το μÜταιο λυρισμü,
που η ψυχÞ μου δεν ελπßζει, παρÜ μüνο στο ΛιμÜνι
και στο σÜλπισμα της Μοßρας, που μια μÝρα θα σημÜνει
τον αιþνιο Γυρισμü!
Τüτε μüνο, λυτρωμÝνος απ' της γης την ιστορßα,
μεσ' στων κüσμων και των Üστρων την ατÝρμονη πορεßα,
φως ανÝσπερο, χυμÝνο σε μιÜν Ýξαλλη στροφÞ,
το Τραγοýδι το ΜεγÜλο, που ποτÝ δεν Ýχω γρÜψει,
το στερνü μου το Τραγοýδι, σα μιÜ δüξα που θ' ανÜψει,
τüτε μüνο θα γραφεß!
Αποχαιρετισμοß Στη ΜουσικÞ
Ι
Τ' üνειρü μου πια δεν εßναι να χαρþ, μÞτε να ζÞσω,
μα να πω μιÜ λÝξη μüνο, σα μια φλüγα και να σβÞσω.
Κι αν ακüμα ζω του κÜκου και γυρνω στην επÜνω,
μüνον Ýνα πια μου μÝνει: να τη πω και να πεθÜνω...
Κι üμως καν αυτÞ η λÝξη δε μου δüθηκεν ακüμα
να τη πω και μου παιδεýει τη ψυχÞ μου και το στüμα.
ΜÞτε καν αυτÞ τη λÝξη, την απÝραντα θλιμμÝνη,
μÞτε τρüπος να τη μÜθω, μÞτε χρüνος δε μου μÝνει.
Κι αφοý τ' ÜχαρÜ μου χεßλη δε τη πρüφεραν ακüμα,
θα τη πÜρω και σα ξÝνοι θα χαθοýμε μεσ' στο χþμα...
ΙΙ
Μüνος Þρθα κÜποιο βρÜδυ κι Þσαν üλοι γýρω μüνοι
κι üλοι ξÝνοι, τραγουδÜμε, μεσ' στη νýχτα που σιμþνει.
Κι üσο ζω κι üσο μαθαßνω, τüσο νιþθω, αλßμονü μου,
το βαθý και το μεγÜλο κι απροσμÝτρητο κενü μου!
Τη στιγμÞ του σταυρωμοý μου και για μüνη συντροφιÜ μου,
μüλις Ýνιωσα τα χÝρια που καρφþσαν τα καρφιÜ μου...
Μüνος Þρθα κÜποιο βρÜδυ, μüνος πüνεσα για λßγο,
μüνος Ýζησα του κÜκου κι üπως Þρθα και θα φýγω.
Τ' Ýιναι τÜχα για τους Üλλους, ο χαμüς ενüς ατüμου;
Κι üπως Þρθα και θα φýγω, μüνος μεσ' στο θÜνατü μου...
Κλεßσε Τα ΠαρÜθυρα
Κλεßσ' τα παρÜθυρα μη βλÝπουν οι γειτüνοι,
και τη πορτοýλα σφÜλισε και σβÞσε το κερß.
Η αγκαλιÜ μου πýρωσε σα το κερß και λιþνει,
για σφιχτοαγκαλιÜσματα κι üλο καρτερεß.
Κλεßσε να μη μας βλÝπουνε λοξÜ οι ματιÝς του κüσμου,
δοσ' μου το το χειλÜκι σου, που 'ν' απαλü, νωπü.
¸χω και κÜτι ολüγλυκο για σÝν' απüψε, φως μου,
Ýχω και κÜτι ολüγλυκο σα μÝλι να σου πω.
¸λα και πÝσε πÜνω μου και μη κοιτÜς με τρüμο.
¸σβησε το κερÜκι μας, δε μας θωρεß κανεßς.
ΞÝχνα λοιπüν πως βρßσκονται κι Üλλες ψυχÝς στο δρüμο,
και Üσε να κυλÞσουμε σε πÝλαγα ηδονÞς.
¸λα, ως τα μεσÜνυχτα θα σε φιλþ στο στüμα,
Ýλα κι εßν' οι πüθοι μου τρελοß, τüσο τρελοß,
Ýλα, το γλυκοχÜραμα θα μας προλÜβει ακüμα
στο πρþτο μας αγκÜλιασμα, στο πρþτο μας φιλß.
Κι üταν σε ρωτÞσουνε τη χαραυγÞ οι γειτüνοι,
για ποßο λüγο σφÜλισες, αχ! πες τους, να χαρεßς,
πες τους πως μες στη κÜμαρα φοβÜσαι σα νυχτþνει,
και Ýπεσες και πλÜγιασες νωρßς! Τ' ακοýς; Νωρßς.
