ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Ôñáõëáíôþíçò Áíôþíçò: ÄéäÜóêáëïò, Ëüãéïò, Ìïíá÷éêüò

  Βιογραφικü

    Ο Αντþνης Τραυλαντþνης, ¸λληνας εκπαιδευτικüς και λογοτÝχνης, που το πραγματικü του üνομα Þταν Αντþνης Χρυσικüπουλος, γεννÞθηκε στις 21 ΜÜη 1867 στο Μεσολüγγι και πÝθανε το πρωß της ΚυριακÞς 17 ΓενÜρη 1943 στον Ευαγγελισμü, στην ΑθÞνα, καταβεβλημÝνος απü τις κατοχικÝς κακουχßες. ΤÜφηκε στο νεκροταφεßο της τüτε κοινüτητας και σημερινοý ΔÞμου ΖωγρÜφου, που του παραχþρησε τÜφο τιμÞς Ýνεκεν. ¹ταν Üγαμος και δεν απÝκτησε απογüνους.
     Γονεßς του Þταν ο Ýμπορος Κωνσταντßνος Χρυσικüπουλος κι η ΚυρÜνα Χρυσικοποýλου, ενþ εßχε 2 αδÝλφια το Νικüλαο Τραυλαντþνη και τη ΒασιλικÞ, μετÝπειτα σýζυγο του φαρμακοποιοý ΣτÝλιου Μανιαρßζη φαρμακοποιοý στη ΚÝρκυρα, προÝδρου του Δημοτικοý Συμβουλßου Κερκυραßω, που διατÝλεσε και ΔÞμαρχος ΚÝρκυρας, ενþ στη πüλη εßχαν μετακομßσει ο αδελφüς κι η μητÝρα του, που πεθαßνοντας τÜφηκε κεß. Τους γονεßς του εßχε στεφανþσει κι εßχε βαπτßσει και τον Αντþνη, Ýνας θεßος του λογοτÝχνη ΜιλτιÜδη ΜαλακÜση. ΠÝρασε τη βασικÞ εκπαιδευση στο Μεσολüγγι κι αποφοßτησε το 1879-80 απü το ΓυμνÜσιο Μεσολογγßου με βαθμü ΚÜλλιστα. Σποýδασε στη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν απ' üπου αποφοßτησε με Üριστα, ενþ παρÜλληλα μελÝτησε ιταλικÜ, γαλλικÜ και γερμανικÜ. Στη διÜρκεια των σπουδþν του στη ΒασικÞ, τη ΜÝση και την Ανþτατη εκπαßδευση χρησιμοποßησε το πατρικü του επßθετο, üμως στη ΣτρατολογικÞ Υπηρεσßα εßναι καταχωρημÝνος ως Τραυλαντþνης, επþνυμο που χρησιμοποßησε στη συνÝχεια.
     1η Οκτþβρη 1888 κατατÜχθηκε να υπηρετÞσει τη στρατιωτικÞ του θητεßα, [αριθμüς μητρþου 1117 του ΔÞμου Μεσολογγßου, κληρωτüς 1898], τον Ιοýλιο του 1889 Ýγινε Ýφεδρος ανθυπολοχαγüς κι απολýθηκε στις 8 Ιουνßου 1890. Στις αναμνÞσεις του απü αυτÞ τη περßοδο, στηρßχθηκε το Ýργο του ΔιετÞς Θητεßα. Στη διÜρκεια της ζωÞς του επιστρατεýτηκε 3 φορÝς, αρχικÜ στον πüλεμο του 1897 κι υπηρÝτησε απü τις 18 Απρßλßη ως τις 24 Οκτþβρη του ßδιου χρüνου, στους Βαλκανικοýς ΠολÝμους, απü τις 18 ΣεπτÝμβρη 1912 ως τις 2 ΣεπτÝμβρη 1913 üταν υπηρÝτησε ως Ýφεδρος υπολοχαγüς και τÝλος στην επιστρÜτευση του 1915, που υπηρÝτησε απü τις 20 ΣεπτÝμβρη 1915 ως τις 24 Ιουνßου 1916 με το βαθμü του Ýφεδρου λοχαγοý.



     Διορßστηκε 1η φορÜ στη δημüσια εκπαßδευση στις 8 Αυγοýστου 1890 στην ΑθÞνα üπου παρÝμεινε μÝχρι τις 3 Ιουλßου 1891, üταν μετατÝθηκε στο Μεσολüγγι κι υπηρÝτησε απü τις 10 Αυγοýστου 1892 Ýως τις 3 Αυγοýστου 1893 που μετατÝθηκε στα ΙωÜννινα. ΠαρÝμεινε στην υπü ΤουρκικÞ κατοχÞ πρωτεýουσα της Ηπεßρου μÝχρι την 1η Σεπτεμβρßου 1896, Þτανε διευθυντÞς της Ζωσιμαßας ΣχολÞς και στη συνÝχεια αποσπÜστηκε στη Μερσßνα της Κιλικßας στη ΜικρÜ Ασßα, üπου αναφÝρεται üτι εκφþνησε λüγο στη γιορτÞ των Τριþν Ιεραρχþν, ως το τÝλος Αυγοýστου 1897, που τοποθετÞθηκε στον Πýργο Ηλεßας, üπου εßχε μαθητÞ και το Διονýσιο Κüκκινο, μετÝπειτα κορυφαßο ιστορικü. Στις 5 ΜÜρτη 1899 μετατÝθηκε στη ΛÜρισα, στις 22 ΣεπτÝμβρη 1899 στη ΜεσσÞνη και απü τις 17 Αυγοýστου 1900 ως τις 2 ΣεπτÝμβρη 1910 υπηρÝτησε στη ΚÝρκυρα. Στις 2 ΣεπτÝμβρη 1910 μετατÝθηκε στο Αßγιο, üπου εκφþνησε λüγο στα εγκαßνια της ΣχολÞς του Λαοý και συνυπηρÝτησε μÝχρι τις 25 Ιουλßου 1911 με τον ποιητÞ ΙωÜννη ΓρυπÜρη. Τον Ιοýλιο του 1911 διορßστηκε μÝλος του Κεντρικοý Εποπτικοý Συμβουλßου για τη δημοτικÞ Εκπαßδευση, ενþ στις 12 ΜÜη 1914 διορßστηκε μÝλος του Εκπαιδευτικοý Συμβουλßου. ΠαρÝμεινε στη θÝση αυτÞ Ýως τις 30 ΜÜη 1925, üταν αποσýρθηκε απü τη Δημüσια Εκπαßδευση. Στην ουσßα υποχρεþθηκε σε παραßτηση πριν τη συμπλÞρωση του ορßου ηλικßας καθþς δεν διÝθετε τßτλο σπουδþν απü Πανεπιστημιακü ßδρυμα του εξωτερικοý, που κρßθηκε απαραßτητος για τη θÝση.
     Η χρÞση του ονüματος Τραυλαντþνης Þ Χρυσικüπουλος, αποτÝλεσε την αφορμÞ να κατηγορηθεß üτι δεν εßχε πτυχßο απü τη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ Αθηνþν, καθþς στο μητρþο των αποφοßτων της ΣχολÞς, δεν υπÞρχε πτυχßο στο üνομα Τραυλαντþνης. Το Υπουργεßο Παιδεßας εξÝτασε την καταγγελßα και μετÜ την απολογßα του 'οπου απÝδειξε τη ταυτüτητα των 2 ονομÜτων, δÝχθηκε τη συγγνþμη του τüτε Υπουργοý. Αναδεßχθηκε σε Ýναν απü τους σημαντικüτερους εκπαιδευτικοýς της εποχÞς του κι Þταν μÝλος του στο Εκπαιδευτικü Συμβοýλιο απü την ßδρυση του το 1914 κι εργÜστηκε για τη βελτßωση των εκπαιδευτικþν πραγμÜτων και την ανανÝωση των παλαιþν νεοελληνικþν αναγνωσμÜτων.
     Σεμνüς και μοναχικüς, εμφανßστηκε στη λογοτεχνßα το 1890, δημοσιεýοντας διηγÞματα στην εφημερßδα ΑττικÞ, ενþ απü το 1892 ξεκßνησε τη συνεργασßα του με την εφημερßδα ¢στυ, στην οποßα δημοσßευσε το πεζογρÜφημα ΔιετÞς Θητεßα. Το 1895 δημοσßευσε στο ¢στυ τη νουβÝλα Η ΕξαδÝλφη, με την οποßα Ýγινε ευρýτερα γνωστüς. Χρησιμοποιþντας το ψευδþνυμο ΚλεÜνθης Þ το üνομÜ του συνεργÜστηκε με τις εφημερßδες και τα περιοδικÜ Παρνασσüς, Εστßα, ΑνÜπλασις, ΤÝχνη, ΕθνικÞ ΑγωγÞ, ΓρÜμματα Της Αλεξανδρεßας, Ελεýθερο ΒÞμα, üπου δημοσιεýθηκε το μυθιστüρημα Η Κüρη Του Προδüτη και Λαογραφßα. Για το λογοτεχνικü του Ýργο η Ακαδημßα της ΑθÞνας τον βρÜβευσε το 1931, με το βραβεßο ΔημÞτρης ΒικÝλας.
     ¸ζησε τα τελευταßα χρüνια του στο σπßτι του στην οδü ΑθηνογÝνους 29, που σÞμερα φÝρει τ' üνομÜ του, στον τüτε συνοικισμü ΖωγρÜφου. Τα χρüνια αυτÜ Þτανε πολý δýσκολα για τον ßδιο, καθþς τον μÜστιζαν οι ασθÝνειες, αλλÜ κι οικονομικÞ στενüτητα, με συνεπακüλουθα τη πεßνα και τις πÜσης φýσεως κακουχßες, ενþ το 1940 πÝθανε ο ανιψιüς του ΣταμÜτης Μανιαρßζης, στρατιωτικüς γιατρüς-φýλακας Üγγελüς του και βυθßστηκε σε θλßψη. Οι στερÞσεις, η πεßνα της κατοχÞς κι η αβιταμßνωση του προκÜλεσαν σημαντικÜ προβλÞματα υγεßας. ¼πως προκýπτει απü επιστολÝς του των ετþν 1942-43, Þταν Þδη απü το 1938 "...καταδικασμÝνος σε ακινησßα...", üπως αναφÝρει σε επιστολÞ του στο ΜιχÜλη Μαντοýδη.
     Τα προβλÞματÜ του Üρχισαν με συνεχεßς εμετοýς για τους οποßους νοσηλεýτηκε στο νοσοκομεßο Ερυθρüς Σταυρüς αλλÜ και στη ΠολυκλινικÞ Αθηνþν üπου εßχε γιατρü τον ΑνδρÝα ΑλιβιζÜτο, που τον υπÝβαλε σε θεραπεßα με ατροπßνη. Στη συνÝχεια παρουσßασε παραλυσßα κÜτω Üκρων, την οποßα ο νευρολüγος Πατρßκιος στο νοσοκομεßο Ευαγγελισμüς χαρακτÞρισε πολυνευρßτιδα και του επÝβαλλε θεραπεßα με ηλεκτρισμü, μασσÜζ και ενÝσεις μπεταξßνης. Αργüτερα χειρουργÞθηκε απü γÜγγραινα σε παλιü τραýμα απü το στρατü και στον Ευαγγελισμü του Ýκοψαν το Ýνα του πüδι, χωρßς να καταφÝρουν οι γιατροß, να αντιμετωπßσουν το πρüβλημα της υγεßας του. Το αντιμετþπισε στωικÜ και σε επιστολÞ στον ανιψιü του ΓιÜννη Μινιαρßζη, Ýγραψε "...ΥπομονÞ, κανÝνα Üλλο üπλο δεν Ýχουνε τα γÞινα πλÜσματα, üταν βρεθοýνε σε τÝτοια παντοδýναμη θεομηνßα". ΔιαισθÜνθηκε το θÜνατü του κι αποχαιρÝτησε τον ΜαλακÜση, που αν και νοσηλευüτανε βαρýτατα ασθενÞς, Ýγραψε για τον Τραυλαντþνη:

Τι λες; Σε μια γÜúτα πλιÜ μπασμÝνοι
δεν εßν' καιρüς, προς τον Αη Σþστη να τραβοýμε;
Κι εκεß σαν φθÜσουμε Üξαφνα να βροýμε
την ΕξαδÝλφη να μας περιμÝνει;

     ΠÝθανε του Αγßου Αντωνßου το 1943. Ο ΔÞμος ΖωγρÜφου παραχþρησε τÜφο τιμÞς Ýνεκεν κι ονüμασε την οδü του προς τιμÞ του.



     Στα 1α Ýργα χρησιμοποßησε θÝματα απü την ΕλληνικÞ και ΡωμαúκÞ εποχÞ, ενþ στα Ýργα του συναντÜμε προσωπικÝς εμπειρßες κι αναμνÞσεις, που μÜζεψε στη περιπλÜνησÞ του ως εκπαιδευτικüς στην ελληνικÞ επαρχßα. Το Ýργο του γενικÜ διακρßνεται για το ρεαλισμü και το χιοýμορ του κι εßναι βασικÜ ηθογραφικü. Κατεßχε Üριστα την αρχαßα ελληνικÞ και λατινικÞ γλþσσα, üμως ως συγγραφÝας αποστασιοποιÞθηκε σταδιακÜ απü τη καθαρεýουσα, στην οποßα δημοσßευσε τα Ýργα ΔιετÞς Θητεßα και Ολυμπßα κι Ýγραψε σε Üψογη δημοτικÞ, διηγÞματα, νουβÝλες και μυθιστορÞματα, σημαντικüτερα απü τα οποßα εßναι:
     Η ΕξαδÝλφη, το 1912, που μας μεταφÝρει στον κυματισμü και τη μαγεßα της Μεσολογγßτικης λιμνοθÜλασσας. Απü μαρτυρßες πιθανολογεßται üτι πρüκειται για βιωματικÞ εμπειρßα, καθþς αγÜπησε μακρινÞ συγγÝνισσÜ του που δεν τη νυμφεýτηκε, ΔιηγÞματα [τομ. 1-2, 1921-1922], Η ΚρουσταλλÝνια και Üλλα διηγÞματα, το 1922, ΗλιοστÜλαχτη, το 1923, μεταφρÜστηκε στα ΡωσικÜ, Τρεις Λüγοι, το 1925, Απολογßα Μισανθρþπου κι Üλλα διηγÞματα, το 1930, Λεηλασßα Μιας ΖωÞς, μυθιστüρημα, το 1935.
     Το Ýργο του Τα Μικρüβια δημοσιεýθηκε το 1931 στο Les Oeuvres Libres μεταφρασμÝνο στα ΓαλλικÜ, üπως και το Γαμπρüς Ζωγραφιστüς γαλλικÜ κι ορισμÝνα Üλλα δημοσιεýθηκαν στην ΑγγλικÞ Ýκδοση The Sun. ΑπÝρριψε τη πιθανüτητα να εßναι υποψÞφιος για Ακαδημαúκüς καθþς θεωροýσε πως  "...ο Σπýρος ΜελÜς κατÜ τη γνþμη μου Ýχει σοβαρþτερο Ýργο.", üπως Ýλεγε χαρακτηριστικÜ στο ΜιχÜλη ΡοδÜ. ΜεγÜλο μÝρος του Ýργου του παρÝμεινε ανÝκδοτο, ενþ μετÜ το θÜνατο του στο περιοδικü ΝÝα Εστßα δημοσιεýθηκε το ημιτελÝς μυθιστüρημÜ του ΛουκÜς ΣαματÜς, üπου το 1943 με πρωτοβουλßα του Θεοδþρου Ξýδη που τα κατÝγραψε, συγκεντρþθηκαν και παρουσιÜστηκαν. ¸γραψε το 1892 το Λατινικüν ΑναγνωσματÜριον προς χρÞσιν των Ελληνικþν Σχολεßων. ΥπÞρξε μÝλος της Ενþσεως ΕλλÞνων Λογοτεχνþν. Τα Ýργα του Λεηλασßα Μιας ΖωÞς  το 1978 κι Η ΚρουσταλλÝνια το 1981, γßνανε τηλεοπτικÝς σειρÝς και παρουσιαστÞκαν απü τη κρατικÞ τηλεüραση.



     Ο Αντþνης Τραυλαντþνης Þταν Μεσολογγßτης με πατριþτες λογοτÝχνες: Þταν 8 Ýτη νεþτερος απü τον ΠαλαμÜ και 3 Ýτη μεγαλýτερος απü τον ΜαλακÜση. Μαζß με τη Πßκρα του ΠαλαμÜ και τα Μεσολογγßτικα του ΜαλακÜση, η ΕξαδÝλφη του Τραυλαντþνη μας μεταφÝρει στον κυματισμü και τη μαγεßα της μεγÜλης ΛιμνοθÜλασσας.
Το Μεσολüγγι Þταν τüτε, üπως και τþρα, μια αξιüλογη επαρχιακÞ πüλη που την αγκαλιÜζει η ΛιμνοθÜλασσα και τη κοσμεß ο δρüμος της Τουρλßδας, δρüμος περιδιÜβασης και ρεμβασμοý. Αυτüν τον δρüμο πορευüταν νÝος ο Τραυλαντþνης, üπως διαβÜζομε στο Ýργο του ΔιετÞς Θητεßα. "Το μεγαλειþδες εσπερινüν λυκüφως και της λßμνης η παντελÞς ακινησßα καθßστων τον περßπατüν μου εκεßνον πολý μελαγχολικüν. ¹μην κατÜ το σýνηθες μüνος. Προυχþρουν εις τον στενüν δρüμον τον κρεμÜμενον εν μÝσω του ουρανοý και της θαλÜσσης".
     Σ' αυτü το περιβÜλλον μεγÜλωσε. Τονε συναντοýμε σα Χρυσικüπουλο στα μαθητολüγια του Γυμνασßου Μεσολογγßου 1879-1880 στην Β' τÜξη με βαθμολογßα ΚÜλλιστα. Με το üνομα Χρυσικüπουλος θα πÜρει αργüτερα και το Δßπλωμα της ΦιλοσοφικÞς ΣχολÞς του Πανεπιστημßου Αθηνþν με ¢ριστα. Στη ΣτρατολογικÞ Υπηρεσßα üμως φÝρεται εγγεγραμμÝνος ως Τραυλαντþνης (ßσως παρüνομα), και το üνομα αυτü θα διατηρÞσει στην κατοπινÞ επαγγελματικÞ του σταδιοδρομßα και τη λογοτεχνßα. Θα υπηρετÞσει τη στρατιωτικÞ του θητεßα ως Ýφεδρος αξιωματικüς και απü τις αναμνÞσεις της περιüδου αυτÞς θα προÝλθει το χαριτωμÝνο Ýργο του ΔιετÞς Θητεßα. Με το απολυτÞριο του στρατοý και το δßπλωμα της ΦιλοσοφικÞς εßναι Ýτοιμος "να εισÝλθει εις τον αγþνα της αυθυπαρξßας", üπως γρÜφει ο ßδιος.
     Ακολουθεß τον εκπαιδευτικü κλÜδο που τον υπηρÝτησε υποδειγματικÜ, üπου και αν ετÜχθη. ΝÝος, στην αρχÞ της σταδιοδρομßας του, τον ΙανουÜριο του 1897 (σημαδιακü Ýτος για την ελληνικÞ Ιστορßα) βρÝθηκε υπηρεσιακþς στην πüλη Μερσßνα της ΜικρÜς Ασßας, τüτε που Þκμαζαν οι ελληνικÝς κοινüτητες. Εκεß, στη γιορτÞ των Τριþν Ιεραρχþν, εξεφþνησε λüγο εορταστικü σημαντικüτατο. Στο λüγο του βλÝπει κανεßς τις γνþσεις του, τον πατριωτισμü και τον ενθουσιασμü του και διακρßνει τον εκπαιδευτικü που θα λαμπρýνει την ΕλληνικÞ Παιδεßα. Η υπηρεσιακÞ του σταδιοδρομßα, αλλÜ κι οι συνεχεßς επιστρατεýσεις των επüμενων χρüνων τον Ýφεραν σε πολλÝς πüλεις και χωριÜ της ΕλλÜδος. ΜετÜ τον πüλεμο του 1897 υπηρετεß στη Ζωσιμαßα ΣχολÞ των Ιωαννßνων, üταν η πüλη Þταν ακüμη τουρκικÞ. Αργüτερα πηγαßνει καθηγητÞς στο Πýργο Ηλεßας και το 1911 στο Αßγιο με ΓυμνασιÜρχη τον ΓρυπÜρη. ΠροÞχθη στη θÝση του ΓυμνασιÜρχη κι αργüτερα, üταν Ýγινε σχολικüς επιθεωρητÞς, μετετÝθη στη ΚÝρκυρα. Εκεß Ýζησε κοντÜ στην αγαπημÝνη του μητÝρα και την αδελφÞ του ΒασιλικÞ, σýζυγο του Κερκυραßου φαρμακοποιοý ΣτÝλιου Μαναρρßζη.
     Ο Τραυλαντþνης ως εκπαιδευτικüς Üσκησε το Ýργο του με Ýμπνευση, υποδειγματικÜ. ¼σοι υπÞρξαν μαθητÝς του δεν ξεχÜσανε ποτÝ τη διδασκαλßα του (ΝÝα Εστßα 1943). Πßστευε στη Παιδεßα κι υπηρετοýσε την εκπαßδευση ως αποστολÞ. ¸ταξε τον εαυτü του στη μüρφωση της ελληνικÞς νεüτητας. Αναγνωρßζεται η αξßα του και μüλις συστÞθηκε το Εκπαιδευτικü Συμβοýλιο (1914) αποτÝλεσε μÝλος του με διακεκριμÝνους συνεργÜτες. Με τη διδακτικÞ πεßρα που διÝθετε κομßζει νÝες ιδÝες και προσπαθεß να αναμορφþσει τα ΝεοελληνικÜ ΑναγνωστικÜ. Οι εισηγÞσεις του προς το Εκπαιδευτικü Συμβοýλιο Þσανε πρÜγματι πρωτοποριακÝς. "Δεν πρÝπει, μετÜ τüσης στυγνÞς αυστηρüτητος να αποκλεßεται εκ των συλλογþν των Αναγνωστικþν, παν λογοτÝχνημα χειριζüμενον το θÝμα των σχÝσεων των δýο φýλων, αρκεß να το χειρßζεται μετÜ τÝχνης αληθοýς, ανωτÝρας πÜσης υλικÞς πνοÞς, üπως το χειρßζεται η αληθÞς τÝχνη, η και τα ταπεινüτερα και τα χυδαιüτερα εξευγενßζουσα". Ζητοýσε την ανýψωση των νÝων προς την αλÞθεια της ζωÞς. Για τοýτο ζητοýσε την ανÜγκην πνευματικÞς τροφÞς των νÝων απ' ευθεßας απü τις πηγÝς.
     Η ταχεßα Üνοδüς του κι οι προοδευτικÝς αντιλÞψεις του γεννοýν αντιδρÜσεις. ΚατηγορÞθηκε üτι δεν εßχε πτυχßο! Πτυχßο στο üνομα Τραυλαντþνης δεν υπÞρχε και για τοýτο καλεßται να απολογηθεß! Αποδεικνýεται γρÞγορα η ταυτüτητα των ονομÜτων κι εισπρÜττει την συγγνþμη του Υπουργοý. Αργüτερα διετÝλεσε και Πρüεδρος του Εκπαιδευτικοý Συμβουλßου μÝχρι το 1926 οπüτε παραιτÞθηκε, πολý πριν φθÜσει στο üριο ηλικßας. ¸μμεσος κι εýσχημος ο λüγος που τον ανÜγκασε σε παραßτηση. Δεν εßχε σπουδÝς στο εξωτερικü που κρßθηκαν απαραßτητες για τη θÝση αυτÞ. Δεν εßχε σπουδÝς στην Ευρþπη, γιατß πÝρασε τη ζωÞ του μορφþνοντας τα παιδιÜ της ΕλλÜδας. ΠαραιτÞθηκε, αλλÜ πικρÜθηκε πολý. ¸κτοτε Ýζησε στην ΑθÞνα, στου ΖωγρÜφου, χωρßς οικογÝνεια, με το Μεσολüγγι και τα παιδιÜ της αδελφÞς στη καρδιÜ του. ¸ζησε αθüρυβα κι απλÜ, με συντροφιÜ τους τüμους των βιβλßων του και τη λÜμπα του πετρελαßου να φωτßζει τις þρες της περισυλλογÞς του.


