Μα ποιÜ ζωÞ αξßζει
και πþς μπορεßς να τÞνε πεις ωραßα,
δßχως Ýναν Üξιο θÜνατο;
Βιογραφικü
Ο ΓιÜννης ΧατζηανδρÝας, που Ýμελλε να τιμÞσει τα ελληνικÜ γρÜμματα με το ψευδþνυμο -απü παρατσοýκλι του πατÝρα του- ΣτρατÞς Τσßρκας, Þταν ¸λληνας, συγγραφÝας ποιητÞς, δημοσιογρÜφος -μεταξý Üλλων- απü τους αξιολογüτερους πεζογρÜφους της μεταπολεμικÞς γενιÜς, περισσüτερο γνωστüς για τη μυθιστορηματικÞ του 3λογßα ΑκυβÝρνητες Πολιτεßες (το σημαντικüτερο Ýργο του -1960-1965- που απαρτßζεται απü 3 μυθιστορÞματα: ΛÝσχη, ΑριÜγνη και Νυχτερßδα, που εισÜγουν Ýναν τολμηρü και πειραματικü μοντερνισμü στο ελληνικü μυθιστüρημα).και το μυθιστüρημÜ του Η ΧαμÝνη ¢νοιξη. Ο ΣτρατÞς Τσßρκας τοποθετεßται σÞμερα, ανÜμεσα στη μεσοπολεμικÞ και μεταπολεμικÞ γενιÜ της νεοελληνικÞς πεζογραφßας και το Ýργο του συνδÝεται Üμεσα με τις πολιτικÝς εξελßξεις στην ΕλλÜδα και τη γενÝτειρÜ του, στις οποßες πÞρε ενεργü μÝρος.
Γεννηθηκε στο ΚÜιρο που και πÝρασε τις πρþτες 3 10ετßες της ζωÞς του. Η οικογÝνεια ΧατζηαντρÝα εßχε καταφýγει στην Αßγυπτο για να μην υπηρετÞσει ο πατÝρας στρατιþτης σε τουρκικÞ επικρÜτεια. ΜετÜ τους σεισμοýς του 1881 η οικογÝνεια μετακüμισε στη ΧÜιφα, ενþ με τον πüλεμο του 1897 κατÝφυγε στην ΑλεξÜνδρεια. "¸τσι γινÞκαμε εμεßς αιγυπτιþτικο γÝνος, αλεξανδρινοß. Οι σχÝσεις μου με το πνεýμα, τον κüσμο της προσφυγιÜς εßναι πολý Ýντονες, υπÜρχουνε ρßζες", θα πει ο συγγραφÝας αργüτερα. Ο συγγρραφÝας που μοßρασε τη ζωÞ του -üση δεν του 'κλεψε ο σκληρüς βιοπορισμüς- στη τÝχνη και στους κοινωνικοýς αγþνες.
ΓεννÞθηκε στο ΚÜιρο στις 23 Ιουλßου 1911, 1ο απü τα 4 παιδιÜ του ΚωστÞ ΧατζηανδρÝου (απü την ºμβρο) και της Περσεφüνης ΣταμαρÜτη (με καταγωÞ απü τη Χßο). To 1917 γρÜφεται στη περßφημη ΑμπÝτειο ΣχολÞ της πüλης κι αφοý τελειþσει το δημοτικü της, θα εγγραφεß το 1923 στο εμπορικü τμÞμα της σχολÞς για να σπουδÜσει και παρÜ την επιθυμßα του- Ýνα επÜγγελμα. Αποφοßτησε απü τη σχολÞ το 1928 κι αμÝσως (17 χρονþν) προσελÞφθη στη National Bank of Egypt, στη παλαιüτερη και μεγαλýτερη τρÜπεζα της Αιγýπτου, αγγλικþν (τüτε) συμφερüντων.
Απü τα πρþτα νεανικÜ του χρüνια, μüλις αποφοßτησε απü την ΑμπÝτειο, αναγκÜστηκε να δουλÝψει σε εκκοκκιστÞριο βÜμβακος ως λογιστÞς και κατüπιν διευθυντÞς του εργοστασßου στην ¢νω Αßγυπτο. ΠÝρασε μια 10ετßα εκεß κι üπου μÜλιστα Ýγραψε τα πρþτα του ποιÞματα και διηγÞματα για τη ζωÞ των φελλÜχων.
Απü μικρüς επιδεικνýει εντυπωσιακÞ προδιÜθεση για τη λογοτεχνßα, δανεßζεται απü βιβλßα απü βιβλιοθÞκες και φßλους, παρακολουθεß üλα τα θεατρικÜ Ýργα και τις ταινßες απü την ΕλλÜδα ενþ σημειþνει στα σχολικÜ του σημειωματÜρια οτιδÞποτε διαβÜζει Þ τον ενδιαφÝρει. Στο νεανικü δημιουργικü πυρετü της εποχÞς εκεßνης γρÜφει και το 1ο του μυθιστüρημα. "¼ταν Þμουν 20 ετþν, Ýγραψα Ýνα μυθιστüρημα, απü το οποßο σþθηκε Ýνα κεφÜλαιο. ¼λο το Üλλο το Ýκαψα, γιατß σε κÜποια στιγμÞ αυτογνωσßας εßδα üτι λÝω ψÝματα. Κι αυτÞ η εμπειρßα μοý κüστισε τüσο, þστε Ýκανα 25 χρüνια να γρÜψω Üλλο μυθιστüρημα", εßπε ο ßδιος σε συνÝντευξÞ του. Tο 1927 δημοσιεýει το 1ο του πεζü με τßτλο ΦεγγÜρι, στο περιοδικü Παναιγυπτßα. Νεαρüς επßσης, διÜβαζε Üπληστα κι Üρχισε να δημοσιεýει σε περιοδικÜ της Αιγýπτου και της ΕλλÜδας ποιητικÝς μεταφρÜσεις και μικρÜ κεßμενÜ του. ΜεταφρÜσεις του ποιημÜτων του ΧÜινε, του ΑλφρÝ ντε ΜυσσÝ και του Σßλερ, στα Ýγκριτα ελλαδικÜ περιοδικÜ ΟικογÝνεια και ΜπουκÝτο, υπογρÜφοντας με το πραγματικü του üνομα. Το 1930 δημοσßευσε το πεζογρÜφημα ΜεσημεριÜτικο στο περιοδικü Πρωτοπορßα και το 1ο του ποßημα, με τßτλο Pot pouri, στο περιοδικü ΑλεξανδρινÞ ΤÝχνη. Το 1937 κυκλοφüρησε τη ποιητικÞ συλλογÞ ΦελλÜχοι, üπου υπÝγραψε για πρþτη φορÜ με το üνομα ΣτρατÞς Τσßρκας. Ως το ξÝσπασμα του 2ου Παγκ. Πολ. ασχολÞθηκε με τη ποßηση και το διÞγημα. Απü 1927 ως το 1963, γρÜφει χωρßς διακοπÞ ποßηση, διηγÞματα, δοκßμια ενþ συνεργÜζεται σταθερÜ με περιοδικÜ και εφημερßδες.
Στην ΑλεξÜνδρεια που κατεβαßνει για διακοπÝς, Ýρχεται σ' επαφÞ με τον κüσμο των γραμμÜτων (το 1930 γνþρισε και τον ΚαβÜφη), καθþς και με τους κýκλους των κομμουνιστþν, χþρο üπου κι εντÜσσεται. Το 1937 παντρεýεται την Αντιγüνη Κερασσþτη (πÝθανε 9 ΣεπτÝμβρη 2012), με την οποßα ταξßδεψε στην Αυστρßα, την Ιταλßα, τη Γιουγκοσλαβßα, τη Γαλλßα και την ΕλλÜδα κι απÝκτησε Ýνα γιο τον Κþστα (γεν. 1957). Το γαμÞλιο ταξßδι στην Ευρþπη της ναζιστικÞς επιβολÞς και του Ισπανικοý Εμφυλßου, αλλÜ και του γαλλικοý Λαúκοý Μετþπου, θα τονε γεμßσει παραστÜσεις αναγνωρßσιμες σ' üλο το Ýργο του.
____________________
Με το ΓιÜννη γνωριστÞκαμε στη πλαζ της ΑλεξÜνδρειας, καλοκαßρι του '36. Εßχαμε μικρÞ διαφορÜ ηλικßας: 4 χρüνια. ΚÜναμε πολý παρÝα στην αρχÞ. ΜετÜ πιÜσαμε αλληλογραφßα. ΑνταλλαγÞ βιβλßων, τÝτοια. Γιατß εκεßνος Þτανε στην ¢νω Αßγυπτο, στα χωριÜ, διευθυντÞς στην εκεß βαμβακοβιομηχανßα. Τον επüμενο χρüνο, το '37, παντρευτÞκαμε. Στο ΝτÝυρουτ που μÝναμε τüτε, Ýνα χωριουδÜκι Ýξι þρες απü το ΚÜιρο, η ζωÞ μας κυλοýσε πολý αργÜ κι Þσυχα. ΠρÝπει να πω πως εγþ απü τüτε, απü τα πρþτα γραφτÜ που μου Ýδειξε, προÝβλεπα πως κÜποια μÝρα θα γßνει σπουδαßος συγγραφÝας. Το πßστευα βαθιÜ. Και το '39, μερικÝς βδομÜδες πριν κηρυχτεß ο πüλεμος, πÞγαμε στην ΑλεξÜνδρεια και ζÞσαμε μαζß με την οικογÝνειÜ του, ομüρφα, πολý αρμονικÜ. Εκεß στην ΑλεξÜνδρεια, ασχοληθÞκαμε με την ΕιρηνιστικÞ ¸νωση. ¹ταν μια οργÜνωση που εßχε üλες τις ρÜτσες μÝσα. Εβραßους, ΓÜλλους, Ιταλοýς, ΕγγλÝζους κι Þμασταν üλοι αδελφωμÝνοι μεταξý μας. Τüτε επßσης, υπÞρχε στην ΑλεξÜνδρεια Ýνα βιβλιοπωλεßο Les amis du livre, που Þταν στÝκι μας. Εκεß μαζεýονταν συγγραφεßς, καλλιτÝχνες και διανοοýμενοι και συζητοýσαν. ¹ταν ο Πιερßδης, ο Φßλας, ο ΜαλÜνος...
Στο ΓιÜννη Üρεσε πολý ο κινηματογρÜφος, Ýτσι 3 φορÝς τη βδομÜδα πηγαßναμε απαραιτÞτως σινεμÜ. Πηγαßναμε üμως και θÝατρο, σε συναυλßες, στο μπαλÝτο. ¼ταν Þρθαμε στην ΕλλÜδα δεν πßστευαν üλα αυτÜ τα θεÜματα που εßχαμε δει στην Αßγυπτο. Το καλοκαßρι του '63 εßχαμε Ýρθει στην ΕλλÜδα για τουρισμü. Γßνεται η εθνικοποßηση του εργοστασßου που δοýλευε ο ΓιÜννης και τηλεφωνοýμε σε κÜποιους φßλους εκεß να μας στεßλουνε χειμωνιÜτικα ροýχα. ¸τσι Þρθαμε μüνιμα στη πατρßδα. ΑρχικÜ πιÜσαμε Ýνα σπßτι στη ΝÝα Σμýρνη -προσωρινÜ, της κουνιÜδας μου Þταν. Τüτε συνδεθÞκαμε με τον ΚÝδρο, που ο ΓιÜννης Ýβγαζε τα βιβλßα του. ΒλÝπαμε τη ΝανÜ, το ΒουρνÜ, το Διαμαντüπουλο, τον ηθοποιü, τον Καλμοýχο, τον ζωγρÜφο. ΜετÜ πÞγαμε στον ¢γιο ΧαρÜλαμπο και τελικÜ Þρθαμε εδþ στη ΚαισαριανÞ.