Το ΓρÜμμα
Καθþς Þταν σκυμμÝνη, σκαλßζοντας μες στη παλιÜ κασÝλα, να βγÜλει τη ροζ τουαλÝτα, με τις μεγÜλες φουντωτÝς νταντÝλες, το φανταχτερü εκεßνο φüρεμα, που το' χε βÜλει στερνÞ φορÜ, -πÜνε τριÜντα τüσα χρüνια τþρα-, μια τελευταßα ΚυριακÞν ΑποκριÜς, Ýνα χρüνο πριν να παντρευτεß κι Ýχωσε το χÝρι, κατÜ τýχη, στο μικρü τσεπÜκι, δεξιÜ, βρÞκε χαρτÜκι διπλωμÝνο, Ýνα κßτρινο χαρτÜκι τüσο δα, ξεχασμÝνο, και παραχωμÝνο σε μια δßπλα της φüδρας απü μÝσα. Τι να 'ταν, τÜχα, κεßνο το χαρτÜκι, το κιτρινισμÝνο απ' τα χρüνια, που μýριζε, και κεßνο, ναφθαλßνη και σαν τι να γýρευε, κρυμμÝνο στο τσεπÜκι και κλειδωμÝνο στη παλιÜ κασÝλα, που εßχε τüσα χρüνια ν' ανοιχτεß;… ΣτερÝωσε με κüπο τα γυαλιÜ της, το ξεδßπλωσε αργÜ, πÞγε δßπλα στο παρÜθυρο, και διÜβασε:
Εßναι, τþρα, τüσοι μÞνες, Δεσποινßς, που δε μπορþ να βρω την ευκαιρßα, να Σας πω το ΜεγÜλο Μυστικü μου! Τüσους μÞνες, το κρατþ κρυμμÝνο, και μÝρα-νýχτα μοý μαραßνει την καρδιÜ! ºσως να φταßει κι η πολλÞ δειλßα μου, σ' αυτü, να μη τολμÞσω να Σας το φανερþσω, -ßσως να φταßει κι η δικÞ Σας η ψυχρüτητα, κι η απüσταση, κι ο τυπικüς ο πÜγος, που επιμÝνετε να μπαßνει, μεταξý μας! Κι üμως, εγþ, δεν παýω να Σας σκÝπτομαι, και να ζω, με την ανÜμνησÞ Σας…
ΠεριμÝνω την απÜντησÞ Σας…
¸να φτωχü παιδß, που Σας λατρεýει…
¸μεινε με τα μÜτια καρφωμÝνα στο γραφικüν εκεßνο χαρακτÞρα, που της φαινüταν Üγνωστος και ξÝνος. ΣτÜθηκε σκεφτικÞ κι απορημÝνη, μπροστÜ στο μικρüν εκεßνο γρßφο, που πρüβαλλε τüσο ξαφνικÜ, τüσο ανÝλπιστα και τüσο απροσδüκητα, – τüσο πειραχτικÜ, σαν Ýνα σκÜνδαλο, τþρα, στα πενÞντα της χρüνια… Το διÜβασε ξανÜ, με προσοχÞ, με μια μικρÞ τρεμοýλα στην καρδιÜ. Κι Ýριξε γýρω της τα μÜτια φοβισμÝνα, μÞπως και την Ýβλεπε κανÝνας – σα να ‘ταν εßκοσι χρονþν παιδοýλα, κι Ýκανε κÜτι, που δεν Ýπρεπε να κÜνει, και φυλαγüταν απ´ τα ξÝνα μÜτια, αυτÞ, που τþρα κüντευε να ‘χει και δισÝγγονα! ¸κλεισε με προφýλαξη την πüρτα, και κÜθισε στο χαμηλü ντιβÜνι, για ν´ αφÞσει τη σκÝψη της ελεýθερη να καλοθυμηθεß τα ΠερασμÝνα…
Και θυμÜται, μες στη συλλογÞ της, την τρÝλα της ΑποκριÜς εκεßνης, το μεγÜλο φιλικü σαλüνι, που περνοýσαν Ýνα πλÞθος μÜσκες, μÝσ´ στα φþτα και μÝσ´ στις σερπαντßνες, που μπλεκüντουσαν απ´ üλες τις μεριÝς. ¹ταν στα δεκαοχτþ της χρüνια, λÜμποντας, üλη, μÝσ´ στην πρþτην ομορφιÜ της, με τη ροζ εκεßνη τουαλÝτα, που δεν την ξαναφüρεσε ποτÝ της, απü τüτε… ΘυμÜται τις ματιÝς των καβαλιÝρων, τις κουραστικÝς φιλοφρονÞσεις τους, κÜποια