    Το Εξþφυλλο του Λατινικοý Σημειωματαρßου του, που το ΑΠΘ το καμε... δικü του

     Ο Τραυλαντþνης υπÞρξε πολýπλευρη προσωπικüτητα. Εßχε ευρεßα αντßληψη, οξεßα κριτικÞ ικανüτητα, Üνεση γραφÞς, πηγαßα αßσθηση του κωμικοý κι ευφρÜδεια λüγου. ¹τανε φιλüλογος εξαιρετικüς, ελληνιστÞς και λατινιστÞς, επßσης ιστορικüς εμβριθÞς, γνþστης 3 γλωσσþν, (γαλλικÞς, γερμανικÞς κι ιταλικÞς). Μεγαλüσωμος, στρογγυλοπρüσωπος με μεγÜλα φωτεινÜ μÜτια, Þταν η μετριοφροσýνη προσωποποιημÝνη. Μετριοφροσýνη που πÞγαζε üχι απü δειλßα αλλÜ απü εξαιρετικÞ καλοσýνη κι ανθρωπιÜ. Γι' αυτü, ßσως, δεν Þταν αρκετÜ διεκδικητικüς. Θα μποροýσε να αξιþσει ΠανεπιστημιακÞ Ýδρα. Δεν το επεδßωξε. Αντßκρυζε τα πÜντα με τη χαρακτηριστικÞ του μετριοφροσýνη. ¼ταν ο εκπρüσωπος της ΣοβιετικÞς τüτε Πρεσβεßας τον επισκÝφθηκε και του ζÞτησε να μεταφρασθεß η ΗλιοστÜλαχτη στα ρωσικÜ απÜντησε: "ΥπÜρχουνε τüσα αριστουργÞματα της ελληνικÞς λογοτεχνßας, του ΠαπαδιαμÜντη, του Καρκαβßτσα που πρÝπει να γνωρßσετε". ΦυσικÜ η Üδεια δüθηκε και το Ýργο μεταφρÜστηκε. Σημειþνω üτι μεταφρÜστηκαν γαλλικÜ τα Μικρüβια στα Les Oeuvres Libres το 1931, επßσης το Γαμπρüς Ζωγραφιστüς γαλλικÜ και μερικÜ αγγλικÜ στο The Sun. Δεν θÝλησε οýτε καν να σκεφθεß για την υποψηφιüτητα του Ακαδημαúκοý στην οποßαν τον προÝτρεπε ο ΡοδÜς. Την απÝκρουσε λÝγοντας: "Ο ΜελÜς κατÜ τη γνþμη μου Ýχει σοβαρþτερο Ýργο". Το 1931 τιμÞθηκε απü την Ακαδημßα Αθηνþν με το Βραβεßο ΒικÝλα που δÝχτηκε με απλüτητα. ΥπÞρξε μÝλος της Ενþσεως ΕλλÞνων Λογοτεχνþν.
     Ο Τραυλαντþνης γρÜφει κÜπου: "για να νοιþση κανεßς και να αισθανθÞ τÝλεια το Ýργο ενüς λογοτÝχνη πρÝπει να γνωρßζει και τη ζωÞ του". ΠερÜσαμε τη διαδρομÞ αυτÞ, τþρα ας δοýμε και τη λογοτεχνικÞ παρουσßα του. Ο Τραυλαντþνης παρουσιÜζεται στα γρÜμματα με τη ΔιετÞ Θητεßα, καρπü της στρατιωτικÞς του ζωÞς. Δημοσιεýεται σε συνÝχειες στο ¢στυ του ¢ννινου το 1892. Να πþς αναγγÝλλει η εφημερßδα τη δημοσßευση του Ýργου: "Εντυπþσεις γραφεßσαι υπü του εκ Μεσολογγßου νεαροý διδÜκτορος της φιλολογßας κ. Αντ. Τραυλαντþνη εις γλþσσαν ανθηρÜν κι απÝριττον, ειλημμÝναι δε εκ του φυσικοý χωρßς υπερβολÜς και φαντασιþδη γεγονüτα, εßναι εις Üκρον ενδιαφÝρουσαι, ποικιλþταται δε εις την ανÝλιξιν σκηνþν και επεισοδßων".  Η συγγραφικÞ δρÜση του Τραυλαντþνη διÞρκεσε περßπου 40 χρüνια και κατÝλειπε τους εξÞς τüμους διηγημÜτων:
Τüμος Α´, 1921, περιλαμβÜνει σε επανÝκδοση και την ΕξαδÝλφη. Τüμος Β´, 1922, Η ΚρουσταλλÝνια και Üλλα διηγÞματα. Τüμος Γ´, 1923, Η ΗλιοστÜλλαχτη. Τüμος Δ´, 1925, Τρεις Λüγοι. Τüμος Ε´, 1930, Απολογßα Μισανθρþπου και Üλλα διηγÞματα. Τüμος ΣΤ´, 1935, Λεηλασßα μιας ζωÞς, μυθιστüρημα. Επßσης εßχε δημοσιεýσει πολλÜ, εßτε με το üνομÜ του εßτε με το ψευδþνυμο ΚλεÜνθης, στον Παρνασσü, περιοδικü του ομþνυμου Συλλüγου, την ΤÝχνη, την ΕθνικÞ ΑγωγÞ, τα ΓρÜμματα Αλεξανδρεßας, στη ΚυριακÞ του Ελεýθερου ΒÞματος, üπου δημοσιεýθηκε το μυθιστüρημα η Κüρη του Προδüτη κι Üλλοý. Επßσης κατÝλειπε πολλÜ ανÝκδοτα Ýργα.
     ΜετÜ το θÜνατü του απü τα ανÝκδοτα Ýργα του δημοσιεýθηκε στο περιοδικü ΝÝα Εστßα το σχεδüν τελειωμÝνο μυθιστüρημÜ του ΛουκÜς ΣαματÜς. Τα υπüλοιπα εξακολουθοýν να μÝνουν Üγνωστα κι αδημοσßευτα. Ο Θ. Ξýδης που τα κατÝγραψε (ΝÝα Εστßα, 1943) μας πληροφορεß üτι παρουσιÜζουν ενδιαφÝρον κι εßναι ωριμüτατα. Μεταξý αυτþν εßναι το μυθιστüρημα Η ΠατρικÞ Θυσßα βασισμÝνο σε πληροφορßες απü τον Αππιανü, τον Πλοýταρχο και τον Αρριανü, κι η τραγωδßα Το ΤÝλος Του Ωραßου. Επßσης αξιοπρüσεκτα εßναι τα διηγÞματα: Ο Θησαυρüς Μου, ΠετρÝλαιο - ΠετρÝλαιο, Ο Τροχüς Της Τýχης. ΔιαφορετικÞ εικüνα θα Ýδινε ο Τραυλαντþνης αν επιμελεßτο και τελεßωνε το Ýργο του, ειδικÜ αν τελεßωνε τα θεατρικÜ του Ýργα.
     Στα χρüνια της δημιουργικÞς δρÜσης του συνÝβησαν σημαντικÜ πολεμικÜ και πνευματικÜ γεγονüτα και σημειþθηκαν ιστορικÝς αλλαγÝς. 4 Ýτη πριν απü τη ΔιετÞ Θητεßα Ýχει εκδοθεß το 1888 Το Ταξßδι Μου του ΨυχÜρη που ανÝτρεψε τα καθιερωμÝνα της γλþσσας και δημιοýργησε αντιδρÜσεις. Το γλωσσικü ζÞτημα οδÞγησε σε διαφοροποßηση του ελληνικοý πνευματικοý κüσμου. Απü την μια οι δημοτικιστÝς -με πρωτεργÜτη τον ΠαλαμÜ- κι απü την Üλλη οι καθαρευουσιÜνοι -Μιστριþτης. ΑποτÝλεσμα. συγκροýσεις και διαμÜχες για το γλωσσικü ζÞτημα. Εκεßνος οδεýει προς τη ΔημοτικÞ. Τα 1α Ýργα του (ΔιετÞς Θητεßα - Ολυμπßα) τα 'γραψε καθαρεýουσα. ¸κτοτε διαπιστþνει την ευελιξßα της ΔημοτικÞς και τη παραστατικüτητÜ της και την υιοθετεß. Μια δημοτικÞ στρωτÞ, ευχÜριστη που διαβÜζεται και σÞμερα, ζωντανÞ και νÝα.



     Ο Μαβßλης, σε γρÜμμα του προς τον ΠαλαμÜ στις 5 Ιουλßου 1902, μεταξý των οπαδþν της δημοτικÞς κι ενδεχομÝνως ιδρυτþν και συνεργατþν περιοδικοý ΕθνικÞς Γλþσσας αναφÝρει και τον Τραυλαντþνη. Κι ο ΠαλαμÜς τον συναριθμεß μεταξý των επιφανÝστερων πεζογρÜφων μας.
Αμοιβαßα η εκτßμηση: Ο Τραυλαντþνης Ýγραφε για τον ΠαλαμÜ: "Ο Κ. ΠαλαμÜς πρωτοστÜτει πÜντοτε εις πÜντα αγþνα υπÝρ του ωραßου και του δικαßου με νεανικÞν ορμÞν" (ΕκπαιδευτικÜ ΧρονικÜ, 1936).  Εßναι δημοτικιστÞς χωρßς ακρüτητες! Χρησιμοποιεß προ πÜντων στα νεþτερα Ýργα του ωραßα δημοτικÞ με μερικÝς ιδιωματικÝς εκφρÜσεις Þ λÝξεις για να προσδþσει ζωηρüτητα στο κεßμενο. Οι ιδÝες του για τη λογοτεχνßα παρουσιÜζουν ακολουθßα με τον ηθικü χαρακτÞρα του. Παιδαγωγüς με την ευρýτερη σημασßα Ýβλεπε μÝσα απü το Ýργο του δημιουργοý, του συγγραφÝα την ευθýνη απÝναντι στον Üνθρωπο. Πßστευε στην ηθικÞ εξýψωση του ανθρþπου και την εξυψωτικÞ αποστολÞ της τÝχνης.
     ¸γραψε απü το περßσσευμα της καρδιÜς του. Παρ üλο που διÝθετε σπουδαßα μüρφωση, η καρδιÜ του στρÝφεται προς τους ανθρþπους της επαρχßας. ΜεγÜλωσε στην αστικÞ κοινωνßα του Μεσολογγßου και γνþρισε την επαρχßα. Γνþρισε το δÜσκαλο γνþρισε την επαρχßα. Γνþρισε τον δÜσκαλο, γιατß τον Ýζησε. Ντýθηκε το χακß σε üλες τις επιστρατεýσεις και τις περιπÝτειες της εποχÞς του. ¸χει γνωρßσει την ατÝλεια του ανθρþπου, αλλÜ δεν αποθαρρýνεται. Προσπαθεß με το χιοýμορ να δεßξει τα αδýνατα σημεßα Þ με τη καυστικÞ σÜτιρα να καυτηριÜσει ελαττþματα. Οι ιστορßες αυτÝς της ζωÞς που αφοροýν απλοýς ανθρþπους Ýχουν αποδοθεß παραστατικÜ, αδρÜ, με ευαισθησßα κι ειλικρßνεια. ΥπÜρχει διÜχυτο το χιοýμορ, η ειρωνεßα κι η δραματικüτητα, αλλÜ κι η ζωντανÞ αφÞγηση κι η βαθýτερη αγÜπη για τον Üνθρωπο. Η τÝχνη του Ýχει τη δýναμη να δεßχνει αληθινοýς τους ανθρþπους που περιγρÜφει. ΑναγελÜ καταστÜσεις γιατß αισθÜνεται πως Þθελε να κλÜψει γι' αυτÝς. Εßναι πßκρα συσσωρευμÝνη για τα Üσχημα της ζωÞς. ΜερικÝς φορÝς üμως η πικρßα του τον ωθεß στην υπερβολÞ και ζημιþνει τη πρüθεσÞ του. ¸τσι, τýποι σαν τον ΤσιριτζÜνζανο (ΚρουσταλλÝνια) Þ τον Βαζοýρα στη Μονομαχßα, δεν μας κερδßζουν..
     Αν πλησιÜσουμε τα Ýργα του θα μποροýσαμε να ξεχωρßσουμε τα εýθυμα χαριτωμÝνα διηγÞματÜ του, μικρÝς πινελιÝς αληθινÞς ζωÞς, απολαυστικÜ στη ζωντÜνια τους, που τÝρπουν με την ευρηματικüτητÜ τους Þ αποδοκιμÜζουν ελαττþματα με την καυστικÞ σÜτιρα. Ας δοýμε μερικÜ: Φοýρνος ΠρωτοφανÞς üπου το τÝλος εßναι αναπÜντεχο και θα καταπλÞξει την συντροφιÜ των γυναικþν που το ακοýνε. Δüκτωρ Φοýσκας με σαρκαστικÝς παρατηρÞσεις για την κενüτητα των ανθρþπων που παρουσιÜζονται σημαντικοß χωρßς να εßναι. Τρεις πÞχες στον ΠαρÜδεισο μια ηπειρωτικÞ παρÜδοση και το δαιμονικü ΚαταμεσÞμερο στο ΠηγÜδι, που σαρκÜζει την γυναικεßα απιστßα (ΜεταφρÜστηκε ΓαλλικÜ). Το μπαοýλο Þ την νýφη, Χριστοýγεννα του ΑμερικÜνου, που κÜνουν μισητÞ την μετανÜστευση, Τα μικρüβια με μια αßσθηση του χιοýμορ ανþτερη, διÞγημα δυνατü, Τ' αληθινÜ, Η Μονομαχßα και ακüμη η Απολογßα μισανθρþπου με φιλοσοφικü υπüβαθρο και βαθýτερη ψυχολογικÞ παρατÞρηση. ΤÝλος στην ΗλιοστÜλαχτη η κοινωνικÞ και πολιτικÞ σÜτιρα εßναι φανερÞ. ΠαρουσιÜζει την ταπεινÞ συμπεριφορÜ του μνηστÞρα της κüρης (ΗλιοστÜλαχτη), ο οποßος εξαρτÜ την ανÜδειξÞ του απü τους κομματικοýς δεσμοýς και τελικÜ απομακρýνεται απü εκεßνην. Η μορφÞ του διηγÞματος εßναι επιστολÝς της ηρωßδος προς τον συγγραφÝα. (ΜεταφρÜστηκε στα ΡωσικÜ).