Ο ΓιÜννης τον καιρü εκεßνο δοýλευε κÜτι και δεν Þθελε κανÝνας να τον ενοχλεß. ¼ταν τελεßωνε üμως μας το διÜβαζε και ζητοýσε γνþμες. ¹ταν ανοιχτüς σε ολονþν τις κρßσεις, δεν Þταν δηλαδÞ μυγιÜγγιχτος. Δεν θεωροýσε üτι αυτü που Ýγραψε εßναι το ¸ργο, εßχε αυτογνωσßα κι Þξερε μÝχρι που μπορεß να φτÜσει. Απ' üλα τα βιβλßα του με συγκινεß περισσüτερο η ΑριÜγνη, γιατß αποπνÝει πολý ανθρωπιÜ. Η κεντρικÞ ηρωιδα, αυτÞ η γυναßκα με πιÜνει βαθιÜ, γιατß μου θυμßζει τη μητÝρα του ΓιÜννη -Ýχει πÜρα πολλÜ στοιχεßα απü τη μητÝρα του. Ακüμα σκÝφτομαι πολý συχνÜ και τη συμπαθÞ φιγοýρα του ομοφυλüφιλου του Ροýντη, που λÝει κÜπου: "Προτιμþ να πεθÜνω για τους φßλους μου, παρÜ για μια ιδεολογßα". Εßναι μια φρÜση πιστεýω που σημαδεýει μια εποχÞ, Ýναν κüσμο, μια στÜση ζωÞς. Με τον Τσßρκα εßχαμε φιλßα μεταξý μας. ¹ξερε ο Ýνας üτι μπορεß να στηρßζεται στον Üλλο. Ζοýσαμε πολý απλÜ. ¹μασταν πολý δεμÝνοι. ΜετÜ το θανατü του σιγÜ-σιγÜ φτιÜξαμε το αρχεßο του, που τþρα θα πÜει στο νÝο κτßριο του Ε.Λ.Ι.Α, μαζß με τη βιβλιοθÞκη του, Ýτσι üπως την εßχε αφÞσει. ΣÞμερα η ζωÞ μου εßναι τα χαρτιÜ του Τσßρκα και λßγο το σπßτι και καμμιÜ φορÜ περνÜω κι απü τον ΚÝδρο...
----------------------
Το καλοκαßρι του ßδιου χρüνου πÞρε μÝρος (ανÜμεσα στους Μπρεχτ, Λουß Αραγκüν, Νεροýδα κι Üλλους) στο Β' ΔιεθνÝς ΣυνÝδριο των ΣυγγραφÝων για την ΥπερÜσπιση της Κουλτοýρας εναντßον του Φασισμοý, στο Παρßσι, üπου γρÜφει μαζß με τον ποιητÞ ΛÜνγκστον Χιουζ, τον περßφημο ¼ρκο ΖωÞς Στο ΔολοφονημÝνο Λüρκα, που απαγγÝλλει ο Αραγκüν κι υπογρÜφουν üλοι οι σýνεδροι. Το 1932 εργÜσθηκε ως υπÜλληλος στην ΕθνικÞ ΤρÜπεζα της Αιγýπτου. To 1938 εγκαθßσταται μüνιμα στην ΑλεξÜνδρεια κι απü τον επüμενο χρüνο διορßζεται διεθυντÞς στο εργοστÜσιο βυρσοδεψßας του ΜικÝ Χαλκοýση, μια θÝση που διατηρεß μÝχρι την αναχþρησÞ του για την ΑθÞνα το 1963.
Το 1937 εκδßδει τους ΦελλÜχους, ποιÞματα εμπνευσμÝνα απü την εμπειρßα του στην ¢νω Αßγυπτο' το 1938, Το Λυρικü Ταξßδι, και το 1944 τη 1η συλλογÞ διηγημÜτων Αλλüκοτοι ¢νθρωποι. Ο Προτελευταßος Αποχαιρετισμüς και το Ισπανικü Ορατüριο (1946) θα εßναι κι ο αποχαιρετισμüς του στη ποßηση. Θα ασχοληθεß εφεξÞς με τη πεζογραφßα και το δοκßμιο. Στη διÜρκεια του πολÝμου, δρα στην οργÜνωση του Κομμουνιστικοý Κüμματος (ΑντιφασιστικÞ Πρωτοπορßα) και στον ευρýτερο χþρο του Ελληνικοý Απελευθερωτικοý ΣυνδÝσμου (ΕΑΣ), üπως και στη σýνταξη του περιοδικοý ¸λλην και σε παρÜνομα φýλλα.
Απü νεαρÞ ηλικßα εντÜχθηκε στο αριστερü κßνημα της Αιγýπτου και συνδÝθηκε αρχικÜ, πιθανüν το 1928, με τη κομμουνιστικÞ ομÜδα του ΣακελλÜρη ΓιαννακÜκη στο ΚÜιρο. Μαζß με τον Αλεξανδρινü ζωγρÜφο ΓιÜννη ΜαγκανÜρη (1918 - ΑθÞνα 2007) κι Üλλους ¸λληνες Αιγυπτιþτες δημιουργοýνε τη δραστÞρια ΠνευματικÞ Εστßα ΕλλÞνων Αλεξανδρεßας. Το 1935, μαζß με τον Κýπριο ποιητÞ Θεοδüση Πιερßδη, εντÜσσεται στη πολυεθνικÞ οργÜνωση Ligue Pacifiste, που ßδρυσε ο Ελβετüς Paul Jacot-Descombes κι αναλαμβÜνει με τον Πιερßδη, τον συντονισμü του ελληνικοý τμÞματος της οργÜνωσης. Τη περßοδο αυτÞ αρθρογραφεß στο επßσημο üργανο της League, το περιοδικü Πολιτισμüς-Civilisation, που εκδßδεται σε τρεις γλþσσες (ΓαλλικÜ, ΑραβικÜ κι ΕλληνικÜ).
Ο Β' Παγκ. Πüλ. τονε κÜνει ακüμα πιο ενεργü πολιτικÜ: γßνεται καθοδηγητικü στÝλεχος του Ελληνικοý Απελευθερωτικοý ΣυνδÝσμου και συντÜσσει αντιστασιακÜ κεßμενα. Το 1942, üταν τα Afrika Korps του Erwin Rommel απειλοýν την ΑλεξÜνδρεια, καταφεýγει με Üλλους αριστεροýς στη Παλαιστßνη, μÝχρι τη συμμαχικÞ νßκη στο El Alamein τον ΝοÝμβρη του ιδßου Ýτους. "Βρßσκομαι στην ΑλεξÜνδρεια το 1942 και μαζß με φßλους βγÜζουμε το αντιφασιστικü περιοδικü ¸λλην. Η κατÜσταση των πολεμικþν μετþπων εßναι πολý δýσκολη κι αποφασßσαμε να προσπαθÞσουμε με κÜποιο τρüπο να φτÜσουμε στον ΕυφρÜτη, να περÜσουμε στον Καýκασο και τη ΣοβιετικÞ ¸νωση και να γλυτþσουμε απü τα χÝρια των χιτλερικþν. ΦτÜσαμε στη Παλαιστßνη χωρßς χαρτιÜ, χωρßς τßποτε. Η μüνη ταυτüτητα που εßχα Þταν μια κÜρτα διαρκεßας του τραμ με μια φωτογραφßα μικρÞ πÜνω. Μ' αυτü το χαρτß πÝρασα τα σýνορα. Εκεß, λοιπüν, στη Παλαιστßνη, δεν μποροýσαμε να εμφανιστοýμε σε κανÝνα ξενοδοχεßο επßσημο, απü αυτÜ που ζητÜνε διαβατÞρια. ΚÜναμε επαφÞ με αριστεροýς Εβραßους, που μας Ýστειλαν σε μια πανσιüν üπου η κυρßα που τη διηýθυνε Þτανε τüσο αριστοκρÜτισσα, þστε νüμιζε πως Þτανε ντροπÞ να ζητÜς ταυτüτητα, üτι Ýπρεπε να πιστεýεις τον κÜθε Üνθρωπο", εßπε ο ßδιος για τη φυγÞ εκεßνη. Εκεßνα τα χρüνια γßνεται κι η γνωριμßα του με τον ΣεφÝρη.
Απü το 1942, μαζß με τον Πιερßδη, τον ΟδυσσÝα ΚαραγιÜννη, το ΣτρατÞ Ζερμπßνη κι Üλλους, συμμετÝχει στην Ýκδοση της αντιφασιστικÞς πολιτικÞς επιθεþρησης ¸λλην, που εκδßδει ο δημοσιογρÜφος ¢γγελος Κασιγüνης. Το 1943-44 εßναι ανÜμεσα στα ιδρυτικÜ στελÝχη του φιλο-ΕΑΜικοý Ελληνικοý Απελευθερωτικοý ΣυνδÝσμου (ΕΑΣ) κι απü το 1945 μÝχρι το 1961 εßναι στÝλεχος της παροικιακÞς κομμουνιστικÞς οργÜνωσης ΑντιφασιστικÞ Πρωτοπορßα, που διετÝλεσε και γραμματÝας απü το 1946 μÝχρι το 1951. Στο διÜστημα αυτü γρÜφει συχνÜ το κýριο Üρθρο στις εφημερßδες ΦωνÞ (1952-53) και ΠÜροικος (1953-61), που διευθýνει ο δημοσιογρÜφος Σοφιανüς Χρυσοστομßδης κι εßναι τα επßσημα üργανα της ΑντιφασιστικÞς Πρωτοπορßας.
Το κßνημα του Απρßλη του 1944 -η εξÝγερση του Στρατοý και του Στüλου- κι η δραματικÞ καταστολÞ του, γεγονüτα που τα 'ζησε απ' τα μÝσα, θα εßναι τραυματικÞ εμπειρßα, που θα στοιχειþνει το μεταγενÝστερο Ýργο του, απü τη συλλογÞ Ο Απρßλης Εßναι Πιο Σκληρüς (1947) ως τη λυτρωτικÞ κατÜθεσÞ της στον τρßτο τüμο της 3λογßας. ΜετÜ τον πüλεμο, εκδßδει σειρÝς διηγημÜτων, δημοσιεýει λογοτεχνικÜ κεßμενα κι Üρθρα, εκτενÞ μελÝτη για το ΒουτυρÜ στην ΑλεξανδρινÞ Λογοτεχνßα 1948 και στο ßδιο περιοδικü, το 1950, για τον Νßκο Νικολαßδη τον Κýπριο, που θεωροýσε δÜσκαλü του.
¸χοντας εκδþσει 3 συλλογÝς διηγημÜτων απü το 1944 μÝχρι το 1954, το 1957 γρÜφει σε 10 μÝρες τη νουβÝλα Νουρεντßν Μπüμπα, που εμπνÝεται απü την εθνικοποßηση της Διþρυγας του ΣουÝζ απü τον Αιγýπτιο πρüεδρο ΝÜσερ. Εκδßδεται στην ΑθÞνα απü τον ΚÝδρο, κÜνοντας Ýτσι τον Τσßρκα γνωστü στο αναγνωστικü κοινü της ΕλλÜδας, με αυτÞ τη θερμÞ συνηγορßα του για τους αγþνες του αιγυπτιακοý λαοý. ¾στερα απü πολýμοχθη Ýρευνα, το 1958 εκδßδει το βιβλßο του Ο ΚαβÜφης & Η ΕποχÞ Του (κρατικü βραβεßο βιογραφßας), που τÜραξε τα νερÜ κι Ýδωσε νÝα κατεýθυνση στις καβαφικÝς μελÝτες. (Οι ÝρευνÝς του θα συμπληρωθοýν αργüτερα, το 1971, με τον Πολιτικü ΚαβÜφη) ΑλλÜ και με τη συνεισφορÜ του στο τιμητικü αφιÝρωμα Για Τον ΣεφÝρη (1961), Μια Üποψη για το Ημερολüγιο Καταστρþματος Γ' Üνοιξε ορßζοντες για μιαν Üλλη προσÝγγιση του σεφερικοý Ýργου.
Το 1961 εκδßδει τη ΛÝσχη, 1ο τüμο των ΑκυβÝρνητων Πολιτειþν, που θα του κοστßσει τη διαγραφÞ του απü την οργÜνωση των ΕλλÞνων κομμουνιστþν της Αιγýπτου για τη τüλμη του να καταγγεßλει νοοτροπßες και συμπεριφορÝς ηγετικþν στελεχþν του αριστεροý κινÞματος που ευτελßζουν ιδανικÜ κι αγþνες. Του ζητÞθηκε απü την ηγεσßα του ΚΚΕ να αποκηρýξει το Ýργο του, αυτüς αρνÞθηκε λÝγοντας: "ΚατÝγραψα τα γεγονüτα, üπως ακριβþς τα Ýζησα. Η συνεßδησÞ μου δεν εßναι καπÝλο να την πÜρω απ' το Ýνα καρφß να την κρεμÜσω στο Üλλο". To 1962 κυκλοφορεß ο 2ος τüμος της 3λογßας, ΑριÜγνη. Το 2ο μÝρος, περιεßχε ισχυρüτερα δεßγματα νοσηρþν καταστÜσεων της ΑριστερÜς, ανÝλαβε ο ΜÜρκος ΑυγÝρης με "ασýγγνωστη εμπÜθεια, να καταδικÜσει για τη θÝση του, ως ολßσθημα απü τα ιδεολογικÜ θÝσφατα".