δειλÜ σφιξßματα χεριþν, κÜποια λüγια τρυφερÜ, θερμÜ και φευγαλÝα, – αλλÜ και πüσο διακριτικÜ, στις ξαναμμÝνες αλυσßδες της καντρßλιας,Þ στα στριφογυρßσματα ενüς ωραßου βαλς… ΘυμÜται τον πατÝρα της, στην Üκρη, με τη μεγÜλη στρατιωτικÞ στολÞ του, τριγυρισμÝνον απü Üλλους συναδÝλφους, üλους με τη μεγÜλη τους φανταχτερÞ στολÞ, που την κοιτοýσε, κÜθε τüσο, με καμÜρι. ΘυμÜται τη μητÝρα της, με το μαβß της φüρεμα, καθισμÝνη σε μια πολυθρüνα, τον αδερφü της, – Ýναν πρÜσινο πιερüτο, με μεγÜλα χρυσαφιÜ κουμπιÜ –, και τη μικρüτερÞ της αδερφοýλα, ντυμÝνη, και κεßνη, κολομπßνα, με τη μισÞ της βελουδÝνια μÜσκα κι Ýνα μεγÜλο φιüγκο, στα μαλλιÜ…
Τα θυμÜται, üλ´ αυτÜ, τüσο καλÜ, που της φαßνεται για μια στιγμÞ, και πÜλι, πως βρßσκεται στη φωτισμÝνη σÜλα, παραδομÝνη στο μεθýσι του χοροý, κι αντικρßζει τους πολυελαßους, με τα στολισμÝνα κρýσταλλÜ τους, μÝσ´ στο βαθý ρυθμü της μουσικÞς, και τους αργοýς παθητικοýς της Þχους των βιολιþν, να της δßνουν Ýνα ρßγος στην καρδιÜ, και να γιομßζουν μ´ ανεξÞγητη λαχτÜρα την παιδικÞ της, ξÝνοιαστη ψυχÞ, σαν ποτÞρια δυνατοý κρασιοý, που ανεβÜζει, ξαφνικÜ, το αßμα στο κεφÜλι…
Ποιος απ´ üλους τους τρελοýς εκεßνους, γýρω, να της Ýβαλε, με τρüπο, μÝσ´ στη τσÝπη, το φλογερü εκεßνο γραμματÜκι, που το βρßσκει τþρα κατÜ τýχη, πρþτη φορÜ, και μετÜ τüσα χρüνια. Ποιος, απ´ τους τρελοýς εκεßνους νÝους, να 'χε τολμÞσει μυστικÜ, την κßνηση αυτÞ;…
Τους φÝρνει üλους, Ýναν-Ýναν, στο μυαλü της, και χÜνεται σε πλÞθος υποθÝσεις: τους ξαναβλÝπει, με την Üψογη χωρßστρα τους, με τα ξανθÜ, Þ καστανÜ, Þ μαýρα μαλλιÜ, με το μικρü τους το φιογκÜκι, στο λαιμü, – Üλλους Üβγαλτα κι αμοýστακα παιδιÜ, μ´ Ýνα χνοýδι ελαφρü στ´ απÜνω χεßλι, κι Üλλους σοβαροýς και μετρημÝνους, με τρüπους Þρεμους κι αδροýς κι εκζητημÝνους, και πιο λιγüλογους και πιο προσεχτικοýς. Τους ξαναφÝρνει üλους στο μυαλü, -και προσπαθεß, μετÜ τριÜντα χρüνια, να τους ζυγßσει, να τους ψυχολογÞσει… ¼λοι αυτοß, ποιος ξÝρει ποý να βρßσκονται, κι αν υπÜρχουν, κι αν εßναι πεθαμÝνοι! Μερικοß εßναι, τþρα, γÝροι, αποκαταστημÝνοι απü χρüνια, κι Ýχουν αξιþματα μεγÜλα και τρανÜ -Üλλος πρεσβευτÞς, Üλλος γιατρüς, καθηγητÞς του Πανεπιστημßου- κι Ýνας Üλλος και πρωθυπουργüς! ¢λλος, μüλις πÝθανε, τον περασμÝνο χρüνο κι Üλλος αυτοκτüνησε, τρελüς…