     Αξιüλογα εßναι και τα ιστορικÜ διηγÞματα του Τραυλαντþνη, καθþς παρουσιÜζει τους ÞρωÝς του να κινοýνται με Üνεση στο περιβÜλλον τους. Εκεß οι ιστορικÝς γνþσεις του διευρýνονται. Στον ΠολυÝλαιο Των Βουρβþνων ιστορεß τις περιπÝτειες του πολυελαßου, που γι' αλλοý προορßζετο κι αλλοý κατÝληξε. Στο Γαμπρü Ζωγραφιστü αναφÝρεται στο Βýρωνα, üταν Þλθε 1η φορÜ στην ΕλλÜδα, κι Ýζησε για λßγο στα ΓιÜννενα του ΑλÞ πασÜ. Η αθþα κüρη (ΠÜτρα) θα μεßνει σ' üλη της τη ζωÞ αιχμÜλωτη απü το αßσθημα που δοκßμασε αντικρßζοντας τον Βýρωνα μια και μüνη φορÜ. (ΜεταφρÜστηκε στα ΓαλλικÜ). Επ'ισης και το διÞγημα Σωστοß Στο ΜÝτρο. Δεν εκθÝτει ιστορικÜ γεγονüτα, παρουσιÜζει üμως πþς βßωνε η ελληνικÞ οικογÝνεια το ιστορικü γεγονüς του ηρωικοý θανÜτου.
     ΕνδιαφÝροντες εßναι επßσης απü Üποψης ιστορßας οι 3 λüγοι που δημοσßευσε -πολý αργüτερα απü την εκφþνησÞ τους- στο μικρü κομψü βιβλßο με τßτλο Τρεις Λüγοι (1925) χωρßς καμμßα αλλαγÞ. Σημαντικüτατος εßναι ο Πανηγυρικüς για τους 3 ΙερÜρχες που εκφωνÞθηκε το 1897 στη Μερσßνα της Κιλικßας, τους Σüλους της αρχαιüτητας. Εκεß νεüτατος -üπως προανεφÝρθη- στην αρχÞ της σταδιοδρομßας του, σηματοδοτεß το λüγο του με το απολυτßκιον των Τριþν Ιεραρχþν κι Ýτσι εισÜγεται στο θÝμα του. Θεωρεß τους Τρεις ΙερÜρχες ως κρßκο που Ýνωσε τον Ελληνικü και τον Χριστιανικü κüσμο και την ΜικρÜν Ασßα σαν τον τüπο που επετεýχθη η σýγκλιση. Η γλþσσα που χρησιμοποιεß εßναι καθαρεýουσα, ωραßα στη παραστατικüτητÜ της κι ο πλοýτος των ιστορικþν γνþσεþν του εßναι πρÜγματι εντυπωσιακüς. Ο 2ος λüγος με κοινωνικü περιεχüμενο εκφωνÞθηκε στο Αßγιο το 1911 για τα εγκαßνια της ΣχολÞς του Λαοý κι ο 3ος στο μνημüσυνο για τους πεσüντες στο Σομüκοβο.
     Το ρüλο του παιδαγωγοý επιτελεß με το Üρθρο του Ο ΨυχÜρης εις την ΕλληνικÞν Διανüησιν. Τονßζει τα δημιουργικÜ στοιχεßα του Ýργου του ΨυχÜρη, υποδεικνýει τα τρωτÜ σημεßα και διατυπþνει τη κρßση: "Ο ΨυχÜρης γρÜφων ελησμüνει πολý συχνÜ τον λαüν προς ον απευθýνετο, ενþ ουδÝποτε ελησμüνει τους οπαδοýς του" (Πειθαρχßα 1929). Η μεγÜλη μελÝτη του για τον Ερωτüκριτο εßναι υποδειγματικÞ. Κατ' αρχÜς ασχολεßται με τις τοπικÝς λογοτεχνßες þστε να τοποθετÞσει το Ýργο, προχωρεß στον ποιητÞ του Ýπους, αναλýει κι ερμηνεýει το ποßημα και χαρακτηρßζει τα πρüσωπα (ΕκπαιδευτικÜ ΧρονικÜ, τεýχη 26 - 27 - 28 – 29, 1926).
     Τα Ýργα του Ýχουν αρχιτεκτονικÞ: πρüλογο- κýριο μÝρος - επßλογο. ¸χουν εσωτερικÞ συνοχÞ και διαγρÜφονται ευκρινþς. Ο διÜλογος υπÜρχει σχεδüν σε üλα τα λογοτεχνικÜ Ýργα του. ΡÝει αβßαστα και φυσικÜ. ΠεριÝχει κÜποτε ιδιωματικÝς λÝξεις που του προσδßνουν ζωηρüτητα. Ειπþθηκε πως αν Ýγραφε θεατρικÜ θα μποροýσε να πετýχει πολλÜ. ¸κανε κÜποια προσπÜθεια, αλλÜ Ýμεινε ημιτελÞς. Χαρακτηριστικü στα Ýργα του εßναι üτι τη δρÜση διηγεßται εßτε ο Þρωας του Ýργου σαν ανÜμνηση (ΚρουστελλÝνια - ΕξαδÝλφη), εßτε τρßτος (ΑγγελÞς στη Λεηλασßα μιας ζωÞς) με τα δικÜ του λüγια και την ακοýμε. Η δρÜση προχωρÜ στη λýση και τη παρακολουθεß ο αναγνþστης και συμμετÝχει εßτε με λýπη εßτε με αßσθημα ικανοποßησης, αλλÜ πολλÜκις ο λüγος του γßνεται σÜτιρα που καυτηριÜζει ελαττþματα Þ καταστÜσεις. Τονε γοητεýει ιδιαßτερα η ανÜλυση της γυναικεßας ψυχÞς. Οι περισσüτερες γυναßκες στα Ýργα του Ýχουν ηθικÞ ευαισθησßα κι üλες -εκτüς απü τις ηλικιωμÝνες- εßναι üμορφες. Τις περιγρÜφει με ζωντÜνια και λεπτομÝρεια. ¼λες τις ομορφιÝς τις βλÝπει και τις αισθÜνεται ξεχωριστÜ. Και τη κλασσικÞ που θυμßζει την Αρχαßα ΕλλÜδα και τα αγÜλματα (ΗλιοστÜλαχτη) και τη χαριτωμÝνη που θυμßζει Δýση (üπως η Εριφýλη) και τη γοητευτικÞ με το πÜθος και το Ýνστικτο (üπως η ΝÝνω) μα προ παντüς την ομορφιÜ τη πνευματικÞ, ουρανüφθαλμη κι αγαθÞ (üπως Κοýλα - ΚρουσταλλÝνια) γρÜφει ο ΤÝλος ¢γρας (ΝÝα Εστßα 1943).



     Και στην διαδρομÞ της ζωÞς ο Ýρωτας ξεπετÜγεται παντοδýναμος. ¸τσι τον αντικρßζει, σαν κινητÞρια δýναμη και δημιουργü της ζωÞς. Και πορεýεται ακολουθþντας το δρüμο που οδηγεß απü τη περιγραφικÞ στη ψυχογραφικÞ ηθογραφßα, (Απολογßα Μισανθρþπου - Λεηλασßα μιας ζωÞς). Η ηθογραφßα του, üπως και του ΠαπαδιαμÜντη, του Καρκαβßτσα και μερικÝς σελßδες χωριÜτικης ζωÞς του Θεοτüκη Þταν ü,τι γνÞσιο κι ωραßο μποροýσε να αξιþσει η νεοελληνικÞ πεζογραφßα την εποχÞ αυτÞ. (Χουρμοýζιος ΝÝα Εστßα 1943). Αν πÜμε στα εκτενÝστερα διηγÞματÜ του -νουβÝλες- θα σταθοýμε στο Μεσολογγßτικο Ýργο του Η ΕξαδÝλφη. Εκεß, μια παθητικÞ ιστορßα Ýρωτα, η ηρωßδα του Ýργου, η πανÝμορφη ΝÝνω που Üλλοι τσ' Ýφκιαναν τραγοýδια, Üλλοι ποιÞματα κι Üλλοι κλαßγανε δια δαýτην Ýχει üλη τη χÜρη και την ιδιοτροπßα της γυναικεßας φιλαρÝσκειας. Εßναι μια ιστορßα που ξετυλßγεται στη λιμνοθÜλασσα, στο ΣχοινιÜ, στη Θüλη και στο Λοýρο. Το διÞγημα δημοσιεýτηκε σε συνÝχειες στο ¢στυ με το ψευδþνυμο ΚλεÜνθης. Αργüτερα εκδüθηκε απü τον συγγραφÝα σε βιβλßο (1912). ¢ρεσε πολý στους αναγνþστες και κρßθηκε ευνοúκüτατα απü τους κριτικοýς της εποχÞς, αλλÜ και σÞμερα γοητεýει. Ο ΡοÀδης Ýγραψε πως εßναι το πρþτο ελληνικü διÞγημα που διÜβασα ως το τÝλος. Κι Þτανε φειδωλüς στους επαßνους.
     Την ιστορßα, διηγεßται ο ΦανÞς, το ψαρüπουλο, στον συγγραφÝα την þρα που ο μαÀστρος εφοýσκωνε το μεγÜλο πανß και το πριÜρι πετοýσε στον αφρü κι επÜφλαζε το κýμα στη χαμηλÞ την πλþρη. Η παρουσßαση της ψυχÞς του ΦανÞ απü τον συγγραφÝα εßναι εξαßρετη, üπως εξαßρετη και η περιγραφÞ της ιδιüτροπης και φιλÜρεσκης ΝÝνως. Και η δρÜση προχωρεß μÝσα απü ποιητικÞ ατμüσφαιρα σ' Ýναν πονεμÝνο, απαγορευμÝνο –Þταν πρþτα εξαδÝλφια- νεανικü Ýρωτα με θαυμÜσιες περιγραφÝς. Ο ΦανÞς αφοσιþνεται με καρδιÜ γεμÜτη αγÜπη, λατρεßα, αθωüτητα. ΑισθÜνεται αμαρτßα üταν γονατιστüς στο εικüνισμα της Παναγßας παρακαλεß να φυλÜγει την ΝÝνω του. ¼μως το ερωτικü αßσθημα Ýχει φουντþσει. Μου φαινüταν πως Þξεραν την αγÜπη μου üλα, τα πÜντα, η θÜλασσα, τ' αστÝρια, οι γυαλοß, τα ψÜρια, τα φýκια, τα χαμüκλαδα και τα ξηρÜ καλÜμια που εßναι στρωμÝνα στο νησß. Και πως την αγÜπαγαν üπως κι εγþ. Η ΝÝνω αγÜπησε κι αυτÞ τον ΦανÞ εγωιστικüτερα και ζηλüτυπα, τον πρüδωσε üμως üταν η φιλαρÝσκειÜ της εντυπωσιÜστηκε απü τα λüγια ενüς γιατροý. Ο ΦανÞς βρßσκει την δýναμη ν' απομακρυνθεß για να την νοιþθει ευτυχισμÝνη, þσπου Ýρχεται η κÜθαρση, η τρομερÞ κι αβÜσταχτη. ΣÞμερα φαßνεται υπερβολικÜ τρομερÞ η κατÜληξη του διηγÞματος. Ας μην ξεχνοýμε την εποχÞ του.
     Απü πληροφορßα του Μεσολογγßτη δικηγüρου κ. Μπαγιþργα μαθαßνουμε πως συνÝλαβε την υπüθεση της ΕξαδÝλφης üταν δÝχτηκε πρüσκληση στη πελÜδα του Σοýστα -ενüς Ýξοχου ελληνοδιδÜσκαλου συνομÞλικου του ΠαλαμÜ- κι ακολοýθησε διαδρομÞ με γÜιτα στη ΛιμνοθÜλασσα üταν ο Þλιος Ýγερνε στη Δýση. Απü παλιÜ Μεσολογγßτισσα μαθαßνουμε πως αγÜπησε μακρινÞ συγγÝνισσÜ του που δεν τη πÞρε. Συνεπþς η ΕξαδÝλφη εßναι μÜλλον βιωματικÞ εμπειρßα του. Και μÞπως τον ακολοýθησε μÝχρι το τÝλος του;
     Στο Üλλο Μεσολογγßτικο διÞγημα, τον Καψοπüδαρο, η νεαρÞ Κοýλα εßναι η προσωποποßηση της ηθικÞς τελειüτητας. Κανεßς δεν τη γνþριζε χωρßς να την αγαπÞσει, οýτε νÝος οýτε γÝρος, οýτε αρσενικüς, οýτε θηλυκüς. Η ýπαρξÞ της, η αβρüτητα κι η ευαισθησßα της, Ýφερε ριζικÞ αλλαγÞ στον Καψοπüδαρο, τον δÜσκαλο. Εκεßνος ψηλüς, αδýνατος, αδιÜφορος και φιλÜργυρος, αφωρισμÝνος εξηνταβελüνης, üπως τον προσονüμαζαν οι μαθητÝς του üταν τους Ýδερνε, Üρχισε να μαλακþνει απü τη παρουσßα της Κοýλας στη τÜξη. ΑλλÜζει, γßνεται προσιτüς, ευπρεπισμÝνος αυτüς ο ατημÝλητος, δεν δÝρνει πια τα παιδιÜ στη τÜξη, þσπου ο δÜσκαλος φθÜνει στην αυταπÜρνηση, και κλεßνει τον κýκλο της ζωÞς του Ýχοντας το üραμα της ευτυχßας της νεαρÞς κüρης. Εßναι ωραßο διÞγημα, δοσμÝνο με τÝχνη και ζωντανü, με εýθυμα στοιχεßα και χαρακτηριστικÝς απüψεις της τüτε επαρχιακÞς ζωÞς.
     Γυναßκα εßναι η ηρωßδα και στο διÞγημα η ΚρουσταλλÝνια που ξετυλßγεται σε χωριü της ΚÝρκυρας. Εßναι Ýνα ειδýλλιο που περιγρÜφει τον αγνü Ýρωτα ενüς ευαßσθητου δασκÜλου με σωματικü ελÜττωμα και ψυχÞ τρυφερÞ, για μια μικρÞ, Ýξυπνη, üμορφη κüρη. ΠαρουσιÜζονται δÜσκαλοι καλοß και κακοß, ευσυνεßδητοι Þ μικρüψυχοι, παρελαýνουνε χωριÜτικοι τýποι με üλη τη φτþχεια της εποχÞς, τýποι μßζεροι, μα κι Üνθρωποι γεμÜτοι αγÜπη και συμπαρÜσταση.



     Σ' Ýνα χωριü της ΚÝρκυρας ο ΣοφοκλÞς Γραμματßκας, ο καμποýρης δÜσκαλος, δÝχτηκε στο σχολεßο του και περιμÜζεψε Ýνα φτωχü ορφανü την ΚρυσταλλÝνια και την μητÝρα της. Νοιþθει, καθþς σ' αυτÞν η εξυπνÜδα και η νιüτη των δεκÜξι χρüνων της ανθßζουν, να γεννιÝται μÝσα του ο Ýρωτας. Δεν θÝλει να φανερþσει τα αισθÞματÜ του. Πþς να το φανερþση, αυτüς ο Καμποýρης στην Üνοιξη της üμορφης κüρης!. Και αυτοεξορßζεται. Απομακρυνüμενος, μια σκÝψη τον ακολουθεß: Κι αυτÞς τι της μÝλλεται της Üμοιρης. Εßναι αξιοπρüσεκτη η ψυχολογßα του δασκÜλου καθþς ο ßδιος παρατηρεß και αναλýει τον εαυτü του. Η λýση Ýρχεται τελευταßα στιγμÞ ευχÜριστη, ýστερα απü αγωνßες και περιπÝτειες της μικρÞς ΚρουστελλÝνιας. Η ΕξαδÝλφη, η ΚρουσταλλÝνια, η ΗλιοστÜλαχτη, χαρακτηρßστηκαν μυθιστορÞματα. Εßναι μÜλλον νουβÝλες.
     Το μεγÜλο μυθιστüρημÜ του εßναι η Λεηλασßα Μιας ΖωÞς που εκδüθηκε το 1935 απü τη ΝÝα Εστßα. Το μυθιστüρημα αυτü διαβÜστηκε πολý. Ο Τραυλαντþνης γßνεται εδþ κοινωνικüς παρατηρητÞς. Διαπιστþνει κοινωνικÝς καταστÜσεις κι αντιλÞψεις και διατυπþνει σκÝψεις γι' αυτÝς. Εßναι καλüς παρατηρητÞς του καιροý του και φαßνεται πως Ýχει ζÞσει βαθιÜ την ελληνικÞ πραγματικüτητα. ΕξετÜζει το χαρακτÞρα του ÞρωÜ του, βλÝπει τα δικαιþματα που Ýχει στη ζωÞ. ΒλÝπει την ανÜγκη της αλλαγÞς, αλλ' η πραγματικüτητα πνßγει κÜθε σκÝψη για επανÜσταση. Η δρÜση εκτυλßσσεται στην ΑθÞνα μετÜ τη ΜικρασιατικÞ καταστροφÞ. Τα πρüσωπα προσπαθοýν να ζÞσουνε τη ζωÞ του καιροý τους φÝρνοντας üλες τις προλÞψεις του παρελθüντος. Κýριο πρüσωπο ο ΘεμελÞς ΤρÜμπας Þ Τλημενßδης üπως Üλλαξε το üνομÜ του υπακοýοντας στην επιταγÞ του εξευρωπαúσμοý και της κοινωνικÞς ανüδου. 2 αδελφÝς απü το 2ο γÜμο του πεθαμÝνου πατÝρα του κι η μητριÜ στηρßζονται πÜνω του μ' üλες τις υλικÝς ανÜγκες και με τις αντιλÞψεις του καιροý. Εκεßνος, Üνθρωπος νÝος, γερüς, Ýξυπνος, επιτÞδειος, καρτερικüς στην εργασßα και γενικüτερα στη πÜλη της ζωÞς üπως γρÜφει ο συγγραφÝας, δεν τüλμησε να βαδßσει προς την ευτυχßα της προσωπικÞς του ζωÞς. Δεν Ýχει τη δýναμη να παραμερßσει τις κοινωνικÝς συνθÞκες που την κυκλþνουν και να πορευθεß προς την ολοκλÞρωση της ζωÞς του.
     Στο μυθιστüρημα παρουσιÜζεται η αναστατωμÝνη ΑθÞνα μετÜ τη ΜικρασιατικÞ καταστροφÞ. Με πρüσωπα που δεν μποροýν να κατανοÞσουν και να προσαρμοσθοýν στις νÝες καταστÜσεις. ΠαρουσιÜζεται η οικογÝνεια ενþ ο ßδιος ο συγγραφÝας στο πρüσωπο του φßλου ΑγγελÞ παρατηρεß, παρακολουθεß, σχολιÜζει τη δρÜση, προσθÝτοντας μια εýθυμη νüτα στο Ýργο. ΤÝλος, ο Þρωας του Ýργου, ο τραγικüς Τλημενßδης, πεθαßνει απογυμνωμÝνος απü κÜθε χαρÜ. Και το μυθιστüρημα αυτü σφραγßζεται με το επßγραμμα: ΕνθÜδε κεßται Ýνας Üνθρωπος θλιβερüς που εßχε üλες τις καλωσýνες και τις ικανüτητες του κüσμου, αλλÜ δεν εßχε την ικανüτητα να οργßζεται και να επαναστατεß üταν Ýπρεπε. ΛεηλατÞθηκε η ζωÞ του Τλημενßδη. ΜÞπως λεηλατÞθηκε και η ζωÞ του Τραυλαντþνη απü την υπερβολÞ της μετριοφροσýνης του, την υπερβολÞ της υποχωρητικüτητας και την Ýλλειψη πεßσματος; Απεριüριστη η θÝλησÞ μας μα η δýναμÞ μας μηδαμινÞ Ýγραψε στους στοχασμοýς του στο περιοδικü ΖωÞς ΤÝχνη. Στο προλογικü σημεßωμα των Τριþν Λüγων που αναφÝρθηκαν χαρακτηρßζει σαν αμαρτßα την δημοσßευση, που με δισταγμü αποφÜσισε. ΑυτÞ η επιφυλακτικüτητα μÜλλον Þταν αιτßα να μεßνει και τüσο Ýργο ατÝλειωτο κι αδημοσßευτο, που θα μας Ýδινε την Ýκταση της δημιουργικÞς δýναμης. ΜÞπως τονε συνθλßβει η συνεßδηση της ματαιüτητας των ανθρωπßνων πραγμÜτων þστε να θεωρεß μÜταια και περιττÜ πολλÜ πρÜγματα και της λογοτεχνικÞς ακüμη γραφÞς; ΤαλÝντο αναμφισβÞτητα εßχε. ΜÞπως ο ßδιος μετÝτρεψε τη μεγÜλη δýναμη του λογοτεχνικοý του ταλÝντου σε ποßηση πραγματικÞς ζωÞς;
     Ο ΓρυπÜρης, üταν συνυπηρετοýσαν στο Αßγιο, του Ýλεγε: Εγþ γρÜφω ποιÞματα, σý üμως ζης ποιητικÜ. Και τα χρüνια περνοýσαν. ¿σπου το 1940 ο θÜνατος του αγαπητοý ανεψιοý του ΣταμÜτη Μανιαρρßζη τον συνÝτριψε. ¾στερα οι στερÞσεις της κατοχÞς κι η αβιταμßνωση προκαλοýνε γÜγγραινα σε παλαιü τραýμα κι αναγκÜζονται στον Ευαγγελισμü να του κüψουνε το πüδι. ΥπομονÞ -γρÜφει,- κανÝνα Üλλο üπλο δεν Ýχουν τα γÞινα πλÜσματα, üταν βρεθοýν σε τÝτοια παντοδýναμη θεομηνßα. ΚατÜλαβε üτι θα πÝθαινε κι αποχαιρÝτησε με συγκßνηση τον ΜαλακÜση, που νοσηλευüταν βαρýτατα ασθενÞς στον Ευαγγελισμü.