"Το λοιπüν τι κÜθομαι και τρþγομαι με το ΜαλÜνο üταν ακüμα κι Ýνας ΑυγÝρης δεν καταλαβαßνει τι λÝω; Θα γυρßσω στη δουλειÜ μου: ΔιÞγημα, μυθιστüρημα".
-επιστολÞ στον Μ. Μ. ΠαπαúωÜννου, 22 ΜÜρτη 1960
ΜετÜ την εγκατÜστασÞ του στην ΕλλÜδα, ασχολεßται με τη συγγραφÞ του 3ου τüμου, της Νυχτερßδας, που θα εκδοθεß το 1965. ΚÝντρο της 3λογßας εßναι τα ιστορικÜ και πολιτικÜ γεγονüτα της περιüδου στη ΜÝση ΑνατολÞ και στις συγκροýσεις, που εξελßχθηκαν σε 3 ακυβÝρνητες πολιτεßες, την ΙερουσαλÞμ, το ΚÜιρο και την ΑλεξÜνδρεια. Ο Τσßρκας θεωροýσε ολüκληρη τη 3λογßα σα μια προσπÜθεια δικαßωσης του κινÞματος του Απρßλη του 1944, στο οποßο ο ελληνικüς στρατüς στη ΜÝση ΑνατολÞ ξεσηκþθηκε ενÜντια στη προσπÜθεια διÜλυσης κι ολικÞς υποταγÞς του απü τα μεταξικÜ στοιχεßα και την αγγλικÞ διοßκηση. ΑυτÞ η εκδßωξη απü το ßδιο του το κüμμα θα αποτελÝσει ισχυρü πλÞγμα για το δημιουργü, που το 1963 εγκαταλεßπει την ΑλεξÜνδρεια για πÜντα κι εγκαθßσταται με τη γυναßκα του και τον 6χρονο γιο τους στην ΑθÞνα, üπου Ýζησε μÝχρι το τÝλος της ζωÞς του.
Συνεχßζει να δημοσιεýει κεßμενα, κυρßως στην Επιθεþρηση ΤÝχνης, ενþ ασχολεßται παρÜλληλα με τη κριτικÞ βιβλßου και το κοινωνικü ρεπορτÜζ στον Ταχυδρüμο. Στη διÜρκεια της δικτατορßας, αναλαμβÜνει καθοδηγητικü ρüλο στο Πατριωτικü ΜÝτωπο (ΠΑΜ) και μετÜ τη διÜσπαση του ΚΚΕ, εντÜσσεται στο ΚΚΕ Εσ.. Εκπονεß μüνο μεταφρÜσεις σημαντικþν Ýργων, συμμετÝχοντας Ýτσι στη ΣιωπÞ Των Καλλιτεχνþν και μετÜ την Üρση της προληπτικÞς λογοκρισßας, πρωτοστατεß στην αντιδικτατορικÞ Ýκδοση των 18 ΚειμÝνων και των ΝÝων ΚειμÝνων, που εκφρÜζουνε την αντßθεση του πνευματικοý κüσμου στο καθεστþς. ΣυνεργÜζεται επßσης με το αντιδικτατορικü περιοδικü η ΣυνÝχεια. Το 1972, η γαλλικÞ Ýκδοση των ΑκυβÝρνητων Πολιτειþν αποσπÜ το βραβεßο του καλλßτερου ξÝνου βιβλßου. Το 1976 εκδßδεται Η ΧαμÝνη ¢νοιξη, το αθηναúκü του μυθιστüρημα, που θα Þταν το 1ο μÝρος μιας Üλλης 3λογßας. Το βιβλßο üμως Ýμελλε να εßναι το κýκνειο Üσμα του καθþς πÝθανε τελικÜ στο ΙπποκρÜτειο που νοσηλευüταν, απü ανεýρυσμα στις 27 ΓενÜρη 1980 στα 69 του χρüνια.
Βιβλßα του Ýχουνε μεταφραστεß στα γαλλικÜ, αγγλικÜ, ισπανικÜ, ιταλικÜ, ρουμανικÜ, τοýρκικα, αραβικÜ.
==============
Καιρüς Για ΨÜρεμα Με ΚαλÜμι
Εßναι Ýνα βρÜδυ καλοκαιριÜτικο απüψε που κατεβαßνεις την οδü ΜισÜλας. Ο αÝρας Ýκοψε απüτομα κι η υγρασßα σαν αüρατη κουνουπιÝρα τυλßγει τους ανθρþπους, χτυπÜ κατÜστηθα τις γυναßκες, κÜθεται πÜνω τους και τους μουσκεýει τα ροýχα, γυαλßζει τα πρüσωπα τις αρπÜχνει απ' το λαιμü. Ο αÝρας Ýχει κüψει τω üντι και σκÝφτεσαι μες στον ιδρþτα, μες στις ξυνÝς μυρωδιÝς τß θÜλασσα θα κÜνει αýριο, για το ψÜρεμα. Καιρüς για ψÜρεμα με καλÜμι. ΚÜποτε διÜβασες πως τη πρþτη βδομÜδα μετÜ το Μüναχο, οι üχτες γýρω απ' το Παρßσι γιüμισαν ανθρþπους που ψαρεýαν με καλÜμι. Αναντρßα Þ τýψη; Απüψε ο αÝρας Ýχει πÝσει, εßναι αρχÝς ΣεπτÝμβρη, τ' αποτελÝσματα στη Λακωνßα φÝραν 92% και συ σκÝφτεσαι να βγεις στο ψÜρεμα με το καλÜμι.
Η υγρασßα σοýρνεται πÜνω στην Üσφαλτο τη κÜνει και λαμποκοπÜ, κατρεφτßζει τα ηλεκτρικÜ, θαμπþνει τα τζÜμια στις βιτρßνες και τα ματογυÜλια τοýτης της δασκÜλας που κοντοστÜθηκε για να τα καθαρßσει. Σοýρνεται πÜνω στην Üσφαλτο μαζß με τις ξυνÝς μυρωδιÝς του καλοκαιριοý που Ýβρασε και τþρα ξεθυμαßνει, Χνουδωτü ξανθοκüκκινο Üρωμα των φροýτων. ¸να μπακÜλικο μυρßζει παστουρμÜ ανυπüφορα. Οι ντομÜτες σαπισανε στο μανÜβικο. ΠηχτÞ επιθετικÞ και κρýα εßναι η μπüχα που βγαßνει απü κÜτω απü το σιδερÝνιο ρουλü του χασÜπη. Τι σου γρÜφουν; ρωτÜ ο Ýνας. Ανεβαßνει. Τα 'πνιξε üλα κι ακüμα ανεβαßνει, του αποκρßνεται ο Üλλος. Στην ΑπÜνω Αßγυπτο, στο καψαλισμÝνο τ' ασκητικü, το ξυπüλητο, το λιμÜρικο το ΣÜιτ του Νεßλου του κÜπνισε να θÝλει να χαúδÝψει τα χωριÜ που 'ναι χτισμÝνα απü σβουνιÜ και λÜσπη. Μüλις üμως
τ' αγγßξει η φαρδιÜ, ιερατικÞ του μανßκα εκεßνα γονυπετοýν λιπüθυμα και λυþνουν. Σα να 'τανε φτιαγμÝνα απü σβουνιÜ και λÜσπη. Τα 'πνιξε κι üλα Ýχουν ακριβýνει, μου 'λεγε το πρωß ο εισπρÜχτορας του δημαρχιακοý φüρου, χτενßζοντας τη φοýντα του φεσιοý του με τη βοýρτσα. Τη νýχτα περιμÝνει να πλαγιÜσουν üλοι οι δικοß του στο στενÜχωρο διαμÝρισμα, ανÜβει τη λÜμπα και διαβÜζει Σαßξπηρ στο πρωτüτυπο.
-"¸τσι που πÜμε, το χειμþνα δε θα φÜμε καθüλου κρÝας", μου εßπε.
Περνþντας μπρος απ' τα ΜπιλιÜρδα κοντοστÝκεσαι, κÜνεις Ýνα βÞμα πßσω. Εκεßνο το γερüντιο το χωμÝνο στη ψÜθινη πολυθρüνα, λοξÜ μες στο ημßφωτο δεξιÜ, με τα ψαρÜ τ' αχτÝνιστα μαλλιÜ, που σε κοιτÜ και δε σε κοιτÜ μÝσα απü τ' Üταχτα, τα δασÜ του φρýδια, δεν εßναι ο ΚαβÜφης; ΦυσικÜ, εßναι ο ΚαβÜφης κι εßναι το ψÜρεμα με καλÜμι. Αν θες üμως να γρÜψεις κι Üλλες ανταπüκρισες θα πρÝπει να φυλÜξεις μια συμφωνßα: Τον ΚαβÜφη δε θα τον αναφÝρνεις παρÜ περαστικÜ μονÜχα, περαστικÜ μα κι απαραßτητα σε κÜθε γρÜμμα. Να εßναι μια σκιÜ, μια υπüμνηση, να μη φανεßς üτι δεν ξÝρεις πως ΚαβÜφης κι ΑλεξÜντρεια εßναι αχþριστοι. ¼πως τη μαργαρßτα στα σχÝδια του Ζαν ΕφÝλ τη τüσο διακριτικÞ μα που χωρßς αυτÞ τα σκßτσα του εßναι ατÝλειωτα. Αλλιþς θα 'τανε τüσο εýκολο να μιλÞσεις για την ΑλεξÜντρεια. ¹ τüσο δýσκολο.
Εßναι μια ψαρßλα και μια ξυνÞ μυρωδιÜ σÜπιων φροýτων κι Ýνα βαρý, Ýνα γλυκερü Üρωμα κουρεßου που σÝρνεται πÜνω στην Üσφαλτο. Υγραßνονται οι γÜμπες και τα γυμνÜ δÜχτυλα των γυναικþν μες στα σαντÜλια τους. Εßναι αυτÞ η μυστÞρια η κρεμασμÝνη στο μπρÜτσο του ΕγγλÝζου λοχßα, που του κουβεντιÜζει, του μιλÜ με βουλιμßα. ΚÜπου το τακοýνι της στραβοπατÜ, ο αστρÜγαλüς της θα ξεβιδωθεß, μα üχι, κρεμιÝται στο μπρÜτσο του και του χαμογελÜ κι η φωνÞ της εßναι γεμÜτη απορßες, üλες οι φρÜσες της καταλÞγουν ερωτηματικÜ, τüσο που αγωνßζεται να τον κÜμει να την αγαπÞσει, με μιαν απελπισμÝνη, μιαν επιθετικÞ παθητικüτητα. Εßναι οι τελευταßοι. Ο πüλεμος πÝρασε και δεν παντρεýτηκαν. ΠεριμÝνουν το τραμ. Εßναι στο σταθμü Ραμλßου και περιμÝνουν το τραμ της Βικτþρια. Θα τον πÜει στο στρατþνα του Þ θα τη συνοδÝψει σπßτι της; Ο πρωτοετÞς της νομικÞς με τον ανοιχτü γιακÜ και τα σγουρÜ τα κατσαρÜ και κατÜμαυρα μαλλιÜ που μοιÜζουν με περοýκα απü αστρακÜν δαγκþνει τα χεßλια του με μια φαρμακωμÝνη μουγκαμÜρα. Ακüμα δεν Ýφυγαν. Στου ΜουστÜφα ΜπÜρακς χτßζουν κι Üλλους στρατþνες. ΒγÜζει απ' τη τσÝπη μια κιμωλßα, τους προσπερνÜ κι επιδειχτικÜ γρÜφει μπρος τους πÜνω στα σανßδια του Κιοσκιοý τη λÝξη. Αλ ΓκιλÜα (εκκÝνωση).