Αυτοýς τους λßγους, τους θυμÜται καθαρÜ. ¹ταν, üμως, κι Üλλοι, που μÞτε τους θυμÜται, μονÜχα κÜποιες φυσιογνωμßες, Üλλες πολý νüστιμες και συμπαθητικÝς, κι Üλλες βλακþδεις κι αποκρουστικÝς… Κι Þταν, ακüμα, κι Ýνα πλÞθος μασκαρÜδες, -Ýνα σωρü παλιÜτσοι και πιερüτοι και μαýρα ντüμινα, και κωμικÜ κεφÜλια, κι απÜχηδες, με βελουδÝνια ροýχα, που πÝρασαν κοντÜ της, μια στιγμÞ, και σ´ Üλλους Ýδωσε το χÝρι μοναχÜ και μ´ Üλλους χüρεψε, για λßγο, μÝσ´ στη σÜλα, και μ´ Üλλους Üλλαξε δυο σýντομα πειρÜγματα, -ποιον να διαλÝξει, απ´ αυτοýς, και ποιον να ξεχωρßσει;…
ΘυμÜται, βÝβαια, δυο νÝους, πιο πολý, που την εßχαν πÜρει το κατüπι, και την πολιορκοýσαν üλην την þραν, και που την Ýκαναν να στενοχωρηθεß, με τις ανοησßες τους, και με την επιμονÞ τους. Ο Ýνας Þταν ο τþρα πρεσβευτÞς, κι ο Üλλος, Ýνας κüκκινος πιερüτος, με βαριÜ φωνÞ, και μακροπρüσωπος, που της φανερþθηκε, στο τÝλος, πως Þταν απü χρüνια, γεßτονÜς της, Ýνας χÜχας, Ýνας βλÜκας και μισüς… ΑλλÜ κι οι δυο τους, «αθωþθηκαν» αμÝσως: δεν Þταν ικανοß, γι´ αυτü το πρÜμα! Της εßχαν πει κι οι δυο τüσες βλακεßες, που δε θα Þταν λογικü και δυνατü, να σκαρþσουν Ýνα τÝτοιο γρÜμμα…
Και ξαφνικÜ θυμÞθηκε τον τρßτο. ¸να παιδß χλωμü κι ασθενικü, με σκοýρα μÜτια, μελαγχολικÜ, που την κοιτοýσε διαρκþς, χωρßς να βγÜνει λÝξη. Το χλωμü κι ασθενικü αυτü παιδß, με τα βαθιÜ και κουρασμÝνα μÜτια, και με τα μαýρα και σγουρÜ μαλλιÜ, Þταν και κεßνο, κÜποιο γειτονüπουλο, φοιτητÜκος της φιλολογßας, και πÝθανε, μετÜ δυο -τρßα χρüνια, σε κÜποια πüλη της Ευρþπης, φθισικü… Μ´ αυτü, δεν Üλλαξε, ποτÝ, καμιÜ κουβÝντα, οýτ´ Ýτυχε μαζß του να χορÝψει. ΑλλÜ θυμÜται ζωηρÜ, -γιατß να τα θυμÜται;- τα παραπονεμÝνα του τα μÜτια, δυο μÜτια που βιαζüντουσαν να ζÞσουν, το λυπημÝνο κι αχαμνü χαμüγελü του, το μαραμÝνο και μεγÜλο μÝτωπü του, με τις δυο μικρÝς προεξοχÝς, και τα βαθουλωμÝνα μÜγουλÜ του, και τ´
αναιμικÜ, λεπτÜ του χεßλη, μια σειρÜ κατÜλευκων κι αστραφτερþν δοντιþν. ΘυμÜται το συνεσταλμÝνο τρüπο του και με πüση προθυμßα παραμÝριζε, κÜθε που πÞγαινε κοντÜ του, να περÜσει…
Το θυμÜται, τþρα, καθαρÜ, -κι üμως το εßχε τüσο λησμονÞσει- με το σοβαρü παρÜστημÜ του, καθþς περνοýσε, ταχτικÜ, στο σπßτι της μπροστÜ κι Ýριχνε τα μÜτια του δειλÜ, στο χαμηλü της παραθýρι, προς τον κÞπο, κÜθε βρÜδυ, την þρα που βασßλευε και κεßνο γýριζε απ´ τα μαθÞματÜ του, και πÞγαινε στο σπßτι του νωρßς, να μελετÞσει. Της εßχαν πει πως Ýγραφε και στßχους και πως τους δημοσßευε στα περιοδικÜ, -αν και δεν Ýτυχε ποτÝ να