     Εκεßνος Ýφυγε, το Ýργο του Ýμεινε. Στα Ýργα του Μεσολογγßτη συγγραφÝα εκφρÜζεται ζωηρÞ και καλοσυνÜτη η ανθρωπιÜ. Ο αναγνþστης Ýχει συχνÜ την ευκαιρßα να συνειδητοποιÞσει την σχÝση με την κοινωνßα κι ενßοτε να συναισθανθεß την ευθýνη του απÝναντß της. Το Ýργο του Τραυλαντþνη εßναι απü τις ρßζες της λογοτεχνßας μας. Κι αν Üλλη πορεßα ακολοýθησε η πεζογραφßα στα νεþτερα χρüνια, οι πνευματικοß δημιουργοß ποτÝ δεν αρνοýνται τη δημιουργßα των προγüνων, που Üνοιξαν με κüπο και μüχθο τον δρüμο στους νεþτερους. Ο Κωνσταντßνος Καλλßας, που υπÞρξε φßλος του, τον ονομÜζει ΝÝστορα της ΕλληνικÞς πεζογραφßας (ΕυβοúκÜ ΓρÜμματα, 1944). Κι ο ΠÝτρος ΧÜρης Ýγραψε πως Üφησε Ýργο μεγαλýτερο απü τη φÞμη του (ΝÝα Εστßα, 1943). ΤÝλος ο Χουρμοýζιος στη θαυμÜσια κριτικÞ του στο αφιÝρωμα της ΝÝας Εστßας (1943) καταλÞγει: Ο Τραυλαντþνης, μας λÝνε üσοι τον γνþρισαν, υπÞρξε Ýνας καλüς, κÜλλιστος Üνθρωπος, Ýνας καλüς, κÜλλιστος δÜσκαλος. Ας γßνη τρßπτυχη η ωμολογημÝνη καλοσýνη: Ο Τραυλαντþνης υπÞρξε Ýνας καλüς, καλýτερος ßσως απ' üτι τον πιστεýαμε λογοτÝχνης.
     ΜετÜ το θÜνατü του, Ýργα του επανεκδüθηκαν επανειλημμÝνως απü διÜφορους εκδοτικοýς οßκους: ΝÝα Εστßα, Γαλαξßας, ΚÜκτος, ΝεφÝλη.
¸τσι τελειþνει η ιστορßα της ζωÞς του και του Ýργου του. ΜÝνει η εκπαιδευτικÞ προσφορÜ του κι η γλυκýτητα της λογοτεχνικÞς δημιουργßας του. ΜÝνει η παντοτινÞ γοητεßα της ΕξαδÝλφης. Θα τη φανταζüμαστε πÜντα απüμακρη να λικνßζεται πανÝμορφη στα Þρεμα νερÜ της Μεσολογγßτικης ΛιμνοθÜλασσας.

ΕΡΓΑ:

ΔιηγÞματα - ΝουβÝλες

• Η ΕξαδÝλφη. ΑλεξÜνδρεια, Ýκδοση του περιοδικοý ΓρÜμματα, 1912.
• ΔιετÞς θητεßα· ΑναμνÞσεις εφÝδρου αξιωματικοý. ΑθÞνα, Βιβλιοπωλεßο Ηλßα Ν. Δικαßου, 1921.
• ΔιηγÞματαΑ´. ΑθÞνα, ΖηκÜκης, 1921.
• ΔιηγÞματαΒ´ · Η ΚρουσταλλÝνια και Üλλα διηγÞματα. ΑθÞνα, Βασιλεßου, 1922.
• Δοýλων ψυχÝς· ΗλιοστÜλαχτη. ΑθÞνα, Βιβλιοπωλεßο Ηλßα Ν. Δικαßου, 1923.
• Απολογßα μισανθρþπου και Üλλα διηγÞματα. ΑθÞνα, ΔημητρÜκος, 1930.

ΜυθιστορÞματα

• Λεηλασßα μιας ζωÞς· Μυθιστüρημα. ΑθÞνα, Ýκδοση του περ. ΝÝα Εστßα, 1936.

Λüγοι

• Τρεις λüγοι. ΑθÞνα, ΖηκÜκης, 1925.