Ο λοχßας τη βρßσκει πως μοιÜζει με γüνδολα. ¸να κοντÜρι στη πλþρη, Ýν' Üλλο πÜνω στην τÝντα και στην πρýμη κÜτι σαν πανß απü τρεχαντÞρι. Και ψηλÜ δßπλα στο πανß, Ýνα περιστÝρι μετÝωρο, με ρÜμφος γυρισμÝνο προς τα μÝσα, με μαζεμÝνα φτερÜ και τεντωμÝνα νýχια. Τα περιστÝρια του Σαν ΜÜρκο. Στη Βενετßα πριν Ýρθει εδþ, Ýνα απüγεμα στο καφενεßο που 'ναι αριστερÜ στην αρχÞ του ΡιÜλτο, κορßτσια και αγüρια τους προγκÞξανε: να φýγετε! ΠουθενÜ δε μας θÝλουνε πια, σκÝφτεται και κοιτÜζει γεμÜτος απορßα τα χεßλη που 'χουν ξυλιÜσει σ' Ýνα αργοπορημÝνο χαμüγελο. Το κοκκινÜδι γυαλßζει υγρü και γλοßο. Τι θα γßνουμε üταν θα φýγουν; ρωτιÝται η μυστÞρια. Πρþτη φορÜ που βλÝπει να σκαρþνεται μπροστÜ της μια απ' τις χιλιÜδες γüνδολες που αρμενßζουν πÜνω σ' üλους τους τοßχους της πüλης.
Στα καφενεßα της Ιμπραúμßας η υγρασßα κÜνει κÜθετες ρυτßδες πÜνω στα παγωμÝνα ποτÞρια με τη μπýρα, κατρακυλÜ και σταμπÜρει στρογγυλοýς λεκÝδες πÜνω στα μισοβρüμικα τραπεζομÜντηλα με τα καρü. Εßναι τα φþτα κι η λατÝρνα κι οι χÜρτινες γκιρλÜντες και τα γκαρσüνια που πηγαινοÝρχονται με τους δßσκους. Μα εßναι και μια καταχνιÜ, μια μουγκαμÜρα πÜνω σ' üλον τοýτο τον κüσμο. Η ατομικÞ; Ο τρßτος παγκüσμιος; Οι ΣλÜβοι; Οι κυρÜδες βλÝπουν μÝσα στα πιατÜκια με τους μεζÝδες· οι κýριοι διαβÜζουν και ξαναδιαβÜζουν τις ταμπÝλες των μαγαζιþν απÝναντι. Ωχ, δεν εßναι Ιμπραúμßα αυτÞ, εßναι κυριακÜτικη Ýξοδο ομογενþν στο Ασσιοýτ, πεντακüσια μßλια βαθιÜ, μÝσα στην κουτσομπüλα την κιτρινιÜρικη επαρχßα. Που 'ναι τα χρüνια που Ýβραζε η Ιμπραúμßα και το ΚαμποτσÝζαρε -η ΚοκκινιÜ κι η Δραπετσþνα- στη μπαλαμÜνα και στο ρε; Με üλο το μπλακÜουτ τα Ýνιωθες να μερμηγκιÜζουν ρωμιοσýνη τα μαγÝρικα, τα καφενεßα, τα μπακÜλικα, τα φουλÜδικα, τα ρακοπουλειÜ, τα παστουρματζßδικα, τα καπνοπωλεßα, ο κινηματογρÜφος και τ' αχτÜρικα. Περπατοýσες μÝσα στα σκοτεινÜ και σκουντουφλοýσες πÜνω στο Μιαοýλη, την ΚρÞτη, τον ΙÝρακα, την ¼λγα, τον ¹φαιστο, τις κορβÝτες, τα φτου, τις δυο ταξιαρχßες, το θωρακισμÝνο, την Ýνα τρßα τρßα. Ρε ΜιχÜλη, ρεεεε… Και ξεστομßζονταν στον ανÞφορο βρισιÝς ρωμÝικες, πελþριες, στρογγυλÝς και γυαλισμÝνες, σαν τσουρÝκια πασκαλιÜτικα, Ýτσι μα για το τßποτα, για να ραγßσουν λßγο οι σουβÜδες των κατσουφιασμÝνων σπιτιþν, να μυρßσουν πατρßδα. Και τριγýρω στα στενÜ, στα θεοσκüτεινα σοκÜκια της Ιμπραúμßας, παßρναν και δßναν τα κρυφομιλÞματα. ΣκιÝς συναπαντιοýνταν, κÜτι λÝγαν, κÜτι κÜμναν και χωρßζονταν. Τα δυο, τα αιþνια, τ' ακατÜλυτα μερÜκια του ¸λληνα: η λεφτεριÜ κι ο Ýρωτας.
Εßναι Σαββατüβραδο. ΞÝχασες να το πεις. Εßναι Σαββατüβραδο μα στο «Λοýνα Παρκ» ο αθηναúκüς θßασος Ýχει αργßα. ΚεσÜτια, διÜλυση. – ¸λα να πÜρεις κÜτι, σου λÝνε οι φßλοι. Την Üκουσες την τελευταßα; Εßναι νüστιμη. ΞÝρεις το Σαχßν, το γιο του μπαξεβÜνη του θεÜτρου. ¸να μωρÜκι που το χαúδεýουν üλα τα κορßτσια μας, το Ýχουν μασκüτα. ΣÞμερα το χÜιδευε κι η ΚυρÜ. Θα το πÜρω μαζß μου στην ΑθÞνα, λÝει. Μια φορÜ, η ΣÜρα ΜπερνÜρ γυρßζοντας απü μια τουρνÝ Ýφερε μαζß της Ýνα λιονταρÜκι. Εγþ θα φÝρω Ýνα αραπÜκι. -Που δεßχνει τι ιδÝα Ýχει για τον εαυτü της. -Που δεßχνει τι ιδÝα Ýχει για τους αραπÜδες. -Γεια σας, λες και σηκþνεσαι.
ΦτωχÝ φτωχÝ μου Σαχßν. Αυτü το κοýτελο αυτÜ τα μαλακÜ μαλλÜκια, αυτÜ τα γυαλιστερÜ, τα μαýρα μÜτια που θα τα θολþσει η πεßνα κι η μιζÝρια τüσο γρÞγορα… Για την ΚυρÜ δεν εßσαι παρÜ Ýνα μικρü ζþο, Ýνα αρκουδÜκι Þ Ýνα σκυλß üρθιο. ¸τσι εßναι σÞμερα ΣεπτÝμβρης μÞνας του '46 στην ΑλεξÜντρεια. Μπορεßς να μποδßσεις μερικοýς ανθρþπους να 'χουν φρεναπÜτες εκατü φορÝς πιο μεγÜλες απü το μπüι τους; Μπορεßς να σταματÞσεις το ποτÜμι ν' ανεβαßνει και να καταπßνει τα χωριÜ; Μπορεßς να πεßσεις τη μυστÞρια, üλες τις μυστÞριες πως θα 'ναι πιο καλÜ üταν θα τα μαζÝψουν οι ΕγγλÝζοι και θ' αδειÜζουν τη γωνιÜ; Μπορεßς; Αυτü εßναι üλο το παν.
Κι αν δεν Þταν κεßνη η κουβÝντα για το Μüναχο, θα το χαιρüσουν πολý το ψÜρεμα με το καλÜμι, αýριο. Γιατß θα πας. ΑργÜ η θÜλασσα, μÝσ' απ' το φýλλωμα της ανθισμÝνης πασχαλιÜς του αντικρινοý κÞπου κÜτι σου εßπε, κÜτι σαν παρÜπονο, κÜτι σαν αναστεναγμü, κÜτι σαν τη βαθιÜ ανÜσα του χερομÜχου που ετοιμÜζεται να ριχτεß πÜλι στη δουλειÜ. Ενþ τ' αστÝρια απÜνου μÝνουν ασÜλευτα, μεγÜλα και καθÜρια, ακÝραια κι απεßραγα, σαν την ελπßδα του κüσμου.
ΑλεξÜντρεια. ΣεπτÝμβρης.
Ο Ζντ ΑχμÝτ
Το πρÜμα σÞκωνε να το σκεφτεßς. Λßγο το 'χεις να σου μπÞξει ο εγγλÝζος στα πισινÜ τη μπαγιονÝτα που κρατÜ. ΣτÝκονταν κειδαπÝρα κορδωμÝνος, μ´ αγριωπÜ μÜτια, με το κüκκινο πηλÞκιο και τα γυαλισμÝνα του Üρβυλα. Και παρακÜτω Üλλος κι Üλλος κι Üλλος. ¸τοιμοι να την κÜτσουν, αν τýχει και κÜνεις πως μπαßνεις στο χτßριο. Κι απü πÜνω, στα παραθýρια, στα μπαλκüνια και στην ταρÜτσα, να 'ναι οι ρωμιοß ναýτες, με τα γÝνια τους, με τα τραγοýδια τους, με τα πειρÜγματÜ τους, με κεßνες τις κουβÝντες που σου λÝγανε στ´ αρÜπικα, με τη σημαßα τους ψηλÜ, τüσο μεγÜλη που μποροýσες να σκεπÜσεις Ýν´ αλþνι με δαýτη. ¹ταν στημÝνη στην ταρÜτσα και πλÜι της Þταν το κανονÜκι. Το 'λεγε η γειτονιÜ δηλαδÞ, γιατß του λüγου του δεν εßχε δει τßποτα. Κι Ýλεγε η γειτονιÜ πως üλο το παν Þταν εκεßνη η σημαßα, που θα τους βÜλει φωτιÜ στο κεφÜλι ολονþν να τους κÜψει, εßκοσι μÝρες να κυματßζει κι οι ΕγγλÝζοι γινατσþσανε, γιατß δεν εßχαν και κεßνοι τüσο μεγÜλη σημαßα και δεν Þταν σωστü.
Χτες σαν πρωτüπιασε δουλειÜ, δεν καταλÜβαινε τßποτα. ¸να χαμÜλη γýρευε ο μÜστορης, του λüγου του δουλειÜ Ýψαχνε να βρει και κÜθονταν στο καφενεßο. Μüλις που 'χε φτÜσει απ' το ΣαÀντ. Μια φορÜ το χαμÜλη θα 'κανε, Ýτσι δεν εßναι; ¢λλη δουλειÜ δεν του μÜθανε. Γεωργüς Þξερε, μα εδþ δεν εßχαν χωρÜφια, Þταν η θÜλασσα. Μüνο μην εßναι δýσκολη δουλειÜ; Μπα! ΚÜτι μασοýρια βÜφουμε και θÝνε κουβÜλημα. ΚÜτι μασοýρια. Μ´ αυτÜ Þταν üλα-üλα δυο. ΜεγÜλα και βαριÜ σα να 'χαν το διÜολο μÝσα τους, μα δ υ ο!
Χτες δεν κατÜλαβε τßποτα. ΠιÜσε απ´ την πßσω Üκρη, του λεει τ´ αφεντικü. ¸πιασε απ´ την πßσω Üκρη, Ýπιασε κι ο Üλλος απü μπροστÜ. Το νου σου μη λερþσεις την γκελεμπßα σου πÜνω στο μßνιο, του λεει. Κι ßδρωνε του λüγου του να μη γγßξει το φρεσκοβαμμÝνο μασοýρι με τη γκελεμπßα του και τοýρλωνε τα πισινÜ του κι Üνοιγε τα κανιÜ, σα να 'χε κÞλη εφτÜ χρονþ, και πÜγαινε ντÜντουλος παραντÜντουλος.
ΣÞμερα, ßσα-ßσα, κει που περνοýσαν μπροστÜ απ´ τον εγγλÝζο με τη μπαγιονÝτα, μπÞγει τ´ αφεντικοý μια φωνÞ:
-ΜÜστορη, κι αν Ýχει καμιÜ μπüμπα μÝσα και πÜμε στο διÜολο;
-Σκασμüς, ζþο! Μακαρüνια Ýχει, ρýζι, τυρß και τσιγÜρα, να τι Ýχει, δεν τα 'δες σαν τα βÜζαμε;
Τοýτα üμως του τα 'πε πιο ýστερα. Στην αρχÞ του 'πε "σκασμüς, ζþο" ξερÜ-ξερÜ. ¢μα στρßψαν τη γωνιÜ κι ακοýμπησαν στην αυλÞ το βαμμÝνο μασοýρι για να στεγνþσει, του 'πε τα πολλÜ. Τþρα, αυλÞ θες να την πεις, σοκÜκι… οýτε το 'να Þτανε, οýτε τ´ Üλλο. ¹ταν Ýνα μακρüστενο οικüπεδο κλειστü, θεüκλειστο απ' τις τρεις μεριÝς. Τοßχοι δßχως πüρτες, δßχως παρÜθυρα. Μüνο Ýνα πορτüνι πÜνω στο χτßριο που βαστοýσαν οι ρωμιοß ναýτες κι αυτü αμπαρωμÝνο. ΠÞραν τ´ Üλλο μασοýρι που 'χε στεγνþσει πια.
-ΠÜμε να το ξαναβÜψουμε, του λεει ο μÜστορης. Το 'πιασε και του λüγου του, και θες γιατß δεν Þταν φρÝσκο το μßνιο, θες γιατß Ýνιωθε σαν πιο λαφρýς, πÞγαινε με τη ραχοκοκαλιÜ ßσια.