δει κανÝνα ποßημÜ του… Μια φιλενÜδα της, μÜλιστα, που το 'ξερε, και της μιλοýσε με πολλÞ συμπÜθεια γι´ αυτü, φοιτÞτρια στην ßδια τη σχολÞ, -της εßχε πει πως εßχε γρÜψει κι Ýνα ποßημα αφιερωμÝνο στ´ üνομÜ της, με τ´ αρχικÜ της: Β.Κ.Δ.-, και σε στßχους, καθþς λÝγανε, καλοýς. ΑλλÜ δεν εßχε δþσει, τüτε, σημασßα, οýτε το πÞρε και ποτÝ στα σοβαρÜ…
Γιατß τþρα μετÜ τüσα χρüνια, να το σÝρνει πÜλι στο μυαλü της, το χλωμü κι ασθενικü παιδß, και να θυμÜται τüσες λεπτομÝρειες, που δεν τις εßχε θυμηθεß πρωτýτερα; Γιατß, παραμερßζουσα τους Üλλους, τους πολλοýς, να το θυμÜται, το φτωχü αυτü παιδß, τüσο νοσταλγικÜ, τüσο βαθιÜ, αυτÞ, που το 'χε, τüσα χρüνια, λησμονÞσει, τüσα χρüνια μετÜ την παντρειÜ της, -τη παντρειÜ της, και το θÜνατü του; ΞαναδιαβÜζει το κιτρινισμÝνο γρÜμμα, κι η πεποßθησÞ της μεγαλþνει πως το φθισικü αυτü παιδß, της εßχε γρÜψει τις πικρÝς αυτÝς αρÜδες, και της εßχε βÜλει μÝσ´ στην τσÝπη, τριÜντα -τüσα
χρüνια πιο μπροστÜ. Κι αυτÞ δεν Ýβαλε το χÝρι της, να ψÜξει κι οýτε και ξαναφüρεσε ποτÝ αυτü το ροýχο, αλλÜ το παρÜχωσε μες στη παλιÜ κασÝλα, μαζß με τüσες Üλλες αναμνÞσεις, γιατß παντρεýτηκε μετÜ, τον Üλλο χρüνο, και δεν το ξανακοßταξε ποτÝ -ποτÝ της πια!…
ΣκυμμÝνη, τþρα, μπροστÜ σ' αυτü το γρÜμμα, χÜνεται, ξανÜ στα ΠερασμÝνα. ¼λη η περασμÝνη της ζωÞ, ξαναπερνÜει στα θολÜ της μÜτια, σα μια οπτασßα μαγικÞ! Μες στη κÜμαρα, τþρα σκοτεινιÜζει. Το παρÜθυρο, και κεßνο σκοτεινιÜζει, κι Ýνα φως χλωμü κι ασθενικü, -σαν το χλωμü κι ασθενικü παιδß-, χρωματßζει το τετρÜγωνü του, με την αποθεωτικÞ, μουντÞ, στερνÞ του λÜμψη, σαν Ýνας üψιμος, πικρüς αποχαιρετισμüς…
Απ´ τον υγρü, το μαραμÝνο κÞπο ανεβαßνουν φθινοπωρινÜ αρþματα, σαν απü πεσμÝνα, σÜπια φýλλα…
ΠεριμÝνω την απÜντησÞ Σας...
Μα η απÜντηση αυτÞ, δε δüθηκε ποτÝ! Το παιδß κοιμÜται, τþρα, μες στο χþμα… ΚÜποια δÜκρυα της Ýρχονται στα βλÝφαρα, δÜκρυα, üχι απü
τα συνηθισμÝνα, αλλÜ βαριÜ, βουβÜ, σπαραχτικÜ, με μια μυστηριþδη νοσταλγßα… Κι Üξαφνα, μες στην αφαßρεσÞ της, μια παιδιÜστικη φωνοýλα,
-μια φωνοýλα δυνατÞ και δροσερÞ, που ξÝσπασε, χαροýμενα, στη διπλανÞ την πüρτα:
– ΚαλÝ, γιαγιÜ, δε θα ρθεις, λοιπüν, να φÜμε!…
Σκουπßζει γρÞγορα τα δακρυσμÝνα μÜτια, βÜζει ξανÜ, τρεμουλιαστÜ, το γρÜμμα, μÝσ´ στην τσÝπη, κλειδþνει τη κασÝλα βιαστικÜ, και προχωρεß προς την τραπεζαρßα, που την περιμÝνουν τα παιδιÜ της, μαζß με τη μικρÞ της εγγονοýλα, καθισμÝνα γýρω στο τραπÝζι, μπροστÜ στη μεγÜλη τη
σουπιÝρα και που γελοýνε με το πÜθημÜ της, που να λησμονηθεß στη κÜμαρÜ της κι οι Üλλοι, λßγο Ýλειψε, με μυστικÜ γνεψßματα, να της κρεμÜσουν, κιüλας, το κουτÜλι…