===============

                              Τα Χριστοýγεννα Του ΑμερικÜνου

Εκεß που με κüπο πολýν ανεβαßναμε στο λüφο του Αγßου Ισαýρου, ερþτησα τον οδηγü μου τον Παξινü.
¯ Γιατß αυτüν τον αδýνατο, που μας χαιρÝτησε στη ΦουντÜνα, τον εßπες ΑμερικÜνο;
Και ο Παξινüς οδηγüς μου Ýτυχε φλýαρος και μου διηγÞθηκε ολüκληρη ιστορßα.
¯ Να, Ýτσι τον λεν, ΑμερικÜνο, επειδÞτις και πÞγε στην ΑμερικÞ· Ýμεινε δÝκα-δεκαπÝντε χρüνια σ' Ýνα μÝρος, Παστüν, Μπαστüν, κÜπως Ýτσι το λÝνε.
¯ Πηγαßνουν λοιπüν και οι Παξινοß στην ΑμερικÞ;
¯ ΚÜπου-κÜπου κανÝνας. Αυτüς να σ' ορßσω Ýφυγε εξ' αιτßας απü μια κοπÝλα π' αγαποýσε, τζα την ξÝρεις και του λüγου σου, εκεßνη τη ΖαχαρÝνια που φωνÜξαμε στην ΥπαπαντÞ. Εßδες που ‘πες του λüγου σου για την καθαριüτητα του σπιτιοý, Þγουν που σ' Üρεσε πολý, και βγÞκε εκεßνη και μας φßλεψε κοπελßτσια, που λÝμε 'μεις εδþ, αυτÜ τα λουλοýδια· του λüγου σου τÜπες κυλÜμια, κυκλÜμια, κÜπως Ýτσι.
¯ ¼μορφη κοπÝλα, αλÞθεια.
¯ Τþρα üμορφη μ' Ýξι παιδιÜ και με φτþχεια χειρüτερη απ' τη δικÞ μου! να την Ýβλεπες αυτÞ τüτε, εδþ και δεκÜξι χρüνια και να ‘λεγες· ΖαχαρÝνια αλÞθεια Þτανε· κüρη του παπα-Σßμου, εßδες εκεßνου του παπÜ που μας πÞγε στην ΥπαπαντÞ, που ‘πες του λüγου σου Αυτüς εßναι σωστüς παπα-ΦλÝσσας.
¯ Και τþρα, ποιον Ýχει Üνδρα η ΖαχαρÝνια;
¯ ¸χει Ýνα καλü παιδß, το Παρεδρßτσι, που λÝμε ημεßς· Ýτσι το παρονομÜζουμε γιατß ο πατÝρας του Þτανε μια φορÜ πÜρεδρος· τ' üνομÜ του εßναι Τζþρτζης ΜιτσÜλης, συγγενÞς του ΔημÜρχου.
¯ Και γιατß δεν πÞρε τον ΑμερικÜνο;
¯ ¸τσι· δεν τον Þθελε ο παπÜς· του φαßνονταν ακαμÜτης και φαντασμÝνος· θÝλησε καλýτερα το Παρεδρßτσι· Þτανε φρüνιμο παιδß, εßχε και κÜμποσα δÝντρα· τüτε εßχαμε και σοδειÝς ταχτικÝς· σου λÝει, το καθημερινü του δε θα του λεßψει· η κοπÝλα üμως και η μÜνα της η παπαδιÜ Þθελαν τοýτον τον ΑμερικÜνο, να ποýμε· και τοýτος πÜλε ζουρλαßνονταν για τη ΖαχαρÝνια· απü μικρü παιδß την αγαποýσε· το ‘ξερε üλος ο Λογγüς κι εßχε να κÜμει με τη ζοýρλια του. Τη ζÞτησε δυο τρεις φορÝς, δεν του την Ýδωκαν· ýστερα τη ζÞτησε το Παρεδρßτσι, του την Ýδωκαν. Η παπαδιÜ κÜτι θÝλησε να πει, μα ο παπα-Σßμος δε χωρατεýει, εßναι Παργινüς· Ýπιασε την πρεσβυτÝρα, της Ýδωκε Ýνα χÝρι ξýλο, κι Ýνα γερü φοβÝρισμα της ΖαχαρÝνιας· γßνηκαν οι αρραβþνες· ανÞμερα των ΧριστουγÝννων Þτανε.
     Και τüτε ο Üλλος, τοýτος να ποýμε ο ΑμερικÜνος ¯Αργυρüς εßναι η γενιÜ του¯ γßνηκε Üφαντος· μπÞκε σ' Ýνα καÀκι που πÞγαινε στ' Αλεýκι και τον εχÜσαμε. Δυο χρüνια Ýκαμαν οι γονÝοι του να μÜθουν αν ζει. ΑπÜνω στα δυο χρüνια Þρθε Ýνα γρÜμμα απü την ΑμερικÞ στο γιατρü τον ΑνεμογιÜννη και Þρθε και Ýνα χαρτß να λÜβει ο Βασßλης ο Αργυρüς δÝκα λßρες που τις Ýστελνε ο γιος του απü την ΑμερικÞ, τοýτος να ποýμε ο ΑμερικÜνος. Και Ýλεγε το γρÜμμα στον πατÝρα του, να τüνε συγχωρεß που Ýφυγε χωρßς να τον αποχαιρετÞσει, και τþρα εßναι καλÜ και Ýχει καλÞ δουλειÜ και με το θÝλημα του Θεοý θα τους συνδρÜμει. Και εις το τÝλος Þλεγε· ας üψεται ο παπα-Σßμος, μα θα ‘ρθει μÝρα να βαρÝσει το κεφÜλι του, σαν να ποýμε για το πλοýτος.
     Το πÞρε το γρÜμμα ο Αργυρüς και γýρισε ΓÜι και Λογγü, που λÝει ο λüγος, και το ‘δειχνε· πÞγε στη ΛÜκκα, στα ΜαγαζιÜ, στη ΦουντÜνα και το ‘δειχνε κι Ýδειχνε και τις λßρες· και ο καθÝνας Ýλεγε τα δικÜ του. ΠÞγε και στην ΥπαπαντÞ και το ‘δειξε της παπαδιÜς· φýλαξε την þρα πο ‘λειπε ο παπÜς και το Παρεδρßτσι. Η παπαδιÜ το ‘βαλε κατÜκαρδα πως χÜσανε τÝτοιο γαμπρü και τα ‘βαλε με τον παπÜ. Απü τüτε Ýπεσε η γκρßνια στο σπßτι του παπα-Σßμου· Þρθανε και κακιÝς χρονιÝς, οι ελιÝς δεν Ýδιναν τßποτε, τσ' επλÜκωσαν και τα παιδιÜ, κÜθε χρüνο και γÝννα ¯η φτþχεια, αφÝντη μου, φÝρνει πολλÜ κακÜ. Και μ' üλον τοýτο ο ΑμερικÜνος κÜθε μÞνα, κÜθε δυο μÞνες κι Ýνα γρÜμμα, κι Ýνα πακÝτο λßρες. Ο Βασßλης ο Αργυρüς κατÜντησε Üρχοντας μεγÜλος· Ýριχνε δεκÜρα στο δßσκο, και κÜθε χρüνο και καινοýργιο πλατοβρÜκι· üλοι το ‘βγαναν το καπÝλο· καλÞ μÝρα, κυρ-Βασßλη.
      Το Παρεδρßτσι το καημÝνο δοýλευε üσο μποροýσε, μα τι να σου κÜμει! Üμα δε θÝλει ο Θεüς! ΚατÜνταγε με τη δßκοπη να ψιλþνει ξÝνες ελιÝς. ΚαταλÜβαινε και τη γκρßνια που Þταν στο σπßτι εξ αßτιας του, και της ΖαχαρÝνιας τα μοýτρα, και της παπαδιÜς τα λüγια τα φαρμακερÜ, üταν Ýβλεπε τη γυναßκα του Αργυροý με καινοýργιο φουστÜνι κÜθε λßγο και πολý. Κι üλο στο χειρüτερο πÞγαιναν ετοýτοι, κι üλο περßσσευε η γκρßνια. Του το ‘δειχναν φανερÜ του γαμπροý πως Þτανε μετανοιωμÝνοι που δεν επÞραν τον ΑμερικÜνο. Ως κι ο παπα-Σßμος τα ‘ριξε και δεν εßχε εκεßνα τα üφρυδα που ‘χε πριν. Περνοýσανε μÞνες χωρßς να δεßρει την παπαδιÜ.
     ΚοντÜ το ΠÜσχα, το Παρεδρßτσι στενοχωρÞθηκε πολý που δεν εßχε να πÜρει οýτ' Ýνα μανδÞλι της γυναικüς του, και αποφÜσισε να δανεισθεß· μα απü ποιον; οι αρχüντοι μας παßρνουν χßλια τα εκατü, και τ' αρνß και το τομÜρι· ξÝπεσε στον Αργυρü, τον πατÝρα του ΑμερικÜνου· πÞγε τρÝμοντας ο θλιμμÝνος ¯δανεßστηκες ποτÝ σου, αφÝντη; αν δανεßστηκες, ξÝρεις τι πÜει να πει χρÝος· κÜλλιο ο Üνθρωπος να μÝνει νηστικüς παρÜ να πÝφτει σε χρÝος· μα ανÜθεμα τις περιστÜσεις, πες.
     Μολοντοýτο, ο Βασßλης ο Αργυρüς δεν του φÝρθηκε κακÜ· του τα ‘δωκε με δυο τα εκατü (το μÞνα πα να πει) και δυο ξÝστες λÜδι. ΧαμογÝλασε μοναχÜ μ' Ýναν τρüπο που το ‘σφαξε το Παρεδρßτσι· και φεýγοντας Ýλαβε την απüφαση να περιμÝνει ως τον Αýγουστο, κι αν η σοδειÜ πÜει κακÜ, να το σκÜσει κι αυτüς για την ΑμερικÞ· Þ να χαθεß Þ να ζÞσει μια σαν Üνθρωπος κι αυτüς.
     ΑλλÜ τι τα θÝλεις, αφÝντη μου! οι Üνθρωποι απελπßζουν, ο Θεüς δεν απελπßζει. Ας Ýρθει εκεßνον το χρüνο μια σοδειÜ, ευλογßα Θεοý· οι γερüντοι δεν τη θυμοýντανε ποτÝ· Üλλο να σου λÝω κι Üλλο να το ‘βλεπες· φýλλα δεν Ýβλεπες· üλο καρπüς· και τι καρπüς! λες και τον εßχανε στο γυαλß, τεφαρßκι· χαßρονταν η ψυχÞ σου.
     Οι φτωχοß δεν επßστευαν τα μÜτια τους· το Παρεδρßτσι Ýκανε το σταυρü του και ¯üπως Þτανε το θλιμμÝνο μαθημÝνο στη δυστυχßα¯ απü μÝρα σε μÝρα πÜντεχε πως θα πÝσουν. Μα να σου κÜμει ο Θεüς Ýναν Αýγουστο βροχερü κι Ýνα ΘερτÞ χιονÜτο, αλÞθεια, κι ας Ýρθει να δþσει κÜθε δÝνδρο κι αλεσιÜ· να, μα τον Üγιο που μας βλÝπει· κÜθε δÝνδρο κι αλεσιÜ· και τι αλεσιÝς! μιÜμιση ξÝστια, δυο ξÝστες, δυο και γαλüνι! Ακοýς εκεß δυο και γαλüνι!
     ΠιÜσ' τους πßλιο τους Παξινοýς και το Παρεδρßτσι το θλιμμÝνο. ΑλÝθοντας και πουλþντας, οικονομοýντανε απ' üλα· πÞραν γÝννημα, ντýθηκαν, Ýφκιασε ρÜσο ο πÜπας, βελÝσι1 η παπαδιÜ, Üλλο βελÝσι η ΖαχαρÝνια, Ýνδυσαν τα παιδιÜ τους ¯χαρÜ Θεοý αλÞθεια. ¸βλεπες τη ΖαχαρÝνια και γýριζε με το καλαθÜκι γελαστÞ· γελοýσε κι η παπαδιÜ, κι ο παπα-Σßμος πÞρε üφρυδα πÜλε. Και το Παρεδρßτσι καλοκÜρδισε το μαýρο· εßπε κι αυτü να κÜμει μια φορεσιÜ ροýχα καλÜ, κι Ýβαλε στην πÜντα εκατü δραχμÝς· μα Üλλο εßχε στο νου του· Þθελε να πληρþσει το χρÝος του Αργυροý, üπου το ‘χε κρυφÜ απü τη γυναßκα του και την πεθερÜ του· ο παπÜς μοναχÜ το ‘ξερε.
     ΕπÞρε λοιπüν μια φθηνÞ φορεσιÜ, Ýβαλε τα Üλλα στην τσÝπη και πÞγε στο ΓÜι, üπου κατοικοýσε τþρα ο Βασßλης ο Αργυρüς· εßχε ψηλþσει βλÝπεις κι αυτüς και κατοικοýσε στο ΓÜι… εßχε σαν να ποýμε γραφεßο· ποιος; ο Βασßλης, που δεν Þξερε δυο Üλφες· μα τι κÜνει η λßρα, αφÝντη! ΠÜει το λοιπüν το Παρεδρßτσι και βρßσκει τον κυρ-Βασßλη, να κÜθεται σαν τραπεζßτης στο τραπÝζι και να φουμÜρει· μα και το Παρεδρßτσι δεν το ‘ριχνε κÜτω· ξÝρεις τι πα να πει να πληρþνεις χρÝος και πριν λÞξει μÜλιστα η προθεσμßα; εßναι μεγÜλη χαρÜ, αφÝντη, μεγαλýτερη παρÜ αν δεν εßχες διüλου χρεωθεß. Να ποýμε την αλÞθεια ο Βασßλης δεν Þτανε κακüς Üνθρωπος· το δÝχθηκε καλÜ το Παρεδρßτσι.
¯ ¹ρθα, λÝει, κυρ-Βασßλη, να σου γυρßσω εκεßνα τα üβολα· Ýκαμε ο θεüς κι ευκολýθηκα.
¯ Μα γιατß να βιασθεßς, αδερφÝ, του λÝει ο Βασßλης· τι ανÜγκη Þτανε;
Ε, εßπα, λÝει το Παρεδρßτσι, καλýτερα να τα φÝρω, μην Ýχεις κι η αφεντιÜ σου καμμιÜ ανÜγκη.
Σ' αυτü Ýσφαλε το Παρεδρßτσι.
¯ ΑνÜγκη, λÝει ο κυρ-Βασßλης, κýριε, ελÝησον· ακοýς ανÜγκη! Ας εßναι καλÜ ο ΑμερικÜνος· (Ýτσι τον Ýλεγε κι αυτüς το γιο του, απü καμÜρι). Και τþρα δα που θα ‘ρθει κιüλα, με το ελεýθερο να ζητÜτε ü,τι θÝλετε.
¯ Θα ‘ρθει; εßπε το Παρεδρßτσι και το τσÜκισε κρýος ιδρþτας.
¯ Θα ‘ρθει δα· δεν το ξÝρεις· εßναι τþρα μια βδομÜδα που μου το ‘γραψε θετικÜ· πριν τα Χριστοýγεννα θα τον Ýχομε στους Παξοýς· μια φορÜ Þσαστε φßλοι· να ιδοýμε τþρα θα σε γνωρßσει; Αυτüς τþρα, γιε μου, Üλλαξε· μας Ýστειλε τη φωτογραφßα του εδþ και δυο χρüνια, μα δεν του ‘μοιαζε, γιατß Þταν κÜπως ανÞμπορος üταν την Ýβγαλε. ¢φησε δα απü γλþσσες και απü κüσμο! Αυτüς τρþει üλο με υπουργοýς εκεß στην ΑμÝρικα που εßναι. Του ‘χανε και μια προξενιÜ ¯μα να μÝνουν εδεπÜ που τα λÝμε¯ απü Ýνα καλü πρüσωπο ¯ο πατÝρας της εßναι, σαν να ποýμε, κολονÝλος¯ μα ξÝρεις αυτüς… ας εßναι δα, ας Ýρθει με το καλü…
     Ο κυρ-Βασßλης εßχε üρεξη να πει ακüμα, üπως κÜνουνε οι γονεßς, üταν καμαρþνουνε τα παιδιÜ τους· μα το Παρεδρßτσι δεν εßχε δýναμη ν' ακοýσει Üλλα· πλÞρωσε γλÞγορα το χρÝος· Ο κυρ-Βασßλης Üνοιξε μια κασσαφüρτε3 γεμÜτη λßρες και χαρτιÜ και του ‘δωκε πßσω το χαρτß· το Παρεδρßτσι το πÞρε κι Ýφυγε σαν χαμÝνο, χωρßς να χαιρετÞσει μÞτε. Θα ‘ρθει, σου λÝει, ο ΑμερικÜνος στους Παξοýς! και πüτε; τþρα που εßδαν στο σπßτι κÜποια ησυχßα, τþρα που και η παπαδιÜ και η ΖαχαρÝνια κüντευαν να τον λησμονÞσουν! Ε, τελεßωσε· δεν το ‘θελε ο Θεüς να πÜρει αυτüς τη ΖαχαρÝνια· αμαρτßα Ýκαμε, που την αφαßρεσε απü τον ΑμερικÜνο, και να τον Ýχει και φßλο! και να ξÝρει την αγÜπη που εßχανε! κι αυτüς να μπει στη μÝση σαν πειρασμüς να τους χωρßσει! κρßμα μεγÜλο του φαßνονταν πως εßχε κÜμει και πεπρωμÝνο δεν Þταν να τη χαρεß Þσυχος· γυναßκα του την Ýκαμε, παιδιÜ Ýκαμε με δαýτη, μα ¯το ‘νιωθε καλÜ το Παρεδρßτσι¯ το νου της και την καρδιÜ της δεν την εßχε κÜμει δικÞ του. Αυτüς Þτανε σαν τýραννος εκεß μÝσα, και ο Θεüς Þθελε να τον παιδÝψει γι' αυτü· και να σου! τη στιγμÞ που του φÜνηκε πως θα ζÞσει τÝλος ευτυχÞς, αυτÞ τη στιγμÞ διÜλεξε ο Θεüς για να τον βασανßσει· ακριβÜ θα πληρþσει τη λßγη χαρÜ της τελευταßας χρονιÜς· ο ΑμερικÜνος θα ‘ρθει στους Παξοýς· üμορφος, καλοντυμÝνος, σπουδασμÝνος, κοσμογυρισμÝνος, και το μεγαλýτερο, πλοýσιος, γεμÜτος λßρες· θα πÜει στην ΥπαπαντÞ να λειτουργηθεß· θα ρßξει στο δßσκο λßρα· üλος ο κüσμος θα παραμερßζει και θα τον χαιρετÜει· ποιος ξÝρει αν δεν τον βγÜλουν και βουλευτÞ! Και η ΖαχαρÝνια θα τα ιδεß üλα αυτÜ.       Και ποιος θα κρατÜει τüτε την παπαδιÜ! Και τι θα ‘ναι αυτüς, το Παρεδρßτσι, μπροστÜ του, με λßγες ψωροελιÝς, που του φÜνηκε πως κÜτι εßναι Και τα μισüλογα Þτανε εκεßνα του Αργυροý; πως τÜχα ο γιος του δεν παντρεýεται, γιατß Ýχει στο νου του τη ΖαχαρÝνια; Αχ! ας Ýρθει και Þρθε λοιπüν! θα ιδεßς τι σκυλß εßναι κι αυτüς· χρüνια τþρα τα βαστÜει σαν γÜιδαρος üλα· μα ας Ýρθει και Þρθε· ας ρßξει μια ματιÜ στη ΖαχαρÝνια, ας πει Ýνα λüγο η στρßγλα η παπαδιÜ, και τüτε βλÝπουνε τι θα πει Παρεδρßτσι απελπισμÝνο!
     ¸τσι του φαßνονταν του κακομοßρη, πως μποροýσε να κÜμει κακοýργημα. Μα εγþ, αφÝντη, σ' αυτüν τον κüσμο Ýνα πρÜμμα Ýχω καταλÜβει· πως Üλλοι γεννιüνται ψοφßμια, και Üλλοι γεννιüνται üρνια και τρþνε τα ψοφßμια· και το Παρεδρßτσι, καθþς φαßνεται, δεν μποροýσε να γßνει απü πρüβατο λýκος· μα κι ο Θεüς ως το τÝλος στÝνει τα λυκοσßδερÜ4 του. ¼σο να φθÜσει στην ΥπαπαντÞ το Παρεδρßτσι εßχανε κÜπως αλλÜξει τα μυαλÜ του, σαν να τον ησýχασεν ο δρüμος, κι Ýλαβε μιαν απüφασÞ πλιο λογικÞ. Τþρα, σκÝφθηκε, δεν θα πω τßποτα για τον ΑμερικÜνο, εßτε Ýρχεται εßτε δεν Ýρχεται· κι Üμα Ýρθει και ιδþ πως δεν μποροýμε να ζÞσομε και οι δυο στον ßδιον τüπο, το σκÜζω και πÜω στην ΑμερικÞ· αν Ýκαμε λßρες αυτüς ο ακαμÜτης και ξεμυαλισμÝνος, δεν θα κÜμω εγþ! Και Þθελε στην απüφαση αυτÞ να ησυχÜσει· μα εßχε ακüμα να τραβÞξει πολλÜ.
     Σε δυο τρεις μÝρες ο ερχομüς του ΑμερικÜνου διαδüθηκε σ' üλο το νησß· ο κυρ-Βασßλης Ýβαλε τρουμπÝτα, που λÝνε· κι απü ΓÜι ως ΛÜκκα Üλλη κουβÝντα δεν εγινüτανε, μπορþ να σου πω· πως θα ‘ρθει ο ΑμερικÜνος, πως θα φÝρει μιλιοýνια, πως τρþει με υπουργοýς, πως δε θÝλησε να παντρευτεß στην ΑμερικÞ γιατß εßχε το νου του στους Παξοýς· και üλα üσα Ýλεγε ο πατÝρας του παßρνανε δρüμο και μεγαλþνανε απü στüμα σε στüμα· γιατß ο λüγος, αφÝντη, εßναι σαν αυτü το ρÝμα· βλÝπεις; στην πηγÞ του εßναι μικρü και Þσυχο· üσο πÜει μεγαλþνει, πλαταßνει, βροντÜει, ακοýεται μακριÜ και δεν παýει ν' ακοýεται, παρÜ üταν ξεθυμÜνει στη θÜλασσα, σαν να ποýμε με τον καιρü. ¸τσι και τüτε ο κüσμος δεν εßχε κρατημü. ¢λλοι λÝγαν να τον κÜμουν δÞμαρχο, Üλλοι βουλευτÞ, και οι γονεßς που εßχανε κοπÝλες κι εßχανε κÜποια χÜρη, εßτε προßκα, λÝει ο λüγος, εßτε ομορφιÜ, εßτε τßποτε εξυπνÜδα, αμÝσως Ýβαλαν στο νου τους να τον κÜμουνε γαμπρü· και δος του λιβÜνια, και δος του παρακÜλια του Βασßλη και της Βασßλαινας, κι αυτοß καμÜρωναν σαν γýφτικα σκεπÜρνια.
     Η παπαδιÜ κι η ΖαχαρÝνια Ýπεσαν να πεθÜνουν· ο παπα-Σßμος δεν Þξερε τι να κÜμει· καμιÜ φορÜ Ýλεγε στην πρεσβυτÝρα του:
¯ ΜωρÞ ζουρλÞ, τι εßσαι ζουρλÞ, κακομοßρα; αν τον Ýπαιρνε τüτε η ΖαχαρÝνια, δεν θα πÞγαινε στην ΑμερικÞ και δεν θα γινüτανε αυτü που γßνηκε τþρα, που να μην εßχε γßνει κι αυτüς και συ κι η κüρη σου αντÜμα!
¯ Να μην εßχες γßνει εσý κι ο γαμπρüς σου! το ‘λεγε η παπαδιÜ, και να μην εßχατε βρεθεß, να πÜνδρευα την κοπÝλα μου üπως της Üξιζε, κι üχι να μαραßνει η φτþχεια τÝτοια κÜλλη.
     Κüπιασε τþρα να ‘βρεις Üκρη με τις γυναßκες.
     Το Παρεδρßτσι γßνηκε απü τüτε βουβü και κουφü· λες και περπατοýσε χωρßς να ‘χει ζωÞ, üλο σκÝπτονταν, σκÝπτονταν και τßποτε Üλλο.
ΤÝλος πÜντων Ýνα απüγιομα απü ΚυριακÞ ο τηλεγραφητÞς Ýδωκε στον κυρ-Βασßλη Ýναν τηλÝγραφο και του ‘πε καλþς να τον δεχθεßς, ο γιος σου εßναι στην ΚÝρκυρα κι Ýρχεται με το βαπüρι· αýριο στις δυüμιση τρεις απü τα μεσÜνυχτα θα ‘ναι εδþ.
Καταλαβαßνεις τι γßνηκε τüτε· üλος ο ΓÜις στο ποδÜρι· κατεβÞκανε κι απ' το Λογγü, Þρθανε κι απü τη ΛÜκκα πολλοß· ο καφενÝς του Σγüμπου μÞλο δε χωροýσε· κι Ýκανε κι Ýνα κρýο! παραμονÝς των ΧριστουγÝννων βλÝπεις, καρδιÜ του χειμþνος· και üλοι αυτÞ την ομιλßα· Üλλοι βγÞκανε συγγενεßς του, ξαδÝρφια, συμπεθÝροι· Üλλοι βρßσκονταν παλαιοß του φßλοι· και ο καθÝνας θυμοýντανε Ýνα λüγο του Þ Ýνα παιγνßδι Þ μια διασκÝδαση που κÜμανε μαζß· Üλλοι Ýδειχναν κÜτι που τους εßχε χαρßσει… τι κÜνει ο Ýρμος ο παρÜς, αφÝντη! Οι περισσüτεροι λÝγανε πως το ‘δειχνε απü μικρüς που θα γßνει μεγÜλος Üνθρωπος, Üλλοι πÜλι Ýλεγαν· ποιος το ‘λπιζε απ' αυτü το παιδß! δεν εφαßνονταν, αδερφÝ! Οι γυναικοýλες πÜλε, που ‘χανε μαζωχθεß στα γειτονικÜ σπßτια, λογαριÜζανε την παντρειÜ του.
¯ ¸ρχεται, λÝει, για να παντρευτεß στους Παξοýς· τÜχα ποια Ýχει στο μÜτι; ποιας καλüτυχης να δουλεýει η μοßρα της!
Και σιγÜ-σιγÜ λÝγανε τ' üνομα της ΖαχαρÝνιας.
¯ Μα τþρα, αυτÞ εßναι παντρεμÝνη και με παιδιÜ.
¯ Ε! καλÜ εßσαι· Ýλεγε η Üλλη· φτÜνει Ýνα λüγο να πει, και δεν τη χωρßζουνε τÜχα! η παπαδιÜ, γιε μου, στÝκεται απßκου5.
     ¢λλη πÜλι, μεγαλýτερη, τους Ýλεγε να σωπÜσουν και να μη λÝνε πρÜμματα που δεν γßνονται, γιατß εßναι και αμαρτßα να τα λÝνε. Και ποý μπορþ να σου ειπþ του κüσμου τις κουταμÜρες üλες! Να μην τα πολυλογοýμε, η þρα πλησßαζε· πολλοß εκοßταζαν τα ρολüγια τους και λογÜριαζαν: Τþρα εßναι στ' Αλεýκι, τþρα περÜει τον καβο-μπιÜνκο, τþρα ξαγνÜτισαν τη ΛÜκκα. Ο Βασßλης κι η Βασßλαινα δεν εφαßνονταν ακüμα· περßμεναν στο σπßτι τους απÜνω.
     ΚÜποια þρα οι βαρκÜρηδες ξαγνÜντισαν6 το φως του βαποριοý και τρÝξανε να ειδοποιÞσουν τους γονεßς του: ¸φτασε, Ýφτασε. Καρδιοχτýπι εßχαν üλοι, και δικοß του και ξÝνοι.
     Ο Βασßλης και η Βασßλαινα κατÝβηκαν στο μþλο. ¹τανε τυλιγμÝνοι με γοýνες ΑμερικÜνικες, κι Ýνα σωρü στολßδια· δυο τρεις πÞγαιναν μπροστÜ με τα φανÜρια· η βÜρκα του Τελωνεßου, για μεγαλýτερη, Þταν στρωμÝνη και στολισμÝνη με φαναρÜκια, μπÞκανε μÝσα οι Βασιλαßοι, μπÞκανε και οι πλουσιüτεροι απü τους συγγενεßς του, και πριν το βαπüρι φθÜσει στην Παναγßα, εξεκßνησαν· ξεκßνησαν και καμπüσες Üλλες βÜρκες μαζß· τþρα μιλοýσανε üλοι σιγÜ· ποý το κακü που γßνεται τις Üλλες μÝρες;
     Το βαπüρι φουντÜρησε την Üγκυρα, που σπÜνια φουντÜρει· üλοι εßπαν πως το ‘καμε για τιμÞ του ΑμερικÜνου. Με ησυχßα πλησßασαν οι βÜρκες· κι Üμα κανεßς Ýκανε κÜπως θüρυβο, ο κυρ-Βασßλης εφþναζε:
¯ ¹συχα, Þσυχα, μωρÝ παιδιÜ, μην του φανοýμε βÜρβαροι, γιατß αυτüς εßναι μαθημÝνος απü Üλλον κüσμο. Και Üλλοι λÝγανε ο Ýνας στον Üλλον: ¹συχα, Þσυχα, μωρÝ παιδιÜ.
     ¸τσι με ησυχßα σαν εκεßνη που δεν κÜνουνε οýτε στην εκκλησßα, ανεβÞκανε στο βαπüρι· ανÝβηκε πρþτα ο πατÝρας του, Ýπειτα η μÜνα του, ýστερα ανÝβηκε ο τελþνης και κÜτι Üλλοι υπÜλληλοι, που φοβοýντανε μη γßνει βουλευτÞς. ΑνÝβηκα κι εγþ απü περιÝργεια με τους πρþτους, για να τον ιδþ· εγþ Þμουνα τιποτÝνιος Üνθρωπος, θα πεις· μα εßχα κι εγþ περιÝργεια, βλÝπεις. Εις το βαπüρι οι ναýτες δεν Ýκαναν τüση ησυχßα κι αυτü μας φÜνηκε σαν παρÜξενο· ως τüσο ο πατÝρας του ρþτησε Ýνα ναυτüπουλο:
¯ Να σου πω, πατριþτη, ποý εßναι αυτüς ο πλοýσιος που Ýρχεται απ' την ΑμερικÞ;
¯ Ο πλοýσιος απ' την ΑμερικÞ; δεν ξÝρω, κýριε, να ρωτÞσετε τον καμαρüτο· εßπε ο ναýτης.
     Ο κυρ-Βασßλης μπροστÜ, η κυρα-Βασßλαινα μπρÜτσο και οι Üλλοι ακολουθþντας, προχωρÞσαμε λßγο, σκοντÜβοντας σε κÜθε λογÞς μπαγÜζια του βαποριοý· λßγο παρÝκει, ο κυρ-Βασßλης σταμÜτησε πÜλι και ρþτησε δυο καλοντυμÝνους, που φαßνονταν επιβÜτες της πρþτης θÝσεως.
¯ Να σας πω, κýριοι· ποý εßναι αυτüς ο πλοýσιος ο Παξινüς, που Ýρχεται απü την ΑμερικÞ; ξÝρετε;
¯ Πλοýσιος Παξινüς! εßπε ο Ýνας στον Üλλον· α! ναι· θα λÝτε αυτüν τον Üρρωστο που μπÞκε στην ΚÝρκυρα· κÜτω εßναι· ρωτÜτε τον καμαρüτο.
¯ ¢ρρωστος! εßπαμε üλοι σαν να ‘πεσε κεραυνüς· Üρρωστος εßναι; Κι ο κυρ-Βασßλης με τη φωνÞ παραλλαγμÝνη εψιθýρισε· üχι Üρρωστος και με τρεμουλιαστü βÞμα προχþρησε στην πρþτη θÝση.
     Η κυρα-Βασßλαινα Ýμεινε απÜνω και μεις üλοι μεßναμε ακßνητοι, κοιτÜζοντας προς τη σκÜλα, σα να εßχανε παγþσει üλα μας τα μÝλη.
ΚÜποια þρα φÜνηκε ο κυρ-Βασßλης σÝρνοντας στο μπρÜτσο του σαν Ýνα βαρý επανωφüρι, üπως μας φÜνηκε στην αρχÞ στο μισοσκüταδο. Και μ' üλον τοýτο αυτüς Þτανε ο ΑμερικÜνος, ο περßφημος ΑμερικÜνος, πο' ‘παιζε με τις λßρες. ¢λλο που σου τον παριστÜνω, αφÝντη, κι Üλλο να τον εßχες ιδεß τüτε· τþρα κÜτι σÝρνεται λßγο, που τον βλÝπεις· ο αÝρας των Παξþν τον ωφÝλησε και του ‘δωκε κανÝνα χρüνο ζωÞ ακüμα· μα να τον Ýβλεπες τüτε! μÝσα απü το επανωφüρι επρüβαλε Ýνα προσωπÜκι τüσο δα, και κßτρινο σαν τες λßρες του, που να το ‘λειπαν. Και τßποτε Üλλο δεν Ýβλεπες απü Üνθρωπο· ροýχα, γοýνες, κακοýμια7, χειρüκτια8, üσα θÝλεις. ΑγÜλια αγÜλια σýρθηκε κοντÜ μας και με φωνÞ βραχνÞ εßπε στη μÜνα του καλþς την ηýρε· εκεßνη Þτανε σαν απολιθωμÝνη, και μüλις, üταν Ýπεσε στην αγκαλιÜ της, ξýπνησε κι Üρχισε να τον αγκαλιÜζει, να τον φιλεß και να κλαßει, κλÜιματα δυνατÜ, με φωνÝς σα να δεχüντανε λεßψανο, κι üχι γαμβρü, üπως τον επεριμÝναμε.
     Εμεßς οι Üλλοι μεßναμε μακριÜ κÜπως σαστισμÝνοι. Πρþτος ο πατÝρας του Ýλαβε κÜποιο θÜρρος και μας εßπε πως το ταξßδι τον εζÜλισε λßγο τÜχα πως Þτανε Ýτσι απü τη θÜλασσα· και ýστερα εßπε στο γιο του:
¯ Να, παιδß μου· δε γνωρßζεις τους φßλους σου! τüσα χρüνια τþρα τζα, ποý να τους θυμÜσαι!
     Κι Üρχισε να λÝει του καθενüς τ' üνομα. ΕπλησιÜσαμε και μεις τüτε και του πιÜσαμε το χÝρι· μα δýναμη δεν εßχε οýτε να μας σφßξει το χÝρι, οýτε να μας μιλÞσει· λεßψανο σωστü· μüνον Ýλεγε κανÝνα ευχαριστþ, και ýστερα εßπε:
¯ ΠÜμε, γιατß κÜνει κρýο.
¯ ΠÜμε, πÜμε· εßπε κι ο κυρ-Βασßλης, και αýριο να καλοξημερþσομε τον χαιρετÜτε, παιδιÜ. Εßναι κομμÜτι ζαλισμÝνος απü τη θÜλασσα, κοντζÜμ ταξßδι βλÝπεις, απü τον Üλλον κüσμο.
Και μεις εßπαμε μÝσα μας:
¯ Και για τον Üλλο κüσμο.
     ΚαβÜλα, πες, τον κατεβÜσανε στη βÜρκα, κι εκεß ακοýμπησε απÜνω στη μÜνα του, και η βÜρκα κßνησε σιγÜ σιγÜ για να μην τον ταρÜξει. Εννοεßται, πριν φθÜσει η βÜρκα του Τελωνεßου, εßχαν φθÜσει στη σκÜλα Üλλες βÜρκες και εßχαν δþσει την εßδηση.
¯ Ο ΑμερικÜνος εßναι Üρρωστος. ¯ Ο ΑμερικÜνος πεθαßνει.
     Πολλοß μÜλιστα λÝγανε και πως εßναι πεθαμÝνος· þστε που, üταν εφθÜσαμε στη σκÜλα, τους βρÞκαμε üλους βουβοýς και Þσυχους· μüλις Üκουγες κανÝναν ψιθυρισμü. Ο κυρ-Βασßλης εßπε πÜλι δυνατÜ πως εßναι κομμÜτι ζαλισμÝνος απü το ταξßδι και θα πÜμε σπßτι, κι αýριο με το καλü τον χαιρετÜτε.
     Και κßνησαν, μπροστÜ το λεßψανο ¯σαν να ποýμε¯ και πßσω η συνοδεßα βωβÞ, üσο που Ýφθασαν στη θýρα του κυρ-Βασßλη και τον ανÝβασαν απÜνω οι γονεßς του. Τüτε διαλυθÞκαμε, και τüτε λýθηκε και η γλþσσα μας· ε! και να ‘σουνα τüτε να ‘κουγες και να καταλÜβαινες τι εßναι ο Üνθρωπος! μηδÝ κοιμÞθηκε κανεßς εκεßνο το βρÜδυ! Ως το πρωß ο καφενÝς του Σγüμπου γεμÜτος· και τι να σου πω, αφÝντη! ο Üνθρωπος εßναι κακüς· üση χαρÜ εφαßνονταν, üταν τον καρτεροýσαν, διπλÞ ζωγραφßζονταν τþρα σε üλους· και θαρρþ πως τοýτη η δεýτερη χαρÜ Þτανε η αληθινÞ. Και ποιος να πρωτοπεß τþρα και ποιος να πρωτογελÜσει με τες λßρες και με την προκοπÞ της ΑμερικÞς! Θαρροýσες πως ο καθÝνας απαλλÜχθηκε απü φοβερü βÜρος που εßχε στην καρδιÜ του και πως τþρα üλοι Ýνιωθαν τον εαυτü τους ευτυχÞ. Και ο καθÝνας ρþταγε τι αρρþστια να ‘χει· και ο καθÝνας Ýλεγε ü,τι του κατÝβαινε εις βÜρος του δυστυχισμÝνου. Δεν εßδαμε την þρα να ξημερþσει και να ρωτÞσομε τους γιατροýς:
¯ Τι Ýχει, γιατρÝ, θα πεθÜνει;
Και οι γιατροß απαντοýσαν με αδιαφορßα:
¯ Φθßσι φαßνεται πως εßναι· απü καταχρÞσεις ßσως, απü μεγÜλους κüπους, απü κακÞ ζωÞ· ßσως αν εßχε Ýρθει πρωτýτερα θα ωφελεßτο απü το κλßμα· και πÜλι ημπορεß να αναλÜβει κÜπως και να ζÞσει λßγον καιρü ακüμα.
     Το πρωß βγÞκε και ο πατÝρας του ν' αγορÜσει κüτες και αυγÜ.
¯ Τι κÜνει, κυρ-Βασßλη; τον ερωτοýσαν.
¯ ΚαλÜ εßναι, Ýλεγε ο κυρ-Βασßλης· Ýτσι Þτανε λßγο ζαλισμÝνος απü τη θÜλασσα· τþρα εßναι καλÜ, πολý καλÜ· αýριο, να ‘χομε υγεßα, θα ‘ρθει στην εκκλησßα.
     Μα ποý εκκλησßα, ποý Χριστοýγεννα! Στην εκκλησßα πÞγε που πÞγε το Παρεδρßτσι το καημÝνο, γερü γερü και ζωηρü. ΠÞγε και η ΖαχαρÝνια και η παπαδιÜ· και ¯παρÜξενο πρÜμμα!¯ Þταν χαροýμενες κι αυτÝς.
     Το μεσημÝρι γßνηκε στου παπα-Σßμου του Κουτροýλη ο γÜμος. Ο παπα-Σßμος ως τüτε δεν εßχε πει τßποτε, γιατß Ýμελλε να λειτουργÞσει· üταν üμως Ýκατσαν στο τραπÝζι κι Ýφαγαν και Ýπιε και δυο τρßα κατροýτσα9 Αντιπαξþτικο, τüτε του ξανακÜηκε για τη γκρßνια της παπαδιÜς· και μπροστÜ στο γαμπρü λÝει:
¯ Σ' Üρεσε, μωρÞ, λÝει, ο ΑμερικÜνος τþρα; Þθελες να τον Ýχεις γαμπρü; ε;
     Η παπαδιÜ δεν Ýλεγε λÝξη, μα ο παπÜς εθýμωνε απü τα ßδια του τα λüγια, κι üσο Ýβριζε, τüσο Üναφτε, üσο που σηκþθηκε απü το τραπÝζι κι Üρπαξε  Ýναν πλÜστη, απü κεßνους που πλÜθουν τα φýλλα για τις πßτες, και ποý την πονεß και ποý τÞνε σφÜζει την καλÞ σου την πρεσβυτÝρα· üσο φαρμÜκι εßχε ποτισθεß τüσον καιρü, το ‘βγαλε εκεßνην την þρα.
     Η παπαδιÜ Üλλο δεν Ýλεγε παρÜ ¯κÜτσε, ευλογημÝνε, του ‘λεγε· ποιος τον Þθελε Üρρωστο, και ποιος εßπε για γαμπρü! ας εßναι καλÜ το παλικÜρι π' ‘χουμε να μας ζÞσει· 'σýχασε, παπÜ μου, κι εßναι χρονιÜρα μÝρα· μπα! ξορκισμÝνος να ‘ναι κι αυτüς και οι λßρες του, μας Þφερε σε σýγχυση τÝτοια μÝρα.
     Κι üλο με το καλü τον Ýπαιρνε τον παπα-Σßμο, γιατß καταλÜβαινε το Üδικü της. ¸καμε και η ΖαχαρÝνια να μπει στη μÝση, Ýφαγε και κεßνη το μερδικü της· και τüτε μονÜχα ησýχασε ο παπÜς. ΚÜτσανε πÜλε στο τραπÝζι, τους εμÝθυσε üλους ο παπα-Σßμος, μÝθυσε και το Παρεδρßτσι, και το βÜλανε στο τραγοýδι· ε! λÝγανε:

Παξοß κι ΑντιπÜξοι
Λüντρες δεκÜξη·
ΓÜú και Λογγü
Παρßσια δεκοχτþ.

     Μπορþ να σου πω πως ο αληθινüς γÜμος της ΖαχαρÝνιας Ýγινε εκεßνο το βρÜδυ. Και το πρωß τüσο Þτανε ευχαριστημÝνοι, üπου λυπÞθηκαν στ' αληθινÜ και τον κακομοßρη τον ΑμερικÜνο.
_______________________________

                           Το Βλησßδι

- Νὰ 'νειρευüμουνα κἐγὼ κανÝνα· βλησßδι εἶπεν ἡ φιλαινÜδα μου ἡ Γιαννιþτισσα, τὴν ὥρα ποῦ ἔσπρωχνε γιὰ δεýτερη φορὰ τὸ καφφüμπρικο μÝσ' στὴ θρᾷκα καὶ ἄρχιζε νὰ φουσκþνῃ μαλακὰ ὁ καφφÝς.
- Ναὔρισκα ἕνα βλησßδι σἄν τὴ ΣÜντα.
- Ποιὰ ΣÜντα;
- ΑὐτÞνη ποῦ βλÝπεις τþρα στὰ σοκκÜκια μπανταλÞ, σἄν ἀγρßμι, τὴ ΣÜντα· δὲν τὴν ξÝρεις;
- Πῶς δὲν τὴν ξÝρω! τὴ ΣÜντα, ποῦ εἶναι ὁ φüβος καὶ ὁ τρüμος τῶν μικρῶν παιδιῶν, ποῦ παραδÝρνει ζÜρκα, σὲ κακὴ κατÜστασι στὰ χιüνια καὶ στοὺς ἥλιους, τὴ μπανταλο-ΣÜντα;
- Αἴ! αὐτÞνη, γυιÝ μου, ἤτανε μιὰ φορὰ κυρὰ μεγÜλη στὸ χωριü της, μὰ τὸ κακü της κεφÜλι, γιὰ νὰ μὴ δþσῃ στὴν Τýχη τὸ κορμπÜνι ποῦ ἔπρεπε καὶ γιὰ νἆναι καὶ στερημÝνη τὴν κατÜντησε ἔτσι ὁ Θεüς, -μεγÜλη ἡ δüξα του.
- Μὰ τὶ κορμπÜνι; ἀπὸ ποιὸ χωριὸ εἶναι;
- Ἔτσι μὲ ρωτᾷς νὰ σοῦ τὰ λÝω καὶ κατüπι μὲ κÜνεις τσουμÝντο[3] καὶ μοῦ λὲς τσüτσο καὶ χαλασιÜ μου καὶ νἀντοὖχε πÝσῃ ἡ καταρροÞ.
-Ὄχι· τþρα δὲ σὲ κÜνω τσουμÝντο.
- ΚÜμε ὅρκο.
- Βαλλαὴ ποῦ δὲ σὲ κÜνω.
- Ἄλλος τζανανὲς κι αὐτüς· μὰ ἄς εἶναι ἐγὼ θὰ στὸ πῶ γιὰ νὰ μὴν τὴ λυπᾶσαι· καὶ πὲς ἐσὺ ὅ,τι θÝλεις· μὰ πιὲ πρῶτα τὴν καφφÝ σου μὴν κρυþσῃ· στρßψε μου κἐμÝνα ἕνα τσιγÜρο ποῦ μἀρÝει μὲ τὴν καφφὲ νὰ τὸ τραβÜω· Ἔτσι· τþρα τὸ λοιπüν, αὐτὴ ἡ ΣÜντα ἤτανε ἀπüνα χωριὸ ἐδῶ ὄξω, δὲν ξÝρω. κἄν ἀπὸ τὰ Κοýρεντα, κἄν ἀπὸ τὰ Γραμμενοχþρια· νὲ ἰσὲ καὶ ἤτανε λÝνε στὰ νειᾶτα της ὀξωτικÞ, ὀξωτικÞ μὺτ' κοκκαλÝνια, ἀλÞθεια· εἶχε καὶ μιὰν ἀδερφὴ ἄλλη, χÞρα· ἐκεßνη δὲν ἤτανε τüσο ὄμμορφη, μὰ εἶχε καλýτερη ψυχÞ· καὶ ὀρφανὴ ποῦ ἦταν, ἦταν ελεημονητßνα καὶ θεοφοβοýμενη ὅσο νὰ πῆς· ἅγια ψυχÞ, ἀκοῦς· μοῦ τἄλεε ἡ κυραμÜννα μου, π' τσ' τἄλεε ὁ πÜππης μου ποῦ ἦταν πρωτüπαππας καὶ πνευματικüς, παππᾶς πÜππου πρὸς πÜππου ἀπὸ ἑφτὰ ζωνÜρια. ΑὐτÞνη ἡ ἀδερφÞ της λοιπὸν ἤτανε ὀρφανÞ, χÞρα καὶ εἶχε καὶ τρεῖς τσοῦπρες τῆς παντρειᾶς. Ἡ ΣÜντα ἦταν μικρüτερη, νεοπαντρεμμÝνη καὶ εἶχε μοναχÜ ἕνα παιδß· ὁ ἄντρας της πλοýσιος δὲν ἤτανε, μὰ τὴ φýλαγε καλὰ. Μιὰ νýχτα ἡ ἀδερφÞ της -ΡÞνκω τὴν ἐλÝγανε -βλÝπει ἕνα ἴνορο· πῶς τÜχα μÝσ' στὸ σπßτι τῆς ΣÜντας, στὸ πλευρὸ ἀπὸ τὴ γωνßστρα ποῦ ἄναβαν φωτιÜ, ἤτανε θαμμÝνο βλησßδι· ἕνα βÜζο γεμᾶτο ὅλο ἀπὸ ρουμπιÝδες καὶ ΜαχμουντιÝδες καὶ Κωσταντινᾶτα χρυσᾶ· παρουσιÜστηκε ἕνας Τοῦρκος καὶ τῆς τὸ εἶπε· καὶ ὁ Τοῦρκος, ξÝρεις, εἶναι ἃγιος νὰ τὸν ἰδῇς στὸν ὕπνο σου· καὶ τὴς λÝει· πÝς το τῆς ἀδερφῆς σου καὶ νὰ σκÜψετε νὰ τἄβρετε, καὶ νὰ κÜμητε ἐκεῖνο ποῦ πρÝπει· ξυπνÜει αὐτὴ χαλασιÜ της μὲ χαρÜ, τρÝχει στὴν ἀδερφÞ της τὴ ΣÜντα καὶ τῆς λÝει· μωρ' ἀδερφὴ τὸ καὶ τü· καὶ ὁ Τοῦρκος εἶνε ἃγιος· μὸν νὰ σκÜψωμε καὶ νὰ χαλÝψωμε, μὴν ἔχωμε κἀνÝνα κισμὲτ καὶ γλυτþσωμε ἀπὸ τὴν ὀρφÜνια· ἡ ΣÜντα πüνηρη, ὅπως ἤτανε τῆς λÝγει:
- Δὲ βαρειÝσαι, μωρ' ἀδερφÞ· ἰνüρτο ἤτανε, φαντασßα σου· τὸ δικü μας τὸ κισμὲτ φÜνηκε ἀπὸ τὴν ἀρχÞ.
Εἶπε αὐτÜ, μὰ ἄλλο ἔβαλε στὸ νοῦ της· τὴ νýχτα -θὰ ἤτανε ἡ ὥρα τÝσσερες τῆς νυχτὸς -κρÜζει τὸν ἄντρα της καὶ τοῦ λÝει: τὸ καὶ τὸ μοῦ εἶπε ἡ ΡÞνκω ἡ ἀδερφÞ μου· καὶ νὰ σκÜψωμε, καλÝ μου, καὶ νὰ χαλÝψωμε μὴ μᾶς ἔβγῃ τßποτε κισμὲτ καὶ ἰδοῦμε κἡμεῖς μιὰ καλὴ μÝρα· νὰ σκÜψωμε λÝει καὶ ὁ ἄντρας της. Κλειοῦνε καλὰ τὶς χαραμÜδες ἀπὸ τὰ παραθýρια, μὴ ἰδοῦνε τßποτε φῶς οἱ χωριανοὶ καὶ βÜλουν σουμπεÝ, παßρνουν ἕνα τσαπß, χαλᾶνε τὸ μπÜσσι ποῦ εἶχαν φκιασμÝνο κοντὰ στὴ γωνßστρα, σηκþνουν στὰ χÝρια τὸ παιδß τους ποῦ ἦταν μικρü, παγανὸ κοντὰ παιδß, καὶ ἀρχßζουν καὶ σκÜφτουν, σκÜφτουν βαθειÜ, γιατß, ξÝρεις, τὰ σπßτια στὰ χωριὰ δὲν ἔχουν πατþματα, εἶνε μὲ χῶμα, ὅπως στὸ Νησß ἄν εἶδες καμμιὰ φορὰ· Ὄξω χÜλαε ὁ Θεὸς τὸν κüσμο βροχÞ, κακü, χαλÜζι, ἀστραπüβροντα, σἄν καληþρα τþρα καὶ χειρüτερα· ποιὸς νὰ βγῇ ὄξω, ποιὸς νἀκοýσῃ! οι γειτüνοι ὅλοι κοιμþντανε βαθειÜ· στὰ χωριὰ τÝσσερες εἶναι σἄν νὰ ποῦμε ἡμεῖς ἕξη καὶ παραπÜνω. ΣκÜφτουν λοιπüν, σκÜφτουν καὶ ρßχνουν τὸ χþμα τριγýρω· Τßποτε· ἀρχßνισαν νἀπελπßζωνται.
- Μωρὴ γυναῖκα, λÝει ὁ ἄνδρας, θÜρρω χÜνομε τὰ κüπια μας· ἄκου λαλοῦν οἱ πÝτοι κιαὔριο εἶμαι γιὰ δουλειÜ.
- Σἄν ἀπüστασες, τοῦ λÝει ἡ γυναῖκα του, φÝρε 'δῶ καὶ σýρε 'ποκοßμισε τὸ παιδὶ ποῦ ξýπνησε.
Καὶ πÝρνει αὐτὴ τὴν τσÜπα καὶ σκÜφτει· γκÜπ, γκὰπ κἔρριχνε τὰ χþματα πßσω της· γιüμισε τὸ σπßτι, τὰ μπÜσσα, τὰ στρωσßδια, ὡς καὶ τὰ κονßσματα -μεγÜλη ἡ χÜρι τους -πῆγε ἕνα κατσικÜρι καὶ χτýπσε κἔσβυσε τὴν καντÞλα. Τüτε ἀκοῦνε ἕνα τρὰγκ σἄν νὰ χτýπησε τὸ σßδερο μὲ βßα σὲ λαÀνι τραβοῦν τὰ χþματα, χαλεýουν, καθαρßζουν, ξανοßγουν καὶ -νÜσου! - βγÜζουν ἕνα βÜζο βαρὺ βαρý, ποῦ ἔσπασε ὁ πÜτος του καὶ χýθηκαν ὄξω ἕνας σωρὸς φλωριÜ, ρουμπιÝδες, μαχμουντιÝδες καὶ Κωσταντινᾶτα χρυσᾶ, ὅπως τἆχε νορευτῇ ἡ ΡÞνκω, χαλασιÜ της. Δὲν ἐπßστευαν τὰ μÜτια τους· τὰ τρßβουν, τὰ ἀνοßγουν καλÜ. πιÜνουν στὰ χÝρια τὸ χρυσᾶφι, τὸ πεζÜρουν, τὸ βÜνουν στὶς τσÝπες τους, τὸ βγÜνουν. χορεýουν, πηδᾶνε σἂν ζουρλοὶ ἀπὸ τὴ χαρÜ τους· τüτε ξýπνησε καὶ τὸ παγανü τους τὸ πÜνουν κἐκεßνο στὸ σεντοῦκι, τὸ ἀνοßγουν, τὸ βÜνουν νὰ τὰ πιÜσῃ μὲ τὰ χÝρια του, κοντεýουν ἀλÞθεια νὰ χÜσουν τὸ νοῦ τους οἱ νοικοκυραῖοι.
Ὅταν ἡσυχÜσανε κἄπως, λÝει ὁ ἄνδρας στὴν γυναßκα του, χωρὶς κἄνε νὰ φχαριστÞσῃ τὴν Παναγßα -προσκυνοῦμε τὄνομÜ της -ποῦ τοὺς ἔδωκε τÝτοιο μπιρκÝτ, μüνε λÝει στὴ γυναῖκα του:
- Τþρα, μωρὴ γυναῖκα, τß τὸν κÜνομε τüσον παρᾶ;
- Ἄκου ρþτημα! λÝει ἡ γυναῖκα του· τß λὲς καλÝ μου; πρῶτα πρῶτα θὰ φκιÜσω ἕνα λαχουρὶ φουστÜνι, ποῦ βαλαν ὅλες οἱ Γιαννιþτισσες καλὲς κακÝς, ὕστερα ἕνα σÜκκο μὲ γοῦνα ποῦ εἶμαι ζÜρκα καὶ πÜω στὰ ἐγκþμια καὶ μὲ κÜνουν τζανανÝ. ὕστερα ἕνα σπßτι.
- Ἄúντε μωρÝ! λÝει ὁ ἄνδρας της, κεφÜλι ποῦ τὤχετε σεῖς οἱ Εὖες· νὰ δεßξουμε καὶ νὰ φαντÜξωμε πῶς ἔχουμε παρÜδες, νὰ βÜλῃ κἄνα σουμπεÝ ἡ πολßτσα νὰ μοῦ φορÝσουν καὶ τὶς κλÜπες. Ὄχι, γυναῖκα μου, δὲ μὲ παßρνεις στὸ λαιμü σου· τὰ φλωριὰ θὰ φυλÜξουμε καὶ θὰ ζοῦμε κατὰ πῶς ἐζοýσαμε μὲ οἰκονομßα καὶ μὲ τὸ μικρὸ ἰρὰτ ποῦ μᾶς δßνουν τα μοýλκια μας· μοναχὰ στὴν ἀδερφÞ σου, ποῦ τα ἰνορεýτηκε καὶ εἶναι κι ὀρφανÞ, μπορεῖ νὰ δþσουμε τßποτε. Ἡ ΣÜντα ποῦ ἦταν φουρκισμÝνη πῶς δὲν θὰ φτιÜσῃ λαχουρὶ καὶ γοῦνα καὶ εἶχε κι ἄπονη καρδιÜ.
- Ἀκοῦς ἐκεῖ λÝει θὰν τα στερηθοῦμε 'μεῖς καὶ θὰν τὰ δþσουμε τῆς τῆς ἀδερφῆς μου, καὶ σἄν τὰ ἰνορεýτηκε καὶ τß! μεσ' στὸ σπßτι μας εὑρÝθηκαν καὶ σἄν εἶναι ὀρφανÞ, μÞνα τὴν πÞραμε ἡμεῖς ἀπανωθιü μας! μὴ σὲ μÝλῃ καὶ δικονεýει αὐτὴ καὶ βρßκει· ἡμεῖς σἂ δὲν ἔχουμε, δὲν μᾶς λÝει κανεὶς ποῦθεν εἶσαι· κὕστερα, ἐσὺ λὲς νὰ τὸ βαστÜξουμε κρυφὸ ἀπὸ τὴν κυβÝρνησι, καὶ πῶς λὲς νὰ τὸ μαρτυρÞσουμε σὲ ξÝνον! ὄχι γυιÝ μου, σἄν θὲ θὰ φκιÜσω 'γὼ τßποτε, κÜλλιο νὰν τὰ βÜλωμε στὴν πÜντα νὰν τἀφÞσωμε στὸ παιδß μας, νὰ μὴ μᾶς ψολογÜῃ καμμιὰ φορÜ.
Τüσο ἤθελε κἐκεῖνος.
- Ἄúντε δÜ, λÝει, ἄς μὴ τὸ ποῦμε κανενοῦ κιἆς ρßξωμε τὰ χþματα στὸ λÜκο πÜλε μÜτα.....μüνε στÜσου· ἔχω ἀκουστὰ ἀπ' τὸ γÝρο Μετσοβßτη ποὖναι μουχτÜρης στὴν ΤζÝλοβα, πῶς ἅμα βρῇς βλησßδι μÝσ' στὸ σπßτι σου, πρÝπει νὰ σφÜξῃς ἕνα κουρμπÜνι, καὶ νὰ πÝσῃ τὸ αἷμα του μÝσα στὸ λÜκκο πρὶν ματαρρßξῃς τὰ χþματα, γιατὶ ἀλλοιῶς κἄποιος πεθνÞσκει ἀπ' τὸ σπßτι σου σταúφφουρλᾶ[28] Θεὸς μὴν δþσῃ τÝτοιο πρᾶμμα.
- Εὔκολα δὰ εἶναι νὰ σφÜξωμε ἕναν πÝττο ἤ μιὰ κüττα.
- Εὔκολο μὰ τþρα πῶς νὰν τὸν πιÜσω με, ποῦ θὰ περÜσωμε ἀπὸ τὸν
ὀντᾶ, ποῦ κοιμÜται ἡ ΡÞνκω μὲ τὶς τσοῦπρες της καὶ θὰ πÜρουν χαμπÝρι. Γιατß ξÝρες, χωριÜτικο σπßτι ἤτανε, δυὸ ὀντÜδες εἶχε μονÜχα· γιὰ νὰ μπῇς στὸν ὀντᾶ τῆς ΣÜντας πÝραγες ἀπὸ τὸν ὀντᾶ τῆς ἀδερφῆς της.
- Αἴ δὰ· τὶ νὰ σφÜξωμε! κἕνα σκυλλὶ νὰ σφÜξωμε τὸ ἴδιο κÜνει. λÝνε· δὲ σφÜζουμε τὸ Μοῦργο; - ποὖντο κιαὐτὸ τὸ ζαλιÜρικο· ἄκουτο ὄξω πῶς οὐρλιÜζεται κακηþρα του· τὸ κεφÜλι του νὰ φÜῃ.
- ΔιÜολε, διÜολε ! ἤλεε ὁ χωριÜτης κἔβγαλε τὸ μαχαῖρι του καὶ τὸ τρüχαε στὴ γωνιÜ· τὶ διÜολο νὰ σφÜξωμε τþρα, καὶ κοντεýει νὰ ξημερþσῃ.
- Δὲ σφÜζουμε τὸ γÜττο; λÝει ἡ ΣÜντα, ἤ δὲν κÜνει;
- ΚÜθεται καὶ δὲν κÜνει! ποῦντος;
- ΝÜτος· στὸ γιοῦκο ἀπÜνω· πιÜστονε. Ὁ γÜττος (ἔτσι βλÝπεις ἤτανε τἀξερÜτι) σἄν ἄκουσε τὴν ταραχὴ καὶ εἶδε τὸ χωριÜτη ποῦ ρßχτηκε ἀπÜνω του, μιὰ πηδησιὰ καὶ φεýγει· τρÝχει ὁ χωριÜτης νὰ τὸν πιÜσῃ, ὁ γÜττος σκαρφαλþθηκε στὴ θýρα ψηλὰ καὶ νιαοýριζε· δßνει ἡ ΣÜντα, δßνει ὁ ἄντρας της νὰ τὸν πιÜσουν, τüσο χειρüτερα ὁ γÜττος ἀγρßευε κἔσκουζε καὶ τÝντωνε τὰ νýχια του καὶ χτýπαγε μὲ τὰ ποδÜρια του, κἔκανε τüσο σαματᾶ, σἄν νἆχε μÝσα του τὸν ὀξαποδῶ -φτοῦσου τρισκατÜρατε μεσ' στὴν τρýπα σου -ὅσο ποῦ ἀπὸ τὸ πολý κακὸ καὶ τοῦ γÜττου καὶ τοῦ χωριÜτη καὶ τοῦ παγανοῦ ποῦ ξýπνησε κἔσκουζε κιαὐτü, παßρνει χαμπÝρι ἡ ΡÞνκω χαλασιÜ της.
- Μὰ ποῦ ἤτανε ἡ ΡÞνκω;
- Η ΡÞνκω -ἔτσι μοῦ τἄπανε κἐμÝνα κἔτσι ποῦ τὰ λÝω -ἡ ΡÞνκω ἤτανε στὸν κοντινὸν ὀντᾶ· ἀδερφομοιρασιὰ ἤτανε τὸ σπßτι· ξυπνÜει, ἀνοßγει τὴ μεσüθυρα καὶ μπαßνει μÝσα.
- Τὶ τρÝχει μωρ' ἀδÝρφια λÝει, τὶ κÜνετ' ἔτσι;
Ὁ χωριÜτης καὶ ἡ ΣÜντα ἔμειναν ξεροß· μοναχÜ ποῦ πρüφτασε κἔκρυψε τὸ μαχαῖρι του· μὰ δὲν ἤξεραν τὶ νὰ ποῦν· ἡ ΡÞνκω βλÝπει ὅλα ἄνω κἄτω, τὸ λÜκο σκαμμÝνον τα χþματα σκαπετημÝνα σὄλον τὸν ὀντᾶ· κατÜλαβε.
- Ἄχ σκυλιÜ! λÝει· σκÜψατε καὶ βρÞκατε τὸ βλησßδι.
Ἡ ΣÜντα καὶ ὁ ἄντρας της κυτταχτÞκανε καὶ μἕνα στüμα καὶ οἱ δυὸ πιÜσανε τὸ ἀρνß.
- Ὄχι μὴν ηὕραμε κολοκýθια· ἴσα τὸν κüπο ποῦ κÜμαμε ὅλη τὴ νýχτα νὰ σκÜφτουμε.
- Στὸ μῦλο αὐτÜ ΣÜντα· ἐγὼ τὸ ἰνορεýτικα, κεἶμαι ΣαββατογεννημÝνη· μὴν τὰ θÝλετε ὅλα μοναχοß σας, κεἶναι γιαζὶκ γιατὶ κἐγὼ εἶμαι ὀρφανὴ κἔχω τρßα θηλυκÜ.
Ἐκεῖνοι ὄχι, ὄχι δὲν ηὕραμε ὅρκους μüρκους, ἐκεßνη καὶ καλÜ ηὕρατε καὶ παρακÜλια· αὐτοὶ κατÜρες ἄν ηὕραμε χαÀρι νὰ μὴ ἰδοῦμε, μωρὴ δὲν ηὕραμε τßποτε. Τß νὰ κÜμουν, βλÝπεις, ἔμπλεξαν· καρδιὰ δὲν τοὺς ἔκανε νὰ δþσουν. γιατὶ φοβοýντανε· κὕστερα ὁ ἔρμος ὁ παρᾶς εἶναι γλυκüς, βλÝπεις. Τß νὰ κÜμῃ ὁ χωριÜτης γιὰ νὰ τὸν πιστÝψῃ! μιὰ καὶ καταιβÜζει τὴν Κυρὰ τὴν Παναγßα ἀπὸ τὰ κονßσματα καὶ λÝει.
- Μωρὴ ΡÞνκω τß ἄλλο θÝλεις; θÝλεις νὰ δαγκþσω τὰ κονßσματα γιὰ νὰ μὲ πιστÝψῃς;
- ΔÜγκωστα, λÝει ἐκεßνη.
- ΝÜ· λÝει ὁ χωριÜτης καὶ μιὰ καὶ βÜνει τὴν ΠαρθÝνα στὸ στüμα του καὶ τὴ δÜγκωνε· καὶ ἡ ΣÜντα σἄν νὰ τὴν ἀμπωχνε ὁ ΤρισκατÜρατος. πιÜνει κιαὐτὴ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ τὴν δÜγκωνε κιαὐτὴ σἄν νἆταν θηρßα, καὶ δὲ φοβιοῦνταν τὸ Θεὸ καὶ τὴν Κυρὰ -μεγÜλη ἡ χÜρι της. Τüτε ἡ ΡÞνκω σþπασε καὶ λÝει μοναχÜ.
- Ἄς εἶναι μωρ' ἀδÝρφια· καὶ ναὕρατε χαλÜλι νὰ σᾶς γÝνουν· μüνε ρßξτε τὰ χþματα πÜλι μÜτα καὶ πατῆστÝ τα μὴν ἔρθῃ κανεὶς τὸ πουρνὸ καὶ βÜλῃ σουμπεÝ.
- ΧÜ· χÜ· λÝει ὁ χωριÜτης νὰ τὰ ρßξουμε· καὶ γιὰ νὰ γελÜσῃ καλýτερα τὴν ὀρφανὴ ΡÞνκω, ἁρπÜζει τὸ φικÜρι καὶ γεμßζει πÜλι τὸ λÜκκο, χωρὶς νὰ σφÜξουν τὸ κουρμπÜνι· ἅμα τὸν ἀπüχωσε:
- Καληνýχτα.
- ΚαλοξημÝρωμα.
Ἔφυγε ἡ ΡÞνκω, μεßνανε οἱ δυὸ τους.
- Καß τþρα μωρὴ ΣÜντα!
- Τþρα ντÝ! ποῦ δὲ σφÜξαμε τὸ κουρμπÜνι! νὰ τὸν ἀνοßξουμε πÜλι;
- Μπᾶ δὲν κÜνει· καλÜ ἤτανε τüτε.
- Ἄúντε μωρÝ· λüγια εἶναι κιαὐτÜ, λÝει ἡ ΣÜντα· θὰ σφÜζαμε τὸ γÜττο μαθὲ καὶ κÜτι θὰ κÜναμε· σἄ θÝλει ὁ Θεὸς καûμμÝνε μου! τὶ ξÝρει καὶ ὁ γεροξεκοýτης ὁ Μετσοβßτης! νὰ στρþσουμε τþρα τὸ μπÜσσι καὶ νὰ κοιμηθοῦμε. Ἔτσι ἔκαμαν τÜχα πῶς ἡσýχασαν καὶ θÝλησαν νὰ κοιμηθοῦνε· μὰ ποῦ ὕπνος! ἡ αὐγὴ τοὺς ηὗρε ἄûπνους καὶ σηκþθηκαν τὸ πουρνὸ σἂν Ραμαζανßσιοι· ὡς τüσο δὲν εἶπαν τßποτε σὲ κανÝνα καὶ δὲν ἔβγαναν νὰ τσακßσουν οὔτε ἕνα φλωρὶ ἀπὸ τὸ φüβο τους· τὰ φýλαγαν στὸ σεντοῦκι καὶ δοýλευαν σἄν καὶ πρῶτα· δὲν πÝρασε ὅμως λßγος πολὺς καιρὸς καὶ ἀρρþστησε τὸ παιδß τους· ἀρρþστησε, πÝφτουν στὸ στρῶμα φÝρνουν γιατροýς, παραγιατροὺς ἀπὸ τὰ ΓιÜννινα, πουθενÜ νὰ πÜρῃ τὸ καλßτερο.
Τüτε πρωτοχÜλασαν ἕνα φλωρὶ ἀπὸ τὰ βρετßκια καὶ εἶπαν τÜχα πῶς ἡ ΣÜντα ἔβαλε ἀμανÜτι τὰ τζοβαερκÜ της καὶ τὰ πῆρε. Μὰ ἡ ΡÞνκω τὸ κατÜλαβε καὶ βÜρυνε ἡ καρδιÜ της.
Ἀπὸ τὴν ἡμÝρα ποῦ ἀρρþστησε τὸ παιδß τους, ὁ Μοῦργος, τὸ σκυλλὶ ποῦ ἔλεγαν νÜ κÜμουν κουρμπÜνι, πÞγαινε τὰ μεσÜνυχτα ἀπüξω ἀπὸ τὸ παραθýρι καὶ ἔσκαφτε λÜκκο μὲ τὰ ποδÜρια του καὶ οὐρλιÜζονταν λυπητερὰ λυπητερὰ ποῦ ἀνατσßριαζεν ἡ πÝτσα τοῦ κορμιοῦ σου· ὅλοι οἱ γειτüνοι τὸ λÝγανε.