ΜωρÝ, κατεβÜστε τη σημαßα, τους λÝγαν οι ¢γγλοι, βÜλτε μια πιο μικρÞ, το ßδιο εßναι μια ΙγγλιτÝρα και το χρυσÜφι της με τους ρωμιοýς που τρþνε φασοýλια κι ελιÝς και δουλεýουνε γκαρσüνια και μπακαλüγατοι και τους φωνÜζεις ΚωστÞ Ýλα δω, ΓιÜννη Ýνα μÝτριο; Δεν την κατεβÜζουμε, λÝγαν οι Ρωμιοß, εßμαστε γενναßοι. Κι üποιος κÜνει γιοýρια στο κτßριο, θα του ρßξουμε με το κανονÜκι. Ε, κι üποιος κÜνει πως σας φÝρνει να φÜτε, εßπαν οι ¢γγλοι, θα του την κÜτσουμε. Και κουβαλÞσαν μπαγιονÝτες και συρματοπλÝγματα και τους μπλοκÜρισαν. Το πρÜμα σÞκωνε να το σκεφτεßς καλÜ.
-Τß γßνεται δω πÝρα, αφεντικü; ρωτÜει του λüγου του.
-Δε βλÝπεις; Ανοßξαν πüλεμο. Οι ρωμιοß ναýτες με τους εγγλÝζους στρατιþτες.
-Μα εδþ, πÜνω στο κεφÜλι μας;
-Αφοý βρεθÞκαν εδþ;
-ΚαλÜ κι εμεßς τι θÝμε κι ανακατευüμαστε. ΣκυλιÜ εßναι κι οι δυο, Üσ' τους να φαγωθοýν!
Τ' αφεντικü σÞκωσε το κεφÜλι μÝσα στο σκοτεινü παλιομÜγαζο με τα σιδερικÜ. Τον κοßταζε, τον κοßταζε και δε μιλοýσε.
-Απü ποý εßσαι; του λεει.
-Απ´ το ΜαρÜι, κοντÜ στην Γκßργκα, τ' αποκρßνεται του λüγου του.
-Και γιατß τ´ Üφησες το ΣÜιτ κι Þρθες;
-Μας Ýσφιξε η πεßνα, αφεντικü.
Τ' αφεντικü χαμÞλωσε τα μÜτια, Ýκανε να χαμογελÜσει, μα σοβαρεýτηκε πÜλι.
-ΠιÜσε, του λεει, κι εσý μια βοýρτσα, μην κÜθεσαι.
¸τσι ο Ζντ ΑχμÝτ, απü χαμÜλης Ýγινε μπογιατζÞς. ΑÝρα πρÜματα, Üχρηστα δηλαδÞ. ΞÝρεις τ´ εßναι να βÜφεις κüκκινο Ýνα μασοýρι που εßναι κιüλας κüκκινο κι αýριο πÜλι να πρÝπει να το ξαναβÜψεις κüκκινο; ΚÜποιος θα 'ρθει μια μÝρα να σου ζητÞξει λογαριασμü για τοýτη τη σπατÜλη. Οι Üνθρωποι στις πολιτεßες δεν το λογαριÜζουν πως η δουλειÜ εßναι πρÜμα του Θεοý.
¸τσι κÜθεσαι και με ρωτÜς πþς Þρθα και απü ποý Þρθα. Κι αν στα πω, πε μου ε, σαν τι θα καταλÜβεις εσý; Εσý ξÝρεις μüνο να ξοδεýεις τα κουβαδÜκια το μßνιο, που κοστßζει μια χοýφτα χρυσÜφι τη σÞμερο μÝρα, Ýτσι για Ýνα γινÜτι, για να μη κατÝβει μια παντιÝρα απ' το κοντÜρι της. Μια παντιÝρα μ´ Üσπρο σταυρü και γαλανÜ ζωνÜρια. Τους εßχε αποτρελÜνει ο πüλεμος. ¸λα εδþ, σου λÝνε, θες παρÜδες; Να, πÜρε δÝκα γρüσα μεροκÜματο. Θα βÜφεις και θα κουβαλÜς μασοýρια. Μα τι μασοýρια; Δυο! ¼λα κι üλα δυο. Τα ßδια. Να τα πηγαßνεις να στεγνþνουν και να τα ξαναφÝρνεις. Και φτου κι απ´ την αρχÞ. Μα πρüσεχε και τα πισινÜ σου μη σου τα σουβλßσει ο εγγλÝζος. Ε, λßγο το 'χεις; Το πρÜμα σÞκωνε να το σκεφτεßς.
Οι Üνθρωποι στις πολιτεßες αποτρελÜθηκαν. Τι ξÝρουν, τι καταλαβαßνουν απ´ την πεßνα που 'χει σφßξει τα χωριÜ; Η μαλÜρια, κÜθουνται και γρÜφουν οι εφημερßδες του γκουβÝρνου, η μαλÜρια θερßζει κüσμο στα χωριÜ. Ποια μαλÜρια, μωρÝ; Δε λες η πεßνα να 'σαι μÝσα; Γιατß δεν αρρωσταßνουν οι χορτÜτοι; Το στÜρι διþχνει τη μαλÜρια, üχι το φÜρμακο. ¼μως το στÜρι το μÜζεψαν και το τρþνε οι στρατοß. Να τοýτοι οι εγγλÝζοι με τα κüκκινα πηλÞκια και τοýτοι οι ρωμιοß ναýτες με τα γÝνια και το κανονÜκι στην ταρÜτσα. ΑγκαλÜ τοýτοι δω στα δικÜ μας τα χÜλια καταντÞσανε.
-Για Ýνα καλü το κÜνω, του 'πε τ' αφεντικü. Με τοýτους εδþ τους ρωηιοýς εßμαστε αδÝρφια, καταλαβαßνεις; Ο εγγλÝζος εßναι ο οχτρüς. Δεν Ýχω ανÜγκη να μου πεις εσý ποιος εßναι ο οχτρüς. ΤÜχα δεν ξÝρω πþς χÜθηκε ο πατÝρας και ρημαχτÞκαμε… ΛευτεριÜ, λευτεριÜ φþναζε το χωριü και χýνονταν κατÜ το ποτÜμι. ΠÜμε να χτυπÞσουμε τους ¢γγλους που 'ρθαν με το βαπüρι. Και βγÞκε το λüγου του, παιδß πρÜμα. ¢λλο τßποτα δε βρÞκε να σηκþσει, σÞκωσε Ýνα μεγÜλο καρφß που δÝναν πÜνω του τη γßδα μÝσα στο δωμÜτιο. Και πÞγαιναν οι Üντρες üλοι μαζß και πßσω στÝκονταν οι γυναßκες και φþναζαν και κουνοýσαν τα χÝρια τους. Κι Þταν μπροστÜ οι πρÜσινες σημαßες με τα λüγια του προφÞτη γραμμÝνα πÜνω τους με κßτρινο σιρßτι και κυματßζανε βαριÝς κι Þτανε τα φανÜρια που τα τριγυρßζουνε το ραμαζÜνι κι Þταν αναμμÝνα κει δα μÝσα στο πρωινü το φως και τα σηκþναν ψηλÜ, κι Þταν τσßμπαλα και χτυποýσαν γοργÜ και λαχανιασμÝνα, και πßπιζες. Κι Þταν οι χοτζÜδες με τα σαρßκια τους καθαρÜ κι ο Σερßφ ΜπÝη εßχε κατÝβει απü το χτÞμα πÜνω στην Üσπρη φορÜδα κι Ýτρεχε μια μπροστÜ και μια πßσω κι αστρÜφτανε τα μÜτια του και καμÜρωνε κι Þτανε οι γκαφßρηδες του γκουβÝρνου με τους γκρÜδες και τις φεσÜρες τις καφετιÝς και τη γυαλιστερÞ πλÜκα με το νοýμερο πÜνω στο στÞθος τους. Κι εßχαν Ýρθει κι οι βεδουßνοι απ' την Ýρημο με τ' αλüγατÜ τους τα ψαριÜ, τα κüκκινα, τα μαýρα, που 'λεγες πως εßναι γÜμος κι üλο σÞκωναν τα πüδια, για να χορÝψουνε, φορτωμÝνα στο φλουρß και στις χÜντρες.
Κι Þταν οι Üλλοι του χωριοý, ο παπποýς, οι συγγενεßς τους, οι χωριανοß, που πÞγαιναν βιαστικοß και φþναζαν και κουνοýσαν ψηλÜ τους κασμÜδες, τα ξινÜρια, τους κοντοýς, τους μπαλτÜδες, τα μαχαßρια. Κι üσοι εßχαν καραμπßνες Þ δßκανα τρÝχαν μπροστÜ, εκεß, τους πρüσταζε ο Σερßφ ΜπÝη, εκεß. Κι´ üσο να πει του λüγου του πως üπου να 'ναι φτÜνουν στο ποτÜμι, γιατß εßχε σηκωθεß κουρνιαχτüς και κανÝνας δεν Ýβλεπε τßποτες, γιατß üλες οι φωνÝς ερχüνταν μαζεμÝνες κι οι Üνθρωποι κÜναν σαν τρελοß και κεßνος εßχε μεßνει στην ουρÜ, γιατß τα ποδαρÜκια του εßχαν κουραστεß κι Ýνας μπÜρμπας του που τüνε γνþρισε τον σταμÜτησε και του παρÜγγειλε να συμμαζþξει κÜτι μυξιÜρικα τüσα δα που 'χαν βγει κι αυτÜ στον πüλεμο, Üκουσε λßγες μπαταριÝς απü χαρτοýτσες στα δεξιÜ και μια, δυο, τρεις τουφεκιÝς απü γκρÜδες. Κι αμÝσως ακοýστηκε το ποτιστÞρι τακ-τακ-τακ-τακ κι οι φωνÝς πÝσανε. ΜετÜ εßδε τον κüσμο να 'ρχεται καταπÜνω του σα σßφουνας, Üγριος, τρομαγμÝνος, γεμÜτος αßματα και λÜσπες. Τα σαρßκια των χοτζÜδων εßχαν ξετυλιχτεß και πολλοß Þταν βουτηγμÝνοι στο νερü ßσαμε το στÞθος. Κι üλοι φωνÜζαν και τρÝχανε και ζητοýσαν μüνο να περÜσουν να φýγουνε και δε βλÝπαν τα μυξιÜρικα που τα τσαλαπατοýσανε. Το ποτιστÞρι φþναζαν, βρÝχει φωτιÜ! Το ποτιστÞρι βρÝχει βüλια! ΦωτιÜ, φωτιÜ, φþναζε κι ο Σερßφ ΜπÝη, ωχρüς κι αλλÞθωρος πÜνω στην Üσπρη φορÜδα. Και της δßνει μια και γßνεται Üφαντος, δρüμο για το χτÞμα. Μüνο οι βεδουßνοι μÝναν ψýχραιμοι, τα στολισμÝνα τους αλüγατα πÞγαιναν με κεφÜλι ψηλÜ, σÞκωναν το πüδι καμαρωτÜ κι ýστερα το κατÝβαζαν üλο νεýρο, σα να 'τανε σε γÜμο και να χüρευαν και κεßνοι πÜνω τους ατÜραγοι, σηκþναν κÜτι μακρυÜ καριοφßλια üλο σιντÝφι στα κοντÜκια τους. Σημαδεýαν και ρßχναν. Κι αν λÜχαινε κανÝνας φελÜχος παραζαλισμÝνος να πÝσει απÜνω στ´ Üλογü τους, αυτοß σηκþναν το ποδÜρι περασμÝνο üπως Þταν μÝσα στα μυτερÜ πατÞματα και του δßναν μια, üπου τον εýρισκε. Και τüτε κÜποιος τον Ýπιασε απ´ το χÝρι και του λÝει πÜμε, ο πατÝρας σου σκοτþθηκε μες στο νερü. Απü τüτε Ýπεσε μαýρη μιζÝρια στον κüσμο ßσαμε σÞμερα. Αν τους διþχναμε, τþρα δε θα πεινοýσαμε. Αυτü εßχε να το λÝει ο κüσμος στο χωριü τις μÝρες που ετοιμÜζονταν να τ´ αφÞσει για να 'ρθει στην ΑλεξÜντρεια, να ξενιτευτεß. Δεν εßχε την ανÜγκη κανενοý για να μÜθει ποιος εßναι ο οχτρüς.