Ο Δημοφþν Κι Ο ΘÜνατος
Σαν Ýφθασε στα τριÜντα του χρüνια, ο Δημοφþν, ο ενÜρετος, αν και νεαρüς φιλüσοφος, με την ωραßα κορμοστασιÜ και τα γαλÜζια τα ονειρþδη μÜτια, ο μαθητÞς του Πρωταγüρα και του ΠλÜτωνα, αποφÜσισε να κλεßσει ξÜφνου δια μιας τη νεüτητÜ του, και ν´ αποτραβηχθÞ σαν ασκητÞς· πολý πριν να φανοýν οι Χριστιανοß ασκητÝς κι οι διÜφοροι στηλßτες, ο Δημοφþν το εßχε κÜνει πρþτος αυθüρμητα κι εν πλÞρει συνειδÞσει, με τη διαφορÜ πως δεν τον Ýσπρωχνε, καθþς αυτοýς αργüτερα, η πßστη κι ο φανατισμüς, αλλÜ – κι αυτü εßναι το σπουδαßο – εξ εναντßας η πλÞρης κι η απüλυτη απιστßα…
ΑποτραβÞχθηκε λοιπüν σε μια σπηλιÜ, σε μια Ýρημη κοιλÜδα της Βοιωτßας, üχι μακριÜ απ´ τον Ορχομενü, κι Ýζησε εκεß για κÜμποσο διÜστημα, μüνος εντελþς, με μια προμÞθεια μοναχÜ τροφÞς, μια χωματÝνια υδρßα, κι Ýνα σκληρü στρþμα, για ν´ αναπαýεται τη νýχτα· ο λüγος που τον Ýφερε ως εκεß, δεν Þταν η συνηθισμÝνη απογοÞτευση της καθημερινÞς χυδαßας ζωÞς, μÞτε καμιÜν αγÜπη θλιβερÞ (δεν εßχε ßσως ποτÝ αγαπÞσει, αυτü που λÝμε αγÜπη), αλλÜ το ßδιο πρüβλημα της ζωÞς, το κεντρικü το μÝγα κι ακαθüριστο, που εßναι γραφτü αιωνßως να διαφεýγει και που καμιÜ προσφερομÝνη του ερμηνεßα δεν ικανοποιεß! Εßχε πολý εμβαθýνει, και συστηματικÜ, μÝσ´ στο πολýπλοκο κι ασýλληπτο αυτü ζÞτημα, και του εßχε δþσει λýσεις διÜφορες εδþ κ´ εκεß κατÜ καιροýς ως που απüτομα, αφοý εßχε με χßλιους κüπους κι αγωνßες θεμελιþσει κÜποιο σýστημα βÜσιμο κÜπως
και τελειωτικü, σýμφωνα με τις τüτε κρατοýσες αντιλÞψεις, Ýχανε ξαφνικÜ το στÞριγμÜ του Ýνα καλü πρωß και ξαναβρισκüταν μüνος και αμαθÞς, απÝναντι του αγνþστου.
¹ταν στιγμÝς που το πολιορκοýσε η σκÝψη του, απ' üλες τις μεριÝς, τüσο στενÜ που 'λεγε λßγο ακüμα ßσως και θα 'φθανε στον ßδιο τον πυρÞνα του προβλÞματος κι ßσως αυτÝς οι λιγοστÝς στιγμÝς να 'ταν το πλÝον απþτατο σημεßο, που φθÜνει η ανθρþπινη διανüηση, ιδßως üμως Þταν πεισμÝνος, πως δε μπορεß παρÜ να ´ρθει μια μÝρα που η ανθρωπüτης θα το λýσει οριστικÜ (ποý να 'ξερε πως ýστερα απü δυο χιλιÜδες χρüνια θα 'μαστε πÜντοτε κι εμεßς στην ßδιαν απορßα!)… Εßχε τüσο πολý απορροφηθεß απü την Ýμμονην αυτÞν ιδÝα και εßχε καταναλþσει üλα τα πνευματικÜ του εφüδια σε τÝτοιο απεριüριστο σημεßο, þστε δυο αυλÜκια πρþιμα εßχαν χαραχθεß στο μÝτωπü του, το θαυμαστü του εφηβικü εκεßνο μÝτωπο, το στεφανωμÝνο με σγουρÜ μαλλιÜ, που ο ΚÝβης, ο επιγραμματοποιüς, το εßχε υμνÞσει κÜποτε, σ´ Ýν' απü τα ξακουστÜ επιγρÜμματÜ του!
Μια νýχτα πÞρε τη μεγÜλη απüφαση, να προσφýγει σε μιαν υπεκφυγÞν και να περιμεßνει Ýτσι το τÝλος της ζωÞς του, μποροýσε ακüμα κι η ζωÞ η πρωτογενÞς, η κατÜ φýση, η κανονικÞ, να του αποκαθιστοýσε τη σαλευθεßσα τη γαλÞνη της ψυχÞς του, και να τον επανÝφερε, ασυναßσθητα, στον αρχικü μοιραßον προορισμü του, που εßχεν ßσως απαρνηθεß – ποιος ξÝρει…
¸να βρÜδυ, καθþς Þταν μüνος και κοιτοýσε τ´ Üστρα -θα Þταν κατÜ τα μÝσα του Μεταγειτνιþνος- του εφÜνη μες στη συλλογÞ του, σαν κÜποιος να Þρθε και να εστÜθη δßπλα του· γýρισε το κεφÜλι, απορημÝνος και εßδε μια σκιÜ, κÜτι σαν τυλιγμÝνο σ´ Ýνα πÝπλο, και που δεν εßχεν ακριβþς το σχÞμα ανθρþπου· στεκüταν εκεß δßπλα του και δεν μιλοýσε διüλου, μÞτε φαινüταν να Ýχει ζωÞ πραγματικÞ. Του 'κανε μοναχÜ Ýνα νεýμα, να πλησιÜσει. Ο Δημοφþν Ýσφιξε τη χλαμýδα γýρω στο κορμß του και πλησßασε. ¹ταν ορθÞ στην Üκρη ενüς βρÜχου, κι Ýμοιαζε σαν κομμÝνη μες στο βρÜχο. Του εßπε τüτε με μυστηριþδη φωνÞ:
— ΞÝρω ποιος εßσαι, και τι θÝλεις. ¸λα μαζß μου να τα μÜθεις üλα…
Κι ο Δημοφþν την πÞρε το κατüπι, δßχως να διστÜσει, τüσο Þταν αποτραβηγμÝνος απ´ τα εγκüσμια κι η προσοχÞ του Þταν στραμμÝνη αλλοý. Αφοý περπÜτησαν πολλÞ þρα μες στα σκοτεινÜ, Ýφθασαν εμπρüς σε μια σπηλιÜۤ · εκεß στο βρÜχο Þταν μια θýρα, ερμητικÜ κλεισμÝνη· η θýρα αμÝσως Üνοιξε μονÜχη, και τüτε εκεßνοι μπÞκαν σε μια σÞραγγα που οδηγοýσε σε μια υπüγεια κρýπτη αχανÞ, με στοÝς και με διαδρüμους. Στην αρχÞ
ο Δημοφþν δεν μπüρεσε να διακρßνει τßποτε· σιγÜ-σιγÜ üμως Ýνα φως, Üγνωστο πþς ερχüμενο, απροσδιüριστο καθþς το φως της πρþτης χαραυγÞς, φþτισε αμυδρÜ üλα τα πρÜγματα, σα να ‘βγαινε ακριβþς μÝσ´ απ´ τα πρÜγματα, και να εßχε μια πηγÞ υπερφυσικÞ· κι üταν πÜλι γýρισε τα μÜτια του στη σκιÜ, που τþρα Þταν σταματισμÝνη μÝσ´ στη μÝση, εßδε μιαν εξαßσιαν ομορφιÜ στο πρüσωπü της, κÜτι υπερκüσμιο χυμÝνο στη μορφÞ της σα να Þταν κÜποια εμφÜνιση ενüς λαμπροý υπερπÝραν. Και τüτε ο Δημοφþν αισθÜνθηκε μÝσ' στην ψυχÞ του, κÜτι επßσημο και κατανυκτικü, που δεν Þταν ο τρüμος του αγνþστου αλλÜ το δÝος του υπερφυσικοý! Κι η προσοχÞ του πÜλι σταμÜτησε στη σκιÜ, και πρüσμενε να δη τι θα του πει. Κι η σκιÜ τον κοßταξε καλÜ-καλÜ στα μÜτια και του εßπε :
— ¸χεις στο νου σου πÜντα την ßδιαν απορßα;
— Ναι, πÜντα.
Και τüτε διημεßφθη αναμεταξý των ο επüμενος διÜλογος· για μια στιγμÞ ο Δημοφþν μποροýσε να πιστÝψει πως Þταν μια απ' τις καθημερινÝς συνομιλßες που Þταν συνηθισμÝνες τüτε στα γυμνÜσια και στα σπουδαστÞρια που φοιτοýσε.
— Ελπßζεις η απορßα σου αυτÞ να ικανοποιηθεß κÜπως μια μÝρα;
— Δεν ξÝρω· Ýχω καθÞκον να το ελπßζω.
— Ποý βασßζεσαι τÜχα ως προς αυτü;
— Στο ¢γνωστο· εφüσον εßναι το Üγνωστο κανÝνας δε μπορεß να προδικÜσει κεßνο που μπορεß να κÜμει αýριο…
— ¸χεις κανÝνα δεδομÝνον, πως η απορßα σου αυτÞ Ýχει λυθεß ποτÝ, και απü κανÝνα, Þ πως το Üγνωστο Ýχει δεßξει ßσαμε τþρα την εýνοιÜ του σε Üνθρωπο θνητüν;
— Και πþς μπορþ να ξÝρω, αν αýριο δεν το κÜμει στην παντοδυναμßα του, πþς μπορþ να ξÝρω καν αυτü, εφüσον τßποτε ακριβþς δεν ξÝρω!…
— ¿στε βαδßζεις Ýτσι, χωρßς καμιÜ πεποßθηση ορισμÝνη.
— ΠολλÝς φορÝς σχεδüν θαρρþ πως φθÜνω πολý κοντÜ στην τελικÞν αλÞθεια.
— Δε σου Þρθε κÜποτε ßσως η υποψßα, πως οσοδÞποτε κοντÜ κι αν εßσαι στην αλÞθεια, πÜντα εßσαι το ßδιο μακριÜ απ´ αυτÞν, üσο δεν την κατÝχεις ακριβþς;
— Σχεδüν νομßζω πως κι αυτü το ξÝρω.
— Και τüτε;…
— Δεν ξÝρω· περιμÝνω.
— Τι λοιπüν μπορεßς να περιμÝνεις, αφοý διαθÝτεις πÜντα τα ßδια μÝσα;
— Δε μου μÝνουν Üλλα να διαθÝσω.
— ΣυμπÝρασμα;
— ΚανÝνα! Δεν Ýχω Üλλη διÝξοδο να εκλÝξω.
— Αν εßχες θα την ακολουθοýσες;
— Μüνο γι´ αυτü κινοýμαι και αναπνÝω! Αυτü εßναι ακριβþς που πÜντα ελπßζω.
Τüτε η σκιÜ του 'κανε νεýμα να πλησιÜσει ακüμα πιο κοντÜ και του 'δειξε δυο θýρες σκαμμÝνες μÝσ´ στο βρÜχο που εßχαν τþρα
λες φανερωθεß στις δυο αντßθετες μεριÝς του μαγικοý σπηλαßου.
— Να, κοßταξε καλÜ τις δυο αυτÝς θýρες· η μια οδηγεß προς τη κανονικÞ ζωÞ· üποιος περÜσει απü τη θýρα αυτÞ θα λυτρωθεß απ´ το βÜρος της σκÝψης του και θα επιστρÝψει πÜλι μες στον κüσμο, να ζÞση καθþς ζουν μυριÜδες üντα χωρßς καμιÜν ερþτηση στα χεßλη, ακολουθþντας τη μοιραßα γραμμÞ τους, να υπÜρχουν μüνο για να συντηροýνται, μην ψÜχνοντας για το γιατß ποτÝ!
Η Üλλη οδηγεß στη πλÞρη γνþση -Þ μÜλλον θÝτει τÝρμα στη περιορισμÝνη αυτÞ ζωÞ, για üσους εξÝκλιναν απü τον αρχικü προορισμü τους. ΔιÜλεξε ποια θες ν´ ακολουθÞσεις. Η σκιÜ εßχε γεßρει τþρα ολüκληρη σχεδüν στο πρüσωπü του· και τüτε εßδε διαμιÜς σε μιαν αιφνßδιαν Ýκλαμψη του νου πως τüση þρα Þταν μüνος εντελþς και μιλοýσε με τον ßδιο τον εαυτüν του! Τüτε ο Δημοφþν σηκþθηκε Ýξαλλος, και κραýγασε με διÜτορη φωνÞ:
— Τη θýρα που οδηγεß στην πλÞρη γνþση -Þ μÜλλον θÝτει τÝρμα στην περιορισμÝνη αυτÞ ζωÞ, για üσους εξÝκλιναν απü τον αρχικü τον προορισμü τους!…
Κι ο Δημοφþν προχþρησε στη θýρα με το κεφÜλι αγÝρωχα υψωμÝνο, μ´ Ýνα βαθý χαμüγελο θριÜμβου, σαν ημßθεος!
¸νας κρüτος ξερüς μονÜχα ακοýστηκε και κÜτι κýλησε βαριÜ στα σκοτεινÜ.
¸τσι ανηρπÜγη Ýνα βρÜδυ ο Δημοφþν, μες απü τον ορατü τον κüσμο, επειδÞ θÝλησε να μÜθει, ü,τι δεν πρüκειται ποτÝ να μÜθει ο Üνθρωπος üσο διανýει τον κýκλο της ζωÞς του. Και βγÞκε κι η παρÜδοση üτι ο Δημοφþν, ο ενÜρετος φιλüσοφος, ο μαθητÞς του Πρωταγüρα και του ΠλÜτωνα, την
εποχÞ που ασκÞτευε σε μια σπηλιÜ, σε μια Ýρημη κοιλÜδα της Βοιωτßας, üχι μακριÜ απ´ τον Ορχομενü, Ýνα βρÜδυ περß μÝσα του Μεταγειτνιþνος, ενþ Ýψαχνε να βρει λßγο νερü για να γιομßσει την υδρßα του, μη βλÝποντας καλÜ στα σκοτεινÜ, Ýπεσε σ´ Ýνα βÜραθρο, κι εχÜθη.