- Δὲν εἶναι καλὸ πρᾶμμα αὐτü· τῆς ΣÜντας τὸ καλüπαιδο θὰ πεθÜνῃ χαλασιÜ της
Ἡ ΣÜντα καὶ ὁ ἄντρας της θυμιοῦνταν ποῦ δὲν ἔσφαξαν τὸ κουρμπÜνι καὶ ἡσυχßα δὲν εὑρßσκανε· λÝγανε πῶς ἀπὸ κεῖνο χÜνουν τὸ παιδß τους· ὅσο ποῦ μιὰ νýχτα δὲν βÜσταξε ὁ χωριÜτης, μὰ καθὼς ἐπῆγε τὰ μεσÜνυχτα ὁ σκýλλος νὰ οὐρλιÜξῃ στὸ παραθýρι, βγαßνει ἔξω, τὸν ἀρπὰζει, τὸν σÝρνει μÝσα, σκÜφτει ἕνα λÜκκο μὲ τὸ μαχαßρι του κοντὰ στὴ γωνßστρα, ἐκεῖ ποὖχαν εὕρῃ τὸ βλησßδι, καὶ μιὰ καὶ τὸν σφÜζει, καὶ χýνεται τὸ αἷμα μÝσ' στὸ λÜκκο. Ὁ σκýλλος οὔρλιαξε γιὰ τελευταßα φορὰ, τινÜχτηκε καὶ αἷμα κÜμποσο πῆγε καὶ ρÜντισε τὸ ἄρρωστο παιδß· τüτε τὸν σκαπÝτησαν ὄξω καὶ τὸ πουρνὸ εἴπανε τÜχα πῶς τὸν ἔσφαξαν γιατß οὔρλιαζε καὶ ἤτανε γρουσοýζης.
Μὰ τß τὸ θÝλεις! τοῦ κÜκου· ἔπρεπε νὰ τὸν σφÜξουν, ὅταν ἔπρεπε, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Τοῦρκος στὸ ἰνüρτο τῆς ΡÞνκας.
Τὴν ἄλλη νýχτα μιὰ κουκουβÜγια ἔκατσε ἀπÜνω στὸ μπουχαρß τους καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ κοιμηθοῦν ἀπὸ τὸ θλιβερὸ τὸ λÜλημÜ της· τὸ παιδß τους ἦταν ἀποφασισμÝνο· τὴν ἄλλη νýχτα ἡ ΣÜντα δὲν πρüφτασε νὰ πÜρῃ λßγον ὕπνο καὶ ξυπνÜει μὲ τρομÜρα, γιατß νειρεýονταν πῶς ἕνας μαῦρος σκýλλος σἄν τὸ Μοῦργο ποῦ εἴχανε σφÜξῃ, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴ γωνßστρα καὶ ἔτρωγε τὸ παιδß της· σηκþθηκε, τἀγκαλιÜζει, τὸ φιλεῖ, βÜνει τὸ χÝρι στὴν καρδιÜ του, μὰ ἔξαφνα πετιÝται καὶ κεῖνο μὲ μιὰ φωνÞ.
- ΜÜννα!
- ΜÜτια, μου λÝει ἡ ΣÜντα, παιδß μου.
- ΜÜννα, λÝει ἐκεῖνο, ὁ Μοῦργος ἤθελε νÜ μὲ φÜῃ· μÜννα σκιÜζουμαι.
Τὴν ἄλλη μÝρα πÝθανε τὸ παιδὶ τὴς ΣÜντας· ὁ πατÝρας του ἔσκουζε σἄν γυναῖκα κἤλεγε.
- ὨúμÝνα! κÜλλιο νὰ μοὔλειπαν σὲ πῆρα στὸ λαιμὸ μου παιδÜκι μου· φορτοῦνα στὸ κορμß μου. Καὶ τραβοῦσε τὰ μαλλιÜ του σἄν γρῃὰ γυναῖκα.
Ἡ ΣÜντα δὲν ἠμπüρεσε νὰ βγÜλῃ οὔτε ἕνα δÜκρυο· μüνον ἔβγανε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα κÜτι ἄγριες φωνὲς καὶ κατüπι τσþπαινε· ἀπὸ τüτε ἄρχισε νὰ τὸ χÜνῃ ἡ γυναῖκα· ὕστερα, ὅπου ἔβλεπε μαῦρο σκυλλß, τοῦ ρßχνονταν μὲ τὶς πÝτρες καὶ τὴν νýχτα ἔβγαινε σἄν τὸν βρουκüλακα καὶ πÞγαινε στὸν τÜφο τοῦ παιδιοῦ της κἔσκουζε· ὁ ἄντρας της κýτταζε νὰν τὴ συμμαζÝψῃ, μὰ κιαυτὸς πλειὰ σἄν χαμÝνος ἤτανε, οὔτε νὰ δουλÝψῃ μποροῦσε, οὔτε μυαλü εἶχε νὰ κυττÜξῃ τὰ μοýλκια του· τß τοῦ φαινüντανε; πῶς αὐτὸς τὤφαγε τὸ παιδß του.
Ἔτσι ἄρχισαν νὰ φτωχαßνουν καὶ κατÜντησε νὰ μὴ βγÜνουν οὔτε τὸ ψωμß τους· τὸ βλησßδι ἔμενε πÜντα ἄγγιαχτο, ὄξω ἀπὸ κεῖνα τὰ λßγα ποῦ ξþδεψαν στὴν ἀρρþστια τοῦ παιδιοῦ των· τüσο ἀπὸ στερεμÜρα, τüσο ἀπὸ φüβο καὶ ἀποκοντρßα, ὁ ἄντρας δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀγγßξουν ἐκεßνους τοὺς παρÜδες.
- Αὐτοὶ μοῦ φÜγαν τὸ παιδÜκι μου ἔλεγε· κιὄσες φορὲς ἡ ΣÜντα ἤθελε νὰ τοῦ κÜμῃ κουβÝντα, αὐτὸς ἔκανε κακὸν καυγᾷ· ἔσκουζε, χτυπιþντανε, ἔδερνε καμμιὰ φορὰ καὶ τὴ γυναῖκα του· ἔσκουζε κἐκεßνη, ἔβαναν τßς φωνÝς· μÝρα ἤτανε, νýχτα ἤτανε, σÞκωναν τὸ χωριὸ στὸ ποδÜρι· ἡ μαýρη ἡ ΡÞνκω πÞγαινε νὰ τοýς ἡσυχÜσῃ, τὴν ἔδιωχναν· τοὺς ρþταγε τß ἔχουν καὶ κÜνουν ἔτσι, δὲν ἐμαρτýραγαν τßποτε· τὴ βλαστÞμαγε κιαὐτὴ ὁ ἄντρας καὶ ἔφευγε.
Καὶ τß βλαστÞμια εἶχε στὸ στüμα του! νἄμπῃ ὁ ΤÜδες μÝσα σου - ἐκεßνου ἐκεῖ -καὶ νἆναι καὶ θηλυκüς.
ΤÝλος πÜντων ἡ ΣÜντα κßνησε ἔγκυος καὶ αὐτὸ τοὺς ἔκαμε κἄπως νὰ ἠσυχÜσουν· καὶ οἱ καυγÜδες ἀραßωσαν καὶ ἡ παλαβομÜρα τους σἄν νὰ λιγüστεψε· ἄρχισε καὶ ὁ ἄντρας νὰ δουλεýῃ-κÜψο καὶ ἤλεγαν γιὰ τὰ βρετßκια πÜλι τß θὰ τὰ κÜνουνε.
Ἄν ἐκεῖνο ποῦ θὰ γεννÞσῃ ἡ ΣÜντα εἶναι παιδß, νὰ τὸ σπουδÜσουν γιατρὸ καὶ νὰ πᾶνε μÝσα στὸ ΡωμÝúκο, ἄν εἶναι τσοῦπρα, νὰ πÜνουν στὴν Πüλι νὰ τὴν παντρÝψουν καὶ νὰ ζÞσουν ἐκεῖ.
Μὰ δὲν ἔλεγαν νὰ δþσουν τßποτε καὶ τῆς ἀδερφῆς-κÜψο, ποῦ ἦταν ὀρφανὴ κιαὐτÞ· γιὰ ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε ὀργιστῇ καß τοὺς καββαλßκεψε ὁ δαßμονας τῆς φιλαργυρßας -φτοῦσου ΤρισκατÜρατε -γιὰ ἤτανε τὸ ξερÜτι τους νὰ πÜθουν ὄσα ἔπαθαν, γιατß εἶχαν ἄπονη καρδιὰ καὶ δὲ συμπονοῦσαν τὸ φτωχü, νὰ συχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτßες τους, ὅπως ἤλεγε ὁ πÜπῃς μου, ποῦ ἦταν πρωτüπαπας καὶ πνευματικὸς πÜπη πρὸς πÜπη, ἀπὸ ἑφτὰ ζουνÜρια,
Καὶ ὅσο κüντευε στὸ μῆνα της ἡ ΣÜντα, τüσο ὁ ἄντρας της γινüντανε χειρüτερος στὴ φιλαργυρßα. καὶ ἅμα τοὖλεγε τßποτε νὰ πÜρουν, τῆς ἔλεγε.
- Μὲ τὸ τσὶκ καὶ μὲ τὸ μὶκ αὐτὸ χαλιÝται ὁ παρᾶς, γυναῖκÜ μου. ἡ δουλειὰ εἶναι νὰ μὴ διακονÝψουνε τὰ παιδιÜ μας· κιἄν κÜμῃς καὶ τσοῦπρα, οἱ γαμπροὶ θÝλουνε παρὶ τþρα· μüνε πÝρασε ὅπως ὅπως. Καὶ τüσο ἔφτανε ἡ στερεμÜρα του ποῦ καταντοῦσε νὰ μὴν τῆς παßρνῃ τσüτσο χουμαῒ νὰ φκιÜσῃ κωλοπÜνια γιὰ τὸ παγανὸ ποῦ θὰ γÝνναγεν.
Ὡς τüσο ἦρθε ἡ ὥρα της γιὰ νὰ λευτερωθῇ καὶ τὴν ἔπιασαν οἱ πüνοι· τρÝχει ἡ ἀδερφÞ της ἡ κακομοßρα γιὰ τὴ μαμμÞ, μιὰ γρῃὰ ποὔχανε στὸ χωριὸ κἔκανε καὶ τὴ ψευτομαμμÞ, νὰ πÜῃ νὰ τὴν ξελεχωνÝψῃ, ποῦ νἄρθῃ ἡ μαμμὴ σαυτὸν τὸν ἀφωρισμÝνον. ποῦ δὲν ἔδινε πεντÜρα σὲ κανÝνανε!
- Νὰ μοῦ δþσετε, λÝει μπροστὰ τὸ μετζßτι, καὶ τüτες νἀρθῶ· πÜει ἡ Ρßνκω χαλασιÜ της βρßσκει τὸν ἄντρα τῆς ΣÜντας, τοῦ ζητÜει τὸ μετζßτι· ποῦ νὰ τὸ δþσῃ αὐτüς !
- Ἀκοῦς ἐκεῖ λÝει πῶς ἡ ΝταβÜνοβα γÝννησε χωρὶς μαμμÞ καὶ ἡ παππᾶ-Νικüλοβα κιἄλλες κιἄλλες! αὐτὴ θÝλει ἀρχοντιÝς. Μὰ ἡ ΡÞνκω τὸν ἐστενοχþρησε καὶ τüτες ἔβγαλε καὶ τῆς ἔδωκε τὸ μετζßτι, μὰ μὲ βαρειὰ καρδιὰ καὶ μὲ τὸν Ὀξαποδῶ στὸ στüμα.
- Νὰ, ποῦ νÜμπῃ ὁ ΤÜδες μÝσα της κιαὐτῆς καὶ σÝνανε.
Ἢτανε κακὴ ὥρα -σῶσε μας ΧριστÝ μου κιαφφÝντη μ' Ἄη Γεþργη νεομÜρτυρα, σῶσε μας ἀπ' τὴν κακὴ τὴν ὥρα -καὶ τὸ εἶπεν ὁ ἀφωρισμÝνος κἔγινε.
Ἦρθε ἡ μαμη, μὰ τοῦ κÜκου· τß νὰ κÜμῃ! ἡ ΣÜντα ἤτανε ξωφρενῶν· ἔσκουζε, φþναζε, ρßχνονταν, ἔσκιζε τὰ ροῦχα της, ἔτρωγε τὰ κρÝατα της σἄν λυσσασμÝνη· στὴν ἀρχὴ τὸ πÞρανε πῶς ἤτανε ἀπ' τοὺς πüνους τῆς γÝννας· μὰ κιὄντας ἔπεσε τὸ καψοπαῖδι τἄμοιρο καὶ κακορρßζικο, ἡ μÜννα γßνηκε χειρüτερα· ρßχτηκε πρῶτα νὰ τὸ πνßξῃ μὲ τὰ νýχια, ὕστερα νὰ τὸ φÜῃ μὲ τὰ δüντια, ἔσκιζεν ὅσους τὴν ἐπλησßαζαν. ἄφριζε, βλαστÞμαγε, καταριþντανε, σκαπÝταγε τὰ προσκÝφαλα καὶ τὰ σιντüνια τὰ ματωμÝνα, πÞδησε νὰ ρßξῃ τὴν κανδÞλα καὶ τὰ κονßσματα καὶ νὰ μαδÞσῃ τὰ στεφÜνια της, ἤτανε ὀργὴ Θεοῦ.
ΚαταλÜβανε πλειὰ πῶς εἶχε μÝσα της τὸν ΤρισκατÜρατο - γλῦσε μας ΧριστÝ μου καὶ ΣταυρÝ μου σταυρωμÝνε -καὶ τρÝξανε γιὰ τὸν παππᾶ· ᾖρθε ἀμÝσως ἐκεῖνος τρÝμοντας καὶ διαβÜζοντας τοὺς μεγÜλους ἐξορκισμοὺς -κἂτα πὤλεγε ὁ πÜπης μου -Ἄη Βασιλεßου, ἤφερε τὰ ἅγια λεßψανα ποῦ εἶχε ἡ ἐκκλησßα, τὸ μικρὸ τὸ δÜκτυλο τἀγßου Γληγορßου, καὶ θÝλησε νὰ βÜλῃ χÝρι ἀπÜνου της· μὰ τüτες δὰ γßνηκε ὁ μεγÜλος ὁ σπαραγμὸς ποῦ ρßχτηκε νὰ πνßξῃ τὸν παππᾶ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν καταρειÝται καὶ νὰ τὸν βρßζῃ, μὰ δὲν ἔκρινε αὐτÞ, ἔκρινε ὁ ὁξαποδῶς ποῦ εἶχε μÝσα της.
- Τß μοὖρθες, μωρὲ κακοῦργε, ψεýτη, ἀγýρτη, φονιᾶ, ματοβαμμÝνε, πüρνε, ποῦ πÜτησες τὴ νýφη σου, τὴ γυναῖκα τἀδερφοῦ σου τοῦ ταξιδεμμÝνου καὶ τὸ παιδὶ τὸ ρßξατε στἀναγκῃü, καὶ τþρα ἦρθες νὰ μὲ φοβερßσης ἐμὲ μωρὲ κολασμÝνε, αἱμομßχτη, ληστÞ! Καὶ ἄλλα τὤλεγε ὁ ΤρισκατÜρατος μὲ τὸ στüμα τῆς ΣÜντας.
Ὁ χαντακωμÝνος Παπᾶς ἄρχισε νὰ τρÝμῃ καὶ νὰ κιτρινßζῃ· τὰ χεßλια του δὲν μπüρεγαν νὰ ποῦνε λÝξι, μüνον ἐγονÜτισε στὰ κονßσματα μπροστÜ καὶ σταυροκοπιüντανε καὶ μαζὶ μαὐτὸν ὅλοι σταυροκοπιüντανε καὶ ἀνατριχιÜζανε καὶ μὲ τρüμο κυττÜζανε τριγýρω τους.
Τüτες ἦρθε καὶ ὁ ἄντρας της νὰ τÞνε πιÜσῃ σἄν χειροδýναμος ποῦ ἤτανε νὰ τὴ ρßξῃ στὸ κρεββÜτι νὰ τὴν πατÞσῃ ὁ παπᾶς καὶ νὰ ξορκßσῃ τὸν ΤρισκατÜρατο. Ἡ ΣÜντα ἔπλεε στὸ αἷμα της κἔχανε τὴ δýναμß της· μὰ μüλις εἶδε τὸν ἄντρα της ἄρχισε πÜλι τὰ ἴδια, μὲ ἄλλον τρüπο τþρα.
- Καλþστονε, καλþστονε· ἐσý εἶσαι δικüς μου ποὖσαι· ἐσὺ μὲ προσκÜλεσες κἦρθα, ἐσὺ ξηνταβελüνη μου, ἐσὺ πὤφαγες τὸ παιδß σου· ἐσÝνα σἀγαπÜω ἐγὼ καὶ σὤστειλα τὸ βλησßδι στὴ γωνßστρα σου· καλÜ καμες καὶ δὲν ἔδωκες παρὰ σὲ κανÝνανε, μÞτε στὴ γυναικαδÝρφη σου· ἐγὼ σὲ καββαλßκεψα καὶ γßνηκες τÝτοιος· τþρα τὸν ἔχεις τὸν παρὰ στὸν σεντοῦκι καὶ τὸν φυλᾶς γιατεμÝνανε· ἔλα τþρα νὰ σὲ φιλÞσω γιὰ τὸ σπολλÜετη ποῦ μὲ προσκÜλεσες καὶ μÝχεις μουσαφßρη. ΚιἀμÝσως ρßχνεται καὶ τὸν ἀρπÜζει καὶ τοῦ κüβει μιὰ δαγκατιὰ στὸ λαιμὸ ποῦ τὤσυρε κοψßδι.
Ὡς τüσο ἀπ' τὴν πολλὴ τὴ 'μορραγßα, μπαÀλησε κἔπεσε στὸ κρεββÜτι σἂν πεθαμÝνη.
ΤρÝχουν ὅλοι οἱ χωριÜτες μὲ τρομÜρα, οἱ κιοτῆδες μÝνουν ὄξω καὶ ὅσοι εἶχαν κÜμῃ κρυφὲς ἁμαρτßες, γιατὶ μαθεýτηκε πῶς ἡ ΣÜντα τὰ βγÜνει ὅλα στὸ φüρο· τρÝχει καὶ ὁ μουχτÜρης τοῦ χωριοῦ· ἀπὸ στüμα σὲ στüμα πÜνε σταὐτιὰ τῶν σουβαρÞδων ὅσα εἶπε γιὰ τὸ βλησßδι, πιÜνουν τὸν καλüσου τὸ χωριÜτη, τοῦ δßνουν ἕνα δαρμü, μαρτυρÜει τὸ βλησßδι καὶ τὸ παßρνουν· τüτες πλειὰ γßνηκε κιαὐτὸς θηρßο· πιÜνει τὴν ἄμοιρη τὴ ΣÜντα τὴ σκοτþνει στὸ δαρμὸ καὶ τὴ διþχνει ἀπὸ τὸ σπßτι του· Ἐκεßνη ἀγριεýει περισσüτερο· πÜει ἡ ΡÞνκω ἡ χαντακοýρω νὰν τὴ μÜσῃ, χýνεται νὰν τὴν πνßξῃ· χτυπÜει τὶς πüρτες τοῦ χωριοῦ, ὅλοι τὴν τρÝμουν καὶ κλειδþνονται μÝσα.
Ἡ πεῖνα, τὸ κρýο, τὸ κακü, ἡ γýμνια, ἡ τρÝλλα, τὰ σκυλλιὰ ποῦ τῆς ρßχνονται τὴ νýχτα καὶ τὴς ξεσχßζουν τὸ κορμß της, ὁ κüσμος ποῦ τὴ διþχνει μὲ τὰ ξýλα καὶ μὲ τὰ λιθÜρια, ὅλα αὐτὰ τὴν ἔκαμναν νὰ πÜρῃ τῶν ὀμματιῶν της καὶ νἄρθῃ στὴν πüλι· ἐδþ πλειὰ ἀπογßνηκε· ὅντας πρωτοῆρθε, ἤτανε ἀκüμα ὄμμορφη· τὸ θυμᾶμαι σἄν νἆταν τþρα· ψηλὴ ὅπως εἶναι· τὰ κουρελιασμÝνα τα ροῦχα της ἄφηναν νὰ φαßνεται ἕνα κορμὶ κÜτασπρο καὶ χλωρὸ ἀκüμη μὲ ὅλη τὴν κακορριζικιὰ ποῦ τὴν ἔδερνε· μονÜχα τὰ μÜτια της εἴχανε μιὰ ἀγριüτητα καὶ μιὰ φλüγα, ποῦ ὅταν τὰ στýλωνε ἀπÜνω σου, σἔκανε νὰ φýγῃς γλÞγορα ἀπὸ σιμÜ της. Τüτες πλειὰ ἔπεσε στὰ χÝρια τῶν μπαντÞδων· τὴ σÝρνανε τὶς νýχτες στὰ στενÜ, καὶ στοὺς κÜμπους, στὶς σπηλιÝς, στἀμπÝλια, στὶς βρßζες, στἀραποσßτια· τὴν ἔπαιρναν πολλὲς φορὲς δÝκα, εἴκοσι μπαντßδες, ἄκαρδοι ἀνθρῶποι. σκυλλιὰ παραδομÝνα, καὶ καμμιὰ φορὰ - φορτοῦνα της -καὶ ἀνθρῶποι καλοὶ καὶ μεγÜλοι, γιατροß, δικηγüροι ἐμπüροι, μαγαζÜτορες ὅσο ποῦ τὴν κατÜντησαν ὅπως τὴ βλÝπεις. Καὶ πÜλι τþρα βρßσκονται θηρßα ποῦ τὴν πειρÜζουν.
Πρῶτα ἀγρßευε συχνÜ· τþρα κἄπως μÝρωσε. Μὰ πῶς δὲν τὴν κüβει ὁ Θεüς -μεγÜλη ἡ δüξα του -πῶς μὲ αὐτὰ τὰ κακÜ ποῦ πÝρασε καὶ περÜει βρßσκεται ἀκüμα στὸ κüσμο!
..................
Μὰ τὶ κακὸ εἶναι τοῦτο! ἄκου τþρα κακορüχιονο ποῦ ρßχνει! ἆ μὰ ζαλüκαιρος ἀλÞθεια κιἀλÞθεια! γιὰ ἔλα νὰ ἰδῆς· μαζὶ χιüνι καὶ βροχὴ καὶ ἀγÝρας καὶ χαλÜζι· ματÜειδες τÝτοιο θᾶμμα; γιὰ κýτταξε· μιὰ θαμποῦρα βλÝπεις καὶ τßποτε ἄλλο· ἀλλοßμονο τσ' ὀρφανοὺς ποῦ δὲν ἔχουνε δυὸ κÜρβουνα.....
Τὴ στιγμὴ ἐκεßνη, μÝσα στὴν κοσμοχαλασιὰ ποῦ μοῦ ἔδειχνε ἡ Γιαννιþτισσα ἡ φιλαινÜδα μου, φÜνηκε σἄν ἕνα μαῦρο πρᾶμμα νἄπεσε ἀπὸ κÜτω ἀπὸ τὰ παραθýρια καὶ ἀκοýστηκαν, μ' ὅλη τὴ βοὴ τοῦ Νüτου, κἄτι φωνὲς ὄχι ἀνθρþπινες· σἄν νὰ μοýγκριζε γελÜει, σἅν νἄσκουζε γουροῦνι, σἄν νὰ ρυÜζονταν λýκος λυσσασμÝνος. Ἤτανε ἡ ΣÜντα· τὰ ξεσκλßδια ποῦ εἶχε γιὰ ροῦχα, τὰ σκüρπαγε ὁ ἀγÝρας, καὶ τὸ κορμß της τὸ κατÜμαυρο σἄν τομÜρι ἀκατÝργαστο κυλιüνταν σχεδὸν ὁλüγυμνο μεσ' στὸ χανδÜκι μὲ τὰ νερÜ, ἔσκαβε τὴ γῆ μὲ τὰ χÝρια της, γýριζε πßστομα καὶ δÜγκανε τὶς πÝτρες, ὅσο ποῦ τὸ χιüνι τὴν ἄσπρισε καὶ τὴν ἐσκÝπασε. Σὲ λßγο ἔπαψε ὁ ἀÝρας καὶ τὸ χαλÜζι, καὶ μονÜχα χιüνι ἄφθονο μὲ λευκὲς παπλαμοῦδες σἄν ἄσπρα πουλιὰ ποῦ γυρßζουν κοπÜδια στὴ φωληÜ τους, ἐσκÝπασε ὅλην τὴν πüλι καὶ τὰ ξÝφυλλα δÝντρα καὶ τὰ λιβÜδια, καὶ τοῦ ἀνθρþπου τὴν ἀθλιüτητα καὶ τὴ σιχαμÜρα.
Ἡ πονετικὴ ἡ φιλαινÜδα μου κατÝβηκε νὰ κλεßσῃ καλὰ τὴν πüρτα καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σχολεßου ἤρθανε σὲ λßγο μὲ βüλους ἀπὸ χιüνια, μὲ ξýλα καὶ μὲ πÝτρες, ζητῶντας τὴ ΣÜντα ....
Τὴν ἄλλη μÝρα, τὴν εἴδαμε πÜλι ὀρθÞ, νὰ τρÝχῃ μισοδιπλωμÝνη στοὺς δρüμους μÝνα μακρὺ βρακὶ ἀπὸ ἰνδιÜνα καὶ μἐκεῖνα τὰ μεγÜλα δüντια, καὶ μαῦρο καὶ ἀργασμÝνο πρüσωπο, ποῦ τὴν κÜνει ὅμοια μὲ λýκον μᾶλλον παρὰ μὲ ἄνθρωπον, καὶ νὰ διακονεýῃ ὅπως πÜντα:
- Μωρὴ κÜκκω μωρÞ, δüμ μωρὴ ψωμß, γιατὶ πεινÜει τὸ σκυλλὶ ποὖβρε τὸ βλησßδι κἔσφαξε τὸν ἄντρα μου μÝσα στὰ παιδιÜ μου . . . .
Καὶ νὰ φεýγῃ πρὶν πÜρῃ τὸ ψωμß.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ
__________________________________