Μα τι σκÝση Ýχουν üλα τοýτα με μια παντιÝρα που δεν τη κατεβÜζουν απ' το κοντÜρι της;
-Τß λüγος να γßνεται τüσο κακü για μια σημαßα; λÝει του μÜστορη.
-Μα, Üμα κατÝβει η σημαßα, θα πÜει να πει πως δÝχτηκαν.
-ΔÝχτηκαν τß; κÜνει του λüγου του.
-ΔÝχτηκαν να παραδþσουν τα τουφÝκια, να πÜψουν να πολεμοýν για να λευτερþσουν τον τüπο τους.
-¸τσι ε; Και τß λεν οι ρωμηοß;
-¼ποιος του κοτÜει λεν, ας Ýρθει να τα πÜρει.
-Ωραßα κουβÝντα, βρÞκε να πει ο Ζντ ΑχμÝτ. Πολý του Üρεσε!
¸σκυψε κι Ýπιασε την Üκρη του μασουριοý üπως του 'γνεψε ο μÜστορης. Κι üπα-üπα το κουβÜλησαν στην αυλÞ για να στεγνþσει. Τα πισινÜ του σα να του φανÞκαν πιο σφιχτÜ και η ραχοκοκαλιÜ του πÜγαινε üρθια σαν τ' αφεντικοý.
-Τß γßνεται; δε φÝραν πρÜματα; Σαν πιο αδειανü μου φαßνεται.
-ºσα-ßσα. Τοýτη τη φορÜ εßναι γιομÜτο οβßδες για το κανονÜκι.
-Α, Ýτσι; εßπε του λüγου του.
Και σε λßγο:
-Τß þρα τις φÝραν τις οβßδες; Εγþ δε σ' εßδα να τις βÜζεις μÝσα.
Τ' αφεντικü Üργησε ν' απαντÞσει. ¼ταν γýριζαν με τ' Üλλο μασοýρι, τ' αδειανü, του τüπε:
-ΨÝματα Þταν. ¸τσι στο 'λεγα, να δω τι θα κÜνεις. Εγþ θαρρþ πως οýτε κανονÜκι δεν Ýχουν στην ταρÜτσα τους.
-Γιατß το λες αυτü;
-Γιατß σαν πολý να μιλÜνε για κανονÜκι κι´ αυτü μου βÜνει ψýλλους στ´ αυτιÜ.
-Α, Ýτσι; ξανÜπε του λüγου του. Εßναι και πονηροß…
Απßθωσε χÜμου το κουβαδÜκι με το μßνιο. Το πινÝλο γλýστρησε και χþθηκε ολÜκερο μÝσα στην μπογιÜ. Ο νους του ταξßδευε στο ΜαρÜι, κοντÜ στη Γκßργκα. Πολεμοýσε να θυμηθεß το μοýτρο του πατÝρα του.
ΜεσημεριÜτικο
¸ρμος εδþ στη μοναξιÜ μου
συλλογιÜ μου σ' εßχα πÜντα… (ΤραγουδÜει μια λατÝρνα)
ΞαφνικÜ γßνηκε σιωπÞ! Σαν απü σýνθημα üλα σταμÜτησαν. ΨηλÜ μüνο κÜποιο γερÜκι Ýκοβε βüλτες. Ο Σιδαρüς βγÞκε και κÜθισε στη σκιÜ της πüρτας. ΚαταμεσÞς του ουρÜνιου θüλου Ýνας μεγÜλος καλοκαιριÜτικος Þλιος στεκüταν κ' Ýψηνε. Τον κοßταξε και συλλογßστηκε μια στιγμÞ πως η σιωπÞ γßνηκε για ν' ακουστεß το τραγοýδι των καρπþν που ωριμÜζανε στους κÞπους. Και περßμενε, περßμενε να τ' ακοýσει… ΠÝρασ' Ýνα κοπÜδι μýγες, δßχως τον παραμικρü θüρυβο, σκüρπισε, μετÜ ξαναμαζþχτηκε και πÞγε κ' Ýπεσε πιο κÜτω, πÜνω σε κÜτι βρωμισιÝς και κει απομαγαρßστηκαν.
Στη σκιÜ, την ελÜχιστη σκιÜ, μιανοý αντικρυνοý σπιτιοý, κοιμüταν Ýνα σκυλß. Πιο κÜτω ασπρßζανε στον Þλιο συντρßμματα, πÝτρες μιας οικοδομÞς, που μÞνες εßχε αρχßσει να τελειþσει κι ακüμα δεν Þταν οýτε στη μÝση. Και μÝνανε με μιαν ασÜλευτη αδιαφορßα πüσον καιρü τþρα που μοιÜζαν νÜχαν ριζþσει με τη γης. Τ' Üλλα σπßτια χαμηλÜ και κατÜκλειστα Þταν σα νÜχαν καθßσει κουρασμÝνα απü τον κÜματο, τη ζÝστη και τη συλλοÞ. ΜακριÜ, στις δßπλες των βουνþν απλþνονταν καταπρÜσινες συκιÝς που κατεβαßναν ως το λιβÜδι απαλÝς, μαγευτικÝς σαν να γλυστροýσαν σε κοιλιÜ κοπÝλλας.
Η ακινησßα κι η σιωπÞ δεν Ýλεγαν να τελÝψουν. Το μεσημÝρι βασßλευε παντοý. Μα κει ο Þλιος αντικρý στο Σιδαρü βÜλθηκε να γυαλßζει και ν' αστρÜφτει πÜνω σ' Ýνα ξανθü ολüγυμνο σþμα. ¸να κατÜξανθο γυμνü κοριτσÜκι εßχε στρßψει το μισοχτισμÝνο σπßτι κι Ýτρεχε, Ýτρεχε τον κατÞφορο, κουνþντας τα χÝρια και γελþντας. Σε λßγο φÜνηκε κυνηγþντας το μια γυναßκα ανασκουμπωμÝνη, ντυμÝνη μαýρα. ¹ταν üμως λαχανιασμÝνη και 'στÜθη, φωνÜζοντας:
-¸λα…
Το κορßτσι ξακολοýθησε να τρÝχει κατ' απ' τον Þλιο. Η γυναßκα εßχε σταθεß μπρος στη μισοτελειωμÝνη οικοδομÞ, Ýσκυψε, ξερßζωσε μια πÝτρα και σÞκωσε το χÝρι να την πετÜξει. Το γυμνü κορßτσι δεν Ýτρεχε πια. Εßχε φÝρει το χÝρι αντÞλιο στα μÜτια της κι Ýβλεπε τη γυναßκα που απειλοýσε. Τüτε η μητÝρα Üφησε να πÝσει το χÝρι της κι εφþναξε Üλλη μια φορÜ:
-¸λα…
Εκεßνο Üκουσε κι Üρχισε πιλαλþντας να πλησιÜζει. ¸τρεξε κι η μÜνα Üνοιξε τα φουστÜνια της και το τýλιξε.
-ΝτροπÞ… κοντζÜμου κοπÝλλα γυμνÞ…
-Γιατß λοιπüν θες να με λοýζεις εσý; Μüνη μου…
Και χÜθηκαν. Και πÜλι βασßλεψεν η σιγÞ κι üσο στÜθηκαν σε μια τρομαχτικÞν ακινησßα. Μüνο εκεß ψηλÜ Ýνας μεγÜλος Þλιος καλοκαιριÜτικος ξακολουθοýσε να στριφογυρνÜ σα σβοýρα, ν' αστρÜφτει και να καßει. ¼σο για κÜποιο γερÜκι ποý 'κοβε βüλτες κÜποτε σταμÜτησε κι αυτü, Ýμεινε 'κει ψηλÜ σαν Üψυχο κι Ýμοιαζε μια λεπτÞ μαýρη κοντυλιÜ πÜνω στον καθαρü ουρανü. Τον κατακÜθαρο ουρανü δοκßμασε πριν λßγο να διασχßσει Ýνα μικρü, ασÞμαντο συννεφÜκι. Πρüβαλε κει κÜτω στη δýση κινημÝνο απü Ýνα ζεστü ασþματο αερÜκι, περιμÝνοντας τη μεγÜλη παρÝα για να ξεκινÞσει, μα δεν βρÞκε κανÝνα. ΜÝτρησε την απüσταση, εßδε πως Þταν αδýνατο να τη περÜσει μüνο του, ντρÜπηκε και γýρισε απü κει που φÜνηκε.
Ο Σιδαρüς που παρακολοýθησε üλ' αυτÜ, σαν κÜτι θÝλησε να θυμηθεß. Κι αυτü Þταν το πþς πρωτογνþρισε την αγÜπη του. Μι' απÝραντη σÜλα, ευγενικÝς κυρßες, κüσμος, Ýνα παρκÝτο που γυÜλιζε εξαιρετικÜ. ΚÜπου-κÜπου χορεýανε. Εκεßνη ερχüτανε για πρþτη φορÜ εκεß μÝσα. Του Σιδαροý του Ýκανε εντýπωση η μεγÜλη της δειλßα. ¢μα τον αντιλÞφτηκε στÜθηκε ξαφνιασμÝνη. ¸πειτα κÜτι του Ýγνεψε σαν: -¸λα…
Μα Þσαν στις δυο αντßθετες Üκρες της σÜλας και το παρκÝτο Þταν αδειανü, γιατß δε χορεýανε. ΑρκÝστηκε λοιπüν να τη βλÝπει και να προσπαθεß να μαντÝψει τι τον Þθελε. Εκεßνη üμως προχþρησε, δßστασε λßγο, μετÜ πÞρε θÜρρος και διÜσχισε την απÝραντη σÜλα με βÞμα σßγουρο (Ýτσι η αγαπημÝνη του στÜθηκε πιο θαρρετÞ απü το συννεφÜκι). Του τοπε με τα μÜτια. ΝτροπαλÜ κι üμορφα.
-¼χι ντε; τη ρþτησε.
-ΑλÞθεια σου λÝω…
-Αγαποýλα μου…
Στη τÝχνη των ματιþν εκεßνη βρÝθηκε φαμüζα. Εßχε κÜτι αφÜνταστα βαθιÜ γαλανÜ μÜτια που του θυμßζανε πολý μια μαγικÞ γυμνοýλα ποýδε κÜποτε, ψηλÜ σ' Ýνα ταξßδι ποýχε κÜνει στο ΒορρÜ. Κι η γαλανÞ λÜμψη τους στεκüταν σε μια τÝτοια παρÜξενη αντßθεση με το μελαχρινü ρüδινο χρþμα του κορμιοý της… ¸ξω απ' αυτü εßχε μια φωνοýλα κρυστÜλλινη. Σßγουρα πως μÝσα της θα 'κλεινε μια λÜλα κρÞνη. Γι' αυτü Ýπρεπε κανÝνας νÜναι βÝβαιος. ΕξÜλλου σε χτυποýσε μια τÝτοια δροσιÜ üταν της πλησßαζες. Σαν τη φρεσκÜδα που σου 'ρχεται στο πρüσωπο Üμα σκýψεις πÜνω απü βαθειÜ γοýρνα καλοκαßρι καιρü.
Η αγÜπη τους μÝρα με τη μÝρα μεγÜλωνε. Μα 'κει ξαφνικÜ Þρθ' Ýνα τßποτα και τη σταμÜτησε… Σαν τη φωνÞ μιανοý τραγουδιστÞ, που γεμÜτη θÝρμη και μÝταλλο ανεβαßνει και εκεß…
ΣυνÞρθε Þ ξýπνησε. ¸νοιωσε μια χαυνωτικÞ ταραχÞ κι ανατρßχιασε λαφριÜ. Η σκιÜ σιγÜ-σιγÜ Ýφυγε κÜμνοντας τüπο στον Þλιο ποý 'τανε τþρα απλωμÝνος σ' üλο το δρüμο. Ο σκýλος που κοιμüταν εκεß απÝναντι εßχε φýγει. ¼μως ο Σιδαρüς δε θυμüταν να τον εßδε να σηκþνεται. Σε λßγο προσπÜθησε να ενþσει το νÞμα των αναμνÞσεων που κüπηκε. Στο μυαλü του Þρθαν κÜποιες απαßσιες μεταμεσονýχτιες þρες που πÝρασε γυρßζοντας σε μια παντÝρημη πλατεßα τη πρþτη νýχτα που χωρßσανε.
ΠÜνω ταξßδευε Ýνα παραμορφωμÝνο φεγγÜρι (Ýμοιαζε αγüρι που Ýχει μαγουλÜ) και το φως του Ýσπανε μελαγχολικÜ και μονüτονα πÜνω στην ψυχρÞ Üσφαλτο. ΚÜπου εßχαν ανοßξει λÜκκους για την ýδρευση της πüλης και η μυρωδιÜ της νιοσκαμÝνης γης σκορποýσε μιαν ατμüσφαιρα τÜφων. Εκεßνη τη νýχτα θÜφτηκε η αγÜπη τους μια για πÜντα…
Σηκþθηκε και κÜθησε Ýνα σκαλß ψηλüτερα γιατß ο Þλιος του Ýκαιγε τα πüδια. ΘÝλησε να πÜει μÝσα μα δεν τüκανε. ¢φησε μüνο τη ματιÜ του να πλανηθεß μακρυÜ εκεß κÜτω, μετÜ τον κατÞφορο, στο δροσερü λιβÜδι με τους υγροýς καταπρÜσινους ßσκιους και συλλογßστηκε πüσο καλÜ θÜταν νÜναι κανεßς εκεß και ν' αναπαýεται.
ΞαφνικÜ μια παρÜξενη ιδÝα του κατÝβηκε. ΦαντÜσθηκε πως εκεß που καθüτανε Ýνα κορßτσι, Ýνα εξαιρετικÜ üμορφο κορßτσι θ' αρχüταν απü πßσω του δßχως θüρυβο, πατþντας στα δÜχτυλα και θα του Ýπιανε τα μÜτια. Λοιπüν κÜποια χÝρια Þρθανε και του κλεßσανε τα μÜτια. Τα ξεκüλλησε με δýναμη και γýρισε και κοßταξε. ΜπροστÜ του Þταν η αγÜπη του, ολüγυμνη. Κι Þταν τüσο Ýντονη η πραγματικüτη που φαντÜστηκε, λÝει, πως ονειρεýεται.
-¸λα μÝσα, εßσαι γυμνÞ.
-¼χι, πÜμε κει κÜτω στους ßσκιους, και τον τρÜβηξε. Εκεßνος την ακολοýθησε. Γýρισε μüνο μια στιγμÞ και κοßταξε πßσω του κι εßδε κοντÜ στη μισοτελειωμÝνη οικοδομÞ τα ρουχαλÜκια της ποý 'τανε ριχμÝνα καταμεσÞς του δρüμου και μοιÜζανε με κρßνους κομμÝνους και μαραμÝνους πια που τους ρßξαν εκεß για να σκεπÜσουν κÜτι.
¹ταν εýθυμη, πüσο Þταν εýθυμη και δεν την Ýνοιαζε καθüλου για τη γýμνια της. Ξαπλþσανε στους ßσκιους κι αναπαýτηκαν. Για κεßνο που τους χþρισε δεν εßπαν τßποτα. Εκεßνος Üρχισε να μιλÜ, να μιλÜ, να της λÝει… Εκεßνη δεν Ýλεγε τßποτα. Γελοýσε μüνο και τον Ýβλεπε. ΞαφνικÜ τον τýλιξε με τα χÝρια της και τον φßλησε στα χεßλια. Το θυμüτανε καλÜ γιατß την ßδια στιγμÞ εßδε μακριÜ κÜποιο γερÜκι να πÝφτει με δýναμη απü τον ουρανü σαν ψüφιο.
ΧορÝψανε και ξαναφιληθÞκαν. Στο τÝλος τον πÞρε απü το χÝρι και τον πÞγε ως τη πüρτα του. ΜετÜ ντýθηκε τα ροýχα της του Ýστειλε απü μακρυÜ Ýνα φιλß και χÜθηκε στο γýρισμα του δρüμου. Τüτε ο Σιδαρüς σηκþθηκε απü το κÜθισμα ποý 'χε καθßσει, τανýθηκε, Üπλωσε το μÜτι του στα λιβÜδια, Ýνιωσε μιαν απÝραντη χαρÜ να τον πλημυρÜει για üλα, για την αγÜπη του που ξαναρχßνησε, Üνοιξε το στüμα του κι Ýβγαλε μιαν οχτÜβα βαθýφωνη. Σýγκαιρα üμως Ýνιωσε δυο δροσερÜ χÝρια να του σκεπÜζουνε τα μÜτια…
Ο ΜπεχλιβÜνης Με ΓÜιδαρο Δυο Σκýλους Και Νταοýλι
Ετοýτος Þταν Ýνας φουκαρÜς, Ýνας μικρüς μπεχλιβÜνης. Χρüνια τþρα δε θυμüταν νÜχει σταυρþσει λßγα παραδÜκια, να τα βÜλει στην μπÜντα για την κακιÜ þρα. Θα πεις Þταν το σüι της μπεχλιβανιÜς του τÝτοιο. Δυο σκýλοι, Ýνας γÜιδαρος και του λüγου του. ΘÝλει να φÜει üλος αυτüς ο κüσμος, ¾στερα, κει που θαρροýσε κανεßς πως Ýπιασε, το κοινü τον βαριüταν, τα παιδÜκια Üφηναν την παρÜσταση και γýρßζαν στα παιχνßδια τους, οι παραμÜνες στους κÞπους του λÝγαν: "Το ξÝρουμε, το ξÝρουμε. ¸χεις τßποτ' Üλλο"; ¼χι, δεν εßχε Üλλο. Αυτü εßχε μÜθει και μ´ αυτü ζοýσε. ¹ταν Ýνα Ýξυπνο νοýμερο.
¸φτανε σε καμιÜν αυλÞ, σ´ Ýναν Ýρημο δρüμο, Þ σε μια μικρÞ πλατεßα. Με δυο καλαμÜκια βαροýσε συναγερμü πÜνω στο νταοýλι που τüχε περασμÝνο απ´ το λαιμü του. Μαζεýονταν ο κüσμος κ´ Ýκαμνε κýκλο γýρω τους. Τüτε ο μπεχλιβÜνης Ýστηνε το γÜιδαρο στη μÝση, να περιμÝνει τÜχατες κÜτι, Ýπαιρνε τα σκυλιÜ σε μιαν Üκρη κι Üρχιζε την παρÜσταση. ¼λα ρυθμισμÝνα με το νταοýλι. ΠηδÞματα, σοýζα, χοροß, μπεχλιβανιÝς, παλÝματα. ΞÜφνου ο Üνθρωπος κÜτι θυμüταν, Ýπαυε το νταοýλι και τραβοýσε τÜχα προς το γÜιδαρο. Μα ο Ýνας απ´ τους σκýλους χιμοýσε τüτε, τον Üρπαχνε απü την Üκρη της βρÜκας και τον Ýφερνε πßσω. Κ´ η παρÜσταση συνεχßζονταν. ΑλλÜ μια στιγμÞ πÜλι, που οι δυο σκýλοι αγωνßζονταν να βαστÞξουν κÜποια δýσκολη ισορροπßα, ο μπεχλιβÜνης ξÝκοβε χωρßς να σταματÞσει το νταοýλι και πÞγαινε κοντÜ στο γÜιδαρο. ¸σκυβε, κÜτι του ξηγοýσε στ' αυτß και ξεμÜκραινε να δει τι εντýπωση του Ýκαμε, Κι ο γÜιδαρος, üλο σοβαρüτη κι εμβρßθεια, Ýγνεφε "μÜλιστα, μÜλιστα, μÜλιστα" τρεις φορÝς με το κεφÜλι του. Τüτε ο μπεχλιβÜνης Ýβγαζε το φÝσι του και το τριγýριζε για δεκÜρες.
Αυτü Þταν üλο. Ο κüσμος γελοýσε στην αρχÞ, μα γρÞγορα συνÞθιζε το νοýμερο. Γι' αυτü Ýπρεπε συχνÜ ν' αλλÜζει γειτονιÝς κι Üμα τις γýριζε üλες, Üλλαζε και πüλη, να ξεχÜσουν οι παραμÜνες Þ και να μεγαλþσουν, να 'ρθουν Üλλα παιδÜκια.
Με τον πüλεμο βÝβαια, εßχαν αλλÜξει τα πρÜματα. Η Αßγυπτο εßχε γιομßσει απü ξÝνους στρατοýς. Γελοýν εýκολα. Μα και βαριοýνται εýκολα.
¸τσι ο μπεχλιβÜνης βρÝθηκε κεßνο τ' απüγεμα, στα τελευταßα του ΔεκÝμβρη του '44, να πηγαßνει μ' üλο του το θßασο, απü την ΑλεξÜντρεια στο ΚÜιρο. ΘÜχε καμωμÝνα καμιÜ τριανταριÜ μßλια απü το πρωß. Τη νýχτα Ýλεγε να την περÜσει σ' Ýνα χÜνι που γνþριζε, στο Νταμανχοýρ.
ΠÞγαινε σιγοτραγουδþντας και σπουδÜζοντας τα πλÜσματα του Θεοý. Ο καιρüς Þταν ψυχροýτσικος και δεν Ýδειχνε για βροχÞ.
Και κει, μÝσα στη μοναξιÜ των χωραφιþν, μÝσα στην ησυχßα, Üκουσε σαν Ýνα βουητü πλÞθους σα διαδÞλωση, σα νÜταν στρατüς πολýς που τραγουδοýσε χωρßς üμως να περπατÜ. Κοßταξε γýρω του και δεν εßδε τßποτα. Προχþρησε κι Üλλο. Το βουητü üλο και δυνÜμωνε. ΚÜποτε κατÜλαβε απü ποý Ýρχονταν. ΣκαρφÜλωσε με το γÜιδαρο το πρüχωμα που χþριζε τον αγροτικü δρüμο απ´ τη σιδεροδρομικÞ γραμμÞ, στÜθηκε στην κορφÞ και κοßταξε κÜτω.
¹ταν Ýνα φορτηγü τραßνο με καμιÜ δεκαπενταριÜ βαγüνια, σταματημÝνο εκεß στη μÝση του κÜμπου. Τα βαγüνια, Üλλα κλειστÜ κι Üλλα ξÝσκεπα, Þταν γιομÜτα μερμυγκιÜ, απü ανθρþπους που φþναζαν, μιλοýσαν Þ τραγουδοýσαν. Οι φωνÝς Þταν σαν Ýνα κýμα πελþριο απü μýγες που γιüμιζε τον αÝρα και πüτε υψþνονταν, πüτε σκορποýσε και πüτε κατακÜθιζε. Ο μπεχλιβÜνης ροβüλησε κατÜ την ατμομηχανÞ. Μα 'κει βγÞκανε δυο νÝγροι στρατιþτες με τüμμυγκαν και του κÜναν γιÜλα-γιÜλα. ΠÞγε παρακÜτω και στÜθηκε μπρος σ' Ýνα ξÝσκεπο βαγüνι… ΠοτÝ, ποτÝ στη ζωÞ του δεν εßχε δει τüσους πολλοýς ανθρþπους μαζεμÝνους και νÜ 'ναι σε τÝτοια κατÜντια. ΚουρελιασμÝνοι, βρþμικοι, αξοýριστοι, αχτÝνιστοι, με κοýτελα βασανισμÝνα, με μÜγουλα βαθουλωτÜ, με μÜτια γιομÜτα πυρετü. Μιλοýσαν ΕλληνικÜ. Ο μπεχλιβÜνης Þξερε πολý λßγα ρωμÝικα. -¸λα ντω βρε, ντεν Ýσει μπαρÜντες; Και τις βρισιÝς τις πιο απαραßτητες. Να üμως που κÜποιος μες απ το βαγüνι του μιλοýσε αρÜπικα.
-Που εßμαστε, πατριþτη, του λÝει.
-ΚÜπου τριÜντα μßλια απü την ΑλεξÜντρεια.
-Καταλαβαßνω γιατß σταμÜτησαν. ΠεριμÝνουν να νυχτþσει. ΝτρÝπονται να μας περÜσουν μÝρα.
-Μα τι εßσαστε σεις, απü ποý ερχüσαστε; Πρüσφυγες;
-¼χι πρüσφυγες, üμηροι, του λÝει ο Üλλος.
-Τι δηλαδÞ, ρωτÜει ο μπεχλιβÜνης που δεν καταλÜβαινε. Μη μου πεις πως σας φÝραν αιχμÜλωτους;
Ο Üλλος ζÞτησε απü τους συντρüφους να συχÜσουν λιγÜκι και βÜλθηκε να του ξηγÜ. Δε διÜβαζε τις εφημερßδες: Δεν Ýμαθε τι γινüταν στην ΑθÞνα; Και για να καταλÜβει πιο καλÜ τοý 'καμε τη παρομοßωση με τον αγþνα του ΜεγÜλου ΣÜαντ για την ανεξαρτησßα της Αιγýπτου. Ο μπεχλιβÜνης ανÜσανε μ' ικανοποßηση. Του Üρεσαν αυτÝς οι κουβÝντες. Τον ξανÜφεραν σε καιροýς ηρωικοýς. ΛÝει:
-¼ταν Þταν να γυρßσει ο ΜεγÜλος ΣÜαντ απü την εξορßα, οι λωποδýτες της ΑλεξÜντρειας γρÜψανε στις εφημερßδες μιαν ειδοποßηση που 'λεγε στους κατοßκους να πανηγυρßσουν ξÝγνοιαστοι. Για χατßρι της μεγÜλης μÝρας οι λωποδýτες ορκßζονταν να μη κλÝψουν οýτε μια καρφßτσα κι ας εßναι μεγÜλος ο συνωστισμüς κι οι ευκαιρßες αμÝτρητες. Ο Üλλος μες απ' το βαγüνι Ýσκασε στα γÝλια.
-Τß λÝει, τß λÝει, τον ρωτοýσαν οι Üλλοι γýρω του. Τους το διηγÞθηκε. ΓÝλασαν κι αυτοß. ΓÝλασε üλο το βαγüνι. Απü το διπλανü ρωτÞσαν:
-Τß λÝει, τß λÝει;
ΚÜποιος τους εßπε. ΓÝλασε και το διπλανü βαγüνι, Την ιστορßα την εßπαν και στο τρßτο, που Ýτυχε νÜ 'ναι σκεπαστü και χρειÜστηκε να τους τη φωνÜξουν μÝσα απü το παραθυρÜκι που Ýβλεπε στα πλÜγια. Σε λßγο, ακοýστηκε και το κλειστü βαγüνι να γελÜει μουλωχτÜ, σαν παιδß μÝσα στα σκÝλια του, καθισμÝνο ανακοýρκουδα.
-Τß λÝει, τß λÝει; ρþτησε τ´ Üλλο βαγüνι παρακÜτω.
-¼ταν πρüκειταν ο ΜεγÜλος ΣÜαντ να γυρßσει απ´ την εξορßα…
Ο μπεχλιβÜνης Üκουε την ιστορßα του να ταξιδεýει απü βαγüνι σε βαγüνι. ΚÜθε τüσο ακοýονταν το ξÝσπασμα του γÝλιου, ανοιχτü, εγκÜρδιο απ´ τα ξÝσκεπα βαγüνια, μουλωχτü, πνιγμÝνο μÝσα απü τα κλειστÜ. Κι þσπου να πÜει η ιστορßα του ßσαμε το τÝλος του τραßνου, Üρχισε πÜλι απü βαγüνι σε βαγüνι να γυρßζει πßσω καμωμÝνη τραγοýδι, Ýνα τραγοýδι üλο παλικαριÜ. Ο μπεχλιβÜνης Þτανε βÝβαιος πως αυτÞ Þταν η δικιÜ του ιστορßα γενομÝνη τραγοýδι.
-Τß λÝει αυτü το τραγοýδι; ρþτησε τον Üνθρωπο στο βαγüνι.
-ΜιλÜ για τη ΛευτεριÜ, ποýναι σαν τη φωτιÜ. Καßει και καθαρßζει.
Για κοßτα, για κοßτα κουβÝντες, λÝει μÝσα του ο μπεχλιβÜνης. Πüσα χρüνια εßχα ν' ακοýσω τÝτοια πρÜματα; Μπας κι ονειρεýομαι; Μα για στÜσου, τþρα θα τον τσακþσω.
-ΚαλÜ, δε μου λες και του λüγου σου τι θÝλεις μ´ αυτοýς; ρωτÜ τον Üνθρωπο στο βαγüνι.
-Ποιüς εγþ; Μαζß τους εßμαι. ¸λληνας εßμαι.
-ΣυμπÜθα με. Σε πÝρασα για δικü μας. Πως σε λÝνε;
-ΔημÞτρη ΖωγρÜφο. Ο πατÝρας μου εßναι γκαρσüνι στην ΑλεξÜντρεια.
-Και δε σαλτÜρεις μÜνι-μÜνι τþρα που δε σε βλÝπει κανεßς; ΣιγÜ-σιγÜ με το γαúδουρÜκι θα πÜμε μια χαρÜ.
Ο ΔημÞτρης γÝλασε.
-Τß λÝει, τß λÝει; ρþτησε το βαγüνι.
¢ντε πÜλι, εßπε με το νου του ο μπεχλιβÜνης. ¢λλο τραγοýδι θÜχουμε. Μα ο ΔημÞτρης προτßμησε να του αποκριθεß εκεινοý πρþτα:
-Τον πατριþτη που θÜ 'φηνε τον αγþνα για να πÜει να κρυφτεß στα φουστÜνια της μÜνας πως θα τονε χαρακτÞριζε ο ΜεγÜλος ΣÜαντ;
¢κου κουβÝντες, Üκου κουβÝντες, εßπε μÝσα του ο μπεχλιβÜνης και κοκκßνιζε ντροπιασμÝνος.
-ΚαλÜ. λÝει. Δε μπορþ να κÜμω και γω τßποτα για σας;
-ΠολλÜ. Θα σου δþσουμε και κÜτι γρÜμματα να τα πας, αν μπορÝσεις. ¼μως πρþτα-πρþτα θα θÝλαμε λßγα τσιγÜρα. Μα που να βρεθοýν εδþ στην ερημιÜ…
Ο μπεχλιβÜνης Ýκανε να βγÜλει το πακÝτο του και σταμÜτησε. Εδþ χρειÜζονταν χιλιÜδες τσιγÜρα… ΞÜφνου λÝει στο ΔημÞτρη:
-ΒρÞκα! ΚÜθε απüγεμα τÝτοια þρα περνÜ το καμιüνι του ΚουταρÝλλη που πÜει τσιγÜρα στα χωριÜ. Μα θα χρειαστοýνε λεφτÜ…
Ο ΔημÞτρης Ýβγαλε και τοýδωσε μισÞ λßρα αιγυπτιακÞ.
-Δε φτÜνει, του λÝει. Μα, üσα πÜρεις. Θα τα κüψουμε στα τρßα. ¸χουμε ακüμα λßγα λεφτÜ μα τα φυλÜμε για πιο δýσκολες στιγμÝς.
Ο μπεχλιβÜνης Ýτρεξε στον ανÞφορο κι Ýπιασε Ýνα φελλαχÜκι που καθüτανε και χÜζευε απü ψηλÜ. Τ' αρμÞνεψε πþς να φυλÜ το δρüμο για να του φωνÜξει σα χρειαστεß και ξανακατÝβηκε κοντÜ τους.
-Τþρα, θÝλετε να σας δþσω και μια παρÜσταση να ξεσκÜσετε λιγÜκι, λÝει ντροπαλÜ-ντροπαλÜ του ΔημÞτρη.
-Ακοýς εκεß; Και δεν τüλεγες τüση þρα;
Τüπε και στους Üλλους γýρω του. Το τραßνο αλÜλαξε απü τα ζÞτω και τα χειροκροτÞματα. Κι Üρχισαν. Ο μπεχλιβÜνης, το νταοýλι, οι δυο σκýλοι κι ο γÜιδαρος. ΚÜθε τρßα βαγüνια και μια παρÜσταση. Και τραβοýσαν παρακÜτω. Ο σπαραγμüς Þταν με τα κλειστÜ βαγüνια, ποý 'τανε σαν παιδÜκια με μισü μÜτι κι αυτü θαμπωμÝνο. Μα ο κüσμος γελοýσε. Βαγüνια-βαγüνια γελοýσε ο κüσμος. Και χειροκροτÞματα και πειρÜγματα στο γÜιδαρο, που τους θýμιζε, λÝει, κÜποιον πολιτικü στην ΕλλÜδα. Ο μπεχλιβÜνης Þτανε συγκινημÝνος και περÞφανος. ΚÜποτε βÜλθηκε να φωνÜζει το φελλαχÜκι. Ο μπεχλιβÜνης Ýτρεξε. Ο γÜιδαρος κι οι δυο σκýλοι, αφημÝνοι μονÜχοι τους, συνÝχιζαν τη παρÜσταση üπως-üπως. ¹τανε πρÜγματι το καμιüνι του ΚουταρÝλλη.
-Το πολý που μπορþ να σου δþσω με μισÞ λßρα εßναι τετρακüσα ψιλÜ, του λÝει ο σοφÝρ.
Ο μπεχλιβÜνης Ýψαξε κι Üδειασε ü,τι εßχε μÝσα στις τσÝπες του. Το ßδιο Ýκαμε κι ο σοφÝρ. Τüτε μπÞκε στη μÝση κÜποιος Üλλος που ταξßδευε μÝσα στο καμιüνι και λÝει:
-¢ιντε, αποσþνω εγþ για δυο χιλιÜδες. εßναι φουκαριÜρηδες ανθρþποι.
-ΦουκαριÜρηδες; λÝει ο μπεχλιβÜνης. Αυτοß εßναι Üγιοι. Αυτοß μιλÜνε κατ ευθεßα με το Θεü. ΣÞκωσε το κεφÜλι του και κοßταζε πÝρα στον ορßζοντα, 'κεß που πÜει να χαθεß ο Þλιος μες σε χρυσοκüκκινες λουρßδες απü συννεφÜκια καφετιÜ χωρÜφια νιοσκαμμÝνα και πρÜσινους αγροýς. ΑποξεχÜστηκε.
Μια σφυριξιÜ της ατμομηχανÞς τονε συνÝφερε. ΤÜ 'χασε. ΠαρÜτησε το καμιüνι κι Ýτρεξε στο ΔημÞτρη.
-Μη χολοσκÜς, του λÝει αυτüς. Ρßχτα σ' üποιο βαγüνι μπορÝσεις. Το ßδιο κÜνει. Θα μοιραστοýνε δßκηα. Και, ποýσαι; ΠÜρε κι αυτü το πακÝτο τα γρÜμματα. ΒÜλε κανÝνα Ρωμηü να σου διαβÜσει τις διευθýνσεις και πÞγαινÝ τα. Και ψυχικü θα κÜνεις και ζημιωμÝνος δε θα βγεις. Μα ο μπεχλιβÜνης Þτανε ζαλισμÝνος. ¸κλαιγε κι üλας. ΒγÜζει το νταοýλι απ' το λαιμü του και το πετÜει του ΔημÞτρη.
-ΠÜρ' το, λÝει, να σας διασκεδÜζει εκεß που θα πÜτε.
Οι Üλλοι το κρÜτησαν. Δε θÝλησαν να τον προσβÜλλουν. Το τραßνο ξεκινοýσε. ΦτÜσανε και τα τσιγÜρα, δυο μεγÜλα-μεγÜλα πακÝτα. Τα βαγüνια πανηγýριζαν, ζητωκραýγαζαν, σφýριζαν. Προπαντüς κÜτι αγορÜκια, Ýνας παπÜς, κÜτι γÝροι…
-Και σπßρτα και σπßρτα…
Τους ρßξαν και σπßρτα.
-ΕυχÞσου μας καλÞ λευτεριÜ, του λÝει ο ΔημÞτρης.
-Στην ευχÞ του Θεοý. ΚαλÞ λευτεριÜ, λÝει ο μπεχλιβÜνης.
-Ευχαριστþ, ευχαριστþ, φωνÜζαν τα βαγüνια.
Τüτε στην þρα, φÜνηκαν πÜλι κÜτι νÝγροι στρατιþτες με τα τüμμυγκαν.
-ΓιÜλα, γιÜλα, εßπανε στους ανθρþπους του ΚουταρÝλλη και στον μπεχλιβÜνη με το θßασü του. Αυτοß τραβηχτÞκανε λßγο παρÜμερα. Το τραßνο περνοýσε τραγουδþντας. Τüτε ο μπεχλιβÜνης Ýβγαλε το φÝσι, τ' ακοýμπησε, μισοδιπλþνοντας το χÝρι, πÜνω στο στÞθος και στÜθηκε σε προσοχÞ. Οι δυο σκýλοι στÜθηκαν σοýζα. Κι ο γÜιδαρος κι αυτüς στη γραμμÞ, χαιρετοýσε με τρßα σοφÜ κουνÞματα της κεφαλÞς κÜθε βαγüνι που περνοýσε, κι οι Üνθρωποι απü μÝσα αντιχαιρετοýσαν με καλÞ καρδιÜ, κουνþντας τα χÝρια, χωρßς να σταματοýνε το τραγοýδι που μιλοýσε για τη ΛευτεριÜ που καßει και καθαρßζει.
ΑλεξÜντρεια 1945