ΓλωσσÜρι

1ο
βελÝσι = μÜλλινος επενδýτης των γυναικþν
κολονÝλος = συνταγματÜρχης
κασσαφüρτε = χρηματοκιβþτιο
στÝνει τα λυκοσßδερα = στÞνει παγßδες
απßκου (απßκο) = σε ετοιμüτητα, σε επιφυλακÞ
ξαγνÜντισαν = διÝκριναν
κακοýμια = γοýνα απü λευκü σκßουρο
χειρüκτια = γÜντια

2ο
βλησßδι = Εὕρημα, θησαυρüς.
Γυμνῂ
Μὲ κοροúδεýεις.
Κοροúδßα.
Ἄς εἶναι, δὲν πειρÜζει.
Πολὺ ὡραßα.
ΠτωχÞ.
Οὕτω λÝγεται ἐν Ἠπεßρῳ ἡ μÜμμη, ἡ πενθερὰ καὶ πᾶσα σεβαστὴ γραῖα.
Συντηρῶ.
Τὸ πονηρὸς ἐν Ἠπεßρῳ προπαροξýνεται.
δÝκα περßπου μ. μ.
Ὑποψßα.
Χαμηλὸς καναπὲς.
Σχεδὸν νÞπιον.
Τὸ ἐν τῇ λßμνῃ τῶν Ἰωαννßνων.
Πετεινοß.
ΛιθαρÜκι.
Ἐν Ἰωαννßνοις λÝγεται παροιμιωδῶς ὁ στßχος:
ἘπÝσανε τὰ ΓιÜννινα ἀπὸ τὴν περηφÜνεια
ποῦ φüρεσαν καλὲς κακὲς τὰ λαγουριὰ φουστÜνια
ΓυμνÞ.
Οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτüκου.
ΦαντÜζω, ἐπιδεικνýομαι.
Ὑποψßα
Ἀστυνομßα.
Σßδηρα, χειροπÝδαι.
Εἰσüδημα.
ΨολογÜω=καταρῶμαι.
Εἶδος δημογÝροντος τοῦ χωρßου.
Μὴ γÝνοιτο.
Θüρυβος.
ριγμÝνα.
τὴν ἄρνησιν.
Κρῖμα.
ΠροκοπÞ.
τὸ πρωÀ.
ἀλλÜξουν.
ἔρριψαν.
ΠρωÀ.
ἔμεινεν.
κακὴ εἱμαρμÝνη.
παννὶ ἈμερικÜνικον.
ἐλυποθýμησε.
δειλοß.
ἔφιπποι χωροφýλακες.
δυστυχισμÝνη.
Λεπτὸ χαλÜζι.
Φιλικὴ προσφþνησις πρὸς γυναῖκα.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers